Σελίδα 11 από 72

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 04, 2012 10:47 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

Εικόνα

"Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο".

Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου, συναυξανόμενο με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε". Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού". Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της, παρόλη τη γυναικεία φύση της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό: "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη" ("Η απροσμάχητος χάρις του δυναμούντός σε, εν ασθενεία, μάρτυς, σου της φύσεως πάσι την δύναμιν δεικνύει. Διό και θνητώ σε ενίσχυσε σώματι, καταπαλαίσαι τον άσαρκον κραταιώς και λαβείν τα νικητήρια"). "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα" ("Ρώμη θείου Πνεύματος συ κρατυνόμενος, πάνσοφε, τον δυνατόν χαίρων εν κακία εταπείνωσας δράκοντα") (ωδή γ΄). Ακόμη και στη ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού" ("Υπεισήλθες απτόητος την πυρακτωθείσαν, ένδοξε, κάμινον, ως οι παίδες δε διέμεινας θεϊκή δυναστεία ακατάφλεκτος") (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου" ("Ου πτοούμαι πάσαν αλγεινών επίτασιν προσγινομένην, ουδέ νέμω σέβας τοις μη ούσιν, έκραζες θεοίς, παμμάκαρ. Ένα μόνον σέβω, Ιησούν τον Κύριον, τον επί Ποντίου Πιλάτου σταυρωθέντα") (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα" ("Στομούμενος τω πυρί της του Χριστού αγαπήσεως, ως δίστομος αληθώς γεγένησαι μάχαιρα") (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου" ("Εις Θεόν ατενίζων, τον δυνάμενον σώζειν, νοός ευθύτητι υπήνεγκας τους πόνους, Ερμεία, τους γενναίους") (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, έχει η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 05, 2012 9:10 am
από ΦΩΤΗΣ
ΑΓΙΟΣ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

Εικόνα

Ό άγιος Ερμογένης γεννήθηκε το 1530 σε οικογένεια ταπεινής καταγωγές και ανατράφηκε σε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος που είχε προσφάτως ιδρυθεί στο Καζάν από τον άγιο Βαρσανούφιο του Τβέρ [12 Μάρτ.]. "Εγινε ιερέας της ενορίας του αγίου Νικολάου και υπήρξε μάρτυς της θαυματουργικής εμφάνισης της εικόνος της Θεοτόκου, την οποία μπόρεσε μάλιστα να κρατήσει στα χέρια του. Λίγα χρόνια αργότερα,μετά τον θάνατο της συζύγου του,έγινε μοναχός και εν συνεχεία ηγούμενος της Μονής της Μεταμορφώσεως την οποία κατέστησε ονομαστή.Το 1589 χειροτονήθηκε μητροπολίτης του Καζάν συνεχίζοντας το έργο του έκχριστιανισμου των Τατάρων που είχε αναλάβει ό προκάτοχος του άγιος Γουρίας. Αγωνίσθηκε με μεγάλες δυσκολίες δίά του κηρύγματος και των συγγραμμάτων του, για να ξερριζώσει τα ειδωλολατρικά έθιμα του λάου και να εμποδίσει τους νεοφώτιστους να δελεασθοΰν από υλικά συμφέροντα και να προσχωρήσουν ατό Ισλάμ, τον ρωμαιοκαθολικισμό ή τον προτεσταντισμό. Επέδειξε εξάλλου μεγάλο ζήλο για να τιμήσει την μνήμη των μαρτύρων και αγίων επισκόπων που είχαν αγιάσει πριν από αυτόν την γη του Καζάν με το αίμα και τα ευαγγελικά τους έργα. "Ήταν προικισμένος με μεγάλα λογοτεχνικά χαρίσματα και εθεωρείτο από τους πλέον μορφωμένους ανθρώπους του καιρού του.Έγραψε βίους αγίων, θεολογικές πραγματείες για την υπεράσπιση της Όρθοδοξίας και φώτισε τον λαό στην οδό της Σωτηρίας κατά την εποχή των Ταραχών (1605-1613), με μια απέραντη και πλούσια αλληλογραφία.

Ό θάνατος του Μπόρις Γκοντουνώφ (1598-1605) είχε αφήσει την Ρωσία σε βαθειά κρίση διαδοχής, ή οποία άφησε το πεδίο ελεύθερο σε ραδιούργους καϊ τυχοδιώκτες. Το 1605, ο Γρηγόριος Ότρέπιεφ, ό οποίος άφηνε τον κόσμο να πιστεύει ότι ήταν ό Δημήτριος,τελευταίος γιος του 'Ιβάν του Τρομερού πού είχε πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, σφετερίσθηκε τον τίτλο του τσάρου καϊ αποφάσισε να παντρευτεί μία ρωμαιοκαθολική πολωνή πριγκίπισσα.Ό άγιος Ερμογένης κλήθηκε με άλλους επισκόπους στην Μόσχα και ήταν ο μόνος που αντιτάχθηκε σε τούτο το σχέδιο, στο όνομα της ορθοδόξου Πίστεως. Για τον λόγο αυτό καθαιρέθηκε και φυλακίσθηκε μέχρι τον θάνατο του σφετεριστή, τον επόμενο χρόνο (1606). Με την άνοδο στον θρόνο του βογιάρου Βασιλείου Σούισκυ (1606-1610) και μετά την καθαίρεση του ψευδοπατριάρχη Ιγνατίου, ο άγιος Ερμογένης έλαβε το πατριαρχικό αξίωμα. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να ανοικοδομήσει το τυπογραφείο της Μόσχας που είχε καεί και να αρχίσει την έκδοση λειτουργικών βιβλίων, τα οποία φρόντιζε να διορθώνονται με βάση το ελληνικό πρωτότυπο και την εκτύπωση των οποίων επέβλεπε ο ίδιος. Παρά την προχωρημένη ηλικία του (70 ετών) επέδειξε τότε φλογερό ζήλο για την στήριξη της Όρθοδοξίας και μεγάλη ενεργητικότητα για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του νόμιμου ηγεμόνα.Η ανάληψη ενός τέτοιου αξιώματος σε εκείνους τους καιρούς των συνεχών πολιτικών αλλαγών, της κοινωνικής σύγχυσης, των συχνών επιδρομών Πολωνών και Λιθουανών και της ιησουίτικης προπαγάνδας, δεν σήμαινε την επιλογή των τιμών, άλλα του σταυρού καϊ του μαρτυρίου. Από τους πρώτους μήνες της πατριαρχίας του, ό άγιος Ερμογένης χρειάστηκε να υποστηρίξει με όλο το κύρος του τον τσάρο Βασίλειο εναντίον των στρατευμάτων του Μπολότνικωφ που πολιορκούσαν την Μόσχα. Ό πατριάρχης συγκέντρωσε τον λαό, όρισε τριήμερη νηστεία και χάρις στις εγκυκλίους πού απεστάλησαν σε διάφορες πόλεις, αποσπάσματα πιστών πατριωτών ήλθαν και έδιωξαν τους στασιαστές.

Δεν πρόφθασε να εορταστεί ή επίσημη συμφιλίωση του λάου με τον νόμιμο τσάρο και ένας άλλος σφετεριστής,πού κι αυτός ονομαζόταν Δημήτριος,με την υποστήριξη των Πολωνών, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θά οδηγήσει την Ρωσία στο ρωμαιοκαθολικισμό, πολιόρκησε την Μόσχα, υποσχόμενος μεγάλα προνόμια σε όσους θα συντάσσονταν μαζί του. Παρά τις παραινέσεις του άγιου πατριάρχη, οι στασιαστές πέτυχαν την παραίτηση του τσάρου (Ιούλιος 1610). Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αυτή και με την ισχυρή υποστήριξη ορισμένων ευγενών, ο βασιλέας της Πολωνίας Σιγισμούνδος πρότεινε τότε στους μοσχοβίτες να επιλέξουν τον γιο του Βλαδισλάβο ως τσάρο με την υπόσχεση ότι θά μεταστρεφόταν κατόπιν από τον καθολικισμό στην Όρθοδοξία. Ό άγιος Ερμογένης, όμως, διαβλέποντας ότι επρόκειτο για απατηλή υπόσχεση, απαίτησε να μεταστραφεί ο πρίγκιπας εκ των προτέρων με το Βάπτισμα πριν την ανάρρηση του στον θρόνο της Ρωσίας, παρά τις απειλές εναντίον της ζωής του εκ μέρους των Πολωνών απεσταλμένων. "Εστειλε πάλι μια επείγουσα έκκληση σε όλες τις ρωσικές πόλεις για να έλθουν να υπερασπισθούν την πρωτεύουσα που είχε ήδη καταληφθεί από τους στασιαστές και τους Πολωνούς. Ή Κυριακή των Βαΐων του 1611 εορτάστηκε όπως συνήθως με την καθιερωμένη πομπή και ό πατριάρχης επιβαίνοντας σε ένα γαϊδουράκι πέρασε μπροστά από τα στρατεύματα και κανόνια των έχθρων. Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα οί εχθροί πυρπόλησαν σχεδόν ολόκληρη την πόλη, συνέλαβαν τον πατριάρχη και τον έρριξαν σε φυλακή στην Μονή Τσουντώφ, τοποθετώντας πάλι στην θέση του τον καιροσκόπο Ιγνάτιο.


Το λείψανο του Αγ.Ερμογένη στο Κρεμλίνο το 1913
Καθώς μια μεγάλη ρωσική στρατιά ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Μόσχα, έσυραν από την φυλακή τον Ερμογένη και του έδωσαν εντολή να την διώξει. Εκείνος παρέμεινε, ωστόσο, ανένδοτος. Παρά ταύτα ή προσπάθεια να ελευθερωθεί ή πόλη απέτυχε εξαιτίας των διαιρέσων των Ρώσων και όταν έγινε δυνατό να συγκεντρωθεί νέος στρατός στο Νίζνι Νόβγκοροντ, ό άγιος Ερμογένης βρήκε τον τρόπο να στείλει ένα μήνυμα προτρέποντας τους Ρώσους να παραμείνουν ενωμένοι εν όψει του κοινού σκοπού. Στήν επιστολή αύτη που στάλθηκε κρυφά στον στρατό και στον λαό, έγραφε: «*Αν υποφέρετε για την πίστη, ο Θεός θα σας συγχωρήσει και θα έχετε άφεση αμαρτιών στον κόσμο τούτο και στον άλλο». "Οσο πλησίαζαν τα στρατεύματα στην πόλη τόσο σκληρότερη γινόταν ή φυλάκιση του. Τέλος απέθανε από πείνα και δίψα στό φρικτό κελλι που τον είχαν κλείσει,στις 17 Φεβρουαρίου 1612, λίγες ημέρες πριν την απελευθέρωση της Μόσχας.
Στά χρόνια του πατριάρχου Νίκωνος (1633), τα τίμια λείψανα του πού είχαν μείνει άφθορα άποτέθηκαν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως. Ήσαν αντικείμενο μεγάλης λαϊκής τιμής, πολΰ πριν την επίσημη άγιο-κατάταξή του το 1913, και πλήθος θαυμάτων ήλθαν να επιβεβαιώσουν την εύνοια που απολάμβανε παρά τω Θεώ και την δύναμη της μεσιτείας του υπέρ του ρώσικου λάου.
Νέος Ορθόδοξος Συναξαριστής
*****

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 06, 2012 10:03 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο βίος του Αγίου Έρωτα!

Εικόνα

Ο Άγιος Έρωτας όχι μόνο υπάρχει αλλά, παρά το αρχαιοελληνικό του όνομα, τιμάται από την Εκκλησία μας στις 25 Ιουνίου.
Μαζί με τα έξι αδέλφια του Ορέντιο, Φαρνάκι , Φίρμο, Φιρμίνο, Κυριάκο και Λογγίνο, ο Έρως πολεμούσε στη Θράκη, ως στρατιώτης του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Σε κάποια μάχη εναντίον των Σκυθών, ο Ορέντιος κατόρθωσε να σκοτώσει τον αρχηγό τους..
Για το κατόρθωμά του αυτό τιμήθηκε, αλλά παράλληλα προσκλήθηκε να συμμετέχει σε παγανιστικές θυσίες προς τα είδωλα που θα προσφέρονταν για τη νίκη του. Εκείνος αρνήθηκε και διακήρυξε την ακλόνητη πίστη του στον έναν και μοναδικό Θεό. Με την απόφασή του αυτή, συμφώνησαν και τα έξι αδέλφια του.
Αποτέλεσμα, ήταν να σταλούν όλοι μαζί με δυσμενή μετάθεση στην Αρμενία. Εκεί μετά από λίγο, συνελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε ανάκριση κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι μαζί επέμειναν στην πίστη τους προς τον Κύριον! Αμέσως εξορίστηκαν σε τόπους μακρινούς όπου και πέθαναν από τις κακουχίες τις οποίες υπέστησαν!
Η μνήμη τους τιμάται στις 25 Ιουνίου, ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος Ερωτας και τα έξι αδέλφια του!

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Δεκ 07, 2012 6:52 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ

"Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεοφίλου του μισόχριστου, τον ένατο μ.Χ. αι.Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια, κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’ αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’ Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6 Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».

Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.

Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στα πλαίσια της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’ αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Δεκ 08, 2012 6:23 pm
από ΦΩΤΗΣ
Άγιος Ευσέβιος επίσκοπος Σαμοσάτων

Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Κωνστάντιου (337-360), ο οποίος ευνοούσε τον αρειανισμό, ό άγιος πατήρ ημών Εύσέβιος επέδειξε όλο και μεγαλύτερο ζήλο στήν υπεράσπιση της αληθινής Πίστης, όπως είχε διατυπωθεί από τους Πατέρες τής Νικαίας. Εξελέγη επίσκοπος Σαμοσάτων, πόλης πού βρισκόταν 200 χλμ. ανατολικά τής Αντιόχειας, στήν βόρεια Οχθη του Ευφράτη, πρωτεύουσας τής επαρχίας Εύφρατινής.Οι αγώνες του για τήν στερέωση τής Όρθοδοξίας συνετέλεσαν ώστε νά απλωθεί ή επιρροή του σε όλη τήν Συρία, έτσι ώστε, όταν χήρευσε ή επισκοπική έδρα τής Αντιοχείας, ό Εύσέβιος έπαιξε σημαντικό ρόλο για τήν εκλογή του άγιου Μελετίου [12 Φεβρ.]. Όταν όμως ό Κωνστάντιος ανακάλυψε ότι ό Μελέτιος όχι μόνο δεν άνηκε στήν μερίδα των άρειανών, άλλά αντίθετα ήταν σφοδρός πολέμιος της, απαίτησε νά του παραδοθούν τά Πρακτικά τής εκλογής του τά όποια είχαν εμπιστευθεί στον Εύσέβιο. Αυτός απάντησε στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα ότι δεν μπορούσε νά τά παραδώσει παρά μονάχα μετά άπό έγκριση όσων τά υπέγραφαν. Όταν τον απείλησαν ότι θά του έκοβαν τήν δεξιά του, εκείνος έτεινε με γενναιότητα τά δύο του χέρια λέγοντας: «Δεν πρόκειται νά παραδώσω τήν απόφαση αυτή!»
Κατά τήν σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτη (360-363), ό οποίος προσπάθησε νά αναστυλώσει τήν ειδωλολατρία, ό άγιος Εύσέβιος φόρεσε στρατιωτικό ένδυμα καί περιόδευσε στήν Συρία, τήν Φοινίκη και τήν Παλαιστίνη, ενθαρρύνοντας τους χριστιανούς νά παραμείνουν σταθεροί στήν Πίστη χειροτονώντας κρυφά ιερείς καί επισκόπους. Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, έλαβε μέρος στήν Σύνοδο των είκοσι επτά επισκόπων πού συγκλήθηκε γύρω άπό τον Μελέτιο γιά νά διακηρύξει τό δόγμα τής Νικαίας ώς Κανόνα Πίστεως. Χάρις στήν δική του επιρροή επίσης, κατέστη δυνατή ή εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου στον θρόνο τής Καισαρείας τής Καππαδοκίας (370) καί παρέστη ό ίδιος στήν ενθρόνιση. Έκτοτε, οί δύο άγιοι ιεράρχες, συνδεδεμένοι με στενή φιλία, αγωνίσθηκαν μαζί γιά τήν ενότητα τής Εκκλησίας. Ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος άπό τήν μεριά του τον εγκωμίασε ως «στύλον καί έδραίωμα τής Εκκλησίας, ή φωστήρα εν κόσμω … κανόνα πίστεως ή πρεσβευτήν αληθείας». Όταν έλαβε τήν εξουσία ό Ούάλης (364-378) αποδείχθηκε φανατικός οπαδός των άρειανών. Επαναφέροντας τους διωγμούς, εξόρισε τον Μελέτιο στήν Αρμενία καί αφού καθαίρεσε τον Εύσέβιο, τον εξόρισε στήν Θράκη (374), όπου ό άγιος εκτέθηκε στους κινδύνους του πολέμου κατά των Γότθων. Όταν ό Εύσέβιος έλαβε άπό τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα τήν απόφαση γιά τόν εκτοπισμό του, προκειμένου νά αποφύγει τήν εξέγερση του λαού γιά τήν ύπεράπισή του καί τόν κίνδυνο νά χαθούν ζωές, ζήτησε νά περιμένουν μέχρι νά νυχτώσει καί νά τόν βγάλουν κρυφά άπό τήν πόλη. Μόλις οί χριστιανοί των Σαμοσάτων κατάλαβαν ότι είχαν πάρει τόν επίσκοπο τους, έπλευσαν στον Ευφράτη προς αναζήτηση του. Όταν όμως τους βρήκαν, ο Εύσέβιος τους προέτρεψε νά μήν κάνουν τίποτε γιά νά τόν απελευθερώσουν καί αρνήθηκε τά δώρα πού του προσέφεραν γιά νά απαλύνουν τις κακουχίες του. Στήν έδρα των Σαμοσάτων τοποθετήθηκε ένας άρειανός, ό Εύνόμιος. Ό λαός όμως του έδειξε τόσο μεγάλη περιφρόνηση ώστε μία ημέρα πού βρισκόταν μόνος στά δημόσια λουτρά καί προσκάλεσε τους χριστιανούς πού βρίσκονταν εκεί νά εισέλθουν κι αυτοί, έκείνοι αρνήθηκαν καί μόλις εκείνος βγήκε άπό τό λουτρό απαίτησαν νά αλλάξουν τό νερό, γιατί δεν έπιθυμούσαν νά μολυνθούν άπό τήν αίρεση του Αρείου. Μπροστά σε μιά τέτοια εχθρότητα ό Εύνόμιος παραιτήθηκε, άλλά αντικαταστάθηκε άπό έναν φανατικό άρειανόφρονα, τόν Λούκιο, ο δποΤος εξαπέλυσε διωγμό κατά των ‘Ορθοδόξων τής πόλεως.
Όταν ό Ούάλης βρήκε τόν θάνατο κατά τήν διάρκεια μιας εκστρατείας κατά των Γότθων (378), ό ‘Ορθόδοξος αυτοκράτορας Γρατιανός αποκατέστησε τήν ελευθερία στήν Εκκλησία καί ανακάλεσε άπό τήν εξορία τους ένδοξους δμολογητές τής Πίστεως. Ό άγιος Εύσέβιος μπόρεσε νά επιστρέψει στο ποίμνιο του, τό όποιο τόν δέχτηκε με μεγάλη χαρά καί αμέσως ανέλαβε νά τοποθετήσει νέους ποιμένες στίς χηρεύουσες έδρες. Στίς 22 Ιουνίου 379, καθώς έμπαινε στήν πόλη Δολιχή (σημ. Τέλ Ντουλούκ), μαζι με τόν ‘Ορθόδοξο επίσκοπο τής πόλης, μία γυναίκα άρειανόφρων του πέταξε άπό ψηλά ένα βαρύ κεραμίδι στό κεφάλι. Πριν πεθάνει, ό άγιος Εύσέβιος πρόφθασε νά ζητήσει άπό τήν συνοδεία του νά όρκισθεί ότι δεν θά κατεδίωκε τήν ένοχη καί μιμούμενος τόν Κύριο μας καί τόν άγιο Στέφανο, τά τελευταία του λόγια ήσαν μία προεσυχή υπέρ των έχθρων του.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Δεκ 09, 2012 9:19 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο Άγιος Ευστάθιος (20 Σεπτεμβρίου)

Ο Άγιος Ευστάθιος. Έργο του Εμμανουήλ Πανσέληνου στο Πρωτάτο στις Καρυές του Αγίου Όρους
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ο καλλίνικος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο Στρατηλάτης εν Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Τραϊανού του εν Ρώμη βασιλεύσαντος κατά το έτος 98 μ.Χ. Ήτο δε ούτος ονομαστός και περιφανέστατος δια τας επιτυχείς νίκας του εν πολέμοις και δια τα έξοχα και μεγάλα ανδραγαθήματα του. Και πλούτον δε είχεν ουκ ολίγον και εξ ευγενών κατήγετο γονέων, και ανδρειότατος ήτο και πολύ εμβριθής εις τας σκέψεις και πράξεις του. Ωνομάζετο δε Πλακίδας πριν βαπτισθή και γίνη οπαδός του Χριστού. Αλλ’ εκτός των στρατιωτικών προτερημάτων του είχε και πολλάς άλλας αρετάς: ήτο εγκρατής εις τας ορέξεις και επιθυμίας της σαρκός, σώφρων, φιλοδίκαιος, φιλελεήμων και με έναν λόγον ενάρετος. Είχε δύο άρρενα τέκνα, τα οποία καθ’ όλα ωμοίαζον με αυτόν, και εις τα σωματικά και εις τα πνευματικά χαρίσματα και η σύζυγος του δε, ήτις ωνομάζετο Τατιανή, εις όλας τας ενάρετους πράξεις ωμοίαζε προς αυτόν. Εν καιρώ δε ειρήνης, ίνα μη μένη ο στρατός άεργος και συνηθίζη εις την ανανδρίαν και οκνηρίαν, εγύμναζε τους στρατιώτας εις το κυνήγιον διαφόρων ζώων, συναγωνιζόμενος ο ίδιος μετ’ αυτών και διαγωνιζόμενος περί την κυνηγετικήν τέχνην.
Ενώ λοιπόν ημέραν τινά κατεγίνετο εις εν δάσος περί το κυνήγιον, βλέπει μακρόθεν μίαν έλαφον μεγαλόσωμον, η οποία φεύγουσα έστρεφε και τον παρετήρει εις τους οφθαλμούς ο δε Άγιος, ιδών αυτήν, ώρμησεν έφιππος κατ’ αυτής να την φθάση, αλλά δεν ηδυνήθη να την πλησιάση. Έτρεξαν δε τότε και άλλοι τινές εις βοήθειάν του, πλην και τούτων οι ίπποι απέκαμον, αυτοί δε απελπισθέντες πλέον να την φθάσωσιν, εστάθησαν. Μόνος δε ο Άγιος, χωρίς να αγανακτήση δια τούτο, εξηκολούθει να την κυνηγά, έως ου κάθιδρως και αυτός και ο ίππος του έφθασαν εις μέγα χάσμα της γης και η μεν έλαφος, πηδήσασα το χάσμα, εστάθη αντίκρυ και τον έβλεπεν, ο δε ίππος του Αγίου ήτο των αδυνάτων να το πηδήση δια τούτο παρετήρει ο Άγιος να εύρη κανέν μέρος κατάλληλο, ίνα διέλθη το χάσμα. Αίφνης στραφείς βλέπει ότι εν τω μέσω των κεράτων της ελάφου υπήρχε σταυρός λαμπερότερος του ηλίου, φέρων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εσταυρωμένον, άκουσε δε και φωνή εκείθεν λέγουσα: «Γιατί, ω Πλακίδα, με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον δεν ξέρεις και τιμάς με τα έργα σου, και δια σε εφάνην επάνω εις τούτο το ζώον. Αι ελεημοσύναι και οι καλοσύναι, τις οποίας κάμνεις εις τους πτωχούς, πάντοτε είναι ενώπιον μου, διό ήλθον εγώ ενώπιόν σου, να σε συλλάβω με τα δίκτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι δίκαιον, άνθρωπος ως συ καλός να μη γνωρίζει την αλήθεια και να λατρεύει τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Εγώ, δια να σώσω το ανθρώπινο γένος, έλαβον ανθρώπου μορφή και ήλθα εις τούτο τον κόσμο».
Ο Άγιος ακούσας τους λόγους τούτους έπεσεν από του ίππου του εις την γην εκ του φόβου και του τρόμου, αλλά μετά ικανήν ώραν ήλθεν εις εαυτόν και εσηκώθη, παρατηρών εδώ και εκεί να δη ποίος τον ωμίλει επειδή δε κανένα δεν έβλεπε, φώναξε μεγαλοφώνως. «Τίνος είναι η φωνή την οποίαν ακούω; Ποίος είσαι συ, ο οποίος μου μιλεί; Φανέρωσέ μοι ποίος είσαι, δια να πιστεύσω εις σε». Τότε λέγει ο Κύριος εις αυτόν: «Μάθε, Πλακίδα, ότι εγώ είμαι ο Χριστός, όστις έκτισα τον ουρανόν και την γην και εχώρισαν το φως από το σκότος, όστις έκαμα τον ήλιο να λάμπει την ημέραν και την σελήνην και τους αστέρας να φέγγουν την νύκτα, όστις έκαμα τας ημέρας και τις νύκτες, τους μήνας και τα έτη, όστις έπλασα τον άνθρωπον εκ του μηδενός, όστις προς σωτηρία αυτού ήλθον μετά ταύτα εις την γη ως άνθρωπος, και εσταυρώθην και ετάφη και τη τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών».
Ευθύς μόλις άκουσεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, έπεσε πάλιν κατά πρόσωπον εις την γη και είπε: «Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι o κτίστης και δημιουργός του κόσμου, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, και κανείς άλλος. Ο δε Κύριος λέγει τότε προς αυτόν: «Εάν πιστεύεις εις εμέ, ύπαγε να εύρης τον Αρχιερέα της πατρίδος σου, να σε βαπτίση καθώς βαπτίζει και τους άλλους Χριστιανούς». Ο δε Άγιος είπε: «Κύριε! δύναμαι να είπω τους λόγους τούτους και εις την γυναίκα μου και τα τέκνα μου, δια να πιστεύσουν και αυτά εις σε;» Απεκρίθη εις αυτόν ο Κύριος «Μάλιστα, είπε τα όλα καταλεπτώς και αφού βαπτισθήτε και καθαρισθήτε από τας αμαρτίας σας, έλα πάλιν εδώ να σου φανερώσω τι μέλλει μετά ταύτα να σου συμβή».
Όταν ο Κύριος είπε ταύτα, η έλαφος έγινε άφαντος, ο δε Άγιος ιππεύσας επέστρεψε προς τους στρατιώτας του, το δ’ εσπέρας, αφού εδείπνησε με την γυναίκα και τα τέκνα του εις την οικίαν, λέγει προς αυτήν: «Εγώ σήμερον, ηγαπημένη μου γύναι, κυνηγών μίαν έλαφον εις το δάσος, είδον τον Χριστόν εσταυρωμένον εν τω μέσω των κεράτων της, και μου είπε λόγια, τα οποία δεν μπορεί να ειπή άνθρωπος». Εκείνη δε είπεν εις αυτόν: «Κύριέ μου, είδες τον Θεόν τον οποίον πιστεύουν οι Χριστιανοί; Αυτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αυτός θα σώση και μας και τα τέκνα μας. Αυτόν είδον και εγώ χθες την νύκτα και μου είπε ταύτα τα λόγια: «Αύριον να έλθητε εις εμέ, συ και ο σύζυγος σου και τα τέκνα σας, να γνωρίσητε ότι εγώ είμαι Θεός αληθινός». Επειδή δε εφάνη και εις σε εις σχήμα ελάφου, έλα να υπάγωμεν αυτήν την νύκτα εις τον Αρχιερέα των Χριστιανών να μας βαπτίση, διότι με το βάπτισμα τούτο σώζονται οι Χριστιανοί». Άγιος απεκρίθη: «Αυτά τα ίδια είπε και εις εμέ ο Χριστός, να βαπτισθώμεν δηλαδή».
Αφού αποφάσισαν να πράξωσι τούτο, εξηκολούθησαν να συνομιλώσιν έως του μεσονυκτίου τότε δε επήραν τα δύο τέκνα των και τινας υπηρέτας των,και επήγαν εις την Εκκλησίαν αφήσαντες δε έξω τους υπηρέτας εμβήκαν εκείνοι και εύρον τον Αρχιερέα, προς τον οποίον, αφού εφανέρωσαν το όραμα των, είπον ότι επεθύμουν να βαπτισθώσιν εκείνος δε, ευχαριστήσας τον Θεόν, τον θέλοντα την σωτηρίαν παντός ανθρώπου, τους εβάπτισεν όλους εις, το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, και τον μεν Πλακίδαν ωνόμασεν Ευστάθιον, την δε γυναίκα του Τατιανήν ωνόμασε Θεοπίστην, τα δε τέκνα των, το μεν μεγαλύτερον ωνόμασεν Αγάπιον, το δε μικρότερον ωνομασε Θεόπιστον είτα τους εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και τους ηυχήθη να είναι μετ’ αυτών ο Χριστός, και να τον αξιώση της αιωνίου του Βασιλείαc, τούτον δε γενομένου επέστρεψαν εις την oικίαν των.
Την δε πρωΐαν, παραλαβών ο Ευστάθιος στρατιώτας τινάς επήγε πάλιν εις το ίδιον μέρος και εκείνους μεν διέταξε να καταγίνωνται εις το κυνήγιον, αυτός δε, προφασιζόμενος ότι ήθελε να εύρη μεγαλύτερα ζώα, επορεύθη εις το χάσμα, όπου είχεν ίδει την οπτασίαν, και πεσών πρηνής (προύμυτα) έκλαιε λέγων «Πιστεύω εις σε, Χριστέ μου, διότι τώρα εγνώρισα ότι συ είσαι Θεός αληθινός, συ είσαι ο κτίστης πάντων των ορατών και αοράτων κτισμάτων, και σε παρακαλώ να μοι φανερώσης εκείνα τα οποία χθές μοι υπεσχέθης». Τότε ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα: «Ευτυχής είσαι, Ευστάθιε, δεχθείς το Βάπτισμα και κατανικήσας την δύναμιν του πονηρού διαβόλου αλλά αυτός δεν θα παύση να σε βάλλη εις πολλούς πειρασμούς, με σκοπόν να σε αναγκάση να βλασφημήσης και ν’ αρνηθής την πίστιν σου, δια να κολασθής αιωνίως. Θα πάθης όσα και ο Ιώβ τον παλαιόν καιρόν έπαθεν, αλλ’ επί τέλους θα νικήσης τον διάβολον». Ο δε Άγιος είπε δακρύων «Εάν είναι δυνατόν, Κύριε μου, εις μη δοκιμάσω αυτούς τους πειρασμούς, ή εάν τούτο δεν γίνεται, ενδυνάμωσέ με να φνλάξω τα προστάγματά σου και να είμαι στέρεος εις την πίστιν μου». Η δε φωνή του Κυρίου είπεν: «Ανδρίζου, Ευστάθιε, και σγωνίζου υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα συνοδεύη και σε και την συνοδείαν σου, και θα διαφυλάξη τας ψυχάς σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Αφού είπε ταύτα ο Κύριος, ανελήφθη εις τους ουρανούς εκείνος δε αναχωρήσας εκείθεν επέστρεψεν εις την οικίαν του, και ανέφερεν εις την γνναίκα του όσα ήκουσεν εις το όρος παρά του Κυρίου όθεν και εδέοντο του Θεού και οι δύο των λέγοντες «Το θέλημα του Κυρίου γένοιτο».
Ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν και την βάπτισιν του Αγίου, αποθνήσκουσιν από λοιμικήν ασθένειαν όλοι οι άνθρωποι της οικίας του. Τότε ηννόησεν ότι η φθορά αυτή ήτο εις από τους προρηθέντας υπό του Θεού πειρασμούς, και τον ηυχαρίστησε και παρεκάλει και την γυναίκα του να μη παραπονεθή τελείως εις την χάριν του. Μετέπειτα έπεσε νόσος εις τους ίππους και τ’ άλλα ζώα του, τα οποία όλα εψόφησαν, και υπέφερε και ταύτην την καταστροφήν ο Άγιος μετά πάσης αταραξίας. Προς διασκέδασιν της λύπης του επήρε μίαν των ημερών την γυναίκα και τα τέκνα του και επήγαν εις την εξοχήν αλλ’ εν ω έλειπον εκεί, γνωρίζοντες οι κλέπται ότι η οικία ήτο έρημος από ανθρώπους, εμβαίνουσιν εις αυτήν και κλέπτουσιν όλα γενικώς τα πράγματά των, ούτως ώστε έμειναν με μόνα τα ρούχα τα οποία εφόρουν και εν ω πρότερον ήσαν οι πλέον ευκατάστατοι, κατόπιν τούτων έγιναν οι πλέον πτωχοί και αξιοδάκρυτοι.
Οι ειδωλολάτραι εν Ρώμη έτυχε τας ημέρας εκείνας να έχωσι μεγάλην πανήγυριν, από την οποίαν ούτε ο αυτοκράτωρ ούτε ο αρχιστράτηγος έπρεπε να λείψωσιν. Εζήτησαν όθεν απανταχού τον Άγιον, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον εύρωσιν όθεν και είχον όλοι των μεγάλην θλίψιν αντί χαράς, δια τε την φοβεράν δυστυχίαν, η οποία είχεν έλθει εις τον Άγιον, αλλά και διότι δεν ήξευραν που ευρίσκετο, που έφυγε και τι έγινε. Μετά την εορτήν εκείνην λέγει η Θεοπίστη εις τον άνδρα της: «Τι καθήμεθα πλέον εδώ εις τούτον τον τόπον, και είμειθα όνειδος όλου του κόσμου; Να φύγωμεν, να υπάγωμεν εις άλλον τόπον, όπου να μη μας γνωρίζωσιν». Ο Άγιος την ηρώτησε που ενόμιζε καλόν vα υπάγωσιν. Εκείνη δε απεκρίθη «Κατάλληλον τόπον νομίζω τα lεροσόλυμα, όπου λέγουσιν οι Χριστιανοί ότι υπάρχει ο τάφος του Ιησού Χριστού». Ο Άγιος συγκατένευσεν εις τούτο και εν καιρώ νυκτός ανεχώρησαν μετά τινας ημέρας εις την Αίγυπτον. Περιπατούντες δ’ εκεί έφθασαν εις μέρος παράλιον, και εύροντες πλοίον, επεβιβάσθησαν αυτού δια να περάσωσιν απέναντι.
Ο πλοίαρχος, αφού έφθασαν εις το ωρισμένον μέρος, επειδή άρεσεν εις αυτόν η Θεοπίστη, η οποία ήτο πολύ ωραία, τους εζήτει ναύλον πολύ περισσότερον από τον συνειθισμένον και επειδή ο Άγιος δεν είχε να δώση, εζήτει να κατακρατήση την γυναίκά του αντί του ναύλου. Ο Άγιος δεν εδέχετο όθεν διέταξεν ο πλοίαρχος τους ναύτας να τον συλλάβουν και να τον ρίξουν εις την θάλασσαν. Ευρεθείς εις τοιαύτην ανάγκην ο Άγιος, αφήκεν εις το πλοίον την γυναίκα του κλαίουσαν και θρηνούσαν, και λαβών τα δύο του τέκνα εξήλθεν εις την ξηράν οδυρόμενος και μη γνωρίζων που να υπάγη. Κλαίων δε έλεγεν: «Αλλοίμονον εις εμέ και εις σας, τέκνα μου, ότι την μητέρα σας επήρε ξένος και βάρβαρος άνθρωπος». Περιπατών δε φθάνει εις τινα ποταμόν, και επειδή είχεν ούτος πολύ ύδωρ και τα παιδιά δεν ηδύναντο να περάσωσιν, άφηκε το εν εις το χείλος του ποταμού, το δε άλλο το επήρεν εις τον ώμον του και το επέρασεν εις την άλλην όχθην. Ενώ δε επέστρεφε να λάβη και το άλλο και είχε φθάσει εις το μέσον του ποταμού, βλέπει ότι το εν τέκνον του ήρπασεν εις λέων. Τότε γυρίζει ευθύς να ιδή τι γίνεται το άλλο, και βλέπει ότι και εκείνο το ήρπασεν εις λύκος. Συνεπληρώθησαν όθεν όλα τα ανυπόφορα δυστυχήματα, τα οποία το εν μετά το άλλο έμελλον να συμβώσιν εις αυτόν, κατά την πρόρρησιν του Κυρίου, και δεν ήξευρε τι να κάμη: «Να πέσω και εγώ εις τον ποταμόν (έλεγε κατά νουν) να πνιγώ ή να υποφέρω και να μη πράξω το τρομερώτατον τούτο αμάρτημα;» H Χάρις όμως του Θεού εβοήθησεν αυτόν να τα υποφέρη όλα με καρτερίαν και γενναιότητα χωρίς γογγυσμόν και βλασφημίας.
Μετά τα νέα αυτά ατυχήματα, εξελθών ο Άγιος του ποταμού εκείνου εκάθισεν εις μίαν πέτραν και έκλαιε πικρότατα, μαδών τας τρίχας της κεφαλής του και λέγων «Αλλοίμονον εις εμέ! Πως ήμην και πως τώρα κατήντησα! Που ή δόξα; που αι τιμαί, τας οποίας είχον; που οι στρατιώται; που οι άπειροι άλλοι άνθρωποι, τους οποίους είχον εις τας διαταγάς μου; Αλλά, Κύριε, μη παραβλέψης τα δάκρυά μου, μη με εγκαταλείψης έως τέλους. Είπες, Κύριε, ότι θα πάθω όσα και ο Ιώβ αλλά τα παθήματα εκείνου ήσαν, ως ήκουσα, ολιγώτερα των ιδικών μου. Εκείνος, αν και έχασεν όλα του τα αγαθά, είχε καν ολίγον μέρος γης και ανεπαύετο εις την κοπρίαν, εγώ όμως δεν έχω που την κεφαλήν μου να κλίνω, είμαι ξένος εις μέρος ξένον. Τι να κάμω; που να καταφύγω; τι θα γίνω; Εκείνος είχε φίλους, οι οποίοι τον παρηγορούν. Εκείνος, αν έχασε τα τέκνα του, είχεν όμως την γνναίκα του, αλλ’ εμέ ποίος θα με παρηγορήση; Την γυναίκα μου κατεκράτησεν άλλος, τα τέκνα μου έφαγον τα θηρία. Μη με οργισθής, Κύριε, δια ταύτα μου τα παράπονα; αλλά δος μοι υπομονήν και γενναιοκαρδίαν να υποφέρω ως πιστός οπαδός σου τους πειρασμούς». Αφού έκλαυσεν αρκετά, εσηκώθη και περιπατών έφθασεν εις τινα πόλιν, Βάδησσον ονομαζομένην, όπου έμεινε και ειργάζετο με ημερομίσθιον, άλλοτε μεν σκάπτων την γην, άλλοτε δε θερίζων. Ότε δε μετά εν έτος εγνώρισε καλλίτερα τους ανθρώπους του τόπου εκείνου, παρεκάλεσεν αυτούς και τον διώρισαν αμπελοφύλακα και τούτο το επιτήδευμα εξηκολούθησε να μετέρχεται επί ολόκληρα δεκαπέντε έτη.
Ο πανάγαθος όμως Θεός δεν αφήκε τους δούλους του να χαθούν, διότι πλησίον του ποταμού εκείνου, εις τον οποίον ηρπάγησαν τα παιδία υπό των θηρίων, υπήρχον ποιμένες, οίτινες, άμα είδον τον λέοντα, έτρεξαν ευθύς όλοι με τους σκύλους των και κατώρθωσαν με του Θεού την βοήθειαν να σώσωσι το εν παιδίον από τους οδόντας του, εκ του άλλου δε μέρους γεωργοί, ως είδον και αυτοί τον λύκον, έτρεξαν οπίσω του και με τας φωνάς των επέτυχον να τον κάμουν να φοβηθή και ν’ αφήση και το άλλο παιδίον σώον και αβλαβές. Οι δε ποιμένες και οι γεωργοί εκείνοι ήσαν κάτοικοι μιας πλησιοχώρου πόλεως, και εφρόντισαν να αναθρέψωσι τα παιδία οι ίδιοι, επειδή δεν ήξευραν τίνος ήσαν, τα οποία εμεγάλωσαν κεχωρισμένα και δεν εγνωρίσθησαν μεταξύ των, ότι ήσαν αδελφοί. Η δε σύζυγος του Αγίου Θεοπίστη διεφυλάχθη αβλαβής, διότι εύθυς ως κατεκράτησε ταύτην ο βάρβαρος εκείνος πλοίαρχος ησθένησε, κατά θείαν βεβαίως οικονομίαν, και μετ’ ολίγας ημέρας ελθών εις την πατρίδα του απέθανε, χωρίς να δυνηθή να εκπληρώση την αισχράν επιθυμίαν του όθεν και έμεινεν αυτή εκεί ελευθέρα. Ακολούθως η πόλις, εις την οποίαν ή Θεοπίστη ευρίσκετο, επανεστάτησεν, οι δε επαναστατήσαντες εκυρίευσαν τότε πολλάς πόλεις και φρούρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο δε Τραϊανός, απορών πως να καταδαμάση τους αποστάτας, ενεθυμήθη τας ανδραγαθίας του Αγίου Ευσταθίου, αλλά δεν ηδύνατο να μάθη που ευρίσκετο, οι δε στρατιώται έλεγον εις αυτόν: «Χωρίς τον αρχιστράτηγον μας Πλακίδαν εις τον πόλεμον δεν πηγαίνομεν» και ότι έπρεπε να στείλη ανθρώπους επίτηδες εις όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, δια να προσπαθήσωσι να τον εύρωσιν. Όθεν ο Τραϊανός, δεχθείς την πρότασίν των, έπεμψεν ανά δύο ανθρώπους εις όλας τας πόλεις και τα φρούρια προς αναζήτησιν και ανεύρεσίν του, εξ ων δύο στρατιωτικοί φίλοι του Αγίου, ο μεν εις Αντίοχος ονομαζόμενος, ο δε έτερος Ακάκιος, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την πόλιν Βηρυττόν, όπου ευρίσκετο ο Άγιος. Τούτους ιδών μακρόθεν εις τον δρόμον περιπατούντας και γνωρίσας από την στολήν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου των, ευθύς εδάκρυσε και παρεκάλει τον Θεόν, όπως είδε τους δύο εκείνους φίλους του, χωρίς να το ελπίζη, τοιουτοτρόπως να ίδη και την γυναίκα του την Θεοπίστην λέγων: «Διότι τα τέκνα μου, Κύριε, γνωρίζω καλώς ότι τα έφαγον τα θηρία, πλήν αξίωσον με να τα ίδω καν εις την ημέραν της αναστάσεως». Εν ω δε έλεγε ταύτα, ακούει φωνήν λέγουσαν: «Έχε θάρρος, Ευστάθιε, διότι και τας πρώτας τιμάς θα ξαναποκτήσης, και την γυναίκα σου θα ίδης και τα τέκνα σου, εις δε την μέλλουσαν ζωήν μεγαλύτερα αγαθά θα απολαύσης και θα υμνήσαι εις γενεάς γενεών». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και γενόμενος έμφοβος, εκάθισεν.
Όταν δε οι απεσταλμένοι εκείνοι περιπατούντες εις την οδόν πλησίασαν, τους εγνώρισε καλλίτερα, εκείνοι όμως δεν τον εγνώρισαν διότι και άλλα ενδύματα εφόρει και εκ της μεγάλης του λύπης η όψις του είχε μεταβληθή πάρα πολύ. Όθεν ούτοι άμα επλησίασαν του είπον: «Καιρε, ω φίλε». Ο δε Άγιος τους αντεχαιρέτησε και τους είπε «Χαίρετε και σεις, αδελφοί μου». Ευθύς τότε εκείνοι τον ηρώτησαν, αν εγνώριζεν εις την πόλιν εκείνην κανένα ξένον, ο οποίος είχε σύζυγον και δύο παιδία, περιέγραφον δε και τα χαρακτηριστικά αυτών, είπον δε και τούτο: «Εάν τον ηξεύρης και μας τον δείξης, όσα χρήματα και αν μας ζητήσης θα σου δώσωμεν». Ο Άγιος τους ηρώτησε διατί τον εζήτουν, εκείνοι δε απήντησαν, ότι ήτο άκρος φίλος των και επεθυμούν να τον ίδωσι, διότι προ πολλού εστερούντο την παρουσίαν του. «Άνθρωπον τοιούτον, είπεν ο Άγιος, δεν γνωρίζω κανένα εδώ, αλλά καθίσατε, παρακαλώ, ολίγας ημέρας εις τούτον τον ξένον τόπον ν’ αναπαυθήτε και έπειτα υπάγετε εις το καλόν. Και εγώ ξένος είμαι». Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος εκάθισαν, ο δε Άγιος έτρεξεν εις την πόλιν και παρεκάλεσεν ένα των φίλων του και του εδάνεισεν ολίγα χρήματα, αγοράσας δε οίνον και άρτον και τινα άλλα φαγώσιμα παρέθεσεν εις τους ξένους τράπεζαν.
Και εκείνοι μεν έτρωγον αγνοούντες ότι αυτός ήτο ο στρατηγός των ο Άγιος όμως, υπηρετών αυτούς φιλοφρόνως και συλλογιζόμενος την προτέραν κατάστασίν του, δεν ηδύνατο να κρατή τα δάκρυά του, αλλά τα εσπόγγιζε μακράν και επέστρεφε και περιεποιείτο πάλιν τους ξένους. Οι δε ξένοι, παρατηρούντες αυτόν έπειτα προσεκτικώς εις το πρόσωπον, ήρχισαν να τον αναγνωρίζωσιν ολίγον κατ’ ολίγον, όθεν o Αντίοχος εψιθύρισεν εις το ωτίον του Ακακίου «Αδελφέ Ακάκιε, μοι φαίνεται ότι αυτός είναι ο στρατηγός μας, τον οποίον ζητούμεν». Ο δε Ακάκιος του απήντησεν ότι και αυτός το υπωπτεύετο. «Γνωρίζω όμως πολύ καλά», είπεν, «ότι ο Πλακίδας είχεν εις τον λαιμόν του εν σημείον από σπαθιάν. Αν έχη αυτό το σημείον, αυτός πραγματικώς είναι». Βλέποντες λοιπόν μετά προσοχής παρετήρησαν αληθώς το σημείον και πηδήσαντες πάραυτα τον ενηγκαλίσθησαν και τον κατεφίλουν λέγοντες: «Δεν είσαι συ ο αρχιστράτηγος Πλακίδας;» Ο Άγιος δεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τα δάκρυα, απήντησεν όμως ότι δεν ήτο εκείνος, οι δε απεσταλμένοι του αυτοκράτορος είπον, ότι όσον και αν ηρνείτο, αυτοί δεν τον επίστευον, διότι ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος ο ίδιος ήτο, και ήρχισαν να τον ερωτώσι περί της γυναικός και των τέκνων του. Τότε πλέον ο Άγιος εφανερώθη παρρησία και είπεν, ότι ή γυνή και τα τέκνα του απέθανον.
Εν ω ταύτα εγίνοντο, εγνωστοποιήθη και εις την πόλιν το γεγονός τούτο και πολύς κόσμος έτρεξαν να μάθωσι τι εζήτουν οι αξιωματικοί εκείνοι, εθαυμάζον δε λέγοντες: «Πόσον μέγας ήτο αυτός ο άνθρωπος και πως κατήντησεν εις τον τόπον μας!» Εκείνοι δε, παρομοιάσαντες εις αυτόν την αυτοκρατορικήν διαταγήν, τον ενέδυσαν με την στρατιωτικήν του βαθμού του στολήν και ακολούθως ανεχώρησαν μετ’ αυτόν εις Ρώμην, οι δε κάτοικοι της πόλεως τους συνώδευσαν μέχρι τινός, έως ου ο Άγιος Ευστάθιος τους παρήγγειλε να μη προχωρήσουν περισσότερον, αλλά να επιστρέψουν εις τας οικίας των. Καθ’ οδόν ο Άγιος εξιστόρησεν εις τους απεσταλμένους όλα τα συμβάντα εις αυτόν, ήτοι την παρουσίαν του Ιησού Χριστού, πως ωνομάσθη Ευστάθιος εις το Άγιον Βάπτισμα, την αρπαγήν της γυναικός του υπό του πλοιάρχου και των τέκνων του υπό των θηρίων, και εν γένει όλα τα ατυχήματά του. Μετά πορείαν δεκαπέντε ημερών έφθασαν εις την Ρώμην, ο δε Τραϊανός, ως ήκουσε τούτο, εξήλθεν εις προϋπάντησίν του και τον εφίλησε, τον ηρώτησε δε διατί ανεχώρησεν εκ της Ρώμης. Τότε εκείνος διηγήθη και εις αυτόν παρουσία και εις επήκοον παντός του λαού όσα του συνέβησαν, και εγένετο χαρά μεγάλη είς όλον το στράτευμα δια την διάσωσιν και εύρεσιν του Αγίου, ο δε αυτοκράτωρ τον παρεκάλεσε να περιζωσθή πάλιν την ζώνην του στρατηλάτου.
Τούτον γενομένου ο Άγιος απηρίθμησε τον υπάρχοντα στρατόν και τον εύρεν ολιγώτερον παρ’ όσον εχρειάζετο, δια τούτο έλαβε διαταγήν αυτοκρατορικήν να στρατολογήση όσους ήθελεν ακόμη από όλον το κράτος. Η διαταγή δε αυτή έφθασε και εις την πόλιν όπου ευρίσκοντο τα τέκνα του Αγίου, αι δε αρχαί αυτής κατέγραψαν ταύτα εις την στρατολογίαν, καθό ξένα και απροστάτευτα, ήσαν δε και τα δύο ωραιότατα και εις ώριμον ηλικίαν, και εκ της φυσιογνωμίας των εφαίνοντο ότι κατήγοντο από οικογένειαν αριστοκρατικήν.
Αφού συνήχθησαν όλοι οι νεοσύλλεκτοι και διηρέθησαν εις δεκαρχίας, εκατονταρχίας και τάγματα, τα δύο εκείνα παιδία, επειδή o Άγιος τα είδε πολύ ωραία, φρόνιμα και ευπαρουσίαστα, τα διέταξε να τον υπηρετώσιν εις την τράπεζαν. Η εκστρατεία εκείνη ηυδοκίμησε, διότι όλας τας πόλεις και τα φρούρια, όσα είχον περιέλθει εις την εξουσίαν των αποστατών, ο Άγιος Ευστάθιος πολεμήσας και νικήσας αυτούς, τα ανέκτησεν. Έπειτα προχωρήσας και περάσας τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε και κατελεηλάτει την εχθρικήν χώραν, έως ου κατήντησε και εις την πολιν, εις την οποίαν ευρίσκετο η Θεοπίστη, και μη γνωρίζων τούτο, κατέλυσεν ακριβώς εις την οικίαν, όπου εκείνη έμενε και έστησε την σκηνήν του εις τον κήπον αυτήc, καθό μεγάλον και ανήκοντα εις τον πλέον ευκατάστατον του τόπου πλοίαρχον, και διέτριψαν εκεί τρεις ημέρας προς ανάπαυσιν.
Εν μια των ημερών τούτων, τα τέκνα του Αγίου επήγαν εις την οικίαν της Θεοπίστης είδη τινά δια μαγείρευμα. Εν ω δε εκάθηντο έξω της οικίας περιμένοντες να ετοιμασθώσι τα φαγητά, ήρχισαν να συνομιλώσι και πρώτος ο μικροτερος είπε: «Τόσον καιρόν ευρισκόμεθα και οι δύο μας εις την ιδίαν υπηρεσίαν του στρατηγού, και ποτέ δεν ηρωτήσαμεν αλλήλους πόθεν καταγόμεθα». Λέγει ο μεγαλύτερος: «Και εγώ προ πολλού καιρού επεθύμουν τούτο, αλλ’ ό,τι έως σήμερον δεν έγινεν, ας γίνη έστω τώρα. Εγώ, επειδή ήμην μικρός, τίποτε άλλο δεν ενθυμούμαι, παρά μόνον ότι ο πατήρ μου ήτο στρατηγός εις την Ρώμην, η δε μήτηρ μου ήτο πολύ ωραία και ότι είχον και ένα αδελφόν ωραίον, μικρότερον μου, με ξανθά μαλλιά ως τα ιδικά σου. Ο πατήρ και η μήτηρ μας λάβοντες ημάς μίαν ημέραν έφυγον από την Ρώμην, αλλά που έμελλον να ταξιδεύσουν δεν γνωρίζω. Ενθυμούμαι μόνον ότι, ευρισκόμενοι και περιπατούντες εις την ξηράν, εμβήκαμεν έπειτα όλοι μας εις εν πλοίον, και ότι υστερώτερα η μήτηρ μας, δεν ηξεύρω διατί, έμεινε μέσα εις αυτό, μόνος δε ο πατήρ μας με ημάς τους δύο εξήλθεν εις την ξηράν και περιπατούντες εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ποταμόν. Επειδή δε ημείς είμεθα μικροί και δεν ηδυνάμεθα να τον περάσωμεν, ο πατήρ μας επήρεν εις τον ώμον του τoν μικρότερον και τον επέρασεν εις το εν μέρος, εμέ δε άφησεν εις το άλλο. Και ενώ εγύρισε να λάβη και εμέ, ένας λύκος ήρπασε τον αδελφόν μου, εμέ δε από το άλλο μέρος ήρπασεν ένας λέων. Αλλά ο Θεος με ελυπήθη και έτυχον εκείνην την ώραν να ευρίσκωνται εις το δάσος ποιμένες και με ελύτρωσαν από τους οδόντας του λέοντος και με επήγαν εις την πόλιν, την οποίαν γνωρίζεις και συ, και εκεί με ανέθρεψαν και εμεγάλωσα. Τι απέγινεν όμως ο πατήρ μου και ο μικρότερος αδελφός μου δεν γνωρίζω.
Αφού ταύτα ήκουσεν ο μικρότερος αδελφός, επήδησε πάραυτα με χαράν και λέγει εις τον μεγαλύτερον «Εις την δύναμιν του Χριστού, αδελφοί είμεθα. Από όσα είπες το έβεβαιώθην. Και εις εμέ εκείνοι οι οποίοι με ανέθρεψαν έλεγον, ότι απο το στόμα ενοό λύκου με ελύτρωσαν». Τότε εσηκώθη και ο μεγαλύτερος και ενηγκαλίσθησαν και κατησπάζοντο αλλήλους με χαράν μεγάλην και αγαλλίασιν. H Θεοπίστη, ένδον ακούσασα όλην την συνομιλίαν των νέων, ήννοησεν ότι αυτή ήτο η μήτηρ των βλέπουσα δε αυτούς να γλυκοφιλώνται, ηθέλησε να φανερωθή ποία ήτο, αλλ’ εκείνοι εβιάζοντο και αρπάσαντες τα αγγεία με τα φαγητά έτρεξαν να ετοιμάσωσι την τράπεζαν του αρχιστρατήγου. Την άλλην, ημέραν επήγεν η Θεοπίστη εις την σκηνήν του αρχιστρατήγου δια να εύρη τα τέκνα της, αλλά δεν τα εύρε, διότι ελειπον εις υπηρεσίαν, εύρεν όμως μόνον τον Άγιον καθήμενον εις την σκιάν ενός δένδρου, και ιδούσα αυτον μακρόθεν, ευθύς συνησθάνθη ταραχήν μεγάλην εις την καρδίαν της, διότι της εφαίνετο ότι εκείνος ήτο ο σύζυγος της. Επειδή δε επεθύμει να του ομιλήση, επλησίασε και του είπεν «Άκουσον, παρακαλώ, κύριέ μου, τους λόγους μου. Εγώ κατάγομαι από την Ρώμην, και με έφεραν εδώ αιχμάλωτον, όθεν σε παρακαλώ να με υπάγης εκεί».
Ενώ δε έλεγε ταύτα η Θεοπίστη είς τον Άγιον, τον παρετήρει καλώς εις το πρόσωπον, και εύρισκεν ότι πάρα πολύ ωμοίαζε τον άνδρα της, αλλά δεν ετόλμα και να τον εξετάση ποίος ήτο, τέλος όμως, αφού επείσθη χωρίς δισταγμόν ότι εκείνος ήτο, έπεσεν εις τους πόδας του και του λέγει «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, να μη θυμώσης εναντίον μου, αλλά ν’ ακούσης τους λόγους μου. Δεν μοι κάμνεις σε παρακαλώ, την χάριν να μοι είπης, ποία ήτο η προτέρα σου κατάστασις; διότι εγώ νομίζω, ότι συ είσαι ο στρατηλάτης Πλακίδας, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, ιδών αυτόν εσταυρωμένον εν μέσω των κεράτων της ελάφου και πολλούς ύστερα υπέφερε πειρασμούς, τελευταίον δε επήρε την γυναίκα του, η οποία είμαι εγώ, και τα τέκνα του, τα οποία ήσαν μικρά, τον Αγάπιον και τον Θεόπιστον, και εκίνησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, ο δε πλοίαρχος, ο οποίος ήτο κακότροπος άνθρωπος, με εκράτησεν ενέχυρον και με έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν. Έχω δε μάρτυρα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τους Αγγέλους αυτού, ότι αγνή και αμόλυντος έμεινα έως τώρα, ούτε απ’ εκείνον ούτε απο άλλον κανένα πειραχθείσα εις την τιμήν μου».
Ως ήκουσε ταύτα ο Άγιος, εβεβαιώθη δε και από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και από τας ακριβείς πληροφορίας, τας οποίας του έδωκεν, ότι αληθώς εκείνη ήτο η σύζυγος του, έκραξε πάραυτα μετά πολλών δακρύων μεγαλοφώνωε «Δόξα σοι, ο Θεός μου, δόξα σοι». Έπειτα στραφείς προς την Θεοπίστην είπε «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον λέγεις». Τότε εσηκώθησαν αμφότεροι και ησπάσθησαν αλλήλους και εδόξαζον τον Θεόν. Η δε Θεοπίστη τον ηρώτησε που ήσαν τα τέκνα των. Ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι εκείνα τα έφαγον τα θηρία. Τον ηρώτησε πάλιν η Θεοπίστη «Και πως συνέβη τούτο;». Τότε εκείνος διηγήθη λεπτομερώς το συμβεβηκός. Λέγει τότε εκείνη «Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, τα τέκνα μας ζώσιν έως τήν σήμερον και ευρίσκονται εδώ μαζί σου, διότι εγώ χθες τα ήκουσα να διηγώνται απαράλλακτα τα ίδια όσα τώρα μοι είπες και αν δεν πιστεύης, διάταξε να έλθουν, όπως ακούσης και μόνος σου τους λόγους των». Αμέσως λοιπόν ο Άγιος καλεί τους νέους, λέγων «Παλληκάρια! Διηγηθήτε μοι πόθεν κατάγεσθε». Τότε ο μεγαλύτερος ανέφερεν όσα ενεθυμείτο και εγνώριζε, και εξ αυτών εβεβαιώθησαν και ο Άγιος και η γυνή του, ότι αληθώς εκείνα ήσαν τα τέκνα των. Ποία χαρά και αγαλλίασις έγινε την ημέραν εκείνην και εις τον Άγιον και εις όλον το στράτευμα του! Επτά ολοκλήρους ημέρας διήρκεσεν η χαρά και η πανήγυρις του στρατού, όχι μόνον διότι ενίκησαν και υπέταξαν τους επαναστάτας, αλλά και το κυριώτερον, διότι ευρέθη η αγαπητή συμβία του αρχιστρατήγου των και τα τέκνα των. Ο δε Άγιος εξ όλης ψυχής και καρδίας εδοξαζε τον Θεόν λέγων «Ευχαριστώ σοι Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με άφηκες τον ταπεινόν δούλον σου να πειράζωμαι παντοτεινώς, αλλά έδωκας μοι ανάπαυσιν ττων μεγάλων μου θλίψεων. Δοξάζω σε, Θεέ μου, ότι ως προείπες μοι, ούτω και έπραξας. Τώρα όπου είδον την γυναίκα και τα παιδιά μου, παράλαβε την ψυχή μου».
Καταπαύσας ο Άγιος Ευστάθιος εντελώς την αποστασίαν, επέστρεψεν εις την Ρώμην, αλλ’ εν τω καιρώ της επιστροφής τoυ απέθανεν ο Τραϊανός και τον διεδέχθη ο ανεψιός του Αδριανός, όστις έκτισε μετά ταύτα την Αδριανούπολιν, ήτο δε και αυτός είδωλολάτρης και μέγας διώκτης των Χριστιανών. Ούτος μαθώς ότι ήρχετο ο Στρατηλάτης Ευστάθιος εις την Ρώμην νικητής των αποστατών και τροπαιούχος, εξήλθε να τον προϋπαντήση, κατά την τότε συνήθειαν των αυτοκρατόρων της Ρώμης. Επειδή δε έμαθεν, ότι ο Άγιος εύρε την γυναίκα και τέκνα του, ηθέλησε να προσφέρη εις τα είδωλα μεγάλην θυσίαν, πρώτον μεν διότι ενικήθησαν οι αποστάται, δεύτερον δε διότι ο μακάριος Ευστάθιος απήλαυσε και τα φίλτατά του πρόσωπα επί της γης ζώντα, τα οποία προ πολλού καιρού είχεν ως απολεσθέντα. Εν ω δε o Αδριανός μετέβη εις τον ναον του Απόλλωνος και προσέφερε θυσίαν, ο Άγιος δεν ηθέλησε να υπάγη και αυτός να πράξη το ίδιον. Ότε δε ο Αδριανός ύστερον τον ηρώτησε διατί δεν επήγε και αυτός εις τον ναόν του Απόλλωνος να προσφέρη θυσίαν ευχαριστήριον εις τους θεούς, δυνάμει των οποίων και τους εχθρούς ενίκησε και την γυναίκα και τα τέκνα του εύρεν, ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, εγώ εις τον Χριστόν μου θυσιάζω, Αυτόν δοξάζω και Αυτόν θα ευχαριστήσω διότι εις αυτόν χρεωστώ την ζωήν μου και την ψυχήν μου, διότι Αυτός μοι έδωκε δύναμιν και ενίκησα τους εχθρούς του αυτοκράτορος, Αυτός ηυδόκησε και είδον και την γυναίκα και τα τέκνα μου. Άλλον Θεοό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, ειμή Αυτόν μόνον, όστις έκαμε τον ούρανον και την γην και πάντα τα εν αυτοίς».
Τότε ο Αδριανός διέταξεν αυτόν να ξεζωσθή ευθύς την στρατηγικήν ζώνην και να ίσταται εμπρός του ως κατάδικος αυτός, η γυνή του και τα τέκνα των και τοιουτοτρόπως ήρχισε να τους κάμνη διαφόρους εξετάσεις και παρατηρήσειc, προσπαθών όπως τους καταπείση να αλλάξωσι γνώμην, αλλ’ επειδή με κανένα τρόπον δεν το κατώρθωσε, διέταξε να τους εκθέσωσιν εις τινα πεδιάδα, και ν’ απολύσωσιν εναντίον των ένα μέγαν λέοντα πεινώντα. Αλλ’ ο λέων, άμα επλησίασε τρέχων ορμητικώς προς αυτούς, έκυψε την κεφαλήν ως προσκυνών αυτούς και ανεχώρησεν οπίσω. Επειδή λοιπόν ούτως ο σκοπός του αυτοκράτορος εματαιώθη, επρόσταξε τους στρατιώτας να πυρώσωσι καλά εν χάλκινον βασανιστήριον κατεσκευασμένον εις είδος βοός, και να τους κλείσωσιν εις αυτό. Τούτο μαθόντες άπειρον πλήθος κρυφών Χριστιανών και ειδωλολατρών, επήγαν την ημέραν κατά την οποίαν έμελλε να εκτελεσθή η ρηθείσα ποινή, δια να ίδωσι πως θα τους βάλωσι και πως θα τους καύσωσιν εντός του χαλκίνου εκείνου βοός.
Αφού λοιπόν ήναψαν μεγάλην πυράν κάτω από το χάλκωμα και επυρώθη αυτό αρκετά, οι δε στρατιώται ητοιμάσθησαν να τους βάλωσιν εντός, οι Άγιοι τους παρεκάλεσαν να μείνωσιν ολίγον να προσευχηθώσι πρώτον, λαβόντες δε την άδειαν και υψώσαντες τας χείρας, εδέοντο του Θεού ούτω λέγοντες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός των Δυνάμεων, τον οποίον κανείς δεν είδε και ημείς ηξιώθημεν να σε ίδωμεν, επάκουσον της δεήσεώς μας τώρα, αφού ηυδόκησας να συνενωθώμεν και καθώς εφύλαξας από την κάμινον του πυρός τα σώματα των Αγίων Τριών Παίδων, τοιουτοτρόπως φύλαξον και τα ιδικά μας σώματα και ευδόκησον να ενταφιασθώσιν ομού εις ένα τάφον και παράλαβε την ψυχήν μας. Δος δε, Κύριε, την Χάριν Σου εις τα λείψανα μας, και όστις μας επικαλείται να έχη μέρος εις την Βασιλείαν των ουρανών και ή εις ποταμόν ή εις την θάλασσαν μας επικαλεσθή, όταν κινδυνεύη, παρακαλούμεν να προφθάνης εις την βοήθειάν του». Τότε ήκουσαν οι Άγιοι φωνήν εκ του ουρανού ερχομένην και λέγουσαν «Θα γίνη ό,τι ζητείτε και έτι πολλά πλειότερα, διότι δια το όνομά μου υπεφέρατε μεγάλους πειρασμούς μετά μοναδικής υπομονής και γενναιότητος. Δια τα κακοπαθήματά σας εις την πρόσκαιρον ζωήν θα απολαύσητε εις την ουράνιον πατρίδα την αιωνίαν χαράν και τους πρέποντας εις τους αγώνας σας αμαράντους στεφάνους». Τότε οι Άγιοι αγαλλόμενοι παρεδόθησαν εις τους στρατιώτας προθυμότατα και κλεισθέντες εντός του χαλκίνου εκείνου βοός, παρέδωκαν μετ’ ολίγον την αγίαν των ψυχών εις τον Κύριον εν έτει ρκς΄ (126) μ.Χ.
Μετά τρεις ημέρας επρόσταξεν ο Αδριανός να ανοίξωσιν εκείνο το χάλκωμα αφού δε το ήνοιξαν και είδον ότι ουδέ μία καν θριξ της κεφαλής των ήτο βεβλαμμένη από την πυράν, ενόμισεν ότι ήσαν ακόμη ζώντες, και διέταξε να τους εκβάλωσιν έξω. Ο δε εκεί κόσμος, ιδών τα σώματά των σώα και αβλαβή, ήρχισε να φωνάζη μεγαλοφώνως, ενί στόματι και μια καρδία, όλος «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, αυτός μόνος είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος». Ο δε Αδριανός φοβηθείς ανεχώρησε. Τοιουτοτρόπως λοιπόν επάνω εις εκείνον τον θόρυβον τινές Χριστιανοί επήραν κρυφίως των Αγίων τα λείψανα και ενεταφίασαν αυτά εις τόπον κατάλληλον. Επί δε του προστάτου των Χριστιανών Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί ανήγειραν Ναόν εις τους Αγίους, και κατ’ έτος εώρταζον και εορτάζουσι και μέχρι της σήμερον την μνήμην αυτών την εικοστήν του μηνός Σεπτεμβρίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
[Πηγή: Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας]

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Δεκ 10, 2012 8:59 am
από ΦΩΤΗΣ
Άγιος Ευτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης.
Η Εκκλησία γιορτάζει σήμερα την μνήμη του Αγίου Ευτυχίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Άγιος Ευτύχιος γεννήθηκε το έτος 512 μ.Χ. και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' του Μεγάλου. Καταγόταν από την πόλη Θεία Κώμη της Φρυγίας και ήταν υιός του Αλεξάνδρου, σχολαρίου υπό τον στρατηγό Βελισσάριο και της Συνεσίας.
Διδάχθηκε το ιερό Ευαγγέλιο και βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον ιερέα Ησύχιο, ο οποίος ήταν παππούς του και λειτουργούσε στην Εκκλησία της Αυγουστοπόλεως. Το έτος 543 μ.Χ., συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Ενδημούσα Σύνοδος, ύστερα από πρόσκληση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, με σκοπό την ειρήνευση της Εκκλησίας και την καταδίκη των αιρετικών. Με διατάγμα που εκδόθηκε το έτος 543 μ.Χ. ο Ιουστινιανός εστράφη κατά των αιρετικών.

Όταν το έτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ο Πατριάρχης Μηνάς, ο Άγιος Ευτύχιος ήλθε από την Αμάσεια στη Βασιλεύουσα και εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Οι ταραχές όμως των αιρετικών συνεχίζονταν και ταλάνιζαν την Εκκλησία. Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 553 μ.Χ. υπό την προεδρία του Αγίου Ευτυχίου, επικύρωσε την απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου και προέβη στην καταδίκαση των «Τριών Κεφαλάιων».
Ο σκοπός όμως της καταδίκης των «Τριών Κεφαλαίων» δεν επετεύχθη, αφού οι μονοφυσίτες ενέμεναν στην απόσχιση και στις αιρετικές δοξασίες τους. Ετσι ο Ιουστινιανός το έτος 564 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο επέβαλε τον "αφθαρτοδοκητισμό". Η διδασκαλία αυτή είχε διατυπωθεί από τον μονοφυσίτη Επίσκοπο Αλικαρνασσού Ιουλιανό.
Συγκεκριμένα ο Ιουλιανός δίδασκε ότι το Σώμα του Χριστού, ήδη από της συλλήψεως και γεννήσεως Αυτού, απηλλάγη από τη φθορά και επομένως από τις φυσικές ανάγκες (πείνας, δίψας, καμάτου, ιδρώτος, δακρύων κ.τ.λ) - των λεγομένων «αδιαβλήτων παθών» - και μόνο «κατ' οικονομίαν» και «κατά χάριν» φαινόταν υποκείμενο σε αυτά.
Ο Άγιος Ευτύχιος και οι υπόλοιποι Πατριάρχες της Ανατολής, προς τους οποίους απευθύνθηκε, δεν δέχθηκαν το δυσσεβές διάταγμα. Γι' αυτό τον λόγο ο Άγιος, το έτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο υπό Συνόδου ερήμην, αφού αρνήθηκε να παρουσιασθεί και εξορίσθηκε αρχικά στην Πρίγκηπο. Στο Συναξάρι του αναφέρεται ότι μετά κατέφυγε σε μοναστήρι της Αμασείας στο οποίο ζούσε ασκητικά και αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα.

Μετά από δώδεκα χρόνια εξορίας, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος ο Β', επανέφερε με τιμή και δόξα τον Άγιο στον πατριαρχικό θρόνο. Κατά την δεύτερη πατριαρχία του ο Άγιος με την προσευχή του έσωσε τον λαό που μαστιζόταν από θανατηφόρα επιδημία. Το ορθόδοξο φρόνημά του και ο αγώνας του για την ακεραιότητα της πίστεως τον οδήγησαν σε αντίθεση με τον αποκρισάριο της Ρώμης Γρηγόριο, τον μετέπειτα Πάπα, λόγω των δοξασιών του περί αναστάσεως σαρκός.

Ο Άγιος Ευτύχιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 582 μ.Χ. Το ιερό λείψανό του εναποτέθηκε στο θυσιαστήριο των Αγίων Αποστόλων, μετά την κρηπίδα της Αγίας Τραπέζης, όπου κατέκειντο και τα ιερά λείψανα Ανδρέου, Τιμοθέου και Λουκά των Αποστόλων.

Πηγές: imkifissias.gr, saint.gr

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 11, 2012 8:52 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο Άγιος Ηλίας ο Νέος Οσιομάρτυρας του Αρδούνη

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ηλίας γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς ευσεβείς. Ήταν στο επάγγελμα κουρέας και τύγχανε μεγάλης υπολήψεως από τους προεστώτες της πόλεως. Κάποτε, απευθυνόμενος προς τους πρόκριτους της Καλαμάτας, τους προέτρεψε να ενεργήσουν με κάθε τρόπο, για να ελαφρυνθούν οι Χριστιανοί από την επιβαλλόμενη βαριά φορολογία των Τούρκων, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να αρνηθούν την πατρογονική πίστη.
Γενομένης λογομαχίας κατά την συζήτηση αυτή, ο Ηλίας προσήλθε στον κριτή και απέπτυσε την χριστιανική πίστη. Ήλθε όμως στον εαυτό του και μετανόησε για το αμάρτημά του.
Ελεγχόμενος από τη συνείδησή του απήλθε στο Άγιον Όρος, όπου και μόνασε επί οκτώ χρόνια, ασκούμενος με αρετή και προσευχή για το μαρτύριο. Επανήλθε στην Καλαμάτα και ενώπιον του κριτού ομολόγησε την πίστη του στον Άγιο Θεό. Μετά τα φρικτά βασανιστήρια οι Τούρκοι τον έκαψαν ζωντανό το έτος 1686.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 12, 2012 1:48 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο Άγιος Ηρωδίωνας του Λάινιτσι

Ο Όσιος πατήρ ημών Ηρωδίωνας(Ιονέσκου)γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1821 και το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης.Στα 20 του χρόνια μπήκε στην αδελφότητα της φημισμένης Μονής της Τσερνίκας υπό την πνευματική προστασία του ηγουμένου Καλλινίκου(μετέπειτα Οσίου Καλλινίκου της Τσερνίκα,του οποίου το άφθαρτο λείψανο βρίσκεται στη Μονή Τσερνίκας στο Βουκουρέστι).

Το 1846 εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Ηρωδιών.Αγαπούσε πολλοί τους άλλους αδελφούς και ποτέ δεν έλεγε κακό λόγο για κανέναν.Νήστευε αυστηρά και αναπαυόνταν τη νύχτα μόνο 3-4 ώρες,κάνοντας χιλιάδες μετάνοιες.Ήταν πολύ αγαπητός στους μοναχούς και στον ηγούμενο.
Τον Σεπτέμβριο του 1850 ο ηγούμενός του Καλλίνικος εκλέχθηκε επίσκοπος στην πόλη Ρέμνικου-Βέλτσεα και πήρε μαζί του κάποιους μοναχούς από την αδελφότητα μεταξύ τον οποίων και τον Ηρωδίωνα.Στα τέλη του 1851 τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στη σκήτη Λάινιτσι.Το 1853 χειροτονήθηκε ιερέας και τον 1854 τον όρισε ως ηγούμενο της Σκήτης Λάινιτσι,θέση στην οποία έμεινε από το 1854 εως το1900.
Μετά την κοίμηση του πνευματικού του ο επίσκοπος,ο Όσιος Καλλίνικος,άρχισε να εξομολογείται στον μέχρι τότε υποτακτικό του ηγούμενο της Σκήτης Λάινιτσι,Ηρωδίωνα.Μετά από λίγο καιρό ο Οσιος Καλλίνικος θα τον ονομάσει ''Αυγερινό του Λάινιτσι΄΄.Ερχόνταν συχνά στη σκήτη ο επίσκοπος για να εξομολογηθεί και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον ανέπαυε πάρα πολύ να επισκέπτεται τις μονές Τσερνίκα,Λάινιτσι και Φρασινέι.
Ειχε το προορατικό χάρισμα και απ'όταν ήταν ακόμη εν ζωή έκανε πολλά θαύματα θεραπεύονας και πολλούς δαιμονισμένους.
Εκοιμήθη στις 3 Μαίου 1900.
Επτά χρόνια μετά την κοίμησή του-όπως είναι η παλιά μοναχική συνήθεια,τον ξέθαψαν για να γίνει ξανάγίνει η νεκρώσιμος ακολουθία.Τα λείψανό του τότε είχε βρεθεί άφθαρτο.Το έθαψαν πάλι επειδή το Λάινιτσι τότε δεν είχε οστεοφυλάκιο.Άλλωστε ο Άγιος Ηρωδίωνας είχε προφητέψει ότι λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του η σκήτη θα ερημώσει
Πραγματικά κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο η μονή ερήμωσε και ο ηγούμενος συνελήφθη από τους Γερμανούς και πέθανε στη Γερμανία.Στον τάφο του Αγίου πριν από τον πόλεμο γίνονταν πολλά θαύματα

Το 1929 ο μετέπειτα ηγούμενος αναστήλωσε τη μονή.Την ίδια χρονιά ο ηγούμενος βρήκε για δεύτερη φορά το λείψανο(η πρώτη ήταν το 1907) και η επισκοπή αποφάσισε να τον θάψουν ξανά επειδή είχαν περάσει μόνο 29 χρόνια από την κοίμησή του.
Ο ηγούμενος το έθαψε πάλι σε βάθος 2,5 μέτρων(όπως αποδείχθηκε αργότερα).Πιθανόν να γνώριζαν ελάχιστοι το μέρος όπου το έθαψαν,αφού το 1980 όταν προσπάθησαν να το ξαναβρούν με επικεφαλής τον τότε ηγούμενο Καλλιόπιο,οι προσπάθειες έμειναν άκαρπες.Στο μεταξύ κατά τον 2ο Παγκ.Πόλεμο οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει το μοναστήρι σε στάβλο αλόγων.
Τελικά στις 8 Απριλίου 2010,με την ευλογία του επισκόπου Ολτενίας Ειρηναίου,μετά από νηστεία,προσευχές και πολύ μεγάλη προσπάθεια(αφού το λείψανο ήταν πολύ βαθιά θαμμένο στη γη)βρέθηκε το λείψανο του Αγ.Ηρωδίωνος του Λάινιτσι,ο οποίος είναι ο τελευταίος κρίκος του ρουμανικού νεοησυχαστικού ρεύματος των 18ου και 19ου αιώνα


Σήμερα 1 Μαίου 2011 έγινε η αγιοκατάταξή του από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρουμανίας


www.proskynitis.blogspot.com/ΠΗΓΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 13, 2012 9:32 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ Ο ΕΝ ΑΓΚΥΡΑ



«Ο άγιος Θεόδοτος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα Θεότεκνο ότι τα σώματα των αγίων παρθένων που είχαν ριχτεί στη λίμνη, αυτός τα έβγαλε και τα έθαψε, οπότε οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα. Κι όταν με μεγάλο θάρρος ομολόγησε την πίστη του, κτυπήθηκε σκληρά. Έπειτα τον κρέμασαν δύο φορές πάνω σε ξύλο, του ξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις πλευρές και τον έκαψαν με λαμπάδες. Έπειτα του σύντριψαν τα σιαγόνια με πέτρες και τέλος του έκοψαν το κεφάλι».

Ο άγιος Θεόδοτος υπήρξε ο αλείπτης, ο καθοδηγητής και ενισχυτής των αγίων παρθένων, προκειμένου να μείνουν μέχρι τέλους σταθερές στην πίστη τους, έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι όταν ο ηγεμόνας Θεότεκνος είδε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τις μεταπείσει, έδωσε εντολή να τις ρίξουν στη λίμνη για να πνιγούν. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει την αλειπτική αυτή διάσταση του έργου του αγίου Θεοδότου, έστω κι αν το συναξάρι τους στο Μηναίο δεν αναφέρεται σ᾽αυτό. ῾Ενίσχυσες με τα ιερά σου λόγια τις ιερές γυναίκες για τους μαρτυρικούς αγώνες. Κι αφού νίκησαν τον κακό εχθρό με τα ανδρεία παλαίσματά τους, πήραν τα στεφάνια της αφθαρσίας᾽(῾Επήλειψας λόγοις σου ιεροίς τα ιερά προς τους αγώνας γύναια. Και καθελόντα, μάρτυς, τον δυσμενή, ανδρείοις παλαίσμασι, αφθαρσίας στεφάνους ανεπλέξαντο᾽) (ωδή ς´). Η καθοδηγητική και ενισχυτική παρουσία του αγίου Θεοδότου, το αλειπτικό όπως ονομάζεται έργο του, είναι πάγια και σταθερή συνήθεια στην Εκκλησία μας. Τις περισσότερες δηλαδή φορές πριν από το μαρτύριο κάποιου μάρτυρα έχουμε την ενίσχυσή του από κάποιον άλλον χριστιανό, ο οποίος αναλαμβάνει να τον τονώσει στην πίστη, ώστε να μην υποχωρήσει. Η συνέχεια δε επίσης είναι γνωστή: οι ενισχυόμενοι μένουν σταθεροί, αλλά και ο αλείπτης οδηγείται και αυτός στο μαρτύριο.

Το συναξάρι επικεντρώνει, όπως βλέπουμε, στην ηρωική πράξη του αγίου Θεοδότου να περισυλλέξει τα νεκρά σώματα και να τα θάψει και βεβαίως έπειτα στο φρικτό μαρτύριο που ακολούθησε γι᾽ αυτόν, λόγω ακριβώς της πίστεώς του στον Χριστό. Και χαρακτηρίζουμε ηρωική την πράξη της περισυλλογής, διότι προκαλούσε με τον τρόπο αυτό την οργή του ηγεμόνα και διακινδύνευε και τη δική του τη ζωή. Ο όρος ῾ηρωικός᾽ όμως για έναν χριστιανό είναι καταχρηστικός. Ο χριστιανός δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να αγωνίζεται στον δρόμο της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Η υπακοή στον Θεό αποτελεί μονόδρομο για τον χριστιανό, συνεπώς δεν πρόκειται για ηρωισμό, όπως κατανοείται στους αρχαίους ´Ελληνες για παράδειγμα ή σε άλλους λαούς. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι ῾όταν κάνουμε όλα όσα μας έχει υπαγορεύσει ο νόμος του Θεού, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, που επιτελέσαμε ό,τι οφείλαμε να επιτελέσουμε᾽. Αυτό λοιπόν που ήταν δεδομένο για τον άγιο Θεόδοτο: να κάνει αυτό που έπρεπε ως χριστιανός, υμνήθηκε σε αντίστοιχο επίπεδο από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές με την περίπτωση της Αντιγόνης. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής έγραψε την τραγωδία του ῾Αντιγόνη᾽, ακριβώς έχοντας ως βασικό θέμα την ηρωική πράξη της ηρωίδας του έργου, η οποία παραθεωρώντας την εντολή του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, θάβει τον θεωρούμενο ως προδότη αδελφό της Πολυνείκη, γιατί την υποκινεί η υπακοή της στους θεϊκούς νόμους – να θάβεται ο νεκρός – και η αδελφική της αγάπη. Και ναι μεν ασφαλώς η Αντιγόνη προβάλλεται ως ιερό πρότυπο για την ενέργειά της αυτή, έστω κι αν τελικώς αυτοκτονεί στη φυλακή που κλείστηκε – για τα δεδομένα της προ Χριστού εποχής δεν περιμένει κανείς ίσως κάτι περισσότερο – ο άγιος Θεόδοτος όμως κάνει, όπως είπαμε, το αυτονόητο για έναν χριστιανό: να μείνει σταθερός στην υπακοή στο θέλημα του Θεού.

Και πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει στην ακολουθία του αγίου ότι ο Θεόδοτος σ᾽αυτό ήταν από τη νεαρή του ηλικία προσανατολισμένος: στο θέλημα του Θεού, λόγω της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό. ῾Ανέθεσες τον εαυτό σου στον Θεό, Θεόδοτε, από τη νεαρή σου ηλικία᾽(῾Εκ νεαράς ηλικίας ανατεθείς τω Θεώ, Θεόδοτε᾽) (ωδή α´). ῾Υπέμεινες κραυγάζοντας, μάρτυς: Τίποτε δεν θα με χωρίσει διόλου από την αγάπη του Χριστού, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε κάθε άλλη βάσανος᾽(῾Μάρτυς, υπέμεινας κραυγάζων: Της του Χριστού αγαπήσεως όλως με ουδέν χωρίσει, ου θάνατος, ου ζωή, ουδέ πάσα άλλη βάσανος᾽) (στιχηρό εσπερινού). Για τον άγιο υμνογράφο δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο από την εν αγάπη θέληση του ανθρώπου που ενισχύεται όμως από τον ίδιο τον Θεό. Είναι η θέληση που συντρίβει οποιαδήποτε αντίθεη δύναμη, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο, γιατί μένει πάντοτε αδούλωτη η ψυχή. ῾Συντρίβει το σώμα με τις πολλές πληγές ο διώκτης, δεν έχει τη δύναμη όμως καθόλου να χαλαρώσει τον τόνο της ψυχής, ο οποίος αποκτά ισχύ από τη θεία στοργή του Σωτήρα Χριστού᾽(῾Συντρίβει σώμα ταις πολλαίς ο διώκτης αικίαις, ουκ ισχύει δε όλως σου τον τόνον της ψυχής χαυνώσαι, θεία στοργή του Σωτήρος, μάκαρ, κρατυνόμενον᾽) (ωδή γ´). ῾Με την υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, υπέμεινες σταθερά τις ορμές των παρανόμων και την κάκωση των βασανιστηρίων και τις πυρακτώσεις, διότι ήσουν περιφραγμένος από τη θεία συμμαχία᾽(῾Υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, των παρανομούντων τας ορμάς και των βασάνων την κάκωσιν και τας πυρακτώσεις σαφώς υπήνεγκας, τη θεία συμμαχία περιφραττόμενος᾽) (ωδή ε´).