
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του Πόντου Τραπεζούντα μεταξύ των ετών 927-930. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι και ευγενείς. Το όνομα του ήταν Αβραάμιος. Ο πατέρας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και η μητέρα από την Κολχίδα του Πόντου. Πριν γεννηθεί, ο πατέρας απέθανε και λίγο μετά τη γέννηση του, και η μητέρα απήλθε από τον παρόντα κόσμο.
Ο μικρός Αβραάμιος, ορφανός και από τους δύο γονείς, τέθηκε υπό την προστασία συγγενής του μοναχής, η οποία ανέλαβε την φροντίδα και την παιδαγωγία αυτού. Όλη δε η ζωή και η συμπεριφορά της μοναχής επέδρασε θετικά και καταλυτικά στην μετέπειτα εξέλιξη του Αβρααμίου.
Ο μικρός Αβραάμιος, παρ' ότι ήταν παιδί, η ζωή και η συμπεριφορά του δεν έμοιαζε με εκείνες των άλλων συνομιλήκων του. Ο χαρακτήρας του δεν ήταν απρεπής, απρόσεκτος και αγενής. Καταγινόταν με την προσευχή και τις άλλες θρησκευτικές πράξεις. Μετά την κοίμηση της προστάτιδας του μοναχής και αφού έλαβε την εγκύκλια παιδεία, με την βοήθεια ενός αυτοκρατορικού φορολογικού υπαλλήλου που ήλθε στην Τραπεζούντα για την είσπραξη των δημοσίων φόρων, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορος Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (920-944).
Στην Πόλη φοιτά στη Σχολή του Προέδρου των σχολών της Πρωτευούσης, που εκαλείτο Αθανάσιος. Στη σχολή αυτή επιδίδεται με ζήλο και επιμέλεια στην εκμάθηση των γραμμάτων της θύραθεν (κοσμικής) παιδείας. Παράλληλα δεν παρέλειπε τα πνευματικά και θρησκευτικά του καθήκοντα. Στην Κωνσταντινούπολη εγνώρισε τον συγγενή του στρατηγό Ζεφιναζέρ, στο σπίτι του οποίου έκτοτε διέμεινε.Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Αβράαμιος κατέστη κάτοχος και διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας και ρητορικής, ώστε η φήμη του να φτάσει μέχρι και τα βασιλικά ανάκτορα.
Ο ενάρετος και σοβαρός βίος του, το πράον του ήθους, το γλυκύ της ομιλίας, ο πλούτος της γνώσεως, το έντιμον και το χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητόν σε όλους. Εξαιτίας των χαρισμάτων του, οι μαθητές και διδάσκαλοι της Σχολής, «κοινή ψήφω», εζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκλεγεί διδάσκαλος αυτής. Έτσι, με αυτοκρατορική υπόδειξη, τιμάται με το αξίωμα του διδασκάλου.
Ο Αβραάμιος σύντομα απέδειξε τις ικανότητες του. Απέκτησε πολλούς μαθητές και συγχρόνως τη φήμη του σοφού διδασκάλου. Γι' αυτό, χρόνο με το χρόνο, ο αριθμός των μαθητών ηύξανε. Αλλ' ο Αβραάμιος ταυτόχρονα ζούσε συνεπή χριστιανική ζωή. Η επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Την περίοδο αυτή ο συγγενής του στρατηγός Ζεφιναζέρ αναλαμβάνει την ναυτική διοίκηση στο Αιγαίο και παίρνοντας μαζί του τον Αβραάμιο πραγματοποιεί περιοδεία στο Αρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στη νήσο Λήμνο, απ' όπου διακρινόταν το Άγιον Όρος, όπου έμελλε αργότερα να ιδρύσει τη Λαύρα. Επανερχόμενος στην Πόλη, συναντάται με τον όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνον, ιδρυτή και ηγούμενο της Λαύρας του Κυμινά. Του εξομολογείται την επιθυμία να ασπαστεί τον μοναχικό βίο. Στην Πόλη έγινε και η συνάντηση των Οσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκά, μετέπειτα αυτοκράτορος, και του Αβρααμίου. Έτσι, κρίνεται από τον όσιο Μιχαήλ άξιος να ακολουθήσει βίο πιο ησυχαστικό και ασκητικό, και επιλέγει τόπο ερημικό, όπου επιδίδεται σε νέους πνευματικούς αγώνες. Βλέποντας ο Όσιος Μιχαήλ την μεγάλη πνευματική άσκηση του Αθανασίου, πρόβλεψε (προείδε) την μετέπειτα εξέλιξη του, ότι δηλαδή θα γίνει διάδοχος του στα πνευματικά χαρίσματα.
Αλλά τον Αθανάσιο για άλλα είχε προορίσει ο Θεός. Ως εκ τούτου, από το όρος Κυμινά αναχωρεί και έρχεται στο Άγιον Όρος. Εδώ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλά σκηνώματα της αθωνικής χερσονήσου και γνωρίζει πολλούς και εναρέτους μοναχούς και ασκητές. Εντυπωσιάζεται από την σκληρή ασκητική ζωή, τον λιτό βίο, τις πολλές στερήσεις. Αρχικά γίνεται υποτακτικός σε ένα απλό γέροντα, χωρίς να αποκαλύψει ποιος ήταν, κοντά στη Μονή Ζυγού.
Δεν εφανέρωσε το πραγματικό του όνομα, αλλά προσποιήθηκε ότι ονομάζεται Βαρνάβας, γιατί ήθελε να είναι απαρατήρητος. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τους μοναχούς του Όρους και να ακολουθήσει ένα υψηλότερο στάδιο μοναχικού βίου, του ερημίτη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τυπικό του, την περίοδο αυτή οι αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανένα μοναχό να ζήσει ως ερημίτης, εάν δεν είχε παραμείνει στο Όρος δύο ή τρία χρόνια. Με τον τρόπο αυτό υπήρχε ένας έλεγχος δι' όσους ήθελαν να γίνουν ερημίτες.
Ο Αθανάσιος, έπρεπε, για να μην αποκαλύψει τον εαυτό του να υποταχθεί σε κάποιο αναχωρητή. Έτσι έκρυβε τις γνώσεις του και τις πνευματικές του ικανότητες από σεβασμό στον γέροντά του, που -ήταν αμόρφωτος.
Υποτάσσεται, λοιπόν, σε σχεδόν αμόρφωτο γέροντα, παρά του οποίου, εκτός της μοναχικής ασκήσεως, «διδάσκεται τα ιερά γράμματα».
Ενώ λοιπόν ο Αθανάσιος δοκιμαζόταν στον Άθω ως υποψήφιος ασκητής, ο δομέστικος των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρος Φωκάς, τον αναζητούσε. Βέβαιον είναι ότι έκανε έρευνες σε διάφορα μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας χωρίς αποτέλεσμα.Τέλος θυμήθηκε, λέει ο βιογράφος του, ότι ο Αθανάσιος του είχε μιλήσει για πιθανή αναχώρηση και των δύο στο Άγιον Όρος. Γράφει λοιπόν στον κριτή-έπαρχο της Θεσσαλονίκης και του ζητά να μεταβεί στον Άθω προς αναζήτηση του Αθανασίου, περιγράφοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά του.
Ο κριτής μεταβαίνει στο Όρος, συναντάται με τον Πρώτο του Όρους Στέφανο (958962) και διαβιβάζει το αίτημα. Ο Πρώτος υπόσχεται να προβεί στην ανεύρεση του, ενώ επλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η σύναξη των γερόντων του Όρους γινόταν τρεις φορές το χρόνο: Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου, εορτή της κοιμήσεως της Παναγίας. Στις συνάξεις, υπό την προεδρία του Πρώτου, συμμετείχαν οι πατέρες οι οποίοι ασκούνταν στην περιοχή της Λαύρας των Καρυών.
Κατά τα Χριστούγεννα λοιπόν του έτους εκείνου, έγινε από τον Πρώτο Στέφανο8 η αναγνώριση του Αθανασίου. Όλοι οι Αθωνίτες ξέρουν πλέον ότι ο Βαρνάβας είναι ένας μορφωμένος μοναχός, αλλά δεν γνωρίζουν ποιος είναι στην πραγματικότητα, γιατί ζήτησε από τον Πρώτο να κρατήσει το μυστικό του, διαφορετικά θα έφευγε από τον Άθω. Ο Πρώτος του παραχωρεί ένα αναχωρητικό κελλί κοντά στις Καρυές. Ο Αθανάσιος εγκαθίσταται εκεί με ένα μαθητή, ονόματι Λουκίτζη και ασκεί το επάγγελμα του καλλιγράφου. Εκεί ο Αθανάσιος παρέμεινε μέχρι το 959.
Περί το έτος 960 έρχεται στο Όρος ο αδελφός του Νικηφόρου και δομέστικος των Σχολών της Δύσεως Λέων Φωκάς, μετά την νίκη του κατά των Σκυθών, για να ευχαριστήσει από ευγνωμοσύνη τον Θεό. Επιθυμούσε βέβαια να συναντήσει *τον Αθανάσιο, όπερ και έγινε. Τότε λοιπόν όλοι πληροφορούνται ποιος ήταν πραγματικά ο Βαρνάβας και ποιες οι σχέσεις του με την περιφανή οικογένεια Φωκά. Το ασκητικό περιβάλλον, η όλη προσωπικότητα και η σχέση του με την ένδοξη οικογένεια της αυτοκρατορίας, προκάλεσαν αίσθηση στους Αθωνίτες και πολλοί παρεκινήθησαν να προσέλθουν κοντά του.
Ο Αθανάσιος θέλοντας να αποφύγει την προσέλευση και σύγχυση, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο, που είχε, όταν αφίχθει στο Όρος: να αποσυρθεί στα ενδότερα του Όρους, στην ησυχία. Έτσι, με την ευλογία του Πρώτου και της Συνάξεως, αφού έμεινε δυο χρόνια στις Καρυές, έλαβε ένα τόπο εξαιρετικά απρόσιτο και ερημικό, που λεγόταν Μελανά, στη θέση όπου έκτισε τη Λαύρα. Εκεί έστησε την ασκητική του καλύβη, σαν άλλο αρετής εργαστήριον, και επιδόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες αφοσιωμένος στις κατά Θεόν μελέτες και θείες θεωρίες.
Την ίδια περίοδο ο Νικηφόρος Φωκάς διηύθυνε την εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού, περί το 960, για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και αμφίρροπες. Η βυζαντινή στρατιά υπέφερε από το κρύο και την έλλειψη τροφών, σε αντίθεση με τον στρατό των Αράβων.
Επιθυμώντας να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών, ο Φωκάς υπενθύμιζε ότι σκοπός της εκστρατείας ήταν η απελευθέρωση εδαφών και πληθυσμού χριστιανικού. Άλλωστε, οι Άραβες ή Σαρακηνοί, έχοντες ως ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν επιδρομές σε όλο το Αιγαίο, ακόμα και το Άγιον Όρος, από το οποίο πέραν των λαφύρων, είχαν αιχμαλωτίσει και μοναχούς.
Στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό του στρατού, απεφάσισε να αποστείλει γράμματα σε μοναστήρια της Μ. Ασίας και στο Άγιον Όρος, ζητώντας να στείλουν μερικούς μοναχούς κοντά στο στρατό. Μεταξύ των μοναχών, έγραψε και στον Αθανάσιο και στον Πρώτο του Όρους. Οι Αθωνίτες απάντησαν θετικά. Με την ευλογία του Πρώτου και των γερόντων του Όρους, αποφασίζει να μεταβεί στην Κρήτη ο Αθανάσιος συνοδευόμενος από ένα μοναχό, το Θεόδοτο.
Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν συγκινητική. Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του Αθανασίου στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Επέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί και διασωθεί, και την επανασύνδεση του φιλικού του δεσμού με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Εκεί καταστρώθηκε η ιδέα της ιδρύσεως ενός μοναστηριού στον Άθω, υπό την ηγουμενία του Αθανασίου, στο οποίο θα εμόναζε και ο Φωκάς. Για τον σκοπό αυτό ο Φωκάς πρότεινε στον Αθανάσιο να του διαθέσει τα χρήματα που θα απαιτούνταν για την ανέγερση της Μονής. Αφού οι δύο άνδρες έμειναν σύμφωνοι περί της Μονής και τα σχετικά με αυτήν, ο μεν Αθανάσιος ανεχώρησε για τον Άθωνα, ο δε Φωκάς επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος στο Όρος, εσκέπτετο να αρχίσει την ίδρυση της Λαύρας. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Φωκάς αποστέλλει στον Άθω τον έμπιστο του μοναχό Μεθόδιο, με επιστολή και τα αναγκαία χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στο κελλί του Αθανασίου έξι μήνες και δεν ανεχώρησε παρά αφού έπεισε τον Αθανάσιο να αρχίσει την κατασκευή της Λαύρας και αφού είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες.
Πράγματι ο Αθανάσιος άρχισε με την ανέγερση του ησυχαστηρίου, όπου θα εμόναζε ο Νικηφόρος και ναό επ' ονόματι του Τιμίου Προδρόμου10. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση του καθολικού και άλλων κτισμάτων. Ενώ λοιπόν προχωρούσαν οι εργασίες ανεγέρσεως του καθολικού και των κελλίων, έφθασε η είδηση της ανόδου τουΝικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Η είδηση αυτή επίκρανε τον Αθανάσιο, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Λαύρας μετά από επίμονες παρακλήσεις του Νικηφόρου και την υπόσχεση του να ακολουθήσει το μοναχικό βίο.
Γι' αυτό απεφάσισε να εγκαταλείψει την ηγουμενία της Λαύρας και να φύγει από το Όρος.
Φεύγει λοιπόν και αποβιβάζεται στην Άβυδο της Μικράς Ασίας. Φθάνοντας εκεί, έστειλε πίσω στον Άθωνα το πλοίο της Λαύρας με τους περισσότερους εκ των συνοδών του. Ένα μοναχό αποστέλλει στη Βασιλεύουσα με σκοπό να επιδώσει στον αυτοκράτορα επιστολή και ο ίδιος με τρεις εμπίστους μοναχούς επιβιβάζεται σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Με το γράμμα στον αυτοκράτορα τον πληροφορεί ότι παραιτείται από την ηγουμενία, αλλά συγχρόνως του υποδεικνύει το μοναχό Ευθύμιο, να αναλάβει το αξίωμα.
Φθάνοντας στην Κύπρο, διαμένει στη Μονή των Ιερέων και αποστέλλει τον μοναχό Θεόδοτο στη Λαύρα, με αποστολή να παρακολουθεί την εξέλιξη των υποθέσεων της Μονής. Μόλις η πορεία των πραγμάτων της Μονής πήρε αρνητική τροπή, ο Θεόδοτος επιστρέφει στην Κύπρο και ενημερώνει τον Αθανάσιο για την κατάσταση. Ο αυτοκράτωρ, διαβάζοντας την επιστολή του Αθανασίου, λυπείται, καθιστά τον μοναχό Ευθύμιο ηγούμενο της Λαύρας και πάραυτα, αποστέλλει γράμματα προς αναζήτηση του Αθανασίου, ο οποίος κρυβόταν στη Μονή των Ιερέων.
Τα γράμματα έφθασαν και στον ηγούμενο της Μονής των Ιερέων, ο οποίος εκάλεσε τον Αθανάσιο και τον συνοδό του μοναχό Αντώνιο προς εξακρίβωση. Ο Αθανάσιος απέφυγε να αποκαλύψει τον εαυτό του. Αναχωρεί με τον Αντώνιο και φθάνει στην πόλη Αττάλεια της Μ. Ασίας, όπου φθάνει επίσης και ο μοναχός Θεόδοτος, ο οποίος πληροφορεί τον Αθανάσιο για την θλιβερή κατάσταση της Λαύρας. Έτσι χωρίς χρονοτριβή, αποφασίζει να επιστρέψει στη Μονή. Η επάνοδος του στη Λαύρα έδωσε χαρά και ικανοποίηση στους πατέρες, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν αρκετά κατά το διάστημα της απουσίας του, κατά την οποία διακινδύνεψε και η ίδια η ύπαρξη της Μονής.
Αφού ετακτοποίησε καλώς όλα τα πράγματα της Λαύρας, απεφάσισε να μεταβεί στη Βασιλεύουσα προς συνάντηση του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρξε συγκινητική, και ακόμη περισσότερο, σημαντική και χρήσιμη. Δεν έγινε απλώς η διάλυση των παρεξηγήσεων αλλά υπήρξε σταθμός, όχι μόνον για την ιστορία της Λαύρας, αλλά και του Αγίου Όρους.
Ο Αθανάσιος εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Νικηφόρος Φωκάς από τη θέση την οποία πλέον κατείχε θα βοηθούσε αποτελεσματικά τη Λαύρα. Πράγματι, ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασίου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τα οποία εκτός από τη θεσμική τους διάσταση, παραχωρούσαν στην νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές. Στο χρυσόβουλλο του, το οποίο είχε χαρακτήρα Τυπικού για τη Λαύρα, ο Φωκάς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στη Λαύρα εκτός από τον αυτοκράτορα. Η Λαύρα η οποία από ιδιωτική κατέστη βασιλική αυτοκρατορική, με την ανάρρηση του Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο καθιερούται ελευθέρα και αυτοδέσποτος από κάθε κοσμική ή εκκλησιαστική αρχή.
Ο Νικηφόρος, κτίτωρ της Μονής, έχει την κυριότητά της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, και μετά το θάνατο του περιέρχεται στο Αθανάσιο, ο οποίος είναι ισόβιος ηγούμενος. Ο Φωκάς με το χρυσόβουλλο του απαγορεύει την παραχώρηση της Λαύρας σε πρόσωπο ξένο προς αυτήν, κοσμικό ή εκκλησιαστικό ή σε άλλη Μονή. Παράλληλα χορηγεί στη Λαύρα χρηματικές παροχές σε ετήσια βάση, αναγκαίες για τη συντήρηση της. Έτσι, η Λαύρα καθίσταται αυτοκρατορικό μοναστήρι, με κοινοβιακό χαρακτήρα, με πλούτο και ευμάρεια.
Την ίδια περίοδο, λόγω της φήμης του Αθανασίου και της εντυπωσιακής εξελίξεως της Λαύρας, μοναχοί από πολλές περιοχές προσέρχονται να υποταχθούν. Μεταξύ αυτών έρχονται από τη Ρώμη, Καλαβρία, Ιταλία, Ιβηρία, Αρμενία κ.λ.π. Όλοι αυτοί βρίσκουν καταφύγιο τη Λαύρα, η οποία την περίοδο αυτή (964 972) ήταν το μόνο σημαντικό μοναστικό ίδρυμα, εκτός του Πρωτάτου, στον Άθω.
Αυτή η πρωτόγνωρη άνοδος της Λαύρας δημιούργησε ορισμένες αντιδράσεις από πολλούς Αθωνίτες ασκητές, ερημίτες και ηγουμένους μονυδρίων. Η βασική διαμαρτυρία επικεντρώνονταν στο ότι με τη μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, τις άφθονες χρηματικές δωρεές κ.λπ. αλλοιώνονταν η μοναχική παράδοση του Όρους και ο χαρακτήρας του αγιορείτικου ασκητικού πνεύματος, όπως τότε υπήρχε στον Άθω.
Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, δημιούργησε μία νέα εποχή και τροπή στα αγιορείτικα πράγματα. Όσοι αντιδρούσαν ή διαφωνούσαν με τον Αθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να ανακόψουν την πορεία του. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπεία στο νέο αυτοκράτορα στον οποίο διετύπωσαν τις αιτιάσεις τους.
Τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου την εορτάζουμε στις 5 Ιούλιου.