Δημοσίευσηαπό StelaT72 » Δευτ Ιαν 13, 2014 1:54 am
Ο μοναχός Ιλαρίων
Μολδαβια όνομάζεται τό βόρειο τμήμα τής Ρουμανίας, που ένώθηκε τό 1918 μέ τήν Τπανσυλβανία και Ούγγροβλαχία, και δημιουργήθηκε έτσι τό σημερινό κράτος τής Ρουμανίας.
Η Μολδαβία φημίζεται γιά τά άσκητικά της μοναστήρια, τίς σκαλιστές στούς βράχους του Μπουζεου σπηλιές της, τίς έντονες θρησκευτικές παραδόσεις καί τήν πατρογονική εύλάβεια τών κατοίκον της. Εκει δεσπόζει τό βουνό Τσεαχλέου, τό ρουμανικό «Άγιον Όρος» που ζεί μέ τά κελλιά καί τίς σκήτες του εδώ καί τέσσερις αίωνες.
Σ' αύτή τή χώρα, στους πρόποδες τών Καρπαθίων όρέων μέ τά αιωνόβια δάση, είναι χτισμένο τό μοναστήρι Συχαστρία, μέσα σέ μιά μαγευτική τοποθεσία μέ καταπράσινους λοφίσκους, κήπους καί μία τεχνητή λιμνούλα μέ ψάρια. Ονομάσθηκε ή μονή «Συχαστρία» έπειδή είναι πράγματι πολύ ήσυχαστική. Ξεκίνησε τόν 17ο αί. σάν ήσυχαστικό κέντρο, και τό 1655 πήρε τή μορφή μοναστηριού.
Εδώ, στή μονή αύτή, έζησε καί ασκήτευσε ο μοναχός Ιλαρίων Ιονίκα (1854-1934), κατά κόσμον Ιωάννης, από τήν κοινότητα Ράκοβα Μπακάου. Πρίν έρθει στό μοναστήρι, έργαζόταν σάν ναυπηγός στόν ποταμό Μπιστριτσα. Εκεί δοκίμασε τήν άκολουθη περιπέτεια, ή όποια τού άνοιξε τόν δρόμο γιά τή μοναχική ζωή.
Ήταν νύχτα, χειμώνας καιρός. Ο Ιωάννης είχε τελειώσει τήν έργασία του στό ναυπηγείο κι ετοιμαζόταν να επιστρέψει στό σπίτι. Περνώντας μέσ' από τό δάσος άκουσε ουρλιαχτά. Ήταν λύκοι καί δέν άργησαν νά τού έπιτεθούν. Δύο όλόκληρες ώρες πάλευε μαζί τους. Οι δυνάμεις του εξαντλήθηκαν. Κατάλαβε πώς δέν θά τά έβγαζε πέρα καί κατέφυγε στήν ίσχυρή προστασία τής Θεοτόκου, στήν όποία από μικρός είχε ίδιαιτερη εύλαβεια. Γονάτισε λοιπόν καί φώναξε:
-Υπεραγία Θεοτόκε, άν μού χαρίσεις τή ζωή, τ' αφήνω όλα καί γίνομαι μοναχός!
Αμέσως άκούσθηκαν φωνές καί κουδουνισματα.
Ήταν ένα ελκυθρο πού πλησίαζε ολοταχώς. Οι λύκοι φοβισμένοι έφυγαν, κι αυτός, ελεύθερος πιά, γύρισε στό σπιτι του.
Δέν πέρασε πολύς καιρός, καί ο Ιωάννης, πιστός στην ύποσχεσή του, έγκατέλειψε τόν κόσμο καί κοινοβίασε στό μοναστήρι Συχαστρία. Εκεί ύστερα άπό ένα χρόνο, δοκίμασε άλλη περιπέτεια. Τόν κυρίευσε μελαγχολία καί σκεφτόταν νά φύγει σέ αλλη μονή. Μιά νύχτα, θλιμμένος καθώς ήταν, άφησε τό κελλί του καί πήγε στόν ναό νά προσευχηθεί. Καποια στιγμή σηκώνει τά μάτια καί βλέπει νά βγαίνει από τήν εικόνα τής Θεοτόκου μία γυναίκα μέ μοναχική ενδυμασία. Ήταν ή ίδια ή Παναγία! Τόν πλησιαάζει καί τόν έρωτά:
-Γιατί κλαίς, αδελφέ Ιωάννη; Γιατί είσαι συγχυσμένος;
-Νά, βαρέθηκα εδώ και θέλω νά φύγω απ' αύτό τό μοναστήρι.
_Γιατί, απελπίστηκες στόν οίκο μου; Ειρήνευε καί κάνε τό κάθε τι μέ άγάπη, καί στό έξης δέν θά ξαναδοκιμάσεις άθυμία.
Υστερα ή Θεοτόκος επέστρεψε πάλι στήν έικονα καί εξαφανίσθηκε. Ο Ιωάννης λυτρώθηκε αμέσως από τόν πειρασμό. Έγινε μάλιστα μέ τόν άγώνα του ύπόδειγμα ταπεινώσεως καί άγάπης, καί εκάρη μοναχός μέ τό όνομα Ιλαρίων.
Πέρασαν εικοσι χρόνια, οπότε τόν βρίσκει και τρίτη δοκιμασία. Μία μέρα, τήν ανοιξη του 1933, ξεκίνησε γία τό δασος νά κόψει ξύλα. Εκεί που εργαζόταν τραυματίστηκε στό πόδι. Η πληγή ήταν σοβαρή καί αργότερα δημιούργησε γάγγραινα. Ο π. Ιλαρίων κατέφυγε πάλι στήν Παναγία:
-Κυρία Θεοτόκε,έλέησον με, μή μ' εγαταλείψεις! Ικέτευε μέ δακρυα.
Τή νύχτα, εκεί πού προσευχόταν, βλέπει μία μοναχή νά μπαίνει στό κέλλι τού. Αύτή ή μοναχή εμοιαζε μέ κάποια γνωστή γιατρίνα.
-Γιατι κλαίς, τον ρώτησε.
-Κυρία γιατρίνα, χτύπησα τό πόδι μου καί πονάω φοβερά. Καταλαβαινω πώς θά πεθάνω καί κλαίω γιατί δέν εχω άκόμη μετανοήσει. Τοτε ή μοναχή κοίταξε τό πόδι, τό αγγιξε μέ τό χέρι της και είπε:
-Μήν κλαίς πία, π. Ιλαρίων. Τό πόδι σου θεραπεύθηκε. Θά ζήσεις ακόμη ένα χρόνο καί ύστερα θ' άναπαυθείς αίωνια. Η γιατρίνα έφυγε κι ό γέροντας αποκοιμήθηκε. Τό πρωί σηκώθηκε υγιής! Τότε κατάλαβε πώς ή γιατρίνα ήταν ή Παναγία! Έτρεξε αμέσως στήν εκκλησία καί διηγήθήκε τό θαύμα σ' όλους τούς πατέρες. Καί σέ ένα άκριβως χρόνο παρέδωσε τήν ψυχή του στήν αγκαλιά τής Υπεραγίας Θεοτόκου.
(Εμφανίσεις καί θαύματα τής Παναγίας)
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται»