Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Ειδήσεις, Συνεντεύξεις, Βιογραφίες, Σχόλια, Τοπικές Αρχιεπισκοπές

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Παραίτηση βόμβα του Πειραιώς Σεραφείμ από την Πανορθόδοξη

Δημοσίευση από Νίκος »

Παραίτηση βόμβα του Πειραιώς Σεραφείμ από την Πανορθόδοξη
Από Dogma 23 Μάϊος 2016

Εικόνα

Την έγγραφη παραίτησή του από την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνοδο απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.

Στην επιστολή που απέστειλε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, εξηγεί διεξοδικά τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.

Αναλυτικά η ανακοίνωση του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ

"Ἐπειδή κατά τόν Θεῖο Ἀπόστολο Πέτρο ὀφείλομεν νά εἴμεθα «ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν. κρεῖττον γὰρ ἀγαθοποιοῦντας, εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας (Α΄ Πέτρου 3,15-18), δημοσιοποιῶ τοῦς λόγους παραιτήσεώς μου ἀπό τήν συμμετοχή μου στήν ἐκπροσώπηση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλἦ Σύνοδο. Ἡ ἀπόφασις τῆς προλαβούσης ἐκτάκτου Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μοῦ παρεῖχε αὐτό τό δικαίωμα συμμετοχῆς κατόπιν τῆς παραιτήσεως τῶν πρό ἐμοῦ κατά τά πρεσβεῖα Σεβασμιωτάτων Ἁγίων ἀδελφῶν.

Παραιτήθην προφορικῶς ἐνώπιον τῆς προλαβούσης Ἱεραρχίας γιά λόγους συνειδήσεως καί εἰδικώτερα διότι διαφωνῶ καί διά τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί διά τήν διαδικασία. Διαφωνῶ διά τήν θεματολογία διότι μετά 93 χρόνια προετοιμασίας μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου ἡ ἐνασχόλησίς της μέ οὐσιωδῶς λελυμένα θέματα ἀπό τήν Πατερική καί Κανονική μας Παράδοση, ὅπως τῆς Νηστείας καί τοῦ Γάμου, μόνον δυστυχῶς θυμηδία προκαλεῖ. Διαφωνῶ καί μέ τήν ἀπαράδεκτη θέση τοῦ κειμένου περί τῶν μεικτῶν γάμων, πού προάγει τόν λεγόμενο λαϊκό συγκρητιστικό οἰκουμενισμό, καί διαφωνῶ ἐπίσης ριζικά μέτά ἄλλα δύο ψηφισμένα κείμενα τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ.» Ἐάν πράγματι έπεδιώκετο ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη καί νά ἀποτελεῖ Ἱεράσυνέχεια τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων στόν 21ο αἰώνα καί ἐπέκεινα, διακηρύσσουσα ὅτι «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», ὤφειλε στοιχοῦσα στό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων νά ἀποφασίσῃ τά ἀκόλουθα :

α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Θείας Χάριτος καί Ἐνεργείας αἵρεση, διότι δι’ αὐτῆς προσβάλλεται ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Του καί ὀργανικῶς ἀνταλλάσσεται ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἑνός ἀνθρώπου, καί ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἀκυρώθηκε ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας. Να καταδικάσει τό ψευδοπέτρειο δόγμα, πού στηρίζεται σέ πλαστογραφημένα στοιχεῖα (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, ψευδοπιπίνειος δωρεά, ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, ψευδοκλημέντεια) καθώς καί τίς διδαχές τῶν ψευδοσυνόδων I καί II Βατικανῆς καί νά ὁριοθετήσῃ τήν θέση τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος κατά τόν 34ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἀναγνώρισιν (9οςἈντιοχείας, 1ος Δ΄, 2ος ΣΤ΄ καί 1ος Ζ) εἶναι PrimusinterPares καί ὄχι PrimussineParibus.

β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο (HorheBergolio). Ἔτσι, θά ἐλύοντο τά προβλήματα τοῦ Παπισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.

γ) Νά ἀνιδρύσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα ὁριστικῶς τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί τό σκάνδαλο τῶν ἐπαλλήλων δικαιοδοσιῶν πού προάγει τήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί πού δέν θεραπεύεται μέ τό ἡμίμετρο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων. Ἡ ἀπόφασι αὐτήθά ἀπεδείκνυε τόν φιλοδυτικισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀντιμάχεται πρόσωπα καί τόπους ἀλλά τήν πλάνη καί τήν κακοδοξία πού χωρίζουν ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν. Ὅταν καταγγέλεται τό εἰδεχθές κακούργημα τῆς παιδοφιλίας πού θεσμοθέτησε τό Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Ὁλλανδικῆς πολιτείας ἀναγνωρίζοντας κομματικό σχηματισμό (PVDF) πού ἔχει αὐτό τό χυδαίο πρόταγμα, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀπύθμενης κακότητος χυδαιότητα τῆς κτηνοβασίας, πού ἔχει θεσμοθετηθεῖ στή Γερμανική πολιτεία, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας μέ τήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό λεγόμενο Δυτικό κόσμο, δέν στηλιτεύονται τά πρόσωπα ἀλλά ἡ θεσμοθέτησις τῆς ἀνομίας. Ἀσφαλῶς ὡς πρόσωπα ἐκτιμῶνται βαθύτατα ὁ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης, ἡ Θηρεσία τῆς Ἄβιλα, ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ, ἡ Θηρεσία τοῦ βρέφους Ἰησοῦ καί ὁ Κάρολος ντε Φουκώ, καί ἄλλοι γιά τόν μυστικισμό τους καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστόν. Ἅγιοι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωροῦνται διότι ἐάν μετεῖχαν στήν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἁγιότητα, θά ἐπληροφοροῦντο δι’ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς κακοδοξίες καί στρεβλώσεις τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καί θά κατήγγειλον αὐτές καί θά ἑννοῦντο μετά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόφασι αὐτή θά ἀπεδείκνυε τό ἕωλοκαί ἀνεπέρειστο τῶν κατηγοριῶν ὅτι δῆθεν ἐπιδιώκεται ὁ ἐγκλωβισμός τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στόν «μικρόκοσμόν της»ἐνῶ ἀντιθέτως ἐξαγγέλλεται δι’ αὐτῆς ὁ ἀληθής Εὐαγγελικός καί Πατερικός «οἰκουμενισμός», πού ἀναλύεται σέ ἔμπονη διακήρυξητῆς Ἀποστολικοπαραδότου καί Ἁγιοπατερικῆς ἀληθείας μέ τήν στηλίτευση τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν παντοειδῶν αἱρέσεων.

δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, ὡς προείπομεν, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον καί τά πραγματικά δικαιώματά του.

ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό καί ἑορτολογικό μεῖζον θέμα, πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῆς ὈρθοδόξουΚαθολικῆς Ἐκκλησίας καί πού κατά τρόπον ἀντικανονικόνθεσμοθέτηθηκε στήν Ἐκκλησίααὐτή ἡ ἀπαράδεκτη λειτουργική διάσπασις, μέ τό γνωστό Συνέδριον τοῦ 1923,ἐπί Μακαριστοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως κυροῦ Μελετίου Μεταξάκη.

Διαφωνῶ καί μέ τήν διαδικασίαν πού προσβάλλει τό Ἐπισκοπικόν Ὑπούργημα καί μεταβάλλει τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο σέ οὐσιαστικά διευρημένη Σύνοδο Προκαθημένων, πού προδήλως παραβιάζει τό 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε Ἐπισκόπου καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καί νά «ὁμογενοποιεῖται» ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπιπροσθέτως ἡ τραγελαφική αὐτή διαδικασία χαρακτηρίζεται ἀπό παλινῳδία καί ἀντιφατικότητα, διότι ἐνῶστόν ψηφισθέντα -ἐκτός ἀπ’ τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας- κανονισμόν λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου προβλέπεται ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας διά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων, στηλιτεύεται ἡ ἀλληλένδετη πρός τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἀρχή τῆς ἀρνησικυρίας (veto) ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων (Γενεύη 22-1-2016) κεφ. 2, παρ. δ΄, πού οὐσιαστικά καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας καί εἰσάγει τήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ θέσις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου :

«Τέλος, καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως διευκρινηθῇ ἓν ζήτημα, τὸ ὁποῖον προέκυψε, καθ’ ἡμᾶς ἀπροσδοκήτως, ἤτοι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀκριβοῦς νοήματος τοῦ ὅρου ὁμοφωνία (consensus), τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθημεν ὡς τρόπον λήψεως ἀποφάσεων τόσον κατὰ τὴν προετοιμασίαν ὅσον καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου δέον νὰ διευκρινηθῶσι τὰ ἀκόλουθα ζητήματα :

Πρῶτον, ἡ ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας ὡς consensus, καὶ ὄχι ὡς unanimity, ἔχει διεθνῶς τὴν ἔννοιαν ὅτι ἐὰν μία ἢ περισσότεραι ἀντιπροσωπίαι διαφωνήσουν πρὸς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν καὶ διατυπώσουν ἰδίαν τοιαύτην, δέον νὰ καταβληθῇ προσπάθεια ἀποδοχῆς τῆς ὑπὸ τῶν ἀντιπροσωπιῶν τούτων γνώμης ἢ προτάσεως, εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπιτευχθῇ συναίνεσις (consensus) ἐπὶ τῆς ἀντιπροτάσεως, τότε ἡ διαφωνία αὕτη, ἐφ’ ὅσον οἱ διαφωνοῦντες ἐπιμένουν, καταγράφεται ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν πρὸς ἣν ὑπῆρξεν ἡ διαφωνία ἀρχικὴν θέσιν, καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὑπογράφουν τὸ ἀρχικὸν κείμενον, καταγράφοντες, ἐὰν θέλουν, τὴν διαφωνίαν των. Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου, τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ἀρνησικυρίαν (veto), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ὡδήγει εἰς ἀδιέξοδον.

Δεύτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον δέον νὰ διευκρινηθῇ, εἶναι ἐὰν ἡ ὁμοφωνία ἀναφέρεται εἰς τοὺς παρόντας κατὰ τὰς ἐργασίας ἑνὸς σώματος ἢ ἀπαιτῇ τὴν φυσικὴν παρουσίαν ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος.».

Ἑπομένως ἐάν ἰσχύσει ἡ πρόθεσις καί ἡ σκέψις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καμμία τροποποίησι τῶν ἤδη ψηφισμένων κειμένων δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή καί κανένα κείμενο δέν πρόκειται νά ἀποσυρθεῖ καί κατά ταῦτα ἡ παρουσία τῶν Μακαριωτάτων καί Σεβασμιωτάτων Συνέδρων θά εἶναι διακοσμητικοῦ χαρακτῆρος.
Διαφωνῶ πλήρως μέ τό ψηφισθέν ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διότι γέμει ἀπό ἀσάφειες, ἀπό «τεχνικούς ὅρους» καί ἀπό μεγάλες ἀντιφάσεις. Ἕνα κείμενο Πανορθοδόξου Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι Ἱερή συνέχεια τῶν Ἱερῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού παραδίδεται στή Ἱστορία πρός Ἁγιασμόν καί σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, καί ὄχι ἕνα φαιδρό συμπίλημα ἀντιφάσεων καί ἀσαφειῶν. Διερωτῶμαι, κατά τήν μακράν Ἱστορικήν περίοδον τῶν χιλίων διακοσίων χρόνων, ἐάν ἀριθμήσωμεν ἀπό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤ τῶν ἑξακοσίων ἀπό τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ὑπήρξαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες στόν χριστιανικό κόσμο, πού θά ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά καταγνώσει; Ὁ Ἀντβεντισμός, ἡ φυλλαδική ἑταιρεία «Σκοπιά» πού αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «χριστιανική Ἐκκλησία μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὁ Πεντηκοστιανισμός, ἡ Χριστιανική Ἐπιστήμη, ἡ Θεοσοφία πού παρουσιάζει τόν Χριστόν ὡς «χρηστική κατάσταση», ὁ Τεκτονισμός πού παρασιτεῖ ἀναισχύντως στίς χριστιανικές κοινωνίες ἐνῶ εἶναι Ἑωσφορικός παγανιστικός ἀποκρυφισμός (κατά τά ἐσωτερικά κείμενα τῆς ἰδίας τῆς μασωνίας), οἱ κατά τήν δεύτερη χιλιετία κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ (πρωτεῖο, ἀλάθητο, καθαρτήριο, ἀξιομισθίαι, ὑπέρτακτα ἔργα, ἄσπιλη σύλληψη, ἐνσώματος ἀνάληψις τῆς Παναγίας, δικανική ἱκανοποίησις Θ. Δικαιοσύνης κλπ.), οἱ διάφορες Προτεσταντικές παραφυάδες μέ τό πολυποίκιλο αἱρετικό δογματικό περιεχόμενο (Βαπτισταί, Μορμόνοι, Κουάκεροι, Μενονίτες, Συναθροισταί, Μεθοδισταί κλπ.), δέν θά ἔπρεπε νά καταγνωσθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία Συνοδικῶς; Εἶναι ἐκπληκτικά παράδοξοὅτι στό συγκεκριμένο κείμενο δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή άναφορά σ’ αὐτές τίς πραγματικότητες, γιά τίς ὁποίες ἡ Ἐκκλησία Συνοδικά δέν ἔχει ἀρθρώσει ἐπίσημον λόγον, ὡς νά μήν ἀνεφύησαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες κατά τήν Β΄ χιλιετίαν.

Παρηκολούθησα μία ἰδιοφυεστάτη ἀνάλυσι ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομον στό Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, πού «ἐδογμάτισε» ὁ Πάπας Πίος ὁ Θ΄ τό 1854 καί πού ὑπῆρξε «πρόβα generale» γιά τήν θεσμοθέτηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τό 1870, ἀπό τήν IΒατικανή ψευδοσύνοδο. Ἐπί τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι ἐάν ἐγεννήθη ἀσπίλως, ἡ Θεοτόκος θά συνελήφθη καί ἀνηδόνως καί κατά ταῦτα ἀπομειώνεται ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεμελιώθηκε ἡ Λούρδη διά νά ὑπάρξει δῆθεν θεόθεν ἐπιβεβαίωσις, διότι ἡ Βερναρδέτη Σουμπιρού πού δῆθεν «εἶδε» τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὡς «λευκήν Κυρίαν» τό 1858, ἔλαβε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποία ἦτο, «Εἶμαι ἡ ἀσπίλως συλληφθεῖσα». Διερωτῶμαι ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἔπρεπε ὅλες αὐτές τίς ἀπαράδεκτες νοθεύσεις τῆς ἀληθείας, Συνοδικῶς νά τίς καταδικάσει;

Στό συγκεκριμένο κείμενο γίνεται συνεχής ἀναφορά στήν ἀξία τοῦ διαλόγου μέ τήν Ἑτεροδοξία καί διαβάζοντάς το ἔχει κανείς τήν αἴσθηση ὅτι εἰσέρχεται σέ μία «μηχανή τοῦ χρόνου» καί βρίσκεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἱώνος, ὅταν ἔπνεε ὁ ἄνεμος αἰσιοδοξίας γιά τήν ἔνωση μέ τήν Ἐκκλησία, τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό Αὐτήν. Δυστυχῶς ὅμως οἱ λεγόμενοι θεολογικοί διάλογοι ἔχουν σχεδόν τελειώσει ἤ ἔχουν συμπνιγεῖ στήν σατανική ἐμμονή καί ἀμετανοησία τῶν κακοδόξων ἤ στήν χειροτονία γυναικῶν στό ἰδιότυπο Ἱερατεῖο τους καί στήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας πού ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί φυσιολογία. Εἶναι ἀπόλυτος ἡ μαρτυρία ἐπ’ αὐτῶν τῶν Ὀρθοδόξων συμπροέδρων τῶν διεξαγομένων θεολογικῶν διαλόγων, ὡς λόγου χάριν τοῦ Σεβ. Σασίμων κ. Γενναδίου (29/8 -3/9/2015, Σύναξις Ἱεραρχίας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου). Καμμία ἀποτίμησις λοιπόν γιά τούς διεξαχθέντας θεολογικούς διαλόγους πού δυστυχῶς ἔχουν ἀποβεῖ «ἀνόσια παίγνια» κατά τήν ἐξαίρετη δήλωση τοῦ ἐπί εἰκοσαετία συμπροέδρου στόν διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβ. Ἁρχιεπισκόπου Αὑστραλίας κ. Στυλιανοῦ.

Στό ἐπίδικο κείμενο γίνεται στίς παρ. 16,17,18,19 καί 21 ἀναφορά στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν»(Π.Σ.Ε.) καί εἶναι ἐκπληκτικό τά ὅσα ἀναφέρονται στήν παρ. 21 στήν ὁποίαδηλώνεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτιμᾶ τά ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις» (ποία;) καί στήν συνέχειαἡ αὐτή παράγραφος κατακλείεται μέ τήν δήλωση ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις γιά κεφαλαιώδη ζητήματα Πίστεως καί Τάξεως». Ἡ ἀποθέωσις τῆς ἀντιφάσεως!!!

Διερωτῶμαι μέ ποία λογική συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία σ’ ἕνα Σῶμα πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους καί τήν πανσπερμίαν τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δέν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένηὡς αἵρεσις ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους; Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μετά τήν ἀπαράδεκτη Β΄κοινή δήλωση τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1990 (Σαμπεζύ) κατά τήν ὁποίαν διεκήρυξαν ὅτι «οἱ φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται τῇ θεωρίᾳ μόνη» – ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι ὅτι οἱ δύο φύσεις διακρίνονται σαφῶς ὡς πραγματικαί καί διακρίνονται ἀδιαιρέτως διότι ἡ ἕνωσις εἶναι ἀσύγχυτος καί ἀδιαίρετος – συνεχίζουν νά ἐπαναλαμβάνουν τήν φράσιν τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀπολιναρίου Λαοδικείας «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» τήν ὁποίαν περί τό 400 μ.Χ. πλαστογράφησαν οἱ μαθηταί του ὡς δῆθεν φράσιν τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Ἀθανασίου (ΘΗΕ τ.2, στ. 1118-1119), ὅπως ἀπεδείχθη ὑπό τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καί Ἰωάννου Σκυθοπολίτου (Ἰωάννου Ἱεροσολυμίτου P.G. 86,1865) κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον καί τήν ὁποίαν ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, νομίζων ὅτι ἀνήκε εἰς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιον. Εἶναι χαρακτηριστική τῆς ἐμμονῆς τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἡ κυκλοφόρησις ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἁρμός τό 1996, τοῦ συγγράμματος τοῦ Μακαρίτου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου Σενούντα Γ΄ «Ἡ Φύσις τοῦ Χριστοῦ» ὅπου στήν σελ. 46 καί στό κεφ. «Ἡ μία θέληση καί ἡ μία ἐνέργεια» ἀναφέρεται: «Ἐπειδή πιστεύουμε στήν Μία Φύση τοῦ Ἐνσαρκωμένου Λόγου, ὅπως τήν ὀνόμασε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στήν Μία Θέληση καί στή Μία Ἐνέργεια. Φυσικά ἀφοῦ φρονοῦμε ὅτι ἡ Φύση εἶναι Μία καί ἡ Θέληση καί ἡ Ἐνέργεια εἶναι ἐπίσης Μία». Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπό τίς Δ΄ Ε΄ καί ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς Μονοφυσίται, Μονοθελήται καί Μονοενεργήται καί ὅσοι παρηκολούθησαν τηλεοπτικῶς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ νέου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν στήν Αἴγυπτον θά ἄκουσαν νά ψάλλεται ὁ Θεοπασχητικός Ὕμνος «Ἅγιος Ἀθάνατος ὁ δι’ ἡμᾶς Σταυρωθείς»καί θά κατενόησαν ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀσπάζονται καί τήν αἵρεση τοῦ Θεοπασχητισμοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στίς Προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. διερωτῶμαι δέν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δέν ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου; Δέν ἀρνοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἶνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Καί ἑπομένως αὐτές οἱ κακοδοξίες τους δέν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικώτερα ἀπό τήν Γ΄ καί τήν Ζ΄; Συνεπῶς πῶς σέ ἕνα αἰώνιο Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μέ κατεγνωσμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς;

Τό κείμενο αὐτό δυστυχῶς ἀκυρώνει τά αἵματα, τίς θυσίες καί τά ἀνήκουστα μαρτύρια καί τά πολυώδυνα βάσανα τῶν Ἁγίων καί Ἡρώων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως πού κατακρεουργήθησαν καί ἐκάησαν ζῶντες ἀπό τούς Λατίνους καί Λατινόφρονες (Ἰωάννη Βέκκο, Μιχαήλ Παλαιολόγο) καί ἐγκληματικῶς ἀμνηστεύει τήν στρέβλωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀπό τούς ἐκπεσόντας «χριστιανούς» τοῦ Παπισμοῦ. Εἶναι πολυσήμαντος ὁ πρόλογος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄, ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας (28-2-2000), στό βιβλίο τοῦ Ἰταλοῦ Μάρκο Ἀουρέλιο Ριβέλλι (Ἐκδόσεις Προσκήνιο – Ἀγγελος Σιδερᾶτος, 2000)μέ τίτλο: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Γενοκτονίας», ὅπου ἐκφράζει μέ συγκινητικό τρόπο τόν ἀποτροπιασμό του γιά τήν δολοφονία 850.000 Σέρβων Ὀρθοδόξων μέ ἠθικόν αὐτουργόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζάγκρεμπ καί μετέπειτα Καρδινάλιο Ἀλουΐσιο Στέπινατς, ὁ ὁποῖος στό ἡμερολόγιόν του στίς 27-3-1941, σελ. 172, Βιβλίο Δ΄ ἔγγραφε : «Τό Πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου εἶναι κάτι τό τόσο τρομερό τό ὁποῖο μόνο ὁ Παντοδύναμος καί Παντογνώστης Θεός δύναται νά ἀνέχεται» καί στήν σελ. 176: «Τό Σχίσμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα ἐν Εὑρώπῃ, σχεδόν μεγαλύτερη καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό». Εἶναι τρομακτική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰταλοῦ συγγραφέως Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ὅτι εἶδε ἕνα μεγάλο καλάθι μέ 20.000 ἀνθρώπινα μάτια Ὀρθοδόξων Σέρβων, πού τοῦ ἐπέδειξαν μέ «ὑπερηφάνεια» ὁ διαβόητος ἀρχηγός τῶν Οὐστάσι Ἄντε Πάβελιτς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλουΐσιος Στέπινατς. Γιά τά ἐγκλήματά του αὐτά εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, κατεδικάσθη ἀπό τό Διεθνές Δικαστήριο Ἐγκληματιῶν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σέ πολυετή κάθειρξη. Αὐτόν ὅμως τόν στυγνό ἐγκληματία «Ἁγιοποίησε» ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ (Βοϊτύλα) τοῦ ὁποίου τά ἀποκαλυπτήρια ἔγιναν προσφάτως μέ τήν δημοσιοποίησι τῶν ἐρωτικῶν του ἐπιστολῶν πρός τήν ἔγγαμη ἀκαδημαϊκό συμπατριώτισσά του, τόν ὁποῖον μέ τήν σειρά του «ἁγίοποίησε» ὁ νῦν Πάπας Φραγκίσκος(Μπεργκόλιο)!!! Σέ ὅλα αὐτά τά τραγικά καί ἀνυπόφορα προσφέρει κάλυψη μέ τήν σιωπή του αὐτό τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιατί δέν καταγγέλει τήν ἰδεολογική ἐπικαιροποίηση τῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.

Ἐνδεικτικό τοῦ «κρυπτοκρατικοῦ» πνεύματος τοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἀπόκρυψις στήν παρ. 8 τῆς ἀληθοῦς εὐχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποίος δέν ηὐχήθη ἁπλῶς «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν»(Ἰωάννου 17,21) ἀλλά συνέχισε «καθώς σύ πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σύ, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὧσιν» πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁγιότης καί ἡ Δικαιοσύνη εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἑνότητος.

Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό κείμενο «Ἡἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ» διότι στό κεφ. Δ΄ «Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου» ἀναφέρεται σέ διαθρησκειακές σχέσεις (σελ.6), οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν κατά βάσιν στίς κακῶς λεγόμενες Ἁβρααμικῆς προελεύσεως θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ. Διότι καί οἱ δύο αὐτές θρησκευτικές παραδοχές καθυβρίζουν διϊστορικά καί χυδαιότατα τό ὑπερύμνητο πρόσωπο τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας Κυρίου. Ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει ἀποβάλλει τό Θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Τορά) καί τοῦ Προφητισμοῦ καί ἔχει ἐγκολπωθεῖ τόν Ραββινικό Σατανισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλά. Στό Σατανικῆς ἐμπνεύσεως Ταλμούδ ὁ Κύριος ἀπομειώνεται μέ τόν χυδαιότερο τρόπο ὡς «νόθος υἱός» τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου Πανδίρα (Ταλμούδ). Ἡ δέ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος καθυβρίζεται ὡσαύτως μέ χυδαιολογίες ἀφορήτου ἐμπαθείας. Ἡ Καμπαλά πού διδάσκεται καί στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τελ Ἀβίβ ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ περιπαίγματος. Ὅσον ἀφορᾶ τό Ἰσλάμ, ὁ εὐτελισμός τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί ἡ διαστροφή τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι ἡ βάσις τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Κορανίου ἀπό τόν αἱμομείκτη καί παιδεραστή ψευδοπροφήτη Μωάμεθ ὁ ὁποῖος στή σούρα «Οἱ Συνασπισμένες Φιλές» (Ἀλ Ἀχζάμπ) καί στό στῖχο 37, γιά νά δικαιολογήσει τήν αἱμομειξία του μέ τήν γυναίκα τοῦ γιοῦ του, παρουσίασε δῆθεν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Μωάμεθ, εἶπες σέ αὐτόν πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν Θεό καί γέμισε μέ τά ἀγαθά του: «Κράτα τή γυναίκα σου καί νά φοβᾶσαι τόν Θεό», ἐνῶ ἐσύ ἔκρυβες στήν καρδιά σου ὅ,τι ὁ Θεός μετά ἀπό λίγο ἐπρόκειτο νά κάνει σέ ὅλους φανερό. Φοβήθηκες τούς ἀνθρώπους ἐνῶ ἔπρεπε νά φοβηθεῖς περισσότερο τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ Ζέϊδ ἀποφάσισε νά χωρίσει τή γυναίκα του, Ἐμεῖς τήν ἑνώσαμε μαζί σου μέ τά δεσμά τοῦ γάμου. Γιά νά μάθουν οἱ πιστοί ὅτι δέν ἁμαρτάνουν ὅταν παντρεύονται τίς γυναίκες τῶν γιῶν τους ἄν οἱ γιοί τους τίς χωρίσουν». Στόν στῖχο 50 παρουσιάζει τόν Θεό νά τοῦ λέει: «Προφήτη σοῦ ἐπιτράπηκε νά παντρευτεῖς μέ τίς γυναίκες στίς ὁποῖες ἔδωσες προίκα, μέ τίς αἰχμάλωτες τίς ὁποῖες κέρδισες μέ τήν δύναμη τῶν χεριῶν σου, μέ τίς κόρες τῶν θείων σου καί ὅσων σέ ἀκολούθησαν, ὅπως καί μέ κάθε εὐσεβή γυναίκα ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ψυχή της σέ ἐσένα…Μή φοβᾶσαι μήπως ἐνοχοποιηθεῖς ἄν κάνεις χρήση τῶν δικαιωμάτων σου» καί στό στῖχο 51 συνεχίζει : «Μπορεῖς νά ἀναβάλεις τήν ἐπαφή μέ ὅποια συζυγό σου θελήσεις καί νά δεχθεῖς στό κρεβάτι σου ὅποιαν θελήσεις ἀκόμα καί ὅποια στό παρελθόν παραμέλησες ἀλλά τήν ἐπεθύμησες καί πάλι». Σάν ἐννάτη συζυγό του παντρεύτηκε τήν ἑπταετή κορασίδα Ἀϊσέ. Αὐτός λοιπόν, στό τραγελαφικό του Κοράνιο στήν σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ-Μάιντα) στό στῖχο 17 γράφει : «Ἄπιστοι εἶναι ὅσοι λένε πῶς ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας εἶναι Θεός. Πές τους ποιός μπορεῖ νά σταματήσει τόν Θεό ἄν θέλει νά καταστρέψει τόν Μεσσία καί τήν μητέρα του καί ὅλα τά ὄντα στη γῆ;», θέση πού ἐπαναλαμβάνει καί στό στῖχο 72 καί στό στῖχο 75 ἰσχυρίζεται ὅτι: «Ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας ἁπλῶς εἶναι ἀπόστολος». Στή σούρα «Οἱ γυναῖκες» (Ἀλ Νισσά) στό στῖχο 171 ἰσχυρίζεται : «Ὁπαδοί τῶν γραφῶν μή ξεπερνᾶτε τά ὅρια τῆς θρησκείας σας… Νά πιστεύετε λοιπόν στό Θεό καί στούς ἀποστόλους καί νά μή λέτε πώς ὑπάρχει ἁγία τριάδα. Σταματῆστε νά το λέτε αὐτό καί θά ὠφεληθεῖτε». Στήν προαναφερθεῖσα σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ Μάιντα) στόν στῖχο 116, παρουσιάζει τό Κύριο νά συνομιλεῖ μέ τόν «Θεό» μέ τά ἑξῆς : «Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰησοῦ τόν γιό τῆς Μαρίας : «Εἶπες ποτέ ἐσύ στούς ἀνθρώπους θεωρῆστε ἐμένα καί τήν μητέρα μου Θεό στή θέση τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ;» «Ὄχι, στό ὄνομα τῆς δόξας Σου», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς».

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω διερωτῶμαι ποιές διαθρησκειακές σχέσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ὑβριστῶν καί ἀπομειωτῶν τοῦ Παναγίου Προσώπου Του, Ἑβραίων καί Μουσουλμάνων πού ἐμμένουν σατανικῶς σέ αὐτές;

Τό σύγχρονο στρατήγημα τοῦ βυθίου δράκοντος, μετά τήν οἰκτρή ἀποτυγχία τοῦ ἀμέσου πολέμου κατά τοῦ Παναχράντου Προσώπου τοῦ Κυρίου, μέ τούς διωγμούς, τίς αἱρέσεις, τήν δῆθεν ἐπιστημονική ἀθεΐα, τήν κρατική ἐπικράτησί της ἐπί ἑβδομήντα χρόνια, εἶναι ἡ διαμέσου τῆς λεγομένης συναφειακῆς καί μεταπατερικῆς «θεολογίας» καί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ παρουσίασις ἑνός κίβδηλου καί ἀνυπάρκτου Χριστοῦ, μέσα στόν ὁποῖον χωροῦν τά πάντα, τό ψέμμα καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεσις, ἡ ἠθική καί ἡ ἀνηθικότης, ὥστε νά κατανοεῖ κανείς εὐχερῶς τόν λόγον τοῦ Σωτῆρος Κυρίου: «Πλήν ὁ Ὑιός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ.18,8), ἀλλά καί τόν τρομερότερο ἀφορισμό Του: «πολλοί ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ‧ Κύριε Κύριε, οὖ τῷ σῷὀνόματι προεφητεύσαμεν καί τῷ σῷὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῶ σῷὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς‧ ἀποχωρεῖτε ἀπ’ἐμοῦ οἱ ἐργασάμενοι τήν ἀνομίαν» (Ματθ. 7,22-23).

Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό ψηφισθέν κείμενο «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» διότι ἡ αὐτονομία εἶναι μέγας πειρασμός καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ κατακερματισμό κρατῶν καί σέ διάσπαση Λαῶν καί στήν ἔξαρση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει Συνοδικῶς καί Πανορθοδόξως καταδικασθεῖ ὡς αἵρεση. Θεωρῶ δέ ὡς Ἐθνικό ἔγκλημα τήν ὁποιαδήποτε Ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀναπόδραστα θά ὁδηγήσει στήν «Κοσοβοποίηση» τῆς Δυτικῆς Θράκης καί σέ Ἐθνική Καταστροφή. Νομίζω ταπεινῶς ὅτι ἡ κανονική πρόβλεψι τοῦ 17ουΚανόνος τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ μόνη ὀρθή λύσι τοῦ συγκεκριμένου θέματος.
Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἕνα μικρό Συναξάριο, ὄχι κάποιας Μονῆς «φονταμεταλιστῶν» ἀλλά ἑνός «φιλοπατριαρχικοῦ» Μοναστηριοῦ, τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, ἀπό τό νέο Συναξαριστή τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου σελ. 62 – 64 (Τόμος Α΄ Σεπτέμβριος, Ἐκδ. Ἴνδικτος 2001), πού ἀναφέρεται στό Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Ἀθανάσιο Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Στυλίτου εἰς Μπρέστ – Λιτόβσκ, ὁ ὁποίος μαρτύρησε στίς 5/9/1648: «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Βίλνα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Λιθουανίας) τῆς Μικρορωσίας τὸ 1596, τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ ἔγινε στὸ Μπρὲστ – Λιτὸβσκ ἡ ψευδοένωσις μεταξὺ τῆς Ρώμης καὶ ὡρισμένων Ρώσων ἐπισκόπων. Υἱὸς εὐγενοῦς στὴν καταγωγὴ Λιθουανοῦ, ἀρκετὰ πτωχοῦ παρὰ ταῦτα, ἔλαβε εὐρεῖα καὶ σπάνια μόρφωσι γιὰ τὴν ἐποχή του.

Ἦταν κάτοχος πολλῶν ξένων καὶ ἀρχαίων γλωσσῶν καὶ βαθὺς γνώστης τόσο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων τῆς Δύσεως.

Γιὰ λίγα χρόνια ὁ ἅγιος ἐργαζόταν ὡς οἰκοδιδάσκαλος, ὥσπου τὸ 1627 ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Χουτίν, κοντὰ στὴν Ὄρσα τῆς Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία). Τὸ προπύργιο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔμεινε ἀπείρακτο ἀπὸ τὶς πολωνικὲς δυνάμεις κατοχῆς, διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὸ νὰ ἀντισταθῇ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς κατὰ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὴν μοναχική του κατάρτισι καὶ σὲ ἄλλα ὀνομαστὰ μοναστήρια.

Ὅταν χειροτονήθηκε ἱε ρεύς, ὁ μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνακαίνισι τῆς μονῆς τοῦ Κουπυάτιτσκ. Μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψι, ἔκανε ἕ να ἐπικίνδυνο ταξίδι στὴν Μόσχα, διασχίζοντας ἐδάφη κατεχόμενα ἀπὸ Πολωνούς, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκθέσῃ στὸν τσάρο τὴν κακὴ στάσι τῶν τοπικῶν ἀρ χῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων στὶς βορειοδυτικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας καὶ νὰ ζητήσῃ συνδρο μὴ γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς μονῆς του. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας ἐπέτυχε στὴν ἀποστολή του καὶ ἄρχισε τὶς ἐργασίες. Δύο χρόνια ὅμως ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ τὶς ἐγκαταλείψῃ, διότι ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Συμε ὼν τοῦ Στυλίτου στὸ Μπρὲστ-Λιτόβσκ.

Ἀπὸ τότε ἀποδύθηκε σὲ νέο καὶ ἀκαταπόνητο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς Οὐνίας, τοῦ προσηλυτιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου τῶν Λατίνων ποὺ εἶναι συγκεκαλυμμένος μὲ ὀρθόδοξα λειτουργικὰ τυπικὰ καὶ συνήθειες. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος μὲ τὴν προσευχή, τὸ κήρυγμα καὶ τὰ συγγράμματά του στηλίτευε καὶ ἀπέρριπτε τὴν ψευδοένωσι τῆς Μπρέστ, ἐπανέφερε δὲ τοὺς πλανηθέντας στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Πολωνοὶ στρατιῶτες καὶ ἔποικοι βασάνιζαν τοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῶν κατεχομένων περιοχῶν μὲ βαρβαρικὴ ὠμότητα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες ἱεραπόστολοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου νὰ στερεώσουν τὴν δική τους πίστι στὴν Μικρορωσία. Ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ μεταβῇ στὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ΄(1632-1648), γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ἔχουν πιὸ ἀνθρώπινη μεταχείρισι. Ὁ βασιλεὺς κάμφθηκε ἀπὸ τὴν παράκλησί του καὶ μὲ διάταγμα ἔθετε τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξου σίας, ἀλλὰ οἱ δημόσιοι λειτουργοί του δὲν τὸ ἐφήρμοσαν. Στὴν Βαρσοβία ἡ κατάστασις τῶν ὀρθοδόξων ἦταν ἀκόμα χειρότερη. Σὲ ἑορτάσιμες ἡμέρες οἱ Πο λωνοὶ καὶ οἱ οὐνῖτες ἔβαζαν φωτιὰ σὲ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γεμᾶτες πιστούς, ὅπως καὶ ἄλ λοτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν.

Μόνος στὸν ἀγῶνα, μὲ μόνη παρηγοριὰ τὴν Παναγία, ὁ Ἀθανάσιος συνέχισε τὶς προσπάθειές του. Τὸ 1643, ὕστερα ἀπὸ μία νέα θεία ἀποκάλυψι, κατέφυγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας τῆς Πολωνίας. Ἐνῷ κέρδισε τὴν προστασία τοῦ κράτους ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθοῦν τὰ συμφέροντά τους, διέδωσαν ὅτι ἦταν τρελλὸς καὶ κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ τὸ ἀξίωμα, νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ σταλῇ στὸ Κίεβο γιὰ ἐξέτασι.

Παρὰ τὶς κακόβουλες προσπάθειές τους ὁ ἅγιος δικαιώθηκε καὶ ἐπέστρεψε ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἥσυχος γιὰ πολύ, σύντομα ξανάρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.

Ἐνῶ ἑτοίμαζε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας, συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε προτοῦ τὴν ὁλοκληρώση. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀλλὰ τὸ 1648 ὁ διωγμὸς συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ἦταν τόσο αἱματηρός, ὥστε ὁ λαὸς τῆς Μικρορωσίας ἐξεγέρθηκε καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποχώρησι τῶν πολωνολιθουανικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἀπόδοσι τῶν ρωσικῶν ἐδαφῶν στὸν τσάρο. Οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς συνέλαβαν ἀμέσως τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ κινήματος καὶ τοὺς ἐπιφανεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες. Ὁ Ἀθανάσιος φυλακίσθηκε καί, παρὰ τὶς παντὸς εἴδους σωματικὲς καὶ ἠθικὲς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, τόσο ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων, ὅσο καὶ τῶν καθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, συνέχισε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἑνωτικοὺς καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὴν ἕνωσι. Τὸν βασάνισαν βάζοντας στὸ σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τὸν ἔγδαραν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἐπειδὴ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν τουφέκισαν, νεκρὸ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔρριξαν τὸ σῶμα του σὲ ἕνα βόθρο. Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε μετά 17 χρόνια ἄφθαρτο, εὐωδιάζον καὶ μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα».

Ὡς ὁ ἁμαρτωλότερος λοιπόν πάντων, συντάσσομαι μέ τόν Θεό πού διετήρησε ἀδιάφθορο, ἀδιαλώβητο καί εὐωδιάζον τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Του μέσα στό βόθρο καί ὄχι μέ ἐκείνους πού τό ἔρριψαν μέσα.
Ἑπομένως δέν θά συμμετάσχω στό «ἀνόσιο παίγνιο» τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ"

Πηγή: ΔΟΓΜΑ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Sparrow
Δημοσιεύσεις: 81
Εγγραφή: Τετ Μαρ 23, 2016 5:32 pm
9
Έλαβε ευχαριστία: 1 φορά

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Sparrow »

Αισθάνομαι άβολα και ταυτόχρονα όμως το θέλω πολύ να λάβω θέση σε αυτό το σημαντικό κατ εμε ζήτημα... Συγχωρέστε με για όπου αθέλητα κάνω λάθος...
Ένας δύο μητροπολίτης με έχουν βρει αντίθετο το τελευταίο διάστημα αλλά,και σε κάποια πράγματα και επί του θέματος( τι διάβασαν πάλι τα ματάκια μου)... Ευτυχώς δεν λέμε ότι έχουν κάποιο αλαθητο...
Το να λέει όμως κάποιος ιερέας ότι μια σύνοδος θα είναι ψευτοσυνοδος με τον οικουμενικό πατριάρχη σε αυτήν, το νιώθω άσχημο.... Αν κρίνω τις πανορθόδοξες συνόδους σαν λανθασμενες και να το διατυμπανίζω από πάνω θα κάνω σωστά ? Χαίρομαι που γίνεται αυτή η σύνοδος, υπάρχουν πολλά θέματα, να τους δωθει φώτιση... Θα μπορούσα να αναλύσω επιμέρους θέματα,αλλά το θεωρώ επικίνδυνο για εμένα πνευματικά σε προσωπικό επίπεδο... Τα διαδικαστικά τους είναι δικά τους θέματα, ας κοιτάξουμε την ψυχή μας...και όλα θα πάνε καλά...
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Από τις παραπάνω δημοσιεύσεις σας εφιστώ την προσοχή στα κείμενα των Σεβασμιότατων Ναυπάκτου και Μεσογαίας, οι οποίοι και ιδιαίτερα θεολογικά καταρτισμένοι είναι και μετριοπαθείς θεωρούνται.

Στην Ορθοδοξία:

1. Κανείς δεν έχει το αλάθητο. Οι αποφάσεις, ιδίως επί δογματικών θεμάτων, λαμβάνονται συλλογικά και με την επίκληση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

2. Όλοι οι Επίσκοποι είναι ίσοι και διοικούν αυτόνομα και ανεξάρτητα τις Επισκοπές τους, εφαρμόζοντας τους Κανόνες της Εκκλησίας και ορθοτομούντες τον λόγο της Αληθείας του Χριστού. Κρίνονται βεβαίως και αυτοί από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας της τοπικής Εκκλησίας, από την οποία και εξελέγησαν. Κατά συνέπεια οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχουν "προκαθήμενο". Έτσι ονομάζεται τιμής ένεκεν ο Πρόεδρος της τοπικής Συνόδου, Αρχιεπίσκοπος ή Πατριάρχης. αλλά δεν έχουν παρά μόνο εκτελεστικές αρμοδιότητες, να εφαρμόζουν με τη βοήθεια της αντίστοιχης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (αποτελείται εκ περιτροπής απ' όλους τους Ιεράρχες της τοπικής Ιεραρχίας) τις αποφάσεις των Συνόδων της Ιεραρχίας.

3. Σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, που συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου για την αντιμετώπιση δογματικών θεμάτων (αιρέσεων), όσοι Επίσκοποι έλαβαν μέρος είχαν δικαίωμα ψήφου. Πως επιλέχτηκαν οι Επίσκοποι που έλαβαν μέρος; Δεν το γνωρίζω και δεν προκύπτει μονοσήμαντα από την εκκλησιαστική ιστορία. Προσωπικά θεωρώ ότι εκλέγονταν ή επιλέγονταν ως καταλληλότεροι από τους Επισκόπους κάθε επαρχίας.

3. Σήμερα είναι απορίας άξιον, για πιο λόγο συγκλήθηκε η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος, αφού:

α. Οικουμενική δεν είναι εξ ορισμού (δεν υπάρχει δογματικό θέμα ν' αντιμετωπίσει ή είναι τόσα πολλά που δεν υπάρχει πια τρόπος αντιμετώπισής τους).

β. Τα διοικητικά θέματα που τίθενται μπρούσαν ν' αντιμετωπιστούν και από Πανορθόδοξες Συνόδους.

γ. Τα ποιμαντικά θέματα που τίθενται, δεν είναι καινούργια, και απαντήσεις υπάρχουν από την Ιερά Παράδοση και τους Κανόνες της Εκκλησίας.

Φοβάμαι, ότι η σύγκλησή της υποκρύπτει προσωπικές φιλοδοξίες και πολιτικές, που δεν είναι πιο πιθανό να διχάσουν παρά να ενώσουν την Ορθοδοξία.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Sparrow
Δημοσιεύσεις: 81
Εγγραφή: Τετ Μαρ 23, 2016 5:32 pm
9
Έλαβε ευχαριστία: 1 φορά

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Sparrow »

Ερώτηση: οι αποφάσεις των πανορθόδοξων συνόδων θεωρούνται απο τους ορθόδοξους αλάθητες? (Αυτή είναι πανορθόδοξη σύνοδος εφόσον γίνει, δεν νομίζω οτι είναι υποκειμενικό...)

Εγώ μέχρι τώρα ξέρω οτι είναι αλάθητες... όχι κάποιος προσωπικά, αλλά οι πανορθόδοξες σύνοδοι

Θα ρωτήσω και τον πνευματικό μου αλλά ρωτάω και εδώ...
Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2090
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
12
Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 10 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Achilleas »

Επειδή τα θέματα που θίγονται στις Πανορθόδοξες Συνόδους είναι άλλης φύσεως, δεν είναι δογματικά, δεν τίθεται θέμα αλάθητου. Εν αντιθέσει με τις Οικουμενικές Συνόδους, που συγκροτουνταν ανά τους αιώνες από πεφωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα Επισκόπους και διαμόρφωσαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Πολύ σωστά απάντησε ο Αχιλλέας. Οι Σύνοδοι προκαθημένων της Ορθοδοξίας (Πανορθόδοξες ή μη) ασχολούνται κυρίως με διοικητικά θέματα και θέματα σχέσεων μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Οι αποφάσεις τους δεν είναι αλάθητες και ενίοτε δεν γίνονται αποδεκτές από όλες τις τοπικές Εκκλησίες.

Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων αφορούν δογματικά θέματα και λαμβάνονται από όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία ως δογματικά ορθές με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αφού δεν υπάρχει άλλο συλλογικό όργανο στην Εκκλησία πάνω απ' αυτές. Υπάρχει πάντως στην εκκλησιαστική ιστορία και παράδειγμα ψευδοσυνόδου (σύνοδος Ιερείας, στην οποία συμμετείχαν 350 Ιεράρχες!!!), για το θέμα των εικόνων, της οποίας οι αποφάσεις ανακλήθηκαν από την επόμενη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο.

Για τις διαφορές ανάμεσα στα διάφορα ήδη Συνόδων τα είπαμε παραπάνω.

Υπάρχει μια προσπάθεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επιβάλει τις αποφάσεις της συγκεκριμένης Συνόδου, ως αλάθητες και υποχρεωτικά αποδεκτές από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτό είναι ένα θεολογικό και διοικητικό σφάλμα, αφού σε θέματα πίστεως δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής, αλλά μόνο αποδοχής. Αν, δηλαδή οι αποφάσεις της Συνόδου δεν κριθούν από τις τοπικές Εκκλησίες δογματικά ορθές και δεν γίνουν αποδεκτές, δεν υπάρχει τρόπος να τους επιβληθούν, αλλιώς θα δημιουργηθεί σχίσμα.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Η Ιεραρχία θα ενημερώσει τον λαό για την Μεγάλη Σύνοδο
Γράφτηκε από τον/την Εκ της Ιεράς Συνόδου. Τετάρτη, 25 Μάιος 2016

Εικόνα

Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 25 Μαΐου 2016, στη δεύτερη ημέρα της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Κατά την πρωινή Συνεδρία, μετά την προσευχή, ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη η απουσία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου κ. Ιεροθέου, Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου κ. Ιακώβου, Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνατίου και Μεγάρων και Σαλαμίνος κ. Κωνσταντίνου, οι οποίοι απουσίασαν αιτιολογημένα.
Κατόπιν αναγνώσθηκαν και επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, συνεχίσθηκε η συζήτηση επί της χθεσινής Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ηλείας και εξήχθησαν τα συμπεράσματα εκ της διεξαχθείσης συζητήσεως.

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στη σημερινή Συνεδρία Της μελέτησε διεξοδικά τις προτάσεις της Δ.Ι.Σ., μίαν προς μίαν, και προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία και σε προσθήκες.

Η τελική απόφαση της Ιεραρχίας θα αποσταλεί στη Διορθόδοξη Γραμματεία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και θα υποστηριχθεί από τον Μακαριώτατο κατά τις συνεδριάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Τέλος, λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος του εκκλησιαστικού αυτού γεγονότος η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε να εκδοθεί σχετικό κείμενο, με το οποίο θα ενημερώνεται ο λαός περί του θέματος.

Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Απόφαση σοκ της ελληνικής Ιεραρχίας: Η Ρωμαιοκαθολική δεν είναι Εκκλησία
26 Μαΐου 2016 - γράφει η Μαρία Αντωνιάδου

«Είναι αιρετικοί και δεν μπορούμε να τους δώσουμε εκκλησιαστικότητα» υποστήριξαν Μητροπολίτες

Εικόνα

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι Εκκλησία αλλά ομολογία ή κοινότητα, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες γνωστές Εκκλησίες όπως είναι η Αγγλικανική και η Λουθηρανική.

«Είναι αιρετικοί και δεν μπορούμε να τους δώσουμε εκκλησιαστικότητα» υποστήριξαν οι Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ και Κυθήρων κ. Σεραφείμ. Μέσα σ΄αυτό το κλίμα η Ιεραρχία με απόφασή της θα προτείνει όλες οι αναφορές που γίνονται στο κείμενο περί των «σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» να αλλάξουν και όπου υπάρχει η λέξη «Εκκλησία», εκτός της Ορθόδοξης, για να προσδιορίσει τις σχέσεις με τις άλλους χριστιανούς αυτή να μετονομαστεί σε ομολογία και κοινότητα.

Ετσι π.χ. η φράση του κειμένου που αναφέρει ότι «αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων τις ορθοδόξου εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών εκκλησιών καί ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως» με την παρέμβαση της Ιεραρχίας θα πρέπει να αλλάξει και να αναγράφεται στο κείμενο: «αι προοπτικαί…. (…) της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών….(..)».

Η απόφαση αναμένεται να προκαλέσει αίσθηση καθώς επί δεκαετίες η Εκκλησία της Ελλάδος μετέχει στο διάλογο που διεξάγεται με την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ουδέποτε έχει εγείρει τέτοια θέματα. Όπως εκτιμάται άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ρουμανίας ή Αρχιεπισκοπή Πολωνίας θεωρούν αδιανόητες τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Άλλες όμως Εκκλησίες όπως το Πατριαρχείο Βουλγαρίας ή το Πατριαρχείο Γεωργίας έχουν εκφράσει τις ίδιες θέσεις.

«Δεν μπορούμε να λαμβάνουμε τέτοιες αποφάσεις» υποστήριξαν οι Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ενώ ακόμη και ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών ο οποίος παρατήθηκε από την από την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο πήρε αποστάσεις από τις ακραίες αντιλήψεις που εξέφρασαν οι λεγόμενοι συντηρητικοί Μητροπολίτες. Αντίστοιχη ήταν και η στάση του Μητροπολίτη Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου.

Εντύπωση προκάλεσε και το γεγονός ότι καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια να αφαιρεθούν και οι αναφορές για το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αλλά απορρίφθηκε.

Πηγή: ΒΗΜΑ

Σχόλιο: Το ότι κάποιοι εκ των Μητροπολιτών διαφώνησαν, δε μειώνει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ιεραρχών υποστήριξε την παραπάνω απόφαση. Άλλωστε οι αποφάσεις και στη Σύνοδο παίρνονται με πλειοψηφία.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Σχόλια της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου στις εισηγήσεις της "Αγίας και Μεγάλης" Συνόδου

Εικόνα

Ακολουθεί το κείμενο της Ιερά Μονής:

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

4/17 Μαρτίου 2016

ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Ἡ σύντονη καί φιλότιμη προσπάθεια τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις ἔφερε ἐν τέλει τά ἐν σχεδίῳ προσυνοδικά κείμενα στήν μορφή, μέ τήν ὁποία δόθηκαν στήν δημοσιότητα μέ ἐντολή τῶν Σεπτῶν Προκαθημένων στίς 21-28 Ἰανουαρίου 2016.

Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τώρα τήν δυνατότητα νά ἐκφράσῃ εὐλαβῶς τήν κρίσι του ἐπί τῶν κειμένων, συμμετέχοντας ἔτσι στήν συνοδική λειτουργία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, ἔχει τήν μορφή ὑπομνήματος. Εἶναι εὐλαβής ἔκθεσις τῶν σκέψεών μας πρός τούς Σεβ. Ἱεράρχας τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τοῦ πῶς τά ἐν σχεδίῳ κείμενα θά μποροῦσαν νά λάβουν μία περισσότερο «καθολική» μορφή, νά ἐκφράζουν δηλαδή ἀκριβέστερα τό καθολικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό διασώζει ἡ Κανονική μας παράδοσις, ἡ λατρευτική συνείδησις καί ἡ ἐμπειρία τῶν χαρισματούχων Ἁγίων μας: ἡ κοινω-
νία σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις.

Γνωρίζουμε ὅτι οἱ Σεβ. Ἀρχιερεῖς ἔχουν ἤδη διατυπώσει προτάσεις τροποποιήσεων ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων, οὕτως ὥστε τό παρόν κείμενο δέν θά χρειαζόταν νά συνταχθῇ καί ἐπιβαρύνῃ τήν συνοδική διαδικασία. Ἄς θεωρηθῇ ὅμως αὐτό ὡς μικρή συνεισφορά στόν μεγάλο καί πολυεύθυνο ἀγῶνα πού ἔχουν τώρα ἀναλάβει οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὥστε νά εἶναι μία σύνοδος θεοσυνέργητος καί ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι.

Α’.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ


Στό ζήτημα τῆς ὑποβολῆς τροπολογιῶν ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀναφέρεται καί τό ἄρθρο 11, παράγρ. 2 τοῦ «Κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».

Ὁ Κανονισμός ἔχει ἀναμφισβήτητα μεγάλη σημασία γιά τήν εὔρυθμη καί ἀπρόσκοπτη διεξαγωγή τῆς Συνόδου. Ὅμως ἡ συγκεκριμένη παράγραφος προκαλεῖ μία δυσλειτουργία.

Γράφεται: «ἡ ἔγκρισις τῶν τροπολογιῶν, μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς συζητήσεως αὐτῶν, ἐκφράζεται, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωμένα, διά τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι
τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται».

Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα ἐν σχεδίῳ κείμενο, πού δέν θά δεχθῇ τροποποιήσεις ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἐπ’ αὐτῶν ὁμοφωνία, μένει ὡς ἔχει καί ἡ τελική ψηφοφορία γίνεται ἐπ’ αὐτοῦ.

Ὅμως ἡ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία προτείνει τροπολογίες, δείχνει τήν βούλησί της νά ἀναδιαμορφώσῃ τό προσυνοδικό κείμενο, ὥστε αὐτό νά ἐκφράζῃ αὐθεντικά τήν αὐτοσυνειδησία της. Ἐφ’ ὅσον δέν μπορεῖ νά τό πράξῃ, ὑποχρεώνεται νά κινηθῇ στό πλαίσιο πού χάραξαν οἱ προσυνοδικές διασκέψεις. Ἐάν ὅμως τελικά τό προσυνοδικό κείμενο δέν τήν ἐκφράζῃ, προφανῶς τό μόνο πού τῆς ἀπομένει εἶναι νά τό καταψηφίσῃ. Αὐτό δέν δείχνει ἀδυναμία νά φθάσουμε σέ ὑγιῆ, ἁγιοπατερική, πανορθόδοξη ἑνότητα;

Β’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»


Τό κείμενο αὐτό φαίνεται ὅτι συντάχθηκε μέ κάποια μονομέρεια. Ἀποτυπώνει τήν μία πλευρά τῶν πραγμάτων. Περιγράφει τίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ἑτερόδοξο χριστιανικό κόσμο ἀπό τήν σκοπιά ἐκείνων τῶν φορέων πού τίς διεκπεραίωσαν κατά τά πενήντα τελευταῖα χρόνια. Ὅμως στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει καί ἄλλη θεολογική ἄποψις τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων. Πανορθοδόξως καταξιωμένοι ἀρχιερεῖς, κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι (πανεπιστημιακοί καί μή), τό Ἅγιον Ὄρος καί ὁ ἁπλός λαός -ἀνάμεσά τους καί ἁγιασμένοι ἄνθρωποι- ἔχουν ἐκφράσει ἐμπεριστατωμένα τίς ἰσχυρές ἐπιφυλάξεις τους γιά τήν μορφή τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους πού διατυπώνεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, καί γιά τήν θεολογία πού ὑπόκειται αὐτῶν τῶν σχέσεων. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἄποψι, πού πιστεύουμε ὅτι ἐκφράζει τήν Πίστι τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, τό ὡς ἄνω σχέδιο κειμένου πρέπει νά ξαναγραφῇ, γιά νά ἐκφράσῃ αὐτή τήν Πίστι. Σέ αὐτή τήν προοπτική καταθέτουμε εὐλαβῶς τόν ἐπ’ αὐτοῦ σχολιασμό μας καί τίς προτάσεις μας, ὥστε οἰ συνοδικοί Ἀρχιερεῖς νά ἀποφανθοῦν γιά τήν μορφή πού πρέπει νά πάρῃ τό κείμενο.

Ὁ σχολιασμός τῶν ἐπί μέρους σημείων καταλήγει σέ προτάσεις τροποποιήσεων, οἱ ὁποῖες παρατίθενται στό ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, στό τέλος τοῦ παρόντος. Ὁ σχολιασμός ἀκολουθεῖ τήν σειρά τῶν παραγράφων τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου.

1ον. Ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό τό ἐν σχεδίῳ κείμενο λείπει, δίκην προοιμίου, μία σαφής ἀναφορά στό θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, τό ὁποῖο θά νοηματοδοτήσῃ καί τό ὑπόλοιπο κείμενο: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδική Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Θεωροῦμε ἀπαραίτητο ἐπ’
αὐτοῦ νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν, μεταξύ ἄλλων, ὅτι:

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει βαθεῖα αὐτοσυνειδησία ὅτι αὐτή μόνη ἀποτελεῖ τό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ (Ἐφ. α’ 22-23 καί Κολ. α’ 18). Τήν αὐτοσυνειδησία της τήν περιγράφει μέ τήν διατύπωσι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως «Εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἑαυτό της τόν ὅρο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», γιά νά τόν ἀντιδιαστείλῃ ἀπό κάθε ἄλλη ἑτερόδοξη χριστιανική ἐκκλησία, ὁμολογία, κοινότητα ἤ ὁμάδα. Ἡ ἑτεροδοξία ἀναφέρεται σέ πλεῖστα ὅσα θέματα, ἰδιαίτερα ὅμως στήν διαφορετική πίστι, τήν διαφορετική λατρεία (τό lex credendi ἀλλοιώνει τό lex orandi), τό διαφορετικό ἦθος πού αὐτά συνεπάγονται, καί τήν ἔλλειψι ἐμπειρίας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ἀκεραία ὡς λατρευτική συνείδησις, ὡς πιστότης στήν δογματική πίστι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί ὡς γνήσιο βίωμα τοῦ αὐθεντικοῦ (μή παραμορφωμένου ἀπό τήν αἵρεσι) Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Τό ὡς ἄνω ἐν σχεδίῳ κείμενο ἀναφέρεται στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Γι’ αὐτό, πρέπει νά σημειώνεται σέ τί διαφέρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό αὐτόν. Νά λέγεται δηλαδή ὅτι οἱ ἐκκλησίες καί ὁμολογίες τοῦ ἑτεροδόξου Χριστιανισμοῦ δέν ἔχουν τούς χαρακτῆρες τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν αὐτές πιστεύουν γιά τόν ἑαυτό τους ὅτι τούς ἔχουν. Ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης καί ἡ ἀποστολικότης εἶναι ἀποκλειστικά ἰδιώματα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σημειώνει περί τῆς Ἁγίας Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐν σχέσει πρός τίς ὀγδόντα μέχρι τότε ἀναφυεῖσες αἱρέσεις, ἐκεῖνο τό παλαιοδιαθηκικόν: «ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί, καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου». Μία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἁγνή περιστερά, ἡ ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Ἀρνίου, τήν ὁποία Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί Ὁμολογηταί Πατέρες διεφύλαξαν ἄμωμον «μή ἔχουσαν σπῖλον ἤ ρυτῖδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. 5, 27).

Αὐτά δέν φαίνονται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἐνῶ εἶναι τόσο ἀπαραίτητα. Ἡ ἁπλῆ ἀναφορά ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παράγρ. 1) δέν εἶναι ἐπαρκής. Οἱ ὀρθές «σχέσεις» μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο προϋποθέτουν ὀρθό καί ἀκριβῆ αὐτοπροσδιορισμό, τήν στιγμή πού οἱ ἑτερόδοξοι σφετερίζονται τόν τίτλο τῆς Μιᾶς Ἁγίας.

Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς διαχρονικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ παράγρ. 1 τοῦ κειμένου προτείνεται νά ἀναδιατυπωθῇ. Ἡ παράγραφος, ὅπως εἶναι διατυπωμένη, ὑπονοεῖ διαχριστιανική ἑνότητα διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία ἐκ τῆς φύσεώς Της. Μέ τήν διατύπωσι αὐτῆς τῆς παραγράφου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν φαίνεται νά ἀπευθύνῃ πρόσκλησι πρός ὅλους τούς ἐκτός αὐτῆς Χριστιανούς νά ἐπιστρέψουν στήν δική της ἁγιοπνευματική ἑνότητα, ἀλλά φαίνεται νά συμβάλλῃ στήν ἀναζητουμένη μέ ὄχι ὀρθό τρόπο ἀπό τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο παγχριστιανική ἑνότητα. Αὐτή ἡ λανθασμένη ἀναζήτησις φαίνεται καί ἱστορικῶς ἀπό τίς κινήσεις τοῦ προτεσταντικοῦ κατ’ ἀρχήν κόσμου, καί κατόπιν τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας (Β’ Βατικανή), μέ τίς ὁποῖες συνεδέθη κατά τόν παρελθόντα αἰῶνα καί τό διαχριστιανικό ἄνοιγμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί ἡ μέν πρόθεσις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι νά δώσουν μαρτυρία τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», ἀλλά εἶναι ταυτόχρονα πολλαπλῶς μεμαρτυρημένο ὅτι ὁ παποκεντρικός καί ὁ προτεσταντικός οἰκουμενισμός δέν στοχεύουν στήν ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἀλλά σέ μία ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί ἠθῶν. Εἰδικώτερα ὁ παποκεντρικός οἰκουμενισμός μέ τά ἀνοίγματα τῆς Β’ Βατικανῆς στοχεύει σέ ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων, ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς «κοινωνίας μετά τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου»! Πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἑνότητα στήν ὁποία στοχεύει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, προτείνεται νά γραφῇ ὅτι μόνη αὐτή συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησίαi
.
2ον. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται ὡς ἑξῆς:

Πρῶτον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας («Πιστεύω... εἰς Μίαν»). Μία εἶναι ἡ Νύμφη. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες ὄνομα μόνο ἔχουν χριστιανικό ἀλλά δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ: «εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ» (ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, Πανάριον, π’). Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί μοναδική («Μία Ἁγία») θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν μοναδικότητα τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. «Αὐτὸς γὰρ, φησὶν, ἐστὶν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· ὃν ἔχειν αἱρετι-
κοὶ κεφαλὴν ἀπηξίωσαν» (Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 60, 745). Ἡ ἀποστολική διαβεβαίωσις «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. δ’ 5), καί ἄλλες συναφεῖς ἐκφράσεις, ἐπαναλαμβάνονται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας, ὁσάκις πρέπει νά τονισθῇ ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ἔναντι τῶν αἱρέσεων ὅσον καί ἔναντι τῶν σχισμάτων (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΑ’, ε’, PG 62, 86).

Δεύτερον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως ἡμῶν τῶν μελῶν Της μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό, θεμελιοῦται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας ἐπί τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἴμαστε οἰκοδομή Χριστοῦ, «ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ. 2, 20-21). Καί, ὅπως ὁ ἴδιος θεῖος ἀπόστολος προσμαρτυρεῖ, Αὐτός, «ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4, 15-16). Τήν ἑνότητα αὐτή μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό πραγματοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος ἑνότητος εἶναι ἡ «δόξα», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Κύριος στούς ἰδικούς Του: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17, 22-23)1 Ζωή ἑνοποιός τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, ἡ ὁποία προχεομένη ἐκ τοῦ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γίνεται ὁ σύνδεσμος τῆς ἑνότητός μας. Εἶναι, κατά τήν λειτουργική εὐχή, «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Σέ αὐτήν τήν ἑνότητα θείας ζωῆς δέν μετέχουν ὅσοι ἐξ ἰδίας προαιρέσεως ἐπιμένουν νά εἶναι «κόσμος» καί ὄχι σῶμα Χριστοῦ: «Οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ», παρατηρεῖ μέ ἔμφασι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, «ἀλλά περί ὧν δέδωκάς μοι». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια τό σημεῖο αὐτό τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς: «οὐχ ἑτέρων εἶναι δεικνὺς τὸ συνεῖναί τε αὐτῷ καὶ ἀξιοῦσθαι βλέπειν τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἢ τῶν ἑνωθέντων τε ἤδη δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρὶ» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην, 3, 5).

Τρίτον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν ταυτότητα τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, στήν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἐν τῇ αὐτῇ μιᾷ Εὐχαριστίᾳ, στήν ταυτότητα τοῦ ἤθους καί στήν κοινή ἐμπειρία τῆς Χάριτος σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, στοιχεῖα τά ὁποῖα καθιστοῦν κάθε τοπική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔκφρασιν ἐν τόπῳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶναι ἐξίσου σῶμα Χριστοῦ μέ τήν ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἐφέσου, καί ἡ σχέσις τους εἶναι κοινωνία Πνεύματος Ἁγίου καί ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Δέν ὑφίσταται μεταξύ τους ἑτερότης, καθό ἐκκλησίες Χριστοῦ. Ἔχουν οὐσιώδη ἑνότητα. Διότι ἡ ἁγιότης, ἡ ἀποστολικότης καί ἡ καθολικότης ὑπάρχει ἤδη σέ κάθε τοπική ἐκκλησία, ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ παρόντα τόν ὄλο Χριστό.

Ἡ παράγρ. 2 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διαλαμβάνει ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ... ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι»2
.
Προφανῶς δέν ἀναφέρεται στήν ἔννοια τῆς ἑνότητος ἡμῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό δέν ἐνδιαφέρει τό ἐν λόγῳ κείμενο, ἀλλά καί διότι αὐτονοήτως στήν περίπτωσι αὐτή θά ἐχρησιμοποιεῖτο κατά κάποιον τρόπο μία παύλειος ἔκφρασις, ὅπως π.χ. «σῶμα Χριστοῦ». Ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ὅπως προκύπτει ἀπό τό συνολικό ὕφος τοῦ κειμένου.

Ὅπως προελέχθη, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες χαίρουν οὐσιώδους ἑνότητος καί δέν χρειάζεται νά θεμελιώνουν μία μεταξύ τους ἑνότητα «ἐν ἑτερότητι» (διότι αὐτό σημαίνει κοινωνία). Ἐπ’ ἐσχάτων ἡ ἰδέα νά θεμελιωθῇ ἡ ἑνότης τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» στό Μυστήριον τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος, προκειμένου νά ἔχουν «ἑνότητα ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity), ὑπῆρξε γέννημα τοῦ πολυδιεσπασμένου Προτεσταντισμοῦ. Ὁ σύγχρονος Προτεσταντισμός στήν ἑτερότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελιώνει τήν διαφορετικότητα τῶν πολυαρίθμων ἐκδοχῶν του, στήν δέ ὁμοουσιότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελιώνει τήν μοναδικότητα τῆς μιᾶς, κατ’ αὐτόν, ἀοράτου Ἐκκλησίας(!), τῆς ὁποίας ὁρατές μορφές(!) εἶναι ἡ πολυάριθμος σειρά τῶν παραφυάδων του 3. Ἡ ἰδέα κατόπιν ἀξιοποιήθηκε ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ὁμιλεῖ γιά ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων (λέγε οὐνία), ἀλλά ἑνότητα πού ἐξασφαλίζεται μέ τήν ἀποδοχή τοῦ πετρινείου ἀξιώματος τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης (Πρωτεῖο).

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν πρέπει νά ἐπιτρέψῃ σέ κείμενό της παράχρησι τοῦ ὅρου «ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», πού γίνεται μέ τήν ἔκφρασι «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι». Γι’ αὐτό θά μποροῦσε νά προταθῇ τροποποίησις πού νά δηλώνῃ τήν θεμελίωσι τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας στήν μοναδικότητα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἐπίσης τήν ἑνότητα τῶν μελῶν της στήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων ii.
.
Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς ἀνωτέρω τροποποιήσεως, ἡ παράγρ. 3 ἐπιδέχεται ἀναγκαῖες προσθῆκες iii.

3ον. Οἱ διμερεῖς διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἑτεροδόξων.

Μέ τίς παραγάφους 4-15 τό σχέδιο κειμένου ἀποτυπώνει τό πῶς ἔχουν διεξαχθῆ οἱ διμερεῖς διαχριστιανικοί διάλογοι. Σέ αὐτούς ὅμως, παρά τόν στόχο τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει ἑνώσεως, ἔχουν συμβεῖ θεολογικά ἀτοπήματα, γιά τά ὁποῖα ἔχουν ἐκφρασθῇ ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐξαίρετοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Μποροῦμε νά θυμίσουμε τά συμπεράσματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους (Κοινές Δηλώσεις 1989, 1990) καί τήν συμφωνία Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν μέ τό Κείμενο τοῦ Balamand τό 1993, τά ὁποῖα ἔχουν ἐπισύρει ἀξιόλογη καί τεκμηριωμένη κριτική. Στό πλαίσιο τῶν διμερῶν διαλόγων ἔχουν ἐπίσης ἀναπτυχθῆ συμφωνίες τῶν ἑκατέρωθεν ἀντιπροσωπειῶν (ad referendum πρός τήν Μεγάλη Σύνοδο), οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ἀκόμη ἀξιολογηθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀλλά δείχνουν ὅτι δέν θεμελιώνονται στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως π.χ. ἡ ἀναγνώρισις ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρα, ἀποστολικῆς πίστεως, αὐθεντικῶν μυστηρίων καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς στήν Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία (Μόναχο 1982, Μπάρι 1987, Νέο Βάλαμο 1988). Γράφεται προοιμιακῶς στό κείμενο τοῦ Μονάχου ὅτι: «ἐκφράζομεν ἀπό κοινοῦ μίαν πίστιν, ἡ ὁποία εἶναι συνέχισις τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων». Στό Νέο Βάλαμο ἐπίσης: «Εἰς ἀμφοτέρας τάς Ἐκκλησίας μας ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεμε-
λιώδης διά τόν ἁγιασμόν καί διά τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ».

Ἐπίσης, τό προσχέδιο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τό ὁποῖο εἶχε ἑτοιμάσει ἡ Γ’ Προσυνοδική Διάσκεψις τό 1986, περιελάμβανε ἀποτιμήσεις τῶν ἐπί μέρους διμερῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖες ἀφαιρέθηκαν ἀπό τά τελικά ἐν σχεδίῳ κείμενα. Σήμερα εἴμαστε σέ θέσι νά γνωρίζουμε ὅτι κανείς ἀπό αὐτούς τούς διαλόγους δέν ἔχει εὐοίωνη προοπτική, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν μας σέ αὐτούς. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν μετακινοῦνται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Β’
Βατικανῆς, πού θέλει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἐλλιπῆ ἐκκλησία, ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζει τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί προωθοῦν ἕνα νέο σχῆμα οὐνίας. Οἱ Ἀγγλικανοί, οἱ Λουθηρανοί καί οἱ Μεταρρυθμισμένοι δέν φαίνεται νά ἀνακάμπτουν ἀπό τόν θεολογικό καί ἠθικό ἐκτροχιασμό τους. Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, μετά τήν ἀποτυχία τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ἔχουν διατυπώσει τίς μονοφυσιτικές χριστολογικές τους ἀπόψεις μέ σαφήνεια πού δέν χωρεῖ ἀμφιβολία.

Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά ἔπρεπε νά ἐπικυρώσῃ ἁπλῶς τήν στοχοθεσία καί τήν μεθοδολογία τῶν διμερῶν διαλόγων, ὅπως εἶχαν αὐτές ὁρισθῆ πρίν ἀπό δεκαετίες, ἀλλά νά τίς τροπο-
ποιήσῃ. Νά μή ἐπιβεβαιωθοῦν τά λάθη τοῦ παρελθόντος, ἀλλά νά δοθοῦν. προοπτικές πού ἐκπηγάζουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί τήν ἀγιοπνευματική αἴσθησι συγχρόνων Ἁγίων καί ἁγιασμένων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι:

α’. Νά ἀξιοποιηθοῦν οἱ ἀντιαιρετικές συγγραφές ἁγίων Πατέρων (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ), καθώς καί οἱ ἀποφάσεις τῶν μεγάλων Ὀρθοδόξων συνόδων ἐπί Μεγ. Φωτίου (879), ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1341, 1347, 1351) καί ἄλλων σημαντικῶν, ὅπως τοῦ 1282-84 πού ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών καί τοῦ 1484 πού ἀκύρωσε τήν ἐν Φλωρεντίᾳ ψευδοσύνοδο, μέχρι τίς συνοδικές ἀποφάνσεις τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἐτῶν 1672, 1848 καί 1895.

β’. Νά ἀναθεωρηθοῦν καινοτομίες περί τήν πίστι, ὅπως ἡ «βαπτισματική θεολογία» (ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι τελοῦν αὐθεντικό βάπτισμα)· ἡ κακῶς νοουμένη «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» (πού σημαίνει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, ἐφ’ ὅσον τελοῦν εὐχαριστία, εἶναι Ἐκκλησία)· καί ὁ «θεολογικός περσοναλισμός» (πού εἶναι ἀνεπίτρεπτη προβολή τῶν κτιστῶν περί προσώπου κατηγορημάτων στήν θεολογία τῶν θείων Προσώπων).
γ’. Νά ἀκυρωθοῦν οἱ ἀποφάσεις τοῦ διμεροῦς διαλόγου μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, καθώς οἱ παρενέργειες αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων (μερική μυστηριακή διακοινωνία) ἔχουν γίνει συνήθεις σέ ὡρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί προωθοῦνται στήν Ὀρθόδοξο Διασπορά4
.
δ’. Νά ἐπαναδιατυπωθῇ ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, ὅτι οἱ ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά λόγους πίστεως, καί νά ἀκυρωθοῦν νεώτερες ἀπόψεις πού θεωροῦν τούς ἑτεροδόξους ἐντός τῆς Ἐκκλησίας σέ κατάστασι ἀκοινωνησίας. Ἀπό τήν ἀποστολική ἀκόμη ἐποχή οἱ εἰκόνες τῆς οἰκοδομῆς, τῆς ἀμπέλου καί τοῦ σώματος χρησιμοποιοῦνται γιά νά περιγράψουν τήν σχέσι τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρός τίς ἀποκομμένες ἀπό Αὐτήν χριστιανικές κοινότητες: τήν σχέσι τῆς ὑγιαινούσης ρίζης πρός τούς ἀπεξηραμμένους καί ἐκπεσόντας κλάδους της ἤ τήν σχέσι τοῦ ὑγιαίνοντος σώματος πρός τά νεκρά μέλη. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἀπό τῆς Ἐκκλησίας «ἐξεκλάσθησαν ὥσπερ κλάδοι αἱ ἀφορισθεῖσαι αἱρέσεις, εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ, ἀλλ' αἱ μὲν ἀπὸ μήκοθεν αὐτοῦ πολὺ διεστῶσαι, αἱ δὲ διά τι ἐλάχιστον ἀποκληρονόμους καὶ ξένας αὐτοῦ ἑαυτὰς καταστήσασαι καὶ τὰ αὐτῶν τέκνα τῶν οὐκ οὐσῶν ἐνθέσμων, ἔξω δὲ βεβηκυιῶν, μόνον δὲ τὸ ὄνομα ἐπικεκλημένων Χριστοῦ» (Πανάριον, αἵρεσις π’).
Ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς διαλέγεται μέ ὅσους ἐπιθυμοῦν τόν διάλογο. Θέτει ὅμως ὅρους καί κανόνες. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι σαφής σέ αὐτή τήν διαδικασία. Πρῶτον, τονίζει τήν σημασία τῆς σπουδῆς γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καί τήν ὑπέρβασι τῶν σχισμάτων5 καί προσδιορίζει τό πνεῦμα διεξαγωγῆς του 6. Δεύτερον, ὁρίζει συγκεκριμένο δογματικό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁποίου ὀφείλει νά γίνῃ ἡ ἕνωσις 7, ὅπως ἐπίσης καί κανόνες διαλόγου, ὥστε οἱ συζητήσεις νά μή εἶναι ἀτέρμονες καί ἀναποτελεσματικές, οὔτε βλαπτικές τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας 8. Καί τρίτον, θέτει προθεσμία λήξεως στόν διάλογο, ὅταν οἱ αἱρετικοί ἐπιμένουν στίς ἀπόψεις τους 9, χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι παύει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ὅταν πλέον παγιώθηκαν οἱ αἱρέσεις, οἱ διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀναλόγως τῶν προϋποθέσεων καί τῶν στόχων, εἶχαν διαφορετικά ἀποτελέσματα. Ἐπί αὐτοκράτορος Ἡρακλείου π.χ. οἱ πατριάρχαι Κων/πόλεως ἔκαναν διαλόγους μέ πολιτική σκοπιμότητα, ἀλλά κατέληξαν στόν μονοθελητισμό. Ὁ Μέγας Φώτιος ὅμως πραγματοποίησε μέ ὑγιῆ τρόπο θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Ἀρμενίους καί ἐκέρδισε στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τίς δυτικές ἀρμενικές ἐπαρχίες, ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔδωσε ἀκραιφνῆ Ὀρθόδοξο μαρτυρία μέ τόν διάλογό του πρός τούς Χιόνας (Τούρκους). Καί οἱ ἀοίδιμοι Πατριάρχαι ἐπί τουρκοκρατίας ἔκαναν ἀξιοπρεπεῖς διαλόγους μέ τούς Διαμαρτυρομένους θεολόγους, ἀλλά εὐθαρσῶς τούς διέκοψαν ὡς ἀτελεσφόρους 10.

Βάσει τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας περί διαλόγων καί ἐν γνώσει τῶν δεδομένων τῶν σημερινῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων ἡ παράγρ. 4 μπορεῖ νά δεχθῇ τροποποιήσεις πού θά δώσουν στό κείμενο Ὀρθόδοξη περί διαλόγων προοπτικήiv. Συναφῶς πρός τήν ἀναδιαρθρωμένη παράγρ. 4, οἱ παράγρ. 5, 6 καί 7 θά μποροῦσαν νά δεχθοῦν ἀναγκαῖες ἀλλαγές v.

Στήν παράγρ. 8 θά μποροῦσε νά γίνῃ ἐπίσης ἀπαραίτητη τροποποίησις, ὥστε ὡς προοπτική τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων νά μή τίθεται ἡ ἀναζήτησις τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ὡσάν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέχρι σήμερα νά μή εἶναι ἡ πιστή συνέχειά της, ἀλλά στόχος τους νά εἶναι ἡ ἐπιστροφή πάντων σέ αὐτή τήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, καθώς αὐτή εἶναι ἡ ἀμετάβλητη ἀνά τούς αἰῶνες Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων vi.

Στίς παραγρ., τέλος, 9-15 περιλαμβάνονται διαδικαστικά (μεθοδολογικά) θέματα, τά ὁποῖα δέν ἁρμόζει νά ἀποτελέσουν ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ παράγραφοι αὐτές παρέμειναν στό κείμενο γιά νά ἀποκτήσουν καί τυπική ἰσχύ, ἀλλά ἡ σοβαρότης τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου ἀπαιτεῖ τήν ἀπόσυρσί τους. Προτείνεται αὐτά τά θέματα νά ρυθμισθοῦν ἀπό μικροτέρας ἰσχύος πανορθόδοξο συνοδικό ὄργανο, ἀφ’ ὅτου ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποφασίσῃ περί τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐγκυρότητος τῆς μεθοδολογίας καί τῆς στοχοθεσίας τῶν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθέντων διαλόγων vii.

4ον. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε.

Στἰς παραγρ. 16-19 ἀποτυπώνεται ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. Ὡς γνωστόν ἡ δημιουργία τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ ἑφεξῆς λειτουργία του ἀκολούθησαν τά πρότυπα κοσμικῶν συνασπισμῶν (Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, Ο.Η.Ε.). Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό, μετά τίς κοσμογονικές ἀλλαγές πού ἀκολούθησαν τούς παγκοσμίους πολέμους, κρίθηκε ἀπαραίτητη. Ὅμως, ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ, ἡ ‘‘ἑνότης’’ πού ἐπιδιώκεται στό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι ἡ ἑνότης πίστεως, μυστηρίων καί ἤθους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀλληλοαναγνώρισις τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεων, τῶν τρόπων διακονίας καί τῶν ‘‘μυστηρίων’’ ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του σέ μία μορφή «ἑνότητος ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity).

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή στίς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλληλοαναγνωρισθῆ τό Βάπτισμα τῶν κυριωτέρων προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί τό ‘‘βάπτισμα’’ τῶν Πεντηκοστιανῶν στό Ἅγιο Πνεῦμα (9η Γενική Συνέλευσις Π.Σ.Ε, Κείμενο: «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», 8-9. Βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, Ἅγιον Ὄρος Φεβρουάριος 2007, σελ. 24 κ.ἑξ.). Καί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς γνωστόν, ἔχουν ἀναγνωρίσει τό Βάπτισμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καί τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Γερμανίας (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11).

Ἡ προτεσταντική θεωρία περί ἀοράτου ἐκκλησίας καί ‘‘ἑνότητος’’ τῶν ὁρατῶν προτεσταντικῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, μέ τήν μορφή ἀλληλοαναγνωρίσεως, συνυπάρξεως καί συνεργασίας γιά κοινή μαρτυρία στόν κόσμο, δεσπόζει στήν προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων συναντᾶ ἀνυπέρβλητες δυσκολίες ἀπό τίς ἀνεξέλεγκτες πλέον ἠθικές κατευθύνσεις τῶν Προτεσταντῶν (χειροτονίες γυναικῶν, ὁμοφυλοφιλία κ.λπ.).

Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἀναθεωρήσῃ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε., διότι ἡ φθορά τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μεγεθύνεταιviii. Ἐάν ὅμως κριθῇ ὅτι ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη γιά λόγους ὑψίστου, καλῶς νοουμένου καί θεοφιλοῦς συμφέροντος ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τί ἐστι τό συμφέρον) καί ὄχι κοσμικῆς σκοπιμότητος ἤ ἀνούσιου συμφυρμοῦ, κάποιες τροποποιήσεις στό ἐν σχεδίῳ κείμενο θά ἦταν ἀπαραίτητες, ὥστε ἡ συμμετοχή νά εἶναι σύμφωνη πρός τήν Ἐκκλησιολογία της. Ἤτοι:

Νά περιληφθῇ φράσις πού νά θέτῃ ζήτημα διακοπῆς τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον ἡ στοχοθεσία του παραμένει προτεσταντικῆς προοπτικῆς.

Νά περιληφθῇ παράγραφος πού νά θέτῃ ὅρια στόν τρόπο συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, χωρίς συμπροσευχές καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις ἀλλά μέ ἐπαφές ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος.

Νά περιληφθῇ πρότασις, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διατυπώνουν τίς θέσεις τους μέ τήν μορφή χωριστῶν δηλώσεων, ὅπως γινόταν μέχρι τό 1961 ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες.

Στήν παράγρ. 16, εἰδικότερα γίνεται ἀναφορά στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ διαχριστιανικούς ὀργανισμούς καί περιφεριακά ὄργανα τοῦ Π.Σ.Ε., καί μάλιστα μέ τήν παρατήρησι ὅτι «ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Τό ἔργο τῶν ὀργανισμῶν αὐτῶν δέν εἶναι, ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως κρινόμενο, σύμφωνο μέ τίς προσδοκίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Εἶναι ἐν προκειμένῳ γνωστές κάποιες ἐνέργειες τῶν διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν τό Ὀρθόδοξο αἴσθημα. Μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι, ἐπί παραδείγματι, σχετική μέ τήν ψήφισι τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Χάρτας ἀπό τό C.E.C καί τό C.C.E.E., ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφα τῶν Ἐπιτροπῶν ἐπί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων. Θά ἦταν πραγματική ἀστοχία, ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβεβαίωνε μεθόδους καί στόχους διαχριστιανικῆς συνεργασίας, ὅπως αὐτές.

Ἡ παράγρ. 20 ὀφείλει νά τροποποιηθῇ. Οἱ ἱεροί Κανόνες 7 τῆς Β’ καί 95 τῆς Πενθέκτης προσδιορίζουν τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων προσερχομένων στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὄχι τήν προοπτική τοῦ διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μαζί τους, ἐνόσῳ αὐτοί παραμένουν στίς ἑτεροδιδασκαλίες τους ix.

Δέν πρέπει ἐπίσης νά λησμονῆται ὅτι ἡ ἀρχική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν διαχριστιανικῶν ὀργάνων, π.χ. στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις», περιελάμβανε ὅρον, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποί της δέν θά συμμετέχουν σέ δογματικές συζητήσεις καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις στό πλαίσιο συνεργασίας τους (βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα...., τόμ. ΙΙ, σελ. 962-963). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στήν Λούνδη (πρώτη σύσκεψις τοῦ «Πίστις καί Τάξις» ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ
Π.Σ.Ε., 1952), ὅπου ἐδήλωσαν: «... ἡ Ἱεραρχία τῆς ὅλης Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιφυλάσσει δι’ ἑαυτήν καί μόνην τό δικαίωμα νά ὁρίζῃ τί εἶναι σφαλερόν εἰς θρησκευτικά ζητήματα καί τί εἶναι σύμφωνον ἤ ἀσύμφωνον πρός τήν πίστιν αὐτῆς...».

Δεδομένης σήμερα τῆς παραγωγῆς θεολογικῶν κειμένων ἀπό τίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε., εἴμαστε σέ θέσι ἀπό τήν μελέτη τους νά ἀντιληφθοῦμε τήν θεολογική προοπτική τῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε. Ἀπό τήν μελέτη τους διαπιστώνουμε ὅτι χρειάζεται περισσότερη προσοχή καί ἐπιφυλακτικότης γιά τά ἐκπονούμενα κείμενα. Τέτοιο κείμενο εἶναι π.χ. τό κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», στό ὁποῖο μέ σαφήνεια καί ἐν γνώσει τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσ-
ώπων δεσπόζει στό Π.Σ.Ε. ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία (βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς...., σελ. 13 κ.ἑξ.).

Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ παράγρ. 21 θά μποροῦσε ἐπίσης νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά δηλωθῇ ἡ ἐπιφυλακτικότης γιά τά θεολογικά κείμενα πού παράγονται στίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε. x.
.
Ἡ παράγρ. 22, παρά τήν σπουδαιότητά της γιά τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά μποροῦσε νά μή περιληφθῇ στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», καθότι ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης προοπτικῆς.

5ον. Ὡρισμένες συνέπειες τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου.

Ἡ παράγρ. 23, ἐάν τήν ἐννοοῦμε σωστά, σημαίνει δύο πράγματα. Πρῶτον, σημαίνει ἐκδηλώσεις φιλοφρονήσεων πρός τούς ἑτεροδόξους. Ὅμως στό πλαίσιο αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων παρέχεται ἡ ψευδής ἐντύπωσις ὑγιοῦς πορείας πρός ἑνότητα ἤ καί ὑπαρχούσης ἑνότητος, καί ἐκφέρεται λόγος ἀπό ἐπίσημα βήματα καί πρόσωπα περί αὐτῆς. Εἶναι γνωστό ὅμως ὅτι μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀναπαύεται σέ ὅλα αὐτά τά ἀνοίγματα, καί ὅτι ἡ ἑνότης πού καλλιεργεῖται δέν εἶναι ἀληθής. Δεύτερον, σημαίνει ὅτι πανορθοδόξως ἀποφασίζεται νά μή γίνωνται δεκτοί οἱ ἑτερόδοξοι πού προσέρχονται στήν Ἐκκλησία: «ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ». Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν πίστι καί τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας. Μέ διαλόγους ἀμφιβόλου ἐκβάσεως ἀναιρεῖται ἡ ἱεραποστολική φύσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποστερεῖται ἀπό τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἡ δυνατότης ἐπιστροφῆς τους στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἡ παράγρ. 23 σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω πρέπει νά τροποποιηθῇ xi.

Είς δέ τήν ἀκροτελεύτιο παράγραφο πρέπει νά ἀποφευχθῇ ἡ φράσις «ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν θά δεσμευθῇ μέ πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφασι γιά κάθε εἴδους διαχριστιανική συνεργασία, ἀλλά θά μείνῃ στήν ἐλπίδα τῆς καρποφορίας τῆς δικῆς της ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας xii.

Γ’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»


1ον. Ὑποδείγματα θεοσυνεργήτων τροποποιήσεων.

Οἱ παράγρ. ΙΙ3 καί ΙΙ4 εἶναι ὑποδείγματα Ὀρθοδόξως ἐκφερομένου συνοδικοῦ λόγου, συμφώνου πρός τήν ἐκκλησιαστική παράδοσι καί θεολογία περί ἱερωσύνης, γάμου καί μοναχισμοῦ. Ἐκτός τούτου εἶναι καί παραδείγματα γιά τό ὅτι μέχρι τελευταίας στιγμῆς μπορεῖ νά γίνουν θεοσυνέργητες τροποποιήσεις, ἐάν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι στά προσχέδια τοῦ κειμένου αὐτοῦ (Β’ Πανορθόδοξος Προσυνοδική Διάσκεψις, 1982) ὑπῆρχαν προτάσεις γιά διαφορετικές ἀποφάσεις (γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν καί ἱερολόγησι τοῦ γάμου
τῶν ἐκπεσόντων τοῦ μοναχικοῦ σχήματος Μοναχῶν), πού εὐτυχῶς ἀποφεύχθηκαν. Τό ἴδιο ἀναλογικά ἰσχύει καί μέ τήν τροποποίησι πού δέχθηκε τό προσχέδιο κειμένου περί νηστείας ἤδη ἀπό τό 1986 (Γ’ Πανορθόδοξος Προσυνοδική Διάσκεψις), ὥστε νά λάβῃ τήν γενικῶς σήμερα παραδεκτή μορφή του.

2ον. Ἡ περί γάμου προθεωρία καί ἀναγκαῖες προσθῆκες.

Τό σχέδιο κειμένου «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» ἔχει μία Ὀρθοδόξως τεκμηριωμένη προθεωρία. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ἡ προθεωρία αὐτή νά θεμελιωθῇ, ἐπιπροσθέτως, καί ἐπί τῶν περί γάμου ἱ. Κανόνων διά παραπομπῆς σέ αὐτούς πού ἔχουν κυρωθῇ διά τοῦ β’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης, διότι δι’ αὐτῶν προστατεύεται ὁ γάμος ἀπό τήν ἐκκοσμίκευσί του. Γι’ αὐτό προτείνεται ἡ προσθήκη κάποιας παραπομπῆς σέ αὐτούς τούς ἱ. Κανόνας xiii.

Ἐπίσης, γιά λόγους πιστότητος στήν Κανονική παράδοσι χρειάζεται μία προσθήκη (φαίνεται μέ ἔντονη γραφή) στήν κατωτέρω διατύπωσι τῆς ἰδίας αὐτῆς παραγράφου Ι4: «Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τόν γάμον εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, μία πίστις, τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά ἀποδέχωνται ὁ νυμφίος καί ἡ νύμφη, ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή» 11.

3ον. Ὁ γάμος ὡς ὁδός θεώσεως (ἡ ἀσκητική τοῦ γάμου).

Ἡ θεμελίωσις τῶν κωλυμάτων γάμου στούς ἱ. Κανόνας 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης συμπληρώνεται εὔστοχα ἀπό τήν φράσι: «καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως», ὄχι ὅμως ἐπαρκῶς. Ἡ παραπομπή στούς Καταστατικούς Χάρτες τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί στίς συνοδικές ἀποφάσεις τους δέν καλύπτει τό θέμα, ἐάν δέν γίνῃ παραπομπή καί στούς προαναφερθέντες ἱ. Κανόνες καί τίς μετέπειτα συνοδικές ἀποφάσεις τῶν ἀοιδίμων πατριαρχῶν καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων.

Ὁ λόγος γιά μία ὁλοκληρωμένη, καί ὄχι ἀποσπασματική, ἀναφορά στήν κανονική περί γάμου παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά βοηθηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στόν ἀγῶνα τους γιά τήν πνευματική ὡρίμανσι καί θέωσι. Διότι καί ὁ Ὀρθόδοξος γάμος εἶναι μυστήριον φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκησις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν περιλαμβάνει καί τήν σωφροσύνη, ἡ ὁποία κατά τήν ἐκλογή συζύγου ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της. Ἡ διαδικασία τῆς ἐκλογῆς συζύγου, ὅπως καί ἡ ὁλοκλήρωσίς της μέ τόν Ὀρθοδόξως ἱερολογηθέντα γάμο, δέν εἶναι ἰδιωτική μόνο ὑπόθεσις, ὅπως θά ἐθεωρεῖτο στήν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή μας, ἀλλά ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική. Μέλη τοῦ Χριστοῦ οἱ νέοι ἀναζητοῦν ἄλλα μέλη τοῦ Χριστοῦ γιά νά συνδεθοῦν «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», νά κάνουν τήν ζωή
τους Βασιλεία Θεοῦ. Αὐτό λέγει καί ἡ παράγρ. Ι4 τοῦ σχεδίου κειμένου.

Ἑπομένως, ὡς ἀντανάκλασις αὐτοῦ τοῦ φρονήματος, προτείνεται ἡ παράγρ. ΙΙ1 νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά διαφυλαχθῇ ἀναλλοίωτη ἡ συνοδική παρακαταθήκη τῆς ἀσκητικῆς τοῦ γάμου xiv.

Ἔτσι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά βοηθήσῃ τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας νά μή μειώσουν τό ἀσκητικό φρόνημά τους καί νά μή διακινδυνεύσουν τήν πορεία τους πρός τήν τελειότητα, ἐπιλέγοντας ἐμπαθῶς γιά γάμο πρόσωπα μέ ὅλο καί μικρότερους βαθμούς συγγενείας. Ἄλλωστε τέτοιες περιπτώσεις θά οἰκονομηθοῦν χωρίς εἰδική ἀπόφασι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά περιορισμό τῶν κριτηρίων στούς Κανόνες 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἐπί αἰῶνες δέν εἶχαν τηρηθῆ ἀκριβῶς ἀλλά ἐπί τό αὐστηρότερον (δέν συνῆπτον π.χ. γάμο δεύτερα ἐξαδέλφια, βλ. Πηδάλιον).

4ον. Διευκρινίσεις στόν ὅρο «διγαμία».

Στήν παράγρ. ΙΙ2 ἡ ἔννοια «διγαμία» δέν χρησιμοποιεῖται μέ τόν κανονικῶς ἀκριβῆ ὁρισμό της. Στήν φράσι «συμφώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τήν διγαμίαν καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθοδόξον κανονικήν παράδοσιν» ἡ διγαμία χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια ὅτι κάποιος ἔχει καί δεύτερη σύζυγο προτοῦ πάρῃ διαζύγιο ἀπό τήν πρώτη. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ λέξις διγαμία συναντᾶται στά σύγχρονα λεξικά (βλ. λῆμμα στό Μέγα Ἑλληνικό Λεξικό Φυτράκη), καί ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ διγαμία στό σχέδιο κειμένου κατηγορηματικῶς καταδικάζεται ὅπως καί ὁ τέταρτος γάμος. Ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καταδικαστέος εἶναι καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος καί ὁ πολλοστός, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει λυθῆ κανονικῶς ὁ πρῶτος γάμος. Ἡ πολυγαμία δέν ἔχει θέσιν στήν Ἐκκλησία.

Στήν κανονική παράδοσι ἡ ἔννοια τῆς διγαμίας εἶναι διαφορετική. Σημαίνει ὅτι κάποιος, εἴτε λόγῳ θανάτου τῆς συζύγου εἴτε λόγῳ μοιχείας, ἔχει ἤδη διαζύγιο καί νυμφεύεται δεύτερη γυναῖκα. Αὐτός ὁ γάμος «παραχωρεῖται», δηλαδή συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Καί ὁ τρίτος γάμος, ἐννοεῖται λόγῳ θανάτου ἤ μοιχείας καί τῆς δευτέρας συζύγου, γίνεται ἀνεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ ἑπόμενος, ὁ τέταρτος, ἔστω καί ἄν συντρέχουν οἱ προηγούμενες προϋποθέσεις τοῦ θανάτου ἤ τῆς μοιχείας, δέν ἐπιτρέπεται.

Ἡ διγαμία λοιπόν, ὑπό τήν ἀνωτέρω κανονική της ἔννοια, συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δηλαδή γίνεται δεκτή μετά ἀπό ἐπιτίμιο. Οἱ ἱεροί Κανόνες, τοῦ Μεγ. Βασιλείου ὁ δ’ καί τῆς ἐν Νεκαισαρείᾳ ὁ ζ’ ὁρίζουν πῶς γίνεται δεκτός ὁ δίγαμος καί ὁ τρίγαμος. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σημειώνει ἀκριβέστερα: «Ἡ μὲν οὖν διγαμία παρακεχώρηται δῆλον ὅτι ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀποστόλου καὶ δι' αὐτοῦ παρὰ Χριστοῦ, οὐ μὴν νόμος, ὥσπερ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἀλλὰ συγχώρησις».

Ἑπομένως προτείνεται νά τροποποιηθῇ ἡ φράσις διά τοῦ: «καταδικάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον... κτλ» xv.

Ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν μή κανονική χρῆσι τῆς ἔννοιας τῆς διγαμίας στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐάν κατανοήσουμε θεολογικῶς τήν ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως θέσι τῆς διγαμίας στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε σέ θέσι νά ἀντιληφθοῦμε ἀναλογικά καί τό σοβαρό θεολογικό πρόβλημα πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἱερολόγησι τῶν μικτῶν γάμων.

5ον. Οἱ μικτοί γάμοι καί τά θεολογικά τους προβλήματα.

Ἡ παράγρ. 5i, περί τῶν μικτῶν γάμων «Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων», ἔχει δύο θεολογικά προβλήματα:

α’. Ὁ μικτός γάμος δέν ἔχει θεολογική βάσι.
Ὁ μικτός γάμος μέ ἑτεροδόξους, γράφεται στό σχέδιο κειμένου, «κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου)». Διότι, ὅπως σωστά λέγεται στήν προθεωρία περί γάμου τοῦ σχεδίου κειμένου: «Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός συνιστᾷ μίαν μικράν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας». Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ ἕνωσις τῶν χριστιανῶν συζύγων εἶναι μυστήριον εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὥστε «θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου νά εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης» καί ἡ ἕνωσίς τους «διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης» νά εἶναι εἰσαγωγή «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος» (παράγρ. Ι4). Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος, ὡς φανέρωσις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁλοκληρώνεται καθώς οἱ νεόνυμφοι στήν Θεία Λειτουργία μεταλαμβάνουν τῶν θείων Μυστηρίων (κατά τήν ἀρχαία τάξι). Δεδομένου λοιπόν ὅτι ὁ μικτός γάμος δέν μπορεῖ νά εὐλογηθῇ γιά τούς ἀνωτέρω θεολογικούς λόγους, δέν ἁρμόζει τούς συζύγους «εἰς Χριστόν καί εἰς
τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε τούς ἐντάσσει ὡς ζεῦγος «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος», διότι «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας» δέν μπορεῖ νά ἐνταχθῇ, τήν στιγμή τουλάχιστον τῆς τελέσεως τοῦ μικτοῦ γάμου, τό ἑτερόδοξον μέλος. Εἰς τί συνίσταται ἑπομένως ἡ «συγκατάβασις καί φιλανθρωπία», κατά τό ἐν σχεδίῳ κείμενο; Στήν οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους. Γιά τόν λόγο αὐτό προτείνεται νά τροποποιηθῇ τό ἐν σχεδίῳ κείμενο. Νά τελειώσῃ δηλαδή μέ τελεία στιγμή ἡ διατύπωσις περί τοῦ ὅτι ὁ μικτός γάμος κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν. Αὐτό εἶναι κανονικῶς ὀρθό. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἐπαναλάβῃ καί ἐπιβεβαιώσῃ τήν κανονική παράδοσι. Στήν συνέχεια τό κείμενο νά διαλαμβάνῃ ὅτι ὁ μικτός γάμος ἀντιμετωπίζεται κατ’ οἰκονομίαν ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱ. Κανόνες xvi.

Ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα, ὅπως βεβαίως καί ἡ διευκόλυνσις τοῦ ἑτεροδόξου μέλους νά ἐπανέλθῃ στήν Ἐκκλησία. Περί τοῦ τελευταίου διαλαμβάνει ὁ λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Ἄν ὅμως δέν θέλῃ τό ἑτερόδοξο μέλος νά ἀποδεχθῇ τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἀπομένει ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους κατά τούς I. Κανόνες.

Συνθῆκες γιά μικτούς γάμους ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν, ἀλλά τό θέμα ἀντιμετωπιζόταν κατά τούς ἱ. Κανόνες. Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, σέ κλίμα ἐκκλησιολογικῆς καθιζήσεως, ἄρχισε νά θεωρῆται ὡς οἰκονομία ἡ ἴδια ἡ ἱερολογία τῶν μικτῶν γάμων12. Δέν πρέπει ὅμως νά λησμονῆται ὅτι ἡ πρακτική αὐτή δέν ἔτυχε μέχρι σήμερα πανορθοδόξου συνοδικῆς διευθετήσεως. Θά εἶναι εὐτυχές νά λάβῃ τώρα μία σύμφωνη πρός τούς ἱ. Κανόνας διευθέτησι. Ἡ Ἐκκλησία ἐπί αἰῶνες δέν ἐπεκύρωσε συνοδικῶς κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἐντολή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δογματικῶς ὀρθό εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά μή θεσμοθετήσῃ κάτι πλέον τοῦ οβ’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης. Ἡ ὑπάρχουσα πρακτική τῶν μικτῶν γάμων πρέπει νά μείνῃ πρός καιρόν οἰκονομία τῶν ἐπισκόπων, χωρίς ἡ Σύνοδος νά διατυπώσῃ δεσμευτική ρήτρα τοῦ τύπου «κατ’ οἰκονομίαν εὐλογοῦνται μικτοί γάμοι». Ὅσο ὡριμάζουμε ἐκκλησιολογικά, μπορεῖ ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας (ποιμαντική τῆς θεώσεως καί ὄχι ἄλλων κατευθύνσεων) νά θεραπεύσῃ σύν τῷ χρόνῳ τίς πληγές πού δημιούργησαν ἀθεολόγητες περί τόν γάμο πρακτικές στόν νεωτερικό κόσμο τοῦ 19ου καί 20οῦ αἰῶνος. Ἄς μή δεσμευθῇ ἡ Ἐκκλησία μέ μία πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφασι. Οἱ μικτοί γάμοι εἶναι ἀναπόφευκτοι, ὅσο ὁ λαός ὑστερῇ σέ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία καί πνευματική ὡριμότητα.

β’. Ὁ μικτός γάμος συνιστᾶ ἀποδοχή τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας».Εἶναι ἐντελῶς ἀόριστη ἡ διατύπωσις τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων». Μέ ποιούς ἑτεροδόξους θά ἐπιτρέπεται (ἐνν. κατά τό σχέδιο κειμένου) καί μέ ποιούς δέν θά ἐπιτρέπεται γάμος; Ποιός κανόνας θά ἰσχύῃ; Μόνο μέ τούς Ρ/καθολικούς, Ἀντιχαλκηδονίους καί Προτεστάντες θά ἐπιτρέπεται, ἐνῶ μέ τούς Πεντηκοστιανούς καί τούς Ἀντβεντιστές καί τούς Ἀντιτριαδικούς δέν θά ἐπιτρέπεται; Καί γιατί αὐτή ἡ διαφοροποίησις, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἔχουν δόγματα καί ἤθη ἀντιευαγγελικά; Ὅμως, ἔστω καί ἄν δέν λέγεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἡ πρᾶξις σήμερα εἶναι νά δεχόμαστε τόν μικτό γάμο μέ «βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», ὅπως φαίνεται ἀπό ποιμαντικές ὁδηγίες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ παραδοχή ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πρακτική τῶν μικτῶν γάμων, πού θεσμοθετεῖται μέ τό σχέδιο κειμένου, ἐπιβεβαιώνει τήν λεγομένη «βαπτισματική θεολογία», ἄγνωστη στήν πατερική Παράδοσι καί χαλκευμένη τά τελευταῖα πενήντα χρόνια μέ τούς θεολογικούς διαλόγους.

(Συνεχίζεται)
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Η "Αγία και Μεγάλη" Σύνοδος

Δημοσίευση από Νίκος »

Σχόλια της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου στις εισηγήσεις της "Αγίας και Μεγάλης" Συνόδου
(Συνέχεια)


Δ’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»


1ον. Γενικές ἐπισημάνσεις.

Τό σχέδιο κειμένου διαπνέεται ἀπό μία ἀντίφασι, ὅσον ἀφορᾶ τόν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κάποιες παραγράφους ἡ Ἐκκλησία περιγράφεται ὀρθά σύμφωνα μέ τήν φύσι της (καινή κτίσις κ.λπ.) καί σέ ἄλλες μέ μία καθιδρυματική ἀντίληψι, σάν κοσμικός ὀργανισμός πού συμμετέχει στίς δομές τοῦ συγχρόνου κόσμου.

Ἡ καθιδρυματική ἀντίληψις περί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μετά ἀπό ρωμαιοκαθολική καί προτεσταντική ἐπίδρασι, στήν πρᾶξι δέν εἶναι εὔκολο νά παρακαμφθῇ. Ὁ σύγχρονος κόσμος λειτουργεῖ μέ τρόπο πού προϋποθέτει αὐτή τήν ἀντίληψι. Ὅμως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος μπορεῖ νά τήν ἀποφύγῃ καί νά δώσῃ ἔτσι τό μήνυμα ὅτι πρόκειται περί ἐκτροπῆς ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες θά μαρτυροῦν γιά τήν ἤδη ὑπάρχουσα καί βιουμένη στήν Ἐκκλησία
εἰρήνη, καταλλαγή καί ἀγάπη. Πράγματι αὐτή ἀποτελῇ «τό ἔλεον καί τόν οἶνον στά τραύματα» τοῦ κόσμου, ὅπως ὡραῖα λέγεται στό σχέδιο κειμένου. Αὐτήν τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή ἡ Ἐκκλησία «ὡς Καλός Σαμαρείτης ἐπιχέει μέ ἀγάπη καί φιλανθρωπία» στά τραύματα τοῦ κόσμου. Ἡ κοσμική ἀντίληψις περί καταλλαγῆς, ἡ ὁποία ἔχει μέν εὐγενῆ κίνητρα ἀλλά ὄχι καί ὑγιεῖς θεολογικά, δηλαδή ἁγιοπνευματικές, προσδοκίες καί ἐπιδιώξεις, ἐμπλέκει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ δραστηριότητες πού ἀκυρώνουν τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτή ἡ ἐμπλοκή προωθεῖται μέ τό σχέδιο κειμένου. Γι’ αὐτό χρειάζονται τροποποιήσεις.

2ον. Περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καί περί περσοναλισμοῦ.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν παράγρ. Α1 περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου», διότι ἤδη ἔχει ἐντοπισθῆ ἀπό τόν Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο καί ἀπό ἄλλους καί ἔχει γίνει κατανοητή ἡ περσοναλιστική στρέβλωσις τοῦ ὅρου αὐτοῦ), πρέπει νά ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό χριστολογικό καί χριστοκεντρικό περιεχόμενό της χάνει τήν σημασία του στίς ἑπόμενες παραγράφους Α2-3. Γράφεται ὅτι ὡς προϋπόθεσις γιά τήν διαχριστιανική συνεργασία καί διαθρησκειακή συνεννόησι γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου «δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (παράγρ. Α3).

Πόσο κοινή ὅμως εἶναι ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί στίς ἄλλες χριστιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες, πού δέν δέχονται τήν κατά Χάριν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου, καί στίς ἄλλες θρησκεῖες πού τήν ἀγνοοῦν παντελῶς; Οἱ διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές προσπάθειες γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἐνδέχεται νά ἔχουν ὡς προϋπόθεσι μία οὐμανιστική (περσοναλιστική, ὑπαρξιστική) ἀντίληψι περί «ἀνθρωπίνου προσώπου», ἀδυνατοῦν ὅμως νά θέσουν ὡς βάσιν αὐτῶν τήν ἁγιοπνευματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κεκελευσμένου Θεοῦ». Ἡ Σύνοδος θά θέσῃ ὡς στόχο τῶν ἀποφάσεών της ἐνδοκοσμικές συνεργασίες χωρίς σαφῆ περιγραφή τῶν δικῶν της κριτηρίων; Γι’ αὐτό προτείνεται τροποποίησις τῶν παραγάφων Α2-3 xvii.

Εἰδικότερα ἡ περσοναλιστική (οὐμανιστικῆς, ὑπαρξιστικῆς προελεύσεως) ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο», ἡ ὁποία δεσπόζει στήν παράγραφο Β1, προτείνεται νά τροποποιηθῇ. Ἡ κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί λόγῳ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δέν ἀντανακλᾶ ἀπροϋποθέτως «τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν» (παράγρ. Β1), ἀλλά μόνο ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει σῶμα Χριστοῦ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ἔχουν ὡς ζωή τους τήν «δόξαν», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Χριστός σέ αὐτούς πού ἔγιναν σῶμα Του, «ἵνα ὦσιν ἕν», καθώς εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αἰχμή στήν παράγρ. Β1 ἀποτελεῖ ὁ ὅρος «κοινωνία τῶν θείων προσώπων». Εἶναι καθαρά περσοναλιστικῆς προελεύσεως, ἀντορθόρθοξος, καί ὀφείλει νά ἀποφευχθῇ xviii.

3ον. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη, γιά τίς ὁποῖες γίνεται λόγος στό ὑποκεφάλαιο Γ., ὑπάρχει σύγχυσις ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου. Στίς ἴδιες παραγράφους χρησιμοποιοῦνται μέ τήν ἁγιοπνευματική τους ἔννοια καί μέ τήν κοσμική (ἐνδοκοσμική) ἔννοια. Βλ. π.χ. στήν παράγρ. Γ1, ὅπου ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ «ὥριμος καρπός τῆς ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων», μία εἰρήνη ὑπέρ νοῦν καί κατάληψιν, χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22), φέρεται ἐπίσης ὡς καρπός «τῆς καθολικότητος τῶν
ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί, τέλος, τῆς καρποφορίας τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν τοῦ κόσμου». Περιττόν νά ποῦμε ὅτι οὔτε ἡ ἱστορία οὔτε ἡ ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά «ἐπί τῆς γῆς ἐπικράτησι ὅλων αὐτῶν
τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν» (παράγρ. Γ1). Μόνον ἡ προφητική, χριστολογική, διάστασις τῆς εἰρήνης ἀπομένει (Ἡσ. 11, 1-9) καθώς καί οἱ αἰτήσεις τῆς Ἐκκλησίας «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας» τῶν τέκνων της, πού εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική διάστασις τῆς εἰρήνης. Ἀκολουθοῦν κατόπιν εὐχετικῶς καί οἱ δεήσεις «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀπό τίς πολλές καί πολύμορφες διαστάσεις καί ἔχθρες καί μάχες.

Προτείνεται λοιπόν ἡ σαφής καί ἀνεπίμικτη χρῆσις τῶν ὅρων, ὥστε νά εἶναι καθαρή ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διότι στίς παράγρ. Γ3-5 φαίνεται ἡ σύγχυσις αὐτοῦ πού εἶναι ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» μέ αὐτό πού ἐπιδιώκεται μέ τίς διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές πρωτοβουλίες. Πολύ περισσότερο πού σέ αὐτές τίς τελευταῖες γίνονται προσευχές ὄχι σέ Ἐκεῖνον τόν ἀληθινό Θεό, τόν χορηγό τῆς «ἄνωθεν εἰρήνης», ἀλλά σέ ποικιλία θεῶν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καλεῖται νά ἀναδείξῃ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πιστότητα ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους στό φρόνημα τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἴμαστε «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν» (πρβλ. Ἐφ. 4, 4).

Ἡ Σύνοδος θά ψηφίσῃ τά προετοιμασμένα, ἐνδεχομένως μέ τροποποιήσεις, προσυνοδικά κείμενα. Τήν ἑνότητα στήν Σύνοδο δέν δίνει ἡ ὑπερψήφισις ἁπλῶς τῶν κειμένων. Τά κείμενα πρέπει νά ἔχουν περιεχόμενο σύμφωνο μέ τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ἀπό τά κείμενα πού θά τεθοῦν πρός ψήφισι, ἄλλα ἔχουν καθαρά δογματικό (ἐκκλησιολογικό) περιεχόμενο καί ἄλλα ποιμαντικό μέ δογματικές προϋποθέσεις ἤ συνέπειες.

Τό ἀνά χεῖρας ὑπόμνημα ἐκθέτει τίς δογματικές παραμέτρους πού διέπουν τά προσυνοδικά κείμενα καί προσφέρει ἐνδεχόμενες τροποποιήσεις σέ αὐτά, ὥστε ἡ ἑνότης στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά μή εἶναι ἁπλῶς ἀπουσία διαφορετικῶν (διασπαστικῶν) τάσεων ἀλλά ὁμογνωμία σέ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», ἐν προκειμένῳ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία.

Ἡ ἐποχή μας δέν ὑστέρησε σέ μορφές Ἁγίων, ἐν οἷς καί ἐξαιρέτων θεολόγων. Ἡ χαρισματική μαρτυρία τῶν συγχρόνων Ἁγίων καί ἡ «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι» μαρτυρία τῶν θεοφόρων θεολόγων εἶναι σημεῖα ἀναφορᾶς, πού μποροῦν νά ἐξασφαλίσουν θεοσυνέργητη ἑνότητα στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐρωτῶ ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται ἓν, κατὰ τὸ ἐν ἐμοὶ σῶμα, καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ τελείωσιν· ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται τέλειοι, ἔχοντες πρὸς τοῦτο τὴν ἑνότητα, καὶ εἰς αὐτὸ ἓν γενόμενοι· ἵνα, ὡς ἂν πάντες φορεσθέντες παρ᾽ ἐμοῦ, πάντες ὦσιν ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καὶ εἰς ἄνδρα τέλειον καταντήσωσιν. Οἱ γὰρ πάντες, ἐκ τοῦ αὐτοῦ μεταλαμβάνοντες, ἓν γινόμεθα σῶμα, τὸν ἕνα Κύριον ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς» (Κατά ἀρειανῶν, PG 26, 369). Καί ἐπίσης: «Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Λόγος ἐστὶν ἐν τῷ Πατρὶ, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Λόγου δίδοται, θέλει λαβεῖν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα, ἵνα, ὅταν ἐκεῖνο λάβωμεν, τότε ἔχοντες τὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Πατρὶ, δόξωμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ Πνεῦμα ἓν γίνεσθαι ἐν τῷ Λόγῳ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρί. Τὸ δὲ, ὡς ἡμεῖς, ἐὰν λέγῃ, οὐδὲν ἕτερον πάλιν ἐστὶν, ἢ ἵνα ἡ γινομένη τοιαύτη τοῦ Πνεύματος χάρις εἰς τοὺς μαθητὰς ἀδιάπτωτος καὶ ἀμεταμέλητος γένηται» (ἔνθ’ ἀνωτ. PG 26, 376).
2. Ἡ φράσις «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι», ἡ ὁποία παρεισέφρυσε στό σχέδιο κειμένου, ὀφείλει νά ἀπορριφθῇ. Στήν Ἁγία Τριάδα θεωροῦνται ἑνώσεις καί διακρίσεις, ὄχι ὅμως κοινωνία (ἐννοεῖται Προσώπων). Βλ. σχετικῶς, Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, Θεσσαλονίκη 1973.
3 Σέ ἕνα ἀπό τά κείμενα, τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἑνότητα, λέγεται: «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the NiceneConstantinopolitan Creed (381). The Church's oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons ... Αs the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity ... We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches ... Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing holy communion and in a mutually recognized and reconciled ministry» (Ἀπό τό κείμενο: Called to be the One Church (as adopted), Porto Alegre, 23 February 2006).
4 «Ἤδη στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας καί στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας ὑπάρχουν ἐπίσημες συμφωνίες σχετικά μέ τά Μυστήρια. Ἐδῶ στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, οἱ Ἀνατολικοί Ὀρθόδοξοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν δικές τους ἐνορίες σέ κάποια περιοχή, γίνονται δεκτοί στίς Ὀρθόδοξες ἐνορίες. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου καί τοῦ ἐφημερίου τῆς ἐνορίας, τούς ἐπιτρέπεται νά λάβουν τήν Θεία Κοινωνία. Λαμβάνουν χώραν καί Βαπτίσεις καί Γάμοι. Μνημόσυνα καί Κηδεῖες ἐπίσης λαμβάνουν χώραν. Αὐτά συμβαίνουν ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι σέ κάποια περιοχή δέν ὑπάρχουν ἱερεύς καί ἐνορία μιᾶς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀκολουθοῦν γενικῶς τήν ἴδια ἐπίσης
πρακτική» (Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο Recommendations for Greater Understanding and Cooperation
τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο «Restoring the Unity in Faith: The Orthodox – Oriental Orthodox Theological Dialogue» (Ἀποκαθιστώντας τήν Ἑνότητα ἐν τῇ Πίστει: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων), ἔκδ. Holy Cross Orthodox Press, Η.Π.Α., 2007). Βλ. ἐπ’ αὐτοῦ ἄρθρο τοῦ Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Θεολογικές ἐπισημάνσεις σέ πρόσφατες προτάσεις γιά μυστηριακή διακοινωνία Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Ἅγιον
Ὄρος, 1/14 Σεπτεμβρίου 2011
5 «Καὶ γὰρ ἂν εἴημεν ὡς ἀληθῶς πάντων ἀνθρώπων ἀτοπώτατοι, σχίσμασι καὶ κατατομαῖς Ἐκκλησιῶν ἐφηδόμενοι καὶ μὴ τὴν συνάφειαν τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ μέγιστον τῶν ἀγαθῶν τιθέμενοι» (Ἐπιστολή 156, Εὐαγρίῳ πρεσβυτέρῳ).
6 «Ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ' εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προτεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
7 «Τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, ... καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μηδὲ κοινωνικοὺς αὐτῶν εἶναι τοὺς λέγοντας» (Ἐπιστολή 113, Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις).
8 «Κἂν μὲν πείσωμεν, κοινῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
9 «Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
10 Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), Ἡ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, 1998, δημοσιευμένο στό Εἰκοσιπενταετη- ρικόν (ἀφιέρωμα στόν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Ἀνάτυπο 1999.
11 Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας, ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, γράφει: «ἡ μυστηριακή βάσις τοῦ γάμου προϋποθέτει τήν κοινήν πίστιν ... ἡ μετά τοῦ ἑτεροδόξου συζύγου κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι τελεία, ἐφ᾿ ὅσον δέν κοινωνοῦν τῆς αὐτῆς πίστεως καί τῶν αὐτῶν μυστηρίων» (Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 179).
12 Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων (intercommunio), ἐν Ἀθήναις 1957, σελ. 206 κ.ἑξ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΕ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
1ον. ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»


i «1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν βαθεῖαν αὐτοσυνειδησίαν ὅτι μόνη αὐτή ἐκ τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ τῆς αὐτοσυνειδησίας ταύτης προέρχεται ἡ μέριμνα Αὑτῆς, ὅπως δοθῇ μαρτυρία περί τῆς ἐν αὐτῇ ἀληθείας καί πραγματωθῇ ἡ ἐπαναγωγή πάντων τῶν ἐκτός Αὐτῆς εὑρισκομένων Χριστιανῶν εἰς τήν Ἑαυτῆς ἑνότητα».

ii «2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα αὑτῆς (τό εἶναι αὐτήν Μίαν) ἐπί τῆς μοναδικότητος τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν Κεφαλήν τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ των, συμφώνως πρός τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν τοῦ Κυρίου: ‘‘ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν’’ (Ἰω. ιζ’, 22), ἔχει ὡς πρότυπον τήν ἀδιάπτωτον ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δέ οὐσιώδης ἑνότης τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ κατά τόπους Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν ἐκφράζεται διά τῆς
ὁμολογίας τῆς αὐτῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν ἔν τε τῇ πίστει καί τῇ χειροτονίᾳ («τό γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον· τό δέ ἀντίγνωμον καί ἀντίθρονον», κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον) καί διά τῆς πατερικῆς παραδόσεως βιουμένης μέχρι σήμερον ἐν αὐταῖς ἀμειώτως».

iii «3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα ταύτην, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή, ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν, καί διά τοῦτο ἀπέκοπτον ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τούς μή κοινωνοῦντας τῇ πίστει καί τοῖς μυστηρίοις αὐτῆς» (οἱ προσθῆκες σημειωμένες μέ ἔντονα γράμματα).

iv «4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως προσεύχεται ὑπέρ ἐπιστροφῆς πάντων εἰς τήν ἑνότητά της: «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2, 4). Ἐκαλλιέργει πάντοτε τόν διάλογον μετά τῶν ἐξ Αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, θέτουσα ἀναγκαῖα δογματικά ὅρια πρός ἀσφαλῆ ἀνάκαμψιν αὐτῶν εἰς τήν ἀποστολικήν πίστιν Αὐτῆς καί τελείαν μετ’ Αὐτῆς κοινωνίαν ἐν τῷ αὐτῷ ἤθει καί τῇ αὐτῇ ἐμπειρίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων ἀνταποκρίνεται ἐκθέτουσα τήν δογματικήν Αὐτῆς διδασκαλίαν καί κανονικήν παράδοσιν (ἀποφάνσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί Ἱερούς Κανόνας) ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀκραιφνοῦς μαρτυρίας Αὐτῆς ἐντός τῶν νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν».

v «5. ... δέον νά ἐρείδωνται», ἀντί τοῦ ἁπλῶς «ἐρείδονται».
«6. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί σαφῶς Ὀρθοδόξων θεολογικῶν καί κανονικῶν βάσεων. Ὑπό τήν προϋπόθεσιν ταύτην εἶναι θετικῶς διατεθειμένη πρός θεολογικόν διάλογον μετ’ αὐτῶν, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα αὐτῶν μετά τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου, Ἐκκλησίας. Ἐν ᾗ δέ περιπτώσει διάλογός τις δέν τελεσφορεῖ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θέτει τέρμα εἰς αὐτόν κατά τήν εὐαγγελικήν προτροπήν (Τίτ. 3, 10-11).
«7. Ὑπό τό ἀνωτέρω μόνον πνεῦμα, ἅπασαι αἱ Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δέον νά συμμετέχουν εἰς διαχριστιανικούς διαλόγους, ‘‘ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ’’ (Α’ Κορ. 9, 12)».

vi «8. ... κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ...».

vii «9-15. Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».

viii «16-19. Αἱ μέχρι τοῦδε σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τοῦ Π.Σ.Ε. διακόπτονται, καθόσον τό ἐκκλησιολογικόν πλαίσιον τῆς ἐν αὐτῷ διαχριστιανικῆς συνεργασίας δέν ἀποβλέπει εἰς τήν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει καί Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἀλλ’ εἰς συνύπαρξιν, ἀμοιβαίαν ἀνοχήν καί συνεργασίαν τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν».

ix «20. Ἡ εἰσδοχή τῶν προσερχομένων εἰς τούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζεται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων)».

x «21. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακαλουθεῖ τήν θεολογικήν παραγωγήν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν ὀργάνων-ἐπιτροπῶν, ἀλλά διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικά συμπεράσματα αὐτῶν».

xi «23. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναπτύσσει διαχριστιανικόν θεολογικόν διάλογον μέ ἀγάπην Χριστοῦ ἐν ἀληθείᾳ, ἤτοι προσκαλεῖ τούς ἐκτός Αὐτῆς εἰς ἑνότητα Ὀρθοδόξου πίστεως καί γνησίας ἐμπειρίας Θεοῦ προβάλλουσα εἰς τόν σύγχρονον κόσμον τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ καινοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου».

xii «Δεόμεθα, ὅπως ὁ Κύριος ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα ἡμῶν περί τῆς ἐπανακάμψεως πάντων εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν, ὅπως ‘‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’’ (Ἰω. 10, 16)».

2ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»


xiii Παράγρ. Ι4. « ... Ἄλλωστε, τό θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης, ἵνα, διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης, δυνηθῇ τό ζεῦγος νά ἀντανακλᾷ τήν ἀγάπην Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν διατήρησιν τῆς τοιαύτης προοπτικῆς τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου συνετέλεσε καί ἡ πλουσία περί γάμου Κανονική παράδοσις (οἱ ι’ καί λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ὁ ζ’ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ, ὁ ιδ’ τῆς Δ’, τοῦ Μεγ. Βασ. ὁ δ’, καί κυρίως ὁ οβ’ τῆς ΣΤ’, καθώς καί αἱ ἑρμηνευτικαί ἐπεξηγήσεις τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων)».

xiv Παράγρ. ΙΙ1. «Σχετικῶς μέ τά κωλύματα γάμου λόγῳ ἐξ αἵματος, ἐξ ἀγχιστείας, ἐξ υἱοθεσίας καί πνευματικῆς συγγενείας ἰσχύει ὅ,τι προβλέπεται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων (53 καί 54 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου) καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ἥτις διαχρονικῶς ἔχει τηρηθῇ διά τῶν συναφῶν ἱερῶν Κανόνων, τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν καί τῶν ἑρμηνειῶν ἐγκρίτων Κανονολόγων, καί λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ σύμφωνος πρός αὐτάς σύγχρονος πρᾶξις τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».

xv Παράγρ. ΙΙ2. «Περί τοῦ μή ἀμετακλήτως λυθέντος ἤ ἀκυρωθέντος γάμου καί τοῦ προϋπάρξαντος τρίτου, ἰσχύει ὅτι συνιστοῦν ἀπόλυτα κωλύματα πρός σύναψιν γάμου, συμφώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθόδοξον κανονικήν παράδοσιν».

xvi Παράγρ. 5i. «i. Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου). Ἀντιμετωπίζεται ὅμως κατά περίπτωσιν συμφώνως πρός τά ὁριζόμενα ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὑπό τόν ρητόν ὅρον ὅτι τά ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καί ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».

3ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»


xvii Παράγρ. Α2: «Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά διακηρυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ὅτι ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, δέν ἐξασφαλίζεται ἄνευ τοῦ ἁγιασμοῦ τούτου, τουτέστι τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει καί Ἐκκλησίᾳ θεοποιοῦ ἀσκήσεως καί ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐκ τῆς ὁποίας αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ἀποκτοῦν θεοφιλῆ προσανατολισμόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στέκει ἐν τῷ κόσμῳ ὡς διαχρονική μαρτυρία τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς περί αὐτῆς τῆς μοναδικῶς ἐν ἑαυτῇ φυλαττομένης ἐλπίδος».
Παράγρ. Α3: «Προϋπόθεσιν συνεργασίας Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων μετ’ ἄλλων διακρατικῶν, διαχριστιανικῶν ἤ διαθρησκειακῶν φορέων ἀποτελεῖ ἡ ἀπαρέγκλιτος θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἀπάλειψις τοῦ φανατισμοῦ, ἡ συμφιλίωσις τῶν λαῶν καί ἡ ἐπικράτησις τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος, δέν πρέπει νά προϋποθέτῃ ἤ νά συνεπάγεται τόν συγκρητισμόν, τουτέστι τήν προσοικείωσιν ἤ τήν ἀποδοχήν μεθόδων ἀπαδόντων πρός τάς δογματικάς καί κανονικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

xviii Παράγρ. Β1: «Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριμένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κεκλημένου εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας. «Ὁ πλάσας ἀπ᾽ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ´, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α).
Ἡ ἐλευθερία καθιστᾷ μέν τόν ἄνθρωπον ἱκανόν νά προοδεύῃ πρός τήν πνευματικήν τελειότητα, ἀλλά, συγχρόνως, ἐμπερικλείει τόν κίνδυνον τῆς παρακοῆς, τῆς ἀπό τοῦ Θεοῦ αὐτονομήσεως καί, δι’ αὐτῆς, τῆς πτώσεως, ἐξ οὗ καί αἱ τραγικαί συνέπειαι τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ».
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως - Ecumenical Patriarchate of Constantinople”