Γονυκλισία: Η θέση της στη λατρευτική πρακτική της Εκκλησίας

Συζητήσεις και μελέτη για το τι συμβολίζει συγκεκριμένες έννοιες που απαντούμε στην Αγία Γραφή

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 6863
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
Τοποθεσία: Κοζάνη

Γονυκλισία: Η θέση της στη λατρευτική πρακτική της Εκκλησίας

Δημοσίευσηαπό Νίκος » Παρ Ιαν 19, 2018 11:57 am

Γονυκλισία: Η θέση της στη λατρευτική πρακτική της Εκκλησίας
Newsroom 19-01-2018

Εικόνα

Γονυκλισία: Η γονυκλισία ή υπόπτωση ή το γόνυ κλίνειν αποτελεί μία από τις συνήθεις στάσεις του ανθρώπινου σώματος κατά τη διάρκεια της προσευχής, η οποία φανερώνει τη ψυχική συντριβή και την ταπείνωση του πιστού ενώπιον του Θεού.

Η πράξη αυτή μαρτυρά, επίσης, την ομολογία του πιστού ότι εξέπεσε της θείας χάριτος λόγω των αμαρτιών του. Η εισαγωγή της γονυκλισίας στη ζωή των πιστών είναι γνωστή από την αρχέγονη Εκκλησία. Η βάση της γονυκλισίας εντοπίζεται σε βιβλικές μαρτυρίες, μεταξύ των οποίων: α) Ο προφήτης Ησαΐας αναφέρει ότι ενώπιον του Κυρίου «κάμψει πᾶν γόνυ» (Ησ. με’, 23). β) Ο Χριστός γονατίζει προσευχόμενος στο όρος των Ελαιών πριν την παράδοσή του από τον Ιούδα (Λκ. κβ’, 41). γ) Ο απόστολος Παύλος σημειώνει την έννοια της γονυκλισίας δύο φορές, στο Εφ. γ’, 14 και στον χριστολογικό ύμνο της προς Φιλιπησσίους Επιστολής (Φιλιπ. β’, 10).

Η πρώτη εμφάνιση της γονυκλισίας στη χριστιανική Εκκλησία εντοπίζεται στο β’ μισό του Γ’ αι., στις τάξεις των μετανοούντων μελών της και συγκεκριμένα στην ομάδα των «υποπιπτόντων», η οποία συνιστούσε μία από τις δύο, τρεις ή τέσσερις κατηγορίες των πεπτωκότων. Οι υποπίπτοντες ήταν βαπτισμένοι χριστιανοί, ενεργά μέλη της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν υπαχθεί στις τάξεις των κατηχουμένων, λόγω των αμαρτιών που είχαν διαπράξει. Η ομάδα αυτή καταγράφεται στους κανόνες η’ και θ’ του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του Θαυματουργού. Το «γόνυ κλίνειν» είναι γενικά παλαιά συνήθεια προσευχής, η οποία εντοπίζεται, κυρίως, στην κατά μόνας προσευχή των πιστών. Η παρουσία της γονυκλισίας στη λατρεία της σύναξης είναι περιορισμένη σε ημέρες νηστείας, μετάνοιας και νίψης, όπως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Ο πένθιμος χαρακτήρας της νηστείας αρμόζει απόλυτα με τη συντριβή, τη μετάνοια και την ικετευτική χροιά της γονυκλισίας, ώστε αυτή να εντοπίζεται στην ακολουθία των Προηγιασμένων, κατά τη διάρκεια της εισόδου των Τιμίων Δώρων. Η πράξη αυτή είναι παλαιά και έχει επηρεάσει τους πιστούς εσφαλμένα στην πρόσπτωση και κατά τη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας. Η γονυκλισία ενώπιον του Ευαγγελίου, ενόσω ο λειτουργός αναγιγνώσκει την ευαγγελική περικοπή, αποτελεί, εξίσου, παλαιά συνήθεια ευλαβείας. Η κανονικότητα του έθους της γονυκλισίας στη λατρεία είναι διαχρονικά σημείο αντιρρήσεων και διαμάχης. Η κανονική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη σχετικά με το ζήτημα, αφού με ρητό τρόπο απαγορεύει τη γονυκλισία κατά τις χαρμόσυνες ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, δηλαδή την Κυριακή και όλες τις ημέρες από το Πάσχα έως και την Πεντηκοστή.

Ο 20ος κανόνας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει σε όλες τις εκκλησιαστικές κοινότητες η λατρεία της Κυριακής και των ημερών έως την Πεντηκοστή να αποδίδεται στο Θεό σε όρθια στάση, απαγορεύοντας τη συνήθεια ορισμένων να γονατίζουν. Ο κανόνας διαφυλάσσει την ομοιομορφία της σύναξης, η οποία εντάσσεται σε ορισμένες αρχές και διατάξεις.
Στο πλαίσιο αυτό κινείται και ο 90ος κανόνας της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος υπενθυμίζει το σχετικό κανόνα της Συνόδου της Νικαίας και απαγορεύει την κυριακάτικη γονυκλισία, ως αντίθετη προς το αναστάσιμο κλίμα της ημέρας. Ορίζει, συγκεκριμένα, την απαγόρευση της γονυκλισίας από την είσοδο του εσπερινού του Σαββάτου έως και την είσοδο του εσπερινού της Κυριακής.

Η πατερική παράδοση συμφωνεί στην απαγόρευση της γονυκλισίας τις Κυριακές. Ο Ειρηναίος Λυώνος και ο Τερτυλλιανός θεωρούν την πράξη αυτή, αλλά και τη νηστεία, ως ασυμβίβαστες με τις αναστάσιμες περιόδους (Κυριακή και Περίοδος Πεντηκοσταρίου), ενώ ο τελευταίος θεωρεί την γονυκλισία κατά την Τετάρτη και την Παρασκευή ως θεμιτή.
Ο Επιφάνιος Κωνσταντίας εξαιρεί από τις ημέρες απαγόρευσης την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος αμφισβητεί την καθολική αναγνώριση της σχετικής απαγόρευσης για γονυκλισία, θέση που επιβεβαιώνει την ανάγκη επιβολής ομοιομορφίας σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η επιθυμία γονυκλισίας κατά τις αναστάσιμες ημέρες ίσως επηρεάσθηκε από την γονυκλινή προσευχή του αποστόλου Παύλου στα Ιεροσόλυμα την ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής (Πραξ. κ’, 36 και κα’, 5).

Η Κυριακή της Πεντηκοστής, μόνη από όλες τις Κυριακές του εκκλησιαστικού έτους εντάσσει στο τυπικό της λατρείας τη γονυκλισία. Ο εσπερινός της ημέρας αυτής εμπεριέχει τις ευχές της γονυκλισίας σε τρεις στάσεις, οπότε όλοι οι πιστοί γονατίζουν με διακονική προτροπή μετά την είσοδο, ενόσω ο λειτουργός τις αναγιγνώσκει. Η πρακτική αυτή έχει αποδώσει στην ακολουθία τον τίτλο «εσπερινός της γονυκλισίας» ή λαϊκότερα «εσπερινός της γονατιστής». Η εν λόγω ονοματοδοσία δηλώνει τον έκτακτο χαρακτήρα της γονυκλισίας κατά την Κυριακή. Η κλίση των γονάτων, άλλωστε, δεν αντιβαίνει στους ιερούς κανόνες, αφού λαμβάνει χώρα μετά την είσοδο του εσπερινού της Κυριακής, ανεξάρτητα από την μετάθεση της ακολουθίας το πρωί, αμέσως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ώστε να διευκολυνθούν χρονικά οι πιστοί.

Πολλοί πιστοί συνηθίζουν να γονατίζουν σε διάφορα σημεία της λατρείας, ιδίως της Θείας Λειτουργίας, με συχνότερο τη στιγμή του καθαγιασμού του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού, δηλαδή από την εκφώνηση «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες», έως και το τέλος της αγίας Αναφοράς με το «Εξαιρέτως της Παναγίας, αχράντου». Η κίνηση αυτή είναι ευλαβής, αλλά όχι και ορθή, αφού η παλαιά και μέχρι πρόσφατα ισχύουσα τάξη ορίζει την όρθια στάση των μελών της σύναξης στις ιερότερες στιγμές της λατρείας. Η αρμοδιότερη στάση, σύμφωνα με την παράδοση και την πατερική, λειτουργική διδασκαλία είναι η βαθιά υπόκλιση, ιδίως για τον κλήρο, ο οποίος επεύχεται κατά τον καθαγιασμό «βαθύτατα κλινόμενος» και όχι γονατιστός.

Η απαγόρευση της γονυκλισίας κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων θεμελιώνεται στα ακόλουθα σημεία:
α) Τα κελεύσματα του διακόνου στη Θεία Λειτουργία προτρέπουν την όρθια στάση των πιστών («Ορθοι», «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου») και ποτέ την κλίση των γονάτων, με εξαίρεση στον λειτουργικό τύπο των Αποστολικών Διαταγών.
β) Ο αναστάσιμος χαρακτήρας της Θείας Ευχαριστίας δεν συμβαδίζει με τη συντριβή, το πένθος και τη μετάνοια που δηλώνει η γονυκλισία.
γ) Η στιγμή του καθαγιασμού είναι από τις πλέον ιερές. Η κοινωνία των Τιμίων Δώρων, όμως, είναι ακόμα ιερότερη για τον πιστό που μεταλαμβάνει. Η μετάληψη των Τιμίων Δώρων γίνεται πάντοτε σε όρθια στάση. Εάν ο καθαγιασμός ήταν συνυφασμένος με την ευλαβική γονυκλισία, τότε η Θεία Κοινωνία πως θα αντιμετωπιζόταν από τον πιστό;

Η μοναδική αναφορά που αποδέχεται τη γονυκλισία στον καθαγιασμό υπάρχει σε αμφίβολης γνησιότητας κανόνα του Νικηφόρου του Ομολογητού. Η γονυκλισία στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με ερμηνεία του Νικοδήμου του Αγιορείτου, δεν γίνεται από συντριβή και πένθος, αλλά «χάριν ασπασμού», όπως οι μετάνοιες που υποβάλλει κάποιος από χαρά σε σημαντικό πρόσωπο, αγία εικόνα κ.λπ.

Η εισαγωγή στην ελλαδική Εκκλησία της ευλαβικής συνήθειας της γονυκλισίας κατά τον καθαγιασμό επηρεάστηκε από το ρωσικό τυπικό της λατρείας, με το παράδειγμα της ρωσικής καταγωγής βασίλισσας Όλγας, στις αρχές του Κ’ αι. Η καθιέρωση της γονυκλισίας στο ρωσικό τυπικό έγινε από το Μεγάλο Πέτρο, ο οποίος εισήγαγε στη λατρεία διάφορα περιφερειακά στοιχεία της λατρείας των Ρωμαιοκαθολικών. Η γονυκλισία καθιερώθηκε στη Δυτική Εκκλησία ως λαϊκός τρόπος έξαρσης της σημασίας του καθαγιασμού, σταδιακά από τον Ι’ αι., αλλά, κυρίως, με την αποφασιστική συνδρομή των παπών Ρώμης Ονωρίου Γ’ (1216-1227) και Γρηγορίου Ι’ (1271-1276). Η έλευση της συνήθειας αυτής στον ελλαδικό χώρο καλλιεργήθηκε από την ανανεωτική τάση της λατρείας, την οποία προώθησαν οι διάφορες εκκλησιαστικές οργανώσεις, ώστε να καταδείξουν την ιερότητα της Θείας Λειτουργίας και του νευραλγικού σημείου του καθαγιασμού.

Η γονυκλισία, το κοινά λεγόμενο γονάτισμα, είναι συνήθεια ευλαβής, αποδεκτή ολόθυμα από την Εκκλησία και η αρμοδιότερη στάση προσευχής. Η διάκριση της κατ’ ιδίαν προσευχής από την κοινή προσευχή στην επίσημη λατρεία είναι ιδιαίτερα σημαντική, όσο και η υπακοή του πιστού στην κανονική παράδοση και τη ρύθμιση της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας.
Η προσωπική προσευχή είναι ιδιαίτερα ελαστική και προσαρμόζεται απόλυτα στις ανάγκες του πιστού, αλλά η κοινή λατρεία είναι συντεταγμένη και ακολουθεί ορισμένους κανόνες. Καλό θα ήταν κάθε κίνηση κλήρου και λαού στη λατρεία να είναι προσεγμένη και να εντάσσεται ομαλά στο σύνολο και το έθος της ευχαριστιακής σύναξης, ώστε να μην διαταράσσεται η ευταξία και να αποδίδεται αρμόδια το νόημα κάθε ημέρας και στιγμής.

Γεωργίου Ζαραβέλα,Θεολόγου-ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας – Λειτουργικής ΕΚΠΑ

Πηγή: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 6 και 0 επισκέπτες