Σελίδα 39 από 60

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 08, 2016 7:42 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Μην περιμένεις να βρείς τον εαυτό σου για να ξεκινήσεις!

Εικόνα

Περιμένεις μέρες, μήνες, χρόνια, σε ένα στημένο ραντεβού. Δεν ήρθε ακόμη. Δεν φάνηκε. Άργησε πολύ, τόσο που μάτωσαν τα μάτια στην αναμονή, τόσο που ράγισε η καρδιά στην προσμονή.

Θα στο πω εγώ κι ας πονέσεις. Δεν θα έρθει… Μην περιμένεις...
Όχι γιατί σε απορρίπτει. Αλλά γιατί δεν μπορεί να έρθει. Δε στο υποσχέθηκε, ποτέ. Εσύ το φαντάστηκες, εσύ είχες ανάγκη να το πιστέψεις.

Δεν θα έρθει ποτέ εκείνος ο εαυτός που περιμένεις χρόνια στο ραντεβού.

Δεν θα έρθει ποτέ η μέρα όπου θα εμφανιστεί εντός σου ένας εαυτός καλοντυμένος, τέλειος, άψογος, αναμάρτητος, αψεγάδιαστος. Όχι δεν θα ‘ρθει. Δεν μπορεί να έρθει, γιατί απλά δεν υπάρχει.

Το ξέρω, στο είπαν, το άκουσες, το ήθελες και εσύ κατά βάθος, σαν άλλοθι σαν δικαιολογία, για να μην ξεκινήσεις ποτέ το ταξίδι. Ίσως κάποιοι που παίζουν με τις καρδιές των άλλων, να στο υποσχέθηκαν.

Ξέχασε τους όλους. Και πάρε την απόφαση εσύ να τον βρεις. Εσύ να τον αγαπήσεις. Εσύ βαθιά να τον συγχωρήσεις. Έτσι όπως είναι, άσχημος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, δυσκολεμένος και αμαρτωλός. Δώσε το φιλί της αποδοχής, όπως ο Χριστός σε κάθε μη αξιαγάπητο.

Ξεκίνα την διαδρομή, κι ας μην νιώθεις έτοιμος. Κι ας μην νιώθεις τέλειος, καλός και φοβερός.

Δεν σε κάνει άσχημο η πτώση αλλά η αλαζονεία της τελειότητας. Δεν σε κατακρίνει το λάθος, αλλά η εμμονή και επιμονή σε αυτό.

Μην περιμένεις πρώτα να νιώσεις για να δώσεις. Μην περιμένεις πρώτα να έρθει για να πας, μην περιμένεις να νιώσεις καλά και τέλεια για να ζήσεις.

Είναι ψέμα αυτό του νου σου. Μια φυγή του ψυχισμού σου. Ένα παιγνίδι του μυαλού σου.

Σώπασε με προσευχή και ελπίδα. Ξεκίνα να βαδίζεις.

«Μα δεν ξέρω το δρόμο…» θα πεις. Ας μην τον γνωρίζεις δεν χρειάζεται. Όταν περπατάς ανοίγονται οι δρόμοι και βλέπεις παντού να ξεπροβάλουν μονοπάτια.

Εσύ απλά μην περιμένεις να νιώσεις έτοιμος για να ξεκινήσεις, είναι παγίδα, ξεκίνα και ο δρόμος θα σε διδάξει.

http://anakalypsi.blogspot.gr/2014/01/b ... .html#more

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 09, 2016 4:58 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο

Εικόνα

Αυτός ο τσοµπάνος, που πήγε στον Παράδεισο, τον λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια και ζούσε µέ την γυναίκα του απ' τον κόσμο µακρυά, µέ τα ζωντανά του και δεν κατέβαινε στο χωριό, παρά µονάχα για να πουλήσει τα τυριά του και να ψουνίση τα χρειαζούµενα, ξεκίνησε να λέει ό Προκόπης.

Μιαν ημέρα το λοιπόν, όπου βρέθηκε στο χωριό για τις δουλειές του, πήγε να ανάψει ένα κερί στην εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούμενος και καλής ψυχής άνθρωπος.

Εκεί µιλούσεν ό παπάς στους χωριανούς του και τούς έλεγε το κήρυγμα για τον ίσιον δρόμο του Θεού, πού πάει ολόϊσια στον Παράδεισον, αν δεν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να τραβούµεν ίσια και να είµαστε συµπονετικοί για κάθε άνθρωπον, όταν έχει την ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες και να ελεούμε, γιατί το ίδιο κάνει και ο Θεός και ελεεί τον κόσµον όλον για να ζει και να πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός το ίδιο, τον συµπαθά πολύ και τον παίρνει στον Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο ατελείωτον! "Έτσι τα έλεγεν ο παπάς κι έτσι πρέπει να είναι, κατά την γνώµην µου. Ή Εκκλησία δεν λέγει ποτέ της ψέματα και γιατί να τα πει, μαθές;

'Όλοι ακούγαμε τον απλοϊκόν τσοµπάνο, που μιλούσε µε τον δικό του παραστατικόν τρόπο και κάθε λίγο σκούπιζε τα µουστάκια του, άγνωστον γιατί, και δεν έδειχνε δυσκολία στο να εκφραστεί αυθόρµητα και να πει την πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ενθουσιασθεί, ρώτησε, συντομεύοντας την μικρή παύση στην διήγηση του Προκόπη:

- Και μετά τι έγινε: Πως πήγε στον Παράδεισον;

- 'Όταν γύρισε στο καλύβι του, το είπε στην γυναίκα του χαρούμενος αυτό το ευχάριστο μαντάτο και της είπε πώς θα πάει την άλλη μέρα να συναντήσει τον Θεό. 'Έτσι κι έγινε.

Την άλλη µέρα πήρε ψωμοτύρι µαζί του, χαιρέτισε την κυρά του και ξεκίνησε για τον Παράδεισο. Πήρε τον ίσιον δρόμο και προχωρούσε ανάµεσα στα χωράφια, χωρίς να στρίβει δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς και το βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο και συνέχισε την άλλη µέρα τον ίσιο δρόμο για τον Παράδεισο.

'Εφαγε και το ψωμοτύρι, που είχε µαζί του και συνέχισε και την τρίτη µέρα και την τέταρτη. Το ένα βουνό ανέβαινε, το άλλο κατέβαινε. Την πέµπτη µέρα πείνασε πολύ και σκέφτηκε τι να κάνη και που να βρει τροφή. Κι όταν ανέβηκε το βουνό, πού ήταν µπροστά του, είδε στην απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν και πήγε. Χτύπησε την πόρτα και ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς το Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στον δρόμο του. Τον βάλανε λοιπόν µέσα στην εκκλησιά του Μοναστηριού να περιµένει, ώσπου να του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τις εικόνες και τις θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, ολοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε το µάτι του και είδε στον σταυρό σταυρωµένον κι ολόγυμνο και µατωµένον τον Χριστό, αναφώνησε:

-' Ωχου, το παλληκάρι, το λαβώσανε οι άτιµοι! 'Ωχου και τον έχουν κρεµασµένον ακόµα!

- Την ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του έφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο και τούπε να φάει, συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όμως µπαίνοντας τον άκουσε, πού µιλούσε στον σταυρωµένον και τον ρώτησε:

Μιλούσες µέ κανέναν, αδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τον καλόγερον, πώς είναι απ' αυτούς, πού τον σταυρώσανε, δεν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στον σταυρωµένον:

- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς να κατέβεις; από κει πάνω, να 'ρθης να φάμε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θες να 'ρθώ να σε κατεβάσω εγώ;

- 'Οχι. Μπορώ και µόνος µου να κατέβω. 'Ερχοµαι.

- Κατέβηκε το λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης την αφήγηση του, κάθισε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τον τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε να τον πάρει µαζί του, τώρα πού πάει να συναντήσει τον Θεό.

Θέλεις να σε πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός και θα σε λυπηθεί και θα σε βάλει και σένα στον Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στον Θεό. 'Ερχεσαι µαζί µου; Δεν πρόλαβε όμως ο Σταυρωµένος ν' αποκριθεί, γιατί ακούστηκε να έρχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στον σταυρό κι έμεινε µέ ανοιγμένα χέρια.

Και ο καλόγερος ρώτησε τον τσοµπάνο:

- Τώρα µή µου πεις πώς δεν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' άκουσα µέ τα ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;

- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στην αρχή, δίστασε και στο τέλος είπε στον καλόγερο πώς μιλούσε με το κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού το λυπήθηκε και το κάλεσε να φάνε μαζί το βρισκόμενο. Και είπε στον καλόγερο:

- Μη με μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω να πάω στον Παράδεισο και ό παπάς του χωριού μας είπε να πάρουμε τον ίσιο δρόμο και να είμαστε ψυχοπονιάρηδα;

Κατάλαβες; Το λυπήθηκα λοιπόν το παλληκάρι και το κάλεσα να πάρει κι αυτό μια μπουκιά ψωμί. Κακό έκανα;

- 'Οχι, όχι, καλά έκανες και πάντα να συμπονάς τούς αναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος με τα όσα του είπε ό τσομπάνος. Κι έτρεξε και τα φανέρωσε όλα στον Ηγούμενό του.

'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οι καλόγεροι με τον Ηγούμενο στην εκκλησιά και βάλανε μετάνοια στον τσομπάνο, πού έφαγε μαζί με τον Σταυρωμένο Χριστό και τον παρακαλέσανε να πει καμμιά καλή κουβέντα και γι' αυτούς, όταν συναντήσει τον Θεό.

- Άμα τον δω τον Θεό, θα του πω και για σας, αλλά γιατί το κρατάτε σταυρωμένο το παλληκάρι; Τι σας έκανε; Κατεβάστε το να φάει και να ντυθεί, πού είναι ολόγυμνος και πληγωμένος. Κι αν δεν τον θέλετε εσείς εδώ, τον παίρνω εγώ μαζί μου.

- Εκείνοι κοκκαλώσανε απ' την καλοσύνη και την αθωότητα του Μαυρογένη και, αφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τον συνόδεψαν κάμποσο στον ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν εκείνος απομακρύνθηκε, τον βλέπανε πού δεν πάταγε στην γη, αλλά περπατούσε στον αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τα μάτια τους.

http://perivolipanagias.blogspot.gr/201 ... t_549.html

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 11, 2016 10:02 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Εικόνα
Έως την Κόλαση
-Διήγημα-
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[στους ασυρματιστές του Θεού!]

“Την πήρα την απόφαση, ό,τι κι αν γίνει, θα πάω στο Όρος!” , είπε ο Βασίλης. Δεν κατάλαβε πως, βυθισμένος στο συλλογισμό του, τα τελευταία λόγια τα είπε δυνατά. Μα εκείνη ούτε καν πρόσεχε! Συνέχισε την απασχόληση της στον καθρέφτη, γιατί και απόψε πάλι θα 'βγαινε....


Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Μόλις έπαιρνε να σουρωπώνει, η μάνα του έφευγε. Και οι παρέες, άφθονες και ... ποικίλλες. Την όμορφη νέα χήρα, βλέπεις, την προτιμούσαν για παρέα όλοι οι “ελέυθεροι” στην πόλη. Έφτανε μια φευγαλέα ματιά να της ρίξει κανείς και να μείνει μαγνητισμένος απ’ τα “φαινόμενα κάλλη” της. Κι εκείνη, άλλωστε, δεν άντεχε πια με τη σκέψη του εδώ και δυο χρόνια “φευγάτου” άντρα της. Εκεινού η καρδιά, ξαφνικά μια νύχτα, σταμάτησε και πήγε για το “απάνω ταξίδι”, όπως έλεγε κι ένας θείος του ορφανού πια δεκαεννιάχρονου Βασίλη.
Το άλλο πρωί, ο ήρεμος, αποφασισμένος πια, έφηβος, άφησε ένα σημείωμα στη μητέρα του, που κοιμόταν, φορτώθηκε ένα σακίδιο και κατηφόρισε για το σταθμό λεωφορείων.
Ο μεσήλικας ξερακιανός μοναχός μπήκε τελευταίος στην τράπεζα της Μονής. Κάθισε στην άκρη του πάγκου, απέναντι από δυο-τρεις επισκέπτες, δίπλα στον αρχοντάρη, τον γέροντα Αντώνιο. Οι φιλοξενούμενοι τον κοίταξαν περίεργα. Ο λόγος ήταν ότι το δεξί του χέρι ήταν μπανταρισμένο με γάζες, ενώ από πάνω ήταν δεμένο με ένα κομμάτι τριμμένου, πολυκαιρισμένου ράσου. Ο μοναχός αυτός τελείωσε το λιτό του γεύμα ταυτόχρονα με το τέλος της ανάγνωσης του ιερού κειμένου από τον αναγνώστη. Έπειτα αποσύρθηκε αθόρυβα. Οι επισκέπτες, σαν απόφαγαν, όλο περιέργεια, πήραν να ρωτάν τον αρχοντάρη για τον μοναχό αυτό. Ο αρχοντάρης, αφού τους είπε ότι αυτός ο μοναχός ονομαζόταν Βησσαρίων, τους υποσχέθηκε ότι μετά τον εσπερινό θα τους έλυνε τις απορίες.
Καθισμένοι οι τρεις φίλοι σε ένα πεζούλι στο προαύλιο της Μονής, κοιτάζοντας στο πέλαγος κι ενώ συζητούσαν για θέματα που τους εντυπωσίασαν στο μοναστήρι, είδαν χαρούμενοι τον μοναχό Αντώνιο να έρχεται κοντά τους. Ακόμη τους “έτρωγε” η περιέργεια για το γέροντα Βησσαρίωνα. “Τον πατέρα Βησσαρίωνα, παιδιά μου τον γνώρισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια”, άρχισε να διηγείται ο αρχοντάρης. “Ήλθαμε στη Μονή την ίδια χρονιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλης. Αφού περάσαμε κι οι δυο το δοκιμαστικό στάδιο και δεχθήκαμε την κουρά της αγγελικής ζωής, εκείνος πήρε ευχή και έζησε υποτακτικός σ’ εναν άγιο γέροντα στα τρομερά “Καραούλια”. Επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του γέροντά του, αλλά με δεμένο το χέρι του! Κάποτε τον ρώτησα γι’ αυτό και εκείνος μου είπε την φοβερή του ιστορία. Όταν πήγε στην Έρημο του Όρους, πληροφορήθηκε πως η χήρα μητέρα του αποδήμησε εις Κύριον.
Εκείνος φοβόταν για την κατάληξή της, επειδή είχε ζωή άστατη. Άρχισε λοιπόν να έχει αγωνία κι ερωτήματα. Πάντως, συνεχώς τη μνημόνευε, της έκανε μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές και δεήσεις για την ανάπαυσή της, μα ακόμη βασανιστικά ερωτήματα τον απασχολούσαν: Σώθηκε η μητέρα του; Αν δεν σώθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Με τέτοιους λογισμούς απευθύνθηκε στον γέροντά του για να τον ρωτήσει. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του και, με δάκρυα στα μάτια, τού μίλησε για τον επίγειο βίο της μητέρας του και ποιες ήταν μέχρι τότε οι ενέργειες του για τη σωτηρία της ψυχής της. Εκείνος του απάντησε πως αυτό που ζητούσε να μάθει, ήταν αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα. Αλλά, του είπε εν τέλει, ότι θα παρακαλούσαν το Θεό, κι οι δύο μαζί, να τους πει πού βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας του. Έπειτα, ο γέροντας έβγαλε τον Βησαρίωνα έξω από την καλύβη τους και του είπε να μείνει εκεί όρθιος, επτά ολόκληρες ήμερες προσευχόμενος, χωρίς να φάει τίποτε και ούτε να κινηθεί ή να καθίσει. Κι ο Βησαρίων έμεινε εκεί επτά μέρες και νύχτες, όρθιος, ακίνητος, διαρκώς ένδακρυς, προσευχόμενος να ελεήσει ό Θεός φωτίζοντάς τον με την αποκάλυψη της κατάστασης της ψυχής εκείνης. Ο γέροντάς του, έκανε ακριβώς το ίδιο μέσα στην καλύβη. Όταν έφθασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του Βησαρίωνα στον ουρανό και σε έκσταση είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Είδε ότι πραγματικά οι ψυχές στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν! Είδε στα αριστερά του, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο ακαθαρσίας, λάσπης, ανυπόφορης δυσωδίας, που έβραζε κοχλάζοντας. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη την “καιομένη του πυρός”, είδε να ξεχωρίζουν ανθρώπινες ψυχές. Πότε βυθίζονταν και πότε ανέβαιναν ψηλά, σαν να παίρνουν μια ανάσα και ξανά πάλι μέσα και ξανά έξω, αδιάκοπα. Κάποτε, μέσα στις τόσες δύστυχες ψυχές, αναγνώρισε και τη μάνα του. Ναι, την έβλεπε για λίγο από τους ώμους και πάνω κι αναρρίγησε. Κι εκείνη αναγνωρίζοντας το γιό της στην όχθη αυτής της “Γέεννας”, του φώναξε ξέπνοα: “Παιδί μου! Βοήθησέ με!”, και ξαναβυθίστηκε. Έπειτα ξαναφάνηκε για να φωνάξει ξανά: “έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”. Πριν βυθιστεί πάλι στο βόρβορο, φώναξε στο γιο της: “Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!”. Ήταν τόση η θλίψη του Βησσαριώνα, όταν έβλεπε κι άκουγε αυτά, βούτηξε το χέρι του μέσα, την άρπαξε από τα μαλλιά και με δυσκολία την τράβηξε έξω! Έξω από τη λίμνη ο Βησσαρίων είδε κάτι σαν χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, δίπλα σε βράχο, έτρεχε γάργαρο νερό μέσα στην κολυμβήθρα, χωρίς όμως ποτέ να γεμίζει. Πήρε τότε τη μάνα του αγκαλιά στα δυο του χέρια και την έβαλε σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, όπου πλύθηκε, καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν χιόνι. Έπειτα, κάποιοι λευκοντυμένοι νέοι, που δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα, της έδωσαν λευκό φόρεμα. Εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και έφυγε μαζί τους. Καθώς απομακρυνόταν ανάμεσά τους, στην αντίθετη από τη λίμνη κατεύθυνση, είδε να του γνέφει χαιρετώντας χαρούμενη. Αμέσως, μετά ο Βησσαρίων επανήλθε στα γήινα. Το χάραμα, μετά το τέλος της έβδομης νύχτας, ήταν εκεί, ορθός, έξω από την καλύβη, παρακαλώντας ακόμη το Θεό για τη σωτηρία της μητέρας του, ευγνωμονώντας ταυτόχρονα Εκείνον για την οπτασία. Λίγο μετά, ο γέροντάς του βγήκε από την καλύβη και τον ρώτησε τι είχε δει. Εκείνος ξέσπασε με λυγμούς σε ευχαριστίες στο Θεό για την ευσπλαχνία Του που έβγαλε τη μάνα του από τον Άδη. Το χέρι του όμως που βούτηξε στη φοβερή λίμνη του πυρός, μέχρι τον αγκώνα, ήταν καμένο και βρωμούσε απαίσια. Ο Βησσαρίων μου είπε ότι παρακάλεσε το γέροντά του, μετά απ’ αυτά, να του θεραπεύσει το χέρι του, όμως εκείνος αρνήθηκε να σβήσει εκείνο το “σημείον μέγα”, που αποτελούσε σημάδι του θαύματος! Ο γέροντας τού τόνισε πως το “σημείον” εκείνο ήταν η απόδειξη για το πόση δύναμη έχουν Θεία Λειτουργία, μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές με κομποσκοίνι και ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Έπειτα, ο άγιος Γέρων ασκητής έσκισε ένα κομμάτι από το ράσο του και του είπε: “Τύλιξε το χέρι σου μ’ αυτό. Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και σε όσους αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας”. Εγώ, όταν μου τα έλεγε αυτά ο αδελφός μου, είχα λογισμούς δυσπιστίας. Εκείνος με κατάλαβε και τράβηξε λίγο τη μια άκρη του ράσου. Παιδιά μου!”, έκανε κοιτώντας κατάματα τους ακροατές του ο αρχοντάρης, “δεν άντεξα την “βρώμα” εκείνη κι έφυγα μακριά. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντα ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό κι ευωδίαζε!”.

Σημ.: Στηρίζεται σε αληθινό γεγονός [Θεωδώρητος, 6ος αι. μ.Χ.]
http://orthodoxhparea.blogspot.gr/searc ... E%95%CE%A3

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 13, 2016 3:42 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Το αλφαβητάριον του Χριστιανού
Εικόνα
Αγάπα πρώτον τον Θεόν, έπειτα τον εχθρό σου

Βλέπε των άλλων τα καλά, το σφάλμα το δικό σου

Γ
υναίκα έχεις; Τίμα την. Δεν έχεις; Μη γυρέψεις

Δίδε καλόν αντί κακού και θέλεις αφεντέψεις

Εχε δια χειρότερον μόνον τον εαυτόν σου

Ζήσε καλώς, αν το κακόν το φεύγεις ως κρημνόν σου

Ημέρα δίχως προσευχή ποτέ να μην περάσει

Θρόνος Θεού θέλεις γενή, ταπεινωθείς εν πάσι

Ιδέα να χεις πάντοτε πως σήμερον πεθαίνεις

Κόλακα μήτε να δεχθείς μήτε εσύ να γένης

Λιμήν να είσαι των πτωχών, χαρά των θλιβομένων

Μήτηρ, πατήρ των ορφανών, ξενοδοχείον των ξένων

Να κοινωνής πολλές φορές τον χρόνον αναγκαίον

Ξομολόγου δέκα φορές όμως και έτι πλέον

Οσο μπορείς να περπατείς τρέχε στην εκκλησίαν

Πουλήσου και αγόρασε την άνω Βασιλείαν

Ρίψε τον πόνον του κορμιού και πόνει την ψυχήν σου

Σέβου την πίστιν σου γερά έως εις την θανήν σου

Του βασιλέως μας Χριστού τα πάθη να θυμάσαι

Υμνει και δόξαζε Αυτόν, αν θέλης Χριστού να σαι

Φοβού κι αγάπαν Τον ωσάν τα δυο σου μάτια

Χαίρε, δια αγάπην Του αν γένης και κομμάτια

Ψάλλε Αυτώ βράδυ, πρωί, καθημερινή και σχόλη

Ω πρέπει δόξα και τιμή. Αμήν να ειπέτε όλοι!
http://anakalypsi.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7.html

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιαν 14, 2016 1:28 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Γιατί δεν μας αποκαλύπτεται ο θεός
Εικόνα
Από το Γεροντικό

Είπε ο Αββάς Ολύμπιος: Κατέβηκε κάποτε ένας ιερεύς των ειδωλολατρών σε Σκήτη και ήλθε στο κελί μου και κοιμήθηκε. Και βλέποντας τη διαγωγή των μοναχών, μου λέγει: Έτσι ζώντας, τίποτα δεν σας φανερώνει ο Θεός σας; Και του λέγω: Τίποτε. Και μου λέγει: Και όμως εμάς, όταν ιερουργούμε στο θεό μας, τίποτε δεν κρύβει, αλλά μας αποκαλύπτει τα μυστήρια του. Ενώ σείς, τόσους κόπους κάνοντας, αγρυπνίες, ησυχίες και ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε;

Οπωσδήποτε λοιπόν, αν τίποτε δεν βλέπετε, λογισμούς αμαρτωλούς έχετε στις καρδιές σας και αυτοί σας χωρίζουν από το Θεό σας. Έτσι, δεν σας αποκαλύπτονται τα μυστήρια του.

Και πήγα και ανάφερα στους γέροντες τα λόγια του ιερέως. Και θαύμασαν και είπαν, ότι έτσι είναι. Γιατί οι ακάθαρτοι λογισμοί χωρίζουν τον Θεό από τον άνθρωπο.
http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 16, 2016 9:38 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Ο άπιστος γιατρός και η ύπαρξη της ψυχής, ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ...

Εικόνα

Ένας άπιστος γιατρός έλεγε σε έναν πιστό χριστιανό:
Δεν υπάρχει ψυχή. Είδες ποτέ με τα μάτια σου καμιά ψυχή; Άκουσες καμιά ψυχή με τα αυτιά σου; Γεύτηκες, οσφράνθηκες ποτέ την ύπαρξη της ψυχή;
Όχι, απάντησε ο πιστός.
Ο γιατρός με κάποιο υπεροπτικό ύφος είπε:
Βλέπεις; Έχουμε τέσσερις αισθήσεις που μας πληροφορούν ότι δεν υπάρχει ψυχή και μόνο μία υπέρ της ύπαρξης της.

Αλλά ο πιστός δεν τα έχασε. Με ευστροφία ρωτά το γιατρό:
Είδες ποτέ γιατρέ μου, με τα μάτια σου τον πόνο; Τον άκουσες με τα αυτιά σου; Τον γεύτηκες με το στόμα σου; Τον οσφράνθηκες με τη μύτη σου;
Όχι απάντησε ο γιατρός.
Αισθάνθηκες ποτέ τον πόνο;
Ναι, ήταν η απάντηση του γιατρού.
Βλέπετε γιατρέ μου, έχουμε κι εδώ τέσσερις αισθήσεις, που μας πληροφορούν ότι πόνος δεν υπάρχει και μόνο μία ότι υπάρχει. Να καταλήξουμε στα ίδια συμπεράσματα;

Ο γιατρός παίρνει την απάντηση και ο πιστός κερδίζει μία νίκη.
http://ellpalmos.blogspot.gr/2016/01/bl ... .html#more

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 18, 2016 4:45 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι σημαίνει τα "χούγια" δεν αλλάζουν;
Εικόνα
Η παροιμία λέγει ότι τα «χούγια» δεν αλλάζουν μέχρι να πεθάνη ο άνθρωπος.
Αυτή στην ουσία έχει δύο έννοιες. Πρώτον, εκφράζει ότι εμείς οι άνθρωποι τόσο πολύ αγαπάμε τις συνήθειές μας, ώστε οι ίδιοι δεν θέλομε να τις βγάλωμε, όχι ότι δεν βγαίνουν οι συνήθειες.
Τις αγαπάμε τις συνήθειές μας, τις υποστηρίζουμε, μας αρέσουν και προτιμούμε καλύτερα να μας σφάξουν παρά να αλλάξωμε μία συνήθειά μας.
Παρατηρήστε, όταν θελήσουν να μας αλλάξουν κάποια συνήθειά μας, κάποια σκέψι μας, κάποια γνώμη μας, πως αμέσως αντιδρούμε. Αμέσως ταραζόμαστε, γιατί την αγαπάμε την συνήθειά μας, όχι ότι αυτή δεν αλλάζει.Ίσα ίσα που η Αγία Γραφή λέγει ότι και ο ηλικιωμένος Νικόδημος η οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξαναγεννηθή λαμβάνοντας το βάπτισμα. Η Αγία Γραφή λέγει ότι καρδίαν καινή δίνει ο Θεός, κάνοντάς μας ανάπλασι του νου, του βαθυτέρου είναι μας, και έτσι γινόμεθα καινούργιοι ημέρα τη ημέρα. Επομένως, αλλάζει ο άνθρωπος.

Δεύτερον, εκείνα που πράγματι δεν αλλάζουν είναι τα σωματικά και ψυχικά ιδιώματα του ανθρώπου –αμφότερα φυσικά είναι-, στα οποία χωράει ένα πράγμα, η δική μας κατάφασις: τα δέχομαι και προχωράω. Εγώ παραδείγματος χάριν, πάω στο μοναστήρι αγράμματος και θέλω να παρουσιάζωμαι ως εγγράμματος. Τότε είναι φυσικό να αποτύχω. Διότι, εάν δεν έμαθα γράμματα μέχρι της ηλικίας των δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων, μετά δεν μπορώ να μάθω. Δεν μπορώ να αποκαταστήσω την άγνοιάμου με μεταγενέστερες σπουδές, διότι θα γίνω χειρότερος. Να παραδεχτώ λοιπόν την αγραμματωσύνη μου και να πάω στο μοναστήρι ως αγράμματος. Εάν θελήσω να εξομοιωθώ με τους μορφωμένους, θα χάσω την ειρήνη μου.
Υπάρχουν πολλά φυσικά ιδιώματα. Εκ φύσεως είμαι εξωστρεφής ή νωθρός ή έξυπνος ή αφελής ή ζωηρός ή σοβαρός ή έχω τούτο το κακό ή το καλό. Μεταβολή βέβαια σε αυτά γίνεται· αύξηση, πρόοδος, μείωσις γίνεται, αλλά όχι τελεία αλλαγή.
Αυτά αποτελούν το περιεχόμενο που μας χάρισε ο Θεός, επί τη βάσει του οποίου θα προχωρήσωμε, και το οποίο θα χρησιμοποιήσωμε ως αντάλλαγμα, για να πάρωμε την χάρι του Θεού.
Όταν λοιπόν λέμε, τα ανθρώπινα «χούγια» δεν αλλάζουν, εννοούμε: ή ότι δεν θέλουν οι άνθρωποι αλλαγή, ή ότι πρόκειται περί φυσικών και ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Αυτά δεν μας εμποδίζουν στον δρόμο μας. Αυτά είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε· δεν χρειάζεται να αλλάξουν αυτά, μόνον να τα προσφέρωμε στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ θα προσφέρω την χαρά μου, εσύ την εξυπνάδα σου, ο άλλος την μόρφωσί του. Να τα προσφέρω όμως σαν σκύβαλα, διότι τίποτε δεν είναι, πεταγμένα πράγματα είναι, αν και είναι αγαθά, και τότε μπορώ θαυμάσια να προχωρήσω.
Τα «χούγια», και μάλιστα τα πνευματικά, δεν αλλάζουν, επειδή εμείς δεν θέλομε. Εμείς τα ράβομε επάνω στην ψυχή μας με την μεγάλη εκείνη βελόνα και με την κάμιλο, με το χονδρό δηλαδή σχοινί, με το παλαμάρι του θελήματος.
Και επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξη το «χούγι» του ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλωμε να αλλάζωμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζωμε. Λόγου χάριν, θα δης ότι ο άλλος είναι τεμπέλης. Μη θέλης να αλλάξη. Θα διαπιστώσης ότι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως είναι. Τί μπορείς μόνον να κάνης; Όταν δης τα παπούτσια του, κλείσε την πρότα σου και μη μιλάς, ώστε να κτυπήση και να αναγκασθή να φύγη. Ή βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής· φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε πλησιάση, πες στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές· θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το περιμένης αυτό, και να μη θέλης να αλλάξη. Να μη λες: Μα, καλόγερος και να θυμώνη; Διότι από την ώρα εκείνη διακυβεύεται η δική σου ζωή.
Όπως, όταν αμαρτάνη ο άλλος τον δικαιολογούμε και λέμε ότι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων. Αλλά, όταν αμαρτάνωμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνη ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιον, διότι η αμαρτία είναι χωρισμός από τον Θεόν. Άλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και άλλα για τους άλλους. Και όντως, είναι αφελέστατος και αποτυχημένος, όποιος συλλάβη έστω και απλώς την ιδέα να αλλάξη τους άλλους. Αποτυγχάνει καθημερινά, όταν θελήση να επιφέρη κάποια αλλαγή στον άλλο και ιδίως στην γνώμη του άλλου.
Θα θυμάστε το περιστατικό από το Ευαγγέλιο, που πήγαν στον Χριστό δύο αδέλφια και του είπαν: Χώρισέ μας το χωραφάκι μας, σε παρακαλούμε. Τί τους απάντησε; Δεν είναι δουλειά μου. (Λουκ.12.3-14) Γιατί; Διότι θα ερχόταν σε σύγκρουσι με την θέλησι του ενός εξ αυτών. Ουδέποτε ήρχετο ο Χριστός σε σύγκρουσι. Μία φορά μόνον το έκανε, με τους Φαρισαίους, με τα «ουαί». Έριχνε απλώς τον λόγο, την διδασκαλία του, τα δίχτυα του, και μάλιστα πώς; Με παραβολές· γιατί, εάν θα μιλούσε ανοιχτά, θα συγκρουόταν με τις ιδεές τους, με τις αντιλήψεις τους.
Ο άνθρωπος πάντοτε καταλαβαίνει αυτό που θέλει. Τα έλεγε λοιπόν κεκαλυμμένα, και τα καταλάβαιναν όσοι ήθελαν· όσοι δεν ήθελαν, έλεγαν μόνον, τί ωραία που μιλάει! Μέλι και γάλα βγαίνει από το στόμα του. Έτσι τους κέρδιζε όλους...

Χαρισματική Οδός
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
εκδ. Ίνδικτος
http://armenisths.blogspot.gr/search/la ... E%B5%CF%82

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιαν 19, 2016 7:59 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
«Μάνα συγγνώμη και … σ΄ ευχαριστώ!»

Εικόνα

Ένας νεαρός άνδρας πήγε να υποβάλλει αίτηση για μια διευθυντική θέση σε μια μεγάλη εταιρεία. Αφού πέρασε την αρχική συνέντευξη, έπρεπε τώρα να συμφωνήσει και ο γενικός διευθυντής για την πρόσληψη.

Ο διευθυντής ανακάλυψε από το βιογραφικό του, ότι ο νεαρός είχε εξαιρετικές ακαδημαϊκές σπουδές. Ρώτησε, «Πως κατάφερες να κάνεις αυτές τις σπουδές; Μήπως πήρες υποτροφίες;»

«Όχι του απάντησε ο νεαρός».
«Ο πατέρας σου κατέβαλλε όλα αυτά τα δίδακτρα;» ρώτησε ξανά ο διευθυντής.
«Ο πατέρας μου κύριε πέθανε όταν ήμουν ενός έτους, η μητέρα μου ήταν αυτή που πλήρωνε τα δίδακτρά μου» Απάντησε.
« Που εργάζεται η μητέρα σου;»
«Η μητέρα μου εργάζεται ως καθαρίστρια ρούχων. Πλένει ρούχα για άλλους»
Ο διευθυντής ζήτησε τότε από το νεαρό να του δείξει τα χέρια του. Ο νεαρός έδειξε τα χέρια του τα οποία ήταν λεία και πολύ απαλά.
«Έχεις βοηθήσει ποτέ τη μητέρα σου στο πλύσιμο των ρούχων;»
«Ποτέ, η μητέρα μου ήθελε πάντα να μελετώ και να διαβάζω όσο το δυνατόν περισσότερο. Εκτός αυτού, η μητέρα μου πλένει τα ρούχα πιο γρήγορα από μένα».
Ο διευθυντής είπε: «Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Όταν πας σπίτι σήμερα, πήγαινε να καθαρίσεις τα χέρια της μητέρας σου και θα τα ξαναπούμε αύριο το πρωί».
Ο νεαρός θεώρησε ότι οι πιθανότητες να πάρει τη θέση, ήταν πολύ μεγάλες. Όταν πήγε πίσω στο σπίτι, ζήτησε από τη μητέρα του να τον αφήσει να καθαρίσει τα χέρια της. Η μητέρα παραξενεύτηκε και με ανάμεικτα συναισθήματα άπλωσε τα χέρια της προς το γιο της.
Ο νεαρός άρχισε να πλένει τα χέρια της μητέρας του σιγά-σιγά, ενώ δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του όση ώρα το έκανε αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησε ότι τα χέρια της μητέρας του ήταν τόσο ζαρωμένα, και ότι υπήρχαν τόσες πολλές μελανιές πάνω τους. Μερικές μελανιές μάλιστα ήταν τόσο οδυνηρές, που η μητέρα του βογκούσε όταν τις άγγιζε.
Ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτά τα χέρια που έπλεναν σε καθημερινή βάση ρούχα για να μπορέσει να πληρώσει τα δίδακτρά του. Οι μελανιές στα χέρια της, ήταν το τίμημα που η μητέρα έπρεπε να πληρώσει για την εκπαίδευσή του και το μέλλον του παιδιού της.
Μετά τον καθαρισμό των χεριών της μητέρας του, ο νεαρός άρχισε να πλένει σιγά – σιγά όλα τα ρούχα που είχαν στοιβαχτεί για πλύσιμο, μονολογώντας «Μάννα συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ για όλα», «Μάννα συγγνώμη και σ’ ευχαριστώ για όλα»… ενώ δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν από τα μάτια του.
Εκείνο το βράδυ, μητέρα και ο γιος έκατσαν και κουβέντιασαν για αρκετή ώρα.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο νεαρός πήγε στο γραφείο του διευθυντή συγκινημένος και βουρκωμένος, βλέποντάς τον έτσι, τον ρώτησε.
«Για πες μου λοιπόν, τι έγινε χθες στο σπίτι σου; Τι έκανες; Έμαθες κάτι καινούργιο».
Ο νεαρός απάντησε: «Καθάρισα τα χέρια της μητέρας μου, αλλά και έπλυνα τελικά όλα τα ρούχα που είχε για πλύσιμο».
«Τώρα κατάλαβα και εκτίμησα την προσπάθεια της μητέρας μου. Χωρίς τη μητέρα μου, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα. Συνειδητοποίησα με την πράξη αυτή, πόσο σημαντική είναι η βοήθεια που σου προσφέρουν οι άλλοι. Έχω καταλήξει να εκτιμώ την αξία και τη σημασία που έχει το να βοηθά ο ένας τον άλλο στην οικογένεια και στην κοινωνία».
Ο διευθυντής τότε του είπε: «Αυτό είναι που ψάχνω σε ένα συνεργάτη. Θέλω να προσλάβω ένα άτομο που δεν θα σκέφτεται μόνο το εαυτό του, που μπορεί να γνωρίζει και να εκτιμά τη βοήθεια, τις προσπάθειες και τα δεινά των άλλων, για να επιτευχτούν κάποια πράγματα στη ζωή και δεν θα θέτει τα χρήματα ως μοναδικό στόχο του στη ζωή του. Έχεις προσληφθεί».
Αυτό το νεαρό άτομο εργάστηκε πολύ σκληρά, έλαβε αξιώματα στην επιχείρηση και απολάμβανε το σεβασμό των υφισταμένων του. Κάθε εργαζόμενος που είχε, εργάστηκε επιμελώς και ως ομάδα με τους υπόλοιπους. Οι επιδόσεις της εταιρείας βελτιώθηκαν σημαντικά.

Συμπέρασμα
Ένα παιδί, που μεγαλώνει με υπερπροστασία και συνήθως απολαμβάνει ότι θέλει, αναπτύσσει πολλές φορές την «αρρωστημένη» νοοτροπία να θέτει τον εαυτό του πάνω απ’ όλα. Αυτό το άτομο δύσκολα εκτιμά τις προσπάθειες και τον αγώνα των γονέων του. Όταν αρχίζει να εργάζεται, έχει την απαίτηση, κάθε εργαζόμενος να τον ακούει υποτακτικά και αν γίνει προϊστάμενος ή διευθυντής, ποτέ δεν θα αναγνωρίσει τις προσπάθειες των εργαζομένων του και θα κατηγορεί πάντα τους άλλους, για τυχόν αποτυχίες. Αυτό το είδος των ανθρώπων, οι οποίοι μπορεί να είναι μορφωμένοι σπουδασμένοι και με πολλά πτυχία, μπορεί προσωρινά να επιτύχουν, αλλά τελικά ποτέ δεν αισθανθούν την «γλύκα» της επιτυχίας. Θα γκρινιάζουν συνεχώς θα είναι γεμάτοι μίσος και θυμό στην προσπάθειά τους να αναδειχτούν.

Αν ανήκουμε σ’ αυτό το είδος των γονέων καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω.
Μπορεί το παιδί μας να μεγαλώνει σ’ ένα όμορφο και άνετο σπίτι, να έχει το φαγητό της αρεσκείας του, να του προσφέρουμε άφθονα παιχνίδια, να το μαθαίνουμε πιάνο και χορό, να του προσφέρουμε όλες τις ανέσεις και να μην του χαλάμε χατίρι, αλλά….. Όταν πχ σκαλίζουμε ή καθαρίζουμε τον κήπο μας ας το αφήσουμε να συμμετέχει, όταν στρώνουμε το τραπέζι για φαγητό ας το καλέσουμε να βοηθήσει, ας το μάθουμε να συμμετέχει. Δεν είναι επειδή έτσι θα μας ελαφρύνει από τα οικονομικά βάρη, ή ότι δεν έχουμε – αν είμαστε πλούσιοι – την ανάγκη της βοήθειάς του, αλλά με αυτό τον τρόπο του δείχνουμε τη βασισμένη σε σωστές βάση αγάπη μας και το πιο σημαντικό του μαθαίνουμε να εκτιμά την αξία της συνεργασίας με άλλους προκειμένου να επιτευχθούν κάποια πράγματα σ’ αυτή τον κόσμο.

http://churchofagianapa.blogspot.gr/sea ... E%95%CE%A3

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιαν 21, 2016 6:22 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
«ΑΣΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ... ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ ΑΥΤΟΣ»

Εικόνα

π. Ανδρέας Κονάνος-”Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός”

Αξίζεις. Αξίζεις, επειδή είσαι πλάσμα του Θεού, δημιούργημά Του. Επειδή ο Θεός σ’ αγαπάει και όλος ο ουρανός ασχολείται μαζί σου, σε φροντίζει και σου δίνει σημασία. Ακόμα και αν δε σε πάρει κανένας τηλέφωνο για μια μέρα, ακόμα και αν δε σου μιλήσει κανείς, έχεις μια φοβερή δυναμική μέσα σου. Είσαι ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ όλη τη γη. Κανείς δεν είναι σαν κι εσένα, δεν έχει τα γνωρίσματά σου, τα χαρίσματά σου μα και τα προβλήματά σου. Ο Χριστός σ’ αγαπάει και σου δίνει σημασία. Θέλει να σε δυναμώσει.

Πώς θα γίνει αυτό; Με τα σκαμπανεβάσματα. Τη μιά στιγμή νιώθεις πως έχεις τον Χριστό και την άλλη Τον χάνεις. Τη μια έρχεται και την άλλη φεύγει. Όπως ακριβώς ένιωσαν και οι μαθητές Του μετά την Ανάσταση, όταν περπάταγαν περίλυποι και χαμένοι στις σκέψεις τους προς Εμμαούς. Μόλις άρχισαν να νιώθουν την καρδιά τους να φλέγεται κι άρχισαν να καταλαβαίνουν τον Κύριο, Εκείνος έφυγε πάλι μακριά τους. Γιατί; Για να τους κάνει πιο δυνατούς. Τους άφησε μόνο τη γλυκιά γεύση στην ψυχή τους, τη θερμότητα, την πίστη και τη δύναμη. Να πιστεύουν, ν’ αγγίζουν και να νιώθουν παρόντα τον αόρατο. Να νιώθουν ότι κρατούν Αυτόν που όλο τους φεύγει, αφήνοντας όμως πίσω Του την ευωδία Του, τη γλυκύτητά Του, το ζήλο και τον πόθο.

Ο Χριστός θέλει να Τον αγαπάμε, χωρίς όμως να νιώθουμε τη βεβαιότητα ότι Τον κρατούμε. Δε θέλει να μας δώσει σιγουριά, αλλά να μας αφήσει σ’ ένα μετέωρο κενό, στο οποίο μπορούμε να κάνουμε τις ωραιότερες πτήσεις, τα ομορφότερα σχέδια στον ουρανό της αγάπης Του, στο πέλαγος της ζωής, αφημένοι στους κυματισμούς Του. Μπορεί να νομίζεις ότι δεν ξέρεις που πας μέσα στο πέλαγος. Τότε, Εκείνος σου λέει: “Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός”, “Μα δεν έχω πυξίδα. Νιώθω ότι δεν ξέρω τίποτα”, “Αφέσου και θα βγει κάτι καλό”.

Από το βιβλίο « Δυνάμωσε την ψυχή σου» – του π. Ανδρέα Κονάνου
http://mazi-xeri-xeri.blogspot.gr/2014/ ... .html#more

Re: Διδακτικές Ιστορίες

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 22, 2016 1:46 pm
από ΜΑΝΩΛΗΣ
Αναζητώ έναν γέροντα που είχα γνωρίσει

Εικόνα

Διογένη Μαλτέζου

Μοναχός: Ξένε, ποιόν ζητάς να βρεις;

Ξένος: Τον γέροντα μιας Καλύβης που ήταν εδώ κοντά. Δεν μπορώ να σου πω που ακριβώς ήταν, γιατί το δάσος θέριεψε και τα σκέπασε όλα.

Μοναχός: Το όνομα του Γέροντα;

Ξένος: Δεν το θυμάμαι. Έπεσε πολύ σκοτάδι στη μνήμη μου και δεν το θυμάμαι.

Μοναχός: Πες μου τα χαρακτηριστικά του.

Ξένος: Ήταν γεμάτος καλοσύνη. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο, έλαμπε.

Μοναχός: πες μου και άλλα χαρακτηριστικά γιατί αυτά που μου είπες τα έχουν πολλοί.

Ξένος: όταν μιλούσε χαμήλωνε τα μάτια, μας μιλούσε πάντα για την Παναγία, μας συμβούλευε να αποφεύγουμε την αμαρτία, όμως έδειχνε συμπόνια για τον αμαρτωλό. Αυτές τις στιγμές έλεγε ότι αυτός ο ίδιος ήταν ο πιο αμαρτωλός από τους ανθρώπους. Κάποιες στιγμές τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα, τότε προσευχόταν χαμηλόφωνα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και κάτι άλλο να προσθέσω μήπως σε βοηθήσω. Ο γέροντας που ζητώ έμοιαζε με τον παππού μου.

Μοναχός: Ξένε, δεν γνώρισα ποτέ τον παππού σου. Όμως πες μου πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που είδες τον γέροντα που ζητάς.

Ξένος: Γύρω στα 50 χρόνια, παιδί μου, μαζεύτηκαν δίχως να το καταλάβω. Τόσο το αμέλησα…

Μοναχός: μα εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε, ούτε ο γέροντας της Καλύβης μας. Εδώ είμαστε όλοι νέοι. Αύριο θα κάνουμε μνημόσυνο γι’ αυτούς. Μείνε μαζί μας να τους μνημονεύσουμε. Εδώ θα είναι όλοι…
http://www.isagiastriados.com/2012-02-29-11-16-42.html