Σελίδα 3 από 16

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 22, 2015 10:52 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΕΚ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Εικόνα




Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατὰ κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στὶς 25 Νοεμβρίου 1825 στὸ χωριὸ Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Ψυχολογία, τὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1896.

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 23, 2015 10:20 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΠΑΡΙΑΝΟΣ

Εικόνα


ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΠΑΡΙΑΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑΣ.






Για τον γέροντα Γαβριήλ, παριανό αγωνιστή της Λογγοβάρδας

Άρθρο της Μπέτης Μπιζά από την εφημερίδα Τα Νέα Πάρου – Αντιπάρου της 12|01|13




Πρόσφατα, έφυγε από κοντά µας ένας µεγάλος παριανός αγωνιστής, ο π. Γαβριήλ της Ι. Μ. Λογγοβάρδας. Ας µην πάει ο νους των αναγνωστών σε ό, τι συνηθίζουµε να εννοούµε µε τη λέξη «αγωνιστής». Ο π. Γαβριήλ, όπως όλοι οι Μοναχοί, ήταν αγωνιστής κατά του … εαυτού του. Ο ισόβιος αγώνας του ήταν εναντίον των παθών, που δυναστεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη, την αιχµαλωτίζουν, και την υποδουλώνουν. Ο αγωνιστής π. Γαβριήλ γλύτωσε από την αιχµαλωσία των παθών και τη σκλαβιά των κοσµικών «ανέσεων», ζώντας ελεύθερος µέσα στο στενό κελί του, έχοντας µόνη περιουσία του το τριµµένο του ράσο και το κοµποσχοίνι του.


Γεννήθηκε στις Καµάρες, το 1909. Οι γονείς του…
…ήταν φτωχοί και πολύτεκνοι µε 12 παιδιά. Σχολείο δεν πήγε, αν και ήταν πνευµατικά προικισµένος, γιατί, όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας του, έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει στην επιβίωση της οικογένειας. Παιδί φιλότιµο, σβέλτο και ικανό, µε αγάπη για τη δουλειά, ο µικρός Ιωάννης Μπαρµπαρήγος βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές εργασίες αλλά και έβοσκε τα λιγοστά τους πρόβατα. Τη Λογγοβάρδα την είχε καθηµερινή θέα, στην απέναντι πλαγιά. Όταν µεγάλωσε, µετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, του δόθηκε η ευκαιρία να «µεταναστεύσει» στην Αθήνα, σε µια καλή δουλειά, µε ευοίωνο µέλλον για τον προκοµµένο και ευφυή νέο, αλλά εκείνος αρνήθηκε, έχοντας βάλει στον νου του να κάνει πιο δύσκολα πράγµατα: να φοιτήσει στο Πανεπιστήµιο της Λογγοβάρδας και να αφιερώσει εκεί όλη του την εργατικότητα, µε εργοδότη τον Θεό.


Εκεί, «φοιτητής» και εργάτης ακούραστος, έδωσε µε αυταπάρνηση τον πιο ωραίο και δύσκολο αγώνα και νίκησε τους πιο δύσκολους εχθρούς του ανθρώπου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, την πλεονεξία, την κενοδοξία, τη φιλαυτία, την υποκρισία, µε µια λέξη τον εγωισµό µε τα χίλια του πρόσωπα. Πεδίο όπου µαίνεται αδιάκοπα ο πόλεµος αυτός είναι η καρδιά του ανθρώπου. Η άσκηση, η προσευχή, η αγάπη, και πάνω από όλα η υπακοή σε πνευµατικό οδηγό, είναι τα όπλα αυτού του αγώνα, τα οποία διά βίου χρησιµοποίησε ο ολιγογράµµατος αλλά σοφός π. Γαβριήλ και βγήκε νικητής.

Έζησε την πολύχρονη ζωή του ασκούµενος στο Ιερό Κοινόβιο της Λογγοβάρδας, έχοντας καθηµερινή του ενασχόληση την περιποίηση των ζώων της Μονής, τα οποία φρόντιζε ηθεληµένα σε όλη του τη ζωή. Παράλληλα, ασχολούνταν και µε αγροτικές εργασίες, έχοντας και γνώσεις και ζήλο. Κύρια ασχολία του όµως ήταν τα ζώα και το «τυροκοµειό». Ήταν ο «οικονόµος» των ζώων της Παναγίας, ένα διακόνηµα απαραίτητο σε κάθε Μονή, διότι της εξασφαλίζει αναγκαία είδη διατροφής.

Το διακόνηµα αυτό, προσφέρει µεν χαρά, γιατί τα ζώα είναι αθώα και χαριτωµένα, αλλά, όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται µε κτηνοτροφικές εργασίες, είναι ταυτόχρονα δύσκολο και απαιτητικό, καθώς δεν γνωρίζει «καθηµερινές και σχόλες». Είναι καθήκον καθηµερινό – και ανθυγιεινό, γιατί τα ζώα έχουν ανάγκη από συνεχή καθαριότητα: καθαρισµό σταύλων, µάζεµα της κοπριάς κ.α.
Μια ζωή λοιπόν ήταν µέσα στις κοπριές και τους σταύλους, ο αγωνιστής π. Γαβριήλ.


Και για να κάνει πιο αποτελεσµατικά το διακόνηµά του, δεν έµενε µέσα στο Μοναστήρι αλλά λίγο πιο κάτω, στην «κατοικιά» της Μονής, όπου βρίσκονται τα ζώα: κατσίκες, πρόβατα, αγελάδες, κότες κ.α. Εκεί, είχαν τη δυνατότητα να τον επισκέπτονται και κάποιες -ελάχιστες – παριανές γυναίκες που τον γνώριζαν και τον ευλαβούνταν. Η υπογράφουσα είχε τη χαρά και την ευλογία να επισκέπτεται τον γέροντα Γαβριήλ τα τελευταία δύο χρόνια, που το γήρας τον είχε καθηλώσει στο κελί του. Το σώµα του ήταν πλέον ανήµπορο, αλλά το πνεύµα του πάντα καθαρό και οξυδερκές. Η µνήµη του, θαυµαστή, ανεπηρέαστη από τα χρόνια, ανακαλούσε µε λεπτοµέρειες γεγονότα της ζωής του. Αφηγούνταν παραστατικά το έπος του 1940, στο οποίο είχε πάρει µέρος και ο ίδιος. Θυµόταν ονόµατα συστρατιωτών του, τοπωνύµια, ηµεροµηνίες, και έκανε τοπογραφικές περιγραφές! (Όλα αυτά, βέβαια, όταν τον ρωτούσε κάποιος … φιλίστωρ επισκέπτης του.).


Ήταν πράος, ευγενής, διακριτικός – απέφευγε πάντα να κάνει ερωτήσεις – υποµονετικός, ειρηνικός, ολιγόλογος, ταπεινός. Ποτέ δεν έκανε «κηρύγµατα». Ούτε χρειαζόταν άλλωστε. Εκείνος σιωπούσε, αλλά «µιλούσαν» όλα: οι απλοί του τρόποι, το πρόσωπό του το ήρεµο και στοχαστικό, που φανέρωνε νου υγιή και λογική απαραβίαστη, τα χέρια του, που µαρτυρούσαν τη σκληρή εργασία µιας ζωής, η πάντοτε αξιοπρεπής συµπεριφορά του, η λεπτότητά του, η προσοχή του να µην κουράσει, να µην επιβαρύνει κανέναν. Το κοµποσχοίνι στο χέρι του… Τι άλλο «κήρυγµα» ήθελε κανείς; Ακόµα κι όταν κάποιος του ζητούσε συµβουλές, εκείνος σιωπούσε ή έλεγε «Δεν είµαι άξιος να συµβουλέψω τον … εαυτό µου, θα συµβουλέψω άλλους;». Και όµως, δίδασκε σιωπών το πιο σπουδαίο µάθηµα: την ταπεινοφροσύνη!


Το κελί του ήταν περίπου 4 τ.µ. Το µοναδικό του παράθυρο έβλεπε στην αυλή ενός σταύλου, και όταν άνοιγε έµπαιναν µέσα οι οσµές του… Κι όµως εκείνος ήταν ευχαριστηµένος και δεν ήθελε µε κανένα τρόπο να το εγκαταλείψει! Η συχνή προτροπή των συµµοναστών του να µείνει σε έναν καλύτερο, πιο υγιεινό χώρο, έπεφτε στο κενό. Είχε καταφέρει να νικήσει κάθε επιθυµία για ανέσεις και καθαριότητες. Του αρκούσε να κρατάει καθαρή την καρδιά του. Εφόσον µπορούσε να προσεύχεται απερίσπαστος µέσα στο κελάκι αυτό, δεν ήθελε τίποτε άλλο. Οι «µυρωδιές» του σταύλου δεν τον πείραζαν. Τις υπέµενε. Ήξερε ότι θα «περάσουν», όπως θα περάσει και η ζωή του… (Και όµως, στο κελάκι αυτό, αισθανόταν ο επισκέπτης σαν σε «γωνιά» του Παραδείσου!)
Θυµάµαι κάποιες φορές τις αγελάδες να χτυπούν µε τη µουσούδα τους το παράθυρο.


Τον αγαπούσαν και τον … χαιρετούσαν. Ακόµα και τα ποντίκια είχε φίλους του, ο άνθρωπος του Θεού. Μια φορά πετάχτηκαν δύο από το προσκεφάλι του. «Γέροντα, δύο ποντίκια!» είπαµε µε έκπληξη δύο επισκέπτριες. Εκείνος, ατάραχος. Το ήξερε ότι µοιραζόταν το κελάκι του µαζί τους, αλλά δεν τον ένοιαζε, αφού δεν τον έβλαπταν και δεν τον εµπόδιζαν από την προσευχή. Εµείς όµως -οι δύο κοπέλες- είδαµε µια µικρή τρύπα όπου κρυφτήκανε στον τοίχο, και την κλείσαµε µε ασβέστη που βρήκαµε εκεί.

Ήσυχες ότι γλυτώσαµε τον γέροντα από τα ποντίκια, φύγαµε. Σε λίγες µέρες που ξαναπήγαµε, τον ρωτήσαµε: «Γέροντα, τα ποντίκια ξαναεµφανίστηκαν;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, µειδιώντας, χωρίς άλλο σχόλιο. Αδιαφορούσε τελείως! Σκεπτόµουν ότι ήταν θαύµα που δεν είχε αρρωστήσει από διάφορα µικρόβια και είχε ξεπεράσει εκατό χρόνια …υγείας! Ναι, ήταν θαύµα ασφαλώς.


Οι συµµοναστές του ενδιαφέρονταν πάντα για τις ανάγκες του – που ήταν ελάχιστες - και όταν κατέπεσε, σε ηλικία 102 ετών, του παρείχαν κάθε δυνατή ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, µε αγάπη συγκινητική.
Αλλά και µερικοί από τον «έξω κόσµο» το θεωρούσαν ευλογία να του πάνε λίγο φαγητό, στο κρεβάτι της ασθενείας του. Και διαπίστωναν µε έκπληξη ότι παρά την αδυναµία και το γήρας, νήστευε κανονικά! Καµία συµβουλή ότι «είναι ασθενής και πρέπει να πιει γάλα» ή «να φάει λάδι» δεν τον έκανε να «χαλάσει» τη νηστεία. Κρέας είχε να φάει 80 χρόνια, πιστός στο τυπικό της Λογγοβάρδας – και των περισσότερων ορθόδοξων µοναστηριών – όπου τηρείται αποχή από το κρέας.


Ο π. Γαβριήλ, την ηµέρα της µοναχικής του κουράς οµολόγησε, όπως όλοι οι µοναχοί, ότι «προσήλθε στη Μονή οικειοθελώς, µη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ποθών τον βίον της ασκήσεως». Τη µοναχική του υπόσχεση για ασκητικό βίο τήρησε σε όλη τη µακρά ζωή του, χωρίς να µετανοιώσει για τον δύσκολο δρόµο που διάλεξε, χωρίς να «λιποτακτήσει». Η «ανάπαυση» που αισθανόταν όποιος βρισκόταν κοντά του, µαρτυρούσε την καθαρότητα της ψυχής του, την ειρήνη και την αγάπη του - θεία δώρα των ασκητικών του αγώνων.


Η καρτερικότητά του στις ακούσιες δοκιµασίες ήταν άλλη µια αρετή του που φάνηκε στο τέλος… Καθόλου δεν δυσανασχέτησε που καθηλώθηκε στο κρεβάτι – αυτός ο αεικίνητος – ούτε για το αναπνευστικό πρόβληµα που του παρουσιάστηκε ώστε να λαµβάνει συνεχώς οξυγόνο µε σωληνάκια, που του πλήγωναν τη µύτη. Τα υπέµενε όλα µε ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό. Ούτε συζητούσε γι’ αυτά, γιατί δεν επιζητούσε ανθρώπινη παρηγοριά. Τον παρηγορούσε ο Θεός, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Τον θάνατο τον περίµενε κάθε µέρα, χωρίς φόβο. «Θα φύγω» έλεγε απλώς. Ήξερε ότι το τέλος, είναι η αρχή… Ότι θα µεταβεί «εκ του θανάτου εις την ζωήν».


Ευχόµαστε να χαίρει κοντά στον Θεό, ως φίλος Του γνήσιος, και να ευφραίνεται µε τις ευωδίες του Παραδείσου, αυτός που στερήθηκε εκουσίως κάθε ευωδία στην επίγεια ζωή του. Ας έχουµε την ευχή του.
ΜΠΕΤΗ ΜΠΙΖΑ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 24, 2015 9:47 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΟΥΡΓΚΕΜΠΑΤΖΕ

Εικόνα

Ο Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ (Ουργκεμπάτζε)
1929 – 1995
Ο βίος και η πολιτεία


“Η αλήθεια είναι στην αθανασία της ψυχής” – ο Γέροντας Γαβριήλ

Ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, κατά κόσμον Γκοντέρτζι Ουργκεμπάτζε του Βασίλη, γεννήθηκε στην Τιφλίδα στις 26 Αυγούστου 1929. Τον Γκοντέρτζι τον βάφτισαν στη βρεφική ηλικία στον Ναό της Αγ. Βαρβάρας της Μεγαλομάρτυρος (που βρίσκεται στη συνοικία Ναβτλούγι στην Τιφλίδα). Η νονά του Γκοντέρτζι ήταν η «Αδελφή του Ελέους» Ταμάρα Μπεγκιασβίλι. Εκείνη την περίοδο στη Γεωργία επικρατούσε το κομμουνιστικό καθεστώς, διωκόταν η θρησκεία, κατέστρεφαν ή έκλειναν τις εκκλησίες, φόνευαν και εξόριζαν αθώους ανθρώπους. Ο Γκοντέρτζι ήταν περίπου δυο χρονών όταν κάτω από άγνωστες συνθήκες σκότωσαν τον πατέρα του, Βασίλη Ουργκεμπάτζε. Στο εξής, τα μέλη της οικογένειάς του τον έλεγαν «Βασίκο» (το όνομα «Βασίκο» είναι υποκοριστικό του ονόματος «Βασίλη») προς τιμήν του πατέρα του.

Ο μικρός Βασίκο από τα παιδικά του χρόνια διακρινόταν με την Θεία χάρη. Έχτιζε μικρές εκκλησίες από πέτρινες πλάκες και άναβε μέσα τους τα σπίρτα. Η μητέρα του Βασίκο ναι μεν φοβόταν να μην προσέξει κανείς αυτό το πάθος του Βασίκο, διότι υπήρχε πιθανότητα κάποιος να καταγγείλει την οικογένειά της για την αντικομμουνιστική διαπαιδαγώγηση του παιδιού, αφετέρου όμως στο τέλος της ζωής της έγινε μοναχή Άννα (ετάφη στην αυλή της γυναικείας Μονής του Σαμτάβρο, δίπλα στο υιό της). Ο Βασίκο από τα παιδικά του χρόνια συμπεριφερόταν παράξενα – απέφευγε να παίζει με τους συνομηλίκους του και προτιμούσε την μοναξιά και τη σιωπή. Το παιδί όμως διασκέδαζε μόνο με έναν τρόπο: κρατούσε στο χέρι ένα μακρύ ραβδί και έτρεχε. Τα πουλιά που ήταν τριγύρω μάζευαν γύρω από το ραβδί και το ακολουθούσαν με τιτίβισμα. Αυτό το θέαμα προκαλούσε περιέργεια σε όλους. Ο Βασίκο ήταν εξαιρετικά εύσπλαχνο παιδί. Δεν επέτρεπε με τίποτα να βάλουν παγίδες ποντικιών στο σπίτι. Έπιανε ποντίκια ζωντανά σε ένα κλουβί και τα άφηνε ελεύθερα έξω από την αυλή. Πήγε στο σχολείο σε ηλικία 6 χρονών. Έμαθε εύκολα τα γράμματα, τα μαθηματικά, και με την καλή διαγωγή κέρδισε την αγάπη όλων. Έμαθε το όνομα του Χριστού σε ηλικία 7 χρονών, το γεγονός το οποίο άλλαξε τελείως τη συνηθισμένη ζωή του Βασίκο. Σύντομα μάζεψε λεφτά και αγόρασε το Ευαγγέλιο, το οποίο ήταν αφετηρία της καινούργιας του ζωής. Από εκείνη την ημέρα μέχρι το θάνατό του είχε κυριευτεί από μια σκέψη και μια επιθυμία – να ζει μόνο για τον Χριστό. Συνέχεια διάβαζε το Ευαγγέλιο και δεν ενδιαφερόταν για τίποτα άλλο, έριχνε μια ματιά για λίγο στα μαθήματα που έπρεπε να κάνει, για να του μείνει πολλή ώρα για το Ευαγγέλιο. Πριν κοιμηθεί, έμπαινε στο δωμάτιό του και μπροστά στο εικονοστάσι προσευχόταν ατελείωτες ώρες.



Πλησιάζοντας τον θάνατό του ο γέροντας Γαβριήλ αναπολούσε τα παιδικά του χρόνια: - Καθόμουνα στον δεύτερο όροφο, μόνος μου σκεπτόμενος, όταν η εσωτερική φωνή μού μου υπαγόρεψε να κοιτάξω στον ουρανό. Σηκώθηκα, πήγα στην άκρη του μπαλκονιού, κοίταξα στον ουρανό και βλέπω – στον ουρανό υψωνόταν ένας μεγάλος σταυρός. Τότε δεν αντιλήφθηκα, όμως τώρα ξέρω ότι αυτός ο σταύρος ήταν ο Σταυρός μου που έπρεπε να δεχτώ και να κουβαλήσω για όνομα της αγάπης προς τον Θεό και συνάνθρωπο.

Παράλληλα ακόμα μία ανάμνηση απασχολούσε τον γέροντα Γαβριήλ:
- Τη νύχτα, καθώς κοιμόμουν, ξύπνησα ξαφνικά και είδα μπροστά μου να στέκεται ένας δαίμονας. Με κοίταζε με οργή. Δεν φοβήθηκα με τη Χάρη του Θεού, απλά ταράχτηκα, αλλά δεν έκανα τίποτα για να τον σπρώξω, απλά τον κοίταζα με έκπληξη. Εκείνος ούρλιαξε – «Εσύ με πολεμάς»; Και με χτύπησε με τη γροθιά του στο κεφάλι.



Ο μικρός Βασίκο ωφελήθηκε από αυτή την εμπειρία και σε αυτό μας πείθει η ανάμνηση του ίδιου του γέροντα Γαβριήλ:

- Όταν είδα τον δαίμονα, τότε ενισχύθηκε πλήρως η πίστη μου στον Χριστό, διότι είπα, επειδή υπάρχει ο πονηρός, ο Θεός θα υπάρχει πρωτίστως. Και, μετά από αυτό, συνάνθρωπε, αντιλήφθηκα και εκτίμησα την ανθρώπινη ομορφιά.



Για την αγνή αγάπη και αφοσιωμένη ζωή, ο Θεός προίκισε το δωδεκάχρονο Βασίκο με τη Χάρη της θείας δύναμης και των θείων αποκαλύψεων.



Η μοναχή Πελάγια (η πρώην Ηγουμένη της Ι. Μονής Παναγίας του Γκουρτζαάνι), η συνομήλικη και η γείτονας του Γέροντα Γαβριήλ, αναπολεί: «Μία ανοιξιάτικη μέρα, όταν ο θείος μου γύρισε στο σπίτι, για να ακούσουμε όλοι, είπε μεγαλόφωνα: «Δόξα στον Χριστό, που ακόμα έχει τους εκλεκτούς ανθρώπους σε αυτό τον κόσμο». Όταν τον ρωτήσαμε τι έγινε, τι τον ξάφνιασε έτσι, μας διηγήθηκε το εξής: «Όταν γύριζα στο σπίτι με τον δρόμο της παλαιάς εκκλησίας της Αγ. Βαρβάρας και όταν πλησίασα τον ερειπωμένο Ναό του Αγ. Γεωργίου, βλέπω ο Γκοντέρτζι, υιός του Βασίκο, σε αυτή την ανυπόφορη ζέστη να καθαρίζει τον Ναό από τους ογκόλιθους. Είχε αφοσιωθεί στη δουλειά τόσο πολύ που για λίγο δεν με παρατήρησε, και εγώ, κοιτάζοντάς τον, στάθηκα σιωπηλός, όμως όταν με είδε, χάρηκε πολύ και μου είπε: «Έλα, θείε Μούχα, αν μπορείς, σήκωσέ το» – και μου έδειχνε έναν ογκόλιθο. «Μούχα» 1 έλεγαν τον θείο μου λόγω μεγάλης δύναμης που είχε και γιατί παλιά ήταν παλαιστής, γενικά τον έλεγαν Γεώργιο. Ο Μούχα συνέχισε: «Προσπάθησα πολύ, αλλά δεν μπόρεσα καν να μετακινήσω στον τόπο εκείνο τον ογκόλιθο», εκείνος όμως είπε «εξ ονόματος του Χριστού», πήγε και τον σήκωσε και τον έβαλε δίπλα στους υπόλοιπους ογκόλιθους που είχε μαζέψει έξω από τον Ναό». Η οικογένεια μας ήταν θεοσεβούμενη, αλλά λόγω εκείνου του κακότυχου καθεστώτος τα μέλη της οικογένειάς μου δεν πήγαιναν στην εκκλησία και δεν νήστευαν πια. Όμως ο θείος Μούχα από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε την χριστιανική ζωή».

Κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, οι λυπημένοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν λάβει καμία πληροφορία για τους κοντινούς τους, πήγαιναν στον Βασίκο, μόλις 12 χρονών, για να μάθουν τα νέα τους. Ο Βασίκο έδινε σε όλους απαντήσεις και κήρυσσε σε όλους: «Να πηγαίνετε στην εκκλησία, να μην απομακρυνθείτε από τον Χριστό και να μην χάσετε τη ζωντάνια της ψυχής».

Τα λόγια του μικρού Βασίκο δεν έβγαιναν ποτέ ψεύτικα. Οι ευχαριστημένοι άνθρωποι σιγά-σιγά επέστρεφαν στην θρησκεία και πήγαιναν στην εκκλησία. Ο Βασίκο πάντα απέφευγε να τον επηρεάσουν οι έπαινοι των ανθρώπων και για να μην παρασυρθεί συμπεριφερόταν πολύ παράξενα: καθόταν στα απορρίμματα στη συνοικία, σε ένα εμφανές σημείο και έλεγε μεγαλόφωνα: «Μη ξεχνάς Βασίκο ότι είσαι ένα σκουπίδι και μη φανταστείς ότι είσαι κάποιος σπουδαίος». Τα μέλη της οικογένειας θύμωναν πολύ για αυτό και τον τιμωρούσαν κιόλας, όμως ο κόσμος απέφευγε να τον ειρωνεύεται και να τον συμπεριφέρεται προσβλητικά.

Αυτή την περίοδο της ζωής του γέροντα Γαβριήλ αφορά ακόμα μία άλλη εκπληκτική ιστορία: Κατά την περίοδο διωγμού επί του κομμουνιστικού καθεστώτος ο κόσμος φύλαγε τις αγίες εικόνες στα κελάρια ή στις υπόγειες αποθήκες. Είχε λιγοστέψει η πίστη στον λαό και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να αποδώσουν την δέουσα τιμή στα ιερά. Ο Βασίκο πήγαινε σε τέτοιους ανθρώπους και τους έλεγε: «Σε σας, στο σπίτι σας (έδειχνε ακριβής τοποθεσία) βρίσκεται μία εικόνα. Είτε να την σέβεστε τίμια, είτε δώστε την σε μένα και θα την τιμήσω εγώ. Αν θελήσετε να την προσκυνήσετε, ελάτε και θα σας την επιστρέψω με μεγάλη χαρά». Οι μερικοί μετάνιωναν και άφηναν την εικόνα στο σπίτι, οι μερικοί όμως, όσοι δεν είχαν την επιθυμία, έδιναν τις εικόνες στον Βασίκο. Όλοι έμεναν έκπληκτοι από τέτοια συμπεριφορά του Βασίκο. Ο μικρός Βασίκο απέδιδε στις εικόνες ιδιαίτερη αγάπη. Στην εκκλησία που είχε κτίσει ο ίδιος και στο κελί της Γυναικείας Μονής του Σαμτάβρο μέχρι σήμερα προκαλούν σε όλους έκπληξη οι όμορφες και με πολύ κόπο διακοσμημένες εικόνες, οι οποίες σκεπάζουν εντελώς τα τείχη ή τη στέγη, που προκαλεί αξέχαστη εντύπωση στους προσκυνητές ή στους επισκέπτες. Η δήθεν αμέριμνη ζωή του μικρού Βασίκο δεν συνέχισε για πολύ καιρό. Η μητέρα του, Βαρβάρα, ήταν τίμια και εργατική γυναίκα. Στα νεανικά χρόνια ήταν όμορφη και παντρεύτηκε νωρίς, στην ηλικία 14 χρονών. Από τον πρώτο γάμο απέκτησε τρία παιδιά – την Έμμα, τον Μιχαήλ και τον Γκοντέρτζι - Βασίκο. Ύστερα, έγινε μια τραγωδία: ο σύζυγός της, Βασίλης πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες. Η μητέρα του Βασίκο, μόλις 22 χρονών, βρέθηκε σε ευάλωτη κατάσταση. Δεν είχε κανέναν να την βοηθήσει και ήταν αναγκασμένη με πολύ σκληρή δουλειά να συντηρεί την οικογένεια. Ξαναπαντρεύτηκε και από τον δεύτερο γάμο απέκτησε μία κόρη – Τζουλιέτα. Την πρώτη δυσκολία που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο γέροντας Γαβριήλ ήταν στην ηλικία των 12 χρονών. Η μητέρα, παρόλο που δεν ήταν δύσπιστη γυναίκα, απαγόρευε σχεδόν εντελώς στον Βασίκο θρησκευτική ζωή. Πρώτα, όταν ο υιός της εξέφραζε εκπληκτική αγάπη προς τη θρησκεία, αυτό το γεγονός προκάλεσε έκπληξη στη μητέρα. Όμως, όταν στην προσωπικότητα του Βασίκο η πίστη στον Χριστό απέκτησε βαθιά και καθιερωμένη μορφή, η μητέρα ζήτησε κατηγορηματικά από τον υιό της να παραιτηθεί από την επιλογή του. - «Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου, να ζήσεις όπως όλοι άλλοι άνθρωποι. Αν θέλεις μπορείς να είσαι θρήσκος, όμως όχι έτσι που μόνο το Ευαγγέλιο και η θρησκεία να είναι η επιθυμία σου».
Μετά από πολλά χρόνια, ένα χρόνο πριν από την αποβίωσή του, όταν στο κελί της Μονής του Σαμτάβρο επισκέφθηκαν τον βαριά ασθενή γέροντα Γαβριήλ η ηλικιωμένη μητέρα και οι αδελφές του, η μητέρα του, Βαρβάρα, δακρυσμένη του είπε: - Εκτός από τα βάσανα και τα παθήματα, τι άλλο ήταν η ζωή σου, Γαβριήλ; Εσύ δεν είχες ούτε τα χαρούμενα παιδικά χρόνια και ούτε τίποτα! Τι θα γινόταν αν με πίστευες έστω και λίγο και να πρόσεχες τον εαυτό σου, και εσύ ήσουν άνθρωπος.

Ο γέροντας Γαβριήλ όταν είδε τη δακρυσμένη μητέρα, στενοχωρήθηκε. Στενοχωρήθηκε από τη μια γιατί η μητέρα του πάλι δεν μπορούσε να τον καταλάβει, και από την άλλη, εκείνη ήταν η μητέρα του, η οποία ήταν παρούσα της δύσκολης ζωής του υιού της και αυτά τα δάκρυα έτρεχαν από έναν βαθύ πόνο της ζωής. Ύστερα από ολιγόχρονη σιωπή ο γέροντας Γαβριήλ με την ήρεμη φωνή απαντάει:
- Εγώ δε μπορούσα να ζήσω αλλιώς.

Ούτε στην ηλικία των 12 χρονών ο Βασίκο δεν μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Η Βαρβάρα, η μητέρα του, (προσεχώς η μοναχή Άννα) όταν άκουσε μία άλλη φορά την αρνητική απάντηση του Βασίκο, πέταξε το Ευαγγέλιό του στην τουαλέτα. Ο Βασίκο αμέσως το ανέβασε, το αγκάλιασε σκληρά και έκλαψε λυπημένα. Αυτό το συμβάν ήταν το όριο, οπότε έπρεπε να κάνει την επιλογή του. Τα μεσάνυχτα ο Βασίκο πήρε το αναπόσπαστο Ευαγγέλιό του και εγκατέλειψε το σπίτι. Ήταν τα τέλη του φθινοπώρου. Όλη νύχτα και όλη μέρα περπατούσε το παιδί και τελικά το βράδυ έφτασε στη Μτσχέτα. Πρώτα ήρθε στη Γυναικεία Μονή του Σαμτάβρο. Η ηγουμένη Ανουσία (Κοτσλαμαζασβίλι) δέχτηκε τον Βασίκο με αγάπη, τον ζέστανε και του έδωσε φαγητό, αλλά δεν μπόρεσε να τον αφήσει γιατί στη Γυναικεία Μονή απαγορευόταν η παραμονή των ανδρών και τον παρακάλεσε να πήγαινε στον Ναό Σβετιτσχοβέλι 2 . Ο Βασίκο προσευχήθηκε εγκάρδια μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου των Ιβήρων του Σαμτάβρο και την παρακάλεσε να του δώσει ένα κελί και το δικαίωμα παραμονής σε αυτή τη Μονή. Τον άφησαν για 3 μέρες στο Ναό Σβετιτσχοβέλι, γιατί σύμφωνα με το διάταγμα της Κυβερνήσεως απαγορευόταν η κάλυψη των ανηλίκων για πολύ καιρό. Έπειτα ανέβηκε στη Μονή του Σίο-Μγβίμε 3 , όπου επίσης του έδωσαν στέγη μόνο για 3 μέρες και τον αποχαιρέτησαν με ένα πουγκί με λίγα τρόφιμα για να πάει στη Μονή του Ζενταζένι. Εκείνη την περίοδο, στο Ζενταζένι έμειναν μερικοί ηλικιωμένοι μοναχοί. Οι μοναχοί αυτοί αγάπησαν τόσο πολύ τον θρήσκο νεαρό που έφτιαξαν κοντά στη Μονή κρυφό καταφύγιο και τον άφησαν εκεί για κάμποσες εβδομάδες. Λόγω του σκληρού ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου οι μοναχοί αναγκάστηκαν να στείλουν το παιδί, το οποίο είχε αναμμένη καρδιά για υπακοή στον Θεό, στη Μονή της Μπετανία. Εξήγησαν λεπτομερώς τον δρόμο και του έδωσαν τροφή. Στη Μονή της Μπετανία ο Βασίκο βρήκε δύο μοναχούς – τον όσιο πατέρα Γεώργιο (Μχεΐτζε) και τον όσιο πατέρα Ιωάννη (Μαϊσουράτζε). Οι μοναχοί της Μονής της Μπετανία έγιναν αγαπημένοι πνευματικοί πατέρες του γέροντα Γαβριήλ. Η ακριβής τοποθεσία και η ζωή του Βασίκο όταν έφυγε από τη Μονή της Μπετανία είναι άγνωστη. Για κάμποσο καιρό μία καλόκαρδη γυναίκα Μάργκο έδωσε σ’αυτόν καταφύγιο, η οποία όμως ήταν γνωστή μάντισσα στην Τιφλίδα. Ο μικρός Βασίκο στενοχωριόταν γιατί τόσο καλός άνθρωπος ήταν σε πλάνη και βρισκόταν σε μεγάλη αμαρτία. Μια φορά η Μάργκο αρρώστησε, ο Βασίκο την παρηγόρησε και είπε: «Θα δεχτώ τον κόσμο αντί εσένα». Και πραγματικά, στους ανθρώπους οι οποίοι είχαν έρθει για μαντεία το πνευματικό παιδί ομιλούσε για τον Χριστό και τους έπειθε στην αναγκαιότητα της θρησκευτικής ζωής. Ο Θεός είχε δώσει στον Βασίκο το χάρισμα της προφητείας και στους ανθρώπους, οι οποίοι έρχονταν για μαντεία, έλεγε για πειρασμούς και εκείνες τις αμαρτίες, τις οποίες δεν θυμούνταν καν. Τους προέτρεπε να πήγαιναν για εξομολόγηση στον πνευματικό πατέρα και να μεταλάμβαναν τη Θεία Κοινωνία. Οι επισκέπτες έμειναν έκπληκτοι με τη συμπεριφορά του παιδιού. Με τη βοήθεια του Βασίκο η Μάργκο παράτησε τη μαντεία και άρχισε τη θρησκευτική ζωή, το γεγονός το οποίο προκάλεσε μεγάλη φήμη στην Τιφλίδα εκείνης της εποχής. Η μητέρα του όμως καθ’όλη αυτή την περίοδο αδιάκοπτα έψαχνε τον Βασίκο και τελικά τον βρήκε.
- Εσύ μόνο να γυρίσεις στο σπίτι και όπως επιθυμείς εσύ, να είναι όλα έτσι. Εγώ δε θα σου απαγορέψω τίποτα στην επιλογή σου – είχε πει στον υιό της η χαρούμενη μητέρα μόλις τον είδε.

Ο Βασίκο γύρισε στο σπίτι. Και από κει και πέρα η Βαρβάρα δεν είχε δείξει αυστηρή προσέγγιση προς το παιδί, όμως, από καιρό σε καιρό προέτρεπε στο παιδί του να ζούσε συνηθισμένα και όχι μόνο με την θρησκεία. Ο Βασίκο, μετά από την επιστροφή στο σπίτι του, τουλάχιστον μια φορά το μήνα ανέβαινε στη Μονή της Μπετανία και βοηθούσε τους ηλικιωμένους μοναχούς που ζούσαν εκεί σε διάφορες εργασίες.

Το 16 χρονών αγόρι για να προσκυνήσει τη Μονή του Μαρτκόπι πήγε με τα πόδια. Εκεί ο Βασίκο βρήκε τον τίμιο μοναχό, πατέρ Αϊτάλα, τον οποίο εκτιμούσε πολύ και τον απομνημονευόταν με μεγάλη τιμή, και στα επόμενα χρόνια ο γέροντας Γαβριήλ έλεγε ότι εκείνος ήταν «άξιος μοναχός, μοναχός που μπορούσε να είχε γνώση των κρυφών». Από εκείνη την περίοδο της ζωής του γέροντα Γαβριήλ πρέπει να αναφέρουμε ακόμα μια ιστορία: Στο νεκροταφείο της περιοχής Βέρα, όπου είχαν ταφεί οι ευέλπιδες που θανατώθηκαν στη μάχη για την ανεξαρτησία της Γεωργίας, η κομμουνιστική κυβέρνηση αποφάσισε να φτιάξει έναν κήπο. Οι εργασίες έγιναν με μπουλντόζες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν τα οστά των νεκρών στην επιφάνεια της γης. Για αυτήν την βάρβαρη πράξη ο νεαρός Βασίκο στενοχωρήθηκε πολύ και κάθε νύχτα μάζευε κρυφά σε έναν σάκο τα οστά και τα έθαβε εκ νέου σε έναν ασφαλή τόπο. Το 1949 ο Βασίκο κατατάχθηκε στον Στρατό. Υπηρέτησε στο Μπατούμι, στη συνοριακή μονάδα. Παρά του αυστηρού καθεστώτος ο Βασίκο κατάφερνε να νηστεύει. Πήγαινε κρυφά και κοινωνούσε στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου, την οποίαν δεν είχαν κλείσει.

Μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ο Βασίκο γύρισε στο σπίτι. Σύντομα τον κάλεσαν σε έναν Ιατρικό Κέντρο και του έκαναν ανάκριση. Του θύμισαν περί του οράματος που είχε στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν δώδεκα χρονών και όταν του εμφανίστηκε το πνεύμα του κακού. Σε μερικές μέρες ο Βασίκο έλαβε ένα έγγραφο, με το οποίο του γνωστοποίησαν ότι εκείνος ήταν ψυχικά άρρωστος και ότι του απαγόρευαν την επαγγελματική δραστηριότητα. Του χορήγησαν τη σύνταξη αναπηρίας 2ης κατηγορίας. Αυτό το γεγονός ήταν παραβίαση του Νόμου, διότι σύμφωνα με τη Νομοθεσία της ΕΣΣΔ, απαγορευόταν η θητεία στο Στρατό των ανθρώπων με αναπηρία. Αυτή η πράξη πραγματοποιήθηκε εκ μέρος της Σοβιετικής Ασφάλειας και των ηγετών της κομματικής ιδεολογίας, ώστε να μην έχει πρόοδο της σταδιοδρομίας του και για να μην αποτελέσει τον κίνδυνο για το κομμουνιστικό σύστημα ένας άνθρωπος με τέτοια πίστη.

Από κει και πέρα ο Βασίκο με περισσότερη σοβαρότητα συνέχισε την πνευματική του ζωή. Στην αυλή του σπιτιού του έκτισε σπιτάκι μικρού μεγέθους, όπου άρχισε την άσκησή του στη μοναξιά και στην ησυχία. Για Εσπερινό και για τη Θεία Λειτουργία πήγαινε στο Καθεδρικό Ναό του Σιόνι. Ο νεαρός Βασίκο σύντομα κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του Αγιοτάτου και Μακαριότατου Καθολικού - Πατριάρχη της Γεωργίας Μελχισεντέκ Γ΄. Με την ευλογία του Πατριάρχη ο Βασίκο δούλεψε στο Ναό του Σιόνι ως φρουρός, ύστερα και ως αναγνώστης των ψαλμών. Το 1955 ο Βασίκο χειροτονήθηκε Διάκονος, και στις 23 Φεβρουαρίου εκάρη μοναχός στη Μονή του Μοτσαμέτα στο Κουταΐσι και σύμφωνα με την θέλησή του ονομάστηκε Γαβριήλ. Μετά από 3 μέρες χειροτονήθηκε ιερομόναχος στο Καθεδρικό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου από τον Επίσκοπο του Κουταΐσι και του Γκαενάτι, Γαβριήλ (Τσατσανίτζε).

Από την ημέρα της χειροτόνησης ο γέροντας Γαβριήλ με εκπληκτική αγάπη και κόπο υπηρετούσε τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Με την ευλογία του Μελχισεντέκ Γ΄ ο γέροντας υπηρετούσε πρώτα στο Σιόνι, και μετά το 1960 ασκήτεψε στη Μονή της Μπετανία, μαζί με τον αγαπημένο πνευματικό του πατέρα Γεώργιο (Μχεΐτζε) και τον ιερομόναχο Βασίλ (Πιρτσχαλάβα). Στα τέλη του 1962, ύστερα από τη αποβίωση του πατέρα Ιωάννη (Μαΐσουράτζε), του ιερομονάχου Βασίλ (Πιρτσχαλάβα) και του πατέρα Γεωργίου (Μχεΐτζε) η κυβέρνηση έκλεισε τη Μονή της Μπετανία. Ο γέροντας Γαβριήλ επέστρεψε στην Τιφλίδα, όπου, στην αυλή του σπιτιού του, μόνος του ολοκλήρωσε την οικοδόμηση της μικρού μεγέθους εκκλησίας με 7 τρούλους. Στα 1962-1965 ο γέροντας Γαβριήλ υπηρετούσε στον Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου γύρω του μαζεύτηκε η μικρή ενορία. Για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί τι εκπληκτικό θάρρος της ψυχής είχε ο νεαρός γέροντας Γαβριήλ, ο οποίος είχε κάνει ένα αφάνταστο και πρωτοφανές βήμα αντί του τρομερού κομμουνιστικού συστήματος: Την 1η Μαΐου 1965 στη διαδήλωση που οργανώθηκε μπροστά από το κτίριο του Συμβουλίου Υπουργών ο γέροντας έκαψε το τεράστιο πορτρέτο του Λένιν. Στον αναστατωμένο κόσμο ο γέροντας κήρυσσε τολμηρά: - «Την Δόξα δεν πρέπει να την αποδώσουμε στον πεθαμένο, παρά μόνο στον Χριστό, ο οποίος πάτησε τον θάνατο και μας χάρισε την αιώνια ζωή». Το εξοργισμένο πλήθος ανθρώπων όρμησε ανελέητα εναντίον του γέροντα Γαβριήλ. Η πόλη σήμανε συναγερμό πρώτου βαθμού και το περίφημο 8ο σύνταγμα καταλάγιασε τον κόσμο σώζοντας τον γέροντα από το βέβαιο θάνατο. Τον ετοιμοθάνατο πλέον γέροντα Γαβριήλ έφεραν στο απομονωτήριο της Ασφάλειας με 17 κατάγματα σε όλο το σώμα και κυρίως της κάτω γνάθου. Η ανάκριση έφερε μόνο τυπικό χαρακτήρα, δεν δικάστηκε αλλά καταδικάστηκε με μη αναστρέψιμη θανατική ποινή (εκτέλεση). Οι ηγέτες του κομμουνιστικού καθεστώτος είχαν μόνο ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον – εκείνοι ζητούσαν ο γέροντας να ομολογήσει ότι αυτή την πράξη έκανε με την εντολή της εκκλησίας, και αντί αυτής της ομολογίας του υπόσχονταν να του αφαιρέσουν τη θανατική ποινή. Παρά τα μακρόχρονα βασανιστήρια ο γέροντας Γαβριήλ στάθηκε ακλόνητος. Αντιθέτως, στην επόμενη ανάκριση πάλι ανέφερε τον Λένιν ως «θηρίο», και ως αποτέλεσμα πάλι αποδέχτηκε βάσανα. Αυτό το συμβάν έγινε γνωστό για ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό το απίστευτο και συγκλονιστικό συμβάν βρήκε ευρεία διάδοση μέσω εφημερίδων και περιοδικών της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι εξελίξεις επηρέασαν την πολιτική του Κρεμλίνου και αντί να εκτελέσουν τον γέροντα Γαβριήλ τον μετέφεραν στο Ψυχιατρείο, με το καθεστώς του ψυχικά αρρώστου ανθρώπου. Η Σοβιετική Κυβέρνηση σκόπευε να κρατήσει μόνιμα τον γέροντα Γαβριήλ σε απομόνωση στο Ψυχιατρείο, όμως ο Θεός δεν διατήρησε στην ζωή τον πιστό υπηρέτη του μόνο για αυτό τον σκοπό.

Προκαλεί ενδιαφέρον και το απόσπασμα από την ιατρική γνωμάτευση: Η ΣΣΔ της Γεωργίας Το αστικό ψυχο-νευρολογικό νοσοκομείο της υγειονομικής περίθαλψης της πόλης Τιφλίδα 19/1 – το 1966, πόλη Τιφλίδα, πάροδος Ελεκτρόνι №1.

№ 666

Ο ασθενής Ουργκεμπάτζε Γκιόργκι του Βασίλη, γεννηθείς το 1929, με εκπαίδευση 6 τάξεων, κάτοικος οδ. Τετριτσκάρο 11. Εισήχθη για νοσηλεία στο αστικό ψυχο-νευρολογικό νοσοκομείο στις 18/08/1965, έχει μεταφερθεί από την φυλακή για υποχρεωτική θεραπεία. Διάγνωση: ψυχοπαθής, έχει τάσεις σχιζοφρένειας με ψυχωτικές διαταραχές. Εξιτήριο στις 19/09/1965. Σύμφωνα με το ιστορικό του ασθενή, στην ηλικία δώδεκα χρονών του φανερώθηκε το πονηρό πνεύμα, με κέρατα στο κεφάλι… Ο ασθενής επιβεβαιώνει ότι οτιδήποτε κακό συμβαίνει στην χώρα και στον κόσμο φταίει ο πονηρός. Στην ηλικία 12 χρονών άρχισε να προσκυνήσει τις εκκλησίες, προσευχόταν, απέκτησε εικόνες, έμαθε εκκλησιαστική γραφή… Το 1949 εκλήθη για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία. Και στον στρατό, τον ελεύθερο καιρό περνούσε στην εκκλησία. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες ακούγαν γελώντας τον παραλογισμό του: «Την Τετάρτη ο Ιούδας πούλησε τον Χριστό για 30 αργύρια, και την Παρασκευή οι Εβραίοι αρχιερείς τον σταύρωσαν». Λοιπόν, ζούσε στις ψευδαισθησίες.

Όπως προκύπτει από την υπόθεση, την 1η Μαΐου 1965, την ημέρα της διαδήλωσης έκαψε το μεγάλο πορτρέτο του Λένιν, το οποίο είχαν κρεμάσει στο κτίριο του Συμβουλίου Υπουργών. Ύστερα από την ανάκριση, δήλωσε ότι προέβη σε αυτή την πράξη γιατί εκεί πρέπει να κρέμεται η εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού, γιατί δεν επιτρέπεται η αποθέωση του γήινου ανθρώπου – προκάλεσε αμφιβολία ότι δεν ήταν ψυχικά υγιής και για αυτό τον λόγο εστάλη σε μας για ιατροδικαστική εξέταση για ψυχοπάθεια. Ύστερα από εξέταση διαπιστώθηκε το εξής: ο ασθενής εκδηλώνει διαταραχή προσανατολισμού ως προς τον τόπο, το περιβάλλον και τον χρόνο. Ψιθυρίζει κάτι χαμηλόφωνα: πιστεύει στην ύπαρξη του ουράνιου Όντος, του Θεού και των Αγγέλων κ.λπ. Κατά τη συζήτηση ο γενικός άξονας του ψυχοπαθή στρέφεται πάντα προς εκείνη την κατεύθυνση ότι τα πάντα γίνονται με την θέληση του Θεού κ.λπ. Στο Τμήμα είναι απομονωμένος από τους άλλους ασθενείς. Σε όλες τις συνομιλίες του πάντα αναφέρει το όνομα του Θεού, τους Αγγέλους, τις εικόνες κ.λπ. Δεν κάνει κριτική για την κατάσταση που βρίσκεται.

Έχει κάνει κατάλληλη θεραπεία και ύστερα πέρασε την Επιτροπή.
Το πρακτικό του ιατρείου: 1965, №42
/Ο επικεφαλής της Επιτροπής: υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής/ ο γενικός ιατρός Τ. Αμπραμισβίλι, τα μέλη: Τζ. Σαλαμπερίτζε και ο ιατρός: Κοπόβ.
Έξοδος από το νοσοκομείο στις 19/09/1965. Η μητέρα τον πήρε στο σπίτι.
Ιατρός: Λεζάβα – 19/01/1966.




Από την πλευρά των ψυχιάτρων, τέτοια δήθεν αρνητική γνωμάτευση αποδεικνύει την αγάπη του γέροντα Γαβριήλ προς τον Θεό. Προκαλεί έκπληξη ότι στη ιατρική γνωμάτευση στην Σοβιετική Κυβέρνηση ως συμπέρασμα έχουν περιγράψει την θεοφοβούμενη ζωή του γέροντα Γαβριήλ και η περιγραφή αυτή αρκεί με μια χαρά στα δραστήρια μέλη του κόμματος. Όταν η θέληση του Θεού μπαίνει στη ζωή των ανθρώπων, τότε γίνονται πολλά θαύματα ανέφικτα για το νου μας. Τον γέροντα Γαβριήλ απελευθέρωσαν μετά από 7 μήνες φυλάκισης. Στην απελευθέρωσή του συνέβαλε και ο επίτιμος ακαδημαϊκός Αβλίπ Ζουραμπισβίλι.

Μια φορά, ύστερα από δεκάδες χρόνια, όταν ο Γέροντας Γαβριήλ υπηρετούσε ήδη στη Μονή του Σαμτάβρο, τον επισκέφθηκε ο ιερομόναχος Γεράσιμος, το μέλος της αδελφότητας της Μονής Αγ. Γερμανού του εν Αλάσκα μίας από τις πασίγνωστες ορθόδοξες Μονές στις ΗΠΑ, ο οποίος μετέπειτα εξέδωσε ένα βιβλίο στην αγγλική γλώσσα «Ο εξομολογητής του Χριστού στον σύγχρονο κόσμο». Το βιβλίο τελειώνει με τα εξής λόγια: «Ο πατήρ Γαβριήλ μας ευλόγησε. Αποχαιρετιστήκαμε. Επιστρέφαμε πίσω και δεν μας άφηνε η αίσθηση ότι γίναμε μάρτυρες ενός θριάμβου της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης των καιρών μας».

Παρ’όλο που στον γέροντα Γαβριήλ άφησαν άθικτη την ιερωσύνη του, του απαγόρεψαν την λειτουργία στην εκκλησία. Λόγω αυτής της απαγόρευσης ο Γέροντας παρακολουθούσε την λειτουργία μαζί με την ενορία του και κοινωνούσε όπως ο κοσμικός. Τον καλούσαν συχνά στο Συμβούλιο της Ασφάλειας, από πού επέστρεφε σκληρά βασανισμένος και ξυλοκοπημένος. Μια φορά, όταν αλύπητα ξυλοκοπημένος δεν μπορούσε πια να περπατήσει, ειδοποίησαν τα μέλη της οικογένειάς του και τους ζήτησαν να τον πάρουν στο σπίτι. Μετά από αυτή την περίοδο ο γέροντας Γαβριήλ ξεκινάει την ζωή με εκείνο τον τρόπο, ο οποίος ήταν πολύ επώδυνος για τον εαυτό του. Εκείνος έπρεπε να παρουσιαστεί στον κόσμο όπως ο πνευματικά άρρωστος: κατά την εμφάνιση έπρεπε να παραιτηθεί από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής. Αντί της σιωπής κήρυττε μεγαλόφωνα στους δρόμους. Μέχρι τότε που αυστηρά απαγόρευε να πίνει κρασί, τώρα δημοσίως έπινε για να τους φανεί ως αλκοολικός. Η Σαλότητα είναι υψηλού επιπέδου άσκηση. Η Σαλότητα ενώπιον των ανθρώπων απαιτούσε τον εκπληκτικό ηρωισμό, την πνευματική δύναμη και τον θείο νου. «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί» (Προς ΚΟΡΙΝΘ. Α, ΚΕΦ. Α – 25). Είναι εκπληκτική η μέγιστη ταπεινοσύνη του γέροντα Γαβριήλ. Η μεγαλύτερη αδελφή του γέροντα, κυρία Έμμα αναπολεί:
- «Εμείς δεν τον καταλαβαίναμε. Εκείνος από τα παιδικά χρόνια ήταν άνθρωπος με ευαίσθητη ψυχή. Όταν χειροτονήθηκε ιερέας, ο κόσμος τον σεβόταν κατά κάποιο τρόπο. Όταν ο Γαβριήλ ερχόταν στο σπίτι, έκλαιγε συχνά στην εκκλησία του. Μια φορά είχε αφήσει την πόρτα της εκκλησίας ανοιχτή και όταν άκουσα τη φωνή του κλάματος, μπήκα και τον ρώτησα στενοχωρημένη: Βασίκο, αδελφέ, γιατί κλαις έτσι, μήπως κάτι κακό σου συνέβη;
- Αδελφή, ο Χριστός γεννήθηκε στη φάτνη, ενώ ο κόσμος εμένα τιμάει και φιλάει τα χέρια μου». Παρά της εκπληκτικής ταπεινοσύνης του γέροντα Γαβριήλ, πολλοί ιερείς ή κοσμικοί τον τιμούσαν με σεβασμό και ευλάβεια. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από την απελευθέρωση του γέροντα Γαβριήλ από την φυλακή και το τρελοκομείο. Η κομμουνιστική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συνηθίζει την τολμηρή άσκηση και την ομολογία του γέροντος. Αποφασίστηκε να γκρεμιστεί η εκκλησία του, το γεγονός που εκδήλωσε τον εσωτερικό αγώνα του αιματηρού κόκκινου καθεστώτος αντί του γέροντα Γαβριήλ. Είναι εκπληκτικό, αλλά ο γέροντας Γαβριήλ ανακαίνισε εκ νέου την γκρεμισμένη εκκλησία. Για να ζητήσουν συγνώμη κρυφά τον επισκέφθηκαν πρώτα ο Αρχηγός της Αστυνομίας, και έπειτα ο Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής. Ο γέροντας Γαβριήλ ανακαίνισε πολύ γρήγορα την εκκλησία – παρεκκλήσι του, όμως με διαφορετική μορφή από την πρωταρχική: αντί τους 7 τρούλους έβαλε μόνο έναν και υψηλό τρούλο. Η εκπληκτική εκκλησία που χτίστηκε από τον γέροντα Γαβριήλ, σήμερα σώζεται με αυτή τη μορφή.

Το 1971 με την ευλογία του Καθολικού-Πατριάρχη Εφραίμ Β’ και του Μητροπολίτη Ηλία (νυν Καθολικός – Πατριάρχης της Γεωργίας. Τότε ο Μακριότατος διεύθυνε το Ιεροδιδασκαλείο) ο γέροντας Γαβριήλ διορίστηκε ως ιερέας στην γυναικεία Μονή του Σαμτάβρο και του Ιεροδιδασκαλείου. Για μόνιμη κατοικία του χορήγησαν έναν πύργο στη Μονή του Σαμτάβρο. Ο Γέροντας Γαβριήλ μερικές φορές με ειλικρινή χαρά έλεγε: «Αυτό το κελί μού εδόθη με την χάρη του Σωτήρος και της Παναγίας Θεοτόκου και με την ευλογία των δύο Πατριαρχών».

Από το 1972 έως το 1990, μέχρι την τελική εγκατάστασή του στο Σαμτάβρο, ο γέροντας Γαβριήλ ανέλαβε ως ειδική άσκηση να προσκυνήσει τις εκκλησίες και τις μονές που έκλεισαν και παράτησαν λόγω του κομμουνιστικού καθεστώτος. Σε περίπτωση που ο τόπος προσκυνήματος βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση, είχε δύσκολη γεωγραφική θέση ή περιείχε κάποιο κίνδυνο το προσκύνημα, ο γέροντας Γαβριήλ πήγαινε συνέχεια μόνος του. Σε άλλες περιπτώσεις τον συνόδευαν μερικοί πιστοί άνθρωποι, οι οποίοι τον βοηθούσαν στην λειτουργία με ανάγνωση ψαλμών ή με άλλο τρόπο. Ο γέροντας Γαβριήλ έλεγε:
- Να έχετε πίστη ότι εμείς εδώ δεν ταράζουμε μάταια τον αέρα. Αλήθεια, σήμερα πολλές εκκλησίες και μονές είναι γκρεμισμένες και κλειστές, αλλά ο άγιος Άγγελος ο οποίος διορίστηκε σε αυτόν τον τόπο με την εντολή του Θεού, βλέποντας την επιμέλεια και ακούγοντας την προσευχή μας, με την χαρά μεταφέρει την ευχή μας προς τα ουράνια και την κάνει να εισακουστεί από τον Θεό. Βλέπετε, σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε τώρα; Μερικές φορές στο χιόνι και τη βροχή, σκεπασμένοι με σελοφάν, είμαστε αναγκασμένοι να τελέσουμε την λειτουργία, αλλά θα έρθει ο καιρός όταν θα δούμε ότι αυτές οι εκκλησίες και οι μονές θα αποκατασταθούν, θα επαναλειτουργήσουν τελώντας τη Θεία Λειτουργία (αυτά που έλεγε ο γέροντας ήταν απίστευτο εκείνη την εποχή).

Από το 1987 ο γέροντας Γαβριήλ στο Σαμτράβρο, στη λεγόμενη «Κακλοβάνι» 4 , άρχισε να ζει σε μία στενόχωρη ξύλινη καλύβα. Την καλύβα αυτή η Μονή στα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσε ως κοτέτσι, και ύστερα είχε μείνει χωρίς λειτουργία. Εκείνη την περίοδο ο γέροντας Γαβριήλ πολύ σπάνια - για τρεις μέρες ή για μια εβδομάδα - άφηνε την Μονή και ύστερα επέστρεφε πάλι την ξύλινη οικία του. Αυτός ο τρόπος ζωής αποδείκνυε ταυτόχρονα την ταπεινοσύνη του και τον ασκητισμό του: αποδείκνυε την ταπεινοσύνη γιατί είναι πολύ δύσκολο να μένει κανείς σε τόσο μικρό χώρο, όπου είναι αδύνατο να σταθείς όρθιος και αντέχεις - χωρίς να ζεσταθείς καθόλου - την παγωνιά μαζί με την υγρασία που πιάνει στην πόλη Μτσχέτα, ενώ η κατοικία αυτή έχει ανοίγματα με 2-3 εκ.
– αυτό είναι πραγματικά υψηλού επιπέδου μοναχικός ασκητισμός.

Αυτή την περίοδο ο γέροντας Γαβριήλ έμεινε σε αυτή τη ξύλινη καλύβα και πολύ σπάνια - μόνο για μία ή δύο νύχτες - έμενε στο Πύργο, στο κελί του. Μια φορά του φανερώθηκε ο Άγγελος του Θεού ο οποίος του ανάγγειλε περί του κομματιού της στήλης του Σβετιτσχοβέλι και του έδειξε την ακριβή τοποθεσία του, όπου φυλαγόταν αυτό το ιερό. Ο γέροντας Γαβριήλ μαζί με τις μοναχές της Μονής έβγαλε αυτό το ιερό με την ευλάβεια από την κρυφή τοποθεσία του. Αυτό το ιερό σήμερα φυλάσσεται στη Μονή του Σαμτάβρο. Το 1990 ο γέροντας Γαβριήλ κατέφυγε στη Μονή του Σίο – Μγβίμε (Ιερά Μονή του Σίο του σπηλαιώτη), γιατί επιθυμούσε να ζει έγκλειστος σε απομόνωση. Στην απομόνωσή του έλαβε μήνυμα από τον Θεό να επιστρέψει στη Μονή του Σαμτάβρο και να υπηρετήσει τον κόσμο. Από αυτή τη περίοδο μέχρι το θάνατό του ο γέροντας Γαβριήλ εγκαταστάθηκε στο κελί του, στον πύργο που βρισκόταν στην Ιερά Μονή του Σαμτάβρο και σύμφωνα με την εντολή του Θεού με ανιδιοτελή άσκηση για τους συνανθρώπους ολοκλήρωσε την ζωή του. Τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1991 η πολιτική κατάσταση στην Γεωργία επιδεινώθηκε, όμως μόνο ο γέροντας Γαβριήλ ένιωθε προορατικά την συμφορά που θα έπρεπε να γίνει και έλεγε: «Αίμα στο Ρουσταβέλι 5 ! Αίμα! Αίμα των Γεωργιανών!» Όταν στη λεωφόρο Ρουσταβέλι άρχισε η ένοπλη σύγκρουση 6 μεταξύ των Γεωργιανών ο γέροντας Γαβριήλ χτυπούσε καμπάνες στη Μονή του Σαμτάβρο και έκλαιγε. Αυτή την περίοδο ο γέροντας Γαβριήλ τηρούσε αυστηρή νηστεία και σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα. Είναι πολύ δύσκολο να διηγηθούμε και να περιγράψουμε το πώς προσευχόταν ο γέροντας για όλη την Γεωργία, με δάκρια και θρήνο, μπροστά στον Θεό και την Παναγία. Ο γέροντας Γαβριήλ δεν έκανε διακρίσεις. Ζούσε με την λύπη και την χαρά του καθενός που τον επισκεπτόταν. Έσωσε πολλούς ανθρώπους από το πνευματικό σκοτάδι και χάριν του προορατικού χαρίσματος που είχε τους έδειχνε τον αληθινό δρόμο.

Ο γέροντας Γαβριήλ έκρυβε σχεδόν εντελώς την δύναμη θαυματουργίας, αλλά σε ακραίες περιπτώσεις όταν επρόκειτο για τη βάση του χριστιανισμού και της πίστεως – το Ενιαίο Τριαδικό Δόγμα, ο γέροντας φανέρωσε σαφώς το χάρισμα του Θεού για την βεβαίωση της Θείας Αλήθειας. Μια φορά τον επισκέφθηκε ένας Γεωργιανός, οπαδός του Ινδουισμού, ο οποίος για μερικά χρόνια ακολουθούσε αυτή τη θρησκεία και έμενε για πολύ καιρό στην Ινδία όπου είχε και τον δάσκαλό του. Ο γέροντας Γαβριήλ πήρε ψωμί, το οποίο σφράγισε με το σημείο του Σταυρού εξ ονόματος της Αγίας Τριάδας και αντί του ψωμιού ξαφνικά φάνηκαν: νερό, σιτάρι και φωτιά. - Κοίταξε καλά συνάνθρωπε για να αντιληφθείς: Έτσι είναι και η Αγία Τριάδα, είναι ένας Θεός σε τρία πρόσωπα: ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ύστερα, ο γέροντας πάλι σφράγισε με το σημείο του Σταυρού εξ ονόματος της Αγίας Τριάδας και το νερό, το σιτάρι και η φωτιά πάλι έγιναν ψωμί. - Όπως αυτό το ψωμί είναι αδιαίρετο, και η Αγία Τριάδα είναι αδιαίρετη και ομοούσια κατά τη θεότητα.

Μια φορά την Γεωργία επισκέφθηκαν οι μοναχοί και ο ηγούμενος Ιωσήφ από την Ιερά Μονή Ξεροπόταμου του Αγίου Όρους, οι οποίοι επισκέφθηκαν και την Μονή του Σαμτάβρο και πήραν ευλογία από τον γέροντα Γαβριήλ. Ο γέροντας Γαβριήλ θύμωσε με τον πατέρα Ιωσήφ: - «Πώς τόλμησες και είπες πως η Μητέρα Θεοτόκος έχει εγκαταλείψει την Γεωργία; Με την ευλογία και την ευχή Της υπάρχουμε, εσύ όμως δεν το βλέπεις και αγνοείς τα κατορθώματά Της!» Όταν το άκουσε ο πατήρ Ιωσήφ σάστισε, γονάτισε και ζήτησε συγχώρεση. Ο γέροντας Γαβριήλ αγκάλιασε σφιχτά τον Έλληνα φιλοξενούμενο και τον κάλεσε στο τραπέζι. Έπειτα έγινε γνωστό ότι οι πατέρες πριν προσκυνήσουν την Ιερά Μονή Σαμτάβρο προσκύνησαν τον Ναό του Σβετιτσχοβέλι. Η δύσκολη πολιτική και οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στη Γεωργία εκείνη την περίοδο, συνοδευόμενη με την πνευματική κατάσταση του έθνους που πρόσφατα απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία του αθεϊστικού καθεστώτος, αποτέλεσε τον λόγο ο τίμιος Αρχιμανδρίτης να στοχαστεί λυπημένος κατά την προσευχή του το εξής: «Παναγία, έχεις εγκαταλείψει την Γεωργία». Την ώρα του αποχαιρετισμού οι ενθουσιασμένοι πατέρες πρότειναν στον γέροντα Γαβριήλ να ταξιδέωει στο Άγιο Όρος και σε αυτό πήραν τέτοια απάντηση: - Εγώ είμαι στο Άγιο Όρος μου, την Γεωργία μου δε θα την αλλάξω για το Άγιο Όρος.

Την ίδια εποχή, με ειδικό σκοπό να γνωρίσει προσωπικά τον γέροντα Γαβριήλ, την Γεωργία επισκέφθηκε ο ιερομόναχος Γεράσιμος από την Αμερική, ο οποίος ασκήτευε στη Μονή Πλατίνα της Καλιφόρνιας που ίδρυσε ο γνωστός Αμερικανός ασκητής Σεραφείμ Ρόουζ. Επιστρεφόμενος στην πατρίδα του ο πατέρας Γεράσιμος και η αδελφότητα της Μονής Πλατίνα της Καλιφόρνιας αφιέρωσαν ένα άρθρο στον γέροντα Γαβριήλ σε ένα ορθόδοξο περιοδικό, όπου έγραφε: «Στην Γεωργία δεν γνωρίζουν καν πόσο μεγάλο ασκητή έχουν στο μοναστήρι». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο γέροντας αρρώστησε βαριά από την υδροκήλη. Επιπλέον, έσπασε το πόδι. Από αυτή την περίοδο και πέρα μέχρι τον θάνατό του κατά τη διάρκεια ενάμισι χρόνου, ο γέροντας Γαβριήλ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Μόνο πολύ σπάνια, με πολύ πόνο και υπομονή άφηνε να τον σηκώσουν λίγο για να κάθεται μπροστά στο κελί του.
- Η ζωή σας είναι η ζωή μου! Αν δεν θυσιάσεις την ζωή σου για τον συνάνθρωπό σου, αλλιώς δε θα έχεις αποτέλεσμα – έλεγε ο γέροντας. Ήταν αξέχαστη το χάρισμα της φιλοξενίας που είχε ο γέροντας Γαβριήλ. Πριν σπάσει το πόδι, όλους φιλοξενούσε με το φαγητό που είχε μαγειρέψει ο ίδιος, όμως μετά, όταν δεν μπορούσε ο ίδιος να μαγειρέψει φιλοξενούσε με αγάπη όλους τους επισκέπτες του με το φαγητό που είχε μαγειρέψει η μοναχή Παρασκευή ή κάποιος άλλος. Προσπαθούσε συνεχώς να πλησιάσει τους ανθρώπους στον Θεό. Τα λόγια του, τα οποία είχαν ιδιαίτερη χάρη και δύναμη, άφηναν ίχνη στις καρδιές των ανθρώπων. Οι ομιλίες του, σχεδόν πάντα συνοδευόμενες με δάκρια, ήταν αδύνατο να παραμείνουν άκαρπες.

Ο γέροντας Γαβριήλ επί χρόνια ομιλούσε στους επισκέπτες του πρωτίστως περί της αγάπης του Θεού και του συνανθρώπου, περί της μετάνοιας, της ταπεινοσύνης και της καλοσύνης. Όμως την τελευταία χρονιά της ζωής του, απότομα άρχισε να ομιλάει για έσχατους καιρούς. Έλεγε σε όλους τους επισκέπτες του ότι ζουν στην εποχή των εσχάτων καιρών.
- Εσείς θα τον δείτε τον Αντίχριστο. Όταν αρχίσουν οι διωγμοί και θα αναγκαστείτε να καταφύγετε στα βουνά, μη φοβηθείτε! Όπως και στους Ισραϊλιτές στην έρημο δεν στέρησε τίποτα ο Θεός, όταν απελευθερώθηκαν από τη δουλεία του Φαραώ και της Αιγύπτου, ακριβώς με ίδιο τρόπο θα μεριμνήσει ο Θεός και για εσάς, οι οποίοι θα καταφύγετε στα βουνά για την ελευθερία εν Χριστώ, για να αποφύγετε τη δουλεία της Αιγύπτου – του εδώ κόσμου και του Φαραώ – του Αντίχριστου. Να γνωρίζετε ότι αυτό θα σας οδηγήσει στην Παράδεισο και θα λάμψετε σαν ήλιος.

Τις τελευταίες ημέρες ο γέροντας Γαβριήλ ομιλούσε μόνο για την Αγάπη και σε όλους τους επισκέπτες του με δακρυσμένα μάτια έλεγε:
- Να θυμάστε ότι ο Θεός είναι η Αγάπη! Να κάνετε όσο μπορείτε περισσότερο καλό για να σας σώσει η καλοσύνη σας. Να είστε ταπεινοί διότι ο Θεός στους ταπεινούς θα δώσει την χάρη 7 . Να μετανιώνετε για τις αμαρτίες σας και να τις παρατήσετε, γιατί το «αύριο» είναι μόνο παγίδα του πονηρού. Να αγαπάτε αλλήλους, διότι ο άνθρωπος χωρίς αγάπη δεν θα μπορέσει να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών.

Μία μέρα πριν το θάνατό του ο γέροντας Γαβριήλ είχε πει:
- Έφτασε η ώρα της αποβίωσής μου από τον κόσμο αυτό. Μετά χάιδεψε με το αριστερό χέρι την εικόνα του Χριστού η οποία κρεμόταν κοντά του, και ύστερα από σιωπή είπε: - Από 12 χρονών σε ακολουθώ, Κύριε! Είμαι έτοιμος, να με πάρεις. Όλη τη νύχτα, μέχρι τις 4 η ώρα της επόμενης ημέρας ο γέροντας πέρασε σε οξείς πόνους. Έπειτα άρχισε να αναπνέει μεγαλόφωνα και βαριά και φώναξε:
- Μητέρα, μητέρα! Αδελφή, αδελφή!

Μαζεύτηκαν άνθρωποι από όλη τη Μονή, τα μέλη της οικογένειάς του, οι κοντινοί του, οι κοσμικοί, ο γιατρός, οι ιερείς. Ο γέροντας Γαβριήλ όμως κοιτούσε με αγάπη την εικόνα του Αγίου Νικολάου και δεν απομάκρυνε το βλέμμα του από αυτήν. Ο μητροπολίτης Δανιήλ του διάβασε τις ευχές της εξόδου της ψυχής. Όταν τελείωνε την προσευχή ο γέροντας Γαβριήλ χαμογέλασε και κοιμήθηκε. Ήταν 2 Νοεμβρίου του 1995.

Ο γέροντας Γαβριήλ, σύμφωνα με την διαθήκη του, ετάφη τυλιγμένος σε ψάθινο χαλί στην αυλή της Μονής του Σαμτάβρο. Κατά την κηδεία, το σώμα του περιτριγύριζαν οι αγαπημένοι του άνθρωποι. Κανένας από αυτούς δεν μπόρεσε να ρίξει το χώμα στον τάφο και για αυτό έριχναν το χώμα στην άκρη του τάφου. Ύστερα, το χώμα μόνο του σκέπασε τον τάφο σαν να σκέπαζε με το ωμοφόριο και να τον αγκάλιαζε στην καρδιά του.

Στον τάφο του, σύμφωνα με την διαθήκη του, αναγράφονται τα λόγια του γέροντα:

«Η αλήθεια είναι μέσα στην αθανασία της ψυχής» - ο Γέροντας Γαβριήλ.



1. «Μούχα» στη γεωργιανή γλώσσα σημαίνει «βελανιδιά» ↑
2. Πατριαρχικός και Καθεδρικός Ναός Σβετιτσχοβέλι (κατά λέξη σημαίνει «ζωντανή στήλη») στην πόλη Μτσχέτα, κτίστηκε αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., έγινε ανακατασκευή του παλιού ξύλινου ναού του 4 αιώνα. Σε αυτό τον Ναό, που αποτελεί σπουδαιότατο μνημείο πολιτισμού, τέχνης και αρχιτεκτονικής της Γεωργίας, είναι θαμμένος ο χιτώνας του Χριστού. ↑
3. Μονή του Σίο του σπηλαιώτη ↑
4. Σημαίνει ο τόπος που φυτρώνουν πολλές καρυδιές ↑
5. Κεντρικός λεωφόρος της πρωτεύουσας της Γεωργίας, στην Τιφλίδα. Ο Σότα Ρουσταβέλι είναι μεγαλύτερος Γεωργιανός ποιητής και στοχαστής του 12ου αιώνα. ↑
6. Ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Γεωργία (1991-1993) ↑
7. Ιακώβ 1, Δ΄- 6: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». ↑








Στον τάφο του γέροντα Γαβριήλ μέχρι σήμερα γίνονται πολλά θαύματα να θεραπεύονται οι άνθρωποι. Σε διάφορες χώρες του κόσμου σε μερικές γλώσσες έχουν εκδοθεί τα βιβλία περί διδασκαλίες, βίου και δράσης του και ακόμα περί θαυμαστών θεραπειών του γέροντα Γαβριήλ που γίνονται συνέχεια.

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Δεκ 26, 2015 11:36 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ-ΙΛΑΡΙΩΝ

Εικόνα


Οί τελευταίες στιγμές του, κι΄ ένα θαυμαστό γεγονός !

Ο γνωστός διορατικός γέροντας Γαβριήλ πού βρίσκεται λίγο έξω από τίς Καρυές ( photo), διαβεβαίωσε ότι όταν κοιμήθηκε ο Μακαριστός Αντώνιος έγινε τέτοιο "γλέντι" στον Παράδεισο που είχε να γίνει από την εποχή τής κοίμησης του Αγίου Νεκταρίου!
Άς δούμε τώρα την περιγραφή πού έδωσε ένας πιστός χριστιανός, σχετικά με τις τελευταίες ώρες του Μητροπολίτου Αντωνίου:
«…Βρέθηκα », λέει, «με το μοναχό, στα χέρια του οποίου κοιμήθηκε ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος. Τον παρακάλεσα να μου περιγράψει τις τελευταίες στιγμές της κοιμήσεώς του, και μού είπε»:
«Ο Μακαριστός κατά τις τελευταίες ημέρες ήταν σε άσχημη κατάσταση και είχε δυσκολία ακόμη και στο να μιλήσει. Τον είχαμε πάει στην Αθήνα όπου εκεί έκανε εγχείρηση αφαίρεσης του στομάχου λόγω του καρκίνου που είχε. Την επόμενη ημέρα μετά την εγχείρηση μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο τον είδαμε να κλαίει έντονα κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο σε μια εικόνα μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου
"Τι έπαθες Δέσποτα;" τον ρωτήσαμε. Με δυσκολία ψέλλισε "θα σας πω... θα σας πω..." αλλά μετά από εκεί πλέον δεν μπορούσε να μιλήσει.
Προφανώς κάτι είδε που τον συγκλόνισε...
Μετά, τον φέραμε στο γυναικείο μοναστήρι στο Μικρόκαστρο αλλά δεν ήθελε να τον περιποιούνται οι μοναχές και έτσι καθόμασταν δίπλα του εναλλάξ διάφοροι μοναχοί. Είχα μια αδιόρατη διαίσθηση ότι θα κοιμηθεί στα χέρια μου. Δεν ξέρω γιατί...
Η υγεία του επιδεινώθηκε και τον πήγαμε στο νοσοκομείο Μποδοσάκειο στην Πτολεμαΐδα. Κάποια μέρα δεν υπήρχε άλλος μοναχός να πάει στον Μακαριστό και ο Γέροντας είπε σ' εμένα να πάω μιας κι έτυχε να είμαι δίπλα του εκείνη την στιγμή.
Πήγα στο νοσοκομείο. Ο Μακαριστός ήταν στην εντατική αλλά επειδή ήταν κι άλλοι ασθενείς μέσα δεν ήθελα να είμαι εκεί και παρέμενα στον διάδρομο. Μετά από ώρα η προϊσταμένη με φώναξε και μου είπε ότι ο Δέσποτας τελείωσε...
Με θλίψη μπήκα μέσα κι ασυναίσθητα του έπιασα το χέρι και προσευχόμουνα για περίπου είκοσι λεπτά. Σε κάποια στιγμή πετάχτηκα πάνω συνειδητοποιώντας ότι έπρεπε να ειδοποιήσω την Μητρόπολη και το Μοναστήρι για την κοίμησή του.
Τότε έρχεται κατά πάνω μου έντρομη η προϊσταμένη, μια σκληρή γυναίκα και μου λέει :
--"Πάτερ τι κάνατε όση ώρα τού κρατούσατε το χέρι;"
--"Τι συμβαίνει;" την ρώτησα.
--"Πάτερ αυτό που έγινε είναι εκπληκτικό! Ενώ όταν σας φώναξα όλες οι ενδείξεις από τα μηχανήματα βεβαίωναν ότι ο Δέσποτας είχε πεθάνει από την στιγμή που του πιάσατε το χέρι άρχισαν πάλι να δείχνουν ενδείξεις ανθρώπου εν ζωή!!!
Δεν το πιστεύω! Είμαι συγκλονισμένη... Μόλις του αφήσατε το χέρι οι ενδείξεις στό μηχάνημα ξαναμηδενίστηκαν...""
Αυτός ήταν ο Μακαριστός Μητροπολίτης Αντώνιος Σισανίου, καί την ευχή του νά 'χουμε..."
 
Από τήν μαρτυρία ενός μοναχού...
 
Ὅταν ζοῦσε ὁ γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὸν Ἅγιο Σιατίστης ἀρκετὰ καλά προτοῦ αὐτὸς γίνει Μητροπολίτης, μοῦ ἀνέφερε τὸν Ἅγιο Σιατίστης Ἀντώνιο Κόμπο ὡς τὸν κορυφαῖο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι ὅταν κοιμήθηκε ὁ γέροντάς μου, πῆρα τηλέφωνο τὸν Ἅγιο Σιατίστης γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ... 
Μου εἶπε, νὰ πάω σὲ κάποιες ἡμέρες, στὶς 22 Ἰουνίου 2004, ἐπειδὴ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες εἶχε πολλὲς ὑποχρεώσεις. Ξεκίνησα ἀπὸ τὸ σπίτι μου μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου, καὶ κατὰ τὶς ἔντεκα τὸ πρωῒ ἦμουν ἔξω ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Σισανίου καὶ Σιατίστης. Πρώτη μου φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν Μητροπολίτη. 
Μπαίνω σε ἕνα μικρὸ σχετικὰ δωμάτιο μὲ λίγα γραφεῖα, ποὺ μᾶλλον ὑπόγειο θύμιζε, καὶ ζήτησα τὸν Σεβασμιώτατο. Σὲ ἕνα ἴσως λεπτό τῆς ὥρας ἔρχεται σὲ αὐτὸ τὸ ὑπόγειο ἕνας ταπεινὸς Χαριτωμένος Γέροντας, σκυφτὸς ἀπὸ τὴν ἠλικία, ποὺ θύμιζε μᾶλλον Γέροντα μοναχό, παρὰ τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ συνήθως βλέπουμε στὶς μικρὲς ὀθόνες. 
Αὐτὸς ὁ ταπεινὸς Γέροντας ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος! 
Ἤρθε γιὰ νὰ μὲ προϋπαντήσει, ἕναν τυχαῖο νέο, ποὺ οὔτε κὰν τὸν γνώριζε. Ἀφοῦ μὲ ὀδήγησε στὸ γραφεῖο του στὸν ἐπάνω ὄροφο, ἐξομολογήθηκα, καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ μὲ νουθετεῖ μὲ τὰ σοφὰ καὶ πνευματικά του λόγια. Αὐτὸ ποῦ μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, καὶ θέλω νὰ τὸ καταθέσω, εἶναι ὅτι μοῦ μίλησε ὅτι ἔχουμε τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία μας. 
Καὶ ὅταν τὸν ρώτησα, ἂν ποῦμε π.χ. ὅτι ὁ τάδε Ἐπίσκοπος εἶναι Αἱρετικὸς Οἰκουμενιστής, τότε αὐτὸ εἶναι Ὀμολογία Πίστεως; 
Ὁ Ἅγιος Γέροντας, δὲν ἦταν θετικὸς ( δέν συμφωνούσε δηλαδή με την  διατύπωση αυτή ) στὴν παραπάνω μου ἐρώτηση, καὶ κατάλαβα ὅτι οἱ Ἅγιοι ἔχουν τὴν διάκριση καὶ πληροφοροῦνται ἀπὸ τὸν Θεό γιὰ τὶς ὅποιες ἐνέργειές τους, εἰδικὰ στὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας Του...
 http://antonios-siatistis.blogspot.com/
 
Το παρακάτω κείμενο  είναι από την εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”:
 
Τον χαρακτηρίζουν «ασκητή της πόλης». Μαγειρεύει μόνος του, καθαρίζει ο ίδιος το μητροπολιτικό σπίτι, δεν χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο, ενώ σπάνια μιλά και στο σταθερό. 
Επισκέπτεται την Αθήνα για να συμμετάσχει στις Συνόδους χρησιμοποιώντας… το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, κάνει περιοδείες στα «κουτσοχώρια» με τα πόδια και έχει ξεχάσει πώς είναι τα πλούσια αρχιερατικά άμφια. «Εγώ είμαι ένας καλόγερος», επιμένει ο ίδιος.

Ο 84χρονος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος ξεχωρίζει για τη λιτή και ταπεινή ζωή που κάνει. Μητροπολίτης από τις «Νέες Χώρες», τρέφει θαυμασμό για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, «είναι άγιος άνθρωπος», λέει.

«Τι να το κάνει ένας καλόγερος το κινητό, αφήστε που βλάπτει κιόλας», απαντά με χαμόγελο στην παρατήρηση των «ΝΕΩΝ», ότι δεν ακολουθεί την τεχνολογία. 
«Εγώ είχα γέροντα τον Μητροπολίτη Κορινθίας, που πήγε μετά στην Αμερική. Αυτός μου είχε πει ότι ο επίσκοπος είναι καλόγερος και έτσι πρέπει να είναι». Όταν καλείται να σχολιάσει το ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους μητροπολίτες, περιορίζεται να πει πως «πρέπει να έχουμε ακτημοσύνη, καρτερία και παρθενία, αυτές είναι οι αρετές του μοναχού».

« Άγιος άνθρωπος...» 
Οι κάτοικοι της Σιάτιστας κάνουν λόγο για «άγιο άνθρωπο», που είναι κλειστός, δεν δίνει δικαιώματα και ζει όπως οι καλόγεροι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι έχει περιορισμένη παρουσία στα κοινά, τονίζοντας πάντως ότι αποτελεί «στάση ζωής» για τον ίδιο. 
«Είναι κάτι παραπάνω από καλός. Δεν είναι διακοσμητικός, αρνείται τα λούσα και τις πολυτέλειες, ούτε αυτοκίνητο δεν έχει», είπε ο κ. Γιώργος Ράμος, που διατηρεί περίπτερο στη Σιάτιστα. 

Ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης απαντά με χαμόγελο σε όλα. Όταν όμως καλείται να σχολιάσει τα σκάνδαλα που συνταράσσουν το τελευταίο διάστημα την Εκκλησία της Ελλάδος, παίρνει αποστάσεις. 
«Δεν θα κρίνω κανέναν, εγώ είμαι πιο αμαρτωλός απ’ όλους, δεν μπορώ να πω τίποτε. H Ιεραρχία αποφάσισε να γίνει κάθαρση», λέει και κλείνει εκεί το θέμα.

«Ευτυχώς έχουμε δωρεές». Όσο για τις περιουσίες των Μητροπόλεων, ο ίδιος αποκαλύπτει, χωρίς μάλιστα να ερωτηθεί, ότι τα ετήσια έσοδα από τους ναούς δεν υπερβαίνουν τις 4.000 ευρώ. «Ευτυχώς έχουμε και κάποιες δωρεές και φροντίζουμε τα παιδιά να σπουδάσουν· με πενταροδεκάρες και φραγκοδίφραγκα χτίσαμε μοναστήρια», λέει. 
H Μητρόπολη Σιατίστης πληρώνει το ενοίκιο δύο φοιτητών στη Θεσσαλονίκη, ενώ χορηγεί μηνιαίο βοήθημα 100 ευρώ σε φοιτητές που κατάγονται από την περιοχή.

Είναι πρόθυμος να ξεναγήσει στα διαμερίσματα της Μητρόπολης, ενώ παράλληλα ικανοποιεί όλα τα αιτήματα υπαλλήλων και μοναχών. H μοναχή Ειρήνη, από το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, που επισκέφθηκε τη Μητρόπολη για δουλειές του μοναστηριού, λέει: «Δεν τον βλέπετε, πόσο ταπεινός είναι; Ακόμη και τα ράσα του τα πλένει ο ίδιος, δεν αφήνει κανέναν να τον βοηθήσει».

«Είναι κατ’ ουσίαν ασκητής, ζει γι’ αυτό που τάχθηκε, που δεν είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα», υποστήριξε ο υπάλληλος της Μητρόπολης κ. Ζήσης Γούτας. Ο Μητροπολίτης ασχολείται και με τις δουλειές, εξυπηρετώντας τον κόσμο που έρχεται να τον συναντήσει. «Δεν αρνείται σε κανέναν να ασχοληθεί με το πρόβλημά του».

H μεγάλη αγάπη του είναι τα «κουτσοχώρια», όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τα ορεινά χωριά της περιφέρειάς του, αυτά των 20 και 30 κατοίκων. 
«Πήγαινα σε ένα χωριό με στρατιωτικό αυτοκίνητο και τα υπόλοιπα τα περπατούσα με τα πόδια», λέει. Αισθάνεται ακμαίος για να συνεχίσει τις περιοδείες του σε όλες τις ενορίες της Μητρόπολης, παρά τα χρόνια του. «Όταν ύστερα από χρόνια δεν θα μπορώ άλλο, θα αποσυρθώ στο μοναστήρι, εκεί είναι η ζωή μου», καταλήγει.»

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Δεκ 27, 2015 10:11 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ

Εικόνα


30 χρόνια από το μαρτυρικό τέλος του Γέροντα Γερμανού Σταυροβουνιώτη. 1906 – 31 Αυγούστου 1982

Ο Γέροντας Γερμανός γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου το 1906 από γονείς ευσεβείς, τον Νικόλαο και τη Μαργαρίτα, το γένος Χατζηγεώργη. Διαβάζοντας, όταν ήταν μικρός, τον βίο του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, παρακινήθηκε στην απόφαση να ακολουθήση τον μοναχικό βίο.

Σε ηλικία 16 ετών εισήλθε στη Μονή του Σταυροβουνίου. Επέδειξε υποδειγματικό ζήλο και αξιοθαύμαστη υπακοή ως δόκιμος Μοναχός. Έλαβε τη ρασοευχή σε ηλικία 24 ετών και μετωνομάστηκε από Γεώργιο σε Γερμανό μοναχό. Χειροτονήθηκε Διάκονος τον επόμενο χρόνο. Έκάρη Μεγαλόσχημος σε ηλικία 29 ετών και χειροτονήθηκε Ιερομόναχος στην ηλικία των 38 ετών.

Η αγνότητα του βίου του, η αποδεδειγμένη του σύνεση και οι διοικητικές του ικανότητες απετέλεσαν την κύρια αίτια της εκλογής του σε ηγούμενο το έτος 1952, οπότε είχε κοιμηθή ο μέχρι τότε ηγούμενος, ο αείμνηστος Γέροντας Διονύσιος ο Β΄.
Ως ηγούμενος έδιδε σ’ όλους τους τομείς πρώτος το άριστο παράδειγμα. Πρώτος στην ανεξικακία, στη συγχωρητικότητα, στην πραότητα, στην υπομονή, στη διακονία, στην εργατικότητα, στη σιωπή, στη συμμετοχή στις ιερές Ακολουθίες. Καλλιεργούσε με πολλή συνέπεια μέσα στην ψυχή του την αδιάλειπτη προσευχή.
Μία από τις κορυφαίες αρετές του ήταν η ενσυνείδητη αφάνεια. Απέφευγε με κάθε τρόπο οποιαδήποτε προβολή του προς τον έξω κόσμο, άλλα και προς τους ανθρώπους γύρω του. Φρόντιζε να κρύβη με κάθε επιμέλεια τις αρετές του, γι’ αυτό και ελάχιστοι μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τον ανεκτίμητο θησαυρό, πού κρυβόταν κάτω από την κατά κανόνα ευτελή του εμφάνιση.
Η μετά δακρύων αδιάλειπτη προσευχή του, η αγγελική παράστασή του ενώπιον του φρικτού Θυσιαστηρίου του Κυρίου κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας και το μοναδικό και ανεπανάληπτο παράδειγμα της όλης βιοτής του απέδωσαν πλουσιώτατη πνευματική καρποφορία, όχι μόνο στην ίδια τη Μονή του, αλλά και στον γυναικείο Μοναχισμό της Κύπρου, πού άνθισε και στηρίχθηκε χάρις κυρίως στους δικούς του αγώνες.

Υπήρξε άριστος Έξομολόγος και Πνευματικός, και καθωδήγησε πλήθος ανθρώπων στη μετάνοια και στην γνήσια πνευματική μεταστροφή προς τον Κύριο. “Ολη του η ζωή ήταν μία όντως ζώσα μαρτυρία του ζώντος Ιησού.

Η επίγεια βιοτή του επισφραγίστηκε με μαρτυρικό τέλος. Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου 1982, τελευταίας ημέρας του εκκλησιαστικού έτους και ημέρας αφιερωμένης κατ’ εξοχήν στην Παναγία, την οποία υπερευλαβείτο ο μακαριστός Γέροντας, ενώ επέστρεφε από ολοήμερη σκληρή εργασία στους ελαιώνες, οδηγώντας το τρακτέρ της Μονής, κατέπεσε σε απότομη χαράδρα, όπου βρήκε, μόνος και αβοήθητος, μαρτυρικό θάνατο.
Με το τέλος του εκκλησιαστικού έτους ετελεύτησε ο μακαριστός Γέροντας, μία γνήσια εκκλησιαστική μορφή, του οποίου η όλη ζωή ήταν ουσιαστικά μία διαρκής θυσία, μία αδιάλειπτη λειτουργία.
Μετετέθη αναμφίβολα εκεί, όπου τελείται η αέναη Λειτουργία, στο άνω Θυσιαστήριο.
ΟΙ μοναχοί, πού τον αναζητούσαν επίμονα όλο εκείνο το απόγευμα, τον βρήκαν τελικά την άλλη μέρα σε νεκρική και προσευχητική στάση, με τα πόδια και τα χέρια του σταυρωμένα, ορατό κι αυτό σημείο της πνευματικής του εργασίας, ακόμη και κατά τις τελευταίες εκείνες επώδυνες στιγμές του μαρτυρικού του θανάτου, πού, σαν ωδίνες κάποιου άλλου τοκετού, τον εισήγαγαν στην αιωνιότητα.

Πηγή: Αρχιμανδρίτου Αθανασίου Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, Ο Γέρων Γερμανός Σταυροβουνίωτης (1906-1982), Φως ιλαρόν και μυστικόν στη σκοτοδίνη των σύγχρονων καιρών, Έκδοσις Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, Λευκωσία – Κύπρος, β’ έκδοση, Οκτώβριος 2000

pemptousia.gr

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Δεκ 28, 2015 8:47 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΗΝΩΝΑΣ

Εικόνα


Άφησε την ιατρική για την ιεροσύνη

Ο πατήρ Γεώργιος Ζήνωνος εξηγεί πώς έκανε τη μεγάλη στροφή οτη ζωή του
Ο Ναός είναι αφιερωμένος στη Σύναξη όλων των Αγίων Αναργύρων. Επιλέγηκε αυτή η αφιέρωση του Ναού, διότι οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν γιατροί που έταξαν ως στόχο της ζωής τους να υπηρετούν τον άρρωστο δωρεάν. Γι΄ αυτό και ονομάζονται Άγιοι Ανάργυροι (άνευ αργυρίου) δεν έπαιρναν χρήματα από την υπηρεσία τους ως γιατροί». Με αυτή την αναφορά, έκλεισε η συνάντησή μας με τον Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Ζήνωνος, εφημέριο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η συνέντευξη, με αφορμή τον πρόσφατο επαναδιορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, πήρε άλλη τροπή από αυτήν που είχαμε στο μυαλό μας. Ο Πατήρ Γεώργιος, έχει σπουδάσει ιατρική, με ειδικότητα στην παιδιατρική, αλλά πολύ νωρίς αφότου πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται ως ιδιώτης παιδίατρος, έκανε στροφή στον επαγγελματικό του ορίζοντα, αποφασίζοντας να γίνει ιερέας και να αφοσιωθεί στην ιεροσύνη.
Η παιδιατρική μπήκε σε δεύτερη μοίρα, αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, αφού ακόμα και σήμερα, παρακολουθεί κάποια παιδιά, περισσότερο φιλανθρωπικά παρά επαγγελματικά, αφού η ιατρική δεν αποτελεί γι’ αυτόν ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Από μια άποψη, όμως, που δεν είναι καθόλου δευτερευούσης σημασίας, βρίσκεται πολύ κοντά στους δυσπραγούντες συνανθρώπους μας, μετέχει στον ανθρώπινο πόνο και τον απαλύνει στον βαθμό που μπορεί και του επιτρέπεται.
Κι αυτή την πλευρά, είναι που ανακαλύψαμε με την είσοδό μας στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων στην αυλή του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, την ύπαρξη του οποίου ομολογουμένως δεν γνωρίζαμε, και σ’ αυτήν εστιάσαμε το ενδιαφέρον μας. Ο συνδυασμός ιεροσύνης και παιδιατρικής για τον Πατέρα Γεώργιο αποβαίνει εις βάρος της ιατρικής, αφού όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, μετά την ιεροσύνη.
Ο Ναός ανηγέρθη στο χώρο που βρίσκεται σήμερα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε «ανθρώπους ταλαιπωρημένους, με πολύ πόνο που πολλές φορές είναι υποχρεωμένοι να μένουν δίπλα στους ασθενείς τους για μακρά χρονικά διαστήματα». Την ανάγκη όμως για στήριξη, φαίνεται ότι χρειάζεται και το ίδιο το προσωπικό του Νοσοκομείου, το οποίο συχνά καταφεύγει στο Ναό για να αντλήσει δύναμη και κουράγιο. Διαβάζουμε στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου που εκδόθηκε το 2006 για τους Αγίους και Ιαματικούς Αναργύρους:
«Από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε την ευθύνη της πνευματικής διακονίας των ασθενών στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, τον Φεβρουάριο του 1998, διαπιστώσαμε την τραγική έλλειψη Ναού στο υπάρχον νοσοκομείο. Η έλλειψη αυτή, μας στερούσε τη δυνατότητα επιτέλεσης του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, γεγονός που μας προκαλούσε πολλές πρακτικές δυσκολίες στην εξυπηρέτηση τόσο των ασθενών, όσο και των συγγενών τους.
Τη μεγαλύτερη όμως θλίψη μας προκαλούσε η εκ μέρους μας ομολογία σε συγγενείς ασθενών, της ανυπαρξίας Ναού, όταν μας ζητούσαν να προσευχηθούν σ’αυτόν για τους δικούς τους. Έτσι, με την ευλογία του πνευματικού μας πατρός, του τότε Ηγουμένου Μαχαιρά και τώρα Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου, ζητήσαμε μαζί με τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο μας κ. Χρυσόστομο από τον τότε υπουργό Υγείας κ. Χρίστο Σολωμή άδεια και χώρο για την ανέγερση ιερού Ναού στην αυλή του νέου νοσοκομείου.
Η ανταπόκριση της πολιτείας διά μέσου του κ. Σολωμή ήταν άμεση και θετική. Μετά τη θετική απάντηση στο αίτημά μας, ο Μακαριότατος διόρισε δεκατριμελή επιτροπή, με εντολή τη μελέτη, σχεδιασμό και ανέγερση του Ναού. Η επιλογή του ονόματος του Ναού έγινε πολύ εύκολα, αφού ο νοσοκομειακός αυτός Ναός θεωρήθηκε σαν ο φυσικός χώρος των Αγίων Αναργύρων, οι οποίοι σαν γιατροί και διακονώντας τους ασθενείς αδελφούς τους αμισθί, έφθασαν στον αγιασμό και την κατά Χάριν θέωση».
Ο Ναός περιλαμβάνει και βοηθητικούς χώρους, όπως το αρχονταρίκι και τη μεγάλη αίθουσα στο υπόγειο. Η ανάγκη δε για την ανέγερσή τους, «προέκυψε από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του Ναού απευθύνονται σε ανθρώπους ταλαιπωρημένους, με πολύ πόνο που πολλές φορές είναι υποχρεωμένοι να μένουν δίπλα στους ασθενείς τους για μακρά χρονικά διαστήματα».
Η ανέγερση του Ναού έγινε με εισφορές απλών και επώνυμων ανθρώπων, ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά του ιδρύματος «Ιατρός Λένας Λοΐζου Κάκκουρας», το οποίο ανέλαβε ένα μεγάλο μέρος του κόστους του Ναού στη μνήμη του γιατρού Λένα Κάκκουρα που δολοφονήθηκε από Αμερικανούς αστυνομικούς. Ξεκίνησε τη λειτουργία του, την ίδια μέρα που άρχισε να λειτουργεί και το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, τον Οκτώβριο του 2006, με την προσδοκία να «καταστεί χώρος ανακούφισης του πόνου και πηγή ελπίδας προς τους ασθενείς και τους συγγενείς τους».

Η ιατρική ήταν η πρώτη επαγγελματική επιλογή του Πατρός Γεωργίου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη το 1987, συνέχισε με την ειδικότητα της παιδιατρικής (1993) και στο διάστημα αυτό εργάστηκε για ένα εξάμηνο και σε μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική ως εσωτερικός ιατρός.
Ήταν μια μεγάλη εμπειρία, όπως μας λέει. Το 1994 τέλειωσε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία επικεντρώνεται στο παιδικό άσθμα και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άνοιξε το δικό του ιατρείο. Όταν, όμως, άρχισε να πηγαίνει καλά, αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη στροφή και να γίνει ιερέας. Δύο χρόνια μετά την επάνοδο του στην Κύπρο, χειροτονήθηκε.
Κάθε πρωί ακούει τον πόνο των ασθενών και των συγγενών τους
Μετά τη χειροτονία του, ανέλαβε την ποιμαντική του τότε παλιού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, από δική του επιθυμία και επιλογή, τον Φεβρουάριο του 1998. Εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες γιο την ανέγερση του νέου Νοσοκομείου και ζήτησαν μέσω του τότε Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, όπως ανεγερθεί στο χώρο του νοσηλευτηρίου ένας Ναός με δυνατότητες να υπηρετεί τις ανάγκες των ασθενών, των συγγενών κλπ. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και την ημέρα που γιόρταζε ο Ναός, έγινε η έναρξη λειτουργίας και του νοσοκομείου και του Ναού. Στο παλιό νοσοκομείο δεν υπήρχε εκκλησία και ο πατήρ Γεώργιος υπηρετούσε στον Άγιο Αρσένιο οπόταν είχε και την ευθύνη των ασθενών της Αροδοφνούσας. Στον Ναό υπηρετεί ακόμα ένας ιερέας, ο πατήρ Ευστάθιος Σαββίδης, ο οποίος έχει τη διακονία της εκκλησίας του Αγίου Αρσενίου. Κάθε πρωί περνούν από όλους τους θαλάμους νου Νοσοκομείου και βλέπουν τους ασθενείς, προσφέροντας βοήθεια και στήριξη. Υπαρχουν και οι δύσκολες περιπτώσεις, όπου η προσέγγιση του ασθενούς και των συγγενών χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή.
«Με την έννοια, να σεβόμαστε τον πόνο τους, να σεβόμαστε την ένταση στην οποία βρίσκονται και να μην παρεξηγούμαστε, εάν εκφραστούν κάπως για μας, για τον ίδιο το Θεό, για το προσωπικό του Νοσοκομείου καμιά φορά. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σ΄ αυτή την κατάσταση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψης, μπορεί να ζητήσει βοήθεια από το Θεό, τους ιερείς και το προσωπικό ή μπορείνα αρνηθεί τα πάντα. Εμείς, δεν μπορούμε να παραβιάζουμε ή να μπαίνουμε έτσι αδιάκριτα στην ψυχολογία αυτών των ανθρώπων. Προσπαθούμε να είμαστε προσεκτικοί και αν μπορούμε να βοηθήσουμε, θα βοηθήσουμε. Προσπαθούμε να μην κάνουμε ζημιά, να μην επιβαρύνουμε την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων. Χρειάζεται πολλή προσοχή, πολλή προσευχή και βοήθεια από το Θεό».
Ένας άνθρωπος λέει ο πατήρ Γεώργιος όταν τον ρωτάμε από πού αντλεί ο ίδιος τη δύναμη για να συνεχίζει το έργο του, μπορεί να αντλεί δύναμη μόνο από τον Θεό και μόνο αν έχει την ελπίδα του στον Θεό. «Αν η ελπίδα μας είναι πάνω στα ανθρώπινα, πάνω στις δικές μας δυνάμεις, βέβαια δεν επαρκούν και δεν μπορεί ένας άνθρωπος να βασίζεται στον εαυτό του, στις δικές του δυνάμεις και στη δική του ψυχολογική ευρωστία. Είναι ένας χώρος που έχει πάρα πολύ πόνο. Είναι ένα μυστήριο της Εκκλησίας, να μπορεί ο άνθρωπος να συμμετέχει στον πόνο του συνανθρώπου του.
Αυτός είναι ο δρόμος που περπάτησε ο ίδιος ο Χριστός. Πόνεσε, σταυρώθηκε και πέθανε για γα δώσει ζωή σε μας, να μας δείξει το δρόμο. Και μας τον έδειξε, ακόμα και πηγαίνοντας προς τον Γολγοθά, όταν άφησε τον Σίμωνα τον Κυρηναίο να σηκώσει το δικό Του Σταυρό. Ουσιαστικά μας έδειξε το δρόμο πώς να συμμετέχουμε στον πόνο των συνανθρώπων μας. Με αυτό τον τρόπο, ανακουφίζοντας τον συνάνθρωπό μας, βιώνουμε τον πόνο του και ταυτόχρονα αυτό τον πόνο τον παίρνει ο ίδιος ο Θεός και μας δίνει μια άλλη ανακούφιση».
Η οικογένεια του το σεβάστηκε
Η οικογένειά του δεν αντέδρασε αρνητικά, καθώς είναι άνθρωποι, όπως μας λέει, που σέβονται την ελευθερία του άλλου. Πράγμα που δεν το συναντάμε πολύ συχνά, αφού σε κάποιες περιπτώσεις γονείς αντιδρούν έντονα στην απόφαση των παιδιών τους να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να αφιερωθούν στην Ορθοδοξία. «Είναι κάτι που με στενοχωρεί, όχι διότι είμαι ιερέας, αλλά επειδή είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ελευθερία του προσώπου. Ειδικά στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η έννοια της ελευθερίας του προσώπου είναι πολύ βασική. Είναι ένα μεγάλο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος είναι λογικός, υγιής, ενήλικας, νομίζω ότι με το να παρεμβαίνουμε στις επιλογές του επιτακτικά, νομικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, προσπαθώντας να επιβάλουμε το δικό μας θέλημα, είτε ως γονείς, είτε ως συγγενείς, παραβιάζουμε την ελευθερία του. Είναι όμως και άδικο απέναντι στον άνθρωπο που θέλει να ακολουθήσει ένα δρόμο, αλλά και παράλογο και παράνομο. Αν κάποιος ζητήσει τη συμβουλή μου και εγώ έχω μια άποψη, βεβαίως ως ελεύθερο άτομο θα την πω. Δεν μπορώ, όμως, να την επιβάλω έστω κι αν είμαι ο πατέρας, ο αδελφός. Πιστεύω, ότι πρέπει να σεβόμαστε την ελευθερία του άλλου».
Παρακολουθεί εξελίξεις και ιατρικά συνέδρια
«Όταν κάποιος αποφασίζει να γίνει ιερωμένος, είναι δεδομένο ότι όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα. Πρώτα είναι η ιεροσύνη μετά η οικογένεια, επειδή είμαι έγγαμος και μετά όλα τα άλλα. Ασχολούμαι πολύ λίγο με την παιδιατρική, διότι είναι ελάχιστος ο χρόνος μου και περισσότερο φιλανθρωπικά και όχι επαγγελματικά. Βλέπω κάποια παιδιά, αλλά δεν έχω την ιατρική ως βιοποριστικό επάγγελμα. Όχι, δεν έχω μετανιώσει που άφησα την ιατρική. Όλα τα επαγγέλματα, εφόσον βρίσκονται μέσα στο χώρο της ηθικής και του σωστού, όλα είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου. Εάν τα επαγγέλματα γίνονται με στόχο να υπηρετούν τον άνθρωπο, νομίζω ότι όλα είναι λειτουργήματα».
Τον ρωτάμε, αν η ανάγκη να γίνει ιερέας γεννήθηκε ξαφνικά ή αν υπήρξαν κάποια ερεθίσματα, τα οποία τελικά τον οδήγησαν εκεί. «Εάν κάποιος δει τη ζωή του εκ των υστέρων, βλέπει ότι πολλά πράγματα οδηγούν ειδικά εκεί, χωρίς στο μεταξύ να παίρνει είδηση ότι πηγαίνει προς τα εκεί. Εγώ γνώρισα πιο έντονα το χώρο της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο τρίτο έτος. Είδα ότι εκεί μπορούσα να ξεκουραστώ πνευματικά, είχα πνευματικές εμπειρίες τέτοιες που τελικά με οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Το χρωστώ, βέβαια, στηνπνευματική καθοδήγηση και τις προσευχές πολλών ανθρώπων, αλλά δεν ήταν δική τους απόφαση. Ήταν απόλυτα δική μου».
Η ιατρική, παραμένει ένας τομέας, ο οποίος εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει, παρακολουθεί τις εξελίξεις και ιατρικά συνέδρια. Είναι εγγεγραμμένος γιατρός στον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο, αλλά δεν είναι η πρώτη του ενασχόληση. Όλες τις μέρες και αρκετά από τα βράδια του είναι στο Ναό και στο Νοσοκομείο για τους ασθενείς. Οπόταν, η παιδιατρική απασχολεί ένα πολύ μικρό μέρος του χρόνου του και κυρίως για να διατηρεί την επαφή του με την ιατρική και να βλέπει κάποια παιδάκια.
Εξάλλου, η ιατρική «είναι ένας χώρος που συνέχεια ανανεώνεται και συνέχεια πρέπει να έχω επαφή. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο τομέας της παιδιατρικής, βέβαια και της βιοηθικής πού έχει να κάνει με την ιατρική». Η αποστολή του ως ιερέας είναι η υπηρεσία στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. «Αυτό, έχει να κάνει με τους αρρώστους, τους συγγενείς και το προσωπικό. Εδώ το εκκλησίασμα είναι κυρίως από Λευκωσία και μακρύτερα. Αν καθίσει όμως κάποιος εδώ όλη μέρα θα δει ότι έρχονται συγγενείς και ασθενείς να προσκυνήσουν, να προσευχηθούν, να ανάψουν ένα κεράκι. Δίπλα, είναι το παραπληγικό και αρκετά συχνά έρχονται εδώ με το τροχοκάθισμα για να προσκυνήσουν, να περάσουν λίγη ώρα στον κήπο».
Είναι αρκετοί, όμως, κι αυτοί που επισκέπτονται το Ναό για να μιλήσουν μαζί του. Να βρουν ανακούφιση στον πόνο τους, να πάρουν δύναμη για να συνεχίσουν.
Ο χώρος του νοσοκομείου είναι πολυ δύσκολος
«Αυτή είναι η διακονία μας. Να εξυπηρετούμε τις πνευματικές ανάγκες τόσο των ασθενών, όσο και των συγγενών, αλλά και του προσωπικού, διότι νομίζω τελικά ότι τη μεγαλύτερη ανάγκη την έχει το προσωπικό.
Ο χώρος του νοσοκομείου είναι ένας πολύ δύσκολος χώρος. Υπάρχει πόνος, αρρώστια, θάνατος, οι χαρές είναι λιγότερες από τις λύπες και ως αποτέλεσμα έχουμε συχνά την κούραση του προσωπικού. Είναι ένας χώρος που αν δεν βρίσκει κάποιος ψυχικές δυνάμεις ή αν δεν βρίσκει ψυχική ανακούφιση από κάπου αλλού, εύκολα μπορεί να κουραστεί.
Γι’ αυτό, αρκετά συχνά χρειάζεται να μιλήσουμε και με το προσωπικό και με τους συγγενείς, αλλά και με οποιονδήποτε άλλο χρειάζεται».
πηγή: Εφημερίδα «Φιλελεύθερος της Κυριακής», 4 Σεπτεμβρίου 2011, σελ. 16

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 29, 2015 7:34 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ

Εικόνα


Βίος του Οσίου Γεωργίου Καρσλίδη
 
Στο κείμενο του π. Μωυσή ο άγιος Γεώργιος αναφέρεται ως Γέροντας, γιατί δεν είχε γίνει ακόμη η κατάταξή του στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο μακάριος Γέροντας Γεώργιος καταγόμενος από τον Πόντο γνώρισε από πολύ νωρίς την ορφάνια και την μοναξιά. Μετά από διώξεις και φυλακίσεις από το άθεο καθεστώς της Γεωργίας, φθάνει στην Ελλάδα, όπου ζώντας ασκητικά και με θερμή πίστη, χαριτώνεται ο ταπεινός και άξιος λειτουργός του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας.
Συμπληρώνονται εφέτος 46 έτη από την μακαρία εκδημία του αοιδίμου πατρός Γεωργίου, που γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901. Νωρίς ορφάνεψε και την ανατροφή του ανέλαβε η ευλαβής γιαγιά του. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του και της αδελφής του αναχωρεί με τον παππού του για το Ερζερούμ, την Θεοδοσιούπολη της Μεγάλης Αρμενίας. Ο θάνατος και του παπ πού του και η κακομεταχείριση του αδελφού του τον φέρνουν στα μέρη του Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι αναγκεμένος, συντροφευόμενος από αγίους σε όνειρα και οράματα, φθάνει στην Τυφλίδα της Γεωργίας και οδηγείται από τον εκεί επίσκοπο στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ενδύεται το τίμιο του μοναχού ένδυμα στην ηλικία μόλις των εννέα ετών. Θα το διατηρήσει επί μισό αιώνα.
Η κουρά του
Αγάπησε την άσκηση και την προσευχή από παιδί. Στις 20 Ιουλίου 1919 κείρεται μοναχός και από Αθανάσιος ονομάζεται Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς του λέγεται πως οι καμπάνες σήμαιναν μόνες τους
Στην Μονή συνάντησε έναν θείο του επίσκοπο, που τον βοήθησε πνευματικά. Το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 δίωξε την Εκκλη σία, τον κλήρο και τον μοναχισμό. Μαζί με άλλους μοναχούς της μονής του φυλακίσθηκε σε μια ανήλια και υπόγεια φυλακή, απ΄ όπου περνούσαν υπόνομοι. Υπέμεινε μεγάλες και φρικτές κακουχίες με ελπίδα στον Θεό. Πολλοί αδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τον βίο τους εκεί. Με την βοήθεια της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουρ γούσε στα γεωργιανά.
Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού, διορατικού και προορατικού Γέροντος. Πολύς κόσμος ερχόταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευθεί τον νεαρό ιερομόνα χο. Το 1923 από την Τυφλίδα μεταβαίνει στο Σουχούμ. Στις συχνές θείες λειτουργίες του μνημόνευε πολλά ονόματα. Στο κελλί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες. Οι προφητείες του εκπληρώνονταν Όλοι τον πλησίαζαν ως άγιο. Το 1929 καταφέρνει να έλθει στην Ελλάδα.
Άφιξη στην Ελλάδα
Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαί νει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.
Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωρ γιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας. Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Ο ναός και το κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ για σωματικές και ψυχικές ασθένειες πολλών.
Μεταβαίνει προσκυνητής στα Ιε ροσόλυμα και το Άγιον Όρος κι έχει συναντήσεις με ιερές μορφές, που τον πείθουν να μείνει εκεί που είναι, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη ο πιστός λαός την παρουσία και την μαρτυρία του. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα. Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως ν΄ αυτοσυντηρείται.
Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστη ρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.
Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων η των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στήνγή.
Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρού μενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο! Πολλούς ασθενείς κι αναγκεμένους ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο θεός από τους αγίους του. Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδες. Είχε την χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων.
Ο Γέροντας ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Καvώνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτη ρία ψυχών αθανάτων.
Ο χαρισματούχος ποιμένας
Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή χαρίτωσαν τον ταπεινό κι άξιο λειτουργό του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητεί ας. Ο Θεός φώτιζε τον μακάριο Γέροντα έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του Γέροντα δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού. Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος. Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο Για να διατηρείται στην ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Η αρετή θέλει πολύ κόπο για ν΄ αποκτηθεί και περισσή τέχνη για να διαφυλαχθεί.
Ο Γέροντας στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγιο του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές των άλλων. Ήταν διακριτικά αυστηρός μαζί τους. Έκρυβε όμως μια καρδιά με μεγάλη αγάπη για όλους. Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ΄ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προ σεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται. Ο Γέροντας δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Γέροντα. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγα πούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητος του.
Η κοίμησή του
Προείδε και προείπε επακριβώς το μακάριο τέλος του. Προετοιμα­σμένος από καιρό το ανέμενε με περισσότερη προσευχή δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές στ΄ αγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους. Κοιμήθηκε στις 4 Νεομβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε».
Ένα ορφανεμένο, πενθηφόρο κι απαρηγόρητο πλήθος τον ακολούθησε στην τελευταία κατοικία του, πίσω από τον ιερό ναό της Αναλήψεως, όπου λειτουργούσε επί τριάντα περίπου χρόνια. Το πρόσωπο του ήταν ειρηνικό, ιλαρό και φωτεινό. Το νεκρό του σώμα ευλύγιστο, όπως των Αγιορειτών. Τα δύο κυπαρίσσια πλάι στον τάφο του λύγισαν σαν για να τον προσκυνήσουν, όπως είχε προείπει, και πολλά πουλιά συνάχθηκαν την ώρα της ταφής του, δίχως να φοβούνται τον πολύ κόσμο. Όλοι ήταν πλέον βέβαιοι ότι κηδεύεται και θάβεται ένας άγιος, ζήτησε να τον θάψουν με τα άμφιά του, τον σταυρό του και τα λειτουργικά του βιβλία που είχε από την Γεωργία.

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 30, 2015 8:41 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΚΕΟΡΓΚΕ ΚΑΛΤΣΙΟΥ

Εικόνα

Εικόνα


π.ΓΚΕΟΡΓΚΕ ΚΑΛΤΣΙΟΥ-ΝΤΟΥΜΙΤΡΕΑΣΑ.Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ Ν.ΤΣΑΟΥΣΕΣΚΟΥ

Ο μεγαλύτερος ομολογητής του 20ου αιώνα




Ο π. Γκεοργκε Κάλτσίου-Ντουμιτρεάσα γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1925. Ήταν ο μικρότερος από τα 11 παιδιά της οικογένειας Κάλτσιου και καταγόταν από το χωριό Μαχμουντία νομός Tulcea.
Από μικρό παιδί οι γονείς του, του εμφύσησαν την αγάπη για το Θεό. «Μεγάλωσα σε μια απλή αλλά θρησκευόμενη οικογένεια, πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου σε μια εκκλησία κοντά σ’ έναν ιερέα. Νέος είχε σκέψεις να γίνει μοναχός. Τελικά αποφάσισε να υπηρετήσει τους ανθρώπους με άλλον τρόπο. Το 1945 γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου. Το 1948 οι κομμουνιστές φυλάκισαν όλη την αφρόκρεμα της ρουμανικής διανόησης αλλά και τους φοιτητές αλλά και όσους αντιτείνονταν ή νόμιζαν οι κομμουνιστές
ότι αντιτείνονταν στην ιδεολογία τους, είτε για πολιτικούς είτε για θρησκευτικούς λόγους. Έτσι συνελήφθη και ο φοιτητής Γκεργκε Κάλτσιου με την κατηγορία της «υπονόμευσης της ασφάλειας του κράτους».


¨Σχολή¨ Πιτέστι
Για τον νεαρό Γκεοργκέ το στρατόπεδο εξόντωσης του Πιτεστι γίνεται ένα νέο σχολείο. Από τον αφελή με τα γαλάζια μάτια μετατρέπεται σε «ατρόμητο μαχητή» για το Χριστό και την πατρίδα Σ’ αυτή τη φυλακή έπεσε στην πιο μεγάλη αμαρτία της ζωής του (απαρνήθηκε το Χριστό) αλλά και τις πιο μεγάλες αρετές (αγάπη για τον εχθρό και το θάρρος της ομολογίας) που τον βοήθησε πολύ να ξαναναστηθεί ψυχικά.
Στο Πιτεστι ..ήταν οι πιο καθαροί κρατούμενοι. Αυτοί δε ήταν μπλεγμένοι σε πολιτικά ρεύματα και δράσεις. Η μεγάλη αντοχή που έδειξαν οφειλόταν στην προσευχή και την απόκτηση των αρετών. Στη φυλακή είχε δημιουργηθεί ένα μυστικιστικό ρεύμα, δύσκολα κατανοητό από τους δήμιους. Εκεί ήταν ένα κέντρο πνευματικότητας «έχοντας από μικρός μεγαλώσει με την προσευχή ενσωματώθηκα εύκολα σ’ αυτήν την πνευματική κίνηση».
Στο Πιτέστι η προσευχή δε σταμάτησε μέρα-νύχτα. Το κάθε κελί είχε ώρα προσευχής. Όταν το ένα κελί τελείωνε την προσευχή χτυπούσε τοίχο και άρχιζε η προσευχή στο άλλο κελί. Όταν άρχισε η «επαναδιαπαιδαγώγηση» στο Πιτέστι, υπήρχε ήδη ένα κέντρο προσευχής & πνευματικότητας.
(σημ π. Γεωργ. Τη διετία 1949-1951 στις φυλακές του Πιτεστι έλαβε μέρος το πιο φριχτό και σατανικό πείραμα των κομμουνιστικών φυλακών. Η προσπάθεια «επαναδιαπαιδαγώγησης» των κρατουμένων και η δημιουργία ενός νέου, κομμουνιστικού ανθρώπου, μέσα από απάνθρωπα βασανιστήρια).
Πτώση και ανύψωση

Ο πιο φοβερός βασανιστής ήταν ο Εουτζέν Τσουρκάνου. Αυτός, όπως διηγούνται όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από τα χέρια του, «ήταν γεμάτος από μανία και οργή» μια μανία δαιμονική. Στις ανακρίσεις όταν τελείωνε τα βασανιστήρια έλεγε: « Αν ο Χριστός ζούσε στον καιρό μου, δε θα έφτανε καν στο Σταυρό». Λέει ο π. Γκεοργκε: «Ο Τσουρκάνου είχε επάνω του κάτι το δαιμονικό. Αυτός ήταν ο ανώτατος δαίμονας της επιχείρησης Πιτεστι. Είχε μια δύναμη επιβολής φοβερή. Όταν έμπαινε στο κελί έσπερνε τον τρόμο. ¨ολη η φυλακή τον έτρεμε. Έπαιρνε τους καλύτερους από εμάς και τους ,κτυπούσε, τους βασάνιζε τους άλλαζε κυριολεκτικά. Ακόμη κι αν δεν άλλαζε κάτι στη ψυχή τους, ο τρόμος ήταν τόσο μεγάλος που μερικοί γίνονταν από μονή τους καταδότες. Έτσι εισήγαγε την έλλειψη εμπιστοσύνης, τον τρόμο και την απελπισία σε πολλούς από εμάς.
Μερικοί άντεξαν, άλλοι όχι. Άλλοι πέθαναν την ώρα των βασανιστηρίων και άλλοι αυτοκτόνησαν. Λίγοι άντεξαν μέχρι τέλους. Κάποιοι απ’ αυτούς που έπεσαν, ξανασηκώθηκαν. Νωρίτερα η αργότερα επειδή η επανόρθωση της ψυχής δεν είναι σαν την επανόρθωση του σώματος. Η ψυχή έχει πιο μυστηριακούς νόμους, επανέρχεται δυσκολότερα. Η δική μου επανόρθωση ήταν δυσκολότερη γιατί το ρήγμα ήταν μεγαλύτερο. Ήμουν 25 ετών, αρκετά αφελής, ένα παιδί από χωριό με δυνατή πίστη και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω μαζί με τον Πουιου Ντόμπρε. Του έγραψα τη σκέψη μου σ’ ένα σαπούνι Ο Τσουρκάνου με είδε όταν το πέταξα. Μ’ έλιωσε στο ξύλο. Δεν ήξερα πια να διαβάζω, δε γνώριζα τα γράμματα, ξέχασα ακόμη και το ¨ Πάτερ ημών¨ Χωρίς καμιά διανοητική προσπάθεια αισθανόμουν από την καρδία να αχνοφέγγει η προσευχή του Ιησού. Σ’ εκείνη την απελπισία υποσχέθηκα στο Θεό όταν βγω από τη φυλακή να γίνω ιερέας. Οι άλλοι κρατούμενοι με θεωρούσαν άγγελο …..ναι, έναν άγγελο. Ναι αλλά ένας άγγελος ξεπεσμένος.

Συνήλθα τη στιγμή που βρέθηκα μπροστά σε κάποιες τρομαχτικές ενέργειες οι οποίες αποσκοπούσαν στο να μετατραπούν τα θύματα σε θύτες. Τότε ξύπνησε μέσα μου το πνεύμα δικαιοσύνης και ο φύλακας άγγελος μου με βοήθησε -ρισκάροντας τη ζωή μου- να λάβω θέση βάζοντας στοπ σ’ αυτά τα σχέδια.
Μου ζήτησαν να πω ότι συνωμότησα μαζί με κάποιους άλλους σε πολιτικές υποθέσεις, αλλά εγώ ούτε καν τους γνώριζα. Αργότερα ο νεαρός Γκεόργκε Καλτσίου οδηγήθηκε σ’ ‘άλλες τρομακτικές φυλακές όπως η Ζίλαβα, στη Ζάρκα στο Αιουντ και στη Γκέρλα. Το 1964 δόθηκε γενική αμνηστία. Μετά από 16 χρόνια ήταν ελεύθερος. «Το 1964 μας απελευθέρωσαν, μετά τις πιέσεις της Δύσης αλλά και επειδή οι κομμουνιστές θεωρούσαν ότι τώρα πια ήταν κυρίαρχοι στη χώρα, αλλά και τις ψυχές μας.



¨Στρατιώτης¨ με ράσα
Όταν βγήκα από τη φυλακή θέλησα να συνεχίσω στην Ιατρική Σχολή αλλά δε με δέχτηκαν. Έτσι σπούδασα γαλλική φιλολογία. Μετά θέλησα να γραφώ στη Θεολογική σχολή για να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο Θεό όταν ήμουν φυλακή. Αρχικά με απέρριψαν, λόγω του φακέλου μου. «Πήγα στον Πατριάρχη Ιουστίνιάν. Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχτηκε αν και του είπα για τα χρόνια της κράτησής μου. Μ’ έστειλε στον γραμματέα της σχολής μοναχό Αντώνιο Πλαμαντεάλα(μετέπειτα μητροπολίτης Τρανσυλβανίας) ο οποίος μου είπε να μη βάλω στο βιογραφικό μου τα χρόνια της φυλακής»
Το 1971 τελείωσε την Θεολογική σχολή και τον δέχτηκαν ως καθηγητή γαλλικής στο εκκλησιαστικό λύκειο. Εν τω μεταξύ παντρεύτηκε την κόρη ενός πρώην κρατουμένου και χειροτονήθηκε ιερέας.
Όταν οι κομμουνιστές γκρέμισαν την εκκλησία Ένει, κτίσμα του 17ου αιώνα, η φωνή του π.Γκεοργκε αντήχησε σαν ένας κεραυνός στην έρημο της αδιαφορίας και του συμβιβασμού, αυτή τη φορά κάνοντας αντανάκλαση και στην οικογένειά του.
 Λειτουργώντας στην εκκλησία Ράντου Βόντα εκφώνησε 7 ομιλίες, τις περίφημες «7 ομιλίες για νέους». Αυτές οι ομιλίες, όπως και άλλα θαραλλέα άρθρα, καταδίκαζαν το γκρέμισμα εκκλησιών και τον αθεϊσμό και γινόταν μπρος σ’ έναν μεγάλο αριθμό θεολόγων φοιτητών αλλά και φοιτητών από άλλες σχολές. « Τις εκφώνησα τη στιγμή που η ρουμανική συνείδηση ήταν έτοιμη να τις ακούσει. Αυτές οι ομιλίες δημιούργησαν ένα υπόγειο ρεύμα αντίστασης μεταξύ κυρίως των θεολόγων φοιτητών. Ζητούσα ελευθερία πίστεως και να σταματήσει η κατάχρηση εξουσίας. Από την πρώτη κιόλας ομιλία με παρακολουθούσαν αλλά δε μπορούσαν να με συλλάβουν. Είχα προσευχηθεί στο Θεό να μη με συλλάβουν μέχρι να εκφωνήσω και τις επτά.
Δεν κατάφερα να εκφωνήσω όγδοη επειδή με συνέλαβαν».

Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή αλλά εξέτισε τα 5. Συνολικά πλήρωσε την αντικομουνιστική του δράση με 21 χρόνια φυλάκιση. Παρόλα αυτά στη δίκη-παρωδία ξεσκέπασε τους πραγματικούς αυτουργούς των εγκλημάτων της «επαναδιαπαιδαγώγησης».
Μετά τη δεύτερη σύλληψή του οι εξόριστοι Ρουμάνοι μ’ επικεφαλής τον Μιρτσεα Ελιάντε και τον Εουτζέν Ιονέσκου έκαναν εκκλησεις στη Δύση για την απελευθέρωση του. Πάντα το θέμα των πολιτικών κρατουμένων τίθονταν από τις δυτικές κυβερνήσεις στις συναντήσεις τους με τον Τσαουσέσκου. Μετά από έντονες πιέσεις κυρίως της αμερικανικής κυβέρνησης Τελικά απελευθερώθηκε το 1984. Το 1985 ζήτησε πολιτικό άσυλο στις Η.Π.Α. Εγκαταστάθηκε στην Ουάσινγκτον όπου δημιούργησε μια ρουμανική Ορθόδοξη ενορία.
Το 1987 το FBI τον πληροφορεί ότι η ρουμανική σεκιουριτάτε σχεδιάζει να τον δολοφονήσει. Ο π. Γκέοργκε έλεγε ότι αισθανόταν πάντοτε ότι τον παρακολουθούν, κυρίως όταν ερχόταν στην Ευρώπη, αλλά μετά το 1989 όταν ερχόταν στην Ρουμανία.
Παρόλα αυτά δε φοβήθηκε και συνέχισε να έχει επαφή με τη Ρουμανία να γράφει βιβλία και άρθρα όπως και να μιλάει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ¨
Η φωνή της Αμερικής¨ και ¨ Ελεύθερη Ευρώπη¨. Μετά το 1989 γνώρισε προσωπικά τον Λίβιου Τούρκου τον αρχηγό της Ρουμανικής κατασκοπείας στις Η.Π.Α. « ΟΤούρκου μου είπε ότι πράγματι σχεδίαζαν την δολοφονία μου από έναν Κουβανό, αλλά παραιτήθηκαν από το σχέδιο εξαιτίας των συνεπειών που θα είχε στις Ρουμανο-Αμερικανικές σχέσεις.
Ο π. Γκεόργκε πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 2007 αφού τον κοινώνησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου ένας άλλος πρώην κρατούμενος, των κομμουνιστικών φυλακών ο επίσκοπος Κλουζ Βαρθολομαίος Ανανία

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 31, 2015 7:33 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΑΒΙΔ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ

Εικόνα


ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΔΑΒΙΔ  ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
 



Ο κατά κόσμο Δήμος Φλώρος, ο μετέπειτα μοναχός Δαυίδ, γεννήθηκε το έτος 1889 στο χωριό Κτιστάδες της ορεινής Άρτας. Είχε άλλα δύο αδέλφια. Οι γονείς τους δίδαξαν με το παράδειγμά τους την ευλάβεια και την αγάπη στο Θεό· τους έμαθαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία και να προσεύχονται.
    Όταν ο Δήμος ήταν πέντε χρονών, είδε ουράνιο φως, ενώ η μητέρα του, στην οποία το έδειχνε, δεν έβλεπε τίποτε.
    Άλλη φορά είδε να ανοίγει ο ουρανός και είδε μέσα σε απερίγραπτη δόξα τάγματα Αγίων και Αγγέλων να δοξολογούν το Θεό που καθόταν πάνω στο θρόνο Του.
    Από μικρός έμαθε την τέχνη του κτίστη και εργαζόταν φιλόπονα. Όταν έγινε 16 ετών, εργαζόταν σε κάποιο εξωκκλήσι του χωριού του.
Εκεί είδε κάποια αποκάλυψη, που όταν θέλησε έπειτα να την διηγηθεί, κόπηκε η φωνή του για μισή ώρα. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει σε κανέναν αυτό που είδε. Μετά αμέσως επανήλθε η φωνή του.
    Κάποτε που περνούσε από ερείπια εξωκκλησίου του παρουσιάστηκε η αγία Παρασκευή και του είπε: «Να μου κτίσεις το ναό μου». «Θα στον κτίσω, Κυρία μου», απάντησε με την αγία του αφελότητα, αφού την προσκύνησε. Τήρησε το λόγο του και ως καλός κτίστης που ήταν, τον έκτισε.
   Ο Δήμος με την ευλάβεια που είχε, τη μεγάλη απλότητα και την καθαρότητά του έβλεπε Αγίους από νέος, αλλά και τον διάβολο.
   Κάποτε, ενώ εργαζόταν, του είπε ο εργοδότης του να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιού του Κωνσταντίνου που απουσίαζε στην Αμερική. Ο Κωνσταντίνος δυστυχώς είχε γίνει χιλιαστής και επηρέαζε όλη την οικογένειά του. Ο Δήμος είδε τότε ένα διάβολο πάνω στο κρεβάτι, που με δύναμη πέταξε σε απόσταση τριών μέτρων το Δήμο.
    Αλλ’ αυτός δε φοβόταν το διάβολο. Είχε συνηθίσει με τα πειράγματά του, γιατί συχνά πάλευαν σώμα με σώμα. Τα όπλα του ήταν το σημείο του Σταυρού και η επίκληση της Παναγίας, τα οποία έκαναν να εξαφανισθεί ο διάβολος. Κάποτε που του παρουσιάστηκε σαν δράκοντας, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου ο Δήμος, τον έπιασε από την ουρά και τον πέταξε μακριά.
    Αν και αγαπούσε την μοναχική ζωή και ήθελε από μικρός να γίνει μοναχός, οι γονείς του τον εμπόδισαν. Έτσι νυμφεύθηκε κάποια νέα, ονόματι Σπυριδούλα και απέκτησαν δύο τέκνα. Συνέχισε να εργάζεται και να βοηθά την οικογένειά του αλλά και να αγωνίζεται. Δεν του έλειψαν οι πειρασμοί.
    Κάποτε κάθισε ο πειρασμός στον ώμο του και μόλις φώναξε «Παναγία μου», εις επήκοον της συζύγου του, αμέσως εξαφανίστηκε.
    Τον διάβολον αποκαλούσε συνήθως «τρισκατάρατον» και ενίοτε «παρασάνδαλον». Τον έδιωχνε και με την εκφώνηση του ιερέως, «της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου…».
Κάποτε τον αγγάρευσαν οι κομμουνιστές να μεταφέρει όπλα από το χωριό σε ένα άλλο. Καθ’ οδόν τους είπε: 
«Είπε και ο Χριστός: «Άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι, τι ποιούσιν»". «Α, ξέρεις και τέτοια», του είπαν. «Όταν φθάσουμε στον προορισμό μας, θα σε τακτοποιήσουμε». 
Μόλις έφθασαν στο χωριό και άφησε τα όπλα, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι. Οι κομμουνιστές νόμισαν ότι πήρε το δρόμο για να επιστρέψει και έτρεξαν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι η θεία Πρόνοια τον διεφύλαξε.
    Κάποτε του ζήτησε κάποιος ένα αξιόλογο ποσό να του δανείσει και του έδωσε παρά τη φτώχεια του. Εκείνος δεν τα επέστρεψε και, όταν ο Δήμος τα είχε ανάγκη και του υπενθύμισε το χρέος του, τον απείλησε να τον φονεύσει. Τότε του είπε με απλότητα: «Ας το βρεις απ’ άλλον». Και δυστυχώς συνέβη το πολύ δυσάρεστο. Ο άδικος αυτός άνθρωπος ζήτησε δανεικά και από κάποιον άλλο και, όταν δεν τα επέστρεψε, πάνω στην αψιμαχία τους ο άλλος φόνευσε τον άδικο που δανειζόταν χωρίς να τα επιστρέφει και μάλιστα απειλώντας με φόνο.
Έφεραν κάποτε μια γυναίκα δαιμονισμένη σε Μοναστήρι της περιοχής. Όλο το εκκλησίασμα φώναζε στο διάβολο «έβγα». Τότε μόνο ο Δήμος που ήταν παρών, τον είδε να εξέρχεται από το στόμα της σαν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά του Δήμου μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και απέκτησε και εγγόνια. Αλλά ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια είχε ασίγαστη την επιθυμία να γίνει μοναχός. Έλεγε: «Μ’ έτρωγε μέσα μου ο θείος πόθος. Ο πόθος για το Χριστό, για τη μοναχική ζωή. Έτσι άφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νυφάδες και εγγόνια, και ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματά μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου».
    Έτσι το έτος 1955 σε ηλικία 66 ετών ήρθε στη Μονή Γρηγορίου. Εκεί έμεινε για οκτώ μήνες και σ’ αυτό το διάστημα που ήταν δόκιμος, είδε σε όραμα τους δύο κτήτορες της Μονής.
    Για άγνωστο λόγο ανεχώρησε και κοινοβίασε στη γειτονική μονή του Διονυσίου. Μετά τη νόμιμη δοκιμασία εκάρη μοναχός με το όνομα Δαυίδ.
  Ενθουσιασμένος από τη μοναχική ζωή και λατρεία, την οποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, έκανε ακούραστα τα διακονήματά του και ήταν πολύ υπάκουος. Έτρεχε σαν μικρό παιδί και διακονούσε παντού.
  Είχε μάθει καλά το «ευλόγησον» και το «να’ ναι ευλογημένο». Ήταν φιλήσυχος, ειρηνικός με όλους. Δεν πείραζε κανένα, δεν κατέκρινε κανένα. Ήταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δεν παρακαθόταν στην τράπεζα. Έτρωγε τα τελευταία χρόνια μόνο ό, τι του πήγαινε ο πατήρ Θεόκτιστος στο κελί του. Ήταν ρακενδύτης. 
 Φορούσε παλαιά και μπαλωμένα ζωστικά, και για κάλτσες έραβε κομμάτια από υφάσματα που έβρισκε. Δεν τον ενδιέφερε η εξωτερική του εμφάνιση. Δεν του άρεσε η αργολογία και έλεγε συμβουλευτικά σε νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα – κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βετούλα». (Χρονιάρα γίδα). Δηλαδή με την αργολογία ζημιώνεται η ψυχή μας. 
Στις λοιδορίες δεν απαντούσε· έκανε ότι δεν άκουγε. Την ημέρα που έγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τον λοιδώρησε λέγοντας ένα δηκτικό λόγο, αλλά αυτός ήταν «ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς». Όταν εκοιμήθη ο λοίδορος μοναχός, ο γερω-Δαυίδ τον είδε εντός λίμνης και μόλις φαινόταν λίγο το κεφάλι του.
Το κελί του ήταν πολύ ατημέλητο και λερωμένο γι’ αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς. Όταν ήρθε η συνοδεία του παπα-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και πέταξαν στη θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ο γερω-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο έλεγε: «Δόξα τω Θεώ που ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν».
    Στο ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο, απεριποίητο κελάκι του καταγινόταν στην ευχή. Έκανε αγρυπνίες και για να μην τον πιάνει ο ύπνος, όταν κουραζόταν, καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι κουτσό με τρία πόδια. Μόλις αποκοιμόταν έχανε την ισορροπία πέφτοντας ξυπνούσε και συνέχιζε την αγρυπνία του.
   Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για σκνίπα. Αυτή η ταπείνωσή του ήταν η ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του διαβόλου που του εμφανιζόταν συχνά.
   Κάποτε στο παρεκκλήσι του Ακαθίστου, ενώ προσευχόταν, είδε πλήθος δαιμόνων να περνούν από μπροστά του, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον βλάψουν.
   Άλλες φορές ανέβαινε τις σκάλες του Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ο παπα-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ο γερο-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τι συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;», και σκύβοντας πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
    Άλλη φορά προσπαθούσε να τον ρίξει στον γκρεμό, ενώ βρισκόταν στο Μετόχι του Μονοξυλίτη. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος με την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα που είναι στο Μοναστήρι απέναντι από τη θύρα της τραπέζης. 
Ο Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του τη ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος».
    Στο Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, το οπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία που την άρχιζε με την ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι που ξημέρωνε.
   Άλλοτε προσευχόμενος εκεί είδε μπροστά του ένα λαμπρό νέο. Ήταν άγγελος. Όταν εξαφανίστηκε, είδε πλήθος αγγέλων να δοξολογούν το Θεό.
    «Κάποτε», διηγήθηκε, «την ώρα της προσευχής ήρθε να με ταράξει ο διάβολος. Αμέσως τον πιάνω και ‘γώ και τού ‘σπασα το κεφάλι με τις γροθιές. Φοβήθηκε και έφυγε. Έλεγα, βλέπεις, και το «κύριε Ιησού Χριστέ…».
    Έβλεπε πολλές φορές τους δαίμονες μέσα στην Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε και όταν ζήτησαν να μάθουν το λόγο, απάντησε: «Δεν είδες που μου έδινε ο διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;».
    Αλλά και στο κελί του δεν έβρισκε ησυχία από το διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου ερχόταν ο πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το ίδιο σημείο. 
Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι Σταυροί που έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν απλοί αλλά τη δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν την είσοδο του πειρασμού. 
Έλεγε με απλότητα: «Σε όλους τους ανθρώπους παρουσιάζεται ο διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ο άνθρωπος έχει πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του το διάβολο. Τους πράους και ταπεινούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι με το Χριστό».
    Τον ρωτούσε συνκοινοβιάτης του:
   - Γερω-Δαυίδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Άγιο;
   - Ε, τι σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με, απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με τη χαριτωμένη του απλότητα σα να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: «Να, χθες πήγα να ψάλλω το Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλο φως. Τον χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε».
   Όταν επισκέφτηκε τη Μονή Διονυσίου ο γερο-Παΐσιος, πήγε να δει και το γερο-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε τυλιγμένο με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τι κάνει, και ο γερω-Δαυίδ απάντησε με απλότητα, «τί κάνουν οι καλόγεροι;» δείχνοντας το κομποσχοίνι του. Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματά του, απάντησε: «Δε λέγονται, αυτά δε λέγονται...».
    Ο απλός και ολιγογράμματος Γέρων σαν τον προφήτη Ιεζεκιήλ είχε πολλές οράσεις από την παιδική του ηλικία. Ως μοναχός αγωνίστηκε φιλότιμα. Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι, το κουκούλι μας φυλάει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τους αδελφούς μας την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος θέλει να βρει το Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ο ίδιος τον βρήκε φυσικά, αφού «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν».
    Όταν πλέον ο γερο-Δαυίδ διήνυε το 94ο έτος της ηλικίας του, το χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Προαισθανόμενος ότι εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του Θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε παράπονο από το γερο-Δαυίδ. Επικρατούσε μια κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε η ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.  
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ 2011

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 02, 2016 10:31 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Εικόνα


"Να μας αξιώσει λοιπόν ό Θεός να γίνουμε και εμείς θεοί, κοντά σ' Αυτόν τον ανερμήνευτον Θεόν, τον απερινόητον τον άπειρον. Θέλει να ζήσουμε κοντά Του. Θέλει να γίνουμε άπειροι και εμείς να γίνομαι αιώνιοι κοντά σ' Αυτόν".

Με αυτή την επιθυμία της θεώσεως έζη ό αοίδιμος Πατήρ Δαμασκηνός και ό πόθος του αυτός επληρώθη την 23ην Φεβρουαρίου 2001. Την ημέρα αυτήν χαίρων εισήλθε εις το φως της αιωνίου ζωής, την οποίαν παιδιόθεν τόσον ηγάπησε


Την 23ην Φεβρουαρίου 2001 εκοιμήθη εν Κυρίω ό πνευματικός Πατήρ και κτίτωρ της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Μακρινού Μεγάρων, π. Δαμασκηνός Κατρακούλης.
Είχα την ιδιαιτέρα ευλογία να γνωρίζω τον π. Δαμασκηνό και την Ί. Μονή του από τεσσαράκοντα περίπου ετών.

Ένας ακόμα άγιος Γέροντας της Ορθοδοξίας μετέστη εις την Έκκλησίαν των πρωτοτόκων.

Τόσον ή Αδελφότης της Ί. Μονής, υπό την άγίαν Ηγουμένη Γερόντισσα Μακρίνα, όσον και τα πολλά πνευματικά του τέκνα, Αρχιερείς Ιερομόναχοι, Ιερείς, Διάκονοι, Μοναχοί και Μοναχές, κλαίουν δια την ορφάνια. Μας φεύγουν οι άγιοι Γέροντες και νοιώθουμε ότι μένουμε ορφανοί.

Τον π. Δαμασκηνό διέκρινε καθαρότης της καρδίας, βαθύτατη ταπείνωσις, θειος έρως, αδιάλειπτος προσευχή, πνευματική αρχοντιά. Είχε την απλότητα ενός παιδιού και συγχρόνως την αρχοντιά και ευγένεια ενός βασιλικού παραστάτου. Παριστάμενος νοερός και αδιαλείπτως ενώπιον του Παμβασιλέως Χριστου ελαμπρύνετο και εχαριτώνετο από την μορφή του γλυκύτατου Νυμφίου της ψυχής του. Πόσο ωραία νοιώθει κανείς κοντά σε τέτοιους χαριτωμένους Γέροντες!

Αν και ό π. Δαμασκηνός καθόλου δεν υστέρησε σε αρετές και χαρίσματα από τους συγχρόνους μεγάλους Γέροντας (π. Πορφύριο, π. Παΐσιο, π. Ιάκωβο, π. Επιφάνια), ό Κύριος τον έκρυψε από τους οφθαλμούς πολλών, όχι γιατί ό ίδιος θα κινδύνευε από την κενοδοξία, αλλά για να προφύλαξη την ευλογημένη Αδελφότητα των Μοναζουσών από τον περισπασμό και τίς ενοχλήσεις του πλήθους.

Καρπός της τελείας αγάπης του προς τον Θεόν ήτο ή τελεία αγάπη του προς τους ανθρώπους. Χαριτωθείς με τα υπερφυή χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, μεταξύ των οποίων και ή διάκρισης, ή υψίστη των αρετών, έγινε απλανής οδηγός πλήθους μοναχών και λαϊκών.

Οι πνευματικοί του λόγοι και τα κείμενα του μαρτυρούν για την Χάρι του Θεού πού τον αγίασε.

Ενθυμούμαι τον μακαριστό και άγιον Μητροπολίτη Αρτης Ιγνάτιο, εις τον οποίον επί πολλά έτη ό π. Δαμασκηνός εξομολογείτο, πού έλεγε: Όταν εξομολογώ τον π. Δαμασκηνόν, αγιάζομαι.

Σεπτέ Γέροντα, π. Δαμασκηνέ. Βιάστηκες να μας φυγής. Είχες την πληροφορία ότι επέτυχες την ένωσιν με την Αγία Τριάδα. Μη παύσης, ως παρρησίαν έχων, να πρεσβεύης και για μας τους περιλειπομένους.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος


Ο πνευματικός Πατήρ και κτίτωρ της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (Μακρινού), Πατήρ Δαμασκηνός, γνωστός εις όλους ως ό "Πάππους", κατά κόσμον Σπυρίδων Κατρακούλης, εγεννήθη εις τα Μέγαρα, την 2αν Ιουλίου 1921.
Οι γονείς του, Ιωάννης και Μαρία, άνθρωποι απλοϊκοί και φιλήσυχοι, ήσαν λίαν ευσεβείς και μετέδωσαν εις τα τέκνα των την βαθιά πίστη και αγάπη προς τον Θεόν και την Πατρίδα.

Όθεν ό μικρός Σπυρίδων, από την νηπιακή του ακόμη ηλικία, αντικρύζων το μυστήριον του θανάτου εις τάς κηδείας των συγγενών, αδυνατούσε να πιστεύση ότι ή ζωή τελειώνει εις τον τάφον. Ή ανήσυχος ψυχή του απεστρέφετο την φθοράν και δια τούτο εδίψα την αιώνιον ζωήν, έως ότου εις το πρόσωπον του Χριστού εύρε την ελπίδα και την χαράν της Αναστάσεως. Όλος ό βίος του υπήρξε εξωτερικώς απλούστατος. Ό ίδιος, κεκρυμμένος εν Χριστώ ως πολύτιμος μαργαρίτης, ηύξανε μέσα εις το όστρακο της θείας στοργής εν αφάνεια και ταπεινώσει. Προκύπτων λοιπόν σοφία και ηλικία και χάριτι, έλαβε την εγκύκλιο μόρφωσιν εις την γενέτειρα του, ενώ παραλλήλως ειργάζετο σκληρός, καλλιεργών με τα παιδικά του χέρια την άγονον γήν των πατέρων του.

Όμως ή καρδία και ό νους του αναζητούσαν κάποιους άλλους κόσμους και δια τούτο επλατύνοντο και ηνοίγοντο δια της φυσικής αποκαλύψεως εις την σφαίραν της γνώσεως του Θεού. Ολόκληρος ή δημιουργία συγκινούσε αφάνταστα την τρυφερά παιδική και εφηβική του ύπαρξιν. Συχνά εύρισκε καταφύγιο εις τον τότε ανθοστόλιστο κάμπο των Μεγάρων και εκεί ή καρδία του ησθάνετο την πνοή της αύρας της θείας αγάπης.

Ή ευαίσθητος ψυχή του αναζητεί τον Θεόν και διαρκώς συνομιλεί με τον ηγαπημένον του Χριστόν. Και ό Θεός πού προεγνώριζε την τελείαν του αφιέρωσιν, είλκυε αυτόν έτι και έτι εις την θείαν μέθεξιν. Ένεκεν της καθαρότητας του έγένετο σκεύος του Αγίου Πνεύματος. εις πρώιμον ηλικία εδέχθη εις την καρδίαν του την πρώτη αποκάλυψη του Προσώπου του Κυρίου και την εμπειρίαν του άκτίστου Φωτός.

Το γεγονός τούτο, το όποιον ό ίδιος απεκάλει "πρώτη γνωριμίαν" και "πρώτη άγάπην εις την Γαλιλαία του", συνεκλόνισε την ψυχήν του και σφράγισε όλη του την ζωήν.



Περιγράφων την μυστική αυτήν εμπειρία, λέγει: "Ώ ημέρα μεγάλη και σωτήριος! Μεγάλη Παρασκευή! όπου ένθεος έρως έγεννήθη στην ψυχή μου και ακράτητος δοξολογικός παφλασμός στην καρδία μου εκ μυστηριώδους λειτουργικής αισθήσεως. Άπαντα ως θυμίαμα με προσκαλούσαν εις προσευχήν, εις δρασιν και ενατένισιν του Κυρίου μου ασχηματίστως... Ευρέθην εις άφραστο μυσταγωγία και εις στιγμή αιωνιότητας, όπου συνήψα συμβόλαιο αρραβώνας μετά του Κυρίου μου ". Κατ' εκείνη την ημέρα έδωσε την αμετάκλητων υπόσχεσιν της τελείας αφιερώσεώς του εις τον Θεόν.

Συνεχώς έζη με το δράμα της πρώτης θεοπτίας και έλεγε: εκεί τρέχω, εκεί φωνάζω, εις αυτός τάς κορυφάς πού είναι λουσμέναι εις το φως. εκεί συναντηθήκαμε το πρώτον, σε μία άκρη κορυφής θεοπτίας, εκεί μιλήσαμε ανοικτά και ατενίσαμε τίς αιχμηρές κορυφές της θεολογίας.

Έκτοτε και έως εσχάτης αναπνοής δεν επαυσεν ήμέραν και νύκτα να είναι ό κυνηγός της θείας αγάπης. Ή ζωή του υπήρξε όντως "άσμα ασμάτων". Όμως ή μυσταγωγία της Γαλιλαίας τελείωσε. Αφού ό Κύριος του άνοιξε την αυλαία του ουρανίου κόσμου, τον άφησε να αγωνισθή. Και άρχισε ή σκληρά, μακρά και επικίνδυνος πορεία• πάλη θηριώδης, άρπαγμός, ξυλοδαρμός. Ό εχθρός κάθε τόσο έστηνε ενέδρες. Μία έδινα, τρεις κατακέφαλα ελάμβανα εκ των τριών εχθρών. Με την επίκλησιν όμως του ονόματος του Κυρίου, της Θεοτόκου και του αρχαγγέλου Μιχαήλ διέφυγα από τα χέρια του.
Όλη ή ζωή του ήταν "τιτάνιος άγων". Υπήρξε μεγάλος βιαστής πού δεν ελυπείτο τον εαυτό του. Ό ίδιος έλεγε δια τους αγώνας αυτούς: "Ίδρωτες, θρόμβοι αίματος".

Όμως ό π. Δαμασκηνός δεν ήτο μόνον αγωνιστής του Χριστού, αλλά και της πατρίδος, την οποίαν καθ' υπερβολή ηγάπησε και υπηρέτησε αυτήν επί 43 μήνας, εις το πυροβολικό σώμα του στρατού, εις καιρούς χαλεπούς. Ακόμη και τότε ανηλίσκετο μεταξύ προσευχής, ιεραποστολής και καθήκοντος, αποτελών φωτεινό παράδειγμα δια τους ανωτέρους και τους συστρατιώτες του. Ή φλόγα της θείας αγάπης τον κατέτρωγε.

Όθεν, μόλις επέστρεψε από τον στρατόν, ενεδύθη τον μέλανα μοναχικό τρίβωνα. Το 1950 χειροτονήθηκε διάκονος και μετά δύο έτη εδέχθη την χάριν του β' βαθμού της ιεροσύνης, την οποίαν ως χερουβίμ απελάμβανε έως εσχάτης του πνοής, αισθανόμενος πάντοτε ότι συλλειτουργεί μετ' αγγέλων και αγίων.

Επί μίαν οκταετία ό φωτοφόρος Πατήρ γεώργησε τον αγρό του Κυρίου εις την γενέτειρα του και τρύγησε πλήθος εύχύμων καρπών εκ των πνευματικών του βλαστημάτων. Λειτουργών και λατρεύων τον Κύριον, μεσίτευε υπέρ του ηγαπημένου του λαού, "θύων και θυόμενος".

Ό ένθεος έρως πού χαρακτήριζε την ζωήν του, ως και το ασκητικό του φρόνημα , ενέπνεον τα πνευματικά του τέκνα, τα όποια πεθύμησαν να ακολουθήσουν τα ίχνη του. Δια τούτο, το 1960 ηγείται μικράς γυναικείας αδελφότητας και τη παραινέσει του οικείου Μητροπολίτου αναστηλώνει την πάλαι ποτέ εκλαμπρον Ίεράν Μονήν του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (Μακρινού), ή οποία σχεδόν ήτο κατερειπωμένη. Τίς δύναται να διηγηθεί τους άτρύτους κόπους, τους οποίους κατέβαλε ως χειρώναξ δια την ανοικοδόμηση της Μονής, αναμιγνύων με το χώμα τον ιδρώτα και τα δάκρυα της προσευχής του και ούτω θεμελίων του Τιμίου Προδρόμου τα επίγεια σκηνώματα; Συγχρόνως δια της ενάρετου πολιτείας και της ταπεινώσεώς του εγένετο τύπος των μοναζουσών με την τελείαν εκκοπή των θελημάτων του, θέτων τα θεμέλια και του πνευματικού οικοδομήματος της Μονής.

Κατ' εκείνη την εποχή ήρχισε να ανθοφορεί ό γυναικείος μοναχισμός και αί συγκροτούμενες μοναχικές αδελφότητες αναζητούν εις τον αφανή ασκητή, τον Πάππου του Μακρινού, τον σοφό καθοδηγητή. Ή συμβολή του εις την καρποφορία του γυναικείου μοναχισμού των τελευταίων ετών υπήρξε λίαν σημαντική. Δεν υπερβάλλομε, εάν είπωμεν ότι βάδισε εις τα ίχνη του Αγίου Νεκταρίου.

Λαβών παρά Θεού την ειδική χάριν του ποιμαίνειν μοναχές δια λόγου και βίου, διηκόνησε, φωταγώγησε και εποδηγέτησεν εις την πατερική τρίβον πολλάς γυναικείας μοναστικές αδελφότητας, "τους χορούς των μυροφόρων", ως έλεγε. Όθεν και ηγάπα όλα τα μοναστήρια και τα θεωρούσε ως ένα, αποφαινόμενος ότι "όλα τα μοναστήρια είναι δικά μας και είμαστε όλοι μία αδελφότης, διότι, εχομεν τον Χριστόν κοινόν νυμφίον και όφείλομεν να αγαπάμε όλας τας αδελφάς, όπως τάς ιδικάς μας".

Ηγάπα το Κοινόβιο και ωνόμαζεν αυτό "μετόχι, του Παραδείσου"• ενώ δε ήτο νηπτικός και πραγματικός θεωρητικός Πατήρ, έζησε ως τέλειος κοινοβιάτης με απόλυτον ακρίβεια βίου και τελείαν ακτημοσύνη. Εχαίρετο υπερβολικός την αδελφότητα και άπελάμβανε τα χαρίσματα των άλλων ως ιδικά του.

Υπήρξε κατ' εξοχήν εκκλησιαστικός ανήρ, σπενδόμενος δια την Έκκλησίαν και εργαζόμενος αόκνως υπέρ αυτής.

Το 1984, όταν ιδρύθη ή ανδρώα Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Μαζίου, διωρίσθη πρώτος ηγούμενος αυτής υπό του οικείου Μητροπολίτου κ.κ. Βαρθολομαίου. Το δε 1990 εγένετο οφφικιούχος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Από την πνευματικήν του καθοδήγησιν εύρον την όδόν της σωτηρίας πλήθη λαού και εμορφώθησαν εν Χριστώ αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και εργάται του Ευαγγελίου. Ηύχετο δε εις τα πνευματικά του τέκνα να είναι ή ζωή των τοιαύτη, ώστε και μόνον ή θέα των να εμπνέει εις τους ανθρώπους την μετάνοιαν.

Ό ίδιος ό π. Δαμασκηνός καθημερινό άρτον είχε την μετάνοιαν. Περιέγραφε δε την πορεία του ως εξής: Όταν πρωτομετανοήσαμε, βυθιστήκαμε κάτω στον εαυτό μας και είδαμε το καταγώγιο μας πού ήταν σκοτεινό και αρχίσαμε την μετάνοια και την προσευχή, μέχρι πού αισθανθήκαμε ότι καθάρισε ό εαυτός μας. Ύστερα άρχισε να μεταβάλλεται το καταγώγιο μας εις φωτεινό καταγώγιο του Αγίου Πνεύματος και της αθανάτου σοφίας• και ξεκινήσαμε πλέον. Ή πίστης μας επέταξε στην αγκαλιά του Θεού ". Ή ακράδαντος και άνευ ορών πίστης ήταν ή "πυρσοκρότησις για τίς αναβάσεις του". πίστης όχι μόνον εις τον προσωπικό Θεόν, αλλά και εις κάθε λόγον της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων. Χαρακτηριστική είναι ή φράσης του: "Αν θέλετε πνευματικές αναβάσεις, ν' ανεβείτε εις το βάθρο της πίστεως και της ταπεινώσεως".

Κατά την Θείαν Λειτουργία αι νοηταί αναβάσεις του εκορυφώνοντο. Έλεγε τα έξης: "Ιδιαιτέρως μέσα στη θεία λειτουργία να παίρνομαι την νοητή πορεία και να μένουμε μεταξύ της θριαμβευούσης και της στρατευόμενης Εκκλησίας. Να μένουμε μαζί με τους αγίους και να λειτουργούμε μαζί με τον ουράνιο κόσμο, για να μπορεί ή ψυχή μας να γεμίσει με την ελπίδα της αιωνίου μακαριότητας. Στη θεία λειτουργία αρχίζομε πλέον να αλλάζομαι τον χώρο και ενώναμε τον ουράνιο κόσμο με τον επίγειο. 'Έχομε και τούς δύο κόσμους στη νοήσει μας. Στη λειτουργία συσπειρώναμε μαζί μας όλη την δημιουργία και δοξολογούμε τον Θεόν μαζί με τις πέτρες, την θάλασσα και τον φυτικό κόσμο, πού άφωνος και συνεχώς λειτουργούν όλα μαζί. Όταν λέω τις ευχές, αισθάνομαι ότι ή κάθε μία έχει μέσα της την παντοδυναμία, την πανσοφία.

Μπαίναμε στη βασιλική λειτουργία. Στην ωραία λειτουργία του σύμπαντος συνάπτεις την δική σου λειτουργία. Φέρομε τον ουρανό νοητός κάτω και ανεβάζαμε τον εαυτό μας επάνω. Να μπούμε στη μυστική και οικουμενική του σύμπαντος λατρεία".

Ενώ ό ίδιος μετ' οδυνηράς πάλης κατά των εχθρών κατόρθωσε να καταλάβει την κορυφή της θεωρίας, εν τούτοις συνεβούλευε τα εξής: "Να πιάσομε την κορυφή της θεωρίας, δια να έχομε την υπεροχή επί των παθών. Τότε τα πάθη εξουδετερώνονται χωρίς πολλούς ίδρωτας. Με την αποφατική θεώρηση του ουρανίου κόσμου και τη θεολόγησι της σωτηρίας πέφτομε σε άλλη σφαίρα, της παντοδυναμίας του Θεού. Πορευόμεθα επί των κορυφών, ατενίζοντες το πρόσωπον του Κυρίου, θέτομε τον εαυτόν μας κάτω από την επισκόπησιν του Θεού και ρίχνομε εις την λήθην τον παρόντα κόσμον. Ελεύθερος τότε ό νους μας θα αναφέρεται προς τα άνω πάντοτε και ή διάνοια μας θα είναι πάντοτε τεταμένη προς τον Θεόν". Προσπαθούσε να μιμηθή τον Ενώχ, δια το πρόσωπον του οποίου ένοιωθε μεγάλο θαυμασμό και ανέφερε συνεχώς ότι ούτος είχε την διάνοιάν του τεταμένην εις τον Θεόν επί εκατόν έτη. Ή σκέψις του Θεού ήτο ή απόλαυσίς του και έλεγε μετά του ψαλμωδού: "Έμνήσθην του Θεού και ευφράνθην". Και άλλοτε: "Ατενίζω τον Θεόν ανά πάσαν στιγμήν και χαίρεται ή ψυχή μου. Τον βλέπω ασχημάτιστος, τον αγαπώ και τον βλέπω. Είμαστε ενώπιον του προσώπου του Κυρίου. Όμως, παρ όλο πού τον βλέπω, πάντοτε τον ζητώ ".

Το πρόσωπον του Χριστού ήτο ή τροφή και ή τρυφή της ψυχής του. Οι λόγοι του Κυρίου: "Εγώ ειμί ή οδός" είχαν χαραχθεί βαθέως εις τον νουν του και δια τούτο επίστευεν ότι δια της Χριστογνωσίας ό άνθρωπος φθάνει την αυτογνωσία και δι' αυτής την θεογνωσία.

Ό π. Δαμασκηνός, όταν έλεγε θεογνωσία, εννοούσε την θεοκοινωνίαν. Επειδή δε ό ίδιος είχε κατορθώσει δια της βαθιάς μετανοίας την κάθαρσιν της καρδίας και του νοός, ενέτεινε όλην την νοητική του δύναμιν εις την αδιάλειπτο μνήμην του Θεού και έλεγε: "Όταν ή διάνοια είναι τεταμένη προς τον Θεόν, μέσα μας γεννάται ή ορμή προς θεοκοινωνία". Και ρώτα: "Πώς θα προσευχώμεθα και θα μας ακούει ό Θεός, αν ή νόησης μας δεν μεταβληθεί εις όρασιν Θεού;" Ό ίδιος διαρκώς ατένιζε τον Κύριον και διαβεβαίωνε ότι ό Θεός οράται και αναπαύει• και ότι οι οφθαλμοί της ψυχής μας είναι συνηθισμένοι να βλέπουν τον Θεόν. "Ή διάνοια μας είναι ή διόπτρα πού ατενίζει τα ουράνια• αυτός ό ανιχνευτής (ή διάνοια) έρευνα με το Άγιον Πνεύμα τον ούράνιον κόσμον και τά βάθη του Θεού. Αν ό νους δεν δούλεψη, δεν μπορεί να ευφράνει την καρδίαν και να την ανεβάσει στα ουράνια δια της θείας αγάπης".

Ό θείος έρως ήτο ή κινητήριος δύναμις, την οποίαν ό π. Δαμασκηνός έθετε εις το διαστημόπλοιο της προσευχής, δια να κάνη την "νοητήν πορείαν προς θεοπτίαν". Και ομολογούσε: "Όταν αρχίζομε αυτές τις νοητές πορείες, γινόμεθα έκπεινοι και έκδιψοι της θείας αγάπης και ορμάμε εις αναβάσεις τολμηρές. Τολμηρό ανέβασμα είναι ή νοητή θεωρία εις τους μυστικούς χώρους των αγγέλων και εν συνεχεία εις τους υπερβατικούς χώρους της ησυχίας και της σιωπής, εκεί όπου κατοικεί ό Θεός. εκεί επιθυμούμε να φθάσομε και να ομιλήσομε με τον λατρευτό μας Θεόν. Αυτός είναι ό έρως που μας ανυψώνει συνεχώς μέχρι την τελικήν ένωσιν μετά του Θεού. Αυτός ό έρως είναι, δύναμις, δια της οποίας ό μοναχός ξέρει ν αγαπά και να θυσιάζεται έως θανάτου• είναι όλος φως, είναι όλος βασιλεία, όλος άκτιστον φως και ανέσπερο φως". Αυτός ό έρως εκυρίευε ολην την ύπαρξιν του π. Δαμάσκηνου και εζη μέσα εις το θείον φως. Επρόδιδεν ακουσίως τον εαυτόν του, όταν έλεγε: "Να γίνει ό εαυτός μας ολόκληρος ένα φως, μία φωτεινή λαμπάδα. Το είδαμε το φως, το ξαναείδαμε το φως και το ξαναβλέπομε το φως. Είδαμε το φως, για να φθάσομε πλέον μέσα στον ήλιο της δικαιοσύνης.

Κατόπιν και ό θάνατος δεν μας ξενίζει καθόλου, γιατί είμαστε μέσα στο φως του Θεού και ζούμε τη βασιλεία Του ήδη από τώρα. Είμαστε συνέχεια μέσα στην εορτή από τώρα και κατόπιν πάμε και προσωπικά και του λέμε: "Μόνο για Σένα, Χριστέ μου, όλα για Σένα. Ό,τι θέλεις και όπως θέλεις".

Ή όσια εκδημία του θεοφόρου Πατρός εβύθισεν εις πένθος την επίγειο Εκκλησία και εγένετο χαρμονή αιώνιος εις τον ουράνιον κόσμον, όστις εδέχθη αυτόν στεφανηφορούντα.

Εκ της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (Μακρινού)
ΠΗΓΉ:WWW.PIGIZOIS.GE