Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Διδακτικές Ιστορίες

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Η χήρα μάνα και το καλάθι
Εικόνα
π. Ευέλθοντος Χαραλάμπους

Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.

Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που είχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.

Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».

Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.

Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.
http://www.isagiastriados.com/2012-02-2 ... CE%B9.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο ΦΤΩΧΟΣ ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ
Εικόνα
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, ζούσε στην Πόλη ένας καλός και ευσεβής άνθρωπος. Δούλευε στο Παλάτι σαν βασιλικός γραμματικός. Είχε ένα όμορφο σπίτι, πολλούς υπηρέτες και μεγάλα κτήματα έξω από τη βασιλεύουσα. ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε πολύ και τον καλούσε συχνά στα συμπόσια και στις διασκεδάσεις του. Εκείνος πήγαινε για να μη προσβάλει το βασιλιά, όμως ήξερε καλά πως τα μεγαλεία του κόσμου είναι προσωρινά. Ήθελε να μάθει πώς θα μπορούσε να κερδίσει τα αιώνια.
Ένα δειλινό λοιπόν, μέρα Παρασκευή, καθώς περνούσε πεζός έξω από την Παναγία των Χαλκοπρατείων, πρόσεξε πως η εκκλησία ήταν ανοιχτή. Γυναίκες και άντρες, σεμνά ντυμένοι, μπαίνανε κάνοντας το σταυρό τους, ενώ η γλυκειά ψαλμωδία ακουγόταν ίσαμε έξω. Έστειλε στο σπίτι τον υπηρέτη που τον συνόδευε και μπήκε στην εκκλησία. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ήταν ολοκαίνουργια. Η Αυγούστα Πουλχερία είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη κι έτσι δεν έλειπε τίποτα από το ναό. Εκείνη την ώρα λιγοστές λαμπάδες και ταπεινά κεράκια φώτιζαν απαλά τον ιερό χώρο και τις μορφές, που, όρθιες ή γονατισμένες προσεύχονταν.. Βρήκε ένα άδειο στασίδι κι ακούμπησε. Κατάλαβε πως τελούσαν αγρυπνία. Γνωστές προσευχές ανέβηκαν αυθόρμητα στα χείλη του, η ψυχή του άρχισε να γαληνεύει, διώχνοντας μακριά τις κοσμικές έγνοιες. Συνεπαρμένος από την κατάνυξη, που βασίλευε ολόγυρα του, σιγόψελνε τα τροπάρια και σιγομουρμούριζε τις ευχές. και κάποια στιγμή, το βλέμμα του, σαν μαγνητισμένο, έπεσε σε μια προσευχόμενη μορφή: ήταν ένας άντρας μεσόκοπος, φτωχοντυμένος, που δεότανε με ιδιαίτερη θέρμη. Πεσμένος στα γόνατα, με τα μάτια στραμμένα ψηλά, έστελνε στον Παντοδύναμο τις ικεσίες του. Δάκρυα αυλάκωναν τα σκαμμένα του μάγουλα. η στάση του μαρτυρούσε πολλή ευλάβεια και ταπείνωση.

με το πρώτο φως της αυγής, τέλειωσε η αγρυπνία. ο βασιλικός γραμματικός δε βιάστηκε να βγει. Περίμενε να δει τι θα κάμει ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος. Κάποια στιγμή τον είδε να συνέρχεται από τη βαθειά κατάνυξη και να κατευθύνεται στην έξοδο. Σπρωγμένος από ανεξήγητη περιέργεια, τον ακολούθησε. Βγήκαν από την εκκλησία και τους τύλιξε η πρωινή δροσιά. ο άνθρωπος τράβηξε κατά το Δίππιο, όπου ήταν ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστός. Όμως ο άνθρωπος στάθηκε μπροστά στην κεντρική θύρα, έκαμε τρεις μετάνοιες, αυτοσυγκεντρώθηκε για λίγα λεπτά —σίγουρα προσεύχεται, σκέφτηκε ο γραμματικός που τον ακολουθούσε – και οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σα να τις κινούσε αόρατο χέρι! ο άγνωστος μπήκε στο ναό.
Τι είναι τούτο! σάστισε ο γραμματικός, μη πιστεύοντας τα μάτια του. η περιέργειά του είχε κορυφωθεί.
Περίμενε υπομονετικά. Λιγοστοί διαβάτες τον κοίταζαν, εντυπωσιασμένοι από το αρχοντικό του ντύσιμο, τον προσπερνούσαν, σίγουρα απορώντας πώς ένας άνθρωπος της τάξης του, βρισκόταν τέτοια ώρα έξω ολομόναχος. Μόνο το χρυσό του δαχτυλίδι άξιζε μια μικρή περιουσία. Ωστόσο, εκείνος αδιαφορούσε. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στις θύρες της εκκλησίας, που άνοιξαν πάλι με τρόπο θαυματουργικό, για να βγει ο άγνωστος. Κι έκλεισαν πίσω του μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ο άνθρωπος βάδισε προς το σταυροδρόμι, χωρίς να υποψιάζεται πως τον ακολουθούν, Έστριψε σ’ ένα στενό σοκάκι, στάθηκε μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο, έσπρωξε την παμπάλαιη πόρτα και μπήκε.
«Ώστε εδώ κάθεται», συμπέρανε ο βασιλικός γραμματικός και γύρισε στο αρχοντικό του προβληματισμένος.
Πέρασε το Σαββατοκύριακο με πολλή δουλειά στο Παλάτι. Όμως την αυγή της Δευτέρας, ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί βγήκαν να κυνηγήσουν. Βρήκε λοιπόν τον καιρό, να περάσει μονάχος από το σπίτι του ανθρώπου εκείνου. Στο κατώφλι στεκόταν μια νοικοκυρεμένη γυναίκα κι έστριφτε το αδράχτι της.
Πού είναι ο άνθρωπος που μένει εδώ; τη ρώτησε.
Λιγάκι σαστισμένη από την εμφάνιση κι από τον τόνο της φωνής του, τον κοίταζε, σαν να μη καταλάβαινε πώς μιλούσε σ’ εκείνη.
Τον άντρα μου εννοείς, κύριέ μου; κατάφερε να ψελλίσει.
Δεν ξέρω αν είναι άντρας σου, εγώ γυρεύω τον άνθρωπο που μένει εδώ.
Μόνο ο άντρας μου κι εγώ μένουμε εδώ, κύριέ μου. Είναι τσαγκάρης κι έχει πάει στην αγορά να πουλήσει τα παπούτσια που έφτιαξε την περασμένη βδομάδα. Μπορείς να μου πεις τι τον θέλεις;
Θέλω να του παραγγείλω παπούτσια.
Τότε μπορείς να τον περιμένεις ή να αφήσεις παραγγελία.
Ο γραμματικός σκέφτηκε λιγάκι. Τελικά έβγαλε από το πουγκί του ένα νόμισμα και το έδωσε στη γυναίκα.
Θα τον περιμένω, εξήγησε. Εσύ ωστόσο πήγαινε να ψωνίσεις κάτι να φάμε.
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη.
Το χαμόσπιτό μας, κύριέ μου, Δεν είναι για σένα, είπε. Φαίνεσαι αρχοντομαθημένος. Εδώ μέσα θέλεις να φας;
Γιατί όχι; της αντιγύρισε. το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, Δεν μπορώ να πάω και να ξαναγυρίσω.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι υποταγμένη. Πήγε στην κοντινή αγορά και γύρισε φορτωμένη ψωμί, τυρί, ψάρια και φρούτα. Ώσπου να ετοιμαστεί το φαί, γύρισε κι ο τσαγκάρης. Σάστισε μόλις είδε τον ξένο να περιμένει υπομονετικά, καθισμένος στο μοναδικό σκαμνί. Χαιρέτισε ταπεινά.
Στη διάθεσή σου, άρχοντά μου. Τι προστάζεις;
Θέλω να μου φτιάξεις μερικά ζευγάρια παπούτσια για τους ανθρώπους μου.
Ο τσαγκάρης Δεν αποκρίθηκε αμέσως. Μια τέτοια παραγγελία ήταν ανέλπιστη, θα κέρδιζε τόσα, όσα Δεν κέρδιζε ολόκληρο το χρόνο. Κι όμως αντί να χαίρεται, ένιωθε αμήχανα.
Κύριέ μου, εγώ φτιάχνω χοντροπάπουτσα για χωριάτες, είπε. Δεν είμαι κανένας σπουδαίος τεχνίτης, σαν αυτούς που είναι στο μεγάλο δρόμο. Σίγουρα Δεν θα μπορέσω να σε ευχαριστήσω.
Καλά, καλά, τον έκοψε ο γραμματικός, ας φάμε πρώτα και μετά μιλάμε για τη δουλειά. τα ψάρια μοσχομυρίζουν.
Θα φας μαζί μας; απόρησε ο τσαγκάρης. το φτωχικό μας…
Τα ίδια μου είπε κι η γυναίκα σου και της εξήγησα πως το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. που να πηγαίνω και να ξανάρχομαι!
Ότι πεις, κύριέ μου.
Η γυναίκα σερβίρισε ψάρια και ψωμοτύρι για τον ξένο, στην καλύτερη πήλινη γαβάθα της, ύστερα αυτή κι ο άντρας της στρώθηκαν κατάχαμα σταυροπόδι κι άρχισαν να τρώνε με όρεξη από την ίδια γαβάθα. Σαν ήρθε η ώρα του φρούτου, λέει ο γραμματικός του τσαγκάρη, «θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως».
Δεν έχω μυστικά από τη γυναίκα μου, κύριέ μου, αποκρίνεται εκείνος. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι, Δεν της έκρυψα ποτέ τίποτα. Ότι έχεις να πεις, πες το μπροστά της.
«Ας είναι. Λοιπόν, την περασμένη Παρασκευή, σε είδα στην αγρυπνία, στην Παναγία των Χαλκοπρατείων. Ύστερα σε ακολούθησα μέχρι τον άγιο Ιωάννη. Είδα τι έγινε εκεί. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως είσαι άνθρωπος του Θεού. το διαπίστωσα και πριν από λίγο, σαν μου μίλησες τόσο τίμια για τη δουλειά σου. Φτιάξε μου παπούτσια για τους ανθρώπους μου. Αλλά, σε παρακαλώ, μη μου κρύψεις τις αρετές σου, ώστε να σε μιμηθώ κι εγώ».
«Άρχοντά μου, εσύ θέλεις να μιμηθείς εμένα, ένα φουκαρά τσαγκάρη;»
Πιστεύω πως είσαι άνθρωπος του Θεού, επέμεινε ο γραμματικός, και σ’ έχει προικίσει με ξεχωριστά χαρίσματα.
Κύριέ μου, αυτό που είδες, Δεν το κατάφερα εγώ, αλλά ο Θεός. Ούτε είμαι κανένας άγιος, κάθε άλλο…
Ωστόσο είμαι σίγουρος πως κάτι κάνεις, που ευχαριστεί ιδιαίτερα το Θεό, αλλιώς δε θα είχες τέτοια ευλογία.
Τι να σου πω! Όπως βλέπεις, είμαι τσαγκάρης. Όσα κερδίζω, τα χωρίζω σε τρεις μερίδες: κρατώ τη μια για να ζούμε, με τη δεύτερη αγοράζω υλικά για τη δουλειά μου και την τρίτη τη δίνω στους φτωχούς, γιατί υπάρχει πάντα ο φτωχότερος από το φτωχό. Κι η γυναίκα μου κι εγώ τηρούμε τις νηστείες, πάμε τακτικά στην εκκλησία. Τίποτα το ξεχωριστό δηλαδή.
Σταμάτησε να μιλά, κοίταξε ικετευτικά το γραμματικό.
Κι όσο για κείνο που είδες στον άγιο Γιάννη, μη πεις σε κανένα τίποτα, ώσπου να με πάρει ο Θεός, πρόσθεσε.
Ο γραμματικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Άνθρωπέ μου, είναι τιμή μου που σε γνώρισα, είπε.
Έσκυψε, τον ασπάστηκε και βγήκε από το χαμόσπιτο. Ένιωθε ανάλαφρος και πιο γνωστικός.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερήμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 59 – 68.
http://orthodoxhparea.blogspot.gr/searc ... E%95%CE%A3
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Η ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Εικόνα
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας σπουδαίος άρχοντας. Έψαχνε έναν έμπιστο και αφοσιωμένο σύμβουλο, γιατί δεν μπορούσε να τελειώσει μόνος του όλες τις δουλειές, ούτε να κρίνει σωστά και δίκαια όλους τους ανθρώπους.
Φώναξε, λοιπόν, μπροστά του πέντε από τους πιο καλούς και έμπιστους ανθρώπους του όπως νόμιζε και θέλησε να ξεχωρίσει τον πιο έμπιστο.
Άνοιξε μια χρυσή θήκη και έβγαλε απο μέσα πέντε πελώρια αστραφτερά διαμάντια!
–Λοιπόν, τους είπε. Όποιος από εσάς μου δώσει την
πιο πολύτιμη συμβουλή θα παίρνει για αμοιβή από ένα διαμάντι.
–Τι συμβουλή να σου δώσουμε εμείς μεγάλε άρχοντα; Εμείς είμαστε τα σκουλίκια και εσύ είσαι τόσο σπουδαίος, είσαι η ίδια η ζωή και είσαι από μόνος σου θησαυρός με τη δύναμη που έχεις, πετάγεται ο πρώτος και του λέει.
Ευχαριστήθηκε με αυτά τα λόγια ο άρχοντας και του έδωσε το πρώτο διαμάντι!
Ήρθε η σειρά του δεύτερου σύμβουλου που και αυτός με τη σειρά του έπλεξε ωραίο εγκώμιο για τον άρχοντα και έτσι πήρε και αυτός το δεύτερο διαμάντι!
Το ίδιο έκανε και ο τρίτος και ο τέταρτος σύμβουλος του άρχοντα και πήραν και εκείνοι με τη σειρά τους τα διαμάντια!
Το πέμπτο διαμάντι έμενε ακόμα στη θήκη του. Το έβγαλε ο άρχοντας και το κρατούσε στο χέρι του.
–Ήρθε η σειρά σου για να το αποκτήσεις, είπε στον πέμπτο σύμβουλό του.
Εκείνος στάθηκε με προσοχή μπροστά στον άρχοντα, έκανε μια υπόκλιση και του είπε:
–Είσαι πολύ δυνατός άρχοντά μου με μεγάλα πλούτη. Αυτά όμως σου τα έδωσε ο Θεός για να μπορείς να φανείς αντάξιος για να διοικείς έναν ολόκληρο λαό. Όλα, λοιπόν, τα χαρίσματα που έχεις και τα πλούτη σου, ζητάω εγώ, ο υπήκοός σου, να τα χρησιμοποιήσεις για το καλό του λαού σου με αγάπη και δικαιοσύνη. Αυτή τη συμβουλή θα σου δώσω εγώ.
Αμέσως τότε, ο άρχοντας ξαναέβαλε στη θήκη του το τεράστιο διαμάντι που κρατούσε και είπε
–Εσένα, που ανέφερες τη γνώμη σου χωρίς φόβο και κολακείες, θα σου δώσω κάτι πιο μεγάλο από ένα διαμάντι. Θα έχεις την εμπιστοσύνη μου για πάντα και θα είσαι ο γενικός μου σύμβουλος, ώστε να μου λες πώς να διοικώ πάντα τίμια το λαό μου.
Την άλλη μέρα το πρωί παρουσιάστηκαν οι τέσσερις σύμβουλοι στον άρχοντα χλωμοί από την στεναχώρια τους.
–Άρχοντά μας, κάποιο λάθος θα έγινε και τα διαμάντια είναι ψεύτικα. Πήγαμε και τα ελέγξαμε Είναι απλές πέτρες που λάμπουν, του είπαν πέφτοντας στα πόδια του και προσπαθώντας να κρύψουν το θυμό τους.
–Κι εσείς ψεύτικους λόγους μου προσφέρατε, τους είπε ο άρχοντας με αυστηρή φωνή.
Στις ψεύτικες κολακείες λοιπόν, μόνο ψεύτικα διαμάντια αξίζουν.
Πηγαίνετε στο καλό τώρα, τους είπε και τους έδιωξε.
http://poimenikos-avlos.blogspot.gr/201 ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Στο τέλος μετριέται η αγάπη
Εικόνα
Το λαϊκό παραμύθι «Οι τέσσερις εποχές» αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που είχε τέσσερις γιους και ήθελε να τους μάθει να μην κρίνουν τα πράγματα επιπόλαια. Με αυτόν τον σκοπό, και έναν έναν, τους έστειλε να επισκεφτούν μια αχλαδιά που βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση.

Ο πρώτος γιός έφυγε τον χειμώνα, ο δεύτερος την άνοιξη, ο τρίτος το καλοκαίρι και ο μικρότερος γιος το φθινόπωρο.

Όταν επέστρεψε ο τελευταίος από τους γιούς του, ο άντρας τους κάλεσε όλους μαζί και τους ζήτησε να περιγράψουν τι είχαν δει.

Ο πρώτος γιος ανέφερε ότι το δέντρο ήταν φρικτό, γερμένο και στραβό.

Ο δεύτερος είπε πως όχι, ήταν πηγμένο στα πράσινα μπουμπούκια και γεμάτο υποσχέσεις.

Ο τρίτος γιος δε συμφώνησε και δήλωσε ότι ήταν φορτωμένο λουλούδια, ότι είχε ένα πολύ γλυκό άρωμα και ότι φαινόταν πολύ όμορφο, πράγματι, ήταν κατά τη γνώμη του ότι πιο χαριτωμένο είχε δει ποτέ.
Εικόνα
Ο τελευταίος από τους γιούς διαφοροποιήθηκε από τους προηγούμενους και διαβεβαίωσε ότι η αχλαδιά ήταν ώριμη και μαραινόταν από τόσον καρπό, γεμάτη ζωή και ικανοποίηση.

Τότε ο άντρας εξήγησε στους γιους του ότι όλοι είχαν δίκιο, γιατί είχαν δει μόνο μια φάση της ζωής του δέντρου ο καθένας.

Είπε και στους τέσσερις ότι δεν πρέπει να κρίνουν ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο μόνο βλέποντας τον σε κάποια περίοδο της ζωής του. Kαι ότι η η ευχαρίστηση, η αγαλλίαση και η αγάπη που έρχεται με τη ζωή,
http://paterikos.blogspot.gr/2015/12/blog-post_24.html
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

«Μη κλαις! Έχω την Αγία Άννα μαζί μου!»

Εικόνα

Σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής περνούσε ο πατήρ Ησύχιος με το λείψανο της Αγίας Άννης και στην αυλή ενός σπιτιού είδε μια γυναίκα που έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της για το αλογάκι της που, εκείνη την στιγμή, ήταν κατά γης και άφριζε.

–Τι έχει χριστιανή μου το αλογάκι σου;
–Αχ, Πάτερ μου, θα ψοφήσει! Μου το είπε ο κτηνίατρος και δεν έχω άλλο, η καημένη!
–Μη κλαις, θα γίνει καλά! Έχω μαζί μου την Αγία Άννα. Θα διαβάσουμε στην χάρη της μία Παράκληση και θα κάνουμε Αγιασμό.

Μετά τις προσευχές, πότισε το ζώο με αγιασμό και –ώ, του θαύματος!– το ζώο αμέσως σηκώθηκε και περπατούσε.

Ενώ συνέβαιναν αυτά, δύο κτηνίατροι που ήταν στον επάνω δεύτερο όροφο, άρχισαν να κατηγορούν τον ευλαβή παπά λέγοντας: «Νάτος, ο καλόγερος! Ήρθε να πάρει το πενηντάρικο της δυστυχισμένης γυναίκας. Για πάμε να τον πειράξουμε!». Πλησίασαν και του λέγουν: «Τι κάνεις, παπά; Έκανες καλά το άλογο;». Και ο παπάς, με ύφος αυστηρό, τους απαντά: «Θεομπαίχτες! Δεν ντρέπεσθε να με κατηγορείτε ότι ήλθα να πάρω τα λεφτά της γυναίκας; Περιμένετε και θα δείτε το θαύμα!». Εκείνοι, μετά την θεραπεία του ζώου, έμειναν άφωνοι. Εζήτησαν συγχώρεση και αναχώρησαν…

Από το περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, έτος 1982, αριθμ. τευχ. 7, σελ. 80, 88–92.
http://tostavroudaki.blogspot.gr/2015/1 ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

“Και επί γης ειρήνη”
Εικόνα
ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα, που τελειώνει με αυτή την φράση, που σημαίνει πολλά για όλους:

“Ὁ χα­λα­σμὸς ἦ­ταν πο­λὺ μα­κριὰ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ βγά­λει τὸν κό­σμο τῶν «κα­λῶν» ἀ­π’ τὴ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἀ­φα­σί­α του”.

π. Δημητρίου Μπό­κου

Στε­ρέ­ω­σε κα­λύ­τε­ρα τὰ γυα­λιά του, μὲ μιὰ κί­νη­ση ποὺ πρό­δι­νε ἐ­λα­φριὰ ἀ­μη­χα­νί­α, καὶ ξα­νά­σκυ­ψε πά­νω στὸν ἐ­πι­χει­ρη­σια­κὸ χάρ­τη.

Οἱ ἐ­πι­τε­λεῖς του, σὲ μιὰ ὕ­στα­τη προ­σπά­θεια νὰ δι­α­σκε­δά­σουν τοὺς δι­σταγ­μούς του, ξα­νάρ­χι­σαν νὰ ἀ­πα­ριθ­μοῦν τὰ σο­βα­ρὰ πλε­ο­νε­κτή­μα­τα τοῦ σχε­δί­ου τους.

-Κύ­ρι­ε Πρό­ε­δρε, ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α μας εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ σί­γου­ρη…

Ἐ­πι­τέ­λους φά­νη­κε νὰ πεί­θε­ται.

-Ἐν­τά­ξει λοι­πόν…, ἤ­χη­σε βα­ρειὰ ἡ φω­νή του, κα­θὼς τὸ ἐ­ξε­τα­στι­κό του βλέμ­μα ζύ­γι­ζε προ­σε­κτι­κὰ ἕ­ναν-ἕ­ναν. Σὲ πό­ση ὥ­ρα ξε­κι­νᾶ­με;

-Σὲ δύ­ο ὧ­ρες ἀ­πὸ τώ­ρα, κύ­ρι­ε Πρό­ε­δρε!

.

-Ἀ­κρι­βῶς με­σά­νυ­χτα… στὴν ὥ­ρα τῆς γι­ορ­τῆς…, μο­νο­λό­γη­σε, ρί­χνον­τας μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἔ­χου­με δὰ καὶ Χρι­στού­γεν­να ἀ­πό­ψε, πῶς νὰ τὸ κά­νου­με! συ­νέ­χι­σε μ’ ἕ­να πι­κρὸ χα­μό­γε­λο, σὰν νά ’­ταν μό­νος του στὴν τε­ρά­στια αἴ­θου­σα συ­νε­δρι­ά­σε­ων.

.

Τὸ πρά­σι­νο φῶς γιὰ τὸ πρό­γραμ­μα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» μὲ τὴν ἔγ­κρι­ση τοῦ Προ­έ­δρου ἄ­να­ψε.

Σὲ λί­γο ἡ με­γα­λού­πο­λη πλημ­μύ­ρι­σε στὰ φῶ­τα. Ὁ σκο­τει­νὸς οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε πορ­φυ­ρὲς ἀν­ταύ­γει­ες. Γύ­ρω στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­δρο, ντυ­μέ­νοι στὰ γι­ορ­τι­νά, μὲ μά­τια λαμ­πε­ρὰ κι ἀ­στρα­φτε­ρὰ χα­μό­γε­λα, ἄρ­χι­σαν ὅ­λοι ν’ ἀν­ταλ­λάσ­σουν τὶς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες εὐ­χὲς καὶ τὰ δῶ­ρα. Ὁ κό­σμος φάν­τα­ζε πα­ρα­μυ­θέ­νιος.

Στὸ σπί­τι τοῦ Προ­έ­δρου μιὰ τρυ­φε­ρὴ εἰ­κό­να θὰ κα­θή­λω­νε κά­θε βλέμ­μα. Οἱ γλυ­κει­ὲς νό­τες τοῦ πιά­νου γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­π’ τὸ ἀ­έ­ρι­νο παί­ξι­μο τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης κο­ρού­λας, ἐ­νῶ ἀν­τή­χη­σαν ὣς ἔ­ξω στὸν δρό­μο οἱ ἑ­νω­μέ­νες φω­νὲς ὅ­λης τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στὶς ἁ­πα­λὲς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες με­λω­δί­ες. Ἅ­για Νύ­χτα… Τί συγ­κί­νη­ση! Τί χα­ρά!

.

Ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να…

… στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ πλα­νή­τη, φω­τει­νὲς λάμ­ψεις ἀλ­λι­ώ­τι­κες ἔ­σκι­σαν τὴ σκο­τει­νιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Μιὰ σφο­δρὴ κα­ται­γί­δα ἄρ­χι­σε νὰ μα­στι­γώ­νει ἀ­λύ­πη­τα τὴ ρα­κέν­δυ­τη σάρ­κα τῆς γῆς. Τὸ πρό­γραμ­μα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» (τῶν «κα­λῶν»), μὲ τὴν προ­ε­δρι­κὴ ἔγ­κρι­ση, ἔμ­παι­νε πλέ­ον στὴ φά­ση τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς του πά­νω στοὺς «κα­κούς».

Βόμ­βες, πύ­ραυ­λοι, μα­χη­τι­κά, ἑ­λι­κό­πτε­ρα, ὅ­λα τὰ ὄ­πλα τοῦ θα­νά­του, ξερ­νοῦ­σαν ἀ­στα­μά­τη­τα τὴ φω­τιὰ καὶ τὴν κό­λα­ση. Πυ­κνὰ σύν­νε­φα κα­πνοῦ τύ­λι­ξαν τὴ γῆ. Λι­πό­σαρ­κα κορ­μιὰ ἀ­μά­χων καὶ τυ­ραν­νι­σμέ­να σώ­μα­τα παι­δι­ῶν τι­νά­χτη­καν καὶ γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα μέ­σα στὸν ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ ὀ­ρυ­μα­γδὸ τῶν ἐ­κρή­ξε­ων. Τὰ παι­διὰ τοῦ κα­τώ­τε­ρου θε­οῦ πα­ρα­δό­θη­καν στὴν ἀ­νε­λέ­η­τη σφα­γή.

Οἱ σκο­τει­νὲς φι­γοῦ­ρες τῶν ἀ­τσα­λέ­νι­ων που­λι­ῶν, σὰν σὲ μα­κά­βριο χο­ρὸ δαι­μο­νι­κῶν φαν­τα­σμά­των, συ­νέ­θε­ταν στὴν κο­λα­σμέ­νη νύ­χτα τὴ νέ­α φρι­κι­α­στι­κὴ με­λω­δί­α τῆς («ἐ­πὶ γῆς») εἰ­ρή­νης.

… Ἀ­π’ τ’ ἀ­νοι­χτὰ πα­ρά­θυ­ρα τῆς προ­ε­δρι­κῆς κα­τοι­κί­ας, στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τῆς γῆς, ξε­χύ­νον­ταν ἀ­κό­μα στὸ δρό­μο οἱ ἀγ­γε­λι­κὲς γι­ορ­τι­νὲς με­λω­δί­ες. Ἡ βα­ρύ­το­νη φω­νὴ τοῦ Προ­έ­δρου συγ­κι­νη­μέ­νη τὶς συ­νό­δευ­ε.

Τί εἰ­ρω­νεί­α!

Ὁ χα­λα­σμὸς ἦ­ταν πο­λὺ μα­κριὰ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ βγά­λει τὸν κό­σμο τῶν «κα­λῶν» ἀ­π’ τὴ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἀ­φα­σί­α του.
https://antexoume.wordpress.com/2015/12 ... more-16687
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ
Εικόνα
Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
π. Δημητρίου Μπόκου

Χα­ρι­σμέ­νο σὲ ὅ­σους βα­φτί­ζουν τὸν πό­λε­μο ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐ­πι­χεί­ρη­ση

Μὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ βα­σι­λιὰ Γό­μερ οἱ ἀρ­χη­γοὶ ὕ­ψω­σαν τὰ ξί­φη τους καὶ οἱ πο­λε­μι­στὲς ἐ­πευ­φή­μη­σαν τὸν βα­σι­λιά τους. Μὰ ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος Ρό­μαν δὲν τοὺς μι­μή­θη­κε. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ χέ­ρι στὴ λα­βὴ τοῦ ξί­φους του, μά, σὰν κά­τι νὰ τὸν κρά­τη­σε, στα­μά­τη­σε ἐ­κεῖ. Οἱ ἄν­τρες του, βλέ­πον­τας τὸν δι­σταγ­μό του, ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί.

Ὁ σαλ­πιγ­κτὴς ἔ­φε­ρε τὸ στρι­φτὸ βού­κι­νο στὸ στό­μα του. Ἕ­νας βα­θὺς ἦ­χος ἁ­πλώ­θη­κε στὴν κοι­λά­δα καὶ σύγ­και­ρα ὁ στρα­τός, σὰν γι­γάν­τιο σῶ­μα, κι­νή­θη­κε μπρο­στά. Ἡ πα­νί­σχυ­ρη στρα­τιὰ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ τὴ νέ­α της ἀ­πο­στο­λή.

Ὁ Ρό­μαν σπι­ρού­νι­σε τὸ ἄ­λο­γό του βα­ρύ­θυ­μος. Γύ­ρω του ὑ­ψω­νό­ταν μιὰ βου­ε­ρὴ σύγ­χυ­ση, κα­θὼς τὰ ποι­κί­λα σώ­μα­τα προ­χω­ροῦ­σαν ἀρ­γὰ μὲ τὸν βα­ρὺ ὁ­πλι­σμό τους. Στὰ κον­τά­ρια τους, ἴ­διο κι­νού­με­νο δά­σος, ἀ­νέ­μι­ζαν λευ­κὰ τρι­γω­νι­κὰ φλάμ­που­ρα μὲ ἔμ­βλη­μα στὴ μέ­ση τὸν σταυ­ρό. Προ­η­γοῦν­ταν ἱπ­πεῖς, ἐ­νῶ το­ξό­τες σὲ πυ­κνὰ τμή­μα­τα κά­λυ­πταν τὰ πλα­ϊ­νὰ καὶ τὰ νῶ­τα. Ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­πο­ζύ­για καὶ ἅ­μα­ξες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν ξο­πί­σω μὲ ἐ­φό­δια γιὰ πο­λύ­μη­νη ἐκ­στρα­τεί­α.

Ἁ­πλω­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ κοι­λά­δα τὸ με­γά­λο στρά­τευ­μα φάν­τα­ζε ὑ­πο­βλη­τι­κό. Μὰ ὁ Ρό­μαν ἔ­βλε­πε μὲ βα­θὺ σκε­πτι­κι­σμὸ τὸ με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­μα ποὺ θὰ χα­νό­ταν σὲ λί­γο, ὅ­ταν ἡ ἁ­πλο­χω­ριὰ θά ’­δι­νε τὴ θέ­ση της σὲ στε­νω­ποὺς καὶ ὑ­πώ­ρει­ες. Δὲν ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν ἰ­σχύ τους. Οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἦ­ταν δει­λός. Εἶ­χε δεί­ξει τὴν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­ξί­α του, ὅ­σες φο­ρὲς ἡ πα­τρί­δα του βρέ­θη­κε σὲ κίν­δυ­νο.

Μὰ τώ­ρα ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὸν σκο­πό τους. Ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δὲν βρι­σκό­ταν σὲ κίν­δυ­νο. Ἦ­ταν πιὰ πα­νί­σχυ­ρη. Εἶ­χε ὑ­πο­τά­ξει τοὺς λα­οὺς ποὺ τὴν ἐ­πι­βου­λεύ­τη­καν. Ποῦ πή­γαι­ναν;

Στὴν ἄλ­λη σχε­δὸν ἄ­κρη τῆς γῆς. Ὁ Γό­μερ εἶ­χε μά­θει πὼς κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ ἕ­νας λα­ός. Μι­κρὸς μπρο­στὰ στὴ με­γά­λη αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οὔ­τε πο­λε­μο­χα­ρής, οὔ­τε ἐ­χθρι­κὸς μα­ζί τους. Μὰ οὔ­τε καὶ πρό­θυ­μος νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ζεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος.

Ὁ Γό­μερ ὅ­μως ἦ­ταν ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς. Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας. Ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του κυ­ρί­αρ­χο τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Μὲ ἐ­ξου­σί­α δο­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ τί ἄλ­λο θά ’­ταν ἀ­π’ τὸ νὰ βα­σι­λεύ­ει ὁ με­γά­λος βα­σι­λιὰς σ’ ὅ­λη τὴ γῆ; Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ λοι­πὸν ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θὰ ἔ­βα­ζε τώ­ρα τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους.

Ὁ πα­λαί­μα­χος Ρό­μαν πο­ρευ­ό­ταν σι­ω­πη­λὸς καὶ σκε­πτό­ταν. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α τοῦ Γό­μερ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ἀν­τι­δρᾶ. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὰ βά­λει μ’ ἕ­να λα­ό, ποὺ θὰ πο­λε­μοῦ­σε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ παι­διά του. Ποι­ὸς Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γοῦ­σε τέ­τοι­ον πό­λε­μο;

Γιὰ βδο­μά­δες ὁ­λό­κλη­ρες ἡ με­γά­λη στρα­τιὰ ἅ­πλω­νε τὴν ἀ­πει­λη­τι­κή της πα­ρου­σί­α σὲ βου­νὰ καὶ πε­διά­δες, ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε ἀ­πέ­ναν­τι στὰ κά­στρα τῆς μι­κρῆς χώ­ρας. Ὁ λα­ός της ἀν­τί­κρυ­σε τὸν στρα­τὸ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μὰ δὲν τό ’­βα­λε κά­τω. Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­τρί­δα καὶ τὴ λευ­τε­ριὰ ἔ­κα­με ἀ­τσά­λι τὴν καρ­διά τους.

Κι ἔ­τσι πι­ά­στη­κε ὁ πό­λε­μος. Μῆ­νες κρά­τη­σε, μὰ τὰ ὀ­χυ­ρὰ τοῦ μι­κροῦ λα­οῦ ἄν­τε­χαν. Ὁ χει­μώ­νας ἔ­φτα­σε. Οἱ μα­χη­τὲς τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἔ­χα­ναν τὸ ἠ­θι­κό τους. Ἄρ­χι­σαν τὴ γκρί­νια.

- Για­τί πο­λε­μᾶ­με αὐ­τὸν τὸν λα­ό; Σὲ τί μᾶς ἔ­φται­ξε; Αὐ­τοὶ πο­λε­μοῦν γιὰ τὰ παι­διά τους. Ἦρ­θαν τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ἐ­μεῖς πῶς θὰ τὰ γι­ορ­τά­σου­με χω­ρὶς τὰ παι­διά μας; Για­τί ἤρ­θα­με τό­σο μα­κριά;

Ὁ στρα­τη­γὸς προ­σπά­θη­σε νὰ τοὺς το­νώ­σει. Τοὺς μά­ζε­ψε καὶ τοὺς μί­λη­σε. Τοὺς θύ­μι­σε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος στρα­τὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βα­σι­λιάς τους αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Καὶ ὅ­λοι οἱ λα­οὶ πρέ­πει νὰ προ­σκυ­νοῦν τὸν με­γά­λο βα­σι­λιά. Καὶ θέ­λη­μα Θε­οῦ εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ποὺ τοὺς τα­λαι­πω­ρεῖ τό­σον και­ρὸ μὲ τὸ πεῖ­σμα του νὰ μὴν προ­σκυ­νᾶ.

- Στ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, σᾶς τοὺς πα­ρα­δί­δω στὰ χέ­ρια σας καὶ στὸ σπα­θί σας!

Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ στρα­τη­γὸς ἐ­πευ­φή­μη­σε τὸν βα­σι­λιά τους. Τὸν μι­μή­θη­καν κάμ­πο­σοι, μὰ οἱ πολ­λοὶ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν.

- Νά, πῶς ὁ σταυ­ρὸς γί­νε­ται σύμ­βο­λο τοῦ μί­σους! σκέ­φτη­κε ἀ­κό­μα πιὸ βα­ρύ­θυ­μος ὁ Ρό­μαν. Αὐ­τὸς ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νή­θι­κος.

Ὁ στρα­τη­γὸς ὅ­ρι­σε ἡ τε­λι­κὴ ἕ­φο­δος νὰ γί­νει τὴ νύ­χτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ποὺ δὲν θὰ πε­ρί­με­νε ἐ­πί­θε­ση κα­νέ­νας. Χρι­στια­νοὶ μέ­σα, Χρι­στια­νοὶ ἔ­ξω, θὰ γι­όρ­τα­ζαν Χρι­στού­γεν­να ἀν­τὶ νὰ πο­λε­μοῦν. Τὴ νύ­χτα ποὺ γεν­νι­ό­ταν ὁ Χρι­στὸς φέρ­νον­τας τὴν ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θ’ ἀ­φά­νι­ζε στ’ ὄ­νο­μά Του τὸν μι­κρὸ λα­ό.

Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε.

Τὴν ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα τῆς ἅ­γιας νύ­χτας ἄρ­χι­σε ἡ ἐ­πί­θε­ση. Ὁ στρα­τη­γὸς δὲν εἶ­χε γε­λα­στεῖ. Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἦ­ταν στὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς γιὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ καὶ νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Λί­γοι μα­χη­τὲς ἦ­ταν στὰ τεί­χη. Μὰ κι αὐ­τοὶ πο­λέ­μη­σαν γεν­ναῖ­α. Ἀλ­λὰ κά­πο­τε λύ­γι­σαν. Οἱ πύ­λες πα­ρα­βι­ά­στη­καν. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς ὅρ­μη­σαν στὴν πό­λη. Λε­η­λα­σί­α καὶ φω­τιὰ ἀν­τά­μα ἄρ­χι­σαν τὸ μα­κά­βριο ἔρ­γο τους.

Καὶ ὁ Ρό­μαν; Τί ἔ­γι­νε; Ποῦ βρι­σκό­ταν;

Μὲς στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ σύγ­χυ­ση οἱ ἄν­δρες του ἀ­πὸ τὸ δε­ξιὸ κέ­ρας ὅ­που βρί­σκον­ταν, πλα­γι­ο­δρό­μη­σαν ἀ­θό­ρυ­βα καὶ ἀ­θέ­α­τοι βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Κα­θη­λω­μέ­νοι σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ κοί­λω­μα κον­τὰ στὰ τεί­χη πε­ρί­με­ναν, ὥ­σπου ἡ πρώ­τη πύ­λη ὑ­πο­χώ­ρη­σε.

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φά­λαγ­γα τό­τε στὸ σύν­θη­μα τοῦ Ρό­μαν ὅρ­μη­σε τα­χύ­τα­τα, σὰν βέ­λος, μπρο­στά. Προ­χώ­ρη­σαν μὲς ἀ­π’ τὶς φλό­γες ποὺ ἀγ­κάλι­α­ζαν τὰ πρῶ­τα σπί­τια. Δι­έ­σχι­σαν γορ­γά τοὺς σκο­τει­νοὺς ἔ­ρη­μους δρό­μους, ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν στὴν πρώ­τη ἐκ­κλη­σιά. Ὁ Ρό­μαν ὑ­πο­λό­γι­ζε, σω­στὰ ὅ­πως φά­νη­κε, πὼς ὅ­λοι θὰ βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ. Φω­τει­νὲς ἀν­ταύ­γει­ες ξε­χεί­λι­ζαν ἀ­π’ τὰ χρω­μα­τι­στά της πα­ρά­θυ­ρα γλυ­καί­νον­τας τὴν πα­γω­νιὰ τῆς μά­χης καὶ τοῦ σκο­τα­διοῦ.

Στὴν πλα­κό­στρω­τη αὐ­λὴ ἀν­τή­χη­σαν τὰ πο­δο­βο­λη­τὰ ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­λό­γων. Ὁ Ρό­μαν πρό­βα­λε στὴν εἴ­σο­δο. Σύγ­και­ρα μιὰ μυ­ρι­ό­στο­μη κραυ­γὴ ἀ­π’ τὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἔ­τρε­ψε τὴν πα­ρή­γο­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης λει­τουρ­γί­ας σὲ θρῆ­νο. Οἱ μη­τέ­ρες ἔσφι­ξαν στὰ στή­θη τὰ μω­ρά τους. Βι­βλι­κὸ δέ­ος πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα. «Φω­νὴ ἐν Ρα­μὰ ἠ­κού­σθη, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς». Τὸ κλά­μα τῆς Ρα­χὴλ γιὰ μιὰ φο­ρὰ ἀ­κό­μα ὑ­ψώ­θη­κε ὣς τὰ με­σού­ρα­να. Τὰ βλέμ­μα­τα ὅ­λων, ἀλ­λοι­ω­μέ­να ἀ­π’ τὸν τρό­μο, στρά­φη­καν πρὸς τὴν πόρ­τα.

Μὰ εἶ­δαν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο μὲ τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­α στὸ χέ­ρι νὰ κά­νει μό­νο τὸν σταυ­ρό του. Δί­πλα του οἱ πο­λε­μι­στὲς ἔ­κα­ναν τὸ ἴ­διο.

- Δὲν θὰ γι­νό­μου­να πο­τὲ Ἡ­ρώ­δης! Θὰ σᾶς προ­στα­τέ­ψω! Μὴ φο­βά­στε! εἶ­πε μο­νά­χα ὁ Ρό­μαν ση­κώ­νον­τας γιὰ κα­θη­συ­χα­σμὸ τὸ χέ­ρι του καὶ βγῆ­κε.

Ἄ­φη­σε μιὰ ὁ­μά­δα γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τους καὶ μὲ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἄν­δρες του προ­χώ­ρη­σε. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς βρῆ­καν στὴν εἴ­σο­δο κά­θε να­οῦ τοὺς ὁ­πλι­σμέ­νους ἐ­πί­λε­κτους τοῦ Ρό­μαν. Γνώ­ρι­ζαν ὅ­λοι τὴν ἀ­ξί­α τους. Δί­στα­σαν νὰ ἐμ­πλα­κοῦν σὲ ἐμ­φύ­λια σύρ­ρα­ξη. Δὲν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καὶ τό­σο πε­ρή­φα­νοι γι’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Ὁ πλη­θυ­σμὸς σώ­θη­κε.

Ξη­μέ­ρω­νε σχε­δόν, ὅ­ταν ὁ στρα­τη­γὸς ἔμ­παι­νε στὴ λε­η­λα­τη­μέ­νη πό­λη. Ἡ εἴ­δη­ση γιὰ τὴ δρά­ση τοῦ Ρό­μαν εἶ­χε ἁ­πλω­θεῖ κι­ό­λας παν­τοῦ. Ὁ στρα­τη­γὸς τὸν κά­λε­σε πά­ραυ­τα σὲ ἀ­πο­λο­γί­α.

- Ἑ­κα­τόν­ταρ­χε Ρό­μαν! Πα­ρά­δω­σε ἀ­μέ­σως τὸ σπα­θί σου καὶ ἐ­ξή­γη­σέ μας για­τί ἀ­ψή­φη­σες τὸ θέ­λη­μα τοῦ με­γά­λου βα­σι­λιᾶ.

- Ἀ­κό­μα καὶ στὸν πό­λε­μο ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες! εἶ­πε ὁ Ρό­μαν προ­χω­ρών­τας θαρ­ρε­τὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ στρά­τευ­μα καὶ ρί­χνον­τας τὴ ζώ­νη μὲ τὸ ξί­φος του στὰ πό­δια τοῦ στρα­τη­γοῦ. Δὲν πρέ­πει νὰ κυ­ρια­ρχεῖ μό­νο ὁ νό­μος τῆς δύ­να­μης. Πο­τὲ δὲν ἀ­τί­μω­σα τὸ σπα­θί μου μὲ ἐγ­κλή­μα­τα καὶ δὲ θὰ τό ’­κα­να τώ­ρα!

- Γιὰ ποι­ὰ ἐγ­κλή­μα­τα μι­λᾶς, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε;

- Γιὰ τὸν ἀ­νέν­τι­μο πό­λε­μο ποὺ κά­νου­με τώ­ρα, στρα­τη­γέ μου. Ὁ ἀ­ναί­τιος ἀ­φα­νι­σμὸς ἑ­νὸς λα­οῦ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα. Ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς, ἀλλὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐγ­κλη­μα­τεῖ ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅ­ταν φορ­τώ­νει τὸ ἔγ­κλη­μά του στὴν πλά­τη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ξε­φορ­τω­θεῖ ὁ ἴ­διος τὴν εὐ­θύ­νη, δὲν ἐγ­κλη­μα­τεῖ δι­πλά; Κα­νέ­νας, μὰ κα­νέ­νας δὲν ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα, οὔ­τε κι ὁ βα­σι­λιάς, νὰ κά­νει τὰ ἐγ­κλή­μα­τά του στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν πο­τὲ κά­τω ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ φύλ­λο τῆς συ­κῆς νὰ κρύ­ψει κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ τὴ γύ­μνια του; Καὶ ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε χει­ρό­τε­ρη βλα­στή­μια τοῦ Θε­οῦ ἀ­π’ αὐ­τήν; Πα­ρα­μορ­φώ­σα­με τὴν εἰ­κό­να του. Σβή­σα­με τὴν ἀ­γά­πη ἀ­π’ τὴ μορ­φή του καὶ βά­λα­με στὸ χέ­ρι του μα­χαί­ρι. Τὸν θέ­λου­με κι Αὐ­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ σχέ­διά μας, ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι!

…Ὁ Ρό­μαν μί­λη­σε πα­ρά­τολ­μα. Πα­γε­ρὴ σι­γὴ ἁ­πλώ­θη­κε στὸ στρά­τευ­μα. Οἱ στιγ­μὲς ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν ἦ­ταν δρα­μα­τι­κές. Μὰ ὁ στρα­τη­γὸς δὲ βι­ά­στη­κε ν’ ἀ­παν­τή­σει. Ζύ­γι­ζε τὴν κα­τά­στα­ση. Γνώ­ρι­ζε τὸν γεν­ναῖ­ο Ρό­μαν καὶ ἤ­ξε­ρε πό­σο βα­θιὰ τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σε ὁ στρα­τός του.

- Πά­ρε τὸ σπα­θί σου, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε! εἶ­πε στὸ τέ­λος. Δὲν εἴ­μα­στε βάρ­βα­ροι καὶ θὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξου­με. Ἔ­χου­με ἀ­κό­μα τὸν και­ρὸ νὰ φτι­ά­ξου­με μιὰ νέ­α σχέ­ση μὲ τὸν λα­ὸ αὐ­τό. Ἂς ξα­να­χτί­σου­με τὴν πό­λη τους πρὶν φύ­γου­με. Ἂς μᾶς θυ­μοῦν­ται φί­λους καὶ ὄ­χι ἐ­χθρούς.

Ἀ­λα­λαγ­μὸς χα­ρᾶς ὑ­ψώ­θη­κε γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση τοῦ Ρό­μαν…

- …αὐ­τὰ γι­νόν­του­σαν, παι­δί μου, τὸν πα­λιὸ και­ρό! ἔ­λε­γε ὁ παπ­ποὺς τε­λει­ώ­νον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α του.

Μὰ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λει­ψαν πο­τὲ οἱ ἀ­λα­ζό­νες ἄν­θρω­ποι. Ποὺ πο­λε­μᾶ­νε τά­χα­τες γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὰ στὴν οὐ­σί­α κα­πη­λεύ­ον­ται τὸ ὄ­νο­μά Του γιὰ νὰ κα­λύ­πτουν τὰ ἐγ­κλή­μα­τά τους.

Νὰ ὑ­πάρ­χουν ἄ­ρα­γε καὶ οἱ γεν­ναῖ­οι Ρό­μαν ποὺ ξε­σκε­πά­ζουν τὸ κα­κό;

…Φαν­τά­ζο­μαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ δὲν ἔ­σβη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο αὐ­τὸν ἀ­κό­μα…
http://paterikos.blogspot.gr/2015/12/bl ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο ΛΥΚΟΣ, Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙΑ
Εικόνα
Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ό Όσιος Σίω ό Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, πού έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία.
Ό Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τούς προσκυνητές όσο και τούς μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα πού ζούσαν στον Μγβίμε.
Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.

- Ακούστε τί θα σάς πω, άρχισε να τα νουθετεί ό Όσιος. Ό Χριστός γνωρίζει πώς ή καρδιά μου πονά για σάς. Αυτή ή έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, πού θα δοξολογούν τον Θεό, γι' αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σάς θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές πού κάνατε.

Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, πού έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

- Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.

Από τότε ό λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ό λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν' αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, πού ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ό λύκος είχε φάει τον ζώο του, ό Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.

- Γέροντα, εξαιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.

Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την άπρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ό λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τούς κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τούς πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε τον ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα. Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.

Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ό Όσιος είπε στον λύκο:

Αρκετά μάς υπηρέτησες. Σ' ευχαριστούμε για τούς κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τούς συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δώ και πέρα οι αδελφοί.
http://mazi-xeri-xeri.blogspot.gr/2014/ ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΑΝ ΕΙΧΑΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΟΠΩΣ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΑΣ...

Εικόνα

Αναρωτιέμαι, τι θα γινόταν αν μεταχειριζόμασταν την Αγία Γραφή όπως το κινητό μας τηλέφωνο;

-Αν θα την κουβαλούσαμε μαζί μας παντού;
-Αν θα γυρνούσαμε πίσω να την πάρουμε;
-Αν «σερφάραμε» σ’ αυτήν πολλές φορές την ημέρα;
-Αν θα την χρησιμοποιούσαμε για να λάβουμε μηνύματα;
-Αν την μεταχειριζόμασταν σαν να μην μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτήν;
-Αν την δίναμε ως δώρο στα παιδιά;
-Αν θα την χρησιμοποιούσαμε, ενώ ταξιδεύαμε;
-Αν την χρησιμοποιούσαμε σε περίπτωση ανάγκης;
Μήπως να το κάνεις;
-Ωωωωχ, που είναι η Αγία Γραφή μου;

Α, και κάτι ακόμη. Σε αντίθεση με το κινητό σας, η Αγία Γραφή σας δεν πρόκειται ποτέ να αποσυνδεθεί, επειδή ο Ιησούς έχει ήδη πληρώσει τον λογαριασμό!

http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.gr/ ... z3unTmdodL
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

Ο Γέροντας Πορφύριος και ο βλάσφημος ταξιτζής. Θαυμαστή αληθινή ιστορία!!!!!!!

Εικόνα

Συγκλονιστικό!!!!
Μιὰ μέρα, ὁ Γέροντας Πορφύριος πῆρε τρία πνευματικά του παιδιά, γιὰ νὰ τελέσει ἕναν Ἑσπερινὸ σὲ κάποιο μοναστήρι.
Ἀρχικά, εἴπανε νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια· ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἦταν κουρασμένος, ἀπoφάσισαν νὰ πάρουν ΤΑΞΙ.
Ἀμέσως φάνηκε ἕνα ΤΑΞΙ καὶ τὰ πνευματικά του παιδιὰ εἶπαν νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα νὰ σταματήσει.
- Θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγός· ἀλλὰ ὅταν μποῦμε μέσα, μὴ μιλήσει κανένας στὸν ὁδηγό. Μόνον ἐγὼ θὰ τοῦ μιλάω, εἶπε ὁ Γέροντας Πορφύριος.
Πράγματι, σταμάτησε χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα.
Μόλις ξεκίνησε, ἄρχισε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ΤΑΞΙ νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ 1002 πράγματα.
- Ἔτσι δὲν εἶναι βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι’ ἐσεῖς; ἔλεγε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ΤΑΞΙ στὰ παιδιά, ἀλλὰ ἐκεῖνα, ὅμως, «τσιμουδιά», κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.
Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε καὶ ἀποεῖδε ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν τὰ παιδιά, στράφηκε στὸ Γέροντα:
-Ἔτσι δὲν εἶναι παππούλη; Τί λὲς κι’ ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα ποῦ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;
Τοῦ λέει, τότε, ὁ Γέροντας Πορφύριος:…
-Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία. Θὰ σοῦ τὴν πῶ μία φορά· δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕναν ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα.
Μιὰ νύχτα, τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε.
Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ χτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε.
Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ χτῆμα;
Ἀγόρασε ἕνα… ΤΑΞΙ !!!
Ὁ ὁδηγός, συγκλονισμένος, σταματᾶ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
-Μὴν πεῖς τίποτε παππούλη· μόνο ἐγὼ κι’ ἐσὺ τὸ ξέρουμε…
-Ὄχι, παιδί μου· τὸ ξέρει κι’ ὁ Θεός! Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή!
http://armenisths.blogspot.gr/2015/12/b ... .html#more
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”