Ο Άγιος Φανούριος έγινε γνωστός από τυχαία εύρεση της εικόνας του τον Ί4ο αιώνα στη Ρόδο. Εκεί βρέθηκε αρχαίος ναός με κατεστραμμένες εικόνες και μεταξύ αυτών και η καλά διατηρημένη εικόνα νεαρού στρατιώτη κρατώντας στο δεξί του χέρι σταυρό και λαμπάδα αναμμένη, γύρω δε από την εικόνα τα 12 μαρτύρια του. Τον παλιό ναό ανοικοδόμησε ο μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β" (1355-1369) και συνέταξε και την Ακολουθία του Αγίου.
Ο όσιος Φαντίνος, γιος του Γεωργίου και της Βρυαίνης, καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Από πολύ μικρός εκδήλωσε την αγάπη του για τον Χριστό και εντάχθηκε στη μοναστική ζωή. Όταν έφθασε στην ηλικία των εξήντα του χρόνων διάλεξε δυο από τους μαθητές του, τον Βιτάλιο και τον Νικηφόρο, και μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου εγκαταστάθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα στην Κόρινθο. Εκεί κήρυξε το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλές ψυχές στη σωτηρία. Ακολούθως πήγε στην Αθήνα, όπου προσκύνησε τον Ιερό Ναό της Θεοτόκου, και κατόπιν μετέβη στη Λάρισα. Κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου, συνέχισε το έργο του και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων, για να παραδώσει στο τέλος το πνεύμα του εν ειρήνη στο Χριστό.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό,, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Ενώ ήταν ακόμη δεκαεπτά χρόνων, η Αγία Φεβρωνία επέλεξε το δρόμο της άσκησης και αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου ηγουμένη ήταν η θεία της Βρυένη. Η Φεβρωνία διακρίθηκε ανάμεσα στις υπόλοιπες αδελφές της για τη σύνεση της και το ζήλο τον οποίο επεδείκνυε στις μοναστικές ασκήσεις. Κάποια μέρα ένα στρατιωτικό σώμα ειδωλολατρών που καταδίωκε χριστιανούς με επικεφαλής τον Σελήνο έφτασε στο μοναστήρι όπου ησύχαζε η Φεβρωνία. Οι μοναχές πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τη μονή, αλλά η Αγία ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Έτσι, η Φεβρωνία συνελήφθη μαζί με τις συνασκήτριές της Βρυένη και Θωμαΐδα. Η Αγία, αφού απέρριψε πρόταση του Σελήνου να νυμφευθεί τον ανιψιό του, βασανίσθηκε και θανατώθηκε.
Ο όσιος Φιλάρετος ο Ελεήμων έζησε την εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΣΤ'. Οι γονείς του τον νύμφευσαν με μια ταπεινή γυναίκα, με την οποία απέκτησε και τρία τέκνα. Όλη του τη ζωή την αφιέρωσε σττις αγαθοεργίες. Καταγινόταν με τη γεωργία και όλα του τα εισοδήματα τα μοίραζε στους φτωχούς και στους αρρώστους, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερείται ακόμη και τα αναγκαία. Με τη βοήθεια όμως του θεού, τιμήθηκε κάποτε με το αξίωμα του υπάτου και μπόρεσε από τη θέση αυτή να συνεχίσει τις φιλανθρωπίες του. Ο άγιος ανεπαύθη εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.
Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.
Ο Άγιος Φίλιππος καταγόταν από την Καισαρεία της Παλαιστίνης. Ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, τους οποίους χειροτόνησαν οι δώδεκα Απόστολοι. Ο Φίλιππος ήταν νυμφευμένος και είχε τέσσερις θυγατέρες, οι οποίες είχαν το προφητικό χάρισμα. Περιόδευσε σε πολλές πόλεις κηρύττοντας τον ευαγγελικό λόγο. Αρχικά πήγε στη Σαμάρεια, όπου βάπτισε χριστιανό τον Σίμωνα το μάγο. Στο δρόμο από την Ιερουσαλήμ προς τη Γάζα συνάντησε τον Αιθίοπα ευνούχο της βασίλισσας Κανδάκης, τον οποίο και βάπτισε. 'Έπειτα ο Φίλιππος μετέβη στην πόλη Άζωτο, όπου κήρυξε το λόγο του θεού, οδηγώντας πολλές ψυχές στη σωτηρία. Κατόπιν πήγε στις Τράλλεις, πόλη που βρισκόταν στη Λυδία της Μικράς Ασίας. Στην πόλη αυτή ο Φίλιππος έμεινε αρκετό καιρό κηρύττοντας το λόγο του Ευαγγελίου και διδάσκοντας τη χριστιανική πίστη. Χάρη στο κήρυγμα του πολλοί από τους κατοίκους πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Για τη θεάρεστη δράση του ο Φίλιππος τιμήθηκε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Αφού, λοιπόν, ευαρέστησε το θεό, κτίζοντας μάλιστα και ιερό ναό, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος γεννήθηκε στην πόλη απ΄ την οποία κατάγονταν και οι Απόστολοι Ανδρέας και Πέτρος, τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος. Όταν ο Κοριός συνάντησε τον Φίλιππο τον κάλεσε κοντά Του. Ο Φίλιππος όχι μόνο δέχθηκε με χαρά, αλλά μόλις συνάντησε το φίλο του Ναθαναήλ, τον προέτρεψε να Τον ακολουθήσει κι εκείνος. Έπειτα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Φίλιππος κληρώθηκε να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου στις χώρες της Ασίας. Έχοντας συντρόφους του στο ευαγγελικό του έργο τον Απόστολο Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη κήρυξε σε •πολλές πόλεις, αντιμετωπίζοντας καθημερινά πολλούς κίνδυνους και κακουχίες. Ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Στον τόπο εκείνο ο Φίλιππος και οι σύντροφοί του είχαν οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πλήθος κόσμου, γεγονός που εξόργισε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι και κρέμασαν στην πλατεία της πόλης τον Φίλιππο, τον Βαρθολομαίο και τη Μαριάμνη. Από το μαρτύριο αυτό οι ακόλουθοί του κατάφεραν να σωθούν, όμως ο Φίλιππος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το 1522 μΧ. στην Αθήνα από ευσεβή και πλούσια οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο Άγγελος Μπενιζέλος και μητέρα της η Συρίγα. Η Συρίγα ήταν γυναίκα στείρα, αλλά είχε ακλόνητη πίστη στον θεό και γι' αυτό δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της. Μετά τις επίμονες προσευχές της στην Παρθένο Μαρία ο Κύριος χάρισε στη γυναίκα μια κόρη, την οποία ονόμασε Ρεβοόλα. Όταν η Αγία έγινε δώδεκα χρόνων, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί έναν Αθηναίο, ο οποίος την κακομεταχειριζόταν. Μετά το θάνατο του συζύγου της οι γονείς της επέμεναν να συνάψει η Φιλοθέη και δεύτερο γάμο, αλλά η ίδια είχε αποφασίσει να ταχθεί στην υπηρεσία του θεού. Τη μεγάλη περιουσία της τη χρησιμοποίησε, για να χτίσει μοναστήρια και νοσοκομεία, αλλά και για να ενισχύσει τους φτωχούς. Η στήριξη της στον αγώνα των υπόδουλων χριστιανών εξόργισε τους Τούρκους, οι οποίοι εισέβαλαν στο μοναστήρι όπου βρισκόταν η Αγία, τη μαστίγωσαν και την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη. Η Φιλοθέη παρέδωσε το πνεύμα της στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 μΧ.
Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.