Σελίδα 5 από 16

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 15, 2016 11:17 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΆΚΗΣ

Εικόνα

Εικόνα


Ο π. Ευσέβιος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης, γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και οι πολύτεκνοι ευλαβείς και ευσεβείς γονείς του τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, «χαριτωμένο», με σπλαχνική καρδιά. Εγκρατής, ειλικρινής, καλοπροαίρετος, με θείο ζήλο, που τον έκανε όταν χρειαζόταν μαχητικό υπερασπιστή της πίστεως. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό, που με σοβαρότητα και αγάπη τον συμβούλεψε ερμηνεύοντας του τι σημαίνει κοσμική και τι ηθική ζωή. Ο Αντώνης όταν μπήκε στην εκκλησία βλέποντας την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έκπληκτος κατάλαβε ότι ο νέος που τον συνάντησε ήταν αυτός. Η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.


Μέχρι τα δεκαεφτά του χρόνια βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Στην Αθήνα που ήλθε για να εργαστεί γνώρισε τον ιερομόναχο π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο, τον οποίο έκανε πνευματικό του. Κάνοντας υπακοή ζούσε αυστηρή και προσεκτική πνευματική ζωή. Κάθε Κυριακή, πριν ακόμη ξημερώσει, έφευγε από το Κουκάκι, όπου έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οποία ήταν εφημέριος και ομιλητής ο πνευματικός του, για να προλάβει την αρχή του Όρθρου. Το απόγευμα παρακολουθούσε τα κηρύγματα του π. Σεραφείμ Παπακώστα στο μητροπολιτικό Ναό. Μαζί με άλλους νέους εργαζόταν ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και τα κατηχητικά σχολεία. Πολύ χαρά αισθάνθηκε όταν κάποιος για να τον πειράξει τον αποκάλεσε «κοσμοκαλόγερο». Είχε αποφασίσει να ζήσει το χριστιανικό άγαμο βίο. Για ιερωσύνη ούτε σκέψη. Αισθανόταν ανάξιος γι’ αυτήν.

Στον πόλεμο του 1940 επιστρατεύτηκε και κατά θεία πρόνοια υπηρέτησε σε θέση που δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση του όπλου του, ώστε αργότερα να μπορέσει να γίνει ιερέας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να τον διαφυλάξει ώστε να εργαστεί με όλες τις δυνάμεις του στο αμπελώνα του.

ΣΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ- ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Όταν επέστρεψε από το μέτωπο μετά την υπόδειξη και ευλογία του πνευματικού του απορρίπτοντας τις δελεαστικές προτάσεις του αφεντικού του και περιφρονώντας τις ειρωνείες γνωστών και συγγενών πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. Ο Γέροντας Σεραφείμ, όσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντα του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.

«Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα. Οι δυσκολίες οφείλονταν στο ιδιόρρυθμο σύστημα της Μονής που έφερε μια πνευματική χαλάρωση. Σε ένα χρόνο έγινε μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μια εβδομάδα Ιεροδιάκονος. Μαρτυρίες παλαιών πατέρων αναφέρονται στην ευλάβεια, ταπείνωση, υπακοή, ευθύτητα, ειλικρίνεια, αγαθότητα και την αγάπη του π. Εύσεβίου προς όλους.

«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.

Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντας του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς. Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο όποιος ήταν τότε εκκλησιαστικός.

Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ήμερα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες του Μοναστηρίου, για να κατοικήσουν.

Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιο του.

Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.

Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομόναχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο πού τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ


 
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.

Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος.Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ώς εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγοριά και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιτέλεσε πράγματι έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο. Ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς κάν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.

Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών. Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.

Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως [=παρηγοριάς, ενθάρρυνσης] των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.

Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το όποιο δεν είχε αρχικά ναό.

Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταύρου κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς.

Την παραμονή κάθε θείας Λειτουργίας ο π. Ευσέβιος ετοίμαζε το ναό με τη βοήθεια ευλαβών αδελφών και διοικητικών υπαλλήλων του νοσοκομείου. Με περισσή επιμέλεια ευπρέπιζε το Ιερό. Ένα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και ένα άλλο μικρότερο ως αγία Πρόθεση. Λειτουργούσε με Αντιμήνσιο.

Ο ταπεινός διάδρομος χάρη στην αγιωσύνη του Αγιολαυριώτη Ιερομονάχου μετατρεπόταν σε επίγειο ουρανό. Ασθενείς πολλοί κατέβαιναν εκεί να εκκλησιασθούν, ιατροί, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, εργαζόμενοι νέοι και φοιτητές που έψαλλαν.

Χάρη στις προσευχές του και στις ακάματες προσπάθειες του, παρά τις αντιδράσεις, θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός του νοσοκομείου το Φεβρουάριο του 1958, σε καίρια γωνιακή θέση επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Ναός εγκαινιάσθηκε το 1965. Αργότερα κοσμήθηκε ο Ναός με ωραίο σκαλιστό μαρμάρινο τέμπλο και θαυμάσιες αγιογραφίες.

Λειτουργούσε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4.30-7.30 π.μ., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενείς, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το Άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσει στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.

Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη, όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό, «τό Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα Άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ’ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να, η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό.

Διακονούσε στο Μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων με όλη του την ύπαρξη. Γι’ αυτό το σκοπό υποβαλλόταν σε κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές και καθόλου. Συνέβη, επιστρέφοντας στις 3.30 μετά τα μεσάνυκτα, από αγρυπνία που είχε τελέσει στο Μοναστήρι του στον Ωρωπό, να εξομολογήσει κάποιον άρρωστο, που μόλις τότε το είχε αποφασίσει, και που το πρωί θα έμπαινε στο χειρουργείο. Δύο ώρες κράτησε η Εξομολόγηση. Ήταν ήδη έξι το πρωί, όταν ο Γέροντας έμπαινε στο κελλί του. Σε λίγο θα άρχιζε μια καινούργια ήμερα με το δικό της φόρτο εργασίας. Εκείνος όμως δόξαζε το Θεό για τη μετάνοια και τη σωτηρία αυτής της ψυχής. Δεν υπολόγιζε τον κόπο. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει, «η κούρασις ξεκουράζει»!

Επί είκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) εξομολογούσε τα κωφάλαλα παιδιά της Σχολής Κωφών και Βαρυκόων στους Αμπελοκήπους, και λειτουργούσε κατά διαστήματα στον Άγιο Λουκά, από το 1960 έως το 1986 για να κοινωνήσουν. Επί δώδεκα περίπου έτη εξομολογούσε τις σπουδάστριες στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών στους Αμπελοκήπους και λειτουργούσε σε μια αίθουσα της Σχολής για να κοινωνήσουν. Την ίδια επίσης πνευματική διακονία έκανε και στη Σχολή Μαιών κοντά στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα.

Ακτήμων σε όλη του τη ζωή και αφιλοχρήματος ο π. Ευσέβιος ουδέποτε απέκτησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομα του και ούτε είχε ποτέ βιβλιάριο καταθέσων σε επίγειες τράπεζες. Ποτέ δεν πήρε το μισθό του αλλά έδινε εντολή να διαμοιράζεται σε άπορους ασθενείς. Συνήθιζε να τοποθετεί διακριτικά κάτω από το προσκέφαλο τους ένα φακελάκι με χρήματα.

Επί τρεις και πλέον δεκαετίες το Ιπποκράτειο υπήρξε καταφύγιο ψυχών και πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρις στην αγιωσύνη του Γέροντα. Σύχναζαν εκεί οι φιλακόλουθοι, οι φιλομόναχοι και πολλές χριστιανικές οικογένειες, νέοι δε πάρα πολλοί, εργαζόμενοι και φοιτητές.

Στο ναό του Αγίου Λουκά τελούνταν κανονικά όλες οι ιερές ακολουθίες, Θείες Λειτουργίες και συχνά αγρυπνίες. Το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έγινε μια όαση πνευματική στην έρημο της Αθήνας, λιμάνι όχι μόνο για τους ασθενείς και τους οικείους τους, αλλά και για χιλιάδες ψυχές που έβρισκαν εκεί τον διακριτικό εξομολόγο, το χαρισματούχο Γέροντα, τον αφοσιωμένο Λειτουργό.

Εκτός από την Εξομολόγηση των ασθενών αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην Εξομολόγηση των εξωτερικών που καθημερινά πλήθαιναν. Ο π. Ευσέβιος δεν ήταν απλώς ο εξομολόγος και διακριτικός πνευματικός οδηγός των πιστών που κατέφευγαν κοντά του, ήταν αληθινός Πατέρας. Ή αγάπη του για τα πνευματικά του παιδιά ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Όλοι τον εμπιστεύονταν και τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους. Ο π. Ευσέβιος τα ένιωθε και τα ανελάμβανε σαν δικά του.

Μεγάλη ευλογία ερχόταν σε όλους με την προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικά ή οικογενειακά, έπαιρναν καλή πορεία και τακτοποιούνταν. Η συμμετοχή του στα προβλήματα των πνευματικών του τέκνων δεν περιοριζόταν μόνο στην προσευχή. Συμπαραστεκόταν άμεσα και από κοντά.

Ώς γνήσιος Πατέρας στήριζε όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά τους νέους που σπούδαζαν. Έδινε συχνά χρήματα σε φοιτητές, ανεξαρτήτως αν ήταν η όχι πνευματικά του τέκνα. «Ευλογία, ευλογία, έλεγε, και μην το πεις σε κανέναν… Όταν έχεις ανάγκη παιδί μου, εδώ να έρχεσαι». Τους έδινε ακόμη και το φαγητό του. Είχε νοικιάσει μαζί με τον παλαιό συμμοναστή του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ένα σπίτι, κοντά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, για να στεγάζονται φοιτητές από την επαρχία.

Ο άγιος Γέροντας, ώς πνευματικός Πατέρας, ήταν ανεξάντλητος στην προσφορά αγάπης προς τις οικογένειες τις οποίες στήριζε και υλικά. Επί χρόνια ολόκληρα πλήρωνε το ενοίκιο άπορων οικογενειών. Με πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ορφανά από πατέρα η μητέρα. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους.

Σ’ όλη του τη ζωή τόνιζε την αναγκαιότητα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. «Άριστο είναι να έχει όλη η οικογένεια ένα Πνευματικό πατέρα» έλεγε, που να γνωρίζει τα θέματα της και να προσεύχεται, και με την ευλογία του όλα τα μέλη να κοινωνούν συχνά των Αχράντων Μυστηρίων. Εκεί είναι η χαρά και η ειρήνη.

Ο π. Ευσέβιος είχε το χάρισμα της ιεραποστολής από το Θεό. Ο ζήλος για την οικοδομή και τη σωτηρία των συνανθρώπων του τον κατέτρωγε. Το να «ευαγγελίζεται» ήταν ανάγκη της ψυχής του. Γι’ αυτό και δεν άφησε κενό σε όλη του τη ζωή στο έργο της πνευματικής σποράς. Από το 1958 μέχρι το τέλος της διακονίας του στο νοσοκομείο, λειτουργούσαν Κατηχητικά Σχολεία (Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο) και κύκλοι νέων και νεανίδων στον Άγιο Λουκά.

Ο π. Ευσέβιος ήταν πολύ αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ασκητικός και αθόρυβος. Έν τούτοις είλκυε κοντά του πλήθος νέων ανθρώπων, οι όποιοι τον αγαπούσαν και έτρεφαν προς το πρόσωπο του απέραντο σεβασμό και αφοσίωση. Ήταν ο φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα παιδαγωγός.

Οι κατά καιρούς διευθυντές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής συνιστούσαν στους ιεροσπουδαστές να πηγαίνουν στον π. Ευσέβιο για Εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Για χάρη τους ο Γέροντας έκανε σύναξη κάθε Πέμπτη απόγευμα, που είχαν έξοδο από τη σχολή τους. Είναι πάρα πολλοί οι ιερείς οι όποιοι κατά την περίοδο των σπουδών τους μαθήτευσαν «παρά τους πόδας» του π. Ευσεβίου, ο οποίος καλλιέργησε μέσα τους το γνήσιο Ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα.

Κτίτωρ Ιερών Μονών.

Αληθινός Μοναχός ο ίδιος καί πλήρης θείας Χάριτος αναδείχθηκε εμπνευστής Ιερατικών καί Μοναχικών κλίσεων. Ασκητικός, ταπεινός, γλυκύς και πράος έγινε ο έμπειρος καί απλανής Νυμφαγωγός πολλών ψυχών που ποθούσαν την αγγελική ζωή και πολιτεία.

Εραστής του Μονήρους κατά Θεόν βίου υπήρξε εμπνευσμένος διοργανωτής Κοινοβίων. Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία καί διακονία του στό Νοσοκομείο, ίδρυσε και εκ βάθρων ανήγειρε την Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού, όπου αναλώθηκε επί είκοσι έτη (1967-1987) ως Κτίτωρ και πνευματικός Πατέρας.

Το 1987, που ο π. Ευσέβιος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τά βήματα του στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων που επιθυμούσαν να μονάσουν.

Ο Σεβασμιώτατος Άγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστή ευλογία την άφιξη του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη του. Τον περιέβαλε με πηγαία υϊική αγάπη και του έδειξε δυό Μοναστήρια της Επαρχίας του. Ο ιερός λόφος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε τον Γέροντα, ώστε να επιλέξει το ερειπωμένο Μετόχι τής Ι. Μ. Ταξιαρχών, για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότητα.

Το Νοέμβριο του 1987, το έως τότε Μετόχι μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με την ουσιαστική ηθική και υλική βοήθεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, το παλαιό κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.

Ο ερχομός του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θεωρήθηκε από την τοπική Εκκλησία και τους πιστούς ευλογία Θεού και δώρο του Ουρανού. Μέσα στα οκτώ χρόνια που έζησε εκεί -κατά κοινή ομολογία- αναμόρφωσε πνευματικά την Αιγιαλεία με τις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες, τις Αγρυπνίες, την Εξομολόγηση, το εμπνευσμένο κήρυγμα του και τις κατ’ ιδίαν πατρικές νουθεσίες. Αγαπήθηκε πολύ από το λαό του Θεού, που στο πρόσωπο του αγιασμένου Γέροντα βρήκε τον πονετικό πατέρα ο οποίος συνέπασχε μαζί του.

Η ανεπάρκεια του χώρου για τις λειτουργικές ανάγκες της Αδελφότητος ανάγκασαν τον Γέροντα στα 77 του χρόνια να αποδυθεί σ’ ένα τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση της νέας Μονής με μοναδικό εφόδιο την ακράδαντη πίστη του στο Θεό. Η ανέγερση της νέας Μονής ήταν ένα παρατεινόμενο θαύμα, αφού χρήματα δεν υπήρχαν, και η νεοσύστατη Μονή δεν είχε καμιά περιουσία.

Ο Γέροντας, έχοντας άνωθεν πληροφορία ενθάρρυνε τις Μοναχές: «Μην ανησυχείτε. Ο Άγιος Ιωάννης προπορεύεται. Εκείνος θα το κτίσει. Έχει ένα ιδιαίτερο ταμείο για μας και όταν χρειαζόμαστε μας δίνει…». Το κτήριο θεμελιώθηκε το 1991, και το 1995 που ο Γέροντας εκοιμήθη, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.

Είναι σημαντικό το ότι όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στη Μονή (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), συγκινημένοι από την πατρική αγάπη και το άγιο παράδειγμα του εξομολογήθηκαν κοντά του, καθώς και οι οικογένειές τους.

Ο έμπειρος στη μοναχική ζωή και ηγιασμένος Γέροντας οργάνωσε το ιερό Κοινόβιο σύμφωνα με τις αρχές του γνήσιου Ορθόδοξου Μοναχισμού και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος με την οσία ζωή του ήταν κανών και τύπος αληθινού Μονάχου και με τις άγιες νουθεσίες του καλλιεργούσε και καθοδηγούσε ακάματα τις Μοναχές στην στενή τρίβο της Αγγελικής πολιτείας.

Χιλιάδες άνθρωποι ανέβαιναν έως εκεί για να ωφεληθούν από τον άγιο Γέροντα. Η γλυκιά και οσιακή μορφή του μετέδιδε Χάρη. Κοντά του οι ψυχές ειρήνευαν και γεύονταν αγιοπνευματική χαρά. Η φιλοξενία του αρχοντική, παροιμιώδης.

Οι πάντες ένιωθαν την ειλικρινή αγάπη του. Ο καθένας ένιωθε ότι ο Γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο. Γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για όλους. Είχε πολλή παρρησία στο Θεό· η προσευχή του έλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ανίατες ασθένειες, φυγάδευε ακάθαρτα πνεύματα, έφερνε την ευλογία του Θεού στον κόσμο. Βαθιά ταπεινός, είχε τα χαρίσματα της διοράσεως και προοράσεως, όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά· εκεί που εστίαζε την ποιμαντική του ήταν η μετάνοια, την οποία ο ίδιος βίωνε και γι’ αυτό την ενέπνεε.

Ο Γέροντας είχε όλες τις αρετές του Θεού. Η ψυχή του είχε αγγελική καθαρότητα. Άδολος, αθώος, απλός. Αποκορύφωμα όλων, όμως, η απέραντη αγάπη του και η βαθύτατη ταπείνωση του. Σύγχρονος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Γέροντας, είχε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.

Η ζωή του ήταν η θεία Λειτουργία, και η μνημόνευση ονομάτων στην αγία Προσκομιδή η προσφιλέστερη απασχόληση του. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα, επί τέσσερις και πλέον ώρες. Στα 52 χρόνια Ιερωσύνης του ουδέποτε κάθισε στο Ιερό κατά τη διάρκεια του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Από τις 4.30 έως τις δώδεκα, που έβγαινε από το Ιερό, ήταν όρθιος και δεν ένιωθε καθόλου κούραση· το Ιερό Βήμα για το Γέροντα ήταν ο πιο ευχάριστος χώρος επάνω στη γη.

Ο ίδιος ζούσε εν μετάνοια και γι’ αυτό είχε το χάρισμα να οδηγεί τις ψυχές στη μετάνοια και τη Μυστηριακή ζωή. Ως Πνευματικός πατέρας ήταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τα πνευματικά του τέκνα με το Χριστό και όχι με το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και το πνευματικό του έργο συνεχίζεται και μετά την οσιακή κοίμησή του. Ήταν υπέρμαχος της συχνής -κατόπιν βέβαια της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως και καλλιεργούσε τα πνευματικά του τέκνα με αυτό το πνεύμα.

Επειδή είχε σπλάγχνα οικτιρμών και συμπονούσε πολύ τους άρρωστους και προσευχόταν γι’ αυτούς, έλαβε από το Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Η έμπονη προσευχή του άλλαζε τις βουλές του Θεού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά θαυματουργικής θεραπείας ασθενών.

Ο Γέροντας έβλεπε εν Αγίω Πνεύματι τις ψυχές όπως πραγματικά ήταν, αλλά και πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονταν πολύ μακριά. Γνώριζε τους κρυφούς διαλογισμούς των καρδιών και προγνώριζε γεγονότα πολλά χρόνια προτού συμβούν. Όμως από πολλή ταπείνωση απέκρυπτε επιμελώς τα χαρίσματα αυτά, τα όποια ουδόλως αξιολογούσε. «Το προορατικό και διορατικό χάρισμα δίνονται από το Θεό, αλλά δεν σώζουν τον άνθρωπο, η μετάνοια όμως σώζει, αυτή μας χρειάζεται», έλεγε.

Με τους ασκητικούς αγώνες και τη συνεχή Μυστηριακή ζωή είχε λάβει εξουσία κατά των δαιμόνων. Οι προσευχές του, κυρίως όμως η ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ακάθαρτα πνεύματα.

Η αρετή που κυρίως διέκρινε τον π. Ευσέβιο ήταν η βαθιά ταπείνωσή του. Ζούσε στην αφάνεια και εργαζόταν αθόρυβα για τη δόξα του Θεού, τον Οποίο αγαπούσε εξ όλης ψυχής, διανοίας και ισχύος. Ο ίδιος επιμελώς απέκρυπτε τον εαυτό του για τον οποίο είχε πολύ ταπεινή ιδέα.

Ανεξίκακος συγχωρούσε αμέσως όσους τον έβλαπταν και τους ευεργετούσε, τόσο, που η αγάπη του τους άλλαζε.

Η υπομονή του στις δυσκολίες, τις ασθένειες και τις θλίψεις ήταν απέραντη. Υποτασσόταν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη στο θέλημα του Θεού· ευχαριστούσε και δοξολογούσε το όνομά Του ακόμη και στις πιο οδυνηρές και δύσκολες ώρες της ζωής του. Το «δόξα Σοι ο Θεός» δεν έλειπε από τα χείλη του.
 
Το οσιακό τέλος του

Παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να αυτοεξυπηρετείται μέχρι τέλους. Και ο Θεός του τα χάρισε και τα δύο. Η τελευταία Θεία Λειτουργία ήταν σαράντα ημέρες προ της οσιακής κοιμήσεώς του στις 8 Μαΐου, εορτή του προστάτου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Την αγία ζωή του σφράγισε το κατά πάντα οσιακό τέλος του το οποίο και προγνώρισε. Αντιμετώπισε την οδυνηρή νόσο του καρκίνου με θαυμαστή καρτερία και δοξολογία στο Θεό. Μέσα στους φρικτούς πόνους του ακατάπαυστα εδόξαζε τον Θεό. Καθημερινά κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από το εξωτερικό τα πνευματικά του παιδιά να πάρουν την ευχή του για τελευταία φορά. Ήλθαν Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Παρά τους αφόρητους πόνους του όλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε αθόρυβα όλα τα θέματα της Αδελφότητος. Άφησε και γραπτώς τις τελευταίες του υποθήκες προς τις Μοναχές.

Είχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Ευλογούσε και συμβούλευε πατρικά, συγχωρούσε από την καρδιά του, ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ευχαριστούσε όλους. Συμβούλευε τις Μοναχές για ενότητα και αγάπη. Προσευχόταν ακατάπαυστα.

Επί ένδεκα συνεχείς ημέρες ετελείτο Αγρυπνία στη Μονή και ο π. Ευσέβιος περίμενε με πολλή λαχτάρα κάθε φορά τη Θεία Κοινωνία.

Μιλούσε ανοικτά και χωρίς φόβο για το θάνατο του: «Το μοναδικό ταξίδι, το υπέροχο, το άφθαστο ταξίδι»!

Την περισσότερη ώρα έμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στην προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε που και που το εξαντλημένο χέρι του και προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του.

Ξημέρωνε η 19η Ιουνίου, ήμερα Δευτέρα. Η θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις 2 το πρωί. Ο Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τα πόδια του από την κλίνη και κοινώνησε καθιστός για τελευταία φορά. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος.

Ήταν πανέτοιμος. Η ώρα που θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά σιγή επικρατούσε στό κελλί του.

Στις έξι το πρωί ο Γέροντας είπε με φωνή μισοσβησμένη:

«Φεύγω… Λειβάδια! Λειβάδια!».

Οι μοναχές πήραν την ευχή του για τελευταία φορά. Η ώρα ήταν 9 π. μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τα δάκτυλα των χεριών του μεταξύ τους, για να δείξει την ενότητα, και τους είπε ψιθυριστά: «ενωμένες, ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του Θεού μαζί».

Μετά από λίγο τον άκουσαν να λέει:

«Όλα λάμπουν, όλα λάμπουν, όλα λάμπουν».

Στις 10.15 π.μ., ο Γέροντας ανάσαινε με πολλή δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με μια έκφραση ευχάριστου εκπλήξεως. Το πρόσωπό του έλαμψε.

«Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» είπε, και η ψυχή του πέταξε στα ουράνια σκηνώματα.

Η κηδεία του ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η καλή έξωθεν μαρτυρία του λαού του Θεού για τον άγιο Γέροντα που αναλώθηκε στο βωμό της αγάπης. Χιλιάδες λαού, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος πέρασαν από το απέριττο φέρετρο του αποδίδοντας τον ύστατο χαιρετισμό. Επτά Αρχιερείς, πολλοί ιερείς και διάκονοι κι ένα πλήθος μοναχών και μοναζουσών επικεφαλής του λαού κατευόδωσαν το Γέροντα στο ύστατο ταξίδι…

Πλάι στο ιερό του Καθολικού [=του κεντρικού ναού] εναποτέθηκε το σεπτό σκήνωμά του [=το σώμα του], για ν’ αναπαυθεί από τους κόπους του.

(Από το: ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ καί ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ του πολυχαρισματούχου Γέροντος ΕΥΣΕΒΙΟΥ Γιαννακάκη (1910-1995) εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη 2009)

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 17, 2016 9:14 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΙΤΗΣ

Εικόνα

ΣΤΟ ΣΕΒΑΣΤΟ ΜΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΦΡΑΙΜ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΡΙΖΟΝΑΣ Η.Π.Α.

Κυρά Αριζονίτισσα και του Χριστού Μητέρα,
Συ μας φροντίζεις πάντοτε, τη νύχτα και τη μέρα!
Ένα από τα θαύματα, είναι στην Αριζόνα,
την έρημο μετέτρεψες, σε Όαση αιώνια!
Αυτός ο τόπος ο ξηρός, που μόνο κάκτους έχει,
έγινε τόπος Ιερός, που όλος ο κόσμος τρέχει!
Και έγινε η έρημος, ένα «Νοσοκομείο»,
που θεραπεύει τις ψυχές και οδηγεί στο Θείο!
Η αφιλόξενη έρημος, τον άνθρωπο φροντίζει,
δίδει πνευματική τροφή και την ψυχή δροσίζει!
Δόξα στη Χάρη του Χριστού , στη Μάνα Παναγία,
π’ευλόγησαν την έρημο, για μια ζωή Αγία!
Ήλθε ο Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ, που Θέωση βιώνει,
κι’ ανέδειξε την έρημο, τον κόσμο εξυψώνει!
Είναι ευλογία Θεϊκή, έρημος να δροσίζει,
και τον πιστό προσκυνητή, ψηλά να τον στηρίζει!
Μέσα στην υψικάμινο, ο νους μας γαληνεύει,
βρίσκει δροσιά μα και χαρά, το πνεύμα σαγηνεύει!
Νοιώθουμε άπειρη χαρά, εδώ στο Μοναστήρι,
γιατί δροσίζει ψυχικά, σαν ένα ποτιστήρι!
Τα λόγια σας τα Ιερά, όλους ανακουφίζουν,
μας ελαφρύνουν την ψυχή και τη ζωή στολίζουν!
Κι’ο γέροντάς μας ο Εφραίμ, με περισσή του Χάρη,
μας εμψυχώνει συνεχώς , μέσα στη βιοπάλη!
Τα έργα του Θεάρεστα, θα μείνουνε αιώνια,
τον κόσμο να φωτίζουνε, συνέχεια για χρόνια!
Το γελαστό του πρόσωπο, και η αγνότητά του,
λάμπουν και ακτινοβολούν την Αγιότητά του!
Τα έργα του ομολογούν, Θεόσταλτη μαγεία,
με υποδείξεις άνωθεν, και Θεία ευλογία!
Ίδρυσε θαυματουργικά, έργα πολύ μεγάλα,
που τρέφουν όλες τις ψυχές, σαν του μωρού το γάλα!
Στην έρημο ορθώνεται, Όαση που δροσίζει,
των πονεμένων τις καρδιές, όλες ανακουφίζει!
Η μυροβόλος η μονή, τ’Αγίου Αντωνίου,
χαρίζει ανακούφιση, ανάπαυση δια βίου!
Της Αριζόνας η μονή, το νου απογειώνει,
πετά στα υπερκόσμια, την αμαρτία λιώνει!
Είναι ένας τόπος Ιερός, τόπος του μυστηρίου,
που μοναχοί και λαϊκοί, προσεύχονται δια βίου!
Ο σεβαστός μας ο Εφραίμ, κάνει έργο μεγάλο,
διαδίδει τη θρησκεία μας, ωσάν το Μέγα Παύλο!
Ο κόσμος τρέχει στον Εφραίμ, για να τον ελαφρύνει,
η πίστη και η προσευχή, τον πόνο απαλύνει!
Η προσφορά του Γέροντα, είναι πολύ μεγάλη,
μας οδηγεί εις του Χριστού, την άγια αγκάλη!
Κοντά σας αισθανόμαστε, μεγάλη ευλογία,
κι’ οφείλουμε μετάνοια, για Χάρη την Αγία!
Και το Θεό παρακαλώ, με προσευχή μεγάλη,
να σας γεμίζει δύναμη , κι’ όλη τη Θεία Χάρη!
Σ’ όλη τη συνοδεία σας, θερμές ευχές σας δίνω,
Θερμά συγχαρητήρια, εις τον καθένα αφήνω!
Από τα βάθη της καρδιάς, πολύ ευχαριστούμε,
για όλα που προσφέρετε, πάντα ευγνωμονούμε!
Μ’ όλα του κήπου τ’ άνθη σας, και με τα αηδόνια,
σας εύχομαι ολόψυχα, ευλογημένα χρόνια!
Όλοι καλό παράδεισο, ευχόμαστε να δούμε,
στην Παναγιά και στο Χριστό, κοντά Τους να σταθούμε!
Με πολλή αγάπη και πολύ σεβασμό, ταπεινά
Δεκαεννέα ετών ήμουν, ενθυμούμαι, όταν επήρα τον δρόμο για το Περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιο Όρος.
Τον δρόμο αυτόν προς τον Μοναχικό βίον μου τον υπέδειξε ή ενάρετος και φιλομόναχος μητέρα μου - νυν Μοναχή Θεοφανώ.
Εις τα πρώτα έτη της δυστυχίας της Κατοχής, όταν είχα διακόψει χάριν εργασίας το Γυμνάσιο, ήλθε σε μίαν από τις δύο εκκλησίες των Παλαιοημερολογιτών εις τον Βόλο ένας ιερομόναχος Αγιορείτης ως εφημέριος. Αυτός ήταν καλογέρι του Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, καθώς τον έλεγε. Αυτός ο Αγιορείτης ιερομόναχος στάθηκε δι' εμένα εκείνον τον καιρόν πολύτιμος σύμβουλος και βοηθός εις την πνευματική μου πορεία. Τον έκαμα Πνευματικόν και με τις διηγήσεις του και τις συμβουλές του εις ολίγον καιρόν άρχισα να αισθάνομαι την καρδίαν μου να ξεμακραίνει από τον κόσμον και να προσκολλάται προς το Άγιο Όρος. Μάλιστα, όταν μου μιλούσε δια την ζωήν του Γέροντος Ιωσήφ, κάτι εφλέγετο μέσα μου, και διάπυρος εγένετο ή ευχή και ο ποδός μου, πότε να τον γνωρίσω.
Όταν ήλθε πλέον ή ώρα -Σεπτεμβρίου είκοσι έξι 1947-ένα καραβάκι μας έφερνε αργά-αργά ένα πρωινό από τον κόσμον προς το αγιώνυμο Όρος• ωσάν να ειπεί κανείς από την όχθη τον πρόσκαιρου προς την αντίπερα της αιωνιότητας.
Εις την σκάλα της Αγίας Άννης περίμενε ένα σεβάσμιον Γεροντάκι, ο Γέρο- Αρσένιος.
Δεν είσαι συ ο Γιαννάκης από το Βόλο; με ερωτά.
Ναι, του λέγω, Γέροντα, άλλα πως με ξέρετε;

-Α, λέγει, ο Γέροντας Ιωσήφ το ξέρει από τον Τίμιον Πρόδρομο. Του εμφανίστηκε απόψε και του είπε: Σου φέρνω ένα προβατάκι, βάλε το στην μάνδρα σου".
Εγώ, κόλλησε η σκέψη μου εις τον Τίμιον Πρόδρομο, τον προστάτη μου, εις τον οποίου την ημέραν της γεννήσεως γεννήθηκα. Αισθανόμουν πολλή ευγνωμοσύνη δια την φροντίδα τον αυτήν.

- Λοιπόν, Γιαννάκη, πάμε, μου λέγει ο Γέρο Αρσένιος. Πάμε, διότι ο Γέροντας μας περιμένει.
Ανηφορίσαμε. Τι αισθήματα! Όση δύναμιν και αν διαδέτη κανείς δεν περιγράφονται.
Το βράδυ εκείνο, μέσα στο Εκκλησάκι τον Τίμιο Πρόδρομο, πού είναι λαξευμένο μέσα στην σπηλιά, έβαλα την μετάνοια της υποταγής μου. Εκεί μέσα εις το παραμικρό εκείνο φως γνώρισε ή ψυχή μου με τον δικό της τρόπον την φωτεινή φυσιογνωμία του αγίου Γέροντος μου.

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 18, 2016 9:32 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΡΥΩΤΗΣ

Εικόνα


Είχε έλθει με τον πατέρα του από τη Β. Ήπειρο, που ήταν ξυλάς κι έμενε στο έργατόσπιτο του Κελιού μας. Πεθαίνοντας ό πατέρας τον άφησε στους Γέροντες. Ήταν ένδεκα χρονών. Είχε γεννηθεί στην Κορυτσά το 1907. Ή κουρά του έγινε το 1992. Έμενα ή κουρά μου έγινε το 1955. Ήταν απλός, καλός, Η φιλότιμος, φίλεργος και φιλάδελφος. Σε όλα πρώτος. Στην εκκλησία, στο διακόνημα, στους κήπους, στη μαγειρική. Δεν βγήκε στο  κόσμο ποτέ παρά μόνο μία φορά στη Θεσσαλονίκη για θέματα υγείας.

Τον συνόδευσα εγώ στο νοσοκομείο. Είχε μία βαρειά πνευμονία. Είχε ημέρες υψηλό πυρετό. Μία ημέρα επιδεινώθηκε. Μου είπαν οι ιατροί πώς δεν έχει άλλο ζωή. Εκείνος το άκουσε. Όταν έφυγαν οι ιατροί με ρώτησε, τί είπαν οι ιατροί. Του είπα θα γίνει καλά. Εκείνος μου είπε. «Δεν θα πεθάνω εδώ. Θα γυρίσω στο Περιβόλι της Παναγίας». Ή κατάσταση του ήταν αρκετά σοβαρή. Δεν είπα τίποτε. Ναι, ναι είπα. Την άλλη ημέρα έπεσε τελείως ό πυρετός. Οι ιατροί θαύμασαν, απόρησαν, είπαν ό Γέροντας είναι άγιος. Σε δύο-τρεις ημέρες επιστρέψαμε στο Κελί μας. Μου είπε: «Δεν κανονίζουν οι επιστήμονες πότε θα φύγουμε από τη ζωή, αλλά μόνο ό Θεός». Έζησε άλλα δυο χρόνια.

Ήταν άκακος, ήσυχος, οι Γέροντες τον έμαθαν λίγα γράμματα και με αυτά πορευόταν. Αφανής άνθρωπος, καλογερικός, φτωχός, φιλόξενος και αγαπητός. Προγνώρισε την ήμερα του θανάτου του. Τον περίμενε τον θάνατο, δεν τον φοβόταν. Μία ήμερα μου είπε• θα πεθάνω. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω, παρότι τον έβλεπα ότι είχε καταπέσει. Φώναξα τον ιατρό. Ήλθε ό ιατρός, τον εξέτασε και είπε ότι πρέπει να πάει έξω στο νοσοκομείο, γιατί θα επιδηνωθεί ή ασθένεια του και θα πονάει πολύ. Θα χρειαστεί να κάνει ενέσεις δυνατές. Όταν έφυγε ό Ιατρός του τα είπα. Μου είπε: «Μία φορά πήγα έξω. Άλλη δεν πηγαίνω. Θα πεθάνω σύντομα εδώ. Ούτε ενέσεις, ούτε φάρμακα καθόλου χρειάζονται. Δεν θα πονέσω. Αν πονέσω, Γέροντα Δαμιανέ, τότε κάνε ενέσεις. Σε μία εβδομάδα φεύγω από τη ζωή». Του είπα, θα ζήσει, Ήθελα να τον παρηγορήσω. Δεν είχε ανάγκη. Τον ρώτησα, γιατί με είπε Γέροντα; Μου απάντησε: «Εγώ φεύγω εσύ από τώρα θα είσαι Γέροντας». Μου έδωσε την ευχή. Μου φίλησε και το χέρι, Του φίλησα κι εγώ. Μέναμε στο ίδιο κελί.

Με πλήρεις αισθήσεις ύψωσε ψηλά τα χέρια του. Του τα κρατούσαμε μ' ένα γείτονα. Μας έδωσε την ευχή του μέσα από την καρδιά του. Επικαλέσθηκε την Παναγία. Αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία. Έζησε στο Κουτλουμουσιακό Κελί των Είσοδίων της Θεοτόκου άνω των Καρυών επί 76 χρόνια. Την τελευταία του ήμερα ζήτησε τα ρούχα της ταφής του και το μοναχικό του σχήμα. Ζήτησε να τα δει, Με ρώτησε αν έχω κεριά. Του είπα πως έχω. Του πήγα ένα πάκο των πενήντα κεριών. Μου είπε να φέρω κι άλλο κι άλλο. Απόρησα. Περίμενα περίπου σαράντα ανθρώπους της γειτονιάς. Τα κεριά αυτά ήταν εκατόν πενήντα.

Ύψωσε τα χέρια του. Με το ένα χέρι του έδειχνε ψηλά, έβλεπε προς τα εκεί και είπε: «Ή Παναγία... ή Παναγία...» Και σε λίγο έγειρε το κεφάλι του λέγοντας: «Ω Θεέ μου». Έτσι ήσυχα και ειρηνικά αναχώρησε ή ψυχή του από το σώμα του. Ήταν Σάββατο του Ακάθιστου, 3.4.1994. 
Την άλλη μέρα διαβάσθηκε ή εξόδιος ακολουθία του. Ήταν είκοσι παπάδες, πολλοί μοναχοί και λαϊκοί. Ακριβώς εκατόν πενήντα άνθρωποι. Όσοι είχε πει. Πρόκειται για όσιακό τέλος. Το προείδε, το περίμενε και το προείπε. Ό Θεός να τον αναπαύσει. Αιωνία του ή μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Είχαμε εκλεκτούς πατέρες στη γειτονιά μας. Τον Γέροντα Κωνστάντιο στους Αρχαγγέλους, τον παπά Παντελεήμονα στην Υπαπαντή, τον παπά Κύριλλο τον εκλεκτό πνευματικό στην Αγία Τριάδα. Οι ευχές τους ας μας συνοδεύουν.

μοναχός Δαμιανός Καρυώτης

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιαν 19, 2016 9:49 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΚΗΣ

Εικόνα


Αναφέρει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
«Θα σας πω ένα ωφέλιμο, από την πατρίδα μου. Γύρω στά 1916 -1917, κάπου εκεί , αν δεν με απατά η μνήμη μου, υπήρχε κάτω στην πατρίδα μου, στην Καλαμάτα, ένας νέος ονόματι Ηλίας Παναγουλάκης.
Αυτός ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, ήταν καλλίφωνος και περνούσε τη ζωή του με μερικούς άλλους νέους γυρίζοντας στα καλντερίμια εκεί και τους δρόμους και παίζοντας κιθάρες και όργανα για να βγαίνουν οι κοπέλες από τα παράθυρα. 
Είχε ένα ταβερνείο, στο οποίο μαζεύονταν όλοι οι αλήτες της Καλαμάτας και στους οποίους επιβαλλόταν σαν αρχηγός. Όλη η αληταρία της Καλαμάτας είχε αρχηγό τον Ηλία Παναγουλάκη. Έδερνε με το παραμικρό. Απλώς γιατί τον στραβοκοίταξαν.
Ήταν πάρα πολύ χειροδύναμος. Αγράμματος βέβαια. Όλα τα ι τα έγραφε με γιώτα. Και ζούσε τη ζωή του με αυτό τον τρόπο. Γλέντι και τραγούδι και διασκέδαση. Κάποτε πέθανε ένας φίλος του, από την παρέα του. Πήγε στην κηδεία, στο νεκροταφείο. Άκουσε την φράση του Ευαγγελίου: «Αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». Αγράμματος ήτανε, την κατάλαβε όμως, «Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». Τί είναι τούτο το πράγμα; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον; 
Πλησιάζει έναν επίτροπο και του υποβάλλει αυτή την ερώτηση: Τί λέει; Τί φράση είναι αυτή, την οποία είπε ο παπάς; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον;
Κατά θεία πρόνοια, έπεσε στα χέρια κάποιου ευσεβούς επιτρόπου, ο οποίος του είπε αρκετά πράγματα. Αυτά ήταν αρκετά, βέβαια και με τη θέα του νεκρού. Είδε πριν από λίγο, ότι όλα έληξαν, όλα τελείωσαν γι΄αυτόν τον άνθρωπο, ως εδώ ήταν αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα, να ζήσει περισσότερο. Τελείωσαν όλα. Υπό το φάσμα του θανάτου, τα λόγια αυτά του επιτρόπου βρήκαν απήχηση. Κατεβαίνει στην πόλη…
Το νεκροταφείο απείχε λίγο απ’ την άκρη της πόλεως, τώρα πια είναι σχεδόν μέσα στην πόλη. Κατεβαίνει, λοιπόν, στην πόλη. Παίρνει μαύρα κρέπια και ντύνει το δωμάτιο του. Δηλαδή όλους τους τοίχους τους έντυσε με μαύρα κρέπια. Πουλάει όλα τα αντικείμενα του ταβερνείου. 
Ανεβαίνει στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, το οποίο απέχει μια ώρα από την Καλαμάτα. Και εξομολογείται σε ένα καλό πνευματικό που υπήρχε τις μέρες εκείνες, με δάκρυα και συντριβή μεγάλη, και δίνει υπόσχεση ότι θα ζήσει πια υποδειγματική Χριστιανική ζωή.
Πηγαίνει λίγες μέρες στο χωριό του, αποχαιρετά του δικούς του, ξανάρχεται στην πόλη και πιάνει μια σπηλιά της πόλεως και αποφάσισε να γίνει εκεί ασκητής. Αυτό έπεσε σαν βόμβα στην πόλη, γιατί ήταν πασίγνωστος. Ο καλύτερος τραγουδιστής της Καλαμάτας. Οι φίλοι του τον νόμισαν τρελό. 
Μπα, λένε, αυτός τρελάθηκε και τον παράτησαν. Αυτός άφησε γένια, άφησε μαλλιά, φόρεσε ένα παλιόρασο, από κάποιον το ζήτησε και έμεινε εκεί στη σπηλιά.
Πολλά παιδιά νεαρής ηλικίας, τα οποία ελκύσθηκαν από το παράδειγμά του, πήγαιναν να τον δουν. Τί είναι αυτός ο άνθρωπος. Άλλοι από περιέργεια. Πήγαιναν εκεί, κι αυτός τους δίδασκε, είχε βρει κάτι συναξάρια. Με τις ελάχιστες γραμματικές γνώσεις τις οποίες είχε, προσπαθούσε να διαβάζει τα συναξάρια, κάτι άλλα βιβλία πατερικά και να τους διδάσκει. Κάποιος φίλος του τού πρόσφερε χρήματα να κτίσει μερικά κελλάκια, γιατί από τα παιδιά πολλοί ήθελαν να μείνουν μαζί του. Αυτός που είχε το κτήμα στο οποίο υπήρχε η σπηλιά τον έδιωξε, τον κυνήγησε. Του λέει, φύγε από δω. Έφυγε, κάποιος άλλος του πρόσφερε μια μικρή περιοχή, στην οποία έκτισε κελλάκια με τα χρήματα, τα όποια του έδωσε αυτός ο εύπορος κύριος.
Τα κελάκια υπάρχουν ακόμη. Οι πόρτες είναι τόσο μικρές, ώστε μόνο πλαγίως μπορεί να μπει κανείς. Αυτό το είχε κάνει επίτηδες, για να υπενθυμίζει την στενή πύλη του παραδείσου. Και τα κελλάκια ήταν ενάμιση μέτρο επί ένα ογδόντα, δύο μέτρα.. κάτι τέτοιο, πάρα πολύ μικρά. Και αυτός είχε μια σπηλιά εκεί πέρα, στην οποία ασκήτευε.
Με την πάροδο του χρόνου έκτισαν και ένα Εκκλησάκι και έκαναν αγρυπνίες εκεί πέρα. Από τους πρώτους καρπούς του ανθρώπου αυτού, ήταν ο μακαρίτης πατήρ Ιωήλ Γιαννακόπουλος. Από αυτόν ξεκίνησε. Δέκα πέντε ετών παιδί έφευγε από το κρεβάτι του, πήδαγε απ’ το παράθυρο, γιατί δεν τον άφηνε ο πατέρας του και πήγαινε και παρακολουθούσε τις αγρυπνίες του Παναγουλάκη. Εγώ βέβαια ήμουν αγέννητος τότε. Από ανθρώπους που τον πλησίαζαν τα ξέρω αυτά, από ανθρώπους τέτοιους, τον πατέρα Ιωήλ και άλλους.
Ο π. Ιωήλ πήγαινε εκεί και κάποια μέρα μάλιστα, τον έπιασε ο πατέρας του, έφευγε το βράδυ έντεκα, εντεκάμιση όταν κοιμόταν και γύριζε το πρωί πέντε, πεντέμιση η ώρα και ξανάπεφτε στα ρούχα- ένα πρωί λοιπόν, τον έπιασε ο πατέρας του και τον έδειρε αγρίως τον μακαρίτη. 
Όταν όμως μεγάλωσε, πήγε και έμεινε μαζί του αρκετά χρόνια. Και πολλοί άλλοι πήγαν και ωφελούνταν απ’ αυτόν πάρα πολύ. Ήταν τέτοια η επίδραση του κηρύγματός του, ώστε ο Διοικητής του Κέντρου της Καλαμάτας έστελνε περιπόλους στις προσβάσεις της περιοχής στην οποία βρισκόταν -ένα ύψωμα στο ΒΑ άκρο της πόλεως-, έστελνε περιπόλους για να εμποδίζουν τους στρατιώτες να πλησιάζουν. Επειδή οι στρατιώτες που πήγαιναν και παρακολουθούσαν το κήρυγμά του γύριζαν στο κέντρο και πέταγαν τα αρτύσιμα φαγητά τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και έμεναν εντελώς άσιτοι. 
Υπερτόνιζε τη νηστεία, τις αγρυπνίες, κυρίως αυτά είναι τα γνωρίσματα των ασκητών. Αλλά ήταν και έντονα Χριστοκεντρικός άνθρωπος.
Κάποτε μου είπε ο πατήρ Ιωήλ δύο περιπτώσεις οι οποίες αποδεικνύουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε χάρισμα από το Θεό και προορατικό, αλλά μπορώ να πώ και θαυματουργικό χάρισμα.
Το κελλί του είχε στέγη καλάμια και κεραμίδια, και, για να μην πέφτουν κομμάτια απ’ τα ασβέστια και τα καλάμια κάτω, είχε βάλει ένα χαρτί μπλε, απ’ αυτό που τύλιγαν τα βιβλία, το ξέρετε, τις κόλλες αυτές. Μεσολαβούσε όμως μεταξύ του χαρτιού και της στέγης των καλαμιών, ένα διάστημα δύο τρείς πόντοι. Εκεί, λοιπόν, είχε μπει ένα έντομο, εμείς στην Μεσσηνία τα λέμε μπουρμπούδουλα αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω πώς τα τα λέτε εσείς, αυτά τα χρυσά, τα οποία δένουν τα παιδάκια στην κλωστή και τα τραβάνε.
-Χρυσόμυγες τα λέμε εμείς.
-Λοιπόν, είχε μπει μία φορά ένα τέτοιο πράγμα και βούιζε, την ώρα κατά την οποία δίδασκε τα παιδιά, τους νεαρούς οι οποίοι πήγαιναν εκεί. Αυτοί άρχισαν να γελάνε και να πειράζουν ο ένας τον άλλο ακούγοντας το βούουουου, που έκανε πάνω αυτό. Το αντιλήφθηκε ο Παναγουλάκης αυτό, κοίταξε προς τα πάνω, σήκωσε το χέρι και λέει: «Επιτιμήσαι σοι ο Κύριος, διάβολε, σατανά!» Σε δευτερόλεπτα σταματάει.
Δεύτερη περίπτωση, την οποία μου είχε πει ο π. Ιωήλ. Αυτός, ο π. Ιωήλ, ήταν πάρα πολύ βραδύγλωσσος, στα νεανικά του χρόνια. Για να πει μία λέξη, έπρεπε να μαρτυρήσει ο άλλος, ο οποίος τον άκουγε. Τρομακτική βραδυγλωσσία, τρομακτική, και στα τελευταία κάτι του είχε μείνει, αλλά μόλις διακρινόταν. Στα μαθητικά του χρόνια ήταν απαίσια βραδύγλωσσος, αφόρητος.
Όπως μου έλεγε ο ίδιος και όπως μου λέγανε και οι συμμαθητές του. Κάποτε, λοιπόν, κάτι ήθελε να εκφράσει και δεν μπορούσε, προσπαθούσε πολύ ώρα και… και… και… συνέχεια ο καημένος και δεν μπορούσε. Τον πλησίασε ο Παναγουλάκης, τον εθώπευσε στο κεφάλι και του λέει: «Άκουσε παιδί μου, η βραδυγλωσσία θα σου περάσει. Κάτι μόλις θα σου αφήσει, αλλά θα σου περάσει και θα γίνεις και κήρυκας του Ευαγγελίου». Ήταν τότε δεκαπέντε δεκαέξι ετών, κάτι τέτοιο.
Και άλλα πολλά τέτοια. Α..., και ένα ακόμη. 
Πριν αποφασίσει να μείνει οριστικά στη σπηλιά, πήγε και βρήκε όλους τους ανθρώπους τους οποίους είχε αδικήσει, είχε δείρει, είχε με οποιοδήποτε τρόπο βλάψει και ζήτησε από όλους συγχώρεση. 
Στις φυλακές Ναυπλίου βρισκόταν ένας κατάδικος, σε βαριά ποινή, γιατί, δεν ξέρω, κάποιο έγκλημα είχε κάνει. Αυτόν κάποτε είχε αποπειραθεί να τον μαχαιρώσει ο Παναγουλάκης. Και είχε δικασθεί, τότε, ο Παναγουλάκης ένα μικρό χρονικό διάστημα, γιατί έφταιγε ο άλλος. Πήγε, λοιπόν, στο διευθυντή των φυλακών και τον παρακάλεσε να του φέρει τον κατάδικο αυτό να τον δει. Όταν ο κατάδικος άκουσε ότι τον ζητά ο Παναγουλάκης, δεν ήθελε να παρουσιασθεί. 
Αμάν, λέει και εδώ ήλθε να με σκοτώσει. Είδε κι έπαθε ο διευθυντής να τον πείσει, ότι δεν πάει με τέτοιες διαθέσεις. Τελικά πείσθηκε αυτός και άφησε να τον πάνε στο εντευκτήριο εκεί της φυλακής. 
Ο Παναγουλάκης πήγε, έπεσε στα πόδια, του έβαλε μια εδαφιαία μετάνοια, του φίλησε τα πόδια, του λέει με συγχωρείς για ότι σου είχα κάνει. Εγώ πια αποφάσισα να αλλάξω ζωή, εύχομαι κι εσύ να μιμηθείς το παράδειγμά μου. Γύρισε, λοιπόν, και ζήτησε συγνώμη απ’ όλους.
Έζησε μία ζωή Οσιακή, κοιμόταν τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, ποτέ στο κρεβάτι. Είχε μέσα στη σπηλιά του αυτή, η οποία συγκοινωνούσε με ένα κελάκι, ένα σκαμνάκι μικρό και έβαζε τα χέρια έτσι, σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, το οποίο είχε, έβαζε τα χέρια έτσι και το κεφάλι πάνω στα χέρια και κοιμόταν τρεις ώρες περίπου το 24ωρο καθιστός. Ποτέ δεν έπεσε, ούτε σε σανίδα κάτω, καθιστός πάντοτε.
Έτρωγε πάντοτε μετά τη δύση του ηλίου, λάδι μόνο Σάββατο και Κυριακή, όλο το χρόνο. Κρέας και ψάρι ποτέ. Και μόνο στα τέλη της ζωής του, επειδή προσβλήθηκε λόγω της μεγάλης ασκήσεως από καλπάζουσα φυματίωση, μετά από εντονότατη πίεση των πνευματικών του τέκνων έφαγε λίγο κρεατόζουμο. 
Δεν ήταν δική του κατάλυση, βέβαια, αλλά είχε βαρύτατη φυματίωση ο ίδιος και δεν μπόρεσε ο καημένος να αντέξει και το 1921 ή 1922, δεν θυμάμαι ακριβώς έφυγε από τον κόσμο αυτό, αφού διήνυσε μια οσιακή ζωή και αφού πολλούς ανθρώπους οδήγησε στο σωστό δρόμο.
Σας είπα απ’ τους πρώτους καρπούς του π. Ηλία είναι ο π. Ιωήλ ο Γιαννακόπουλος, η ηγουμένη της Μονής των καλογραίων Φιλοθέη κάτω στην Καλαμάτα, ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος που πήγε στην Ουγκάντα -όλοι αυτοί από ‘κει μέσα βγήκανε, απ’ τον Παναγουλάκη.
Ο π. Ευσέβιος Θεριάκης, ιερομόναχος στην Καλαμάτα.
Τόσοι και με τόσων ετών εργασία αρχιερείς και ιεροκήρυκες και δεν κατορθώνουν να βγάλουν δύο τρεις εργάτες του Ευαγγελίου. 
Πλείστοι όσοι αρχιερείς και ιεροκήρυκες -και αυτός ο αστοιχείωτος άνθρωπος, ο αγράμματος, έδωσε στο Ευαγγέλιο πάρα πολλούς εργάτες. 
Και πολιτογράφησε στον Παράδεισο πάρα πολλές ψυχές με την οσιακή του ζωή. (π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες)
 
ΚΙ΄ ΑΛΛΕΣ  ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ...
 
Ο όσιος Νεοασκητής π. Ηλίας Παναγουλάκης, γεννήθηκε την 14/7/1873 στην Καλαμάτα και έζησε στην περιοχή της Μεσσηνίας. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι γνωστά ελάχιστα πράγματα, είναι όμως γενικά παραδεκτό, ότι ήταν άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας.
Ο θάνατος ενός στενού και αγαπημένου του φίλου, υπήρξε γι’ αυτόν γεγονός σωτήριο, γιατί κατά τη κηδεία του, άκουσε για πρώτη φορά τα σχετικά με την αιώνια ζωή λόγια του Ευαγγελίου, «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντι με, έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μετέβηκεν εκ του θανάτου προς την ζωήν» (Ιωαν. 5, 24) δηλαδή "όποιος ακούει το λόγο μου πιστεύει σε αυτόν που με έστειλε (το Θεό Πατέρα), έχει αιώνια ζωή, και σε κρίσει δεν θα έρθει, αλλά απ τον θάνατο στη Ζωή πορεύεται". 
Γεμάτος σκέψεις και βαθειά επηρεασμένος, ζήτησε από τον Ιερέα του νεκροταφείου να του εξηγήσει σχετικά. Πράγματι ο Ιερέας του μίλησε για την κρίση, την μετά θάνατο ζωή, την τιμωρία (ανταπόδοση ορθότερα), την μετάνοια και την επιστροφή. 
Με συντριβή και επίγνωση της πνευματικής του κατάστασης, (σύμφωνα με τους μαθητές του είπε στον ιερέα: «Και για μένα; Για μένα που έχω ματώσει την θάλασσα, υπάρχει σωτηρία;»), ζήτησε να εξομολογηθεί. Ο ιερέας όμως δεν ήταν εξομολόγος και γι αυτό τον έστειλε σε έμπειρο πνευματικό της Μονής Βελανιδιάς.
Μετά το σωτήριο λουτρό της μετανοίας και γεμάτος ζήλο για έργα αρετής, είπε στον εξομολόγο του: 
«Θα κάνω τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου!» παρόλο όμως το γεγονός, ότι ο πνευματικός του συνέστησε να γίνει απλώς ένας χριστιανός, ο Ηλίας ξεκίνησε για τη Μάνη, αναζητώντας τόπο για προσευχή και άσκηση. Στη Μάνη, έζησε κοντά σε ένα εξωκκλήσι για μικρό χρονικό διάστημα, εργαζόμενος την μετάνοια και την προσευχή, και αγωνιζόμενος υπεράνθρωπα με νηστεία και αγρυπνία. 
Ο ιερέας όμως του κοντινού χωριού , του συνέστησε να αγωνισθεί εκεί που αμάρτησε, δηλαδή στην Καλαμάτα. Υπάκουσε και επιστρέφοντας στον τόπο που έζησε την αμαρτωλή του ζωή, κατοίκησε στα κτήματα ενός χριστιανού στην ερημική θέση «Αγία Άννα», στο φρούριο της πόλης. Εκεί αρχίζει νέους αγώνες υπεράνθρωπους, αδιανόητους για την εποχή του, και προσφέρει στο Θεό τους καρπούς της μετανοίας του. 
Σε μικρό χρονικό διάστημα η περιοχή κατακλύζεται από επισκέπτες. Δεκάδες άνθρωποι έρχονται προς αυτόν, (οι περισσότεροι γεμάτοι περιέργεια και σκωπτική διάθεση). Πολλούς το πύρινο κήρυγμα μετανοίας και προ πάντων το παράδειγμα του, μεταβάλλει σε πιστούς προσκυνητές και υπάκουους μαθητές. Το γεγονός αυτό έβαλε σε σκέψεις τον ιδιοκτήτη του κτήματος, ο οποίος φοβούμενος μήπως η Εκκλησία αποκτήσει δικαιώματα στην ιδιοκτησία του , ζήτησε από τον π. Ηλία να απομακρυνθεί.
Ο ταλαιπωρημένος ασκητής (ήδη τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, είχαν αλλοιωθεί από την νηστεία και την κακοπάθεια), υπάκουσε. Πριν φύγει από την «Αγία Άννα» έδωσε ένα νόμισμα (μια χάλκινη πεντάρα της εποχής), σε κάποιον μαθητή του και τον έστειλε στο Ναό της Υπαπαντής, για να ψάλλει μία παράκληση. Μετά την επιστροφή του υποτακτικού του, η μικρή συνοδεία ξεκίνησε χωρίς συγκεκριμένη πορεία. 
Μετά από περιπλάνηση, λίγο μετά την του Αγίου Κωνσταντίνου που ίδρυσε ο λόγιος Ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος (1763-1844, συναντήθηκε με τον εργολάβο Χρήστο Ταμπακέα. Ο π. Ηλίας και οι μαθητές του, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευσεβούς Ταμπακέα, εξιστόρησαν τα γεγονότα. Ο Ταμπακέας, που όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα ήταν ευσεβής και φιλομόναχος, προσπάθησε να βοηθήσει την συνοδεία και για τούτο την οδήγησε στο κτήμα του φίλου του Θωμά Μιχαλάκου, (εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας), από τον οποίο και αγόρασε το κτήμα, προσφέροντας του στον ασκητή. 
Μετά την εγκατάσταση στην νέα εξασφαλισμένη θέση, ο π. Ηλίας, αφού οικονόμησε από κάπου ένα παλιό ράσο, κατέβηκε στο μικρό σπήλαιο που υπήρχε στο κτήμα και άρχισε με μεγαλύτερο ζήλο την άσκηση. Μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία του σπηλαίου, αγωνίσθηκε υπεράνθρωπα μιμούμενος τους μεγάλους ασκητές. Σε λίγο η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της περιοχής και εκατοντάδες άνθρωποι άρχισαν και πάλι να συρρέουν, για να ακούσουν το φλογερό κήρυγμα του μετανοίας. Πολλοί από τους επισκέπτες του, γοητευμένοι από την ζωή και την προσωπικότητα του, παρέμειναν μαζί του και έγιναν υποτακτικοί και μαθητές του. 
Εκεί χωρίς να έχει καρεί μοναχός έζησε για δεκαπέντε χρόνια με σκληρή άσκηση, νηστεία και προσευχή. Κρέας, ψάρια, αυγά, και γάλα δεν έτρωγε ποτέ. Λάδι μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή. Και Τετάρτη και Παρασκευή είχε ολοχρονίς πλήρη ασιτία. Δεν ήταν όμως μακριά από τους ανθρώπους, γιατί πολλοί τον επισκεπτόντουσαν, τον ζούσαν και άκουγαν το κήρυγμά του, και ήταν μέρος της καθημερινής τους κουβέντας!!
Κάθε Κυριακή και εορτή συνέρρεαν στο Ασκητήριο του Παναγουλάκη πλήθη Χριστιανών στους οποίους κήρυττε τον λόγο του Θεού. Μέσα στο απέριττο οίκημα που κήρυττε, υπήρχε κρεμασμένο το ομοίωμα ενός ανθρώπινου σκελετού για να θυμίζει συνεχώς στους ακροατές την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Το απλό και άτεχνο, αλλά προερχόμενο από την καρδιά  που φλόγιζε η αγάπη του Χριστού κήρυγμα του Παναγουλάκη, αναγέννησε πλήθος ψυχών.
Κήρυττε με απαράμιλλη ζέση την μετάνοια. Υπενθύμιζε τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο και την απειλή της αιώνιας καταδίκης. Το ζωντανό παράδειγμα οδήγησε πολλούς στην οδό της Μετανοίας,  της Ιεράς Εξομολόγησης, και τους έκανε συνειδητά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κοντά  στον  αγράμματο  αυτό ασκητή μαθήτευσαν παιδιά τότε, κατοπινοί  μεγάλοι  εργάτες  του  Ευαγγελίου, όπως ο  Φώτιος (Αρχιμανδρίτης  Ιωήλ) Γιαννακόπουλος(1901-1966),  ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος(1876-1972), μεγάλος  Ιεραπόστολος της  Αφρικανικής Ηπείρου, ο Αρχιμανδρίτης  Ιωακείμ Αγιαννανίτης (1895-1955), μεγάλη Αγιορείτικη μορφή  και άλλοι πολλοί. 
Οι σπουδαιότεροι από τους μαθητές του ήταν επίσης: Ο Γεώργιος Αναγιαρέας (διάδοχος του στην ηγεσία της Μονής κατά την περίοδο 1918-1920), ο Γεώργιος Πουπουλάτης (έπειτα Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας με το όνομα Χρυσόστομος), ο Πέτρος Καλοκύρης (μοναχός Συμεών), ο Ανδρέας Κωτσόπουλος (Μοναχός Αντώνιος), ο Φώτιος Μπούστος, ο Μοναχός Παναγιώτης και ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (έπειτα Αρχιμανδρίτης Θεόδουλος, ιδρυτής της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Κορώνης).
Αξιοσημείωτος  είναι ο τρόπος που τον γνώρισε και έγινε μαθητής του ο Φώτιος Γιαννακόπουλος, ο κατοπινός π. Ιωήλ. Αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά:
«…Μια μέρα του 1913, όταν ο Φώτης ήταν κοντά στα 12, ενώ έπαιζε ξυπόλητος στο δρόμο, μια γιαγιά, φτωχή και τυφλή, του ζήτησε να την οδηγήσει στην άγνωστη μέχρι τότε σπηλιά του ασκητή. Ο καλοσυνάτος Φώτης άφησε το παιχνίδι του με τα άλλα παιδιά και συνοδεύοντας την τυφλή άκουσε το κήρυγμα του Παναγουλάκη. Η γαλήνια όψη του και ο δυναμικός του λόγος τον γοήτεψαν και έτσι αφέθηκε στο Άγιο Πνεύμα να τον οδηγήσει, ό,που το στόμα της τυφλής γιαγιάς έλεγε!!!!
Από τότε ο Φώτης απέκτησε Δάσκαλο…. Από τότε και σε όλη του τη ζωή έλεγε «τι παράξενα, τι μυστήρια που ενεργεί ο Θεός; Εμένα στο φώς με οδήγησε μια γριά τυφλή. Τι σοφά που ενεργεί ο Θεός! Είχα την εντύπωση ότι την οδηγούσα εγώ. Και ο Θεός μου έδειξε, ότι μου την είχε στείλει για να  οδηγήσει Εκείνος, με αυτήν την «τυφλή», στο φώς της επιγνώσεώς του εμένα που ‘έβλεπα’».
Μία  άλλη φορά  βρέθηκε μπροστά σε ένα θαυμαστό σημείο, που  όχι μόνο τον  σαγήνευσε, αλλά για  το φιλοσοφικό του  μυαλό, τον  σιγούρεψε για  την αλήθεια  και  τη δύναμη της  Ορθόδοξης  Πίστης.
Ο Ηλίας Παναγουλάκης μιλούσε σε μία ομάδα νεαρών και αρκετούς μεγάλους για αυτή την Πίστη. Τότε ένας χρυσοκάνθαρος πετούσε συνεχώς πάνω από τα κεφάλια τους και όλοι στράφηκαν σε αυτόν, χωρίς να προσέχουν τον ασκητή. Τότε ο Ηλίας, με το σημείο του σταυρού, επιτίμησε τον διάβολο, οπότε το ζωύφιο έπεσε κάτω νεκρό….Ο σοφός Φώτης τότε κατάλαβε!!! 
Αλήθεια, έχουμε σκεφθεί πόσο δαιμονικό είναι το κάθε τι, που μας αποσπάει από το λόγο του Θεού και διώχνει από την ψυχή μας την κατάνυξη; Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα σαράντα πέντε του χρόνια ο Παναγουλάκης, όταν προσβλήθηκε από βαρείας μορφής φυματίωση .
Την 17η Ιανουαρίου 1918 (ημέρα εορτής του Αγίου Αντωνίου, του οποίου την ζωή ήθελε να μιμηθεί!), σε ηλικία μόλις 45 ετών, μετά από 16ετή άσκηση γεμάτη κακοπάθεια αλλά και πλούσιους πνευματικούς καρπούς, ο νεοασκητής π. Ηλίας Παναγουλάκης κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου. 
Άφησε τη φήμη οσίου και πνευματικού ανδρός και τιμάται ιδιαίτερα από το λαό της περιοχής. Ο τάφος που βρίσκεται στη βάση του δεξιού κωδωνοστασίου του (παλαιού) Ναού της Ευαγγελίστριας στην ιερά του Μονή, και η τίμια κάρα του σε μικρό ξύλινο κιβώτιο- προθήκη, στο παρεκκλήσιο της Υπαπαντής, δίπλα στην Κάρα του μαθητή του και έπειτα επισκόπου Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας αειμνήστου κυρού Χρυσοστόμου.
Πηγή: "ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ Γ.Ο.Χ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ" (Αντ. Μάρκου). Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, 1981. 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
Ανέκδοτα Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Γιαννακόπουλου, έκδοσις Δ΄ εν Αθήναις, 1973, σελ. 44-46, επιμέλεια Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές, ΙΩΑΚΕΙΜ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ, τόμος 1, έκδοσις Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Ατικκής, 1955
Μητροπολίτου Νικοπόλεως ΜΕΛΕΤΙΟΥ,  Ο πατήρ Ιωήλ, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως.

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 20, 2016 10:01 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΟΡΟΥΤΣΑΣ

Εικόνα

Εικόνα


Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ' ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο "Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξη κορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως. 
'Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ' αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι' αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.'Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική

Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ' ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.                            
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ' ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσεις του γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ' ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. "Ελεγε στους γιατρούς: «"Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατί φθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ' αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «"Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. "Ελεγε: «Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ' ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι' αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καί μένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή
Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.

Η Μονή της Τσερνίκας

Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.
"Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα του μοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι...». 
Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ' ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του.
Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «'Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».
Αρχικά έμεινε σ' ένα κελλί ερειπωμένο. "Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. "Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοι και σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ'τρωγε πολύ.

Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή του προς τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»...."Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στην εκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».
"Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από ένα Κάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματα καί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ' όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκε και δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτι πού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ' αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ' όλη την ζωή του.
Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα καί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους."Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».
Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως 'Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε: «Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ' αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναι κατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν' αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».

Ο Ναός του Αγ.Λαζάρου στην Μονή Τσερνίκα και το νεκροταφείο


'Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι' αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από το διακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων, πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.
Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ' αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίας μετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ' αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ' αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί του καί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τον σταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι' αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «"Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».

Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν: «Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. "Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, την δεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στο τσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς του λάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από το Βουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ' άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.'Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται: 
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ' έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ, εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ' αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ' ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. "Εγραφε. «Αδελφοί μου, εγώ πεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ' ένα κάθισμα, μπροστά από το κελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμή πού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού τον συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του. 
Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό: «Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.
Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!

Από το βιβλίο ''Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας''Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη''/www.proskynitis.blogspot.com

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιαν 21, 2016 6:41 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΡΩΔΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ

Εικόνα

Εικόνα


Εδώ και πολύ καιρό είχα ακούσει δια τον πατέρα Ήρωδίωνα. Τον θαυματουργό, τον διά Χριστόν σαλό της αγιορείτικης ερήμου της Καψάλας.Από σκόρπιες πηγές περισυνέλεξα ολίγα πτωχά στοιχεία της ζωής του τα όποια προσφέρω εις τους ευσεβείς χριστιανούς διά να γνωρίζουν οτι και εις τους έσχατους αυτούς καιρούς, ο Θεός δεν μας εγκατέλειπε, αλλά μας έδωκεν ισχυρά στηρίγματα εις την γη και διαπύρους πρεσβευτάς εις τους ουρανούς.Γεννήθηκε τo 1904 εις την Ρουμανία εις την επαρχία Ορντάσεστ. Ό πατέρας του, λεγόταν Πέτρος Μαντούφ, η μητέρα του Ελένη, Ήταν πτωχοί αλλά τίμιοι άνθρωποι. Ο Πέτρος δούλευε στα χωράφια, έβοσκε τα λιγοστά του πρόβατα, έτρωγε δηλαδή το ψωμί του εν ίδρώτι του προσώπου του. Ο Θεός του χάρισε ένα γυιό, τόν Ιωάννη. Ηταν ένα αθώο και φιλότιμο παλληκάρι. Ψηλός, γεροδεμένος, με γαλανά φωτεινά μάτια. Βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα και καλλιεργούσαν μαζί τα χωράφια. Ο Ιωάννης είχε μια έντονη θρησκευτική φύσι. Ήταν φιλέρημος χαρακτήρας. Του άρεσε να άκούη ιστορίες για μεγάλους ερημίτες, που άσκήτευαν στα σπήλαια και σε μικρές καλύβες που έφτιαχναν από κορμούς δένδρων στα Καρπάθια όρη και η καρδιά του καιγόταν να τους μιμηθή. Του έλεγαν οι γεροντότεροι ότι εις την Ελλάδα υπάρχει ένα όρος, ωσάν ένας νομός εις τον όποιο υπάρχουν μόνο μοναστήρια, σκήτες και φτωχικές καλύβες πού έδω και χίλια χρόνια περίπου ζούν μόνο ασκητάδες. Ο πρώτος ερημίτης του αγίου Όρους, λεγόταν Πέτρος. Ήταν στρατηγός και φίλος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκα.Ο ερημίτης Πέτρος ζούσε ασκητικά σε μια σπηλιά και πολύ βασάνιζε το σώμα του. Πολύ τον ταλαιπωρούσαν οι δαίμονες.




Η καρδιά του Ιωάννη σκίρτησε. Άραγε πώς εγώ θα τα καταφέρω να πάω στο Άγιον Όρος; Με τί μέσον; Με τί τρόπο; Δεν θα με αναζητήσουν οι γονείς μου; Δεν θα με εύρουν; Όμως ο Ιωάννης το αποφάσισε. Φεύγει λοιπόν από το σπίτι του, έρχεται στη Μαύρη Θάλασσα, ευρίσκει ένα πλοίο, και με την βοήθεια του Θεού, έρχεται εις το Άγιον Όρος. Όμως θέλει να ιδή, να μελετήση, να κατανόηση την ζωή εδώ. Έτσι γίνεται εργάτης στη Μονή Καρακάλου. Δουλεύει στους λαχανόκηπους, στις εληές. Σε κάθε εργασία. Πάντα πρόθυμος, πάντα γελαστός, πάντα χαρούμενος. Αυτή ή χαρά είναι το χαρακτηριστικό του και τον συνοδεύει σ’ όλη του τη ζωή. Έπειτα αποφασίζει να συναριθμηθή σε μια μοναχική συνοδεία, Πρώτα άσκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τι τον είλκυσε εδώ; Το αυστηρό τυπικό, οί ζηλωτές άσκητάδες και τα λείψανα των Αγίων. Εδώ σώζεται, πολύτιμος θησαυρός, το δεξιό χέρι του Ιωάννου του Προδρόμου. Το χέρι με το όποιο εβάπτισε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Όμως ο Ιωάννης θέλει να γνωρίση καί να ζήση και σε άλλες μοναχικές παλαίστρες. Έτσι αφήνει το αγιασμένο αυτό μοναστήρι, κι έρχεται στο μοναστήρι του Φιλόθεου.
Η Μητέρα του Θεού, του παρουσιάστηκε σ’ ένα όραμα γεμάτο φως και του είπε. Έχε υπομονή στις παγίδες και τα βέλη του εχθρού εκλεκτέ μου. Το όρος αυτό είναι δικό μου. Το έζήτησα από τον Υιό μου, και αυτός μου το έδωσε. Εδώ θα έρχονται να κατοικούν όσοι θέλουν να αφιερωθούν εις τον Θεό. Όσο ζουν θα έχουν την προστασία μου. Θα τους τρέφω και θα τους συντηρώ. Δεν θα τους λείψη τίποτε. Και όταν φύγουν από τον κόσμο αυτό, θα τους δωρήσω την βασιλεία του Θεού. Θα το κάμω γνωστό και ένδοξο σ’ όλον τον κόσμο. Βασιλιάδες και άρχοντες θα έρχονται εδώ να προσκυνούν. Γυναίκα δεν θα πατήση το πόδι της έδώ. Μόνον εγώ θα βασιλεύω, κανένας βασιλιάς ή άρχοντας θα βασίλευσει έδώ.
Εδώ μένει αρκετό καιρό. Γυμνάζεται στους πνευματικούς πολέμους. Δέχεται τα βέλη του εχθρού και απαντάει ωσάν γενναίος στρατιώτης. Η καρδιά του γίνεται ένα πεδίο βολής. Ένα αναπεπταμένο πεδίο μάχης. Από τη μια μεριά οί δαίμονες. Τον πολεμούν με όλη τους την δύναμι, με όλο τους το μίσος. Και από την άλλη ό ηρωικός αγωνιστής. Δεν πολεμάει τον εχθρό με ορατά όπλα. Ο πόλεμος δεν είναι ορατός. Είναι αόρατος. Τον πολεμάει με πνευματικά όπλα. Νηστεία, υπομονή, σιωπή, ταπείνωσι, αγρυπνία, μελέτη του λόγου του Θεού. Αλλά ιδιαίτερα τον πολεμάει με την προσευχή. Διά τον μοναχό ή προσευχή είναι το πρώτο του θέμα. Έάν έπιτύχη είς την προσευχή επέτυχεν είς τους στόχους τους. Έάν από τύχη είς την προσευχή, έχει κάμει μεγάλα ρήγματα ό εχθρός είς το κάστρο της ψυχής του, και πρέπει να βιασθή για να κερδίση το χαμένο έδαφος. Εδώ είς το Άγιον Όρος οι μοναχοί προσεύχονται με μια άπλή προσευχή, πού έγινε αληθινή επιστήμη. Προσεύχονται με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς».Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ρώτησε τον άγγελο. «Πώς πρέπει εμείς οι μοναχοί να προσευχώμεθα;». Και ο άγγελος του απάντησε: «Εάν ό μοναχός είναι γραμματοφόρος, να διαβάζη το ψαλτήριον. Εάν είναι αγράμματος, να λέγη την απλή προσευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ήμας». Όμως πολλοί γραμματοφόροι προτιμούν να προσεύχωνται με την απλή αυτή προσευχή, παρά με το Ψαλτήριον.
Ο μοναχός όλο τον χρόνο της ζωής του, λέγει αυτή την ευχή. Αυτή η προσευχή ομοιάζει με την ήσυχη απαλή βροχή. Η ήσυχη βροχή ποτίζει σιγά σιγά την γη και η γη καρποφορεί. Η καταρρακτώδης βροχή δεν βοηθάει την γη να καρποφορήση. Παρασύρει το χώμα, την λίπανσι, τους σπόρους.
Άλλο παράδειγμα. Όταν το ζεστό νερό κυκλοφορεί είς τα σώματα του καλοριφέρ πάντοτε, όλο το δωμάτιο θερμαίνεται. Εάν το ζεστό νερό σταματήση να κυκλοφορή είς το καλοριφέρ, όλο το δωμάτιο ψύχεται. Όταν εις την καρδία κυκλοφορεί πάντοτε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, η καρδία θερμαίνεται με θεία θέρμη, και διά της καρδίας, κάθε κύτταρο, κάθε μέλος του σώματος θερμαίνεται, εξαγνίζεται από κάθε ρυπαρό λογισμό, από λογισμούς μίσους, μνησικακίας, εκδικήσεως, φθόνου, ζηλοφθονίας, υπερηφάνειας, οιήσεως, αλαζονείας, φιλοδοξίας, φιλοπρωτείας, κοιλιοδουλείας, πολυφαγίας, καλοφαγίας, φιλυπνίας, ραθυμίας, ακηδίας, οκνηρίας, περιέργειας, πολυπραγμοσύνης, θλίψεως, μελαγχολίας, ταραχής, νευρικότητος, ανυπομονησίας και κάθε πάθους μικρού ή μεγάλου. Όμως εσκέφθη ο ασκητής μας ότι εδώ είς το μοναστήρι με τους τόσους θορύβους, δεν μπορεί η ψυχή να καλλιεργήση την καρδιακή προσευχή, διά τούτο δε ανεχώρησε άπό το μοναστήρι και ήλθεν εις την έρημον της Καψάλας, είς την οποία πολλοί μοναχοί και πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ήσυχαστικόν βίον, με απόλυτη σιωπή, απομόνωση, νηστεία, είχον δε και πρόσφορους περιστάσεις διά την νοερά ή καρδιακή προσευχή. Με πολύ προσοχή κατεσκόπευσε τα καλύβια, τις σκήτες, τις μικρές συνοδείες και η ψυχή του αναπαύτηκε σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, του Αγίου Δημητρίου, απέχει σαράντα λεπτά από το δρόμο. Ήταν δε παντελώς έρημο, ακατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τα παράθυρα κατεστραμμένα, οι πόρτες επίσης, οι λαμαρίνες επίσης. Όταν φυσούσε άνεμος, σφύριζε μέσα στο κελλί, όταν χιόνιζε, το κελλί ήταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ό π. Παΐσιος γνωρίζοντας την κατάσταση του κελλιού του, του έστειλε τρεις υποτακτικούς του, να του τό διορθώσουν.Σαράντα χρόνια μελέτης του Θεού.
Εκεί έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του. Ποτέ του δεν πλύθηκε, Ποτέ του δεν φρόντισε να εύρη ένα καλό ρούχο. Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή. Πατέρες από τα γειτονικά κελλιά, Έλληνες και Ρουμάνοι, του άφηναν ευλογίες, και με αυτές συνετηρείτο.
Σαράντα χρόνια καρδιακής προσευχής.Σαράντα χρόνια πάλευε με τα στοιχεία της φύσεως και με τους δαίμονας.Από έγκλειστος και ήσυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε,τους περιποιόταν με βρισίδι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον έπεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.
Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες και πήγαμε να τον δούμε.Μας δέχτηκε. «Ω, ευχαριστώ καλοί πατέρες. Ευχαριστώ πολύ». Του δώσαμε τα δώρα μας. Κόβει τα μπισκότα μικρά μικρά κομματάκια καί τα πετάει εις τον αέρα. «Να φάνε τα πουλάκια». Έπειτα, κομματιάζει τα μακαρόνια και τα πετάει σ’ όλες τις κατευθύνσεις.Έπειτα, παίρνει τα αχλάδια, τα ροδάκινα, τις ντομάτες και τις πετούσε στους τοίχους του κελλιού του. «Τα χρειαστήκαμε», έλεγαν.
Μέσα, δε το κελλί του, μή χειρότερα. Στους τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στο δάπεδο σε ύφος τριάντα εκατοστών, πεταμένα κουτιά κονσέρβας όλων των ειδών, φυάλες από πορτοκαλάδες, πόματα, και σκουπίδια πολλών ειδών.Και οι σύντροφοι του να ζουν ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα, άφοβα. Σαύρες, σαμιαμίθια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Όλων των ειδών και όλων των μεγεθών.
Και ο καλός μας Ηρωδίων να κινήται και να ζη μ’αυτά ο μονασμένος και συμφιλιωμένος.
Είχε το διορατικό χάρισμα. «Εσύ, είσαι από την Κέρκυρα», λέγει σε έναν.
«Εσύ να πας στη Συκιά», λέγει σε άλλον. Σε ποια συκιά, διερωτώταν. Συκιά λέγανε το χωριό του.
Σαν τον Αδάμ, προτού αμαρτήσει είχε εξουσία είς τα στοιχεία της φύσεως, τα διέτασε και αυτά πειθαρχούσαν. Τον επεσκέφθη κάποτε ένας ευσεβής και συνομίλησαν πολύ ώρα στο κελλί. Όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκαν έξω, να τον κατευοδώση, τον βλέπει μελαγχολικό. Αιτία, ο συννεφιασμένος ουρανός. Το παρατηρεί αυτό ο πατέρας μας και του λέγει. «Σε βλέπω μελαγχολικό. Θέλεις να σκορπίσω τα σύννεφα;». Υψώνει τα μάτια του εις τους ουρανούς και δίδει διαταγή εις τα σύννεφα: «σκορπισθείτε». Τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και φάνηκε ζεστός ό ήλιος. Ρωτάει πάλι. «Θέλεις να πω στη γη να φυτρώσουν λουλούδια;». «Όχι, όχι», λέγει τρομοκρατημένος.
Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.
Δεν τον είδαν ποτέ να μεταλάβη. Το συμβαίνει;
Ή άγγελος εξ ουρανού τού μετέδιδε την αγία κοινωνία, όπως συνέβαινε εις τους ερημίτες που κατοικούσαν εις τα βάθη της Αιγυπτιακής ερήμου, ή είχε δεχθεί την θεία Χάρι τόσο έντονα ώστε να μην έχη ανάγκη από την Χάρι που παρέχουν τα Μυστήρια.
Εις την σωματική διάπλασι ήταν εύσωμος, ευθυτενής, με ολίγα γένεια, τήδε κακείσε φυτρωμένα.
Είχε απαλά, φυσιολογικά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οι οφθαλμοί του ήσαν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θειο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.
Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμανός κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Όταν δε εκοιμήθηκε ενΚυρίω την 12η Δεκεμβρίου 1990 τον έθαψε.
Ο πατήρ Μελέτιος τον έκαμε μεγαλόσχημο και του έδωκε το όνομα Ηρωδίων.
Ο άγιος Ηρωδίων, ήταν μαθητής του Παύλου. Πιστός μαθητής. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος και επίσκοπος και διορίσθη επίσκοπος Νέων Πατρών. Ήταν ζηλωτής, δια τούτο και οι ειδωλολάτρες με τους Ιουδαίους αφού τον κατατυράνησαν, του απέκοψαν την κεφαλή.
Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.
Ο πατήρ Μελέτιος είναι σήμερον υπερογδοηκοντούτης, μιμητής του γέροντα Ηρωδίονα. Μιμείται και την σαλότητά του.
Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ.
Ένα νέο στοιχείο από τη ζωή του.
Τον επεσκέφθη ένας θεοσεβής και του έδωσε δύο εικονίδια. «Πάρτα για τα παιδιά σου». «Μα δεν έχω δύο παιδιά, ένα έχω», «Πάρτα, πάρτα»…. Μετά ένα έτος, απέκτησε και δεύτερο παιδί

vatopaidi.wordpress.com
You might also

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιαν 22, 2016 8:55 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΑΔΔΑΙΟΣ

Εικόνα


O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία.

Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι. Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη. Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.



Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 23, 2016 11:58 am
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ι. ΜΑΚΚΟΣ

Εικόνα



Ό ονομαστός, αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος Αγιοταφίτης σεπτός Γέροντας π. Θεοδόσιος Μάκκος, μετατέθηκε από τη γη στον ουρανό. Από τη στρατευόμενη Εκκλησία στη θριαμβεύουσα.

Εξαίρετη φυσιογνωμία ο Αγιοταφίτης αυτός Γέροντας.
Από μικρό παιδί ακόμη φάνηκε, κατά τρόπο θαυμαστό, ή κλήση του στην ιερατική διακονία. Την ώρα της βαπτίσεώς του σχηματίστηκε το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο νερό της κολυμβήθρας, εκεί στη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε στις 7-1-1913, και στη συνέχεια στην πλάτη του.
Προφητικός και ό λόγος του ιερουργού ιερέα στην ανάδοχο: «Καλότυχη εσύ, γιατί το παιδί αυτό πού βάπτισες θα γίνει ιερέας».

Έτσι και έγινε. Άλλα δοκιμάσθηκε σκληρά.
Οι γονείς του Κωνσταντίνος και Αγγελική έφυγαν από τη ζωή, ό ένας υστέρα από τον άλλο. Πρώτα ό πατέρας του Κωνσταντίνος και υστέρα η μητέρα του Αγγελική.
Ορφανός, σε ηλικία 4 χρόνων, προστατεύθηκε από τη θεία του την Αγγελική, αδελφή του πατέρα του, ή οποία και τον έφερε μαζί της στην Αθήνα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτω από δραματικές συνθήκες. Ήδη σε ηλικία 12 χρόνων ο μικρός Ιωάννης μελετούσε, με όσα γράμματα πέτυχε να μάθει, βίους αγίων και άλλα πνευματικά βιβλία. Αυτά του μεγάλωσαν τον πόθο της μοναχικής ζωής. Μια απόπειρα να μονάσει στην Ι. Μονή του Αγ. Μάρκου, στη Χίο, απέτυχε.
Οι συγγενείς του αντέδρασαν δυναμικά. Άλλα δεν λύγισε ό γενναίος έφηβος.
Έστρεψε το βλέμμα του τότε προς την Άγια Γη, όπου και πέτυχε, υστέρα από διαδικασίες, να φθάσει και να γίνει δεκτός στην Αγιοταφική Αδελφότητα. Αρχικά εκάρη μοναχός με το όνομα Θεοδόσιος και υστέρα χειροτονήθηκε Διάκονος το 1937 και Πρεσβύτερος το 1942.
Ό ευλαβής, κληρικός πια, π. Θεοδόσιος έγινε κι αυτός Φύλακας του Παναγίου Τάφου! Και αφοσιώθηκε στην ιερή και υψηλή αυτή διακονία δεκατέσσερα χρόνια. Στα χρόνια αυτά διακρίθηκε για την πολλή του ευλάβεια και την πιστή άσκηση της διακονίας του, γεγονός το όποιο έκανε τον τότε Πατριάρχη ΤΙΜΟΘΕΟ να τον χειροθετήσει, το 1947, Αρχιμανδρίτη.

Και υστέρα;
Ύστερα του ανατέθηκε νέο διακόνημα. Να είναι φύλακας των ιερών προσκυνημάτων της Βηθανίας. Του Αγίου Λαζάρου και του ιερού τόπου, όπου οι δυο αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία, προϋπάντησαν τον Ιησού. Εδώ, σ' αυτόν τον ιερό τόπο, υπήρχε μόνον ένας Ναός.
Ό ευλαβής όμως και ζηλωτής Άγιοταφίτης πατέρας επέκτεινε και ολοκλήρωσε τη σημερινή Ιερά Γυναικεία Μονή Μάρθας και Μαρίας. Με δικές του δαπάνες και με συνδρομές προσκυνητών, καλλώπισε τον Ι. Ναό, μεγάλωσε το κωδωνοστάσιο, ανήγειρε το τοιχόκαστρο και 17 κελλιά με Αρχονταρίκι.
Ύστερα εγκαταβίωσαν οι πρώτες Μοναχές.
Η Θεοφανώ από την Κρήτη. Η Θεοκτίστη από την Ικαρία. Και η Αγαθονίκη από την Κύπρο. Μετά ό Θεός έστειλε κι άλλες αδελφές, πού ζούσαν κοινοβιακά με Ηγούμενο πάντα το σεμνό και ταπεινό πατέρα Θεοδόσιο, ως τις 27 Αυγούστου 1991, ήμερα πού ό Κύριος τον κάλεσε κοντά του, στην ουράνια βασιλεία Του.

Ο μακαριστός σεπτός Αγιοταφίτης Γέροντας άφησε μνήμη αγίου. Ήταν ενάρετος Γέροντας. Είχε μια παιδική απλότητα, καρπό της ταπεινοφροσύνης του. Ήθελες να βρίσκεσαι πάντα κοντά του. Πάντα μαζί του. Αισθανόσουν μια πνευματική άνεση. Ένα θείο άγγιγμα.
Αυτές είναι οι άγιες ψυχές. Πάντα σε φέρνουν εγγύτερα προς το Θεό και μόνο που τις συναναστρέφεσαι. Και μόνο που τις βλέπεις και τις ακούς να ομιλούν για το Θεό θαύμαζε κανείς την καθαρότητα της ψυχής του, που τόσο φανερά καθρεπτιζόταν στο ιλαρό και γαλήνιο πρόσωπο του. Όσοι τον έζησαν από κοντά, και είναι πολλοί αυτοί, διέβλεπαν το άκακο της ψυχής του. Δεν είχε κακία ή καρδιά του Αγιοταφίτη Πατέρα. Δεν είχε, κατά συνέπεια, και κανένα εχθρό. Όλους τους αγαπούσε και όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι ήθελαν να πηγαίνουν στον πατέρα Θεοδόσιο. Να πηγαίνουν και να τον βλέπουν. Να πηγαίνουν και να τον ακούν. Να πηγαίνουν, για να οικοδομούνται πνευματικά.

Είχε και αρχές αυστηρές ό Γέροντας. Ήταν νηστευτής αυστηρός. Νηστευτής κι όταν ήταν άρρωστος. Πάντα νηστευτής. Σε θέματα πίστεως ήταν ασυμβίβαστος. Όταν ο σεπτός προκαθήμενος της Σιωνίτιδος Εκκλησίας κ.κ. ΔΙΟΔΩΡΟΣ αποφάσισε τη διακοπή του διαλόγου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με τη Δυτική Εκκλησία, ο Συνοδικός π. Θεοδόσιος υπερθεμάτισε την απόφαση αυτή. Γιατί πίστευε ότι ό Πάπας δεν είχε ποτέ αγαθή διάθεση στο θέμα της Ενώσεως των Εκκλησιών.

Ο μακαριστός Γέροντας, 59 χρόνια, από τότε πού, 19 χρόνων, έφθασε στην Αγία Γη, ως την κοίμηση του, φάνηκε αντάξιος της κλήσεως του θεού. Έμεινε μια απλή και αφοσιωμένη ψυχή στη διακονία που του ανέθεσε ο Κύριος με την Εκκλησία Του. Αποποιήθηκε επανειλημμένα πρόταση προαγωγής του σε επίσκοπο και έκοιμήθη έτσι, όπως το ποθούσε. Ένας απλός ιερομόναχος. Για να τον υψώσει ό Κύριος στην ουράνια βασιλεία του, απ' όπου η αγία του ψυχή δέεται για τη Μοναστική Αδελφότητα της Βηθανίας, που συνεχίζει την ασκητική της βιωτή με τη σεμνή και καλή Γερόντισσα Ευπραξία.

Ημείς δε, μαζί με τις απλές αυτές γραμμές μας, δεόμαστε: Θεοδοσίου ιερομόναχου «μνησθείη Κύριος ό Θεός εν τη βασιλεία αυτού, πάντοτε' νυν και αεί και εϊς τους αιώνας των αιώνων».

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 24, 2016 1:57 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ

Εικόνα

Εικόνα



Ο γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) ασκήτεψε στο χωριό Ακούμια του Νομού Ρεθύμνου. Γέροντας χαρισματούχος και διορατικός, χαρακτηρίστηκε από τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη ως “ Διαμάντι της Κρήτης”. Χιλιάδες ήταν αυτοί που τον επισκέφτηκαν στο μοναστήρι του, εκατοντάδες όμως ήταν και τα πνευματικά του παιδιά, μεταξύ των οποίων γιατροί, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, ακόμα και κληρικοί. Ειδικά από τα Χανιά που είχε πάρα πολλά πνευματικοπαίδια και διάνυαν περί των 100 χιλιομέτρων για να ακούσουν τα απλοϊκά αλλά και θεοσόφιστα λόγια του, αλλά και να πάρουν συμβουλές και δύναμη για τον ακατάπαυστο προσωπικό τους αγώνα. Η ανιδιοτελής αγάπη του στον συνάνθρωπο, η διορατικότητά του, αλλά και οι πολλές του θαυματουργικές επεμβάσεις (ακόμα και εν ζωή), ήταν αίτια να αγαπηθεί τόσα θερμά από όλους τους Κρητικούς, και να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς του κρητικού ασκητισμού.
Γέροντας Θεοδόσιος (+2000): Έρχονται δεινά που θα τα δείτε πολύ σύντομα.
Είμαστε στην παράταση, οι (ηλεκτρονικές της Ε.Ε.) ταυτότητες έπρεπε να έχουν βγει ήδη…!

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 25, 2016 12:23 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ

Εικόνα

Ένα μικρό μνημόσυνο για τον γέροντα που ο Θεός μας αξίωσε να συναντήσουμε και να διδαχθούμε από τους λόγους του.

Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης, ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού (Ιωάν. α , 6-7)
Αυτός ο ευαγγελικός λόγος εφαρμόστηκε, σε κάποιο μέτρο και βαθμό βέβαια, και στον π. Θεόκλητο, γνωστό σ’ όλη την Ορθοδοξία, απανταχού της γης. Η αποστολή του ήτο να επαναφέρη στην Ελληνική κοινωνία τους Πατέρες της Εκκλησίας και το Πατερικό πνεύμα. Ειδικότερον δε για το Άγιον Όρος να αφανίση το ιδιόρρυθμον σύστημα και να παγιώση συνολικά για τις 20 Ιερές Μονές το Κοινοβιακό Σύστημα. Ας ενθυμηθούμε, λοιπόν, για τον αγιαζομένης βιωτής Γέροντα. Πρώτον, το γεγονός με τον βομβαρδισμό του τραίνου στην Μαλακάσα από τους Γερμανούς και την υπόσχεση που έδωσε εκείνη την στιγμή στην Παναγία Μητέρα μας ότι θα την υπηρετήση στο περιβόλι της. Δεύτερον, όταν έφθασε στο Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Διονυσίου με το θαυμαστό όραμα, που είδε την Παναγία σαν καλογραία και τον οδήγησε σε μία εκκλησία γεμάτη φέρετρα με ανθρώπους έχοντες υποψία ζωής και του είπε ότι έτσι θα γίνης και συ, δηλαδή, νεκρός για τον κόσμο.

Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό της Μονής Διονυσίου αφιερωμένης στον Τίμιο Πρόδρομο. Εξ αυτού του γεγονότος εγκαταβίωσε σ’ αυτή την Μονή παρά τον Γέροντα Γαβριήλ και υπηρέτησε την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο για 65 ολόκληρα χρόνια. Τρίτον, μέσα από εκεί με την άσκηση, με τη νηστεία, την προσευχή, την μελέτη, ήταν άριστος γνώστης της Πατερικής Θεολογίας, η ψυχή του καθαριζόταν και γινόταν δεκτική λόγου και σοφίας Θεού, αφού δια της αγάπης σκήνωσε σ’ αυτήν ο Κύριος Ιησούς και του ενέπνεε όλα όσα έγραψε στα τόσα βιβλία του προς ωφέλεια και σωτηρία των Χριστιανών. Τέταρτον, σε μια περίοδο, κατά την οποία το Άγιον Όρος απειλείτο από την ιδιορρυθμία και λειψανδρία έδωσε πνευματικές μάχες για να αποκαταστήση τα πράγματα, δηλαδή, να επαναφέρη την κοινοβιακή τάξη στις Μονές και να ελκύση νέους μοναχούς κι όπως περίμενε ο Τίμιος Πρόδρομος στην Παλαιά Διαθήκη τον Μεσσία έτσι και ο π. Θεόκλητος περίμενε την αναγέννηση στο Περιβόλι της Παναγίας. Κι αυτό το πέτυχε με τα αναρίθμητα άρθρα και τα τόσα βιβλία με πρώτο και κορυφαίο το «Μεταξύ ουρανού και γης», και με τις πράξεις του και ενέργειές του ως Πρωτεπιστάτης. Είχε σπάνιο συγγραφικό ταλέντο και γλαφυρότητα, που άγγιξε την Θεία Σοφία. Αν και πάντα έλεγε ότι δεν είναι ένα δεινός συγγραφεύς αλλά ένας καλός αντιγραφεύς της σοφίας και των λόγων των Πατέρων. Έτσι βλέπουμε πως ήταν προορισμένος από τον Θεό κατά την Ορθόδοξη ερμηνεία του προορισμού «να μαρτυρήση περί του φωτός ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού».

Έγινε σκεύος εύχρηστον του Θεού από την νεότητά του για να μαρτυρήση περί του Φωτός μέσα στον χρόνο και χώρο της Ορθοδόξου Ελλάδος, η οποία, δυστυχώς, ήτο τότε απομακρυσμένη από την Ορθοδοξία. Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία και η φωνή του φωταγωγούσε τους πιστούς. Ο Θεοφόρος λόγος του φωτίζει ακόμη τις καρδιές μας.

Ήταν η πιο λυγερόκορμη «βασιλική δρυς» του Αθωνικού Μοναχισμού, όπως λέει και κάποιος φίλος του, που στα ευλογημένα κλωνάρια και πλούσια φυλλώματά της εύρισκαν ανάπαυση χιλιάδες πουλιά, δηλαδή κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Είχε γνήσιο μοναχικό και πατερικό πνεύμα, στοχαστής και μαχητής με εκκλησιαστική γραμμή και αυστηρότητα σκέψεως αλλά και θεοφώτιστη ανθρωπιά και αγάπη. Κατενύσσετο με την αγάπη του στην Θεοτόκο και είχε οικειότητα με την Μητέρα του Θεού. Στο κελάκι του είχε περίπου 25 εικόνες τη Παναγίας με 3 καντηλάκια. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και συνήθως η αγάπη αυτή εκφραζόταν και με τον λόγο του.

Υποδεχόταν τους πάντες με το «ευλογημένο παιδάκι της Παναγίας», η «καλό μου παιδάκι». Δεν κατέκρινε κανένα και όταν του μιλούσα για τα διάφορα προβλήματα και μάλιστα εκκλησιαστικά μου απαντούσε πως εγώ φταίω που σκανδαλίζομαι. Ο καλός Χριστιανός δεν σκανδαλίζεται αλλά προσεύχεται για τον σκανδαλοποιό. Βεβαίως, ήταν αυστηρότατος σε κάθε κακοδοξία.

Χάσαμε την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου ιδιοτυπίας μας, έλεγε. Καθολικοποιήσαμε την αμαρτία. Πάσχετε από ανθρωπαρέσκεια και οφθαλμοδουλεία. Βέβαια, ο κόσμος προσφέρει πολλά υποκατάστατα, που αιχμαλωτίζουν την ψυχή του ανθρώπου και την διαστρέφουν και νομίζετε ότι τάχα μετέχετε σε υψηλό πολιτισμό, ενώ δεν υποπτεύεστε την πτωχεία σας και αμαρτάνετε χωρίς να το καταλαβαίνετε κι αυτή είναι η χειρότερη αμαρτία. Ζείτε μέσα σε μια τραγωδία, χωρίς αίσθηση του θείου κάλλους. Αγνοείτε τις δωρεές που μας προσφέρει ο Θεός και είσαστε ανυποψίαστοι για την τραγωδία σας. Ικανοποιείστε με τις μικροχαρές. Ενώ ο τα άνω γευσάμενος ευχερώς τα κάτω καταφρονεί.

Συχνά, πολύ συχνά, μας μιλούσε για την λειτουργία του πνευματικού νόμου, που είναι άτεγκτος, όπως έλεγε και πολλές φορές λειτουργεί πολύ πιο άτεγκτα από τους φυσικούς νόμους. Έλεγε ότι όλα τα θλιβερά και δύσκολα γεγονότα, (συκοφαντίες, ζήλιες, ψέματα κλπ) μας έρχονται από κάποιους ανθρώπους. Αμέσως να κάνης διαχωρισμό του φορέα από τον πειρασμό και να λες ο Θεός έστειλε τον πειρασμό κατά δίκαιον λόγο από αγάπη η από παιδαγωγία και να μη θεωρήσης τον άνθρωπο που σε στενοχώρησε εχθρό. Αν αμέσως κάνης αυτό το διαχωρισμό χωρίς πολύ κόπο θα φθάσης στην ειρήνη της ψυχής, στην ταπείνωση, στην αυτομεμψία και στην αγάπη προς τους εχθρούς που είναι το μεγαλύτερο επίπεδο αρετής. Μη βλέπεις από ποίους έρχεται ο πειρασμός αλλά γιατί έρχεται (από τις αμαρτίες μας) και θα θαυμάσης την σοφία την αγάπη και δικαιοσύνη του Θεού που από δω μας δίνει την δυνατότητα να εξοφλήσουμε τα χρέη μας δηλαδή, τις αμαρτίες μας.

Εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις παιδευόμεθα, όχι όμως κατά τον ίδιο τρόπο η κατά τον ίδιο χρόνο. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος. Οι πειρασμοί είναι μέσα εκγυμνάσεως.

Να ζήσουμε, έλεγε, μέσα στην αγαπητική αλληλοπεριχώρηση. «Εγώ ειμί το κλήμα, υμείς τα κλήματα. Να γίνουμε δεκτικά σκεύη της υπερφυσικής θείας ενώσεως. Ο Θεός θέλει να είμαστε ένα. Ο ένας μέσα στον άλλον. Όταν κάποτε είχε πάει στον Γέροντα Πορφύριο εκείνος άρχισε να λέη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, Κύριε Ιησού, Κύριε Ιησού ελέησον με». Ο π. Θεόκλητος τον ρώτησε : «Γιατί γέροντα ελέησον με; Δυό είμαστε». Όχι, του απάντησε ο γέροντας Πορφύριος, είμαστε ένα. Έλεγε συνεχώς : «Ω Χριστέ μου, ω Χριστέ μου, ω γλυκύτατέ μου Ιησού, φώτισέ μας το σκότος, ω γλυκύτατε Ιησού…ασύλληπτη Αγάπη τι να σου ανταποδώσουμε για τις άπειρες ευεργεσίες Σου; Γλυκύτατε Κύριε που μας έκανες αδελφούς και συγκληρονόμους, μετόχους της Θείας ενεργείας. Άνοιξε τον νου μας για να δούμε το Φως Σου, την δόξα Σου, να κλάψουμε από ευχαριστία. Τίποτε δεν είναι δικό μας, όλα είναι δικά Σου». Με δακρυσμένα μάτια μου έλεγε: «Την ευχούλα παιδάκι μου, την ευχούλα με πόθο, με αγάπη, με δοξολογία, με θείο έρωτα με χαρά, με ευχαριστία για να φεύγουν οι δαίμονες».

Ερχόταν κόσμος πολύς να τον δη. Ρωτούσε πάντα γραμματικές γνώσεις και ηλικία για να ξέρη σε ποιό επίπεδο θα κινηθή η συζήτηση.

Μια μέρα ήρθε μια κυρία με την μητέρα της. Ρώτησε, λοιπόν, κατά την συνήθειά του πόσο χρονών είναι η μεγάλη κυρία. Του απάντησε. –Δεν σου λέω. –Γιατί; –Δεν μου φαίνονται τα χρόνια και ματιάζομαι όταν λέω πόσο είμαι. Έδιωξε ο παππούς εμάς και έμειναν μόνοι τους. Μετά από 15 λεπτά περίπου ήρθε με ένα χαρούμενο θριαμβευτικό ύφος σαν μικρό παιδάκι και λέει. –Συνομήλικοι είμαστε! Αυτός ήταν ο παππούς, ένας Μεγάλος Γέρων και κάποιες φορές ένα μωρό παιδάκι.

Μία φορά είχε κατέβει ενωρίς στο κάτω όροφο του σπιτιού, όπου οι χώροι διημερεύσεως και υποδοχής. Εστέκετο και επισκοπούσε τους χώρους. Όταν τον ρώτησα τι κοιτάζει μου είπε: Τι το θέλετε βρε παιδάκι μου τόσο σπίτι; Ξέρεις πόσα κελάκια θα έβγαζες εδώ πέρα; Το πρωί, όταν ο Διονύσης έφευγε να κατέβη στο γραφείο, περνούσε να πάρη την ευχή του. Και ο παππούς επαναλάμβανε πολλές φορές: «Εξήλθε άνθρωπος επί την εργασίαν αυτού και επί το έργον αυτού έως εσπέρας». Μία φορά του λέγει ο Διονύσης. –Γιατί παππού έως εσπέρας; Κατάλαβε το πειραγματάκι του Διονύση και του απαντά αμέσως: –Μα, Νιόνιο μου, τότε δεν είχαν ηλεκτρισμό για να δουλεύουν την νύκτα.

Όταν έβλεπε τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα, συγκεντρωμένα σε μια γωνία του σπιτιού, και αφού επί ώρες συζητούσε με τον Διονύση για τους αρχαίους του έλεγε. –Κάπου είσαι κλασικόπληκτος. Οι Έλληνες φιλόσοφοι εξέπεμπον φως όσο οι κωλοφωτιές. Πυγολαμπίδες ήταν. Το φως είναι ο Χριστός, και μόνο.

Μας επέβαλε να του μιλάμε στον ενικό με το σκεπτικό ότι όταν στον Θεό η στην Μανούλα Παναγία μιλάμε στον ενικό, αυτός ποιός είναι για να του μιλάμε στον πληθυντικό. Είναι τόσα πολλά όσα ακούσαμε και ζήσαμε παρά τας πόδας του παππού, που μακάρι να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε κάτι λίγο, έτσι για να κάνουμε αρχή μετανοίας. Αυτό φώναζε συνέχεια. Μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια δηλαδή, αίσθηση αμαρτιών και εκζήτηση ελέους.

Σε μια εποχή πλήρους συγχύσεως πνευματικής, που κινδυνεύουν να πλανηθούν και οι εκλεκτοί, η παρουσία του μεγάλου Γέροντα Θεοκλήτου εν μέσω Αγίου Όρους και Εκκλησίας, ήταν αληθινή ευλογία γιατί δίδαξε στους πάντες πόσο απαραίτητες είναι οι εντολές του Χριστού για την τελείωση του ανθρώπου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος τον πήρε την ημέρα της πανηγύρεως στην Μονή, την ώρα που έψαλλαν «δούλοι Κυρίου» και κουνούσαν τους πολυελαίους αφού «δούλος Κυρίου» ήταν σε όλη την ζωή του ο Γέροντας Θεόκλητος.
 
Τελειώνω με το «Χριστός Ανέστη».

Ήταν ο χαιρετισμός του μετά από κάθε τηλεφώνημά μας. Χριστός Ανέστη πολυαγαπημένε παππού. Τέρπου και αγάλλου εν Κυρίω. Μέμνησο και υπέρ ημών των περιλειπομένων αδελφών σου, ίνα τύχωμεν καλής απολογίας εν τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως.