ΤΩΒΙΤ

Ανάλυση και συζητήσεις γύρω από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:15 pm

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΤΩΒΙΤ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΑΡΡΑΣ

Τωβίτ

Ο Τωβίτ είναι ένα από τα Ιστορικά βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης, ενώ απουσιάζει από την Εβραϊκή Βίβλο.

Το βιβλίο Τωβίτ οφείλει την ονομασία του σ' έναν ευσεβή Ιουδαίο της διασποράς. Στο βιβλίο περιγράφονται οι δοκιμασίες και οι περιπέτειες δύο συγγενών ιουδαϊκών οικογενειών του Τωβίτ και του Ραγουήλ, που ζούσαν σε εξορία, στη Νινευή η πρώτη και στα Εκβάτανα η δεύτερη. Ο Τωβίτ χάνει την περιουσία του και τυφλώνεται, ενώ η κόρη του Ραγουήλ η Σάρρα, χάνει διαδοχικά εφτά συζύγους, οι οποίοι πεθαίνουν την πρώτη νύχτα του γάμου της. Με παρέμβαση του Θεού τα προσωπικά δράματα μεταστρέφονται σε ευτυχία. Με την καθοδήγηση του αγγέλου Ραφαήλ, ο Τωβίας, γιος του Τωβίτ, παίρνει ως σύζυγο τη Σάρρα και θεραπεύει τον πατέρα του.

Θεωρείται πιθανό το βιβλίο να γράφτηκε στα αραμαϊκά από ευσεβή Ιουδαίο, μεταξύ των ετών 200 και 170 π.Χ. Τα ιστορικά γεγονότα, που συνδέονται με αυτές, έλαβαν χώρα μετά την κατάλυση του βορείου βασιλείου του Ισραήλ το 722 π.Χ. από τους Ασσυρίους και τη διασπορά του πληθυσμού του. Το βιβλίο αποτελεί μια πραγματεία, που θέλει να τονίσει όχι τόσο το ιστορικό περίγραμμα της αφήγησης όσο τα ηθικά στοιχεία της. Οι χαρακτήρες του βιβλίου προβάλλονται ως πρότυπα της ιουδαϊκής ευσέβειας, διδάσκεται η εμπιστοσύνη στο Θεό, η υποταγή στο Νόμο, η καρτερία στις δοκιμασίες, ο σεβασμός στους πρεσβυτέρους κ.λπ., αξίες που στηρίζουν τον ευσεβή και δίκαιο Ιουδαίο. Ιδιαίτερα τονίζεται ο ρόλος των αγγέλων ως οργάνων της πρόνοιας του πανάγαθου Θεού, ο οποίος είναι πάντα παρών και ευεργετεί τους πιστούς του.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:17 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η ιστορία του Τωβίτ μέχρι το γάμο του. Ο Τωβίτ οδηγείται στην αιχμαλωσία.
Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ προς τους συμπατριώτες του.


Η ιστορία του Τωβίτ μέχρι το γάμο του
Τωβ. 1,1 Βίβλος λόγων Τωβίτ, τοῦ Τωβιήλ, τοῦ Ἀνανιήλ, τοῦ Ἀδουήλ, τοῦ Γαβαήλ, ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀσιήλ, ἐκ τῆς φυλῆς Νεφθαλίμ,
Τωβ. 1,1 Βιβλίον περιέχον την ιστορίαν του Τωβίτ, υιού του Τωβιήλ, υιοί του Ανανιήλ, υιού του Αδουήλ, υιού του Γαβαήλ, από την γενεάν του Ασιήλ και από την φυλήν του Νεφθαλίμ.
Τωβ. 1,2 ὃς ᾐχμαλωτεύθη ἐν ἡμέραις Ἐνεμεσσάρου τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ἐκ Θίσβης, ἥ ἐστιν ἐκ δεξιῶν Κυδίως τῆς Νεφθαλὶ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ὑπεράνω Ἀσήρ. -ἐγὼ Τωβὶτ ὁδοῖς ἀληθείας ἐπορευόμην καὶ δικαιοσύνης πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου
Τωβ. 1,2 Αυτός ηχμαλωτίσθη κατά τας ημέρας του Ενεμεσσάρου, βασιλέως των Ασσυρίων. Κατήγετο από την πόλιν Θισβην, η οποία ευρίσκεται δεξιά της Καδης, της φυλής του Νεφθαλίμ εις την Γαλιλαίαν επάνω από την Ασήρ.- Εγώ ο ΤΩΒΙΤ όλας τας ημέρας της ζωής μου επορευόμην του Κυρίου τας οδούς της αληθείας και της δικαιοσύνης.
Τωβ. 1,3 καὶ ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐποίησα τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ τῷ ἔθνει, τοῖς προπορευθεῖσι μετ᾿ ἐμοῦ εἰς χώραν Ἀσσυρίων εἰς Νινευῆ.
Τωβ. 1,3 Εκανα πολλάς ελεημοσύνας στους ομογενείς μου και εις όλον το έθνος μου, που είχαν οδηγηθή μαζή μου αιχμάλωτοι εις την χώραν των Ασσυρίων εις την πρωτεύουσάν των, την Μινευή.
Τωβ. 1,4 καὶ ὅτε ἤμην ἐν τῇ χώρᾳ μου ἐν τῇ γῇ Ἰσραὴλ νεωτέρου μου ὄντος, πᾶσα φυλὴ τοῦ Νεφθαλὶμ τοῦ πατρός μου ἀπέστη ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἱερουσολύμων, τῆς ἐκλεγείσης ἀπὸ πασῶν τῶν φυλῶν Ἰσραὴλ εἰς τὸ θυσιάζειν πάσας τὰς φυλάς· καὶ ἡγιάσθη ὁ ναὸς τῆς κατασκηνώσεως τοῦ Ὑψίστου καὶ ᾠκοδομήθη εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος.
Τωβ. 1,4 Οταν νεώτερος ακόμη ευρισκόμην εις την χώραν μου, εις την γην του Ισραήλ, όλη η φυλή του Νεφθαλίμ, φυλή του πατρός μου, είχεν απομακρυνθή από τον ναόν και από την πόλιν των Ιεροσολύμων, η οποία αυτή μόνη είχεν εκλεγή από όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να προσφέρουν εκεί θυσίας όλαι αι φυλαί. Εκεί είχεν αγιασθή και καθιερωθή ο ναός, όπου κατεσκήνωσεν ο Υψιστος· και είχεν οικοδομηθή, δια να χρησιμεύση ως ναός του εις όλους τους αιώνας.
Τωβ. 1,5 καὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ αἱ συναποστᾶσαι ἔθυον τῇ Βάαλ τῇ δαμάλει καὶ ὁ οἶκος Νεφθαλὶμ τοῦ πατρός μου.
Τωβ. 1,5 Ολαι όμως αι φυλαί, που είχαν αποστατήσει πλέον από τον Θεόν, προσέφεραν θυσίας στον Βααλ στο άγαλμα της δαμάλεως. Μεταξύ δε αυτών των φυλών, που απεστάτησαν, ήτο και η φυλή Νεφθαλίμ, του πατρός μου.
Τωβ. 1,6 κἀγὼ μόνος ἐπορευόμην πλεονάκις εἰς Ἱεροσόλυμα ἐν ταῖς ἑορταῖς, καθὼς γέγραπται παντὶ τῷ Ἰσραὴλ ἐν προστάγματι αἰωνίῳ, τὰς ἀπαρχὰς καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων καὶ τὰς πρωτοκουρίας ἔχων·
Τωβ. 1,6 Εγώ μόνος επήγαινα εις τα Ιεροσόλυμα πολλές φορές κατά τας εορτάς, όπως είναι γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, αιώνιον πρόσταγμα δι' όλους τους Ισραηλίτας. Επήγαινα εκεί και έφερα μαζή μου τα πρωτογεννήματα, τα δέκατα από τα προϊόντα μου και τα πρώτα ποκάρια από το κούρευμα των προβάτων μου.
Τωβ. 1,7 καὶ ἐδίδουν αὐτὰς τοῖς ἱερεῦσι τοῖς υἱοῖς Ἀαρὼν πρὸς τὸ θυσιαστήριον πάντων τῶν γεννημάτων. τὴν δεκάτην ἐδίδουν τοῖς υἱοῖς Λευὶ τοῖς θεραπεύουσιν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ τὴν δευτέραν δεκάτην ἀπεπρατιζόμην καὶ ἐπορευόμην καὶ ἐδαπάνων αὐτὰ ἐν Ἱεροσολύμοις καθ᾿ ἕκαστον ἐνιαυτόν.
Τωβ. 1,7 Τα έδιδα στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, δια να προσφερθούν ως θυσία στο θυσιαστήριον, όπου προσεφέροντο αι θυσίαι όλων των προϊόντων. Και την μεν πρώτην δεκάτην από τα προϊόντα μου παρέδιδα στους Λευίτας, οι οποίοι υπηρετούσαν στον ναόν της Ιερουσαλήμ. Την δευτέραν δεκάτην επωλούσα και επορευόμουν ανά την Ιερουσαλήμ και διέθετα το αντίτιμον αυτής δια τους πτωχούς, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού.
Τωβ. 1,8 καὶ τὴν τρίτην ἐδίδουν οἷς καθήκει, καθὼς ἐνετείλατο Δεββώρα ἡ μήτηρ τοῦ πατρός μου, διότι ὀρφανὸς κατελείφθην ὑπὸ τοῦ πατρός μου.
Τωβ. 1,8 Αλλά και τρίτην δεκάτην έδιδα εις εκείνους που έπρεπε, σύμφωνα με την εντολήν της Δεββώρας, της μητρός του πατρός μου. Ευρισκόμην δε εγώ υπό την καθοδήγησίν της, διότι έμεινα ορφανός από πατέρα.
Τωβ. 1,9 καὶ ὅτε ἐγενόμην ἀνήρ, ἔλαβον Ἄνναν γυναῖκα ἐκ τοῦ σπέρματος τῆς πατριᾶς ἡμῶν καὶ ἐγέννησα ἐξ αὐτῆς Τωβίαν.
Τωβ. 1,9 Οταν έγινα ανήρ, επήρα ως σύζυγον την Αννα, η οποία κατήγετο από την φυλήν μας. Εγέννησα δε εξ αυτής τον Τωβίαν.

Ο Τωβίτ οδηγείται στην αιχμαλωσία
Τωβ. 1,10 καὶ ὅτε ᾐχμαλωτίσθημεν εἰς Νινευῆ, πάντες οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ ἐκ τοῦ γένους μου ἤσθιον ἐκ τῶν ἄρτων τῶν ἐθνῶν·
Τωβ. 1,10 Οταν ηχμαλωτίσθημεν και ωδηγήθημεν δούλοι εις την Νινευή, όλοι οι συγγενείς μου και οι άλλοι της αυτής φυλής έτρωγαν από τας τροφάς των ειδωλολατρικών εθνών.
Τωβ. 1,11 ἐγὼ δὲ συνετήρησα τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν,
Τωβ. 1,11 Εγώ όμως συνεκράτησα τον εαυτόν μου, ώστε να μη φάγω από αυτάς,
Τωβ. 1,12 καθότι ἐμεμνήμην τοῦ Θεοῦ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ μου.
Τωβ. 1,12 διότι είχα πάντοτε εις την μνήμην μου, με όλην μου την ψυχήν, τον Θεόν μου.
Τωβ. 1,13 καὶ ἔδωκεν ὁ Ὕψιστος χάριν καὶ μορφὴν ἐνώπιον Ἐνεμεσσάρου, καὶ ἤμην αὐτοῦ ἀγοραστής·
Τωβ. 1,13 Δια τούτο ο Υψιστος ηυδόκησεν, ώστε να εύρω και να έχω χάριν και ευμένειαν ενώπιον του Ενεμεσσάρου. Εγινα προμηθευτής της βασιλικής αυλής.
Τωβ. 1,14 καὶ ἐπορευόμην εἰς τὴν Μηδίαν καὶ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ ἀδελφῷ Γαβρία ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας ἀργυρίου τάλαντα δέκα.
Τωβ. 1,14 Μετέβην δε κάποτε εις την Μηδίαν και κατέθεσα στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος έμενεν εις Ραγους της Μηδίας, δέκα αργυρά τάλαντα.

Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ προς τους συμπατριώτες του
Τωβ. 1,15 Καὶ ὅτε ἀπέθανεν Ἐνεμεσσάρ, ἐβασίλευσε Σενναχηρὶμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἠκαταστάθησαν, καὶ οὐκ ἔτι ἠδυνάσθην πορευθῆναι εἰς τὴν Μηδίαν.
Τωβ. 1,15 Οταν απέθανεν ο Ενεμεσσάρ, έγινεν αντ' αυτού βασιλεύς ο υιός του ο Σενναχηρίμ. Η στάσις του όμως απέναντι των Ισραηλιτών δεν ήτο πλέον αγαθή, δια τούτο και εγώ δεν ημπόρεσα πλέον να μεταβώ εις την Μηδίαν.
Τωβ. 1,16 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐνεμεσσάρου ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐποίουν τοῖς ἀδελφοῖς μου·
Τωβ. 1,16 Κατά την εποχήν του Ενεμεσσάρου έκαμνα πολλάς ελεημοσύνας στους αδελφούς μου, τους συμπατριώτας μου.
Τωβ. 1,17 τοὺς ἄρτους μου ἐδίδουν τοῖς πεινῶσι καὶ ἱμάτια τοῖς γυμνοῖς, καὶ εἴ τινα ἐκ τοῦ γένους μου ἐθεώρουν τεθνηκότα καὶ ἐῤῥιμμένον ὀπίσω τοῦ τείχους Νινευῆ, ἔθαπτον αὐτόν.
Τωβ. 1,17 Εδιδα τρόφιμα στους πεινώντας και ενδύματα στους γυμνούς. Εάν εύρισκα κανένα από το ισραηλιτικόν γένος νεκρόν, ριγμένον πίσω από το τείχος της Νινευή, τον έθαπτον.
Τωβ. 1,18 καὶ εἴ τινα ἀπέκτεινε Σενναχηρὶμ ὁ βασιλεύς, ὅτε ἦλθε φεύγων ἐκ τῆς Ἰουδαίας, ἔθαψα αὐτοὺς κλέπτων· πολλοὺς γὰρ ἀπέκτεινεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ· καὶ ἐζητήθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα, καὶ οὐχ εὑρέθη.
Τωβ. 1,18 Και όσους ακόμη ο βασιλεύς Σενναχηρίμ εφόνευε, όταν έφυγε εντροπιασμένος χωρίς στρατόν, και επέστρεψεν ωργισμένος από την Ιουδαίαν, εγώ τους έθαπτον κρυφίως. Ο βασιλεύς αυτός είχεν επιστρέψει από την Ιουδαίαν με μεγάλον θυμόν και πολλούς Ιουδαίους εθανάτωσε. Ετσι δε τα σώματα των φονευομένων ανεζητήθησαν από τον βασιλέα, αλλά δεν ευρέθησαν.
Τωβ. 1,19 πορευθεὶς δὲ εἷς τῶν ἐν Νινευῆ, ὑπέδειξε τῷ βασιλεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι θάπτω αὐτούς, καὶ ἐκρύβην· ἐπιγνοὺς δὲ ὅτι ζητοῦμαι ἀποθανεῖν, φοβηθεὶς ἀνεχώρησα.
Τωβ. 1,19 Ενας όμως από τους κατοίκους της Νινευή με εφανέρωσε στον βασιλέα ότι εγώ έθαπτα τους νεκρούς. Δια τούτο εγώ εκρύβην. Οταν δε έμαθα ότι με ανεζήτουν, δια να με θανατώσουν, φοβηθείς ανεχώρησα από την Νινευή.
Τωβ. 1,20 καὶ διηρπάγη πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ οὐ κατελείφθη μοι οὐδὲν πλὴν Ἄννας τῆς γυναικός μου καὶ Τωβίου τοῦ υἱοῦ μου.
Τωβ. 1,20 Τοτε ελεηλατήθησαν όλα τα υπάρχοντά μου και δεν μου έμεινε τίποτε άλλο πλην της Αννης της συζύγου μου και του Τωβίου του υιού μου.
Τωβ. 1,21 καὶ οὐ διῆλθον ἡμέρας πεντήκοντα, ἕως οὗ ἀπέκτειναν αὐτὸν οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὰ ὄρη Ἀραράθ, καὶ ἐβασίλευσε Σαχερδονὸς υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔταξεν Ἀχιάχαρον τὸν Ἀναὴλ υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἐκλογιστίαν τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ πᾶσαν τήν διοίκησιν.
Τωβ. 1,21 Δεν επέρασαν όμως παρά πεντήκοντα ημέραι και οι δύο υιοί του βασιλέως εφόνευσαν τον πατέρα των και έφυγαν εις τα όρη Αραράθ. Αντί δε αυτού εβασιλευσεν ο υιός του ο Σαχερδονός. Αυτός εγκατέστησε τον Αχιάχαρον, υιόν του αδελφού μου Αναήλ, εις όλην την διαχείρισιν των οικονομικών της βασιλείας του και εις γενικήν διοίκησιν.
Τωβ. 1,22 καὶ ἠξίωσεν Ἀχιάχαρος περὶ ἐμοῦ, καὶ ἦλθον εἰς Νινευῆ. Ἀχιάχαρος δὲ ἦν ὁ οἰνοχόος καὶ ἐπὶ τοῦ δακτυλίου καὶ διοικητὴς καὶ ἐκλογιστής, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ὁ Σαχερδονὸς ἐκ δευτέρας· ἦν δὲ ἐξάδελφός μου.
Τωβ. 1,22 Αυτός, ο Αχιάχαρος, έκαμε διάβημα προς τον βασιλέα περί εμού και επέστρεψα εις την Νινευή. Ο Αχιάχαρος ήτο οινοχόος του βασιλέως, έφερεν στο χέρι του το επίσημον δακτυλίδι, ήτο γενικός διοικητής και γενικός διαχειριστής. Τον εγκατέστησε δε ο Σαχερδονός εις τας θέσεις αυτάς ως δεύτερον μετά τον εαυτόν του. Ο Αχιάχαρος λοιπόν αυτός ήτο ανεψιός μου.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:19 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ. Η τύφλωση του Τωβίτ.

Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ
Τωβ. 2,1 Ὅτε δὲ κατῆλθον εἰς τὸν οἶκόν μου καὶ ἀπεδόθη μοι Ἄννα ἡ γυνή μου, καὶ Τωβίας ὁ υἱός μου, ἐν τῇ πεντηκοστῇ ἑορτῇ, ἥ ἐστιν ἁγία ἑπτὰ ἑβδομάδων, ἐγενήθη ἄριστον καλόν μοι, καὶ ἀνέπεσα τοῦ φαγεῖν.
Τωβ. 2,1 Οταν επανήλθα στο σπίτι μου, μου απεδόθη η σύζυγός μου η Αννα και ο υιός μου ο Τωβίας. Κατά την εορτήν της Πεντηκοστής, εορτήν που γίνεται επτά εβδομάδας μετά το Πασχα, παρεκαθήσαμεν εις ένα πλούσιον γεύμα. Ανεκλίθην εις την χαμηλήν κλίνην, δια να φάγω.
Τωβ. 2,2 καὶ ἐθεασάμην ὄψα πολλὰ καὶ εἶπα τῷ υἱῷ μου· βάδισον καὶ ἄγαγε ὃν ἂν εὕρῃς τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὃς μέμνηται τοῦ Κυρίου, καὶ ἰδοὺ μένω σε.
Τωβ. 2,2 Παρετήρησα όμως ότι ήσαν πολλά τα παρατεθέντα φαγητά και είπα στο παιδί μου· Πηγαινε εξω και φέρε εδώ όποιον πτωχόν θα εύρης εκ των αδελφών μας των Ισραηλιτών, ο οποίος μένει πιστός στον Κυριον. Ιδού εγώ σε περιμένω.
Τωβ. 2,3 καὶ ἐλθὼν εἶπε· πάτερ, εἷς ἐκ τοῦ γένους ἡμῶν ἐστραγγαλωμένος ἔῤῥιπται ἐν τῇ ἀγορᾷ.
Τωβ. 2,3 Ο υιός μου επέστρεψε και είπε· “Πατερ, υπάρχει ένας από το γένος μας, στραγγαλισμένος όμως και ριγμένος εις την αγοράν”.
Τωβ. 2,4 κἀγὼ πρὶν ἢ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας ἀνειλόμην αὐτὸν εἴς τι οἴκημα, ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος.
Τωβ. 2,4 Εγώ πριν αρχίσω να δοκιμάζω το φαγητόν μου, ανεπήδησα από την θέσιν μου, επήγα, τον επήρα, τον έβαλα σε κάποιο οίκημα, έως ότου εβασίλεψεν ο ήλιος.
Τωβ. 2,5 καὶ ἐπιστρέψας ἐλουσάμην καὶ ἤσθιον τὸν ἄρτον μου ἐν λύπῃ·
Τωβ. 2,5 Επέστρεψα στο σπίτι, επλύθηκα και έτρωγα το φάγητόν μου λυπημένος.
Τωβ. 2,6 καὶ ἐμνήσθην τῆς προφητείας Ἀμώς, καθὼς εἶπε· στραφήσονται αἱ ἑορταὶ ὑμῶν εἰς πένθος καὶ πᾶσαι αἱ εὐφροσύναι ὑμῶν εἰς θρῆνον,
Τωβ. 2,6 Τοτε ενεθυμήθην την προφητείαν του Αμώς, ο οποίος είχεν είπει “αι εορταί σας θα μεταστραφούν εις πένθος και ότι όλαι αι ευφροσύναι σας θα μεταβληθούν εις θρήνον”.
Τωβ. 2,7 καὶ ἔκλαυσα. καὶ ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ᾠχόμην καὶ ὀρύξας ἔθαψα αὐτόν.
Τωβ. 2,7 Εκλαυσα τότε. Οταν δε εβασιλευσεν ο ήλιος, επήγα, ήνοιξα τάφον και έθαψα εκείνον.
Τωβ. 2,8 καὶ οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντες· οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περὶ τοῦ πράγματος τούτου, καὶ ἀπέδρα, καὶ ἰδοὺ πάλιν θάπτει τοὺς νεκρούς.
Τωβ. 2,8 Οι γύρω μου άνθρωποι με ενέπαιζον και έλεγαν μεταξύ των· “Παλιν δεν φοβείται, μήπως φονευθή δια το έργον αυτό που κάνει. Δια το ίδιον έργον άλλοτε εδραπέτευσε, δια να αποφύγη την καταδίκην. Και ιδού, πάλιν θάπτει τους νεκρούς”.

Η τύφλωση του Τωβίτ
Τωβ. 2,9 καὶ ἐν αὐτῇ τῇ νυκτὶ ἀνέλυσα θάψας καὶ ἐκοιμήθην μεμιαμμένος παρὰ τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἀκάλυπτον ἦν.
Τωβ. 2,9 Κατά την νύκτα αυτήν, αφού έθαψα εκείνον, επέστρεψα στο σπίτι μου. Επειδή όμως ήμουν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωυσέως, ακάθαρτος, δεν εισήλθον στον οίκον μου, αλλά εκοιμήθην πλησίον του τοίχου της αυλής. Το πρόσωπόν μου το είχα ακάλυπτον.
Τωβ. 2,10 καὶ οὐκ ᾔδειν ὅτι στρουθία ἐν τῷ τοίχῳ ἐστί, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀνεῳγότων, ἀφώδευσαν τὰ στρουθία θερμὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ ἐγενήθη λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. καὶ ἐπορεύθην πρὸς ἰατρούς, καὶ οὐκ ὠφέλησάν με· Ἀχιάχαρος δὲ ἔτρεφέ με, ἕως οὗ ἐπορεύθην εἰς τὴν Ἐλυμαΐδα.
Τωβ. 2,10 Δεν εγνώριζα δε ότι στον τοίχον εκείνον υπήρχον στρουθία. Και την στιγμήν που είχα ανοίξει τα μάτια μου, τα στρουθία αφήκαν να πέση θερμή η ακαθαρσία των επάνω στους οφθαλμούς μου. Και οι οφθαλμοί μου έπαθαν λευκώματα. Επήγα στους ιατρούς, αλλά ματαίως. Τιποτε δεν με ωφέλησαν. Κατά το διάστημα της τυφλώσεώς μου με διέτρεφεν ο Αχιάχαρος, έως ότου μετέβην εις την Ελυμαΐδα.
Τωβ. 2,11 καὶ ἡ γυνή μου Ἄννα ἠριθεύετο ἐν τοῖς γυναικείοις·
Τωβ. 2,11 Η σύζυγός μου η Αννα ησχολείτο με γυναικείας εργασίας.
Τωβ. 2,12 καὶ ἀπέστελλε τοῖς κυρίοις, καὶ ἀπέδωκαν αὐτῇ καὶ αὐτοὶ τὸν μισθὸν προσδόντες καὶ ἔριφον.
Τωβ. 2,12 Εστελλε δε και επωλούσε τα προϊόντα της εργασίας της στους εμπόρους. Εκείνοι δε της έδιδαν το αντίτιμον της εργασίας της. Καποτε της έδωσαν επί πλέον ως δώρον ένα ερίφιον.
Τωβ. 2,13 ὅτε δὲ ἦλθε πρός με, ἤρξατο κράζειν· καὶ εἶπα αὐτῇ· πόθεν τὸ ἐρίφιον; μὴ κλεψιμαῖόν ἐστιν; ἀπόδος αὐτὸ τοῖς κυρίοις· οὐ γὰρ θεμιτόν ἐστι φαγεῖν κλεψιμαῖον.
Τωβ. 2,13 Οταν δε αυτή ήλθε κοντά μου, το ερίφιον ήρχισε να βελάζη. Τοτε της είπα· από που προέρχεται το ερίφιον; Μηπως είναι από κλεψιά; Να το επιστρέψης στους κυρίους του, διότι δεν επιτρέπεται να φάγωμεν κλοπιμαίον.
Τωβ. 2,14 ἡ δὲ εἶπε· δῶρον δέδοταί μοι ἐπὶ τῷ μισθῷ. καὶ οὐκ ἐπίστευον αὐτῇ καὶ ἔλεγον ἀποδιδόναι αὐτὸ τοῖς κυρίοις καί ἠρυθρίων πρὸς αὐτήν· ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα εἶπέ μοι· ποῦ εἰσιν αἱ ἐλεημοσύναι σου καὶ αἱ δικαιοσύναι σου; ἰδοὺ γνωστὰ πάντα μετὰ σοῦ.
Τωβ. 2,14 Εκείνη είπε· “Είναι δώρον, το οποίον μου έχει δοθήεπί πλέον από τον μισθόν μου”. Δεν επίστευα όμως εις αυτήν και της έλεγα να το επιστρέψη στους κυρίους του. Είχα δε κοκκινίσει από τα μαλλώματα προς την σύζυγόν μου. Και εκείνη πικραμμένη από τας υποψίας μου απεκρίθη και μου είπε· “που είναι αι ελεημοσύναι σου και αι άλλαι δίκαιαι πράξεις σου; Ιδού, και συ και τα έργα σου είναι γνωστά”.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:20 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Λυπημένοι ο Τωβίτ και η Σάρρα προσεύχονται να πεθάνουν.
Ο Θεός προετοιμάζει τη σωτηρία.


Λυπημένος ο Τωβίτ προσεύχεται να πεθάνει
Τωβ. 3,1 Καὶ λυπηθεὶς ἔκλαυσα καὶ προσευξάμην μετ᾿ ὀδύνης λέγων·
Τωβ. 3,1 Ελυπήθην από τα λόγια της γυναικός μου, έκλαυσα και προσηυχήθην με μεγάλην οδύνην λέγων·
Τωβ. 3,2 δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἐλεημοσύναι καὶ ἀλήθεια, καὶ κρίσιν ἀληθινὴν καὶ δικαίαν σὺ κρίνεις εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,2 Δικαιος είσαι, Κυριε, και όλοι οι τρόποι της ενεργείας σου είναι ελεημοσύναι και αλήθεια. Συ πάντοτε κρίνεις αληθινήν και δικαίαν κρίσιν.
Τωβ. 3,3 μνήσθητί μου καὶ ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ· μή με ἐκδικήσῃς ταῖς ἁμαρτίαις μου καὶ τοῖς ἀγνοήμασί μου καὶ τῶν πατέρων μου, ἃ ἥμαρτον ἐνώπιόν σου·
Τωβ. 3,3 Μνήσθητί μου, λοιπόν, Κυριε, και ρίψε ένα σπλαγχνικόν βλέμμα σου εις εμέ. Μη με τιμωρήσης τόσον δια τας αμαρτίας τας οποίας έκαμα εν γνώσει, όσον και δια τας εξ αγνοίας, όπως επίσης και δια τας αμαρτίας των προγόνων μου, οίτινες ημάρτησαν απέναντί σου.
Τωβ. 3,4 παρήκουσαν γὰρ τῶν ἐντολῶν σου, καὶ ἔδωκας ἡμᾶς εἰς διαρπαγὴν καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον καὶ παραβολὴν ὀνειδισμοῦ πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, ἐν οἷς ἐσκορπίσμεθα.
Τωβ. 3,4 Διότι αυτοί παρήκουσαν τας εντολάς σου και παρέδωκες ημάς εις λεηλασίαν και αιχμαλωσίαν και θάνατον και εις ονειδισμόν μεταξύ όλων των εθνών, εν μέσω των οποίων είμεθα διασκορπισμένοι
Τωβ. 3,5 καὶ νῦν πολλαὶ αἱ κρίσεις σού εἰσι καὶ ἀληθιναὶ ἐξ ἐμοῦ ποιῆσαι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ τῶν πατέρων μου, ὅτι οὐκ ἐποιήσαμεν τὰς ἐντολάς σου· οὐ γὰρ ἐπορεύθημεν ἐν ἀληθείᾳ ἐνώπιόν σου.
Τωβ. 3,5 Και τώρα, Κυριε, ομολογώ, ότι πολλαί, αλλά και δίκαιαι, είναι αι τιμωρίαι σου εναντίον εμού, ένεκα των ιδικών μου αμαρτιών και των αμαρτιών των προγόνων μου, διότι δεν ετηρήσαμεν τας εντολάς σου. Δεν επορεύθημεν κατά αλήθειαν ενώπιόν σου.
Τωβ. 3,6 καὶ νῦν κατὰ τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν σου ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ· ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τὸ πνεῦμά μου, ὅπως ἀπολυθῶ καὶ γένωμαι γῆ· διότι λυσιτελεῖ μοι ἀποθανεῖν ἢ ζῆν, ὅτι ὀνειδισμοὺς ψευδεῖς ἤκουσα, καὶ λύπη ἐστὶ πολλὴ ἐν ἐμοί· ἐπίταξον ἀπολυθῆναί με τῆς ἀνάγκης ἤδη εἰς τὸν αἰώνιον τόπον, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Τωβ. 3,6 Και τώρα κάμε, Κυριε, εις εμέ ο,τι εις σε φαίνεται αρεστόν. Διάταξε να αναλάβουν την ψυχήν μου, δια να απαλλαγώ από το σώμα, και το σώμα τούτο να γίνη χώμα. Διότι είναι ωφελιμώτερον δι' εμέ να αποθάνω παρά να ζω, αφού τόσους ψευδείς χλευασμούς ήκουσα και μεγάλη λύπη έχει καταλάβει την ψυχήν μου. Διάταξε, λοιπόν, να λυτρωθώ δια του θανάτου από την θλίψιν αυτήν και να μεταβώ στον αιώνιον τόπον. Μη αποστρέψης, Κυριε, το πρόσωπόν σου από εμέ.

Η μεγάλη στενοχώρια της Σάρρας που προσεύχεται να πεθάνει
Τωβ. 3,7 Ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συνέβη τῇ θυγατρὶ Ῥαγουὴλ Σάῤῥᾳ ἐν Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας καὶ ταύτην ὀνειδισθῆναι ὑπὸ παιδισκῶν πατρὸς αὐτῆς,
Τωβ. 3,7 Κατά την ημέραν εκείνην, η θυγάτηρ του Ραγουήλ η Σαρρα, η οποία έμενεν εις τα Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη να χλευασθή από μερικάς από τας δούλας του πατρός της.
Τωβ. 3,8 ὅτι ἦν δεδομένη ἀνδράσιν ἑπτά, καὶ Ἀσμοδαῖος τὸ πονηρὸν δαιμόνιον ἀπέκτεινεν αὐτοὺς πρὶν ἢ γενέσθαι αὐτοὺς μετ᾿ αὐτῆς ὡς ἐν γυναιξί. καὶ εἶπαν αὐτῇ· οὐ συνιεῖς ἀποπνίγουσά σου τοὺς ἄνδρας; ἤδη ἑπτὰ ἔσχες καὶ ἑνὸς αὐτῶν οὐκ ὠνομάσθης·
Τωβ. 3,8 Διότι η Σαρρα είχε δοθή διαδοχικώς ως σύζυγος εις επτά άνδρας, αλλά ο Ασμοδαίος, το πονηρόν πνεύμα, τους εφόνευεν πριν εκείνοι έλθουν εις ένωσιν με αυτήν ως προς σύζυγον. Ελεγαν, δηλαδή, αι δούλαι αύταί προς αυτήν· “δεν εννοείς και δεν συναισθάνεσαι το κακόν, το οποίον κάνεις που γίνεσαι αφορμή να φονεύωνται οι άνδρες; Εως τώρα επτά συζύγους επήρες και ούτε ενός εξ αυτών δεν επήρες το όνομα.
Τωβ. 3,9 τί ἡμᾶς μαστιγοῖς; εἰ ἀπέθαναν, βάδιζε μετ᾿ αὐτῶν· μὴ ἴδοιμέν σου υἱὸν ἢ θυγατέρα εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,9 Διατί μας μαστιγώνεις; Αφού εκείνοι εφονεύθησαν από το πονηρόν πνεύμα, πήγαινε και συ μαζή των. Ποτέ στον αιώνα τον άπαντα να μη ίδωμεν ιδικόν σου υιόν η θυγατέρα!”
Τωβ. 3,10 ταῦτα ἀκούσασα ἐλυπήθη σφόδρα ὥστε ἀπάγξασθαι. καὶ εἶπε· μία μέν εἰμι τῷ πατρί μου· ἐὰν ποιήσω τοῦτο, ὄνειδος αὐτῷ ἔσται, καὶ τὸ γῆρας αὐτοῦ κατάξω μετ᾿ ὀδύνης εἰς ᾅδου.
Τωβ. 3,10 Οταν εκείνη ήκουσε τα λόγια αυτά, εκυριεύθη από πολύ μεγάλην λύπην, ώστε εσκέφθη να απαγχονισθή. Εσκέφθη λογικώτερα όμως και είπεν· “εγώ μία και μονογενής θυγάτηρ είμαι στον πατέρα μου. Εάν κάμω αυτό το οποίον εσκέφθην, μεγάλο όνειδος θα πέση επάνω εις αυτόν. Και θα κρημνίσω τα γηρατεία του με πολλήν οδύνην στον άδην”.
Τωβ. 3,11 καὶ ἐδεήθη πρὸς τῇ θυρίδι καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ ἔντιμον εἰς τοὺς αἰῶνας· εὐλογήσαισάν σε πάντα τὰ ἔργα σου εἰς τὸν αἰῶνα.
Τωβ. 3,11 Εβγήκεν εις την θύραν της οικίας της, ύψωσεν εις θερμήν προσευχήν τα μάτια της προς τον ουρανόν και είπεν· “Δοξασμένος είσαι, συ, Κυριε ο Θεός μου, και ευλογημένον και δοξασμένον ας είναι το όνομά σου το άγιον στους αιώνας των αιώνων. Ολα τα έργα σου ας αναπέμπουν δόξαν και ύμνον προς σε στον αιώνα.
Τωβ. 3,12 καὶ νῦν, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ τὸ πρόσωπόν μου εἰς σὲ δέδωκα·
Τωβ. 3,12 Και τώρα, Κυριε, στρέφω το πρόσωπόν μου προς σε και προς σε υψώνω τους οφθαλμούς μου.
Τωβ. 3,13 εἰπὸν ἀπολῦσαί με ἀπὸ τῆς γῆς καὶ μὴ ἀκοῦσαί με μηκέτι ὀνειδισμόν.
Τωβ. 3,13 Εσκέφθηκα να αυτοκτονήσω, δια να φύγω από τον κόσμον αυτόν, ώστε να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς αυτούς εις βάρος μου.
Τωβ. 3,14 σὺ γινώσκεις, Κύριε, ὅτι καθαρά εἰμι ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας ἀνδρὸς
Τωβ. 3,14 Συ, Κυριε, γνωρίζεις ότι είμαι καθαρά και αμόλυντος από κάθε αμαρτίαν εξ επαφής με άνδρα.
Τωβ. 3,15 καὶ οὐκ ἐμόλυνα τὸ ὄνομά μου οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου ἐν τῇ γῇ τῆς αἰχμαλωσίας μου. μονογενής εἰμι τῷ πατρί μου, καὶ οὐχ ὑπάρχει αὐτῷ παιδίον, ὃ κληρονομήσει αὐτόν, οὐδὲ ἀδελφὸς ἐγγὺς οὐδὲ ὑπάρχων αὐτῷ υἱός, ἵνα συντηρήσω ἐμαυτὴν αὐτῷ γυναῖκα. ἤδη ἀπώλοντό μοι ἑπτά· ἵνα τί μοι ζῆν; καὶ εἰ μὴ δοκεῖ σοι ἀποκτεῖναί με, ἐπίταξον ἐπιβλέψαι ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλεῆσαί με καὶ μηκέτι ἀκοῦσαί με ὀνειδισμόν.
Τωβ. 3,15 Δεν εμόλυνα το όνομά μου ούτε το όνομα του πατρός μου εις την χώραν αυτήν της αιχμαλωσίας μου. Γνωρίζεις, Κυριε, ότι είμαι μονογενής θυγάτηρ στον πατέρα μου και δεν έχει αυτός άλλο παιδί, το όποιον θα τον κληρονομήση. Δεν έχει δε άλλον στενόν συγγενή η υιόν στενού συγγενούς του, ώστε να δώσω τον εαυτόν μου εις εκείνον ως σύζυγον. Ως τώρα έχουν χαθή, Κυριε, επτά άνδρες μου. Διατί πλέον να ζω; Εάν δεν είναι αρεστόν εις σέ, Κυριε, να με πάρης από τον κόσμον αυτόν, δώσε εις κάποιον ευμενή διάθεσιν δι' εμέ και να με ελεήση, ώστε να λάβω αυτόν ως σύζυγον, δια να μη ακούω πλέον τους ονειδισμούς αυτούς”.

Ο Θεός προετοιμάζει τη σωτηρία
Τωβ. 3,16 Καὶ εἰσηκούσθη προσευχὴ ἀμφοτέρων ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Ῥαφαήλ,
Τωβ. 3,16 Η προσευχή και των δύο, του Τωβίτ και της Σαρρας, έγινε δεκτή ενώπιον του ενδόξου και μεγάλου Ραφαήλ.
Τωβ. 3,17 καὶ ἀπεστάλη ἰάσασθαι τοὺς δύο, τοῦ Τωβὶτ λεπίσαι τὰ λευκώματα καὶ Σάῤῥαν τὴν τοῦ Ῥαγουὴλ δοῦναι Τωβίᾳ τῷ υἱῷ Τωβὶτ γυναῖκα καὶ δῆσαι Ἀσμοδαῖον τὸ πονηρὸν δαιμόνιον, διότι Τωβίᾳ ἐπιβάλλει κληρονομῆσαι αὐτήν. ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἐπιστρέψας Τωβὶτ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ Σάῤῥα ἡ τοῦ Ῥαγουὴλ κατέβη ἐκ τοῦ ὑπερῴου αὐτῆς.
Τωβ. 3,17 Απεστάλη παρά του Θεού εκ του ουρανού ο Ραφαήλ, δια να εκπληρώση τα αιτήματα και των δύο. Του μεν Τωβίτ να θεραπεύση τα λευκώματα των οφθαλμών του, και να καθαρίση αυτούς από τα λέπια, εις δε την Σαρραν, την θυγατέρα του Ραγουήλ, να δώση ως σύζυγον τον Τωβίαν τον υιόν του Τωβίτ, και να δέση το κακοποιόν πνεύμα, τον Ασμοδαίον. Αλλωστε στον Τωβίαν ήτο δίκαιον να δοθή ως σύζυγος και κληρονομία η Σαρρα. Κατά την αυτήν ώραν ο μεν Τωβίτ επέστρεψε και εισήλθεν εις την οικίαν του, η δε Σαρρα, η κόρη του Ραγουήλ, κατέβη από το υπερώον της.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:21 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Οδηγίες του Τωβίτ προς τον Τωβία.

Τωβ. 4,1 Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη ἐμνήσθη Τωβὶτ περὶ τοῦ ἀργυρίου, οὗ παρέθετο Γαβαὴλ ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας,
Τωβ. 4,1 Κατά την ημέραν εκείνην, που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ενεθυμήθη ο Τωβίτ τα χρήματα, τα οποία είχε παραδώσει στον Γαβαήλ, ο οποίος έμενεν στους Ραγους της Μηδίας.
Τωβ. 4,2 καὶ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· ἐγὼ ᾐτησάμην θάνατον, τί οὐ καλῶ Τωβίαν τὸν υἱόν μου, ἵνα αὐτῷ ὑποδείξω πρὶν ἀποθανεῖν με;
Τωβ. 4,2 Ο Τωβίτ εσκέφθη και είπεν στον εαυτόν του· Εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν να με πάρη από τον κόσμον αυτόν. Διατί, πριν πεθάνω, δεν καλώ τον υιόν μου τον Τωβίαν, να του φανερώσω την υπόθεσιν των χρημάτων αυτών;
Τωβ. 4,3 καὶ καλέσας αὐτὸν εἶπε· παιδίον, ἐὰν ἀποθάνω, θάψον με, καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν μητέρα σου· τίμα αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ ποίει τὸ ἀρεστὸν αὐτῇ καὶ μὴ λυπήσῃς αὐτήν.
Τωβ. 4,3 Εκάλεσε, λοιπόν, αυτόν και του είπε· “Παιδί μου, όταν αποθάνω, να με θάψης· και πρόσεχε, να μη καταφρονήσης και παραμελήσης την μητέρα σου. Να τιμάς αυτήν όλας τας ημέρας της ζωής σου και να πράττης το ευάρεστον εις αυτήν. Ποτέ να μη την λυπήσης.
Τωβ. 4,4 μνήσθητι, παιδίον, ὅτι πολλοὺς κινδύνους ἑώρακεν ἐπὶ σοὶ ἐν τῇ κοιλίᾳ· ὅταν ἀποθάνῃ, θάψον αὐτὴν παρ᾿ ἐμοὶ ἐν ἑνὶ τάφῳ.
Τωβ. 4,4 Θυμήσου, παιδί μου, ότι πολλούς κινδύνους επέρασε δια σέ, όταν ακόμη σε είχεν εν τη κοιλία της. Οταν αποθάνη, θάψε την κοντά μου στον ίδιον τάφον.
Τωβ. 4,5 πάσας τὰς ἡμέρας, παιδίον, Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καὶ μὴ θελήσῃς ἁμαρτάνειν καὶ παραβῆναι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ. δικαιοσύνην ποίει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας·
Τωβ. 4,5 Παιδί μου, όλας τας ημέρας της ζωής σου να ενθυμήσαι Κυριον τον Θεόν μας. Μη θελήσης ποτέ να διαπράξης αμαρτίαν και να παραβής τας εντολάς αυτού. Ολας τας ημέρας της ζωής σου να πράττης το δίκαιον και το ορθόν. Ποτέ δε να μη βαδίσης τους δρόμους της αδικίας.
Τωβ. 4,6 διότι ποιοῦντός σου τὴν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν δικαιοσύνην.
Τωβ. 4,6 Διότι, όταν συ πράττης το αληθές, το σύμφωνον προς τας εντολάς του Κυρίου, θα κατευοδώνωνται τα έργα σου, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι εφαρμόζουν δικαιοσύνην.
Τωβ. 4,7 ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ μὴ ἀποστραφῇ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ.
Τωβ. 4,7 Από τα υπάρχοντά σου δίδε ελεημοσύνην. Μη στενοχωρηθή και μη λυπηθή το μάτι σου, όταν πράττης ελεημοσύνην. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από κάθε πτωχόν τότε δε και το πρόσωπον του Θεού δεν θα αποστραφή ποτέ από σέ.
Τωβ. 4,8 ὡς σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ ποιεῖν ἐλεημοσύνην·
Τωβ. 4,8 Ανάλογα με τα αγαθά, τα οποία έχεις, κάμνε ελεημοσύνην. Εάν έχης ολίγα, από τα ολίγα αυτά μη φοβηθής να ελεήσης.
Τωβ. 4,9 θέμα γὰρ ἀγαθὸν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·
Τωβ. 4,9 Διότι έχε υπ' όψιν σου ότι, όταν κάμνης ελεημοσύνην, καταθέτεις πλούσιον θησαυρόν δια τον εαυτόν σου εις ημέρας ανάγκης σου.
Τωβ. 4,10 διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ῥύεται καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τὸ σκότος·
Τωβ. 4,10 Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον αιώνιον θάνατον και δεν τον αφήνει να εισέλθη και να μείνη στο σκότος του άδου.
Τωβ. 4,11 δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου.
Τωβ. 4,11 Είναι δώρον αγαθόν η ελεημοσύνη δι' όλους εκείνους, οι οποίοι την ασκούν ενώπιον του υψίστου Θεού και εις δόξαν του Θεού.
Τωβ. 4,12 πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἀπὸ πάσης πορνείας καὶ γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μὴ λάβῃς γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἣ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοὶ προφητῶν ἐσμεν. Νῶε, Ἁβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος· μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοὶ πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καὶ εὐλογήθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν.
Τωβ. 4,12 Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτόν σου από κάθε παρνείαν. Σου δίδω μίαν πρωταρχικής σπουδαιότητας συμβουλήν· να λάβης ως σύζυγόν σου γυναίκα από τους απογόνους των προγόνων σου. Μη πάρης σύζυγον αλλόθρησκον και αλλοεθνή, η οποία δεν ανήκει εις την φυλήν του πατρός σου. Διότι ημείς είμεθα τέκνα των προφητών. Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, είναι οι από αρχαιοτάτων χρόνων ευλογημένοι πρόγονοί μας. Ενθυμήσου, παιδί μου, ότι αυτοί όλοι επήραν συζύγους από τους ομοεθνείς των. Και είδαν πλουσίας τας ευλογίας του Θεού εις τα τέκνα των, οι δε απόγονοί των θα κληρονομήσουν την γην.
Τωβ. 4,13 καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς ἀδελφούς σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα· διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ.
Τωβ. 4,13 Και τώρα, παιδί μου, άκουσε και αυτήν την συμβουλήν μου. Να αγαπάς τους ομοεθνείς σου. Να μη αλαζονευθής εις την καρδίαν σου απέναντι των αδελφών σου και των υιών και των θυγατέρων του λαού σου, ώστε να μη καταδεχθής να λάβης σύζυγον από τας θυγατέρας του λαού. Διότι μέσα εις την υπερηφάνειαν υπάρχει ο όλεθρος και πολλή αναστάτωσις, μέσα δε εις την ράθυμον και απράγμονα ζωήν υπάρχει ξεπεσμός και μεγάλη φτώχεια, διότι η ραθυμία και η τεμπελιά είναι η μητέρα της πείνας.
Τωβ. 4,14 μισθὸς παντὸς ἀνθρώπου, ὃς ἐὰν ἐργάσηται παρὰ σοί, μὴ αὐλισθήτω, ἀλλ᾿ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα, καὶ ἐὰν δουλεύσῃς τῷ Θεῷ, ἀποδοθήσεταί σοι. πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου.
Τωβ. 4,14 Μη κρατήσης, έστω και επί ολίγον χρόνον, τον μισθόν παντός ανθρώπου, ο οποίος θα εργασθή εις την υπηρεσίαν σου, αλλά να του τον αποδώσης αμέσως. Ετσι δε και ο Θεός θα αποδώση εις σε τον μισθόν σου, εάν εργασθής εις αυτόν. Πρόσεχε τον εαυτόν σου, παιδί μου, εις όλα τα έργα σου και να είσαι συνετός και ευγενής εις όλην σου την συμπεριφοράν.
Τωβ. 4,15 καὶ ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς. οἶνον εἰς μέθην μὴ πίῃς, καὶ μὴ πορευθήτω μετὰ σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου.
Τωβ. 4,15 Εκείνο το οποίον συ αποστρέφεσαι και δεν θέλεις οι άλλοι να το κάμουν εις σέ, μη το κάμη και συ εις κανένα. Ποτέ να μη πίνης οίνον μέχρι μέθης και ποτέ να μη συναναστροφής με μεθυσμένους εις την πορείαν του βίου σου.
Τωβ. 4,16 ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καὶ ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς· πᾶν, ὃ ἐὰν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.
Τωβ. 4,16 Από το ψωμί σου δίδε εις εκείνον, που πεινά, και από τα ενδύματά σου δίδε εις εκείνους, οι οποίοι είναι γυμνοί. Ο,τι σου περισσεύει δώσε το ελεημοσύνην και ας μη λυπηθή ποτέ ο οφθαλμός σου, όταν συ πράττης ελεημοσύνην.
Τωβ. 4,17 ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων καὶ μὴ δῷς τοῖς ἁμαρτωλοῖς.
Τωβ. 4,17 Διδε απλοχερα τους άρτους σου κατά τον εντάφιασμόν των δικαίων, μη δίδης όμως δια τους αμετανοήτους πονηρούς και κακούς.
Τωβ. 4,18 συμβουλίαν παρὰ παντὸς φρονίμου ζήτησον καὶ μὴ καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης.
Τωβ. 4,18 Να επιζητής πάντοτε συμβουλήν από κάθε σοφόν και φρόνιμον άνθρωπον και ποτέ να μη καταφρονήσης συμβουλήν συνετήν και χρήσιμον.
Τωβ. 4,19 καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παρ᾿ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼς βούλεται. καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου.
Τωβ. 4,19 Παντοτε εις κάθε καιρόν να δοξολογής Κυριον τον Θεόν και από αυτόν ζήτησε να είναι ευθείαι αι πορείαι του βίου σου, και να κατευοδώνη πάντοτε όλας τας οδούς και τας αποφάσεις σου. Διότι τα ειδωλολατρικά έθνη δεν έχουν σκέψεις και αποφάσεις ορθάς. Αλλά μόνον ο Κυριος δίδει όλα τα αγαθά και αυτός όποιον θέλει, τον ταπεινώνει κατά την βουλήν του. Και τώρα, παιδί μου, να ενθυμήσαι πάντοτε αυτάς τας εντολάς μου, και να μη εξαλειφθούν ποτέ από την καρδίαν σου.
Τωβ. 4,20 καὶ νῦν ὑποδεικνύω σοι τὰ δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἃ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας.
Τωβ. 4,20 Και τώρα τελευταία σου καθιστώ γνωστόν το ποσόν των δέκα αργυρών ταλάντων, τα οποία έχω καταθέσει στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος μένει στους Ραγους της Μηδίας.
Τωβ. 4,21 καὶ μὴ φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν· ὑπάρχει σοι πολλά, ἐὰν φοβηθῇς τὸν Θεόν, καὶ ἀποστῇς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ποιήσῃς τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ.
Τωβ. 4,21 Μη φοβήσαι, παιδί μου, επειδή εγίναμεν πτωχοί, διότι υπάρχουν και θα υπάρχουν εις σε πολλά αγαθά, εάν ευλαβήσαι τον Θεόν, εάν απομακρυνθής από κάθε αμαρτίαν και πράξης κάθε τι, το οποίον είναι ευάρεστον ενώπιον του Θεού”.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:21 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Το ταξίδι του Τωβία και του Ραφαήλ.

Τωβ. 5,1 Καὶ ἀποκριθεὶς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ· πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι·
Τωβ. 5,1 Απεκρίθη ο Τωβίας και είπε προς αυτόν· “πάτερ μου, θα πράξω όλας τας εντολάς όσας μου έδωσες.
Τωβ. 5,2 ἀλλὰ πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ οὐ γινώσκω αὐτόν;
Τωβ. 5,2 Αλλά ειδικώς δια τα χρήματα, πως θα ημπορέσω να τα πάρω, αφού δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπον;”
Τωβ. 5,3 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὃς συμπορεύσεταί σοι, καὶ δώσω αὐτῷ μισθὸν ἕως ζῶ· καὶ λαβὲ πορευθεὶς τὸ ἀργύριον.
Τωβ. 5,3 Ο πατήρ έδωκεν εις αυτόν την χειρόγραφον απόδειξιν της καταθέσεως των χρημάτων και του είπε· “αναζήτησε και ευρέ ένα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή σου προς τον Γαβαήλον, και εις αυτόν εγώ τον συνοδόν σου θα δώσω τον μισθόν του, εφ' όσον ζω ακόμη. Πηγαινε λοιπόν εκεί, δια να αναλάβης τα χρήματα”.
Τωβ. 5,4 καὶ ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καὶ εὗρε τὸν Ῥαφαήλ, ὃς ἦν ἄγγελος, καὶ οὐκ ᾔδει·
Τωβ. 5,4 Ο Τωβίας εξήλθε, δια να αναζητήση άνθρωπον ως συνοδόν του. Ευρήκε δε τον Ραφαήλ, ο οποίος ήτο άγγελος, αλλά ο Τωβίας δεν το εγνώριζεν αυτό.
Τωβ. 5,5 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ δύναμαι πορευθῆναι μετὰ σοῦ ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας, καὶ εἰ ἔμπειρος εἶ τῶν τόπων;
Τωβ. 5,5 Ηρώτησε, λοιπόν, τον άγγελον· “Μηπως γνωρίζης τους τόπους εκείνους στους Ραγους της Μηδίας και είναι δυνατόν να έλθω και εγώ μαζή σου;”
Τωβ. 5,6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος· πορεύσομαι μετὰ σοῦ καὶ τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καὶ παρὰ Γαβαὴλ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν ηὐλίσθην.
Τωβ. 5,6 Ο άγγελος του απήντησε· “θα πορευθώ μαζή σου και την οδόν εγώ γνωρίζω καλά. Μαλιστα δε έχω διανυκτερεύσει πλησίον του αδελφού μας, του Ισραηλίτου τούτου, του Γαβαήλ”.
Τωβ. 5,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίας· ὑπόμεινόν με, καὶ ἐρῶ τῷ πατρί.
Τωβ. 5,7 Ο Τωβίας του είπε· “περίμενέ με, δια να αναγγείλω τούτο στον πατέρα μου”.
Τωβ. 5,8 καὶ εἶπεν αὐτῷ· πορεύου καὶ μὴ χρονίσῃς.
Τωβ. 5,8 Ο άγγελος του απήντησε· “πήγαινε και μη βραδύνης”.
Τωβ. 5,9 καὶ εἰσελθὼν εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ εὕρηκα ὃς συμπορεύσεταί μοι. ὁ δὲ εἶπε· φώνησον αὐτὸν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καὶ εἰ πιστὸς τοῦ πορευθῆναι μετὰ σοῦ.
Τωβ. 5,9 Ο Τωβίας επανήλθεν στο σπίτι του και είπε προς τον πατέρα· “ιδού, ευρήκα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή μου”. Ο πατήρ είπε προς τον υιόν· “φώναξέ τον να έλθη εδώ, δια να γνωρίσω καλά από ποίαν φυλήν κατάγεται αυτός και αν είναι αξιόπιστος να ταξιδεύση μαζή σου”.
Τωβ. 5,10 καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ εἰσῆλθε, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους.
Τωβ. 5,10 Ο Τωβίας τον εκάλεσε και εκείνος εισήλθεν στον οίκον του Τωβίτ. Ο Τωβίτ και ο ξένος αλληλοεχαιρετήθησαν.
Τωβ. 5,11 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καὶ ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι.
Τωβ. 5,11 Είπεν εις αυτόν ο Τωβίτ· “αδελφέ, από ποίον φυλήν και από ποίαν πατριάν είσαι συ; Πές μου το”.
Τωβ. 5,12 καὶ εἶπεν αὐτῷ· φυλὴν καὶ πατριὰν σὺ ζητεῖς ἢ μίσθιον, ὃς συμπορεύσεται μετὰ τοῦ υἱοῦ σου; καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τὸ γένος σου καὶ τὸ ὄνομα.
Τωβ. 5,12 Εκείνος του απήντησε· “φυλήν και πατριάν ζητείς η ένα μισθωτόν συνοδοιπόρον, ο οποίος θα συμπορευθή μαζή με το παιδί σου;” Ο Τωβίτ του απήντησε· “αδελφέ, θέλω να μάθω το γένος και το όνομά σου”.
Τωβ. 5,13 ὃς δὲ εἶπεν· ἐγὼ Ἀζαρίας Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου.
Τωβ. 5,13 Εκείνος τότε του είπεν· “εγώ είμαι ο Αζαρίας, ο υιός του μεγάλου Ανανίου από τους ομοεθνείς σου”.
Τωβ. 5,14 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καὶ μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τὴν φυλήν σου καὶ τὴν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καὶ σὺ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καὶ ἀγαθῆς γενεᾶς· ἐπεγίνωσκον γὰρ ἐγὼ Ἀνανίαν καὶ Ἰωνάθαν τοὺς υἱοὺς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τὰ πρωτότοκα καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καὶ οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ῥίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ,
Τωβ. 5,14 Ο Τωβίτ του είπε· “αδελφέ, καλώς ήλθες στο σπίτι μου και μη οργισθής εναντίον μου, διότι εζήτησα να μάθω την φυλήν σου και την οικογένειάν σου. Συ είσαι συγγενής μου, από γενεάν καλήν και αγαθήν, διότι εγώ εγνώριζα τον Ανανίαν και τον Ιωνάθαν, τους υιούς του μεγάλου Σεμεΐ, όταν μαζή επηγαίναμεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν και εφέραμεν μαζή μας τα πρωτοτόκια και τα δέκατα από τα προϊόντα μας. Δεν απεμακρύνθησαν και εκείνοι ποτέ από την ευθείαν οδόν του Κυρίου, όπως, δυστυχώς, απεμακρύνθησαν και επλανήθησαν οι άλλοι αδελφοί, οι ομοεθνείς μας. Από καλήν ρίζαν κατάγεσαι, αδελφέ μου.
Τωβ. 5,15 ἀλλὰ εἰπόν μοι τίνα σοι ἔσομαι μισθὸν διδόναι· δραχμὴν τῆς ἡμέρας καὶ τὰ δέοντά σοι ὡς καὶ τῷ υἱῷ μου.
Τωβ. 5,15 Αλλά πές μου, σε παρακαλώ, ποίον μισθόν θα σου δώσω; Εγώ προτείνω να σου δίνω μίαν δραχμήν δια κάθε ημέραν και να παρέχω εις σε και το παιδί μου ο,τι άλλο σας χρειάζεται κατά την πορείαν.
Τωβ. 5,16 καὶ ἔτι προσθήσω σοι ἐπὶ τὸν μισθόν, ἐὰν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε.
Τωβ. 5,16 Αλλά και άλλην επί πλέον αμοιβήν θα δώσω εις σέ, εάν επιστρέψετε υγιείς”.
Τωβ. 5,17 καὶ εὐδόκησαν οὕτως. καὶ εἶπε πρὸς Τωβίαν· ἕτοιμος γίνου πρὸς τὴν ὁδόν· καὶ εὐοδωθείητε. καὶ ἡτοίμασεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ τὰ πρὸς τὴν ὁδόν. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· πορεύου μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεὸς εὐοδώσει τὴν ὁδὸν ὑμῶν, καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοῦ συμπορευθήτω ὑμῖν. καὶ ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καὶ ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ᾿ αὐτῶν.
Τωβ. 5,17 Συνεφώνησαν και οι δύο επί του σημείου αυτού. Ο πατήρ είπε τότε προς τον Τωβίαν· “ετοιμάσου δια το ταξίδι. Και στους δυο σας εύχομαι κατευόδιον”. Ο υιός του, ο Τωβίας, ητοίμασε τα απαραίτητα δια τον δρόμον. Ο δε πατέρας του του είπε· “πήγαινε μαζή με τον άνθρωπον αυτόν και εύχομαι, όπως ο Θεός, που κατοικεί στον ουρανόν, κατευοδώση τον δρόμον σας και ο άγγελος του Κυρίου ας βαδίζη μαζή σας”. Εβγήκαν από το σπίτι και οι δυο, ο Τωβίας και ο συνοδός του, δια να αναχωρήσουν. Ο κύων του παιδιού, του Τωβίου, επήγαινε μαζή τους.
Τωβ. 5,18 ἔκλαυσε δὲ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς Τωβίτ· τί ἐξαπέστειλας τὸ παιδίον ἡμῶν; ἢ οὐχὶ ἡ ῥάβδος τῆς χειρὸς ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν καὶ ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν;
Τωβ. 5,18 Οταν ο Τωβίας ανεχώρησεν, η Αννα η μητέρα του, έκλαυσε και είπε προς τον Τωβίτ· “διατί έστειλες το παιδί μας εις ταξίδι μακράν από ημάς; Αυτός εισερχόμενος και εξερχόμενος στο σπίτι μας, ενώπιόν μας, δεν ήτο ράβδος στηρίγματος και χαρά εις ημάς;
Τωβ. 5,19 ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μὴ φθάσαι, ἀλλὰ περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο·
Τωβ. 5,19 Ποτέ μη φθάση και έλθη το αργύριον εκείνο. Ας χαθή το χρήμα εκείνο, προκειμένου να χάσωμεν ημείς την παρουσίαν του αγαπημένου μας παιδιού.
Τωβ. 5,20 ὡς γὰρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανὸν ἡμῖν ὑπάρχει.
Τωβ. 5,20 Δεν υπάρχει δι' ημάς μεγαλύτερα ικανοποίησις από το να ζη τα παιδί κοντά μας, όπως μας εδόθη από τον Θεόν”.
Τωβ. 5,21 καὶ εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ· μὴ λόγον ἔχε, ἀδελφή· ὑγιαίνων ἐλεύσεται, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν·
Τωβ. 5,21 Ο Τωβίτ της απήντησε· μη μεμψιμοιρής και μη στενοχωρήσαι, αδελφή. Το παιδί μας θα επιστρέψη υγιές. Και τα μάτια μας πάλιν θα το ίδουν.
Τωβ. 5,22 ἄγγελος γὰρ ἀγαθὸς συμπορεύσεται αὐτῷ, καὶ εὐοδωθήσεται ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψει ὑγιαίνων. καὶ ἐπαύσατο κλαίουσα.
Τωβ. 5,22 Διότι ο καλός άγγελος θα συμπορευθή μαζή με αυτό και θα κατευοδωθή το ταξίδιόν του και θα επιστρέψη υγιές”. Εκείνη, όταν ήκουσε τα παρήγορα αυτά λόγια, έπαυσε πλέον να κλαίη.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:23 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Το παράδοξο ψάρι. Η προτροπή του Ραφαήλ προς τον Τωβία να παντρευτεί τη Σάρρα.

Το παράδοξο ψάρι
Τωβ. 6,1 Οἱ δὲ πορευόμενοι τὴν ὁδὸν ἦλθον ἑσπέρας ἐπὶ τὸν Τίγριν ποταμόν, καὶ ηὐλίζοντο ἐκεῖ.
Τωβ. 6,1 Οι δύο ταξιδιώται εβάδιζαν στον δρόμον των και έφθασαν την εσπέραν στον Τιγρητα ποταμόν και διενυκτέρευσαν εκεί.
Τωβ. 6,2 τὸ δὲ παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι, καὶ ἀνεπήδησεν ἰχθὺς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐβουλήθη καταπιεῖν τὸ παιδάριον.
Τωβ. 6,2 Ο νεαρός Τωβίας κατέβηκεν στον ποταμόν, δια να λουσθή. Εκεί όμως ένα μεγάλο ψάρι ανεπήδησεν από το ποτάμι και ηθέλησε να καταπίη τον Τωβίαν.
Τωβ. 6,3 ὁ δὲ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐπιλαβοῦ τοῦ ἰχθύος. καὶ ἐκράτησε τὸν ἰχθὺν τὸ παιδάριον καὶ ἀνέβαλεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γῆν.
Τωβ. 6,3 Αλλά ο άγγελος του είπε· “πιάσε αυτό το ψάρι”. Ο Τωβίας έπιασε το ψάρι και το ανέβασεν εις την όχθην του ποταμού.
Τωβ. 6,4 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος· ἀνάτεμε τὸν ἰχθὺν καὶ λαβὼν τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἧπαρ καὶ τὴν χολὴν θὲς ἀσφαλῶς.
Τωβ. 6,4 Ο άγγελος του είπε· “σχίσε τον ιχθύν αυτόν, πάρε την καρδίαν, το συκώτι και την χολήν και φύλαξέ τα ασφαλώς”.
Τωβ. 6,5 καὶ ἐποίησε τὸ παιδάριον ὡς εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος, τὸν δὲ ἰχθὺν ὀπτήσαντες ἔφαγον.
Τωβ. 6,5 Ο νεαρός Τωβίας έκαμεν, όπως του είπεν ο άγγελος. Το υπόλοιπον μέρος του ψαριού το έψησαν και το έφαγαν.
Τωβ. 6,6 καὶ ὥδευον ἀμφότεροι, ἕως οὗ ἤγγισαν ἐν Ἐκβατάνοις.
Τωβ. 6,6 Συνεπορεύοντο κατόπιν και οι δύο, ο Τωβίας και ο άγγελος, μέχρις ότου επλησίασαν εις τα Εκβάτανα.
Τωβ. 6,7 καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ· Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστιν ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἡ χολὴ τοῦ ἰχθύος;
Τωβ. 6,7 Ο Τωβίας ηρώτησε τον άγγελον· “αδελφέ Αζαρία, εις τι μας είναι χρήσιμα η καρδία, το συκώτι και η χολή του ιχθύος;”
Τωβ. 6,8 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ, ἐάν τινα ὀχλῇ δαιμόνιον ἢ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου ἢ γυναικός, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὀχληθῇ·
Τωβ. 6,8 Ο συνοδεύων αυτόν άγγελος του απήντησεν· “η καρδιά και το συκώτι χρησιμεύουν δια την εκδίωξιν πονηρών πνευμάτων. Εάν δηλαδή ένας άνθρωπος ενοχλήται από δαιμόνιον η άλλο πονηρόν πνεύμα και καπνίσουν αυτά ενώπιον του ανδρός η της γυναικός, που ενοχλείται από το πονηρόν πνεύμα, δεν θα ενοχληθή ποτέ πλέον.
Τωβ. 6,9 ἡ δὲ χολή, ἐγχρῖσαι ἄνθρωπον, ὃς ἔχει λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ ἰαθήσεται.
Τωβ. 6,9 Η δε χολή χρησιμεύει δια να χρισθή άνθρωπος, ο οποίος έχει λευκώματα εις τα μάτια του, και αυτός θα θεραπευθή αμέσως”.

Η προτροπή του Ραφαήλ προς τον Τωβία να παντρευτεί τη Σάρρα
Τωβ. 6,10 ὡς δὲ προσήγγισαν τῇ Ῥάγῃ,
Τωβ. 6,10 Οταν επλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ εις Εκβάτανα,
Τωβ. 6,11 εἶπεν ὁ ἄγγελος τῷ παιδαρίῳ· ἀδελφέ, σήμερον αὐλισθησόμεθα παρὰ Ῥαγουήλ, καὶ αὐτὸς συγγενής σού ἐστι, καὶ ἔστιν αὐτῷ θυγάτηρ ὀνόματι Σάῤῥα·
Τωβ. 6,11 είπεν ο άγγελος στον νεαρόν Τωβίαν· “αδελφέ, σήμερον θα διανυκτερεύσωμεν στο σπίτι του Ραγουήλ. Αυτός είναι συγγενής σου, έχει δε και θυγατέρα που λέγεται Σαρρα.
Τωβ. 6,12 λαλήσω περὶ αὐτῆς τοῦ δοθῆναί σοι αὐτὴν εἰς γυναῖκα, ὅτι σοι ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία αὐτῆς, καὶ σὺ μόνος εἶ ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, καὶ τὸ κοράσιον καλὸν καὶ φρόνιμόν ἐστι.
Τωβ. 6,12 Θα ομιλήσω εγώ περί αυτής να σου δοθή ως σύζυγος, διότι ο νόμος του Μωυσέως υποχρεώνει σε να παρής αυτήν ως σύζυγον και την κληρονομίαν της, επειδή συ είσαι ο μόνος συγγενής της από το γένος της. Σου λέγω δε ακόμη ότι η νέα αυτή είναι ωραία και φρόνιμος.
Τωβ. 6,13 καὶ νῦν ἄκουσόν μου καὶ λαλήσω τῷ πατρὶ αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑποστρέψωμεν ἐκ Ῥαγῶν, ποιήσομεν τὸν γάμον· διότι ἐπίσταμαι Ῥαγουὴλ ὅτι οὐ μὴ δῷ αὐτὴν ἀνδρὶ ἑτέρῳ κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ ἢ ὀφειλήσει θάνατον, ὅτι τὴν κληρονομίαν σοὶ καθήκει λαβεῖν ἢ πάντα ἄνθρωπον.
Τωβ. 6,13 Και τώρα άκουσέ με· εγώ θα κάμω λόγον στον πατέρα της και όταν επιστρέψωμεν από Ραγους θα τελέσωμεν τον γάμον. Διότι εγώ γνωρίζω καλά ότι ο Ραγουήλ δεν θα δώση ποτέ αυτήν ως σύζυγον εις άλλον άνδρα, έστω και αν απειληθή με θάνατον. Διότι εις σε ανήκει να λάβης την κληρονομίαν της και εις κανένα άλλον”.
Τωβ. 6,14 τότε εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ· Ἀζαρία ἀδελφέ, ἀκήκοα ἐγὼ τὸ κοράσιον δεδόσθαι ἑπτὰ ἀνδράσι καὶ πάντας ἐν τῷ νυμφῶνι ἀπολωλότας.
Τωβ. 6,14 Τοτε ο Τωβίας είπε προς τον άγγελον· “αδελφέ Αζαρία, έχω πληροφρρηθή ότι, η κόρη αυτή έχει ήδη δοθή ως σύζυγος εις επτά άνδρας και όλοι απέθανον στο νυμφικόν δωμάτιον.
Τωβ. 6,15 καὶ νῦν ἐγὼ μόνος εἰμὶ τῷ πατρὶ καὶ φοβοῦμαι μὴ εἰσελθὼν ἀποθάνω καθὼς καὶ οἱ πρότεροι, ὅτι δαιμόνιον φιλεῖ αὐτήν, ὃ οὐκ ἀδικεῖ οὐδένα πλὴν τῶν προσαγόντων αὐτῇ. καὶ νῦν ἐγὼ φοβοῦμαι μὴ ἀποθάνω καὶ κατάξω τὴν ζωὴν τοῦ πατρός μου καὶ τῆς μητρός μου μετ᾿ ὀδύνης ἐπ᾿ ἐμοὶ εἰς τὸν τάφον αὐτῶν· καὶ υἱὸς ἕτερος οὐχ ὑπάρχει αὐτοῖς, ὃς θάψει αὐτούς.
Τωβ. 6,15 Εγώ τώρα, όπως γνωρίζεις, είμαι μονογενής στον πατέρα μου. Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως, όταν εισέλθω στο νυμφικόν δωμάτιον, αποθάνω, όπως απέθανον και οι προηγούμενοι από εμέ. Ενα πονηρόν δαιμόνιον την ζηλοτυπεί. Αυτό δε το δαιμόνιον δεν βλάπτει κανένα άλλον πλην από εκείνους, που την πλησιάζουν ως σύζυγοι. Φοβούμαι, λοιπόν, τώρα μήπως αποθάνω και με τον θάνατόν μου κρημνίσω την ζωήν του πατρός μου και της μητρός μου με οδύνην πολλήν στον τάφον. Δεν έχουν δε αυτοί άλλο παιδί, δια να τους θάψη”.
Τωβ. 6,16 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ἄγγελος· οὐ μέμνησαι τῶν λόγων, ὧν ἐνετείλατό σοι ὁ πατήρ σου, ὑπὲρ τοῦ λαβεῖν σε γυναῖκα ἐκ τοῦ γένους σου; καὶ νῦν ἄκουσόν μου, ἀδελφέ, διότι σοὶ ἔσται εἰς γυναῖκα, καὶ τοῦ δαιμονίου μηδένα λόγον ἔχε, ὅτι τὴν νύκτα ταύτην δοθήσεταί σοι αὕτη εἰς γυναῖκα.
Τωβ. 6,16 Απήντησε προς αυτόν ο άγγελος· “δεν ενθυμείσαι την εντολήν, την οποίαν σου έδωσεν ο πατήρ, να πάρης σύζυγον γυναίκα από το γένος σου; Και τώρα άκουσε με, αδελφέ. Αυτή η κόρη θα γίνη ιδική σου σύζυγος. Ως προς δε το δαιμόνιον, μη έχης κανένα λόγον ανησυχίας. Η κόρη αυτή θα δοθή εις σε ως σύζυγος κατά την νύκτα αυτήν.
Τωβ. 6,17 καὶ ἐὰν εἰσέλθῃς εἰς τὸν νυμφῶνα, λήψῃ τέφραν θυμιαμάτων καὶ ἐπιθήσεις ἀπὸ τῆς καρδίας καὶ τοῦ ἥπατος τοῦ ἰχθύος καὶ καπνίσεις,
Τωβ. 6,17 Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν θάλαμον, θα πάρης φωτιά με το θυμιατήριον, θα θέσης επάνω εις αυτήν την καρδιά και το συκώτι του ιχθύος, τα οποία και θα αρχίσουν να καπνίζουν.
Τωβ. 6,18 καὶ ὀσφρανθήσεται τὸ δαιμόνιον καὶ φεύξεται καὶ οὐκ ἐπανελεύσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. ὅταν δὲ προσπορεύῃ αὐτῇ, ἐγέρθητε ἀμφότεροι καὶ βοήσατε πρὸς τὸν ἐλεήμονα Θεόν, καὶ σώσει ὑμᾶς καὶ ἐλεήσει. μὴ φοβοῦ, ὅτι σοὶ αὐτὴ ἡτοιμασμένη ἦν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, καὶ σὺ αὐτὴν σώσεις, καὶ πορεύσεται μετὰ σοῦ, καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι σοι ἔσται ἐξ αὐτῆς παιδία.
Τωβ. 6,18 Το δε δαιμόνιον θα οσφρανθή τον καπνόν αυτόν, θα φύγη και ποτέ πλέον δεν θα επιστρέψη. Οταν δε εισέλθης στον νυμφικόν κοιτώνα προς αυτήν, σηκωθήτε και οι δυο σας και εκ βάθους ψυχής προσευχηθήτε στον ελεήμονα Θεόν, αυτός δε θα σας σώση και θα σας ελεήση. Μη φοβήσαι, διότι αυτή έχει προορισθή ως σύζυγός σου από πολύν χρόνον και συ θα την σώσης από το πονηρόν δαιμόνιον. Αυτή θα έλθη μαζή σου και θεωρώ βέβαιον, ότι πολλά τέκνα θα αποκτήσης από αυτήν”.
Τωβ. 6,19 καὶ ὡς ἤκουσε Τωβίας ταῦτα, ἐφίλησεν αὐτήν, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκολλήθη σφόδρα αὐτῇ.
Τωβ. 6,19 Οταν ο Τωβίας ήκουσε τα λόγια αυτά, ηγάπησε την κόρην αυτήν και η ψυχή του προσεκολλήθη πάρα πολύ εις αυτήν.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:24 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Η άφιξη του Τωβία στο σπίτι του Ραγουήλ. Ο Τωβίας ζητάει σε γάμο τη Σάρρα.

Η άφιξη του Τωβία στο σπίτι του Ραγουήλ
Τωβ. 7,1 Καὶ ἦλθον εἰς Ἐκβάτανα καὶ παρεγένοντο εἰς τὴν οἰκίαν Ῥαγουήλ, Σάῤῥα δὲ ὑπήντησεν αὐτοῖς καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν.
Τωβ. 7,1 Ο Τωβίας και ο Αζαρίας ήλθαν εις τα Εκβάτανα και έφθασαν στο σπίτι του Ραγουήλ. Η δε Σαρρα τους προϋπήντησε και τους εχαιρέτησε. Εκείνοι την εχαιρέτησαν και αυτή τους ωδήγησεν στο σπίτι.
Τωβ. 7,2 καὶ εἶπε Ῥαγουὴλ Ἔδνᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· ὡς ὅμοιος ὁ νεανίσκος Τωβὶτ τῷ ἀνεψιῷ μου;
Τωβ. 7,2 Ο Ραγουήλ είπεν εις την Εδναν την σύζυγόν του· “ο νεαρός αυτός δεν ομοιάζει πολύ με τον ανεψιόν μου τον Τωβίτ;”
Τωβ. 7,3 καὶ ἠρώτησεν αὐτούς Ῥαγουήλ· πόθεν ἐστέ, ἀδελφοί; καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἐκ τῶν υἱῶν Νεφθαλὶμ τῶν αἰχμαλώτων ἐκ Νινευῆ.
Τωβ. 7,3 Εστράφη δε προς εκείνους ο Ραγουήλ και τους ηρώτησε· “από που κατάγεσθε, σεις, αδελφοί;» Και εκείνοι του απήντησαν· “ημείς καταγόμεθα από τους απογόνους της φυλής Νεφθαλίμ, από εκείνας που έχουν αιχμαλωτισθή εις την Νινευή”.
Τωβ. 7,4 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε Τωβὶτ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν; οἱ δὲ εἶπον· γινώσκομεν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑγιαίνει;
Τωβ. 7,4 Ο Ραγουήλ τους είπε· “γνωρίζετε τον Τωβίτ τον συγγενή μας;” Και εκείνοι του είπαν· “τον γνωρίζομεν”. Ηρώτησεν αυτούς πάλιν· “είναι υγιής;”
Τωβ. 7,5 οἱ δὲ εἶπαν· καὶ ζῇ καὶ ὑγιαίνει. καὶ εἶπε Τωβίας· πατήρ μού ἐστι.
Τωβ. 7,5 Εκείνοι είπαν· “ζη και υγιαίνει”. Ο δε Τωβίας του είπεν· “είναι ο πατέρας μου”.
Τωβ. 7,6 καὶ ἀνεπήδησε Ῥαγουὴλ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσε
Τωβ. 7,6 Ο Ραγουήλ ανεπήδησεν από την χαράν του, και κατεφίλησε τον Τωβίαν και έκλαυσε.
Τωβ. 7,7 καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου υἱός· καὶ ἀκούσας ὅτι Τωβὶτ ἀπώλεσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑαυτοῦ, ἐλυπήθη καὶ ἔκλαυσε.
Τωβ. 7,7 Ευλόγησεν αυτόν και είπε· “συ, λοιπόν, είσαι το παιδί του καλού και αγαθού εκείνου ανθρώπου;” Οταν δε επληροφορήθη ο Ραγουήλ ότι ο Τωβίτ είχε χάσει τα μάτια του, ελυπήθη και ανελύθη εις δάκρυα.
Τωβ. 7,8 καὶ Ἔδνα ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ Σάῤῥα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἔκλαυσαν καὶ ὑπεδέξαντο αὐτοὺς προθύμως·
Τωβ. 7,8 Εκλαυσεν επίσης η σύζυγός του Εδνα και η κόρη του η Σαρρα. Υπεδέχθησαν και εφιλοξένησαν αυτούς με πολλήν προθυμίαν και χαράν.

Ο Τωβίας ζητάει σε γάμο τη Σάρρα
Τωβ. 7,9 καὶ ἔθυσαν κριὸν προβάτων καὶ παρέθηκαν ὄψα πλείονα. εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ῥαφαήλ· Ἀζαρία ἀδελφέ, λάλησον ὑπὲρ ὧν ἔλεγες ἐν τῇ πορείᾳ, καὶ τελεσθήτω τὸ πρᾶγμα.
Τωβ. 7,9 Εσφαξαν από την ποίμνην των προβάτων του ένα κριον και ητοίμασαν τράπεζαν με πολλά φαγητά. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραφαήλ· “Αζαρία, αδελφέ, μίλησε δι' εκείνα, τα οποία μου έλεγες στον δρόμον μας και ας γίνη αυτό το πράγμα”.
Τωβ. 7,10 καὶ μετέδωκε τὸν λόγον τῷ Ῥαγουήλ· καὶ εἶπε Ῥαγουὴλ πρὸς Τωβίαν· φάγε, πίε καὶ ἡδέως γίνου, σοὶ γὰρ καθήκει τὸ παιδίον μου λαβεῖν· πλὴν ὑποδείξω σοι τὴν ἀλήθειαν.
Τωβ. 7,10 Ο Αζαρίας πράγματι έκαμε λόγον στον Ραγουήλ και ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν· “φάγε, πίε, απόλαυσε την τράπεζαν, διότι εις σε πράγματι ανήκει να λάβης την κόρην μου ως συζυγον. Αλλά θα σου είπω την αλήθειαν.
Τωβ. 7,11 ἔδωκα τὸ παιδίον μου ἑπτὰ ἀνδράσι, καὶ ὁπότε ἐὰν εἰσεπορεύοντο πρὸς αὐτήν, ἀπέθνησκον ὑπὸ τὴν νύκτα. ἀλλὰ τὸ νῦν ἔχον, ἡδέως γίνου. καὶ εἶπε Τωβίας· οὐ γεύομαι οὐδὲν ὧδε, ἕως ἂν στήσητε καὶ σταθῆτε πρός με. καὶ εἶπε Ῥαγουήλ· κομίζου αὐτὴν ἀπὸ τοῦ νῦν κατὰ τὴν κρίσιν· σὺ δέ ἀδελφὸς εἶ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ σού ἐστιν· ὁ δὲ ἐλεήμων Θεὸς εὐοδώσει ὑμῖν τὰ κάλλιστα.
Τωβ. 7,11 Αυτήν την κόρην μου την έδωσα ως σύζυγον εις επτά άνδρας διαδοχικώς. Ο καθένας όμως από αυτούς, μόλις επλησίαζεν εις αυτήν, απέθνησκε κατά την πρώτην νύκτα του γάμου. Συ όμως τώρα φάγε, πίε και ευφράνθητι”. Ο Τωβίας όμως απήντησε· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, μέχρις ότου σεις δεχθήτε την αίτησίν μου και συμφωνήσετε με εμέ”. Ο Ραγουήλ του απήντησε· “πάρε την από αυτήν την στιγμήν ως σύζυγον σύμφωνα με την απόφασίν σου. Συ είσαι συγγενής της και αυτή είναι συγγενής ίδική σου. Ευχόμεθα δέ, όπως ο ελεήμων Θεός σας κατευοδώση προς τα κάλλιστα”.
Τωβ. 7,12 καὶ ἐκάλεσε Σάῤῥαν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ, καὶ λαβὼν τῆς χειρὸς αὐτῆς παρέδωκεν αὐτὴν Τωβία γυναῖκα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως κομίζου αὐτὴν καὶ ἄπαγε πρὸς τὸν πατέρα σου· καὶ εὐλόγησεν αὐτούς.
Τωβ. 7,12 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την ώραν εκείνην την Σαρραν, την θυγατέρα του, την επήρε από το χέρι και την παρέδωκεν ως σύζυγον στον Τωβίαν, προς τον οποίον και είπε· “ιδού, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, πάρε αυτήν ως σύζυγόν σου και πήγαινε προς τον πατέρα σου”. Ο Ραγουήλ τους ηυλόγησε και τους ηυχήθη.
Τωβ. 7,13 καὶ ἐκάλεσεν Ἔδναν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· καὶ λαβὼν βιβλίον ἔγραψε συγγραφήν, καὶ ἐσφραγίσατο.
Τωβ. 7,13 Κατόπιν προσεκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν, επήρε ένα χαρτί, έγραψε επάνω εις αυτό την πράξιν του γάμου και το εσφράγισεν.
Τωβ. 7,14 καὶ ἤρξαντο ἐσθίειν.
Τωβ. 7,14 Επειτα δε ήρχισαν όλοι με χαράν να τρώγουν.
Τωβ. 7,15 καὶ ἐκάλεσε Ῥαγουὴλ Ἔδναν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἶπε αὐτῇ· ἀδελφή, ἑτοίμασον τὸ ἕτερον ταμιεῖον καὶ εἰσάγαγε αὐτήν.
Τωβ. 7,15 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν και της είπεν· “αδελφή, ετοίμασε το άλλο δωμάτιον και ωδήγησε εις αυτό την Σαρραν”.
Τωβ. 7,16 καὶ ἐποίησεν ὡς εἶπε καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν ἐκεῖ, καὶ ἔκλαυσε· καὶ ἀπεδέξατο τὰ δάκρυα τῆς θυγατρὸς αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ·
Τωβ. 7,16 Η Εδνα έκαμεν, όπως της είπεν ο σύζυγός της και ωδήγησεν εκεί την Σαρραν. Η δε Σαρρα ανελύθη εις δάκρυα. Η μητέρα της είδε και συνεπάθησε τα δάκρυα της κόρης της και της είπε·
Τωβ. 7,17 θάρσει, τέκνον, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς δῴη σοι χάριν ἀντὶ τῆς λύπης σου ταύτης· θάρσει, θύγατερ.
Τωβ. 7,17 “Εχε θάρρος, τέκνον μου, ο Κυριος του ουρανού και της γης είθε να δώση εις σε χαράν αντί αυτής της λύπης. Εχε θάρρος κόρη μου”.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:26 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η παράξενη πρώτη νύχτα και η γιορτή του γάμου.

Η παράξενη πρώτη νύχτα του γάμου
Τωβ. 8,1 Ὅτε δὲ συνετέλεσαν δειπνοῦντες, εἰσήγαγον Τωβίαν πρὸς αὐτήν.
Τωβ. 8,1 Οταν ετελείωσαν το φαγητόν των, ωδήγησαν τον Τωβίαν προς την Σαρραν.
Τωβ. 8,2 ὁ δὲ πορευόμενος ἐμνήσθη τῶν λόγων Ῥαφαὴλ καὶ ἔλαβε τὴν τέφραν τῶν θυμιαμάτων καὶ ἐπέθηκε τὴν καρδίαν τοῦ ἰχθύος καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἐκάπνισεν.
Τωβ. 8,2 Ο Τωβίας, όταν εισήλθεν στον κοιτώνα, ενεθυμήθη τα λόγια του Ραφαήλ. Επήρε το θυμιατήρι, επάνω στο οποίον υπήρχον ακόμη οι άνθρακες των θυμιαμάτων, έβαλεν επάνω εις αυτούς την καρδίαν και το συκώτι του ψαριού, από τα οποία και εξήλθε καπνός.
Τωβ. 8,3 ὅτε δὲ ὠσφράνθη τὸ δαιμόνιον τῆς ὀσμῆς, ἔφυγεν εἰς τὰ ἀνώτατα Αἰγύπτου καὶ ἔδησεν αὐτὸ ὁ ἄγγελος.
Τωβ. 8,3 Οταν δε το πονηρόν δαιμόνιον ωσφράνθη την οσμήν του καπνού αυτού, έφυγεν εις τα ανώτατα μέρη της Αιγύπτου, ο δε άγγελος Κυρίου το έδεσε.
Τωβ. 8,4 ὡς δὲ συνεκλείσθησαν ἀμφότεροι, ἀνέστη Τωβίας ἀπὸ τῆς κλίνης καὶ εἶπεν· ἀνάστηθι, ἀδελφή, καὶ προσευξώμεθα, ἵνα ἐλεήσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος.
Τωβ. 8,4 Οταν οι νεόνυμφοι εκλείσθησαν στον νυμφικόν των κοιτώνα, εσηκώθη ο Τωβίας από την κλίνην και είπε· “οήκω επάνω, αδελφή, και ας προσευχηθώμεν να μας ελεήση ο Κυριος”.
Τωβ. 8,5 καὶ ἤρξατο Τωβίας λέγειν· εὐλογητὸς εἶ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ ἔνδοξον εἰς τοὺς αἰῶνας· εὐλογησάτωσάν σε οἱ οὐρανοὶ καὶ πᾶσαι αἱ κτίσεις σου.
Τωβ. 8,5 Ο Τωβίας ήρχισε να λέγη την προσευχήν του. “Δοξασμένος είσαι συ, Κυριε, ο Θεός των πατέρων ημών, ευλογημένον και ένδοξον το άγιον όνομά σου στους αιώνας. Σε ας δοξάζουν πάντοτε οι ουρανοί και όλα τα κτίσματά σου.
Τωβ. 8,6 σὺ ἐποίησας Ἀδὰμ καὶ ἔδωκας αὐτῷ βοηθὸν Εὔαν στήριγμα τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἐκ τούτων ἐγεννήθη τὸ ἀνθρώπων σπέρμα. σὺ εἶπας· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν ὅμοιον αὐτῷ.
Τωβ. 8,6 Συ, Κυριε, έπλασες τον Αδάμ και έδωκες εις αυτόν ως βοηθόν και στήριγμα την Εύαν, την σύζυγόν του. Από αυτούς εγεννήθη το γένος των ανθρώπων. Διότι, Κυριε, συ είπες· δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος μόνος, ας κάμωμεν δι' αυτόν βοηθόν άλλον όμοιον προς αυτόν.
Τωβ. 8,7 καὶ νῦν, Κύριε, οὐ διά πορνείαν ἐγὼ λαμβάνω τὴν ἀδελφήν μου ταύτην, ἀλλὰ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπίταξον ἐλεῆσαί με καὶ αὐτῇ συγκαταγηρᾶσαι.
Τωβ. 8,7 Και τώρα, Κυριε, εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου αυτήν, την ομοεθνή μου, ως σύζυγον όχι δια την ικανοποίησιν πορνικών διαθέσεων, αλλά δια την αλήθειάν σου, όπως συ την εκήρυξες. Ας έλθη, λοιπόν, το έλεός σου εις εμέ, Κυριε, και διάταξε συ, ώστε εγώ να γηράσω μαζή της”,
Τωβ. 8,8 καὶ εἶπε μετ᾿ αὐτοῦ· ἀμήν.
Τωβ. 8,8 Μαζή δε με αυτόν συμπροσηύχετο και η Σαρρα και είπεν· “Αμήν, γένοιτο”!
Τωβ. 8,9 καὶ ἐκοιμήθησαν ἀμφότεροι τὴν νύκτα.
Τωβ. 8,9 Εκοιμήθησαν και οι δύο την νύκτα εκείνην.
Τωβ. 8,10 καὶ ἀναστὰς Ῥαγουὴλ ἐπορεύθη καὶ ὤρυξε τάφον λέγων· μὴ καὶ οὗτος ἀποθάνῃ;
Τωβ. 8,10 Ο Ραγουήλ εσηκώθη, επήγε και ήνοιξε τάφον λέγων· “μήπως αποθάνη και αυτός;”
Τωβ. 8,11 καὶ ἦλθε Ῥαγουὴλ εἰς τὴν οἰκίαν ἑαυτοῦ
Τωβ. 8,11 Επανήλθεν ο Ραγουήλ εις την οικίαν του
Τωβ. 8,12 καὶ εἶπεν Ἔδνᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· ἀπόστειλον μίαν τῶν παιδισκῶν, καὶ ἰδέτωσαν εἰ ζῇ· εἰ δὲ μή, ἵνα θάψωμεν αὐτόν, καὶ μηδεὶς γνῷ.
Τωβ. 8,12 και είπεν εις την Εδναν την γυναίκα του· Στειλε μίαν από τας δούλας να ίδη, εάν ο Τωδίας ζη. Και εάν δεν ζη, να τον θάψωμεν, χωρίς να μάθη κανείς τίποτε.
Τωβ. 8,13 καὶ εἰσῆλθεν ἡ παιδίσκη ἀνοίξασα τὴν θύραν καὶ εὗρε τοὺς δύο καθεύδοντας.
Τωβ. 8,13 Η δούλη ήνοιξε την θύραν και εύρε και τους δύο να κοιμώνται.
Τωβ. 8,14 καὶ ἐξελθοῦσα ἀπήγγειλεν αὐτοῖς, ὅτι ζῇ.
Τωβ. 8,14 Εξήλθε και ανήγγειλεν στους κυρίους της ότι ο Τωβίας ζη.
Τωβ. 8,15 καὶ εὐλόγησε Ῥαγουὴλ τὸν Θεὸν λέγων· εὐλογητὸς εἶ σύ, ὁ Θεός, ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ καθαρᾷ καὶ ἁγίᾳ, καὶ εὐλογείτωσάν σε οἱ ἅγιοί σου καὶ πᾶσαι αἱ κτίσεις σου, καὶ πάντες οἱ ἄγγελοί σου καὶ οἱ ἐκλεκτοί σου εὐλογείτωσάν σε εἰς τοὺς αἰῶνας.
Τωβ. 8,15 Ο Ραγουήλ εδόξασε τον Θεόν λέγων· “δοξασμένος είσαι συ, ο Θεός, και προς σε ανήκει κάθε δοξολογία καθαρά και αγία. Ας σε δοξολογούν οι άγιοί σου και όλα τα δημιουργήματά σου και όλοι οι άγγελοί σου και όλοι οι εκλεκτοί σου. Ας σε ευλογούν και ας σε δοξολογούν εις όλους τους αιώνας.
Τωβ. 8,16 εὐλογητὸς εἶ ὅτι ηὔφρανάς με, καὶ οὐκ ἐγένετό μοι καθὼς ὑπενόουν, ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐποίησας μεθ᾿ ἡμῶν.
Τωβ. 8,16 Ευλογημένος είσαι, Κυριε, διότι μου έδωσες αυτήν την χαράν και δεν έγινε εκείνο, το οποίον εφοβούμην. Αλλά έκαμες εις ημάς σύμφωνα με το μέγα σου έλεος.
Τωβ. 8,17 εὐλογητὸς εἶ ὅτι ἠλέησας δύο μονογενεῖς· ποίησον αὐτοῖς, δέσποτα, ἔλεος, συντέλεσον τὴν ζωὴν αὐτῶν ἐν ὑγιείᾳ μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἐλέους.
Τωβ. 8,17 Δοξασμένος είσαι, Κυριε, διότι έστειλες το έλεός σου εις δύο μονογενείς. Καμε, Δέσποτα, εις αυτούς σύμφωνα με το έλεός σου και ολοκλήρωσε την ζωήν των με υγείαν, με ευφροσύνην, με τον πλούτον του ελέους σου”.
Τωβ. 8,18 ἐκέλευσε δὲ τοῖς οἰκέταις χῶσαι τὸν τάφον.
Τωβ. 8,18 Ο Ραγουήλ διέταξε τους δούλους να χώσουν τον τάφον.

Η γιορτή του γάμου
Τωβ. 8,19 καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς γάμον ἡμερῶν δεκατεσσάρων.
Τωβ. 8,19 Ετέλεσε δε και εώρτασε τον γάμον αυτών επί δεκατέσσαρας ημέρας.
Τωβ. 8,20 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ῥαγουὴλ πρὶν ἢ συντελεσθῆναι τὰς ἡμέρας τοῦ γάμου ἐνόρκως μὴ ἐξελθεῖν αὐτὸν ἐὰν μὴ πληρωθῶσιν αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι τοῦ γάμου.
Τωβ. 8,20 Ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν και τον εξώρκισε να μη αναχωρήση από την οικίαν, μέχρις ότου συμπληρωθούν αι δεκαττέσσαρες ημέραι του γάμου.
Τωβ. 8,21 καὶ τότε λαβόντα τὸ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ πορεύεσθαι μεθ᾿ ὑγιείας πρὸς τὸν πατέρα· καὶ τὰ λοιπά, ὅταν ἀποθάνω καὶ ἡ γυνή μου.
Τωβ. 8,21 “Μετά δε την συμπλήρωσιν των δεκατεσσάρων αυτών ημερών, είπεν στον Τωβίαν, αφού πάρης το ήμισυ από την περιουσίαν μου, να πορευθής εν υγεία προς τον πατέρα σου. Την υπόλοιπον περιουσίαν μου θα την λάβης, όταν αποθάνωμεν εγώ και η γυνή μου”.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.

Άβαταρ μέλους
ΠΟΠΗ
Δημοσιεύσεις: 808
Εγγραφή: Δευτ Ιούλ 30, 2012 3:29 pm
Επικοινωνία:

Re: ΤΩΒΙΤ

Δημοσίευσηαπό ΠΟΠΗ » Δευτ Ιαν 28, 2013 1:26 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο Ραφαήλ παραλαμβάνει από το Ραγουήλ τα χρήματα του Τωβίτ.

Τωβ. 9,1 Καὶ ἐκάλεσε Τωβίας τὸν Ῥαφαὴλ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Τωβ. 9,1 Ο Τωβίας εκάλεσεν τότε τον Ραφαήλ και του είπεν·
Τωβ. 9,2 Ἀζαρία ἀδελφέ, λάβε μετὰ σεαυτοῦ παῖδα καὶ δύο καμήλους καὶ πορεύθητι ἐν Ῥάγοις τῆς Μηδίας παρὰ Γαβαὴλ καὶ κόμισαί μοι τὸ ἀργύριον καὶ αὐτὸν ἄγε μοι εἰς τὸν γάμον·
Τωβ. 9,2 “αδελφέ, Αζαρία, πάρε μαζή σου ένα δούλον και δύο καμήλους και πήγαινε στους Ραγους της Μηδίας, στον Γαβαήλ, και φέρε μου εδώ το αργύριον αλλά και αυτόν τον ίδιον, δια να παρευρεθή στον γάμον μου.
Τωβ. 9,3 διότι ὠμόμοκε Ῥαγουὴλ μὴ ἐξελθεῖν με,
Τωβ. 9,3 Διότι ο Ραγουήλ με ώρκισε να μη φύγω απ' εδώ, πριν συμπληρωθούν αι δεκατέσσαρες ημέραι.
Τωβ. 9,4 καὶ ὁ πατήρ μου ἀριθμεῖ τὰς ἡμέρας, καὶ ἐὰν χρονίσω μέγα, ὀδυνηθήσεται λίαν.
Τωβ. 9,4 Ο δε πατήρ μου μετρά μίαν προς μίαν τας ημέρας, εάν δε και βραδύνω να επιστρέψω θα κυριευθή από μεγάλην οδύνην”.
Τωβ. 9,5 καὶ ἐπορεύθη Ῥαφαὴλ καὶ ηὐλίσθη παρὰ Γαβαήλ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον· ὃς δὲ προήνεγκε τὰ θυλάκια ἐν ταῖς σφαγῖσι καὶ ἔδωκεν αὐτῷ.
Τωβ. 9,5 Ο Ραφαήλ επορεύθη πράγματι και κατέλυσεν στον οίκον του Γαβαήλ. Εδωκε δε εις αυτόν και το χειρόγραφον. Ο Γαβαήλ έφερε τους σφραγισμένους σάκκους με τα χρήματα και τους παρέδωκεν εις αυτόν.
Τωβ. 9,6 καὶ ὤρθρευσαν κοινῶς καὶ ἦλθον εἰς τὸν γάμον. καὶ εὐλόγησε Τωβίας τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Τωβ. 9,6 Κατόπιν, εσηκώθηκαν λίαν πρωϊ, και οι δύο μαζή ήλθον στον γάμον. Ο δε Τωβίας επί παρουσία όλων επήνεσε και συνεχάρη την γυναίκα του.


Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 5 και 0 επισκέπτες