
Οι ένδοξοι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες ήταν στρατιώτες που υπηρετούσαν στο στρατό του αυτοκράτορα της Ρώμης Λικίνιου (308-323 μ.Χ.) και προέρχονταν από διάφορα μέρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του έπαρχου του Πόντου, που λεγόνταν Αγρικόλαος, που είχε σαν κέντρο της επαρχίας του την πόλη Σεβάστεια. Οι Σαράντα Μάρτυρες είχανε μέσα στη καρδιά τους έμφυτο και διαρκή το φόβο του Θεού και υπήρξαν πραγματικοί οπαδοί του Ιησού Χριστού, τον οποίον ομολογούσαν σαν αληθινό Θεό. Ήρθε όμως η μέρα να ομολογήσουν την πίστη τους στο Θεό.
Ο Έπαρχος τους προσκάλεσε για να τους δείξει τους βασιλικούς ορισμούς και τους πρόσταξε να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Οι Άγιοι αρνήθηκαν την προσφορά του έπαρχου λέγοντας του: «Εμείς Χριστιανοί είμαστε, και τον Χριστό σαν Θεό πιστεύουμε, τους δε βασιλικούς ορισμούς για τα είδωλα, τους περιφρονούμε».
Τότε εκείνος σαν πονηρός που ήτανε και θέλοντας πρώτα με καλό τρόπο να τους ελκύσει στην πλάνη του, άρχισε να μιλεί προς αυτούς με φωνή γλυκιά και να τους κολακεύει λέγοντάς τους, αν πράξουν σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλέα και την δική του, θα τιμηθούν και θα λάβουν πολλά δώρα. Αλλιώς λυπούμαι είμαι υποχρεωμένος να σας γνωρίσω ότι στο μέλλον θα έχετε κακό θάνατο. Βλέποντας ο έπαρχος ότι οι άγιοι δεν συμφωνούσαν τους είπε ότι δεν χρειάζεται πολυλογία, αύριο θα έρθετε να θυσιάσετε και λέγοντας αυτά, διέταξε να τους κλείσουν στη φυλακή. Οι άγιοι μέσα στη φυλακή παρακαλούσαν με προσευχές τον Κύριο να τους φυλάξει την αληθινή τους πίστη. Κοντά στα μεσάνυχτα φάνηκε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός όπου τους ενθάρρυνε στον αγώνα τους δίνοντας τους δύναμη να αντέξουν μέχρι το τέλος.
Το πρωί θέλοντας ο έπαρχος να ντροπιάσει τους άγιους, συγκέντρωσε τους φίλους και τους συμβούλους του και αφού κάθισε στο θρόνο του διέταξε να τους φέρουν μπροστά του. Όταν παρουσιάστηκαν τους είπε πάλι γεμάτος κολακεία ότι σήμερα θα γίνω για σας ή φίλος ή εχθρός σας.
Βλέποντας ο έπαρχος ότι οι άγιοι δεν συμφωνούσαν, θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε τους άλλους στρατιώτες να δέσουν τα χέρια των αγίων με σχοινιά και αφού τους δείρουν να τους οδηγήσουν στη φυλακή όπου θα κρατηθούν μέχρι να έρθει ο δούκας Λυσίας από την Καισάρεια, που ήταν
απεσταλμένος του βασιλιά. Στη φυλακή κάθισαν 7 μέρες γεμάτες προσευχές ώσπου να έρθει ο Λυσίας. Την επομένη μέρα ο έπαρχος με την παρουσία του δούκα διέταξε να φέρουν τους άγιους μπροστά του. Όταν τους είδε ο δούκας τους ζήτησε και αυτός με την σειρά του να θυσιάσουν στους θεούς αλλιώς θα βασανιστούν και θα θυσιαστούν υπό την διαταγή του βασιλιά. Τότε οι άγιοι του απάντησαν:
«Οδηγέ του σκοταδιού και κάθε ανομίας δάσκαλε,με τι προσπαθείς να φοβίσεις εμάς τους απτόητους; Με τι δοκιμάζεις να μας κάνεις να δειλιάσουμε; Με τιμωρίες; Εμείς αυτές τις έχουμε σαν χαρά και τροφή. Με θάνατο; Εμείς τον θάνατο τον θεωρούμε σαν ζωή. Με χρήματα; Εμείς τα
βλέπουμε σαν λάσπη. Δοκίμασε μας με όποιο τρόπο νομίζεις και θα δεις τη βοήθεια του αληθινού Θεού. Διότι είμαστε έτοιμοι να υπομείνουμε κάθε τιμωρία για την Αγάπη Του».
Όταν άκουσε αυτά ο δούκας θύμωσε και διέταξε τους στρατιώτες να πάρουν πέτρες στα χέρια τους και να χτυπούν με αυτές τους άγιους στο στόμα μέχρι να συντριβούν τα δόντια τους. Οι στρατιώτες πήραν πέτρες και όρμησαν στους άγιους αλλά νικημένοι από μία αόρατη Θεία δύναμη δεν έβλεπαν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο. Όταν τα είδε αυτά ο έπαρχος διέταξε να δέσουν τους άγιους από το λαιμό και να τους οδηγήσουν στη λίμνη. Στη Σεβάστεια βρίσκονταν μία μεγάλη λίμνη που με το δριμύ ψύχος των ημερών εκείνων ήταν πολύ ψυχρή. Έτσι λοιπόν παρακινώντας ο ένας τον άλλον οι άγιοι μπήκαν στη λίμνη. Απέναντι από την λίμνη υπήρχε ένα λουτρό όπου ο έπαρχος διέταξε να το ανάψουν ελπίζοντας ότι έτσι λόγου του ανυπόφορου ψύχους, θα καμφθούν οι άγιοι και θα πάνε να θερμανθούν δείχνοντας ότι δείλιασαν. Όταν όμως η νύχτα προχώρησε το κρύο είχε γίνει ανυπόφορο και ένας από αυτούς μη μπορώντας να αντέξει άλλο το ψύχος, βγήκε από τη λίμνη και πλησίασε στην πυρά του λουτρού, διαλύθηκε όμως σαν κερί. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άγιοι παρακάλεσαν τον Θεό να τους βοηθήσει να μην δειλιάσουν. Ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή τους και εκείνο το ανυπόφορο ψύχος μεταβλήθηκε σε θερμότητα. Αμέσως ο πάγος έλιωσε και το νερό ζεστάθηκε. Φως δε μεγάλο και θαυμαστό άστραψε γύρω από τον ουρανό. Όλοι οι στρατιώτες κοιμόντουσαν εκτός από τον δεσμοφύλακα Αγλάιο, ο οποίος είχε δει όλα όσα είχαν γίνει. Θέλοντας να δει από που έρχεται το υπέρλαμπρο εκείνο φως,κοίταξε ψηλά και είδε να κατεβαίνουν από τον ουρανό 40 στεφάνια τα οποία κάθισαν στα κεφάλια των αγίων εκτός από ένα που αιωρούνταν. Αμέσως τότε κατάλαβε ότι άνηκε σε αυτόν που λιποτάκτησε. Ευθύς ξύπνησε τους στρατιώτες και αφού έβγαλε τα ρούχα του φώναξε δυνατά ότι και εγώ χριστιανός είμαι και πήδησε στη λίμνη. Την επομένη μέρα βλέποντας ο έπαρχος τι είχε γίνει διέταξε να τους βγάλουν από τη λίμνη και αφού τους σπάσουν τα πόδια τους, να τους ρίξουν στη φωτιά να εξαφανιστούν. Τα ονόματα των Αγίων αυτών Σαράντα μεγάλων Μαρτύρων είναι τα εξής: Αγγίας, Αγλαίος,Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος, Δομετιανός, Δομνός, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηλίας, Ηράκλειτος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Πωκίνης, Κανδίδος, Κύριλλος, Κυρίων, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χανδιών.