Σελίδα 4 από 9

Αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων: Ομιλία

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Φεβ 23, 2014 5:31 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων: Ομιλία εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου
February 22, 2014
Εικόνα
Διακηρύττουμε παρουσίαν Χριστού, όχι μόνον μίαν, αλλά και δευτέραν πολύ καλλιτέραν της προηγουμένης· διότι η πρώτη αποτελούσε επίδειξιν υπομονής, ενώ η ερχομένη φέρει το στέμμα της θείας Βασιλείας. Πράγματι στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τα πάντα, ως επί το πλείστον, είναι διπλά· διπλή γέννησις, μία από τον Θεόν προαιωνίως και μία από την Παρθένον στους εσχάτους καιρούς· δύο κάθοδοι· μία η αφανής «ως επί πόκον» και Δευτέρα η ένδοξος και επιφανής, η μέλλουσα.
Κατά την πρώτην παρουσίαν εσπαργανώθη στην φάτνην, στην Δευτέρα «αναβάλλεται(ενδύεται) φως ως ιμάτιον». Στην πρώτην «υπέμεινε σταυρόν αισχύνης καταφρονήσας», στην δευτέραν θα έλθη δοξαζόμενος, δορυφορούμενος από στρατιές αγγέλων. Δεν μένουμε λοιπόν στην πρώτην μόνον παρουσίαν, αλλά προσδοκούμε και την δευτέραν…Έρχεται ο Σωτήρ όχι για να δικασθεί πάλιν, αλλά για να δικάσει τους δικαστάς του· αυτός που προηγουμένως, όταν εκρίνετο, εσιωπούσε, λέγει ύστερα στους παρανόμους, υπενθυμίζοντας όσα ετόλμησαν κατα την σταύρωση: «Ταύτα εποίησας και εσίγησα». Τότε ήλθε για να εκπληρώσει την Θείαν Οικονομίαν, και εδίδασκε τους ανθρώπους με την πειθώ· τώρα όμως θα αναγκασθούν να τον αναγνωρίσουν ως Βασιλέα τους, έστω και χωρίς να το θέλουν…

«Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού». Βλέπε, άνθρωπε, ενώπιον πόσων θα εμφανισθείς στο κριτήριο.Θα είναι τότε παρόν όλο το γένος των ανθρώπων. Αναλογίσου λοιπόν πόση είναι η φυλή των Ρωμαίων· αναλογίσου πόσοι είναι οι άλλοι, οι βάρβαροι οι οποίοι ζουν τώρα και πόσοι έχουν ταφεί τα τελευταία εκατόν χρόνια· πόσοι ετάφησαν μέσα σε χίλια χρόνια· αναλογίσου πόσοι είναι από τον Αδάμ μέχρι σήμερα. Μεγάλο πλήθος βέβαια, αλλά και πάλιν μικρόν είναι· διότι οι άγγελοι είναι περισσότεροι· εκείνοι είναι τα ενενήντα εννέα πρόβατα, η δε ανθρωπότης μόνο το ένα…

Παρευρίσκεται τότε στο κριτήριο ο Θεός και Πατήρ των απάντων, μαζί του θα κάθεται ο Ιησούς Χριστός, θα είναι δε παρόν και το Άγιον Πνεύμα· αγγελική σάλπιγγα θα προσκαλέσει όλους εμάς, οι οποίοι θα φορούμε ως ένδυμα τα έργα μας. Άραγε δεν οφείλουμε να αγωνιούμε από τώρα; Και μη νομίσεις, άνθρωπε, ότι είναι μικρή καταδίκη το να κατακριθείς ενώπιον τόσου πλήθους· μήπως δεν προτιμούμε πολλές φορές να πεθάνομε, παρά να κατηγορηθούμε από φίλους;

Ας έχομε την αγωνία, λοιπόν, αδελφοί, μη μας καταδικάσει ο Θεός, ο οποίος, αν πρόκειται να μας καταδικάσει, δεν έχει ανάγκη από εξέταση ή έλεγχο· μήν πείς ότι την νύκτα όταν επόρνευσα ή έκανα μαγείες ή έπραξα κάτι άλλο, και δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί. Από την συνείδηση σου κρίνεσαι, «μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων, εν ημέρα, ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων». Σε αναγκάζει να πεις την αλήθεια το φοβερό πρόσωπο του Κριτού, ή μάλλον, και αν δεν την πείς, σε ελέγχει. Διότι θα αναστηθείς φορώντας τις αμαρτίες σου, ή τις αρετές σου· αυτό δήλωσε ο ίδιος ο Κριτής…

Τι λέγει λοιπόν ο κριτής για την ενδυμασία ή μή των έργων σου; « Και συνάξουσιν έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη»· διότι πρέπει τα πάντα νά κλίνουν γόνυ ενώπιον του Χριστού, τα επουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια. «Και αφορίσει αυτούς απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων». Πως διαχωρίζει ο ποιμήν; Μήπως ερευνά κάποιο βιβλίο, να μάθει ποιο είναι πρόβατο και ποιό ερίφιον;Ή τα διακρίνει από την εμφάνιση; Δεν φανερώνει το μαλλί το πρόβατο, το δε σκληρό και τριχωτό το ερίφιο; Έτσι, άν μεν καθαριστείς τώρα από τις αμαρτίες σου, έχεις στο εξής τις πράξεις σου ως έριον καθαρό, και η στολή σου μένει αμόλυντη, και λέγεις πάντοτε το «εξεδυσάμην τον χιτώνα μου, πως ενδύσομαι αυτόν;». Από την ενδυμασία αναγνωρίζεσαι ότι είσαι πρόβατο…Μή γένοιτο όμως κάποιος από τους παρόντες να αποβληθεί από την χάρη, ούτε εξαιτίας των φαύλων πράξεων του να βρεθεί στα αριστερά τάγματα των αμαρτωλών.

Πως, θα πεί κάποιος, θα αποφύγομε το πυρ; Και πως θα εισέλθομε στην Βασιλεία; «Επείνασα», λέγει, «και εδώκατε μοι φαγείν»· ιδού τρόπος. Δεν χρειάζεται αλληγορία εδώ, αλλά να εκτελέσουμε τα λεγόμενα· «επείνασα και εδώκατε μοι φαγείν· εδίψησα, και εποτίσατέ με· ξένος ήμην και συνηγάγετέ με· γυμνός, και περιεβάλετε με· ησθένησα, και επεσκέψασθέ με· εν φυλακή ήμην, και ήλθετε πρός με». Εάν τα πράξεις αυτά, θα συμβασιλεύσεις· εάν όμως δεν τα πράξεις, θα κατακριθής. Άρχισε λοιπόν από τώρα να τα εργάζεσαι αυτά, και επίμενε στην πίστη, για να μην αποκλεισθείς έξω, αναβάλλοντας να αγοράσεις έλαιον σαν τις μωρές παρθένους· μη ξεθαρρευθείς επειδή απλώς κρατείς την λαμπάδα, αλλά διατήρησέ την αναμμένην. Ας λάμψει το φώς των καλών έργων σου ενώπιον των ανθρώπων, και μη βλασφημείται εξαιτίας σου ο Χριστός. Φόρεσε ένδυμα αφθαρσίας, διαπρέποντας στα καλά έργα…

Είθε ο Θεός των όλων να σας διαφυλάξει όλους, ώστε να διατηρείτε στη μνήμη σας τα σημεία της συντέλειας του κόσμου και να μείνετε ακατανίκητοι από τον Αντίχριστο. Έμαθες τα σημεία του πλάνου που πρόκειται να έλθει· έλαβες τις αποδείξεις του αληθινού Χριστού, του κατερχομένου φανερά από τους ουρανούς. Τον μεν ένα, τον ψεύτικο, απόφυγέ τον. Τον δε άλλον, τον αληθινό, προσδόκα τον. Έμαθες τον τρόπν, πως στην Κρίση θα καταταγείς στα δεξιά του. Τήρησε αυτά που σου εμπιστεύθηκε ως παρακαταθήκη ο Χριστός, διαπρέποντας σε έργα αγαθά, ώστε να παρουσιαστείς με παρρησίαν ενώπιον του Κριτού και να κληρονομήσεις τη Βασιλεία των Ουρανών.

(πηγή: ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ, Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1991, σ. 304 κ. εξ. Αποσπάσματα).

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 02, 2014 10:22 am
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή της Τυρινής
March 01, 2014
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς».
Ο πόθος της αποκτήσεως αγαθών είναι έμφυτος στους ανθρώπους κάθε εποχής. Καθένας επιθυμεί να αποκτήσει αγαθά, κάτι που έχει αξία, πάνω στο οποίο θέλει να στηρίξει την άνεση, την ειρήνη και την ευτυχία της ζωής του. Αλλά συνήθως οι άνθρωποι κάνουν λάθος στην επιλογή του θησαυρού. Εντυπωσιάζονται πολύ από την λάμψη του χρυσού και των άλλων υλικών αγαθών και ξεχνούν τον αληθινό θησαυρό. Βεβαίως τα υλικά αγαθά είναι απαραίτητα για τη ζωή μας, γι’ αυτό τα έχει δώσει ο Θεός. Όμως αυτά δεν πρέπει να αποτελούν την κύρια επιδίωξή μας, τον αποκλειστικό σκοπό της ζωής μας και πολύ περισσότερο οι θησαυροί. «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς» λέει ο Κύριος, απευθυνόμενος στον καθένα μας.
Ο άνθρωπος έχει βεβαίως υποχρέωση να εργάζεται, να ασχολείται με τα βιοτικά για να αποκτά, με την ευλογία του Θεού, εκείνα που του χρειάζονται για την συντήρησή του. Δεν αποκλείεται με την έντιμη και την ευσυνείδητη εργασία του να αποκτήσει περισσότερα από όσα του χρειάζονται, να αποκτήσει με τρόπο δίκαιο και πλούτο. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήσει.
Ο Αβραάμ ήταν «πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καί ἀργυρίῳ καί χρυσίῳ». Κανείς όμως δεν τον κατηγόρησε για τον πλούτο του. Γιατί; Διότι δεν είχε δοσμένη την καρδιά του στους επίγειους θησαυρούς ούτε και τους είχε θέσει ως τον απόλυτο σκοπό της ζωής του. Είχε την συνείδηση ότι είναι διαχειριστής και όχι κύριος των αγαθών αυτών. Η καρδιά και η διάνοιά του, η ψυχή του ολόκληρη ήταν δοσμένη στον Θεό και την αιωνιότητα. Γι’ αυτό η ζωή του ήταν απλή και απέριττη. Είχε μεγαλύτερη πίστη, εκτίμηση και φλογερό πόθο για τα ουράνια αγαθά και όχι για τους επίγειους θησαυρούς. Ο Απόστολος Παύλος εξαίροντας αυτή την θαυμαστή αρετή του Αβραάμ γράφει στην προς Εβραίους επιστολή του: «Πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας…. Ἐξεδέχετο γάρ τήν τούς θεμελίους ἒχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» .
Ο άνθρωπος ο οποίος θησαυρίζει ή αγωνίζεται να αποκτήσει και να θησαυρίσει αφθονία υλικών αγαθών, αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του είναι αξιοκατάκριτος. Αυτόν καταδικάζει ο Κύριος όταν λέει: «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς». Έχει ιδιαίτερα σημασία αυτό το «ὑμῖν», που χρησιμοποιεί ο Κύριος. Με αυτό καταδικάζει την ιδιοτέλεια, την φιλαυτία, τον πόθο και την απόκτηση υλικών αγαθών για τον εαυτό μας μόνο. Μη θησαυρίζετε, λέει, για τον εαυτό σας θησαυρούς επιγείους. Γιατί ότι θεωρήσει κανείς θησαυρό, αυτό θα έχει στην καρδιά του. Σ’ αυτό θα αφιερώσει την ζωή του. Αυτό θα σκέπτεται συνεχώς, γι’ αυτό θα εργάζεται και θα μοχθεί. Αλλά σε ενός τέτοιου ανθρώπου την καρδιά δεν βρίσκει θέση ο Θεός, η αιωνιότητα, ο ουράνιος θησαυρός της βασιλείας του Θεού. Δεν βρίσκουν θέση ούτε και οι φτωχοί, διότι η καρδιά αυτού του ανθρώπου ευσυγκίνητη για κάθε τι, που αναφέρεται στους επίγειους θησαυρούς, μένει ασυγκίνητη και στην πιο μεγάλη δυστυχία και συμφορά των συνανθρώπων του.
Κι ακόμη τι τάχα έχει να κερδίσει από τους επίγειους θησαυρούς ο άνθρωπος, αν δεχθούμε ότι θα κατορθώσει να τους αποκτήσει; Στην πραγματικότητα δεν βρίσκει ικανοποίηση, άνεση και αληθινή χαρά. Ίσως κάποιοι άνθρωποι, χωρίς μεγάλη οικονομική δυνατότητα, τον θεωρούν ίσως ευτυχή. Αν όμως τον πλησιάσουν, αν τον γνωρίσουν κάπως καλύτερα, θα δουν ότι κάθε άλλο παρά ευτυχής είναι ο άνθρωπος αυτός. «Η μέριμνα και η απάτη του πλούτου», όπως είπε ο Κύριος είναι αγκάθια, τα οποία συνεχώς τον τρυπούν, τον κάνουν να πονάει και να υποφέρει ψυχικά και πολλές φορές σωματικά.
Ας σκεφθούμε όμως και το άλλο, που πολύ συχνά βλέπουμε να συμβαίνει, ότι δηλαδή οι επίγειοι θησαυροί δεν είναι ασφαλείς και μόνιμοι, δεν παραμένουν ισόβιο και αναφαίρετο κτήμα του ανθρώπου. Ο Κύριος λέει, ότι τα επίγεια συσσωρευμένα αγαθά και τους επίγειους θησαυρούς «σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί κλέπται διαρύσσουσι καί κλέπτουσι». Ο σκόρος, η σαπίλα, η φθορά καταστρέφουν τα πολυτελή ενδύματα, αποσυνθέτουν τα τρόφιμα, φθείρουν τα υλικά αγαθά. Εξ’ άλλου επιτήδειοι κλέπτες τα αρπάζουν και τα κλέπτουν.
Αλλά κι αν ακόμη κατορθώσει ο φιλάργυρος να κρατήσει μέχρι τέλους ασφαλείς τους θησαυρούς του, τι σημαίνει τούτο; Ασφαλώς θα έρθει κάποια ώρα κατά την οποία θα τον επισκεφθεί ο θάνατος. Θα υποχρεωθεί τότε, θέλοντας και μη, να εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα την παρούσα ζωή. Και μαζί μ’ αυτήν θα εγκαταλείψει στα χέρια «τίς οἶδε» ποιων ασώτων κληρονόμων τους επίγειους θησαυρούς του. «Ἂφρων, θα του πει ο Κύριος, ἃ ἡτοίμασας τίνι ἒσται;». Αυτά που μάζεψες, που θησαύρισες και στα οποία έδωσες την ψυχή σου σε ποιον ανήκουν τώρα; Σε σένα βεβαίως όχι. Αλλά κι αν σου ανήκουν, μήπως μπορείς με αυτά ή και με όλους τους θησαυρούς του κόσμου να εξαγοράσεις την ψυχή σου;
Λοιπόν, ας μη μας ελκύουν οι επίγειοι θησαυροί. Ποτέ να μη δώσουμε την καρδιά μας σ’ αυτούς. Η καρδιά μας και η ψυχή μας πρέπει να δοθούν στους θησαυρούς του ουρανού. Αυτοί πρέπει να είναι ο κύριος σκοπός της ζωής μας και για την απόκτηση αυτών πρέπει με τον φωτισμό και τη δύναμη του Κυρίου να αγωνιστούμε μέχρι τέλους σε όλη μας τη ζωή, ιδιαιτέρως όμως την περίοδο αυτή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ξεκινάει αύριο. Αμήν.

Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: Εις την Κυριακήν της Τυρινής

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 02, 2014 10:29 am
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: Εις την Κυριακήν της Τυρινής
March 01, 2014
Εικόνα
Οι θειότατοι και Αγιοι Πατέρες εθέσπισαν να κάνωμεν σήμερον, ήτοι πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής, την ανάμνησιν της εξορίας των πρωτοπλάστων από την τρυφήν του Παραδείσου, δείχνοντες εμπράκτως πόσον καλόν και ωφέλιμον πράγμα είναι η νηστεία εις την ανθρωπίνην φύσιν, και πάλιν εκ του εναντίου, πόσον κακόν και αισχρόν είναι η αδηφαγία.

Παρατρέξαντες λοιπόν οι Πατέρες τα κατά μέρος πάντα, οπού εις όλον τον κόσμον γίνονται, άπειρα σχεδόν όντα, τον πρωτόπλαστον Αδάμ προβάλλουν εις όλους παράδειγμα, πόσον κακόν έπαθε, με το να μην ενήστευσε προς ολίγον, και εις την εδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφώς δεικνύοντες, και ότι πρώτον παράγγελμα του Θεού προς τους ανθρώπους εδόθη το της νηστείας καλόν, το οποίον με το να μην εφύλαξεν εκείνος, αλλά εις την γαστέρα υπήκουσε, το δέ αληθέστερον εις τον πλάνον όφιν από την παρακύνησιν της Εύας, όχι μόνον Θεός δέν έγινεν, αλλά και εις τον θάνατον κατεκρίθη, και εις όλον το γένος μετέδωκε του κακού.

Λοιπόν, δια την τρυφήν του πρωτοπλάστου Αδάμ ο Κύριος ενήστευσεν ημέρας τεσσαράκοντα, και υπήκοος έγινεν. δια τούτο και η παρούσα Αγία Τεσσαρακοστή επαραδόθη από τους Αγίους Αποστόλους, δια να απολαύσωμεν ημείς δια της νηστείας την αφθαρσίαν, με το να φυλάξωμεν ημείς εκείνο, το οποίον με το να μην εφύλαξεν εκείνος, απώλεσε την αφθαρσίαν. και κατά άλλον τρόπον, ο σκοπός των Αγίων ούτος έστι, καθώς και προείπομεν, να περιλάβουν δια βραχέων, τα απ’ αρχής μέχρι τέλους γενόμενα έργα παρά του Θεού. και επειδή όλων των καθ’ ημάς αίτιον εστάθη η παράβασις και η έκπτωσις του Αδάμ από τον Παράδεισον, δια τούτο ταύτην ενταύθα πρωτίστην έταξαν, δια να φύγωμεν την παρακοήν, και να μή μιμηθώμεν κατ’ ουδέν την ακρασίαν αυτού.

Εις την έκτην ημέραν λοιπόν επλάσθη ο Αδάμ από την χείρα του Θεού, τον οποίον και με την ιδίαν του εικόνα ετίμησε, με το εμφύσημα οπού έκαμεν εις αυτόν, δίδοντας του εν ταυτώ και την εντολήν, ποίους καρπούς να τρωγη και ποίους να μή τρωγη. Εστάθη δέ μέσα εις τον Παράδεισον, κατά την γνώμην τινών διδασκάλων, έως εξ ώρας’ είτα εξώσθη εκείθεν, με το να παραβή την εντολήν. ο δέ Φίλων ο Εβραίος λέγει ότι εκατόν χρόνους έκαμεν εις τον Παράδεισον, άλλοι δέ λέγουν επτά ημέρας η χρόνους, και τούτο λέγουν δια την τιμήν του επταδικού αριθμού, οπού κοντά εις τους Εβραίους κατ’ εξαίρετον ήτον τίμιος. Οτι δέ εις την έκτην ώραν τας χείρας ήπλωσε και τον καρπόν ετρύγησεν, εφανέρωσε τούτο και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, όστις θεραπεύοντας του πρωτοπλάστου το τόλμημα, εις την έκτην ώραν και ημέραν τας παλάμας ήπλωσεν εν τω Σταυρώ.

Μέσον δέ φθοράς και αφθαρσίας επλάσθη ο Αδάμ, με σκοπόν εκείνο να αποκτήση, εις οποίον από τα δύο ήθελε κλίνει με την εδικήν του προαίρεσιν, ωσάν οπού εκατασκευάσθη αυτεξούσιος ότι δυνατόν ήτον εις τον Θεόν και αναμάρτητον να τον κάμη, αλλά δια να γένη και της εδικής του προαιρέσεως το κατόρθωμα, δια τούτο του έδωσε τον νόμον, όστις τον επρόσταζεν άπό όλα μέν τα φυτά να παίρνη καρπούς και να τρώγη, και άπό ένα μόνον να απέχη. Εκείνος δέ τη γυναικί πεισθείς, ή να ειπώ καλλίτερα τη ψυχοφθόρω συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, αφίνοντας όλα τα άλλα, εις το θεόθεν εμποδισμένον ήπλωσε το παράνομον χέρι του. Τί δέ λογής φυτά ήσαν εκείνα τα συγχωρημένα, και τί λογής φυτόν ήτον εκείνο το εμποδισμένον, πολλοί πολλά λέγουν, τα οποία με το να είναι νοήματα υψηλά και θεωρίαι μεγάλαι, δεν καταλαμβάνονται από τους αγραμμάτους και απλουστέρους. το δε ξύλον, οπού εμπόδισεν ο Θεός, ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν το ωνόμασαν από της εκβάσεως, ήγουν άπό το ιδίωμα οπού έχει η αμαρτία, ευθύς οπού εμβη εις πράξιν, δηλαδή ευθύς πού τελεσθή η αμαρτία, εγείρεται έξυπνα η συνείδησις, ο πικρός και αδυσώπητος κατήγορος, λέγουσα μέσα εις την ψυχήν προς τον αμαρτήσαντα’ κακά έπραξας, άξιος είσαι κολάσεως, και βλέπε ζωντανόν το παράδειγμα εις τους πρωτοπλάστους, οι οποίοι πρό της παρακοής ήσαν γυμνοί, και όμως ουκ ησχύνοντο’ έπειτα, όταν παρέβησαν την εντολήν, τότε εκατάλαβον ότι ήταν γυμνοί. Οθεν εκατάλαβαν πόσον καλόν είναι η υπακοή, και εκ του εναντίου πόσον κακόν η παρακοή. δια τούτο και ευθύς εφρόντισαν να σκεπάσουν την γύμνωσίν τους, και ακούσαντες τον προς αυτούς ερχομόν του Θεού εφοβήθησαν, και εκρύβησαν.

Μερικοί δέ είπον ότι το ξύλον εκείνο της παρακοής ήτον συκή, ότι με τα φύλλα εκείνης εσκεπάσθησαν, ευθύς οπού εκατάλαβαν την γύμνωσίν τους’ και τάχα δια τούτο και ο Χριστός, ώς αιτίαν γενομένην της παραβάσεως, την εκαταράσθη και εξηράνθη. Διότι και κάποιαν ομοιότητα έχει με την αμαρτίαν” πρώτον μέν το γλυκύ, έπειτα το άπό των φύλλων τραχύ και το κολλώδες του γάλακτος. Λοιπόν, αφού παρέβη την εντολήν και την θνητήν σάρκα εφόρεσε, και την κατάραν έλαβε της πολυωδύνου ζωής, εδιώχθη από τον Παράδεισον και φλογίνη ρομφαία εδιωρίσθη παρά Θεού να φυλάττη την πύλην του Παραδείσου, και αυτός εκάθισεν απ’ αντικρύ του Παραδείσου, κλαίων και ωδυρόμενος, δια τα τόσα αγαθά που εστερήθη, με το να μην ηθέλησε να φυλάττη την εντολήν του Δεσπότου, και να νηστεύση μικράν νηστείαν. και ούτως όλον το σύμπαν γένος, υπέκειτο είς την εκείνου αράν και αθλιότη¬τα, έως οπού πάλιν ο πλάσας ημάς Θεός ηλέησε την ημετέραν φύσιν, και εις το αρχαίον απεκατέστησεν αξίωμα, νικήσας τεχνηέντως τον ημάς απατήσαντα, τουτέστι δια νηστείας και ταπεινώσεως, τύπος γενόμενος εις ημάς τί λογής να νικώμεν και ημείς τον αντίπαλον.

Όλα λοιπόν αυτά θέλοντες να παραστήσουν οι θεοφόροι Πατέρες δι’ όλου του Τριωδίου, πρώτα βάνουν τα της Παλαιάς Διαθήκης, από τα οποία, πρώτη είναι η Δημιουργία και η του Αδάμ από τον Παράδεισον έξωσις, της οποίας την ανάμνησιν κάμνομεν σήμερον. Είτα και τα λοιπά προβάλλουν, τα της Γενέσεως του Μωϋσέως και των λοιπών, τα προφητικά, και περισσότερον τους δαβιτικούς λόγους” και τέλος επιφέρουν και τινά των της χάριτος, ήτοι της Νέας Διαθήκης. Από τα οποία πρώτος είναι ο Ευαγγελισμός, ο οποίος κατά άρρητον Θεού οικονομίαν, σχεδόν πάντοτε, μέσα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ευρίσκεται. Προχωρεί δέ το Τριώδιον, έτι δια του Λαζάρου και των Βαϊων και της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος και αυτών των Αγίων και σωτηριωδών Παθών του Χριστού, όπου τα Ιερά Ευαγγέλια αναγινώσκονται, και κατά λεπτόν τα Θεία Πάθη υμνολογούνται. Είτα και δια της Αναστάσεως και των λοιπών εορτών, μέχρι της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, και τέλος δια των Ιερών Πράξεων των Αποστόλων, αι οποίαι τρανώς διηγοΰνται τί λογής το κήρυγμα έγινε, και ότι οι Θείοι Απόστολοι τους Αγίους πάντας συνήγαγον’ ότι αι Πράξεις των Αποστόλων βεβαιούν την Ανάστασιν δια των θαυμάτων, οπού έπραττον οι Απόστολοι εν τω ονόματι του σταυρωθέντος Ιησού. Επειδή λοιπόν, με το να μην ενήστευσε μίαν φοράν ο Αδάμ, επάθαμεν τα τόσα κακά, δια τούτο πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής ετάχθη ύπό των Πατέρων η ανάμνησις αυτού, δια να συλλογιζώμεθα πόσον κακόν έφερεν εις τον κόσμον, με το να μην ενήστευσεν ο Αδάμ, και να σπουδάσωμεν μετά χαράς, να δεχθώμεν ημείς την νηστείαν, και καλώς να την φυλάττωμεν, δια να επιτύχωμεν ημείς εκείνο όπου έχασεν εκείνος, δηλαδή την θέωσιν, πενθούντες και νηστεύοντες και ταπεινούμενοι, έως να μας επισκεφθή ο Κύριος, διατί κατά άλλον τρόπον σχεδόν αδύνατον είναι να λάβωμεν εκείνο όπου εχάσαμεν.

Πρέπει δέ να ηξεύρωμεν ότι η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή του όλου χρόνου, είναι ωσάν ένας αποδεκατισμός’ διότι από την αμέλειάν μας δέν προαιρούμεθα, ούτε πάντοτε να νηστεύωμεν ούτε να απέχωμεν από κακάς πράξεις, δια τούτο οι θείοι Απόστολοι και ύστερα από αυτούς και οι Αγιοι Πατέρες παρέδωκαν εις ημάς αυτήν την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ωσάν ένα θέρος ψυχών, δια να εξαλείψωμεν, δια μετανοίας και συντριβής, όσα κακά επράξαμεν όλον τον χρόνον, και δια τούτο, επειδή με τέτοιον σκοπόν και τέλος μας την επαράδωκαν οι θείοι Απόστολοι, πρέπει και να την φυλάττωμεν ακριβέστερον από κάθε άλλην νηστείαν. Επειδή και τας άλλας τρεις, ήγουν την των Αγίων Αποστόλων, την της Θεοτόκου, και του Σαρανταημέρου, η Εκκλησία μας τας παραδίδει, και χρέος έχομεν να τας φυλάττωμεν. Ομως αυτή είναι πολύ τιμιωτέρα και θειοτέρα, πρώτον, διατί ο Χριστός, ο αρχηγός της ημετέρας σωτηρίας, υπέρ ημών ενήστευσεν αυτήν, και τον πειράζοντα νικήσας εδοξάσθη’ δεύτερον, και δια τα Αγια Πάθη, τα οποία εις το τέλος λαμπρώς και θεοπρεπώς εορτάζομεν. Αλλά και ο Μωϋσής τεσσαράκοντα ημερονύκτια νηστεύσας, τον νόμον έλαβε” και ο προφήτης Ηλίας άλλας τόσας νηστεύσας, εν τω όρει τω Χωρήβ, ιδείν ηξιώθη τον Θεόν, ως ανθρώπω δυνατόν’ και ο Δανιήλ ωσαύτως και άλλοι πάμπολλοι, όσοι παρά τω Θεώ εφάνησαν δόκιμοι, δια νηστείας αυτώ ευηρέστησαν. δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν, εβάλθη ενταύθα ύπό των Πατέρων, η Εξορία του Αδάμ, διδάσκουσα όλους ημάς να φυλάττωμεν τον όρον της νηστείας, όσον δυνάμεθα.

Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησόν ως μόνος φιλάνθρωπος. Αμήν.

6 Μαρτίου - Ημέρα μνήμης της ευρέσεως του τίμιου Σταυρού και

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Μαρ 06, 2014 9:17 am
από Toula
6 Μαρτίου - Ημέρα μνήμης της ευρέσεως του τίμιου Σταυρού και των ήλων

Το Τίμιο Ξύλο αποτελείται από κέδρο, πεύκο και κυπαρίσσι, το οποίο οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων, το συναντούν και στις δύο μορφές του: την φυσική σαν δέντρο και στον Ι. Ν. της Αναστάσεως, σαν προσκύνημα, το εμποτισμένο Τίμιο Ξύλο, με τις θείες ρανίδες αίματος Του Σταυρωθέντος Χριστού. (Ζωντανό καθώς αφομοιώνει θαυμαστά, το φυσικό ξύλο από έτος σε έτος, οπότε δεν ελαττώνεται), Ζωοδόχο (γιατί δέχτηκε το Αίμα της Ζωής=Χριστός) και Ζωοπάροχο, εκ του πρώτου θαύματος (και όχι μόνο) στην ανεύρεσή του από την Αγία Ελένη, της αναστάσεως της νεκρής διερχόμενης Ιουδαίας).

Την εποχή του Σολομώντα, κόπηκαν ξύλα από όλη την περιοχή μαζί με πολλά κλαδιά αυτού του τρίκλωνου δέντρου, για να κατασκευαστεί με διαταγή του, η σκεπή του γνωστού ναού του Σολομώντα. Οι μάστορες όμως, όπως και να έβαζαν το συγκεκριμμένο ξύλο, δεν ταίριαζε στην σκεπή, και για την αιτία αυτή, ονομάσθηκε από τους εργάτες, άτιμο. Έτσι οι Ιουδαίοι, ξεχνώντας (ως συνήθως), την ίδια τους την παράδοση, όταν φώναζαν να σταυρωθεί ο Κύριος, διάλεξαν τον ατιμωτικό δια σταυρού θάνατο και μάλιστα, στο “άτιμο” για αυτούς, ξύλο.

Η παράδοση όμως αυτού του ξύλου, έχει ως εξής:
Οι τρεις άγγελοι στη φιλοξενία του Αβραάμ (που απεικονίζουν ορθόδοξα την Τριαδικότητα του Θεού), κρατούσαν από ένα ραβδί ο καθένας.
Με την αναχώρησή τους, τα “ξέχασαν”. Η Σάρρα τα έβαλε στη φωτιά για να τα κάψει. Επειδή όμως είχαν μιά ξεχωριστή ευωδία, ο Αβραάμ τα έβγαλε από τη φωτιά και τα φύλαξε σα θεόσταλτο δώρο.

Μετά από την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρων, σώθηκε μόνο ο Λώτ και οι δύο κόρες του (έχοντας μείνει η γυναίκα του στήλη άλατος, επειδή παρήκουσε την εντολή …φύγετε και πίσω μην κοιτάξτε…). Οι δύο κόρες, νομίζοντας ότι όλος ο κόσμος είχε καταστραφεί, με πρόφαση την διαιώνιση του ανθρώπινου είδους, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, μέθυσαν τον πατέρα τους και συνήλθαν μαζί του.

Όταν ο Λώτ το κατάλαβε, και αφού έφτασε στον Αβραάμ, του ζήτησε συγχώρεση για την αμαρτία που έκανε. Τότε ο Αβραάμ έδωσε τα τρία “εξ ουρανού” μισοκαμμένα ραβδιά να τα φυτέψει και τα οποία έπρεπε να ποτίζει καθημερινά με νερό του Ιορδάνη. Αν φύτρωναν, φυλλοβολούσαν και γινόταν κανονικό δέντρο θα ήταν ένδειξη συγχώρεσης από τον Θεό προς τον Λώτ. Κουβαλούσε για τριάντα χρόνια νερό από τον Ιορδάνη, ποτίζοντάς το, έως ότου τελικά έβγαλε φύλλα και φύτρωσε.

Η μετάνοια που κήρυττε ο ’γιος Ιωάννης Πρόδρομος βαπτίζοντας (εν ύδατι), τον κόσμο στον Ιορδάνη και η βάπτιση του Χριστού που έγινε στα τριάντα Του χρόνια, έχουν σχέση με τα παραπάνω συμβάντα. Στο σύμβολο της πίστεώς μας, ομολογούμε “…εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών…”, δείχνοντας, ότι η όλη θεία οικονομία, συμπυκνώνεται στη ζωή μας, ώστε τα γεγονότα που αναγράφονται στην Αγία Γραφή, να μην μείνουν, ως απλά, παρελθόντα ιστορικά δεδομένα, έχοντας μόνο συναισθηματική ή θρησκευτική αξία, αλλά να έχουν διαχρονική αξία, σε όσους προσεγγίζουν αυτήν την πραγματικότητα εν πνεύματι και αληθεία, να πορεύονται μάλιστα, με πνευματικά άφθαρτα (υπεράνω χρόνου) εφόδια στη ζωή τους.

Οι ’γιοι Πατέρες, βλέποντας το ξύλο στο κέντρο του παραδείσου του οποίου απαγορευόταν η βρώση καθώς θα έφερνε τον άνθρωπο από την παραδείσια ζωή υπακοής στο κράτος του θανάτου, τοποθέτησαν στο κέντρο της μεγάλης τεσσαρακοστής την Σταυροπροσκύνηση, δηλαδή πρότειναν την βρώση και κοινωνία εκείνου του Ξύλου, που είναι φυτεμένο στη γη, αλλά, νικώντας τον θάνατο, μας φέρνει στη Ζωή.

Έτσι, το ίδιο ξύλο, που φυλλοβολεί με τον Ιορδάνη (βάπτιση) ένδειξη συγχωρήσεως, έδωσε τους καρπούς του Πνεύματος, με την Σταύρωση Του Κυρίου μας και δίνει πνευματικούς καρπούς σε όσους με πίστη ακολουθούν Τον Σταυρό.

Η ιστορική παρουσία του ουράνιου, τρίκλωνου ξύλου στη γη, η σπορά του, η μεταφορά ύδατος από τον Ιορδάνη, με την άφεση αμαρτιών (φυλλοβόλημα) και την καρποφορία Του Ξύλου (Αίμα Κυρίου επί του Σταυρού) καλό είναι να εντοπιστεί στον καθένα μας, εσωτερικά, μέσα στην καρδιά, με γνώμονα τα παραπάνω εκτεθέντα εξωτερικά δεδομένα – οδοδείκτες, για να υπάρξει συμφωνία, τάξη και βιωματική πρόοδος στην σωτήρια πίστη μας.

Με την φιλοξενία και αγάπη μας, για τους συνανθρώπους και κάθε τι το φυσικό, ο Τριαδικός Θεός επισκέπτεται την αγαθή και φιλόξενη γη μας, την καρδιά. Με τα δάκρυα μετανοίας, ως άλλο νερό Ιορδάνη και το μυστήριο της Βαπτίσεως, (μυστική και μυστηριακή συμφωνία), επιτυγχάνεται η άφεσις αμαρτιών (καθώς και με τη Θεία Κοινωνία, όσο συχνά διακρίνει ο πνευματικός). Τέλος, με την άρση του προσωπικού μας σταυρού ως κοινωνία του Σταυρού, ο Κύριος καρποφορεί το δέντρο εξόδου μας από τη γη και συγχρόνως εισόδου μας στην ουράνια βασιλεία, ως εκείνο το βίωμα του Σταυρού, που μας οδηγεί στην Ανάσταση.

Εδώ όμως, μου γεννάται μια απορία, (χωρίς ταπεινολογίες ή διάθεση πρόσθεσης απελπισίας, καθώς η απελπισία στον μακρόθυμο Θεό, είναι άρνηση της αγάπης και Πρόνοιάς Του), πόσο απέχουμε του βιώματος, της “οικοδομής” του αχειροποίητου Ναού (όπως υποσχέθηκε σε τρείς ημέρες)1, και του ευαγγελίου …και μονή εν αυτώ ποιήσωμεν…. όταν είμαστε αφιλόξενοι, μη συγχωρετικοί, έχοντας όλα τα τυπικά προσόντα, (ως βαπτισμένοι χριστιανοί) αλλά όχι τα ουσιαστικά; (έχοντας μάλιστα μερικές φορές πλούσια συναισθηματική φόρτιση και διανοητική κατάρτιση επί των συμβαινόντων, αλλά χωρίς ουσιαστική αυτογνωσία, χωρίς ψυχή και πνεύμα συνοδοιπορώντα με την ιστορική αλήθεια;), ευστοχούμε και κυοφορούμαστε Στο Αναστημένο Σώμα Του, στον τύπο της Παναγίας, την Ορθόδοξη Εκκλησία, που ως μήτρα μας καλεί; ή ως αυτόχειρες για λόγους “εγωιστικής ελευθερίας” κόβουμε τον ομφάλιο λώρο τροφοδοσίας; πόσο σταυρωνόμαστε; (πόσο σταυρώνουμε το θέλημά μας, για την αγάπη του θελήματος Του Πατρός, ως υιοί υπακοής;) πόσο εκμεταλλευόμαστε το ευσπλαγχνικό δίκτυ που απλώθηκε από τον παράδεισο στη γη, για να ανεβάζει σα σκαλοπάτι στον παράδεισο, τους ανθρώπους που πιστεύουν Τον Χριστό δια Σταυρού, Τον χρησιμοποιούν και συντονίζονται με Αυτόν;

Ίσως το μόνο που μένει στην μικρότητά μας, είναι η ομολογία ότι ο Σταυρός Του Χριστού, είναι εκείνο το αήττητο τρόπαιο και όπλο ειρήνης και ότι η ζωή με Αυτόν, έλκει την αγάπη και ευλογία Του Θεού, κατά το αιτείται και δοθήσεται, και όσο η αγάπη Του ενσταλάζει μέσα μας ως βίωμα, το σωτήριο "γενηθήτω Κύριε το θέλημά Σου"….

Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης,
Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας,
Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα,
Σταυρός πιστών το στήριγμα,
Σταυρός αγγέλων η δόξα και
των δαιμόνων το τραύμα.

Σταυρέ Του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει Σου!
Προσκυνούμεν Σου τα πάθη Χριστέ, δείξον ημίν και την Αγίαν Σου Ανάστασιν!

http://users.otenet.gr

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μαρ 08, 2014 10:44 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Α΄ Νηστειών
Εικόνα
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Ἒρχου καί ἲδε».

Η αγία αυτή ημέρα της πρώτης Κυριακής των Νηστειών είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Σήμερα ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης αγίας Θεοδώρας.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τις συναντήσεις του Ιησού Χριστού με δύο από τους μαθητές του, τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ. Όλα τα επί μέρους περιστατικά των συναντήσεων μας δείχνουν ότι οι δύο Ισραηλίτες έγιναν μαθητές και απόστολοι του Χριστού, αφού πρώτα απέκτησαν την εμπειρία της παρουσίας του στον κόσμο μας. Αφού δηλαδή τον γνώρισαν προσωπικά και έλαβαν πείρα για το ποιός είναι.

Ο Φίλιππος γνώριζε πολύ καλά την αγαθή διάθεση του φίλου του Ναθαναήλ. Γνώριζε ότι και εκείνος είχε τον πόθο της λυτρώσεως· την ακλόνητη πίστη σε όσα είχαν προαναγγείλει οι Προφήτες για την έλευση του Λυτρωτή· σίγουρη την ελπίδα ότι δεν θα αργούσε να έρθει ο Χριστός, ο Λυτρωτής του κόσμου και των ανθρώπων. Γνώριζε ακόμη ο Φίλιππος ότι εάν ο Ναθαναήλ ερχόταν σε επικοινωνία και γνωριμία με τον Χριστό θα πίστευε αμέσως σ’ Αυτόν. Για το λόγο αυτό δεν του ανακοινώνει όσα γνώριζε για τον Χριστό και να συζητήσει μαζί του και να του διαλύσει τις τυχόν επιφυλάξεις του, αλλά του λέει «ἒρχου καί ἲδε», για να πεισθείς μόνος σου, ότι αυτός είναι ο Λυτρωτής, ο Υιός του Θεού.

«Ἒρχου καί ἲδε». Πραγματικά εκείνο που μπορεί να εξουδετερώσει προκαταλήψεις, να διαλύσει τυχόν αμφιβολίες, να εμπνεύσει, να θερμάνει και να αναπτύξει ζωντανή και καρποφόρα πίστη προς τον Χριστό είναι η προσωπική γνωριμία μαζί Του. Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος, που δεν έχει σκληρυνθεί από την απάτη της αμαρτίας, καθένας που με ειλικρίνεια ποθεί την λύτρωση, όταν κατά κάποιο τρόπο γνωρίσει τον Χριστό, θα αισθανθεί την καρδιά του να ελκύεται προς αυτόν, τον νου του να φωτίζεται και την πίστη να γεννάται μέσα του.

Πολλοί είναι οι εχθροί και πολέμιοι του Χριστού, στο διάβα των αιώνων, οι οποίοι είχαν αγαθή διάθεση, μόλις γνώρισαν τον Χριστό μετεβλήθησαν αμέσως. Έγιναν με έργα και λόγια πιστοί μαθητές του και θερμοί κήρυκες του Ευαγγελίου. Από τον Απόστολο Παύλο και μετά η ιστορία του χριστιανισμού είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Σ’ αυτούς μίλησε με πολύ πειστικότητα και τους συγκλόνισε βαθιά, όχι η θεωρητική και με λόγια προβολή της προσωπικότητας του Χριστού, αλλά η προσωπική γνωριμία μαζί του. Εκεί που υπάρχει η προσωπική πείρα, εκεί είναι περιττές οι όποιες θεωρητικές αναλύσεις και αποδείξεις.

«Ἒρχου καί ἲδε». Ο άνθρωπος έρχεται και βλέπει καθαρά, γνωρίζει σαφώς και πείθεται απόλυτα ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού είναι ως άνθρωπος, ο τέλειος και ιδανικός τύπος. Γιατί σ’ Αυτόν δεν υπάρχει η παραμικρή κηλίδα αμαρτίας, κανένα επισκίασμα ανθρώπινης αδυναμίας, καμία ενοχή. Υπήρξε από την αρχή και παρέμεινε μέχρι το τέλος ο πλήρως και τελείως αναμάρτητος. Ο Προφήτης Ησαΐας τον προανήγγειλε από την ημέρα της γεννήσεώς του ως αγνό και άμωμο νήπιο[1]. Επίσης τον διακήρυξε ως απολύτως αναμάρητον, όταν θα επισφράγιζε τη ζωή του με την λυτρωτική θυσία του πάνω στο Σταυρό. «Αὐτός ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»[2]. Ο ίδιος ο Κύριος με πλήρη συναίσθηση της απόλυτης αναμαρτησίας του έλεγε στους γραμματείς και φαρισαίους, οι οποίοι συνεχώς τον κατασκόπευαν· «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;»[3].

Στον Χριστό υπάρχει όλος ο πλούτος των αρετών. Η κάθε αρετή στον τέλειο βαθμό και σε ένα άριστο και υπερτέλειο σύνολο ενωμένες μεταξύ τους. Γεμάτος έκσταση ο ιερός υμνογράφος μπροστά στο απαστράπτον μεγαλείο των αρετών του Χριστού υμνολογεί και ψάλλει προς Αυτόν· «ἐκάλυψεν οὐρανούς ἡ ἀρετή σου Χριστέ». Ξεπέρασε κάθε ανθρώπινη αρετή και επεσκίασε και των αγγέλων ακόμη την αγιότητα. Η αγάπη, η στοργή, η ταπείνωση και η πραότητα, η επιείκεια και η συγκατάβαση, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία, η ανεξικακία, η υπομονή και η εγκαρτέρηση μαζί με την πίστη και υπακοή στον ουράνιο Πατέρα, τον ανέδειξαν «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» φως ηθικής τελειότητας.

Από άπειρη αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους επισφράγισε την γεμάτη θυσίες ζωή του με την μεγάλη και φρικτή θυσία πάνω στο Σταυρό. Με βαθειά ταπείνωση έπλυνε τα πόδια των Μαθητών του ζωσμένος το λεντίο. Με συγκινητική πραότητα ρώτησε τον άθλιο εκείνο δούλο· «εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ, εἰ δέ καλῶς, τί μέ δέρεις;». Με πλήρη ανεξικακία, ενώ πονούσε φρικτά πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου, προσευχόταν υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας στον Πατέρα του: «Πάτερ, ἂφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι…».

Εκείνος που θα πλησιάσει με απροκατάληπτη και αγαθή διάθεση τον Χριστό, θα τον γνωρίσει ως το υπέρλαμπρο φως του κόσμου. Θα φωτισθεί ο ίδιος από την θεία διδασκαλία του. Θα ακούσει και θα μάθει μεγάλης σημασίας αλήθειες. Θα μάθει, όσο μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους, τι είναι ο άπειρος Θεός, ο δημιουργός και κυβερνήτης των πάντων, ο στοργικός πατέρας των ανθρώπων. Θα μάθει τι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και πόση ανεκτίμητη είναι η αξία της ψυχής, αφού ούτε ολόκληρος ο κόσμος δεν μπορεί να την εξαγοράσει. Θα ακούσει από τον Χριστό αλήθειες για την αιωνιότητα, για τη λατρεία που αρμόζει στο Θεό, για τον τέλειο ηθικό νόμο που πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Θα πάρει τη χάρη του Χριστού, τις ανεκτίμητες δωρεές των μυστηρίων, την άφεση των αμαρτιών, την αληθινή ειρήνη και χαρά, τον ίδιο τον Χριστό με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θα γίνει Χριστοφόρος και Θεοφόρος, σοφός κατά Χριστόν, αγαπημένο τέκνο του Θεού, θεός κατά χάριν, αδελφός και συγκληρονόμος του Χριστού. Θα προγεύεται και θα απολαμβάνει τα αγαθά της αιωνιότητας «ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἢκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[4].

Και τότε χαρούμενος και ενθουσιασμένος από την προσωπική του γνωριμία με τον Χριστό, θα ευχαριστεί με όλη του την καρδιά εκείνο, που σαν άλλος Φίλιππος του είπε· «ἒρχου καί ἲδε». Γεμάτος από φως και χάρη Χριστού, γεμάτος από προσωπική πείρα, με ακλόνητη και ζωογόνο πίστη θα ομολογεί και θα διακηρύσσει όπως ο Ναθαναήλ: «Ραββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ», ο λυτρωτής του κόσμου. Αμήν.

[1] Ησ. ζ΄ 15-16.

[2] Ησ. νγ΄ 9.

[3] Ιωάν. η΄ 46.

[4] Α΄ Κορ. β΄9.

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μαρ 08, 2014 10:59 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Νικηφόρου Θεοτόκη: Περί πίστεως, Α΄ Κυριακή Νηστειών
March 08, 2014
Εικόνα
Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει. (Ἰω. α´ 51)

ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΣ σήμερον, ὦ χριστοφόροι λαοί, ἡ ἁγιωτάτη τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησία πνευματέμφορον ὅρον τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, καί τοὺς μὲν εὐσεβεῖς, καὶ ὀρθοδόξους μακαρίζοντας, τοὺς δὲ ἀπίστους καὶ κακοδόξους ἀναθεματίζοντας, ὑπέρμετρον τὴν ἐπιθυμίαν διὰ τὸν περὶ πίστεως λόγον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ καθενὸς ἐγείρει, καὶ ἐξυπνᾷ. Ἀκούοντες σήμερον τόσους μακαρισμοὺς εἰς τοὺς πιστούς, τόσα ἀναθέματα εἰς τοὺς ἀπίστους, ὅλοι, φαίνεταί μου, πὼς ἐπιθυμᾶτε νὰ ἀκούσετε τί εἶναι, καὶ πῶς ἔλαβε τὸ εἶναι, καὶ ἐπάνω εἰς ποῖες ἀρχὲς θεμελιώνεται, καὶ μὲ ποῖον τρόπον παρασταίνεται, καὶ μὲ ποῖες ἀπόδειξες ἀποδείχνεται ἡ πίστις ὁποὺ πιστεύομεν. Ἐπιθυμᾶτε ἴσως ὅλα ἐτοῦτα νὰ τὰ ἀκούσετε, μὰ ὄχι μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ δογματικοὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουσι τοὺς πιστούς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ σχολαστικοὶ φιλόσοφοι καταπείθουσι τοὺς ἀπειθεῖς. Τώρα λοιπὸν ἐγνωρίζω πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ὑπόθεσις ὁποὺ ἔχω ἔμπροσθέν μου σήμερον, πόσον βάθος ἔχει ἡ ὕλη, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνω. Κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ πρῶτον, καὶ καλὰ νοήσῃ τὸν ὁρισμὸν τοῦ πράγματος. Καὶ ἄν ἐγὼ ζητήσω τὸν ὁρισμὸν τῆς πίστεως, τὸν ἀκούω ναί, ἀπὸ τὸν θεῖον Ἀπόστολον. Μὰ οὐδὲ τὸν χωρεῖ ὁ νοῦς μου, οὐδὲ νὰ τὸν καταλάβω ἠμπορῶ. «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ἐτοῦτος εἶναι ἕνας ὁρισμός, τόσον ὑψηλός, καὶ ἀκατανόητος ὁποὺ ἀπὸ ὅλα του τὰ μέρη μὲ βιάζει, ὁλοτελῶς νὰ μὴν προσδιαλέγωμαι περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πίστεως ἀλλὰ νὰ πιστεύω, καὶ νὰ σιωπῶ, ἐπειδή, ἄν ἡ πίστις ὑπόστασις εἶναι τῶν ἐλπιζομένων πραγμάτων, καὶ ἔλεγχος τῶν μὴ βλεπομένων, τί ἡμπορῶ ἐγὼ νὰ σᾶς παραστήσω διὰ τὰ ἐλπιζόμενα; Τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», ἀκατάληπτα εἶναι, καὶ ἀκατανόητα. Ἄν ζητήσω τὸ ἱερογλυφικὸν τῆς πίστεως, διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω κἂν συμβολικῶς, καὶ ἀλληγορικῶς, τὸ βλέπω εἰς τὴν ἀποκάλυψιν, καὶ πολὺ φοβοῦμαι, δειλιάζω ὅλος, καὶ ἀπορῶ. Εἶναι αὐτὸ ἕνα βιβλίον μὲ ἑπτὰ σφραγίδες ἐσφραγισμένον, τὸ ὁποῖον κανένας, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἀπό τοὺς ἐν τῇ γῇ, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τοῖς καταχθονίοις νὰ ἀνοίξῃ, καὶ νὰ καταλάβῃ ἐδυνήθη παρὰ μόνον τὸ ἐσφαγιασμένον ἀρνίον τὸ γεννηθὲν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐδὲ ὑποκάτω τῆς γῆς, ἀνοίξαι τὸ βιβλίον, οὐδὲ βλέπειν αὐτό». Πῶς θέλετε λοιπὸν νὰ τὸ ἀνοίξω ἐγὼ σήμερον, καὶ νὰ τὸ ἀνοίξω εἰς τρόπον ποὺ νὰ τὸ καταλάβω ἐγώ, νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι μὲ ἀκούουν, καὶ νὰ καταπεισθοῦν; Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τόσα μυστήρια, καὶ νὰ ἀνακαλύψω τόσα κεκαλυμμένα, καὶ νὰ φανερώσω τόσα ἀπόκρυφα, καὶ νὰ ἐρευνήσω τόσα βάθη, καὶ νὰ περιλάβω τόσα ἄπειρα, καὶ τόσα ἀναπόδεικτα, πῶς θέλετε νὰ σᾶς τά ἀποδείξω; Ἠξεύρω ἐγὼ τί ἔπρεπε νὰ κάμω εἰς τέτοιαν ὑπόθεσιν. Ἔπρεπε νὰ εἰπῶ εἰς τὸν κάθε ἕνα, ἐκεῖνο ὁποὺ ὁ Θεάνθρωπος σήμερον εἰς τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει». Νὰ εἰπῶ ἔπρεπεν εἰς τὸν κάθε ἕναν· χριστιανὲ πιστεύεις; Ἄν πιστεύῃς θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῇς μυστήρια· νὰ ἰδῇς θαυμάσια· νὰ νὰ ἰδῇς μεγαλεῖα, καὶ δόξας ἀπὸ ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα βλέπεις ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, καὶ ἀπό ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα πιστεύεις, πολὺ περισσότερα. Μὰ τί; Τὸ βλέπω. Οὐδὲ ἀρκεῖσθε, οὐδὲ πείθεσθε εἰς τοῦτο. Σήμερον ὁποὺ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν ὅρον τῆς πίστεως, θέλετε καὶ τὸν λόγον νὰ εἶναι περὶ πίστεως. Πείθομαι λοιπὸν εἰς τοιαύτην ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἐπαινετή, ἄλλο τόσον εἶναι ὑψηλή, καὶ δύσκολος. Θέλω ὁμιλήσει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας, μὰ θέλω ὁμιλήσει ἐν ταὐτῷ ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας. Κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας· ἐπειδὴ θέλω ὁμιλήσει περὶ πίστεως· ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας· διατὶ θέλω σᾶς εἰπεῖ, πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζεται, ὀλιγοστεύει, καὶ φεύγει· ἀμὴ πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐνεργῆται, αὐξάνει καὶ περισσεύει. Τί σᾶς φαίνεται; Οἱ ὅροι εἶναι ἐναντίοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν σας; Ἀληθῶς. Ἀφοῦ ὅμως τοὺς ἀκούσετε, ἴσως καταπεισθῆτε νὰ μὴν ἐπιθυμᾶτε νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν· ἀμὴ ἀνεξετάστως νὰ πιστεύετε, καὶ νὰ ἐνεργῆτε, ἐκεῖνο ὁποὺ διδάσκει ἡ πίστις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Μὲ δύο τρόπους ἠμπορεῖ κάθε ἕνας τὴν πίστιν καὶ ὅσα περιλαμβάνονται εἰς τὴν πίστιν, νὰ ἐξετάζῃ. Ὁ ἕνας εἶναι ὁπόταν ἐξετάζῃ, διὰ νὰ μάθῃ μόνον τί πιστεύει, καὶ τί δογματίζει ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων διὰ τὸ ἑνιαῖον τῆς θείας οὐσίας, διὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος, διὰ τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ υἱοῦ, καὶ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν μετάδοσιν τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ χρονικὴ ἐκπόρευσις τοῦ παρακλήτου λέγεται· διὰ τὴν τελείωσιν τῶν ἑπτὰ μυστηρίων, διὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, διὰ τὴν παντοτινὴν μακαριότητα, καὶ διὰ ἄλλα ὅμοια. Καὶ μία τοιαύτη ἐξέτασις, ὄχι μόνον δὲν εἶναι βλαπτική, ἀλλὰ εἰς κάθε χιστιανὸν ἀναγκαία εἶναι, καὶ πολλὰ ὠφέλιμος. Ἐπειδὴ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ ἠξεύρῃ ποῖα εἶναι τὰ ἀποστολικὰ πατροπαράδοτα δόγματα, διὰ νὰ κρατῇ ἐκεῖνα ὡς ἀληθινά, καὶ ἀναμφίβολα· ἐκεῖνα νὰ πιστεύῃ μὲ τὴν καρδίαν του· ἐκεῖνα νὰ κηρύττῃ μὲ τὴν γλῶσαν του, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, ἤ ὡς ψευδῆ ὁλοτελῶς νὰ μὴν τὰ πιστεύῃ, ἤ ὡς ἀμφίβολα νὰ τὰ ἀποστρέφεται. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἀφοῦ μάθῃ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας τὸ δόγμα, νὰ θέλῃ καὶ εἰς τὰ πλέον ἀπόκρυφα, καὶ ἀκατάληπτα τῆς πίστεως νὰ ἐξετάζῃ· διατὶ αὐτὸ ἔτσι; καὶ ποῖος εἶναι ὁ λόγος ἐτούτου; Καὶ διατί; Καὶ πῶς ἔγινεν ἐκεῖνο; Καὶ ποία εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ἄλλου; Ἐξέτασις ἐτούτη αὐθάδης, παράλογος, καὶ σφαλερή. Μὲ ἐτούτην τὴν ἐξέτασιν, καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτην, λέγω ἐγώ, πὼς ἐκεῖνος ὁποὺ ἐξετάζει τὴν πίστιν, φεύγει ἡ πίστις ἀπὸ λόγου του. Φεύγει ἡ πίστις ἀπό λόγου του; Ναί. Φανερὰ τὸ βλέπομεν, καὶ ὀρθὰ τὸ συμπεραίνομεν ἀπὸ τὴν θείαν Γραφήν.
Τὸ ξύλον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου ἐφύτευσεν ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπόλαυσιν ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους, ἦτον μία θεωρία τῆς Θεότητος, καθὼς μᾶς διδάσκει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. «Θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτόν». Δὲν ἦτον ὅμως μία θεωρία ἁπλῆ, καὶ ἀπερίεργος. Διατὶ μὲ ἁπλῆν καὶ ἀπερίεργον θεωρίαν οἱ δύο προπάτορές μας, ἔβλεπαν, καὶ θεωροῦσαν κάθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἦτον βέβαια μία θεωρία περίεργος, καὶ ἐξεταστική· μία θεωρία, διὰ τῆς ὁποίας ἔπρεπεν ὁ νοῦς τῶν πρωτοπλάστων, ἄν ἤθελε νὰ θεωρήσῃ, νὰ ἐξετάσῃ, καὶ νὰ ἐρευνήσῃ τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο ξύλον τῆς γνώσεως, ἐκεῖνο τὸ ξύλον τὸ ὠνόμασεν ἡ ἁγία Γραφή. Καὶ ἡμεῖς βλέπομεν μέσα εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πὼς ὁ Θεὸς ἐμπόδισε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ μίαν τέτοιαν θεωρίαν, καὶ τοὺς ἐμπόδισε μὲ προσταγὴν μεγάλην, μὲ φοβερισμὸν θανάτου. Διατί; Διατὶ νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ ὁ Θεός, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐρευνήσουν, καὶ νὰ καταλάβουν τὴν φύσιν του; Ὁ ὄφις εἶπε πὼς τοὺς ἐμπόδισε διὰ νὰ μὴ γένουν Θεοί. Μὰ ψεῦδος εἶναι ἐτοῦτο διαβολικόν. Ἐπειδὴ εἰς τὸν Θεὸν δὲν χωρεῖ πάθος, καὶ δὲν ἔχει τόπον ὁ φθόνος ὁλοτελῶς. Ὁ Θεός, χριστιανοί μου, τοὺς ἐμπόδισε· διατὶ αὐτὸς ὁποὺ τοὺς ἐδημιούργησεν, ἐγνώριζε, πὼς ὁ νοῦς τους δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ τὴν φύσιν τῆς Θεότητός του· καὶ θέλοντας νὰ ἐρευνᾷ, καὶ νὰ ἐξετάζῃ, σκοτίζεται, ἀπιστίζει, καὶ ἀπελπίζεται. Καὶ εἰς τοῦτο μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Κατεβαίνει μιὰν φορὰν ὁ Θεὸς εἰς τὸ ὄρος τοῦ Σινᾶ, διὰ νὰ δώσῃ τὸν νόμον του εἰς τὸν Μωϋσῆν. Καὶ διὰ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι, πὼς ὁ Θεὸς ἐκατέβη εἰς τὸ Σινᾶ, καὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν Μωϋσῆν, ἀστράπτει, καὶ βροντᾷ ὅλον τὸ ὄρος Σινᾶ· ἐκεῖ νεφέλη σκοτεινὴ ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω τὸ ὄρος καλύπτει· ἐκεῖ καπνὸς ὁποὺ ἕως οὐρανοῦ ἀναβαίνει. Ἐγνωρίζει ὁ Θεός, πὼς ἀπὸ ὅλα ἐτοῦτα οἱ Ἰσραηλῖται ἤθελαν γένει πολλὰ περίεργοι νὰ μάθουν, καὶ νὰ καταλάβουν, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ Θεός, ὁ τόσον μέγας, καὶ φοβερός. Ὅθεν κράζει εὐθὺς τὸν Μωϋσῆ, τοῦ λέγει, κατέβα ὀγλήγορα ἀπὸ τὸ ὄρος, καὶ εἰπὲ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ μὴν ἀποτολμήσῃ κανένας νὰ ἐξετάσῃ μὲ τὸν νοῦν του, διὰ νὰ καταλάβῃ τίς εἶναι ὁ Θεός. «Καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἀγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι». Βεβαίωσέ τους ἀπὸ μέρους μου, πὼς ἄν ἀποτολμήσουν νὰ κάμουν τέτοιον πρᾶγμα, ἐγκρεμνίζονται εὐθύς ἀπὸ τὴν χάριν μου, πίπτουν παρευθὺς ἀπὸ τὴν πίστιν ὁποὺ ἔχουν, εἰς τὸ βάθος τῆς ἀπιστίας. «Διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι. Ἀκούετε; «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι»· μὴ θελήσουν νὰ ἐρευνήσουν διὰ νὰ καταλάβουν. Καὶ διατί; Διατὶ πίπτουν εἰς τὸ σκότος τῆς ἀκαταληψίας. Αὐτὸ παθαίνουν ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις, ὅσοι θέλουν μὲ τὸν νοῦν τους νὰ καταλάβουν τὸν Θεόν. Πίπτουν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, πίπτουν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πίστεως, πίπτουν εἰς τοὺς χάνδακας τῆς ἀπιστίας. «Μή ποτε ἐγγίσωσι κατανοῆσαι, καὶ πέσωσι». Μὰ τί; Δὲν εἶναι ἴσως ἔτσι; Δὲν σκοτίζεται ἴσως ὁ νοῦς μας, ὅταν ἐξετάζωμεν τὰ πράγματα τῆς πίστεως δὲν βυθίζεται μέσα εἰς ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον; Δὲν ἐμβαίνει μέσα εἰς ἕνα χάος βαθύτατον; Δὲν γεμίζει ἀπορίες, καὶ ἀμφιβολίες;
Ὁπόταν ἀρχίσῃ ὁ νοῦς μας νὰ ἐξετάζῃ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνας ὁ Θεός, καὶ νὰ εἶναι τρία; Καὶ ποῖος λόγος πείθει πῶς τὰ τρία δὲν συγχύζουν, καὶ ἀφανίζουν τὸ ἕνα, καὶ ἁπλοῦν, καὶ πῶς αὐτὸ τὸ ἕνα, δὲν ἀναιρεῖ τὰ τρία! Μὰ εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσίαν, λέγουσιν οἱ θεολόγοι, καὶ τρία κατὰ τὰς ὑποστάσεις. Καὶ τί εἶναι αὐτὴ ἡ οὐσία, καὶ τί εἶναι ὑπόστασις; Ἡ οὐσία εἶναι ἕνα ὄν ἄπειρον, ὑπερούσιον, αὐτοδέσποτον. Καὶ πόθεν τάχα ἔχει τὴν ἀρχήν της ἡ οὐσία; Ἀπὸ καμμίαν ἀρχήν. Μὰ πῶς; Σιωπή, τόση αὐθάδεια, ἡ ὁποία ἄλλο δὲν προξενεῖ, παρὰ σκότωσιν. Διατὶ πρὸ τοῦ νὰ προφθάσῃ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ καταλάβῃ, αὐτὸ φεύγει· καὶ πρὸ τοῦ ὁ νοῦς μας ἀκόμη τὸ νοήσῃ, αὐτὸ πετᾷ. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τέτοια εἶναι ἡ νόησις τῆς Θεότητος. Ἀμὴ τί εἶναι ἡ ὑπόστασις; Τὸ κοινὸν μετὰ τοῦ ἰδιάζοντος· κοινὸν εἰς τὰ τρία· καὶ ὅλον εἰς τὰ τρία· καὶ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ εἰς τὰ τρία· καὶ τὰ τρία προσωπικῶς χωρισμένα. Μοῦ ἔφυγε· δὲν ἔφθανα νὰ τὸ νοήσω, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸν νοῦν μου. «Πρὶν νοηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν κρατηθῆναι διαδιδράσκον». Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ γεννᾷ τὸν υἱόν, καὶ ἔχει ὁ υἱὸς τὴν αὐτὴν οὐσίαν τοῦ πατρός, καὶ εἰς τὸν πατέρα ἡ οὐσία θεωρεῖται ὡς ἀγέννητος καὶ εἰς τὸν υἱὸν ὡς γεννητή; Ἀμὴ πῶς ὁ πατὴρ ἐκπορεύει τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ οὐσία εἰς τὸν πατέρα εἶναι ἀνεκπόρευτος, καὶ εἰς τὸ πνεῦμα ἐκπορευτή; Ποῖος λόγος πείθει, πὼς δὲν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Καὶ ἄν συμπεραίνονται τὰ ἐναντία; Φθάνει τόση αὐθάδεια, δὲν ἠμπορεῖ ὁ νοῦς μας νὰ τὸ χωρήσῃ. Δὲν προφθαίνῃ νὰ τὸ νοήσῃ, καὶ ἐκεῖνο πετᾷ, καὶ φεύγει. «Πρὶν κρατηθῆναι φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι διαδιδράσκον». Τὸ λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καταλάβωμεν, ὄχι, ὦ χριστιανοί, καὶ ὁπόταν θελήσωμεν νὰ προσηλώσωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν Θεον διὰ νὰ τὸν καταλάβωμεν, παθαίνει ὁ νοῦς μας ἐκεῖνο τὸ ἴδιον ὁποὺ παθαίνουσι τὰ ὀμμάτιά μας, ὅταν τὰ προσηλώσωμεν ἐπάνω εἰς τὸν ἥλιον διὰ νὰ τὸν ἰδοῦμεν, εὐθὺς πολὺ πλῆθος ἀπὸ τὲς ἀκτῖνές του ἐμβαίνει μέσα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μας, οἱ ὁποῖες τόσον δυνατὰ ταράττουσι τὴν ἀμφιβληστροειδῆ μεμβράναν τῶν ὀφθαλμῶν μας, καὶ τὰ νεῦρα τὰ ὀπτικά, ὁποὺ σκοτίζονται τὰ ὀμμάτιά μας· χάνομεν τὸ φῶς μας, καὶ μένομεν ὡσὰν τυφλοί. Ὅταν ἡμεῖς ὑψώσωμεν τὸν νοῦν διὰ νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, τόσον πολύ, καὶ ἄμετρον ἀπὸ τῆς Θεότητός του τὸ ἄϋλον φῶς κτυπᾷ παρευθὺς ἐπάνω εἰς τὸν νοῦν μας, ὁποὺ χάνει ὁ νοῦς μας ὅλες του τὲς δύναμες· δὲν βλέπει πλέον τὸν Θεὸν· μένει ὡσὰν νεκρός. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν μόνον τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, ἀπολαμβάνομεν τὸ φῶς του· βλέπομεν ὅλα τὰ ὁρατά· χαίρεται ἡ καρδία μας, καὶ εἴμεσθε γεμάτοι ἀγαλλίασιν, καὶ φῶς. Ὅσον ἡμεῖς εὐχαριστούμεσθε νὰ βλέπωμεν ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἁγίαν Γραφήν, πιστεύομεν τὸν Θεόν· δεχόμεσθε ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ πίστις· ἡ ψυχή μας καταπείθεται, ὅλοι γεμάτοι εἴμεσθε ζῆλον, καὶ ἀρετήν. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ ἰδοῦμε τὸν ἥλιον, εὐθὺς τυφλώνονται τὰ ὀμμάτιά μας· σκοτίζεται ἡ ὅρασίς μας, χάνομεν τὸ φῶς μας. Εὐθὺς ὁποὺ ἡμεῖς θελήσομεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἀσθενεῖ ὁ νοῦς μας· ἀδυνατεῖ ἡ ψυχή μας· χάνομεν τὴν πίστιν μας ὁλοτελῶς. Δὲν ἠμποροῦμεν, ὄχι, νὰ καταλάβωμεν καὶ ὁπόταν ἐξετάζωμεν. Ἀπορία γεννᾶται ἐπάνω εἰς τὴν ἀπορίαν· δυσκολία ἐπάνω εἰς τὴν δυσκολίαν· ἀκαταληψία ἐπάνω εἰς τὴν ἀκαταληψίαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐτοῦτα γεννᾶται ὁ δισταγμός· καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν δισταγμὸν, ἀπόφασις. Καὶ τί ἀπόφασις; Ὄχι φρόνιμος, καὶ στοχαστική. Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα, καθὼς ἡ πίστις τὰ διδάσκει. Μὰ ἐγὼ οὔτε νὰ τὰ καταλάβω, οὔτε τοὺς λόγους νὰ εὕρω ἠμπορῶ. Ἀλλὰ ἀπόφασις ἐσκοτισμένη, καὶ ἐλεεινή. Δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω, δὲν ἠμπορῶ νὰ εὕρω τοὺς λόγους· λοιπὸν δὲν εἶναι. Ὦ βόθρος, ὦ ἄβυσσος, ὦ ἀπώλεια θλιβερή.
Βλέπετε, πῶς ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζετε, φεύγει; Μὴ ἐξέτασις λοιπὸν εἰς τὴν πίστιν, ὦ χριστιανοί. «Πιστεύετε καθὼς παρελάβετε, τὰς δὲ μωράς, καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις», σᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ τὲς ἀφήσετε. Ἐξετάζετε, ναί, ἄν εἶστε γεωμέτραι τὰ τετράγωνα, καὶ τὰ τρίγωνα, τοὺς κυλίνδρους, καὶ τὰς σφαίρας, ὅλας τὰς ἐπιφανείας, καὶ ὅλα τὰ στερεά. Καὶ τὴν πίστιν μὴν ἐξετάζετε. Ἐπειδὴ δὲν δέχεται γεωμετρικὴν ἀπόδειξιν· διὰ τὸ νὰ μὴν εἶναι οὐδὲ τρίγωνον, οὐδὲ τετράγωνον, οὐδὲ ἐπιφάνεια, οὐδὲ στερεόν. Ἄν εἶστε μηχανικοί, ἐξετάζετε τὰ ζύγια, τοὺς μοχλούς, τοὺς τροχούς, τοὺς ἐν περιτροχείῳ ἄξονας· ἄν εἶστε ὀπτικοί, ἐξετάζετε τὸ ὄμμα, καὶ τὸ φῶς, καὶ τὰ κάτοπτρα· τὸν ἀέρα, καὶ τὸ φῶς. Κάθε γήϊνον σῶμα ἐξετάζετε, ἄν εἶστε φυσικοί. Κάθε οὐράνιον, ἄν εἶστε ἀστρονόμοι. Καὶ εἰς τὴν πίστιν μὴ ἐξέτασες. Διατὶ ἡ πίστις δὲν εἶναι κανένα τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς ἀπόδειξιν δὲν ὑποπίπτει. Ζητεῖτε τοὺς λόγους ἀκριβῶς, εἰς κάθε φυσικόν, καὶ τεχνικὸν πρᾶγμα. Διατὶ ἄν τοὺς καταλάβετε, πολὺ εἶναι τὸ κέρδος σας· γίνεσθε φιλόσοφοι, κατασταίνεσθε ἐπιστήμονες· μὰ ἄν δὲν τοὺς καταλάβετε· τίποτε ἄλλο δὲν χάνετε, παρὰ νὰ ἀπομείνετε ἀμαθεῖς. Μὰ εἰς τὰ πράγματα τῆς πίστεως, μὴ ζητεῖτε λόγους. Ἡ πίστις εἶναι πίστις, δὲν ἔχει ἀπόδειξιν· νὰ τὴν καταλάβετε δὲν ἠμπορεῖτε καὶ ἄν σφάλλετε, θάνατος εἶναι ἡ ζημία, καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ὁ γὰρ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
Μὰ ἐδῶ τὸ ἐγνωρίζω, μὲ μεγάλην ἔνστασιν, ἠμπορεῖ κάθε ἕνας νὰ μοῦ ἐναντιωθῇ. Καὶ ἄν δὲν ἐξετάζωμεν τοὺς λόγους τῆς πίστεως, καὶ ἂν δὲν γυμναζώμεθα εἰς τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιστεκόμεσθεν εἰς τῆς πίστεως τοὺς ἐχθρούς; Βεβαιώνετε τὴν ἔνστασιν. Πῶς ἤθελαν ἠμπορέσει οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀντιπαλεύσουν τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας, ἀνίσως δὲν ἤξευραν τοὺς λόγους τῆς πίστεως; Καὶ τί ὠφέλειαν προξενεῖ, εἰπέτε μου, ἡ διὰ λόγου ἔνστασις εἰς τοὺς ἐχθρούς; Διὰ νὰ τοὺς πείσῃ; Εὕρετέ μου, ἄν εἶστε καλοί, ἕνα παράδειγμα· δείξετέ μου, πῶς νὰ ἐπείσθη ποτὲ ἕνας ἄπιστος, ἤ νὰ ἐνικήθη ἕνας αἱρετικὸς μὲ τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ θέλω πληροφορηθῆ. Μὰ δὲν εὑρίσκετε, ὄχι, διατὶ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος». Εἶναι ἕτοιμα εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ἀπατηλὰ σοφίσματα· οἱ διαίρεσες τῆς μείζονος, ἤ τῆς ἐλάττονος. Εἶναι ἕτοιμος ὁ κύκλος τοῦ ἐπιχειρήματος· οἱ παρεξήγησες τῆς Γραφῆς. Κι ἄν ἔτσι εἶναι, τί ἄλλο προξενεῖ ἡ ἐναντίωσις, παρὰ μάχην, διχόνοιαν, φιλονεικίαν καὶ μάταιον ἀπεραντολογίαν; Οἱ θεοφόροι ἐκεῖνοι, ὅσοι εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐναντιώνοντο, τὸ ἔκαναν βιασμένοι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ ἔκαναν, ἐξετασμένην ἔχοντες τὴν πίστιν, ὄχι μὲ τὸν δεύτερον τρόπον ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον. Ἐγυμνάζοντο οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι εἰς τὴν ἀκριβεστάτην ἐξέτασιν τῶν λόγων· ἀλλὰ εἰς τὴν πληρεστάτην εἴδησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καὶ ἄν θεωρήσετε τοὺς λόγους τοῦ μεγάλου ἐκείνου φωστῆρος Ναζιανζηνοῦ, θέλετε εὕρει νὰ ὀνομάζῃ τοὺς τέτοιους ἐξαταστάς, λογολέσχας· ἀσυνέτους, ἀκρατήτους, γλωσσάλγους. Μὲ ὅλον τοῦτο, ἄς εἶναι. Ἦτον γυμνασμένοι, καθώς θέλετε, καὶ ἐπιχειρίζοντο, καθὼς ἀρέσκεσθε. Μὰ τί ἐκατόρθωσαν; Τί ἐκατόρθωσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀθανασίου, καὶ τί ἐκεῖνα τοῦ Εὐσταθίου, καὶ ἄλλων σοφῶν, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Τίποτες. Μάλιστα ἄν δώσωμεν πίστιν εἰς τοὺς ἱστορικούς, μᾶς ἱστοροῦν αὐτοί, πὼς ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἕνας γηραλέος ὁμολογητής, ἕνας, ὁ ὁποῖος ὅμοια μὲ τὸν Ἀπόστολον, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐβάσταζεν· ἐπειδὴ εἶχε μαρτυρήσει, καὶ πληγωθεῖ ὁ τρισόλβιος, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ἀκούοντας νὰ διαλέγωνται, τοὺς ἐφώναξε παρρησίᾳ ἐκεῖ: πατέρες, θεῖοι πατέρες, μὴ συλλογισμούς, μὴ ἐνθυμήματα, μὴ σωρίτην, μὴ ἐπαγωγάς, μὴ διλήμματα. Πατέρες, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς λογικῆς τέχνης ἀγωνίζεσθε νὰ φέρετε εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁ τρόπος. Δὲν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν πίστιν μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ κάνοντες τὴν ἔκθεσιν τῆς πίστεως, μᾶς ἔπειθαν νὰ πιστεύωμεν. Ὅθεν ἔτσι κάμετε καὶ ἐσεῖς· καὶ ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸ καθεξῆς. Σηκώνεται εὐθύς, μετὰ τὴν ὁμιλίαν ἐκείνου τοῦ γέροντος, ὁ ἄκακος, καὶ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε νὰ ἐπιχειρίζεται, μήτε ἐγυμνάσθη νὰ διαλέγεται· ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον τόσων σοφῶν στέκει, ὁ ἱεράρχης Σπυρίδων, ὁ θαυματουργός· ἐκεῖνος ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου, καὶ ἐκείνου ἐστάθη τὸ κατόρθωμα. Αὐτὸς μὲ τὴν ἁπλουστάτην ἔκθεσιν τῆς πίστεως, πρῶτον ὡσὰν ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Ἀνδρέας, οἱ ἀλιεῖς, ἔπεισε τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ φιλοσόφου ὁποὺ ἐκαυχᾶτο εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἔπειτα μὲ τὸ θαῦμα τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινήν. Τίποτες δὲν ἐκατόρθωσαν οἱ σοφοὶ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ ὅλον τὸ ἐκατόρθωσεν ὁ ἁπλοῦς Σπυρίδων, μὲ τὴν ἔκθεσιν τὴν ἁπλῆν. Ἔτσι ἠθέλησε, καὶ ἔτσι ἐδιόρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι. Ὅθεν δὲν ἐπείσθη ποτὲ κανένας ἐξετάζοντας, καὶ πολυπραγμονώντας τὴν πίστιν.
Ἠξεύρω ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ, καὶ μὲ ἀλήθειαν σᾶς τό λέγω, πῶς ἀπό τὸν Ἄρειον ἔφυγεν ἡ ὀρθοδοξία· διατὶ ἤθελε νὰ ἐξετάζῃ τὴν αἰώνιον γέννησιν τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, πῶς ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθη τὸ ἄκτιστον τοῦ πνεύματος· διατὶ νὰ ἐξετάζῃ ἤθελε, πῶς ἔχει τὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ὁ Σαβέλλιος ἀρνήθη τὴν Ἁγίαν Τριάδα· ὁ Νεστόριος, τὴν Θεοτόκον· οἱ Μονοφυσῖται, τὰς δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ Θεοπασχῖται, τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος· οἱ εἰκονομάχοι, τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ οὕτω καθεξῆς ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· διατὶ ἤθελαν νὰ λεπτολογοῦσι, καὶ νὰ πολυπραγμονοῦν τὴν πίστιν, καὶ τὰ τῆς πίστεως.
Καὶ ἀκόμη ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀπόμεινε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, ὄχι διὰ ἄλλην αἰτίαν, παρὰ διατὶ ποτὲ δὲν ἤθέλησεν, ὄχι μόνον νὰ μάθη τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ οὐδὲ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ ἀπετόλμησε ποτὲ νὰ ἐξετάσῃ. Ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ πολλὲς φορὲς αἰτίαν νὰ ἐρευνήσῃ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του· νὰ ἀφήσῃ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτὸς τοῦ ἔδειχνεν, ἔλαβεν αἰτίαν τότε βέβαια νὰ ἐξετάσῃ καὶ τὸ διατὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ, καὶ τί ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁλοτελῶς. Ἀλλὰ πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς τὸν Θεόν. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ὅταν πάλιν τὸν ἐπρόσταξε νὰ δέσῃ τὸν ἠγαπημένον του υἱόν, τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαυτώσεως, καὶ νὰ τὸν σφάξῃ ὡσὰν νὰ ἦτον πρόβατον. Καὶ ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ τὰ πατρικὰ σπλάγχνα τὸν ἐπαρακινοῦσαν βέβαια, καὶ νὰ ἐξετάξῃ, καὶ νὰ μάθῃ, διατὶ τὸν προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἔργον φοβερόν. Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ· ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ἀμὴ ὁπόταν ὑποκάτω εἰς τὴν δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ, ἐφιλοξένησεν ἐκείνους τοὺς τρεῖς, τοὺς ὁποίους κατὰ πρῶτον ἐνόμισε πὼς ἦσαν ἄνθρωποι, ἔπειτα τοὺς ἐγνώρισε πὼς ἦτον ὁ Θεός; Δὲν ἔλαβε τότε αἰτίαν νὰ ἐρωτήσῃ ποία εἶναι ἡ φύσις τους; Διατὶ τοῦ φαίνονται ὡς ἄνθρωποι; Πῶς εἶναι τρεῖς, καὶ εἶναι ἕνας; Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ, ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Μὰ τί στοχάζεσθε; Ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἐξέταζε τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ· ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε ἀποτολμήσῃ νὰ ἐξετάξῃ διὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ὁ Θεός, ἤθελε μείνῃ τάχα τόσον θερμὸς εἰς τὴν πίστιν; Ἐγὼ φοβοῦμαι, πὼς ἄν ἐξέταζεν, ἤθελε διστάσει· ἤθελεν ὀλιγοπιστήσει· δὲν ἤθελε μείνει βέβαια τόσον πιστός. Τὸ εἶπε φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐκείνου τοῦ προφήτου, μὲ τὸν ὁποῖον συχνὰ ἐσυνομίλει πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καθὼς ὁ φίλος ὁμιλεῖ μὲ τὸν φίλον του. Τὸ εἶπε, λέγω καθαρὰ τοῦ Μωϋσῆ ὅταν ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν. «Οὐ μὴ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου». Δὲν ἠμπορεῖς, ὄχι, τοῦ εἶπε, Μωϋσῆ νὰ μὲ ἰδῇς, καὶ νὰ μὲ καταλάβῃς. Διατὶ ὅστις θελήσει νὰ μὲ καταλάβῃ, χάνεται, ἀποθνήσκει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ εὐσεβὴς καὶ πιστός. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται».
Καὶ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι. Μὰ διὰ νὰ τό καταλάβωμεν καλλίτερα, ἄν ὑποθέσωμεν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας του ἕνα ἀγγεῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θέλει νὰ βάλῃ ὅλην τὴν θάλασσαν. Πρέπει βέβαια ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ γένῃ· ἤ τὸ ἀγγεῖον νὰ γένῃ τόσον μεγάλον, ὅση εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἔτσι τὸ ἀγγεῖον νὰ χωρέσῃ μέσα του τὴν θάλασσαν· ἤ ἡ θάλασσα νὰ γένῃ τόσον μικρή, ὅσον εἶναι τὸ ἀγγεῖον, καὶ οὕτω νὰ περικλεισθῇ ἡ θάλασσα μέσα εἰς τό ἀγγεῖον. Ὅταν ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας θέλωμεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βέβαια πρέπει νὰ γένῃ· ἤ ὁ νοῦς μας νὰ γένῃ τόσον μεγάλος, ὅσον εἶναι ὁ Θεός, ἤ ὁ Θεὸς νὰ γένη τόσον μικρός, ὅσον εἶναι ὁ νοῦς μας. Νὰ γένῃ τὸ πρῶτον, εἶναι ἀδύνατον. Διατὶ ὁ νοῦς μας εἶναι κατὰ φύσιν μικρός, στενός, καὶ πεπερασμένος. Νὰ γένῃ τὸ δεύτερον, εἶναι ἀδύνατον, διατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερμέγιστος, εὐρυχωρότατος, ἄπειρος, ἤ διὰ νὰ εἰπῶ συντομώτερα: νὰ γένῃ ὁ νοῦς μας ἄπειρος εἶναι ἀδύνατον· νὰ γένῃ ὁ Θεὸς πεπερασμένος, εἶναι τῶν ἀδυνάτων. Τί ἔχει νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ λοιπόν, ὅταν ἐξετάζωμεν ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς διδάσκει ἡ πίστις; Σκότος βέβαια, ἀπορία, δισταγμός, ἀμφιβολία, ὀλιγοπιστία. Ἐτοῦτο ἀποκτοῦμεν ὅταν ἐξετάζωμεν τὴν πίστιν.
Τί θέλετε τώρα; Νὰ ἐξετάζετε τολμηρῶς ἤ νὰ πιστεύτε ἀνεξετάστως; Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐξέταζαν τολμηρῶς, εἶναι ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Πύρρος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ὁνώριος, ὁ Διόσκορος, καὶ ἄλλοι ὅμοιοι· μέλη σεσηπότα, δοχεῖα τοῦ διαβόλου, ἄνθρακες τοῦ ἅδου, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου, καὶ παντοτινῆς κολάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευαν χωρὶς νὰ ἐξετάζουσιν, ἦτον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Παῦλος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, καὶ ἄλλοι παρόμοιοι τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες· τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι· ἄνθη τοῦ παραδείσου· τοῦ Θεοῦ υἱοί· τῆς μακαριότητος κληρονόμοι. Μὲ ποίων τὸ μέρος θέλετε νὰ εἶστε; Μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων στοχάζομαι. Μὴ ἐξέτασες λοιπὸν περίεργες, αὐθάδεις, καὶ ἄχρηστες. Μὴ ἐξέτασες εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ πίστις εἰς τὴν πίστιν, καὶ εἰς ὅσα διδάσκει ἡ πίστις.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ἄλλη εἶναι ἡ πίστις ἡ θεωρητική, καὶ ἄλλη ἡ πίστις ἡ πρακτική. Πίστις θεωρητικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν νοῦν μου, ὅσα ἡ πίστις διδάσκει. Πίστις πρακτικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πράττω, ὅσα ὁ νόμος τῆς πίστεως, μοῦ παραγγέλλει. Ἡ θεωρητικὴ χωρὶς τὴν πρακτικήν, εἶναι νεκρά. «Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος. Ἡ πρακτικὴ χωρὶς τὴν θεωρητικήν, εἶναι ἀνωφελής. «Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ, ἐνώπιον αὐτοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ θεωρητικὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν. Διατὶ βλέπομεν πολλοὺς ὁποὺ πιστεύουσι μὲ τὸν νοῦν τους ὀρθά, μὰ οἱ πράξεις τους, καὶ τὰ ἤθη τους εἶναι κακά. Βλέπομεν καμμίαν φορὰ καὶ μερικοὺς ὁποὺ δὲν ἔχουν πίστιν ὀρθήν, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι καλά. Ὅταν ἡ θεωρητικὴ ἐνεργῆται, δηλονότι ὅταν εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν, πάντοτε μὲ ἕναν κάποιον τρόπον θαυμαστόν, καὶ ἀνεκδιήγητον αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει.
Ἐκεῖνοι οἱ καλότυχοι ἄνθρωποι, ὅσοι ἔχοντες πίστιν ὀρθήν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὴν ἐνεργοῦσι, καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν ἀγάπην, μὲ τὴν σωφροσύνην, καὶ μὲ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετὲς τὴν ψυχήν τους στολίζουσι, τραβίζουν ἐκ τοῦ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τοὺς προσθέτει ὁ Θεὸς τὸ μέτρον τῆς χάριτός του, καθὼς αὐτοὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν αὐξάνουσι τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς τους. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐβεβαίωνε τοὺς Ἐφεσίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἡ χάρις λοιπόν, τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὀ Θεὸς, πρέπει βέβαια νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ τὴν ψυχήν, νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, καὶ νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν θέλησιν εἰς κάθε ἀρετήν. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τοὺς δίδει τὴν χάριν του. Μὰ ποία ἄλλη ἀρετὴ μεγαλύτερη, ἤ ποία πλέον ἀναγκαιοτέρα διὰ τὴν σωτηρίαν μας ἀπὸ τὴν πίστιν; Εἰς τὴν πίστιν λοιπὸν πρῶτον τοὺς στερεώνει ἡ χάρις, εἰς τὴν πίστιν τοὺς θερμαίνει, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοὺς αὐξάνει. Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τόσον ζῆλον διὰ τὴν πίστιν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τοὺς Ἱεράρχας, εἰς τοὺς ἀσκητάς, εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους. Διὰ τὴν ἀρετὴν τοὺς ηὔξανεν εἰς τὴν πίστιν. Διὰ τοῦτο βλέπομεν καὶ ἕως τὴν σήμερον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως· ὅσοι ἔχουν κακὰ ἤθη καὶ εἶναι γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀρετήν, δὲν ἔχουν καμμίαν ζέσιν διὰ τὴν πίστιν τους. Ἡ πίστις, εἰς τὴν πρώτην ἀρχὴν ὁποὺ πιστεύομεν, πολλὰ μικρὴ εἶναι, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Μὰ ἀφοῦ τὴν σπείρει ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ κάθε ἡμέραν τὴν ποτίζει μὲ τὰ γλυκύτατα νάματα τῆς ἀρετῆς, αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει, καὶ στερεώνεται περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετές. «Ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μείζων πάντων τῶν λαχάνων ἐστί, καὶ γίνεται δένδρον».
Ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταμωμένην ἔχῃ τὴν πίστιν τὴν ὀρθὴν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, καὶ ἐνεργῇ τὴν πίστιν του μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ πίστις του λαμβάνει μεγαλωτάτην αὔξησιν. Διατὶ τότε βλέπει, καί, αἰσθάνεται, καὶ ψηλαφᾷ διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύει. Καὶ πῶς; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, μᾶς λέγει ὁ Θεός, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὦ μακάριοι, ὅσοι τοιούτου χαρίσματος ἀξιωθήκατατε· τρισμακάριοι, καὶ τρισόλβιοι εἶστε. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὁποὺ ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας μόνον λατρεύομεν, ἐκατοίκησεν εἰς τὴν ψυχήν σας. Ἐσεῖς βέβαια δοκιμάζετε τὴν δόξαν τοῦ παραδείσου, καὶ τὴν χάριν τῆς μακαριότητος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί χρεία εἶναι νὰ εἰπῶ ἐγὼ πλέον, πόσον μεγάλη ἔγινεν ἡ πίστις σας διὰ μέσου τῶν καλῶν ἔργων σας; Κάθε ἕνας ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ μοναχός του. Βέβαια περισσοτέραν πίστιν ἔχετε ἐσεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ πιστεύετε, παρὰ ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ βλέπομεν. Διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἡμεῖς βλέπομεν μᾶς πλανοῦν πολλὲς φορὲς τὲς αἴσθησες· μὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐσεῖς αἰσθάνεσθε, σᾶς πληροφοροῦσιν τὸν νοῦν, καὶ τὴν καρδίαν. Τόσην αὔξησιν λαμβάνει εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις, ὅταν ἐνεργεῖται· καὶ ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν αὔξησιν λαμβάνει, ἐνεργουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄλλην θαυμασιωτέραν. Ἐπειδὴ πολλαπλασιάζεται, καὶ μεταδίδεται καὶ εἰς ἐκείνους ὁποὺ μᾶς βλέπουσι, καὶ ὁποὺ μᾶς συναναστρέφονται.
Ἐτοῦτο ὁποὺ λέγω, δὲν ἠμποροῦμεν βέβαια νὰ τὸ ἰδοῦμεν εἰς ἐτούτους τοὺς δυστυχεῖς καιρούς, ὁποὺ ἐκαταντήσαμεν. Διατὶ τώρα ἐφθάρησαν τὰ ἤθη, ἐσβύσθη ἡ ἀγάπη, ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες. Εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἐκαταστήθημεν ἀκράτητοι. Εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοιλίας ἀχόρταστοι. Εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης ἀχαλίνωτοι. Εἰς τὲς ματαιότητες τοῦ κόσμου ἔκδοτοι. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀργεῖ, οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄχρηστοι. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ἰδέτε ὅμως εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, πῶς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἀναρίθμητα πλήθη ἐπίστευαν· καὶ πῶς ἀπὸ ὀλίγοι πιστοὶ ὁποὺ ἦτον, τόσες μυριάδες ἔγιναν. Πῶς; Μὲ τί τρόπον οἱ δώδεκα ἁλιεῖς ἅπλωσαν τόσον τὴν πίστιν, καὶ τόσον ὀγλήγορα τὴν ἐμετάδωσαν; Μὲ τὰ ἀργύρια ὁποὺ ἐχάριζαν, ἤ μὲ τὰ ἀξιώματα ὁποὺ ἐμοίραζαν, ἤ μὲ τὲς ἀνάπαυσες ὁποὺ ἔταζαν, ἤ μὲ τὴν ἐξουσίαν, καὶ βίαν ὁποὺ ἐμεταχειρίζοντο; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Δὲν εἶχαν ἀργύρια νὰ χαρίζωσι, διατὶ ἦτον πτωχοί. Δὲν εἶχαν ἀξίες νὰ μοιράσουν, διατὶ ἦτον ἰδιῶται. Δὲν ἐβίαζαν, διατὶ δὲν εἶχαν καμμίαν ἐξουσίαν. Νὰ ἀφήσῃ κάθε ἕνας τὴν ἀνάπαυσίν του ἐπαρακινοῦσαν· νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του· νὰ καταφρονήσῃ τὸν ἑαυτόν του· νὰ εἶναι ἕτοιμος εἰς διωγμοὺς καὶ κινδύνους· νὰ εἶναι πρόθυμος, καὶ διὰ τὸν θάνατον, ἄν χρειασθῇ. Πόθεν λοιπὸν τόση αὔξησις εἰς τὴν πίστιν; Πῶς ἀπὸ δώδεκα, ἔγιναν τόσες μυριάδες, καὶ τόσον ὀγλήγορα; Ἀπὸ τὰ θαύματα ἔχετε νὰ εἰπῆτε. Εἶναι ἀληθινόν· μὰ καὶ ἡ ζωὴ ὁποὺ ἐζοῦσαν οἱ πιστεύοντες ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τὴν καρδίαν τῶν ἀπίστων. Ἔβλεπαν οἱ ἄπιστοι τοὺς πιστοὺς χωρὶς φθόνον, χωρὶς κακίαν, χωρίς κανένα πάθος, τόσον ἠγαπημένους τὸν ἕναν μὲ τὸν ἄλλον, ὁποὺ ἡ καρδία τους ἦτον μία· ἄκακους, ὡσὰν τὰ ἀρνία· καθαρούς, ὡσὰν τὲς περιστερές· εἰς τὴν προσευχήν, προσκαρετεροῦντας· εἰς τὴν νηστείαν, ἐπιμένοντας· εἰς τοὺς διωγμούς, τρέχοντας· εἰς τὸν θάνατον, χαίροντας. Καὶ τέτοιαν ζωὴν βλέποντες καὶ ἐθαύμαζαν, καὶ ἐσυμπαίραναν πὼς τέτοια ζωὴ ἁγία, πρέπει βέβαια νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν πίστιν ὑπεραγίαν. Καὶ ἔτσι ἐδέχοντο τὴν πίστιν, καὶ ἐπίστευαν. Διατὶ ὅταν ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ ζῶμεν καθὼς μᾶς διδάσκει ἡ πίστις μας, ὅταν ἔχωμεν δηλονότι ἤθη καλά, καὶ ἅγια, καὶ ἀρετὲς εὐαγγελικές, θαυμάζουσι τότε οἱ ἄπιστοι, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ ἐπιστρέφουσιν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν τους, «μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», λέγοντες. «Ὅταν γὰρ ὁ ἄπιστος ἴδῃ σε τὸν πιστὸν κατεσταλμένον, σωφρονοῦντα, κόσμιον ὄντα, ἐκπλαγήσεται, καὶ ἐρεῖ· ἀληθῶς μέγας ὁ τῶν χριστιανῶν Θεός».
Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστιν, καὶ τὴν μεγαλύνουσι. Σηκώσατε ὀλίγον τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὴν σήμερον πανηγυριζομένην ἁγιωτάτην Αὐγούσταν, καὶ θέλετε τὸ ἰδεῖ. Ἐκ προγόνων τὴν ὀρθοδοξίαν διδάσκεται ἡ ἀξιάγαστος, καὶ θεόσεπτος βασιλίς· καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἁπαλῶν τῶν ὀνύχων, ὅλη ἔκδοτος εἰς τοῦ παντοδυνάμου τὸ θέλημα ἦτον· καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὲ τὴν ἀγάπην, καὶ μὲ τὲς ἄλλες ὅλες ἀρετές, τὴν προγονικὴν ὀρθοδοξίαν ἐστόλιζεν, ἰδέτε πόσον αὐξάνει ἡ πίστις εἰς αὐτήν, καὶ πόσον θεμελιώνεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλοὺς φοβερισμοὺς τὴν φοβερίζει, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον Αὐτοκράτωρ Βασιλεύς. Κάθε τρόπον, κάθε μέθοδον, καὶ μέσον μεταχειρίζεται, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον τύραννος, πανοῦργος, καὶ σκληρός· νὰ τῆς ὀλιγοστεύσῃ θέλει τὴν πίστιν· θέλει νὰ καταφρονήσῃ τῶν ἁγίων εἰκόνων τὴν προσκύνησιν. Μὰ οὔτε οἱ κολακεῖες οὔτε οἱ φοβερισμοί, οὔτε οἱ τρόποι, οὔτε αἱ μέθοδοι, οὔτε τὰ μέσα, οὔτε οἱ πανουργίες, ὦ τοῦ θαύματος, τίποτες δὲν ἠδυνήθησαν. Δὲν σαλεύει ὁλότελα τὴν πατροπαράδοτον ὀρθοδοξίαν. Ἀσάλευτος μένει εἰς τὴν εὐσέβειαν. Προσκυνεῖ ἀκαταπαύστως τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόσον τὰ καλὰ ἔργα ηὔξησαν τὴν πίστιν εἰς αὐτήν. Αὔξησε πάλιν ἡ πίστις διὰ μέσου της, καὶ εἰς τὸν πλησίον της ἐμεταδόθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν λιτανείαν ὁποὺ ἐδιόρισε, καὶ μὲ τὴν σύνοδον ὁποὺ ἐσύναξε, καὶ μὲ τὸν ζῆλον ὁποὺ ἔδειξε διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο, ἀναρίθμητοι ἐπίστευσαν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας ἐπροσκύνησαν, ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν σήμερον ἀκόμη ἄν προσκυνῶμεν τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἄν σεβώμεθα τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἄν τιμῶμεν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁ ζῆλος τῆς αὐγούστας Θεοδώρας εἶναι ἡ αἰτία. Ἄν δὲν εἴμεσθεν εἰκονομάχοι, αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία. Νὰ πόσον αὔξησεν ἡ πίστις ἀπὸ τὸν ζῆλον της. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τόσον τὴν ἐδόξασεν ὁ Θεός, σῶον ἀφήνοντας στοὺς αἰῶνας τὸ ἱερόν, καὶ βασιλικόν, καὶ ἅγιον σῶμά της, διὰ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τὸν κόσμον· ἐπειδὴ αὐτὴ ἔδειξε τοῦ κόσμου, τὰς ἁγίας εἰκόνας νὰ προσκυνῇ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ πίστις ἐνεργουμένη, ὦ χριστιανοί. Ἐνεργουμένη, αὐξάνει· καὶ αὐξάνοντας, μεγαλώνει· καὶ μεγαλώνοντας, δοξάζει τοὺς πιστούς. Μὴ πλανᾶσθε λοιπὸν ἀδελφοί μου. Εἶναι ἀληθινὰ ἡ πίστις ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὅστις τὸ πίει, δὲν διψᾷ εἰς τὸν αἰῶνα. Εἶναι ἀληθινὰ ζύμη, ἡ ὁποία κρυπτομένη μέσα εἰς τὸ τριμελὲς τῆς ψυχῆς μας, ὅλον θεῖον τὸ ἀποκατασταίνει. Εἶναι σαγήνη, ἡ ὁποία ἁπλωθεῖσα εἰς τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐσαγήνευσε τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι φῶς ὁποὺ φωτίζει, καὶ ἄρτος ὁποὺ θρέφει, καὶ μαργαρίτης ὁποὺ τὴν ψυχὴν καλλωπίζει. Μὰ ὅλα ἐτοῦτα εἶναι, ὁπόταν ἀνταμωμένη μὲ τὰ καλὰ ἔργα, εἶναι ἀνενέργητος, εἶναι ἀνωφελής, εἶναι ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχήν. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρὸν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστίν». Ὥστε ὁποὺ καὶ ἄν παύσητε νὰ τὴν ἐξετάζετε, δὲν φθάνει ἐτοῦτο· καὶ ἄν ἐξακολουθῆτε νὰ τὴν πιστεύετε μόνον, τίποτες δὲν ὠφελεῖσθε. Πρέπει, ὦ χριστιανοί, ἄν θέλετε τὸν παράδεισον, ἄν ἐπιποθῆτε τὸν Θεὸν ἐκεῖνον ὁποὺ πιστεύετε, νὰ τὸν ἰδῆτε, νὰ τὸν ἀπολαύσετε νὰ μακαρισθῆτε, πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς διδάσκει ἡ πίστις ἡ ὀρθή.

[Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο του ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ «ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ» (Λειψία 1766), Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1968, σελ. 25 ἑπ.

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 09, 2014 1:22 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Ομιλία του Επισκόπου Κερκίνης και Καλαβρύτων, Ηλία Μηνιάτη, περί Πίστεως
Εικόνα

«Απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει τω Ιησού: Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ»

Όταν εγώ με ευλαβικήν θεωρία στοχάζομαι την αρχήν, την αύξηση, την στερέωση της Ορθοδόξου μας πίστεως, διακρίνω μυστήρια, ευρίσκω θαύματα, αφ' ενός τόσον πολλά, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψω με τον λόγον, και αφ' ετέρου τόσον υψηλά, ώστε είναι αδύνατον να φθάσω εκεί με την διάνοιαν. Όθεν, όλος εκστατικός από το θάμβος και την χαράν, τoν μεν ύψιστον Θεόν, ο οποίος εδίδαξε τοιαύτην πίστην, δοξάζω αναφωνώντας με τoν Δαβίδ: «Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού, και της συνέσεως αυτού ουκ έστιν αριθμός». Τoν δε ορθόδοξον λαόν, ο οποίος επαγγέλλεται τοιαύτην πίστην, μακαρίζω λέγοντας: «Μακάριος ο λαός, ου Κύριος ο Θεός αυτού». Μολονότι ο περί Ορθοδόξου πίστεως υψηλότατος λόγος, για να γίνη κτήμα των καρδιών των ακροατών με όλην την αήττητο δύναμη την οποίαν διαθέτει, έπρεπε να κηρυχθή από το στόμα ή ενός από τους Αποστόλους και μαθητές του Χριστού, ή ενός από τους θεοπνεύστους διδασκάλους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι υπήρξαν τα εκλεκτά εκείνα όργανα τα οποία εξ αρχής μετεχειρίσθη το Πνεύμα το Άγιον, προκειμένου να ενηχήση σε όλην την γη τον εύσημον ήχο της ευαγγελικής αληθείας. Παρ' όλα ταύτα τολμώ και εγώ να αναβώ σήμερα επάνω σε αυτόν τoν ιερόν άμβωνα με σκοπόν να κηρύξω, όπως ημπορώ, την δόξαν και το μεγαλείον της Ορθοδοξίας.

Κατά την σεβασμίαν αυτήν και κυριώνυμον ημέραν, που είναι ημέρα πανηγύρεως εξ αιτίας της νίκης της Ορθοδοξίας κατά των αντιπάλων αιρετικών, με παρακινεί η ομολογία του αδόλου Ισραηλίτου Ναθαναήλ, ο οποίος αναγνωρίζει «ον έγραψεν Μωυσής εν τω Νόμω και οι Προφήται» και ομολογεί λέγοντας προς τον Θεάνθρωπον Κύριον: «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ». Αυτή είναι η πρώτη ομολογία της Ορθοδοξίας. Και τι είναι χαριέστερον, τι είναι οφελιμώτερον από τoν περί Ορθοδοξίας λόγον, όταν αυτός κηρύττεται από Ορθόδοξον διδάσκαλον προς Ορθοδόξους ακροατάς; Για να ριζώνεται βαθύτερα το θεόφυτον δένδρον της πίστεως στις καρδιές των πιστών, για να ποτίζεται με τα καθαρά ύδατα της ευαγγελικής αληθείας, και να βλαστάνη περισσότερον αφθάρτους καρπούς αιωνίου ζωής;

Πνεύμα Πανάγιον, που είσαι πνεύμα σοφίας και συνέσεως, χάρισε σήμερα φως γνώσεως στον νου μου, ώστε να καταλάβω εγώ πρώτα, και δύναμιν λόγων στα χείλη μου για να εξηγήσω και σε άλλους, τα μεγαλεία των θαυμασίων σου, τα οποία έδειξες στην Ορθόδοξον πίστην των χριστιανών. Ναι, Παράκλητε αγαθέ! Το Πνεύμα της αληθείας, χωρίς το οποίον γλώσσα ανθρώπων δεν ημπορεί να θεολογήση, δίδαξε την ιδικήν μου για να κηρύξη πώς ήρχισε, πώς ηυξήθη, πώς εστερεώθη η Ορθοδοξία, η οποία είναι το υψηλότερον, το θαυμασιώτερον, το θειότερον έργον της Θείας σου σοφίας και δυνάμεως. Με αυτήν την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εγώ παρακαλώ, θα καταλάβετε κι εσείς, πως μόνον Θεού εύρημα και κατόρθωμα είναι η Ορθοδοξία. Για τούτο αυτή είναι η μόνη αληθινή διδασκαλία για να πιστεύσωμε, η μόνη αληθινή οδός για να σωθούμε.

Μέρος Α.

Όποιος στοχασθή τούτον τον κόσμον της φύσεως, το σύστημα δηλαδή του παντός, τoν ουρανόν και την γην και όσα είναι επουράνια και επίγεια, και μέσα τους αντικρύση τόσα θαυμάσια, αναγκάζεται να ομολογήση πως όλα αυτά δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός, και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον για την παράδοξον αρχήν. Για το ότι έγιναν από το μη είναι, από το μηδέν, χωρίς να προϋπάρχη κάποια ύλη. Δεύτερον για το άπειρον πλήθος. Πώς λάμπουν τόσοι αστέρες στον ουρανόν, πολλαπλασιάζονται τόσα γένη πτηνών στoν αέρα, τόσα γένη φυτών και ζώων στην γη, και κητών μέσα στην θάλασσα. Τρίτον για την στερεάν διαμονήν τους. Πώς όλα διατηρούνται και διαφυλάσσονται, άλλα με μίαν αδιάκοπον διαδοχήν, με μίαν απαράλλακτον κίνησιν, στερεωμένα όλα σε μίαν ασάλευτον τάξιν. Αυτά δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός. Όθεν ο Προφήτης θαυμάζοντας εκφωνεί: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας!». Πράγματα τόσο μεγάλα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός πάνσοφος. Πράγματα τόσον χρήσιμα δεν ημπορούσε να τα κάμη άλλος, παρά ένας Θεός πανάγαθος. Ομοίως, όποιος στοχασθή τoν κόσμον της χάριτος, το σύστημα δηλαδή των Ορθοδόξων, την Εκκλησίαν του Χριστού, την Πίστην των Χριστιανών, και εύρη εδώ τόσον ύψος Θεολογίας, τόσον βάθος μυστηρίων, τόσον φως θείων αποκαλύψεων, τόσην αλήθεια στην διδασκαλία, τόσην αγιότητα στoν νόμο, τόσα κατορθώματα των Αποστόλων, τόσα ανδραγαθήματα των Μαρτύρων, τόσα θαύματα των Αγίων, είναι αδύνατον να μην ομολογήση πως αυτά όλα δεν ημπορούσε να τα κάνει άλλος παρά ένας Θεός. Και τούτο δια τρεις λόγους. Πρώτον για την αρχήν, πώς δηλαδή ήρχισε. Δεύτερον για την αύξηση, πώς δηλαδή ηυξήθη. Και τρίτον για την στερέωση, πώς εστερεώθη μία τέτοια Ορθόδοξος πίστις. Και αρχίζοντας από το πρώτον:

Πριν πλασθή τούτος ο κόσμος της φύσεως, δηλαδή ο ουρανός και η γη, τι υπήρχε; Χάος, άβυσσος, τίποτα. Και λοιπόν από το χάος, από την άβυσσον, από το τίποτε, δεν ημπορούσε να βγάλη άλλος τούτο το μέγα θέατρον των θαυμάτων, παρά η παντοδύναμος δεξιά του Υψίστου. Και πριν να κτισθή ο κόσμος της χάριτος, η Εκκλησία δηλαδή του Χριστού, πριν αρχίση η πίστις και η Ορθοδοξία τι υπήρχε; Χάος ασεβείας, άβυσσος απωλείας, τίποτε από δικαιοσύνην και αγιότητα. Αν εξαιρέσετε ένα πολύ μικρόν μέρος της γης, την Ιουδαίαν, όπου προσκυνείτο ο αληθινός Θεός, μολονότι και εκείνον το μέρος ήταν πολύ μολυσμένον από τα γειτονικά έθνη, ο κόσμος όλος ήταν γεμάτος από ειδωλολάτρες και είδωλα. Η Αίγυπτος, η Ελλάς, η Ρώμη, που ήσαν τα ευγενέστερα μέρη του κόσμου. Βασιλείς και λαός, σοφοί και αγράμματοι, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά, ηρνήθησαν τον Κτίστη και προσκύνησαν τα κτίσματα, άλλος τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος τα άστρα, άλλος ζώα, άλλος φυτά, καθένας ελάτρευε ό,τι ήθελε, και μάλιστα εθεοποιούσε το πάθος του. Και επειδή η πίστις είναι ο πρώτος κανόνας της ζωής, σκεφθήτε πώς εζούσαν οι άνθρωποι. Ποίος εφοβείτο να φονεύση; Ποίος εντρέπετο να πορνεύση ή να μοιχεύση; Αφού επροσκυνούντο θεοί αιμοβόροι σαν τον Άρη και τον Ηρακλή; Θεοί πόρνοι και μοιχοί σαν τον Αία και την Αφροδίτην; Ποίος να κάμη το καλόν, αφού δεν υπήρχε ελπίς Παραδείσου; Ποίος να αποφύγη το κακόν, αφού δεν υπήρχε φόβος κολάσεως; Ποία ήθη θα επικρατούσαν μεταξύ των ανθρώπων, αφού δεν εγνώριζαν τον Θεόν, και αν τον εγνώριζαν δεν τον ήθελαν; Το κακόν ήταν καθολικόν και παμπάλαιον, κατήντησε να γίνη φύσις. Ήταν πολύ δυνατά στερεωμένος ο θρόνος του Εωσφόρου στην γη, προς τον οποίον ήσαν ολοτελώς αφωσιωμένοι και υποδουλωμένοι οι άνθρωποι. Τότε ήταν αληθώς που «ο Θεός εκ του ουρανού διέκυψε επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει εστί συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστί έως ενός».

Μετρήστε τώρα με το νουν σας το βάθος της πλάνης και της απωλείας στο οποίον ήταν βυθισμένος ο κόσμος. Μετρήστε και το ύψος της θεογνωσίας και αγιότητος στο οποίον έμελλε να ανεβή με την πίστην του Χριστού. Έμελλε να παύση η ειδωλολατρία, που ήταν τόσο βαθειά ριζωμένη στις καρδιές των ανθρώπων, και να πιστευθή ένας μόνον Θεός. Και τούτο όχι απλώς, αλλά ότι αυτός είναι Θεός στους ουρανούς με μίαν φύσιν και τρεις υποστάσεις, πλην και οι τρεις αυτές είναι ένας Θεός. Και Θεός στην γη με δύο φύσεις και με μίαν υπόστασιν, Θεός και άνθρωπος, αποθαμένος επάνω σε έναν σταυρόν. Έμελλαν να πέσουν όλοι οι ναοί των ειδώλων, που είχαν καλύψει όλην την γην, και να κτισθή μία νέα εκκλησία, στην οποία, σαν σε ποίμνη, να συναχθούν όλα εκείνα τα απολωλότα πρόβατα. Έμελλε να κηρυχθή μία νέα διδασκαλία εκ διαμέτρου αντίθετος με την φιλοσοφίαν του κόσμου, η οποία θα κάμη επιγείους αγγέλους στην αρετήν ανθρώπους, που ήσαν επίγειοι δαίμονες στην κακίαν. Έμελλε, με ολίγα λόγια, ο κόσμος που εγήρασε στην αμαρτία, να ανακαινισθή στην αγιότητα, να γίνη όντως κόσμος άλλος, να αλλάξη και πίστη και ζωήν.

Και αληθώς η αλλαγή έγινε. Αλλά τέτοια παράδοξος αλλοίωσις οποίας δεξιάς ημπορούσε να είναι κατόρθωμα; Όχι βεβαίως άλλης παρά του Θεού. Μόνον ο Ύψιστος Θεός, ο οποίος δεν έχει ανάγκην από κανένα μέσον για να κάμη ό,τι θέλει, ημπορούσε να κάμη ένα έργον τόσον θαυμαστόν από το μη oν.

Ποίον τάχα από τα κτίσματα εφάνη επί γης για να κτίση την Εκκλησία, για να διδάξη την πίστη του Χριστού; Δεν κατέβη από τους ουρανούς ένας Άγγελος ή Αρχάγγελος για να εκπλήξη τους ανθρώπους με μίαν υπερφυσικήν δύναμιν εξαισίων θαυμάτων. Δεν ανεδείχθη εδώ στην γην ένας ανδρείος στρατιώτης, ένας σοφός ρήτορας ή ένας ένδοξος πλούσιος, για να αναγκάση, καταπείση και να σύρη τους ανθρώπους σε μία νέαν πίστη, με τον φόβο των αρμάτων ή με την τέχνην της ευγλωτίας ή με το πλήθος των δωρεών. Εντελώς αντιθέτως, λέγει ο μακάριος Παύλος, για να καταισχύνη ο Θεός την σοφίαν του κόσμου, επέλεξε ανθρώπους αμαθείς. Για να νικήση την δύναμιν του κόσμου, επέλεξε ανθρώπους ανίσχυρους. Για να ταπεινώση την υπερηφάνεια του κόσμου επέλεξε το τίποτα.

Και ποίοι είναι αυτοί; Άνθρωποι Ιουδαίοι, που σημαίνει το όνειδος και το εξουθένημα των εθνών. Αλιείς στο επάγγελμα, που σημαίνει αγράμματοι και πτωχοί. Δώδεκα στον αριθμόν, πολύ ολίγοι. Αυτοί είναι εκείνοι που διάλεξε ο Θεός να υπάγουν να κηρύξουν το Ευαγγέλιον σε όλον τον κόσμο. Μου φαίνεται ότι τους βλέπω να κατεβαίνουν από το υπερώον της Ιερουσαλήμ και να ετοιμάζωνται να υπάγουν άλλος σε ένα, άλλος σε άλλο μέρος της οικουμένης. Σταθήτε, σταθήτε, ω άνδρες Γαλιλαίοι, αναμείνατε ολίγον, σας παρακαλώ, για να μου ειπήτε: τί είναι το έργον που επιχειρείτε;

Εμείς, αποκρίνονται, είμεθα απεσταλμένοι να υπάγωμε άλλος στας Αθήνας που είναι η έδρα της σοφίας της γης, άλλος τους Ινδούς και άλλος στους Σκύθες, σε έθνη άγρια και βάρβαρα, έως τα έσχατα της οικουμένης, να εξοστρακίσωμε κάθε άλλην θρησκεία, και να παρακινήσωμε τους ανθρώπους να δεχθούν μίαν νέαν πίστιν, να πιστεύσουν δηλαδή για Θεόν έναν άνθρωπον, ο οποίος εγεννήθη χωρίς Πατέρα, από Μητέρα μόνον και αυτήν Παρθένον. Άνθρωπον πτωχόν, που απέθανε επί Ποντίου Πιλάτου επάνω σε έναν σταυρόν, μεταξύ δύο ληστών. Ο οποίος, αφού απέθανε, ανέστη, ανέβη στους ουρανούς, και από τους ουρανούς μέλλει πάλι να κατεβή, για να κρίνη όλον το ανθρώπινον γένος. Πηγαίνουμε να καταπείσωμε τους ανθρώπους, να είναι έτοιμοι για την αγάπην και πίστιν τούτου του Εσταυρωμένου, να αρνηθούν τον κόσμον, την πατρίδα, τους γονείς, τα τέκνα, την ιδίαν την ζωήν τους. Να προτιμήσουν την πτωχείαν και την καταφρόνησιν από όλους τους θησαυρούς και τα βασίλεια της γης, την σκληραγωγίαν από την τρυφήν, και να αγαπώνται μεταξύ τους τόσον ώστε να αγαπούν και τους ιδίους τους εχθρούς, ανταλλάσσοντας τις ύβρεις με ευχές, το μίσος με ευεργεσίες. Πηγαίνουμε να κηρύξωμε αυτήν την νέαν διδασκαλίαν όχι σε ασήμαντους ανθρώπους, αλλά σε Στρατάρχες και Βασιλείς, σε ρήτορες και φιλοσόφους, και θέλουμε να ρίψουν εκείνοι τα σκήπτρα και τα διαδήματα και να πιάσουν τον σταυρόν, αυτοί δε να υποτάξουν τον νουν και την θέληση στην πίστη του Εσταυρωμένου. Πηγαίνουμε να φέρωμε τον κόσμο σε άλλη πίστη και άλλη ζωή. Να κάνωμε τον ειδωλολάτρη κόσμον Χριστιανόν, τον ασεβή κόσμον άγιον.

Πράγματι, εσείς αναλαμβάνετε μίαν μεγάλην και δύσκολον αποστολήν, αλλά, καλά, πού είναι τα στρατεύματά σας; Είμεθα μόνον δώδεκα. Και πού είναι τα όπλα σας; Εκείνος που μας έστειλε μας παρήγγειλε να μην πάρωμε μαζί μας ούτε ράβδον. Έχετε λοιπόν στον νουν σας να φέρετε τους ανθρώπους στην γνώμην σας με το πλήθος των χρημάτων; Όχι, είμεθα τόσον πτωχοί ώστε και εκείνα τα ολίγα υπάρχοντα που είχαμε, τα αφήσαμε όλα. Αλλά έχετε τουλάχιστον την δύναμιν του λόγου; Είσθε εύγλωτοι ρήτορες για να πείσετε τους ανθρώπους να δεχθούν δόγματα τόσον παράδοξα, αντίθετα από κάθε φυσικήν λογικήν; Ούτε αυτό διαθέτουμε. Εμείς δεν γνωρίζουμε τι είναι η σοφία του κόσμου και δεν μιλούμε άλλην γλώσσα παρά του τόπου μας. Τότε με τι ελπίζετε να στρέψετε σ' αυτήν την πίστη που διδάσκετε έναν κόσμον ολόκληρο; Εμείς δεν υπολογίζουμε σε καμμίαν ανθρωπίνην δύναμη, παρά στην δύναμη του διδασκάλου που μας έστειλε, και ελπίζουμε να τα κατορθώσωμε όλα.

Τί ακούω, όμως ακροαταί, τί ακούω; Όσα είπαν να κατορθώσουν οι άνθρωποι αυτοί τα κατώρθωσαν. Τώρα, σας παρακαλώ, να μου ειπήτε, ποίος άλλος ημπορούσε να κάμη ένα τοιούτον κατόρθωμα, να κτίση δηλαδή αυτήν την Ορθόδοξον Εκκλησία με αυτές τις προϋποθέσεις, από το μη ον, με τοιαύτα όργανα μη όντα, καθώς τα λέγει ο Παύλος, παρά ένας Παντοδύναμος Θεός; Ναι, «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν», όχι αγγέλου, όχι ανθρώπου, αλλά εκείνη πανίσχυρος δεξιά του Θεού, η οποία έβγαλεν από το μη ον τον κόσμον της φύσεως, έβγαλεν και από το μη ον τον κόσμον της χάριτος.

Ώστε η Ορθοδοξία είναι όλη Θεία στην αρχήν της. Είναι όλη Θεία στην αύξηση. Διότι ο τρόπος με τον οποίον ηυξήθη είναι Θείος. Η πίστις των χριστιανών είναι μια διδασκαλία ουράνιος, υπέρ φύσιν, υπέρ λόγον, υπέρ έννοιαν. Περιέχει μυστήρια τα οποία δεν αποδεικνύονται, δεν καταλαμβάνονται. Να πιστεύωμε εις έναν Θεόν, απλούστατον και αδιαίρετον, πλην όμως Θεόν τρισυπόστατον, Θεόν Πατέρα, Θεόν Υιόν, Θεόν Πνεύμα Άγιον, τρεις κατά την υπόστασιν και έναν κατά την ουσίαν και φύσιν. Και πάλι να πιστεύωμε εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, Θεόν συγχρόνως και άνθρωπον, διπλούν στην φύσιν και έναν στην υπόστασιν. Να βλέπωμε εκεί στην Αγίαν Τράπεζαν άρτο και να πιστεύωμε πως εκεί είναι αληθώς το σώμα του Ιησού Χριστού. Σώμα έμψυχον, σώμα ολόκληρον, το οποίον ορίζεται σε έναν τόπον αλλά δεν περιγράφεται, που μελίζεται αλλά δεν διαιρείται, εσθίεται αλλά δεν δαπανάται, πολλαπλασιάζεται στον ουρανόν και την γην και σε όλες τις Εκκλησίες των Ορθοδόξων, και είναι ένα και το αυτό. Να βλέπωμε εκεί μέσα στην αγίαν Κολυμβήθρα νερόν φυσικόν, το οποίον βρέχει το σώμα, και να πιστεύωμε πως εκείνο είναι λουτήριον πνευματικόν που καθαρίζει την ψυχήν. Να βλέπωμε άλλα αισθητώς και να πιστεύωμε άλλα νοητώς μέσα στα Μυστήρια. Να αρνήται ο νους την αίσθησιν, και μάλιστα να μην πιστεύη ο νους τον εαυτόν του. Αυτά είναι δόγματα που δεν ημπορεί να καταλάβη ο ανθρώπινος νους. Και πάλιν η πίστις των χριστιανών είναι νόμος εξ ολοκλήρου πνευματικός και άγιος. Νόμος που διατάζει πτωχείαν, παρθενίαν, νηστείαν, εγκράτειαν, ταπεινοφροσύνην και μίαν αγάπην τόσον τελείαν, που παραγγέλλει να αγαπούμε και τους εχθρούς. Νόμος που θέλει τον άνθρωπον στο σώμα αλλά πνευματικόν, στον κόσμον αλλά άγιον. Νόμος που αντιτίθεται στον νόμο του κόσμου και της σαρκός. Αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν δέχεται μετά χαράς η ανθρωπίνη θέλησις. Και παρ' όλα ταύτα, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος για τον νουν, ένας νόμος τόσον βαρύς για την θέλησιν, ηυξήθη, επροχώρησε σε κάθε μέρος της γης, σε κάθε τάξιν ανθρώπων. Αλλά πώς; Μήπως με κάποιο όργανον ανθρωπίνης δυνάμεως; Όχι. Και μάλιστα όλη η δύναμις των ανθρώπων, συντροφιασμένη με όλη την δυναμη των δαιμόνων, αντεστάθη και αντεπολέμησε.

Κάμετε μίαν υπόθεση, χριστιανοί, ότι βλέπετε έξω σε έναν αγρόν ολίγα πρόβατα να πολεμούν με λύκους, και μάλιστα με λέοντες, με δράκοντες και με άλλα θηρία, αναρίθμητα σε πλήθος, ανήμερα στην αγριότητα, θανατηφόρα στο δηλητήριον. Αν εβλέπατε τα ολίγα εκείνα πρόβατα να νικήσουν, να διώξουν, να διασκορπίσουν και τους λύκους και τους λέοντες και τους δράκοντες και όλα τα άλλα θηρία, και έπειτα διαμοιρασμένα σε διαφόρους τόπους της γης να πολλαπλασιασθούν τόσον ώστε να αυξηθούν και να γίνουν ένα πολυάριθμον ποίμνιο, τι θα ελέγατε; Βέβαια, πως τούτο το πράγμα δεν είναι φυσικόν, αλλά ένα εξαίσιον θαύμα. Τούτο όμως, αληθινά, συνέβη στην Εκκλησίαν του Χριστού. Εκεί βλέπω σαν δώδεκα πρόβατα τους δώδεκα εκείνους Αποστόλους, τους οποίους απέστειλεν ο Χριστός στο παγκόσμιον κήρυγμα ωσάν σε πολεμικόν αγρόν. Τους το προείπε ο ίδιος: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Και δεν είναι μόνον λύκοι, χριστιανομάχοι Ιουδαίοι, είναι και λέοντες, τύραννοι βασιλείς, διώκτες της πίστεως. Είναι και δράκοντες, οι αποστάτες και οι αντίθεοι δαίμονες. Θηρία αναρίθμητα, ορατοί και αόρατοι εχθροί, τα οποία εξήλθαν με άκρατον ορμή και θυμό να πολεμήσουν τα πρόβατα του Χριστού, την νεόλεκτον Εκκλησία. Αλλά τι παράδοξον θέαμα που βλέπω! Βλέπω ότι εκείνα τα πρόβατα ενίκησαν, εδίωξαν, διεσκόρπισαν λύκους και λέοντες και δράκοντες και όλα τα θηρία, και Ιουδαίους και τυράννους και δαίμονες και όλους τους εχθρούς. Βλέπω ότι οι ταπεινοί εθριάμβευσαν έναντι των υπερηφάνων, οι άοπλοι έναντι των δυνατών, οι πτωχοί και αγράμματοι έναντι των βασιλέων και των φιλοσόφων. Οι δώδεκα έγιναν αναρίθμητοι, ηυξήθησαν, επληθύνθησαν, εγέμισαν όλην την γην. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». Βλέπω ότι επάνω στα τρόπαια του Καπιτωλίου της Ρώμης υψώθη ο Σταυρός του Χριστού. Βλέπω ότι στας Αθήνας έπεσεν ο βωμός ο αφιερωμένος «τω Αγνώστω Θεώ» και προσκυνείται ο Εσταυρωμένος. Βλέπω ότι, καθώς λέγει ο Χρυσόστομος, «πολύ σύντομα αλιείς και τελώνες επεκράτησαν στην κορυφαίαν των πόλεων και ο σκηνοποιός όλην την Ελλάδα επέστρεψε». Βλέπω ότι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, είδε φώς μέγα». Βλέπω έθνη βάρβαρα βαπτισμένα, πόλεις, επαρχίες, βασίλεια Ορθόδοξα. Ερήμους γεμάτες από ασκητάς, μοναστήρια από αγίες παρθένους. Βλέπω αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων να τρέχουν για την αγάπην του Χριστού στο μαρτύριον ως πρόβατα επί σφαγήν. Βλέπω τον πρώην άθεον και πολύθεον κόσμο, τον πρώην ασεβή και ακάθαρτον, ευσεβή, άγιον, χριστιανικόν. Κηρύττεται παντού το ευαγγέλιον, παντού νικά η πίστις. Αλλά τοιαύτη αλλοίωσις ποίου είναι κατόρθωμα; Βέβαια «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Τούτο το μέγα έργον πώς έγινε; Βέβαια «δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Ναι, η δεξιά του Κυρίου ήταν εκείνη η οποία ηύξησε την Ορθοδοξίαν. Η δεξιά του Κυρίου έκαμε την μία γλώσσα των Αποστόλων να ακουστή από διάφορα έθνη, έκαμε με τα χέρια των Αποστόλων να σωριάζωνται οι ναοί των ειδώλων, να συντρίβωνται τα είδωλα, να πιστεύουν οι ειδωλολάτρες. Διά των χειρών των Αποστόλων εγίνοντο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά. Σημεία: Ιατρεύοντο ασθενείς, εκαθαρίζοντο λεπροί, ανεσταίνοντο νεκροί, εδιώκοντο ακάθαρτα πνεύματα. Τέρατα: λέοντες να φιλούν τους πόδες των αγίων ανδρών, μάρτυρες να μένουν άφλεκτοι μέσα στη φωτιάν, παρθένοι να πολεμούν με τα θηρία και να τα δαμάζουν. Βουνά ασάλευτα να περπατούν, εξαγριωμένη θάλασσα να γαληνεύη με την προσευχήν ενός χριστιανού!

Ελάτε τώρα, άθεοι, ελάτε άπιστοι, ελάτε ασεβείς, ελάτε όλοι οι εχθροί της Ορθοδόξου πίστεως. Όσες ακτίνες έχει ο ήλιος, τόσες είναι οι αποδείξεις που βεβαιώνουν ότι αυτή η πίστις που κρατώ είναι η αληθινή πίστις. Όμως εγώ θέλω να σας προβάλω ένα επιχείρημα. Αυτά τα θαύματα με τα οποία εγώ λέγω πως ο Θεός ηύξησε την πίστη των χριστιανών, ή αληθινά έγιναν ή δεν έγιναν. Αν έγιναν, αυτή είναι η αληθινή πίστις του Θεού, για την οποίαν ο Θεός έκαμε τόσα θαύματα. Αν δεν έγιναν, πώς λοιπόν μία τοιαύτη πίστις, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος στον νουν, ένας νόμος τόσον βαρύς στην θέλησιν, εξηπλώθη σε όλην την γη χωρίς θαύματα; Τούτο είναι ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, μάλιστα είναι το θαύμα των θαυμάτων. Και αν έτσι ή αλλέως είναι θαύμα, τούτο είναι έργον Θεού. «Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν». Αν όμως η Ορθόδοξος πίστις είναι θεία στην αρχήν της, θεία στην αύξηση, δεν είναι άραγε θεία και στην στερέωση; Το Πνεύμα το άγιον εμφανέστατα εξεικόνισε την μυστηριώδη οικοδομήν της αγίας μας Εκκλησίας με το στόμα του Σολομώντος: «Η Σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και εστερέωσε στύλους επτά». Η Σοφία. Αλλά ποία; Η σοφία των ανθρώπων; Η σοφία των αγγέλλων; Όχι, λέγει ο Παύλος. «Σοφία ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκε», διότι η αληθινή, η υπέρ φύσιν και υπέρ άνθρωπον οικοδομή της Εκκλησίας, δεν ημπορούσε να είναι κτιστής σοφίας εφεύρημα. Είναι λοιπόν αυτή η ανωτάτη Σοφία του Θεού. Αυτή η οποία με στάθμη, μέτρον και αριθμόν έκτισε με τρόπον ανέκφραστο τα πάντα, αυτή η οποία κάθηται επί θρόνου δόξης στον ουρανόν, και προσκυνείται από τους Αγγέλους. Θεμέλιον του οίκου έβαλε την ομολογίαν εκείνη που ηκούσαμε σήμερα από τον Ναθαναήλ: «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού», που είναι η ιδία την οποίαν έκαμε ο Πέτρος, όταν ομολόγησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Εμάθαμε λοιπόν πως αυτός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος πιστεύεται με την καρδίαν και ομολογείται με το στόμα, είναι το αρχικόν θεμέλιο της Εκκλησίας, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, η ασάλευτος και αρραγής πέτρα της Πίστεως. Έτσι προφητεύει ο Ησαίας: «Ιδού τίθημι υμίν λίθον ακρογωνιαίον, εκλεκτόν, έντιμον, και ο πιστεύων εις αυτόν ου μη καταισχυνθή». Και ο Δαυίδ: «Λίθον oν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας». Έτσι διδάσκει ο Παύλος: «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς ο Χριστός». Έτσι ερμηνεύει ο Θεοδώρητος στον τρίτον λόγο του Άσματος των Ασμάτων. Ο Βασίλειος στον λόγο περί μετανοίας και στο «πρόσεχε σεαυτώ». Ο Χρυσόστομος στο ις' κεφάλαιο του Ματθαίου, και πολλοί άλλοι διδάσκαλοι. Όθεν την στερέωση του μυστικού αυτού οίκου φανερώνει αλληγορικώς και ο Χριστός στο ζ' του Ματθαίου, όπου λέγει πως ο φρόνιμος άνθρωπος εθεμελίωσε την οικίαν αυτού επί την πέτραν. Οικία θεμελιωμένη επάνω στην πέτρα, στερεά και ασάλευτος, είναι η Εκκλησία του Χριστού, κτισμένη από τον φρόνιμον, τον πάνσοφον και Θείον Αρχιτέκτονα. Τρία δυνατά όργανα μετεχειρίσθη ο διάβολος για να την χαλάση. Βροχήν για να την καταποντίση, ποταμούς για να την ξεθεμελιώση και ανέμους για να την κατεδαφίση. Οι τρεις εκείνοι φοβεροί εχθροί που ήγειρε για να την πολεμήσουν ήσαν οι Ιουδαίοι, οι Τύραννοι και οι Αιρετικοί. Πρώτη κατέβη η βροχή, ο φθόνος των Ιουδαίων. Αετοί που εσταύρωσαν τον κτίστην της οικίας αυτής, συλλογισθήτε πόσον εμισούσαν τους συνεργούς μαθητάς του. Το όνομα του Χριστού, το οποίον εκηρύττετο φανερά, τους επλήγωνε την καρδίαν. Το μεγαλείον της Εκκλησίας, η οποία ανυψώνετο καθημερινώς επάνω στην πτώση της Συναγωγής, τους εφαρμάκωνε την ψυχή. Πόσες επιβουλές, πόσες συκοφαντίες, πόσους διωγμούς, πόσους πολέμους έκαμαν εναντίον των Αποστόλων και των νέων χριστιανών, είναι αδύνατον να τους περιγράψη κανείς. Σαράντα ημέρες, καθώς γνωρίζετε, διήρκεσεν ο κατακλυσμός τον παλαιόν καιρό και κατεπόντισεν όλην την γη. Σαράντα χρόνους διήρκεσε ο κατακλυσμός του ιουδαϊκού φθόνου για να καταποντίση την Εκκλησίαν. Αλλά τι; Καθώς τότε η κιβωτός δεν κατεποντίσθη, και όσον εδυνάμωνε η βροχή τόσον ανυψώνετο η κιβωτός, η οποία περιεφέρετο αβλαβής επάνω στα ύδατα, έτσι και η Εκκλησία δεν εβλάβη καθόλου από τον φθόνον των Ιουδαίων. Όσον επολλαπλασιάζετο ο φθόνος των Ιουδαίων, τόσον ηύξανεν η πίστις των χριστιανών. Αλλά, τέλος πάντων, οι Ιουδαίοι εξωλοθρεύθησαν από τα στρατεύματα των Ρωμαίων και έπαυσεν η βροχή.

Ήλθαν όμως οι ποταμοί, βασιλικοί και μεγάλοι ποταμοί, στους οποίους έτρεχαν όχι νερά, αλλά αίματα εσφαγμένων χριστιανών. Είναι οι τύραννοι της παλαιάς και της νέας Ρώμης, οι χριστιανομάχοι, οι διώκτες της πίστεως οι οποίοι όρμησαν με σφοδρότατον διωγμόν να χαλάσουν εκ θεμελίων την Εκκλησίαν. Θέλετε να μάθετε πόσοι; Δεκαοκτώ τον αριθμόν, οι σπουδαιότεροι δε είναι: Νέρων, Δομετιανός, Τραϊανός, Αντωνίνος, Μάρκος Αυρήλιος, Λικίνιος, Αυρηλιανός, Μαξιμιανός, Κώνστας, Ιουλιανός ο παραβάτης, Ουάλης, Λέων ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος και Θεόφιλος ο εικονομάχος. Γνωρίζετε πόσον καιρόν εκράτησεν ο διωγμός; Πεντακοσίους χρόνους συνολικά, και περισσότερον. Γνωρίζετε πόσοι εμαρτύρησαν κάτω από τόσους τυράννους και τόσους χρόνους; Μετρήστε τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αν ο Θεός ήθελε να φυλάξη σε ένα μέρος τα αίματα τόσων χριστιανών που εμαρτύρησαν για την πίστη του Χριστού, θα έκαμε βέβαια μίαν άλλην Ερυθράν θάλασσαν αγίων αιμάτων. Καλά όμως, ήλθαν οι ποταμοί, και τι έκαμαν; Επέρασαν, οι Τύραννοι ηφανίσθησαν, έπεσαν βασιλείς και βασιλείες, και οι χριστιανοί φονευόμενοι επλήθυναν, διωκόμενοι ηυξήθησαν, πολεμούμενοι εστερεώθησαν, πειραζόμενοι ελαμπρύνθησαν περισσότερον στην αρετή.

Ύστερα έπνευσαν οι άνεμοι, οι Αιρετικοί, που εσηκώθησαν από όλα τα μέρη του κόσμου. Άνεμοι αληθώς σφοδροί στην γνώμη, πολέμιοι της Ορθοδοξίας, αντίθετοι και μεταξύ τους στην αίρεσιν και στην ζάλη που προξένησαν στην Εκκλησία του Χριστού. Αυτοί είναι άπειροι στον αριθμόν και είναι αδύνατον να τους απαριθμήσω, πλην όμως ας σας ειπώ τα πλέον επίσημα τάγματα: Γνωστικοί, Οφίται, Μοντανισταί, Σαβελλιανοί, Χιλιασταί, Παυλικιανοί, Μανιχαίοι, Δονατισταί, Αρειανοί, Ευνομιανοί, Ανθρωπομορφίται, Μακεδονιανοί, Πελαγιανοί, Νεστοριανοί, Σεβηριανοί, Διοσκορίται, Μονοθελήται, Εικονομάχοι, Παπικοί, Λουθηρανοί και Καλβινισταί. Άλλος βλασφημεί εναντίον απλώς του Θεού, άλλος εναντίον του Πατρός, άλλος εναντίον του Υιού, άλλος εναντίον του Αγίου Πνεύματος, άλλος εναντίον των Μυστηρίων. Όλοι από συμφώνου κινούνται, ορμούν, μάχονται κατά της Εκκλησίας του Χριστού. Τόσες Σύνοδοι και Συνέδρια, τόσες διαλέξεις και πόλεμοι, σκάνδαλα, σχίσματα, θόρυβοι, ταραχές, εξορίες, θάνατοι, ποίος να τα διηγηθή; Αλλά τέλος πάντων εκόπασαν οι άνεμοι, εξουθενώθησαν και αιρετικοί και αιρέσεις, έπαυσεν η ζάλη, επεκράτησεν η ειρήνη. Ιδού λάμπει καθαρή και αμόλυντος η Ορθοδοξία στην Εκκλησία του Χριστού. Κατέβη η βροχή, ήλθαν οι ποταμοί, έπνευσαν οι άνεμοι, αλλά ο οίκος του Χριστού, η Εκκλησία, δεν έπεσε. Στέκει στερεά και ασάλευτος, διότι είναι θεμελιωμένη επάνω στην αρραγή ακρογωνιαίαν πέτραν, τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού του ζώντος, και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Αλλά αυτή δεν είναι μία στερέωσις Θεία; Και εκείνη που την εστερέωσε, δεν είναι η δεξιά του Υψίστου;

Ω πίστις των χριστιανών, Θεία στην αρχήν. Θεία στην αύξησιν, Θεία στην στερέωσιν, όλη Θεία! Εσύ έγινες από τον Θεόν, ηυξήθης από τον Θεόν, εστερεώθης από τον Θεόν! Εσύ είσαι η αληθινή διδασκαλία. Όποιος σε περιπατεί, φθάνει ασφαλώς στον Παράδεισον. Χριστιανέ Ορθόδοξε, εσύ έχεις χρέος να ευχαριστής χίλιες φορές τον Θεόν, ο οποίος σε έκαμε και εγεννήθηκες μέσα σε μίαν τοιαύτην πίστη. Ένας παλαιός φιλόσοφος για τρία πράγματα ευχαριστούσε τους Θεούς. Πρώτον για το ότι εγεννήθη άνδρας και όχι γυναίκα, δεύτερον ότι ήταν Έλληνας και όχι βάρβαρος, τρίτον ότι ήταν φιλόσοφος και όχι αμαθής. Έχεις και εσύ χρέος να ευχαριστής για τρία άλλα πράγματα τον Θεόν. Πρώτον για το ότι εγεννήθης Χριστιανός και όχι άπιστος, δεύτερον ότι είσαι χριστιανός ορθόδοξος και όχι αιρετικός. Για το τρίτον έχε υπομονή και θα σου το ειπώ στο δεύτερον μέρος.

Μέρος β'

Η πίστις είναι ο κανών της ζωής. Καθώς πιστεύουμε, έτσι πρέπει και να ζούμε. Διότι αλλέως, αν η ζωή δεν συμφωνή με την πίστιν, αυτή η πίστις είναι νεκρά, και σε τίποτε δεν ωφελεί: «τι το όφελος, αδελφοί μου — λέγει ο Θείος Ιάκωβος — εάν πίστην τις λέγη έχειν, έργα δε μη έχη; μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύμα νεκρόν εστί, ούτω και η πίστις χωρίς έργων νεκρά εστί». Και ο Χρυσόστομος, εξηγώντας εκείνο το ρητόν του Χριστού «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν του Θεού, αλλά ο ποιών το θέλημα του πατρός μου», λέγει: "Εδώ θέλει να δείξη ότι καμμίαν δύναμη δεν έχει η πίστις χωρίς τα έργα. Το οποίον σημαίνει ότι η πίστις χωρίς τα έργα είναι λείψανον πίστεως, δεν ενεργεί καθόλου. Και ο άνθρωπος που πιστεύει σαν χριστιανός, δεν ζει όμως σαν χριστιανός, ας μην ελπίζη σωτηρίαν. Εδώ χρειάζεται και πίστις αληθής, και ζωή καλή. Με τα δύο αυτά ο άνθρωπος ημπορεί να σωθή. Με αυτές τις δύο πτέρυγες ημπορεί να πετάξη στον Παράδεισον".

Εμείς είδαμε ποία είναι των χριστιανών η πίστις. Ας ιδούμε τώρα ποία είναι των χριστιανών η ζωή. Η πίστις των χριστιανών στην αρχή, στην αύξηση, στην στερέωση, είναι όλη Θεία, στην διδασκαλίαν είναι όλη αλήθεια, στον νόμον είναι όλη αγιότης. Αλλά ποία τάχα είναι των χριστιανών η ζωή; Των χριστιανών του καιρού τούτου, ποία είναι;

(Σημείωση: ο λόγος εκφωνήθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα).

Εδώ δεν φθάνουν λόγια για να την περιγράψωμε, εδώ χρειάζονται δάκρυα για να κλαύσωμε. Η εικόνα εκείνη, την οποίαν είδε στον ύπνον του ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, γνωρίζουμε τι εσήμαινε. Έχουμε την έννοια και την εξήγηση στην ίδια την Θεία Γραφήν. Πλην όμως αρμόζει και στην ιδικήν μας υπόθεση. Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλήν από καθαρόν χρυσάφι, τα χέρια και το στήθος αργυρά, την κοιλίαν και τους μηρούς χάλκινα, τα πόδια ένα μέρος σιδηρά και ένα μέρος πήλινα: «εθεώρεις Βασιλεύ, και ιδού εικών, ης η κεφαλή χρυσίου και αι χείρες και το στήθος και οι βραχίονες αυτής αργυροί. Η κοιλία και οι μηροί χαλκοί. Οι πόδες μέρος μεν τι σιδηρούν, μέρος δε τι οστράκινον». Αυτή, πιστεύσατέ με, είναι η αληθής εικόνα της ζωής και της πολιτείας των χριστιανών.

Η εικόνα εκείνη είχε την κεφαλήν από χρυσάφι καθαρόν. Και η ζωή των χριστιανών, στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, είχε την αρχήν από χρυσάφι καθαρό, στην αρετήν και στην αγιότητα. Οι Αρχιερείς, οι Ιερείς, οι Διάκονοι, οι υποδιάκονοι, οι μοναχοί, όλοι κοινώς οι ιερωμένοι, χρυσάφι καθαρόν στην διδασκαλία και στα ήθη. Χρυσάφι καθαρόν στο σώμα και στην ψυχήν. Όλοι χρυσοί, έλαμπαν σε όλα τους τα έργα ως φως αληθινόν, καθώς τους παρήγγειλεν ο Χριστός: «Υμείς εστέ το φως του κόσμου». Οι λαϊκοί ομοίως ως χρυσάφι καθαρόν στην σωφροσύνη. Οι γέροντες, χρυσάφι καθαρόν στην φρόνηση, οι νέοι στην παρθενία. Τα παιδιά στην απλότητα. Χριστιανοί όλοι χρυσοί στον νου τους, δεν εμελετούσαν άλλο παρά τα πνευματικά και ουράνια. Όλοι χρυσοί στην γλώσσα τους. Δεν αργολογούσαν κατακρίνοντας τον πλησίον, αλλά προσευχόμενοι υμνολογούσαν τον Θεόν. Όλοι χρυσοί στα χέρια τους, δεν ήρπαζαν από φιλαργυρίαν τα ξένα πράγματα, αλλά εχάριζαν σε ελεημοσύνες τα ιδικά τους. Όλοι χρυσοί στην καρδία, δεν αγαπούσαν παρά τον Θεό και τον πλησίον. Για την αγάπη του Θεού, ήσαν πάντοτε έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους στο μαρτύριο. Στην δε αγάπη του πλησίον, ήσαν όλοι μία καρδία και μία ψυχή. Κεφαλή χρυσού καθαρού, χριστιανοί ενάρετοι, άγιοι, αληθείς χριστιανοί.

Έπειτα ηκολούθησε το στήθος το οποίον ήταν από άργυρον, κατέβη η τιμή. Πολύτιμον είναι το ασήμι, αλλά όχι σαν το χρυσάφι το καθαρόν. Με τον καιρόν εψυχράνθη η θερμή εκείνη ζέσις της πίστεως, εσμικρύνθη η αρετή. Η ζωή των χριστιανών ήταν καλή, αλλά όχι όπως εκείνη των πρώτων. Αργότερα ήλθεν η κοιλία η χάλκινη. Όλο και χειρότερα. Ήλθε τότε κάποιος τρόπος ζωής πολύ κατώτερος και από τον πρώτο και από τον δεύτερον, ήθη σκληρά και δύσκολα. Πλην όμως, καθώς το χάλκωμα, αν και δεν αξίζει σαν το χρυσάφι ή σαν το ασήμι, όμως κάτι αξίζει και αυτό, έτσι και οι χριστιανοί, δεν ήσαν όπως οι πρώτοι ή οι δεύτεροι, παρ' όλα ταύτα δεν ήσαν εντελώς άχρηστοι. Αν και δεν ήσαν τέλειοι, δεν ήσαν και μηδαμινοί. Ανάμεσα στις πολλές κακίες ευρίσκετο και μία αρετή. Η κοιλία, λοιπόν, χάλκινη.

Αλλά τέλος πάντων, τους δυστυχισμένους τούτους καιρούς, εμείς εφθάσαμε στα κατώτερα μέρη της εικόνος, στα πόδια, τα οποία είναι ένα μέρος σιδηρά και ένα μέρος πήλινα. Πράγμα που σημαίνει ότι ήλθαμε σε μίαν αθλία κατάσταση, που δεν ημπορούμε να καταντήσωμε ούτε κατώτερα, ούτε χειρότερα. Ένα μέρος είμεθα σίδηρος και ένα μέρος πηλός. Σίδηρος, χωρίς λάμψιν αρετής, σκουριασμένοι από την αμάθειαν, σκληροί από την αμαρτίαν. Πηλός στα ήθη μας, τα έργα μας ακάθαρτα, χωρίς αξία, μηδαμινά, η κακία μας έφθασε στα άκρα. Η πίστις μας χριστιανική, αλλά η ζωή μας εθνική. Να σας κάμω να το ιδήτε οφθαλμοφανώς;

Ήταν μεσημέρι, όταν κάποτε ο Διογένης άναβε το φανάρι του και περιπατούσε μέσα στην αγορά των αθηναίων, σαν να ζητή κάτι να εύρη. Εγελούσαν εκείνοι που τον έβλεπαν και τον ερωτούσαν: Διογένη, τι ζητείς; Ζητώ άνθρωπον, απεκρίνετο. Μα πώς, δεν βλέπεις τόσους ανθρώπους; Δεν συναντάς τόσους ανθρώπους; Η αγορά είναι γεμάτη από ανθρώπους, και μέσα σε τόσους ανθρώπους εσύ ζητείς άνθρωπον; Ναι, άνθρωπον ζητώ, άνθρωπον ζητώ. Αλλά τι είδους άνθρωπον ζητεί ο Διογένης; Δύο ειδών είναι οι άνθρωποι΄ αυτοί δηλ. που έχουν μόνον την μορφήν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, και αυτοί είναι εξωτερικώς και κατά το φαινόμενον άνθρωποι. Όμοια είναι και τα λείψανα και τα αγάλματα και τα είδωλα των ανθρώπων, αλλά εσωτερικώς δεν έχουν καμμίαν χρησιμότητα, και μάλιστα είναι ως άλογα ζωα ή στα πάθη ή στην αχρειότητα. Και από τούτους έβλεπε πολλούς, αλλά δεν εζητούσε κάποιον από αυτούς ο Διογένης. Υπάρχουν και άνθρωποι που εκτός από την ανθρώπινην μορφή και τα χαρακτηριστικά, έχουν και ανθρώπινην φρόνηση και αρετήν. Είναι όλοι εσωτερικώς και εξωτερικώς λογικοί, φρόνιμοι και ενάρετοι, αληθινοί άνθρωποι. Έναν από αυτούς ζητούσε ο Διογένης στην πολυάνθρωπον πόλιν των Αθηνών, και δεν τoν εύρισκε. Ζητώ άνθρωπον, ζητώ άνθρωπον.

Μου κακοφαίνεται να κάμω την σύγκριση, αλλά πρέπει να ειπώ την αλήθεια. Σ' έναν καιρό που σαν μεσημέρι λάμπει η Ορθοδοξία, ανάπτω κι εγώ τoν λύχνον του ευαγγελικού κηρύγματος, έρχομαι σε μίαν Εκκλησία γεμάτην από χριστιανούς και ζητώ χριστιανόν, ζητώ χριστιανόν. Μα πώς, τούτοι που βλέπω εδώ και αλλού, σε πόλεις, σε κάστρα, σε επαρχίες, σε βασίλεια, στο μεγαλύτερον μέρος της οικουμένης, δεν είναι χριστιανοί; Δύο ειδών είναι οι χριστιανοί. Είναι εκείνοι που έχουν μόνον το όνομα του χριστιανού, χριστιανοί εξωτερικώς και κατά το φαινόμενον, οι οποίοι έχουν μόρφωσιν αληθείας, λέγει ο Παύλος, αλλά εσωτερικώς δεν έχουν έργα χριστιανού. Έχουν χριστιανικήν πίστιν, αλλά δεν έχουν χριστιανικήν ζωή. Και μάλιστα έχουν μίαν ζωήν αντίθετο στην πίστη. Δεν ζητώ κάποιον από αυτούς. Υπάρχουν χριστιανοί, οι οποίοι εκτός από το όνομα έχουν και τα έργα, μαζί με την πίστιν έχουν και την ζωή, και εσωτερικώς και εξωτερικώς είναι όλοι Ορθόδοξοι, αληθινοί χριστιανοί. Από τούτους ζητώ έναν σε μίαν πολυάριθμον πολιτεία των χριστιανών, και δεν τoν ευρίσκω. Ζητώ χριστιανόν, ζητώ χριστιανόν. Περιπατώ από τόπον σε τόπο για να τoν εύρω. Τον ζητώ στις αγορές μεταξύ των αρχόντων, και βλέπω μίαν υψηλόφρονα υπερηφάνειαν. Δεν τoν ευρίσκω. Τον ζητώ στα παζάρια, μεταξύ των πραγματευτών, και εδώ βλέπω μίαν αχόρταγον φιλαργυρίαν. Δεν τον ευρίσκω. Τον ζητώ στους δρόμους, μέσα στην νεότητα, και εδώ βλέπω μίαν μεγάλην ασωτία. Δεν τον ευρίσκω. Αφήνω την πολιτεία και τoν ζητώ μεταξύ των χωρικών, και εδώ βλέπω του κόσμου τα ψεύματα. Δεν τον ευρίσκω. Περνώ στο μέρος της θαλάσσης, τoν ζητώ μεταξύ των ναυτικών, και εδώ βλέπω τις πλέον φοβερές βλασφημίες. Δεν τoν ευρίσκω. Διαβαίνω στα στρατεύματα, τον ζητώ μεταξύ των στρατιωτικών, και εδώ βλέπω την τελείαν απώλειαν. Δεν τoν ευρίσκω. Εισέρχομαι στις οικίες, τoν ζητώ μεταξύ των γυναικών, και εδώ τι βλέπω; Βλέπω υπανδρευμένες, χωρισμένες από τους άνδρες τους, να χαίρωνται με τους μοιχούς. Βλέπω ανύπανδρες να ζουν με τον μισθόν της πορνείας. Βλέπω τιμημένες να μη φαντάζωνται άλλο παρά στολισμόν και ματαιότητα. Δεν ευρίσκω μίαν χριστιανήν. Ήθελα να ανεβώ και επάνω στα παλάτια των μεγιστάνων και των εξουσιαστών, να ιδώ και εκεί αν υπάρχη κάποιος χριστιανός. Αλλά δεν τολμώ, φοβούμαι. Είναι η κολακεία, που φυλάγει και δεν αφήνει να έμβη η αλήθεια. Όθεν έρχομαι στην Εκκλησίαν, έως μέσα στο Θυσιαστήριον. Εδώ ελπίζω να εύρω τoν χριστιανόν που ζητώ, μεταξύ τόσων Αρχιερέων, ιερέων, τόσων μοναχών, τόσων κληρικών, οι οποίοι αποτελούν το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, τους διαδόχους των Αποστόλων, είναι έμψυχοι εικόνες του Χριστού. Ελπίζω ότι θα εύρω τον χριστιανόν, και μάλιστα έναν άγιον, έναν ασκητήν, έναν θαυματουργόν, έναν διδάσκαλον, έναν Ιωάννην Χρυσόστομον, ή έναν μεγάλον φωστήρα της Εκκλησίας. Ζητώ, εξετάζω, στοχάζομαι, αλλοίμονον όμως, τι βλέπω; Εδώ βλέπω στην έπαρσιν Εωσφόρους, στην φιλαργυρίαν Ιουδαίους, στα σαρκικά Επικούρους, στην αμάθειαν ζώα, στην πονηρίαν δαίμονες. Δεν ευρίσκω ούτε άγιον ούτε ασκητήν ούτε θαυματουργόν ούτε διδάσκαλον. Δεν ευρίσκω τoν χριστιανόν που ζητώ. Μά, πατέρες άγιοι! Αγαπητοί αδελφοί! Αυτό το αγγελικόν σχήμα που φορούμε, αυτά τα μαύρα ρούχα που μας σκεπάζουν, τι είναι; Είναι ενδύματα φαρισαϊκά, τα φορούμεν υποκριτικώς για να παραπλανούμεν τους ανθρώπους; Αυτό το Θείον χαρακτηριστικόν της ιερωσύνης, το οποίον έχουμε, τι είναι; Το έχουμε αντί επιχειρήσεως, για να κερδίσωμε χρήματα; Αλλά αυτά τα άχραντα Μυστήρια, τα οποία ιερουργούμε, τι είναι; Ή δεν τα γνωρίζουμε ή δεν τα πιστεύουμε. Ω μεγάλη εντροπή της πίστεως! Μεγίστη καταδίκη των χριστιανών!

Δεν σας το έλεγα εγώ ότι εκαταντήσαμε στην εσχάτην κακήν κατάσταση, ότι εφθάσαμε στα πόδια της εικόνος, που είναι ένα μέρος από σίδηρον και άλλο μέρος από πηλόν; Δεν σας έλεγα εγώ πως μεταξύ τόσων χριστιανών, ζητώ και δεν ευρίσκω τον αληθινόν χριστιανό; «Πάντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός». Όλοι, ιερωμένοι και λαϊκοί, άρχοντες και πτωχοί, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες, παρεξέκλιναν από την πίστιν, ηχρειώθησαν στην ζωή. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να ζη όπως πιστεύει. Χριστιανοί, το ακούετε και δεν κλαίετε; Και αν δεν θέλετε να κλαύσετε από κατάνυξιν, κλαύσετε τουλάχιστον από εντροπήν.

Όσον για εμένα, βλέπω ότι ο πόνος της καρδίας μου δεν αφήνει την γλώσσα μου να ομιλήση περισσότερον. Σιωπώ και τελειώνω με τούτο μόνον: Χριστιανέ, αν δεν είναι και η ζωή σου καλή και αγία, όπως είναι η πίστις σου αληθινή και αγία, μην ελπίζης να σωθής. Πρέπει να ζης καθώς πιστεύεις, και τότε να ευχαριστής τoν Θεόν για τρία πράγματα: πρώτον, για το ότι είσαι χριστιανός και όχι άπιστος. Δεύτερον, ότι είσαι χριστιανός Ορθόδοξος και όχι αιρετικός, Και τρίτον, ότι είσαι Χριστιανός Ορθόδοξος τόσον κατά την πίστιν, όσον και κατά την ζωή, και όχι μόνον κατά την πίστη. Τότε, έλπιζε να σωθής, να απολαύσης την Βασιλείαν των Ουρανών.

(Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 497 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μαρ 15, 2014 6:13 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Ομιλία εις την Κυριακή Β΄ Νηστειών
March 15, 2014
Εικόνα
Για τον παράλυτο που εθεραπεύτηκε στην Καπερναούμ από τον Κύριο και προς τους ομιλούντας ακαίρως μεταξύ τους κατά τις ιερές συνάξεις στην Εκκλησία

Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού. Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύ­ριον από τέσσαρας δυνάμεις· την αυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.

1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λό­για, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοεί­τε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρα­νών» (Ματθ. 3, 21). Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύ­ριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξου­σία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτη­τη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.

2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυ­τούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συν­ήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν. Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορ­νεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μά­λιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας. Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσε­ως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι [Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυ­ριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας], έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυ­τούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοι­λίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.

3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλλη­λος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρό­νος, έτσι και για την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό, αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών. Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώ­πων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ πε­ρισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως. Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, εί­ναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρ­χουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση; Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.

4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισ­σότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγ­γείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26). Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματ­θαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12). Πραγματι­κά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρα­σμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη. Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκη­σε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).

5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευ­χής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλ­θε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες. «Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς εί­χαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύ­θυνε προς αυτούς τον λόγο. Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθε­λε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).

6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Και όλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι. Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχα­ρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει. Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δι­καιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.

7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην. Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χά­ριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κά­ποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αι­τίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό. Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγα­τέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυ­τών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέ­ρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχο­παθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν πα­ράλυτος στο σώμα. Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμ­πρός στον Κύριο. Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμ­ματα στην πίστι.

8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογι­σμούς του παραλύτου. Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύ­νοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θε­ραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύ­ναμι έχει. Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχω­ρούνται οι αμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της α­μαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.

10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού; Ο δε Κύριος, γνωρί­ζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;». Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλι­στα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι. Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών. Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».

11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άν­θρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9). Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολού­θησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι». Η μεν άφεσις των πταισμά­των με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαί­νει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή. Διότι ο καθένας από τους προσ­κολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενι­κής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυ­χής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνά­μεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησι των προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό. Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επά­νω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρι­σκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήινα. Όταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσ­σερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.

13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθη­καν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11). Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και την θεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμ­βάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.

14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο. Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τού­το, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς. Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλ­μούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια. Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέ­χει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτει­νό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δι­καιοσύνης Χριστού.

15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που ανα­πέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμί­ζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.

16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν; «Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφον­τας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων; Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό κα­θώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;

17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34). Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυ­σιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθι­στώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης. Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώ, θα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβά­ζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).

18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέ­ρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αι­σθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρί-πτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πρα­γματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.

19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 16, 2014 3:38 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Β΄ Νηστειών
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Εικόνα
«Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Ο παράλυτος της ευαγγελικής περικοπής, όπως μάς την αφηγείται ο Ευαγγελιστής Μάρκος, έλαβε από τον Κύριο μια ανεκτίμητη δωρεά, μια ύψιστη ευεργεσία. Ο παράλυτος παρακάλεσε τέσσερεις καλοπροαίρετους ανθρώπους να τον μεταφέρουν κατάκοιτο, όπως ήταν, μπροστά στον Κύριο που δίδασκε, για να ζητήσει με πίστη την θεραπεία του από την ασθένεια που τον βασάνιζε, να παρακαλέσει για την υγεία του σώματός του. Η σωματική υγεία είναι μεγάλο αγαθό, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτερο αγαθό, ανυπολόγιστης αξίας είναι η υγεία της ψυχής, η απαλλαγή από τη φοβερή ασθένεια που λέγεται αμαρτία, από την αβάστακτη κατάθλιψη που δημιουργεί η ενοχή, η οποία έχει πολλές φορές, αντίκτυπο και στην υγεία του σώματος. Και ο παραλυτικός, χάρις στην πίστη του, πήρε από τον Κύριο, όχι μόνο τη θεραπεία του σώματος αλλά και της ψυχής. «Τέκνον, του είπε ο Κύριος με στοργή, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Πολλοί είναι οι άνθρωποι οι οποίοι πόθησαν και λαχτάρησαν αυτή τη θεραπεία, την άφεση των αμαρτιών, την απαλλαγή από την εφιαλτική κατάσταση της ενοχής. Πόσες δεήσεις δεν απηύθυναν, πόσες και πόσες θυσίες δεν πρόσφεραν στους θεούς ή στον Θεό τους, για να πάρουν αυτό το μεγάλο αγαθό. Πίστευαν ότι όσο πλουσιότερες και δαπανηρές είναι οι θυσίες τους, τόσο ευκολότερα θα εκδυσωπούσαν τους θεούς τους για να βρουν έλεος, για να πάρουν την άφεση, την λύτρωση.
Όμως κάποια εσωτερική φωνή τους πληροφορούσε ότι και άλλες τόσες, άπειρες φορές, αν προσέφεραν, δεν θα έπαιρναν την άφεση, δεν θα εκδυσωπούσαν τον Θεό να φανεί ίλεως προς αυτούς. Σωστά, βέβαια, κατέφευγαν στο θείο, γιατί πίστευαν ότι κανένας άνθρωπος, όσο ισχυρός, σοφός και ενάρετος αν ήταν, κανένα δημιούργημα του ουρανού και της γης, όσο μεγάλο κι αν ήταν, δεν είχε την δυνατότητα να συγχωρήσει αμαρτίες. Πανανθρώπινη ήταν η πίστη, ότι «οὐδείς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μή εἷς ὁ Θεός».
Οι Εβραίοι είχαν διδαχθεί από τους προφήτες τους και οι άλλοι άνθρωποι το αισθανόταν σαν μαρτυρία της συνειδήσεώς τους εκείνο, που είχε διακηρύξει ο Θεός. Είχε πεί, με το στόμα του Προφήτη Ησαΐα: «Ἐγώ εἰμι, ἐγώ εἰμι, ὁ ἐξαλείφων τάς ἀνομίας σου ἓνεκεν ἐμοῦ» . Εγώ είμαι, εγώ είμαι ο μόνος, ο οποίος σβήνω τις αμαρτίες σου λόγω της αγαθότητάς μου. Και ο προφήτης Μιχαίας διακήρυσσε σε όλες τις γενεές των ανθρώπων: «Ὁ Θεός ἐπιστρέψει καί ἐλεήσει ἡμᾶς, καταδύσει τάς ἀδικίας ἡμῶν καί ἀπορριφήσονται εἰς τά βάθη τῆς θαλάσσης, πάσας τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» . Θα έλθει σ’ εμάς ο Θεός και θα μάς ελεήσει. Αυτός θα μάς δώσει την άφεση. Θα εξαλείψει και θα καταποντίσει στα απύθμενα βάθη των ωκεανών τις αμαρτίες μας. Και έτσι η ποθούμενη άφεση των αμαρτιών ήταν τότε ένα προσδοκώμενο αγαθό.
Και το ανεκτίμητο αυτό αγαθό έγινε πραγματικότητα όταν ο απειροτέλειος Θεός, ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και πρόσφερε την απείρου αξίας λυτρωτική θυσία, όταν καρφωμένος πάνω στον Σταυρό του μαρτυρίου έχυσε το πάντιμο αίμα του για να αποπλύνει τον ρύπο των αμαρτιών μας, για να μάς δώσει πλήρη και τέλεια άφεση, για να μάς απαλλάξει από το άγχος της ενοχής. Αυτή την αλήθεια προείπαν οι προφήτες ως βέβαιη και ακαταίσχυντη ελπίδα. Αυτή παραδίδει σε όλες τις σελίδες της η Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέλαβε, διδάσκει και θα διδάσκει μέχρι συντελείας των αιώνων η Αγία μας Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος διδάσκει: «Ἀδελφοί, τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διά Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτόν προσήνεγκεν ἂμωμοντῷ Θεῷ, καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἒργων» . Αδελφοί, λέει ο Παύλος, δεν πήρε ποτέ στο παρελθόν κανείς άνθρωπος την συγχώρηση από τις αιματηρές θυσίες των διαφόρων ζώων. Αλλά από εδώ και μετά παίρνομε όλοι οι πιστοί την άφεση με τη θυσία του Χριστού. Διότι μόνο το αίμα του Χριστού, ο οποίος προσέφερε τον εαυτό του θυσία, τον μόνο τελείως καθαρό και αμόλυντο κι από την πιο μικρή αμαρτία, προς τον Θεό. Αυτό ακριβώς το πάντιμο αίμα του θα καθαρίσει την ψυχή σας και θα απαλλάξει την συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας, που οδηγούν στον αιώνιο θάνατο.
Την παλαιότερη εποχή οδηγούσαν με τη βία τα ζώα και τα πρόσφεραν θυσία στους βωμούς, χωρίς αυτά να έχουν καμία επίγνωση και χωρίς καμία αξία ενώπιον του Θεού. Ο ενανθρωπήσας όμως Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκουσίως και με πλήρη επίγνωση πρόσφερε τον εαυτό του θυσία για τη δική μας λύτρωση. Έγινε ο ίδιος θύτης και θύμα. Ήταν ο προσφέρων και ο προσδεχόμενος την θυσία. Μεγάλο μυστήριο αυτό, της λυτρώσεώς μας. Λέει ο Απόστολος Πέτρος: Αγαπητοί, ξέρετε καλά τι πληρώθηκε ως αντάλλαγμα για να απελευθερωθείτε από τον μάταιο αυτό τρόπο ζωής, που κληρονομήσατε από τους προπάτορές σας. Δεν δόθηκε ως αντάλλαγμα κάτι που φθείρεται, όπως το ασήμι ή το χρυσάφι, αλλά το ανεκτίμητο αίμα του Χριστού, ο οποίος θυσιάστηκε σαν άσπιλος και άμωμος αμνός .
Βρισκόμαστε ήδη στην δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τέρμα της θα είναι το πάθος του Κυρίου, η σταυρική θυσία για τη λύτρωσή μας, για την άφεση των αμαρτιών, για την δικαίωση μας ενώπιον του Θεού. Με θερμή και ακλόνητη πίστη, με ευγνώμονα και ευλαβή την καρδιά ας αντικρύσουμε τον Κύριο πάνω στον Σταυρό. Ας του ζητήσουμε με ταπείνωση την άφεση, ώστε να ακούσει ο καθένας μας από το άγιο στόμα του, αυτό που άκουσε ο παράλυτος· «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Αμήν.

Re: Το Κήρυγμα της Κυριακής (και των μεγάλων εορτών)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μαρ 22, 2014 9:02 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Γ΄ Νηστειών
Εικόνα

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ».
Την ερώτηση αυτή απευθύνει ο Κύριος στον καθένα από μας. Μας καλεί να σκεφτούμε, για τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται ψυχή. Μας έχει δώσει διάνοια η οποία ερευνά· λογική που κρίνει και καταλήγει σε συμπεράσματα· καρδιά η οποία πλημμυρίζει από ιερούς πόθους και υψηλές ανατάσεις. Η καθημερινή πείρα μας παρέχει πολύτιμη πείρα για τον κόσμο, για τα προσωρινά αγαθά του, την εφήμερη λαμπρότητά του, την δόξα που παρέρχεται. Λοιπόν, μας ρωτάει ο Κύριος, σκεφθείτε μόνοι σας και απαντήσετε με ειλικρίνεια· «τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ».
Είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να μπορέσουμε να δώσουμε ικανοποιητική απάντηση, γιατί είναι αδύνατον να κατανοήσουμε σε όλο το βάθος και πλάτος, τι είναι η ψυχή, ποια είναι τα ιδιώματά της, ποιος είναι ο προορισμός της και γενικά ποια είναι η αξία της. Είναι πέρα από τις ανθρώπινες και πεπερασμένες δυνάμεις μας να εκτιμήσουμε, να αισθητοποιήσουμε και να συλλάβουμε στην πληρότητά του αυτό τον μεγάλο θησαυρό που ονομάζεται ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν και θα περάσουν από τη γη, πίστευαν, πιστεύουν και θα πιστεύουν στην ύπαρξη της αθάνατης ψυχής, όσο κι αν η ζωή της αμαρτίας έρχεται να αλλοιώσει την πίστη αυτή, όσο κι αν κάποιοι δήθεν επιστήμονες προσπαθούν να καταρρίψουν την αλήθεια αυτή.
Μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας με τη δύναμη της φωτεινής τους διάνοιας και την έμπνευση του Θεού φιλοσόφησαν, διατύπωσαν υψηλές και θαυμάσιες ιδέες για την αξία και την αθανασία της ψυχής. Η ψυχή έλεγαν είναι ουσία άυλη, άφθαρτη, θεία, έχει θεία ζωή, είναι συγγενής με τον αιώνιο Θεό· είναι πνεύμα Θεού και μετέχει στην θεότητα. Αυτή είναι που δίνει ζωή και αξία στον άνθρωπο.
Όσο όμως αυτοί κι αν μελέτησαν το μεγάλο αυτό θέμα της ψυχής, δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην καθαρότητα, την σαφήνεια και την πλούσια γνώση που μάς παρέχει η Αγία Γραφή σχετικά με την ψυχή του ανθρώπου. Αναρίθμητα είναι τα αγιογραφικά χωρία στα οποία το Πνεύμα του Θεού μιλάει για το πνεύμα του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος δίδαξε πολλές φορές για την ψυχή, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αξία της, όχι μόνο σε σύγκριση με το σώμα αλλά με όλο τον κόσμο. Τίποτε από όσα υπάρχουν στον ορατό και αόρατο κόσμο δεν μπορούν να εξαγοράσουν ούτε μία ψυχή. Ο κόσμος είναι υλικός και υπόκειται στην φθορά. Η ψυχή όμως είναι εικόνα και ομοίωμα του Θεού, είναι πνεύμα και θα ζεις στους αιώνες των αιώνων.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας φωτισμένοι από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα είπαν και έγραψαν πολλά για την ψυχή και την αξία της. Η ψυχή, είπαν, είναι εικόνα του Θεού. Έχει προικισθεί με την δυνατότητα να προχωρήσει στο «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ώστε ο άνθρωπος να γίνει θεός κατά χάριν. Η ψυχή είναι που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δημιουργού και Πατέρα της, την αφθαρσία, την ελευθερία της βούλησης, την δύναμη της κυριαρχίας πάνω στην άλογη και άψυχη φύση, το φως του λογικού και της γνώσης. Η ψυχή όταν είναι στολισμένη με τις αρετές, την αγάπη, την καλοσύνη, την αγιότητα, την αγαθότητα, την δικαιοσύνη, τότε ακριβώς αναδεικνύει τον άνθρωπο όμοιο με τον Θεό.
Και ρωτάει ο Κύριος· λοιπόν αφού είναι τόσο απεριόριστη και ασύλληπτη η αξία της ψυχής, τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος ως αντάλλαγμα για να εξαγοράσει την ψυχή του από την αιώνια απώλεια, να την λυτρώσει από το βάρος της ενοχής και της αιώνιας καταδίκης;
Οι άνθρωποι πάντοτε αισθανόταν και αισθάνονται ένοχο τον εαυτό τους ενώπιον του Θεού. Κάποια εσωτερική φωνή τους πληροφορούσε ότι θα χάσουν την ψυχή τους εξαιτίας των αμαρτιών τους. Αισθανόταν τον πόθο να εξαγοράσουν την ψυχή τους και να την σώσουν από την αιώνια καταδίκη. Νόμιζαν πως μπορούσαν να προσφέρουν λύτρο και αντάλλαγμα αιματηρές θυσίες, πολλές και μεγάλες σε αξία. Νόμιζαν ότι όσο πολυτιμότερη είναι η προσφερομένη θυσία, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η ελπίδα τους να γίνει δεκτό το αντάλλαγμα αυτό για την ψυχή τους. Έφθασαν μέχρι του σημείου, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, να προσφέρουν θυσία τα ίδια τα παιδιά τους. Ολόκληρη η γη είχε ζυμωθεί με τα αίματα των θυσιών.
Αλλά παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι δεν έμειναν ικανοποιημένοι και αναπαυμένοι. Κάτι εσωτερικά τους έλεγε ότι με τίποτε δεν εξαγοράζεται η ψυχή τους. Δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα για την ψυχή πάνω στη γη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ίσως να τους ερχόταν στον νου, κάπως διαφορετική βέβαια η ερώτηση· «Τί δώσει ἂνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ». Και ύψωναν ικευτικά τα βλέμματά τους στον ουρανό περιμένοντας από τον Θεό να τους υποδείξει το πραγματικό και άξιο αντάλλαγμα της ψυχής.
Και ο πανάγαθος Θεός το έστειλε· «ὃτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», στον κατάλληλο καιρό. Κι αυτό ήταν και είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος έλαβε ανθρώπινη σάρκα για να σώσει τον άνθρωπο. Και το μεγάλο αυτό γεγονός το προανήγγειλαν οι Προφήτες, το είπε ο Άγγελος στον Ιωσήφ, ότι ο Υιός της Παρθένου, ο Χριστός, «σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ο ίδιος ο Κύριος το διακήρυξε ότι ήρθε στον κόσμο όχι για να ζητήσει υπηρεσίες αλλά για να προσφέρει ο ίδιος υπηρεσίες και να θυσιάσει την ζωή του λύτρο και αντάλλαγμα για τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων. Λέει ο Απόστολος Παύλος· «τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαριεῖ τήν συνείδησιν ἡμῶν ἀπό νεκρῶν ἒργων» της αμαρτίας . Και αυτό το λύτρο, την απείρου αξίας θυσία του την πρόσφερε για κάθε μια ψυχή «καί ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός ἐπί τῇ σῇ γνώσει, δι’ ὃν Χριστός ἀπέθανεν» . Ο Απόστολος Πέτρος λέει· «Ἐλυτρώθητε τιμίῳ αἳματι…Χριστοῦ» . Αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι δηλαδή ο Θεός έγινε άνθρωπος και έδωσε το πάντιμο αίμα του θυσία για μας, βροντοφωνεί πόσο αφάνταστα μεγάλη και ανεκτίμητη είναι η αξία της ψυχής μας.
Σήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την οποία η Εκκλησία μας υψώνει και προβάλλει τον αιματωμένο τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου μας, για να μάς υπενθυμίσει το μεγάλο αντάλλαγμα που δόθηκε ως λύτρο για την ψυχή μας και άρα την ανεκτίμητη αξία της ψυχής μας. Αμήν.