Σελίδα 31 από 72

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιουν 23, 2013 9:17 am
από ΦΩΤΗΣ
Οι άγιοι Ρηγίνος και Ορέστης
(20 Αυγούστου)


Εικόνα

Εικόνα

Είναι κοινή διαπίστωση πως η εποχή μας είναι εποχή θρησκευτικής αποστασίας και ηθικής καταπτώσεως.
Ένα πνεύμα αχόρταστης υλοφροσύνης και ευδαιμονισμού φυσά παντού. Κι ένας άνεμος αναίσχυντης σαρκολατρίας απειλεί με την πνοή του να παρασύρει κάθε πνευματική άξια και να μην αφήσει τίποτα όρθιο. Μπροστά στην πλημμυρά αυτή του κακού το καθήκον των χριστιανών να δίδουν κάθε μέρα «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» προβάλλει συνεχώς πιο έντονο και επιτακτικό.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι πιστοί καλούνται να διακηρύττουν τόσο με τα λόγια, όσο και με τα έργα και την όλη τους ζωή την πίστη και την προσήλωση τους στον Αναστημένο Ιησού.

Η σύσταση του Αποστόλου «έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος» (Α' Πετρ. γ', 15) αποκτά στις ημέρες μας ιδιαίτερη σημασία. Αυτόν τον καιρό που η Εκκλησία αντιμετωπίζει μια περίοδο ακήρυκτου, μα και οργανωμένου διωγμού «ο πιστός, λέει ένας σύγχρονος στοχαστής, είναι ένας αθλητής της πίστεως. Πίστεως που πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να την ομολογήσει, να τη βεβαιώσει, που μπορεί κάθε στιγμή να του δώσει την ευκαιρία να σταυρωθεί γι' αυτήν, να γίνει άξιος μιμητής του Χριστού».

Τα λόγια τούτα έζησαν σαν πραγματικότητα μυριάδες χριστιανοί σε διάφορους καιρούς. Ένδεκα εκατομμύρια μονάχα στα τριακόσια πρώτα χρόνια χριστιανικής ζωής υπέγραψαν με το αίμα τους τη διακήρυξη της πίστεως τους. Από τότε ως σήμερα αναρίθμητες άλλες φάλαγγες πιστών Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων, Ποιμένων, Διδασκάλων και Ομολογητών έδωκαν «την μαρτυρία Ιησού Χριστού» με τον βίο και τη θυσία τους.

Ανάμεσα σ' όλους αυτούς ξεχωριστή θέση στις καρδιές πολλών κατοίκων της Ελληνικής Κύπρου κατέχουν και οι δύο μεγαλομάρτυρες άγιοι Ρηγίνος και Ορέστης, που τη μνήμη τους η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 20 Αυγούστου.

Η ζωή τους, ζωή βαθιάς πίστεως στον Χριστό, αλλά και χριστιανικής παρρησίας και θάρρους και ομολογίας, αποτελεί ένα υπέροχο παράδειγμα «μαρτυρίας Ιησού».
Κι η μαρτυρία αυτή πολλά μπορεί να προσφέρει και στον σύγχρονο χριστιανό, που θέλει όχι μόνο να λέγεται, μα και να 'ναι πραγματικά ορθόδοξος.

Για να πάρουμε απ' την αρχή τη ζωή τους πρέπει να πάμε στη Χαλκηδόνα, την όμορφη πόλη, που βρίσκεται στην άκρη της Ασιατικής ακτής του Βοσπόρου και κοντά στην Προποντίδα.
Εκεί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι Μάρτυρες.
Στον Χριστό οδηγήθηκαν από την παιδική τους ηλικία. Και τον αγάπησαν. Και του έδωκαν την καρδιά τους.

Νέοι κατετάγησαν κι οι δύο στον στρατό, στο τάγμα των τηρώνων δηλαδή των νεοσύλλεκτων, και πολύ νωρίς διακρίθηκαν.
Σ' αυτό πολύ συνέβαλε το παράστημα κι η εξυπνάδα τους με τη φυσική ευγένεια και την αρετή τους. Όμως εκείνο που πιο πολύ τους διέκρινε ήταν η χριστιανική τους ιδιότητα. Με τη σκέψη αγνή και καθάρια, τη θέληση δυνατή, την πίστη στην ψυχή ως σύνθημα ζωής, περιφρονούσαν τα πάντα κι αγωνιζόντουσαν σκληρά, για να πετύχουν το ένα και μόνο: Να ζήσουν και βασιλεύσουν με τον Χριστό.

Στην αρχή φροντίζουν να μείνουν άγνωστοι σαν χριστιανοί στο περιβάλλον τους. Τα λόγια κι εδώ του Κυρίου «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. ι', 16) κατευθύνουν τις σκέψεις τους και καθορίζουν τον τρόπο της ζωής τους.

Ο Ρηγίνος που πρωτύτερα έφερε το όνομα Βονομίλης, φρόντισε από πολύ νωρίς να απαλλαγεί από όλα εκείνα τα λεγόμενα αγαθά, που τις περισσότερες φορές σκλαβώνουν και σώμα και ψυχή και κάνουν τον άνθρωπο ένα ταπεινό αχθοφόρο της ύλης και της ευδαιμονιστικής ζωής. Την περιουσία που του άφηκαν οι ευκατάστατοι γονείς του την διαθέτει σιγά-σιγά όχι για να χαρεί ο ίδιος τα νιάτα του, όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα για όσους σκορπάνε την πατρική περιουσία μέσα στα ποικιλώνυμα άντρα της αμαρτίας. Αλλά για να βοηθήσει, να ξεκουράσει, να παρηγορήσει, να θρέψει πτωχούς και ορφανά και ν' απαλύνει τον πόνο της φτώχειας και της ανέχειας. Ο ίδιος ζει με κάθε λιτότητα και στέρηση.

Για να καθυποτάξει τη σάρκα και να δυναμώσει τη θέληση του, ώστε ν' αντιμετωπίζει με θάρρος και παρρησία τους πολυποίκιλους πειρασμούς της νεανικής ηλικίας υποβάλλει τον εαυτό του συχνά σε αυστηρές νηστείες και άλλες σκληρές ασκήσεις. με τον τρόπο τούτο κατορθώνει να χαλιναγωγεί τους πόθους του και να συγκρατεί ζηλότυπα τις ορμές του. Ένα μόνο δεν φροντίζει να περιορίσει.

Την αγάπη του για τον Χριστό. Αυτός είναι η δύναμη του. Αυτός κι η καύχηση του. Κι η διδασκαλία του το πάθος του μα και το όπλο του. Το όπλο με το οποίο αγωνίζεται να αντισταθεί στις δόλιες και πονηρές μεθόδους και παγίδες του διαβόλου και να κρημνίσει της αμαρτίας τα κάστρα. Γνωρίζει καλά ο πιστός του Κυρίου μαθητής πως ο αγώνας που έχουμε αναλάβει οι χριστιανοί «ουκ έστι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ', 12). Ναι! η πάλη δηλαδή του κάθε χριστιανού δεν είναι πάλη «ενάντια σε ανθρώπους με αίμα και σάρκα, αλλά πάλη ενάντια προς τις πονηρές αρχές και εξουσίες. Είναι πάλη ενάντια στα πλήθη των πονηρών πνευμάτων ενάντια στους καταχθόνιους κοσμοκράτορες, που κυριαρχούν επάνω σε ανθρώπους που βρίσκονται στο βαθύ σκοτάδι του αμαρτωλού τούτου αιώνα.

Η πάλη μας διεξάγεται ενάντια στα πνευματικά αυτά πονηρά όντα και γίνεται για χάρη της κληρονομιάς της βασιλείας των ουρανών». Γι' αυτή τη βασιλεία αγωνίζεται κι ο Ρηγίνος κι είναι έτοιμος τα πάντα να θυσιάσει για την απόκτηση της.
Όσο όμως κι αν ο αθλητής μας φροντίζει να ζει τη χριστιανική ζωή μυστικά κι αθόρυβα, δεν το κατορθώνει. Το φως του ήλιου δεν μπορεί ν' αποκρύβει. Κι η πόλη που είναι κτισμένη στην κορυφή κάποιου βουνού δεν είναι δυνατόν να σκεπαστεί και να πάψει να φαίνεται. Έτσι κι η αρετή. Δεν μπορεί ν' αποκρύβει από τα μάτια του κόσμου, όσο κι αν προσέξει ένας. Διακρίνεται στο πρόσωπο, στα λόγια, στο ντύσιμο, στο περπάτημα.

Αυτό έγινε και με τον στρατιώτη του Χριστού, τον γενναίο Ρηγίνο. Κάποιοι που τον φθονούσαν, τον παρακολούθησαν και τον κατήγγειλαν στον ηγεμόνα, που λεγόταν Περσεντίνος ο στρατηλάτης. Κι αυτός διέταξε αμέσως να φέρουν μπροστά του το παλικάρι. Η εμφάνιση του νέου κι η κορμοστασιά του έκαμαν ιδιαίτερη εντύπωση στον ηγεμόνα.
- Ποιος είναι αυτός, ρώτησε τους παρεστώτες με κάποια προσπάθεια να αποκρύψει τον θαυμασμό του.
- Ο Βονομίλης, που ερμηνεύεται Ρηγίνος, απήντησαν εκείνοι. Βονομίλης ο αποστάτης. Γιατί έπαψε να σέβεται τους θεούς μας.
- Κάτι μου λένε οι συστρατιώτες σου, είπε απευθυνόμενος στον νέο. σε κατηγορούν ότι έπαψες πια να λατρεύεις τους μεγάλους θεούς μας και να προσφέρεις σ' αυτούς θυσίες. Δυσκολεύομαι να πιστέψω μια τέτοια κατηγορία. Ένα παλικάρι σαν και σένα δεν μπορεί να πέσει σ' ένα τέτοιο λάθος. Έλα, λοιπόν, Ρηγίνε. Έλα να θυσιάσεις στους θεούς μας. Να δείξεις σ' αυτούς τον σεβασμό σου και να διαψεύσεις τους κατηγόρους σου.

Στην πρόσκληση του ηγεμόνα ο πιστός νέος έσπευσε να δώσει την απάντηση του:
- Άρχοντα μου! Πιστεύω μ' όλη μου την ψυχή στον Θεό μου. Και προσφέρω σ' Αυτόν καθημερινά «θυσίαν αινέσεως». Είναι ο Θεός μας που «εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς». Ο Θεός τον οποίον πιστεύω δεν μοιάζει με τους δικούς σας. Δεν κατοικεί μέσα σε ναούς, που κατασκευάστηκαν από ανθρώπινα χέρια. Ούτε και υπηρετείται από ανθρώπους ή έχει ανάγκη από τα δώρα τους. Αυτός είναι που δίδει σε όλους τη ζωή, την αναπνοή κι ό,τι χρειάζεται για να ζήσουν. Ο Θεός αυτός είναι ένας, δημιουργός και προνοητής του κόσμου. Δεν μοιάζει με αγάλματα από χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα. Ο Δημιουργός Θεός είναι πιο πάνω από τα έργα του. Πιο πάνω από τον άνθρωπο και από τα ανθρώπινα έργα, τα αγάλματα.

Στα λόγια αυτά του παλικαριού ο στρατηλάτης Περσεντίνος, που με δυσκολία συγκρατούσε τον θυμό του, προσπάθησε ξανά να μεταπείσει τον νέο με κολακείες και υποσχέσεις, αλλά και απειλές.
Ο φλογερός όμως στρατιώτης του Χριστού και τούτη τη φορά έμεινε σταθερός κι ακλόνητος στην πίστη του και τις αρχές του. Και πρόσθεσε στο τέλος και τούτα τα λόγια:
- Άκου, άρχοντα μου, ακόμη μια φορά αυτό που θα σου πω. Σε υπηρετήσαμε και σε υπηρετούμε στον κόσμο ετούτο με κάθε ειλικρίνεια και τιμιότητα κι αυτοθυσία. Και το ξέρεις. Το να αρνηθούμε όμως τον αληθινό Θεό μας και να προσκυνήσουμε τις πέτρες και τα ξύλα που ονομάζετε σεις θεούς, δεν θα το κάνουμε ποτές! Δεν θα σε ακούσουμε, όσο και να μας παιδέψεις, κι όσο και να μας βασανίσεις!

Οι τελευταίες λέξεις του Μάρτυρα καλύφτηκαν από τις άγριες φωνές του ηγεμόνα, που έδινε την εντολή ν' αρχίσουν τα βασανιστήρια, για να υποχρεωθεί ο Άγιος να αρνηθεί την πίστη του τη χριστιανική. Και μια κι ο Ομολογητής ήταν στρατιωτικός η πρώτη εντολή ήταν να του αφαιρεθεί η στρατιωτική στολή και να τον ρίξουν χαμαί στη γη και ν' αρχίσουν να τον κτυπούν.
Εννέα στρατιώτες άρπαξαν τα μαστίγια τους και με μανία ασυγκράτητη άρχισαν να μαστιγώνουν τον Μάρτυρα μέχρι που κουράστηκαν. Η γη κοκκίνισε από το άλικο αίμα, ενώ ο Άγιος δόξαζε τον Θεό, που τον αξίωσε να υποφέρει για χάρη Του.

Την πρώτη προσταγή ακολούθησε δεύτερη πιο σκληρή και πιο οδυνηρή. Οι δήμιοι έφεραν εκεί μπροστά μια τάβλα σιδερένια, κάτω από την οποία άναψαν ξύλα πολλά μέχρι που το σίδερο κοκκίνισε. Πάνω στα πυρωμένα εκείνα σίδερα οι δήμιοι άπλωσαν τον Μάρτυρα γυμνό. Τα μάτια όλων με αγωνία κοιτούσαν το ματωμένο κορμί που γυμνό ρίχτηκε στα καυτά σίδερα. την αγωνία ακολούθησε σε λίγο η έκπληξη. Και τούτη ο θαυμασμός. Το περιστατικό με τους τρεις Παίδες στην «κάμινον του πυρός την καιομένην» επαναλήφθηκε ξανά. Η πυρωμένη τάβλα μόλις δέχθηκε πάνω της του Μάρτυρα το κορμί κρύωσε. Η φλόγα της σκορπίστηκε. Κι ο Άγιος έμεινε όλως διόλου ανεπηρέαστος κι άτρωτος. Τα πλήθη που παρακολουθούσαν με συγκρατημένη την αναπνοή τα γενόμενα, ξέσπασαν σε σιγανές και δειλές επευφημίες. Κατάπληκτος κι ο άρχοντας, για ν' αποφύγει άλλον εξευτελισμό, διέταξε να ρίξουν τον θαρραλέο κι άτρομο Ομολογητή στη φυλακή, για να συνέλθει.
Ένα υγρό και παγερό δωμάτιο της σκοτεινής φυλακής δέχτηκε τον Μάρτυρα.

Εκεί τον άφησαν να περάσει τη νύκτα. Ο Άγιος αφού προσευχήθηκε θερμά κι ευχαρίστησε τον Θεό για τη σωτηρία του αποκοιμήθηκε.

Ξάφνου στον ύπνο του είδε κάποια στιγμή το κελί της φυλακής να φωτίζεται μ' ένα ιλαρό φως κι έναν άγγελο λευκοντυμένο να έρχεται και να στέκεται στο προσκέφαλο του: «Μη φοβάσαι τα δεινά, γνήσιε δούλε του Χριστού, του είπε. Μη τα φοβάσαι. Ο Χριστός είναι κοντά σου. Βλέπει τα δάκρυα σου και τα σπογγίζει. Με τη χάρη Του θα νικήσεις τον αντίπαλο και θα τον εξευτελίσεις». Ο Άγιος ξύπνησε. Συνεπαρμένος από τα αγγελικά τα λόγια σηκώθηκε. Και με φωνή τρεμουλιαστή απ' τη συγκίνηση ψιθύρισε. «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου, και εισήκουσέ μου». (Ιων. β', 3). Ναι! τον εισήκουσε. Γιατί πάντα ο Πανάγαθος Θεός ακούει κι απαντά στις προσευχές των παιδιών Του, που γίνονται μ' ευλάβεια και προσοχή και πίστη.

Το πρωί, σαν οι φύλακες άνοιξαν το κελί της φυλακής βρήκαν τον Άγιο να προσεύχεται. Χωρίς αργοπορία τον πήραν και τον οδήγησαν μπροστά στον άρχοντα, που περίμενε καθισμένος σε πολυτελή θρόνο. Γύρω του αξιωματικοί και στρατιώτες και πλήθος κόσμου περίμεναν να δουν τη συνέχεια.

Στην αρχή ο Περσεντίνος φόρεσε τη μάσκα της καλοσύνης και της ψευτοευγένειας και δέχθηκε τον Μάρτυρα με μια υποκριτική λύπη για όσα τάχατες συνέβησαν την προτεραία:
- Έλα Ρηγίνε, του είπε, σαν πλησίασε. Έλα, σε παρακαλώ να θυσιάσεις, τούτη τη στιγμή στους θεούς, για να τους εξευμενίσεις. Άλλαξε γνώμη γρήγορα και μη με αναγκάσεις να κάμω κάτι που δεν θέλω σε σένα τον διαλεχτό και γενναίο μου στρατιώτη.
Κι ο Άγιος, που κατάλαβε αμέσως την παγίδα που ο σατανάς ζητούσε να του στήσει με την πρόταση που του έκαμνε ο άρχοντας, απήντησε:
- Τα λόγια σου δεν με ξεγελούν. Οι απειλές σου δεν με φοβίζουν. Τα βασανιστήρια κι ο θάνατος δεν με τρομάζουν. Τα περιφρονώ όλα. τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ποτέ! Κάμε ό,τι θέλεις!

Η απάντηση του Μάρτυρα δημιούργησε θύελλα στην ψυχή του Περσεντίνου. Κατάλαβε πως άδικα χάνει τα λόγια του κι άλλαξε γνώμη. «Να αρχίσουν νέα μαρτύρια», είπε. «Να ριχτεί στη θάλασσα ο υβριστής των θεών μας»...

Οι δήμιοι άρπαξαν τον ομολογητή, τον έβαλαν μέσα σ' ένα σάκο που τον έκλεισαν και τον βούλωσαν με μολύβι και τον παρέδωσαν σε ναύτες να τον ρίξουν στη θάλασσα. Οι ναύτες έσπευσαν να εκτελέσουν την εντολή.

Μπήκαν σ' ένα καράβι, προχώρησαν αρκετά μίλια από τη στεριά, πέταξαν τον σάκο με το παλικάρι στα βαθιά νερά κι αμέριμνοι γύρισαν πίσω.
Δεν πρόφτασαν όμως να ασφαλίσουν το καράβι στο λιμάνι και τι βλέπουν; τον Άγιο να βγαίνει από τα νερά, σχεδόν μαζί τους, ενώ τα πλήθη ξεσπούσαν με θάρρος σε επευφημίες και χριστιανική ομολογία.
Τι είχε συμβεί;

Μόλις οι ναύτες έρριψαν τον σάκο με τον μάρτυρα στη θάλασσα, ο σάκος ξεσκίστηκε κι ο μάρτυρας βρέθηκε δίπλα σε δύο δελφίνια που τον πήραν απάνω τους και τον έβγαλαν στην ακρογιαλιά. Το θαύμα του κήτους με τον Ιωνά επαναλήφθηκε. Αλήθεια! Μέγας ο Θεός των χριστιανών. «Μέγας ο Θεός των χριστιανών» φώναξαν και τα πλήθη που στεκόντουσαν στην ακρογιαλιά και παρακολουθούσαν. Πίστεψαν στον Χριστό, τον ομολόγησαν κι έγιναν χριστιανοί.

Ο ανίερος άρχοντας μανιασμένος με όσα έβλεπε να γίνονται μπροστά του διέταξε να κλείσουν τον Άγιο στη φυλακή. Μαζί του έκλεισαν και τον Ορέστη, τον συστρατιώτη του, γιατί κι αυτός άρχισε να κηρύττει πια με παρρησία τον Χριστό. Επίσης κι όλους τους άλλους που ομολόγησαν πίστη στον αληθινό Θεό. Ευλογημένα τα σκοτεινά κελιά της φυλακής που δέχθηκαν τους μάρτυρες κι ομολογητές. Σκοτεινά τα κελιά. Φως οι ένοικοι. Φως η πίστη τους. Φως η ζωή τους. Φως οι ψυχές τους. Φως! άπλετο φως ξεχυνόταν μέσα τους και γύρω τους από. Εκείνο που με παρρησία διακήρυξε: «Εγώ είμι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ' έξει το φως της ζωής» (Ιωάν. η', 12).

Μέσα στη φυλακή οι μάρτυρες περνούν τη νύχτα με προσευχές και ύμνους δοξολογίας στον Λυτρωτή. Η αυγή τους βρήκε να προσεύχονται, όταν ξαφνικά ένας άγγελος τους έλυσε τα δεσμά κι άνοιξε τις πόρτες της φυλακής. «Ακολουθήστε με, τους είπε γλυκά». Κι οι Άγιοι τον ακολούθησαν μέχρι την ακρογιαλιά. Απ' εκεί ο καθένας τράβηξε όπου τον φώτισε ο Κύριος.

Οι άγιοι Ρηγίνος και Ορέστης με μερικούς άλλους μπήκαν σ' ένα καράβι που ταξίδευε στην Κύπρο. Εδώ σαν έφτασαν, βγήκαν και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη όπου ασκήτευσαν. Οι άγιοι Ρηγίνος και Ορέστης προχώρησαν προς τα μέρη της Νεαπόλεως (Λεμεσού) κι ήλθαν και κατοίκησαν στη γνωστή τότε κώμη Φασούλα. Εκεί έξω από την κώμη έστησαν το ασκητήριό τους, που σε λίγο καιρό έγινε κέντρο ιεραποστολής. Κάποια μέρα, μας λέει ο συναξαριστής, τους πήραν οι ειδωλολάτρες κι αφού τους υπέβαλαν σε τρομερά βασανιστήρια ύστερα τους αποκεφάλισαν. Έτσι οι μάρτυρες πλήρωσαν με το αίμα τους την αγάπη τους στον Χριστό και την ομολογία τους. Τη νύχτα μερικοί ευλαβείς χριστιανοί μαθητές τους πήραν τα άγια λείψανα και τα έθαψαν με τιμές σ' ένα τάφο ψάλλοντες: «Μακαρία η γη η πιανθείσα τοις αίμασιν υμών και άγιαι αι σκηναί αι δεξάμεναι τα σώματα υμών».
Πέρασαν χρόνια! Η ευλογημένη γη της Νήσου των Αγίων κράτησε μυστικό τον τόπο που τα άγια σκηνώματα των Μαρτύρων είχαν αποτεθεί. Κάποια μέρα οι Άγιοι φανερώθηκαν σ' ένα ευλαβή ιερέα με όραμα κι αυτός, αφού πήγε κι έσκαψε στον τόπο που του υποδείχθηκε, βρήκε την ιερή λάρνακα με τα μαρτυρικά λείψανα και τα ονόματα των Αγίων γραμμένα με πολλή τέχνη από πάνω. Πλήθη πιστών προσέτρεξαν στο άκουσμα, να προσκυνήσουν τον θησαυρό και να λάβουν τη θεοδώρητο χάρη τους. Σε λίγο ένας υπέροχος ναός. Δυστυχώς ο ναός εκείνος είναι σήμερα μισογκρεμισμένος. Στήθηκε εκεί, ζωντανό δείγμα της ευσέβειας των κατοίκων της πολυπόθητης νήσου. Αλλά και ευλαβές προσκύνημα των χιλιάδων πιστών που προστρέχουν για να προσκυνήσουν τη μυροθήκη των λειψάνων τους.
Τα θαύματά τους συνεχίζονται και σήμερα τόσο στη Φασούλα όπου βρίσκεται ο τάφος τους, όσο και στην Τρεμιθούσα της Πάφου και στο χωριό Απλίκι της Λευκωσίας όπου ο ναός είναι αφιερωμένος στη μνήμη τους.
Με πίστη ας πάμε κι εμείς νοερά ως εκεί, κι αφού γονατίσουμε μπροστά στη λάρνακα που κράτησε στοργικά τα ιερά λείψανα, ας ψάλλουμε με τον υμνωδό ευλαβικά:

Την δυάδα τιμήσωμεν, των μαρτύρων εν άσμασι,
της Τριάδος έχουσαν την λαμπρότητα,
τους θεμέλιους της Πίστεως, τα άνθη τα πνέοντα,
την οσμήν την αληθή, της Θεού επιγνώσεως,
τον Ρηγίνον τε, και συν τούτω τον μέγαν τε Ορέστην,
ως πρεσβεύοντας απαύστως, υπέρ ημών τον φιλάνθρωπον.

Απολυτίκιο Ήχος δ'
Μαρτύρων σύλλογος νυν ευφραίνεται- αγγέλων άσμασι μεγαλύνομεν, την μνήμην υμών άγιοι- άπαντες μελωδούντες και πιστώς εκβοώντες, χαίροντες της Τριάδος, Δυάς μαρτύρων και κλέος- Ρηγίνε και Ορέστα, υπέρ ημών αεί πρεσβεύετε.

Εξήγηση: Η φάλαγγα των μαρτύρων χαίρει και αγάλλεται τούτη τη στιγμή. Με άσματα αγγελικά υμνούμε κι εμείς και δοξολογούμε, άγιοι, τη μνήμη σας. Όλοι μας μελωδούμε και με χαρά και πίστη αναφωνούμε σε σας τη Δυάδα των μαρτύρων, που είσθε η δόξα της Αγίας Τριάδος. Ρηγίνε και Ορέστη, σας παρακαλούμε, πρεσβεύετε πάντοτε στον Κύριο και για μας.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιουν 24, 2013 7:57 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


Εικόνα

Μέσα στον λαμπρό πανηγυρισμό των μεγάλων Δεσποτικών Εορ­τών του άγιου Δωδεκαημέρου δεν πρέπει νά λησμονούμε και τις εορτές των Αγίων μας. Κάθε μέρα στον ουρανό της Εκκλησίας μας προ­βάλλουν σαν αστέρια αθόρυβα ο καθέ­νας με τη σειρά τους οι Άγιοι μας. Και με το φως πού παίρνουν από τον αστέρα τον λαμπρό τον πρωινό, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον ήλιο της Δικαιοσύνης, φωτίζουν τούς δρόμους της ζωής μας.

Στην ανατολή του νέου χρόνου, πού όλοι επιθυμούμε νά τον ξεκινούμε με δυνατά συνθήματα και συγκεκριμένες προοπτικές, οι Άγιοι μπορούν νά μάς βοηθήσουν.

Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος νέος όσιομάρτυς Ονούφριος από τη Βουλγαρία, πού θυσιάστηκε για τον Χριστό σε ηλικία 32 ετών στη Χίο, στις 4 Ιανουαρίου του 1818.

Ό άγιος Ονούφριος γεννήθηκε το 1786 στο χωριό Κάμπροβα του Μεγά­λου Τουρνόβου τής Βουλγαρίας από ευ­σεβείς γονείς, τον Δέτζιο και την Άννα. Ό πατέρας του μάλιστα στο τέλος τής ζωής του έγινε μοναχός με το όνομα Δα­νιήλ. Στην ηλικία των 9 ετών στον μικρό Ματθαίο (αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του άγιου) συνέβη κάποιο περιστατικό πού τραυμάτισε την ευαίσθητη ψυχή του. Οι γονείς του τον έδειραν για κάποια άγνωστη αιτία, ίσως παιδική αταξία. Και εκείνος θύμωσε πολύ και από παιδική αντίδραση είπε μπροστά σε Τούρκους πού βρέθηκαν εκεί, ότι θέλει νά τουρ­κέψει, νά γίνει δηλαδή μωαμεθανός. Έ­δωσε μία υπόσχεση, είπε λόγο πού ό­μως ποτέ δεν πραγματοποίησε. Παρά ταύτα και καθώς μεγάλωνε ο Άγιος, δεν ησύχαζε στη συνείδηση του. θεωρούσε τον εαυτό του έστω και με ακούσια στι­γμιαία πρόθεση αρνητή του θεού, ένο­χο, μολυσμένο. Γι' αυτό σε νεανική ηλι­κία αναχωρεί για το άγιώνυμον Όρος. Φθάνει στη Σερβική Μονή του Χιλανδαρίου. Ζητεί συγχώρηση από τον θεό. Εξαγνίζεται και αγιάζεται μέσα στην α­τμόσφαιρα του μοναστηριού. Ζει πολι­τεία ασκήσεως. Επειδή μάλιστα είχε με­γάλη ευλάβεια και αγάπη στον θεό, χει­ροτονήθηκε εκεί Διάκονος με το όνομα Μανασσής.

Χαίρεται εδώ για όσα ο θεός του χα­ρίζει. Όμως βαθιά του ένας ιερός πό­θος - λογισμός τον βασανίζει: θέλει νά ξεπλύνει τελείως με το αίμα του μαρτυ­ρίου του τον ρύπο τής ψυχής του από την ακούσια, επιπόλαιη και απραγμα­τοποίητη υπόσχεση για άρνηση. Πα­ρακαλεί λοιπόν τον Θεό νά τον ενισχύ­σει.

Γνωρίζει πώς στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου τής Ιεράς Μονής των Ιβή­ρων υπάρχει ο έμπειρος Πνευματικός, ο παπα-Νικηφόρος, αυτός πού είχε προ­ετοιμάσει για το μαρτύριο και τούς όσιο-μάρτυρες Ακάκιο, Ιγνάτιο και Ευθύμιο. Σ' αυτόν τον άγιο Πνευματικό πατέρα εμ­πιστεύεται ο διάκονος Μανασσής τον πόθο του. Ό Νικηφόρος διέκρινε ειλικρί­νεια στις προθέσεις του υποψηφίου μάρτυρος. Τον καθοδηγεί και του λέγει «νά αγωνισθεί προ του μαρτυρίου σαν νά είναι στα βάσανα του μαρτυρίου».

Σε κάποιο λοιπόν κελί μόνος του ο Μανασσής, καθοδηγούμενος από τον παπα-Νικηφόρο, απερίσπαστος από γή­ινες υποθέσεις και από συζητήσεις με άλλους μοναχούς, ετοιμάζεται επί τέσσε­ρις μήνες γι' αυτή τη μεγάλη του ώρα. Εδώ ζει με αδιάλειπτη προσευχή, προσ­φέροντας στον Θεό «τούς κρουνούς των δακρύων του με μετάνοιες γονυκλιτές», πού κάποτε έφθαναν καθημερινά μέχρι και 4.000, μαζί και κομποσχοίνια.

Εδώ, λέει ο βιογράφος του, «το πέν­θος, ή συντριβή και ή κατάνυξις ήταν α­χώριστα από την καρδία του». Ό Άγιος είχε πλέον ετοιμασθεί. Είχε γίνει και με­γαλόσχημος με νέο όνομα πλέον, το: Ονούφριος. Ή ψυχή του είναι πυρα­κτωμένη από τη θεία αγάπη. Τίποτε δεν μπορεί νά αντισταθεί στον ουράνιο πό­θο του.

Και ξεκινά προς την τελική δόξα με τη συναίσθηση - όπως γράφει ο βιογρά­φος του - «ότι είναι ο άμαρτωλότερος πάντων ανθρώπων και ανάξιος τής κλή­σεως των Χριστιανών».

Στίβος αθλήσεως και τόπος ομο­λογίας γιά τόν μάρτυρα θα είναι ή Χίος. Εδώ έφθασε ανήμερα Χριστούγεννα του έτους 1817 συνοδευόμενος από τόν σεβάσμιο και συνετό μοναχό Γρηγόριο Πελοποννήσιο. Αυτός θα στηρίξει τόν μάρτυρα στις δύσκολες ώρες, όπως ακριβώς τό έπραξε και με τούς οσιομάρτυρες Ακάκιο, Ευθύμιο και Ιγνάτιο. Μένουν λίγες μέρες μόνοι τους σε κάποιο έμπιστο σπίτι, μακριά από τα βλέμματα του κό­σμου. Κάτω από τό βλέμμα του Κυρί­ου. Ό Άγιος νηστεύει, προσεύχεται, με­λετά τούς βίους νέων μαρτύρων, λαμ­βάνει τη «μαρτυροπλάστρα τροφή», τη θεία Κοινωνία. Ό Ονούφριος δίδει από τις οικονομίες πού είχε, σε πτω­χούς. Επισκέπτεται τα ιερά Προσκυνή­ματα του νησιού. Με συντριβή ασπά­ζεται ιερά Λείψανα αγίων και εικόνες νεομαρτύρων, τούς όποιους και ικετεύει δυνατά νά τόν ενισχύσουν. Άλλά και ο Γρηγόριος δεν παύει νά τόν στηρίζει σε στιγμές πού εσωτερικά κλονίζεται. Τόν συμβουλεύει νά προχωρήσει με πίστη και με ταπείνωση, χωρίς φοβία, και νά διώχνει λογισμούς κενοδοξίας. Ήμερα γιά τό μαρτύριο επέλεξε ο Άγιος τήν Παρασκευή 4 Ιανουαρίου. Είχε ανατείλει πλέον ο καινούργιος χρόνος, τό 1818. Τρία χρόνια πριν ξε­κινήσει ή επανάσταση του 1821. Λί­γες ακόμη ώρες ο Άγιος θα μείνει στη γη. Προχωρεί με πλήρη νηφαλιότητα. Αφού κοινώνησε γιά τελευταία φορά τα άχραντα Μυστήρια, φόρεσε ρούχα τουρκικά σε ένδειξη της επιπόλαιης παιδικής αρνήσεως και κατευθύνθηκε στη συνέχεια στον Ναό της Άγιας Ματρώνας, όπου και προσκύνησε. Μετά επισκέφθηκε τό νοσοκομείο της πόλε­ως αφήνοντας τις τελευταίες ελεημο­σύνες του, και έφθασε και στον Ναό της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, όπου και παρακάλεσε νά τελεσθεί εκεί ειδι­κά γι' αυτόν Παράκλησις στην Ύπεραγία Θεοτόκο γιά νά τόν ενδυναμώσει.

Και έτσι απερίσπαστος, δυνατός, ε­λεύθερος, έφυγε γιά τήν ομολογία του. Ή πρώτη του προσπάθεια απέτυχε, δι­ότι δεν υπήρχε «φετφάς», γνωμοδότη­ση του μουφτή (αυθεντικού ερμηνευτή του Κορανίου). Όμως μετά τόλμησε αυτόκλητος νά ανοίξει τήν πόρτα και νά εισέλθει σε σύναξη αγάδων και νά πει: «Εγώ πριν από 15 χρόνια έλαβα μία πληγή. Γύρισα πολλούς τόπους, άλλά δεν μπόρεσα νά τη θεραπεύσω. Οι γιατροί μου είπαν ότι έπρεπε νά έρθω εδώ, σε τόπο όπου πληγώθηκα, γιά νά θεραπευθεί ή πληγή μου».

Ό κατής (Τούρκος δι­καστής) απόρησε από τα λεγόμενα του παρά­δοξου επισκέπτη. Όμως ο μάρτυς προχώρησε σε εξηγήσεις ξεκάθαρες και θαρραλέες: «Σε μικρή η­λικία από αγνωσία αρ­νήθηκα τόν Χριστό και ομολόγησα ότι θέλω τη δική σας θρησκεία. Ποτέ όμως δεν τήν έλάτρευσα. Τήν ομολογία αυτή πού έκανα τότε τη θεωρώ ακόμη μέσα μου θανά­σιμη πληγή της ψυχής μου. Παρεκάλεσα τόν θεό νά με συγχωρήσει, άλλά οι λογισμοί δεν η­συχάζουν γιατί ομολό­γησα ψευδή πίστη σε σάς. Ομολογώ σήμερα με παρρησία μπροστά σας ότι είμαι Χριστιανός! Και αρνούμαι και ανα­θεματίζω τη δική σας πί­στη».

Έπειτα ο μάρτυς πέταξε κάτω τό πράσινο σαρίκι (τουρκικό κάλυμμα κε­φαλιού) πού φορούσε. Οι αγάδες τόν δι­έταξαν νά σεβασθεί τήν πίστη τους και νά ξαναφορέσει τό «άγιον αυτό πράγμα» πού πέταξε. Ό Ονούφριος αρνείται νά υπακούσει. Ομιλεί ταπεινωτικά γιά τη θρησκεία του Μωάμεθ. Όλοι τότε θυ­μώνουν εναντίον του. Και φωνάζουν δυνατά νά μη ζήσει. Τόν δένουν πάνω στο βασανιστικό ξύλο «τομπρούκι». Ακολουθούν βίαια ραπίσματα και ξυ­λοδαρμοί. Και με πολλές κακώσεις στο σώμα του και εξαντλημένο τόν φυλα­κίζουν. Ό μάρτυς παραμένει σταθερός στην πίστη του. Του προσφέρουν μία ευκαιρία νά απαρνηθεί όσα ομολόγησε. Άλλά μάταια επιμένουν οι ε­χθροί του Χριστού. Σε λί­γο ακούστηκε ή επίση­μη διαταγή: «Ό Ονού­φριος νά αποκεφαλισθεί με ξίφος, και τό σώμα του μαζί με τό μαρτυρι­κό του αίμα, όλα μαζί νά ριφθούν στη θάλασσα».

Στην περιοχή Βουνάκι της Χίου, εκεί όπου πριν από 17 χρόνια είχε μαρτυρήσει ο νεομάρτυς Μάρκος (1801), εκεί ακριβώς και ο Ονούφρι­ος τήν Παρασκευή 4 Ια­νουαρίου του 1818 στις 9 τό πρωί παρέδωσε τόν τράχηλο του στον δήμιο και «έσφάγη γιά τήν αγάπη του Άρνίου Χριστού». Τό πρόσωπο του μετά τό μαρτύριο, γράφει ο βιογράφος του, «είχε ούρανίαν τινά φαι­δρότητα και χάριν».

Όμως, κατά τη διαταγή, έπρεπε τό ιερό λείψανο νά εξαφανισθεί. Οι λίγοι Χριστιανοί πού έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου εμποδίστηκαν νά πά­ρουν κάτι ως ευλογία από τό μαρτυ­ρικό του σώμα. Γρήγορα οι Αγαρηνοί αχθοφόροι περισυνέλεξαν τό σώμα του Άγιου και μαζί με τα αιματοβαμμέ­να χώματα τό έβαλαν σε ένα ζεμπίλι και με πλοιάριο τα έριξαν όλα στα βαθιά της θάλασσας.

Τόσο ήταν τό μίσος των αλλοφύλων, ώστε στην επιστροφή έπλυναν καλά τό πλοιάριο γιά νά μην ασπασθούν οι Χριστιανοί τα μέρη όπου ακουμπούσε τό πολύτιμο αιματοβαμμένο φορτίο με τό σώμα του Μάρτυρος!

Ή είδηση του σεπτού μαρτυρίου του όσιου Όνουφρίου διαδόθηκε αστραπι­αία σ' όλο τό νησί. Ή αιματοβαμμένη και αγιασμένη Χίος είχε προσφέρει πριν από λίγη ώρα στον Κύριο και Θεό μας άλλο ένα «έθελόθυτο θύμα». Ένας ακόμη νεομάρτυράς της τόσο ένδοξος και λαμπρός προσετέθη στη χρυσή αλυσίδα των Νεομαρτύρων. Μπορεί βέβαια ο μάρτυς αυτός νά χάθηκε από τη γη μας. Αλλά ή όσια μνήμη του και τό παράδειγμα τής ευαγγελικής πολιτείας του σφραγίστηκε ανεξίτηλα στις καρδιές των πιστών όχι μόνο τής εποχής του αλλά και όλων των εποχών.

Ό όσιομάρτυς Ονούφριος, με τήν καλ­λιέργεια λεπτής συνειδήσεως, με τη βα­θιά του μετάνοια, με τήν ολοκληρωμέ­νη υπακοή του σε ενάρετο Πνευματικό, με τήν ευγνωμοσύνη του σε όσους τόν ενίσχυσαν, με τήν καταφυγή του στην Ύπεραγία Θεοτόκο και στους Άγιους, με τήν έως θανάτου απόδειξη τής αγάπης του προς τόν Κύριο... με όλα αυτά μας αποκαλύπτει τόν μυστικό θησαυρό τής πνευματικής του ζωής.

Πάνω σ' αυτά τα βήματα τής ζωής του ας βαδίζουμε κι εμείς σταθερά και τη νέα χρονιά. Είναι βήματα πού μάς οδηγούν στο φως, στον Παράδεισο, στον Χριστό.

«Χριστόν ποθήσας Ονούφριος έκθύμως θνήσκει δι' αυτόν τω ξίφει χαίρων όλος».

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιουν 25, 2013 12:15 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο Άγιος Πανάρετος

Εικόνα

Ο Άγιος Πανάρετος όπως γράφει ο συναξαριστής, «εκ των έργων του είχε το όνομα και εκ του ονόματος είχε τα έργα». Και πραγματικά κατέκτησε τις αρετές και ελάμπρυνε με το βίο και την πολιτεία του την αποστολική εκκλησία της Πάφου. Γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα πιθανότατα στην Περιστερωνοπηγή Αμμοχώστου, όπου και εμόνασε στην εκεί μονή του Αγίου Αναστασίου. Το 1764 γνωρίζουμε ότι ήταν ηγούμενος στη Μονή Παναγίας Παλλουριώτισσας. Ανέβηκε στο θρόνο της Πάφου το 1767 και διετέλεσε ποιμενάρχης της μέχρι το 1790 που κοιμήθηκε εν Κυρίω.

΄Εζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια που «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» της Τουρκοκρατίας. Χωρίς σχολεία και δωρεάν μόρφωση τότε, κι όμως, στα μοναστήρια με προσωπικούς αγώνες έγινε κάτοχος ευρείας μόρφωσης και είχε ευρείς ορίζοντες, κάτι που απόλυτα το συνδύαζε με σκληρή ασκητική ζωή την οποία έκρυβε επιμελώς. Ζούσε λιτοδίαιτα και χωρίς πολυτέλεια, όπως ο πιο φτωχός Κύπριος της εποχής του. Αγρυπνούσε πολλές ώρες προσευχόμενος. Εξομολογείτο με ταπείνωση και λειτουργούσε με ιεροπρέπεια. Ξέροντας πολύ καλά ότι ο λαός που του εμπιστεύθηκε ο Θεός ήταν βαριά αλυσοδεμένος στη τούρκικη σκλαβιά έφερε στο σώμα του μία ορειχάλκινη και μία σιδερένια αλυσίδα. Αγιάζοντας τον εαυτό του με τη χάρη του Θεού έδωσε τη μεγαλύτερη βοήθεια στο ποίμνιο του.

Ως Μητροπολίτης τόσο αγάπησε το λαό του που ασχολήθηκε με τα προβλήματα όλων με ξεχωριστή αγάπη. Πνευματικά και υλικά αγαθά τα χρησιμοποιούσε ορθόδοξα, με ισορροπία προς δόξα Θεού. Οδηγούσε το λαό στη θέωση, λειτουργούσε, ποίμαινε, δίδασκε, εργαζόταν, δημιουργούσε. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά ακριβώς επειδή ζούσε αυθεντικά την ορθοδοξία και έβλεπε τη ζωή ως ενιαία, επέδειξε θαυμαστό ενδιαφέρον και για τα εθνικά θέματα, την παιδεία του υπόδουλου παφιακού λαού και ολόκληρου του γένους, τα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό.

Ευλαβείτο ιδιαίτερα τον Άγιο Φίλιππο και κατασκεύασε θήκη για την κάρα του Αγίου που βρίσκεται σήμερα στο ΄Ομοδος. Με έξοδα του κατασκευάσθηκε εικόνα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται στο μοναστήρι Τιμίου Σταυρού Ομόδους και απεικονίζει και τον ίδιο να προσφέρει στον Απόστολο το ιερό κρανίο μέσα στη θήκη (1773). Ανέλαβε τις δαπάνες ανέγερσης του ναού του μοναστηριού του Αγίου Αναστασίου στην Περιστερωνοπηγή και την αγιογράφηση εικόνων του εικονοστασίου του. Ανακαίνισε τους ναούς Νικόκλειας, Δρούσιας, Δρύμους, Αρόδων, Θελέτρας, Φιλούσας Κελοκεδάρων και πολλών άλλων χωριών. Τα μοναστήρια επίσης της Χρυσορροϊάτισσας (1770) και Σταυρού Ομόδους και Μίνθης. ΄Εχουμε ακόμα σε όλη τη επαρχία πολλές αξιόλογες εικόνες φιλοτεχνημένες επί εποχής του.

Ο Πάφου Πανάρετος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της έκδοσης του έργου του Αθηναίου Φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλλέα «Περί γενέσεως και φθοράς κατ’ Αριστοτέλην»(1780). Βοήθησε επίσης στην έκδοση του βιβλίου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού «Χρονολογική Ιστορία της Κύπρου»(1788). ΄Ηταν φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο, ο οποίος ήταν πολύ μορφωμένος. Συμμετείχε στο γράψιμο και έκδοση συνοδικών εγκυκλίων επί Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Με ενέργειες του το 1774 καταγγέλθηκαν τοπικοί άρχοντες στο σουλτάνο για κακοδιοίκηση και το 1783-84 αναχώρησε μαζί με τους άλλους μητροπολίτες για την Κωνσταντινούπολη, όπου πέτυχαν να παυθεί από το σουλτάνο ο τύραννος Χατζή Μπακκής.

Θαυματουργούσε ενώ βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Το συναξάρι του αναφέρει ότι έδωσε εντολή σε ένα παπά, ο οποίος έλεγε ψέματα και ορκιζόταν ότι δεν καταχράστηκε χρήματα να σιωπήσει και εκείνος έμεινε βωβός. Άρρωστος, λίγο πριν το θάνατο του, ο ιερέας έστειλε επιστολή και ο επίσκοπος του πήγε προς αυτόν. Αφού μετανόησε και ζήτησε συγνώμη, λύθηκε η γλώσσα του.

Ο ΄Αγιος Δεσπότης εξεδήμησε προς Κύριον το 1790. Τόση ήταν η αρετή του Αγίου, που προείδε το θάνατο του, και έσκαψε ο ίδιος το μνήμα του, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το ιερό του καθεδρικού ναού Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Προείδε ακόμα ότι κατέφθασε στο λιμάνι της Πάφου ο πρώην επίσκοπος Καρπάθου Παρθένιος, έστειλε τον έφεραν και τον φιλοξένησε. Ο Παρθένιος τον κήδεψε κι όλας την επομένη. Έγινε μάλιστα μάρτυρας θεραπείας φτωχού παράλυτου, ο οποίος είχε προστάτη τον επίσκοπο του, την ώρα που έβγαζαν το λείψανο από τη Μητρόπολη. Ο Άγιος είχε δώσει εντολή να τον ενταφιάσουν με τα ρούχα που φορούσε. Ο πρωτοσύγκελος του όμως, από αγάπη για τον πνευματικό του πατέρα, τον παράκουσε για πρώτη φορά και τότε βρέθηκαν οι αλυσίδες που σε κάποιο σημείο είχαν μπει στο δέρμα του. Ο λαός του Θεού τίμησε την αγιότητα του αμέσως μετά το θάνατο του, και η επίσημη κατάταξη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας έγινε επί των ημερών του Κυπρίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερασίμου Γ΄(1794-1797). Οι αλυσίδες φυλάγονται σήμερα στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Παλιά τοιχογραφία του αγίου βρίσκεται στο νησί Σαλαμίνα της Ελλάδας, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν εικόνες του σ’ όλη την Κύπρο.

Η Πάφος τιμά ιδιαίτερα τον Άγιο Πανάρετο και μάλιστα προς τιμή του ανήγειρε ναό στο χωριό Κολώνη (1989). Η σεπτή του μνήμη τιμάται από την Εκκλησία την 1η Μαΐου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιουν 26, 2013 9:54 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ

Εικόνα

Ο άγιος Παντελεήμονας έζησε την εποχή της βασιλείας του Διοκλητιανού και καταγόνταν από ειδωλολάτρη πατέρα και χριστιανή εκ προγόνων μητέρα. Διδάχθηκε την ιατρική επιστήμη από κάποιον φημισμένο ιατρό, ενώ στην πίστη του Χριστού οδηγήθηκε από τον άγιο Ερμόλαο, τον ιερέα της εκκλησίας της Νικομήδειας. Όταν κάποιος τυφλός γιατρεύτηκε από τον άγιο ρωτήθηκε από τον βασιλιά σχετικά με την θεραπεία του και αποκρίθηκε ότι αυτή οφειλόταν στον Παντολέοντα (διότι αυτό ήταν το αρχικό όνομα του Αγίου) έπειτα από έκκληση του ονόματος του Χριστού.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο μεν τυφλός αν αποκεφαλιστεί, ο δε άγιος να παραδοθεί ενώπιον του βασιλιά και όντας αμετάπειστος να υποστεί ποικίλα βασανιστήρια (ξυλοδαρμός, καύση με αναμμένες λαμπάδες βρασμένο μόλυβδο, άγρια θηρία, κοφτερά μαχαίρια), από τα οποία σώθηκε
θαυματουργικά. Τέλος ακούστηκε θεία φωνή που τον ονόμασε Παντελεήμονα, ο ίδιος δε θεληματικώς αποκεφαλίστηκε παραδίδοντας την ψυχή του στον Κύριο.
Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 27 Ιουλίου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιουν 27, 2013 7:56 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Εικόνα

Tον καιρό που τα μαύρα σύννεφα της ειδωλολατρείας σκέπαζαν απειλητικά όλη την οικουμένη, στα τέλη δηλαδή του τρίτου αιώνα μετά Χριστόν, γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, ο Μαξιμιανός.

Ο πατέρας του λεγόταν Ευστόργιος και ήταν ειδωλολάτρης αξιωματούχος, μέλος της συγκλήτου. Η μητέρα του λεγόταν Ευβούλη και ήταν θερμή Χριστιανή. Το όνομα που έδωσαν στο παιδί τους ήταν Παντολέον.

Ο Παντολέον ήταν πολύ έξυπνος, ευγενικός, επιμελής, ταπεινός και πράος, γεμάτος αρετή, παρ' όλο που ακόμη δεν είχε βαπτιστή Χριστιανός. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον παρέδωσε σ'ένα φημισμένο γιατρό, τον Ευφρόσυνο , για να του διδάξει την ιατρική επιστήμη. Σε λίγο καιρό ο Παντολέον ξεπέρασε όλους τους συνομήλικους του στη μόρφωση και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το χαρακτήρα του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας για την αρετή και την εξυπνάδα του, τον προόριζε για να γίνει γιατρός στο παλάτι, ο γιατρός των ανακτόρων.

Τον ίδιο καιρό ο γέροντας ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα κάλεσε στο σπίτι που κρυβόταν τον Παντολέοντα για να τον γνωρίσει. Αφού συνομίλησαν για πολλή ώρα, ο Ερμόλαος κατενθουσιάστηκε από τις αρετές που κοσμούσαν τον νέο και αποφάσισε να του γνωρίσει την πίστη στο Χριστό. Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσα τους μια άριστη πνευματική σχέση. Ο Παντολέον επισκεπτόταν καθημερινά τον Άγιο Ερμόλαο και απολάμβανε τους Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν έτσι σιγά σιγά στην αληθινή πίστη.

Ένα εντυπωσιακό γεγονός κάνει τον Παντολέοντα να πάρει τη σοβαρή και γενναία απόφαση να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα, να γίνει Χριστιανός. Ενώ περπατούσε στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί που το δάγκωσε μια οχιά και πέθανε. Λέει λοιπόν στον εαυτό του: Θα προσευχηθώ στο Χριστό να αναστήσει αυτό το παιδί και αν πράγματι το παιδί αναστηθεί, εγώ πια δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ τη βάπτισή μου, θα γίνω Χριστιανός, θα πιστέψω ότι ο Χριστός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτά σκέφτηκε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο.Αμέσως το παιδί ζωντάνεψε και το φίδι απέθανε.

Γεμάτος χαρά ο Παντολέον τρέχει στο γέροντα Ερμόλαο, του διηγείται το θαύμα και του ζητά να τον βαπτίσει. Και ο Ερμόλαος, επειδή γνώριζε ποιος οδηγείται στην τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση οδήγησε στο φωτισμό του θείου βαπτίσματος τον Παντολέοντα.

Απο τότε ο Παντολέον έγινε ανάργυρος ιατρός.Θεράπευε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού τους ασθενείς, χωρίς να παίρνει καθόλου χρήματα. Ακόμη, όταν εύρισκε φτωχούς τους βοηθούσε ποικιλότροπα, δίνοντας τους χρήματα και άλλα αναγκαία είδη. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά θαύματα του Αγίου ήταν η θεραπεία ενός τυφλού, με τη δύναμη και πάλι του παντοδύναμου Θεού μας, του Χριστού.

Οι θαυμαστές θεραπείες του Αγίου προκάλεσαν το θαυμασμό των κατοίκων της Νικομήδειας, αλλά και το μίσος και το φθόνο των άλλων ιατρών της πόλης. Οι τελευταίοι κατάγγειλαν τον Παντολέοντα στον Αυτοκράτορα Μαξιμιανό, το φοβερό αυτό διώκτη του Χριστιανισμού.

Ο Μαξιμιανός κάλεσε τον Άγιο στα ανάκτορα για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Άγιος ομολόγησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Ο αυτοκράτορας στην αρχή προσπάθησε να τον πείσει με διάφορες κολακείες και υποσχέσεις να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Παντολέον όμως έμεινε πιστός και ακλόνητος. Δεν αρνήθηκε. Δεν πρόδωσε το Χριστό.

Ο αυτοκράτορας εξαγριωμένος, διέταξε φοβερά βασανιστήρια, για να κλονίσει τον Άγιο και να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα.

Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα, άρχισαν να του ξέουν τη σάρκα με μαχαίρια και να καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Ο Χριστός, όμως,ήλθε σε βοήθεια του Αγίου και του θεράπευσε τις πληγές, φωτίζοντάς τον με αστραπές. Στη συνέχεια έβαλαν τον Παντολέοντα μέσα σε ένα καζάνι που έβραζε. Με τη βοήθεια όμως και πάλι του Θεού ο Άγιος έμεινε σώος και αβλαβής και η φωτιά θαυματουργικά έσβησε. Ακολούθως βύθισαν τον Άγιο στα βάθη της θάλασσας, αφού έδεσαν στο λαιμό του μια τεράστια πέτρα. Ο Χριστός, όμως, έκανε την πέτρα πιο ελαφριά από φύλλο και έδωσε στον Παντολέων τη δύναμη να περπατά πάνω στα νερά. Έτσι σώος και αβλαβής, βγήκε στη στεριά. Στη συνέχεια έρριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα άγρια θηρία. Όμως τα ζώα, αντί να τον κατασπαράξουν, έγλειφαν ήρεμα και ειρηνικά με τη γλώσσα τους τα πόδια του, κουνόντας τις ουρές τους.

Έκπληκτος αλλά και εξαγριωμένος ο ηγέμονας, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Θαυματουργικός το ξίφος λυγίζει και αντί αίμα τρέχει γάλα. Λίγο πριν από το μαρτυρικό δια αποκεφαλισμού θάνατο του Αγίου, ακούσθηκε φωνή απ' τον ουρανό. Ήταν η φωνή του Θεού που του έδωσε το όνομα Παντελεήμων, που σημαίνει τον Άγιο που όλους τους βοηθά και τους ελεεί ακόμη και τους εχθρούς του.

Το Τίμιο Σώμα του Αγίου τάφηκε με τιμές από τους Χριστιανούς. Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 27 η Ιουλίου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιουν 28, 2013 10:08 am
από ΦΩΤΗΣ
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ και οί συν αύτώ 546 μάρτυρες


Εικόνα

Στις 25 Σεπτεμβρίου γιορτάζουν δύο συνώνυμοι άγιοι μέ τό όνομα Παφνούτιος. Ό ένας είναι ό πατέρας της αγίας Ευφροσύνης, ό όσιος Παφνούτιος, πού έκοιμήθη ειρηνικά. Και ό άλλος είναι ό όσιομάρτυς Παφνούτιος. Πρόκειται για μιά μεγάλη όσιακή, Ιεραποστολική και μαρτυρική μορφή τής Άνω Αιγύπτου, πού έζησε στά χρόνια του άσεβους διώκτου του Χριστιανισμού, του Διοκλητιανού (303 μ.Χ.).
Τά ασκητικά του παλαίσματα ό Όσιος τά ασκούσε μέ πολλή ακρίβεια στήν περιοχή του Νείλου κοντά στό χωριό Τέντυρα. Τον πολύτιμο θησαυρό τής αγάπης του, τόν Χριστό, δεν Τόν κρατούσε μόνο γιά τόν εαυτό του. Θεωρούσε μεγάλη του τιμή νά Τόν φανερώνει μέ διδαχές στήν ευρύτερη περιοχή του. Γι' αυτό εξερχόταν άπό τόν τόπο τής ασκήσεως του και περιδιάβαινε τις πόλεις και φώτιζε μέ τό φως του Χρίστου τά σκοτάδια των ψυχών τών ειδωλολατρών. Πολλοί άλλαζαν πορεία. Μετανοούσαν. Ακολουθούσαν τόν δρόμο τής χριστιανικής ζωής. Ό Κύριος Ιησούς Χριστός έμεγαλύνετο. Στό μικρό του άσκητήριο έφθαναν πολλοί γιά νά ζητήσουν καθοδήγηση και ενίσχυση. Είχε γίνει πλέον ό Παφνούτιος μιά ισχυρή πνευματική προσωπικότητα μέ κύρος σοφού διδασκάλου και καθοδηγού, μέ όνομα μεγάλου άγιου και όσιου.
Τέτοια βέβαια ονόματα γίνονταν οί πρώτοι στόχοι συλλήψεων άπό τούς διώκτες τής πίστεως. Ή διαταγή και γιά τόν Παφνούτιο - χωρίς ό ίδιος νά γνωρίζει κάτι - είχε εκδοθεί άπό τόν εξουσιαστή τής Αιγύπτου Αρριανό. «Ό Παφνούτιος θά συλληφθεί, θά άνακριθεί και θά τιμωρηθεί, άν συνεχίσει νά πιστεύει και νά διδάσκει τις χριστιανικές αλήθειες».
Ό Κύριος απεκάλυψε στον όσιο δούλο του μέ μήνυμα (παρουσία) Αγγέλου τό θέλημα του: «Νά ετοιμασθείς, του είπε, Παφνούτιε, γιά νά προσφέρεις τόν εαυτό σου θυσία ζώσα στον Κύριο, αφού φορέσεις τήν ιερατική σου στολή». Μιά ουράνια χαρά ένιωσε βαθιά του ό Όσιος. Χωρίς νά δειλιάσει, χωρίς νά κρυφθεί ούτε ακόμα νά περιμένει νά τόν ανακαλύψουν οί στρατιώτες, πορεύθηκε προς τόν έπαρχο Άρριανό. Και έκεί κάτω άπό τόν υψωμένο θρόνο του, δίπλα στον Νείλο ποταμό, ό ταπεινός και θαρραλέος Παφνούτιος αυτόκλητος παρουσιάστηκε μπροστά στον έπαρχο λέγοντας: «Μέ αναζητείς; Έγώ είμαι ό Παφνούτιος. Κάνε με ό,τι θέλεις».
Ό έπαρχος θαύμασε τήν τόλμη ενός τόσο αδύνατου, ήσυχου και σεβάσμιου γέροντα. Άλλά δέν τόν σεβάστηκε. Διέταξε νά τού φορέσουν αλυσίδες και νά γίνει ανάκριση. Στις απειλές των αρχόντων ατάραχος ό Όσιος ομολογούσε: «Άπό μικρό παιδί λατρεύω και προσκυνώ τόν Θεό τόν ζώντα και αληθινό. Προτιμώ τόν θάνατο, γιατί ένας τέτοιος μαρτυρικός θάνατος δέν είναι θάνατος άλλά ζωή αιώνιος». Ό έπαρχος τόν απείλησε επιδεικνύοντας τά βασανιστικά όργανα. Ό Όσιος έμειδίασε. Τά περιφρόνησε όλα. «Ή ζωή τών Χριστιανών, τού λέγει, είναι ανώτερη άπό τά βασανιστήρια, και δέν τά φοβόμαστε».
Ό έπαρχος εξαγριώνεται. Διατάζει και τόν κρεμούν. Τού σχίζουν τις σάρκες. Τό άγνό αίμα τού Οσίου κυλά. Ποτίζει τό χώμα... Ό μάρτυρας είναι εξουθενωμένος, όμως προσεύχεται μέ δυνατή πίστη. Ό Κύριος τόν θεραπεύει.
Έκπληκτοι οί δύο δήμιοι του στρατιώτες, ό Διονύσιος και ό Καλλίμαχος, καθώς αντικρίζουν τό θαύμα, συγκλονίζονται. Ομολογούν πίστη στόν αληθινό Θεό. Και αμέσως καταδικάζονται άπό τόν έπαρχο. Τιμωρούνται και οί δύο μέ αποκεφαλισμό.
Ακολουθεί ή φυλάκιση του Άγιου. Μέσα στό σκοτεινό δεσμωτήριο ό Όσιος προσεύχεται. Μεταβάλλει τόν τόπο αυτό σέ άσκητήριο. Οί προσευχές του είναι ισχυρές. "Ενα παράδοξο φώς εξέρχεται τή νύχτα άπό τή φυλακή. Μοιάζει μέ πύρινη φλόγα. Οί δεσμοφύλακες φοβούνται γιά εμπρησμό. Όμως όχι! Δέν είναι. Εΐναι ό Άγιος λουσμένος στό φώς του Χριστού. Έτσι τόν είδαν αυτόπτες μάρτυρες καθώς προσευχόταν μέ υψωμένα χέρια. Ακόμη αισθάνθηκαν άπό εκείνον και μιά άρρητη εύωδία. Σημεία ολοζώντανα αυτά της θείας Χάριτος πού τόσο πλούσια κατοικούσε στόν όσιο του Θεού Παφνούτιο.
Συγκροτούμενοι μέ τόν Άγιο ήταν και 40 βουλευτές καταδικασμένοι εκεί μέσα στή φυλακή γιατί είχαν καταχραστεί δημόσια χρήματα. Ή φωνή του Οσίου τούς καλούσε σέ μετάνοια: «Πιστέψτε στόν Χριστό, τούς έλεγε ό Παφνούτιος, μετανοήστε, και θά ελευθερωθείτε άπό τά δεσμά τά πνευματικό της αμαρτίας». Και εκείνοι τόν άκουσαν. Και πίστεψαν. Και ομολόγησαν σταθερά στόν έπαρχο: «Είμαστε κι εμείς άπό τώρα Χριστιανοί. Περιφρονούμε τό ψεύτικα είδωλα. Αγαπούμε τόν Κύριο». Εξαγριωμένος ό έπαρχος διέταξε τόν μαρτυρικό τους θάνατο: «Νά ριχτούν στή φωτιά».
Και έτσι ενωμένοι μέσα στις φλόγες και ενισχύοντας ό ένας τόν άλλον -όπως αργότερα θά συνέβαινε μέ τούς 40 μάρτυρες τής Σεβάστειας - «έπέταξαν» άπό τό καμίνι τής φωτιάς στή δρόσο του ουρανίου Παραδείσου και οί 40 βουλευτές.
Τα θαύματα της πνευματικής αλιείας ψυχών από τόν όσιο Παφνούτιο συνεχίζονται. Τή νύχτα μέσα στή φυλακή ό Οσιος προσεύχεται «υπέρ τής σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου». Και τήν ήμερα αθέατος άπό τους φύλακες εξέρχεται στήν πόλη, κατηχεί στήν αληθινή πίστη και «εμπνέει πόθο μαρτυρίου» στους κατοίκους.
Κάποια μέρα συνάντησε στό δρόμο 16 παιδιά πού πήγαιναν στό σχολείο. Ήταν τά παιδιά των βουλευτών. Τά πλησιάζει. Τούς ομιλεί γιά τόν Χριστό, γιά τό ένδοξο τέλος τών πατέρων τους. Εκείνα ενθουσιάζονται. Πιστεύουν αμέσως στον Κύριο. Και ό έπαρχος τά όδηγεί σέ ανάκριση. Έκφοβίζουν πρώτα τό μικρότερο, ένα 13χρονο παιδί. Τό αναγκάζουν νά ρίξει θυμίαμα στό βωμό τών ειδώλων. Άλλά έκείνο αρνείται και πετά περιφρονητικά μέσα στή φωτιά του θυσιαστηρίου τό βασιλικό πρόσταγμα. Οργισμένος ό έπαρχος διατάζει νά ρίξουν τόν μικρό αντιδραστικό μάρτυρα μέσα στή φωτιά. Και τά υπόλοιπα 15 παιδιά πού παραμένουν πιστά στόν Χριστό, και αυτά τά τιμωρεί υποδειγματικά. Δίνει εντολή και τά λογχίζουν μέ ακονισμένα ακόντια.
Ό όσιος Παφνούτιος συνεχίζει ατάραχος και ειρηνικός μέ τή δύναμη του Θεού νά επηρεάζει πλήθη κόσμου και νά τά στρέφει πρός τόν Χριστό. Ό παράδοξος αυτός - γιά τούς ειδωλολάτρες - άνθρωπος πού τούς καταστρέφει τά σχέδια, πρέπει νά τιμωρηθεί υποδειγματικά. Γι' αυτό μέ μεγάλη συνοδεία στρατιωτών τόν έφεραν - όπως τόν Κύριο «ώς πρόβατον έπί σφαγήν» - στό Νείλο. Έμοιαζε ή πορεία αυτή «μέ πορεία θριάμβου».
Ό Όσιος στή νέα του ανάκριση δήλωσε και πάλι τήν ακλόνητη πίστη του στόν Κύριο και Θεό του. Εκείνες τις ήμερες στις όχθες του Νείλου ό Κύριος χάρισε στόν Όσιο του και μιά νέα δόξα. Κατήχησε και οδήγησε στόν Χριστό μιά ομάδα ογδόντα ψαράδων. Άλλά και αυτοί δεν ήταν δυνατόν νά εξαιρεθούν άπό τά μαρτύρια, γιατί μέ θάρρος ομολόγησαν τήν πίστη τους. Καί όλοι μαζί θανατώθηκαν από τά ξίφη τών αγρίων δημίων.
Ήρθε καί ή σειρά του Οσίου. Τόν έδεσαν σέ τροχό. Καί τόν περιέστρεφαν μέ μανία. Τό ασκητικό του σώμα εξαρθρώθηκε καί διαμελίστηκε. Μέ θαύμα όμως μεγάλο ό Κύριος τόν θεράπευσε καί τόν άνέστησε! Παρουσιάζεται καί πάλι ό Όσιος μπροστά στόν Άρριανό. Μέ νέα τόλμη προσπαθεί νά τόν συνταράξει μέ άφυπνιστικούς λόγους. Ό εγωιστής όμως έπαρχος σκληρύνεται περισσότερο. Αντίθετα ό Εύσέβιος ό πραιπόσιτος (=άξιωματούχος) μέ τούς τετρακόσιους στρατιώτες του πού παρακολουθούν μαζί έκθαμβοι τά μεγαλεία του παντοδυνάμου Θεού, συγκλονίζονται και ομολογούν πίστη στον Ιησού Χριστό. Αμέσως τιμωρούνται παραδειγματικά και αυτοί. Παραδίδονται στις φλόγες και πεθαίνουν μαρτυρικά. 'Άλλα 400 ένδοξα στεφάνια φέρνουν οι άγγελοι από τον ουρανό για να στεφανώσουν τούς νέους αθλητές της πίστεως...
Έφθασε όμως και το τέλος του Όσιου. Ό Παφνούτιος θά σταυρωθεί όπως ό «Αρχηγός του», ό Ιησούς Χριστός. Γαλήνιος καί ατάραχος, μέ ευχαριστία προς τόν πανάγιο Θεό, πλησίασε τόν σταυρό του μαρτυρίου του. Ήταν ένας ξερός φοίνικας. Εκεί επάνω άπλωσαν καί κάρφωσαν τά χέρια του γενναίου αύτού όμολογητού. Εκεί παρέδωσε τό πνεύμα του. Καί από εκεί έδειξε σέ όλους μέ τό παράδειγμα του «πώς ένας άνθρωπος είναι δυνατόν παρακινούμενος άπό φλογερό ζήλο νά μπορεί μέ τή δύναμη του Θεού νά επηρεάζει στό καλό και νά μεταμορφώνει μιά ολόκληρη κοινότητα».
Ή Παράδοση αναφέρει ότι αμέσως μετά τήν εκπνοή του μάρτυρα βλάστησαν από τό άκαρπο δένδρο δώδεκα κλώνοι γεμάτοι καρπούς. Οί σταυρωτές του έγιναν καί αυτοί Χριστιανοί. Ή ψυχή του όσιομάρτυρος Παφνουτίου είχε πλέον πετάξει στόν ουρανό. Εμπρός του αντίκριζε πανευτυχής τό πρόσωπο του λατρευτού του Κυρίου, της Παναγίας, τών Αγίων, άλλά καί τών 546 συνολικά Μαρτύρων πού ό ίδιος μέ τή Χάρη του Κυρίου είχε οδηγήσει έκεί.
Όσιότητα, Ιεραποστολή, Μαρτύριο. Εΐναι τό τρίπτυχο της ζωής του αγίου Παφνουτίου. Αυτό άς είναι τό σύνθημα καί της δικής μας ζωής. Τό νέο εκκλησιαστικό έτος άνοιξε καί πάλι μπροστά μας. 'Άς τό βαδίσουμε σύμφωνα μέ τό πρότυπο της ζωής του Αγίου μας. Μέ αγώνα γιά όσιότητα καί εξαγνισμό, μέ δράση γιά ιεραποστολή καί γνωριμία τών ανθρώπων μέ τόν Σωτήρα Κύριο καί μέ διάθεση νά μαρτυρούμε γιά τόν Χριστό, δεχόμενοι ειρωνείες ή χλευασμό ή περιφρόνηση του κόσμου. Όλα μέ χαρά καί γιά τή δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιουν 29, 2013 9:07 am
από ΦΩΤΗΣ
Αγ. Προκόπιος της Βιάτκα ο Σιωπηλός ο δια Χριστόν Σαλός (+21 Δεκεμβρίου)

Εικόνα

Ό άγιος γεννήθηκε το 1568 στο χωριό Κοριανκισκόι στη Ρωσική πόλη Βιάτκα. "Οταν ήταν σε ηλικία 12 χρονών κτυπήθηκε από ένα κεραυνό πού τον άφησε αναίσθητο και ακολούθως σε πολύ κακή κατάσταση, τον πήγαν στον ηγούμενο της μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου μετέπειτα άγιο Τρύφωνα (8 Όκτωβρίου), ό όποιος προσευχήθηκε και τον γιάτρεψε. Το γεγονός το συγκίνησε και φεύγοντας από τους γονείς του πήγε σε ένα γειτονικό χωριό στο ναό της αγίας Αικατερίνης, οπού υπηρέτησε τον έκεΐ ναό κοντά στον Ιερέα Ίλαρίωνα.

Οι γονείς του, Μάξιμος και Ειρήνη ήταν φτωχοί αγρότες και μόλις ο Προκόπιος έφτασε στην ηλικία των 20 χρόνων, θέλησαν να τον παντρέψουν με μια κοπέλα της αρεσκείας τους. Ό άγιος θέλοντας να αποφύγει έφυγε για την πόλη Βιάτκα, οπού έκανε τον τρελό. Αργότερα αποφάσισε να υποδυθεί τη δια Χριστόν σαλότητα και έτσι άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους ημίγυμνος και να κοιμάται οπουδήποτε έκτος από κρεβάτι. Σταμάτησε να μιλά και συνεννοούνταν με τους άλλους μόνο με νοήματα ή σημάδια πού έκανε με τα χέρια του. Μιλούσε μόνο με τον πνευματικό του πατέρα, ιερέα Ιωάννη του ναού της Αναλήψεως, που ήταν και ο μόνος πού γνώριζε για την άσκηση του, εξάλλου ήταν και ο μόνος πού τον είχε ακούσει να μιλάει. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Προκόπιος εξομολογούνταν και κοινωνούσε κάθε Κυριακή απαραίτητα. Όταν του έδιναν ρούχα τα έδινε αμέσως στους φτωχούς. Έτσι τριγυρνούσε πεινασμένος, περιφρονημένος και γυμνός υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Είχε το προορατικό χάρισμα και προέβλεπε διάφορες συμφορές ή γεγονότα προειδοποιώντας τους ανθρώπους με τον δικό του τρόπο.
Εκοιμήθη ειρηνικά στις 21 Δεκεμβρίου 1627 και θάφτηκε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης Βιάτκα. Μετά την 3η Μαρτίου 1666 άρχισε να γίνεται πιο γνωστός όταν θεράπευσε κάποια Μάρθα η οποία υπέφερε από κάποια σοβαρή ασθένεια και στην οποία ο άγιος είχε εμφανιστεί σε όραμα. Στο τέλος του 17ου αιώνα γράφτηκε ο βίος του αγίου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιουν 30, 2013 12:51 pm
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ
ΤΟΥ Γ. Π. ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Εικόνα

Ο άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε στην Ιθάκη περί το 1405-1410. Το όνομά του ήταν Γεώργιος. Ο πατέρας του Διονύσιος και η μητέρα του Μαρία του μετέδωκαν τη θερμή πίστη και αγάπη στο Χριστό και έτσι 16 μόλις ετών ήρθε στην Αθήνα και έγινε μοναχός και αργότερα ιερεύς, και πήρε το όνομα Ραφαήλ. Για ανώτερες θεολογικές σπουδές ήλθε στη Γαλλία και επέστρεψε στην Αθήνα με ένα φίλο και συσπουδαστή που γνώρισε εκεί, το Νικόλαο από τη Θεσσαλονίκη.Στην Αθήνα ο Ραφαήλ ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στον παρά την Ακρόπολη ναό του αγίου Δημητρίου του Λαμπαδιάρη΄
Ο Νικόλαος χειροτονήθηκε και αυτός διάκονος και φαίνεται ότι δεν εγκατέλειψε ποτέ το φίλο του Ραφαήλ. Μαζί τους βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν για εκκλησιαστικές υποθέσεις, μαζί αργότερα στη Θράκη, όπου πληροφορήθηκαν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, αφού έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τόπο ελεύθερο και ασφαλέστερο για να μονάσουν, ήρθαν στη Μυτιλήνη. Ζήτησαν κάποιο μοναστήρι για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Και σαν τέτοιο τους συνέστησαν το παλαιό και κατεστραμμένο από πειρατές κατά το έτος 1235 μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, στο οποίο ζούσε ένας και μόνο μοναχός, ο Ρουβείμ.
Εκεί οδήγησε τα βήματά τους ο Θεός. Εκεί θέλησε να ζήσουν και να αγιάσουν τον τόπο μας με τα μαρτυρικά τους αίματα.
Δεν άργησε να εκραγεί στην περιοχή της Θερμής κάποιο κίνημα και οι υπόνοιες των Τούρκων ότι στο μοναστήρι κρύβονται και περιθάλπονται οι επαναστάτες, έκαμαν να ξεσπάσει όλη η εχθρότητα και εξοντωτική μανία τους στο Ραφαήλ, που είχε γίνει ηγούμενος της μονής, το Νικόλαο και άλλους, που βρέθηκαν στη μονή ή συνέλαβαν και οδήγησαν σ' αυτήν οι Τούρκοι, για να ανακρίνουν και τελικά να θανατώσουν. Ήταν ο πρόεδρος της κοινότητας Θερμής Βασίλειος, η σύζυγος του και η κόρη τους Ειρήνη ηλικίας ένδεκα ετών, και ο δάσκαλος της κοινότητας Θεόδωρος.
Η ανάκριση και οι βασανισμοί άρχισαν τη Μ. Πέμπτη, μόλις τέλειωσε η θεία Λειτουργία και βάσταξαν μέχρι την Τρίτη της Διακαινησίμου, κατά την οποία όλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Πρώτα έκοψαν το χέρι της κόρης του προέδρου Ειρήνης μπροστά στα μάτια του πατέρα και της μητέρας της, για να τους αναγκάσουν να μαρτυρήσουν τους επαναστάτες, και στη συνέχεια έκαψαν την Ειρήνη μέσα σ' ένα μεγάλο πιθάρι της μονής που βρίσκεται σήμερα μέσα στο ναό. Αμέσως κομμάτιασαν κυριολεκτικά τους γονείς της και αποκεφάλισαν το δάσκαλο Θεόδωρο.
Ο διάκονος Νικόλαος δεμένος σε κορμό δένδρου, εξαντλημένος από τα φρικτά βασανιστήρια και βλέποντας τη σφαγή των άλλων δεν άντεξε, έπαθε συγκοπή καρδιάς. Ο άγιος Ραφαήλ υπέφερε τα πάνδεινα. Τον θανάτωσαν, αφού τον πριόνισαν από το στόμα.
Ήταν Τρίτη Διακαινησίμου (Λαμπροτρίτη) 9 Απριλίου 1463. Οι τύραννοι έβαλαν φωτιά και κατέκαψαν το μοναστήρι, ενώ έξω αφήκαν άταφα εδώ και εκεί σε φρικτή κατάσταση τα λείψανα των μαρτύρων, τα όποια έθαψαν αργότερα κάτοικοι της Θερμής, που ανέβηκαν στο μοναστήρι, παρά την τρομοκρατία των ημερών εκείνων.
Στον τόπο του κατεστραμμένου μοναστηρίου δεν υπήρχε τίποτε εκτός από ένα μικρό ετοιμόρροπο εκκλησάκι, στο οποίο ανέβαιναν να λειτουργήσουν κάθε Λαμπροτρίτη οι κάτοικοι της Θερμής. Χωρίς να ξέρουν το γιατί γιόρταζαν αυτή και όχι άλλη μέρα. Και η τοποθεσία είχε πάρει το όνομα «Καλόγερος», γιατί πολλοί έβλεπαν να περιφέρεται εκεί μια σκιά, σαν να ήταν ένας ψηλός κατά το ανάστημα καλόγερος.
Το 1959 θέλησαν οι ευσεβείς ιδιοκτήτες του ελαιοκτήματος Άγγελος και Βασιλική Ράλλη, να χτίσουν στην ίδια θέση, που ήταν το παλιό και ετοιμόρροπο, ένα νέο εκκλησάκι. Έτσι στις 29 Ιουνίου του 1959 άρχισαν οι εργασίες αλλά στις 3 Ιουλίου και σε αρκετό βάθος, που έσκαβαν, για να ανοίξουν τα θεμέλια, βρέθηκε ένας τάφος σχηματισμένος με πέτρες άπλες και οστά που φαινότανε να ήταν πολλών ετών.
Η ιδιοκτήτρια του ελαιοκτήματος έγραψε τότε σχετικά με την εύρεση του τάφου στον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου, που ζητούσε πληροφορίες για να γράψει στο βιβλίο του «Σημείο Μέγα» τα παρακάτω:
«Ήρχισε το άνοιγμα των θεμελίων. Εις το μέσον του ναϋδρίου υπήρχε μια πέτρα, την οποία, όταν πήγαν να βγάλουν οι εργάτες, είδαν ότι προχωρούσε καθέτως σε μεγάλο βάθος, ως να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα. Στο τέλος σταματούσε πάνω σε μια πλάκα, κάτω από την οποία υπήρχε μνημείον με ανθρώπινον σκελετόν άθικτον. Η κεφαλή απείχε 30 πόντους από το κυρίως σώμα, έλειπε δε η κάτω σιαγών. Ήταν τα χέρια σταυρωμένα και είχε στο στόμα κεραμίδι με χαραγμένο σταυρό. Οι εργάτες έβγαλαν τα οστά και τα έθεσαν στη ρίζα ενός δένδρου, όπου και παρέμειναν έως δέκα ημέρες. Η εύρεσις έγινε εις τις 3 Ιουλίου. Από εδώ αρχίζει η ιερά υπόθεσις των αγίων...».
Αυτές τις δέκα ημέρες άρχισαν τα παράδοξα φαινόμενα, κρότοι ανεξήγητοι, οράματα πολλά σε πολλούς, που ούτε για τη θρησκευτικότητα τους ήταν γνωστοί, μάλλον δε σε μερικούς το αντίθετο συνέβαινε, όνειρα πολλά ανδρών και γυναικών, αποκαλύψεις, οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να γίνουν ανασκαφές, για την εύρεση όλων των τάφων και των λειψάνων των αγίων και άλλων αντικειμένων, αποκαλύψεις που εξιστορούσαν λεπτομερέστατα όλη την ιστορία του Αγίου Ραφαήλ, όλες τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου των αγίων, την ιστορία της Ιεράς μονής πριν την καταστροφή της (1235) και ύστερα απ' αυτήν και όλα αυτά τα επιβεβαίωναν τα ευρήματα των ανασκαφών που γινόταν σε αρκετή έκταση και αρκετό βάθος λόγω της ανισόπεδης έκτασης του κτήματος.
Σε διάστημα δύο ετών βρέθηκαν όλοι οι τάφοι, το πιθάρι που έκαψαν την Ειρήνη, ο τάφος της μοναχής Ολυμπίας, ηγουμένης κατά το 1235, η σιαγόνα του αγίου Ραφαήλ, που δεν βρέθηκε στον τάφο του αγίου αλλά σε άλλη θέση που υπέδειξε ο άγιος το άγιασμα, μετάλλινη εικόνα του Παντοκράτορα και άλλα ευρήματα.
Οι χιλιάδες των χριστιανών, που έρχονταν να προσκυνήσουν, ένοιωθαν ιερό δέος. Άρχισαν να γίνονται, ολονύκτιες αγρυπνίες, να ακούονται τη νύχτα στον προ ολίγου έρημο αυτόν τόπο ψαλμωδίες όλου του πλήθους των ευσεβών προσκυνητών και να φαίνεται στο σκοτάδι της νύχτας το φαντασμαγορικό θέαμα χιλιάδων κεριών στα χέρια των χριστιανών, που κατέκλυζαν όλη την έκταση πάνω και γύρω από τους ανοιγμένους τάφους των αγίων.
Τα θαύματα, πολλά και μεγάλα, επιβεβαίωναν την αγιότητα των ιερών λειψάνων και μετέφεραν την ευλογία του Θεού όχι μόνο σ' αυτούς, που έρχονταν στο νησί να προσκυνήσουν τους αγίους, αλλά και πολύ μακριά απ' αυτό, στην Αμερική, στην Αυστραλία σε ανθρώπους που ούτε είδαν ούτε άκουσαν, ούτε φαντάστηκαν ποτέ την ύπαρξη των αγίων της Λέσβου.
Η θερμή αυτή πίστη των χριστιανών, τα θαύματα, η προσέλευση προσκυνητών ανήγειραν μέσα σε λίγα χρόνια τον περίλαμπρο ναό των αγίων και τα κτίρια της Ιεράς Μονής, η οποία σήμερα αποτελεί πανελλήνιο προσκύνημα.



ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Εν Λέσβω αθλήσαντες υπέρ Χριστού του Θεού,
αυτήν ηγιάσατε τη των λειψάνων υμών
ευρέσει μακάριοι·
όθεν υμάς τιμώμεν, Ραφαήλ θεοφόρε,
άμα σύν Νικολάω και παρθένω Ειρήνη,
ως θείους ημών προστάτας
και πρέσβεις προς Κύριον.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιούλ 01, 2013 8:52 pm
από ΦΩΤΗΣ
Άγιος Σάββας

Εικόνα

1. Παιδική Ηλικία του Αγίου Σάββα, και αποταγή του κόσμου. Ασκητικοί αγώνες εις την Μονήν των Φλαβιανών (439-456)

Ο Όσιος Πατήρ ημών Σάββας ο Ηγιασμένος εγεννήθη κατά το έτος 439 από της Χριστού Γεννήσεως υπό γονέων ευσεβών και πλουσίων, του Ιωάννου και της Σοφίας, εις την κώμην Μουταλάσκην της Καππαδοκίας. Ο πατήρ του, στρατιωτικός ων και αναγκασθείς να μεταβή μετά της συζύγου του Σοφίας εις την Αλεξάνδρειαν δια υπηρεσιακούς λόγους, ανέθεσε την ανατροφήν του μικρού Σάββα εις τον εκ μητρός θείον του Ερμίαν, ότε ο Άγιος ήτο πέντε μόλις ετών.
Μετ' ολίγον καιρόν, δυσαρεστηθείς ο Σάββας από την συμπεριφορά της συζύγου του θείου του και από την επακολουθήσαν διαμάχην μεταξύ των θείων του Ερμίου και Γρηγορίου δια την ανατροφήν του και την διαχείρισιν της περιουσίας των γονέων του περιφρόνησε τον κόσμον και ενετάγη εις μοναστήριον πλησιόχωρον της γενέτειράς του ονομαζόμενον «Φλαβιαναί». Εκεί επεδόθη αφ' ενός εις την εκμάθησιν του ψαλτηρίου και των μοναχικών υποχρεώσεων, αφ' ετέρου εις την άσκησιν των θεοειδών αρετών και διέπρεψεν εις την εγκράτειαν, την σωματικήν κακοπάθειαν, την ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν, δια των οποίων εφάνη υπέρτερος πάντων των συμοναστών του, εξήκοντα ή και εβδομήκοντα τον αριθμόν. Θέλων δε ο Θεός να προμηνύση την αγιότητα, εις την οποίαν θα έφθανεν ο Σάββας, τον εχαρίτωσε με ακράδαντον και θαυματουργόν πίστην: κάποτε εισήλθεν εις ανημμένον φούρνον, αφού καθωπλίσθη δια του σημείου Σταυρού, και σώος και αβλαβής εξήγαγε αβλαβή τα ενδύματα, τα οποία ο αρτοποιός είχεν λησμονήσει.

2. Μετάβασις εις Παλαιστίνην. Άσκησις εις το κοινόβιον του Αγ. Θεοκτίστου και πλησίον του Μ. Ευθυμίου (456-473)
Έχων συμπληρώσει εν ταις Φλαβιαναίς δέκα έτη αγώνων, εζήτησε από τον Ηγούμενον ευλογίαν, δια να απέλθη οριστικώς εις την Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ, καθόσον επεθύμει να αναβαίνη διαρκώς από δόξης εις δόξαν, ησυχάζων εις την έρημον. Ο Ηγούμενος του παρέσχε την άδειαν έπειτα από θεϊκήν οπτασίαν, και ούτως ο Σάββας, εις ηλικίαν δεκαοχτώ ετών, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα και εφιλοξενήθη εις την Μονήν του Αγίου Πασσαρίωνος, όπου και διήλθε τον χειμώνα του έτους 456 προς 457 μ.Χ. Παρά τας προτροπάς του Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου και ετέρων αδελφών να μείνη πλησίον των, ο Σάββας είχε διαρκώς κατά νουν να συναριθμηθή με τους αναχωρητάς, οι οποίοι ησκούντο υπό την εποπτείαν του θαυματουργού και λάμποντος φωστήρος Ευθυμίου του Μεγάλου, δια τούτου δε έλαβε την ευλογία από τον Ελπίδιον και μετέβη προς συνάντησιν του Μ. Ευθυμίου.
Ο Ευθύμιος αρνήθη να κρατήση τον Σάββαν εις την Λαύραν του, αντιθέτως απέστειλεν αυτόν εις την Μονήν του Αββά Θεοκτίστου, μηνύων εις εκείνον να φροντίση τον Σάββαν, διότι ούτος θα εγίνετο διαπρεπής εις την μοναστικήν ζωήν, αυτό το έπραξεν ο Μ. Ευθύμιος, δια να δώση και εν υπόδειγμα εις τον Σάββαν να μη δέχηται νέους αγενείους, όταν θα ίδρυε την ιδικήν του περιφανή Λαύραν και θα καθίστατο νομοθέτης και αρχηγός πάντων των κατά Παλαιστίνην αναχωρητών. Ο νεαρός Σάββας εδέχθη την οδηγίαν του Μ. Ευθυμίου ως θέλημα θεού και εισελθών εις την υπακοήν του Αββά Θεοκτίστου ενέτεινε τους προτέρους του αγώνας, εις την νηστείαν, αγρυπνίαν, ταπεινοφροσύνην και υπακοήν προσέθεσε την αγάπην και επιτηδειότητα εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας, την αποδοτικωτάτην διακονίαν και εξυπηρέτησιν των λοιπών μοναχών, εν γένει δε διαγωγήν παντελώς άψογον.
Με τοιάυτην θαυμαστήν πολιτείαν διήνυσεν ο Άγιος Σάββας δέκα έτη, μέχρι θανάτου του αγίου Θεοκτίστου, και ακόμη δύο, μέχρι της κοιμήσεως του διαδόχου του θεοκτίστου, Μάριδος. Από τον νέον Ηγούμενον Λογγίνον ο Άγιος εζήτησε να του επιτρέψη την ησυχαστικήν ζωήν, έχων ο Λογγίνος κατά νούν την υψηλοτάτην αρετήν του Σάββα, λαβών δε και την σύμφωνον γνώμην του Μ. Ευθυμίου του την επέτρεψεν, έκτοτε και επί πέντε έτη ο Άγιος Σάββας διέμενε κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδας νήστις εις εν σπήλαιον νοτίως της Μονής, εις το οποίον προσηύχετο και ειργάζετο, μόνον δε κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς επέστρεφεν εις την Μονήν, δια να μεταφέρη το προϊόν του εργοχείρου του και να λάβη μέρος εις τας κοινάς προσευχάς. Καθ' όλην την Τεσσαρακοστήν, ο Άγιος Σάββας διέμενε μετά του Μ. Ευθυμίου και του μακαρίου Δομετιανού, μαθητού εκείνου, εις την πανέρημον του Ρουβά, μεταξύ του χειμάρρου των Κέδρων και της Νεκράς θάλασσας, εν νηστεία, ολιγοποσία, προσευχή και αγρυπνία. Την συμήθειαν αυτήν διετήρησεν ο Άγιος και εις τα μετέπειτα έτη. Εις τας 20 Ιανουαρίου του 473 ο μέγας πατήρ ημών Ευθύμιος εκοιμήθη εν ειρήνη.


3. Απομόνωσις του Αγίου Σάββα εις την έρημον. Ίδρυσις της Ιεράς Λαύρας και ανάδειξις του Αγίου εις αρχηγών των αναχωρητών (473-493)
Τότε ο Άγιος Σάββας, κατά το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, δεν ηθέλησε να επιστρέψη εις το κοινόβιον, άλλ' απήλθε προς την ανατολικήν έρημον του Ρουβά και Κουτυλά, την ιδίαν περίοδον κατά την οποίαν ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης έλαμπεν εν τη ερήμω του Ιορδάνου. Εις την έρημον ταύτην, όπου συνεδέθη πνευματικώς και με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην μέσω του μοναχού Άνθου, διέμεινεν ο Άγιος Σάββας τέσσερα έτη. Τότε εκέρδισε την κατά των δαιμόνων και των θηρίων πλήρη αφοβίαν, άλλα και το σέβας των βαρβάρων, χάρις εις την εις Θεόν πίστην του και την αρετήν του. Μετά ταύτα, προσταχθείς υπό αγγέλου επάνω εις το όρος της Ευδοκίας, μετώκησεν εις την ανατολικήν πλευράν του Χειμάρρου των Κεδρών, εις σπήλαιον, το οποίον εως σήμερον δείκνυται ως το Σπήλαιον του Άγίου Σάββα, έναντι της Λαύρας. Μετά πέντε έτη, ήρχισαν να συναθροίζονται πλησίον του οι ερημίται και αναχωρηταί, ως εβδομήκοντα τον αριθμόν, άνδρες ουράνιοι και χαριτοφόροι, οι οποίοι απετέλεσαν και την πρώτην συνοδείαν της Λαύρας, εν έτει 483. Μετά την πρώτην οργάνωσιν της Λαύρας και την ανάβλυσιν αγιάσματος θαυματουργικώς, διά της προσευχής του Αγίου, ο άγιος Σάββας είδεν εις την δυτικήν όχθην, απέναντι του σπηλαίου του, να υψώνεται εώς τον ουρανόν στύλος πυρός. Ερευνήσας τον τόπον του θαύματος αυτού την επόμενη ημέραν, ανεύρε το θεόκτιστον σπήλαιον, το οποίον είχε κατάλληλον μορφήν δια να γίνη ναός. Αυτόν κατέστησε κέντρον της Λαύρας ο Αγ. Σάββας, οργανώσας και τας υπολοίπους υπηρεσίας. Η συνοδεία του έφθανε τότε τους εκατόν πενήντα μοναχούς.
Θα ήτο όμως αδύνατον να μη ενταθώσιν οι πειρασμοί και τα σκάνδαλα του διαβόλου, εναντίον ενός τόσον Θεϊκού έργου. Ο Άγιος Σάββας υπέστη την περιφρόνησιν και συκοφαντίαν εκ μέρους ιδικών του μοναχών, οι οποίοι εζήτησαν από τον πατριάρχην Σαλλούστιον την αντικατάστασιν του εις την ηγουμενίαν. Ο πατριάρχης Σαλλούστιος αντ' αυτού, γνωρίζων την αγιότητα του Σάββα, τον εχειροτόνησε πρεσβύτερον, και ενεκαινίασε την Θεόκτιστον Εκκλησία την 12ην Δεκεμβρίου του 491.
Η επί γής ουράνιος πολιτεία του Αγ. Σάββα εσυνεχίζετο: η προσέλευσις μοναχών, και δή Αρμενίων, ελκόμενων από το παράδειγμα του Αγίου, ηύξανε, το ίδιον και η άσκησις και τα θαύματα του Αγίου, ο οποίος κατά τας Μ. Τεσσαρακοστάς διήνυε εις την πανέρημον ζωήν υπεράνθρωπον. Εις την Λαύραν προσήλθεν ο οσιώτατος Ιωάννης, επίσκοπος Κολωνίας, ως απλούς μοναχός, ο οποίος αργότερον κατέστη περιβόητος δια την αρετήν του. Το 492 ο Άγιος Σάββας ήλθεν εις το φρούριον του Καστελλίου, εν τη ερήμω βορειοανατολικώς της Λαύρας και αφού εξεδίωξε τους δαίμονας, οι οποίοι ενεφώλευον εκεί, ωκοδόμησε κοινόβιον και ετοποθέτησε μοναστικήν αδελφότητα. Μετ' ολίγον καιρόν ο πατριάρχης Σαλλούστιος ανέδειξε τον μέν Σάββαν άρχοντα και νομοθέτην πάντων των αναχωρητών και κελλιωτών, των υπαγομένων εις την Αγίαν Πόλιν, τον δε Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην αρχηγόν και αρχιμανδρίτην πάντων των κοινοβίων. Δια τούτο ο Άγιος Σάββας έλεγε χαριέντως προς τον Θεοδόσιον ότι ο ίδιος ήτο «ηγούμενος ηγουμένων», ενώ ο Θεοδόσιος «ηγούμενος παιδίων», δηλαδή αρχαρίων.

4. Οικοδόμησις του Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αποχώρησις του Αγίου εκ της Λαύρας (494-508)
Το έτος 494 μ.Χ. ήρχισαν και αι εργασίαι ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεοτόκου, της οποίας τα εγκαίνια εγένεντο αρκετά έτη αργότερον, την 1ην Ιουλίου του ε΄τους 502 μ. Χ., διότι ο Θεόκτιστος Ναός και ο μικρός ευκτήριος οίκος δεν επήρκουν δια τας λατρευτικάς αν'αγκας της Λαύρας.
Ωστόσο οι μαθηταί, που είχον προ ολίγων ετών κατηγορήσει τον Άγιον, εστασίασαν και πάλιν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ηναγκλασθη ο Άγ. Σάββας, διά να μη τους παροξύνη επί πλέον, να αποχωρήση από την Λαύραν. Η απουσία του διήρκησε πέντε έτη (503-508 μ.Χ.), κατά τα οποία συνέστησε δύο νέα κοινόβια εις τα Γάδαρα και Νικόπολιν, εις τόπους όπου προσήρχοντο προς αυτόν πιστοί, δια να μονάσουν κοντά του. Τελικώς η αποκατάστασις του εις την θέσιν του Ηγουμένου είχεν ως αποτέλεσμα την φυγήν των στασιαστών από την Μεγίστην και την εγκαταβίωσιν των εις την Νέαν Λαύραν. Και όμως ο ανεξίκακος Άγιος και εκεί τους βοήθησε να κτίσουν και διοργανώσουν την Λαύραν των, εγκατέστησε δε εις αυτούς και Ηγούμενον αγιώτατον, τον Ιωάννην.

5. Ίδρυσις νέων Μονών, πρώτη μετάβασις εις Κωνσταντινούπολιν και αγών κατά του Μονοφυσιτισμού (509-516)
Τα επόμενα έτη ο Άγιος επεδόθη εις την καλλιέργειαν των πνευματικών του τέκνων. Συνέστησε μέχρι θανάτου του άλλας δύο λαύρας, την του Επταστόμου (512 μ.Χ.) και την του Ιερεμίου (531μ.Χ.), και άλλα δύο κοινόβια, το του Σπηλαίου (509μ.Χ.) και το του Σχολαρίου (512μ.Χ.), πλήν των ως άνω αναφρθέντων. Την τελευταίαν εικοσαετίαν της ζωής του ελάμπρυναν όμως και άλλαι θαυμασταί πράξεις, αι οποίαι έσχον τεράστιαν σημασίαν δια την εκκλησιαστικήν άλλα και παγκόσμιαν ιστορίαν. Υπό την πίεσιν των μεθοδεύσεων του μονοφυσίτου αυτοκράτορος Αναστασίου (491-518) και των πρωτοστατών του Μονοφυσιτισμού «Ακεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου και Σωτήρχου αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής περιήρχοντο σταδιακώς εις τας χείρας μονοφυσιτών επισκόπων. Ο Άγιος Σάββας, μετά από παρακίνησιν του Ορθοδόξου πατριάρχου Ιεροσολύμων Ηλία (494-516), μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν το 512, όπου κατώρθωσε διά της φήμης του άλλα και της αγιότητός του να πείσει τον αυτοκράτορα να αναστείλει την εξορίαν του Ηλία. Τότε το επόμενον έτος η εκτόπισης του Ορθόδοξου πατριάρχου ετέθη υπό του αυτοκράτορος εις εφαρμογήν, ο Άγιος Σάββας συνεκέντρωσεν εις Ιεροσόλυμα όλους τους μοναχούς της ερήμου, δια να προφυλάξη τον Ηλίαν, και αναθεμάτισε τους αιρετικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος. Παρόμοιαν κινητοποίησιν των ερημιτών εφήρμοσε τρία έτη αργότερον, το 516 μ. Χ., προκειμένου να στηρίξει εις την Ορθοδοξίαν τον νέον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, Ιωάννην Γ' (516-524), βοηθούμενος υπό του Αγ. Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Η κινητοποίησις αυτή διεφύλαξε την Εκκλησίαν Ιεροσολύμων εν ορθή πίστη. Καθ' ήν στιγμήν αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρίας και αντιοχείας είχον περιέλθει υπό μονοφυσίτας πατριάρχας. Μετ΄ολίγον η Ορθοδοξία αποκατεστάθη πανταχού.

6. Συνέχισης της οσιακής του Αγίου Σάββα ζωής. Συνάντησις μετά του Ιουστινιανού εν Κωνσταντινούπολει. Κοίμησις του Αγίου (516-532)
Η Δευτέρα μετάβασις του Αγίου Σάββα εις την Βασιλεύουσαν έλαβε χώραν περίπου είκοσιν έτη μετά την πρώτην, το 530 μ. Χ., όταν ο Άγιος ήτο ενενήκοντα ετών. Ο Άγιος επέτυχεν εκεί την απαλλαγήν της Παλαιστίνης από τα σκληρά μέτρα, τα οποία ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ήθελε να επιβάλλει συνέπεια των ταραχών, τας οποίας είχε προκαλέσει η εξέγερσις Σαμαρειτών και Ιουδαίων (529). Ο Άγιος παρώτρυνε ακόμη τον ευσεβή βασιλέα, ο οποίος είχεν αντιληφθεί ο ίδιος δι' οπτασίας την αγιότητα του Σάββα, να προβεί εις δίωξιν των αιρέσεων Αρείου, Νεστορίου και Ωριγένους και εις κοινωφελή έργα εις την Παλαιστίνην, έναντι των οποίων θα απεκόμιζεν επέκτασιν της αυτοκρατορίας εις την Αφρικήν και Ιταλίαν. Πράγματι η προφητεία και ευλογία αυτή του Αγ. Σάββα εξεπληρώθη . Αι νίκαι των στρατηγών Βελισσαρίου και Ναρσή έφεραν και πάλιν τα δυτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας υπό τον αυτοκράτορα της Πόλεως. Τοσαύτη ήτο η προφητική χάρις του Αγίου Σάββα.
Πόσα εκ των θαυμάτων του Αγίου δύναται κάποιος να διηγηθή και ποιόν να θαυμάσει πρώτον. Η χάρις του έφθασε και εώς του να λύση με την προσευχή του πενταετή ανοβρίαν εις Ιεροσόλυμα, την οποίαν είχε προκαλέσει η άδικος εκτόπισις του πατριάρχου Ηλία και η δι' αυτήν οργή του Θεού (520 μ.Χ.). Όμως η επιστροφή του εκ της Βασιλευούσης εσήμανε και την αρχήν του τέλους της επιγείου πολιτείας του. Ο Όσιος Πατήρ ημών Σάββας ο Ηγιασμένος ανεπαύθη εκ των κόπων του εν Κυρίω την 5ην Δεκεμβρίου του 532 μ. Χ. Είχε ζήσει εις το κοινόβιον των Φλαβιανών δέκα έτη, ως του 18ου έτους της ηλικίας του, δεκαεπτά έτη εις το κοινόβιον του Αγίου Θεοκτίστου εις την Παλαιστίνην, και πεντήκοντα εννέα έτη εις τας ερήμους και εις την Μεγίστην Λαύραν. Κατά το έτος 547 το τίμιον λείψανόν του ευρέθη εντός του μνήματος σώον και αδιάλυτον, μετεφέρθη δε εις Κωνσταντινούπολιν πολλούς αιώνας αργότερον και εκείθεν υπό τους Σταυροφόρους εις Ενετίαν το 1204. Το 1965 επεστράφη οριστικώς εις την Μεγίστην αυτού Λαύραν. Η πρωτοφανής απήχησις της ζωής του εις τους πιστούς έσχεν ως αποτέλεσμα την συγγραφήν του Βίου του υπό Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου ήδη κατά το 557 μ. Χ.
Εφ΄όσον κατά τους αψευδείς λόγους του Κυρίου Ιησού Χριστού το ποιόν των ανθρώπων γνωρίζεται από τους καρπούς των, η περαιτέρω πορεία της Ιεράς και Μεγίστης του Οσίου Σάββα Λαύρας αποτελεί καρπόν της θεϊκής αρετής του Αγίου και απόδειξιν της δόξης και παρρησίας, ας εύρε πλησίον του Θεού, διά των οποίων σώζει άχρι τούδε το κυριότερον μοναστικόν καθίδρυμα της κατά Ιουδαίαν ερήμου. Αληθώς προκαλούν τον θαυμασμόν, όχι μόνο τα απειράριθμα θαύματα του Οσίου άλλα και η απήχησις της μοναστοκής ζωής της Λαύρας του, η οποία απετέλεσε πρότυπον και καθοριστικόν παράγοντα εις την διαμόρφωσιν της μοναχικής ζωής και της λατρευτικής τάξεως της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας, εκτός του ότι πρόσφερε πληθύν αγίων ανδρών, γνωστών και αγνώστων, ανάμεσον των οποίων διαλάμπει ιδιαιτέρως ο μέγιστος θεολόγος του 8ου αι. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η τιμή του Αγίου Σάββα διεδόθη τάχιστα από την Ρώμην ως και τον Καύκασον Γεωργίαν. Οι διάδοχοί του εις την Ηγουμενίαν ανέδειξαν την Λαύραν προπύργιον της Ορθοδοξίας εις την Παλαιστίνην κατά του Ωριγενισμού, Μονοθελητισμού, Εικονομαχίας και Παπισμού με πανορθόδοξον εμβέλειαν. Μετά τους μέσους χρόνους η Λαύρα ανεδείχθη ακόμη και παιδευτήριον της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, τα μέλη της οποίας ελάμβανον εν τη Λαύρα προπαιδείαν της μοναχικής πολιτείας και πείραν των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Πάντα ταύτα οφείλονται εις την πρεσβείαν και το παράδειγμα του Αγίου Σάββα: « Λαμπρά του πεφωτισμένου πατρός ημών Σάββα τα θεία χαρίσματα, η μέν πολιτεία ένδοξος, ο δε βίος ενάρετος και η πίστις ορθόδοξος. Και τούτο μέν εκ μέρους ήδη διά των ειρημένων απεδείχθη».

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιούλ 02, 2013 11:25 am
από ΦΩΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Εικόνα

Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ γεννήθηκε στο Κούρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759, στην οικογένεια του εμπόρου Ισίδωρου Μονχίν. Με τη βάφτιση του ονομάστηκε Πρόχορος, το όνομα του Αγίου στον οποίο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης υπαγόρευσε στην Πάτμο τις τελευταίες αποκαλύψεις
του Αγίου Πνεύματος που περιέχονται στην Αγία Γραφή. Τα πρώτα χρόνια στο μοναστήρι ήταν τα πιο σκληρά. Πέρασαν οχτώ από την είσοδο του όπου ήταν έτοιμος να φορέσει το μοναχικό σχήμα. Στις 13 Αυγούστου 1786 γίνεται μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου χειροτονήθηκε διάκονος. Στις 20 Νοεμβρίου 1794, σε ηλικία τριάντα πέντε χρονών άφησε το μοναστήρι για την έρημο για μια πιο αφοσιωμένη στο Θεό ζωή.
Το ερημητήριο του, ήταν έξη χιλιόμετρα μακρυά από το μοναστήρι. Σε ένα ύψωμα πάνω από τον ποταμό Σαρόβσκα, καμωμένη από στρογγυλά κούτσουρα. Γύρω από το ερημητήριο ένας λαχανόκηπος. Κάθε Σάββατο ο Σεραφείμ κατέβαινε στο μοναστήρι για να πάρει πνευματική και υλική τροφή, το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού και ψωμί για μια εβδομάδα. Το ψωμί συνόδευαν λαχανικά που έκοβε από τον κήπο του. Με τον καιρό του έφταναν μόνο τα λαχανικά. Ύστερα προς μεγάλη έκπληξη των αδελφών, σταμάτησε να τρώει και χόρτα. Τρεφόνταν μόνο με ένα χόρτο που λεγόνταν αιγοπόδιο. Το μήνυμα του Οσίου Σεραφείμ για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος γράφτηκε στα απομνημονεύματα του Νικόλαου Μοτοβίλωφ, και διαφυλάχτηκε στο Ντιβεγιέβο, και από εκεί διαχύθηκε και διαχέεται σε όλο τον κόσμο. Την 1η Ιανουαρίου 1833, Κυριακή ο στάρετς ήρθε στο ναό και κοινώνησε στη θεία λειτουργία. Ασπάστηκε τους αδελφούς, τους ευλόγησε και αποσύρθηκε στο κελί του σέρνοντας με βία τα πόδια του. Εκεί όλη μέρα δεχόνταν πολύ κόσμο. Το βράδυ ο αδελφός Παύλος του γειτονικού κελιού, τον άκουσε να ψέλνει. Στις έξη περίπου το πρωί ενώ ετοιμαζόταν για τη θεία λειτουργία ο αδελφός Παύλος, αισθάνθηκε μία μυρουδιά καπνού να έρχεται από την είσοδο. Βγήκε τότε μέσα στο σκοτάδι και διακρίνοντας κάτι μοναχούς που πήγαιναν στην εκκλησία, άρχισε να φωνάζει: Αδελφοί και Πατέρες μου μυρίζει καπνός δεν ξέρω τι καίγεται. Έτρεξαν τότε οι αδελφοί και όρμησαν στο κελί του φτωχού Σεραφείμ. Ένα κερί έκαιγε αργά κάτι βιβλία και κομμάτια από πανί. Τότε είδαν τον άνθρωπο του Θεού γονατιστό μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Μπροστά του ανοιχτό το Ευαγγέλιο, και τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος κάτω από το μεγάλο χάλκινο σταυρό, τη μητρική ευλογία. Δοκίμασαν να τον ξυπνήσουν τα μάτια του όμως παρέμειναν κλειστά. Ο στάρετς Σεραφείμ είχε κοιμηθεί έν Κύριω.