Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Η διαμάχη Θεού - διαβόλου και η δίαιτα μας

Εν αρχή ο Θεός γέμισε τη γη με μπρόκολο, κουνουπίδι και σπανάκι, πράσινα, κίτρινα και κόκκινα λαχανικά όλων των ειδών, ώστε ο άνδρας και η γυναίκα να ζήσουν υγιεινά και παντοτινά.
Ο σατανάς όμως δημιούργησε τα Haagen Dazs και τα διάφορα cookies. Και ρώτησε: «Λίγη ακόμη σάλτσα βύσσινου;» και ο άνδρας απήντησε: «Ευχαρίστως!» και η γυναίκα πρόσθεσε: «Παρακαλώ για μένα άλλη μια ζεστή βάφλα με σαντιγύ!».
Και έτσι πήραν και οι δύο από 5 κιλά.
Και ο Θεός δημιούργησε το γιαούρτι, ώστε να διατηρήσει η γυναίκα το σώμα της όπως άρεσε στον άνδρα. Και ο σατανάς δημιούργησε από το σιτάρι το άσπρο αλεύρι και από το ζαχαροκάλαμο τη ζάχαρη και τα συνδύασε. Και η γυναίκα άλλαξε νούμερο στην ένδυσή της και πήγε από το 38 στο 46.
Και έτσι είπε ο Κύριος: «Δοκίμασε το φρέσκο μαρούλι μου!» Και ο σατανάς εφεύρε το ντρέσσιγκ και το σκορδόψωμο ως συνοδευτικά. Και οι άνδρες και οι γυναίκες μετά από αυτή την απόλαυση άνοιξαν τις ζώνες τους κατά τουλάχιστον μία τρύπα.
Ο Κύριος όμως είπε: «Σας έδωσα φρέσκα λαχανικά και ελαιόλαδο, στο οποίο να μαγειρεύετε υγιεινά!» Και ο σατανάς συνόδεψε τα φαγητά αυτά με δεύτερο πιάτο, από νόστιμες μπουκίτσες από ψωμάκια, τυράκια camembert, αστακό σε βούτυρο μυρωδάτο και φιλετάκια κοτόπουλου.
Και οι τιμές χοληστερίνης του ανθρώπου ανέβηκαν στα ουράνια.
Ετσι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο αθλητικά παπούτσια, ώστε να χάσει μερικά κιλά με την άθληση.. Και ο σατανάς δημιούργησε την δορυφορική τηλεόραση και τα DVD μαζί με τα τηλεχειριστήρια, για να μην κουράζεται ο άνθρωπος με το ζάπινγκ. Και οι άνδρες και οι γυναίκες γελούσαν και έκλαιγαν μπροστά την οθόνη και άρχισαν να φοράνε ελαστικές φόρμες αδυνατίσματος.
Ετσι ο Θεός δημιούργησε την πατάτα, φτωχή σε λίπος και κάλιο και γεμάτη θρεπτικές ουσίες. Και ο σατανάς αφαίρεσε την φλούδα και έκοψε το εσωτερικό της σε πατατάκια, τα οποία τηγάνησε και τα κάλυψε με πολύ αλάτι. Και ο άνθρωπος πήρε μερικά κιλά ακόμη… Ο Θεός όμως έφερε το άπαχο κρέας, ώστε τα τέκνα του να χορταίνουν προλαμβάνοντας λιγότερες θερμίδες. Και ο σατανάς έφερε τα Goodys και το τσίζμπουργκερ των 99 λεπτών.
Και ρώτησε ο σατανάς: «Θέλεις και τηγανητές πατάτες;» Και είπε ο άνθρωπος: «Βεβαίως, μια μεγάλη μερίδα με μαγιονέζα!». Kαι σχολίασε ο σατανάς: «Ετσι μπράβο!» Και ο άνθρωπος έπαθε έμφραγμα.
Και ο Θεός αναστέναξε και δημιούργησε το τετραπλό μπαϊ-πάς της καρδιάς. Και τότε ο σατανάς είπε είπαμε να παίζουμε τίμια…
…Και δημιούργησε τον ΕΟΠΥΥ !!!!!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

H ΜΕΓΑΛΗ ΔΩΡΕΑ

Όπως ένα κερί ανάβει από ένα άλλο κερί, έτσι και ένα καλό έργο γεννιέται από ένα άλλο καλό έργο.

Κάποτε, κάποιος πατρίκιος ήθελε να δωρίσει έναν χρυσό σταυρό σε μία εκκλησία. Κάλεσε έναν νεαρό αλλά έμπειρο χρυσοχόο, του έδωσε πολύ χρυσάφι το οποίο ζύγισε μπροστά του και του είπε να φτιάξει μ' αυτό όποιον σταυρό αυτός επιθυμούσε.

Ο χρυσοχόος, αναλογιζόμενος τη μεγάλη δωρεά που είχε κάνει αυτός ο πατρίκιος, για τη ψυχή του, τρώθηκε με έρωτα για τον Θεό μέσα στην καρδιά του.

Αποφάσισε λοιπόν να προσθέσει τα δικά του δέκα κομμάτια χρυσού στο βάρος του χρυσού του πατρικίου. Όταν ολοκληρώθηκε το έργο, ο πατρίκιος ζύγισε τον σταυρό και ανακάλυψε ότι ήταν βαρύτερος από το χρυσάφι που εκείνος είχε δώσει στο νεαρό χρυσοχόο.

Άρχισε τότε να μέμφεται τον νεαρό ως κλέφτη, υποπτευόμενος ότι αυτός είχε αφαιρέσει από το αρχικό βάρος του χρυσού και το είχε αντικαταστήσει με άλλο βαρύ μέταλλο. Βλέποντας ο νεαρός τον πατρίκιο τόσο αγριεμένο, ομολόγησε την πράξη του. Είπε: «Πρόσθεσα από δικό μου χρυσάφι, όπως η χήρα που έδωσε το δίδραχμο, για να λάβω μαζί σου κι εγώ μισθό από τον Χριστό».

Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του πατρικίου και είπε στον έντιμο νεαρό άνδρα: «Από σήμερα σε θεωρώ παιδί μου και κληρονόμο όλων των αγαθών μου».

Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Ο Πρόλογος της Αχρίδος»
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το νόμισμα της καλοσύνης
Κάποτε, ο γνωστός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ βγήκε στον απογευματινό του περίπατο. Ενώ η ημέρα έφθανε στο σούρουπο ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι και ζητούσε βοήθεια.

Ο Ντοστογιέφσκυ ψάχνει τις τσέπες του να βρεί κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ωρολόγι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του.

Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κοκκίνησε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε: ” Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω” . Και ο γέρο ζητιάνος απαντά: ” Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα. Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρώ αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω”.

Πηγή: gerontas.com
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το ξεχασμενο αντιδωρο

Η ιστορία, που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή όσα απίστευτα στοιχεία και αν έχει. Συνεβει στις αρχές Δεκέμβρη 2007.

Οι έννοιες και οι φροντίδες της καθημερινότητας με είχαν καταβάλει εκείνο τον καιρό και ιδιαίτερα κάποιες οικογενειακές υποθέσεις μου είχαν προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τα έχει αυτά η ζωή. Αυτό, όμως, που ένοιωσα εκείνο το πρωί ήταν για μένα -έτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.



Από την προηγούμενη είχα κάποιες εκκρεμότητες να φέρω σε πέρας και μάλιστα οικονομικές, που με είχαν στεναχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ. Είχα πάει στο ταμείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργάζομαι και είχα εισπράξει το ποσό ενός δανείου 20.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσω την τράπεζα η οποία μας έβγαλε το εξοχικό σπίτι σε πλειστηριασμό και προχώρησε σε κατάσχεση. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη, γιατί αυτό το σπίτι είχε φτιαχτεί με πολύ μόχθο και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί για διακοπές. Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το χάσω, αν και οικονομικά ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αφού βασιζόμουν μόνο στο μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα από τη υπηρεσία δάνειο, για το οποίο μου κρατάνε κάθε μήνα 250 ευρώ από το μισθό. Μόλις το εισέπραξα σε μετρητά πήγα στην τράπεζα και έστειλα 6.000 ευρώ σε έναν θείο, που είχε καταβάλει εγγύηση για να μη γίνει η κατάσχεση και τα υπόλοιπα 14.000 θα τα έβαζα σε λογαριασμό της τράπεζας τον οποίο όμως δεν είχα και έπρεπε να τηλεφωνήσω να μου τον πουν. Και ώσπου να τελειώσω με όλα αυτά η τράπεζα έκλεισε. Έτσι σκέφθηκα να αφήσω τα χρήματα, μαζί με όλα τα χαρτιά, όπως ήταν, μέσα στο αυτοκίνητό μου, στο τσεπάκι της πόρτας του οδηγού. Εκεί ποιος να τα πειράξει. Άλλωστε πρωί-πρωί θα πήγαινα να τα καταθέσω. Ποτέ δεν είχα χάσει κάτι από το αυτοκίνητο. Μάλιστα τα έβαλα σε ένα φάκελο από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών καθώς τους φύλαγα, όταν η ταμίας μας πλήρωνε και μας έβαζε τα χρήματα στο φάκελο. Εγώ πάντα της γκρίνιαζα γι’ αυτό ότι ο τρόπος αυτός είναι απηρχαιωμένος, αλλά εκείνη εξακολουθούσε το σύστημά της. Έτσι κρατούσα τους φακέλους κι όλο και κάπου μου χρησίμευαν. Ίσως σας κουράζω με λεπτομέρειες αλλά θα δείτε παρακάτω γιατί σας τις αναφέρω.


Εκείνο το πρωί λοιπόν ξεκίνησα να πάω στη τράπεζα για την κατάθεση των χρημάτων. Το αυτοκίνητο, ενώ συνήθως το παρκάρω στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εκείνο το βράδυ το είχα παρκάρει λίγο παραπέρα από το σπίτι, γιατί κάποιος μου είχε πιάσει το πάρκιν. Πηγαίνω εκεί που το είχα παρκάρει, πολύ κοντά στο σπίτι και σε σίγουρο μέρος, αλλά το αυτοκίνητο πουθενά. Κοπήκανε τα πόδια μου. Δεν ήταν δυνατόν. Στη γειτονιά. Λίγα μέτρα από το σπίτι. Ποτέ κανείς δεν είχε παραπονεθεί για κλοπές. Είμαστε ήσυχη γειτονιά. Κόντεψα να τρελαθώ. Δεν ήταν μόνο το αυτοκίνητο που έχασα, κι αν το εύρισκα και πως θα το εύρισκα, και πως θα πηγαίνω στη δουλειά και πως θα πηγαίνει ο γιος μου στο σχολείο που τον πήγαινα εγώ κάθε πρωί, δεν ήταν που δεν είχα καθόλου χρήματα να αγοράσω άλλο, ήταν ότι είχα μέσα και τις 14.000 ευρώ. Πήγα να τρελαθώ πραγματικά. Και εκτός αυτού και το σπίτι θα έχανα, αφού δεν πρόλαβα να στείλω τα χρήματα στην τράπεζα. Και το αυτοκίνητο και τα χρήματα, αλλά και θα μου κρατούσαν κι από τον μισθό μου 250 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το δάνειο. Τρελάθηκα. Ένοιωσα δύσπνοια, κιτρίνισα. Γύρισα στο σπίτι και κάθισα μουδιασμένη. Τώρα τι να κάνω. Παίρνω αμέσως το 100 και καταγγέλλω τη κλοπή. -Τι να σας πω κυρία μου, μου λέει στην άλλη άκρη της γραμμής ο αστυνομικός, στην Αθήνα κάθε μέρα κλέβονται 100 αυτοκίνητα. Θα δώσουμε τα στοιχεία στα περιπολικά κι αν τύχει και πέσουμε επάνω.. αν είστε τυχερή… πηγαίνετε και στο αστυνομικό τμήμα να κάνετε και μήνυση κατά αγνώστων. Όλα μαύρα…Πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, κι εκεί τα ίδια. Εκεί ένα παιδί, νέος αστυνομικός, μου φέρνει ένα μπουκαλάκι νερό -πως θα με είδε το παιδί- και μου λέει.


- Ηρεμήστε μπορεί και να το βρείτε…


Γυρίζω σπίτι και περιμένω…Στη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα. Πως συνέβη αυτό, γιατί συνέβη αυτό, γιατί ο Θεός να μου δώσει αυτή τη δοκιμασία…Εκεί μου ήρθε τότε στο νου μια κουβέντα, που μου είχε πει ένα σεβάσμιος γέροντας κάποτε, που πήγα κοντά του να εξομολογηθώ. Ήμουν τότε πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη για τα παιδιά μου, για τη ζωή μου…έκλαιγα, μιλούσα κι έκλαιγα…τότε μου λέει.


- Μην κλαις. Ο Θεός μας δίνει τις δοκιμασίες για κάποιο λόγο. Είναι, όμως, πατέρας μας και αγαπάει τα παιδιά του. Το καλό μας θέλει. Πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Για κάποιο λόγο μας τα στέλνει όλα τούτα. Μην κλαις. Είναι αμαρτία, γιατί δείχνεις ότι δεν τον εμπιστεύεσαι…Να κάνεις την προσευχή σου και να αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στο θέλημά του.


Εγώ, όμως, είμαι ένας άνθρωπος κοσμικός. Ψάχνω βέβαια τα πνευματικά μονοπάτια, αλλά πολύ μικρή είναι η πίστη μου. Θυμήθηκα τα λόγια τούτα του γέροντα και σκέφτηκα ξανά τα γεγονότα κάτω από άλλη ματιά. Για πιο λόγο γίνονται όλα, για κάποιο λόγο μας στέλνει ο Θεός τις δοκιμασίες. Για λίγο όμως, γιατί ξανά με κυρίευσε η απελπισία, αλλά πάλι ξανασκέφτηκα τα λόγια του γέροντα.. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα ότι μου είχε δώσει μια προσευχή να διαβάζω στα δύσκολα αλλά… και στα εύκολα μου είχε πει. Έψαξα πού την είχα καταχωνιάσει εδώ και τόσα χρόνια -θα είχαν περάσει 8-9 χρόνια από τότε. Τη βρήκα όμως, δεν την είχα πετάξει. Την διάβασα πολλές φορές. Ήταν η προσευχή των πατέρων της Όπτινα. Σε λίγο ξαναπήρα τηλέφωνο το 100. Τίποτα. Το αστυνομικό τμήμα τίποτα. Ήρθε μεσημέρι. Γύρισαν τα παιδιά από τα σχολεία τους. Του είπα τα καθέκαστα. Στεναχωρέθηκαν πολύ. Εγώ μουδιασμένη, αλλά κάπου άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να αποδέχομαι αυτά που μου τυχαίνουν στην ζωή. Να έχω εμπιστοσύνη στο Θεό. Μάλλον, όμως, το ’κανα και αναγκαστικά, αφού δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο. Όμως αυτή η κουβέντα του γέροντα όλο και μεγάλωνε στο μυαλό μου…Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό… Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Άρα πρέπει να σκεφτώ ποιος είναι ο σκοπός, είπα εγώ στον εαυτό μου, αφού αυτή είναι η πάγια τακτική μου, όλα να τα εξηγώ. Έλα, όμως, που ορισμένα είναι πάνω από τη δύναμη του νου μου.


Έτσι πέρασε η μέρα. Κάνοντας τηλεφωνήματα, αγωνιώντας, ξανακάνοντας προσευχή.


Κατά τις 11:30 η ώρα το βράδυ ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.


- Κυρία μου είμαστε από το αστυνομικό τμήμα Κάτω Πατησίων. Έχετε ένα αυτοκίνητο άσπρο, τάδε μάρκα με τάδε νούμερα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.


Ναι. Τι έγινε• Έχουμε εδώ δυο άτομα που είχαν το αυτοκίνητό σας• τους σταματήσαμε για έλεγχο και βρήκαμε το δίπλωμα και τα χαρτιά σας. Ελάτε αμέσως.


Έτρεξα κατευθείαν εκεί. Ήταν δυο νεαροί -όχι κακά παιδιά- με σκυμμένο το κεφάλι.


Κυρία μου, μου λέει ο διοικητής τι είχατε στο αυτοκίνητό σας εκτός από τα χαρτιά σας; Χρήματα κύριε διοικητά. Πόσα; 14.000 ευρώ. Καλά κυρία μου, αφήνουμε τόσα λεφτά στο αυτοκίνητο; Τι να του πω δίκιο είχε. Βγάζει τότε από το συρτάρι του ένα φάκελο, τον φάκελο της υπηρεσίας μου, που είχα βάλει μέσα τα χρήματα και μου λέει. Μετρήστε τα. Κοπήκανε τα πόδια μου. Μα ήταν δυνατόν; Αρχίζω και μετράω. Τα χρήματα ήταν όλα εκεί δεν έλειπε ούτε ένα ευρώ. Δεν είναι δυνατόν λέω. Πως έγινε αυτό; Ρωτάει τότε ο διοικητής τους νεαρούς. Τι έγινε παιδιά; Πως και δεν πειράξατε τα χρήματα; Δεν τα βρήκατε; Όχι απαντάει ο ένας. Δηλαδή βρήκαμε τον φάκελο, αλλά δεν τον ανοίξαμε. Γιατί τους ρωτά ο αστυνομικός. Να καθώς ψάχναμε το αυτοκίνητο, στο ντουλαπάκι μπροστά, του συνοδηγού βρήκαμε τα διπλώματα της κυρίας και των παιδιών της, την άδεια του αυτοκινήτου και βρήκαμε κι έναν φάκελο ίδιο που είχε μέσα ένα κομμάτι ψωμί από την εκκλησία, ξερό.


- Αντίδωρο το λένε ρε βλάκα, του λέει ο άλλος.


- Ναι αντίδωρο. Ε, και καθώς ψάχναμε βρήκαμε στο τσεπάκι στο πλάι του αυτοκινήτου και αυτό τον φάκελο και είπαμε ότι αντίδωρο θα ’χει πάλι μέσα αυτή, όπως είχε στο άλλο. Φαίνεται ότι θα ’ναι καμιά θρήσκα… Και έτσι δεν ανοίξαμε τον φάκελο..


Μείναμε όλοι άφωνοι. Μαζεύτηκαν όλοι οι αστυνομικοί γύρω-γύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι. Κανείς δε μιλούσε.


Δεν θα σας κουράσω με άλλες λεπτομέρειες. Σε λίγο ήρθαν οι γονείς τους -καλοί άνθρωποι- απέσυρα τη μήνυση και γύρισα σπίτι. Εκεί έγινε πάλι άλλο σκηνικό. Τα παιδιά μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το αυτοκίνητο βρέθηκε άθικτο, μόνο η βενζίνη είχε τελειώσει, και τα χρήματα όλα. Ήταν συγκλονιστικό. Δηλαδή ένα μικρό κομματάκι αντίδωρο μπόρεσε να ανατρέψει μια σειρά γεγονότων. Γιατί, αν είχαν βρει τα χρήματα, σίγουρα τα πράγματα θα έβαιναν αλλιώς. Και πότε το είχα βάλει εκεί το αντίδωρο ούτε που θυμόμουν. Εκείνο το ντουλαπάκι σπάνια το ανοίγω. Και το αντίδωρο θα το είχα από το καλοκαίρι ίσως, που πηγαίνω καμιά φορά σε κάποιο προσκύνημα. Αλλά πάλι πως το έβαλα μέσα στο φάκελο. Ούτε που μπορώ να θυμηθώ.


Σημασία βέβαια έχει πως το γεγονός αυτό με έκανε να βλέπω τη ζωή αλλιώς. Να βλέπω με σεβασμό το καθετί και να αποδέχομαι με σεβασμό σχεδόν με ευγνωμοσύνη ακόμα και τα άσχημα, που μου συμβαίνουν στη ζωή. Το περιστατικό έγινε αιτία να επηρεαστούν αρκετοί άνθρωποι. Πρώτη εγώ. Μετά τα παιδιά μου, που συνήθως με κοντράρουν πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, τώρα όλο και συζητούν θέματα πνευματικά και ο μικρός -τελειόφοιτος λυκείου- εφέτος για πρώτη φορά νήστεψε. Αυτό τον καιρό συμμετέχω σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα και επειδή εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο μάθημα εξήγησα στον καθηγητή μου τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα, όταν του είπα την συνέχεια, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και με παρότρυνε να πάω να κοινωνήσω, πράγμα που έκανα καθώς πλησίαζε η γιορτή του αγίου Νικολάου. Περιττό να πω ότι ανέφερε το γεγονός σε όλο το τμήμα και έμειναν να με κοιτάζουν όλοι κατάπληκτοι. Η μητέρα του ενός από τα παιδιά, που είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου τηλεφώνησε λίγο μετά τα Χριστούγεννα και μου είπε πως ο γιος της τής ζήτησε να νηστέψει και να πάει να κοινωνήσει, γιατί του έκανε λέει μεγάλη εντύπωση το γεγονός με το αντίδωρο και το ότι δεν είχε συνέπειες η κακή του αυτή πράξη για την οποία και είχε μετανιώσει πικρά… Οι συνάδελφοι στη δουλειά άκουσαν το γεγονός, ορισμένοι μπορεί να το ξέχασαν, ορισμένοι, όμως, που και μου το θυμίζουν και συχνά κουβεντιάζουμε για το αν υπάρχουν δυνάμεις πάνω από μας, που ρυθμίζουν τις ζωές μας. Και ακόμα η διήγηση του γεγονότος αυτού με έκανε να έρθω κοντά με μια φίλη, που με βοηθά να βαδίσω στον δρόμο τον πνευματικό με όλο και πιο σίγουρα βήματα. Τη λένε Αγγελική.


Τα λόγια αυτά του γέροντα, τα λόγια της προσευχής, τα θυμάμαι πάντα στα δύσκολα, αλλά και στα εύκολα. Αυτή η προσευχή τυπώθηκε στο νου και στην καρδιά μου και τη ψιθυρίζω από τότε συχνά, σχεδόν κάθε μέρα…


«Κύριε…Στις απρόοπτες καταστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από σένα… Δίδαξε με να δέχομαι με ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δεν συμβαίνει, χωρίς να το επιτρέψεις εσύ…

Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξε με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και ν’ αγαπώ. ΑΜΗΝ».


Και μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας δεν βάζει ο νους του ανθρώπου τι μπορεί να του ξημερώσει και τι πράγματα μπορεί να του συμβούν.



«ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» Αγίου Γεωργίου Διονύσου Αττικής
Ιούλιος – Αύγουστος 2008
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
Anastasios68
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 3953
Εγγραφή: Πέμ Ιούλ 26, 2012 10:31 am
12
Τοποθεσία: Πεύκη
Έχει ευχαριστήσει: 452 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 28 φορές
Επικοινωνία:

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από Anastasios68 »

Συγκλονιστική ιστορία! :shock:
«ὃς δ' ἂν εἲπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, ῥακά, ἒνοχος ἒσται τῷ συνεδρίῳ»
Κατά Ματθαῖον, Κεφ. 5, 22
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε πάνω στα βουνά ένας άγριος ληστής. Ο ληστής αυτός ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της περιοχής.
Ήταν γιγαντόσωμος, μαυριδερός και πυκνά γένια σκέπαζαν όλο του το πρόσωπο και του έδιναν μια αγριωπή όψη. Στα άγρια μάτια του καθρεπτιζόταν η σκληρότητα της καρδιάς του.
Πολλές φορές κατέβαινε στις κοντινές πόλεις κι έκλεβε διάφορα τρόφιμα, κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Άλλοτε έστηνε καρτέρι σε ανυποψίαστους διαβάτες, έκλεβε ό,τι κουβαλούσαν πάνω τους κι αν του αντιστέκονταν δεν δίσταζε να τους σκοτώση. Ήταν ένας άγριος και πολύ κακός ληστής! Τις νύχτες οι άνθρωποι νωρίς-νωρίς κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους και δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους.

Κάποτε λοιπόν ο ληστής αυτός, καθώς περιπλανιόταν αναζητώντας νέα θύματα, έχασε το δρόμο του και βρέθηκε στην έρημο. Ένα απέραντο σεντόνι από άμμο απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Ο ήλιος με τις καυτερές του ακτίνες έκαιγε τον τόπο. Απότομοι και κοφτεροί βράχοι στραφτάλιζαν στο καθρέπτισμα των ακτίνων του.
Έντονη δίψα ξέραινε τα χείλη του ληστή και έκαιγε τα σωθικά του. Πόσο επιθυμούσε μια σταγόνα δροσιάς! Τον κυρίευσε απελπισία.
Και ξαφνικά, ενώ σερνόταν από την κούραση και την εξάντληση πάνω στην καυτή άμμο, διακρίνει από μακριά μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε μια χαράδρα. Μέσα του φτερούγισε η ελπίδα. Συγκεντρώνει όσες δυνάμεις τού απόμειναν και πλησιάζει προς τα εκεί. Ένα μικροκαμωμένο γεροντάκι, σχεδόν ρακένδυτο, κρατούσε στα χέρια του ένα τσίγκινο ποτήρι και περίμενε υπομονετικά ώρες και ώρες να το γεμίση με νερό από τις στάλες που έπεφταν από το σφιχταγκάλιασμα δυο βράχων.
Παραξενεύτηκε ο ληστής∙ τι γύρευε το γεροντάκι σ’ αυτή την ερημιά όπου μόνο άγρια θηρία συναντούσε κανείς;
- Γέρο, γρήγορα, του λέει, δωσ’ μου το νερό σου να το πιω, αλλιώς τη χάνεις τη ζωή σου.
- Μετά χαράς, παιδί μου, του λέει ο γέροντας και του προσφέρει πρόθυμα το κύπελλο. Το πίνει μονομιάς ο ληστής και, αφού ξεδίψασε, κοιτάζει εξεταστικά το γέρο.
- Καλά, του λέει, τι κάνεις εσύ εδώ μονάχος μες στην ερημιά, χωρίς νερό, χωρίς ανθρώπους; Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία; Τόσες πόλεις υπάρχουν εδώ τριγύρω, μες στην ερημιά διάλεξες να μείνης, γέρος άνθρωπος;
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου, του απάντησε ο γέροντας.
Απόρησε ο ληστής και μια ταραχή τον συνεπήρε, καθώς ένοιωσε το γαλήνιο βλέμμα τού γέροντα να τον διαπερνά ολόκληρο.
- Πάμε στην καλύβα σου, του λέει, θέλω να μου δώσης όλα τα υπάρχοντά σου.
- Πάμε, παιδί μου, απαντάει πρόθυμα ο γέροντας.
Προχώρησαν αρκετή ώρα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη.
- Πάρε παιδί μου, ό,τι θέλεις, του λέει ο γέροντας, μόλις έφτασαν στην καλύβα του.
Τάχασε ο ληστής. Πρώτη φορά τού έλεγαν να κλέψη ό,τι επιθυμούσε. Τι να κλέψη όμως από την καλύβα του παππούλη; Δεν είχε σχεδόν τίποτα. Ένα μισοτελειωμένο καλάθι, το εργόχειρό του, ένα παμπάλαιο, φθαρμένο από τη χρήση βιβλίο για τις προσευχές του, ένα κομποσχοίνι κρεμασμένο στον τοίχο και το τσίγκινο ποτήρι του. Αυτά ήταν όλη κι όλη η περιουσία του!
- Γέρο, είσαι πολύ φτωχός, του λέει.
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου.
Τώρα ήταν που απόρησε για τα καλά ο ληστής. Ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού για την οποία ο γέροντας υπομένει τόσες στερήσεις; Σίγουρα θάναι καμιά βασίλισσα κι αν μείνη μαζί του ίσως καταφέρη να βγάλη κάποιο κέρδος για τον εαυτό του.
Ο γέροντας όλη τη νύχτα ξαγρυπνούσε, προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες. Ο ληστής έκανε πως κοιμόταν και τον παρακολουθούσε. Πολλές φορές τον έβλεπε να κλαίη και τότε το χλωμό του πρόσωπο έλαμπε.
Τη μέρα καθώς του μάθαινε να πλέκη καλάθια, ο γέρος σιγομουρμούριζε μια προσευχή που άρχισε να σκορπίζη σιγά-σιγά μια παράξενη γαλήνη στην ψυχή του ληστή. Ο γέροντας έτρωγε μόνο μια φορά τη μέρα, κατά τη δύση του ήλιου, ξερό ψωμί και άγρια χόρτα. Κατά το βραδάκι, μόλις άρχιζε να πέφτη η μέρα, καθόταν έξω από την καλύβα του και τότε άγρια θηρία τον πλησίαζαν κι αυτός τα χάιδευε.
Πρώτη φορά έβλεπε ο ληστής τέτοιο θέαμα, τέτοιον άνθρωπο! Το πρόσωπό του άρχισε να ημερώνη, η πέτρινη καρδιά του να μαλακώνη. Και μια μέρα δεν άντεξε άλλο και ρώτησε το γέροντα, ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού που για χάρη της ζούσε αυτή τη ζωή.
Κι ο γέροντας με το καθαρό βλέμμα που κοιτούσε πέρα μακριά, πιο μακριά κι από τον ορίζοντα και ξεσκέπαζε τα μυστικά κάθε καρδιάς, του εξήγησε πως η αγάπη του Χριστού έκανε τη φύση, τα μικρά και τα μεγάλα ζώα, την ομορφιά της μέρας και τη γαλήνη της νύχτας. Έκανε τον άνθρωπο, σταυρώθηκε από αγάπη γι’ αυτόν. Κι ίδιος δεν είναι παρά ένας φτωχός δούλος του Θεού, που το μόνο που μπορεί να κάνη χάριν αυτής της αγάπης είναι να στερηθή λίγα πράγματα πάνω στη γη.
Συγκινήθηκε ο ληστής. Κανείς δεν του ‘χε μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα έβλεπε τη ζωή και τους ανθρώπους διαφορετικά. Ένοιωσε αυτήν την αγάπη του Χριστού να σταλάζη πάνω στην πέτρινη καρδιά του. Ζήτησε από τον γέροντα να μείνη κοντά του, ν’ αλλάξη ζωή, να τον βοηθήση να γίνη κι αυτός ένας δούλος του Χριστού.
Συγχρόνως όμως σκέψεις αμφιβολίας κατέκλυσαν την καρδιά του. Πώς μπορούσε να γίνη αυτό; Θα δεχόταν ο Χριστός για δούλο Του κάποιον που, όπως αυτός, είχε κλέψει ξένο βιος, είχε ρημάξει τόσα σπιτικά και είχε αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές; Τι έπρεπε να κάνη;
Ο γέροντας τον κοίταξε κατάματα και με σιγουριά τού είπε: Όλους τους δέχεται ο Χριστός! Και ‘σένα θα σε δεχτή, αρκεί πρώτα να τακτοποιήσης αυτά που του χρωστάς, να ξεχρεώσης τις αμαρτίες σου.
- Πώς μπορεί όμως να γίνη αυτό; ρώτησε με αγωνία ο ληστής.
- Αυτό που ζητάει από ‘σένα ο Χριστός, είναι να βρης και να του προσφέρης το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!
- Μα αυτό είναι πολύ απλό! φώναξε ανακουφισμένος ο ληστής και ο νους του πήγε στους θησαυρούς που είχε κρυμμένους στη σπηλιά του, με τους οποίους θα μπορούσε ν’ αγοράση ό,τι επιθυμούσε.
Την άλλη μέρα κιόλας, πρωί-πρωί, ο πρώην ληστής έβαλε το δισάκι του με τα απαραίτητα στον ώμο, χαιρέτησε το γέροντα και ξεκίνησε να φέρη σε πέρας το σκοπό του. Φτερά έβαλε στα πόδια του!
Γύρισε πολιτείες και χωριά, ταξίδεψε σε μέρη άγνωστα, πέρα μακριά από τη θάλασσα, έφτασε στα πέρατα της γης. Με τα χρήματα που είχε μπορούσε να αγοράση ό,τι ήθελε, μα αυτός επιθυμούσε ν’ αγοράση το μεγαλύτερο μαργαριτάρι.
Τέλος, βρήκε ένα μαργαριτάρι ίσο με το μέγεθος ενός φουντουκιού, το αγόρασε δίνοντας όλα του τα υπάρχοντα και χαρούμενος γύρισε στο γέροντα.
Ο γέροντας τον κοίταξε καλά-καλά και του είπε: «Ευλογημένε, αυτό είναι ένα κοινό μαργαριτάρι, δεν είναι το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!»
Τώρα τι να κάνη ο ληστής; Απογοητευμένος πήρε ξανά τους δρόμους. Διέσχισε τις πιο μακρινές πολιτείες, πέρασε ωκεανούς, γνώρισε λογής-λογής ανθρώπους, ρώτησε τους σοφούς της γης, μα κανείς δεν ήξερε να του πη, κανείς δεν είχε δη πού βρισκόταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι.

Τα χρόνια περνούσαν, οι εποχές άλλαζαν, τα μαλλιά του άσπρισαν, τα πόδια του κουράστηκαν. Απελπισμένος πως ποτέ δεν θα ‘βρισκε αυτό που γύρευε, ωδήγησε πάλι τα βαριά του βήματα στο καλύβι του γέροντα.
- Γέροντα, φωνάζει, γέροντα, πού είσαι; Μα απάντηση δεν πήρε καμιά.
Χορταριασμένη η αυλή, έρημο το καλυβάκι και πιο έρημη η ψυχή του ληστή. Και δίπλα, παραμελημένο το μνήμα του γέροντα μ’ έναν ξύλινο σταυρό που έγραφε: «Εδώ αναπαύεται ο δούλος του Χριστού Μακάριος».

Ράγισε η καρδιά του ληστή! Κάθισε κοντά στο μνήμα του γέροντα κι ένοιωσε μοναξιά και θλίψη να τον κυριεύουν. Με μιας ήρθε στο νου του όλη του η ζωή. Νοστάλγησε τις ειρηνικές στιγμές που έζησε μαζί με το γέροντα, το γαλήνιο βλέμμα του, την αστείρευτη αγάπη του. Τώρα σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Χριστού που τόσο αγάπησε και θα απολαμβάνη όλα τα αγαθά που στερήθηκε εδώ στη γη. Με τον ίδιο όμως τι θα γίνη, που δεν μπόρεσε με το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι να ξεχρεώση τις αμαρτίες του; Γιατί να έχη κάνει τόσο κακό; Πόσο πίκρανε το Χριστό! Δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν σωτηρία, είναι απελπισμένος από την αγάπη Του, καταδικασμένος.
Και τότε, από τα κουρασμένα του μάτια κύλησε πάνω στην παλάμη του ένα πύρινο δάκρυ. Ένα μοναδικό, πολύτιμο δάκρυ! Κάνει με το μανίκι του να σκουπίση το δάκρυ και… τι να δη! Έλαμπε μέσα στη χούφτα του ένα ξεχωριστό μαργαριτάρι! Ήταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι! Ήταν το δάκρυ της μετάνοιας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ.

Ο Ιάκωβος έριξε μία ματιά στο κοντέρ του αυτοκινήτου του πριν κόψει
ταχύτητα:πήγαινε με 100 σε περιοχή με όριο ταχύτητας 50.Σταμάτησε το
αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου,αλλά όχι εντελώς έξω από το ρεύμα
κυκλοφορίας.Άσε τον αστυνομικό να ανησυχεί για την παρεμπόδιση της
κυκλοφορίας σκέφτηκε.
Ο αστυνομικός βγήκε από το περιπολικό.Ο Ιάκωβος δεν πίστευε στα μά-
τια του:ήταν ο Στέφανος από την εκκλησία!Ο Ιάκωβος βούλιαξε στο κά-
θισμά του.Αυτό ήταν χειρότερο από πρόστιμο:ένας πιστός αστυνομικός
να πιάνει έναν αδελφό από την εκκλησία και μάλιστα για υπερβολική τα-
χύτητα.
Βγήκε από το αμάξι του και πλήσίασε ενώ αυτό δεν επιτρέπεται,τον άν-
θρωπο που έβλεπε κάθε κυριακή και που δεν τον είχε δει ποτέ με στολή.
Γεια σου,Στέφανε.
Γεια σου,Ιάκωβε.
Μάλλον με έπιασες στα πράσα,βιαζόμουν,ξέρεις να πάω στη γυναίκα μου
και τα παιδιά μου.
Μάλλον απάντησε μονολεκτικά ο αστυνομικός.
Άστα βρε παιδί μου τελευταία καθόμουν μέχρι αργά στο γραφείο.Φοβά-
μαι πως έτρεχα λίγο στο δρόμο.
Καταλαβαίνω ότι γενικά το πατάς το γκάζι του είπε ο αστυνομικός.
Ωχ.Αυτό δεν ήταν και τόσο καλό.Ώρα να αλλάξουμε σκέφτηκε ο Ιάκω-
βος και άλλαξε τακτική.
Δηλαδή με πόσο λες ότι πήγαινα;
Με 90.Κάθισε πάλι στο αυτοκίνητό σου,παρακαλώ,είπε σοβαρά ο αστυ-
νομικός.
Να σου πω Στέφανε,περίμενε λίγο.Το κοίταξα ακριβώς πριν με σταματή-
σεις.Σχεδόν άγγιζα τα 65.
Σε παρακαλώ,Ιάκωβε μπες μέσα.
Θυμωμένος ο Ιάκωβος μπήκε απότομα στο αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη.¨εμεινε έτσι κοιτάζοντας εκνευρισμένος μπροστά.
ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του.Είδε
τον Στέφανο με ένα διπλωμένο χαρτί στο χέρι.
Ο Ιάκωβος άνοιξε ελάχιστα το παράθυρο ίσα-ίσα για να χωρέσει η κλήση.
Ευχαριστώ πολύ!Δεν μπόρεσε να μην το πει με ειρωνία.
Ο Στέφανος γύρισε στο περιπολικό χωρίς άλλη κουβέντα,καθώς ο Ιάκω-
βος ξεδίπλωνε το χαρτί που του είχε δώσει για να δει πόσο θα του κόστι-
ζε η κλήση που πήρε.Άρχισε να διαβάζει:

[Αγαπητέ μου Ιάκωβε,κάποτε είχα μία κόρη.Ήταν έξι χρονών όταν σκο-
τώθηκε από ένα αυτοκίνητο.Καλά το μάντεψες,κάποιος που έτρεχε.Ο ο-
δηγός πλήρωσε το πρόστιμο,έκανε τρεις μήνες στη φυλακή,και μετά ή-
ταν ελεύθερος.Ελεύθερος να αγκαλιάσει τις κόρες του και τις τρεις.
Εγώ είχα μόνο μία και θα πρέπει να περιμένω να πάω στον ουρανό για να
την αγκαλιάσω.Προσπάθησα χίλιες φορές να συνχωρέσω αυτόν τον άν-
θρωπο που σκότωσε την κόρη μου.Χίλιες φορές νόμιζα ότι τα κατάφερα.
Ίσως να τα κατάφερα,αλλά το χρειάζομαι ξανά.Ακόμη και τώρα.Προσευ-
χήσου για μένα.Και πρόσεχε.Ο γιός μου είναι το μόνο που μου έχει μείνει

Στέφανος].

Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του μόλις που πρόλαβε να δει το περιπολι-
κό που απομακρυνόνταν.Το κοιτούσε μέχρι που εξαφανίστηκε.Ένα ολό-
κληρο τέταρτο μετά έφυγε και εκείνος,οδηγώντας πολύ αργά και ζητώ-
ντας από τον Θεό να τον συνχωρέσει.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Πριν πολλά χρόνια, σε μια επαρχεία κάπου στην Κίνα,
ζούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία κουβαλούσε καθημερινά νερό απο ένα μακρυνό ρυάκι με δυό μεγάλα δοχεία περάσμενα σε ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι το οποίο στήριζε στους
ώμους της.
Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού που μπορούσε να χωρέσει.
Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς διαδρομής, από το ρυάκι στο σπίτι, έφθανε με τη στάθμη του νερού εώς τη μέση.
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γυναίκα κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.
Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.
Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά απο αυτά που έπρεπε κι ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή και αποφάσισε να μιλήσει στην ηλικιωμένη γυναίκα.
"Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη!"
"Μα γιατί;" ρώτησε η γριά. "Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;"
"Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!"
Η γυναίκα χαμογέλασε:
"Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου; Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα." "Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες. Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και τα τοποθετώ το τραπέζι μου.
Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα τόση ομορφιά να στολίζει το σπιτικόμου!"
Βέβαια δεν ήταν η ατέλειά του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της ηλικιωμένης γυναίκας να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του. Ο καθένας μας έχει τις "ρωγμές" του και τις "αδυναμίες" του, που μπορούν να γίνουν χρήσιμες και να "στολίσουν" τη ζωή μας. Κάθε "ρωγμή" μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί κάποιος να μπορέσει να διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο η ατέλεια μας αυτή μπορέι να ομορφύνει την ίδιαμαςτηνύπαρξη.
"Ραγισμένοι" φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας.
Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν την ηλικιωμένη γυναίκα τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το σακί με τις πατάτες-Μία διδακτική ιστορία για την συγχώρηση

Οταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, ως μαθητής, είχα έναν υπέροχο δάσκαλο. Μια μέρα είχαμε κουβεντιάσει για το πόσο απαραίτητο είναι να μην κρατάμε θυμό μέσα μας αλλά να κοιτάμε πως θα απαλλαγούμε από αυτόν, μας έβαλε να το δούμε αυτό πρακτικά.
- Αύριο, μας είχε πει, να φέρετε όλοι στο σχολείο μια πλαστική σακούλα και ένα μικρό σακί με πατάτες.
Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι αλλά είχαμε μάθει πως δεν αστειεύεται με κάτι τέτοια. Έτσι την άλλη μέρα είχε ο καθένας μας ο,τι μας είχε ζητήσει.
Τότε εκείνος λέει:
- Κάθε φορά που αποφασίζετε να μην συγχωρέστε κάποιον, να παίρνετε μια πατάτα, να γράφετε πάνω της το όνομα εκείνου και την ημερομηνία και να την βάζετε μέσα στην πλαστική σακούλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μερικές σακούλες ήταν αρκετά βαριές.
Μας είπε επίσης αυτή την σακούλα να την κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πηγαίνουμε. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο, στα ψώνια παντού. Καταλαβαίνεις γιατί έτσι;
Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να μας δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το βάρος που κουβαλάμε. Να έχουμε επίγνωση κάθε στιγμή. Να το έχουμε μαζί μας ακόμα και στα μέρη που είναι κάπως… καθως πρέπει. Για φαντάσου τώρα να έχεις μια σακούλα με πατάτες στην disco.
Όπως επίσης φαντάσου ότι αρκετές από αυτές τις πατάτες είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Για να μας θυμίζουν το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για τον αρνητισμό και τον πόνο μέσα μας, όταν δεν αποφασίζουμε να συγχωρούμε.
Πάρα πολλές φορές σκεφτόμαστε πως το να συγχωρήσουμε κάποιον είναι ένα δώρο που του κάνουμε. Θαρρώ πως είναι το αντίθετο. Είναι δώρο στον εαυτό μας. Απαλλασσόμαστε από ένα περιττό βάρος.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να συγχωρέσεις κάποιον θυμήσου:
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Το Ψυχο-Φαρμακείο… (πραγματικό γεγονός)

Ήταν πολύ περήφανος για τον μοναχογιό του ο κ. Μιχάλης ο Φαρμακοποιός. Καλός στα γράμματα από μικρός,φιλομαθής, φιλόδοξος και υπάκουος… από μικρός. Γι αυτό και δεν τα λυπήθηκε τα τόσα χρήματα που ξόδεψε για να τον σπουδάσει έξω… βλέπετε εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα να σπουδάσει κανείς στο εξωτερικό, γι αυτό δεν νοιάστηκε με όλη του την καρδιά κάθε μήνα του έστελνα τα χρειαζούμενα.

Και δεν λάθεψε. Ο γιός του τέλειωσε τις σπουδές του στην φαρμακευτική και επέστρεψε στην πατρίδα με το πτυχίο στο χέρι. Χαρά, δάκρυα ευτυχίας και ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κύριο. Αυτό το ευχαριστώ ήταν αλλιώτικο, κάθε μέρα έστρεφε τα μάτια του έστω και για λίγες στιγμές στην εικόνα του αγκαθοστεφανωμένου Χριστού, αυτή που 30 χρόνια τώρα έστεκε πάνω από τον πάγκο του μα τώρα το ένιωθε πιότερο από κάθε άλλη φορά αυτό το ευχαριστώ. Μπορούσε τώρα να αποσυρθεί ο κ. Μιχάλης και να περιμένει και άλλες χαρές ίσως και κανένα εγγονάκι.

Το φαρμακείο του αυτό που έφτιαξε με πολύ μόχθο και λαχτάρα για προσφορά στους συνανθρώπους του, θα το αναλάμβανε πλέον ο γιός του.

-Μόνο μην ξεχάσεις τούτο παιδί μου, να νοιάζεσαι τον άλλον σαν τον εαυτό σου και τον φτωχό πάντα να τον διευκολύνεις.
-Εντάξει Πατέρα, μόνο που θα κάνω κάποιες αλλαγές στο Φαρμακείο, έχω κάποιες ιδέες να το κάνουμε πιο σύγχρονο.
-Ό,τι εσύ κρίνεις σωστό γιέ μου αυτό να κάνεις δικό σου είναι τώρα, εσύ αποφασίζεις.

Έτσι και έγινε. Μια καινούρια φωτεινή επιγραφή παραγγέλθηκε, καινούρια ράφια,καινούριο γραφείο και μια αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα για τις διανυκτερεύσεις.
Μια χαρούμενη αναστάτωση επικρατούσε στο Φαρμακείο. Πολύτιμος βοηθός του νέου της ιστορίας μας, ο Ανέστης. Από μικρό παιδί τον είχε πάρει ο πατέρας του βοηθό στο φαρμακείο… είχε μάθει καλά την δουλειά και πολλές φορές τον άφηνε στο πόδι του, αλλά και πόσο τον ξεκούραζε έχοντας αναλάβει όλες τις εξωτερικές δουλειές… αποθήκες ,ταμεία, φάρμακα σε ηλικιωμένους κατ΄οίκον… πάντα χαμογελαστός και πρόθυμος…

-Ανέστη μόλις τελειώσεις με τα ράφια θέλω να κάνεις ακόμα μια δουλειά. Αυτήν την εικόνα του Χριστού σε παρακαλώ ξεκρέμασέ την και βάλε στην θέση της αυτόν εκεί τον πίνακα που έφερα από την Ρώμη.
Σάστισε ο βοηθός.
-Μα κύριε Δημήτρη αυτήν την εικόνα ο πατέρας σας την έχει εκεί 30 χρόνια… θα στενοχωρηθεί…
-Ο πατέρας δεν έχει πρόβλημα… άλλωστε τον άκουσες… είπε να κάνω ό,τι εγώ κρίνω σωστό, λοιπόν αυτά είναι ξεπερασμένα Ανέστη… είπαμε θα το κάνουμε σύγχρονο τα φαρμακείο, αυτά ήταν για πρίν 30 χρόνια, αστεία θα λέμε; Τώρα ο κόσμος έχει προχωρήσει… καλά εσύ που ζείς; Δεν το βλέπεις πως αλλάξαμε;

Δεν είπε τίποτα ο βοηθός. Ανέβηκε στην σκάλα και με τρεμάμενα χέρια έκανε αυτό που πρόσταξε το νέο αφεντικό…

-Πού να την βάλω; Ψέλλισε…
-Βάλ’ την εκεί στο κάτω συρτάρι που δεν το χρησιμοποιούμε…

Έτσι και έγινε. Όλα λοιπόν άλλαξαν… έγιναν μοντέρνα.
-Λοιπόν πατέρα πως σου φαίνεται; Αγνώριστο δεν έγινε;
-Ναι γιέ μου είπε ευτυχισμένος ο πατέρας μπαίνοντας στο φαρμακείο και θέλησε πάλι να ευχαριστήσει Εκείνον για όλα… όπως πάντα το συνήθιζε… Μα δεν τον βρήκε στην θέση του.

Ένα μελαγχολικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, μα μόνο ο Ανέστης το κατάλαβε… Δεν μίλησε… δεν είπε κουβέντα… βρήκε μια καλή πρόφαση και έφυγε πικραμένος για το σπίτι… εκεί τουλάχιστον το εικονοστάσι του θα του απάλυνε για λίγο τον πόνο…

Κύλησε ο καιρός… Το φαρμακείο δούλευε καλά και η πελατεία είχε αυξηθεί αρκετά… Μόνο κάτι τον στενοχωρούσε τον Δημήτρη… ο πατέρας του σπάνια ερχόταν… όλο κάποια δικαιολογία έβρισκε και δεν ερχόταν…

-Σε ζητούν οι παλιοί σου πελάτες πατέρα…, του έλεγε ο Δημήτρης προσπαθώντας να τον κάνει να έρχεται.
-Έχουν εσένα τώρα…, απαντούσε ο κυρ-Μιχάλης με εκείνο το γνωστό πικρό χαμόγελο, που μόνο ο Ανέστης μπορούσε να καταλάβει το τί το γεννούσε…!
-Διανυκτέρευση σήμερα Ανέστη… πήγαινε σπίτι σου θα μείνω εγώ… είπε ο Δημήτρης και κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα αφού πρώτα κλείδωσε την πόρτα.

Έκλεισε για λίγο τα μάτια και προσπάθησε να ξεκουραστεί από τον φόρτο της ημέρας. Αποκοιμήθηκε και μόνο ένας παρατεταμένος χτύπος τον ξύπνησε κάπως απότομα.
Ήταν ένα μικρό κορίτσι… δε θα ‘ταν πάνω από 12 χρονών… ήταν αναστατωμένη τα μάτια της κλαμένα και μιλούσε βιαστικά.

-Γρήγορα κύριε… η μητέρα μου… πρέπει να της φτιάξετε αυτό το φάρμακο… να η συνταγή… μόνο βιαστείτε.
-Ηρέμισε κορίτσι μου… θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Να ορίστε… έτοιμο.
- Αφήνω τα χρήματα και τρέχω είπε το κορίτσι…
-Τα ρέστα σου… μόλις που πρόλαβε να πεί ο Δημήτρης μα το κορίτσι είχε εξαφανιστεί… Τι ήταν κι αυτό…! σκέφτηκε κλειδώνοντας την πόρτα… ευτυχώς που δεν ήταν ο Ανέστης… ήταν δύσκολη η συνταγή… Στην σκέψη αυτήν πάγωσε και σχεδόν τρέχοντας πήγε στο εργαστήριο… η αναπνοή του κόπηκε μόλις συνειδητοποίησε… το λάθος του… Δεν είχε χρησιμοποιήσει το σωστό μπουκάλι… και είχε ρίξει… αλλοίμονο… δηλητήριο στο φάρμακο… Βγήκε έξω φωνάζοντας… έτρεξε απεγνωσμένα μήπως και έβρισκε το κοριτσάκι… μα τίποτα.

Ήταν καταδικασμένος… πάνε τα όνειρά του για την ζωή το φαρμακείο… τώρα μια εφιαλτική σκέψη κυριαρχούσε… φόνος εξ αμελείας… φυλακή… απόγνωση…

-Χριστέ μου… είπε και ένιωσε μεγάλη έκπληξη σε αυτήν την φράση… Δεν θυμόταν ποτέ να την είχε ξαναξεστομίσει …! Θυμήθηκε τότε το… κάτω συρτάρι.
Σε λίγο αυτός ο … σύγχρονος επιστήμων με τις φρέσκιες ιδέες και τα μεγαλεπίβολα σχέδια μιλούσε σε μια εικόνα.

-Χριστέ μου… κάνε ένα θαύμα σε παρακαλώ… και εγώ θα σε πιστέψω… απόδειξέ μου ότι υπάρχεις… σε ικετεύω. Έμεινε εκεί να κοιτά Εκείνον και προσμένοντας… απάντηση. Τρόμαξε όταν απότομα η πόρτα άνοιξε… ήταν πάλι το κοριτσάκι πιο αναστατωμένο από πρίν και κλαίγοντας ασταμάτητα τώρα…
-Τι… τι… συνέβη, ρώτησε τρέμοντας ο Δημήτρης… το… το…. πήρε η Μητέρα σου το φάρμακο;
-Όχι κύριε… δεν το πήρε… εκεί που έτρεχα να της το πάω… σκόνταψα χωρίς να καταλάβω το πώς και έπεσα… το μπουκαλάκι μου έσπασε… και άλλα χρήματα δεν έχω… φτιάξτε μου ένα καινούριο και θα σας τα φέρω αύριο… σας το υπόσχομαι.
-Κορίτσι μου αν ήξερες τι ήταν αυτό που μου είπες…; Δεν θέλω χρήματα… περίμενε στο φτιάχνω αμέσως… και στρέφοντας το βλέμμα του σε Εκείνον είπε και αυτός νοερά για πρώτη φορά στην ζωή του ένα Eυχαριστώ στην αγαπημένη εικόνα του πατέρα του…

-Πατέρα σε περιμένω σήμερα σου έχω μια έκπληξη…δεν δέχομαι κουβέντα… να πάρε και τον Ανέστη…
-Ναι, κύριε Μιχάλη, πρέπει να ρθείτε σήμερα! Σας περιμένουμε, οπωσδήποτε πρέπει να ρθείτε, εγώ σας παρακαλώ…

Πικρό χαμόγελο δεν ξαναζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του πατέρα. Πλέον δεν περνούσε μέρα χωρίς να περάσει από το Φαρμακείο. Και πάντα μπαίνοντας, έλεγε το μεγάλο του ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ κοιτάζοντας με λαχτάρα πάνω από τον αγαπημένο του πάγκο. Ο γιός του είχε κάνει τόσες αλλαγές, μα άλλη μια τώρα τελευταία τον έκανε πιο ευτυχισμένο από ποτέ, ένα μικρό καντηλάκι φώτιζε πλέον ακοίμητο το άκρως ταπεινό και αγκαθοστεφανωμένο πρόσωπο του Χριστού. Εκείνου που πάντα έχει το φάρμακο για όλες τις ψυχές…

http://vatopaidi.wordpress.com/2010/09/ ... more-53237
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”