
Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Ὅπου εὑρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔχουν μέσα τοὺς τὴν εἰρήνη καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν αὐτοκατάκριση καὶ ταπείνωση.
«Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακώβου 6, 26). Ἡ πραγματικὴ πίστις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὰ ἔργα. Ὅποιος πραγματικὰ πιστεύει, ἐκεῖνος ὁπωσδήποτε θὰ πράττει καὶ καλὰ ἔργα.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ χάριν τῆς ἐνάρετου Ζωῆς δεν ἔχει περιττὴ μέριμνα γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύοντας ὅτι γι’ αὐτὸν φροντίζει ὁ Θεός, αὐτή του ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ πραγματικὴ καὶ συνετή.
Ὅποιος πραγματικὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ταξιδιώτη καὶ ξένο στὴ γῆ αὐτή. Στὴν ἐπιδίωξή του νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεόν, μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ διαρκῶς ἀτενίζει μόνον Αὐτόν.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀποφασίσει νὰ ζήσει τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας.
Ὁ νοῦς τοῦ προσεκτικοῦ ἀνθρώπου ὁμοιάζει μὲ ἄγρυπνο φύλακα καὶ φρουρὸ τῆς ἐσωτερικῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ζωῆς βλέπει μὲ τὸ καθαρό του μάτι τὰ πέριξ καὶ τὶς ἐντὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἐνάντιες δυνάμεις, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Καὶ ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου» (Ψάλμ. νγ, 9).
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν σάρκα του ὁμοιάζει μὲ ἀναμμένο κερί. Τὸ κερὶ εἶναι προορισμένο νὰ λιώσει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ πεθάνει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ὅμως εἶναι ἀθάνατη, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μέριμνά μας πρέπει νὰ στρέφεται περισσότερο γιὰ τὴν ψυχὴ παρὰ γιὰ τὸ σῶμα: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίσει, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθεῖ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάτθ. ἰστ, 26).
Ἐὰν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νὰ δοκιμάσει ὁ ἄνθρωπος ἀσθένειες, τότε Ἐκεῖνος θὰ τοῦ δώσει καὶ τὴν δύναμη τῆς ὑπομονῆς.
Πρέπει νὰ συνηθίσεις τὸν νοῦ σου νὰ κολυμβᾶ στὸν νόμο τοῦ Κυρίου, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ὁποίου νὰ προσαρμόζεις καὶ τὴν ζωήν σου.
Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἀποκτᾶται διὰ τῶν θλίψεων. Ἡ Γραφὴ λέγει: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψάλμ. ξέ, 12).
Τίποτε δὲν συμβάλλει τόσο στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ὅσο ἡ σιωπὴ καὶ ἡ συζήτησις μὲ τὸν ἐαυτόν μας μᾶλλον, παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς, βλέποντας τὸν ἥλιο μὲ τοὺς φυσικοὺς ὀφθαλμούς, νὰ μὴ χαίρεσαι; Μὰ πόσο μεγαλύτερη χαρὰ θὰ νοιώθεις, ὅταν ὁ νοῦς σου βλέπει μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Χριστόν;
Γιὰ νὰ διατηρήσεις τὴν ψυχικὴ εἰρήνη πρέπει νὰ διώχνεις ἀπὸ κοντά σου τὴν ἀθυμία, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις τὸ πνεῦμα τῆς χαρᾶς, νὰ ἀποφεύγεις τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων καὶ νὰ συγκαταβαίνεις στὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Κάθε πρόοδο καὶ ἐπιτυχία σ’ ὁποιοδήποτε τομέα τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ ἀποδίδουμε στὸν Κύριο καὶ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη νὰ λέμε: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἄλλ’ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψάλμ. ρίγ,9).
Κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας, δηλαδὴ στὸ ἥμισυ τῆς ἐπιγείου ζωῆς, συμβαίνει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο ἀγῶνα γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ ἐαυτοῦ του. Πολλοὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία δὲν παραμένουν στὴν ἀρετή, ξεφεύγουν, καὶ ἀκολουθοῦν τὸν δρόμον τῶν ἐπιθυμιῶν τους.
Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ πρέπει νὰ ἔχει τὴν καρδιά του σὲ κατάσταση μετανοίας καὶ συντριβῆς: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψάλμ. ν, 19).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἐχει καρδιᾶ ταπεινὴ καὶ λογισμὸ εἰρηνικό, τότε ὅλες οἱ σκευωρίες τοῦ ἐχθροῦ μένουν ανενεργητες. Διότι ὅπου ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός: «Ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος Αὐτοῦ» (Ψάλμ. οε, 3).
Ἡ απελπισία είναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁμαρτία θανάσιμη.
Προτοῦ ἀκούσεις τὸν ἄλλον δὲν πρέπει νὰ ἀπαντᾶς. «Ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη αὐτῶ ἐστι καὶ ὄνειδος» (Παροιμ. ἰη?, 13).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ κάτι τὸ θεϊκὸ μέσα του, ἡ καρδιὰ του χαίρεται. Ὅταν ἀντιθέτως δεχθεῖ κάτι τὸ διαβολικὸ τότε συγχυζεται και ταραζεται.
Ὅποιος ὑποφέρει τὴν ἀσθένειά του μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, στεφανώνεται σὰν μάρτυς καὶ ἀγωνιστής.
Πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, ἰδιαιτέρως ὅταν προσευχόμεθα πρὸς τὸν Θεό. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν ἡ δυσοσμία μὲ τὴν εὐωδία.
Ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ταράσσεται ἀπὸ σαρκικοὺς λογισμούς. Πρέπει γι’ αὐτό να προσεύχεται ἐπίμονα στὸν Θεό, γιὰ νὰ σβήσει ἐγκαίρως τὴν σπίθα τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν μόλις ἐμφανισθεῖ. Τότε δὲν θὰ δυναμώσει ποτὲ ἡ φλόγα.
Πρέπει πάντοτε νὰ ὑπομένουμε ὅλα χάριν τοῦ Θεοῦ, εὐχαρίστως. Ἡ ζωή μας εἶναι μία στιγμὴ συγκριτικὰ μὲ τὴν αἰωνιότητα, καὶ γι’ αὐτό: «Οὐκ ἄξια, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθήναι εἰς ἠμᾶς» (Ρώμ. η, 18).
Ἃς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη γιὰ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, διότι ὅπου στάζει ἡ ταπεινοφροσύνη ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Χωρὶς τὸ φῶς ὅλα εἶναι σκοτεινὰ καὶ χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη τίποτε δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο ἕνα σκοτάδι.
Ὅπως τὸ κερὶ ἂν δὲν θερμανθεῖ καὶ μαλακώσει, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ἐπάνω τοῦ τὴν σφραγῖδα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, χωρὶς νὰ δοκιμασθεῖ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀσθένειες δὲν μπορεῖ νὰ λάβει ἐπάνω τῆς τὴν σφραγῖδα τῆς ἀρετῆς.
Στοὺς πλησίον μας πρέπει νὰ φερόμεθα μέ λεπτότητα, χωρίς οὔτε μὲ τὸ βλέμμα μας νὰ τοὺς προσβάλλουμε.
Γιὰ τὴν ἀδικία πού σοῦ προξενοῦν οἱ ἄλλοι, ὅποια κι’ ἂν εἶναι αὐτή, δὲν πρέπει νὰ ἐκδικεῖσαι, ἀλλὰ ἀντίθετα να συγχωρεῖς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀδίκησε.
Δὲν πρέπει νὰ τρέφεις στὴν καρδιά σου μῖσος καὶ ἀντιπάθεια κατὰ τοῦ πλησίον, ποὺ σὲ ἐχθρεύεται. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ νὰ τοῦ κάνεις ὅσο μπορεῖς καλό, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοὶς μισούσιν ὑμᾶς» (Μάτθ. ε, 44).
Ἡ θύρα τῆς μετανοίας εἶναι γιὰ ὅλους ἀνοικτὴ καὶ εἶναι ἄγνωστο ποιὸς θὰ πρωτομπεῖ σ’ αὐτή, ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλον ἢ αὐτὸς ποὺ κατακρίνεται ἀπὸ σένα.
Κατάκρινε πάντοτε τὸν ἐαυτόν σου καὶ θὰ παύσεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς νὰ κατακρίνεις μία πράξη κακή, ποτὲ ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔπραξε.
Ὅταν ἐγκαταλειφθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, τότε ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἀφανίσει, ὅπως ἀφανίζει ἡ μυλόπετρα τὸ σπόρο τοῦ σταριοῦ.
Ἡ περιττὴ μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου ἀπίστου καὶ μικρόψυχου. Και είναι συμφορὰ ἐὰν ἐμεῖς φροντίζοντας οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν στηριζόμαστε στὸν Θεό, ποὺ προνοεῖ γιὰ μᾶς!
Εἶναι καλύτερο γιὰ μᾶς νὰ περιφρονοῦμε ὅσα δὲν εἶναι δικά μας, δηλαδὴ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικά, καὶ νὰ ζητοῦμε τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ αἰώνια.
Ἡ θλῖψις εἶναι τὸ σκουλῆκι τῆς καρδιᾶς, ποὺ κατατρώγει τὴν μητέρα ποὺ τὸ γέννησε.
Ὅποιος ἐνίκησε τὰ πάθη αὐτὸς ἐνίκησε καὶ τὴν θλίψη. Ὅποιος νικιέται ἀπὸ τὰ πάθη δὲν θὰ ἀποφύγει τὰ δεσμὰ τῆς θλίψεως. Ὅπως ὁ ἄρρωστος φαίνεται ἀπὸ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του, ἔτσι ο ἐμπαθὴς ἀπὸ τὴν κατάθλιψη.
Δὲν πρέπει νὰ κλονιζόμαστε στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ καμιὰ ἐχθρικὴ δύναμη. Ἀντίθετα νὰ στηριζόμαστε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ: «Τὸν δὲ φόβον αὐτῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν, οὔδ’ οὐ μὴ ταραχθῶμεν, ὅτι μέθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν αὐτὸν ἁγιάσωμεν καὶ Αὐτὸς ἔσται ἠμῖν φόβος» (πρβλ. Ἠσ. η, 12-13).
«ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ,
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού http://imkifissias.gr/index.php?option= ... temid=1219)