ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ
* * *
Από το αντιεξελικτικό βιβλίο ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ
του
Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Φυσικού
ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ
Τό βασικό χωρίο πάνω στό ὁποῖο στηριζόμασθε γιά τήν πίστι ὅτι τά πάντα ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι ἡ φράσι τῆς Σολομονῆς, μητέρας τῶν ἑπτά Μακκαβαίων παίδων: «ἀξιῶ σε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τά ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτά ὁ Θεός καί τό τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται»(Β´ Μακ 7, 28). Καί, βέβαια, ἡ πίστι αὐτή στηρίζεται στό 1ο Κεφάλαιο τῆς Γενέσεως (στίχ. 1), ὅπου ἐκεῖ δέν ἀναφέρεται προϋπάρχουσα ὕλη γιά τήν ἔναρξι τῆς δημιουργίας.
Γιά τήν ἐκ τοῦ μηδενός δημιουργία γράφει ὁ ἀείμνηστος Ν. Σωτηρόπουλος:
«Ἡ πρώτη ἔνστασι εἶναι αὐτή: πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἐκ τοῦ μηδενός; Ἐκ τοῦ μηδενός μηδέν παράγεται. De nihilo nihil est. Τοῦτο ἀποτελεῖ λογικό ἀξίωμα.
Ἀπαντοῦμε στήν ἔνστασι. Ἐμεῖς δέν λέμε ἁπλῶς ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀλλά λέμε· ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τό Θεό. Μέ τήν τελευταία φράσι, στήν ὁποία κεῖται ἡ ἔμφασι, τίθεται ἡ δημιουργική αἰτία τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δηλαδή δέν ἔγινε ἐκ τοῦ μηδενός ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, πρᾶγμα ὄντως ἀκατανόητο καί ἀπαράδεκτο, ἀλλά ἔχει τήν αἰτία του. Αἰτία δέ εἶναι ἡ δύναμι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, “τοῦ καλοῦντος τά μή ὄντα ὡς ὄντα” κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρμ 4, 17). Ὁ ἄνθρωπος, βεβαίως, ὁ ὁποῖος τά δικά του ἔργα τά κατασκευάζει ἀπό τήν ὑπάρχουσα ὕλη, δέν μπορεῖ νά καταλάβη πῶς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό μή προϋπάρχουσα ὕλη. Ἀλλά τό ἀκατάληπτο δέν ταυτίζεται μέ τό ἀκατανόητο, δηλαδή τό παράλογο. Ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς δημιουργίας. Ναί! Δέν ἀγνοοῦμε ὅμως τό γεγονός τῆς δημιουργίας. Ἀγνοοῦμε το πῶς ἔγινε ὁ κόσμος. Δέν ἀγνοοῦμε ὅμως τό ὅτι ἔγινε… Ὁ κόσμος δέν ὑπῆρχε αἰωνίως, καί ἄρα ἔγινε, δημιουργήθηκε. Ὁ πιστός ἄνθρωπος, τύπου Ἀβραάμ καί Παύλου ἐν προκειμένῳ, ἐπαναπαύεται στό γεγονός καί δέν πολυπραγμονεῖ τόν τρόπο. Εἶναι δέ αὐτό τελειότητα πνεύματος. Ἀλλά οἱ πολλοί, ἐνῶ ἔχουν τό γεγονός καί μποροῦν νά ἐπαναπαυθοῦν σ᾽ αὐτό, λόγῳ ἀτελείας τοῦ πνεύματός τους νικῶνται ἀπό τόν πειρασμό τῆς περιέργειας, πολυπραγμονοῦν τόν τρόπο, καί ἀδικαιολόγητα κλονίζονται ὡς πρός τό γεγονός. Ὧδε τό μυστήριο τῆς ἀπιστίας! Ἀπό αὐτό συνάγεται καί ἡ ἀξία τῆς πίστεως.
Γιά τά ἀτελῆ ἐκεῖνα πνεύματα τά ὁποῖα ἐνδίδουν στόν πειρασμό καί δεινῶς προσβάλλονται ἀπό τούς ἀμφίβολους λογισμούς, θά ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα τά ὁποῖα, γιά νά μιλήσουμε ἔτσι, θά ἐπιδράσουν κατευναστικῶς στήν “ἐν κρανίῳ τρικυμία”.
Τό δόγμα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι δυσπαράδεκτο στόν ὀρθολογιστή, ἐπειδή φαινόμενο δημιουργίας κάποιου ὑλικοῦ πράγματος ἐκ τοῦ μηδενός δέν παρατηρεῖται στόν κόσμο. Ἀλλά ἄν ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ κόσμος δέν παρατηρεῖται πλέον φαινόμενο δημιουργίας, παρατηρεῖται ὅμως ἕνα ἄλλο φαινόμενο, τό ὁποῖο ἐπίσης θά ἀρνιόταν ὁ ὀρθολογιστής σάν ἀδύνατο, ἄν δέν τό ἔβλεπε νά συμβαίνη πράγματι στόν κόσμο. Ποιό εἶναι τό φαινόμενο; Εἶναι τό χημικό φαινόμενο. Πρᾶγμα παράδοξο συμβαίνει κατ᾽ αὐτό. Ἡ φύσι τῶν διαφόρων σωμάτων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μεταβάλλεται ριζικῶς. Ἔτσι, π.χ. τό ξύλο καίγεται, καί μετά τήν καῦσι ἀπομένει κάποια ποσότητα στάκτης ἀπό τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νά πάρουμε ἐκ νέου ξύλο. Τό γλεῦκος μετατρέπεται σέ κρασί, καί τό κρασί σέ ξύδι. Τό χόρτο ὅταν τρώγεται ἀπό τό πρόβατο μετατρέπεται σέ γάλα καί τό γάλα ὅταν πίνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο μεταβάλλεται σέ αἷμα. Τό ὑδρογόνο ἑνώνεται μέ τό ὀξυγόνο καί δίνει νερό. Καί αὐτά μέν πραγματικῶς...»(περ. Στ, Ἰα ᾽69, 6).
° Ἀναφέρει στή συνέχεια: «Καί ἤδη ρωτᾶμε: Δέν εἶναι αὐτά μυστήρια καί ἀκατάληπτα; Δέν εἶναι μιά χημική ἕνωσι ἀκατάληπτη μέ τή λογική; Μέ τή λογική, τήν ἕνωσι σωμάτων μπορῶ νά τήν ἐννοήσω ὡς ἁπλή παράθεσι ἤ ἄθροισι ἤ ἀνάμειξί τους. Τίποτε περισσότερο. Ἀλλά νά, τώρα, κατά τή στιγμή τῆς χημικῆς ἑνώσεως, τά σώματα ὑφίστανται ἀκαριαίως ριζική μεταβολή τῆς φύσεώς τους, ὥστε παύουν νά εἶναι ὅποια ἦταν καί γίνονται ὅποια δέν ἦταν. Ξαφνικά μέ ἀπότομο ἅλμα μεταβαίνουν σέ κάτι νέο, ἐντελῶς διαφορετικό. Τό νέο σῶμα ἔχει ἰδιότητες ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό αὐτές τίς ὁποῖες εἶχαν τά σώματα πού ἑνώθηκαν. Κάποια δημιουργία συντελεῖται κι ἐδῶ. Δέν δημιουργεῖται νέα ὕλη. Δημιουργοῦνται, ὅμως, νέες ἰδιότητες. Ἰδιότητες δηλαδή οἱ ὁποῖες δέν ὑπῆρχαν στά ἑνωθέντα σώματα. Ὄντως κατά τή στιγμή τῆς χημικῆς ἑνώσεως, κατά τό ἀκαριαῖο ἐκεῖνο ἅλμα τῶν στοιχείων, θαῦμα συντελεῖται, τό ὁποῖο, ἄν δέν τό βλέπαμε στήν πραγματικότητα δέν θά τό προβλέπαμε ποτέ, κι ἄν κάποιος μᾶς τό ἔλεγε οὐδέποτε θά ἤμασταν διατεθειμένοι νά πιστέψουμε.
Συνοψίζοντας λέμε· Στόν κόσμο δημιουργία ὕλης δέν παρατηρεῖται. Παρατηρεῖται ὅμως μεταβολή τῆς ὕλης, μεταβολή ἐν προκειμένῳ ὄχι ἐξωτερική ἀλλά ἐσωτερική, οὐσιώδης. Στόν κόσμο μετάβασι ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι ἑνός ὑλικοῦ πράγματος δέν παρατηρεῖται. Παρατηρεῖται ὅμως μετάβασι ἀπό ἕνα στοιχεῖο σέ ἄλλο. Τό πρῶτο θαῦμα, ἡ δημιουργία τῆς ὕλης, εἶναι βεβαίως μεγαλύτερο. Τό δεύτερο θαῦμα, ἡ μεταβολή της ὕλης, εἶναι μικρότερο. Ἀλλά τά δύο θαύματα εἶναι ὅμοια. Ἡ μεταβολή ὄχι μόνο φαίνεται καί αὐτή λογικά ἀδύνατη, ἀλλά ἐπειδή ὁδηγεῖ σέ κάτι νέο, εἶναι καί αὐτή, κατά κάποια ἔννοια, δημιουργία. Ἡ μεταβολή τῆς ὕλης εἶναι θαῦμα πού βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μερικές βαθμῖδες πιό χαμηλά ἀπό τό θαῦμα τῆς δημιουργίας. Σάν τέτοια ὑποβοηθεῖ σοβαρά τήν πίστι στό δόγμα τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου»(περ. Στ, Ἰα ᾽69, 7)
° Καί καταλήγει: «Ἡ ὕλη μεταβάλλεται σέ ἐνέργεια! Τοῦτο δέν ἦταν δυνατό νά τό φαντασθῆ ποτέ ὁ ἄνθρωπος. Γιατί; Διότι ἡ μεταβολή τῆς ὕλης σέ ἐνέργεια σημαίνει μεταβολή τοῦ ἁπτοῦ στό μή ἁπτό, τοῦ ὁρατοῦ στό μή ὁρατό, τοῦ φαινομένου στό μή φαινόμενο. Τέτοια δέ μεταβολή εἶναι ἀκατάληπτη ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Πῶς πράγματι θά μποροῦσα ποτέ νά ἐννοήσω ἤ νά φαντασθῶ, ὅτι ἕνα ἁπτό ἀντικείμενο μεταβάλλεται σέ μή ἁπτό, ἕνα ὁρατό σέ ἀόρατο, ἕνα φαινόμενο σέ μή φαινόμενο; Κι ὅμως, ἡ μεταβολή αὐτή συμβαίνει. Ἡ δέ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅτι ὑπό συνθῆκες ἐξαιρετικές εἶναι δυνατή καί ἡ ἀντίθετη μεταβολή. Μπορεῖ δηλαδή καί ἡ ἐνέργεια νά μεταβληθῆ σέ ὕλη! Μπορεῖ τό μή ἁπτό νά γίνη ἁπτό, τό μή ὁρώμενο νά γίνη ὁρατό, τό μή φαινόμενο νά γίνη φαινόμενο.
Ἡ ὁρατή πέτρα μπορεῖ νά μεταβληθῆ σέ ἀόρατη δύναμι, καί ἡ ἀόρατη δύναμι μπορεῖ νά μεταβληθῆ σέ ὁρατή πέτρα!
Τό θαῦμα τοῦτο, ἰδιαίτερα κατά τή δεύτερη ἔννοιά του, ἐκείνη τῆς προελεύσεως ἁπτῆς καί ὁρατῆς καί φαινόμενης ὕλης ἀπό μή ἁπτή καί μή ὁρατή καί μή φαινόμενη δύναμι, τό θαῦμα αὐτό ἀνακαλεῖ στή μνήμη τό θεόπνευστο στῖχο στή Ἑβρ. 11, 3· “Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τά βλεπόμενα γεγονέναι”. Πίστι ἀπαιτεῖται γιά νά πιστέψουμε ὅτι τά “βλεπόμενα” ἔγιναν ἀπό “μή φαινόμενα”. Πίστι, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ ὁρατοῦ καί ἀοράτου. Διότι τοῦτο παρουσιάζεται ὡς ἡ μεγαλύτερη δυσκολία στήν ἀνθρώπινη λογική, ὁ τρόπος τῆς μεταβάσεως ἀπό τό ἀόρατο στό ὁρατό. Ἀλλά νά, ἡ Ἐπιστήμη διαπιστώνει σήμερα τό θαῦμα τῆς μεταβάσεως ἀπό τή “μή φαινόμενη” δύναμι στή “βλεπόμενη” ὕλη. Τό θαῦμα τοῦτο εἶναι, βεβαίως, μικρότερο τοῦ θαύματος τῆς δημιουργίας. Διότι στό θαῦμα τοῦτο, τό “μή φαινόμενο” εἶναι δύναμι, ἡ ὁποία ἔχει πραγματική ὑπόστασι, ἐνῶ στό θαῦμα τῆς δημιουργίας τά “μή φαινόμενα” τοῦ παραπάνω Γραφικοῦ χωρίου, ἀπό τά ὁποῖα προῆλθαν τά διάφορα δημιουργήματα, ἦταν τά ἀνύπαρκτα, τά μή ὄντα, τό ἀπόλυτο μηδέν. Ἀλλ᾽ ὡς πρός τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι μεσολάβησε θεία δύναμι. Ἀγνοοῦμε τή φύσι τῆς θείας δυνάμεως καί γι᾽ αὐτό δυσκολευόμασθε νά καταλάβουμε πῶς ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρός τούς Ἰουδαίους· “Πλανᾶσθε μή εἰδότες τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ”(Μθ 22, 29).
Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται ὡς πρός τά φυσικά πράγματα, ἐπειδή δέν γνωρίζει τίς φυσικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζει τή βαθύτερη φύσι τους, τό μυστηριώδη τρόπο μέ τόν ὁποῖο δροῦν, καί τό μέγιστο σημεῖο μέχρι τό ὁποῖο μποροῦν νά ἐπεκταθοῦν τά ἀποτελέσματά τους. Ἀπ᾽ αὐτό προέρχεται καί ἡ μνημονευθεῖσα πλάνη τῶν παλαιοτέρων γιά τήν ἀφθαρσία τῆς ὕλης, βεβαίως μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία ἐκλάμβαναν τήν ἀφθαρσία τῆς ὕλης ἐκεῖνοι. Ἀλλά ἄν ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές πλανᾶται ἐπειδή δέν γνωρίζει τίς δυνατότητες τῶν φυσικῶν δυνάμεων, πῶς θέλει νά κατανοήση τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἐφόσον ἀγνοεῖ τή φύσι καί τίς δυνατότητες τῆς ἴδιας τῆς δυνάμεως τοῦ ὑψίστου Ὄντος; Ἡ δύναμι μπορεῖ. Καί ἄν οἱ φυσικές δυνάμεις μποροῦν πράγματα καταπληκτικά καί ἀκατάληπτα, γιατί ἡ θεία δύναμι δέν θά μποροῦσε πράγματα ἀκόμη μεγαλύτερα;»(περ. Στ, Φ ᾽69, 24).
*Οι υποσημειώσεις (βιβλιογραφία) βρίσκονται στο βιβλίο
Από τό βιβλίο:
Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Φυσικού
ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΕΤΩ ΤΗ ΒΙΒΛΟ
Μωσῆς ἤ μωσαϊκό (Bruce Bickel & Stan Jantz).
Περί Ἐξελίξεως 1
ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Σταμάτα 2014
Πηγή:
God and Science - Orthodoxy / Θεός και Επιστήμη - Ορθοδοξία