Δημοσίευσηαπό Athanasios » Τρί Αύγ 28, 2012 5:32 pm
Το "εγώ" και η "αναλογία" στη διδασκαλία του Αρχ. Σωφρονίου
Το κύριο πρόβλημα του ανθρώπου είναι η υπερηφάνεια, η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ζήσει μόνος του αυτόνομα, ως αυτάρκης. Τότε σφετερίζεται το θεοπρεπές "Εγώ ειμί" και αναγνωρίζει την αρχή του όντος στον εαυτό του. Ο δρόμος πλέον είναι ανοικτός για την γνώση του όντος μέσω της υποτιθέμενης αναλογίας. Το "εγώ" αυτοκαταδικάζεται σε αυτοεγκλωβισμό στο κτιστό του είναι.. Τα όντα πλέον ωφείλουν να υπηρετούν αυτό το αυτόνομο και αυτάρκες "εγώ". Το "εγώ" που αγωνίζεται να αυτοεπιβεβαιώσει την αυτονομία και αυτάρκεια του. Ο Φαρισαίος, κυρίαρχος πάντων, με βραχυκυκλωμένη την φυσική αγαπητική του δυνατότητα στην φίλαυτη εκφορά της.
Η μετάνοια αυτή ακριβώς την ύβρη θεραπεύει. Το κτιστό ανθρώπινο "εγώ" αναγνωρίζει την κτιστότητα του, ρεαλιστικά παραδέχεται τη μή-αυτονομία, τη μή-αυτάρκειά του. Με δάκρυα θρηνεί τη κυριαρχία του θανάτου, το ζοφερό άδη της καρδιάς του και δέχεται να απωλέσει τη τάχα ζωή του για να κερδίσει την όντως Ζωή. Μετανοεί, αναγνωρίζει ότι το μόνο που έχει δικό του είναι η αμαρτία, ο θάνατος, το μηδέν. Ταπεινά ζητά σαν δούλος το έλεος του Κυρίου του. Ζητά Ζωή αληθινή, απαλλαγμένη εκ της φθοράς. Ταπεινός Τελώνης, ανάξιος του ελέους Του. Ζητά να θεραπευτεί το βραχυκύκλωμα της φιλαυτίας, να πάψει η φυσική αγάπη φίλαυτα να αυτοκαταστρέφεται ώστε ο θνητός να γίνει καθαρός καθρέπτης της όντως αγάπης.
Φαντασία και αυτοθέωση
Ο φυσικός νούς είναι "επιρρεπής εις την φαντασίαν" και "ακατάλληλος δια την θεολογίαν". Χωρισμένος από την καρδιά βρίσκεται έξω από το χώρο του Πνεύματος και είναι διασκορπισμένος με τη φαντασία σε όλη την κτίση.
Στο σημείο αυτό, την καρδιά, αποκαλύπτεται η απειρότητα του Κυρίου και συγκεντρώνεται το προσευχόμενο πνεύμα του ανθρώπου. Εκεί "χωρείται ... το ύψος της οράσεως και το βάθος της γνώσεως". Η αυθεντική θεωρία και γνώση του Θεού είναι αναπόσπαστη από την αίσθηση της βαθιάς καρδιάς. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού βεβαιώνει ότι "ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος" είναι "ενώπιον του Θεού πολυτελής".
Η έσχατη πλάνη στην οποία μπορεί να οδηγηθεί ο άνθρωπος είναι εκείνη της αυτοθεώσεως, κατά την οποία αναγνωρίζει θεία αρχή στην κτιστή φύση του και προσχωρεί στην αίρεση του πανθεϊσμού, φυσική θρησκεία του ανθρώπινου λογικού.
Ο επαιρόμενος με τη φαντασία νούς και η νεκρωμένη από τα πάθη καρδιά βρίσκονται σε κατάσταση, που είναι ενάντια στο νόμο του Πνεύματος του Θεού.
Για να γίνουν λοιπόν το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου τόπος εμφανείας της δόξης του Θεού, χρειάζεται ο ασώματος νούς να επιστρέψει και να ενωθεί με το σώμα, και μάλιστα με το "ενδότατον σώμα" του σώματος, δηλαδή την καρδιά.
Η εργασία αυτή, που επιτελείται αρνητικά με την απόθεση κάθε αλλοτρίου νοήματος από το νού και θετικά με τη συσσώρευση θείας ενέργειας στην καρδιά, ονομάζεται νοερά ησυχία.
Η φαντασία, ως λειτουργία του νού, συνδέεται κατ’ αρχάς με την ενέργεια των χονδρών σαρκικών παθών.
Το δεύτερο είδος φαντασίας ονομάζεται ονειροπόληση-ρεμβασμός.
Το τρίτο είδος φαντασίας έχει χαρακτήρα διανοητικό και βασίζεται περισσότερο στις παραστάσεις της μνήμης και στη διαδικασία της σκέψεως. ... χρήσιμο για τη λύση ενδοκοσμίων προβλημάτων και πολύτιμο για την ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού ...
Το τέταρτο είδος φαντασίας, είναι και το πιο επικίνδυνο για τον άνθρωπο της προσευχής. Η ανθρώπινη λογική προσπαθεί να συλλάβει το μυστήριο του Θεού και να αναπληρώσει εκείνα που την ξεπερνούν. ... θρησκευτική φαντασία. Αν και πολλοί το εκτιμούν σε σημείο, ώστε να το αποκαλούν "θεολογική δημιουργία", για τον Γέροντα δεν είναι παρά η οδός προς την πλάνη. ... πλάθει τον Θεό κατά την ανθρώπινη εικόνα και ομοίωση.
Ο προσευχόμενος έχει ως δεδομένο πίστεως ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, γι’ αυτό χωρίς ανθρώπινες επινοήσεις στρέφεται προς τον Θεό με ανείδεη προσευχή, ωσότου Εκείνος ευδοκήσει να του χαρίσει τη γνώση του Εαυτού Του. Η γνώση αυτή μεταδίδεται ως κατάσταση και αυτήν ο Γέροντας ορίζει ως αληθινή θεολογία.
Αν στη συνέχεια η γνώση αυτή εκφράζεται με ανθρώπινα λόγια, ωστόσο πληροφορεί με χάρη και εμπνέει προφητικά. ... Το λογικό κτίσμα ανεβαίνει στον Θεό όχι με φιλοσοφικό στοχασμό ή διανοητική αφαίρεση, αλλά με τη νοερά προσευχή, δια μέσου της οποίας αποσπάται από κάθε εικόνα και έννοια των κτιστών, για να παρασταθεί γυμνό ενώπιον του Θεού, πρόσωπο με Πρόσωπο. Η απόσπαση δεν γίνεται από καταφρόνηση προς τον κτιστό κόσμο, αλλά από πόθο και αγάπη να ενωθεί με τον ζώντα και αληθινό Θεό...
Χωρίς την ορμητική αυτή έφεση η φαντασία κρατά τον άνθρωπο στον κόσμο των "φασμάτων" της αλήθειας, και γίνεται αγωγός δαιμονικής ενεργείας. Η ενέργεια αυτή, όταν γίνει αποδεκτή και συσσωρευθεί, οδηγεί τον άνθρωπο στον εωσφορικό πειρασμό της αυτοθεώσεως, αναγνωρίζοντας δηλαδή θεία αρχή στην κτιστή φύση του. ... το ανθρώπινο λογικό αγόμενο από τη δαιμονική φαντασία καταλήγει μοιραία σε φυσικές θρησκείες πανθεϊστικού χαρακτήρα.
Ο νούς δεν είναι ενωμένος με την καρδιά, αλλά είναι συγκεντρωμμένος στον εγκέφαλο. Ο άνθρωπος υποκύπτει στον πειρασμό να στηριχθεί στη λογική και με τη διάνοιά του να εισχωρήσει ακόμη και στα μυστήρια της θείας υπάρξεως. Η στάση αυτή του διανοουμένου μολύνεται από την υπερηφάνεια, που τον οδηγεί στη διαστροφή του ορθολογισμού. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί ίσως να υπερβεί τον εννομικό συλλογισμό και να καλλιεργηθεί διανοητικά, ώστε να κατέχει και τον αντινομικό συλλογισμό, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η αληθινή πίστη ούτε η αυθεντική θεωρία του Θεού.
Ο ορθολογιστής θεολόγος όσο ψηλά και αν ανεβεί και όσο "μυστικό" βάθος και αν πετύχει, επειδή προτάσσει τον κτιστό νού του, η εμπειρία του "είναι κατ’ ουσίαν εμπειρία "πανθεϊστικής" τάξεως". ... Τα έσχατα όρια, στα οποία μπορεί να φθάσει, είναι κάποια μορφή "φωτοειδούς αυτοθεωρίας". Βλέπει τη νοερή του ωραιότητα, το φυσικό φως του νού, που είναι κτισμένος κατ’ εικόνα Θεού.
Όταν η κτιστή ελευθερία της θελήσεως στρέφεται αυτοερωτικά προς τον εαυτό του, τότε ο άνθρωπος μένει κλειστός στην ενέργεια της χάριτος του Θεού και καταστρατηγεί την ουσία και το νόημα της υποστατικής του αρχής, που οφείλει να τελειωθεί στην κοινωνία της με το Άγιο Πνεύμα και να αναφέρει στον Θεό όλη την κτίση.
Το πάθος της υπερηφάνειας αυξάνει την ενέργεια της φαντασίας, ενώ η ταπείνωση και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό την αναχαιτίζει.
Ταπείνωση και αποκάλυψη
Οι πνευματικές θεωρίες δίνονται στον άνθρωπο, όχι όταν τις επιδιώκει και συνεπώς θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτές, αλλά όταν έχει σταυρωμένο το νού του σε βυθό ταπεινώσεως και αισθάνεται χειρότερος από κάθε κτίσμα.
Η ουσία ή η φύση του Θείου Όντος υπερβαίνει κάθε γνώση και σύλληψη του κτιστού. Η ενέργεια όμως της φύσεώς Του αποκαλύπτεται στα λογικά δημιουργήματα ως χάρη, αγάπη, δύναμη, ζωή, φως κ.ά., και είναι μεθεκτή από αυτά. Η ενέργεια του Θεού είναι ενιαία και απλή. Κατά τα χαρίσματα και τα ενεργήματά της όμως είναι "ποικίλη" και έχει απειρία ονομάτων. Όταν στην πατερική γραμματεία ονομάζεται Φώς, ή και άκτιστο Φώς, δηλώνει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της εμπειρίας της ως ζώσης αισθήσεως, που μετέχεται ακόμη και από το σώμα, στο οποίο παρέχει τον αγιασμό. Δείχνει επίσης ότι η όραση του Φωτός είναι εμπειρία πληρωματική, και γι’ αυτό οράται όχι μόνο από τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, αλλά και από τους σωματικούς ακόμη οφθαλμούς. Αυτό γίνεται όταν έχει προηγηθεί ο αγιασμός και η ενίσχυση του σώματος, όπως και του ψυχισμού του πιστού από την άκτιστη χάρη του Θεού. Όταν η θεία ενέργεια ή το άκτιστο Φώς μετέχεται αισθητώς από τον άνθρωπο, δεν σημαίνει ότι το άκτιστο μεταβάλλεται σε κτιστό ή το κτιστό σε άκτιστο. Παρά τη στενότατη ένωση των δύο, η διάκριση παραμένει αιώνια και ασύγχυτη, όπως στο Πρόσωπο του Χριστού, ...
Το Φώς αποκαλύπτει κατ’ αρχάς την αμαρτία και την εξαχρείωση του ανθρώπου. Παρέχει τη συναίσθηση του σκότους που τον περιβάλλει. Η εμφάνιση του Φωτός φέρει τον άνθρωπο στην αληθινή αυτογνωσία. ... "συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας". ... Οι επισκέψεις αυτές φέρουν τον άνθρωπο σε απερίγραπτη ταπείνωση, διότι κατανοεί το προαιώνιο σχέδιο του Δημιουργού γι’ αυτόν και την απόστασή του από την εκπλήρωσή του. Ταυτοχρόνως οι ελλάμψεις αυτές θεραπεύουν τη φύση του και αγιάζουν το σώμα του.
Ο άνθρωπος, όταν "εκ βαθέων" μετανοεί, γίνεται μύστης όλων των φαινομένων του πνευματικού κόσμου μεταξύ των δύο αυτών πόλων. {Στον κατώτερο πόλο συναντάται ο άδης ή το "σκότος το εξώτερον" (όζει η οσμή της φιλαυτίας και της εγωκεντρικότητος μέχρι του μίσους προς τον Θεό), ενώ στον ανώτερο θεωρείται η "Βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει" (πνέει η αύρα της αγάπης για τον Θεό μέχρι του αυτομίσους)}. Η γνώση του εκτείνεται από τα βάθη του άδη και φθάνει ώς τα ύψη του ουρανού. Ευρύνει άρρητα το περιεχόμενο του είναι του.
Στην πράξη της ζωής η ταπείνωση είναι η μόνη οδός που οδηγεί στη νίκη του παλαιού ανθρώπου. Η εωσφορική υπερηφάνεια απολιθώνει και αποκρύπτει από τον άνθρωπο "τήν βαθείαν καρδίαν", που είναι ο τόπος της πνευματικής προσευχής, και δημιουργεί πάντοτε αδιέξοδα. Απεναντίας, η ταπείνωση συνοδεύεται με χαρά, κατάνυξη και φώς, τα οποία εξαφανίζουν τους πονηρούς λογιμούς και καθαίρουν το νού και την καρδιά.
Ο γέρ. Σωφρόνιος υπενθυμίζει το λόγο του αγίου Μαξίμου, ότι είναι η επίγνωση του ανθρώπου ότι έχει "τό είναι δεδανεισμένον" από τον Θεό. ... Έτσι μπορεί να ολοκληρωθεί ως υπόσταση με θεανθρώπινο πλήρωμα.
"Για να "μετασχηματισθή" το εξουθενημένο από την αμαρτία σώμα και να καταστεί "σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου", απαιτείται μακροχρόνιος αγώνας νηστείας και μετανοίας. Το σώμα προερχόμενο από τη γη φέρεται προς τα κάτω και επιβαρύνει το πνεύμα με τη φθαρτότητα και τη θνητότητά του."
Στη βαθιά καρδιά ο χριστιανός ανακαλύπτει ότι ο ύπαρξή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το είναι όλης της ανθρωπότητος. ... Η αγάπη του Χριστού παρέχει σε αυτόν την αίσθηση ότι όλο το γένος των ανθρώπων είναι αναπόσπαστο μέρος της υπάρξεώς του. ... Βλέπει τον κόσμο εν πνεύματι, όπου και αν βρίσκεται, και ζεί βαθιά τα παθήματά του. Έχει απέναντι στον κόσμο τα ίδια αισθήματα που έχει και ο Θεός και εμπνέεται από την ίδια αγάπη. ... Πάσχει ο ίδιος υπέρ όλου του κόσμου και προσεύχεται γι’ αυτόν με τη συνείδηση ότι "ο αδελφός ημών είναι η ζωή ημών".