Σελίδα 43 από 72

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Νοέμ 05, 2013 8:05 pm
από ΦΩΤΗΣ
Η Οσία Ξένη η Διά Χριστόν Σαλή

Εικόνα

Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, το έτος 1730, και ως νεαρή όμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τον Αντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ που είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική αυλή. Η θέση αυτή ήταν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και υλική απολαβή.
Ήταν νέοι. Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Υπηρέτησαν και οι δυο στην βασιλική αυλή, έκαναν το γάμο τους. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι μαζί.
Λόγω της νεότητάς τους, τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν σε χοροεσπερίδες και σε συμπόσια. Καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια. Αυτά οι άνθρωποι τα ονομάζουν καλή τύχη και φαινόταν ότι τίποτε στο ανδρόγυνο αυτό, τον Ανδρέα και την Ξένια, δεν θα έδινε τέλος σ΄ αυτή τους τη χαρά.
Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα, σαν κεραυνός εν αιθρία, ο αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε την Ξένια Γκριγκόριεβνα. στα είκοσι έξι της χρόνια, ένα βράδυ σε ένα χορό ο άντρας της ενώ έπινε με τους φίλους τους, ξαφνικά έπεσε κάτω νεκρός.
Αυτό φυσικά ήταν πολύ οδυνηρό για την Ξένια. Ο Αντρέας, δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί και λάβει Θεία Κοινωνία έως πριν πεθάνει, και εκείνη ανησυχούσε τρομερά για την ψυχή του.
Σύντομα μετά την ταφή του, η Οσία Ξένια εξαφανίστηκε από την Αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια. Πιστεύεται ότι αυτό το χρονικό διάστημα το πέρασε σε ένα ερημητήριο ή σε ένα μοναστήρι, μαθαίνοντας το δρόμο της πνευματικής ζωής.
Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας είχε αξιόπιστη πληροφορία ότι η μακαρία Ξένια για την πνευματική της τελείωση δαπάνησε αυτά τα χρόνια μεταξύ των Στάρετς προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον δύσκολο αγώνα των διά Χριστόν σαλών και ήταν κάτω από την πνευματική τους καθοδήγηση.
Πού ήταν οι Στάρετς; Ίσως ήταν στο Hermitage ή σ΄ ένα από τα μοναστήρια που αυτόν τον καιρό είχαν Στάρετς, μαθητές του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Ύστερα από οχτώ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στην πατρίδα της, την αγία Πετρούπολη, και δεν την ξανάφησε στα άλλα τριάντα επτά χρόνια της ζωής της σ΄ αυτόν τον κόσμο.
Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, χάρισε τα υπάρχοντά της - το σπίτι της, τα χρήματά της, τα όμορφα ρούχα της.
Κατά πρώτον άρχισε να βεβαιώνει σε όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς.
Οι συγγενείς της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα , όταν αυτή άρχισε να μοιράζει την περιουσία της πιο φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην Παρασκευή Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον μιας τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν.
Μετά από αυτήν την αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε δικαίωμα να κάνει ότι ήθελε την περιουσία της. (σημειώνεται το συμβάν : οι συγγενείς της Ξένιας την πήγαν στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής βρήκε ότι έχει καλό και γερό νου όσο αυτή συνέχιζε να βοηθά τους φτωχούς.)
Αλλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε ένα όνομα για τους αγίους ανθρώπους που οι άλλοι πιθανόν να νομίζουν ότι είναι τρελοί. Εμείς τους ονομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς».
Αυτοί συχνά δεν είναι τρελοί, αλλά προσποιούνται ότι είναι, για να μπορούν να κρύψουν τα πνευματικά τους χαρίσματα.
Τί συνέβηκε πράγματι με την Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ασφαλώς συνέβηκε μέσα της μια πλήρης πνευματική αντιστροφή, πού, κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!...
Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου της και παίρνοντας το όνομά του ήταν , κατά τη γνώμη της, σαν να παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της στον κόσμο με την δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως κατά Χριστόν τρελή .
Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέγει: Υπάρχει μια αληθινή, πραγματική ζωή και μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. το να ζεις για να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνεις και να γίνεσαι πλούσιος, το να ζεις γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό είναι μια φαντασία. το να ζεις όμως για να ευχαριστείς τον Θεό και τους άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή!
Ο πρώτος τρόπος ζωής είναι ακατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή του πνεύματος. (Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Περί της εγκοσμίου ζωής) .
Από αυτό βλέπουμε ότι το χτύπημα που χτύπησε την δούλη του Θεού Ξένια ήταν μια ώθηση από την μη πραγματική ζωή στην ζωή του Πνεύματος.
Η μακαρία Ξένια, που ήταν πλούσια πρώτα έζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζούσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους της πόλης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς.
Η μόνη τροφή της ερχόταν από γεύματα που μερικές φορές δεχόταν από εκείνους που γνώριζε. το βράδυ αποσυρόταν σε έναν αγρό έξω από την πόλη και εκεί γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. δεν είχε πραγματικά που να κλίνη την κεφαλή της. για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος.
Περνούσε τις νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, που την ανακάλυψαν, γιατί είχαν την περιέργεια να μάθουν που εξαφανιζόταν τις νύχτες.
Κάποτε κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά της σ΄ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Άρχισε να προσεύχεται από το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκεια των προσευχών της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.
Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους της αγίας Πετρούπολης. τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την σκέπαζαν- μια κόκκινη φούστα και το στρατιωτικό σακάκι του άντρα της. στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε δεμένο ένα παλιό μαντήλι.
Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλοσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά απ αυτά. σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια κουρέλια. το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα κόκαλα.
Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που χύνεται με αφθονία πιο αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.
Πολλοί αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική δούλη του Θεού Ξένια. Αρκετοί την λυπόντουσαν και της έδιναν ελεημοσύνη, αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο.
Δεχόταν ελεημοσύνη από φιλεύσπλαχνους ανθρώπους, αλλά αμέσως τα χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ανθρώπους στο όνομά του Αντρέα, έτσι ώστε αν η ψυχή του υπέφερε από τις αμαρτίες του τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, οι πράξεις της και οι προσευχές της θα τον βοηθούσαν. ( Οι Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ή προσεύχονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων.
Αυτό λέγεται ελεημοσύνη αλλά δεν είναι τόσο σύνηθες να εγκαταλείπει κάποιος όλη του τη ζωή για ένα άνθρωπο, όπως ακριβώς έπραξε η Ξένια). το ενδιαφέρον είναι ότι κάνοντας καλές πράξεις και προσφέροντας προσευχές για τους άλλους, πλησιάζεις πολύ το Θεό, και αυτό συνέβηκε και με την Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τον άντρα της και αυτό την έκανε Αγία!
Ο Κύριος είχε δώσει στην Ξένια πολλά πνευματικά δώρα και αυτή άρχισε να κάνει περίεργα πράγματα όπως περπατούσε ξυπόλυτη στο χιόνι και φορούσε ασυνήθιστα ρούχα έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην νομίσουν ότι εκείνη είναι κάτι το εξαιρετικό.
Αυτή μερικές φορές γνώριζε τί πρόκειται να συμβεί πριν αυτό συμβεί, ή αν οι άνθρωποι είχαν ένα πρόβλημα και δεν γνώριζαν τί θέλει ο Θεός να κάνουν, αυτή μπορούσε να τους το πει. Συχνά κοιτάζοντας με μια ματιά τους ανθρώπους, αυτή ήξερε αν αυτοί έλεγαν την αλήθεια ή όχι.
Σιγά σιγά, οι άνθρωποι της πόλης παρατήρησαν τα σημάδια αγιότητας που ήταν το υπόστρωμα της φαινομενικά διαταραγμένης της ζωής : παρουσίαζε το χάρισμα της προφητείας και η όλη παρουσία της σχεδόν πάντα επιβεβαίωνε την ευλογία της. Το Συναξάρι λέει :
«Η ευλογία του Θεού φαινόταν να τη συνοδεύει οπουδήποτε εκείνη πήγαινε : όταν έμπαινε σε ένα μαγαζί οι εισπράξεις της ημέρας αυξάνονταν σημαντικά.
Οι έμποροι την παρακαλούσαν να πάρει κάτι ως δώρο ή τουλάχιστον να μπει στο κατάστημά τους. Ήξεραν ότι εκείνη τη μέρα οι δουλειές τους θα πήγαιναν πολύ καλά και τα κέρδη τους θα ήταν πολλά. Όταν περπατούσε στον δρόμο, από όλες τις μεριές, από όλα τα αμάξια που περνούσαν άκουγε να φωνάζουν: Ανδρέα Φεοντόροβιτς, σταματά. Θέλω να σε πάρω στο αμάξι μου έστω και για λίγα βήματα . και όταν έμπαινε σε κάποιο αυτοκίνητο, το εισόδημα του αυτοκινήτου αυτού την ημέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλο.
Η μακαρία Ξένη προτιμούσε να κάθεται σε αυτοκίνητα ανθρώπων που είχαν ανάγκη βοηθείας. Εάν μιλούσε με κανέναν που ήταν στενοχωρημένος, αμέσως αυτός καταπραϋνόταν και του ερχόταν μια θαυματουργική βοήθεια.
Όταν αγκάλιαζε ένα άρρωστο παιδί, αμέσως αυτό γινόταν καλά. Η πολύ και μακροχρόνια συμπόνια της, άνοιξε το δρόμο του σεβασμού και της ευλάβειας προς το πρόσωπό της και οι άνθρωποι γενικά έφτασαν να την θεωρούν ως το φύλακα άγγελο της πόλης.»
Κάποτε, το έτος 1764, ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία που κλαίει και αυτή απαντούσε: Αίμα, αίμα, αυλάκι από αίμα! . Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα συνέβαινε.
Αλλά τρείς εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας Πετρούπολης έμαθαν τί σήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, που ήταν φυλακισμένος στο φρούριο Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1761, την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να κάνη τηγανίτες. την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά.
Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία, που η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις που εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και περιπτώσεις βοηθειών που πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό, έχουμε πολλές.
Μερικές φορές, όταν οι Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τις κάνουν κρυφά ώστε μόνο ο Θεός να βλέπει.
Αυτό γιατί ο Κύριος είπε : «Μην αφήνεις να γνωρίζει η αριστερά σου χείρ τί ποιεί η δεξιά σου» και, «Κάνε τις καλές σου πράξεις μυστικά ώστε ο Πατέρας που σε βλέπει μυστικά να σε ανταμείψει φανερά.» Αυτό είναι που αντιπροσωπεύει την εικόνας της Αγίας Ξένιας.
Πριν πολλά χρόνια, όταν οι άνθρωποι της Αγίας Πετρούπολης έχτιζαν μια εκκλησία στο κοιμητήριό του Smolensk, η Αγία Ξένια συνήθιζε να πηγαίνει κατευθείαν το βράδυ και να κουβαλάει βαριούς πλίνθους οι οποίοι χρειάζονταν την επόμενη μέρα για το χτίσιμο της στέγης της εκκλησίας.
Όταν οι τεχνίτες έρχονταν κάθε πρωί, έβρισκαν το σκληρότερο μέρος της δουλειάς τους ήδη τελειωμένο και αυτοί αναρωτιόνταν ποιός να ήταν που έκανε αυτή την ευγενική πράξη. Τελικά, δυο απ αυτούς αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο κοιμητήριο.
Περίμεναν και περίμεναν, και όταν έγινε σκοτάδι, η Αγία Ξένια εμφανίστηκε. Όλο το βράδυ, την παρακολουθούσαν να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τα τούβλα της, τους τοίχους της μισοτελειωμένης εκκλησίας.
Η εκκλησία που η Αγία Ξένια βοήθησε στο χτίσιμο είναι ακόμη στο κοιμητήριό του Smolensk και δίπλα της υπάρχει ένα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στο οποίο έχει ταφή.
Προσκυνητές από όλη τη Ρωσία ακόμη έρχονται εκεί να προσευχηθούν και να ζητήσουν να τους βοηθήσει.
Κατά τη διάρκεια των φρικτά δύσκολων χρόνων στη Ρωσία, όταν οι εκκλησίες ήταν κλειστές λόγω του ότι ο Κομουνισμός δεν ήθελε οι άνθρωποι να λατρεύουν το Θεό, προσκυνητές έρχονταν κρυφά στην Αγία Ξένια.
Η πόρτα του παρεκκλησίου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα, έγραφαν τις προσευχές τους σε μικρά χαρτάκια και τα άφηναν μέσα στις ρωγμές των τοίχων.
Στον Κομουνισμό δεν άρεσε αυτό καθόλου, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν τους Χριστιανούς να αγαπάνε τους Αγίους, ή να σταματήσουν οι Άγιοι να τους βοηθούν!
Σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Αγία Ξένια αναπαύθηκε εν ειρήνη, στην ηλικία των εβδομήντα ενός ετών, κάπου στα 1800.
Υποθέτουν ότι αναπαύθηκε μεταξύ των ετών 1806 και 1814. δεν υπάρχει ακριβής πληροφορία σχετικά με αυτόν τον χρόνο και είναι αδύνατο να καθορίσουμε ακριβώς την χρονολογία του θανάτου της. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό με τον οποίο την περιέβαλε ο κόσμος μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η κηδεία της είχε μεγάλη επισημότητα και ότι πολύς κόσμος θα συγκεντρώθηκε, για να της δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό.
Ο τάφος της, αμέσως, έγινε τόπος προσκυνήματος : έτσι πολλοί προσκυνητές έπαιρναν χώμα από τον τάφο της ως ευλογία και νέο χώμα έπρεπε να τροφοδοτείται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε επάνω στον τάφο της μιά πλάκα από γρανίτη με την επιγραφή :
Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα Φεοντόροβιτς .
Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο.
Όμως και αυτή η πλάκα επίσης βαθμιαία χαράσσονταν και φθείρονταν από τους πιστούς. Έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές των πιστών. Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν πιο τοίχους του ναϋδρίου διάφορα αιτήματα, ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν. Οι ιερείς έκαναν παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωί.
Τα χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας. Γι΄ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή, αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενσκ ήταν πάντοτε ανοιχτός. Νέοι και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους για βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.
Και η μακαρία Ξένη τους βοηθούσε όλους.
Θαύματα, θεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας Ξένιας συμβαίνουν και σήμερα σε εκείνους που επισκέπτονται τον τάφο της ή που απλά ζητάνε τις πρεσβείες της.
Ο Θεός θεραπεύει πολλούς ανθρώπους από ασθένειες και πάθη μέσω των πρεσβειών της Αγίας Ξένιας. Αυτή τους βοηθά να βρουν δουλειά, σπίτι ή σύζυγο (όλα αυτά για τα οποία εκείνη απαρνήθηκε στην δική της ζωή).
Η Αγία Ξένια δεν είχε σπίτι και έτσι γνωρίζει πόσο σκληρό είναι να έχεις ανάγκη ένα σπίτι και να ζεις άστεγος. στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής της την καλούμε «άστεγη περιπλανώμενη», γιατί εγκατέλειψε νωρίς το σπίτι της για τον παράδεισο.
Πρόσφατα μια γυναίκα στην Αγγλία, νεοφώτιστη στην ορθοδοξία, έψαχνε να βρει σπίτι κοντά σε εκκλησία για να μπορεί να παρακολουθεί καθημερινά τη Θεία Λειτουργία.
Αυτή και ο πνευματικός της προσευχήθηκαν στην Αγία Ξένια και ώ του θαύματος σε λίγες μέρες η γυναίκα αυτή βρήκε ένα διαμέρισμα σε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα από την εκκλησία! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού!
Ένα ευσεβή έθιμο είναι η προσφορά Τρισάγιου υπέρ αναπαύσεως του συζύγου της Αντρέα, για τον οποίο εκείνη προσευχόταν πυρετωδώς έως το τέλος της ζωής της.
Η Αγία Ξένια δοξάστηκε επίσημα πρώτα από την ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας έξω από την Ρωσία, το 1978 και μετέπειτα το 1988 από το Πατριαρχείο της Μόσχας.


Απολιτίκιο. Ήχος Πλάγιος δ΄.
Σ; εσένα, ώ περιπλαμένη ξένη, Χριστός ο Κύριος μας έδωσε μια διακαή μεσίτρια για όλους μας. Έχοντας λάβει στη ζωή σου βάσανα και θλίψη , και υπηρετώντας το Θεό και τους ανθρώπους με αγάπη, εσύ απέκτησες μεγάλη παρρησία στο Θεό. Δι; αυτό, σπεύδουμε θερμά σ; εσένα πιο πειρασμούς και τη θλίψη, κραυγάζοντας εκ βάθους ψυχής : Μην εγκαταλείψεις την ελπίδα μας στην καταισχύνη, ώ ευλογημένη Ξένια.

Κοντάκιο. Ήχος γ΄.
Περιπλανώμενη ξένη σε μια ξένη γη, αναστενάζοντας πάντα για τη ουράνια πατρίδα γνωστή ως σαλή και άπιστη αλλά για τους πιστούς πολύ σοφή και ιερή , στεφανωμένη από το Θεό με δόξα και τιμή. Ώ Ξένια, γενναία στο μυαλό και θεϊκά σοφή. Γι' αυτό, κραυγάζουμε σε σένα « Χαίρε εσύ που μετά τη γήινη περιπλάνησή σου ήρθες και κατοικείς στο οίκο του Θεού».

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 08, 2013 7:55 pm
από ΦΩΤΗΣ
O BIOΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΤΙΝΗΣ

Ο πατέρας της Οσίας Παρασκευής ονομαζόταν Νικήτας.Δεν γνώριζουμε το όνομα της μητέρας της.Είχαν άλλον έναν γιό ,τον μετέπειτα επίσκοπο Μαδύτου,Αγιο Ευθύμιο τον Μυροβλήτη.Η μητέρα της την ανέθρεψε με φόβο και αγάπη Θεού.Οταν ήταν δέκα χρονών άκουσε το ευαγγελικό αναγνωσμα που αναφέρονταν στο διαλογο του πλουσιου νεου με τον Κυριο.<<Πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε τα στους φτωχούς και ακολούθησε με>>.Για μένα τα λέει,είπε η μικρή Παρασκευή,όπως κάποτε ο Αγιος Αντωνιος που άκουσε το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα και βγαινοντας από το ναό έδωσε τα ρουχα της στην πρωτη φτωχή κοπέλα που συνάντησε και ντύθηκε τα φτωχικά.Αυτο το έκανε συχνά.Μοιραζε το φαγητό της και τα ρούχα της στα φτωχά παιδιά.
Η Παρασκευή ήταν περιζήτητη νύφη από τους πλούσιους νέους που είχαν επίσημη κοινωνικη θεση και μεγάλα αξιώματα αλλά εκείνη αρνιόνταν.Τελικά εφυγε κρυφά από τους γονιους της στην Κωνσταντινουπολη και από εκεί στην Χαλκηδόνα οπου προσκύνησε τα λείψανα της Αγίας Ευφημίας και έπειτα στην Ηράκλεια του Ποντου όπου έμεινε σ’ένα ναό της Θεοτόκου 5 χρόνια,κατερχόμενη κάθε είδος αρετής με ολονύχτιες προσευχές,νηστείες,αναστέναγμους,δάκρυα και πένθος άσβεστο.Αφού επισκέφτηκε τα Ιεροσόλυμα αποφάσισε να μείνει στην έρημο του Ιορδάνη.Μια νύχτα οπως πάντα αγρυπνώντας παραδομένη στην προσευχή και στην άσκηση είδε άγγελο Κυριου με μορφή νέου ο οποίος την προέτρεψε να γυρίσει στην πατρίδα της για να πεθανει εκεί.Αφού πέρασε από την Κωνσταντινουπολη για δεύτερη φορά κατέληξε στην Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης και υπηρέτησε στον ναό των Αγίων Αποστόλων.Σε ηλικία μόλις 27 χρόνων εκοιμήθη και την έθαψαν κοντά στη θάλασσα.
Εύρεση του λειψάνου της Οσίας
Πέρασαν πολλά χρόνια όταν η θάλασσα έβγαλε στην παραλία της Καλλικράτειας το σώμα κάποιου νεκρού ναύτη.Οταν έσκαψαν για να θάψουν το σώμα του βρήκαν ένα άφθαρτο λείψανο,αλλά άπειροι όπως ήταν δεν έδωσαν σημασία στο γέγονος και πέταψαν το δύσοσμο σώμα του ναύτη στον ίδιο τάφο και σκέπασαν τα σώματα.Το συμβαν ξεχάστηκε.Ενας ευλαβής από το χωριό ,ονόματι Γεώργιος,αγαπούσε το Χριστό και συχνά προσευχονταν τις νυχτερινές ώρες στο σπίτι.Μια φορά τα ξημερωματα τον πήρε λίγο ο ύπνος και είδε μια λευκοφορεμένη σαν βασίλισσα περικυκλωμένη από πλήθος λαμπρών στρατιωτών.Ενας από τους στρατιώτες του είπε:’’Γεωργιε,γιατί περιφρονησατε το σώμα της Οσίας Παρασκευής;Παρτε το γρήγορα και βάλτε το σε κιβώτιο λαμπρό,γιατί ο βασιλιάς του ουρανού την τίμησε στον ουρανό και θέλει να τη δοξάσει και στη γη’’.Και η λευκοφορέμενη βασίλισσα του είπε’’Πάρτε γρήγορα το λείψανό μου και βάλτε το σε λαμπρό χώρο,γιατί δεν μπορώ να υποφέρω την δυσοσμία αυτού του ανθρώπου.Του αποκαλύπτει δε και τον τόπο όπου ήταν θαμμένη και το όνομά της.
Το ίδιο βράδυ μια άλλη γυναίκα του χωριού η Ευφημία είδε στον ύπνο της παρόμοιο όραμα.Το πρωί διηγηθηκαν και οι δύο το όραμά τους στους συγχωριανους τους.Ολοι έτρεψαν στον τάφο και βρήκαν το άφθαρτο σώμα της Οσίας να ευωδιάζει και έκανε πολλά θαύματα την ώρα που το μετέφεραν με την συνοδεία ιερέων και του πιστού λαού στο Ναο των Αγίων Αποστόλων στην Καλλικράτεια.Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα λείψανα έμειναν στους Επιβάτες 200 χρόνια και όχι στην Καλλικράτεια.
Οι μετακομιδές του λειψάνου
Ο Ιωαννης Ασαν ο Β’διάδοχος των ιδρυτων του Βουλγαρικού βασιλείου αφού κατεκτησε τη Θεσσαλονίκη,τη Θεσσαλια,τη σημερινή Σερβία και τη Δαλματία,το 1238 ζήτησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης από τις λατινικές αρχές της Κωνσταντινουπολης και τα έφερε στο Τυρνοβο.Το 1393 ο Σουλτανος Βαγιαζήτ κατέκτησε το Τύρνοβο.Το ίδιο έτος τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο Βίντιν(Βιδίνιο)για πέντε χρόνια.Το 1398 τα άγια λείψανα της Οσίας Παρασκευης φτάνουν στο Βελιγράδι όπου έμειναν μέχρι το 1521 όταν ο Σουλτάνος Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά το Βελιγράδι καιματαφέρονται στην Κωνσταντινουπολη μαζί με τα λείψανα της Βασιλισσά Θεοφανούς.
Το Μαιο του 1641 ο Πατριαρχης Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιος ο Α’ σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Βασίλε Λούπου ο οποίος είχε πληρώσει όλα τα χρέη του Πατριαρχείου, του δώρησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης τα οποία έφτασαν στο Ιάσιο στις 13 Ιουνίου 1641 και παρέμειναν στον Ι.Ν.Αγ.Τριων Ιεραρχών μεχρι το1888 όταν μεταφέρθηκαν στο νέο καθεδρικό ναό Ιασίου όπου παραμένουν εώς σήμερα.Η μνήμη της εορτάζεται στις 14 Οκτωβριου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Νοέμ 09, 2013 8:17 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ

Εικόνα

Το όνομά της ήταν Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1809 στο Άρζαμα της Ρωσίας. Οι γονείς της, Ίβάν Ίβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα της Παρασκευή Ίβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δύο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ο Ιβάν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά. Η τελευταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο- μια συμπεριφορά πού ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα η οσία αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες. Έβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως η ίδια η μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε η Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο που τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.
Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου. Η εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. Έτσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ο γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828. Ο νεαρός σύζυγος της θέλοντας να τη βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον άγιο Σεραφείμ στο ερημητήριό του στο Σαρώφ. Ο άγιος, αφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο αρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία. Αργότερα όταν ο Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί η Πελαγία, βρήκαν τον άγιο Σεραφείμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην οσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας τη Ματιούσκα. Ο Ίβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγ.Σεραφείμ, που ήταν παρών,ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε, τον πλησίασε ο άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.
Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις. Τα παιδιά του πατριού της τη μισούσαν και ο ίδιος ο Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Η μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που η όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως άκουσε την Πελαγία να του λέει ότι αντί αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Η προφητεία αυτή επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ο σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.

Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της. Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αυτή ήθελε. Όλες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, όπου στο ύπαιθρο προσευχόταν ολονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους οπού ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια.Το 1837, όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο η γερόντισσα Ιουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, που διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Έτσι και έγινε. Πριν φύγουν από το σπίτι ή Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρέστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σέβονταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν
Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ.Π.Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β για τον οποίον έκλαιγε και προσευχόταν ασταμάτητα. Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγ. Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της, αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη. Τρεφόταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σαββάτο 28 Ιανουαρίου 1884. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολυταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου. Την έντυσαν με τα ρούχα πού η ιδία αρεσκόταν να φορά. Μιαν άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ.Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν. Η μνήμη της τιμάται στις 30 Ιανουαρίου.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Νοέμ 10, 2013 11:31 am
από ΦΩΤΗΣ
Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιμναῖος

Οἱ Ὅσιοι ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου καὶ στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του ἐπάνω σὲ κάποιο ὄρος καὶ διῆλθε τὸ βίο του μὲ σκληραγωγία καὶ ἁπλότητα. Στὸν Ὅσιο προσῆλθε ὁ Λιμναῖος, ποὺ ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ φήμη τῆς ὀσιακῆς πολιτείας του καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν θεῖο αὐτὸ διδάσκαλο τὸ ὑπόδειγμα τῆς γνήσιας καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θαλασσίου κατέφυγε στὸν Ὅσιο Μάρωνα (τιμᾶται 14 Φεβρουαρίου), τοῦ ὁποίου τὸν βίο μιμήθηκε. Ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ταργάλα καὶ περιέφραξε μὲ ξερόλιθους ἕνα τόπο μέσα στὸν ὁποῖο διέμενε ἀσκητικά, ἄστεγος, ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἐκτεθειμένος στὸ ψῦχος καὶ στὸν καύσωνα. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔμεινε μόνο στὸ ἔργο τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ ἐπιδόθηκε καὶ στὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας. Περισυνέλεξε ὅλους τοὺς τυφλοὺς τῆς περιοχῆς καὶ ἔκτισε γιὰ τὸν καθένα κελλί, φροντίζοντας γιὰ τὴν διατροφή τους ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία του.
Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Νοέμ 11, 2013 10:00 am
από ΦΩΤΗΣ
Η Αγία Αγνή η Μάρτυς (Εορτή Αγνή)

Εικόνα

Η Αγία Μάρτυς Αγνή καταγόταν από τη Ρώμη και από γενεά λαμπρή και ένδοξη. Επειδή ζούσε μια ζωή αγνή και καθαρή, δηλαδή ήταν πραγματικά αυτό που δήλωνε το όνομά της, αγνή, πολλές γυναίκες την θαύμαζαν και πήγαιναν κοντά της.
Τότε η Αγία εύρισκε την ευκαιρία και τις δίδασκε την Χριστιανική αλήθεια και τις προέτρεπε να πιστέψουν στον Χριστό, ως τον μόνο Αληθινό Θεό και Αυτόν μόνο να λατρεύουν.
Οι δραστηριότητες αυτές της Αγίας Αγνής έφθασαν στα αυτιά του ειδωλολάτρη άρχοντα.
Εκείνος εξοργίσθηκε πολύ και διέταξε να τη συλλάβουν αμέσως. Μόλις την οδήγησαν μπροστά του, την προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλιώς θα την παραδώσει σε πορνείο.
Εκείνη όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντάς του : «Ούτε στους θεούς σου θα θυσιάσω, ούτε με ενδιαφέρει το αν θα με παραδώσεις σε πορνείο. Πιστεύω με βεβαιότητα ότι ο Θεός μου θα με διασώσει από μια τέτοια ατίμωση».
Όταν άκουσε αυτά ο άρχοντας, κάλεσε κάποιον και του παρέδωσε την Αγία Αγνή με εντολή να την διαπομπεύσει στην πόλη.
Εκείνος εκτέλεσε την εντολή του άρχοντα κατά γράμμα και στην συνέχεια οδήγησε την Αγία στο εργαστήριο του Σατανά, στο πορνείο.
Οποιοσδήποτε όμως πλησίαζε έχανε αμέσως την σαρκική επιθυμία και γινόταν τόσο ψυχρός, λες και ήταν νεκρός. Αλλά και οι βλέποντες εκείνο το θέαμα, εβόησαν όλοι τους με μια φωνή: «Μεγάλη η δύναμη του Χριστού».
Τότε ο άρχοντας τη ρώτησε πως συνέβη αυτό. Η Αγία του απάντησε: «Ο Κύριός μου και Θεός μου απέστειλε τον Άγγελό Του και με προστάτευσε από την ατίμωση».
Τότε ο άρχοντας διέταξε να κάψουν στο πυρ την Αγία. Αφού, λοιπόν, η Αγνή σφράγισε πρώτα τον εαυτό της με το σχήμα του Σταυρού, μπήκε με θάρρος στη μέση της φωτιάς.
Και προσευχόμενη μαρτύρησε για τον Χριστό (303-305 μ.Χ.). Μόλις έσβησε η φωτιά, κάποιοι Χριστιανοί πήραν κρυφά το τίμιο λείψανό της και το ενταφίασαν με τιμές, δοξάζοντας τον Θεό.

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Νοέμ 20, 2013 7:42 pm
από ΦΩΤΗΣ
Όσιοι ΜΑΡΚΟΣ ο σπηλαιώτης και ΘΕΟΦΙΛΟΣ

Εικόνα

Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μάρκος, ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του οσίου Θεοδοσίου από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία. Από τότε που έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «ύπνων τοις οφθαλμοίς και τοις βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο διέθετε νια σωματική ανάπαυση. Την ημέρα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των κεκοιμημένων αδελφών.

Ό όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, φρόντιζε να το δώσει αμέσως σε κάποιο φτωχό. Όχι μόνο τροφή, αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ' όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάσει. Και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση, τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.

Μ' αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθημερές προσευχές, με τις παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της σιωπής, ο γενναίος Μάρκος, νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα.
Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγει το συντομότερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήσει τον Κύριο και Νυμφίο του.

Ο θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία προσδοκία. Γι` αυτό κι έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να συνομιλεί με τους νεκρούς!
Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να ήταν ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου, συνέτριβε κι αυτά τα άλυτα δεσμά του θανάτου!

Κάποτε ο όσιος, έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να βαρυγκωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
—Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν' αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά, ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ' κάνες τόσο στενό;

Ό όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
— Συγχωρέστε με πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.

Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.

Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
- Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο πρέπει.

Χωρίς δεύτερη προτροπή, ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του μέσα στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε τέλος πάλι το δοχείο στα χέρια του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.

Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ' αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.
Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνει κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ' ένα μοναχό να ετοιμάσει το νεκρό για την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι, πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον ρώτησε:
— Που θα βάλουμε πάτερ Μάρκε τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να 'χεις τόπο ετοιμασμένο.
— Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, γιατί δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ' αφήσει τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα, κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
- Μα..., πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να μεταφέρω την παραγγελία σου;
-Καλά, δεν Βλέπεις αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν είν' ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε σου λέω και πες στο νεκρό: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνεις σ' αυτό τον κόσμο ακόμη μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πάς στον αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάσει τον τάφο σου και θα σε ειδοποίηση».

Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ' αυτί του νεκρού και του ψιθύρισε:
— Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι έτοιμος. Γι' αυτό σε παρακαλεί να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι το πρωί, οπότε θα σε ειδοποίηση.

Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να επιστρέφει η ψυχή στο νεκρό σώμα, που άρχισε ν' αναπνέει και να ζει κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε κανένα τίποτε.

Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
— Είν' έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
— Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ' εκείνον που με περιμένει: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν' αφήσεις πια το μάταιο κόσμο και να φύγεις για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και άφησε το σώμα σου να τοποθετηθεί στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μαζί με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος, δίπλα σ' αυτούς».

Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου, μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που καθυστερούσε την αναχώρησή του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα μάτια και ξεψύχησε οριστικά.

Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της Λαύρας και όλους τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.

Δεν πρέπει όμως ν' αποσιωπήσουμε και τη διακριτική παιδαγωγία από τον Όσιο Μάρκο ενός αδελφού, που έπεσε κάποτε σε παράπτωμα, γιατί είναι πολύ μεγάλη η ωφέλεια που μας παρέχει το πάθημα, αλλά και η μετάνοιά του.

Εγκαταβίωναν τότε στη μονή των Σπηλαίων δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης.
Αυτοί, είχαν στενό ψυχικό σύνδεσμο από τα παιδικά τους χρόνια, πάντοτε «το αυτό εις αλλήλους φρονούντες», «εν τω αυτώ νοι και εν τη αύτη γνώμη». Μαζί ήρθαν και στο μοναστήρι, δίνοντας σ' όλους το παράδειγμα της αδελφικής αγάπης και ομόνοιας.

Οι δύο αυτοί αδελφοί, παρακάλεσαν τον όσιο Μάρκο να ετοιμάσει ένα κοινό τόπο ταφής, για να είναι αχώριστοι ακόμη και στον τάφο, όταν ο Κύριος θα διέκοπτε την επίγεια ζωή τους.

Κάποτε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θεόφιλος, έφυγε από την Πετσέρσκαγια για υποθέσεις της μονής. Στη διάρκεια της απουσίας του ασθένησε ο μικρότερος, ο Ιωάννης, κι έφυγε απροσδόκητα για τον ουρανό. Όταν επέστρεψε ο Θεόφιλος, είχε ήδη τοποθετηθεί το νεκρό σώμα στον ετοιμασμένο από τον όσιο Μάρκο τόπο. Έκλαψε πικρά ο μακάριος Θεόφιλος τον αγαπημένο του αδελφό, παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη ότι η όσια ψυχή του, θ' αναπαυόταν τώρα στους κόλπους του Κυρίου.
Θέλησε αμέσως να επισκεφθεί τον τάφο του νεκρού. Πήγε στο σπήλαιο με τη συνοδεία μερικών ακόμη πατέρων και βρήκε τον Ιωάννη τοποθετημένο στο διπλό τάφο, που είχε ανοίξει ο όσιος Μάρκος, αλλά στην πρώτη θέση.
Παρακινημένος τότε από τον πονηρό, αγανάκτησε κι έβαλε τις φωνές.

- Πάτερ Μάρκε, φώναξε στον όσιο, γιατί τον έβαλες σ' αυτή τη θέση; Εγώ είμαι μεγαλύτερος και πρέπει να ταφώ στην πρώτη σειρά. Τι είν' αυτά τα πράγματα; Δεν ήξερες ότι ο μακαρίτης ο Ιωάννης είναι νεώτερος μου;
Ό ταπεινός Μάρκος έβαλε μετάνοια και είπε απλά:
— Συγχώρεσέ με, πάτερ. Αμάρτησα.
Έπειτα στράφηκε στο νεκρό και τον πρόσταξε:
— Σήκω αδελφέ και παραχώρησε την πρώτη θέση στο μεγαλύτερό σου. Εσύ βολέψου στη δεύτερη σειρά.

Με φρίκη είδαν τότε οι πατέρες το νεκρό να σηκώνεται και ν' αλλάζει θέση!
Αμέσως, ο μακάριος Θεόφιλος ήρθε στον εαυτό του, συναισθάνθηκε την αμαρτία του κι έπεσε στα πόδια του οσίου Μάρκου, θρηνώντας και λέγοντας:
— Αμάρτησα, πάτερ! Συγχώρεσέ με! Δεν έπρεπε να ζητήσω τη μετακίνηση του αδελφού. Σε ικετεύω, πες του να επιστρέψει πάλι στην πρώτη θέση!

Αλλά ο όσιος αποκρίθηκε:
—Δεν είμ' εγώ που τον μετακίνησα, μα ο ίδιος ο Κύριος. Θέλησε να διαλύσει τη δυσφορία σου εναντίον μου και να σε διδάξει την ταπείνωση. Αλλά και ο μακάριος Ιωάννης σου έδειξε έτσι και μετά θάνατο, την αγάπη του, παραχωρώντας ταπεινά την πρώτη θέση
σε σένα, σαν αρχαιότερο. Η έγερση των νεκρών είναι έργο του Θεού. Δεν μπορώ λοιπόν εγώ χωρίς την εντολή και τη βούλησή Του, να μετακινήσω πάλι το νεκρό. Πες του εσύ αν θέλεις, να επανέλθει στην προηγούμενη θέση του. Ίσως να σ' ακούσει. Γνώριζε ωστόσο και τούτο: Θα έπρεπε εσύ να μη βγεις τώρα από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως σ' αυτό το μνήμα και να κληρονομήσεις την ιεραρχική προτεραιότητα, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς! Επειδή όμως δεν είσαι ακόμη έτοιμος για την έξοδό σου, πήγαινε και φρόντισε για τη σωτηρία της ψυχής σου. Πριν περάσει πολύς καιρός, θα σε φέρουν πάλι εδώ, οριστικά αυτή τη φορά!

Με τρόμο άκουσε τα λόγια του οσίου Μάρκου ο Θεόφιλος. Φοβήθηκε πως δεν θα προλάβει ούτε στο μοναστήρι να φτάσει, αλλά θα πέσει κάτω νεκρός, τιμωρημένος σκληρά, αλλά δίκαια, για την υπεροψία του, απέναντι στον κεκοιμημένο αδελφό.

Με δυσκολία έφτασε μέχρι το κελί του. Μοίρασε αμέσως στους άλλους πατέρες τα λίγα πράγματα που είχε — βιβλία, ρούχα, έπιπλα — κρατώντας μόνο το νεκρικό μανδύα για την ταφή του σώματός του. Την ίδια κιόλας ημέρα, κλείστηκε στο άδειο κελί του κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται νύχτα και μέρα, περιμένοντας κάθε στιγμή το θάνατο.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει ή να μετριάσει τον ακατάπαυστο και γοερό θρήνο του ευλογημένου Θεοφίλου. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανένας άλλος αδελφός. Οι προσπάθειες όλων να τον παρηγορήσουν, γεννούσαν περισσότερα δάκρυα μετανοίας, μεγαλύτερη συντριβή και βαθύτερο ψυχικό πόνο στο μακάριο μοναχό.
Φαγητό μαγειρεμένο δεν ήθελε να γευτεί. Ελάχιστη μόνο ξερή τροφή έπαιρνε, κι αυτή μετά από αυστηρή εντολή του ηγουμένου. Τα δάκρυά του ήταν ο επιούσιος άρτος του. Κάθε πρωί, φώναζε θρηνώντας όπως ο ψαλμωδός: «Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός», γιατί δεν γνωρίζω πόσες ώρες ζωής έχω ακόμη. Άραγε θα ζήσω μέχρι το βράδυ;
Κάθε βράδυ πάλι έσβηνε τη φλόγα της ψυχικής οδύνης του με άλλα δάκρυα ικεσίας:
— «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με... εκοπίασα εν τω στεναγμοί μου, λούσω καθ' εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω», γιατί δεν γνωρίζω, θα ζήσω άραγε μέχρι την ανατολή του ήλιου;

Σ' αυτή την κατάσταση της συντριβής έζησε ο μακάριος Θεόφιλος πολλά χρόνια. Από την εξάντληση της νηστείας και της αϋπνίας, το σώμα του αδυνάτισε τόσο, ώστε κάτω από το δέρμα μπορούσε κανείς να διακρίνει όλα τα κόκαλα.
Τελικά, από το αδιάκοπο κλάμα, έχασε την όρασή του και τυφλώθηκε εντελώς.

Κάποτε ο όσιος Μάρκος, πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεώς του. Κάλεσε τότε τον ευλογημένο Θεόφιλο και του είπε:
- Συγχώρεσέ με αδελφέ που σε λύπησα και σ' έκανα να κλαις τόσα χρόνια. Προσευχήσου για μένα, γιατί αναχωρώ από τη γη. Κι αν βρω παρρησία στο Θεό, δεν θα ξεχάσω να Τον παρακαλέσω για σένα, ώστε ν' αξιωθείς κι εσύ να κληρονομήσεις «τον θείον νυμφώνα της δόξης Αυτού» και να βλέπεις αιώνια, μαζί με τους οσίους πατέρες μας Αντώνιο και Θεοδόσιο, το άρρητο κάλλος του προσώπου του Θεού.

Τ' ασταμάτητα δάκρυα του μακαρίου Θεοφίλου, έγιναν τώρα χείμαρρος ορμητικός.

- Γιατί πάτερ μ' εγκαταλείπεις εδώ; παραπονέθηκε. Ή πάρε με μαζί σου ή χάρισέ μου πάλι το φως των ματιών μου. Είν' αλήθεια πως αμάρτησα βαριά τότε στο σπήλαιο. Θα 'πρεπε να είχα πεθάνει εκεί, μπροστά στα πόδια σου, όταν μετακίνησες για χάρη μου το λείψανο του αδελφού Ιωάννου. Αλλά ο Κύριος με λυπήθηκε και μου χάρισε καιρό μετανοίας. Τώρα όμως που φεύγεις, βοήθησε με.
Παρακάλεσε τον Κύριο ή να μου δώσει πάλι την όραση ή να μ' αξιώσει να φύγω μαζί σου για την άλλη ζωή.
Αδελφέ, αποκρίθηκε ο όσιος Μάρκος, μη θλίβεσαι για την τύφλωσή σου. Ο Θεός επέτρεψε να τυφλωθούν τα σωματικά σου μάτια για ν' ανοιχτούν τα πνευματικά. Δεν είμαι εγώ, ούτε ο Θεός, που σου στερήσαμε το φως σου. Η μεγάλη σου μετάνοια στο στέρησε. Έτσι όμως ταπεινώθηκες και κέρδισες την αιωνιότητα, γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έτσι εξαγόρασες τον παράδεισο κι έσωσες την ψυχή σου. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να δεις το πρόσκαιρο γήινο φως. Ο Κύριος θα σ' αξιώσει να δεις το αιώνιο και αιδοίο φως της θείας δόξης Του. Και μην επιδιώκεις το θάνατο. Θα έρθει τη στιγμή που πρέπει, έστω κι αν δεν τον επιζήτησης. Μάθε όμως από τώρα ότι ο Κύριος θα σε προειδοποίηση για την αναχώρησή σου μ' αυτό το σημείο: Τρεις ήμερες Πριν από την κοίμησή σου, θα ξαναβρείς το φως σου. Μετά θα φύγεις από δω και θα πας να συναντήσεις το Φως του κόσμου!

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του οσίου Μάρκου προς τον ευλογημένο Θεόφιλο. Μετά από λίγο, έκλινε την οσία κεφαλή του και «παρέδωκε το πνεύμα», μεταβαίνοντας «εκ του θανάτου εις την ζωήν».

Τα τίμια λείψανά του, τοποθετήθηκαν μέσα στο σπήλαιο, στον τάφο που ο ίδιος είχε ανοίξει για τον εαυτό του, κι έγιναν αμέσως αστείρευτη πηγή θαυματουργιών και ιάσεων ψυχών και σωμάτων. Εδώ τοποθετήθηκαν επίσης τα σίδερα που φορούσε πάντοτε ο όσιος, καθώς και ο ορειχάλκινος θαυματουργός σταυρός του.

Μετά την κοίμηση του θεσπέσιου Μάρκου, ο μακάριος Θεόφιλος αύξησε τους θρήνους, τη νηστεία και τις ασκήσεις, περιμένοντας με πόθο και λαχτάρα την εκπλήρωση της προρρήσεως του οσίου. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο αγγείο κι έκλαιγε πάνω του, χύνοντας εκεί μέσα τα δάκρυα.
Όταν μετά από καιρό το σκεύος εκείνο γέμισε, ο όσιος απέκτησε την όρασή του! Κατάλαβε τότε ότι πλησίαζε το τέλος του. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε:
- Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου! Εσύ που δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένεις μακρόθυμα τη μετάνοιά του, Εσύ που γνωρίζεις τα πανιά, ακόμη και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, στείλε μου, Σε παρακαλώ, την ώρα τούτη το έλεός Σου! Δέξου τα πικρά μου δάκρυα, Παράκλητε αγαθέ και ευδόκησε να με σκεπάσει η χάρη Σου, με τις προσευχές των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου και πάντων των αγίων, για να μη μ' αρπάξουν τα εναέρια τελώνια και με κερδίσει ο άρχοντας του σκότους.

Και να! Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στον προσευχόμενο όσιο, άγγελος Κυρίου, σαν νέος λευκοφορεμένος κι επιβλητικός.

- Θεοφιλώς προσεύχεσαι, Θεόφιλε! είπε με φωνή απόκοσμη, ουράνια. Γνώριζε ότι δεν είναι μόνο τα δάκρυα που μάζεψες εσύ στο σκεύος σου. Είναι κι εκείνα που μάζεψα εγώ, που ήμουν δίπλα σου όταν προσευχόσουν, εκείνα που σκούπιζες με την παλάμη ή με το μανίκι ή με την άκρη του ζωστικού σου. Όλ' αυτά τα δάκρυα, βρίσκονται μέσα σε τούτο το αγγείο που κρατώ. Ο Θεός μ' έστειλε τώρα να σου αναγγείλω τη χαρμόσυνη είδηση: Φεύγεις για τον Κύριό σου! Φεύγεις για Εκείνον που βεβαίωσε: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται»! «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε»! «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ Θεόφιλε! Είσελθε λοιπόν, εις την χαράν του Κυρίου σου»!

Και λέγοντες αυτά ο άγγελος, άφησε μπροστά στα πόδια του οσίου ένα μεγάλο αγγείο, που ανέδιδε άρρητη ευωδιά, κι έγινε άφαντος.

Συνεπαρμένος από το όραμα ο θαυμάσιος Θεόφιλος, κάλεσε τον ηγούμενο, του διηγήθηκε την εμφάνιση και αποκάλυψη του αγγέλου, και του έδειξε τα δυο σκεύη γεμάτα δάκρυα.
- Σε παρακαλώ, τίμιε Γέροντα, αν είν' ευλογημένο, μόλις αναχωρήσει η ψυχή μου για τον ουρανό, ας περιχύσουν οι αδελφοί στο σώμα μου το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου.

Ο ηγούμενος αποδέχθηκε συγκινημένος την παράκληση του οσίου και τον ασπάστηκε με δέος και πνευματική ευφροσύνη.

Σε λίγο, η μακαρία ψυχή του αναχώρησε πράγματι για τους κόλπους του Αβραάμ, για τις ουράνιες σκηνές των δικαίων.
Ήταν η τρίτη μέρα από τότε που ξαναβρήκε την όρασή του.

Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε στο σπήλαιο, δίπλα στο σκήνωμα του μακαριστού αδελφού Ιωάννου και όχι μακριά από το άγιο λείψανο του οσίου Μάρκου. Όταν το άλειψαν με το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου, ο τόπος γέμισε από μεθυστική, ουράνια ευωδία.
Κατόπιν έχυσαν επάνω του και το περιεχόμενο του δικού του δοχείου, τα δάκρυα με τα οποία πότισε τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει τα στάχυα της αιωνίας μακαριότητας, στον αγρό της βασιλείας του Θεού.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Νοέμ 21, 2013 11:10 am
από ΦΩΤΗΣ
Όσιοι ΣΠΥΡΙΔΩΝ και ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, οι προσφοράρηδες

Εικόνα

ΓΕΜΑΤΗ χάρη Θεού, είναι κάθε καρδιά απλή και καθαρή.
Κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, είναι κάθε άνθρωπος ξένος προς την πονηρία, την κακία και την υποκρισία.

Σ' αυτή τη χορεία των εκλεκτών του Κυρίου, ανήκε και ο όσιος πατέρας μας, Σπυρίδων ο προσφοράρης, ο όντως απλούς, άκακος και απονήρευτος σαν μικρό παιδί.

Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος.
• Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες,
• ένας «αγροίκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια,
• ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.

Κι όμως ο όσιος, ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική Βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.

Ο όσιος Σπυρίδων, ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή στα 1139.
Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία.
Αυτό τον γέμιζε θλίψη.
Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώσει φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση.
Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.

Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα, ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν.
Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.

Με ψαλμούς,
με ύμνους,
με ωδές πνευματικές
και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού,
εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων:
Έκοβε ξύλα,
έκαιγε το φούρνο,
κοσκίνιζε το αλεύρι,
έπλαθε το ζυμάρι...

Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τις φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισό του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε:

- Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε!
Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν!
Ο μανδύας, με τον οποίο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά. Και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί! Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών.
Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.

Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ο μοναχός Νικόδημος.
Ευλαβέστατος και υπάκουος, αληθινά νεκρός για τον κόσμο, τη σάρκα και το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντοτε με ζήλο κι επιμέλεια, να μιμητοί τον ευλογημένο Σπυρίδωνα, τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους, όσο και στο θεάρεστο ήθος, στην αδιάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο.
Έφτασε έτσι σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητας.

0ι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, κοιμήθηκαν ειρηνικά εν Κυρίω, σε βαθύ γήρας και πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ιησού, τον Άρτο της Ζωής, «τον εσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον»

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 22, 2013 8:26 pm
από ΦΩΤΗΣ
Οσιομάρτυς Παχώμιος +1730

Αγιορείτης Άγιος Μνήμη 7 Μαΐου

Εικόνα

Καταγόταν από τη μικρή Ρωσία. Νέος σκλαβώθηκε από τους Τατάρους και πουλήθηκε σε Τούρκο βυρσοδέψη στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας. Επί είκοσι επτά έτη υπηρέτησε με προθυμία τον αφέντη του, υπομένοντας όμως πολλούς βασανισμούς, για να μην αρνηθεί τον Χριστό.

Φεύγοντας από το Ουσάκι πηγαίνει στη Σμύρνη, όπου πετά τα τουρκικά ρούχα, που του φόρεσαν με τη βία, και έρχεται στο Άγιον Όρος. Στην περιοχή της μονής του Αγίου Παύλου συναντά τον φημισμένο για την αρετή του Γέροντα Ιωσήφ και μένει στην υπακοή του επί δωδεκαετία. Αφού εξομολογήθηκε τις αμαρτίες, του φόρεσε το μοναχικό σχήμα.

Ακούγοντας για τον όσιο Ακάκιο τον Καυσοκαλυβίτη, μετοικίζει στα Καυσοκαλύβια και περνά μία εξαετία όλο σκληρούς αγώνες πλησίον του. «Έγινε, εις όλους τους εκεί πατέρας, τύπος και παράδειγμα της μοναχικής πολιτείας, και μάλιστα ήταν τόσον γλυκύς, και χαριτωμένος, και εις το έξω φαινόμενο ήθος του προσώπου του, οπού διά τούτο ηγαπάτο από όλους».

Με τις ευχές κι ευλογίες του όσιου Ακακίου αναχωρεί για το Ουσάκι. Φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου, με συνοδό τον πρώτο Γέροντα του Ιωσήφ. Εκεί αναγνωρίζεται από τους Τούρκους, οδηγείται στον κριτή, και με μεγαλοψυχία ομολογεί τον Χριστό Θεό τέλειο, μόνο και αληθινό. Υπέμεινε τις κακουχίες της φυλακής και τις δοκιμασίες του πλήθους των μουσουλμάνων απτόητα. Αποκεφαλίσθηκε στον τόπο που έσφαζαν τα πρόβατα, στις 7 Μαΐου του 1730, ήμερα Πέμπτη της Αναλήψεως. Στον φοβισμένο δήμιο του ο γενναίος οσιομάρτυρας είπε: «Τελείωσον εκείνο οπού επροστάχθης, και μη χάνεις μα¬ταίως τον καιρόν».

Το τίμιο λείψανο του, μετά τριήμερο, ενταφιάσθηκε από τους ευσεβείς χριστιανούς. Γυναίκα που θεραπεύθηκε από τον οσιομάρτυρα παρήγγειλε την εικόνα του σε Αγιορείτη αγιογράφο, λίγο μετά το μαρτύριο του. Σήμερα το τίμιο λείψανο του βρίσκεται στην ιερά μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου.
Τεμάχιο του παραχωρήθηκε το 1953 στην ιερά μονή Αγίου Παύλου. Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης έγραψε νέα ακολουθία στον οσιομάρτυρα με την ευκαιρία αυτή. Παλαιότερη ακολουθία υπάρχει στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος. Τον ένδοξο οσιομάρτυρα Παχώμιο αναφέρουν όλοι οι νεώτεροι συναξαριστές.

Πηγή

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Νοέμ 23, 2013 9:26 am
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος Αγάθωνας ο κτήτορας (14ος αι.)

Εικόνα

Ο βίος του οσίου Αγάθωνος σχετίζεται με του οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτου. Ο Αγάθων ακολούθησε στο Άγιον Όρος τον εξ΄ Υπάτης Αθανάσιο. Ο Αγάθων επιστρέφει μετά την αναχώρηση του Αθανασίου από το Άγιον Όρος στο παρά την Υπάτη όρος και ιδρύει μονή. Ο όσιος Αθανάσιος αφιερώνει τη μονή του, στα Μετέωρα, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στη Θεοτόκο. Το αυτό πράττει και ο Αγάθων.
Μετά την καθίζηση της πρώτης μονής και την ανεύρεση της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου υπό του οσίου, κτίζει νέα, εκεί όπου είναι σήμερα, και οι μαθητές του δίνουν στη μονή το όνομα του κτήτορα και πρώτου ηγουμένου τους Αγάθωνος.
Το 1959 στη νότια πλευρά του ωραίου Καθολικού της μονής, κατόπιν ανασκαφών, βρέθηκε ο τάφος του οσίου Αγάθωνος και τα χαριτόβρυτα τίμια λείψανα του. Η αρχαιότερη εικόνα του οσίου είναι σε τοιχογραφία του 16ου αιώνος, στο παρεκκλήσι της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ανέκδοτη ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αγάθωνος, κτήτορος της εν Φθιώτιδι ομωνύμου μονής, ποιηθείσα εν Αγίω Όρει υπό του αειμνήστου μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας, υπάρχει στη μονή.
Η μνήμη του τιμάται στις 7 Αυγούστου.

Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους

Εκδόσεις Μυγδονία Θεσσαλονίκη, 2007

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Νοέμ 24, 2013 12:22 pm
από ΦΩΤΗΣ
Όσιος ΑΓΑΠΗΤΟΣ ο ιαματικός και Ανάργυρος

Εικόνα

Ο ΘΕΟΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ Αγαπητός ήταν από την πόλη του Κιέβου και ήρθε στα Σπήλαια στα χρόνια του οσίου Αντωνίου.
Με πόθο πολύ ζητούσε από τον όσιο να τον δεχτή και να τον τιμήσει με το πανίερο μοναχικό σχήμα. Κι εκείνος, μετά την κανονική δοκιμασία, τον έκειρε και τον κράτησε κοντά του.

Βλέποντας ο θεσπέσιος Αγαπητός τον όσιο Αντώνιο να υπηρετεί με αγάπη τους ασθενείς και να τους θεραπεύει με τα βότανα και την προσευχή του, θέλησε να γίνει μιμητής του. Αν κάποιος αδελφός αρρώσταινε, ο σπλαχνικός Αγαπητός άφηνε το κελί του και την ησυχία του κι έτρεχε στον άρρωστο. Καθόταν δίπλα του και ικανοποιούσε αγόγγυστα όλες του τις ανάγκες μέχρι ν' αναρρώσει. Συνάμα έκανε αδιάλειπτη θερμή προσευχή στον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων Ιησού Χριστό υπέρ της υγείας του ασθενούς αδελφού. Κι αν η αρρώστια συνεχιζόταν για πολύν καιρό και ο αδελφός έχανε την υπομονή του και μεμψιμοιρούσε, ο όσιος τον ενίσχυε και τον παρηγορούσε με λόγους αγάπης και παρακλήσεως.

Ακολουθώντας έτσι ταπεινά το παράδειγμα του γέροντα του οσίου Αντωνίου, ο φιλόθεος Αγαπητός αξιώθηκε από το Θεό της ίδιας θαυματουργικής χάριτος: Με τη δύναμη του Χριστού θεράπευε όλες τις παθήσεις, κάνοντας προσευχή και δίνοντας στους αρρώστους να φάνε λίγα χόρτα, από κείνα που έτρωγε ό ίδιος.
Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί στην πόλη του Κιέβου.
Πλήθη χριστιανών που βασανίζονταν από ποικίλες ασθένειες άρχισαν να συρρέουν στη μονή και να θεραπεύονται από τον ιαματικό
Αγαπητό.

Την εποχή εκείνη υπήρχε στο Κίεβο ένας γιατρός, Αρμένιος κατά την πίστη και το γένος, διάσημος για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές του ικανότητες. Με μια σύντομη εξέταση μπορούσε να καταλάβει από τι έπασχε ο άρρωστος, αν θα γινόταν καλά ή αν θα πέθαινε και πότε. Αν αντιλαμβανόταν ότι η κατάσταση του ήταν κρίσιμη, δεν τον αναλάμβανε.

Κάποτε έφεραν στη μονή των Σπηλαίων έναν άρρωστο βογιάρο, αυλικό του ηγεμόνα Βσέβολοντ. Ο Αρμένιος γιατρός τον είχε απελπίσει, λέγοντας του απερίφραστα πως θα πέθαινε σε οκτώ μέρες.
Ο όσιος Αγαπητός προσευχήθηκε πάνω από τον ασθενή και κατόπιν του έδωσε να φάει λίγα χόρτα από το πιάτο του. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε αμέσως!

Μετά απ' αυτό το θαύμα η δόξα του ιαματικού Αγαπητού έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Ο Αρμένιος έλιωνε από ζήλια και κατηγορούσε το μακάριο σαν κομπογιαννίτη και ψευτοθαυματοποιό. Θέλησε μάλιστα να τον ρεζιλέψει στους ανθρώπους. Με έμπιστους υπηρέτες του, όμοιους μ' αυτόν στην κακία, έστειλε στη μονή έναν ετοιμοθάνατο. Τους είχε δασκαλέψει να του δώσουν με τρόπο να πιει ένα φαρμακερό υγρό. Έτσι θα ήταν βέβαιος ό θάνατος του.
Όλα έγιναν όπως τα είχε προετοιμάσει ο μυσαρός Αρμένιος. Μόλις ήπιε το δηλητήριο ο άρρωστος,, άρχισε να σπαρταράει σαν ψάρι και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Ο θάνατος τον είχε κιόλας αγγίξει.

Ο όσιος, βλέποντάς τον να πεθαίνει, έφερε λίγα χόρτα από το τραπέζι του και τα έβαλε με δυσκολία στο στόμα του ετοιμοθάνατου. Ύστερα γονάτισε μπροστά του και παραδόθηκε σε θερμή ικεσία προς το Θεό.

Πριν πέραση πολλή ώρα, ο ετοιμοθάνατος συνήλθε, γέμισε ζωή και σφρίγος και σηκώθηκε όρθιος!!!!!!

Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αρμένιος, λύσσαξε από το κακό του. Διέταξε τους ανθρώπους του να βρουν τρόπο και να ποτίσουν με το φαρμάκι τον ίδιο τον όσιο. Εκείνοι πήγαν σαν ευλάβεια τάχα προσκυνητές και με πολλή πονηρία του πρόσφεραν το δηλητήριο σαν ωφέλιμο ποτό, παρακαλώντας τον να το πιει και να τους ευλογήσει. Ο όσιος το ήπιε, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Ο Κύριος, που υποσχέθηκε στους δούλους Του ότι «καν θανάσιμο τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει», λύτρωσε και τώρα το μακάριο Αγαπητό από τη θανατηφόρα δράση του δηλητηρίου.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος Βσεβολόντοβιτς ο Μονομάχος. Βρισκόταν τότε στο Τσερνιγώφ.
Ο Αρμένιος γιατρός πάσχιζε μ' όλα τα μέσα που διέθετε να τον βοηθήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ηγεμόνας έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Απελπισμένος τότε ειδοποίησε τον ηγούμενο της Λαύρας Ιωάννη, παρακαλώντας τον να στείλει στο Τσερνιγώφ τον ιαματικό Αγαπητό για να τον θεραπεύσει με τη χάρη που είχε από το Θεό.
Ο ηγούμενος Ιωάννης κάλεσε τον όσιο και του μετέφερε την παράκληση του άρρωστου ηγεμόνα.
Αλλά ο μακάριος, που ποτέ δεν είχε βγει από το μοναστήρι, είπε ταπεινά:
— Τίμιε Γέροντα, αν πάω στον ηγεμόνα για τη θεραπεία του, τότε πρέπει να πηγαίνω και στους άλλους που έχουν παρόμοια ανάγκη. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού. Ζητώ λοιπόν την ευλογία σου να μην αναχωρήσω για το μέρος όπου με περιμένει ανθρώπινη δόξα, γιατί υποσχέθηκα στο Θεό να την αποφεύγω μέχρι την τελευταία μου αναπνοή. Δώσ' μου την ευχή σου να φύγω σε άλλο μέρος και να κρυφτώ προσωρινά, μέχρι να περάσει αυτή η δυσκολία. Αν όμως θελήσεις να με στείλεις εσύ στο Τσερνιγώφ, θα κάνω υπακοή. «Ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ».
Ο ηγούμενος Ιωάννης θαύμασε την αρετή και την ταπείνωση του υποτακτικού του και δεν επέμεινε. Είπε στους απεσταλμένους του ηγεμόνα πως δεν μπορεί να τον πιέσει. Αν μπορούσαν εκείνοι ας τον έπειθαν. Άλλα όπως ήταν φυσικό και των απεσταλμένων οι προσπάθειες έμειναν άκαρπες. Ο όσιος ήταν ανένδοτος.
Όταν είδαν κι απόειδαν, ζήτησαν τουλάχιστον λίγα χόρτα από το πιάτο του Αγαπητού. Το αίτημά τους αυτό το συμμερίστηκε και ο ηγούμενος Ιωάννης, που έδωσε εντολή στον όσιο να υπακούσει. Έτσι κι έγινε.

Ο πρίγκιπας γεύτηκε τα χόρτα που του έφεραν. Αμέσως έγινε καλά!!!!!

Τρελός από χαρά για τη σωτηρία του ο Βλαδίμηρος, πήρε μπόλικο χρυσάφι και ξεκίνησε με μεγάλη συνοδεία για τη μονή των Σπηλαίων, θέλοντας ν' αμείψει και να τιμήσει το σωτήρα του.
Μόλις όμως ο ταπεινός Αγαπητός πληροφορήθηκε την άφιξή του, έτρεξε και κρύφτηκε.
Όσο κι αν έψαξαν ο ηγούμενος και οι αδελφοί, δεν μπόρεσαν να τον βρουν.

Στενοχωρημένος ο ηγεμόνας έδωσε το χρυσάφι στον ηγούμενο, προσκύνησε στην εκκλησία κι έφυγε.

Άλλα σε λίγες ημέρες έστειλε ένα βογιάρο του με πολλά δώρα για τον όσιο. Ο βογιάρος βρήκε τον Αγαπητό στο κελί του κι απόθεσε τα δώρα μπροστά στα πόδια του.
Ο όσιος τότε του είπε:
— Παιδί μου, ποτέ δεν παίρνω αμοιβή νια τις θεραπείες, γιατί αυτές γίνονται όχι με τη δική μου δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Χριστού. Γι' αυτό και τώρα δεν μπορώ να δεχτώ αυτή την προσφορά του κυρίου σου.
- Το γνωρίζει πάτερ κι εκείνος που μ' έστειλε πως δεν παίρνεις αμοιβή, αποκρίθηκε ο βογιάρος. Αλλά σε παρακαλώ, για να μη λυπήσεις τον άνθρωπο που έκανε υγιή Ο Θεός με τη δική σου μεσολάβηση, δέξου αυτά τα δώρα και χρησιμοποίησέ τα όπως εσύ
νομίζεις. Μοίρασε τα αν θέλεις, στους φτωχούς.

- Να 'ναι ευλογημένο τότε, είπε ο όσιος. Πες όμως σ' αυτόν που σ' έστειλε ότι, αν θέλει να είναι ευάρεστος σ' Εκείνον που τον γλίτωσε από το θάνατο, να μοιράζει στους φτωχούς και από την υπόλοιπη περιουσία του. Γιατί δεν θα μπορέσω να τον βοηθήσω άλλη φορά. Τον παρακαλώ με την καρδιά μου να υπακούσει, για να μην τον βρουν χειρότερα.

Και λέγοντας αυτά ο Ανάργυρος Αγαπητός, πήρε τα δώρα και βγαίνοντας βιαστικά από το κελί του τα πέταξε έξω, δίπλα στην πόρτα. Ο ίδιος εξαφανίστηκε και κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος.

Βγαίνοντας και ο βογιάρος έξω, είδε τα δώρα πεταμένα χάμω και τον όσιο πουθενά. Λες και τον είχε καταπιεί η γη. Τα μάζεψε τότε και τα έφερε στον ηγούμενο.
Όταν επέστρεψε στον ηγεμόνα, διηγήθηκε σ' εκείνον και τους αυλικούς του ό,τι είχε συμβεί και όλοι δόξασαν το Θεό και το γνήσιο δούλο Του Αγαπητό, που στήριζε την ελπίδα της αμοιβής του στον ουρανό, «όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» τους αιώνιους θησαυρούς του Κυρίου, τους ετοιμασμένους για τους πιστούς οικονόμους των χαρισμάτων Του.

Από τότε ο ηγεμόνας Βλαδίμηρος άρχισε, κατά την εντολή του οσίου, να μοιράζει απλόχερα τα πλούτη του στους φτωχούς.
Κάποτε όμως παραχώρησε ό Θεός ν' αρρωστήσει και ο ιαματικός Αγαπητός.

Βρήκε τότε ευκαιρία και τον επισκέφθηκε ο Αρμένιος γιατρός, ενδιαφερόμενος δήθεν για την υγεία του.
— Δε μου λες, γέροντα, ρώτησε ειρωνικά τον όσιο. Με τι χόρτο θεραπεύεται η δική σου αρρώστια;
— Μ' εκείνο που θα υποδείξει ό Κύριος, ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, αποκρίθηκε με ακακία ο μακάριος.
— Χμ! Ιδέα δεν έχει αυτός εδώ από ιατρική. Είναι τελείως άσχετος! αποφάνθηκε με υπεροψία ο γιατρός, κοιτάζοντας με νόημα τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί.

Ύστερα έπιασε το χέρι του οσίου και είπε μ' επισημότητα:
—Σου λέω στ' αλήθεια ότι δεν έχεις πάνω από τρεις ήμερες ζωής. Σου δίνω το λόγο μου, αν σε τρεις ήμερες δεν πεθάνεις, εγώ αλλάζω ζωή και γίνομαι μοναχός σαν εσένα!!!!

Στα λόγια αυτά ο όσιος Αγαπητός αγανάκτησε.
— Αυτή είναι η τέχνη σου; είπε αυστηρά. Αντί να σώζεις, προλέγεις το θάνατο; Αν είσαι ικανός, θεράπευσε με! Αν όχι, τότε για τι λες πως θα πεθάνω σε τρεις ήμερες; Ο Κύριος με πληροφόρησε ότι θα με πάρει κοντά Του μετά από τρεις μήνες!

Αλλά ο Αρμένιος επέμενε:
—Μην έχεις τέτοιες μάταιες ελπίδες! Δε βλέπεις τα χάλια σου; Αποκλείεται να ζήσης περισσότερο απ' όσο σου λέω.

Στο μεταξύ έφεραν στον όσιο κάποιον άρρωστο από το Κίεβο για να τον θεραπεύσει. Εκείνος, με θαυματουργική επέμβαση του Θεού, σηκώθηκε αμέσως από την κλίνη και πήγε στο τραπέζι για να πάρει λίγα χόρτα.
— Να το χόρτο της θεραπείας μου! Δες το και συνετίσου! Είπε στο γιατρό, που τον κοίταζε με έκπληξη να στέκεται όρθιος.
— Αυτό δεν φαίνεται να είναι από τα δικά μας χόρτα, είπε αμήχανα ο Αρμένιος. Μοιάζει μ' ένα φυτό που φυτρώνει στην περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Γέλασε ο όσιος με την αμάθειά του κι έδωσε στον ασθενή να φάει, ενώ ο ίδιος γονάτισε σε προσευχή.
Σε λίγο ο άνθρωπος είχε θεραπευθεί!!!!

Κατόπιν ό θείος Αγαπητός στράφηκε στο γιατρό:
— Φάε κι εσύ σε παρακαλώ, από τα χόρτα μου.
— Δεν μπορώ πάτερ, γιατί εμείς έχουμε αυτό το μήνα τέσσερις ήμερες νηστεία και η σημερινή μέρα είναι νηστίσιμη.
— Μα σε ποια πίστη ανήκεις εσύ; ρώτησε με απορία ο όσιος.
— Καλά, δεν έχεις ακούσει για μένα; Είμαι Αρμένιος!
-Αρμένιος! φώναξε ο όσιος με ιερή οργή. Και πως τόλμησες, προδότη της Ορθοδοξίας, να μπεις εδώ μέσα; Πως τόλμησες να βεβηλώσεις το κελί μου και να πιάσεις στα αιρετικά σου χέρια το δικό μου αμαρτωλό χέρι; Φύγε από δω πλανεμένε, ασεβέστατε!

Ντροπιασμένος έφυγε ο γιατρός.

Ο θεοφιλής Αγαπητός έζησε, όπως τον είχε πληροφορήσει ό Θεός, τρεις μήνες ακόμη. Και την 1η Ιουνίου εκοιμήθη ειρηνικά κι ενταφιάστηκε από τους αδελφούς στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου.

Μετά από λίγο καιρό, ο γιατρός εμφανίστηκε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος» στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων.
— Αφήνω την πλάνη των Αρμενίων, είπε κλαίγοντας μετανιωμένος. Ασπάζομαι την αγία Ορθοδοξίας, τη μόνη αληθινή πίστη και ποθώ να υπηρετήσω τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, φορώντας το άγιο μοναχικό σχήμα. Μου εμφανίστηκε χθες ο μακαριστός Αγαπητός και μου είπε:
«Υποσχέθηκες ν' αρνηθείς την πλάνη σου και να γίνεις μοναχός. Αν τώρα υπαναχωρήσεις, θα καταστρέψεις την ψυχή σου. Ο Θεός ου μυκτηρίζεται!»
Τώρα πια πιστεύω ότι Ο Αγαπητός είναι άγιος!

Πράγματι, ο γιατρός ασπάσθηκε την ορθόδοξη πίστη, έμεινε στη μονή κι έγινε μοναχός, αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στην ίαση των τραυμάτων της δικής του ψυχής και στην ευαρέστηση του μεγάλου Ιατρού, Ιησού Χριστού.

Πηγή