ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Anastasios68, Νίκος, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Σεπ 17, 2012 10:07 am

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πλούσιος Βασιλιάς που είχε τέσσερις γυναίκες.
Αγαπούσε την 4η γυναίκα όσο ήταν δυνατόν περισσότερο και την καλλώπιζε με πλούσια επίσημα ενδύματα και της προσέφερε τα καλύτερα φαγητά. Της έδινε τα καλύτερα.

Επίσης αγαπούσε την 3η γυναίκα πάρα πολύ και πάντα την επεδείκνυε στα γειτονικά βασίλεια. Παρόλα αυτά φοβόταν ότι μια μέρα θα τον άφηνε για κάποιον άλλον.

Επίσης αγαπούσε τη 2η γυναίκα. Ηταν η έμπιστή του και ήταν πάντα ευγενική, προσεκτική και υπομονετική με αυτόν. Κάθε φορά που ο Βασιλιάς αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα , μπορούσε να την εμπιστευτεί και αυτή θα τον βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές.

Η 1η γυναίκα του Βασιλιά ήταν πολύ αφοσιωμένη σύντροφος και είχε μεγάλη συνεισφορά στην διατήρηση του πλούτου και του βασιλείου. Παρόλα αυτά δεν αγαπούσε την 1η γυναίκα, αν και την αγαπούσε βαθιά, σπάνια έδειχνε ενδιαφέρον για αυτήν!

Μια μέρα, ο Βασιλιάς έπεσε άρρωστος και ήξερε ότι ο χρόνος του ήταν λίγος. Σκέφτηκε την πλούσια ζωή που πέρασε και αναρωτήθηκε «Τώρα έχω τέσσερις γυναίκες μαζί μου, αλλά όταν πεθάνω θα είμαι τελείως μόνος».

Ετσι, ρώτησε την 4η γυναίκα «Σε έχω αγαπήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, σου χάρισα τα καλύτερα ρούχα και έδειξα μεγάλο ενδιαφέρον για εσένα. Τώρα πεθαίνω. Θα με ακολουθήσεις να μου κάνεις παρέα;».

«Σε καμία περίπτωση». Απάντησε η 4η σύζυγος και απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Η απάντησή της σαν ρομφαία διαπέρασε την καρδιά του. Ο λυπημένος Βασιλιάς ρώτησε την 3η γυναίκα. «Η ζωή είναι τόσο ωραία. Τώρα πεθαίνω. Θα με ακολουθήσεις να μου κάνεις παρέα;»

«Οχι!» απάντησε η 3η σύζυγος. «Η ζωή είναι τόσο ωραία! Οταν πεθάνεις, θα ξαναπαντρευτώ!» Η καρδιά του .έσβησε και έγινε κρύα.

Ετσι μετά ρώτησε την 2η σύζυγό του «Πάντα σε βοηθούσα και εσύ πάντα ήσουν εκεί για εμένα. Τώρα πεθαίνω. Θα με ακολουθήσεις να μου κάνεις παρέα;»

«Συγγνώμη, δεν μπορώ να σε βοηθήσω αυτή την ώρα!», απάντησε η 2η σύζυγος. «Το πιο πολύ, μπορεί να σε στείλω στον τάφο». Η απάντησή της ήρθε σαν κεραυνός και ο Βασιλιάς ισοπεδώθηκε.

Τότε μια φωνή ακούγεται «Θα φύγω μαζί σου και θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας».

Ο Βασιλιάς κοίταξε επάνω και ήταν η 1η του σύζυγος. Ηταν τόσο σκελετωμένη σαν να υπέφερε από υποσιτισμό και παραμέληση. ο Βασιλιάς είπε «Θα ενδιαφερόμουν για σένα όταν είχα την ευκαιρία!».

Πραγματικά, όλοι έχουμε 4 γυναίκες στη ζωή μας. Η 4η είναι το σώμα μας. Ανεξάρτητα από πόσο χρόνο και προσπάθεια καταβάλουμε στο να φαίνεται ωραίο, θα μας αφήσει όταν πεθάνουμε.

Η 3η μας γυναίκα είναι η περιουσία, η κοινωνική υπόσταση και ο πλούτος. Οταν πεθαίνουμε όλα θα πάνε σε άλλους.

Η 2η γυναίκα είναι η οικογένεια και οι φίλοι μας. Ανεξάρτητα πόσο χρόνο είμαστε μαζί τους, το πιο πολύ που μπορεί να κάνουν είναι να σταθούν πάνω από τον τάφο μας.

Και η 1η μας γυναίκα είναι η ψυχή μας. Συχνά παραμελημένη στο κυνήγι του πλούτου, της δύναμης και των χαρών του κόσμου.

Παρόλα αυτά, η ψυχή μας είναι το μόνο πράγμα που θα μας ακολουθήσει όπου και αν πάμε.

Ετσι, καλλιεργήστε την. Δυναμώστε την και φερθείτε της με τρυφερότητα, γιατί είναι το μόνο μέρος του σώματός μας που θα μας ακολουθήσει στον θρόνο του Θεού και θα συνεχίσει μαζί μας στην αιωνιότητα και στην επόμενη ζωή μας.

Οταν ο κόσμος πιέζει τα γόνατά σου ........ είσαι στην κατάλληλη στάση για προσευχή...


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 18, 2012 10:12 am

Μήνυμα της ημέρας

“Μια μέρα πέθανε μια γυναίκα που ήταν μεγάλη πολιτικός και μεγαλοστέλεχος στο κόμμα της, με υπουργεία και πολλές περγαμηνές.
Όταν έφτασε στον άλλο κόσμο, την υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος και της λέει:
- “Που θα ήθελες να περάσεις την αιωνιότητα σου, στην Κόλαση ή στον Παράδεισο;” Εκείνη το σκέφτεται λίγο και λέει:
- “Δεν είμαι σίγουρη.”
- “Τότε”, λέει ο Άγιος Πέτρος, “θα κάνουμε το εξής, θα περάσεις 24 ώρες στην Κόλαση και 24 ώρες στον Παράδεισο και μετά αποφασίζεις.”
Η πολιτικός συμφωνεί. Πάνε λοιπόν, στην Κόλαση.
Εκεί η πολιτικός βλέπει όλους τους πολιτικούς φίλους της που είχαν πεθάνει να παίζουν γκολφ, να ποντάρουν στο καζίνο, να πίνουν σαμπάνια, να φλερτάρουν με ωραίους άντρες και πανέμορφες γυναίκες και γενικά να διασκεδάζουν πολύ.
Ακόμα και ο Διάβολος ήταν μαζί τους και κάνανε παρέα, λέγοντάς τους τα καλύτερα πρόστυχα και πικάντικα ανέκδοτα.
Όλα πολύ ωραία και η πολιτικός περνούσε υπέροχα.
Πριν όμως να το καταλάβει, πέρασαν οι 24 ώρες και ήρθε ο Άγιος Πέτρος να την πάρει να πάνε στον Παράδεισο.
Ο Παράδεισος ήταν ένα πολύ ήσυχο μέρος με ήρεμη ατμόσφαιρα, οι άγγελοι έπαιζαν γαλήνια μουσική με τις άρπες και τις λύρες τους, οι φιλόσοφοι μιλάγαν για τη ζωή και το θάνατο και όλοι μαζί συζητούσαν με τον Θεό που ήταν πολύ γλυκός κι ευχάριστος τύπος.
Η πολιτικός αισθανόταν πολύ όμορφα και πριν να το καταλάβει, πέρασαν και αυτές οι 24 ώρες, ώσπου ήρθε ο Άγιος Πέτρος να τι ρωτήσει τι αποφάσισε τώρα που είδε και τα δύο μέρη.
Η πολιτικός το σκέφτεται λίγο και του λέει:
- “Ο Παράδεισος ήταν πολύ ωραίος και γαλήνιος, αλλά στην Κόλαση ήταν όλοι οι φίλοι μου και διασκέδαζαν πιο πολύ, οπότε θα προτιμήσω την Κόλαση.”
Ο Άγιος Πέτρος σέβεται την επιθυμία της και την στέλνει στην Κόλαση.
Όμως, η Κόλαση ήταν λίγο διαφορετική τώρα, ένα διαλυμένο μέρος με αποπνικτική ατμόσφαιρα και όλοι οι φίλοι της πολιτικού δούλευαν στα κάτεργα και κουβαλούσαν τεράστιες πέτρες, ενώ και ο Διάβολος ήταν πάνω από τα κεφάλια τους και τους διέταζε συνεχώς.
Η πολιτικός δυσαρεστημένη πάει και τον ρωτά:
- “Τι έγινε εδώ; Προχθές όλα ήταν τόσο ωραία και όλοι διασκέδαζαν.”
Και ο Διάβολος της απαντά:
Τότε είχαμε προεκλογική εκστρατεία, σήμερα μας ψήφισες!!!”


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τετ Σεπ 19, 2012 8:52 am

ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ.

Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό. Ένα μικρό ανάπηρο αγόρι πουλούσε φρούτα στους επιβάτες. Ένας ταξιδιώτης, στην προσπάθεια του να κατέβει γρήγορα από το τρένο,έπεσε πάνω στο αγόρι, σκορπίζοντας τα φρούτα γύρω του. Βιαστικός καθώς ήταν και βλέποντας ότι ο ζημιωμένος ήταν απλά ένα παιδί, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε. Σε λίγο κατέβηκαν οι άλλοι επιβάτες. Ανάμεσά τους κι ένας άντρας που είδε με μιας την κατάσταση: τα σκορπισμένα φρούτα, το ανάπηρο παιδί, το βλέμμα το γεμάτο απόγνωση. Αν και βιαστικός σταμάτησε και χωρίς κουβέντα άρχισε να μαζεύει τα φρούτα και να τα σώζει από τους διαβάτες πριν τα ποδοπατήσουν. Αφού τέλειωσε, έβγαλε από την τσέπη του ένα κέρμα και το έβαλε πάνω στο καλάθι.
Το παιδι τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά του. Κύριε είπε μήπως είστε ο Χριστός; Όχι χαμογέλασε ο άνθρωπος. Είμαι απλά ένας ακόλουθός Του και προσπαθώ να κάνω αυτό που Εκείνος θα έκανε αν ήταν εδώ. Μακάρι να μπορούν οι άνθρωποι στη ζωή μας να βλέπουν τον Ιησού. Στο τρόπο μας, στη συμπεριφορά μας να αναγνωρίζουν τα δικά Του χαρακτηριστικά.
Οι άνθρωποι γύρω μας έχουν ανάγκη να δουν τον Ιησού Χριστό. Μας έδωσε οδηγό το Λόγο Του,την Αγία Γραφή. Μας δίνει το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά μας. Και έτσι κάθε στιγμή μπορούμε να Τον ρωτάμε και να ξέρουμε πως να φερθούμε, ώστε να είμαστε άξια παιδιά Του.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Πέμ Σεπ 20, 2012 12:03 pm

Ο άγγελος


Η Ελπίδα με το Νίκο παντρεύτηκαν ένα φθινοπωρινό απόγευμα σ’ ένα μικρό εκκλησάκι στην Αθήνα κι έπειτα πήγαν να ζήσουν στη Θεσσαλονίκη. Τους πρώτους έξι μήνες του γάμου τους περνούσαν πολύ όμορφα και ήταν πολύ αγαπημένοι. Η Ελπίδα πάντα υποδεχόταν το Νίκο χαμογελαστή όταν γυρνούσε από τη δουλειά κι εκείνος της έφερνε μερικές φορές λουλούδια. Τα Σαββατόβραδα έβγαιναν για βόλτα οι δυο τους και την Κυριακή το πρωί ξυπνούσαν αργά κι έτρωγαν πρωινό για πολλές ώρες, κουβεντιάζοντας. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι, η Ελπίδα και ο Νίκος.Και μετά ήρθε το Πάσχα. Βέβαια, αυτός δεν ήταν λόγος για να μειωθεί ή να στερέψει η ευτυχία τους. Ο πραγματικός λόγος είχε έρθει λίγες εβδομάδες πριν, όταν η Ελπίδα γνώρισε τον Ιησού Χριστό. Και την Κυριακή του Πάσχα ήθελε να πάει στην εκκλησία. Ο Νίκος την αγαπούσε πάρα πολύ. Ποτέ, από τότε που άρχισαν να είναι μαζί, δεν της είχε φωνάξει. Ποτέ δεν είχε θυμώσει μαζί της, ποτέ δεν της είχε για τίποτα παραπονεθεί. Όμως τώρα, για πρώτη φορά θύμωσε και φώναξε και παραπονιόταν ότι δεν τον αγαπάει όπως παλιά, ότι δεν τον υπολογίζει, ότι συνέχεια τον αφήνει μόνο του. Και καλά τις Τετάρτες τα βράδια, άντε και τις Κυριακές το πρωί, που τόσο πολύ παλιά τις απολάμβαναν μαζί. Αλλά το Πάσχα; Ε, αυτό πια παραπήγαινε. Ο Νίκος της είπε πως ετούτο το Πάσχα θα καταλάβαινε αν στ’ αλήθεια τον αγαπούσε, αν θα ’μενε μαζί του κι ακόμη πως δεν είχε σκοπό να συνεχίσει ν’ αγαπάει, όταν δεν τον αγαπάνε. Κι άνοιξε την τηλεόραση.
Η Ελπίδα πήγε στο δωμάτιό τους και κάθισε στο κρεβάτι. Κοίταξε αφηρημένη τις καινούριες κουρτίνες (πριν ένα μήνα μόλις κατάφεραν και τις έβαλαν), κατάλευκες, με δαντέλα κεντημένη στο χέρι με βελονάκι. Δίπλα, στην τουαλέτα της, σε μια λιτή, ασημένια κορνίζα χαμογελούσαν ευτυχισμένα ο γαμπρός και η νύφη, εκείνη μέσα στο άσπρο της πέπλο κι εκείνος με τ’ αστέρια στα μάτια, και πίσω τους αχνοφαινόταν η φωτισμένη Αθήνα. «Κοίταξε πόσο ήσουν ευτυχισμένη», της έλεγε μέσα της μια φωνή. «Είναι δικά σου όλα αυτά. Τι τα θες τα άλλα; Κι εξάλλου, δεν μπορεί να ’ναι σωστό να στενοχωρείς τον άντρα σου. Κι αν μείνεις μόνη σου; Τι θα κάνεις τότε;» Η Ελπίδα έκλαψε πολύ εκείνο το Σάββατο το βράδυ.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ζεστή, ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη, πασχαλινή. Όταν ξύπνησε η Ελπίδα, ο Νίκος είχε ήδη σηκωθεί. Τον βρήκε στην κουζίνα, μ’ ένα καφέ και την εφημερίδα μπροστά του. Δεν την κοιτούσε. Η Ελπίδα τον πλησίασε, έσκυψε πίσω από την καρέκλα του και τον φίλησε στο μάγουλο. «Σ’ αγαπώ», του είπε στο αυτί. «Θα ’ρθεις μαζί μου στην εκκλησία;»
Το μεσημέρι κάθισαν στη μοναδική ταβέρνα που βρήκαν ανοιχτή, στη μέση μιας πλατείας μ’ ένα μεγάλο πλάτανο να τους ρίχνει τη σκιά του. Η Ελπίδα είχε μπροστά της τον κατάλογο, αλλά κοιτούσε τον άντρα της. Δεν είχαν ανταλλάξει λέξη από το πρωί. Ή μάλλον εκείνη είχε προσπαθήσει μια δυο φορές να του ανοίξει κουβέντα, το πρωί, στο δρόμο προς την εκκλησία ή μετά, που έψαχναν κάπου να φάνε, αφού δεν είχαν ψήσει αρνί, αλλά τα χείλη του έμεναν πεισματικά, ανέκφραστα κλειστά. Ναι, είχαν πάει μαζί τελικά. Δεν το περίμενε η Ελπίδα και για την ακρίβεια δεν το κατάλαβε πως θα ’ρχόταν μαζί της στην αρχή. Είχε πετάξει από τη χαρά της. Αλλά τώρα, μετά από τόσες ώρες σιωπής, είχε αρχίσει να χάνει το κουράγιο της. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως έκανε ένα μεγάλο λάθος. Ακόμα αντηχούσαν στα αυτιά της εκείνα που άκουσε σήμερα, για το Αίμα, για την Αγάπη, για τη Λύτρωση, για την ευθύνη.
Ήρθε ο σερβιτόρος, η Ελπίδα έδωσε την παραγγελία τους, μια που ο Νίκος έμοιαζε αποφασισμένος να μην ξανανοίξει το στόμα του ποτέ πια. Τον κοίταξε πάλι. Ένα ελαφρό αεράκι έπαιζε με τα καστανά μαλλιά του και ο μεσημεριανός ήλιος φώτιζε τα ζεστά του μάτια κι ήταν τόσο όμορφος για την Ελπίδα, όσο την πρώτη μέρα που τον γνώρισε. Τα λεπτά μακριά του δάχτυλα έπαιζαν αφηρημένα με μια χαρτοπετσέτα. Πώς θα μπορούσε κάποιος, σκέφτηκε η Ελπίδα, κάποιος που αντίκρισε έστω και μια φορά στη ζωή του εκείνο το Αίμα, κάποιος που ’μαθε πως Ένας πέθανε για χάρη του, κάποιος που άκουσε με κάθε χτύπο των καρφιών τη λέξη «σ’ αγαπώ», κάποιος που είδε την τρύπα, τον άδειο τάφο τον φωτεινό, πώς θα μπορούσε όλα να μην τ’ αφήσει; Να μην τα θυσιάσει όλα, ακόμα κι εκείνα –εκείνον , τον άντρα της- τα τόσο αγαπητά, τα τόσο διαλεχτά, αυτά που ήταν πάντα πρώτα μέσα στην καρδιά της; Να τον ακουμπήσει εκεί, στα πόδια του Σταυρού, στις πύλες του ανοιχτού του τάφου, να τον αφήσει εκεί και να φύγει, μόνη της, χωρίς ούτε μια φευγαλέα ματιά προς τα πίσω.
Κοίταξε την παλάμη της. Η βέρα της γυάλιζε στο φως του ήλιου. Είδε ξαφνικά μια πληγή ν’ ανοίγει κι αίμα να τρέχει πολύ, όλο το αίμα να φεύγει, η ζωή, κι ένιωσε να πεθαίνει. Κι άγγιξε με τα δάχτυλά της την παλάμη της κι ήταν λεία και τρυφερή όπως πάντα, χωρίς ίχνη από την τεράστια, θανατηφόρα πληγή, που ’χε σημαδέψει τα Χέρια Κάποιου Άλλου. Τα Χέρια και τα Πόδια και την Ψυχή του Ιησού. Για να μην πονέσουν τα δικά της. Κι ήτανε τώρα ζωντανός και γελαστός και δίπλα της και την πρόσεχε. Η Ελπίδα πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε το στόμα της να μιλήσει.
Όμως, μόλις σήκωσε τα μάτια της είδε ότι ο Νίκος είχε γυρίσει και κάτι κοιτούσε. Μια τσιγγάνα τους πλησίασε, με μια φανταχτερή φούστα κι ένα σκούρο μοβ μαντίλι στα μαλλιά. Η κοτσίδα της έφτανε κάτω από τη μέση κι η αγκαλιά της ήταν γεμάτη από κόκκινα τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε ζελατίνες. Ο Νίκος της έδωσε δύο κέρματα και πήρε ένα. Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι σε σημείο ευγνωμοσύνης κι έφυγε με το αργόσυρτο βήμα της. Ο Νίκος πήρε το χέρι της Ελπίδας στο δικό του κι έβαλε μέσα το κόκκινο τριαντάφυλλο, που η ζελατίνα του έτριζε κι είχε πάνω σταγόνες νερού και ήταν δεμένο με μια κίτρινη κορδέλα. «Κι εγώ σ΄ αγαπώ», της είπε.
Αργά το βράδυ γύρισαν σπίτι, αγκαλιασμένοι. Έβγαλαν τα πανωφόρια τους και τα παπούτσια τους κι έκατσαν δίπλα-δίπλα, στο σαλόνι. Η Ελπίδα έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα να φέρει ένα βιβλίο που ήταν στο κομοδίνο της, δίπλα από τη γαμήλια φωτογραφία. Ήταν βιαστική, γιατί ο Νίκος περίμενε ανυπόμονα, αλλά παρ’ όλα αυτά σταμάτησε δύο λεπτά να διαβάσει, γιατί το Βιβλίο το ’χε αφήσει ανοιχτό το πρωί, στο σημείο που έλεγε: «και ο άγγελος της παρουσίας αυτού έσωσεν αυτούς» (Ησαΐας ξγ΄9).
Αυτή τη φορά, σκεφτόταν η Ελπίδα, ο άγγελός Σου Κύριε φορούσε μοβ τσεμπέρι στα μαλλιά και πουλούσε τριαντάφυλλα. Σ’ ευχαριστώ, Κύριε.
Και πήρε το Βιβλίο, γιατί ο άνδρας της περίμενε ν’ ανοίξει και για κείνον ο τάφος.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Παρ Σεπ 21, 2012 9:29 am

Ο αντιπαθητικός παππούλης



Κάποτε πολύ παλιά σε ένα μοναστήρι στο Όρος, πριν ακόμα η ανθρωπότητα μάθει τι είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, ήταν μία μικρή αδελφότητα νέων κατά βάσει μοναχών με τον Γέροντά τους, ο οποίος ήταν και αυτός σχετικά νέος. Μέσα σε αυτήν την αδελφότητα υπήρχε όμως και ένας μεγάλος σε ηλικία παππούλης. Ο παππούλης της ιστορία μας, λοιπόν, δεν έλεγε ποτέ καλημέρα και περπατούσε πάντα με κατεβασμένο το βλέμμα. Όποτε συναντούσε κάποιον αδελφό του σταματούσε μπροστά του χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το έδαφος και κατευθίαν γυρνούσε την πλάτη του και άλλαζε πορεία. Δεν πήγαινε ποτέ στης Παρακλήσεις και στους Εσπερινούς. Μπορεί να τον έβλεπαν καμιά φορά στο απόδειπνο μετά την τράπεζα, αλλά θα έφευγε πριν τελειώσει. Μονάχα τις Κυριακές πήγαινε στην Λειτουργία καθυστερημένος και καθόταν μέχρι να τελειώσει. Όλοι οι αδελφοί του τον χαρακτήριζαν μονόχνοτο, παράξενο και τον συκοφαντούσαν συνέχεια στον Γέροντά τους. Πολλές φορές ο Γέροντας μπήκε στον πειρασμό να τον επιπλήξει για την συμπεριφορά του αυτή, αλλά κάθε φορά κάτι τον σταματούσε και τον δικαιολογούσε λέγοντας πως είναι ’’καμώματα της ηλικίας’’. Κάποια μέρα λοιπόν κάλεσε ο Καλός Θεούλης τον Παππούλη μας και αυτός έφυγε για πάντα για ένα πολύ μακρινό ταξίδι.
Οι αδερφοί του δεν στεναχωρήθηκαν καθόλου για την απώλεια του. Ίσα, ίσα χάρηκαν κιόλας, γιατί δεν θα έβλεπαν άλλο το ξινισμένο γέρικο πρόσωπό του. Αναρωτιόντουσαν όμως: ’’ τι κατάληξη θα έχει η ψυχούλα αυτού του παράξενου γεράκου που δεν τελούσε κανένα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα;’’ Το ρώτησαν στο Γέροντά τους και αυτός με την σειρά του είπε να κάνουν για 40 μέρες προσευχή και νηστεία και τότε θα τους φανερώσει ο Καλός Θεούλης τι έγινε με την ψυχούλα του γέρου αδελφού τους. Μετά από 40 μέρες Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στο Γέροντα και του αποκάλυψε ότι ο Γεράκος τους είναι στον Παράδεισο κοντά στον Καλό Θεούλη και προσεύχεται για αυτούς και για την σωτηρία της ψυχής τους. Ο Γέροντας απόρησε. Ρώτησε τον Άγγελο: ’’Μα πως; Αφού…’’ Πριν προλάβει όμως να τελειώσει αυτό που ήθελε να πει του απάντησε ο Άγγελος: ’’Ο αδελφός σας είναι στον Παράδεισο γιατί ποτέ δεν είπε κακό λόγο για αδελφό του και ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν σας! Πάντα το βλέμμα του κοιτούσε στο έδαφος για να μην δει κανέναν σας και τον κακολογήσει, δεν ερχόταν στις ακολουθίες για μην δει κανέναν αδελφό να κοιμάται στο στασίδι του, ή να μην κάνει τις μετάνοιες του και τον κρίνει’’. Ο Γέροντα έμεινε άφωνος. Τα νέα γρήγορα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα όχι μόνο στο μικρό κοινόβιο αλλά και στις γύρω Μονές και Σκήτες. Αντί για χαρά όμως απλώθηκε μια απέραντη λύπη. Μέχρι και τα πουλιά σίγησαν εκείνη την μέρα. Ο αέρας δεν φύσηξε και τα λευκά προβατάκια της θάλασσας σταμάτησαν να γλύφουν τους τοίχους του μοναστηριού. Εκείνο το βράδυ ούτε τα άστρα βγήκαν στον ουρανό. Θρηνούσαν οι άνθρωποι, αλλά θρηνούσε και όλη η γη μαζί τους.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Ο Ασκητής και ο Ληστής

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Σάβ Σεπ 22, 2012 9:17 am

Ο Ασκητής και ο Ληστής

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου. Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος• δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».
Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».
Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος• και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχα ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».
Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και σηκώνοντας τα χέ ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση. Λοι πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον. Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού• διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Διδαχή του Γέροντος Βαρλαάμ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Κυρ Σεπ 23, 2012 9:25 am

Διδαχή του Γέροντος Βαρλαάμ στον Ιωάσαφ: σε κάποια πόλη οι πολίτες είχαν έθιμο να επιλέγουν για βασιλιά τους έναν άγνωστο που δεν ήξερε τους νόμους και τα έθιμά τους. Αφού τον έστεφαν βασιλιά, τον έντυναν με πανέμορφα ρούχα, τον έτρεφαν αφειδώς και τον περιέβαλαν με κάθε πολυτέλεια. Ωστόσο μόλις περνούσε ένας χρόνος από τη στέψη του, τον εκθρόνιζαν, του έπαιρναν πίσω τα ρούχα και όλες τις ανέσεις που του έδωσαν και τον οδηγούσαν τελείως γυμνό σε κάποιο απομακρυσμένο νησί, όπου μπορούσε να πεθάνει από τις κακουχίες και τη δυστυχία. Ύστερα, οι πολίτες αυτής της πόλεως διάλεγαν άλλον ξένο για βασιλιά τους, μόνο για ένα χρόνο πάλι, κατόπιν διάλεγαν έναν τρίτο ξένο, ύστερα έναν τέταρτο, πέμπτο, έκτο κ.ο.κ.
Κάποτε συνέβη να επιλέξουν έναν πολύ σοφό και προσεκτικό άνθρωπο για βασιλιά τους. Αυτός πληροφορήθηκε από τους υπηρέτες του το τι είχε συμβεί στους προηγούμενους βασιλείς, μετά την ετήσια θητεία τους. Έτσι, λοιπόν, στη διάρκεια της δικής του θητείας συγκέντρωνε επιμελώς προμήθειες τροφίμων και αγαθών και τα έστελνε καθημερινά σ’ εκείνο το νησί. Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος του και ήρθαν και του πήραν όλα όσα είχε, αγαθά και ρούχα, οδηγώντας τον ύστερα στο νησί της εξορίας, εκείνος βρέθηκε με τεράστια αποθέματα φαγητών, πολύτιμων λίθων, ασημιού και χρυσού, κι έτσι συνέχισε να ζει εκεί ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι είχε ζήσει στην πόλη!
Η ερμηνεία αυτής της ιστορίας; Η πόλη αντιπροσωπεύει τον κόσμο, οι πολίτες τα πονηρά πνεύματα και οι βασιλείς είναι οι άνθρωποι, άφρονες ή σοφοί. Οι άφρονες σκέπτονται μόνο τις απολαύσεις της παρούσας ζωής, σαν να ήταν αιώνιες˙ στο τέλος έρχεται ο θάνατος κα τους στερεί όλες τις απολαύσεις και τότε, απογυμνωμένοι από κάθε αγαθό, πηγαίνουν στην κόλαση. Απεναντίας, οι σοφοί επιτελούν πολλά καλά έργα και στέλνουν τα καλά έργα τους να προπορεύονται στον άλλο κόσμο. Στην κοίμησή τους, οι σοφοί βασιλείς – οι αγαθοί άνθρωποι- αναχωρούν για εκείνο τον κόσμο, όπου τους περιμένουν συσσωρευμένοι θησαυροί και όπου βασιλεύουν με ακόμη μεγαλύτερη δόξα και ομορφιά απ’ ό,τι βασίλευαν εδώ στη γη!

Από το βιβλίο: «Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Πνευματικό ημερολόγιο
Ο Πρόλογος της Αχρίδος
Βίοι Αγίων, Ύμνοι, Στοχασμοί και Ομιλίες για κάθε ημέρα του χρόνου.
Νοέμβριος»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΘΕΟ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Δευτ Σεπ 24, 2012 11:46 am

Ένας βασιλιάς κάλεσε όλους τους λόγιους για να του δείξουν τον Θεό «Σας κάλεσα εδώ, εσάς τους επιστήμονες της αυτοκρατορίας μου για να μου Τον δείξετε, εγώ θέλω να δω τον Θεό. Αν δε μου Τον δείξετε θα σας κόψω το κεφάλι.
-«Μα βασιλιά μου πως θα σας δείξουμε τον Θεό;».
-«Ε, εσείς ξέρετε πολλά πράγματα έχετε βιβλία θα βρείτε τον τρόπο».
Και πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να δώσουν απάντηση και ήταν εκεί ένας βοσκός με τα πρόβατα του.
-Γιατί είστε στενοχωρημένοι;
- Ο βασιλιάς μας κάλεσε επειδή είμαστε επιστήμονες και μας ζήτησε να του δείξουμε το Θεό. Αλλά εμείς παρά τις γνώσεις μας δεν τα καταφέραμε και μας περιμένει ο θάνατος..
-Εγώ μπορώ να δείξω στο βασιλιά το Θεό αλλά ποιος θα με πάρει σε αυτόν;
Και πήραν το βοσκό και τον παρουσίασαν στο βασιλιά.
-Μεγαλειότατε, ξέρουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος επειδή δεν καταφέραμε να σας δείξουμε το Θεό. Αλλά βρήκαμε αυτόν το βοσκό και μας είπε ότι αυτός θα σας Τον δείξει.
-Εντάξει βοσκέ αυτοί παρά τις γνώσεις τους δεν κατάφεραν να μου δείξουν το Θεό και θα τα καταφέρεις εσύ;
-Βασιλιά μου θα δεις το Θεό αλλά θα κάνεις ότι σου πω;
-Θα κάνω ότι μου πεις μόνο να Τον δω.
Έκανε μεγάλη ζέστη ο ήλιος έκαιγε ήταν Ιούλιος μήνας και του λέει: «Βασιλιά ο Θεός βρίσκεται στον ήλιο. Εκεί κατοικεί. Να κοιτάς τον ήλιο αλλά να έχεις υπομονή, νομίζεις ότι ο Θεός εμφανίζεται τόσο γρήγορα;»
Και ο βασιλιάς κοίταζε… προσπαθούσε…
-Τι κάνετε;
-Βρε βοσκέ, ο ήλιος καίει και φωτίζει πολύ δυνατά και δεν μπορώ να κοιτάζω άλλο.
-Καλά βασιλιά μου αν εσύ δεν μπορείς να κοιτάζεις τον ήλιο που είναι δημιούργημα του Θεού πως θα δεις τον Θεό που δημιούργησε τον ήλιο;
Και τότε ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε : «Κοιτάξτε βρε εσείς με όλα σας τα γράμματα δεν μπορέσατε να μου εξηγήσετε τόσο καλά όσο αυτός ο βοσκός».


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10076
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΔΕΝ ΤΡΕΜΕΙ

Δημοσίευσηαπό ΦΩΤΗΣ » Τρί Σεπ 25, 2012 8:50 am

[Με ανέβασε από λάκκο ταλαιπωρίας, από βορβορώδη πηλό και πάνω σε
πέτρα έστησε τα πόδια μου, στέριωσε τα βήματά μου.] Ψαλμοί Μ:2.

Κάποια σκοτεινή και θυελλώδη νύχτα, ένα πλοίο ναυάγησε στη βραχώδη
ακτή της Κορνουάλης. Όλοι χάθηκαν εκτός από έναν νέο Ιρλανδό, που τα
κύματα τον πέταξαν πάνω σε έναν ψηλό βράχο, από όπου κατόρθωσε να
πιαστεί και να κρατηθεί, μέχρι που έφτασαν τα ναυαγοσωστικά και τον έ-
σωσαν. Όταν μετά από τις πρώτες βοήθειες το ναυαγισμένο παλικάρι συ-
νήλθε, το ρώτησαν: Δεν έτρεμες καθώς ήσουν μέσα σε αυτή την καταιγίδα
πάνω στο βράχο;
Και βέβαια έτρεμα, απάντησε. Αλλά ξέρετε, ο βράχος από τον οποίο κρατι-
όμουν δεν έτρεμε καθόλου. Πράγματι ο βράχος ήταν ασάλευτος και στε-
ρεός και για αυτό σώθηκε ο νέος. Βρισκόνταν πάνω σε σίγουρη βάση.
Όποιος κρατιέται με πίστη και μετάνοια από το βράχο των αιώνων, που
είναι ο Σωτήρας Χριστός, θα σωθεί και θα είναι αιώνια ασφαλής.


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Άβαταρ μέλους
Anastasios68
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 3833
Εγγραφή: Πέμ Ιούλ 26, 2012 10:31 am
Τοποθεσία: Πεύκη
Επικοινωνία:

Ιρλανδός

Δημοσίευσηαπό Anastasios68 » Τρί Σεπ 25, 2012 10:33 am

Παίρνοντας αφορμή από την πολύ όμορφη και διδακτική ιστορία που μας έδωσε ο Φώτης, παραθέτω ένα βίντεο με τους αγαπημένους μου U2.
Από τη μία είναι Ιρλανδοί (όπως και ο ήρωας στην ιστορία του Φώτη) και από την άλλη το τραγούδι που ερμηνεύουν είναι η μελοποίηση αυτού ακριβώς του ψαλμού. Ονομάζεται "Forty":



«ὃς δ' ἂν εἲπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά, ἒνοχος ἒσται τῷ συνεδρίῳ»
Κατά Ματθαῖον, Κεφ. 5, 22


Επιστροφή στο

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: 33 και 0 επισκέπτες