Αποσπάσματα από το βιβλίο: "Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"Δημητσάνα - Μεγαλόπολη 2011
του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως ΙερεμίαΠΡΟΛΟΓΟΣTό τεῦχος αὐτό ἀνήκει στήν σειρά τῶν κατηχητικῶν μας μελετῶν γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Τό θέμα του εἶναι περί δημιουργίας. Πρέπει καλά νά εννοήσουμε ὅτι ὅλη ἡ κτίση πού μᾶς περιβάλλει καίἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε δημιουργήματα· καί πρέπεινά νοήσουμε ἀκόμη ὅτι ὅλη ἡ ὡραία κτίση, τήνὁποία ὀνομάζουμε «κόσμο» (= κόσμημα) εἶναι ἕνα ὡραῖο βιβλίο, μέ ἀκαταμέτρητες σελίδες, βιβλίοπού κηρύττει τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ξεφυλλίζουμε καί μελετᾶμε τό βιβλίο αὐτό, τόσο καί πιό πολύ ἀνεβαίνει ἀπό τήν καρδιά μας ὁ θαυμασμός μας καί ὁ πόθος νά ποῦμε τό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»!Μᾶς κάνει βαθειά ἐντύπωση τό ὅτι στήν Πα-λαιά Διαθήκη, ὅταν οἱ Προφῆτες κάνουν λόγο περί ἐξαισίων πραγμάτων, διακόπτουν τόν λόγο τους καί εἰσάγουν ἕναν ὕμνο περί τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ (βλ. γιά παράδειγμα Ἠσ. 42,5), σάν νά θέλουν νά ποῦν μέ αὐτό πού κάνουν ὅτι ἕνας παντο-δύναμος Θεός θά ἐκπληρώσει ἀσφαλῶς αὐτό τόθαυμαστό, ἴσως καί περίεργο, τό ὁποῖο προφη-τεύουν. Ὁμοίως μᾶς κάνει ἐντύπωση τό ὅτι τόθέμα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό τονίζεται πολύ στήν θεία λατρεία. Γιά νά μή μᾶς παρασύρει ἡ ὡραία φύση καί τήν λατρεύσουμε, πρέπει νά νοήσουμε ὅτι αὐτή εἶναι δημιουργία. Εἶναι ἐσφαλμένη, ἀκόμη δέ καί βλάσφημη ἡ ἔκφραση μερικῶν πού χαρακτηρίζουν τούς ἑαυτούς τους ὡς «φυσιολάτρας». «Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θε-όφρονες παρά τόν κτίσαντα»!
Τήν μικρή αὐτή μελέτη περί δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου τήν προσφέρω ὁλοκαρδίως καί μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης στόν μακαριστό Ἀρχιμανδρίτη πατέρα Χαράλαμπο Δέδε, πρῶτο πνευματικό μου πατέρα ἀπό τήν μικρά ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν, ὅταν Αὐτός ἦταν ἱεροκήρυξ στήν πατρίδα μου Ναύπακτο. Ὁ μακαριστός αὐτός πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν γνήσιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου μέ ἱεραποστολικό, ἀγωνιστικό καίθυσιαστικό πνεῦμα, μία τίμια καί ζηλευτή ἱερατική μορφή, πού μᾶς γίνεται ἐπιθυμητή στήν σύγχρονόμας ἐποχή πού ζοῦμε, ἀπό τήν ὁποία φαίνεται,φεῦ!..., νά ἐκλείπουν τοιαῦται προσωπικότητες. Ὁμακαριστός Πατήρ ἦταν μέλος τῆς ἱεραποστολικῆς καί μοναστικῆς ἀδελφότητος «ΣΩΤΗΡ». Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή Του.
Ἐπίσκοπος ἸερεμίαςΑ ́ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Γεν. 1,1-26. 2,1-5)
1. Ὁ κόσμος ἔγινε «ἐκ τοῦ μή ὄντος»Εἶναι πολύ βασικό τό νά πιστεύουμε τόν Θεό ὡς Δημιουργό μας. Γιά νά τόν πιστέψουμε ὡς Σωτήρα μας, θά πρέπει πρῶτα νά τόν πιστέψουμε ὡς Δημιουργό μας. Γι ̓ αὐτό καί στό «Πιστεύω», πού ἔχει μέ λίγα λόγια ὅλη τήνπίστη μας, τό πρῶτο πού ὁμολογοῦμε εἶναι ἡ πίστη στόν Θεό ὡς Δημιουργό ὅλου τοῦ κόσμου.Ὅτι δηλαδή ὅλα, ὁρατά καί ἀόρατα, ἔγιναν ἀπ ̓Αὐτόν. Γι ̓ αὐτό καί στήν θεία μας Λατρεία τονίζεται πολύ συχνά ἡ ἔννοια τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Γι ̓ αὐτό καί ἡ Ἁγία Γραφή ἀρχίζει τόν θεόπνευστο λόγο της μέ τήν ἀναφορά στήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό. Στούς πρώτους στίχους τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν Γένεση,(1) διαβάζουμε: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν· ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύα-στος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καίπνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος»(Γεν. 1,1-2). Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι στούς στίχους αὐτούς, ἀλλά καί στούς παρακάτω στίχους, ὅπου συνεχίζει νά λέει ἡ Γένεση γιά τήν δημιουργία,δέν λέγεται ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε «ἀπό τό μηδέν». Διορθώνω ἀμέσως τήν ἔκφραση αὐτή, «ἀπό τό μηδέν», γιατί πραγματικά δέν πρέπει νά λέγεται, ἀφοῦ δέν
_______________________________________________________________________________________
1. Γιά τό βιβλίο αὐτό μπορεῖ μέν ἡ ἐπιστήμη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νά ἀπέδειξε ὅτι ἡ ὅλη σύνθεσή του ἀνάγεται στούς ὕστερους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους, ἀλλά τό ὑλικό τῆς συνθέσεώς του ἀνάγεται σέ παραδόσεις πολύ παλαιές, παλαιότερες ἀκόμη καί ἀπό τόν Μωυσῆ.
_______________________________________________________________________________________
εἶναι ἔκφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀντ ̓ αὐτῆς νά χρησιμοποιοῦμε τήν ἔκφραση "ἐκ τοῦ μή ὄντος» (2). Δέν λέγει λοιπόν ἡ Γένεση ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε «ἐκ τοῦ μή ὄντος».Ὁ ἰουδαϊκός λαός βέβαια γνώριζε πάντοτε ὅτι μέγα χάος χώριζε τόν Δημιουργό ἀπό τήν δημιουργία, ἀλλά μόνο σέ ἕνα πολύ μετέπειτα κείμενο, πού εἶναι ἔργο ἑλληνίζοντος Ἰουδαίου, στό βιβλίο Β ́ Μακκαβαίων, πού μᾶς λέγει γιά τόν ἀγώνα τῶν πιστῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τῶν διωκτῶ ντῆς πίστεώς τους, μόνο σ ̓ αὐτό τό μεταγενέστερο βιβλίο συναντοῦμε τήν ἰδέα ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Ἑπτά ἀδέλφια, διαβάζουμε στό βιβλίο αὐτό, συνελήφθησαν μαζί μέ τήν μητέρα τους καί ἐπιέζοντο ἕνα-ἕνα ἀπό τόνβασιλέα Ἀντίοχο (τόν Δ ́τόν Ἐπιφανῆ) μέ ἀπειλή τόν θάνατο νά παραβοῦν τόν Νόμο τοῦΜωυσῆ. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρά τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ, ἡ μητέρα του, ἀφοῦ εἶχαν πεθάνει πιά μέ μαρτύριο τά προηγούμενα παιδιά της, στράφηκε σ ̓ αὐτόν
________________________________________________________________________________________
2. Γιά τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο δέν πρέπει νά χρησιμοποι-εῖται ἡ ἔκφραση «δημιουργία ἀπό τό μηδέν» βλ. Ν. Ματσούκα,Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β, σελ. 144 ἑξ
_________________________________________________________________________________________
καί τόν προέτρεψε νά μή φοβηθεῖ τό μαρτύριο καί ἀρνηθεῖ τόν Θεό, τόν Δημιουργότοῦ παντός, ἀλλά νά φανεῖ ἄξιος τῶν ἀδελφῶν του. Γιά τόν Δημιουργό τοῦ παντός εἶπε ἡ μητέρα στόν μικρό της υἱό: «Ἀξιῶ σε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τά ἐναὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτά ὁ Θεός καί τό τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται» (Β ́ Μακ. 7,28). Στό χωρίο λοιπόν αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς συναντοῦμε τήν ἔκφραση ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τό σύμπαν «ἐξ οὐκ ὄντων» καί αὐτή τήν ἔκφραση τήν συναντοῦμε συχνά στήν θεία Λατρεία μας. Στήν θεία Λειτουργία, γιά παράδειγμα, στήν εὐχή τοῦ Τρισαγίου ὕμνου, ὁ ἱερεύς λέγει περί τοῦ Θεοῦ «ὁ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παραγαγών τά σύμπαντα»· καί στήν μεγάλη εὐχαριστήριο εὐχή ὁ ἱερεύς πάλι λέγει στόν Θεό: «Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Ἡ ὕλη τοῦ σύμπαντος δέν εἶναι αἰώνια, ἀλλά εἶχε κάποια ἀρχή. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», μᾶς εἶπε ἡ ἉγίαΓραφή. Καί πρίν ἀπό τήν «ἀρχή» αὐτή κατά τήν ὁποία ἔγινε ὁ κόσμος δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνον ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι πρίν ἀπό τήν ἀρχή κάθε ἀρχῆς (βλ. Ἰωάν. 1,1-3). Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀρχή οὔτε καί τέλος, γι ̓ αὐτό καί λέγεται ἀΐδιος.
2. Ἡ δημιουργία εἶναι ἔργο καί τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας ΤριάδοςΜόνον ἡ Ἁγία Γραφή
μέ μιά σωστή βέβαια ἑρμηνεία της μᾶς δίνει ἱκανοποιητική διδασκαλία περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία μιλάει γιά κάποιον ἀνώτερο τεχνίτη πού τόν καλεῖ «δημιουργό», ὁ ὁποῖος ἔβαλε τάξη στό ἀρχέγονο χάος, αὐτή τήν τάξη πού παρατηροῦμε στήν φύση καί τήν λέγομε «κόσμος». Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ «δημιουργός» τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἔβαλε τάξη σέ κάτι πού ἤδη ὑπῆρχε. Ἡ Ἁγία Γραφή ὅμως μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεός ἔφερε ὅλα τά πράγματα σέ ὕπαρξη διά μέσου τοῦ δημιουργικοῦ του Λόγου. «Εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3).
Ἀρκεῖ ὁ Θεός νά τό πεῖ καί διά τοῦ Λόγου του ἔρχεται τό κάθε πράγμα σέ ὕπαρξη. Ἀλλά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὅταν ἐδῶ λέγομε «Λόγο» δέν ἐννοοῦμε ἁπλᾶ τόν λόγο, τήν ὁμιλία, ἀλλά ἐννοοῦμε Πρόσωπο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ,πού ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καλεῖ «Λόγο»·γι ̓ αὐτό καί γράφουμε ἐδῶ τήν λέξη μέ κεφαλαῖο γράμμα (Λ). Λέγει ὁ Εὐαγγελιστής:«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν. Πάντα δι ̓ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν»(Ἰωάν. 1,1-3). Στό «εἶπεν ὁ Θεός» λοιπόν, πού μᾶς λέγει ἡ Γένεση στό α ́κεφ. γιά τήν δημιουργία τῶν ὄντων τοῦ κόσμου, μέ βάση αὐτόν τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, θά ἐννοοῦμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά μέσου τοῦ Ὁποίου ὁ Θεός ἔκανε τά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά γίνει τό κάθε τι, ἐκπληρώθηκε ὄχι σάν μέ ἀνθρώπινη φωνή ἤ ἦχο, ἀλλά μέ τόν αἰώνιο Λόγο Του, τόν συναιώνιο μέ Αὐτόν.
Ἀλλά τά ὄντα δέν ἦρθαν ἁπλᾶ σέ ὕπαρξη.Ἔχουν καί ζωή. Τά φυτά καί τά ζῶα ἀναπτύσσονται. Ποιός ἔδωσε ζωή σ ̓ αὐτά; Τό Ἅγιο Πνεῦμα! Ἡ ἀρχή τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως μᾶς λέγει: «Καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνωτοῦ ὕδατος». Πρέπει δέ νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐγράφη ἀρχικά στήν ἑβραϊκή γλώσσα καί ἔτσι ἔχουμε καί τό Ἑβραϊκό κείμενό της, ἀπό τό ὁποῖο ἔχουμε ἡμεῖς στήν Ἐκκλησία μας τήν ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν λεγομένη Μετάφραση τῶν Ο ́ (Ἑβδομήκοντα) (3). Τό «ἐπεφέρετο
___________________________________________________________________________________________
3. Ἡ Μετάφραση τῶν Ο ́ εἶναι ἡ καλύτερη ἑλληνική μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Χρονολογεῖται ἀπό τόν 3οπ.Χ. αἰώνα. Ἀποδίδεται σέ 70 ἤ γιά τήν ἀκρίβεια σέ 72 μεταφραστές καί γι ̓ αὐτό τήν ὀνομάζουμε Παλαιά Διαθήκη τῶν Ο ́ (Ἑβδομήκοντα). Ἡ πρώτη Ἐκκλησία κληρονόμησε τήν Μετάφραση τῶν Ο ́ ἀπό τούς Ἰουδαίους καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρονται σ ̓ αὐτήν συχνά. Πιστεύουμε ὅτι ἡ Μετάφραση αὐτή ἔγινε μέ τόν δάκτυλο τῆς θείας προνοίας (Ἀνδροῦτσος, Συμβολική,2σελ. 142) καί τήν θεωροῦμε «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν», ὅπως λέγει ὁ Εὐσέβιος (Εὐαγγ. Προπαρ. Η ́ α ́). Βλ. γιά τήν Μετάφραση τῶν Ο ́τά ὅσα ὡραῖα γράφει γι ̓ αὐτήν ὁ μακαριστός Καθηγητής μας Π. Μπρατσιώτης στό τιτάνειο ἔργο Του Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην 2 (Ἐκδότης, Καθηγητής Νικόλαος Μπρατσιώτης, Ἐν Ἀθήναις 1993), σελ. 548 ἑξ., καί τοῦ Ἰδίου πάλι Ἐπίτομος Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1955, σελ. 277 ἑξ.
____________________________________________________________________________________________
ἐπάνω τοῦ ὕδατος», πού λέγει γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦτό κείμενό μας, τό ἀντίστοιχο Ἑβραϊκό κείμενο τό λέγει «πτερύγιζε ἤπια», (Ἑβρ. tp,j,r"m]«μεραχέφεθ») «ἐπώαζε», «κλωσσοῦσε» θά λέγαμε, καί ἀναπτύχθηκε ἀπ ̓ αὐτό ἡ ζωή. (4) Ἕνα ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Δευτερονόμιο,ἐξηγεῖ: «Σάν τόν ἀετό, πού προστατεύει τήν φωλιά του καί πετάει πάνω ἀπό τά μικρά του»(32,11), τά ὁποῖα τά κλωσσάει καί τά βοηθεῖ γιά νά αὐξηθοῦν, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει ζωή, μᾶς «κλωσσάει» καί μᾶς βοηθεῖ νά ἀναπτυχθοῦμε. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Δοτήρας τῆς ζωῆς. Ἔτσι λοιπόν, κατά τά παραπάνω, ἡ δημιουργία εἶναι ἔργο καί τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅπως τό λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «ὁ Πατήρ διά τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ τά πάντα ποιεῖ» (Ἐπιστολή πρός Σεραπίωνα 1,28. MPG 26,596). Ὁ Πατέρας εἶναι ὁ «ἐξ οὗ τά πάντα»(Α ́ Κορ. 8,6. Ρωμ. 11,36)· ὁ Υἱός εἶναι ὁ «δι ̓ οὗ τά πάντα» (Ἰωάν. 1,3. Α ́Κορ. 8,6. Κολ. 1,16. Ἑβρ. 1,2) καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁ «ἐν ᾧ τά πάντα ἐγένετο» (Γεν.1,2).(5)
__________________________________________________________________________________________
4. «Τό “ἐπεφέρετο” ἐξηγεῖται ἀντί τοῦ συνέθαλπε καί ἐζωογόνει τήν τῶν ὑδάτων φύσιν, κατά τήν εἰκόνα τῆς ἐπωαζούσης ὄρνιθος καί ζωτικήν τινα δύναμιν ἐνιείσης τοῖς ὑποθαλπομένοις» (Μ. Βασίλειος, MPG 29,44).
5. Ὁ Ὠριγένης μᾶς λέγει ὅτι στήν δημιουργία τοῦ κόσμουπρέπει νά νοήσουμε «τήν προκαταρκτικήν αἰτίαν τῶν γινο-μένων τόν Πατέρα· τήν δημιουργικήν τόν Υἱόν· τήν τελει-ωτικήν τό Πνεῦμα. Ἀρχή γάρ τῶν ὄντων μία (ὁ Πατήρ), δι ̓Υἱοῦ δημιουργοῦσα καί τελειοῦσα ἐν Πνεύματι»(Περί ἉγίουΠνεύματος 16,38. MPG 32,136).
(Συνεχίζεται)