Βίος Αποστόλου Πέτρου
Ημερομηνία εορτής:
29/06/2013
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 29 Ιουνίου εκάστου έτους.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐγεννήθηκε στὴ μικρὴ πόλη Βηθσαϊδὰ κοντὰ στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, ὅπου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἁλιέως μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀνδρέα, κληθέντα καὶ αὐτὸν στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, καὶ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, γενόμενους ἐπίσης Ἀποστόλους.
Τὸ ὄνομά του ἀπαντᾶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπὸ τέσσερις τύπους:
α) Συμεὼν (ἐκ τοῦ Sim Un, σημιτικοῦ τύπου).
β) Σίμων (κοινότερος τύπος, ἐξελληνισμένη σύντμηση τοῦ προηγούμενου).
γ) Κηφᾶς (ἀπὸ τὸ ἀραμαϊκὸ Kepha, ποὺ σημαίνει πέτρα).
δ) Πέτρος (παράφραση τῆς προηγούμενης ἀραμαϊκῆς ἐπωνυμίας, ἡ ὁποία ἐδόθηκε στὸ Σίμωνα ἀπὸ τὸν Χριστό).
Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωάννης ἢ Ἰωνᾶς. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν στοὺς λιγοστοὺς πιστοὺς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπερίμεναν ἐναγώνια τὸν Μεσσία καὶ τὴ μεσσιανικὴ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐτερματίζετο ἡ κακοδαιμονία τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε τὴν πεθερά του, τὴν ὁποία ἐθεράπευσε ὁ Κύριος, στὴν Καπερναούμ, προκύπτει ὅτι ἦταν ἔγγαμος. Δὲν εἶναι γνωστὸ μὲ βεβαιότητα τὸ ὄνομα τῆς συζύγου του, καλουμένης Ἰωάννας ὑπὸ τῶν Ἀνατολικῶν καὶ Περπετούης ὑπὸ τῶν Δυτικῶν. Οὔτε εἶναι γνωστὸ ἂν ἡ σύζυγός του ἐζοῦσε ἀκόμη, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐκλήθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης καλοῦνται «ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται» ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, σημεῖο ὅτι δὲν εἶχαν φοιτήσει στὶς λόγιες ραββινικὲς σχολές. Εἶχαν ὅμως μαθητεύσει στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Τοῦτο εἶναι βέβαιο γιὰ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ γιὰ τὸν Ἀνδρέα, πιθανῶς δὲ καὶ γιὰ τὸν Σίμωνα Πέτρο.
Ἡ κλήση τοῦ Πέτρου στὸ ἀποστολικὸ ἔργο ἔγινε βαθμιαίως. Ὅταν τὸν ἐπαρουσίασε ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας στὸν Κύριο, μὲ τοὺς λόγους «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία Κηφᾶς. Ἦταν παρὼν κατὰ τὸ θαῦμα στὴν Κανᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκε μετὰ μὲ τὸν Κύριο στὴν Καπερναούμ. Ἐκλήθηκε ὁριστικὰ μετὰ τὴν πρώτη θαυμαστὴ ἁλιεία, γενόμενος ἔτσι «ἁλιεὺς ἀνθρώπων».
Ὁ ἐνθουσιώδης καὶ εὐσεβὴς Πέτρος ἐπέταξε τὰ δίχτυα ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστά. Λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ χαρακτῆρος του καὶ τῆς ἰδιαίτερης ἀφοσιώσεώς του στὸν Κύριο ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ἐξαιρετικὴ θέση μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων καὶ νὰ ὁμιλεῖ συχνὰ ἐκ μέρους αὐτῶν. Ὁμολόγησε πρῶτος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ὁ Κύριος ἐξετίμησε αὐτὴ τὴν ὁμολογία καὶ τὸν διαβεβαίωσε πὼς ἐπάνω σὲ αὐτὴ τὴν ὁμολογία πίστεως, ποὺ ἔγινε κατ’ ἀποκάλυψιν Θεοῦ Πατρός, «οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν».
Κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν παθῶν καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση ὁ Πέτρος ἀποτελεῖ κεντρικὸ πρόσωπο στὰ Εὐαγγέλια. Ἔτσι στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἀρνεῖται πρὸς στιγμὴν τὴ νίψη τῶν ποδῶν του ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀγωνιᾶ κατόπιν νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στὴν πρὸς τὸν Κύριο ἐρώτησή του «Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;», ἔλαβε ἀπὸ Αὐτὸν τὴν ἀπάντηση «ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οὐ δύνασαί μοι νῦν
ἀκολουθῆσαι», καὶ τέλος ὑπόσχεται στὸν Κύριο ὅτι θὰ θυσιάσει τὴν ψυχή του γιὰ Ἐκεῖνον καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθεῖ ἀπὸ τὸ ἐπερχόμενο Πάθος Του. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ὁ Ἰησοῦς στὴν μετὰ τοῦ
Πέτρου στιχομυθία του εἶπε σὲ αὐτὸν τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ἰδοῦ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τὸν σῖτον. Ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου. Καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου». Πράγματι δέ, δὲν ἐξέλιπε ἡ πίστη τοῦ Πέτρου, ἂν καὶ ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο τρεῖς φορὲς στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως. Ἕνεκα τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ δεήσεως τοῦ Κυρίου, ἦλθε στὸν ἑαυτό του, μετανόησε καὶ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν πράξη του καὶ ἀξιώθηκε πρῶτος αὐτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους νὰ διαπιστώσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ πρῶτος νὰ δεῖ τὸν Ἀναστάντα Κύριο.
Ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ νὰ διαπιστώσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τὸν μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Τὸ φλογερό του κήρυγμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκανε νὰ πιστέψουν τρεῖς χιλιάδες ψυχές, καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Ἡ ἱεραποστολικὴ δράση του ὑπῆρξε θαυμαστὴ καὶ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐνεργοῦσε κατὰ καιροὺς περιοδεῖες ἐπισκεπτόμενος τὶς πλησιόχωρες Ἐκκλησίες. Ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του ἀναφέρει, ὅτι κατὰ τὶς δύο ἀνόδους του στὰ Ἱεροσόλυμα συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ Ἀπόστολο τῶν «ἐκ περιτομῆς» καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐτιμᾶτο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη ὡς «στῦλος» τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ μία περιοδεία του ὁ Πέτρος, περὶ τῆς ὁποίας μᾶς ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις, ἐπισκέφθηκε τὴ Λύδδα καὶ ἀφοῦ ἐθεράπευσε τὸν παραλυτικὸ Αἰνέα, ἦλθε στὴν Ἰόππη, ὅπου ἀνέστησε τὴν Ταβιθᾶ ἢ Δορκάδα. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μὲ θεία ἐπιταγή, ἐπορεύθηκε στὴν Καισάρεια, στὴν ὁποία ἐκατήχησε καὶ ἐβάπτισε τὸν ἐθνικὸ Κορνήλιο μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ὅταν ἔμαθαν τὸ γεγονὸς αὐτὸ οἱ «ἐκ περιτομῆς» τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων ἐκατηγόρησαν τὸν Πέτρο. Ὁ Ἀπόστολος ἐξέθεσε μὲ λεπτομέρεια πῶς ὁ Θεὸς δι’ ὁράματος «ὑπέδειξεν μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον» καὶ ἔκλεισε τὴν ἀπολογία του ἐκείνη ὡς ἑξῆς: «Εἰ οὖν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐγὼ δὲ τὶς ἤμην δυνατὸς κωλῦσαι τὸν Θεόν;».
Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας Α’, ἐπιθυμώντας νὰ εὐχαριστήσει τοὺς Ἰουδαίους συνέλαβε τὸν Πέτρο κατὰ τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα τοῦ 42 ἢ 44 μ.Χ. καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν φονεύσει μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλ’ Ἄγγελος Κυρίου ἐλευθέρωσε κατὰ τὴ νύχτα τὸ δέσμιο καὶ ἀπὸ στρατιῶτες φρουρούμενο Πέτρο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τοὺς συγκεντρωμένους καὶ προσευχόμενους ὑπὲρ αὐτοῦ ἀδελφοὺς στὴν οἰκία τῆς Μαρίας, μητέρας τοῦ Μάρκου, ἀνήγγειλε σὲ αὐτοὺς τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὸν Ἄγγελο καὶ «ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον».
Γιὰ τελευταία φορὰ ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις περὶ τοῦ Πέτρου κατὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μία συνάντηση, τὴν ὁποία εἶχε μὲ τὸν Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια, κατὰ τὴν ὁποία τὸν ἤλεγξε γιὰ τὴν ἐπιδειχθεῖσα ἔλλειψη θάρρους καὶ παραχώρηση ὑπὲρ τῶν ἰουδαϊζόντων καὶ σὲ βάρος τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν.
Γιὰ τὴ μετὰ ταῦτα ζωὴ καὶ δράση τοῦ Πέτρου στερούμεθα σαφεῖς ἱστορικὲς μαρτυρίες. Ὁ Ὠριγένης καὶ ὁ Εὐσέβιος, προφανῶς ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς Α’ Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Πέτρου, συμπέραναν ὅτι αὐτὸς ἐκήρυξε στοὺς Ἰουδαίους τῆς Διασπορᾶς, στὸν Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ἀσία καὶ Βιθυνία. Ὁρισμένοι δέχονται καὶ τὴν ἀποστολικὴ δράση τοῦ Πέτρου στὴν Κόρινθο.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε δύο Καθολικὲς Ἐπιστολές. Ἀπὸ αὐτές, ἡ μὲν πρώτη ἀπευθυνόταν στοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Βιθυνίας, ἡ δὲ δεύτερη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὶς θλίψεις ποὺ ὑφίστανται ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ παράδοση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν περὶ μεταβάσεως τοῦ Πέτρου στὴ Ρώμη μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ἢ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἐπὶ
εἰκοσιπενταετία Ἐπίσκοπος. Τὴν παράδοση αὐτὴ πολλοί Ὀρθόδοξοι μελετητὲς τὴν ἀμφισβητοῦν, διότι στηρίζεται σὲ μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τὶς λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» καὶ τὴν ἀπόκρυφη φιλολογία. Ἀναμφίβολα ὅμως ὁ Πέτρος συνδέεται μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀφοῦ ἔδρασε καὶ ἔμαρτύρησε σὲ αὐτήν.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση ὁ Πέτρος ἵδρυσε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἐκήρυττε νυχθημερὸν στὴ μεγάλη πόλη καὶ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει πλῆθος κατοίκων στὸ Χριστιανισμό. Τὴν ἴδια ἐποχὴ εὑρισκόταν στὴ Ρώμη καὶ ὁ διαβόητος Σίμων ὁ μάγος, γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἐκεῖ μὲ τὶς διάφορες μαγγανεῖες καὶ τὰ μαγικὰ κόλπα προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ τοῦ πλήθους καὶ γι’ αὐτὸ ἀπέκτησε πολλοὺς ὀπαδούς. Ὅμως εὑρῆκε μπροστά του τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μὲ σειρὰ θαυμάτων ξεσκέπασε τὸν ἀπατεώνα μάγο, τὸν ἀπέδειξε ὡς συνεργὸ τῶν δαιμόνων καὶ ἐφανέρωσε τὴν ἀνίκητη δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει: «Τοῦ Πέτρου καὶ Παύλου ἐν Ρώμῃ εὐαγγελιζομένων καὶ θεμελιούντων τὴν Ἐκκλησίαν».
Ὁ Ὠριγένης: «Ὃς καὶ ἐπὶ τέλει ἐν Ρώμῃ γενόμενος ἀνεσκολοπίσθη κατὰ κεφαλῆς οὕτως αὐτὸς ἀξίωσας». Τέλος ὁ πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στὸν πρὸς Πρόκλο διάλογό του: «Ἐγὼ δὲ τὰ τρόπαια (μνημεία, σκηνώματα) τῶν ἀποστόλων ἔχω δεῖξαι. Ἐὰν γὰρ θελήσῃς ἀπελθεῖν ἐπὶ τὸν Βατικανὸν ἢ ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν Ὠστίαν, εὑρήσεις τὰ τρόπαια τῶν ταύτην ἱδρυσαμένων τὴν Ἐκκλησίαν».
Κατὰ τὴν παράδοση, λοιπόν, ὁ Πέτρος ἄθλησε στὴ Ρώμη κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πρὶν τὸν συλλάβουν ἔκρινε σκόπιμο νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ γλιτώσει.
Καθὼς ἐβάδιζε βιαστικὰ τὴν περίφημη Ἀππία ὁδὸ εἶδε μπροστά του τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐρώτησε: «Quo Vadis?», δηλαδὴ «ποῦ πηγαίνεις;». Τότε ὁ ἔνθερμος Ἀπόστολος κατάλαβε πὼς ἡ φυγή του αὐτὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ νέα ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἐγύρισε πίσω καὶ συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο παρακάλεσε τοὺς δημίους του νὰ τὸν σταυρώσουν ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, διότι, ὅπως εἶπε, δὲν ἐθεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ σταυρωθεῖ σὰν τὸν ἠγαπημένο Δάσκαλο καὶ Θεό του! Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Χριστό, τὸ δὲ ἁγιασμένο λείψανό του τὸ περιμάζεψαν οἱ πιστοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸ Βατικανὸ λόφο.
Ὁ τάφος του ἦταν ἁπλὸς καὶ πτωσικός. Ἐσκέπασαν τὸ τίμιο λείψανό του μὲ χῶμα καὶ μετὰ μὲ πλάκες ἀπὸ κεραμίδι σὲ σχῆμα ἀμφικλινές. Ἔτσι ἔθαπταν τότε τοὺς πολλούς, τοὺς πτωχοὺς στὴ Ρώμη. Τὸ μνῆμα τοῦ Πέτρου τὸ ἤξερε καλὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀνίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἐτοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὁποία ἐστήριξε σὲ δύο κιονίσκους μία τράπεζα μὲ μικρὴ κόγχη καὶ ὑποτυπῶδες ἀέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο γιὰ προσευχὴ λίγοι Χριστιανοί, ἐνῶ στὸν ἱερὸ τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Πέτρου συνάγονταν πολλοὶ προσκυνητὲς στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σκληρότερους χριστιανομάχους αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Πόπλιος Λικίνιος Οὐαλεριανὸς (253 – 259 μ.Χ.). Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, ἐμεθόδευσε συστηματικώτερα τοὺς διωγμούς. Ἐστράφηκε κατὰ τοῦ κλήρου, τῆς λατρείας, τῆς περιουσίας καὶ τῶν κοιμητηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ μέτρα του ἐφαρμόσθηκαν περὶ τὸ 257 μ.Χ. μὲ πραγματικὴ ἀγριότητα. Θανατώνει τοὺς Ἐπισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, ἀπαγορεύει τὶς συνάξεις στοὺς τόπους ταφῆς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος τοῦ μαρτυρήσαντος, τὸ 257 μ.Χ., Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), γιὰ νὰ προλάβει σκύλευση τῶν τάφων τῶν δύο Ἀποστόλων, κάνει κρυφὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων τους ἀπὸ τὰ μνημεῖα – τρόπαιά τους, πιθανῶς στὶς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 258 μ.Χ., καὶ τὰ μεταφέρει στὸ κοιμητήριο ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὸ ὡς Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Ἔτσι ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ διατηρήθηκε ὡς σήμερα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ὄχι πλέον σὲ ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ ὁποία εἶχε λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸ λαό, ἀλλ’ ὡς γενέθλιος ἡμέρα, δηλαδὴ ὡς ἑορτὴ τοῦ μαρτυρίου τους.
Μετὰ τὸ 260 μ.Χ., ὁ νέος αὐτοκράτορας Γαληνὸς (259 – 268 μ.Χ.) ἦταν περισσότερο ἐπιεικής. Ἐσταμάτησε τὶς ἀπάνθρωπες σκληρότητες καὶ ἐπέστρεψε τοὺς ναοὺς καὶ τὰ κοιμητήρια. Ἡ λατρεία ἀναπτύσεται στὸ νέο τόπο ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν Κατακόμβη του ἱδρύεται τὸ ἀρχαιότερο Μαρτύριο τῆς Ρώμης. Ἔτσι, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἡ ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων τιμᾶται στὴ Ρώμη σὲ τρεῖς τόπους. Στὸ Βατικανὸ ὁ Πέτρος, στὴν ὁδὸ τῆς Ὠστίας ὁ Παῦλος καὶ οἱ δύο μαζὶ στὶς Κατακόμβες.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε τὰ πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) ἐξασφάλισε τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση
Μαρτυρίων στοὺς τόπους ἀθλήσεως καὶ ἀρχικῆς ταφῆς τῶν Ἀποστόλων. Τὰ ἐγκαίνια τῶν πρώτων κτισμάτων γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στὸ Βατικανὸ καὶ στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία στὶς 18 Νοεμβρίου τοῦ 324 μ.Χ. μὲ τὴ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τους ἀπὸ τὴν Κατακόμβη τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ στοὺς τόπους ἀρχικῆς ταφῆς. Μόνο οἱ Τίμιες Κάρες τῶν Ἀποστόλων ἐκρατήθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Λατερανοῦ, σημερινὸ Ἅγιο Ἰωάννη. Ἐκεῖ παραμένουν μέχρι σήμερα, ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ κιβώρια.
Ἡ Κωνσταντίνεια βασιλικὴ τοῦ Βατικανοῦ, παρὰ τὶς πολλὲς ἐπισκευὲς λόγῳ τῶν καταστροφῶν ποὺ τὶς προξένησαν οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αἰῶνες κέντρο προσκυνηματικῆς εὐσεβείας. Ἦταν πεντάκλιτη βασιλική, μὲ 90 μέτρα μῆκος καὶ 65 μέτρα πλάτος. Ἡ Ἀναγέννηση κατέστρεψε τὸν πάνσεπτο αὐτὸ ναὸ καὶ στὴ θέση του ἔκτισε τὸν ἀχανὴ καὶ βαρὺ σημερινὸ Ἅγιο Πέτρο (1626). Στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Ὠστία ἱδρύθηκε ἀρχικὰ μικρὴ τρίκλιτη βασιλική, τὴν ὁποία ἐπεξέτειναν τὸ 386 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντιανὸς Β’, Θεοδόσιος καὶ Ἀρκάδιος σὲ πεντάκλιτη καὶ τὴν ἐγκαινίασε, τὸ 390 μ.Χ., ὁ Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Ἡ βασιλικὴ διατηρήθηκε σχεδὸν ἀκέραια μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1823, ποὺ ἐκάηκε ἀπὸ μεγάλη πυρκαγιά, ἀλλὰ ἀναστηλώθηκε μὲ πιστότητα στὸ ἀρχαῖο της κάλλος.
Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καλύπτεται μὲ μία μεγαλογράμματη λατινικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ποὺ γράφει: «Στὸν Παῦλο, Ἀπόστολο Μάρτυρα».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως• ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης, πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον• διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.
Απόστολος Ανδρέας
Ο πρωτόκλητος Ανδρέας
Γέννηση Αρχές 1ου αιώνα, Βηθσαϊδά
Κοίμηση Μέσα προς τέλη 1ου αιώνα, Πάτρα
Εορτασμός
30 Νοεμβρίου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Ο Απόστολος Ανδρέας (Ανδρεύς ή Ανδρείας), ο επονομαζόμενος και πρωτόκλητος, αποτέλεσε ένα εκ των δώδεκα μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Φέρων ελληνικό όνομα, όντας αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και μαθητής του Ιωάννη του βαπτιστή, ήταν ο πρώτος μαθητής που κλήθηκε από τον Κύριο. Ανήκε στο στενό κύκλο των μαθητών και διήγαγε δραστήριο αποστολικό βίο, όπου κατέληξε κατά την παράδοση σε μαρτυρικό θάνατο στην πόλη της Πάτρας. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τα ευαγγέλια για το βίο του είναι πενιχρές[1], ενώ η παράδοση και η απόκρυφη γραμματεία είναι πλούσιες σε αναφορές.
Καινή Διαθήκη
Ο Απόστολος Ανδρέας καταγόταν από την ελληνιστική πόλη Βηθσαϊδά (Ιω. 1,44), εξού και έλαβε ένα καθαρά ελληνικό όνομα. Υπήρξε ο πρωτόκλητος μαθητής του Ιησού και ήταν αδελφός του Αποστόλου Πέτρου. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωνάς (Ματθαίος 16, 17) ή Ιωάννης (Ιω. 1, 42. 21, 15-17) και η μητέρα του, κατά την παράδοση, Ιωάννα και μαζί με τον αδελφό του εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Είχαν μάλιστα ως συνεργάτες τους αδελφούς Ιωάννη και Ιάκωβο, υιούς του Ζεβεδαίου (Λουκάς 5, 10). Δε γνωρίζουμε αν ήταν μεγαλύτερος αδελφός του Πέτρου ή μικρότερος καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Με βάση όμως τα ευαγγέλια προκρίνεται η άποψη ότι μάλλον ήταν νεότερος του Πέτρου και άγαμος, αφού είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του αδελφού στην Καπερναούμ. Οι γραμματικές γνώσεις του επίσης, δε φαίνεται να ήταν πολλές.
Ο Ανδρέας ως χαρακτήρας φαίνεται πως ήταν περισσότερο συναισθηματικός από τον Πέτρο. Στο στενό κύκλο των μαθητών (Πέτρος, Ιωάννης, Ιάκωβος) φαίνεται πως ερχόταν κατά κάποιο τρόπο ύστερος, αφού ο Κύριος προτιμούσε σε σημαντικές περιστάσεις, όπως την ανάσταση του Ιαείρου και τη Μεταμόρφωση, να παίρνει μαζί του τους άλλους τρεις μαθητές. Χαρακτηριστικό αυτού του γεγονότος είναι, πως ενώ άλλοτε οι ευαγγελιστές (Ματθαίος, Λουκάς) τον έχουν δεύτερο στην κατάταξη, άλλοτε τον έχουν ως τέταρτο (Μάρκος και Λουκάς, στις Πράξεις). Ο ίδιος όμως φαίνεται ιδιαίτερα προσηνής και υπάκουος, αφού ποτέ δεν έδειχνε να δυσανασχετεί. Η ένταξή του στο μαθητικό κύκλο του Ιωάννη βαπτιστή δείχνει πως ήταν ανήσυχο πνεύμα με έντονες θρησκευτικές αναζητήσεις, γι αυτό και αφιέρωνε πολύ χρόνο κοντά στο πρόδρομο του Κυρίου.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές της κλήσης του. Καθώς μια μέρα ο Ιωάννης ο πρόδρομος είδε τον Ιησού να περιπατεί στον περίχωρο του Ιορδάνη, απευθύνθηκε στους Ιωάννη και Ανδρέα λέγοντάς τους πως Αυτός είναι ο αμνός του Θεού (Ιω. 1, 36). Ο Ανδρέας όσο και Ιωάννης ακολούθησαν τον Ιησού, διστάζοντας όμως να τον πλησιάσουν. Τότε τους πλησίασε ο ίδιος ρωτώντας τους, τι θέλουν; Έτσι οι Ανδρέας και Ιωάννης τον ρώτησαν που μένει γιατί επιθυμούσαν να τον επισκεφτούν και να του μιλήσουν ιδιαιτέρως (Ιω. 1, 29). Χαρακτηριστική επίσης είναι η περιγραφή του Ευαγγελιστή Ιωάννη (1, 39):
"ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην• ὥρα ἦν ὡς δεκάτη." (1, 40).
Η πολύωρη παραμονή αυτή δε θα πρέπει να παραξενεύει τον αναγνώστη καθότι οι δύο μαθητές είχαν κατηχηθεί από τον Ιωάννη τον πρόδρομο. Άμεσα ο Ανδρέας, προφανώς εντυπωσιασμένος, μίλησε στο αδελφό του Πέτρο λέγοντας με εμφατικό τρόπο πως "εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν• ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός•" (1, 41). Ουσιαστικά δηλαδή ο Ανδρέας ήταν ο "νυμφαγωγός" του Αποστόλου Πέτρου στο μαθητικό κύκλο. Ο Ανδρέας εμμέσως ήταν αυτός που οδήγησε και το Φίλιππο στον Αποστολικό κύκλο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φίλιππος άμεσα ακολούθησε μετά την κλήση του τον Κύριο (Ιω. 1, 43-4). Προφανώς είχε ενημερωθεί πρωτύτερα. Ο Φίλιππος μάλιστα θα γίνει ο αχώριστος φίλος του Ανδρέα, όπως διακρίνουμε από τις ευαγγελικές και περιγραφές, στο θαύμα του χορτασμού των πεντάκις χιλίων ή στην περίπτωση των ελληνιστών Ιουδαίων (Ιω. 12, 20-23).
Ο Ανδρέας, όπως και ο Πέτρος παρότι ακολουθούσαν τον Ιησού σχεδόν παντού δεν εγκατέλειψαν το επάγγελμα του ψαρά άμεσα, προφανώς λόγω των προσωπικών τους υποχρεώσεων. Μετά τη σύλληψη πάντως και τη θανάτωση του Ιωάννη του βαπτιστή, ο Κύριος άφησε τη Ναζαρέτ και εγκαταστάθηκε στην Καπερναούμ κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου διέμενε και ο Ανδρέας. Τότε ο Ιησούς τους κάλεσε να εγκαταλείψουν το ψάρεμα και να τον ακολουθήσουν αποκλειστικά ως μαθητές του (Ιω. 4, 18-20, Μαρκ 1, 16-18). Στις περιγραφές της Καινής Διαθήκης και τις εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάσταση Του, συναντάμε πάντα τον Απόστολο Ανδρέα να είναι παρών. Από εκεί και πέρα η Καινή Διαθήκη σιωπά για τον Απόστολο αυτό.
Εξωγραφικές πηγές Πηγές
Για την ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Ανδρέα και το μαρτύριο υπάρχουν αρκετά απόκρυφα κείμενα. Τέτοια είναι οι "Πράξεις και μαρτύριον του αγίου Αποστόλου Ανδρέα", που γράφτηκε πιθανώς από το γνωστικό Λεύκιο το 2ο αιώνα, αν και κατά άλλους ερευνητές θεωρείται ως γνήσια εγκύκλιος των Πρεσβυτέρων της Αχαΐας. Επίσης υπάρχει το "Πράξεις Ανδρέου και Ματθία εις την πόλιν των ανθρωποφάγων", που επίσης αποδίδεται στο Λεύκιο, το "Περί του βίου, των πράξεων και της τελευτής του Αγίου Ανδρέου του πρωτοκλήτου" του μοναχού Επιφανίου (10ος αιώνας), οι "Πράξεις και περίοδοι του Αγίου αποστόλου και πανευφήμου Ανδρέου εγκωμίω συμπεπλεγμέναι" και το "Μαρτύριον του αγίου Αποστόλου Ανδρέου". Επίσης υπάρχουν και μαρτυρίες από αρχαίους συγγραφείς όπως του Ευσεβίου και του Ωριγένη.
Η πορεία του
Ο Ανδρέας μαζί με τους άλλους Αποστόλους κήρυξε στη Σινώπη του Πόντου έχοντας ως ορμητήριο μία νησίδα κοντά στη Σινώπη. Μαζί με Ματθία και άλλους μαθητές κατευθύνθηκαν προς την Αμισό (Σαμψούντα), όπου ίδρυσαν εκκλησία. Περιήλθε συνάμα την περιοχή της Ιβηρίας (Γεωργία), την Παρθυαία και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. Μετά από λίγο διάστημα πραγματοποίησε και δεύτερη περιοδεία όπου ακολούθησε την πορεία Αντιόχεια, Έφεσο, Λαοδίκεια Φρυγίας, Οδυσσούπολη Μυσίας, Νίκαια, Βιθυνία, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Άμαστρη για να καταλήξει στη Σινώπη. Λίγο αργότερα επισκέφτηκε τη Σαμψούντα, τους Αλανούς, τους Ζήκχους, τους Βοσπορινούς και τους Χερσονήτες. Εν συνεχεία πέρασε από το Βυζάντιο, την Ηράκλεια της Θράκης, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο με τελικό σταθμό την Πάτρα, όπου το κήρυγμα και τα θαύματά του είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην τοπική κοινωνία.
Στην πόλη της Πάτρας και το μαρτύριό του
Την εποχή που βρέθηκε στην πόλη της Πάτρας ανθύπατοι ήσαν οι Λέσβιος και διάδοχός του ο Αιγεάτης. Ο ίδιος μάλιστα διέμενε στο σπίτι κάποιου μετεστραφέντα στο χριστιανισμό, Σώσιου. Ο Λέσβιος τελικώς εισήλθε στο χριστιανισμό, όπως και η γυναίκα του Αιγεάτη Μαξιμίλλα, εξ αιτίας δύο θαυμαστών θεραπειών που έπραξε υπέρ τους. Ο Αιγεάτης όμως μαινόμενος κατά του Αποστόλου εξαιτίας της μεταστροφής της γυναικός του, τον θανάτωσε με σταυρικό θάνατο, πιθανώς την εποχή τω διωγμών του Νέρωνα, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Σύμφωνα με την παράδοση και τις «Πράξεις του Αποστόλου Ανδρέα», έργο γνωστό στον Γρηγόριο Τουρώνης, ο ίδιος σταυρώθηκε δεμένος και όχι καρφωμένος σε παρόμοιο σταυρό με αυτόν που ο Κύριος σταυρώθηκε. Πρέπει να τονιστεί ότι η παράδοση για σταυρικό μαρτύριο σε χιαστό Σταυρό (Crux decussata) κατά το θέλημα του ιδίου λόγω αναξιότητας, ανέρχεται σε λατινικές παραδόσεις του 12ου με 13ο αιώνα. Η μνήμη του σύμφωνα με όλες τις διασωθείσες πηγές ανέρχεται στις
30 Νοεμβρίου.
Περί ιδρύσεως της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης
Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση κατά τις «Πράξεις και περίοδοι του Αγίου αποστόλου και πανευφήμου Ανδρέου εγκωμίω συμπεπλεγμέναι» ο Ανδρέας πηγαίνοντας από τη Σινώπη προς την Πάτρα, εγκαθίδρυσε τον πρώτο επίσκοπο Βυζαντίου, τον Απόστολο Στάχυ. Για το γεγονός αυτό μάλιστα κάνει λόγο και το Συναξάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Ιστορικές μαρτυρίες όμως για μία τέτοια πράξη δε φτάνουν σε εμάς σήμερα, αφού δεν έχουμε επαρκή δεδομένα που να συνηγορούν στην εμφάνιση χριστιανισμού στην περιοχή κατά την αποστολική εποχή. Σύμφωνα πάντως με το χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό μέχρι την εποχή του Καρακάλλα (211-217) η εκκλησία του Βυζαντίου ήταν ακόμα οργανωμένη σε αρχαϊκή μορφή με πνευματικό αρχηγό πρεσβύτερο, ενώ κατά την εποχή του απέκτησε επίσκοπο. Ο Ωριγένης μας πληροφορεί πως ο Ανδρέας κήρυξε στη Σκυθία, όπως και ο Ευσέβιος, ενώ ο Ιππόλυτος στους Σκύθες, προσθέτει και τους Θράκες. Ο ψευδο-Δωρόθεος Τύρου επαναλαμβάνει την ίδια πληροφορία, τον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες, δηλαδή τη δράση του Αποστόλου στη Θράκη, που το Βυζάντιο ήταν μέρος του, αλλά και την περιήγησή του στις γύρω περιοχές (Νικομήδεια, Νίκαια, Βιθυνία, Σινώπη, Σκυθία κλπ) θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως το Βυζάντιο δεν πρέπει να έμεινε έξω από τη δράση του Αποστόλου. Από τον 8ο αιώνα και μετά πάντως θεωρήθηκε βέβαιο πως ο Απόστολος ήταν ο ιδρυτής της Βυζαντινής εκκλησίας.
Η λειψανοθήκη του Αποστόλου Ανδρέα
Τα λείψανά του από την πόλη της Πάτρας, όπως και τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκά από τη Βοιωτία, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνστάντιο, το γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τοποθετήθηκαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων στις 3 Μαρτίου του 357. Το 550 κατατέθηκαν, χωρίς την κάρα, στην Αγία Τράπεζα του νέου ναού των Αγίων Αποστόλων, που ανήγειρε ο Ιουστινιανός. Παλιά δυτική παράδοση, η οποία με βάση τα ιστορικά στοιχεία παρουσιάζεται απίθανη, δέχεται ότι τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν την εποχή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου ή του Θεοδοσίου Β΄ στη Σκωτία (408-450) ή ακόμα και τον 9ο αιώνα. Στη Σκωτία μάλιστα υπάρχει πόλη Άγιος Ανδρέας, μητροπολιτική εκκλησία προς τιμήν του, τάγμα ιπποτικό ενώ η σημαία των Πίκτων και των Σκώτων είναι αφιερωμένη στον Απόστολο, γι αυτό και φέρει χιαστό σταυρό. Ύστερα μάλιστα με την ένωση με την Αγγλία φέρει και η Αγγλική σημαία. Οι Λατίνοι το 1204 άρπαξαν τα λείψανα του Αποστόλου και τα κατέθεσαν 4 έτη αργότερα στον ναό του Αγίου Ανδρέα Αμάλφης.
Σύμφωνα με μία άλλη είδηση, μαθαίνουμε ότι η κάρα του Αγίου, που βρισκόταν στην Πάτρα από την εποχή του Αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνος (867-884) μεταφέρθηκε στην Ιταλία το 1460 από τον επίσκοπο Θωμά Παλαιολόγο, υπό την απειλή της πτώσης των Πατρών στους Τούρκους. Η κάρα μεταφέρθηκε στην πόλη Νάρνια το 1461 και την επόμενη χρονιά στη Ρώμη, καταλήγοντας στο ναό του Αγίου Πέτρου το 1464. Το 1964 ο Πάπας Παύλος Στ΄, την επέστρεψε στην εκκλησία των Πατρών. Στις 19 Ιανουαρίου του 1980 ο Αρχιεπίσκοπος Μασσαλίας Ρογήρος Ετσεγκαραί μετέφερε στην Πάτρα το Σταυρό του Αποστόλου, που είχε μετακινηθεί από την Κων/πολη το 1250.
Το ιστορικό πρόσωπο του Αποστόλου Ανδρέα και ο οικουμενικός διδάσκαλος
Εισαγωγή
Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για το βίο του Αποστόλου Ανδρέα, μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι λιγοστές. Σε σχέση όμως με άλλους μαθητές και αποστόλους που η μόνη πληροφορία που έχουμε είναι το όνομά τους, είναι σαφώς περισσότερες. Τα συμπεράσματα λοιπόν που μπορούν να εξαχθούν με βάση την ιστορική έρευνα της εποχής για τη μορφή και το ρόλο του Αποστόλου Ανδρέα, όσο δύσκολο και αν είναι να επιτευχθούν και με την όποια επιφύλαξη, μπορούν να μας δώσουν μια εικόνα της ιστορικής του μορφής, ξέχωρα από τη συνήθη θεολογική προέκταση και τη συμβολική διαμόρφωση του προσώπου του μέχρι σήμερα.
Αρχικώς θα πρέπει να επισημανθεί πως συνάμα με τις υπεμφαίνουσες θρησκευτικές ανησυχίες του σαν ακόλουθος του βαπτιστή Ιωάννη, ο Ανδρέας ήδη πρέπει να είχε μία σημαντική εμπειρία ιεραποστολικής δραστηριότητας. Αλλά και η οικειότητα που επιδεικνύει κατά στην περίπτωση των ελληνιστών Ιουδαίων, δείχνει πως ο Ανδρέας δεν είχε απλώς μεγαλύτερη οικειότητα με τον Κύριο, αλλά πως είχε και ένα ρωμαλέο χαρακτήρα. Γι αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως τυχαία η κίνηση των ελληνιστών να απευθυνθούν προς το Φίλιππο και τον Ανδρέα, που ήσαν οι δύο μαθητές με τα πλέον Ελληνικά ονόματα. Προφανώς δηλαδή οι ελληνιστές Ιουδαίοι γνώριζαν πως οι δύο αυτοί μαθητές ήταν τόσο οικείοι προς τον Ιησού, όσο και προς τον δικό τους κόσμο. Το ενδιαφέρον όμως εδώ έγκειται στο να δούμε σε ποιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Ανδρέας και ποιες απόρροιες προκύπτουν από αυτό ώστε να μελετηθεί σφαιρικότερα η προσωπικότητά του.
Ο ιστορικός «πρωτόκλητος»
Ο Ανδρέας λοιπόν καταγόταν από μία μικρή κωμόπολη της Γαλιλαίας τη Βηθσαϊδά. Η οικογένειά του προφανώς λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια τη θρησκευτικής παραδόσεως της εποχής, αλλά η ονομασία που του έδωσαν δεικνύει και μία ενσυνείδητη ευαισθησία προς τον ελληνικό κόσμο, την ελληνική παράδοση και τον ελληνικό τρόπο ζωής και πολιτισμό, που στην περιοχή της Γαλιλαίας είχε έντονη παρουσία. Προφανώς λοιπόν γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και γενικώς τον ελληνικό πολιτισμό, δε μπορούμε μάλιστα να απορρίψουμε και το ενδεχόμενο πως ίσως ανήκε σε οικογένεια ελληνιστών Ιουδαίων. Η διασύνδεσή του μάλιστα με τον έτερο απόστολο με ελληνικό όνομα, το Φίλιππο, συνειρμικά μας οδηγεί στην ενίσχυση του ελληνοκεντρικού χαρακτήρα της οικογένειάς του. Τα ονόματα αυτά, όπως μαθαίνουμε από το Ταλμούδ, χρησιμοποιούνταν στην εποχή του κυρίως από εξελληνισμένους Ιουδαίους. Μία τέτοια προοπτική γενικώς στο περιβάλλον που ζούσε δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου απίθανη.
Η Βηθσαϊδά όπως γνωρίζουμε σήμερα ήταν μία μικρή, όμορφη και σχετικά εύρωστη οικονομικά κωμόπολη, με έντονα πολιτιστικά στοιχεία. Χαρακτηριζόταν για την ανεκτικότητα και την οικουμενικότητα των κατοίκων της, ίσως κάτω από την επίδραση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού φορέα πολιτισμού, σε σημείο να χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο των εθνών Παύλο, ως «Γαλιλαία των εθνών». Μόνο τυχαίο δε μπορεί να χαρακτηριστεί πως η Γαλιλαία αποδέχτηκε άμεσα το μήνυμα και τη διδασκαλία του Ιησού. Η Γαλιλαία προφανώς βρισκόταν μακριά από το σκληρό πυρήνα της σκέψης του νότου, τόσο σε εθνικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο. Λειτουργούσε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο και ο ελληνικός στοχασμός μέσα στον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Στη Γαλιλαία λοιπόν έγινε αποδεκτός ο ευαγγελικός λόγος, που άρχισε να κατανοείται ως μια οικουμενική υπόθεση και όχι ως μία παρέκκλιση από τον Ιουδαϊκό νόμο. Εδώ θα λέγαμε πως συνυφαίνεται το αρχικό οικουμενικό μήνυμα, το οποίο εξ αρχής μπολιάζεται με αρκετά ελληνικά στοιχεία, αφού η μήτρα και φορέας των ιδεών των αποστόλων, και μάλιστα των ένδεκα από τους δώδεκα (πλην του Ιούδα του Ισκαριώτη), προέρχεται από τη Γαλιλαία. Ο ελληνισμός τελικά γίνεται εξ αρχής το όχημα του χριστιανισμού στην οικουμενική του αποστολή και ο Ανδρέας είναι η πλέον χαρακτηριστική μορφή αυτής της προοπτικής, ως ο πρωτόκλητος και ο άνθρωπος που πρώτος ευαγγελίστηκε το μήνυμα της εύρεσης του Μεσσία.
Η συνήθης ιστορική συνειδηση, σχετικά με την εκπαίδευση του Απόστολου Ανδρέα, είναι πως ήταν αγράμματος. Με τα σημερινά δεδομένα όμως θα λέγαμε πως μια τέτοια πρόταση απορρίπτεται. Δε μπορούμε να πούμε βέβαια πως ήταν φορέας της ραβινικής υψηλής μόρφωσης ή οποιασδήποτε υψηλής μόρφωσης ή πως είχε μια ολοκληρωμένη μόρφωση, αλλά από τη μία η γλωσσομάθειά του (Ελληνικά, Αραμαϊκά, Εβραϊκά), από την άλλη η μόρφωση του Πέτρου, όπως διαφαίνεται μέσα από τις επιστολές του, δείχνει πως ήταν φορέας κανονικής μόρφωσης. Συνήθως η έννοια του αγράμματου στηρίζεται στην ευαγγελική φράση «ιδιώτες του λόγου» (Πράξεις 4, 13), αλλά κάτι τέτοιο αποδίδεται και στον Απόστολο Παύλο, που είναι γνωστό πως ήταν φορέας υψηλής μόρφωσης. Η λέξη "ιδιώτης του λόγου" προφανώς θα πρέπει να παραβληθεί στο ότι δεν είχε φοιτήσει σε ραβινική θεολογική σχολή. Μία μάλιστα ακόμα αναθεωρητική άποψη των απομυθευτών είναι πως ο Ανδρέας και ο Πέτρος ανήκαν σε σχετικά εύπορη οικογένεια, αφού κατείχαν δικό τους καΐκι με μισθωτούς, σε μία λίμνη που φημιζόταν για την παραγωγικότητά της.
Ως οικουμενικός διδάσκαλος
Από όλη αυτή τη συλλογιστική που προκύπτει μέσα από την εξέταση του πλαισίου του οποίου ζούσε ο Απόστολος, αλλά και τα ευαγγέλια, ο Απόστολος Ανδρέας διαφαίνεται ως ένας αποφασιστικός άνθρωπος και ένα ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα. Δεν είναι μόνο πρωτόκλητος, αλλά και πρωτευαγγελιστής, με αποτέλεσμα να φαντάζει στα μάτια μας όχι απλώς ως ένας χαρισματικός και στοχαστικός άνθρωπος, αλλά και ως ένας ρεαλιστής με έντονη αίσθηση της ιστορίας και της πραγματικότητας. Γι αυτό και δεν εκπλησσόμαστε για το σημαντικό αποστολικό έργο που διενήργησε σε οικουμενική διάσταση, ως φορέας αυτών των ιδεών και αντιλήψεων. Γι αυτό το λόγο παρατηρούμε πως ο Απόστολος Ανδρέας μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού επεμβαίνει δυναμικά σε αυτό το αρχικό γίγνεσθαι της χριστιανικής ιστορίας με μία οικουμενική προοπτική για την έξοδο του χριστιανισμού από τα Ιεροσόλυμα και την Παλαιστίνη, προς τον κόσμο των εθνών. Για τον ίδιο λόγο η εκκλησία της Ρωσίας, του Βυζαντίου, ακόμα και της Σκωτίας τον αναγορεύουν ως ιδρυτή τους.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν η Ρώμη και η δυτική εκκλησία θέλησε να προβάλλει το πρωτείο της με κυριαρχικές επιδιώξεις, ιδιοποιήθηκε τον Απόστολο Πέτρο με την έννοια της υπεροχικότητας έναντι τον υπολοίπων. Αντιθέτως η Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω της εκκλησίας τής Κωνσταντινούπολης πρόβαλλε τον πρωτόκλητο Ανδρέα, όχι για την υπεροχικότητά του, αλλά αναγορεύοντάς τον ως οικουμενικό διδάσκαλο διότι εξέφραζε το μαθητή ο οποίος δεν ιδιοποιήθηκε τη δική του προσωπική εμπειρία, αλλά έσπευσε να την κοινοποιήσει και να τη μεταβιβάσει, διαμοιραζόμενος με τον αδελφό του Πέτρο, καθιστώντας κι αυτόν μέτοχο της θείας δόξας. Με τον τρόπο αυτό προέβαλλε το πρωτείο της αγάπης και τη λειτουργία της διακονίας έναντι οποιασδήποτε κοσμικής εξουσίας και ιεράρχησης, νοώντας την κλήση και μετοχή μέσα στα οικουμενικά πλαίσια της κοινωνικότητας, της συλλογικότητας και της περιχώρησης. Αυτό το παράδειγμα επέδειξε ο οικουμενικός διδάσκαλος Ανδρέας, όχι δηλαδή των πρωτείων εξουσίας, αλλά των πρωτείων της διακονίας, της αγάπης και του διαλόγου. Η δυναμική και κυρίαρχη παρουσία του Πέτρου στον εκκλησιαστικό χώρο είναι δεδομένη και μη αμφισβητούμενη σε όλη τη χριστιανοσύνη. Το ίδιο όμως θα πρέπει να θεωρείται και η ιστορική παρουσία του Ανδρέα, ως οικουμενικού διδασκάλου.
Απόστολος Θωμάς
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση άγνωστο
Εορτασμός
6 Οκτωβρίου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος
Ο Απόστολος Θωμάς ή Άγιος Θωμάς, ο αποκαλούμενος και Δίδυμος (Κατά Ιωάννην 11, 16. 20, 24. 21, 2), ήταν ένας εκ των δώδεκα μαθητών και Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Θωμάς μνημονεύεται ως μαθητής από όλους τους ευαγγελιστές, καθώς και στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, αλλά οι πληροφορίες που διαθέτουμε σχετικά με αυτόν είναι περιορισμένες και λιγοστές. Θωμάς ήταν το αραμαϊκό του όνομα, ενώ το Δίδυμος η απόδοσή του στα ελληνικά. Η αναφορά στην απόκλησή του ως Δίδυμος, γίνεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο προοριζόταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προς τους ελληνιστές Ιουδαίους. Κάτι τέτοιο δεικνύει πιθανώς πως έτσι αποκαλείτο ανάμεσά τους.
Ο βίος του
Όνομα
Το όνομα Θωμάς όπως προειπώθηκε είναι Αραμαϊκό και η απόδοσή του στα ελληνικά είναι η λέξη Δίδυμος. «Δεν πρέπει να σχετίζεται με τους ιωνικούς τύπους Θώμα και Θωμάζω, που σημαίνουν θαύμα και θαυμάζω αντίστοιχα, αλλά με τον αραμαϊκό τύπο Tôma και τον εβραϊκό Tôm». Παρόλα αυτά έγιναν κάποιες προσπάθειες από ορισμένους ερευνητές προς κάποιες άλλες κατευθύνσεις, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές από τη επιστημονική κοινότητα. Τέτοιες απόψεις ήταν πως το όνομα Θωμάς μπορεί να ταυτιστεί και με το επίθετο δίψυχος. Άλλοι ερευνητές πρότειναν πως η λέξη Δίδυμος απηχεί στην πραγματική οικογενειακή κατάσταση του Αποστόλου, όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Οι απόψεις αυτές ουσιαστικά στηρίζονται σε δύο αντιφατικές μαρτυρίες, που τον αναφέρουν ως δίδυμο κάποιας Λυσίας (PG 92, 1076) και κάποιου Ελεάζαρου (PG 2, 77). Είναι όμως γενικά παραδεκτό πως δεν απηχούν αξιόπιστες μαρτυρίες. Επίσης πρέπει να τονιστεί πως στις Συριακές εκκλησίες είναι γνωστός ως Ιούδας Θωμάς. Αυτή η μαρτυρία είναι πολύ σημαντική διότι μετά την εξεύρεση των κειμένων του Nag Hammadi, το απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά, φέρεται να γράφτηκε από κάποιο δίδυμο Ιούδα Θωμά. Επιπρόσθετα, άλλα απόκρυφα κείμενα, όπως οι Πράξεις Θωμά, τον αναφέρουν αντίστοιχα ως Ιούδα Θωμά.
Ο βίος μέσα από την Καινή Διαθήκη
Ο Θωμάς θεωρείται πως ήταν ψαράς. Όπως διαφαίνεται από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (21, 1-4) κατά την εμφάνιση του Ιησού στην όχθη της λίμνης Τιβεριάδος, ο Θωμάς βρισκόταν ανάμεσα στους επτά μαθητές, ενώ επίσης ανάμεσά τους βρισκόταν και κατά την παρουσία Του στη θαυμαστή αλιεία που ακολούθησε. Σύμφωνα όμως με μερικούς ερευνητές μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να αποβεί παρακινδυνευμένη.
Στην πρώτη περίπτωση που συναντάμε τον Άγιο Θωμά παρατηρούμε αποφασιστικότητα και θάρρος. Ο Κύριος καλεί τους μαθητές να μεταβούν στην Βηθανία όπου βρισκόταν ο νεκρός πλέον φίλος Του Λάζαρος, παρά το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι τον γύρευαν για να τον θανατώσουν. Ο Θωμάς απευθυνόμενος προς τους άλλους μαθητές τους είπε: "ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ" (Ιωάννης 11, 16). Σε άλλη περίσταση διαφαίνεται η ορθολογιστική σκέψη του Θωμά, που αργότερα αποκλήθηκε και άπιστος, εξ αιτίας της θέλησής του να γνωρίσει το μυστήριο της αναστάσεως από κοντά. Στο Ιωάννης 14, 4-5 παρατηρούμε στη ρήση του Κυρίου, πως οι μαθητές δε γνωρίζουν που πηγαίνει και ποια είναι η οδός που οδηγεί σε αυτό το δρόμο. Ο ίδιος τότε εγείρει κάποια ανασταλτικά ερωτήματα θέτοντας ευθέως το ερώτημα «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις• καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;». Σε μία τρίτη περίπτωση διαφωτίζεται περισσότερο ο σκεπτικός χαρακτήρας του Αποστόλου. Η περίπτωση αυτή είναι γνωστή περίπτωση της λεγόμενης «απιστίας» του Θωμά. Ο Κύριος εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή σου ενώπιον μαθητών, δίχως ανάμεσά τους να βρίσκεται ο Θωμάς. Καθώς του διηγήθηκαν την ιστορία ο ίδιος δυσπιστούσε, όπως και μερικοί άλλοι μαθητές. Ο ίδιος όμως δείχνοντας την ευθύτητα του χαρακτήρα του δεν κρύφτηκε. Αναφώνησε ενώπιον των μαθητών πως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ιωάννης 20, 25). Η θέση αυτή όμως μετατράπηκε σε πραγματική θριαμβευτική ομολογία όταν ο Κύριος πραγματοποίησε το θέλημά του, αναγνωρίζοντας πως είναι "ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου" (Ιωάννης 20, 28).
Εξωγραφικές πηγές
Οι απόκρυφες «Πράξεις του Αγίου Αποστόλου Θωμά»
Για τον Απόστολο Θωμά υπάρχουν αρκετές εξωγραφικές πηγές, κυρίως απόκρυφες αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση ο Θωμάς κήρυξε το ευαγγέλιο στις περιοχές της Συρίας, της Περσίας και των Ινδιών. Το απόκρυφο βιβλίο μάλιστα που είναι διασωσμένο στα ελληνικά, τα συριακά, τα αιθιοπικά, τα λατινικά και τα αρμενικά (Πράξεις του Αγίου Αποστόλου Θωμά), διηγείται τη δράση του στις Ινδίες. Το κείμενο αυτό που κατά βάση απηχεί συριακές παραδόσεις, πιθανώς διηγείται ορισμένα αληθινά ιστορικά στοιχεία. Έτσι αναφέρει χαρακτηριστικά, πως ο Θωμάς κήρυξε πρώτος στην Ινδία και όχι ο Απόστολος Βαρθολομαίος, όπως μας διασώζει ο Πάνταινος. Η λογική λέει πως αν ο ίδιος προτίμησε την οδική μετάβαση του στις Ινδίες, τότε πρέπει να πέρασε και από την Συριακή Έδεσσα, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα να διαδόθηκε τόσο νωρίς ο χριστιανισμός στην περιοχή πριν απαντηθεί σε περιοχές του δυτικού Ιράν.
Οι «Πράξεις του Θωμά», που αποδίδονται σε μανιχαϊκές ομάδες και ιδεολογικές επιδράσεις, γράφτηκαν ουσιαστικά για να προβάλλουν το Θωμά, μα και για να τον εξυψώσουν, αφού η Εκκλησία της Χαλδίας τον θεωρούσε ιδρυτή της. Οι συριακές εκκλησίες που ήδη από αρκετά νωρίς, τον 4ο αιώνα, βρίσκονταν σε μια διαδικασία αυτονόμησης από αυτή του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, μέσω του κειμένου βρήκαν την ευκαιρία να δείξουν την αξία του Αποστόλου και την ισοκυρότητά τους, σε σχέση με τις άλλες εκκλησίες. Μελετώντας εξωγενείς παραδόσεις αρχαίων μαρτυριών θεωρείται πως όντως στις Ινδίες ο χριστιανισμός διαδόθηκε από τους πρώτους κι όλας αιώνες. Στις Ινδίες μάλιστα κυκλοφορούν και αρκετές τοπικές παραδόσεις που ενισχύουν την υπόθεση της μετάβασής του. Είναι όμως πολύ πιθανό αυτές οι παραδόσεις να έχουν επηρεαστεί από τις Πράξεις και όχι το αντίθετο. Παρόλα αυτά εκκλησιαστικοί συγγραφείς μας δίνουν την πιθανότητα -κατά τον 4ο αιώνα-, να μπορούμε να ισχυριστούμε πως δεν αβάσιμη μία τέτοια μετάβαση. Παραμένει όμως δύσκολο να βρούμε επαρκή ιστορικά στοιχεία ώστε να αποδεχθούμε μία τέτοια προοπτική.
Ο Θωμάς τελικώς κατά την παράδοση λογχίστηκε στην πόλη Καλαμίνα των Ινδιών, όπου και θάφτηκε, τα δε οστά του διατηρούνται στην Έδεσσα της Συρίας από τα μέσα του 4ου αιώνα τουλάχιστον. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την Κυριακή του Θωμά, μια εβδομάδα μετά την Κυριακή του Πάσχα, αλλά η ονομαστική εορτή του Αποστόλου είναι στις 6 Οκτωβρίου και όχι την Κυριακή της Διακαινησίμου, όπου έχει ονομαστεί "η του Θωμά" εξ αιτίας της ανάγνωσης του γνωστού ευαγγελικού χωρίου.
Άλλες πηγές
Υπάρχουν επίσης μερικά απόκρυφα κείμενα τα οποία αφορούν τον Απόστολο Θωμά. Σύμφωνα λοιπόν με τις πηγές αυτές που ανήκουν στο χώρο της απόκρυφης εκκλησιαστικής γραμματολογίας και φιλολογίας ο Απόστολος συνδέεται έμμεσα με την ίδρυση χριστιανικών εκκλησιών στην Αρμενία και τη Συρία. Ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική του Ιστορία διασώζει επιστολογραφία του Άβγαρου, διοικητή της Έδεσσας με τον Ιησού καθώς και με το Θαδδαίο. Όπως είναι φυσικό μιλάμε για νόθα μεταγενέστερα κείμενα συριακής προελεύσεως τα οποία μετέφρασε στα ελληνικά ο ίδιος. Κατά τις αναξιόπιστες αυτές πηγές ο Άβγαρος έμαθε για τα θαύματα του Χριστού και με επιστολή, του ζήτησε να πάει στην περιοχή για να τον θεραπεύσει. Ο Ιησούς του υποσχέθηκε πως μετά την Ανάληψή Του θα του στείλει τους Αποστόλους Του, με αποτέλεσμα ο Απόστολος Θωμάς να στείλει το Θαδδαίο ή Αδδαίο (κατά το κείμενο) θεραπεύοντάς τον.
Ένα ακόμα απόκρυφο κείμενο είναι οι «Πράξεις του Αγίου Αποστόλου Θαδδαίου ενός εκ των ιβ΄», που έχει έμμεσες αναφορές στον Απόστολο Θωμά και την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία περί του ιερού μανδηλίου. Το κείμενο αποτελεί μία επεξεργασμένη-βελτιωμένη έκδοση του προηγούμενου που εξετάστηκε. Ο Άβγαρος λοιπόν απέστειλε τον αγγελιοφόρο του Ανανία, διότι ήθελε να θεραπευτεί από μία ασθένεια όσο ήταν ακόμα εν ζωή ο Κύριος. Ο Ανανίας μάλιστα προσπάθησε να συλλάβει τη μορφή του Ιησού για να τη μεταφέρει στον διοικητή του, αλλά κάτι τέτοιο δεν το κατάφερνε. ΄Έτσι ο Ιησούς ζήτησε να του φέρουν νερό για να πλυθεί ώστε όταν σκουπίσει το πρόσωπό του να διαγραφεί η μορφή του. Ο Ανανίας τελικά μετέφερε το ιερό μανδήλιο με τη μορφή του Κυρίου, ενώ μετά την Ανάσταση ο Θαδδαίος μετά προτροπής του Θωμά, πήγε και βάπτισε πολλούς, θεραπεύοντας και το πρόβλημα του Άβγαρου.
Κυριακή του Θωμά
Ημερομηνία εορτής:
12/05/2013
Τύπος εορτής: Με βάση το Πάσχα.
Εορτάζει 7 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.
Βιογραφία
Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι. Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του. Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του. Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του. Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.
Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.
Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος βαρὺς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι' αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Ευαγγελιστής Ιωάννης
Ο απόστολος Ιωάννης
Γέννηση 1ος αιώνας, Γαλιλαία
Κοίμηση περ. 104 μ.Χ., Έφεσος-Μικρά Ασία
Εορτασμός 8 Μαΐου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος
Ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ή Ιωάννης ο θεολόγος, ήταν ένας εκ των μαθητών και αποστόλων Του Ιησού Χριστού. Είναι ο συγγραφέας του τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκαλύψεως και τριών καθολικών επιστολών. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος διακρινόταν για την αγάπη του και για το οικουμενικό πνεύμα της διδασκαλίας του. Μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα κήρυξε κυρίως στη Μικρά Ασία και κοιμήθηκε εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία, πιθανώς στην πόλη της Εφέσου.
Βίος
Καινή Διαθήκη
Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 44 στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξεις 12, 2). Μητέρα του ήταν η Σαλώμη (Ματθαίος 27, 56. Μάρκος 15, 40) . Ο ίδιος ήταν ψαράς στο επάγγελμα και πιθανώς ανήκε σε εύπορη οικογένεια, αφού οικογενειακώς διέθεταν σκάφος αλιείας και μισθωτούς (Μάρκος 1, 20). Ήταν επίσης ακόλουθος του Ιωάννη του Βαπτιστή κάτι που δείχνει τη θρησκευτική φύση του και τις μεσσιανικές του ανησυχίες.
Μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης λαμβάνουμε, σε σχέση με τους περισσότερους Αποστόλους, σχετικά αρκετές πληροφορίες. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Κύριος είχε αποκαλέσει τον ίδιο και το αδελφό του βοανεργές δηλαδή "Υιούς τους βροντής". Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό αυτό ειπώθηκε για την υψηλή θεολογική σκέψη τους. Μερικά περιστατικά από το βίο των αδελφών επίσης δεικνύουν ότι ίσως ανήκαν στο κίνημα των ζηλωτών.
Πρέπει να τονιστεί πως ο Ιωάννης ήταν αρχικώς παρών μαζί με τον Ανδρέα, στην επαφή του Ιησού με τους μέλλοντες μαθητές Του, όπου μάλιστα τον επισκέφτηκαν και στο σπίτι που διέμενε συζητώντας για πολλή ώρα (Ιω. 1, 39-40). Ο Ιωάννης μετά την κλήση του από τον Κύριο χωρίς δισταγμό άφησε την αλιεία και τον ακολούθησε (Ματθαίος 4, 21-22. Μάρκος 1, 19-20. Λουκάς 5, 1-11), ενώ μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο αποτέλεσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Ο Κύριος μάλιστα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απερίφραστα, αφού σε αυτόν και τον Πέτρο έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22, 8), ενώ του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της Μητέρας Του (Ιω. 20, 4). Σημαντικό επίσης επεισόδιο που δείχνει τη μεγάλη οικειότητα και αγάπη που του είχε ο Κύριος είναι το περιστατικό του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Πέτρος απευθύνθηκε σε αυτόν να μεσολαβήσει, ώστε να μάθουν ποιος θα τον προδώσει. Ύστερα από τη σύλληψη του Ιησού ο Ιωάννης τον ακολούθησε μέχρι το γνωστό αρχιερέα Καϊάφα, όπου μάλιστα μεσολάβησε να περάσει και ο Πέτρος (Ιω. 18, 16). Στις Πράξεις επίσης βλέπουμε πως οι Πέτρος και Ιωάννης συνεργάζονταν στο ιεραποστολικό έργο αρκετές φορές. Έτσι μαζί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνεδρίου διακηρύσσοντας την πίστη τους (Πράξεις 4, 1-23). Ο Παύλος τέλος ονομάζει τιμητικά τους Πέτρο, Ιάκωβο αδελφόθεο και Ιωάννη στύλους (Γαλάτας 2, 9).
Εξωγραφικές πηγές
Η αρχαία παράδοση της εκκλησίας γενικώς διασώζει πολλές πληροφορίες για τον Ιωάννη. Κατά τον Τερτυλλιανό, ο Απόστολος διώχτηκε στη Ρώμη. Οι διώκτες του μάλιστα τον έβαλαν σε ένα δοχείο με καυτό λάδι, από όπου βγήκε αβλαβής. Στο διωγμό του Δομετιανού εξορίστηκε στην Πάτμο και εκεί έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά το θάνατο του Δομετιανού πήγε στην Έφεσο όπου έγραψε το ευαγγέλιο και έδρασε μέχρι το θάνατο του. Ο Ειρηναίος, προγενέστερος του Τερτυλλιανού, αναφέρει πως ο απόστολος ζούσε στη δυτική Μικρά Ασία μέχρι τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), πως έγραψε το ευαγγέλιο στην Έφεσο και πως ο Πολύκαρπος Σμύρνης διετέλεσε μαθητής του και ο Παπίας ακροατής του. Κατά τον Ιερώνυμο, ο Ιωάννης έφτασε σε τόσο μεγάλη ηλικία ώστε να μη μπορεί να πηγαίνει μόνος του στο ναό και γι αυτό τον πήγαιναν οι μαθητές του, ενώ δεν είχε πια δύναμη ούτε να κηρύττει. Ο Ειρηναίος τέλος μας διασώζει ιστορία που δείχνει πόσο πολύ αποστρεφόταν τους αιρετικούς. Κατ αυτή την ιστορία όταν έμαθε κάποτε ότι ο αιρετικός γνωστικός Κήρινθος είχε μπει στα λουτρά, προέτρεψε τους μαθητές του να φύγουν αμέσως από εκεί για να μην πέσει η στέγη πάνω τους.
Ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο το 7ο έτος της βασιλείας τους Τραϊανού, περίπου δηλαδή το 104, σε ηλικία πιθανώς πάνω από 100 ετών. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ερωτήματα, όπως ότι τελικά δεν πέθανε αλλά ότι αναλήφθηκε, όπως οι Ηλίας και Ενώχ. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, πως οπωσδήποτε δεν ευσταθεί η άποψη ότι μαρτύρησε.
Ευαγγελιστής Ματθαίος
Απόστολος Ματθαίος
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση άγνωστο
Εορτασμός
16 Νοεμβρίου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος
Ο Απόστολος Ματθαίος ή Λευί, ήταν ένας εκ των δώδεκα μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος αναφέρεται από όλους τους ευαγγελιστές στο μαθητικό κύκλο είτε ως 8ος στην κατάταξη (Μάρκος 3, 18. Λουκάς 6, 15), είτε ως 7ος (Ματθαίος 10, 3. Πράξεις 1, 13), ενώ επίσης αναφέρεται με δύο χαρακτηριστικά ονόματα, δηλαδή πέραν του Ματθαίος και με το Λευί. Οι πληροφορίες σχετικά με το βίο του είναι λιγοστές. Ο ίδιος κατατάσσεται ανάμεσα στους τέσσερις ευαγγελιστές, καθώς είναι συντάκτης του πρώτου συνοπτικού ευαγγελίου, του ονομαζόμενου Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, όπου τον κατατάσσει ανάμεσα στους γνωστότερους μαθητές του Κυρίου.
Ταυτότητα και ονομασία
Όπως αναφέρθηκε στον πρόλογο, ο απόστολος καλείται εξόν από Ματθαίος και Λευί. Η αναφορά στο όνομα Λευί γίνεται από τους Μάρκο ( 2,14) και Λουκά (5, 27), ενώ ο Λουκάς μας αναφέρει πως ήταν και υιός του Αλφαίου. Η αναφορά αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την αναφορά πως και ο Απόστολος Ιάκωβος είχε πατέρα ονομαζόμενο Αλφαίο, καθότι αν ήταν αδέρφια θα μνημονευόταν κατά το παράδειγμα των Ανδρέα-Πέτρου και Ιωάννη-Ιακώβου. Σε ότι αφορά κάποια πιθανή διαφοροποίησή του ως μαθητή του Κυρίου από έτερο μαθητή με το όνομα Λευί, δε χωρά αμφιβολία πως ομιλούμε για το ίδιο άτομο. Χαρακτηριστικές είναι περιγραφές των τριών ευαγγελιστών που προηγούνται της κλήσης του, περιγράφοντας ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα.
Ο Ματθαίος κατά τη συνήθεια των μαθητών του Ιησού, αλλά και των Ιουδαίων είχε δύο ονόματα. Το πρώτο όνομα ήταν Λευίς, ενώ δε γνωρίζουμε πότε ο Ιησούς του έδωσε το όνομα Ματθαίος. Το Ματθαίος είναι σύντμηση του ονόματος Ματθανίας που σημαίνει δωρημένος από το Θεό, κάτι σαν το αντίστοιχο Θεόδωρος-Θεοδώρητος.
Ο βίος του μέσα από την Καινή Διαθήκη
Ο Ματθαίος μέσα από το δικό του ευαγγέλιο μας δίνει ελάχιστες πληροφορίες περί του βίου του. Η μόνη αναφορά μάλιστα που κάνει, είναι η κλήση του (Ματθαίος 9,9). Σύμφωνα με το ευαγγέλιο ο ίδιος καθόταν κοντά στην Καπερναούμ, στο βόρειο μέρος της λίμνης Γεννησαρέτ μόνος. Καθώς πέρασε ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του και ο ίδιος δίχως δισταγμό τον ακολούθησε. Η Καπερναούμ λογικά ήταν η πατρίδα που ο ίδιος ασκούσε το επάγγελμα του τελώνη. Ο τελώνης ήταν κάτι αντίστοιχο του σημερινού φοροεισπράκτορα, μόνο που στην περίπτωσή του δε δούλευε για το Ρωμαϊκό κράτος, αλλά για τον διοικητή Ηρώδη ή για κάποιο επιχειρηματία που δρούσε για λογαριασμό του Ηρώδη. Ο Ματθαίος φαίνεται μέσα από το κείμενο πως μετά την κλήση του κάλεσε τον Ιησού και τους μαθητές του σε τραπέζι το οποίο παρακάθισαν και πολλοί τελώνες, κάτι που κίνησε την περιέργεια των Φαρισαίων.
Έτερες πηγές
Κατά την παράδοση ο Ματθαίος κήρυξε στην αρχή και για αρκετό καιρό στην Παλαιστίνη, και γι αυτό το λόγο έγραψε και αρχικώς το ευαγγέλιο του στα αραμαϊκά, άποψη που διασώζει και ο Παπίας Ιεραπόλεως και συμφωνούν οι Ειρηναίος, Ωριγένης και Επιφάνιος.
Μετά την φυγή του από την Παλαιστίνη σύμφωνα με τα απόκρυφα ευαγγέλια κήρυξε στην Αραβία, την Περσία, τη Συρία, τη Μηδία, τη Μακεδονία και κυρίως στην Αιθιοπία και την Παρθία όπου και πέθανε.