Σελίδα 18 από 29

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Φεβ 08, 2013 10:09 am
από ΦΩΤΗΣ
ΙΓ´

Περίληψη προηγουμένων

Πρῶτοι αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. ῾Η πίστη στόν ᾿Αληθινό Θεό μεταδίδεται παντοῦ. Τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει ἤδη φθάσει στή Θεσσαλονίκη μέ τό φλογερό ἀπόστολο Παῦλο. ῎Εχει μάλιστα ἐκεῖ δημιουργηθεῖ ᾿Εκκλησία πιστῶν πού ζοῦν ἐνθουσιαστικά καί ὁλοφώτεινα. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό τούς κατοίκους τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι ἀκόμη εἰδωλολάτρες καί πιστεύουν φανατικά στούς θεούς τοῦ ᾿Ολύμπου, μολονότι προβληματίζονται κι αὐτοί μέ τήν κατωτερότητα καί τήν ἀδυναμία τῶν θεῶν τους. Γι᾿ αὐτό καταγγέλλουν τούς Χριστιανούς, ὅπου τούς ἀντιληφθοῦν, καί τούς ὁδηγοῦν στό μαρτύριο. Θέλουν νά τούς ἐξαφανίσουν. ῎Ετσι κι ὁ πλούσιος Κλεῖτος καταγγέλλει τούς Χριστιανούς πού ἀντιλήφθηκε ἀπέναντι ἀπό τήν ἔπαυλή του. ῞Ολοι ὡστόσο σώθηκαν μέ ἔγκαιρη εἰδοποίηση, ἐκτός ἀπό τόν ῾Ηλιόφωτο, τόν γεμᾶτο χάρη Θεοῦ νεαρό Χριστιανό, κατηχητή στή συγκέντρωση. Τώρα ὁ ῾Ηλιόφωτος βρίσκεται στήν φυλακή, ἕτοιμος νά ὁμολογήσει τήν πίστη στόν Χριστό καί νά δεχθεῖ ἄν χρειασθεῖ καί τό μαρτύριο. Στήν φυλακή τόν ἐπισκέπτεται ὁ φίλος του ᾿Ολίβιος, λαμπρός κι αὐτός νέος, εἰδωλολάτρης ἀκόμη, πού ἔχει ὅμως ἐντυπωσιασθεῖ ἀπό τήν σταθερότητα τῶν Χριστιανῶν καί τήν ὁλόλαμπρη ζωή τῶν πιστῶν.῾Ο ᾿Ολίβιος θέλει νά σώσει τόν ῾Ηλιόφωτο καί πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά τό ἐπιτύχει μέσω τοῦ ᾿Επάρχου, πού εἶναι συγγενής του.


Βροντερό ἀκούστηκε τό κλείσιμο τῆς πόρτας τῆς φυλακῆς κι ὕστερα ἐπικράτησε ἡσυχία.
῾Ο ῾Ηλιόφωτος βρέθηκε μόνος, μέ τούς ἤχους ἀπ’ τά μιλήματα τῆς καρδιᾶς του.
῾Η ἔννοια του μήπως εἶχε μείνει κανείς ἀπ’ τούς νεαρούς σέ κίνδυνο στό χτῆμα τοῦ Τιμαίου, τόν ἔκανε νά καθυστερήσει νά φύγει. Δέν εἶχε ἀμφιβολία γιά τόν κίνδυνο, πού τόν περίμενε. Καί τούτη τήν ὥρα δέν εἶχε ἀμφιβολία γιά τά ἐπακόλουθα, πού τόν συνόδευαν.
Μέ δυσκολία διέκρινε ἕνα σκαμνί πού ὑπῆρχε πλάϊ του καί κάθησε ἤρεμος.
— ΙΝVICTUS! τοῦ πέρασε ἀπό τή σκέψη ἡ λέξη.
῾Ωραία λέξη!
Καί πιό ὡραία ἡ πραγματικότητα!
ΙΝVICTUS! ᾿Αήττητος! ᾿Ανίκητος!
Γιά τούς αὐτοκράτορες εἶχε λεχθεῖ αὐτός ὁ χαρακτηρισμός ἤ γιά κάθε καρδιά πού ξέρει νά μένει ἀήττητη;
Invictus! Κι αὐτός, μέ τή βοήθεια τοῦ Αἰώνιου Νικητῆ, ἔπρεπε τέτοιος νά γίνει. Νά μείνει!
᾿Ανίκητος στίς ἀπειλές, στίς κολακεῖες, στά ταξίματα, στήν ἀγριότητα, στό θάνατο! Ναί, ἀνίκητος καί μπροστά στό θάνατο, γιά νά βρισκόταν κάποια μεγάλη ἡμέρα, χωρίς ντροπή στή ζωή τήν αἰώνια!
᾿Αήττητοι μέχρι τώρα πλῆθος οἱ μάρτυρες γιά τόν Χριστό! Κι αὐτός μαζί τους!
῏Ηταν ἤρεμος ὁ ῾Ηλιόφωτος. Μήπως καί χαρούμενος; Μήπως κι εὐτυχισμένος; Μέσα στό σκοτάδι τῆς φυλακῆς σάν νά ἦταν χίλιες λαμπάδες, νόμιζε, ἀναμμένες γύρω του. Καί μέσα του!
Μ’ αὐτές τίς γλυκιές σκέψεις ἴσως νά τόν πῆρε ὁ ὕπνος, χωρίς νά τό καταλάβει ἀκουμπημένος στό διπλανό τοῖχο. Γι’ αὐτό τινάχτηκε ἀπότομα στόν κρότο ἀπ’ τῆς πόρτας τό ἄνοιγμα καί τῆς δάδας τή λάμψη.
— ῾Ηλιόφωτε, τί ἔμαθα; Τί βλέπω; ἀκούστηκε μέ κομμένη ἀνάσα ἡ φωνή.
῏Ηταν ὁ ᾿Ολίβιος. ῾Η ὄψη του, ἡ ἀνάσα του ἔδειχνε τήν ταραχή του.
— ῾Ηλιόφωτε! Δέν πρέπει νά μᾶς λείψεις τόσο γρήγορα! Σκέψου κάτι, πές κάτι, πού νά διορθώσει τό λάθος αὐτῶν πού σέ συνέλαβαν.
— ῏Ηρθες ὥς ἐδῶ ᾿Ολίβιε; Σ’ εὐχαριστῶ. Ποιό λάθος ἐννοεῖς; ᾿Εκεῖνοι, σύμφωνα μέ τίς διαταγές πού πῆραν ἔπραξαν.
— ῞Ομως ἀπό σένα ἐξαρτᾶται τώρα ἡ τήρηση τῆς διαταγῆς...
Φάνηκαν δακρυσμένα τά μάτια τοῦ ᾿Ολίβιου στό φῶς τῆς δάδας πού κρατοῦσε. Μέ τή δήλωση ὅτι εἶναι στενός συγγενής τοῦ ἔπαρχου, κατάφερε νά τόν ὁδηγήσουν στό νεαρό φυλακισμένο. Κι εἶχε ἐλπίδες ὅτι θά τόν ἔπειθε νά δώσει παράταση στή ζωή του γιά χάρη τους. ῞Ενας λόγος του, μιά μικρή ὑποχώρηση θά ἔφερνε εὐνοϊκό ἀποτέλεσμα, χαρίζοντάς του τήν ἐλευθερία.
— ᾿Εσύ πού τόση ἀπορία εἶχες, ᾿Ολίβιε, ρωτώντας τότε “τί κερδίζουν οἱ Χριστιανοί καί μένουν ἀκλόνητοι στήν πίστη τους ὥς τό θάνατο;”, ἐσύ πού ἄκουσες, πού ξέρεις τώρα, τί κερδίζουν, ἀσφαλῶς θά θέλεις νά μοῦ φωνάξεις μ’ ἐνθουσιασμό· “Κέρδισέ τα! Κέρδισέ τα!” Αὐτό περιμένω νά μου πεῖς.
— ῎Αχ, ῾Ηλιόφωτε! Πόσα ξέχασα μέσα στή λύπη μου! ψιθύρισε ὁ ᾿Ολίβιος καί τά δάκρυά του ἔτρεξαν.
῾Η ἐπιθυμία του νά μή χάσει τόσο γρήγορα τόν ῾Ηλιόφωτο, τόν εἶχε κάνει νά ξεχάσει τί ἀτίμητα τοῦ ἔλεγε νά χάσει ὁ ῾Ηλιόφωτος.
— Συγχώρεσέ με, συνέχισε σκεπτικός. ῞Ομως στόν ἔπαρχο ἔχω δικαίωμα νά μιλήσω...
— Πιό καλό γιά σένα θά ἦταν τώρα νά προφυλαχτεῖς... Γιά μένα μή νοιάζεσαι. ῎Ελεγε ἕνας μάρτυρας, ὁ ᾿Ιγνάτιος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς ᾿Αντιοχείας· “Κοντά στό ξίφος σημαίνει κοντά στόν Θεό”. Γιατί νά μήν σκέπτομαι μέ χαρά κι ἐγώ· “Κοντά στά λιοντάρια σημαίνει κοντά στόν Θεό”; Κράτα ψηλά τή δάδα σου, ᾿Ολίβιε! Εἶναι πολλοί γύρω μας οἱ πυρφόροι. Οἱ λαμπαδηφόροι. Μαζί τους κι ἐσύ!
Τό ἀπόμακρο ἀντήχημα ἀπ’ τό βῆμα τοῦ δεσμοφύλακα τούς ἔκανε νά σταματήσουν. ῾Ο ᾿Ολίβιος βιάστηκε νά φύγει, τηρώντας τό λόγο του ὅτι λίγο θά ἔμενε κοντά στό φυλακισμένο.
Βιάστηκε νά φύγει, γιατί ἔπρεπε νά φτάσει γρήγορα ὄχι στό σπίτι του, ἀλλά στό σπίτι τοῦ ἔπαρχου. Τήν ἄλλη ἡμέρα ἴσως θά ἦταν ἀργά.
Ξαφνιάστηκε ὁ ἔπαρχος ὅταν τόν εἶδε.
— Πῶς καί ἦρθες, ᾿Ολίβιε, τέτοια βραδυνή ὥρα; ρώτησε. ῏Ηρθες γιά νά μείνεις στό δεῖπνο μας;
— ῎Οχι, γιά νά μείνω στό δεῖπνο, ἀλλά γιά νά μείνουν κάποια ἐρωτήματά μου στή σοφή σκέψη σου, ἔπαρχε! ἀποκρίθηκε σοβαρά.
Γέλασε ὁ ἔπαρχος.
— Μέσα στά πολλά πού εἶναι στή σκέψη μου, ἄς μείνουν κι αὐτά, εἶπε. Καί ποιά εἶναι;
῎Εμεινε λίγο σιωπηλός ὁ ᾿Ολίβιος κι ὕστερα ἄρχισε·
— Ρωτῶ, ἔπαρχε· Πῶς γίνεται ἕνα κράτος μεγάλο σάν τό ρωμαϊκό, ἕνα κράτος πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολίτες χρηστούς, –γιά νά στηρίζεται– πῶς γίνεται νά παίρνει ἀποφάσεις καί νά θανατώνει αὐτούς τούς πολίτες;
Πῶς γίνεται πόλεις, δῆμοι, λαοί, πού λένε πώς δέν εἶναι βάρβαροι σάν κάποιους ἄλλους λαούς, νά εὐχαριστιῶνται βλέποντας νά τρέχουν τά αἵματα μπροστά τους ἀπό ἀνθρώπινες σάρκες; Κι ἀκόμη, πῶς τολμοῦν ἄνθρωποι, πού λίγα μόνο χρόνια ζοῦν στή γῆ, ἄνθρωποι θνητοί, πού δέν ξέρουν ἄν αὐτά τά λίγα θά τελειώσουν τήν αὐριανή ἡμέρα, πῶς τολμοῦν νά πολεμοῦν τόν ᾿Αθάνατο; Ρωτῶ, ἔπαρχε. Καί περιμένω ἀπάντηση.
῎Ηξερε ὁ ᾿Ολίβιος πόσο ἀκριβά μποροῦσαν νά τοῦ στοιχίσουν τοῦτα τά λίγα λόγια, ἀλλά δέν εἶχε τή δύναμη νά συγκρατηθεῖ.
Ζαλίστηκε ὁ ἔπαρχος.
— ῎Ω θεοί! φώναξε· ᾿Ολίβιε, θά μοῦ πάρεις τό μυαλό μ’ αὐτά πού λές! ᾿Εγώ δέν ἔχω δικαίωμα νά δώσω ἀπαντήσεις, ἀφοῦ ὁ μεγάλος νοῦς τοῦ αὐτοκράτορα τά ρυθμίζει ὅλα.
— ῞Ομως ἄλλοι μποροῦν καί νά ἀπαντοῦν καί νά ρυθμίζουν...
— ᾿Ολίβιε, κάθισε στό δεῖπνο μας ἀπόψε καί μή ταλαιπωρεῖς τόν ἑαυτό σου μέ τέτοια θέματα. Αὔριο θά σκεφτεῖς ἴσως διαφορετικά.
— Αὔριο θά σκεφθῶ ἀκόμη πιό πολλά ἀπό αὐτά...! Θά βρεθεῖ μπροστά σου ὁ καλύτερός μου φίλος, γιά νά τόν δικάσεις... καί νά τόν καταδικάσεις.
— ῎Εχεις τέτοιους φίλους φαύλους ἐσύ;
— Θά τόν καταδικάσεις ἐπειδή εἶναι χρηστός, ἁγνός, ὁλοφώτεινος... Καί νά τόν δεῖς μόνο γίνεσαι καλύτερος!
Καί ξέσπασε σέ κλάμα ὁ ᾿Ολίβιος.
— ᾿Εγώ... καταδικάζω, λοιπόν, τούς ὁλόφωτους; μίλησε μέσα του ὁ ἔπαρχος καί βγῆκε ἀπό τό μεγάλο του γραφεῖο.
Κανείς δέν εἶδε ἄν κι αὐτός εἶχε κάποιο δάκρυ στά μάτια.
...῾Ο ῾Ηλιόφωτος στή φυλακή του δέν εἶχε δάκρυα στά μάτια. Προσευχόταν μέ φλόγα.
— Νά μείνω ἀήττητος, Κύριε! ᾿Εσύ θά μοῦ δώσεις τή δύναμη. ᾿Εσύ θά μέ κρατήσεις πιστόν ὥς τό θάνατο. ᾿Ισχυρό μπροστά στό θάνατο... Γιά τήν ἀγάπη Σου κράτησέ με. Μέ τό ἔλεός Σου κράτησέ με. ῞Οπως κράτησες τόσους μάρτυρές Σου πιστούς καί ἀδείλιαστους, ἀξίωσε καί μένα νά τούς μιμηθῶ...

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 09, 2013 9:22 am
από ΦΩΤΗΣ
ΙΔ´

Στό πραιτώριο

Ο Τιμοξένης, πού εἶχε βγεῖ πρωΐ γιά ψώνια στήν ἀγορά, γύρισε στό σπίτι ἔντρομος.
Δυό-τρεῖς γνωστοί τοῦ τό εἶχαν βεβαιώσει στό δρόμο. Στρατιῶτες τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ εἶχαν συλλάβει τό περασμένο βράδυ τόν ᾿Αλέξανδρο, τό γιό τοῦ ἄρχοντα Κλείτου.
— Πότε; Ποιά ὥρα; συνταράχτηκε ἐκεῖνος. ᾿Επιστάτης αὐτός, πού ἔπρεπε νά εἶναι ἄγρυπνος φρουρός στό σπίτι τοῦ κυρίου του, καί νά μήν καταλάβει τίποτα; Νά ἔχει συμβεῖ τέτοιο φοβερό περιστατικό κι ἐκεῖνος νά ἔχει ἀφήσει ἀνυπεράσπιστο τό παιδί, φροντίζοντας γιά τά ἄλογα καί τούς σκύλους; Καί πῶς δέν ἀκούστηκε γαύγισμα; Πῶς δέν ἀκούστηκε φωνή καί κλάμα; Διαμαρτυρία καί θόρυβος;
— Ποῦ ἤσουνα; φώναξε μ’ ὀργή στό θυρωρό. Γιατί δέν μέ εἰδοποίησες;
Μπῆκε τρέχοντας στό σπίτι, χωρίς ν’ ἀκούσει τήν ἀπόκρισή του. Καί μέ χίλιους φόβους γιά τήν ποινή, πού θά τόν περίμενε γιά τήν ἀπουσία του στήν πιό κρίσιμη ὥρα, πῆγε στό μαγειρεῖο.
— Τί ἔγινε; φώναξε ἀσθμαίνοντας. Τί ἔγινε; Πές μου!
— Τί ἔγινε; ξαφνιάστηκε ἡ Πανδώρα, βάζοντας μιά πήλινη χύτρα στή φωτιά.
— ῏Ηρθαν ἐδῶ στρατιῶτες καί συνέλαβαν τόν...
Δέν μπόρεσε νά συνεχίσει. ᾿Από τήν ταραχή. Κι ἀπό ἔκπληξη, καθώς ἐκείνη τή στιγμή φάνηκε ὁ ᾿Αλέξανδρος στήν πόρτα τοῦ μαγειρείου καί ζήτησε ἕνα κύπελο γάλα!
—...Λοιπόν, δέν εἶναι νά δίνει κανείς σημασία στά λόγια τῶν ἀνθρώπων, μονολόγησε, μή θέλοντας νά γνωστοποιήσει στόν ᾿Αλέξανδρο τήν εἴδηση, πού εἶχε κυκλοφορήσει.
Πῶς ὅμως εἶχε κυκλοφορήσει; ᾿Από κακόβουλους ἐχθρούς; ῎Η ἀπό ἀνίδεους καί ἐπιπόλαιους; ᾿Από λάθος ἐκείνων πού εἶδαν ἤ ἀπό παρερμηνεία ἐκείνων πού δέν εἶδαν; ῞Οποιοι κι ἄν ἦταν οἱ λόγοι, γαλήνεψε μέσα του. Καί ἡ ἱκανοποίησή του ἦταν βαθιά, καθώς δέν εἶχε πιά τό φόβο νά κριθεῖ ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης ἀπό τούς κυρίους του καί γι’ αὐτό ἄξιος γιά ποινή σκληρή.
— ῎Οχι, ἐδῶ, ἀπάντησε ἡ Πανδώρα, ὅταν ἔδωσε τό ζεστό γάλα κι ὁ ᾿Αλέξανδρος ἔφυγε. Δέν τό ἄκουσες; Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν κάποιον ὄχι ἐδῶ, ἀλλά στό διπλανό περιβόλι τοῦ Τιμαίου χτές.
— ῎Α! ῎Ετσι ἔγινε τό λάθος, ἔδωσε ἐξήγηση ὁ Τιμοξένης. Δέν θά εἶδαν καλά σέ ποιά πόρτα μπῆκαν οἱ στρατιῶτες... ῞Ομως γιατί μέ τόση βεβαιότητα ὀνομάτισαν τόν ᾿Αλέξανδρο;
Δέν ἦταν σέ θέση νά δώσει καί σ’ αὐτό ἐξήγηση καί προσπάθησε νά ξεχάσει τό θέμα.
῾Ο κύριος του ὅμως δέν εἶχε ξεχάσει τό θέμα. ῾Η ἀποστροφή του γιά τήν γειτνίαση μέ ἐχθρούς τῶν θεῶν, ἡ κατασκόπευση πού τούς ἔκανε μέ τόν ᾿Ανδροκλῆ, ἡ καταγγελία του καί τελικά ἡ σύλληψη κάποιου -δική του ἐπιτυχία ἦταν- τόν κράτησαν ἄγρυπνο τή νύχτα.
Περίμενε νά ξημερώσει, νά προχωρήσει λίγο ἡ ἡμέρα γιά νά πάει νά ἐξετάσει ἄν θά προχωροῦσε καλά ἡ ὑπόθεση, νά ἐνεργήσει κι αὐτός σ’ ὅ,τι μποροῦσε. Οἱ γνωριμίες του θά τόν βοηθοῦσαν. Καί, στήν ἀνάγκη, θά ἔφτανε καί ὥς τόν ἔπαρχο.
῾Ο Τιμοξένης, πού τόν εἶδε νά βγαίνει, φορώντας τόν πολυτελή ἐπίσημο χιτώνα του, δέν πῆρε τό θάρρος νά τοῦ μιλήσει γιά τήν φήμη, πού εἶχε κυκλοφορήσει. ῎Αλλωστε δέν θά ἔμπαινε σέ ἀνησυχία καμιά, γιατί τόν ᾿Αλέξανδρο τόν εἶχε δεῖ πρίν ἀπό λίγο στό σπίτι, ἄν τυχόν τήν ἄκουγε ἀπό κάποιον τυχαῖα.
Δέν τήν ἄκουσε ὁ Κλεῖτος τήν εἴδηση. ῎Εφτασε στό πραιτώριο ριγμένος στίς σκέψεις του.
῾Η κίνηση ἐκεῖ ἦταν ζωηρή ὅπως πάντα. Πολλοί ἔμπαιναν μέσα βιαστικοί γιά τίς ὑποθέσεις τους μέ πάπυρους στά χέρια. ῎Αλλοι κάπου συζητοῦσαν. Κι ἄλλοι στέκονταν ἔξω ἀμίλητοι.
Στό βάθος ξεχώριζαν κάποια κράνη καί ἀκόντια.
῾Η φρουρά πού πλαισίωνε τούς ὑπόδικους ἔδειχνε τήν παρουσία της ἀπροσπέλαστη.
᾿Εκεῖ ἤθελε νά φτάσει ὁ Κλεῖτος. ῎Ηθελε ν’ ἀποδείξει κι αὐτός ὅτι δέν ἦταν φρουρός στό κράτος μόνο ὅταν μαχόταν τούς βάρβαρους λαούς, ἀλλά συνέχιζε νά εἶναι καί τήν κάθε ἡμέρα ἔχοντας τήν ἔννοια νά τό προστατεύει ἀπό κάθε ἐχθρό.
῎Εσπρωξε κάποιους πού ἐμπόδιζαν τό πέρασμά του κι ἔφτασε ὥς τή φρουρά. Μέ ἠχηρό βῆμα. Μέ σκοτεινό βλέμμα.
— Ποῦ εἶναι αὐτός, πού συνέλαβαν χτές τό δειλινό; ρώτησε τόν κοντινό στρατιώτη. Θέλω νά λογαριαστῶ μαζί του.
— Μαζί του θά λογαριαστεῖ ὁ ἔπαρχος, εἶπε ὁ κοντινός στρατιώτης, ἐρεθισμένος ἀπό τήν τολμηρή ἀπαίτηση. ῾Η δίκη θά ἀρχίσει σέ μιά ὥρα.
Τό σκοτεινό βλέμμα τοῦ Κλείτου, ἐρεθισμένο κι αὐτό, κινήθηκε ἀνάμεσα ἀπό ἀκόντια καί θώρακες. ῏Ηταν ἐξοργιστικό ἕνας στρατιώτης νά τοῦ ἀντιμιλάει μέ τέτοιο θράσος. ᾿Εξοργιστικό ἦταν καί ἐκεῖνο πού ἀκούστηκε ὅτι θά γινόταν αὐτή ἡ καθυστέρηση στή δίκη ἀπό ἔκτακτη ὑπόθεση πού εἶχε παρουσιαστεῖ στόν ἔπαρχο.
Δάγκωσε τό χείλι του ὁ Κλεῖτος.
— ῾Η ἔκτακτη ὑπόθεση δέν μ’ ἐμποδίζει ἐμένα, εἶπε σκληρά. Εἶμαι ἐγώ, πού ἔκανα τήν καταγγελία!
Καί ἡ θυμωμένη ματιά του πλανήθηκε ἐρευνητικά δεξιά-ἀριστερά, νά βρεῖ, νά μαντέψει, νά ξεχωρίσει τόν ἔνοχο, πού ἔφτασε νά κάνει χριστιανικά κηρύγματα δίπλα στό σπίτι του.
῎Εξαφνα σάν νά ζαλίστηκε. ῎Εκπληξη καί ἀπορία τόν κυρίευσε. Βρικόταν ὁ ᾿Αλέξανδρος ἀνάμεσα στούς στρατιῶτες; ῏Ηταν ὁ ᾿Αλέξανδρος; ῎Η κάποιος ἄλλος; ῏Ηταν ἤ δέν ἦταν; Μάτια, σκέψη δέν μπόρεσαν νά ξεχωρίσουν σωστά.
Παραμέρισε τό ἀκόντιο πού βρισκόταν πλάι του κι ὅρμησε στόν νεαρό ὑπόδικο μέ τίς ἁλυσίδες στά χέρια.
— Ποιός εἶσαι; βγῆκε βραχνή ἡ φωνή του.
Καί δέν ἦταν ἀπό τήν ὀργή βραχνή.
— Ποιός εἶσαι; Πές μου... Πές μου... ῾Ο πατέρας σου; ῾Η μητέρα σου; ποιοί εἶναι; Ποῦ...; ποῦ μένουν;
῾Ο νέος τόν κοίταξε μέ ὑποψία. ῎Οχι, δέν θά μαρτυροῦσε τό ὄνομά τους. Δέν θά ἔδινε ἀπάντηση καμιά, ἀφοῦ ἦταν βέβαιο πώς θά ἔσπευδαν νά τούς συλλάβουν κι αὐτούς. ῎Εριξε στόν Κλεῖτο μιά ἤρεμη ματιά κι ἔμεινε ἀμίλητος.
— Σέ μένα δέν ἀπαντᾶς; προσπάθησε νά φωνάξει ἐκεῖνος καί τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατό ράπισμα στό πρόσωπο, πού ἔγινε κατακόκκινο.
— Δέν ἔχεις δικαίωμα, μίλησε ἕνας στρατιώτης τραχιά.
— ῞Ο,τι ἀντιστρατεύεται στούς θεούς καί στόν αὐτοκράτορα ἔχω κάθε δικαίωμα νό τό πολεμήσω! ἀποκρίθηκε ξαναφέρνοντας πάλι στό νοῦ τίς προηγούμενες σκέψεις του. Τό δωδεκάθεο τοῦ ᾿Ολύμπου θά τούς πατάξει. Συνεργός τους κι ἐγώ! Θά τούς πατάξω τούς χριστιανούς!
Στή σιγή, πού ἐπικράτησε γιά λίγο, σιγανή, ἀλλά καθαρή ἀκούστηκε ἀπό δεξιά ἡ φωνή.
—“Υἱοὶ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας!” ῞Ολοι! ῞Ολοι μας!
῾Ο Λεόντιος πού ὕστερα ἀπό τή διευκόλυνση τοῦ Εὐθυκλῆ εἶχε συναντήσει τόν ἱερέα Στέφανο ἐνωρίς τό πρωΐ κι εἶχε ξαναγεννηθεῖ μέ τήν ἐξαγόρευσή του, δέν μπόρεσε νά μήν περάσει ἀπό τό πραιτώριο νά βρεῖ ἐκεῖ κάποιους Χριστιανούς, νά διδαχθεῖ ἀπό τή σταθερότητά τους. Καί νά τούς στηρίξει στή δύσκολη περίστασή τους. Καί ποιό μεγαλύτερο στήριγμα ἀπ’ αὐτά τά λόγια θά ὑπῆρχε γιά τούς πιστούς τῆς Θεσσαλονίκης;

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Φεβ 10, 2013 10:16 am
από ΦΩΤΗΣ
ΙΕ´

Πάλι ζαλίστηκε ὁ Κλεῖτος.
Υἱοὶ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας...! Ποῦ τήν εἶχε ἀκούσει; Ποῦ τήν εἶχε δεῖ γραμμένη αὐτή τή φράση; Στροβιλίστηκαν χίλιες σκέψεις στό νοῦ του, παλιές - πρόσφατες, ἀναμνήσεις, γεγονότα, ἐμπειρίες. Καί μαζί μέ τίς σκέψεις, ἔφτασαν καί κάποια τραντάγματα τῆς καρδιᾶς.
Κοίταξε πάλι τό νεαρό ψηλόκορμο δέσμιο πού εἶχε ραπίσει καί πού τό κοκκίνισμα ἀπ’ τά δάχτυλά του ἦταν ζωηρό στή λευκή του παρειά, καί καθώς εἶδε τά ξανθά πλούσια μαλλιά του, τό ρόδινό του πρόσωπο, τά μεγάλα καστανά του μάτια – θεοί! γιατί ἔμοιαζε τόσο μέ τόν ᾿Αλέξανδρό του! – τά τραντάγματα τῆς καρδιᾶς ἔγιναν ἀβάσταχτα. ᾿Ακόμη πιό ἀβάσταχτα ὅταν τά βλέμματά τους συναντήθηκαν.
Γιατί τοῦτο τό νέο παιδί ἔδειξε τόση εὐχαρίστηση ἀκούγοντας τοῦ ἄγνωστου τά λόγια; Τοῦ ἦταν γνωστά; Τά εἶχε κάπου διαβάσει;
Αὐτός θυμήθηκε ποῦ τά εἶχε διαβάσει...
῞Ορμησε πάλι πρός τόν κρατούμενο, μέ ἀγωνία αὐτή τή φορά.
— Τά ξέρεις ἐσύ αὐτά τά λόγια; τόν ρώτησε.
— ᾿Απ’ τά μικρά μου χρόνια, πού οἱ γονεῖς μου τά εἶχαν χρυσογράψει καί τά εἶχαν βαλμένα ἐπάνω μου! ἀποκρίθηκε.
—...Πάρι! Πάρι! Μήπως εἶσαι τό παιδί μου; ᾿Απ’ τά μικρά σου χρόνια, εἶπες;
Λίγο ἔλειψε νά σωριαστεῖ ὁ περήφανος ἄρχοντας.
— ῾Ηλιόφωτος εἶναι τ’ ὄνομά μου, διόρθωσε ὁ ῾Ηλιόφωτος, θέλοντας νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό μιά παρεξήγηση, πού ἴσως θά τοῦ στοίχιζε στήν ὑγεία.
— Οἱ λησταί... τότε στόν ἐρημικό δρόμο... Μιά χρυσῆ πλακίτσα... στά ροῦχα σου...; ᾿Εσύ εἶσαι;
Κάποιος πού εἶχε πλησιάσει κι αὐτός στή φρουρά κοίταξε μ’ ἔκπληξη τόν Κλεῖτο. ῏Ηταν ὁ Σεκοῦνδος. ᾿Ανάσαινε κι αὐτός μέ δυσκολία, καθώς εἶχε ἀκούσει τά τελευταῖα τοῦτα λόγια. Μποροῦσε νά μή μιλήσει; Νά κρατήσει κρυφό τό ἱστορικό του;
— Ναί... Τό παιδί, βρέφος πές, εἶχε βρεθεῖ σ’ ἕνα ἐρημικό δρόμο πρός τήν ᾿Αμφίπολη, μέσα σ’ ἕνα καλάθι ἀπό βοῦρλα, εἶπε σιγά. Τό πήραμε καί τό ἀναθρέψαμε μέ στοργή σάν παιδί μας, ἀφοῦ δέν μπορέσαμε νά μάθουμε τίποτα γιά τούς γονεῖς του. Τό μόνο πού ξέραμε ἦταν, ὅτι ἦταν Χριστιανοί...
— Χριστιανοί;! ψιθύρισε ὁ Κλεῖτος, σχηματίζοντας μέσα του τή βεβαιότητα ὅτι εἶχε κάνει λάθος λίγο πρίν.
— ᾿Ασφαλῶς! Εἶχαν βαλμένο μέσα στό μικρό του χιτῶνα ἕνα χρυσό πλακίδιο πού ἔγραφε τοῦτα τά χριστιανικά λόγια. Πιό χρυσά ἀπ’ τό χρυσό!
— Εἶναι χριστιανικά αὐτά τά λόγια;
— Εἶναι! Τῶν Χριστιανῶν! Καί λόγια καί πόθοι καί προσπάθειες. Γιατί φῶς εἶναι ὁ Θεός τους καί φῶς θέλει νά εἶναι καί οἱ πιστοί Του! Καί τόν ὀνομάσαμε ῾Ηλιόφωτο, ἀφοῦ τό ὄνομά του δέν ἤξερε ἀκόμη νά τό πεῖ.
Δέν μποροῦσε νά βγεῖ φωνή ἀπ’ τό στόμα τοῦ Κλείτου, καθώς πάλευαν μέσα του δυό κόσμοι· ὁ πατέρας καί ὁ λάτρης τοῦ Δωδεκάθεου... Νίκησε γρήγορα ὁ δεύτερος.
— Εἶναι Χριστιανός. Δέν τόν ξέρω! εἶπε ἄγρια. Νά συνεχίσει τό δρόμο, πού σέ λίγο θ’ ἀνοιχτεῖ μπροστά του! Νά συνεχίσει.
Κι ἔφυγε βιαστικά μέ πιό σκοτεινή ματιά, ἀπό ἐκείνη, πού εἶχε ὅταν ἦρθε.
Στό δρόμο δέν καταλάβαινε ποῦ πήγαινε. Δέν ἄκουγε, δέν ἔβλεπε κανένα. ῎Εστριβε σέ παραδρόμια, πέρασε ἀπ’ τό λιμάνι ἀναζητώντας λίγη δροσιά, ἔφτασε κάποτε στό σπίτι του.
῾Ο Καλλίνος πού ἔπαιζε μέ τό σκύλο βρέθηκε πρῶτος ἐμπρός του.
— ῾Ο ἀδελφός σας, τό πρῶτο μου χαμένο παιδί...
— Τί; ῎Εμαθες τίποτα, πατέρα; Ζεῖ; βιάστηκε ὁ Καλλίνος νά ρωτήσει.
— Εἶναι αὐτός πού συνέλαβαν χτές στό διπλανό χτῆμα.
— ῎Α! Τρέξε, πατέρα, νά ἐνεργήσεις στόν ἔπαρχο νά τόν ἐλευθερώσει! Τρέξε!
— Τρέξετε ἐσεῖς νά τόν καμαρώσετε σέ λίγο μπροστά στό στόμα τῶν λιονταριῶν! Εἶναι Χριστιανός! εἶπε ἄγρια κι ἀνέβηκε τή σκάλα σκοντάφτοντας.
— Παιδιά! ἔβγαλε δυνατή φωνή ὁ Καλλίνος, φωνάζοντας τ’ ἀδέλφια του. ᾿Ελᾶτε νά ἀκούσετε τ’ ἀνήκουστα!
Πρώτη φάνηκε ἡ Μαρκέλλα ἀνήσυχη. ῞Υστερα ὁ ᾿Αλέξανδρος κι ἡ Λυδία.
— Τί συμβαίνει; Τι ἔγινε;
— Βρέθηκε ὁ Πάρις!
— Τί λές; Μιλᾶς σωστά; Ζεῖ; Ποῦ βρίσκεται;
— Εἶναι Χριστιανός!
᾿Απόμειναν οἱ τρεῖς. ῎Αχνα δέν ἔβγαλαν στήν ἀρχή.
— Χριστιανός; Ποῦ τό ξέρεις; Λέγε, Καλλίνε, μπορεῖ νά σέ πληροφόρησαν λάθος.
— Λάθος; Σέ λίγο θά τόν ρίξουν στά λιοντάρια, στό ἀμφιθέατρο!
— ῎Αχ!
— Παιδιά, πᾶμε νά τόν βροῦμε, νά τοῦ μιλήσουμε, νά τόν πείσουμε ν’ ἀλλάξει! ξέσπασε ὁ ᾿Αλέξανδρος.
— Πᾶμε, νά μᾶς μιλήσει λίγο, νά μᾶς πεῖ γιατί ἔγινε Χριστιανός, εἶπε συλλογισμένη ἡ Μαρκέλλα.
— Νά κάνουμε τ’ ἀδύνατα δυνατά νά ἀλλάξει! Εἶναι ντροπή ν’ ἀκουστεῖ πώς ὁ ἄρχοντας Κλεῖτος ἔχει ἕνα γιό Χριστιανό, ἐπέμεινε ὁ ᾿Αλέξανδρος.
— Εἶναι βέβαιο πώς ἡ εἴδηση εἶναι ἀληθινή; ρώτησε ἡ Λυδία.
— ᾿Αφοῦ τώρα μόλις τό εἶπε ὁ πατέρας;
Δέν ἔμεινε λοιπόν ἀμφιβολία. Θά πήγαιναν νά τόν δοῦν, νά τοῦ διαμαρτυρηθοῦν γιά τίς ἰδέες του, κι ἄν δέν κατάφερναν νά τόν μεταπείσουν, νά τοῦ δώσουν τόν τελευταῖο χαιρετισμό... Τόσο σύντομα ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο!
Βγῆκαν κι οἱ τέσσερις μισοτρέχοντας. Στό πραιτώριο θά μάθαιναν ποῦ μποροῦσαν νά τόν συναντήσουν. ῏Ηταν κρίμα, πού ἡ μητέρα τους ἔλειπε ἀπ’ τό πρωί στήν ἐξοχική ἔπαυλη μιᾶς φίλης της καί δέν θά μποροῦσε νά προσθέσει κι αὐτή τό μητρικό της κύρος, πού ἴσως θά εἶχε πιό θετικό ἀποτέλεσμα.
— Εἶναι ἐδῶ ἕνας..., δέν βρῆκε πῶς ἔπρεπε νά συνεχίσει ὁ ᾿Αλέξανδρος, ὅταν ἔφτασαν στό πραιτώριο.
Οἱ ἄνθρωποι πού στέκονταν μέσα, καί στήν εἴσοδο, ἦταν πολλοί καί φαινόταν μέ κάποια ἀνυπομονησία. ῾Ο ἔπαρχος δέν εἶχε ἀκόμη ἀρχίσει νά δικάζει. Καί οἱ στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τούς ὑπόδικους δέν σχημάτιζαν ἀπροσπέλαστο κλοιό γύρω τους, ὅπως πρίν. ῎Ετσι δέν ἦταν δύσκολο νά διακρίνει κανείς κάποια μέτωπα, κάποια πρόσωπα, κάποιες ἁλυσίδες στά χέρια.
— Κοιτάξτε παιδιά! Μήπως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ξανθός; Μοιάζει τόσο μέ τόν ᾿Αλέξανδρο! ψιθύρισε ἡ Λυδία μέ κάποια συγκίνηση.
— Αὐτός θά εἶναι! λογίστηκαν ὅλοι καί τούς κυρίευσε ἕνας σεβασμός.
῏Ηταν τόσο φωτεινή ἡ ὄψη του, τόσο λαμπερή ἡ ματιά του, πού ὁ σεβασμός ἀναμίχτηκε μέ τό θαυμασμό καί τή σιωπή.
Τί νά τοῦ ἔλεγαν;
Κοίταξαν τίς ἁλυσίδες στά χέρια του, κοίταξαν πάλι τήν ἤρεμη ματιά του. Πῶς λοιπόν συνταιριάζονταν τοῦτα τά δύο τόσο ἀντίθετα;
— Δέν μπορῶ νά καταλάβω, γιατί καταδιώκουν τόσο τούς Χριστιανούς, εἶπε σιγανά ἡ Μαρκέλλα.
— ῎Ισως γιατί εἶναι τόσο φωτεινοί, ψιθύρισε ἡ ἀδελφή της. ῞Υστερα πλησίασε τόν ᾿Αλέξανδρο.
— ᾿Εσύ, σάν μεγαλύτερος πές του πώς εἴμαστε τ’ ἀδέλφια του... Καί πώς δέν θέλουμε νά πεθάνει... Δέν θέλουμε νά πεθάνει!
῾Ο ῾Ηλιόφωτος κοίταξε μέ κάποια ἔκπληξη τόν ᾿Αλέξανδρο πού τόν πλησίασε σέ λίγο καί πού τόσο τοῦ ἔμοιαζε.
Καί μέ κατάπληξη ἄκουσε ὕστερα, ὅτι καί οἱ τέσσερις ἦταν ἀδέλφια του, παιδιά τοῦ ἄρχοντα Κλείτου, πού τόν εἶχε καταγγείλει.
— ῎Ηρθαμε νά σοῦ ποῦμε ὅτι στό χέρι σου εἶναι νά μήν πεθάνεις, ἔκανε μέ δύναμη ὁ Καλλίνος.
— Νά πεθάνω; Στήν εὐτυχισμένη ζωή τοῦ οὐρανοῦ πηγαίνω! ἀπάντησε ἐκεῖνος καί χαμογέλασε.
Δέν βρῆκαν τί μποροῦσαν νά ἀπαντήσουν αὐτοί.

ΤΕΛΟΣ.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Φεβ 11, 2013 7:51 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ένας άγιος άστεγος…(μια αληθινή και διδακτική ιστορία)

Η ματιά του με διαπερνούσε ενοχλητικά στο αργό περπάτημα μου λίγα μέτρα πιο πέρα…
Αναζητούσα κάτι άλλο, αλλά προέκυψε αυτό το βλέμμα που σαν να μου μιλούσε χωρίς ήχο με καθήλωσε και με γέμισε ενοχες…
Εγώ κρατώντας μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό αμέριμνος αλλά και ψυχρός, εκείνος ένας πεινασμένος και κομματιασμένος ψυχικά περίμενε όχι την τυρόπιτα, αλλά το τέλος που δεν ερχόταν…
Τον κοιταξα αλλη μια φορα και του την προσφερα μαζι το νερο…Την πηρε στα χερια αλλα δεν την εφαγε…

«Ένα τσιγαρο εχεις να μου δωσεις;»
«Δεν καπνιζω», του λεω, αλλα τρεχω στο περιπτερο διπλα του και αγοραζω ενα πακετο, δεν θυμαμαι και ποια μαρκα…
Το προσφερω χαμογελωντας και καθως απομακρυνομαι μη εχοντας να δωσω κατι αλλο, ξεκινησε η δικη του προσφορα!!!
«Το τσιγαρο με σκοτωνει, ενω η τυροπιτα ανανεώνει το ραντεβου με την κολαση για αργοτερα…»
Τον κοίταζα σιωπηλός και ακίνητος δείχνοντάς του το ενδιαφέρον που ζητούσε για να συνεχίσει…
«Δεν με παίρνει ρε φίλε η Παναγιά, με αφήνει εδω να ταλαιπωρούμαι, να βλέπω την πατρίδα να στοιχειώνει και να μη μπορώ να τη βοηθήσω…
Τα παιδιά και τους νέους να χάνονται στην απελπισία, χωρίς προοπτική και όνειρα και λιώνω…Τους αρρώστους αβοήθητους, τους γέροντες πεταμένους και εκείνα τα ορφανά ξεχασμένα στα ιδρύματα και μαυρίζει η καρδιά μου…

Ο Χριστός είναι εδώ συνέχεια δίπλα μου και όσο τον παρακαλάω να με πάρει μαζί του με αφήνει να κοιμηθώ και ξανάρχεται μόλις ξυπνήσω…
Δεν έχω και άλλη παρέα αλλά ούτε και παράπονο…Όποτε Τον φωνάξω τρέχει συνέχεια να με ακούσει…

Αν ζητήσεις από τον πρωθυπουργό ακρόαση δεν θα τον δεις ποτέ…Ο άρχοντας όμως όλου του κόσμου έρχεται αμέσως…»
Δακρύζει και σταματάει να μιλάει κοιτώντας αλλού…
Κάθισα δίπλα του και περίμενα να συνεχίσει, ήταν τόσο ζεστά, παρά το κρύο, που νόμιζες ότι έχει σόμπα κοντά του…
Τώρα με κοιτάζει και χαμογελάει…
«Δώρο από τον Χριστό είναι η σόμπα, μη σου πω ότι το βράδυ ξεσκεπάζομαι»

Χλόμιασα γιατί διάβασε τη σκέψη μου…!Κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίος άνθρωπος…

«Η δικαιοσύνη του Θεού είναι πιο μεγάλη από ότι φαντάζεσαι…

Αν κάνεις φόνο, η ανθρώπινη επιείκεια του δικαστηρίου θα σε βγάλει από τη φυλακή σε λίγα χρόνια, ενώ για το ίδιο αδίκημα σου λένε ότι θα πας στην κόλαση αιώνια…

Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να είναι ποιο επιεικής από τον Θεό;

Αν μετανοήσεις για τις πράξεις που σε βαραίνουν, θα συγχωρεθείς αμέσως από τον Χριστό, γι’ αυτό να μην είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου…

Δώσε του την ευκαιρία να διορθωθεί και μη καταδιώκεσαι από τους τύπους και το καθήκον…Κάνε την προσευχή σου πάντα και μην αφήνεις τον εαυτό σου έξω από την ευλογία του Χριστού…»

«Θέλω αν μπορείς να προσευχηθείς για εμένα», του ζητώ…

«Αν εγώ φάω την τυρόπιτα που μου πρόσφερες, εσύ θα χορτάσεις; Να προσεύχεσαι στον Χριστό όπως και εγώ και να έχεις πίστη…»

Καθώς σηκώνομαι να φύγω, ενώ εκείνος πήρε την τυρόπιτα στα χέρια με κοιτάζει χαμογελώντας και μου λέει:

«Τόση ώρα οι τρεις μας θα μπορούσαμε να παίξουμε και ξερή(παιχνίδι με χαρτιά), αλλά μάλλον εσύ ήθελες μόνο να ακούσεις…

Ο φίλος μου θα σε βοηθήσει να βρεις αυτό που ζητάς…»

Ποτέ δεν περίμενα ότι παίρνοντας ένα πακέτο τσιγάρα και μια τυρόπιτα θα δεχόμουν σαν αντίτιμο την σοφία ενός άγνωστου άστεγου, τη δωρεάν ακτινογραφία των ανησυχιών μου και τη διαβεβαίωση ότι ο φίλος του ο Χριστός θα μου τις απαλύνει…

Οι άνθρωποι του Θεού βρίσκονται ανάμεσα μας και όποιος έχει ανοικτά μάτια μπορεί να δει το θέλημα Του αλλά και την χάρη Του, αυτήν που μεταμορφώνει έναν άστεγο σε σοφό, έναν άγνωστο σε φίλο, έναν άνθρωπο σε αδελφό !!!


Πηγή: fdathanasiou

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Φεβ 12, 2013 10:28 am
από ΦΩΤΗΣ
Η αλεπουδίτσα

Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ όμορφο παραμύθι. Ωστόσο, η παρακάτω αφήγηση είναι ιδιαίτερα διδακτική για όλους εμάς τους μορφωμένους και "σοφούς" κατά κόσμον. Την ξεσήκωσα από το βιβλίο "Σχεδόν άγιοι" του π. Τύχωνος Σεβκούνωφ (Εκδόσεις Εν πλω, σελ. 233-234) και την παραθέτω συντετμημένη:
Ζούσε στην αρχαία Αίγυπτο ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν φελλάχο αγρότη. Μια μέρα ο αγρότης του είπε:
"Κι εγώ λατρεύω τον Θεό που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από τη φοινικιά. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε τίποτε στη γαβάθα".
Ο μοναχός γέλασε και εξήγησε στον αγρότη ότι ο Θεός δεν πίνει γάλα, εκείνος επέμενε, και τελικά ο μοναχός του πρότεινε να αγρυπνήσουν και να παρακολουθήσουν τι θα γίνει. Πράγματι, ο αγρότης έβαλε τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τη φοινικιά, και οι δυο τους έμειναν άγρυπνοι. Στο φως του φεγγαριού σύντομα εμφανίσθηκε μια αλεπουδίτσα που πήγε κατευθείαν στο γάλα και το ήπιε μέχρι τέλος. Ο αγρότης απογοητεύθηκε και ομολόγησε ότι ο μοναχός είχε δίκαιο. Εκείνος πάλι προσπάθησε να τον παρηγορήσει και του εξήγησε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη από τροφή, αλλά ο αγρότης ήταν απαρηγόρητος και έφυγε κλαίγοντας. Όταν ο μοναχός γύρισε στην καλύβα του, βρήκε ξαφνιασμένος έναν άγγελο να του φράζει το δρόμο και να του λέει:
"Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει τον Θεό διαφορετικά απ' ό,τι έκανε. Κι εσύ, με τη σοφία και τη μόρφωσή σου, του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράγμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός, βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στον φοίνικα την αλεπουδίτσα, για να τον καθησυχάσει και να δεχθεί την θυσία του".

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Φεβ 13, 2013 9:42 pm
από ΦΩΤΗΣ
Πώς να μοιράσω το ψωμί; (αληθινή ιστορία)

Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.

Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.

Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.

Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».

Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.

Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».

Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».

Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά...

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.

Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.

Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά.

Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...


Περιοδικό «ο Σωτήρ», Τεύχος 2059 - Ιανουάριος 2013

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Φεβ 25, 2013 9:00 am
από ΦΩΤΗΣ
ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...


Τό σπίτι τού Μάρκου...


Του Διονύση Μακρή
Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο...
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική. Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα.
Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά.
Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε.
Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις. «Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο.
Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»
Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες.
Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του. «Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό… Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος.
Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.
Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή. Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι».
Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.
Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιός ήταν αλλά δεν είδε κανένα.



Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί.
Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της. Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του.
Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια...» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.
Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!
«Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει.
Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί. Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της.
Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.
- Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.
- Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.
- Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;
--Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις. Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.
Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.
- Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;
- Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.
Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:
- Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.
Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ- Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά -Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.
-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.
- Δεν είναι ανάγκη κυρ-Λάμπρο. Θα πιώ ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.
-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.
Ο κυρ- Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.
Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…
Φεύγοντας ο κυρ- Λάμπρος μου έδωσε 300 ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.
Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως. Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας...

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Φεβ 26, 2013 10:20 am
από ΦΩΤΗΣ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ… ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ

Ήταν ένα απλό ζεστό καλοκαιρινό πρωινό. Ο ήλιος λαμπρός, «έστεκε» κιόλας ψηλά, ρίχνοντας τις ακτίνες του και ζεσταίνοντας τα σπίτια, τις αυλές, την πλάση. Τα ωδικά πουλιά κελαηδούσαν όλο χάρη κι έμοιαζε σαν να δοξολογούσαν το Θεό για το ηλιόλουστο εκείνο πρωινό.

Οι άνθρωποι, βιαστικοί, είχαν ξεχυθεί στους φαρδείς δρόμους της πόλης, για να πάνε στις δουλειές τους, ενώ το δροσερό αεράκι, σαν μια απαλή αύρα, δρόσιζε τα πρόσωπα και ανακούφιζε το σώμα από τη ζέστη. Όλα στη μεγάλη πόλη ήταν απλά, οικεία, καθημερινά. Όλα έμοιαζαν να είναι ίδια, όπως και την προηγούμενη μέρα.

Εκείνο το πρωινό υποσχόταν πως θα ήταν μια υπέροχη ημέρα. Τίποτα δεν προϊδέαζε για το τι θα γινόταν. Κανένα σημάδι δεν υπήρχε που να φανέρωνε πως η ημέρα δε θα κυλούσε μέσα στη σφαίρα της απλής τυπικής καθημερινότητας των ανθρώπων.

Για το σπίτι της κυρίας Βαρβάρας η ημέρα εκείνη ήταν ιδιαίτερη. Έμελλε να γινόταν ξεχωριστή... Η κυρία Βαρβάρα, μητέρα τριών κοριτσιών, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη. Σε ένα μήνα ακριβώς θα πάντρευε τη μια της κόρη. Το κλίμα που επικρατούσε στο σπίτι ήταν γιορτινό.

Η μητέρα με τις δυο της κόρες συζητούσαν για τις χαρές του γάμου. Οι κοπέλες είχαν αποφασίσει να πάνε το επόμενο πρωινό να αγοράσουν τα κατάλληλα ενδύματα για τη μεγάλη μέρα. Γέλια και χαρούμενες φωνές ηχούσαν στο σπίτι... Η δεύτερη κόρη, η Ελπίδα, θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και το μεσημέρι θα γύριζε στο σπίτι, για να οργανώσουν το πρόγραμμα των αγορών...

Ενώ όλα κυλούσαν αρμονικά, γύρω στο μεσημέρι, ο καιρός άρχισε να αλλάζει όψη. Πυκνά σύννεφα έκρυψαν το πρόσωπο του λαμπρού ήλιου. Οι ζεστές ακτίνες του έπαψαν να αγγίζουν τη γη. Ο ουρανός άρχισε με ταχύτατους ρυθμούς να σκοτεινιάζει, ενώ δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει με μανία. Μέσα σε λίγα λεπτά τίποτα δε θύμιζε το καλοκαιρινό πρωινό. Η ημέρα έμοιαζε να είναι χειμωνιάτικη. Δεν άργησαν να ακουστούν οι πρώτες ιαχές της βροντής, ενώ ο σκοτεινιασμένος ουρανός φωτιζόταν σποραδικά από κεραυνούς, που άφηναν στο πέρασμά τους τρομερό ήχο και έμοιαζε σαν να σχίζουν τον ουρανό.

Πολύ γρήγορα έπεσαν και οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής, που ολοένα και αυξάνονταν σε αριθμό και ταχύτητα. Δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα. «Θεέ μου, τι είναι αυτό που γίνεται» πρόφεραν κάποια χείλη, ενώ ο αέρας, φθάνοντας τα 11 μποφόρ, ούρλιαζε και ξεσπούσε με ορμή, σαν να ήθελε να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά του... Οι περαστικοί άρχισαν να τρέχουν να προλάβουν να πάνε σπίτια τους, στις οικογένειές τους, να νιώσουν ασφαλείς...

«Μητέρα, να κλείσω το παράθυρο;», ακούστηκε η λεπτή φωνή της μικρότερης κόρης της κυρίας Βαρβάρας, που μπρος σ’ αυτόν το χαλασμό, φοβήθηκε. Η απόκριση της μάνας καθησυχαστική, απλή, αλλά και μεγαλειώδης μαζί: «Παιδί μου», της είπε με απόλυτη πίστη και ηρεμία, «ο Θεός δεν πειράζει κανέναν, δεν κάνει κακό σε κανένα».

Ύστερα γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό και έστειλε στον Ύψιστο σύντομα λόγια προσευχής και ικεσίας, λόγια σωτήρια: « Θεέ μου, φύλαξε όλου του κόσμου τα παιδιά και τα δικά μου» και έκλεισε τη σύντομη, μα θερμή προσευχή της με το σημείο του σταυρού. Εκείνη την ώρα η κυρία Βαρβάρα οπλίστηκε έναντι της τρομερής καταιγίδας, με δύο πανίσχυρα όπλα, την προσευχή και τον τίμιο σταυρό...

Η ώρα περνούσε και η Ελπίδα δεν είχε γυρίσει ακόμα. Μα να, τη σιωπή του δωματίου έσπασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η μάνα σηκώνει το τηλέφωνο, μα σε λίγο φαίνεται να τρέμουν τα χέρια της, το πρόσωπό της αλλάζει όψη. Τα χείλη προφέρουν μια φράση πονεμένη: «Πού την έχουν;». Το τηλέφωνο κλείνει και η κυρία Βαρβάρα βιάζεται να φύγει. Το δύσκολο καθήκον της μάνας την καλεί, μπαίνει πάνω και μπροστά από όλα τα συναισθήματα...

Στο τηλέφωνο ήταν ένας αξιωματικός της αστυνομίας, που της ανακοίνωσε το τρομερό συμβάν: Η κόρη της, Ελπίδα, μόλις 25 ετών, βρισκόταν σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο.Καθώς γύριζε στο σπίτι της, περνώντας κάτω από μια τετραώροφη πολυκατοικία, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε να είναι καταπλακωμένη από τσίγκους, που έπεσαν από τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, από 20 μέτρα ύψος.

Ο δυνατός αέρας σήκωσε την τσίγκινη σκεπή και την έριξε με απίστευτη δύναμη και ορμή πάνω στην κοπέλα. Όσοι είδαν το συμβάν πάγωσαν. «Θεέ μου, το κορίτσι!!», ψέλλισαν τα χείλη και ζητούσαν να γίνει το θαύμα, να γίνει πραγματικότητα το ανθρωπίνως αδύνατο, να ζει η κοπέλα. Όμως, γίνεται να επιζήσει άνθρωπος μετά από τέτοιο χτύπημα;

Το ασθενοφόρο ήρθε πολύ γρήγορα και μετέφεραν το σοβαρά τραυματισμένο κορίτσι στο νοσοκομείο. Όταν η μάνα έφτασε εκεί, την είχαν στο χειρουργείο. Συγγενείς, φίλοι μα και άγνωστοι, που είχαν δει το συμβάν, έσπευσαν να δώσουν κουράγιο στην τραγική μητέρα, να πουν ένα λόγο παρηγοριάς, να ενισχύσουν τις ελπίδες και την πίστη της.

Επιτέλους, το χειρουργείο τελείωσε. Ο γιατρός πλησίασε τη μητέρα και της είπε: «Κυρία μου, η κόρη σας ήταν πολύ τυχερή, διότι μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο και χειρουργήθηκε αμέσως, αφού εκείνη την ώρα το χειρουργείο ήταν ελεύθερο. Μην ανησυχείτε!». Λέγοντας αυτά ο γιατρός, απομακρύνθηκε, ενώ η μάνα έστεκε ακόμα εκεί. Σίγουρα η ψυχή της εκείνη την ώρα θα δόξαζε τον Θεό.

Ο γιατρός και το προσωπικό της είχαν μιλήσει για «τύχη». Όμως εκείνη σίγουρα γνώριζε πως αυτό που αυτοί αποκαλούσαν «τύχη», ήταν η Θεία Πρόνοια. Η προσευχή και ο σταυρός που έκανε, προστάτευσε το παιδί της κι έτσι έγινε το θαύμα, που τα χείλη παρακαλούσαν, αλλά το ανθρώπινο μυαλό απέκλειε...

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Φεβ 27, 2013 9:48 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Ἕνα φωτεινό παράδειγμα ἡρωϊκοῦ φρονήματος στήν τήρηση τῆς νηστείας βρίσκουμε στό μικρό βιβλίο «ΙΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΣ» (σελ. 75-76):
«Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔλεγαν Μιχάλη Ζιάκα. Τό 1948-49 ἦταν στρατιώτης. Καί βρισκόταν στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Γράμμου.
Ἐκεῖ ὁ λόχος του εἶχε μείνει μιά ἑβδομάδα ὁλόκληρη χωρίς ἀνεφοδιασμό. Ὑπόφεραν πολύ τά παιδιά ἀπό πεῖνα, ἀσιτία καί ἐξάντληση. Μά κάποτε ἔφθασαν καί τά τρόφιμα. Ψωμί καλό, κουραμάνα• καί κρέας μαγειρεμένο, ἕτοιμο. Μπῆκαν στήν σειρά, ἕνας-ἕνας, καί ἔπαιρναν πρῶτα τήν κουραμάνα καί μετά τό κρέας στήν καραβάνα!
Ἦρθε καί ἡ σειρά τοῦ Μιχάλη νά πάρει τό φαγητό. Πλησιάζει στό διανομέα καί τοῦ λέει:
-Μπορεῖς νά μοῦ δώσεις ἀντί γιά κρέας λίγες ἐλιές;
-Τί; Ἐλιές; Γιατί ἐλιές; Ἀφοῦ ἔχει κρέας!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης.
-Νά φάω κρέας, νά μαγαρίσω τήν Παρασκευή;
Κάθεται λοιπόν ὁ Μιχάλης ἀνάμεσα σέ ἄλλους στρατιῶτες. Ἐκεῖνοι τρῶνε κρέας. Ὁ Μιχάλης ἐλιές. Καί τόν κοροϊδεύουν. Γιατί ἔκαμε τόν σταυρό του. Γιατί εἶναι κουτός. Γιατί, ἐνῶ μπορεῖ νά φάει κρέας -καί μάλιστα μετά τέτοια πεῖνα-, τρώει ἐλιές! Λένε πολλά. Ὁ Μιχάλης σιωπᾶ.
Ξαφνικά ὅμως, ἐνῶ ἔτρωγε καί συνέχιζαν νά τόν κοροϊδεύουν, πέφτει λίγα μέτρα πιό πέρα μιά ὀβίδα! Σηκώθηκε σύννεφο ἡ σκόνη στόν ἀέρα! Ἔτρεξαν ἄλλοι στρατιῶτες νά ἰδοῦν, τί εἶχε συμβῆ. Καί εὑρῆκαν τούς δύο στρατιῶτες νεκρούς. Καί τόν Μιχάλη νά σηκώνεται ἀπό χάμω καί νά τινάζει τά ροῦχα του ἀπό τά χώματα!
* * *
Πέρασαν χρόνια. Ὁ Μιχάλης Ζιάκας εἶναι ἕνας φτωχός τσοπάνης στό χωριό του. Ζεῖ, ὅπως πάντα, μέ εὐσέβεια.
Μιά Παρασκευή, παρέα μέ ἄλλους φτωχούς τσοπάνηδες, κάθησαν νά φᾶνε. Ἔβγαλε ἀπό τό σακκούλι του λίγο ψωμί καί ἔτρωγε. Καί ἀπό τό παγούρι του ἔπινε λίγο νερό νά μαλακώνει τό ψωμί στό στόμα του.
Ἕνας ἀπό τούς τσοπάνηδες προσφέρθηκε τότε νά τοῦ δώσει λίγο τυρί γιά προσφάϊ. Τοῦ λέει ὁ Μιχάλης:
-Δέν μαγάρισα τήν Παρασκευή, μιά ἑβδομάδα νηστικός στόν Γράμμο, καί θά τήν μαγαρίσω τώρα;
Καί διηγήθηκε τήν ἱστορία.
* * *
Θέλει συζήτηση, ὅτι τόν Μιχάλη τόν ἔσωσε ὁ Χριστός, ἐπειδή σεβάστηκε τήν ἡμέρα πού σταυρώθηκε γιά μᾶς;
Ὤ Χριστέ μου, πόσο εὔκολα μαγαρίζουν μερικοί τήν ψυχή τους!
Μακάρι τέτοια παραδείγματα νά μᾶς ἐμπνέουν ἦθος καί φρόνημα...

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Φεβ 28, 2013 1:06 pm
από ΦΩΤΗΣ
Θα με βοηθήσει ο Θεός
Ένας άντρας είχε αποκλειστεί στη σκεπή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής που κατέληξε σε πλημμύρα. Απελπισμένος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προσεύχεται με ευλάβια.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί ένας άντρας με μια βάρκα και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.
-Δε χρειάζομαι βοήθεια, είπε ο άντρας στη στέγη. Ο Θεός θα με σώσει!
Έπειτα από λίγο έφτασαν τα σωστικά συνεργεία και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν.
-Φύγετε, ούρλιαξε ο άντρας! Ο Θεός θα με σώσει!
Δεν άργησε να βρει φριχτό θάνατο μέσα στα μανιασμένα νερά που τον κατάπιαν...
Όταν έφτασε λοιπόν στον Παράδεισο, είπε στο Θεό:
-Προσευχήθηκα να με βοηθήσεις, μα εσύ με άφησες να πνιγώ.
Και ο Θεός απάντησε:
-Εγώ σου έστειλα μια βάρκα και τα σωστικά συνεργεία...
Τα θαύματα έρχονται στη ζωή μας, πολλές φορές, ενδεδυμένα με το μανδύα της καθημερινότητας.