Σελίδα 3 από 9

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Δευ Σεπ 10, 2012 6:50 pm
από Achilleas
Κήρυγμα της Κυριακής της Τυρινής - ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

ΤΟΥ ΠΡΩΤ. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Εικόνα

«Το στάδιον των αρετών ηνέωκται»

1. Ευρισκόμεθα στο τέλος του πρώτου μέρους του Τριωδίου και από αύριο εισερχόμεθα στο δεύτερο μέ­ρος του, την Μ. Τεσσαρακοστή. Μας δίδαξε ήδη ή Εκκλησία μας την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ως βασική προϋπόθεση της μετανοίας, κατά την Κυρια­κή του Τελώνου και Φαρισαίου. Μας βεβαίωσε την πραγματικότητα της σωτηρίας, όταν υπάρχει ειλικρι­νής μετάνοια, κατά την Κυριακή του Ασώτου. Και τέ­λος μας προέβαλε ανάγλυφο τον λόγο, για τον όποιο έχουμε ανάγκη μετανοίας και επιστροφής, το γεγονός δηλαδή της παγκοσμίου Κρίσεως, κατά την Κυριακή της Απόκρεω. Επειδή δε η Μ. Τεσσαρακοστή είναι περίοδος πνευματικοσωματικής προετοιμασίας και ει­σαγωγής στο πάθος του Χριστού μας, μας υπενθυμίζει ή Εκκλησία σήμερα ένα σοβαρό και θλιβερό γεγο­νός, πού έγινε αιτία να έλθει ό Χριστός στον κόσμο και να πάθει. Μας υπενθυμίζει την έξωση του ανθρώ­που από τον Παράδεισο.

2. Όταν ό σημερινός άνθρωπος ακούει έξωση από τον Παράδεισο, το θεωρεί αστείο. Του φαίνεται «ωσεί λήρος» ό λόγος αυτός. Εάν μάλιστα είναι κάποιος «φιλελεύθερος» και προοδευτικός θεολόγος, θα δεχθεί το πράγμα με έννοια αλληγορική, μεταφορική.

Είναι παρατηρημένο, πώς, όσον αφορά στην Άγια Γραφή, ό­σα μάς συμφέρουν τα παίρνουμε κατά γράμμα. Σ' όσα όμως (νομίζουμε πώς) δεν μάς συμφέρουν, δίνουμε άληγορική ερμηνεία. Παρ' όλ' αυτά είναι και η έξωση εκ του Παραδείσου ένα από τα γεγονότα εκείνα, πού δεν επιδέχονται αλληγορική ερμηνεία, γιατί είναι αλήθειες. Ή έξωση απ' τον Παράδεισο είναι το γεγονός του πνευματικού θανάτου του ανθρώπου, του χωρισμού του από τον Θεό διά της αμαρτίας. Το τραγικότερο δε σημείο της γνωστής αγιογραφικής διηγήσεως (Γεν. κεφ. γ') είναι ότι, ενώ εδόθη από τον Θεό στον άνθρω­πο η δυνατότητα της μετανοίας μέσα στον Παράδεισο, ακόμη, ο άνθρωπος δεν θέλησε να παραδεχθεί την πτώ­ση του. Απλώς μεταβίβασαν την ευθύνη ο Αδάμ στην γυναίκα και η γυναίκα στο φίδι. Ή πτώση του ανθρώπου, λοιπόν, υπήρξε φυσική, γεγονός της φύσεώς του, πτώση καθαρά δική του και όχι αποτέλεσμα δήθεν της θείας αυστηρότητας. Έπεσε δε ό άνθρωπος όχι μόνο γιατί έσφαλε, αμάρτησε, αλλά κυρίως γιατί δεν μετα­νόησε. Δεν παραδέχθηκε την αμαρτία του. Ναι, αδελφοί μου! Κραυγάζει απεγνωσμένα ή λεγομένη επιστή­μη, και ωρύεται, για να μάς πείσει ότι ό άνθρωπος προ­έρχεται από τον πίθηκο, με απώτερο βέβαια σκοπό να αμφισβητηθεί η θεϊκή δημιουργία μας. Δεν χρειαζόμεθα όμως άλλην απόδειξη, για ν' αποδειχτεί ή πτώση μας. Ρωτήστε ένα παιδάκι: γιατί το έκαμες αυτό; Και θα πάρετε την απάντηση: Δεν το έκαμα εγώ, ό (τάδε) το έκαμε... Αυτή η μεταβίβαση της ευθύνης δεν αποδεικνύει την καταγωγή μας από τούς Πρωτοπλάστους και την αλήθεια της αγιογραφικής διηγήσεως;

3. Ή πτώση, λοιπόν, του πρώτου ανθρώπου -και μέσω αυτού ολοκλήρου της ανθρωπότητας- υπήρξε ή αίτια της ελεύσεως του Χρίστου μας στον κόσμο. Για να μας οδηγήσει και πάλι «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ό Χριστός όμως χειραγωγεί τον άνθρωπο διά της οδού της μετανοίας και της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό. Γι' αυτό είναι τόσον έντονος ό λό­γος περί μετανοίας την Μ. Τεσσαρακοστή. Γιατί χω­ρίς αναγνώριση της πτώσεως και ειλικρινή επιστρο­φή δεν επιτυγχάνει ό άνθρωπος τον εξαγιασμό του, την ένωσή του με τον Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χρίστου, του αληθινού Υιού Του.

Πόσοι όμως βλέπουν έτσι την Μ. Τεσσαρακοστή σήμερα; Για τους περισσοτέρους μας έχει ισοπεδωθεί κάθε διάθεση πνευματικής ανατάσεως. Και το χειρό­τερο είναι ότι δεν αρκείται ο κατ' όνομα χριστιανι­σμός της εποχής μας στα έργα της ασωτίας του, αλλά έχει το θράσος ν' απαιτεί να τα αναγνωρίσει και ή Εκ­κλησία, ο Χριστός, να προσαρμοσθεί το Ευαγγέλιο στις διαθέσεις και τα μέτρα του... Γι' αυτό από τον α­ποπροσανατολισμένο χριστιανικά κόσμο ποιμένας θε­ωρείται όποιος θα παραδεχθεί, έστω και «φιλοσοφι­κά», τον Καρνάβαλο και την ασωτία του, και όχι ό­ποιος ευαγγελικά θα υποδείξει τις ανυπολόγιστες ηθι­κές συνέπειες των ρωμαϊκών οργίων, πού με το ένδυ­μα της ψυχαγωγίας επιζούν και στην εποχή μας.

Η μετάνοια του ανθρώπου, για την οποία θα είναι από σήμερα βασικά ό λόγος, δεν είναι μια στιγμιαία αλλαγή καταστάσεως. Μια απλή μετάβαση από τα έρ­γα του σκότους στα έργα του φωτός. Μετάνοια είναι μια συνεχής διαδικασία, πού παρασταίνεται σχηματι­κά με μια σειρά αυξομειουμένων καμπυλών. Είναι ένα πεδίο μάχης εναντίον εχθρού, πού από την στιγμή της

πτώσεως διεκδικεί στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι α­διάκοπη προσπάθεια για το ξερίζωμα της κακής επι­θυμίας, πού αποτελεί και την ρίζα της αμαρτίας. Δεν αμαρτάνει το σώμα. Δεν νηστεύουμε, για να το εξουθε­νώσουμε. Το σώμα επλάσθη καλό και άγιο. Η ψυχή φταίει. Γιατί σ' αυτήν ριζώθηκε η κακή επιθυμία. Εγκρατευόμεθα, λοιπόν, για να εξουθενωθεί η επιθυμία.

4. Όπως όμως σε κάθε αγώνα, έτσι και στον πνευ­ματικό, πού είναι ό ταχύτερος και αποφασιστικότερος, γιατί έχει διαστάσεις αιώνιες, χρειάζονται τα κα­τάλληλα όπλα. Αυτά τα όπλα μας υποδεικνύουν σήμε­ρα και η αποστολική (Ρωμ. ιγ' 13 έ.) και ή ευαγγελική περικοπή. «Όπλα του φωτός» τα ονομάζει ό Απ. Παύ­λος. Και τα παρουσιάζει. Τα όπλα πού υποδεικνύει ο Απόστολος είναι κυρίως τα αμυντικά. Η εκρίζωση των παθών. Η θανάτωση των σκοτεινών εκείνων αντι­πάλων, πού συντελούν στην αποξένωση μας από τον Θεό. Τα επιθετικά μας όπλα τα παρουσιάζει εντονότερα η ευαγγελική περικοπή. Είναι η συγχωρητικότητα προς τους συνανθρώπους μας. Η αληθινή νηστεία, ό­χι δηλαδή απλή αποχή από τροφές, αλλά και πνευμα­τική, αποχή από πάθη. Και τέλος η προσκόλλησή μας στον Θεό, ως τον μοναδικό θησαυρό μας. Χωρίς τα όπλα αυτά η διεξαγωγή του πνευματικού μας αγώνος είναι αδύνατη. Είναι ακατόρθωτη και η βίωση του μηνύματος της Μ. Τεσσαρακοστής. Και η Εκκλη­σία επιμένει να απευθύνει το προσκλητήριο αυτό και σήμερα, όπως κάνει αδιάκοπα δύο χιλιάδες χρόνια. Γιατί τα έργα του σκότους η του φωτός δεν προσδιο­ρίζονται από τις εποχές, αλλ’ από την ψυχή του ανθρώπου, πού μένει σε κάθε εποχή η ιδία. Θέλετε ένα παράδειγμα της αλήθειας αυτής;

Ένας νέος, σοφός και κοσμικός με όλη τή σημα­σία της λέξεως, ένας «σύγχρονος» νέος, μολονότι μας χωρίζουν 1500 χρόνια από την εποχή του, ήταν ο Αυ­γουστίνος. Όλα του τα πολύτιμα προσόντα τα δαπα­νούσε στα έργα του σκότους. Και μια μέρα έντονης ε­σωτερικής πάλης άκουσε μια παιδική φωνή, πού του ‘λεγε. «Πάρε και διάβασε». Γεμάτος απορία μπήκε στο γραφείο του και είδε στο έδαφος μερικά χειρόγραφα. Τα πήρε στα χέρια του και οι πρώτες φράσεις, πού διάβασε, ήταν οι λόγοι του Απ. Παύλου, πού ακούσαμε σήμερα: «αποθώμεθα ούν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα έργα του φωτός... μή κώμοις και μέθαις, μή κοίταις και άσελγείαις, μή έριδι και ζήλω...». Κι' αυτό ήταν το έναυσμα της επιστροφής του Αυγου­στίνου.

Αδελφοί μου!

Με τούς ίδιους λόγους, πού ό Θεός κάλεσε τον ιε­ρό Αυγουστίνο, για να τον μεταβάλει από άνθρωπο του σκότους σε τέκνο φωτός, καλεί και μάς η Εκκλη­σία μας σήμερα σε μετάνοια και επιστροφή, ενώ έξω από τις εκκλησίες στολίζεται η επίφαση της χαράς και το προσωπείο της ευφροσύνης, ο Καρνάβαλος. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται οι βουλόμενοι αθλήσαι, εισέλθετε...».

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ
"Κηρυγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα"

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Δευ Σεπ 10, 2012 6:51 pm
από Achilleas
Α΄Κυριακή των Νηστειών – Κυριακή της Ορθοδοξίας
Το φρόνημα της Ορθοδοξίας

12 Μαρτίου, 2011 — VatopaidiFriend

Εικόνα

Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ορθοδοξία μας και γι’ αυτό ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τον λόγο θα προσπαθήσουμε σήμερα, με τη βοήθεια του Θεού, να αναλύσουμε αυτό τον όρο για να δούμε το περιεχόμενό του και τη σημασία, που έχει για τη ζωή μας και τη σωτηρία μας.

1. Η σημασία της

Ορθοδοξία είναι η ορθή δόξα, ορθή άποψη, ορθή γνώμη, ορθή απόφαση για κάτι. Στις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 15, 28 ) υπάρχει το ρήμα «έδοξε», από το οποίο προέρχεται και η δόξα, στη φράση «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Είναι η απόφαση από τη Σύνοδο των Αγίων Αποστόλων, η οποία λήφθηκε με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό λένε οι άγιοι Απόστολοι: «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα αποφάσισε και μας φώτισε να αποφασίσουμε κι εμείς.

Για ποιό θέμα όμως η Ορθοδοξία καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και έχει «ορθή δόξα»;

2. Ο Θεάνθρωπος

Πρόκειται για το πρόσωπο του Θεανθρώπου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», όπως το αποκαλεί ο απ. Παύλος, ότι ο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. 3, 16). Είναι το μεγάλο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για το οποίο μόνο η Ορθοδοξία φρονεί και πιστεύει ορθά.

Το μυστήριο αυτό είναι «κεκρυμμένον αγγέλοις και ανθρώποις», όχι μόνο πριν φανερωθεί, αλλά και μετά που φανερώθηκε, παραμένει μυστήριο. Ο Θεός, λένε οι Πατέρες, «κρύφιος έστι και μετά την έκφανσιν» (=τη φανέρωσή Του). (Διον. Αρεοπαγίτης). Δεν μπορεί κανένας να συλλάβει το μυστήριο του Θεού και να το εκφράσει. Ούτε και τον «ιμάντα των υποδημάτων» δεν μπορούσε να λύσει ο «μείζων των Προφητών», Ιωάννης ο Πρόδρομος, εννοώντας αυτό το μυστήριο, όπως λέγει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος. Δεν μπορούσε να εισδύσει και να κατανοήσει, ούτε και το ακρότατο σημείο του Μυστηρίου. Το «πώς έγινεν άνθρωπος μένει διαπαντός ανέκφαντον» (=αφανέρωτον) λέγει ο άγιος Μάξιμος. Μπορεί να φαινόταν ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων, αλλ’ έμενε κρυμμένος ως Θεός, γιατί δεν ήταν σε θέση οι άνθρωποι να δουν τη θεία Του φύση. Ήταν λοιπόν επόμενο οι άνθρωποι να διατυπώσουν για το Χριστό διάφορες απόψεις, για να Τον πιστέψουν ή ως Θεό και Σωτήρα ή ως ένα απλό άνθρωπο και μάλιστα αμαρτωλό. Πώς λοιπόν θα γνωρίσουμε το Χριστό με τρόπο ορθό, αληθινό;

3. «Εν Αγίω Πνεύματι»

Ο Απόστολος Παύλος στο ρητό που αναφέρει, για το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας», λέγει πως ο Χριστός «εδικαιώθη εν Πνεύματι», δηλαδή αποδείχθηκε Θεός και Σωτήρας σε όσους φωτίζονταν από το Άγιο Πνεύμα. Όσοι τον γνώρισαν χωρίς τον θείο φωτισμό, έλεγαν: «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης». Είναι η γνώση του Χριστού «κατά σάρκα» (Β’ Κορ. 5, 16) μέσα από τα αμαρτωλά πάθη. Όσοι όμως Τον γνώρισαν «εν Πνεύματι Αγίω», με το θείο φωτισμό, Τον είδαν, ως τον «Κύριον της δό­ξης» (Α’ Κορ, 2, 8). «Εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μο­νογενούς παρά Πατρός» (Ιω, 1, 14) λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης για τους Μαθητές του Χριστού και τους «καθαρούς τη καρδία».

Έτσι ο Χριστός σε όσους ζουν «κατά Θεόν», είναι Θεός Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Γι’ αυτό έγινε και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές την ημέρα της Πεντηκοστής, καθώς και σε όσους λαμβάνουν το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, ώστε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που λαμβάνουμε, να μπορέσουμε να γνωρίσουμε τον αληθινό Χριστό, τον Θεάνθρωπο, βιώνοντας τον δικό Του τρόπο ζωής.

Αυτή λοιπόν η «εν Αγίω Πνεύματι» πίστη για το Χριστό είναι το φρόνημα της Ορθοδοξίας. που είναι και η υπόθεση της σημερινής Κυριακής: Η ορθή πίστη, η ένυπόστατη Αλήθεια, που αναφέρεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού και γνωρίζεται «εν Αγίω Πνεύματι». Τον πιστεύουμε «ορθοδόξως» ότι είναι «ο εκ Πατρός εκλάμψας Υιός αρρήτως (=ανεκφράστως) και εκ γυναικός ετέχθη διπλούς τη φύσει», τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος». Και αφού από Θεός απερίγραπτος έγινε άνθρωπος με σώμα και ψυχή και μπορεί να περιγραφεί, μπορεί και να εικονισθεί. Γι’ αυτό η Ορθοδοξία ζωγραφίζει και ασπάζεται την «άχραντον εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως», χωρίς να τη λατρεύει, για να εκφράζει τον άπειρο σεβασμό της στο Χριστό, αλλά και με τη θέα της εικόνας να διεγείρει τα τέκνα της «αεί» (= πάντοτε, συνεχώς, χωρίς παύση) στη μνήμη της «Αυτού ενανθρωπήσεως», για να αγιάζεται και η μνήμη και όλος ο άνθρωπος. Βλέποντας την εικόνα πιστεύουμε σε εκείνα που μας είπε και τα ακούσαμε.

Επί πλέον δε να αναπολούμε τα άρρητα θαύματά Του, την όλη ζωή και την άριστη πολιτεία Του στον κόσμο: Την ταπείνωσή Του, τη νηστεία Του, την προσευχή και την υπακοή Του στον Πατέρα «μέχρι θανάτου», θανάτου δε Σταυρού. Με τον θάνατό Του, ανέστησε τη δική μας εικόνα, την ανθρώπινη φύση, που καταρρυπώθηκε από τον μολυσμό των αμαρτιών μας και την αναμόρφωσε, αφού τη βάσταξε πάνω Του, την θέωσε και την ανύψωσε «εν δεξιοίς του Πατρός». Με την αναμαρτησία Του νίκησε τον εχθρό της σωτηρίας μας, που μας απάτησε. Και με την όλη ζωή Του μας οδήγησε στο αρχαίο αξίωμα, στη ζωή της Χάριτος, που είχαμε και χάσαμε «απάτη του εχθρού».

Βλέποντας ακόμη την απαστράπτουσα εικόνα του Κυρίου μας, να θυμόμαστε, πως πρέπει να καθαρίσουμε κι εμείς την προσωπική μας εικόνα, τη ψυχή μας, από τα προσωπικά μας πάθη, για να γίνει «Θεού οικητήριον». Η αγία μας Εκκλησία μας θυμίζει το χρέος αυτό, όταν ο ιερέας μετά το θυμίαμα των αγίων εικόνων, θυμιατίζει κι εμάς για να καθαρθούμε και να γίνουμε όμοιοι με τις εικόνες των Αγίων.

4. Η Ορθοδοξία ως πράξη και ζωή

Η μνήμη του Χριστού στη καρδιά, ο αγώνας της ασκήσεως για κάθαρση από τα πάθη, ώστε ο άνθρωπος να ζει μέσα στο Χριστό και ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο, σημαίνει πως η Ορθοδοξία δεν είναι απλά μια θεωρητική πίστη στο Χριστό, αλλά και «εν Χριστώ ζωή», κατά το υπόδειγμα της ζωής του Χριστού.

Η ορθή πίστη, ως πράξη και βίωμα, βιώθηκε από την Εκκλησία στα πρόσωπα των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων και «πάντων των Αγίων», με πρώτη την Υπεραγία Θεοτόκο.

Το «ένθεον πλήθος» της Εκκλησίας, αυτοί που έφεραν τον Θεό μέσα τους, είχαν ως φρόνημα τους να μη χωρισθούν ποτέ από τον Νυμφίο Χριστό. Αφού Εκείνος υπέφερε σταυρό και θάνατο για να καθαρίσει και θεώσει εμάς, οφείλουμε κι εμείς να αίρουμε τον σταυρό μας για την αγάπη σ’ Αυτόν. Αυτό που έλεγε ο απ. Παύλος, «ενεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ρωμ, 8, 36), έγινε βίωμα όλων των Αγίων.

Η μαρτυρία της πίστεως και της αγάπης τους στο Χριστό έφθασε στη θυσία και την απώλεια, όχι μόνο μερικών πραγμάτων του κόσμου, αλλά και αυτής της φυσικής ζωής,

5. Η «κατά σάρκα» πίστη στο Χριστό

Ο σταυρός του μαρτυρίου στήθηκε στην Εκκλησία, γιατί αντίθετα προς την ορθή πίστη της Ορθοδοξίας, υπήρξαν και αυτοί που είδαν το Χριστό «κατά σάρκα», μέσα από το πλήθος των αμαρτωλών παθών τους, με καρδιά μολυσμένη. Όπου υπάρχει αμαρτωλή ζωή υπάρχει και απιστία ή πίστη δυσσεβής, ψευδής και νοθευμένη. Αυτοί λοιπόν, μαζί με την παρακίνηση του διαβόλου, είδαν το Χριστό, όχι μόνο απλό άνθρωπο, αλλά και αμαρτωλό (Φαρισαίοι), λαοπλάνο, καταλύτη του Νόμου του Μωϋσέως ή των αρχαίων θεών της ειδωλολατρίας.

Για να εκλείψει το όνομα του Χριστού από τον κόσμο, πολέμησαν το Χριστό στα πρόσωπα των χριστιανών οι Αυτοκράτορες με τους διωγμούς, αλλά και οι αιρετικοί. Αυτοί με την ψευδή διδαχή τους παρουσίαζαν ένα Χριστό απλό άνθρωπο ή μόνο Θεό για να δείξουν ότι Θεός και άνθρωπος δεν συνάπτονται και έτσι να ματαιωθεί η θέωση του ανθρώπου. Να μείνει ο άνθρωπος χωρισμένος από το Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο πολέμησαν και τις άγιες εικόνες του Χριστού και των «κατά χάριν» θεών, των Αγίων Του. Διώχθηκαν οι Μοναχοί, οι Ασκητές, οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ζούσαν και κήρυτταν τον αληθινό Χριστό. Υβρίσθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, ακόμη δε και θανατώθηκαν.

Πρόθεσή τους ήταν η ίδια η πρόθεση του διαβόλου. Να εξαλειφθεί ο αληθινός Χριστός, ο Χριστός της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, για να μη σωθεί ο άνθρωπος. Να μείνει για πάντα στην πτώση από τη θεία ζωή της Χάριτος, που είναι αθανασία και δόξα.

6. «Ως εθελόθυτα θύματα»

Θύματα της διαβολικής τυραννίας των ειδωλολατρών, αλλά και των ηγετών των Ιουδαίων υπήρξαν όσοι πίστευαν και ζούσαν ορθόδοξα, δηλαδή «κατά Χριστόν».

Έτσι ο σταυρός του Χριστού διαβαίνει στην Εκκλησία. Και εδώ η επινόηση προέρχεται από τον διάβολο, όπως και στον σταυρό του Χριστού. Η αγία μας Εκκλησία, όχι απλά δεν τον αρνήθηκε, αλλά πάντοτε θεωρούσε «χάρισμα» το «υπέρ Χριστού πάσχειν» (Φιλίπ. 1, 29). Σηκώνει τον σταυρό του Χριστού στη ζωή των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της. Όλοι αυτοί για την εμμονή στον έρωτα του Νυμφίου τους, υπέστησαν βρισιές, εξουθενώσεις, εξορίες, φυλακίσεις, δημεύσεις περιουσιών, αλλά και ποικίλους μαρτυρικούς θανάτους.

Έτσι βλέπουμε ότι Ορθοδοξία δεν είναι μόνο το «πιστεύειν» αλλά και το «συμπάσχειν» με το Χριστό. Δεν φτάνει μια συναισθηματική αγάπη στο πρόσωπό Του, αλλά και «κοινωνία στα πάθη Του».

Γι’ αυτό οι Άγιοι θεώνονται, γιατί πιστεύουν και γίνονται κοινωνοί στα παθήματα και το σταυρό του Χριστού μας. Επειδή αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου, δέχθηκαν τη Χάρη και την «ευωδία του Αγίου Πνεύματος», γι’ αυτό ευωδιάζουν τα λείψανά τους μετά τον θάνατό τους και επιτελούν θαύματα. Εμείς προσκυνούμε τόσο τα αγία λείψανά τους, όσο και τις αγίες εικόνες τους. Οι Άγιοι «συνυβρίσθησαν» με τον Χριστό και όταν οι εξευτελισμοί και η ασέβεια των ασεβών και απίστων βεβήλωνε τις αγίες εικόνες τους. Όπως η τιμή των εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, το ίδιο και η ατιμία.

Με τα πάθη τους για το Χριστό, δέχονται το θείο κάλλος, αφού απαλλάγηκαν από την ασχήμια των παθών. Έγιναν πραγματικά ωραίοι στη ψυχή και το σώμα. Ζουν την Ανάσταση, την ελευθερία από όλα τα του κόσμου, ακόμη και από τη φυσική ζωή και απαστράπτουν από τη λαμπρότητα της θείας Χάριτος. Γίνονται Χριστοφόροι και Θεοφόροι, όπως τους βλέπουμε και στις άγιες εικόνες τους. Με τη ζωή και το θάνατό τους φωτίζουν τον κόσμο και τον οδηγούν στην ορθή πίστη ότι η πιό μεγάλη χαρά και απόλαυση του ανθρώπου είναι το «μετά του Χριστού ζην».

Στις ψυχές των Αγίων αναπαύεται ο Χριστός και ο Χριστός είναι η δική τους ανάπαυση. Έτσι η «ορθή δόξα» μεταποιείται σε ορθή δοξολογία του Θεού, που είναι ο θεοπρεπής βίος. Δοξάζουμε το Θεό, όταν ζούμε «κατά Θεόν». Ο απ. Παύλος, ζώντας τους φρικτούς διωγμούς και τους «καθ’ ημέραν θανάτους», αγρυπνούσε για να δοξολογεί τον Θεό (Πράξ. 16, 25) που τον έφερε διαρκώς στη καρδιά Του. Όλη η ζωή του, καθώς και όλων των Αποστόλων και των Αγίων είναι δοξολογία στο Θεό. Ενώ γράφει τις επιστολές του διακόπτει τη ροή του λόγου του, για να παρεμβάλει τη δοξολογία: «ο ων ευλογητός (=δοξασμένος) εις τους αιώνας»,

7. «Εξήλθε νικών και ίνα νικήση»


Με το τέλος των διωγμών, του μαρτυρίου και του αίματος, και του πολέμου των αιρέσεων η νίκη κερδήθηκε από τον Χριστό, γιατί αυτό που ήθελε ο διάβολος να χωρίσει τους Μάρτυρες από το Χριστό για να συνεχίζεται «εις το διηνεκές» η πτώση του ανθρώπου, δεν το πέτυχε. Όπως ο Χριστός μέχρι τελευταίας πνοής στο Σταυρό «έμενεν εν τω Πατρί», υπήκοος στο θέλημά Του, το ίδιο και οι Άγιοι Μάρτυρες του Χριστού. Προτιμούσαν να αλεσθούν από τα δόντια των θηρίων ή να αποκεφαλισθούν ή να υποστούν άλλους θανάτους, να διαχωρισθούν σώμα και ψυχή, αλλά ποτέ να μη χωρισθούν από τον Θεό. Σ’ όλη την πανοπλία τού εχθρού αντέτασσαν τη θεία αγάπη, τον θείο έρωτα. Το «πυρ» του θείου έρωτος έσβηνε τη δύναμη του πυρός, του αισθητού και το έκανε δροσοβόλο. «Έκλιναν τον αυχένα» με χαρά, ολοπρόθυμοι να υποστούν θάνατο με τα ξίφη των τυράννων, για να συναφθούν με τον Νυμφίο Χριστό. Και αυτό το θεωρούσαν προνόμιο.

Έτσι, Ορθοδοξία σημαίνει «κοινωνία στα παθήματα του Χριστού». Αυτή τη νίκη γιορτάζει σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία: Την άρνησή της να χωρισθεί από τον Χριστό με οποιεσδήποτε συνέπειες. Έτσι πραγματοποιήθηκε ο ένας και μοναδικός σκοπός: Η Εκκλησία να γίνει ένα με το Χριστό, να συνεχίζεται η Σάρκωση «κατά πνεύμα» στις καρδιές των ανθρώπων. Και αυτό είναι Ορθοδοξία.

Σήμερα, που πολύς «χριστιανικός» κόσμος αφαίρεσε από τον Χριστιανισμό ό,τι δεν ευχαριστεί το σώμα, τη σάρκα, για να κάνει ένα Χριστιανισμό χωρίς σταυρό, χωρίς θυσία και άσκηση, που είναι «άρνηση του Σταυρού του Χριστού», η Ορθοδοξία είναι η μόνη ελπίδα του ανθρώπου για σωτηρία, γιατί κατέχει το πλήρωμα, που είναι το Θεανθρώπινο. Μόνο με την άρση του Σταύρου τού Χριστού, με τον αγώνα και την άσκησή μας, κατά το πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μπορούμε να ζήσουμε ορθόδοξα, δηλαδή «εν Χριστώ».

(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διἠρχετο δια των σπορίμων», τ. Β΄, εκδ. Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού)

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Δευ Σεπ 10, 2012 6:52 pm
από Νίκος
Στην Καινή Κυριακή και στον Απόστολο Θωμά

Εικόνα

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Βιάζομαι να καταβάλω την οφειλή μου. Γιατί κι αν είμαι φτωχός, όμως θέλω να σας κάνω να νιώθετε ευγνωμοσύνη. Σας υποσχέθηκα να φανερώσω την απιστία του Θωμά· τώρα έρχομαι να εκπληρώσω την υπόσχεση μου. Βιάζομαι πρώτα να εξοφλώ τις πρώτες οφειλές, για να μη με πνίξουν οι τόκοι που μαζεύονται. Συνεργαστείτε και σεις στην καταβολή του χρέους μου και παρακαλέστε πολύ το Θωμά, να βάλει στα χείλη μου το άγιο δεξί του χέρι, το οποίο άγγιξε την πλευρά του Κυρίου, να δυναμώσει τη γλώσσα μου, για να σας εξηγήσει όσα επιθυμείτε να μάθετε. Κι εγώ παίρνοντας θάρρος από τις πρεσβείες του Αποστόλου και Μάρτυρα Θωμά, να κηρύξω την πρώτη του απιστία αλλά και τη δεύτερη ομολογία, που είναι βάση και θεμέλιο της Εκκλησίας.

Όταν μπήκε ο Χριστός στους μαθητές του, ενώ οι πόρτες ήσαν κλειστές και βγήκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, έλειπε μονάχα ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας. Η απουσία του να προξενήσει περισσότερη ασφάλεια και βεβαιότητα. Γιατί αν ήταν παρών ο Θωμάς, δε θα είχε αμφιβολία· κι αν δεν είχε αμφιβολία, δεν θα ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του· και αν δεν ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του, δε θα ψηλαφούσε· αν δεν ψηλαφούσε, δε θα ομολογούσε τον Χριστόν ως Κύριο και Θεό· κι αν δεν ωμολογούσε Κύριο και Θεό τον Χριστό, δε θα είχαμε εμείς διδαχθεί να τον δοξολογούμε με αυτόν τον τρόπο. Ώστε με την απιστία του ο Θωμάς μας έδειξε το δρόμο προς την αλήθεια· και αν και ήρθε μετά σταθεροποίησε την πίστη μας.

Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές στο Θωμά όταν ήρθε. «Έχομε δεί τον Κύριο», έχομε δει αυτόν που είπε· «εγώ είμαι το φως του κόσμου»· έχομε δει αυτόν που είπε «εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η αλήθεια»· και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπει μέσα στα πράγματα. Έχομε δει αυτόν που είπε «σε τρεις ημέρες ανασταίνομαι», κι αφού είδαμε την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον ακούσαμε να μας λέει «ειρήνη σ’ εσάς», κι αλλάξαμε την παραζάλη της λύπης σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια του που δέχτηκαν τις αιχμές των καρφιών, είδαμε τα χέρια που κατηγορούν τη λύσσα των θεομάχων σκυλιών, είδαμε τα χέρια που ύφαναν την αφθαρσία μας. Είδαμε και την πλευρά που φωνάζει καθαρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Είδαμε την ίδια την πλευρά, που υμνούν οι άγγελοι και σέβονται οι πιστοί και τρέμουν οι δαίμονες. Δεχτήκαμε και το θεϊκό φύσημα από το θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα που χορηγεί κάθε χάρη. Χειροτονηθήκαμε από τον Κύριο ως κύριοι, δηλαδή να έχομε την εξουσία να συγχωρούμε τα σφάλματα. Αποκτήσαμε το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε τέτοια εντολή. « Σε όσους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, συγχωρούνται· σε όσους δεν τις συγχωρήσετε, δεν συγχωρούνται». Τέτοια χαρούμενα λόγια ακούσαμε από το Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Ήταν αδύνατο να μην πλουτίσουμε, αφού μας έτυχε τέτοιος πλούσιος Κύριος. Μόνο εσύ ἐμεινες φτωχός, που δεν ήσουν μαζί μας.

Κι ο Θωμάς τι τους είπε; Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, «αν δε δω μέσα στις παλάμες του τις τρύπες των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα ίχνη απ’ τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω». Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα· έτσι κι εγώ «αν δεν δω δεν θα πιστέψω».

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν· μείνε σταθερός με επιμονή, για να δεις εσύ και να βεβαιωθεί και η δική μου ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας αυτόν που είπε, «Ζητάτε και θα βρείτε». Μην προσπεράσεις απλά ερευνώντας, αν δεν βρεις το θησαυρό που ζητάς· χτύπα με επιμονή την πόρτα της σίγουρης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξει αυτός που είπε «χτυπάτε και θα σας ανοίξω». Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Ευχάριστα ακούω να λές πολλές φορές « αν δε δώ στα χέρια του το σημάδι απ’ τα καρφιά, δεν θα πιστέψω». Γιατί εσύ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας τα χωράφια, δηλαδή το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω χωρίς κόπο τον καρπό και τον μαζεύω για μένα. Αν δεν δω με τα ίδια μου τα μάτια τα αυλάκια που σαν με αλέτρι χάραξαν οι άπιστοι μέσα στ’ άγια του χέρια, με κανένα τρόπο δε θα συμφωνήσω με τα λόγιά σας. Αν δε βάλω αυτό το δάχτυλο μου στις λακκούβες των καρφιών, δεν θα δεχτώ το καλό μήνυμά σας. Αν δεν κρατήσω μ’ αυτό μου το χέρι εκείνη την πλευρά, πού ανύποπτη μαρτυρεί την ανάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω τη γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος είναι ισχυρός και βέβαιος, αν επιβεβαιώνεται από όλα τα πραγμάτα· και κάθε λόγος που δεν έχει τη μαρτυρία των έργων είναι χωρίς σημασία και από το στόμα χάνεται στον αέρα.

Πρόκειται να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν με τα λόγια θα πω αυτά που δεν είδα με τα μάτια μου; Πώς θα κάνω τους άπιστους να πιστέψουν, αυτά που μήτε εγώ δεν τα έχω παρακολουθήσει; Θα πω στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι έχω δει τον Κύριό μου να τον σταυρώνουν, όχι όμως αναστημένο, αλλά μόνο ότι το άκουσα; Και ποιός δεν θα γελάσει με τα λόγια μου; Ποιός δεν θα περιφρονήσει το κήρυγμά μου; Άλλο πράγμα είναι ν’ ακούσεις κάτι και άλλο να το δεις· άλλο πράγμα είναι η αφήγηση λόγων κι άλλο η θέα και η εμπειρία των πραγμάτων.

Επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητές του, που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Άφησε πρώτα να κατηχηθεί ο Θωμάς από τους συμμαθητές του στις ενδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε να καίγεται από τη δίψα να τον αντικρύσει. Κι όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην κατάλληλη ώρα ο ποθητός βρήκε αυτόν, που ποθούσε. Με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, με κλεισμένες τις πόρτες μπήκε και τους είπε· «ειρήνη σ’ εσάς», για να ταυτιστεί το πράγμα με το θαύμα και για να βεβαιώσει το λόγο των αποστόλων και για να παραστήσει την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στον Θωμά. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου». Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάσει αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέσει και να πετύχει ό,τι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν τον στέρησε από την επιθυμία. Ο ίδιος ο αγαπημένος με τη βία τραβούσε κοντά του αυτόν που τον αγαπούσε· ο ίδιος έσυρε στην πληγή το δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο· ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του, τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου».

Άκουσα, Θωμά, απών σαν άνθρωπος αλλά παρών σαν Θεός, αυτά που είπες στους αδελφούς σου. Ήμουν κοντά σας με τη θεότητά μου και χώρια σας με την ανθρωπίνη φύση μου. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια που είπες προηγουμένως; Δεν είπες, «αν δεν δω μέσα στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω;» Δεν βγήκαν από τα χείλη σου τα λόγια αυτά; Τα λόγια αυτά δεν ανταποκρίνονται στους λογισμούς σου; Γι αυτό ξαναήλθα· για να μην αμφιβάλλεις. Γι αυτό είμαι κοντά σας δεύτερη φορά. Έχω έρθει γι αυτά πού επιθυμείς. Τώρα ήρθα για σένα, τον ένα, εγώ που για το χαμένο πρόβατο κατέβηκα από τους ουρανούς, χωρίς να τους αφήσω. Μή διστάσεις λοιπόν να μάθεις ό,τι ποθείς· μη ντρέπεσαι να κοιτάξεις καλά ό,τι θέλεις. Μην αποφύγεις να βάλεις το δάχτυλό σου στα χέρια μου. Ανέχομαι και το περίεργο δάχτυλο, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση; «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου», πού τραυματίστηκαν για σας, για να θεραπευθούν τα χτυπήματα των δικών σας ψυχών. Κοίταξε τα χέρια μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που εκούσια σταυρώθηκε ή κάποιος άλλος; Δες τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως ότι «εμείς Κύριε, δεν σε σταυρώσαμε». Τότε θα δείξω σ’ αυτούς τους εχθρούς μου, τα χέρια μου μ’ αυτή τη μορφή και θα ντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις τα αντικρύσουν. «Δές τα χέρια μου», που μαρτυρούν το αληθινό γεγονός της αναστάσεώς μου. Μή νομίσης πώς είναι μία φαντασία. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ομήρους της δικής σας αναγεννήσεως. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν αποδείξεις για την ανάστασή μέσα από τους τάφους. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν άγκυρα που έπεσε στο βυθό του Άδη. Μη φοβηθείς καμμιά δυσκολία της ζωής, μη σε ζαλίσει καμμιά ζάλη του κόσμου. Μη φοβηθείς το φύσημα των αντιθέτων ανέμων, μη σε ανησυχήσουν οι καταιγίδες κι οι σκόπελοι της θάλασσας των εχθρών. Πέρνα με θάρρος το πέλαγος της ζωής, ταξίδευε κρατώντας την άγκυρα του πνεύματος, ταξίδευε έχοντας μπροστά σου σαν λιμάνι τον ουρανό. Ταξίδευε και να φοβάσαι μόνο το ναυάγιο της αρνήσεώς μου. Περιγέλασε το θάνατο σάν νεκρό, περίπαιζε σαν ανίσχυρη τη φθορά. Να αποδεχθείς το τέλος της ζωής για χάρη μου, σαν αρχή μιας πιο εσωτερικής ζωής και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου. Ἀντλησε με το χέρι σου από τη βρύση που δίνει τη ζωή το νάμα που ποθείς και ανακούφισε τη δίψα σου. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Βάλε το χέρι στο ιατρείο της δημιουργίας και βγάλε το φάρμακο της επιθυμίας σου. Δέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που δέχτηκα την πληγή της λόγχης. «Φέρε το χέρι σου και βάλέ το στην πλευρά μου, για να μπορείς να αγωνίζεσαι γι αυτήν, για να μπορείς να αποκριθείς σ’ αυτούς που πολεμούν την αλήθεια, ότι με είδες μετά την Ανάσταση και με αναγνώρισες και με ψηλάφησες προσεκτικά. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσεις να την δεις έτσι. Και βλέποντας τα σημάδια του πάθους στην σάρκα μου να θεραπεύσεις το πάθος της ψυχής σου. «Φέρε το χέρι σου, και βάλε το στην πλευρά μου» που τη φύλαξα έτσι με κάποιο σκοπό. Όταν γυρίσω πάλι από τους ουρανούς και καθίσω σε θρόνο κριτής ζωντανών και νεκρών να δούν οι Εβραίοι κατάματα τα έργα της κακίας τους και μόνοι τους να αυτοκαταδικαστούν – «και μη φανείς άπιστος αλλά πιστός». Είναι κακό η απιστία· κάνει τον νου να βουλιάξει. Η πίστη τον ανεβάζει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει τη ψυχή. Η πίστη φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία δεν δέχεται και αυτά που βλέπει. Η πίστη βλέπει και τα αόρατα κατακάθαρα. Ο άπιστος έχει ολοκληρωτική άγνοια. «Μη γίνεις άπιστος, αλλά πιστός». Διώξε το σύννεφο της απιστίας και κοίταξε τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Γίνε άξιος απόστολος της θεότητάς μου μέσα σε όλους. Γίνε τέτοιος όπως πρέπει να είναι αυτός που με συνάντησε και είδε τέτοια όπως εσύ. Όμοια με τους άλλους αποστόλους σε κάλεσα, όμοια με αυτούς σε τίμησα, όμοια με αυτούς οπλίσου. Όμοια με αυτούς είδες ό,τι είδαν, όμοια με αυτούς σου εμπιστεύθηκα σάν φίλο, όλο μου το μυστήριο· όμοια με αυτούς κήρυξε τη δύναμή μου. Μην πείς πάλι, αφού με είδες μία φορά: «Αν δεν δω πάλι στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών δε θα πιστέψω». Όσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη, όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του ερεύνησε. Θα ανέβω στους ουρανούς, απ’ όπου ήρθα στη γή, θα ανεβώ εκεί που είμαι πάντα. Θα ανέβω με την ανθρωπίνη φύση μου εκεί απ’ όπου για χάρη σας κατέβηκα με τη θεία μου φύση. Θα ανέβω μ’ αυτό μου το σώμα, αν και χωρίς αυτό ήρθα από εκεί κι έμεινα εκεί πέρα. Θα ανέβω στους πατρικούς κόλπους με τη δική σας φύση, «αν και είμαι στους κόλπους του Πατέρα». Τελείωσα το έργο για το οποίο έκανα αυτή την πορεία.

Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια και τη θεία πλευρά του Κυρίου γέμισε από δειλία μαζί και χαρά βλέποντας αυτά πού επιθύμησε, αμέσως ξεσπά σε ύμνο, κραυγάζοντας προς τον Κυρίο. «Κύριέ μου και Θεέ μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός. Συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός της φύσεως. Δεν κόβεις με το νυστέρι τα πάθη, δεν καίς με φωτιά τις πληγές, δεν μαζεύεις από τα βοτάνια τη δύναμη των φαρμάκων σου, δεν δένεις με ορατούς επιδέσμους τις βασανιστικές πληγές. Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, πού αόρατα τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγο πιο κοφτερό από το μαχαίρι. Έχεις λόγο δυνατότερο απ’ τη φωτιά. Έχεις βλέμμα γλυκύτερο απ’ το φάρμακο. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν πλάστης μεταπλάθεις τα πλάσματά σου χωρίς να κουραστείς. Σύ κατά το θέλημά σου καθάρισες τους λεπρούς, έκανες τους κουτσούς να τρέχουν, τους παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τους γεννημένους τυφλούς τους προστάζεις να πετάξουν το σκοτάδι με νίψιμο. Εξώρισες τους δαίμονες απ’ τα δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες από τους εχθρούς και από τους Ιουδαίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο σώμα σου, «Ω Κύριε και Θεέ μου».

Αναγνώρισα τον Κύριό μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κύριό μου. «Ω Κύριέ μου και Θεέ μου». Πιστεύω Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. Πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριό μου Χριστό. Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες. Αμήν.

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Δευ Σεπ 10, 2012 6:53 pm
από Domna
Η Δευτέρα Παρουσία (Κυριακή Απόκρεω)
18 Φεβρουαρίου, 2012 — vatopaidifriend4

Εικόνα

του Οσίου Εφραὶμ του Σύρου

Αγαπητοί μου αδελφοί, ακούστε για τη δεύτερη και φοβερή παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Έφερα στο νου μου την ώρα ἐκείνη και, καθώς αναλογίστηκα όσα πρόκειται τότε να συμβούν, κατατρόμαξα. Ποιός μπορεί να τα διηγηθεί; Ποιά γλώσσα μπορεί να τα περιγράψει; Ποιά αυτιὰ μπορούν να τ’ ακούσουν;

Τότε ο Βασιλιάς της οικουμένης θα σηκωθεί από το θρόνο της δόξας Του και θα έρθει για να κρίνει όλους τους κατοίκους της γης, αμείβοντας με αιώνια μακαριότητα τους άξιους και τιμωρώντας με αιώνια κόλαση τους αμαρτωλούς!

Όταν τα φέρνω αυτά στο νου μου, τρόμος με κυριεύει. Παραλύω ολόκληρος. Τα μάτια μου δακρύζουν. Η φωνή μου κόβεται. Τα χείλη μου παγώνουν. Η γλώσσα μου τρέμει. Οι λογισμοί μου σταματούν.

Αν και ο φόβος με πιέζει να σωπάσω, αναγκάζομαι να μιλήσω για χάρη της δικης σας ωφέλειας.

Θα συμβούν τόσο μεγάλα και τρομακτικά γεγονότα, που ούτε έγιναν απὸ την κτίση του κόσμου ούτε θα γίνουν σ’ όλες τις γενιές.

Αν μία δυνατή βροντή πολλὲς φορὲς μας τρομάζει και μας κόβει τα πόδια, για σκεφτείτε, πὼς θ’ αντέξουμε ν’ ακούσουμε τον ήχο εκείνης της σάλπιγγας, που θα ηχήσει στα ουράνια δυνατότερα από κάθε βροντή, για να ξυπνήσει όλους τους νεκρούς, δίκαιους και αδίκους;

Τότε τα οστά των νεκρών θα συναρμολογηθούν. Θα προστάξει ο μεγάλος Βασιλιάς, που εξουσιάζει όλη την κτίση, κι ευθύς η γη και η θάλασσα θα δώσουν με τρόμο τους νεκρούς τους. Ακόμα κι όσοι κατασπαράχθηκαν από τα θηρία, όσοι φαγώθηκαν από τα ψάρια ή τα όρνια, όλοι, «εν ριπή οφθαλμού», θα παρουσιαστούν μπροστά στον αδέκαστο Κριτή.

Τότε οι ποταμοὶ και οι πηγὲς θα εξαφανιστούν, τ’ αστέρια θα πέσουν, ο ήλιος θα σβήσει, η σελήνη θα χαθεί.

Άγγελοι σταλμένοι από το Θεό θα διασχίζουν την υφήλιο και θα συγκεντρώνουν τους εκλεκτούς από κάθε σημείο της γης.

Τότε θ’ αντικρύσουμε «νέους ουρανοὺς και νέα γη» (Β’ Πέτρ. 3:13), σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου.

Πώς θ’ αντέξουμε, όταν θα δούμε να ετοιμάζεται ο φοβερός θρόνος και να προβάλλει ο Σταυρός, που πάνω του θυσιάστηκε εκούσια ο Χριστός για μας; Τότε θα θυμηθούμε και θα κατανοήσουμε το λόγο του Κυρίου για «το σημάδι του Υιού του ανθρώπου» (Ματθ. 24:30). Τότε θα πληροφορηθούμε όλοι, ότι πρόκειται να παρουσιαστεί ο μεγάλος Βασιλιάς. Τη φοβερή εκείνη ώρα, ο καθένας μας θα συλλογίζεται τις πράξεις του και θα σκέφτεται τί θα Του απολογηθεί…

Όταν θ’ ακούσουμε τη βροντερή εκείνη φωνή από τα ύψη τ’ ουρανού να διακηρύσσει, «Να, ο Νυμφίος έρχεται» (Ματθ. 25:6), «Ο Κριτής φτάνει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς», τότε, από την κραυγή εκείνη, θα σαλέψουν συθέμελα τα έγκατα της γης, απ’ τη μίαν άκρη ως την άλλη. Τότε, αδελφοί μου, στενοχώρια και φόβος και τρόμος θα καταλάβει κάθε άνθρωπο γι’ αυτά που θα συμβούν στην οικουμένη. Οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. Οι ουρανοί θα σχιστούν. Και ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο άγιος και ένδοξος Θεός μας, θα παρουσιαστεί σαν αστραπή φοβερή, με εξουσία και δόξα απερίγραπτη.

Έκσταση και φρίκη θα μας κυριέψουν την ώρα ἐκείνη, όταν θα καθίσει στο κριτήριο ο αμερόληπτος Κριτής και θ’ ανοίξει τα φοβερά βιβλία, όπου είναι γραμμένα τα έργα και τα λόγια μας, όλα όσα κάναμε και είπαμε στη ζωή αυτή, νομίζοντας ότι μπορούμε ν’ απατήσουμε τον καρδιογνώστη Θεό.

Ω! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνουμε, όταν συλλογιζόμαστε εκείνη την ώρα! Και όμως, είμαστε τόσο αμελείς!

Πόσο θα κλάψουμε και θα στενάξουμε τότε, όταν θα δούμε από το ένα μέρος τις μεγάλες δωρεές και την ασύλληπτη μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα της βασιλείας των ουρανών, που θ’ απολαύσουν όσοι πάλεψαν σκληρά για να τηρήσουν τις εντολὲς του Κυρίου, και από το άλλο μέρος τις φοβερὲς τιμωρίες, που θα υποστούν όσοι υποδουλώθηκαν στην αμαρτία! Και στη μέση, έντρομοι, όλοι οι άνθρωποι, από κάθε φυλή, από τον πρωτόπλαστο Αδάμ ως τον τελευταίο, θα γονατίζουν και θα προσκυνούν το Θεό, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής: «Εγώ, ο ζωντανός Κύριος, το λέω πως όλοι θα με προσκυνήσουν» (Ρωμ. 14:11).

Τότε όλη η ανθρωπότητα, καθώς θα βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στη μακάρια ανάπαυση και στην αιώνια καταδίκη, θα περιμένει με αγωνία τη φοβερή Κρίση. Και κανένας την ώρα αυτή δεν θα μπορεί να βοηθήσει τον διπλανό του.

Θα ρωτηθούν οι επίσκοποι και για τον δικό τους τρόπο ζωής και για το ποίμνιό τους. Θα τους ζητηθεί λόγος για τα λογικά πρόβατα, που παρέλαβαν απὸ τον αρχιποιμένα Χριστό. Αν απὸ αμέλειά τους χάθηκε κάποιο πρόβατο, το αίμα του θα ζητηθεί απὸ τους ίδιους. Παρόμοια και οι ιερείς θα δώσουν λόγο για τις ενορίες τους. Επίσης και κάθε πιστός θα δώσει λόγο για τον εαυτό του, για το σπίτι του, για τη γυναίκα του, για τα παιδιά του, για τους υπαλλήλους και τους δουλευτάδες του.

Θα εξεταστούν βασιλιάδες και άρχοντες, πλούσιοι και φτωχοί, μικροὶ και μεγάλοι, για όλα όσα έκαναν: «Γιατί όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να πάρει καθένας την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλό ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β’ Κoρ. 5:10).

Όλων μας τα έργα θα ερευνηθούν και θα φανερωθούν μπροστά σε αγγέλους και ανθρώπους. Οι εχθροὶ του Χριστού θα κατασυντριβούν. Θα καταργηθεί κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη (Α’ Κορ. 15:24). Τότε, καθώς είναι γραμμένο, ο Κύριος θα ξεχωρίσει «τα πρόβατα απὸ τα κατσίκια» (Ματθ. 25:32). Έτσι, όσοι έχουν καλά έργα και πνευματικούς καρπούς, θα χωριστούν από τους άκαρπους και τους αμαρτωλούς.

Οι πρώτοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο, γιατί φύλαξαν τις εντολές του Θεού. Αυτόί είναι οι ελεήμονες, οι φιλόξενοι, οι βοηθοί των δυστυχισμένων, οι συμπαραστάτες των ασθενών, οι προστάτες των φτωχών και των αρφανών, όσοι έντυναν τους γυμνούς, όσοι επισκέπτονταν τους φυλακισμένους, όσοι έγιναν φτωχοὶ για τον πλούτο που υπάρχει στους ουρανούς, όσοι συγχώρησαν τα παραπτώματα των αδελφών τους, όσοι φύλαξαν τη σφραγίδα της πίστεως ακέραιη και αμόλυντη απὸ κάθε αίρεση. Αυτούς θα τους βάλει στα δεξιά Του, ενώ τους αμαρτωλούς στ’ αριστερά Του.

Οι δεύτεροι ειν’ εκείνοι που παρόργιζαν τον καλό Ποιμένα και περιφρονούσαν τους λόγους Του. Είναι οι περήφανοι, οι αδιόρθωτοι, οι φίλοι των διασκεδάσεων και των απολαύσεων, όσοι ξόδεψαν στην ακολασία και τη μέθη και την ασπλαχνία ολόκληρο το χρόνο της ζωής τους, σαν εκείνο τον πλούσιο που ποτε δεν ελέησε τον φτωχό Λάζαρο (Λουκ. 16:19-31). Αυτοί θα καταδικαστούν και θα σταθούν στ’ αριστερά, γιατί δεν έδειξαν συμπόνια. Ήταν σκληροί και δεν είχαν καρπούς μετάνοιας, δεν είχαν λάδι στα λυχνάρια τους (βλ. Ματθ. 25:1-12). Όσοι όμως αγόρασαν το λάδι της ελεημοσύνης από τους φτωχούς και γέμισαν τα λυχνάρια τους, θα σταθούν στα δεξιά, κρατώντάς τα αναμμένα, ένδοξοι και χαρωποί, και θ’ ακούσουν τη γαλήνια εκείνη και ποθητή φωνή: «Ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου» (Ματθ. 25:34).

Όσοι πάλι είναι στ’ αριστερά, θ’ ακούσουν την οδυνηρή εκείνη και φοβερή απόφαση: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του» (Ματθ. 25:41). Όπως δεν ελεήσατε, έτσι τώρα δεν θα ελεηθείτε. Όπως δεν ακούσατε τη φωνή Μου, ουτ’ εγώ τώρα θ’ ακούσω τον απαρηγόρητο θρήνο σας.

Γιατί δεν Με θρέψατε όταν πεινούσα.

Δεν Με ποτίσατε όταν διψούσα.

Δεν Με φιλοξενήσατε όταν ήρθα κοντά σας.

Δεν Με ντύσατε όταν ήμουν γυμνός.

Δεν Μ’ επισκεφθήκατε όταν ήμουν άρρωστος, ούτε όταν ήμουν στη φυλακή.

Δεν υπηρετήσατε Εμένα.

Σε άλλο κύριο γίνατε υπηρέτες και δούλοι, στο διάβολο.

Φύγετε λοιπόν μακριά Μου, εργάτες της αδικίας.

Τότε θα οδηγηθούν αυτοί στην αιώνια κόλαση, ενώ οι δίκαιοι στην αιώνια ζωή (βλ. Ματθ. 25:41-46).

Αλίμονο σ’ εκείνους που αφήνουν ανεκμετάλλευτο τον καιρό τούτο της μετάνοιας και παραδίνονται σε πράγματα άσκοπα και γελοία. Θα ζητήσουν τότε το χρόνο που ξόδεψαν μάταια, και δεν θα τον βρουν. Αλίμονο σ’ εκείνους που δίνουν σημασία σε πνεύματα πλάνης και διδασκαλίες δαιμονικές, γιατί αυτά θα τους εξασφαλίσουν την καταδίκη στην άλλη ζωή. Αλίμονο σ’ εκείνους που ασχολούνται με μαντείες και ανηθικότητες. Αλίμονο σ’ εκείνους που υστερούν από τους εργάτες τον δίκαιο μισθό τους, γιατί είναι όμοιοι μ’ αυτούς που χύνουν αίμα. Αλίμονο σ’ εκείνους που κρίνουν άδικα, δικαιώνοντας το φταίχτη και καταδικάζοντας τον αθώο. Αλίμονο σ’ εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη μας μ’ αιρετικές διδασκαλίες ἢ συναναστρέφονται μ’ αιρετικούς. Αλίμονο σ’ εκείνους που έχουν τ’ ανόητα πάθη του φθόνου και του μίσους. Και για να μη λέω πολλά: Αλίμονο σ’ εκείνους που θα βρεθούν στ’ αριστερά τη φοβερή μέρα της Κρίσεως. Θα κλάψουν πικρά αλλ’ ανώφελα, όταν θ’ ακούσουν την οδυνηρή εκείνη απόφαση: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά» (Ματθ. 25:41).

Όσοι έχετε δάκρυα και κατάνυξη, θρηνήστε μαζί μου.

Όταν συλλογίζομαι τον αιώνιο εκείνο χωρισμό, νιώθω αβάσταχτη θλίψη. Γιατί τότε αποχωρίζονται ο ένας άνθρωπος από τον άλλο και φεύγουν σε αποδημία που δεν έχει επιστροφή. Ποιός είναι τόσο σκληρόκαρδος και αναίσθητος, ώστε να μην κλάψει από δω για την ώρα εκείνη;

Τότε, όσοι ήταν κάποτε βασιλιάδες, θα οδύρονται σαν αιχμάλωτοι.

Τότε θα στενάζουν οι άρχοντες και οι άσπλαχνοι πλούσιοι και θα ζητούν βοήθεια, αλλά κανείς δεν θα τους δίνει. Γιατί εκεί δεν έχουν καμίαν αξία ούτε ο πλούτος ούτε οι κόλακες. Και δεν θα βρουν έλεος, επειδή δεν ελέησαν κανένα.

Τότε θ’ αποχωριστούν γονείς από τα παιδιά τους και φίλοι από τους φίλους τους.

Τότε θα διαλυθούν οι συζυγικοί δεσμοί που δεν κρατήθηκαν αμόλυντοι και αγνοί.

Τότε θ’ αποδιωχτούν οι παρθένοι στο σώμα αλλ’ άκαρδοι και άσπλαχνοι στον τρόπο, γιατί η κρίση θα είναι ανελέητη σ’ όποιον δεν είχε έλεος (Ιακ. 2:13).

Θα παραλείψω όμως τα πολλά, γιατί κυριεύομαι από φόβο και φρίκη. άγγελοι φοβεροί θ’ απομακρύνουν βίαια όλους τους αμετανόητους ασεβείς, που θα τρίζουν με τρόμο τα δόντια τους και θα γυρίζουν συχνά, για να βλέπουν τους δικαίους και την ευδαιμονία που έχασαν. Θα βλέπουν το φως εκείνο το περίλαμπρο και τα κάλλη του παραδείσου. Θα βλέπουν τους γνωστούς τους στην τρισμακάρια εκείνη χώρα και τις μεγάλες δωρεές, που θα παίρνουν από το Βασιλιά της δόξας όσοι αγωνίστηκαν για τη σωτηρία τους σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ύστερα από λίγο, αφού θα έχουν αποχωριστεί απ’ όλους τους δικαίους και τους φίλους και τους γνωστούς τους, θ’ αποχωριστούν κι απ’ αυτόν το Θεό. Δεν θα μπορούν πια να βλέπουν τη χάρη και το Φως τα αληθινό.

Τέλος, θα οδηγηθούν στις διάφορες κολάσεις για να παραδοθούν στην αιώνια τιμωρία.

Τότε, βλέποντας την τέλεια εγκατάλειψή τους, βλέποντας ότι κάθε ελπίδα τους χάθηκε, βλέποντας ότι κανένας πια δεν μπορεί να τους βοηθήσει, θα λένε κλαίγοντας απαρηγόρητα με πικρά δάκρυα:

Ω! Πόσο καιρό χάσαμε στην αμέλεια! Πόσο χλευαστήκαμε από τον πονηρό! Όταν ακούγαμε στις Γραφές να μιλάει ο ίδιος ο Θεός, όχι μόνο δεν προσέχαμε, αλλά και γελούσαμε. Τώρα κραυγάζουμε, κι Αυτός αποστρέφει το πρόσωπό Του από μας! Τί μας ωφέλησαν λοιπόν τ’ αγαθά του κόσμου; Πού είναι ο πατέρας και η μάνα που μας γέννησαν; Πού είναι οι αδελφοί; Πού τα παιδιά; Πού οι φίλοι; Πού ο πλούτος; Πού τα υπάρχοντα; Πού οι άρχοντες κι οι ηγεμόνες; Κανένας απ’ όλους αυτούς δεν μπορεί τώρα να μας σώσει. Ούτε κι εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Αλλά εγκαταλειφτήκαμε εντελώς κι από το Θεό κι από τους αγίους. Τί μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Τώρα πια δεν είναι καιρός μετάνοιας. Δεν ισχύουν πια οι προσευχές. Δεν ωφελούν πια τα δάκρυα. Δεν υπάρχουν πια οι πωλητὲς του λαδιού, δηλαδή οι φτωχοὶ και οι δυστυχισμένοι. Όταν μας παρακαλούσαν ν’ αγοράσουμε, εμείς κλείναμε τ’ αυτιά μας. Τώρα ζητάμε και δεν βρίσκουμε. Δεν υπάρχει λύτρωση για μας, τους αξιοθρήνητους. Δεν θα βρούμε ευσπλαχνία, γιατί δεν είμαστε άξιοι.

Τότε λοιπόν θα πάει ο καθένας στον τόπο των βασάνων, στον τόπο που ο ίδιος ετοίμασε για τον εαυτό του με τις πονηρές πράξεις του, εκεί «όπου το σκουλήκι δεν πεθαίνει και η φωτιά δεν σβήνει» (Μάρκ. 9:44).

Να, ακούσατε τί κερδίζουν όσοι αμελούν και ραθυμούν και δεν μετανοούν. Ακούσατε πως χλευάζονται όσοι χλεύαζαν τις εντολὲς του Κυρίου.

Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των αποστόλων, μας προειδοποιεί για την ημέρα εκείνη λέγοντας: «Η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα, και τότε οι ουρανοὶ θα εξαφανιστούν με τρομερό πάταγο, τα στοιχεία της φύσεως θα διαλυθούν στη φωτιά, και η γη, όπως και όλα όσα έγιναν πάνω σ’ αυτήν, θα κατακαούν» (Β’ Πέτρ. 3:10). Αλλά και πρωτύτερα, ο ίδιος ο Δεσπότης και Κύριός μας μάς αποκάλυψε τα εξής: «Προσέξτε καλά τους εαυτούς σας. Μην παραδοθείτε στην κραιπάλη και στη μέθη και στις βιοτικὲς ανάγκες, και σας αιφνιδιάσει η ημέρα ἐκείνη. Γιατί θα έρθει σαν την παγίδα σε όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στη γη» (Λουκ. 21:34-35). Και αλλού: «Μπείτε από τη στενή πύλη… Στενή είναι η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή» (Ματθ. 7:13-14).

Αδελφοί μου, ας βαδίσουμε τον δύσκολο αυτὸ δρόμο για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή.

Αυτὸς ο δρόμος απαιτεί μετάνοια, νηστεία, προσευχή, αγρυπνία, ταπεινοφροσύνη, περιφρόνηση της σάρκας, επιμέλεια της ψυχής, ελεημοσύνη, δάκρυα, πένθος. Να μισείται κανεὶς και να μη μισεί· να συγχωρεί αυτοὺς που του κάνουν κακό· ν’ αδικείται και να ευεργετεί· τέλος, να χύσει και το αίμα του για το Χριστό, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.

Αντίθετα, είναι «πλατειά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην καταστροφή» (Ματθ. 7:13). Η πορεία αυτού του δρόμου εδώ είναι ευχάριστη, αλλά εκεί είναι θλιβερή. Εδώ είναι γλυκιά, εκεί όμως πικρότερη κι απὸ τη χολή. Εδώ είναι εύκολη, εκεί όμως δύσκολη και οδυνηρή. Γνωρίσματα αυτής της πορείας είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ασέλγεια, η ειδωλολατρία, η φιλονικία, ο θυμός, η διχόνοια, οι φθόνοι, οι φόνοι, τα γλέντια, τα πολυτελή γεύματα, η λαιμαργία και τα όμοια μ’ αυτά. Μα το χειρότερο απ’ όλα, η αμετανοησία και η τέλεια λησμοσύνη της ώρας του θανάτου.

Αυτή την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού συλλογίστηκαν οι άγιοι μάρτυρες και δεν λυπήθηκαν τα σώματά τους, αλλά επέμειναν κάθε είδος βασάνων με χαρά και με την προσδοκία των ουράνιων στεφανιών. Για τον ίδιο λόγο αγωνίστηκαν στις ερημιές και στα βουνά, με νηστεία και αγνεία, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, βαδίζοντας καρτερικά το στενό και θλιμμένο μονοπάτι, κι έτσι κέρδισαν τη βασιλεία των ουρανών.

Αυτό το φοβερό δικαστήριο συλλογίστηκε και ο μακάριος Δαβίδ, γι’ αυτό έβρεχε κάθε νύχτα με δάκρυα το στρώμα του και παρακαλούσε το Θεό, λέγοντας: «Κύριε, …μη με δικάσεις, το δούλο σου, γιατί κανένας ζωντανός δεν είναι δίκαιος μπροστά σου» (Ψαλμ. 142:2).

Εμπρός λοιπόν κι εμείς, πριν φτάσει η μέρα εκείνη, πριν τελειώσει το πανηγύρι της σύντομης τούτης ζωής, πριν έρθει ο Θεός και μας βρει απροετοίμαστους, ας ετοιμαστούμε για την υποδοχή Του με εξομολόγηση, με μετάνοια, με νηστεία, με δάκρυα, με αγαθοεργίες.

Προσέξτε, μην τολμήσει κανείς να πει ότι δεν αμάρτησε. Όποιος το λέει αυτό, είναι τυφλός και απατά τον εαυτό του, μη γνωρίζοντας ότι ο σατανάς μπορεί να τον κυριεύει και με λόγια και με έργα και με την ακοή και με την όραση και με την αφή και με τους λογισμούς. Ποιός μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά και καθαρές όλες τις αισθήσεις του; Κανένας δεν είναι αναμάρτητος, κανένας δεν είναι καθαρός, παρά μόνο Εκείνος, που, αν και πλούσιος, «επτώχευσε» για μας. Αυτός μόνο είναι αναμάρτητος. Αυτός βαστάζει την αμαρτία του κόσμου και δεν θέλει το θάνατο των αμαρτωλών, αλλά τη σωτηρία τους. Σ’ Αυτόν ας καταφύγουμε κι εμείς, γιατί όσοι αμαρτωλοί πήγαν κοντά Του, σώθηκαν.

Ας μην απελπιστούμε, αδελφοί μου, για τη σωτηρία μας. Αμαρτήσαμε; Ας μετανοήσουμε. Μύριες φορές αμαρτήσαμε; Μύριες φορές ας μετανοήσουμε. Για κάθε έργο αγαθό χαίρεται ο Θεός, εξαιρετικά όμως χαίρεται για μία ψυχή που μετανοεί.

Ελάτε λοιπόν, ας πέσουμε στα πόδια Του κι ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας.

Δόξα στη φιλανθρωπία Του.

Δόξα στη μακροθυμία Του.

Δόξα στην αγαθότητα και τη συγκατάβασή Του.

Δόξα στην ευσπλαχνία Του.

Δόξα στη βασιλεία Του.

Δόξα και τιμή και προσκύνηση στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Πηγή: «Η φωνή των Πατέρων», τ.Β΄, σ. 27-38, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής)

http://vatopaidi.wordpress.com

Το κήρυγμα της Κυριακής:

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 12, 2014 2:54 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή μετά τα Φώτα
January 11, 2014
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».
Την μεθέορτο αυτή περίοδο της μεγάλης Δεσποτικής εορτής των Θεοφανείων που διανύουμε, τονίζεται από την Εκκλησία μας ένα ιδιαίτερο στοιχείο που χάρισε στον κόσμο η φανέρωση του Θεού. Το φως. Ο Κύριος μας ήλθε στη γη σαν φως μέγα, σαν το μοναδικό φως. Η έλευση του Χριστού βρήκε τους ανθρώπους σε μια ατμόσφαιρα σκοταδιού. Καταθλιπτική, άχαρη, πληκτική, μονότονη, αποκαρδιωτική ζωή. Ο φόβος και η σκιά του θανάτου νέκρωνε κάθε ψυχική διάθεση. Το σκοτάδι της άγνοιας δεν άφηνε το ανθρώπινο πνεύμα να εισδύσει στην αλήθεια. Το σκοτάδι της αμαρτίας πάγωνε κάθε φιλότιμη προσπάθεια για την αρετή και την ηθική πρόοδο. Ο άνθρωπος βρισκόταν σε μια διαρκή νάρκη. Αδύναμος να ελευθερωθεί από τα δεσμά που τον κρατούσαν δέσμιο. Ήλθε όμως το φως. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε. Το πυκνό σκοτάδι διαλύθηκε. Ο άνθρωπος πλέον γνωρίζει τα πάντα. «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» και φάνηκε το πλήρωμα της Θεότητος. Τίποτε δεν μένει πλέον κρυφό. Τα μυστικά του ουρανού είναι προσιτά στον άνθρωπο. Οι δολοπλοκίες και οι παγίδες του σατανά έγιναν φανερές. Το φως του Χριστού φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεί τις ψυχές των ανθρώπων, που βρίσκονται ακόμα στο σκότος της αμαρτίας, της πλάνης και του θανάτου. Ο μεγαλοφωνότατος Προφήτης Ησαΐας προανήγγειλε τον Χριστό ως φως των λαών που βρισκόταν στο σκοτάδι, λέγοντας· «Τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη θλίψη και στεναχώρια για τον άνθρωπο από το να ζει χωρίς το φως του Χριστού και να περιπλανάται μέσα στα σκοτάδια της πλάνης, της δεισιδαιμονίας, μέσα στην σύγχυση των αιρέσεων και των προλήψεων. Αισθάνεται ένα άγχος να τον πιέζει, μια θόλωση του νου να τον βαρύνει. Είναι περισσότερο δυστυχής και αξιολύπητος από τον τυφλό. Ο άνθρωπος που έχει κλειστά τα μάτια της ψυχής δεν γνωρίζει που βαδίζει, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής του, γιατί υπάρχει. Αγνοεί την αξία του ως ανθρώπου και πολλές φορές όσο σοφός κι αν είναι κατά κόσμον, υποβιβάζει τον εαυτό του και τον κατατάσσει στην τάξη των αλόγων ζώων. Δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να γνωρίσει ότι η ψυχή του είναι ανεκτίμητη τόσο ώστε ούτε ολόκληρο το σύμπαν δεν μπορεί να την εξαγοράσει. Κάτι μέσα του λέει μέσα του για την αιωνιότητα, για την μέλλουσα ζωή, αλλά συγκεχυμένα και ακαθόριστα, πράγμα τον οποίο τον ανησυχεί και τον ταράσσει.
Δεν είναι σε θέση να διακρίνει καθαρά και να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, την αλήθεια από το ψέμα, το σωστό από το λάθος, την υγιή αντίληψη από την πλανεμένη. Κάνει σύγχυση καθηκόντων και δικαιωμάτων, καλής και κακής συμπεριφοράς, ανάμεσα στο τι αρμόζει και τι δεν αρμόζει στον άνθρωπο. Προχωρεί στα τυφλά, κάνει συνεχώς λάθη, πέφτει σε σφάλματα, διαπράττει έργα αμαρτωλά και επιλήψιμα. Και όλα αυτά καθιστούν το σκοτάδι πυκνότερο και την κατάθλιψη που τον πιέζει βαρύτερη.
Αισθάνεται συνεχής εκρήξεις των τύψεων της συνειδήσεως. Γιατί η συνείδηση δεν ναρκώνεται, δεν κοιμάται, αυτή η θεόσδοτη φωνή. Ξεσηκώνεται εναντίον των κακών πράξεων, καταλογίζει ευθύνη, προαναγγέλλει τιμωρίες, ελέγχει τον ένοχο, δημιουργεί εσωτερική αναταραχή, πολλές φορές ανυπόφορη και δραματική. «Θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου, τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν» , λέει ο Απόστολος Παύλος. Ποθεί και ζητάει την λύτρωση και δεν γνωρίζει που θα την βρει. Καταφεύγει σε μαγείες και εξορκισμούς, σε αιρέσεις και σε πλάνες. Όλα αυτά όμως κάνουν πιο πυκνό το σκοτάδι μέσα στο οποίο έχει βυθιστεί.
Όλοι αυτοί που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση ανήκουν στον «λαόν τόν καθήμενον ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου».
Όμως υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει το φως. Ο ζωογόνος ήλιος της αλήθειας έχει ανατείλει. Ο τρόπος της λυτρώσεως είναι πλέον εύκολος. Ο φωτισμός της διανοίας, η απελευθέρωση της καρδιάς από την δουλεία των παθών και τις τύψεις της συνείδησης, η αληθινή της χαράς της ζωής είναι πλέον έτοιμα για όλους εκείνους που θέλουν να τα αποκτήσουν. Είναι ο ολόλαμπρος πνευματικός ήλιος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος προσφέρει πλούσιο το φως της αλήθειας και όλα τα ανεκτίμητα δώρα μιας φωτισμένης ζωής. Ο ίδιος ο Κύριος μας διακήρυξε στους ανθρώπους ολόκληρης της οικουμένης· «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἒξει τό φῶς τῆς ζωῆς» . Ως Θεός έχει μέσα στην άπειρη τελειότητά του το ανεπισκίαστο φως, το οποίο είναι στους αιώνες το ανέσπερο ζωογόνο φως για όλα τα λογικά δημιουργήματά Του.
Αυτός «φωτίζει πάντα ἂνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Μάς έχει αποκαλύψει, όσο μπορεί να χωρέσει η ανθρώπινη διάνοια, τον αληθινό Θεό, τον Θεό της αγάπης, της στοργής, της καλοσύνης και του ελέους, της συγκαταβάσεως και της επιείκειας. Δίδαξε ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε τα αγαπημένα τέκνα του Θεού. Ότι φέρουμε την εικόνα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Πατέρα μας και ότι είμαστε προορισμένοι να γίνουμε κατά χάριν θεοί, όμοιοι με τον Θεό και Πατέρα μας.
Με το θείο Του φως μάς βοηθάει να δούμε με τα μάτια της ψυχής και της διανοίας μας την αιωνιότητα και, κατά δύναμη, να γνωρίσουμε τι είναι η αιώνια ζωή κοντά στον Θεό. Να γνωρίσουμε ότι εμείς, τα παιδιά του ουρανίου βασιλέως, είμαστε οι πρίγκιπες του ουρανού· ότι θα συμμετέχουμε και θα κάνουμε δική μας την δόξα και μακαριότητα του Πατέρα· ότι θα απολαύσουμε και θα απολαμβάνουμε στην ατελείωτη αιωνιότητα τα αγαθά «ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἢκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» . Επίσης μάς διαβεβαιώνει ότι οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στην βασιλεία των ουρανών.
Όποιος από μάς ακολουθεί τον Χριστό, δεν θα βαδίσει ποτέ μέσα στα φοβερά σκοτάδια της πλάνης· δεν θα βυθισθεί στο έρεβος της σκοτισμένης διάνοιας και της ταραγμένης συνείδησης. Αλλά με οδηγό το φως του Χριστού θα γνωρίζει γιατί ζει, ποιος είναι ο ύψιστος προορισμός του, πως θα γίνει άξιο τέκνο του Θεού και αγαπημένος αδελφός του Χριστού. Αυτό το φως του Χριστού, την ανεκτίμητη διδασκαλία του, ας την έχουμε οδηγό και χαρά στη ζωή μας, την παρούσα και την μέλλουσα. Αμήν.

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή ΙΒ΄ Λουκά

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 18, 2014 10:33 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή ΙΒ΄ Λουκά
January 18, 2014
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Αὐτοί ἦραν φωνήν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μάς παρουσίασε σήμερα μια απερίγραπτη κατάσταση δέκα άρρωστων ανθρώπων. Δέκα ανθρώπων που υπέφεραν από μια αθεράπευτη αρρώστια. Η φοβερή και ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια είχε μολύνει το ταλαιπωρημένο σώμα τους και συνεχώς το κατέτρωγε. Δημιουργούσε υψηλό πυρετό, προκαλούσε αφόρητους πόνους, κατέστρεφε τα μέλη του σώματος και έκανε τον άνθρωπο αγνώριστο, θέαμα φρικτό. Όποιος υπέφερε από την αρρώστια αυτή έπρεπε να απομονωθεί, για πάντα. Η μοναδική λύτρωση αυτών των ανθρώπων ήταν ο λυτρωτής θάνατος που έβαζε τέρμα στο επώδυνο αυτό μαρτύριο τους. Η αρρώστια αυτή ήταν η λέπρα. Για δέκα λεπρούς ανθρώπους μας μίλησε σήμερα το Ευαγγέλιο. Δέκα απελπισμένους ανθρώπους από οποιαδήποτε ανθρώπινη βοήθεια. Ο μόνος που μπορούσε να τους προσφέρει βοήθεια ήταν ο Κύριος, γι’ αυτό με πίστη ζητούν την θεραπεία τους. Φώναζαν· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Και έλαβαν αυτό που ζητούσαν. Την πολυπόθητη θεραπεία τους.
Η ασθένειά τους ήταν μια από τις πολυάριθμες θλίψεις, οι οποίες βαρύνουν την ζωή των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει γευθεί πικρά ποτήρια θλίψεων. Η ζωή μας περικλείεται ανάμεσα στο βρεφικό κλάμα και στον επιθανάτιο στεναγμό. Χαρακτηριστικό αυτό των θλίψεων που συνοδεύουν τη ζωή μας. Αν ρωτήσουμε γνωστούς και αγνώστους, αν ερευνήσουμε τη ζωή των διάφορων κοινωνιών, αν μελετήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας θα δούμε τις θλίψεις, μικρές και μεγάλες, που συνοδεύουν την ζωή κάθε ανθρώπου.
Σωματικές ασθένειες, παροδικές ή μόνιμες, λίγο ή πολύ οδυνηρές, οικονομικές στεναχώριες, αδικίες και παραμερισμοί από τους ανθρώπους, αστήρικτες κατηγορίες και συκοφαντίες· εκμεταλλεύσεις από επιτήδειους, καταπίεση από τους ισχυρούς, εγκατάλειψη και περιφρόνηση από εκείνους που έχουμε κάθε λόγο να περιμένουμε βοήθεια και συμπαράσταση· αχαριστία και ανταπόδοση του κακού από τους ανθρώπους, τους οποίους με θυσία και αυταπάρνηση έχουμε βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους.
Μερικές φορές ο πόλεμος από συγγενείς και γνωστούς είναι ανελέητος, χωρίς οίκτο. Ψυχικοί πόνοι, οδυνηρότεροι πολλές φορές από τα σωματικά τραύματα. Η ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη είναι, όπως έλεγε ο πολύαθλος Ιώβ «πειρατήριον», γεμάτη δηλαδή από δοκιμασίες και θλίψεις. Κάθε ημέρα και σε κάθε μας βήμα θυμόμαστε τα λόγια που είπε ο Κύριος στους Μαθητές του, αλλά και προς όλους εμάς· «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἓξετε» . Ακόμα και οι ευσεβείς και ενάρετοι, οι άνθρωποι του Θεού, δοκίμασαν στην ζωή τους θλίψεις και μεγάλες περιπέτειες.
Στις διάφορες θλίψεις να προσθέσουμε και τον θάνατο, το έκτακτο αυτό συγκλονιστικό γεγονός της ανθρώπινης ζωής, για να καταλάβουμε καλύτερα το βάρος των θλίψεων. Συχνά καλούμαστε να συνοδεύσουμε στην τελευταία του κατοικία προσφιλή πρόσωπα, γονείς, αδέλφια, παιδιά και φίλους. Όσο κι αν είμαστε απόλυτα βέβαιοι, ότι οι εκδημούντες μεταβαίνουν στην αιωνιότητα, ο θάνατος είναι πάντοτε αφορμή πόνου, λύπης, δακρύων.
Και τότε διερωτόμαστε: γιατί ο πανάγαθος Θεός, αυτός που είναι γεμάτος αγάπη, γεμάτος στοργή και καλοσύνη για μας τα παιδιά του, γιατί επιτρέπει αυτές τις θλίψεις; Ακριβώς γιατί μάς αγαπά με την άπειρη αγάπη του και μάς θεωρεί αγαπημένα παιδιά του, επιτρέπει τις θλίψεις στη ζωή μας. Είναι δείγμα της αγάπης του, γιατί σαν στοργικός πατέρας μάς παιδαγωγεί, μάς μορφώνει, μάς παίρνει από το χέρι και μάς οδηγεί στο δρόμο της πίστεως και της αρετής, της καθαρότητας και του αγιασμού. Μάς ανυψώνει από τα επίγεια στα ουράνια, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από την προσωρινή ζωή στην αιώνια και μακαρία. Μάς συνδέει πιο στενά με τον εαυτό του και τον πνευματικό κόσμο.
Πραγματικά, ενώ σε ημέρες άνεσης και υλικής ευημερίας, υγείας και κάθε ευκολίας δεν θυμόμαστε ή πολύ σπάνια τον θυμόμαστε τον δωρεοδότη Θεό και παρασυρόμαστε σε μια ζωή χωρίς Χριστό, όμως στον καιρό της θλίψεως, των πειρασμών και των δοκιμασιών, τον θυμόμαστε συνεχώς, τον επικαλούμαστε με θερμές και δακρύβρεχτες προσευχές, ζητάμε την βοήθεια και την συμπαράστασή του. Σ’ Αυτόν έχουμε την ελπίδα ότι θα μάς απαλλάξει από την θλίψη. Ο προφήτης Ησαΐας διακηρύττει αυτή την αλήθεια λέγοντας: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου» .
Όταν βρισκόμαστε σε θλίψη τότε επανερχόμαστε στον εαυτό μας, όπως ο άσωτος υιός της γνωστής παραβολής. Σκεπτόμαστε καλύτερα και κρίνουμε αντικειμενικά τη ζωή και τα έργα μας. Συναισθανόμαστε βαθύτερα τα σφάλματά μας. Με προθυμία μετανοούμε για τις αμαρτίες μας. Με εντονότερη διάθεση προχωρούμε για το μυστήριο της εξομολογήσεως. Με βαθειά χαρά και ειρήνη παίρνουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας. Η καρδιά μας απαλύνεται. Αισθανόμαστε συμπάθεια και αγάπη για τους άλλους ανθρώπους. Με περισσότερη προθυμία συγχωρούμε τα σφάλματα τα οποία έχουν διαπράξει εις βάρος μας. Καταλαβαίνουμε καλύτερα την θλίψη και τον πόνο τους. Συνδεόμαστε μαζί τους με την αληθινή χριστιανική αγάπη. Και το πλέον σπουδαιότερο, βλέπουμε πόσο παροδική είναι η τέρψη και η άνεση σ’ αυτό τον κόσμο και η καρδιά μας πλημμυρίζει από τον πόθο της αιώνιας χαράς.
Όταν ο πανάγαθος Θεός ευδοκήσει να μάς παραλάβει στην επουράνιο βασιλεία του εκεί θα γνωρίσουμε καθαρότερα την ανεκτίμητη ωφέλεια που αποκομίσαμε από τις θλίψεις. Εκεί θα καταλάβουμε και θα θαυμάσουμε την στοργική παιδαγωγία του Θεού μας και τότε μέσα από την καρδιά μας θα τον ευγνωμονούμε και θα τον ευχαριστούμε για τις θλίψεις που μάς είχε στείλει.
Επειδή ο Θεός μάς αγαπάει πάρα πολύ γι’ αυτό μάς αφήνει να θλιβόμαστε, για να συνδεθούμε στενότερα και τελειότερα μαζί Του.
Ο δρόμος των παθημάτων είναι ο καλύτερος δρόμος που οδηγεί στην αρετή. Αν ο Χριστός έζησε στον κόσμο με θλίψη και εμείς θέλουμε να ζήσουμε με άνεση δεν βαδίζουμε τον ίδιο με Αυτόν δρόμο, αλλά διαφορετικό. Πως λοιπόν τον ακολουθούμε; Πως είμαστε μαθητές Του, αφού δεν ακολουθούμε το παράδειγμα του δασκάλου; Η θλίψη είναι μεγάλο αγαθό, αφού κατορθώνει δύο πράγματα πολύ μεγάλα, και τις αμαρτίες εξαλείφει και μάς κάνει σταθερούς στην αρετή.
Γι’ αυτό κι εμείς να μη δυσανασχετούμε για τις θλίψεις που έχουμε, αλλά να σκεπτόμαστε το πνευματικό κέρδος που ακολουθεί. Αμήν.

Το κήρυγμα της Κυριακής: Τελώνου και Φαρισαίου

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 08, 2014 8:29 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Τελώνου και Φαρισαίου

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων».
Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη από τις τέσσερις Κυριακές που μάς προετοιμάζουν για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η Κυριακή αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πύλη. Η πύλη από την οποία θα περάσουμε την ιερή περίοδο που μάς οδηγεί στο Πάσχα. Η πύλη που διευκολύνει την πρόσβασή μας στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, όπου θα πρέπει να μάς οδηγήσει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Την Κυριακή αυτή που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται «Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου», η Εκκλησία για να μάς ωθήσει προς την αληθινή μετάνοια, θέτει για άλλη μια φορά μπροστά μας την εικόνα δύο ανθρώπων που ανεβαίνουν στον ναό για να προσευχηθούν.
Ο Φαρισαίος είναι ο ευσεβής και δίκαιος στα μάτια των ανθρώπων. Ένας «καλός χριστιανός» με τα σημερινά δεδομένα. Ο τελώνης αντίθετα στη συνείδηση ολόκληρης της κοινωνίας είναι ο έσχατος των αμαρτωλών. Ο ένας υπερήφανος κι ο άλλος συντετριμμένος. Ας δούμε όμως την εικόνα του Φαρισαίου.
Δεν υπάρχει πιο αποκρουστικός τύπος από τον αλαζόνα και υπερήφανο. Ξεχωρίζει με αλαζονικό τρόπο τον εαυτό του από όλους τους άλλους ανθρώπους. Φτιάχνει ένα φανταστικό επηρμένο θρόνο, στον οποίο κάθεται με αγέρωχο ύφος και βλέπει όλους τους άλλους με περιφρόνηση. Αν έχει κάτι καλό το μεγαλοποιεί, το υπερεκτιμά, το παριστάνει με την φαντασία του σαν αποκλειστικά και μόνο δικό του κατόρθωμα και προνόμιο. Δίπλα σ’ αυτό προσθέτει και άλλα φανταστικά και ανύπαρκτα κατορθώματα για να κάνει όπως νομίζει, ακόμη λαμπρότερο το θρόνο της ματαιοδοξίας του. Από την στιγμή που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, μπορεί με ασέβεια να υπερηφανεύεται ενώπιον του Θεού και με περιφρόνηση να μιλάει για τον συνάνθρωπό του: «Οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων».
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον φαρισαίο της παραβολής θα δούμε ότι είναι ασεβής και ιερόσυλος. Χρησιμοποιεί ότι ιερό υπάρχει για να επιδείξει τον εαυτό του. Προσεύχεται στο ναό, όχι όμως για να λατρεύσει τον Θεό, αλλά για να τοποθετήσει και να προβάλει τον εαυτό του, το δικό του είδωλο. Σταμάτησε στο κέντρο του ναού, «καθ’ ἑαυτόν», αγέρωχος δηλαδή άκαμπτος, υπερήφανος και μεγαλοπρεπής, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να καταδεχθεί να σκύψει με ευλάβεια ενώπιον του Θεού. Με την συμπεριφορά του παραμερίζει τον Θεό και χρησιμοποιεί τον ναό ως τόπο και ευκαιρία να επιδείξει στους προσκυνητές το εαυτό του. Εκείνη την στιγμή ήταν σαν να έλεγε στους προσκυνητές του ναού: «Σε μένα στρέψετε την προσοχή και τα μάτια σας· όχι στο ναό και στον ουρανό. Εγώ είμαι εδώ».
Ως ιερόσυλος ο Φαρισαίος, έτσι χρησιμοποιεί την προσευχή. Διότι τι είναι η προσευχή; Είναι η επικοινωνία του ανθρώπου προς τον Θεό. Η προσευχή είναι το προνόμιο εκείνο που μάς δίνει ο Πανάγαθος Κύριος να επικοινωνούμε μαζί του. Να Τον δοξάζουμε για το άπειρο μεγαλείο του, να Του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τις ανεκτίμητες δωρεές του, να Του εκθέτουμε με σεβασμό τις ανάγκες μας, να ζητούμε με πίστη τη χάρη Του και τη βοήθειά Του. Ο Φαρισαίος όμως, ασεβής προς τον Θεό, χρησιμοποίησε τον ιερό αυτό θεσμό της προσευχής όχι για να δοξάσει τον Θεό, αλλά για να δοξάσει τον εαυτό του. Για να εξαπατήσει τους άλλους ανθρώπους, ότι δήθεν προσεύχεται και να τους παρασύρει να ακούσουν το αυτολιβάνισμά του.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο της προσευχής του; Τι έλεγε προς τον Θεό; Στον Θεό δεν έλεγε τίποτε, έλεγε μόνο προς τους ανθρώπους και διαλαλούσε την φανταστική υπεροχή και ανωτερότητά του σε σύγκριση με όλους τους άλλους. Η προσευχή του είναι μια αποκρουστική και εξοργιστική διαφήμιση της «αναμαρτησίας» του, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Κατηγορούσε τους πάντες. Έλεγε: «οὐκ εἰμί ὣσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἂρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί ἢ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Που γνώριζε όμως αυτός τι ήταν όλοι οι άνθρωποι; Κι αν είδε μερικούς να είναι άρπαγες, άδικοι και μοιχοί, με ποια λογική γενικεύει αυτή την διαπίστωση και χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους ως αμαρτωλούς; Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες;
Και σαν να μην έφθανε η γενική καταδίκη όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, στράφηκε με καταφρόνηση προς τον τελώνη. Τον έδειξε με το χέρι του σε όλους και με εγωισμό πρόσθεσε στα λεγόμενά του: «οὐκ εἰμί…ὣσπερ οὗτος ὁ τελώνης». Που γνώριζε ο φαρισαίος τι γινόταν στην καρδιά του τελώνου και τι έλεγε ο Θεός την ώρα εκείνη στον ειλικρινά μετανοημένο τελώνη; Υπήρξε πραγματικά μεγάλος αμαρτωλός ο τελώνης αλλά δεν ήταν πλέον. Ένας ήταν εκεί ο μεγάλος αμαρτωλός, ο υπερήφανος και αλαζονικός φαρισαίος, τον οποίο ο εωσφορικός εγωισμός τον παρέσυρε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τους εγωπαθείς, να καταδικάζει όλους τους άλλους και να παρουσιάζει τον εαυτό του ολόλευκο κρίνο, μοναδικό φαινόμενο αναμαρτησίας στον κόσμο.
Δεν σταμάτησε όμως εδώ. Συνέχισε το εγωιστικό υβρεολόγιό του εναντίων των άλλων. Συνέχισε να επαινεί τον εαυτό του. Άρχισε να απαριθμεί τις δήθεν αρετές του, για τις οποίες θεωρούσε υποχρεωμένο κατά κάποιο τρόπο τον Θεό να τον βραβεύσει και τους άλλους να τον τιμήσουν και να τον δοξάσουν.
Ποιες ήταν αυτές οι δήθεν αρετές του; Μήπως ήταν η αγάπη και η καλοσύνη, η πραότητα και η μακροθυμία, η αυταπάρνηση και η προθυμία για την εξυπηρέτηση όσων είχαν ανάγκη, ο σεβασμός και η τιμή προς τους άλλους ως τέκνα Θεού. Ήταν όπως δίδασκε ο Νόμος, η εξ όλης της καρδιάς και ψυχής και διανοίας αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον και τα καλά έργα που η αγάπη επιβάλει; Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς όλες οι αρετές του ήταν η τήρηση δύο τυπικών και ανώδυνων μάλλον καθηκόντων. Η νηστεία του δύο φορές την εβδομάδα και η προσφορά στο ναό του ενός δεκάτου από τα εισοδήματά του.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε με κάθε εγωιστή. Αν τύχει και κάνει κανένα καλό έργο το υπερβάλλει και το διαφημίζει, γιατί το κάνει όχι για τη δόξα του Θεού και την εξυπηρέτηση του αδελφού, αλλά «εἰς τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Αλλά κι ακόμη ο Φαρισαίος εφάρμοζε πλήρως το Μωσαϊκό νόμο κι αν τηρούσε «πᾶσαν δικαιοσύνην», πάλι η αρετή του θα ήταν ένα τίποτε μπροστά στα μάτια του Θεού. Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έλεγε για τον εαυτό του ότι είναι ένα τίποτε. Κι αν είχε κάνει κάποιο καλό έργο, αυτό είναι, έλεγε του Θεού. Που να φανεί όμως τέτοια ευαισθησία στους φαρισαίους.
Ο φαρισαίος λατρεύει τον εαυτό του ενώ καταφρονεί το Θεό και τους ανθρώπους. Γι’ αυτό γίνεται μισητός στον Θεό. Αποκρουστικός στους ανθρώπους. Πολύ σωστά το Κοντάκιο της εορτής μάς συμβουλεύει: «Φαρισαίου φύγομεν ὑψηγορίαν».
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι μας προς το Πάσχα, συνειδητοποιώντας ότι είμαστε φαρισαίοι. Είμαστε φαρισαίοι που καλούμαστε να γίνουμε τελώνες. Κι αν έστω και λίγο κατορθώσουμε να δούμε ότι δεν είμαστε τίποτε παραπάνω από «ἀχρείοι δούλοι», τότε θα έχουμε κάνει μια αρχή. Θα έχουμε πάρει τον δρόμο που μέσα από την προσευχή του τελώνη, «ὁ Θεός ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», και τη μετάνοια, οδηγεί στην αποδοχή του Σταυρού του Χριστού και στη χαρά του αναστάσιμου θριάμβου Του. Αμήν.

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή του Ασώτου

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 15, 2014 6:46 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή του Ασώτου
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε… Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου».
Η Κυριακή αυτή, δεύτερη του Τριωδίου, ονομάζεται Κυριακή του Ασώτου από την ομώνυμη παραβολή, όπως μας την διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η παραβολή αυτή ειπώθηκε από τον Κύριο για να δείξει το μέγεθος της ευσπλαχνίας και της αγάπης του Θεού Πατέρα προς κάθε αμαρτωλό που μετανοεί και επιστρέφει στην πατρική αγκαλιά.
Ο Κύριος με την παραβολή αυτή μας διδάσκει ότι η απελπισία είναι μεγάλη αμαρτία που οδηγεί τον άνθρωπο στον πνευματικό και σωματικό θάνατο. Μην απελπιζόμαστε, για όλους υπάρχει σωτηρία. Και ο μεγαλύτερος αμαρτωλός μπορεί να σωθεί, αρκεί να το θελήσει.
Ο νεότερος υιός της παραβολής «λιμῷ ἀπόλλυται», πεθαίνει. Μετά την διασκόρπιση της περιουσίας που του έδωσε ο πατέρας του στις ασωτίες και στις ποικίλες αμαρτίες, βρίσκεται να βόσκει χοίρους. Βρίσκεται σε δεινή κατάσταση. Όλοι οι φίλοι του τον ξέχασαν, δεν έχει φαγητό, ζει μια φρικτή κατάσταση.
Ποιος άλλος θα τον απαλλάξει και θα τον σώσει απ’ αυτή την οικτρά κατάσταση που βρίσκεται; Ποιος θα τον σώσει από τον βέβαιο θάνατο, που αργά και σταθερά πλησιάζει; Ποιος είναι εκείνος που θα τον φέρει πίσω στο πατρικό του σπίτι και στην αγκαλιά του πατέρα του;
Κανείς άλλος, εκτός από τον εαυτό του. Μόνο η θέληση του και ο προσωπικός του αγώνας μπορούν να πραγματοποιήσουν αυτό το μεγάλο άλμα. Κι άσωτος υιός βρίσκει τη δύναμη, το κουράγιο και το κάνει. Αφήνει την αμαρτία, αφήνει την άσωτη ζωή και επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι.
Ο άσωτος υιός από την στιγμή που έφυγε από την ζεστή πατρική αγκαλιά δεν έχει άλλη συντροφιά, παρά μόνο την αμαρτία. Η αμαρτία τον έκανε δούλο της. Ο νους του δεν σκέπτεται τίποτε άλλο. Το παν γι’ αυτόν είναι η αμαρτία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σκοτισθεί ο νους του, να σταματήσει να σκέπτεται ορθά, λογικά. Το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να επανακτήσει την κυριαρχία του νου του και της λογικής του. Και πραγματικά το κάνει. «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών», βλέπει την τραγικότητα της καταστάσεως του, διαπιστώνει ότι η αμαρτία του είχε αφαιρέσει κάθε στοιχείο πνευματικότητας. Είχε κατορθώσει η αμαρτία ν’ αποκοιμίσει τον ακοίμητο φρουρό κάθε ανθρώπου, το νου του και τον είχε οδηγήσει στο μεγάλο κατρακύλισμα. Είπε φεύγοντας από το σπίτι του να χαρεί και να ζήσει τη ζωή του, όμως οδηγήθηκε στα πλοκάμια του θανάτου. Γιατί η αμαρτία οδηγεί κατ’ ευθείαν στο θάνατο.
Μακάρι να μπορούσαν όλα τα θύματα της αμαρτίας να κάνουν την διαπίστωση αυτή και να σωθούν. Να μπορούσαμε να δούμε σε τι φοβερό κατάντημα οδηγεί η αμαρτία. Να μπορούσαμε να ξυπνήσουμε από τον θανατηφόρο λήθαργο της αμαρτίας και να συνέλθουμε όπως ο άσωτος υιός της παραβολής.
Όμως ο άσωτος δεν έμεινε μόνο στην διαπίστωση της τραγικής καταστάσεως του. Έκανε και το δεύτερο μεγάλο βήμα. Πήρε την μεγάλη απόφαση. Σηκώθηκε και επέστρεψε στον πατέρα του. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου», είπε. Και αυτό δεν έμεινε ένας απλός λόγος, μια απλή απόφαση. Έγινε πραγματικότητα. Έφυγε από τον τόπο στον οποίο ζούσε βόσκοντας χοίρους και πήρε το δρόμο για το σπίτι του στοργικού πατέρα. Με σταθερή απόφαση και συγκεκριμένο σκοπό πορεύεται προς τον πατέρα του.
Ο ίδιος πατέρας, ο Θεός του Ουρανού, παραμένει στοργικός για τον κάθε άνθρωπο, για τον κάθε αμαρτωλό, τον άσωτο κάθε εποχής και κάθε ηλικίας. Παραμένει πατέρας για όλους μας. Εκείνο που μένει για μας είναι να κάνουμε ότι έκανε ο άσωτος υιός της παραβολής. Αφού τον μιμηθήκαμε στην αμαρτία και στον πνευματικό θάνατο, να τον μιμηθούμε και στην πορεία προς τον Θεό και Πατέρα μας. Να σηκωθούμε κι εμείς από τον τόπο της αμαρτίας, από τη «χώρα καί τη σκιά θανάτου» μέσα στην οποία ζούμε και να ξεκινήσουμε. Να κάνουμε μια ανάσταση, μια ηρωική προσπάθεια να απαρνηθούμε ότι μας συνδέει με την αμαρτία.
Ο καθημερινός μας αγώνας να είναι πως η καρδιά μας θα ελευθερωθεί από τις σαρκικές επιθυμίες, από το μίσος, την αδικία, την φιλοχρηματία, από τον εγωισμό που είναι η μητέρα κάθε εφάμαρτου πάθους. Ο αγώνας αυτός δεν θα είναι εύκολος. Πολλές φορές θα αποκάμουμε στην προσπάθεια για απαλλαγή του παλαιού ανθρώπου, του ανθρώπου της αμαρτίας. Η αμαρτία και ο διάβολος δεν παραδίδονται εύκολα και αμαχητί. Τότε ακριβώς που θα νιώθουμε τον εαυτό μας να μην έχει δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα του, τότε ακριβώς θα χρειαστεί να στρέψουμε τα μάτια και την καρδιά μας στον Εσταυρωμένο Ιησού Χριστό. Σ’ Εκείνον που ήλθε στη γη με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία μας. Μόλις στρέψουμε το βλέμμα μας στον Χριστό θα δούμε στα μάτια του με πόση στοργή μας περιμένει. Δεν παύει ποτέ να μας περιμένει, όσες αμαρτίες κι αν έχομε διαπράξει.
Ο Χριστός μας δέχεται όλους, όπως και τον άσωτο. Αρκεί να τρέξουμε κοντά του. Να αφήσουμε τα βάρη των αμαρτιών που μας καθηλώνουν και δεν μας αφήνουν να τρέξουμε για να γίνουμε ελαφροί στο σώμα και στο πνεύμα.
Ο Χριστός με το άγρυπνο πατρικό του βλέμμα μας παρακολουθεί με στοργική αγάπη και έχει την αγκαλιά του πάντοτε ανοικτή. Θέλει να μας αγκαλιάσει, να μας καταφιλήσει και να μας ντύσει με τη στολή της αφθαρσίας. Έχει έτοιμο το τραπέζι της ευφροσύνης, το Σώμα και το Αίμα Του και μας περιμένει.
Ας αφήσουμε κάθε γήινο και κοσμικό φρόνημα και ας τρέξουμε σαν τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Μας περιμένει με πολύ υπομονή. Ας του δώσουμε αυτή τη χαρά της επιστροφής μας από την άσωτη και αμαρτωλή ζωή, στη ζωή της θείας ευφροσύνης και μακαριότητας, χωρίς καθυστέρηση και αναβολή. Και τότε θα ακούσομε από το Πανάχραντο στόμα Του να λέει στους αγγέλους: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν, καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, καί ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγῶντες εὐφρανθῶμεν, ὃτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». ΑΜΗΝ.

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 22, 2014 10:36 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή της Απόκρεω
February 22, 2014

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη

Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

«Ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε».
Συγκλονιστικά τα γεγονότα που προαναγγέλλονται και περιγράφονται με πολύ παραστατικό τρόπο στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Η Δευτέρα Παρουσία και η δίκαιη κρίση του Κυρίου για να αποδώσει στον καθένα με βάση τα έργα που έπραξε, είναι πρωτοφανής στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η περικοπή μας υπενθυμίζει ότι το κριτήριο της κρίσης του Θεού δεν είναι τόσο η σχέση του ανθρώπου με το Θεό, αλλά η σχέση του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Προς τους φτωχούς και πεινασμένους, τους ασθενείς και αδυνάτους, τους άσημους και καταφρονημένους. Αυτούς, τους οποίους οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ως «ἐλαχίστους», κρίνοντας επιπόλαια. Κι όμως ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν» . Και την ευεργεσία που γίνεται σ’ αυτούς την θεωρεί ότι γίνεται στον ίδιο, γι’ αυτό και θα πει στους δίκαιους· «ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Ο δρόμος που οδηγεί στη συνάντηση με το Θεό περνάει μέσα από την αυλή του πλησίον μας.
Ο Κύριος δεν παραγνωρίζει τις άλλες αρετές και τα κατορθώματα των δικαίων. Αναφέρει όμως μόνο την αγάπη και την φιλανθρωπία, διότι όπου αυτή υπάρχει, όπου καλλιεργείται και εκδηλώνεται με καλά έργα, εκεί υπάρχουν και οι άλλες αρετές. Ο Απόστολος Παύλος ονόμασε την αγάπη «πλήρωμα νόμου», γιατί όπου επικρατεί, φυγαδεύονται οι κακίες. Διώχνεται η αδικία, το ψεύδος, η συκοφαντία, η μνησικακία, η αλαζονεία, η ύβρις και γενικά ο εγωισμός με όλες τις αμαρτωλές εκδηλώσεις του. Αντίθετα όπου βασιλεύει η αγάπη εκεί υπάρχουν στον μέγιστο βαθμό και οι άλλες αρετές, η ταπεινοφροσύνη και η δικαιοσύνη, η πραότητα και η μακροθυμία, η σεμνότητα και η σωφροσύνη, η εκτίμηση και ο σεβασμός προς την προσωπικότητα του άλλου, το πνεύμα της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας.
Η αγάπη είναι το πλέον λαμπρό χαρακτηριστικό γνώρισμα των αληθινών χριστιανών. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, είπε ο Κύριος, ὃτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἒχητε ἐν ἀλλήλοις» . Η αγάπη αποτελεί την ευγενέστερη εκδήλωση του αληθινού, του χριστιανικού πολιτισμού. Η αγάπη είναι ο ιερός σύνδεσμος του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και των ανθρώπων με τον Θεό. Με την αγάπη προχωρεί ο άνθρωπος και φθάνει στο «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», γίνεται όμοιος με τον Θεό και Πατέρα της αγάπης. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» . Ο ουρανός είναι γεμάτος από την αγάπη του Θεού, η οποία δίνει στον πνευματικό κόσμο την αρμονία και την χαρά. Όσο περισσότερο η αληθινή, η φωτισμένη χριστιανική πίστη επεκτείνεται στη γη και πλημμυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, τόσο περισσότερο απλώνεται και η ειλικρινής αγάπη με αποτέλεσμα η γη να γίνεται ένα κομμάτι του ουρανού.
Ο Θεός είναι το απειροτέλειο παράδειγμα της αγάπης, την οποία πλούσια εξεδήλωσε σε εμάς τους ανθρώπους, αφού τον μονογενή Του Υιό, τον Ιησού Χριστό, παρέδωσε στον σταυρικό θάνατο για την σωτηρία μας. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπεραίνει, διδάσκει και παρακαλεί όλους σε έργα αγάπης, λέγοντας: «Ἀγαπητοί, εἶ οὓτως ὁ Θεός ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν» .
Αυτή όμως η αγάπη για να είναι ειλικρινής και πλήρης, όπως την θέλει και όπως θα την βραβεύσει ο Θεός, πρέπει να συνοδεύεται και να εκδηλώνεται με έργα φιλανθρωπίας και καλοσύνης. Όταν υπάρχει αδιαφορία για τα καλά έργα, αυτό μαρτυρεί έλλειψη αγάπης. Γι’ αυτό ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, να μη περιορίζομε την αγάπη μας σε κενά λόγια και άκαρπες φιλοφρονήσεις και κολακείες, αλλά να επικυρώνομε, να θερμαίνομε και να την ενισχύουμε με τα καλά έργα. Διότι «ὃς ἂν ἒχῃ τόν βίον τοῦ κόσμου καί θεωρῇ τόν ἀδελφόν αὐτοῦ χρείαν ἒχοντα καί κλείσῃ τά σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ’ αυτόῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;» Και προσθέτει την βαρυσήμαντη και γεμάτη τρυφερή αγάπη προτροπή του: «τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἒργῳ καί ἀληθείᾳ» .
Αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν νοείται χριστιανική πίστη και αγάπη, η οποία να εκδηλώνεται μόνο με λόγια συμπαθείας και να μη συνοδεύεται με καλά έργα, κηρύττει και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, στην επιστολή του. Λέει: «ἐάν ἀδελφός ἢ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἲπῃ δέ τις ἐξ ὑμῶν ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε, μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὂφελος;» . Ας το τονίσουμε, ότι χριστιανοί μόνο των καλών λόγων δεν θα μπορέσουν να σταθούν «ἐκ δεξιῶν» του Κυρίου κατά την μεγάλη εκείνη ημέρα της κρίσεως.
Να μην ισχυρισθεί κανείς ότι δεν έχει την δυνατότητα να κάνει καλά έργα. Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί που λένε ότι αν είχαν χρήματα πολλά και ήταν πλούσιοι θα έκαναν πολλά έργα. Όμως τα καλά έργα δεν είναι μόνο για τους πλούσιους. Είναι για όλους, από τον πλούσιο μέχρι τον φτωχό. Στην ευαγγελική περικοπή βλέπουμε πόσα έργα μπορούμε να κάνουμε. Αν διαβάσουμε με προσοχή θα πεισθούμε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει καλά έργα. Δεν μπορεί να τα κάνει όλα; Να κάνει όσα μπορεί, όσα έχει την δυνατότητα. Δεν μπορεί να προσφέρει πολλά; Ας δώσει λίγα από αυτά που έχει. Ο Θεός θα κρίνει, θα εκτιμήσει και θα βραβεύσει τα καλά έργα ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει ο καθένας. Βλέπετε ότι ακόμα κι ένα ποτήρι νερού θα βραβεύσει. Σ’ αυτόν που το πρόσφερε θα πει: «ἐδίψησα καί ἐπότισάς με». Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το δίλεπτο της χήρας, την οποία τόσο πολύ επαίνεσε ο Κύριος.
Τα καλά έργα δεν είναι δύσκολα. Καθημερινά υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για να κάνουμε. Ο Χριστός με το γενναιόδωρο χέρι Του μας δίνει πλούσια τα αγαθά του και με το χέρι του φτωχού μάς ζητάει να του δώσουμε κάτι απ’ αυτά που μάς έδωσε.
Η Εκκλησία με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή δε θέλει να μας τρομοκρατήσει με φοβερές εικόνες για την τελική κρίση. Θέλει να υπογραμμίσει τις τραγικές συνέπειες για τον άνθρωπο, όταν κλεισμένος στον νοσηρό εγωκεντρισμό του ξεχνά το φτωχό και ελάχιστο αδελφό του. Και ότι η σχέση του καθενός μας με το διπλανό του αποτελεί τελικά το κριτήριο της κρίσης του Θεού. Στο χέρι μας είναι να ακούσουμε τον ευλογημένο έπαινο του Κυρίου: «Ἐφ’ ὃσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Αμήν.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Ομιλία εις την Κυριακή της Απόκρε

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 22, 2014 10:44 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Ομιλία εις την Κυριακή της Απόκρεω

February 22, 2014
Εικόνα
1. Την περασμένη Κυριακή η Εκκλησία εμνημόνευε την απερίγραπτη φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς που παρουσιάζεται με την παραβολή του σεσωσμένου ασώτου. Την σημερινή Κυριακή διδάσκει περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως του Θεού, χρησιμοποιώντας μια καλή τάξι και ακολουθώντας τις προφητικές φωνές· διότι, λέγει, «θα σου ψάλω, Κύριε, έλεος και κρίσι», και «μια φορά ελάλησε ο Θεός και άκουσα τα δυο αυτά, ότι το κράτος είναι του Θεού και ιδικό σου, Κύριε, το έλεος, διότι εσύ θ' αποδώσης στον καθένα κατά τα έργα του».

2. Το έλεος λοιπόν και η μακροθυμία προηγείται της θείας κρίσεως. Πραγματικά ο Θεός, έχοντας και περιέχοντας κατ' εξοχήν όλες τις αρετές, και όντας συγχρόνως δίκαιος και ελεήμων, επειδή το έλεος δεν συμβαδίζει με την κρίσι, σύμφωνα με το γραμμένο, «να μη ευσπλαγχνισθής πτωχό κατά την κρίσι», ευλόγως ο Θεός κατένειμε το καθένα στον καιρό του· τον παρόντα καιρό τον ώρισε για την μακροθυμία, τον μέλλοντα για την ανταπόδοσι. Γι' αυτό τα τελούμενα στην Εκκλησία η θεία χάρις διέθεσε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε εμείς αντιλαμβανόμενοι τούτο, ότι την συγγνώμη για τα αμαρτήματα λαμβάνομε από τα εδώ συμβαίνοντα, να σπεύσωμε, όσο ζούμε ακόμη στον παρόντα βίο, να επιτύχαμε το αιώνιο έλεος και να καταστήσωμε τους εαυτούς μας αξίους της θείας φιλανθρωπίας. Διότι εκείνη η κρίσις, η τελευταία, είναι ανηλέητος γι' αυτόν που δεν έδειξε έλεος.

3. Περί της απερίγραπτης λοιπόν για μας ευσπλαγχνίας του Θεού ομιλήσαμε μόλις προ ολίγου. Σήμερα δε θα ομιλήσωμε περί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, καθώς και περί της φρικωδεστάτης κρίσεως και περί όσων θα συμβούν κατ' αυτήν απορρήτως- πράγματα που οφθαλμός δεν είδε και ους δεν ήκουσε και που δεν ανέβηκαν στη σκέψι ανθρώπου, αν είναι αμέτοχη θείου Πνεύματος, που υπερβαίνουν όχι μόνο την ανθρώπινη αίσθησι, αλλά και τον ανθρώπινο νου και λόγο. Διότι, αν και αυτός που μας διδάσκει για όλα τούτα είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα και πρόκειται να κρίνη όλη τη γη, αλλά συγκαταβαίνει προς την δυναμικότητα των διδασκομένων, προσφέροντας τους λόγους συμμέτρους προς αυτήν. Γι' αυτό εισάγονται αστραπή και νεφέλες, σάλπιγξ και θρόνος και τα όμοια με αυτά,αν και σύμφωνα με την επαγγελία του περιμένομε καινούς ουρανούς και καινή γη, αφού τα παρόντα αλλοιωθούν.

4. Αν δε αυτά και μόνο λεγόμενα, μάλιστα δε λεγόμενα συγκαταβατικώς, γεμίζουν την ψυχή των συνετών ακροατών με φρίκη και δέος, ποιος θα βαστάση τότε που θα τελούνται τα ίδια τα πράγματα; Πόσο άξιοι πρέπει να είμαστε στα άγια σπουδάσματα και στην ευσέβεια, όταν προσδοκούμε την παρουσία της ημέρας του Θεού, για την οποία, όπως λέγει ο θείος Πέτρος, «οι μεν ουρανοί πυρακτωμένοι θα διαλυθούν, τα δε στοιχεία καιόμενα θα λειώσουν, ενώ η γη και τα κτίσματα που υπάρχουν σ' αυτήν θα κατακαούν;». Πριν δε από αυτά θα πραγματοποιηθή η σκληρή παρουσία και επήρεια του Αντιχρίστου κατά της πίστεως, η οποία, αν δεν εκολοβωνόταν επιτραπείσα για λίγον χρόνο, δεν θα εσωζόταν κανένας άνθρωπος, όπως λέγει ο Κύριος στα ευαγγέλια. Γι' αυτό παραγέλλει στους μαθητάς του «αγρυπνείτε λοιπόν παρακαλώντας όλον τον καιρό, για να καταξιωθήτε ν' αποφύγετε όλα όσα πρόκειται να συμβούν και να σταθήτε εμπρός στον Υιό του ανθρώπου».

5. Βέβαια όλα εκείνα είναι γεμάτα υπερβολική φρίκη, αλλά γι' αυτούς που δαπανούν τον βίο τους σε απιστία και αδικία και ραθυμία απειλούνται ακόμη δεινότερα από αυτά, καθώς λέγει ο ίδιος ο Κύριος· «τότε θα κλαύσουν όλες οι φυλές της γης». Φυλές δε της γης είναι αυτοί που δεν επειθάρχησαν στον ελθόντα από τον ουρανό, που δεν αναγνωρίζουν και δεν επικαλούνται τον ουράνιο Πατέρα ούτε ανεβάζουν προς αυτόν το γένος δια της ομοιότητος των έργων. Λέγει πάλι ότι «η ημέρα εκείνη θα επέλθει σαν παγίδα σε όλους όσοι κάθονταν επάνω στο πρόσωπο της γης, δηλαδή σ' εκείνους που με την κραιπάλη και μέθη, με τις τρυφές και τις βιωτικές μέριμνες είναι προσηλωμένοι στη γη και στα γήινα και έχουν προσκολληθή ολοσχερώς στα φαινόμενα κατά την αίσθησι λαμπρά, στον πλούτο, στη δόξα και στην ηδονή. Πραγματικά με την λέξι «πρόσωπο» της γης αινίχθηκε τον φαινομενικώς χαρωπό χαρακτήρα της, ενώ με την λέξι «κάθονται» υπονοεί την επίμονη και ενδόμυχη προσήλωση. Με τους λόγους δε αυτούς συνάπτει προς τους ασεβείς αυτούς που αμάρτησαν αμετανόητος έως το τέλος, όπως προείπε και ο Ησαΐας, ότι «θα πάρουν φωτιά οι άνομοι και οι αμαρτωλοί συγχρόνως, και δεν θα υπάρξει κανείς να την σβήση». «Η ιδική μας όμως πολιτεία ευρίσκεται στους ουρανούς, από τους οποίους και αναμένομε τον Σωτήρα», λέγει ο απόστολος· και «εσείς δεν είσθε από αυτόν τον κόσμο», έλεγε προς τους μαθητάς του ο Κύριος, προς τους οποίους πάλι λέγει ότι, «όταν θα τελούνται όλα αυτά, ν' ανασηκωθήτε και να υψώσετε τα κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει η απολύτρωσίς σας».

6. Βλέπετε ότι οι ζώντες κατά τον Χριστό γεμίζουν ανέκφραστη χαρά και παρρησία για τα συμβαίνοντα ευθύς έπειτα από εκείνα, ενώ οι ζώντες κατά την σάρκα είναι γεμάτοι αισχύνη και οδύνη και κατήφεια; Καθώς φωνάζει και ο Παύλος λέγοντας, «ο Θεός θ' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του, σ' εκείνους δηλαδή που επιζητούν με έργο αγαθό κατά υπομονή δόξα και τιμή και αφθαρσία θα αποδώσει ζωή αιώνια, ενώ για τους απειθούντας στην αλήθεια, πειθομένους δε στην αδικία θα υπάρξει θυμός και οργή, θα υπάρξει θλίψις και στενοχώρια σε κάθε άνθρωπο που κατεργάζεται το κακό». Πραγματικά παλαιά επί του Νώε, όταν αυξήθηκε η αμαρτία και επικράτησε σε όλο σχεδόν το ανθρώπινο γένος, ήλθε από τον θεό κατακλυσμός, που κατέστρεψε κάθε πνοή, ενώ μόνο ο δίκαιος αυτός με την οικογένειά του διαφυλάχθηκε για χάρη της γενέσεως ενός δευτέρου κόσμου. Πάλι δε έπειτα από αυτόν ο Θεός την αυξηθείσα κακία περιέκοπτε μερικώς, όπως επί παραδείγματι όταν αποτέφρωσε με πυρ τους Σοδομίτες, κατεπόντισε στη θάλασσα τους Φαραωνίτες, το δε πάντολμο γένος των Ιουδαίων απεδεκάτισε με πείνα και στάση, με νόσους και πικρές ποινές.

7. Ο κοινός όμως ιατρός, που εχρησιμοποίησε χάριν του γένους μας τα αυστηρά φάρμακα και ιατρεύματα, δεν παρέλειψε εκείνα που είναι ευάρεστα και ωφελούν μ' ευχαρίστηση, αλλά ανύψωσε πατέρες, ανέδειξε προφήτες, ετέλεσε σημεία, έδωσε τον μωσαϊκό νόμο, έστειλε αγγέλους. Επειδή δε και αυτά ήσαν ανίσχυρα για την ασυγκράτητη ορμή της κακίας μας, κατήλθε στη γη κλίνοντας προς τα κάτω τους ουρανούς ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, το μεγάλο ιατρικό που καταπαύει τις βαρείες αμαρτίες· και αφού έγινε για μας τα πάντα, πλην της αμαρτίας, κατήργησε την αμαρτία στον εαυτό του· έπειτα ενίσχυσε κι' εμάς, ώστε να αμβλύνη το κεντρί εκείνης, και επαραδειγμάτισε στον σταυρό τους αρχηγούς και συνεργούς αυτής καταργώντας δια του θανάτου τον έχοντα την εξουσία του θανάτου.

8. Και, αφού όπως στην εποχή του Νώε κατέκλυσε με ύδωρ τους αμαρτωλούς, έτσι ύστερα κατέκλυσε την αμαρτία δια της δικαιοσύνης και χάριτός του, ανέστησε τον εαυτό του αθάνατο, σαν σπέρμα και απαρχή του αιωνίου κόσμου, σαν παράδειγμα και παράσταση τής με βεβαιότητα ελπιζομένης από εμάς αναστάσεως. Αφού δε ανέστη και αναλήφθηκε στους ουρανούς, εξαπέστειλε σε όλη την οικουμένη αποστόλους, προέβαλε μέγα στίφος μαρτύρων, προέστησε πλήθος διδασκάλων, ανέδειξε συνάξεις οσίων. Επειδή δε, ενώ έκαμε τα πάντα, χωρίς να παραλείψει τίποτε από τα απαραίτητα, είδε πάλι την κακία λόγω του αυτεξουσίου της προαιρέσεώς μας να κορυφώνεται τόσο πολύ, ή μάλλον τότε θα την ιδεί να ανυψώνεται, ώστε τότε πλέον οι άνθρωποι να προσκυνήσουν και να υπακούσουν στον Αντίχριστο, εγκαταλείποντας τον αληθινό Θεό και τον αληθινό Χριστό του· γι' αυτό θα κατέλθη πάλι από τους ουρανούς με πολλή δύναμι και δόξα, όχι για να μακροθυμήσει, αλλά για να τιμωρήσει εκείνους που δια των πονηρών έργων εθησαύρισαν στους εαυτούς των την οργή κατά τον καιρό της μακροθυμίας του· και τους μεν αθεράπευτους θ' αποκόψει από τους υγιείς ως σάπια μέλη και θα τους παραδώση στο πυρ, τους δε ιδικούς του θ' απαλλάξη από την επήρεια και την συναναστροφή των πονηρών ανθρώπων και θα τους καταστήσει κληρονόμους της βασιλείας των ουρανών.

9. Ευθύς λοιπόν μετά την βδελυρά παρρησία του Αντιχρίστου θα κλονήσει τα πάντα αυτός που συγκρότησε τα πάντα, κατά το λεχθέν από τον προφήτη, ότι ακόμη μια φορά «εγώ θα σείσω όχι μόνο την γη, αλλά και τον ουρανό». Ευθύς λοιπόν κλονίζει τον κόσμο και λύει το ανώτατο όριο του σύμπαντος, συμπτύσσει το ουράνιο κύτος και αναμιγνύει την γη με πυρ και συγχέει το παν, από κάτω μεν αναμοχλεύοντας τα παγκόσμια θα ελέγαμε θεμέλια, από άνω δε στέλλοντας το πλήθος των άστρων σαν απερίγραπτους κεραυνούς επάνω στα κεφάλια των θεοποιησάντων τον πονηρό, έτσι ώστε δι' αυτών πρώτα να τιμωρηθούν όσοι επίστευσαν στον Αντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν με τον νου και επείσθηκαν στον αντίθεο ως θεό. Έπειτα δε, αφού επιφανεί ο ίδιος με άφατη δόξα, δια δυνατής σάλπιγγος, όπως παλαιά δι' εμφυσήματος τον προπάτορα, θα ζωώσει όλους και θα παρουσιάσει ενώπιόν του ζωντανούς όλους τους από τους αιώνας νεκρούς. Και τους μεν ασεβείς δεν θα φέρει σε κρίση ούτε θα τους αξιώσει κανένα λόγο· διότι οι ασεβείς, κατά το γεγραμμένο, δεν θ' αναστηθούν για κρίσι, αλλά για κατάκρισι.

10. Θα προβάλει δε για την κρίσι όλα τα δικά μας, κατά την αναγινωσκομένη σήμερα φωνή του ευαγγελίου· διότι, λέγει, «όταν έλθη ο Υίός του ανθρώπου στη δόξα του και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του». Κατά την πρώτη του παρουσία η δόξα της θεότητός του εκρυπτόταν κάτω από την σάρκα την οποία ανέλαβε από εμάς υπέρ ημών, τώρα κρύπτεται προς τον Πατέρα στον ουρανό μαζί με την ομόθεη σάρκα, τότε δε θα αποκαλύψει όλη τη δόξα· διότι θα φανεί ολόλαμπρος από ανατολή έως τη δύση, περιαυγάζοντας τα πέρατα με ακτίνες θεότητος, ενώ παγκόσμιος και ζωοποιός σάλπιγγα θα ηχεί παντού και συγχρόνως θα συγκαλεί προς αυτόν τα πάντα. Προηγουμένως έφερε μεν και τους αγγέλους μαζί του, αλλά αφανώς, συγκρατώντας τον ζήλο τους κατά των θεομάχων ύστερα όμως θα φθάσει φανερά και δεν θα αποσιωπήσει, αλλά θα ελέγξει και θα παραδώσει τους απειθείς στις ποινές.

11. «Όταν λοιπόν έλθει ο Υιός του ανθρώπου στη δόξα του και έλθουν όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε», λέγει, «θα καθίσει επάνω στον θρόνο δόξας του». Διότι έτσι προείδε και προείπε ο Δανιήλ· «ιδού», λέγει, «ετοποθετήθηκαν θρόνοι και εκάθισε ο Παλαιός των Ημερών και είδα ωσάν τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στις νεφέλες του ουρανού, και έφθασε έως τον Παλαιό των Ημερών και του εδόθη όλη η τιμή και η εξουσία- χίλιες χιλιάδες ελειτουργούσαν σ' αυτόν και μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ' αυτόν». Σε συμφωνία με αυτόν λέγει και το Ιερό ευαγγέλιο, τότε «θα συναχθούν όλα τα έθνη εμπρός του· και θα τους ξεχωρίσει ανάμεσά τους, όπως ο ποιμήν ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια». Πρόβατα καλεί τους δικαίους ως πράους και επιεικείς, που εβάδισαν την ομαλή οδό των αρετών, την πατημένη από αυτόν τον ίδιο, και ως αφομοιωμένους με αυτόν επειδή και αυτός ονομάσθηκε αμνός από τον Πρόδρομο και Βαπτιστή που είπε, «ιδού ο αμνός του Θεού που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου». Γίδια δε καλεί τους αμαρτωλούς, ως θρασείς και ατάκτους, και φερομένους προς τους κρημνούς της αμαρτίας. Και λέγει, τους πρώτους θα τοποθετήσει δεξιά του ως εργάτες δεξιών έργων, τους άλλους που δεν είναι εργάτες τέτοιων έργων θα τοποθετήσει στ' αριστερά. «Τότε θα είπη ο Βασιλεύς», λέγει, χωρίς να προσθέσει ποιος ή ποιών βασιλεύς, αφού δεν υπάρχει άλλος εκτός από αυτόν διότι με όλο που και εκεί είναι πολλοί κύριοι και βασιλείς, αλλά ένας είναι πραγματικά Κύριος, ένας βασιλεύς, ο φυσικώς δεσπότης του σύμπαντος. Θα ειπεί λοιπόν τότε στους από τα δεξιά του ο μόνος βασιλεύς· «εμπρός οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένη για σας από την θεμελίωση του κόσμου βασιλεία».

12. Πραγματικά προς αυτό απέβλεπε η από την αρχή σύστασις του κόσμου και προς αυτόν τον σκοπό απέβλεπε η επουράνια εκείνη και αρχαιότατη βουλή του Πατρός, κατά την οποία ο άγγελος της μεγάλης βουλής του Πατρός επεξεργάσθηκε τον ανθρωπο ως ζώο όχι μόνο κατ' εικόνα, αλλά και καθ' ομοίωσή του, για να δυνηθεί κάποτε να χωρέσει την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας, την μακαριότητα της θείας κληρονομιάς, την τελειότητα της ευλογίας του ανωτάτου Πατρός, για την οποία έγιναν όλα τα ορατά και τα αόρατα. Διότι δεν είπε "του αισθητού κόσμου", αλλά απροσδιορίστως «του κόσμου», τόσο του ουρανίου, όσο και του επιγείου. Όχι δε μόνο αυτός, αλλά και η θεία και απόρρητη κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, όλα τα μυστήρια, γι' αυτόν τον σκοπό ερρυθμίσθηκαν προνοητικώς και πανσόφως, ώστε αυτός που θα φανεί πιστός στα παρόντα ν' ακούσει από τον Σωτήρα· «εύγε, δούλε αγαθέ, αφού εφάνηκες πιστός στα ολίγα, θα σε ορίσω οικονόμο σε πολλά· είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου». Έλθετε λοιπόν, λέγει, όσοι Εχρησιμοποιήσατε κατά την γνώμη μου τον επίγειο και φθαρτό και πρόσκαιρο κόσμο καλώς, κληρονομήσατε και τον επικείμενο και μόνιμο και επουράνιο κόσμο. Διότι «επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και μ' εποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζεύσατε, γυμνός και με ενδύσατε, ασθένησα και με επισκεφθήκατε, ήμουν στις φυλακές και ήλθατε προς εμένα».

13. Εδώ πρέπει να συζητηθεί για ποιο λόγο εμνημόνευσε μόνο την ελεημοσύνη και γι' αυτήν μόνο έδωσε εκείνη την ευλογία και την κληρονομία· και την βασιλεία. Αλλά δεν εμνημόνευσε μόνο αυτήν για όσους αντιλαμβάνονται τα ακουόμενα. Επειδή δηλαδή προηγουμένως εκάλεσε πρόβατα τους εργάτες της, με αυτόν τον χαρακτηρισμό επιβεβαίωσε τόσο την προς αυτόν ομοίωση και κάθε αρετή τους, όσο και ότι ήσαν έτοιμοι συνεχώς για το θάνατο υπέρ του καλού, όπως βέβαια και αυτός οδηγήθηκε ως πρόβατο για σφαγή και ως αμνός άφωνος εμπρός σ' αυτόν που τον κουρεύει, κατά το γεγραμμένον.

14. Αφού λοιπόν τέτοιοι είναι και αυτοί, εγκωμιάζει ιδιαιτέρως την φιλανθρωπία· διότι πρέπει και αυτήν, ως δείγμα και καρπό της αγάπης, να την έχει σαν κεφαλή που υπέρκειται όλων των άλλων αρετών αυτός που πρόκειται να κληρονομήσει την αΐδια εκείνη βασιλεία. Αυτό το έδειξε ο Κύριος και με την παραβολή των δέκα παρθένων· διότι δεν εισάγονται στον θείο νυμφώνα όσες τύχουν, αλλά οι στολισμένες με παρθενία, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς άσκησι και εγκράτεια, καθώς και χωρίς πολλούς και ποικίλους για την αρετή αγώνες, προσέτι δε αυτές που κρατούν λαμπάδες στα χέρια, δηλαδή τον νου τους και την μέσα σ' αυτόν άγρυπνη γνώση, που επιβαίνει και στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής, το δηλούμενο με τα χέρια, και αφιερώνεται διά βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις από αυτόν λάμψεις. Χρειάζεται όμως και άφθονο έλαιο, ώστε να διαρκεί το άναμμά τους. Έλαιο δε είναι η αγάπη, που είναι κορυφή των αρετών. "Όπως λοιπόν, αν θέσεις θεμέλια και οικοδομήσεις επάνω σ' αυτά τους τοίχους, δεν πρόσθεσεις δε την οροφή, τα αφήνεις όλα εκείνα άχρηστα, κατά τον ίδιο τρόπο, αν αποκτήσεις όλες τις αρετές, δεν προσαποκτήσεις δε την αγάπη, όλες εκείνες είναι άχρηστες και ανωφελείς· και η οροφή της οικίας όμως χωρίς τα στοιχεία που την συγκρατούν δεν μπορεί να οικοδομηθεί.

15. Και ο Κύριος λοιπόν προσφέρει την κληρονομία του σε όσους έχουν σφραγίσει τις άλλες αρετές δια των έργων της αγάπης και ανέβηκαν σ' αυτήν δια του ανεπιλήπτου βίου ή κατέφυγαν προς αυτήν διά μετανοίας. Από αυτούς εγώ τους μεν πρώτους καλώ υιούς, διότι είναι φύλακες μυστικής από τον Θεό αναγεννήσεως, τους δε δεύτερους μισθωτούς, διότι ξαναποκτούν την χάρη διά των πολυειδών ιδρώτων της μετανοίας και δια της ταπεινώσεως ως μισθόν.

16. Γι' αυτό, αφού προηγουμένους στα θεία ευαγγέλια εξήγησε πολυειδώς τα σχετικά με την κρίση, έπειτα εξέθεσε τα περί της αγάπης με την άποψη ότι τελειοποιεί ή επαναφέρει τις εκεί απαριθμούμενες αρετές. Αλλά οι δίκαιοι θ' αποκριθούν με τα λόγια· «Κύριε, πότε σε είδαμε να πείνας και σ' εθρέψαμε, ή να διψάς και σ' εποτίσαμε; Πότε σε είδαμε ξένο και σε συμμαζεύσαμε, ή γυμνόν και σε ενδύσαμε; Πότε σε είδαμε ασθενή ή στην φυλακή και σ' επισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ότι οι από τα δεξιά καλούνται και δίκαιοι; Επομένως γι' αυτούς ο έλεος προέρχεται από την δικαιοσύνη και είναι με δικαιοσύνη. Βλέπετε δε άλλην αρετή, την ταπείνωσι, να προσμαρτυρείται στους δικαίους από το πλήρωμα της αγάπης; Διότι ισχυρίζονται ότι είναι ανάξιοι της ανακηρύξεως και των επαίνων, σαν να μη έπραξαν κανένα αγαθόν, αυτοί που μαρτυρούνται ότι δεν άφησαν κανένα αγαθό άπρακτο.

17. Γι' αυτό, νομίζω, ο Κύριος αποκρίνεται σ' αυτούς παρρησία, για ν' αναφανούν ότι είναι τέτοιας μορφής και ανυψωθούν με την ταπείνωσι και δικαίως εύρουν από αυτόν χάρη, την οποία ο Κύριος παρέχει αφθόνως στους ταπεινούς, «διότι ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρι», ο οποίος και τώρα λέγει προς αυτούς· «πραγματικά σας λέγω, εφ' όσον τα επράξατε σ' ένα από τους αδελφούς μου τους ελαχίστους, τα εκάματε σ' εμένα». Καλεί τον άλλο ελάχιστον για την πτωχεία και την ευτέλεια, αδελφόν δε, διότι και αυτός έτσι έζησε κατά σάρκα επί της γης.

18. Ακούσετε και ευφρανθείτε, όσοι είσθε πτωχοί και ενδεείς· διότι κατά τούτο είσθε αδελφοί του Θεού· κι αν είσθε πτωχοί και ευτελείς ακουσίως, καταστήσατε εκούσιο για τον εαυτό σας το αγαθό δια της υπομονής και της ευχαριστίας. Ακούσετε οι πλούσιοι και ποθήσετε την ευλογημένη πτωχεία, για να γίνετε κληρονόμοι και αδελφοί του Χριστού, γνησιώτεροι μάλιστα εκείνων που επτώχευσαν ακουσίως· διότι εκείνος επτώχευσε για μας εκουσίως. Ακούσετε και στενάξετε εσείς που περιφρονείτε τους αδελφούς σας, όταν υποφέρουν, μάλλον δε τους αδελφούς του Θεού, και δεν μεταδίδετε στους ενδεείς από όσα διαθέτετε άφθονα, τροφή, σκέπη, ενδυμασία, επιμέλεια κατάλληλη, και δεν προσφέρετε το περίσσευμά σας στο υστέρημα εκείνων. Μάλλον δε ας ακούσωμε και ας στενάξωμε, αφού κι εγώ ο ίδιος που σας λέγω αυτά, ελέγχομαι από την συνείδησί μου ότι δεν είμαι τελείως έξω από το πάθος· διότι, ενώ πολλοί ριγούν και στερούνται, εγώ είμαι γεμάτος και ενδεδυμένος. Πολύ δε περισσότερο άξιοι πένθους είναι αυτοί που έχουν και κατέχουν θησαυρούς περισσοτέρους από την καθημερινή ανάγκη ή και φροντίζουν να τους αυξήσουν· ενώ είναι προσταγμένοι ν' αγαπούν τον πλησίον σαν τους εαυτούς των, δεν τους θεωρούν ούτε σαν το χώμα. Διότι τι άλλο είναι ο χρυσός και ο άργυρος, που αγαπήσαμε περισσότερο από τους αδελφούς;

19 Αλλά ας επιστραφούμε, ας μετανοήσωμε και ας κοινωνήσωμε εξυπηρετώντας τις ανάγκες των ανάμεσά μας πτωχών αδελφών με όσα έχομε. Και αν δεν είμαστε διατεθειμένοι ν' αδειάσωμε θεοφιλώς όλα τα υπάρχοντα, τουλάχιστον να μη τα κατακρατήσωμε όλα για τους εαυτούς μας άσπλάγχνως· αλλά το μεν ένα ας το πράξωμε, γι' αυτό δε που θα παραλείψωμε, ας ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, και θα επιτύχωμε από αυτόν συγγνώμη, διότι η φιλανθρωπία του αναπληρώνει την έλλειψί μας, για να μη, ό μη γένοιτο, ακούσωμε την απαίσια φωνή· διότι, λέγει, «τότε θα ειπεί και στους από τα αριστερά· φεύγετε από έμενα οι καταραμένοι». Πόσο φοβερό είναι τούτο! Απομακρυνθείτε από τη ζωή, εκβληθείτε από την τρυφή, στερηθείτε το φως!

20. Και δεν λέγει μόνο τούτο, αλλά προχωρεί· «φεύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στο αιώνιο πυρ, το ετοιμασμένο για τον Διάβολο και τους αγγέλους του». Όπως δηλαδή οι από τα δεξιά θα έχουν ζωή, και μάλιστα με το παραπάνω, ζωή μεν αφού θα συνευρίσκωνται με τον Θεό, με το παραπάνω δε αφού θα είναι υιοί και κληρονόμοι της βασιλείας του, έτσι και οι από τα αριστερά, αποτυγχάνοντας ν' αποκτήσουν την αληθινή ζωή λόγω της απομακρύνσεως από τον Θεό, θα εύρουν και παραπάνω κακό, αφού θα έχουν συνταχθεί με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πύρ.

21. Ποιου δε είδους είναι το πυρ εκείνο, το οποίο άπτεται και των σωμάτων και των λογικών σε σώματα όντων, και των ασωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας και στενοχωρώντας τα παντοτινά, και δια του οποίου θα λειώσει και το δικό μας πυρ, κατά το γεγραμμένο, «τα καιόμενα στοιχεία θα λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στην οδύνη το ανέλπιδο της απολυτρώσεως; Διότι, λέγει, υπάρχει ποταμός, που παρασύρει το πυρ εκείνο, όπως φαίνεται, και το φέρει μακρύτερα από τον Θεό. Γι' αυτό δεν είπε "πορευθείτε", αλλά «πορεύεσθε από εμένα οι καταραμένοι»· διότι έχετε αφθόνως δεχθεί τις κατάρες από τους πτωχούς, και με όλο που υπέφεραν εκείνοι, εσείς πάντως είσθε άξιοι κατάρας. Λέγει δε προς αυτούς «πηγαίνετε στο πυρ το ετοιμασμένο» όχι για σας, αλλά για τον Διάβολο και τους αγγέλους του· διότι τούτο δεν είναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δεν σας έπλασα γι' αυτό, δεν ετοίμασα για σας την φωτιά. Το άσβεστο πυρ έχει αναφθεί για τους δαίμονες που έχουν αμετάβλητη την έξι της κακίας, με τους οποίους σας συνέδεσε η σύμφωνη μ' εκείνους αμετανόητη γνώμη. Είναι λοιπόν εθελοντική η συμβίωσις με τους πονηρούς αγγέλους. «Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε, ξένος ήμουν και δεν με συμμαζεύσατε, γυμνός και δεν με ενδύσατε, ασθενής και στη φυλακή ήμουν και δεν μ' επισκεφθήκατε». Όπως. αδελφοί, η αγάπη και τα έργα της αγάπης είναι πλήρωμα των αρετών, έτσι το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπαθής τρόπος, η ακοινώνητη γνώμη, είναι πλήρωμα της αμαρτίας. Και όπως τη φιλανθρωπία ακολουθούν και συνυπάρχουν με αυτήν οι αρετές, έτσι τη μισανθρωπία ακολουθούν οι κακίες· γι' αυτό και από αυτήν μόνο καταδικάζονται.

22. Θα ήθελα λοιπόν να ειπώ ότι δεν υπάρχει κανένα δείγμα μίσους μεγαλύτερο από το να προτιμούμε από τον αδελφό το άφθονο αργύριο· αλλά βλέπω την κακία να έχει εϋρει και μεγαλύτερο δείγμα της μισανθρωπίας. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που όχι μόνο δεν ελεούν από όσα διαθέτουν πλουσίως, αλλά και σφετερίζονται τα ξένα. Ας συλλογισθούν λοιπόν από την απόφαση προς τους μη ελεήμονες, τι θα εύρουν αυτοί και τι θα πάθουν, και ποιας ακατανόητης και αφόρητης καταδίκης είναι άξιοι, ας αποστούν από την αδικία και ας εξιλεώσουν το θείο δια των έργων της μετανοίας. Εκείνοι δε θ' αποκριθούν τότε ως εξής· «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή φυλακισμένον, και δεν σε υπηρετήσαμε;».

23. Βλέπετε και αυτό το τελευταίο κακό, την υπερηφάνεια, συνεζευγμένη με τον ασυμπαθή τρόπο, όπως την ταπείνωσι με την συμπάθεια; Οι δίκαιοι εγκωμιαζόμενοι για την φιλανθρωπία τους. ταπεινώνονται περισσότερο, δεν δικαιώνουν τους εαυτούς των. Οι υπερήφανοι, όταν κατηγορούνται για την ασπλαγχνία τους από τον αψευδή, δεν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, αλλά αντιλέγουν και δικαιώνουν τους εαυτούς των. Γι' αυτό και θ' ακούσουν τα λόγια· «αληθινά σας λέγω, εφ' όσον δεν το επράξατε σ' ένα από αυτούς τους ελαχίστους, δεν το εκάματε ούτε σ' εμένα». Κι έτσι θα μεταβούν, λέγει, «αυτοί μεν σε αιώνια κόλασι. οι δε δίκαιοι σε αιώνια ζωή».

24. Ας ελεήσωμε λοιπόν τους εαυτούς μας, αδελφοί, δια του ελέους προς τους αδελφούς, ας αποκτήσωμε δια της συμπαθείας την συμπάθεια, ας ευεργετήσωμε για να ευεργετηθούμε. Η μεν ανταπόκρισις είναι ομοία, διότι πρόκειται για ευποιία και φιλανθρωπία, για αγάπη και έλεος και συμπάθεια· αλλά δεν είναι ίση κατά την αξία και το μέτρο της υπεροχής. Διότι εσύ μεν παρέχεις από όσα έχει ο άνθρωπος, και όσο μπορεί να ευεργετήσει ο άνθρωπος, παίρνεις δε σε ανταπόδοση από τους θείους και ακενώτους θησαυρούς εκατονταπλάσια και την αιώνια ζωή, και ευεργετείσαι από όσα και όσο μπορεί ο Θεός να ευεργετήσει, «πράγματα που οφθαλμός δεν είδε και ους δεν άκουσε και που δεν ανέβηκαν στην καρδιά του ανθρώπου».

25. Ας σπεύσωμε λοιπόν για να επιτύχωμε τον πλούτο της αγαθότητος, ας άγοράσωμε με ολίγα αργύρια αιώνια κληρονομία, ας φοβηθούμε τέλος την απόφαση εναντίον των ανοικτιρμόνων, για να μη κατακριθούμε από αυτήν εκεί· ας μη φοβηθούμε μη τυχόν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ελεημοσύνη, διότι θ' ακούσωμε από τον Χριστό, «έλθετε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την γη». Ας φοβηθούμε και ας κάμωμε το παν, για να μη φανούμε έξω από την αγάπη προς τον Θεό δια της ασπλαγχνίας· «διότι αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του, που τον είδε», λέγει ο ευαγγελιστής, «πώς θ' αγαπήσει τον Θεό που δεν τον είδε», αυτός δε που δεν αγαπά το Θεό πώς θα συνυπάρξει με αυτόν; Και αυτός που δεν συνυπάρχει με αυτόν θ' απομακρυνθεί από αυτόν· ο δε απομακρυνόμενος από αυτόν οπωσδήποτε θα πέσει στη γέεννα του πυρός.

26. Αλλά εμείς ας επιδείξωμε έργα αγάπης προς τους αδελφούς μας εν Χριστώ, ελεώντας τους πτωχούς, επιστρέφοντας τους πλανημένους, σε όποιαν πλάνη και πτώχεια και αν είναι, δικαιώνοντας τους αδικούμενους, δυναμώνοντας τους κατάκοιτους από ασθένεια, είτε πάσχουν τούτο δια των αισθητών εχθρών και νοσημάτων είτε δια των αοράτων πονηρών πνευμάτων και των παθών της ατιμίας, επισκεπτόμενοι τους εγκαθείρκτους στη φυλακή, αλλά και ανεχόμενοι αυτούς που μας κτυπούν, και χαρίζοντας ο ένας στον άλλο όποια μομφή έχει εναντίον του, όπως και ο Χριστός μας την εχάρισε. Και γενικώς ας επιδείξωμε την μεταξύ μας αγάπη με κάθε τρόπο και με κάθε έργο και λόγο, για να επιτύχωμε την από τον Θεό αγάπη και ευλογηθούμε από αυτόν και κληρονομήσωμε την επηγγελμένη σ' εμάς και για μας ουράνια και αιώνια βασιλεία από την θεμελίωση του κόσμου.

27. Αυτήν είθε ν' αποκτήσωμε όλοι εμείς, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού μαζί με τον οποίο πρέπει στον Πατέρα, καθώς και στο άγιο Πνεύμα, τιμή και δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.