ΟΜΙΛΙΑ
ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΝ
ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΝΑΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΜΗΣ
ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
11 Νοεμβρίου 2016 ***
«Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ ἡ πόλις Ἡρακλείου, τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Κρήτη πίστει λαμπροφοροῦσα, Μηνᾶν τόν πανένδοξον ἀθλητήν ἐν κόλποις κατέχουσα ὡς θησαυρόν, ἀπόλαυε τῶν θαυμάτων τήν πληθύν καί εὐχαρίστως τῷ Σωτῆρι βόησον· Κύριε δόξα σοι».
Μέ τούς λόγους αὐτούς τῆς ἱερῆς ὑμνολογίας καλεῖ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τούς φιλομάρτυρες καί φιλάγιους πιστούς Της, τῆς θαλασσοφίλητης αὐτῆς πόλεως καί νήσου, τούς κατοίκους τοῦ Κάστρου καί τῆς Κρήτης ὁλόκληρης τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Τίτου, τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁσίων καί τῶν Μαρτύρων, σέ δοξολογία τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ γιά τόν μεγάλο καί ἀτίμητο θησαυρό, τόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα καί Θαυματουργό Μηνᾶ, τόν Καβαλάρη, τόν «κοντοσγουρογένη, ἡλιοκαμένο, ἀγριομάτη Καπετάν Μηνᾶ», πού γιά τούς Καστρινούς δέν εἶναι μόνο ἅγιος. Εἶναι ὁ προστάτης «ἀλάκερης τῆς πολιτείας, πού εἶναι ἕνα φρούριο, ὅπως ἡ κάθε ψυχή πού τήν κατοικεῖ εἶναι κι αὐτή ἕνα φρούριο αἰώνια πολιορκούμενο».
Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖε,
Σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,
Σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ἀγαπητά παιδιά τῆς εὔγονης αὐτῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,
Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶναι Ἅγιος τοῦ τρίτου μετά Χριστόν αἰῶνα καί ταυτόχρονα διαχρονικός. Χάνεται στά βάθη τῆς Ἱστορίας, ἀλλά καί διαρκῶς βρίσκεται παρών ἀνάμεσά μας. Ἦταν Αἰγυπτιώτης στήν καταγωγή μά πολιτογραφήθηκε Κρητικός καί ἦταν στρατιωτικός στό ἐπάγγελμα. Ἐπί βασιλείας Μαξιμιανοῦ, στό Κοτυάειο τῆς Φρυγίας ἔλαβε χώρα τό μαρτύριο του. Καί ἐδῶ στόν τόπο μας, στήν ἀντίπερα ὄχθη, καταγράφηκε στίς ψυχές μας προστάτης καί πολιοῦχος καί ἔγινε ἴσως τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο τῶν φιλάγιων κατοίκων τοῦ ἱστορικοῦ Χάνδακα.
Σ᾿ αὐτόν τόν Ἅγιο ἡ εὐσέβεια τῶν καλῶν μας προγόνων ἀφιέρωσε τόν μικρό Ναό, τόν Μικρό Ἅγιο Μηνᾶ, ὅπως τόν λέει ὁ λαός μας, μνημεῖο διαχρονικῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς ἀλλά καί αὐτόν τόν μεγαλύτερο Ναό τῆς Κρήτης, ἕνα ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν μνημείων, τόν ὁποῖον οἰκοδόμησε ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβεια, ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ ἑνότητα τῶν πατέρων μας, εἰς μαρτύριον τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως τῆς πόλεως ἀπό τόν Ἅγιο. Αὐτός ὁ Ναός ἀποτελεῖ καθημερινό προσκύνημα καί κέντρο τῆς πνευματικῆς ἀναστροφῆς τοῦ λαοῦ μας.
Αἰγυπτιώτης λοιπόν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καί γιά ἐμᾶς Καστρινός καί Κρητικός, μά πάνω ἀπ’ ὅλα οἰκουμενικός. Γιατί οἱ Ἅγιοι δέν ἀνήκουν σέ ἕνα τόπο καί σέ μιά ἐποχή, εἶναι οἰκουμενικοί καί διαχρονικοί. Οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, πού δέ γνωρίζει καί δέν ἐκφράζει φυλετικές καί ἐθνικιστικές διακρίσεις, ἀλλά καί δέν παγιδεύεται στά σχήματα τῶν καιρῶν τοῦ παρόντος κόσμου.
Ἀπό τήν ἴδια αὐτή θέση μεγάλος Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης τόνιζε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς μᾶς μηνᾶ πάντοτε νά παραμένουμε οἰκουμενικοί στήν πίστη καί στό φρόνημά μας καί εὐγνώμονες στή Μητέρα Ἐκκλησία μας, πού εἶναι ἡ καλλιέλαιος, ἐγγύηση τῆς εὐστάθειας, τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος καί σωτηρίας μας.
Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς μᾶς μηνᾶ πώς δέν πρέπει νά φοβούμαστε κανένα κίνδυνο, καμμιά ἀπειλή, ἀπ’ ὅπου κι ἄν προέρχεται, καί νά μή χάνομε ποτέ τήν ἐλπίδα μας. Στά ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου ὑπάρχει ἡ διέξοδος τοῦ θαύματος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τό Πάσχα τοῦ 1826, 18 Ἀπριλίου, οἱ χριστιανοί συνάχθηκαν γιά νά γιορτάσουν τήν Ἀνάσταση ἐδῶ, ἐνῶ τά πάντα γύρω τά ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά, παρουσιάστηκε ἔφιππος ὁ στρατηλάτης Ἅγιος Μηνᾶς καί κατήσχυνε λαμπρῶς τάς ὀρδάς τῶν ἀσεβῶν συντρίψας τούτων τά τόξα.
Αὐτήν τήν Ἀνάσταση τῆς πίστεως καί τήν ἀνάσταση τοῦ γένους, ἀπό τήν ταφή τῆς ἀπιστίας καί τῆς μισαλλοδοξίας ἐκφράζει αὐτός ὁ Ναός».
Μαζί μέ τόν Ἅγιο Μηνᾶ, ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης καί ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία μας ἀποφάσισε νά τιμήσει ἐφέτος, μέ τήν συμπλήρωση δεκαετίας ὅλης ἀπό τήν ἐκδημία του στόν οὐρανό, τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο. Νά τοῦ ἐκφράσει γιά μία ἀκόμη φορά τήν εὐγνωμοσύνη καί τό βαθύτατο σεβασμό Της, τήν ἀγάπη καί τήν εὐχαριστία Της γιά τό ὀρθόδοξο ἦθος, τόν ἔνθεο ζῆλο καί τήν πολυσχιδῆ προσφορά του στήν Ἐκκλησία καί τό Γένος.
Ἀδύναμος προσωπικά νά ἐξιστορήσω ἤ ἔστω καί νά σκιαγραφήσω τήν μεγάλη αὐτή ἐκκλησιαστική μορφή σέ συνάρτηση μέ τήν Ἑορτή τοῦ Πολιούχου, μέ τόν ὁποῖο εἶχε μιά ἰδιαίτερη σχέση ὁ μακαριστός, προέκρινα καί πάλι σήμερα ἐκεῖνον νά ἀκουσθεῖ ἐδῶ μέσα, κάτω ἀπό τούς θόλους τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, ἐπιλέγοντας ὅσα στήν Ἑορτή τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τό ἔτος 2005, τήν τελευταία φορά πού πανηγύριζε μαζί μας, ἔγραφε σέ μιά Ἐγκύκλιό του, τήν ὁποία ἐκεῖνος πού ὁμιλεῖ αὐτήν τήν στιγμή εἶχε τήν τιμή καί τήν εὐλογία νά τή διαβάζει τότε ἀπό τήν ἴδια θέση:
«Ἔφθασε γιά μία ἀκόμη φορά στήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ τόπου, αὐτῆς τῆς πόλης καί στήν προσωπική ἱστορία τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ πολιούχου καί προστάτου μας, τοῦ Ἁγίου Mεγαλομάρτυρος καί θαυματουργοῦ Μηνᾶ.
Τόν βλέπομε μέ τά μάτια τῆς πίστεως νά εἶναι παρών, νά μᾶς εὐλογεῖ, νά σηκώνει ἱκετευτικά τά χέρια του στόν Θεό, νά μᾶς σκεπάζει καί νά κηρύττει σέ ὅλους μας πώς ἡ πίστη μας, ἡ πίστη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, αἰῶνες τώρα, συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, προσλαμβάνει καί θεραπεύει, ἁγιάζει καί θεώνει, χαριτώνει καί ζωοποιεῖ τά μέλη της, καί πολιτογραφεῖ πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. (...)
Ἄς ἀποθέσομε στό χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί στό ἱερό εἰκόνισμα του τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη μας, τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες μας ἀλλά καί τίς ἀγωνίες καί τό ἄγχος, τούς προβληματισμούς καί τίς ἀνησυχίες μας, καί ἄς ἐπικαλεσθοῦμε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἀντίληψή Του γιά τήν εὐημερία τοῦ τόπου μας, γιά τήν εὐστάθεια τῆς Ἐκκλησίας μας καί γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου».
Αὐτούς τούς λόγους λοιπόν τοῦ μακαριστοῦ Πρωθιεράρχου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης θελήσαμε νά ἐπαναλάβομε σήμερα πού τόν τιμοῦμε καί μνημονεύομε τήν ἔκβαση τῆς ἀναστροφῆς του, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, δέκα χρόνια μετά τήν πρός Κύριον ἐκδημία του.
Σάν νά ἦταν χθές πού ἀκούγαμε τήν γλυκύτατη φωνή του, πού δεχόμασταν τίς πατρικές συμβουλές, τίς στοργικές θωπεῖες του, τά χεύματα ἀναρίθμητων εὐεργεσιῶν ἀπό τά τίμια χέρια του. Σφράγισε τήν πνευματική πορεία πολλῶν ἀπό ἐμᾶς ἡ εὐεργετική παρουσία του στή ζωή μας.
Σάν νά ἦταν χθές πού τόν ἀκούγαμε μέ ὕφος παραινετικό, καί οὖτε γιά μιά στιγμή προστακτικό, νά ἐντέλλεται στούς συνεργάτες τῆς Ἐκκλησίας: «Ὅπου σταθεῖς νά ἀνάβεις φῶς». Καί μέ ἁγία ἁπλότητα νά προτρέπει: «Πρέπει νά μοιάσομε στούς Ἁγίους... Ὁ Θεός μᾶς ζητᾶ τήν κάθε στιγμή νά τήν ἐξαγοράζομε μέ τήν ἐργασία, τούς κόπους μας, μέ τήν προσευχή μας, τά δάκρυα καί τήν πνευματική μας ἀγρύπνια. Μέχρι τήν τελευταία μας στιγμή νά κάνομε αὐτό πού μᾶς ζητᾶ ὁ Θεός».
Σάν νά ἦταν χθές πού τόν βλέπαμε νά μοιράζει στά δυό τό φαγητό του, ὅπως εἶχε μάθει νά πράττει πάντοτε, κάνοντας πράξη τίς εὐαγγελικές ἐπιταγές.
Σάν νά ἦταν χθές πού τόν ἀντικρύζαμε ἐδῶ μέσα, στόν Πάνσεπτο Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, νά λειτουργεῖ ἁπλά, ταπεινά, ἀνεπιτήδευτα, νά ἀπαιτεῖ προσήλωση σέ ὅσα φρικτά τελεσιουργοῦνταν, νά κηρύττει μετάνοια καί ἀγάπη, νά ζητᾶ ἔλεος καί ἔλαιον γιά τούς ἀναγκεμένους ἀδελφούς, τούς ἐλάχιστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, στούς ὁποίους ἀφιέρωσε ὁλόκληρη τήν ζωή του, γνωρίζοντας βαθειά μέσα του τό «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε».
Σάν νά ἦταν χθές πού ἡ μεγάλη καρδιά του ἔπαψε νά κτυπᾶ καί τά μάτια του τά χοϊκά σφράγιζαν γιά πάντα στή γῆ γιά νά ἀνοίξουν ἐκεῖ ὅπου ἡ Ζωή τῆς ζωῆς του, τό Φῶς τοῦ φωτός του, Ἐκεῖνος, στόν Ὁποῖο ὁδηγοῦσε ἡ πεμπτουσία τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ζήλου καί τού γνήσιου ἐκκλησιαστικοῦ του φρονήματος. Ἡ ἐκδημία του μπορεῖ νά μᾶς στέρησε τή φυσική πατρική παρουσία του, μᾶς ἄφησε ὅμως τή βεβαιότητα ὅτι ἀποκτήσαμε ἕνα ἀκόμη πρεσβευτή στόν οὐρανό γιά τό πλήρωμα τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν Ἱεραρχία μας πού τόν εἶχε πρῶτο, γιά τόν Ἱερό Κλῆρο πού τόσο πολύ στήριξε, γιά τίς Μοναχικές Ἀδελφότητες πού τόσο πολύ ἀγάπησε, γιά τούς πτωχούς καί ἀνήμπορους πού παντοιοτρόπως εὐεργέτησε.
Γιά ὅλους τελικά ὁ Κρήτης Τιμόθεος ὑπῆρξε αὐτό πού τόσο ἀβίαστα καί φυσικά τοῦ ἀποδόθηκε ὡς χαρακτηρισμός, ἤ ἀκόμη καλύτερα ὡς προσδιορισμός: Πατέρας. Πατέρας πνευματικός, ἄοκνος, ἀδαπάνητος, ἀκούραστος, παιδαγωγός εἰς Χριστόν. Ἄνθρωπος πίστεως, ἐλπίδος, ἀγάπης. Ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος, συγχωρητικός καί ἀνεκτικός, ὑπομονετικός καί φίλεργος, προικισμένος μέ πολλά χαρίσματα ἀπό τόν Θεό, πού τά ἀξιοποίησε γιά τήν Ἐκκλησία μέ τούς κατάλληλους συνεργούς καί συνεκδήμους του, τούς ὁποίους εἵλκυε μέ τήν σαγήνη τοῦ Πνεύματος. Ἄνθρωπος μέ πολύπτυχο, πολυδιάστατο καί πολύπλευρο ἐκκλησιαστικό ἔργο, ἐνάρετος, ὁραματιστής, ὁδηγός καί ταυτόχρονα συνοδοιπόρος σέ κάθε ἀνήφορο τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς χωριστά καί ὅλων μαζί τῶν ἀγαπημένων παιδιῶν του.
Εἶμαι ἴσως τό τελευταῖο ἀπό αὐτά τά παιδιά, πού δικαιοῦμαι νά ὁμιλῶ καί ἄν σήμερα τό πράττω εἶναι μόνο ἀπό ὑπακοή στήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδό μας, ἡ Ὁποία μοῦ ἀνέθεσε αὐτήν τήν ὑψηλή διακονία.
Γι᾿ αὐτό καί δέν θά συνεχίσω μέ δικούς μου λόγους, ἀλλά μέ δικούς του, ὅπως λίγο πρίν, γιά νά παιδαγωγηθῶ καί ἐγώ μαζί σας γιά μία ἀκόμη φορά, γιά νά τόν αἰσθανθῶ νά μᾶς διδάσκει, νά μᾶς ὁδηγεῖ, νά μᾶς κρατᾶ ἀπό τό χέρι, νά μᾶς δείχνει τόν δρόμο τοῦ προσωπικοῦ μας ἁγιασμοῦ, νά βαδίζει πρῶτος στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ὁσίων, τῶν Μαρτύρων, τοῦ Ἁγίου Τίτου, τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τοῦ Ὁσίου Μεθοδίου, τοῦ Ὁσίου Χαραλάμπους, καί νά μᾶς καλεῖ νά τόν ἀκολουθήσομε.
Μᾶς ἄφησε ἱερές συγγραφές ἀπό τίς ὁποῖες ἀντλοῦμε «ὕδωρ ζωηρόν», γιά νά κορέσομε τήν πνευματική μας δῖψα. Μᾶς κατέλιπε ἱερές παρακαταθῆκες, «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου». Θά σταχυολογήσομε λίγα τούτην τήν ὥρα λοιπόν, γιά νά εἰσέλθομε, ἔστω γιά λίγο, στό «ἀπόθετον κάλλος» τῆς Θεολογίας τοῦ φωτισμένου πνεύματός του, στόν παράδεισο τῆς ἀγαπώσης καρδιᾶς του πού ἔβρισκε νόημα ζωῆς στήν μέριμνα γιά τόν ἀδελφό. Μᾶς ἄφησε ἔργα ἀγάπης στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν πονεμένο καί τραυματισμένο ἀδελφό, στά ὁποῖα δυσεξαρίθμητοι ἄνθρωποι βρῆκαν καί θά βρίσκουν πάντοτε πνευματικό ἐπιστηριγμό. Ἔχουν γραφεῖ κατά καιρούς, λόγοι γλυκεῖς, λόγοι τιμῆς, λόγοι ἀληθινοί χωρίς καμμία ἔξαρση καί ὑπερβολή, οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν αὐτό πού εἶδαν, αὐτό πού ἄκουσαν, αὐτό πού ψηλάφησαν, αὐτό πού θαύμασαν, αὐτό πού ἄλλαξε τήν ζωή ἐκείνων πού βρῆκαν καταφυγή στήν ἀγκαλιά του, αὐτό πού τούς ὁδήγησε στόν Χριστό, αὐτό πού τούς ἔκανε ὑγιῆ καί εὔρωστα κλήματα τῆς ἀμπέλου Του.
Αὐτός ἦταν λοιπόν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού μᾶς δίδαξε μέ τό χάρισμα τῆς ποιήσεως ἀνεπανάληπτα:
Δέν εἶναι νίκη κι ἄν μπορεῖς
ὅλο τόν κόσμο νά προστάζεις.
Μιά νίκη ὑπάρχει ἀληθινή:
Ὅταν οἱ ἄλλοι σέ σταυρώνουν
νά συγχωρεῖς καί ν᾿ ἀγαπᾶς.
(Ἀπό τό βιβλίο «Λυτρωτική Φλογέρα», Β΄ ἔκδ. 1995, σ. 39)
Αὐτό ἄλλωστε ἔκανε πράξη σέ ὅλη του τήν ζωή.
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού ζοῦσε γιά τούς ἄλλους, γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο καί τά βάσανά του, γιά τά προβλήματα καί τούς προβληματισμούς του, πού ἐνδιαφερόταν γιά ὅσα πονοῦσαν τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα μέ ὑπαιτιότητά του καί ἀναζητοῦσε τή ρίζα τοῦ κακοῦ γιά νά τό θεραπεύσει, ἀναλύοντας πάντα πρῶτα μέσα του καί ἔπειτα στούς γύρω του τήν πνευματική διάσταση γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ λύση.
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού μιλοῦσε πάντα γιά τό ὑπέροχο ἐκεῖνο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τή φωνή τῆς συνειδήσεώς του, πού γίνεται τροχοπέδη στόν κατήφορό του, πού ἀναστέλλει τά παραληρήματά του, πού τόν ἀνιστᾶ ἀπό τά παραστρατήματα καί τίς πτώσεις του. «Κάθε τύψη στή συνείδηση εἶναι μιά ἀναστάσιμη καμπάνα, πού μηνᾶ τή σωτηρία μας. Εἶναι ἡ ἁπτή παρουσία τοῦ Θεοῦ στά βάθη μας. Εἶναι ὁ γλυκύτερος ἐπισκέπτης τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, μέ τό λυτρωτικό μήνυμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...», ἔγραφε στό βιβλίο του «Νιάτα καί πίστη», ὅπου ἔκδηλα φανερώνεται ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀγωνία του ἰδιαίτερα γιά τά νέα παιδιά, τούς βλαστούς καί τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε συχνά.
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού γνώριζε τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί ἀναφερόμενος λειτουργικά στό Θεό ζητοῦσε ἀδιάλειπτα τή Χάρη, τούς οἰκτιρμούς καί τήν φιλανθρωπία Του. Πόσο ὄμορφα σέ ἕνα ποίημά του μέ τίτλο «Προσμένω» προσευχόταν·
Κύριε,
Τῶν οἰκτιρμῶν Σου τίς πηγές,
φλέβες ἀστείρευτες προσμένω,
τῆς ψυχῆς μου ν᾿ ἀρδεύσουν τό χωράφι,
κι εὐωδιαστά λουλούδια νά φυτρώσουν,
στόν ἐπιτάφιο στολίδια ταπεινά
καί στήν Ἀνάσταση ροδόσταμο χαρᾶς.
(Ἀπό τήν ποιητική συλλογή «Λυτρωτική Φλογέρα»).
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού παντοῦ ἐδῶ μέσα στόν Ἅγιο Μηνᾶ, ἐδῶ δίπλα στήν Ἀρχιεπισκοπή, ἐκεῖ στό Ἡσυχαστήριό του τήν Ἁγία Φωτεινή, στούς Ναούς, στά Μοναστήρια, στά ταμιεῖα τῶν καρδιακῶν χώρων μας διέβλεπε τή συνάντησή μας μέ τόν Χριστό ὡσάν αὐτήν μέ τήν Σαμαρείτιδα. Μιά σαμαρείτιδα ψυχή, ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, πού ζητᾶ «ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον». Καί αὐτό τό γνώριζε καλά καί ἔσπευδε νά ἀναψύξει τούς κοπιῶντες καί πεφορτισμένους μέ ὕδωρ ἀθανασίας ὁ ὄντως ἀξιομακάριστος.
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος πού μέ ἀγωνία, μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του φώναζε ἀφυπνιστικά· «Ἡ ἐποχή μας, ἐποχή τῶν μεγάλων συμφορῶν, γιά τά πνευματικά καί ὑλικά παραστρατήματα τοῦ ἀξιοθρήνητου πολιτισμοῦ μας, ἕνα βασικό καθῆκον ἐπιβάλλει. Ἐπιστροφή στίς ἁγνές πηγές τῆς ἁγίας μας πίστεως». (Ἀπό τό βιβλίο «Ἐφαρμοσμένος Χριστιανισμός»).
Αὐτός ἦταν ὁ Πατέρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος. Ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο πολλοί, «ἐπώνυμοι» καί «ἀνώνυμοι» ὅσο ζοῦσε καί μετά τήν κοίμησή του, ἰδιαίτερα δέ αὐτές τίς ἡμέρες μέ τίς ἐκδηλώσεις πού ἔγιναν ἀπό τόν διάδοχό του στήν πρώτη του ἀγάπη, στήν Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, μίλησαν καί ἔγραψαν γιά τήν κυριολεκτικά «δοσμένη τῷ Κυρίῳ ζωή του καί φώτισαν, μέ τόν δικό του τρόπο καθένας, τό ἦθος, τήν προσφορά καί τήν πορεία μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς προσωπικότητας, πού ἀγωνίστηκε μέ ἀπαράμιλλο σθένος καί ἡρωισμό, νά δώσει «τό παρών τοῦ Θεοῦ» σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου». (Ἀπό τό βιβλίο τῆς Αἰκατερίνης Μοναχῆς, «Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ (Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΑΣ), ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ», Ἡράκλειον 2010).
Αὐτός ἦταν ὁ Κρήτης Τιμόθεος, ὁ ὄντως «Τιμόθεος» κατά τήν κλήση του. Δόξα τῷ Θεῷ.
Μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό Σεπτό Γράμμα τοῦ Πατρός καί Πατριάρχου μας θά κλείσομε αὐτήν τήν ἁπλοϊκή μας σύνθεση γιά τόν Πατέρα.
«Ὁ ἀπό Γορτύνης καί Ἀρκαδίας ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κυρός Τιμόθεος ὑπῆρξε τῷ ὄντι ὁσίαθλος καί ἱεροθαλής Ἱεράρχης, πρᾷος καί ἄκακος ποιμήν τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου, «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν» πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, «γνήσιος δοῦλος καί πιστός θεράπων Χριστοῦ», ἀληθῶς «σκεῦος ἐκλογῆς», ἀναζωγραφήσας ἐν ἑαυτῷ ἁγίων Ἱεραρχῶν τήν πίστιν καί τόν ζῆλον, τιμήσας δέ φερωνύμως τόν Θεόν διά τῆς ἐναρέτου αὐτοῦ πολιτείας καί τῆς πεντηκονταετοῦς ἀρχιερατικῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διακονίας». (Ἀπόσπασμα ἀπό τό Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ πού προτάσσεται στό βιβλίο τῆς Αἰκατερίνης Μοναχῆς, «Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ (Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΑΣ), ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ», Ἡράκλειον 2010).
Σεβασμιώτατοι, Ἐντιμότατοι ἄρχοντες,
Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,
Ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν ἐνθυμεῖται τούς φλογερούς του λόγους, τίς ἱερές ἐνατενίσεις του, τίς ὑψηλοκηρυκτικές κλήσεις τῆς σοφίας του, τούς ἤχους πού ἐξέπεμπε ἡ λυτρωτική φλογέρα τοῦ καλοῦ Ποιμένα στά ἴδια πρόβατα. Ποιός δέν ἔχει κατανοήσει δέκα χρόνια μετά, πώς ὁ Κρήτης Τιμόθεος ἦταν μιά εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν Κρήτη καί τήν Ἐκκλησία της, ἕνας ἄξιος διάδοχος ἑνός μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, πού σφράγισε μέ τό πέρασμά του ἀνεξίτηλα τοῦτο τόν τόπο, τήν Ἐκκλησία καί τήν Ἱστορία της.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ὅλοι ἐμεῖς πού τήν συναποτελοῦμε, ἀποδίδομε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο τό βαθύτατο σεβασμό καί, γιά μία ἀκόμη φορά, αἰσθανόμαστε ὅτι τοῦ φιλοῦμε τό χέρι καί ὅτι ἐκεῖνος στοργικά χαμογελῶντας μας ἀπό τ’ οὐρανοῦ τά παραθύρια, μᾶς ἐνισχύει μέ τήν εὐχή του. Τοῦ λέμε ὅτι δέν τόν λησμονοῦμε, ὅτι τοῦ ὀφείλομε πολλά, ὅτι τόν αἰσθανόμαστε εὐεργετικό ποδηγέτη μας καί γι᾿ αὐτό θελήσαμε νά σμιλευθεῖ ἡ ἁγία μορφή του στήν προτομή πού μετά ἀπό λίγο ὁ σεπτός διάδοχός του καί οἱ συναποτελοῦντες τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης θά ἀποκαλύψομε δίπλα σέ ἐκείνην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου, ὅπως καί σέ ἐκείνην τοῦ Κρήτης Τιμοθέου Καστρινογιαννάκη, τοῦ Κτήτορος τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, γιά νά τούς θεωροῦμε, γιά νά τούς μακαρίζομε, γιά νά τούς εὐχαριστοῦμε, γιά νά τούς ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες τους στό Θρόνο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πιστεύοντας ἀκράδαντα ὅτι ἐκεῖ παρίστανται καί εὔχονται γιά τήν δική μας κατά Θεόν προκοπή.
Ἀπό αὐτήν τήν θέση πλέον θά τόν αἰσθανόμαστε νά εὐλογεῖ καθημερινά τούς ἀμέτρητους διαβάτες καί περάτες, τούς προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τούς Καστρινούς, τούς Κρητικούς καί ὅσους ξενίζονται στόν τόπο μας. Ἀπό αὐτήν τήν θέση θά τόν ἀτενίζομε νά εὐλογεῖ τή ζωή, τίς ἐργασίες, τίς ἀγαθές βουλές μας, τίς ἱερές ἀναστροφές μας. θά τόν αἰσθανόμαστε παρόντα στίς Συνοδικές μας ἐργασίες καί στά Συλλείτουργά μας, θά τόν βλέπομε νά μετέχει στίς χαρές τῆς Ἐκκλησίας, στίς λιτανεῖες τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τῆς Δεύτερης Ἀνάστασης καί τῆς ἀνάμνησης τοῦ Θαύματος τοῦ Πολιούχου. Θά τόν αἰσθανόμαστε τέλος μέσα ἀπό αὐτό τό ἐκμαγεῖο τῆς πέτρας νά ἔχει γίνει αὐτό πού ἤθελε, αὐτό πού ἀγωνιζόταν μιά ὁλόκληρη, ἀφιερωμένη στόν Θεό θυσιαστικά, ζωή· ἕνα «τοῦ οὐρανοῦ πετράδι», ὅπως μέ τόση γλαφυρότητα ἱερογραφοῦσε, χωρίς ἴσως ποτέ νά τό ἔχει φαντασθεῖ, στό «Κοντάκιο» τῆς ζωῆς του.
Εἶδα τό κῦμα πού ἔτρεχε μιά θερινή βραδιά
μέ στρογγυλά πολύχρωμα πετράδια φορτωμένο·
τ᾿ ἀπόθεσεν εὐλαβικά στήν ἥσυχη ἀμμουδιά
καί μέ θλιμμένο βογγητό ξεψύχησε ἀφρισμένο.
Τράβα με κῦμα τῆς ζωῆς. Δέν θά σέ φοβηθῶ.
Θά μοῦ σμιλέψεις τήν ψυχή ὥς τό στερνό μου βράδυ
κι ἀπό τοῦ πόνου τόν σκληρό καί σκοτεινό βυθό
βγάλε με ὀμορφοστρόγγυλο τοῦ οὐρανοῦ πετράδι...
(Ἀπό τήν ποιητική συλλογή «Μυστικά σήμαντρα»).
Αὐτό νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς νά γίνομε, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Καπετάν Μηνᾶ καί τίς εὐχές τοῦ Πατέρα, Κρήτης Τιμοθέου· τοῦ οὐρανοῦ πετράδια στήν αἰωνιότητα ὅταν θά παύσουν νά μᾶς κτυποῦν τῆς ζωῆς τά κύματα.
http://www.imra.gr/ta-nea-tis-mitropole ... oy-mi.html