Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2090
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
12
Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 10 φορές

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από Achilleas »

Πολύ ωραία και διδακτική η ιστορία Φώτη. Η στάση του Πέτρου είναι η μέγιστη εκδήλωση της χριστιανικής αγάπης και συγχώρησης και δεν ξέρω πόσοι από εμάς θα ενεργούσαν κατ' αυτόν τον τρόπο.
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Αδελφέ μου Αχιλλέα,χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου,είναι όντως πολύ διδακτική και μα-
κάρι και εγώ και πολλοί άλλοι να προσπαθούσαμε να κάνουμε το ίδιο.Η αγάπη Του Κυρίου είναι
πολύ μεγάλη,και κανένας δεν ξέρει με ποιον τρόπο θα εκδηλωθεί.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ... (Δίδαγμα)

Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.
Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου;
Τι ήταν; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.
Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα,
«Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».
Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πως το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρε μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πως θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.
Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:

- «Μάθε το μία για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αββακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μία διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αββακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. »
Και χάθηκε ο ποντικός.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΣΥΜΕΩΝ.

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας.
Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δύο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένεια του στη Νίκαια. Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του.
Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα».
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε: -Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. -Και τι σου λέει, παππού; -«Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».
Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός: -Μήπως είναι φαντασία σου; -Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι. -Ήρθε και σήμερα; -Ήρθε. -Και τι σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ - πρωΐ. Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ - πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπίστωσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει.
Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο!ψ(Διδακτική ιστορία)

.....Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ' τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.

Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθτικε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλτισιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! "Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;

'Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
- Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. 'Ετσι κι έγινε.

Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.

'Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:
-' Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! 'Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
- Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ' αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά 'ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά 'ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. 'Ερχοµαι.
- Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στόν Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε δµως ο Σταυρωµένος ν' άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' ακουσα µέ τά ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
- Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα. Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.

'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι' αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
- Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.
- Έκείνοι κοκκαλώσανε απ' τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τά μάτια τους.

Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ' αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα.

Από το βιβλίο του Π.μ.Σωτήρχου«Οι εραστές του παραδείσου»εκδ.Αστήρ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Είμαι ο Άγγελος, ο Φύλακας του Ναού

Κάποτε ένας ιερεύς πήγε κάπως αργά το βράδυ στην Εκκλησία, γιατί είχε ξεχάσει κάτι, που έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει. Την ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Ήταν σκοτεινά. Από την Ωραία Πύλη, την οποία είχε ανοιχτή (δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα, αφού δεν υπήρχαν βημόθυρα στην Πύλη), βλέπει έναν αστραφτερό Άγγελο με ξίφος πύρινο στο χέρι, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, που τράπηκε σε φυγή! Φοβήθηκε! Φθάνοντας στον Νάρθηκα ακούστηκε μια φωνή:
-Στάσου!
Στάθηκε, λοιπόν. Kοκκάλωσε. Mαρμάρωσε.
-Μη φοβάσαι, του είπε πολύ γλυκά η φωνή. Είμαι ο Άγγελος Φύλακας του Ναού. Όταν μια Τράπεζα σε έναν Ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο «Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων», τοποθετεί έναν ακοίμητο Άγγελο-Φύλακα δίπλα στην Αγία Τράπεζα.
Καθ’ ον χρόνον έλεγε αυτά ο Άγγελος, ο ιερεύς ήταν ακίνητος στον Νάρθηκα και άκουγε έντρομος, με την πλάτη προς το Ιερό. Και συνέχισε με ακόμη πιο γλυκειά φωνή ο Άγγελος:
-Έλα, γύρισε, κλείσε, σε παρακαλώ, την Ωραία Πύλη, που ξέχασες ανοιχτή.
(Ο Άγγελος είπε στον ιερέα "σε παρακαλώ"! Πόσοι από εμάς λέμε στον σύντροφό μας, στο παιδί μας, στον αδελφό μας, στον πλησίον, "σε παρακαλώ"; Πόσοι;) Γύρισε ο ιερεύς –του είχε φύγει ο φόβος και ο τρόμος, μέσα του βασίλευε γαλήνη- και δεν είδε πλέον τον Άγγελο. Προχώρησε διστακτικά, αλλά τώρα χωρίς φόβο, με σεβασμό. Με συστολή και δέος έπιασε την κουρτίνα της Ωραίας Πύλης και σιγά-σιγά την έκλεισε. Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται: "Μην ήταν φαντασία μου! Μήπως ονειρευόμουν; Μήπως έχω παραισθήσεις; " Ως απάντηση, όμως άκουσε μυριάδες φωνές Αγγέλων να ψάλλουν το «Άξιον εστί ». (Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο). Δεν άντεξε στο άκουσμα της αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε!
Όταν ύστερα συνήλθε, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε σε κανέναν. Λίγο πριν τον θάνατό του διηγήθηκε την ιστορία.
Έτσι σε κάθε Ναό, δίπλα στην Αγία Τράπεζα, υπάρχει ένας Άγγελος, που εμείς δεν τον βλέπουμε, αλλά εκείνος μας παρακολουθεί σιωπηλά.

απόσπασμα απ'το βιβλίο "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία", του π.Στέφανου Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις Πειραιάς 2006

πηγή: http://paparokades.blogspot.com/2012/05 ... _5068.html
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ.

Είχα μία θεία από τον πατέρα μου.Καλή γυναίκα,μα δεν την γνώριζα και
πολύ καλά.Μέναμε μακριά και οι σχέσεις δεν ήτανε και τόσο στενές.Τώ-
ρα αν επιμένετε και θέλετε να μάθετε και πιό πέρα,πρέπει να σας πω πως
αυτή η θεία μου από τον καιρό που ο πατέρας μου πίστεψε στον Χριστό
και η ζωή του άλλαξε,μας κήρυξε ένα συκοφαντικό πόλεμο.Δεν πειράζει
όμως.Ήτανε κάτι συνηθισμένο,κάτι που το περιμέναμε.Με τον καιρό ό-
μως πάλι άρχισε να μας δέχεται,ιδίως εμάς τα παιδιά.Πιστέψτε με πως την αγαπούσαμε.
Κάποτε λοιπόν μάθαμε πως η θεία μου αυτή αδιαθέτησε,και ο πατέρας
με έστειλε εμένα τη μοναχοκόρη του,που τώρα πιά είχα μεγαλώσει,να
πάω να δω τη θεία μου και αδερφή του και να τη χαιρετήσω από μέρους
του.Πήρα λουλούδια και γλυκά και πήγα.Μα εν τω μεταξύ η θεία έγινε καλά και πηγαίνοντας εκεί τη βρήκα σηκωμένη.Στο σπίτι της ήταν και
άλλα δύο πρόσωπα.Ήτανε μία άλλη ανιψιά της από τον άνδρα της στην
ηλικία μου,που δεν την γνώριζα,πολύ συμπαθητική κοπέλα,και μία άλλη
κυρία,καλοντυμένη,φίλη της θείας μου.Πιάσαμε την κουβέντα,για τους
ρευματισμούς της θείας,για την ακαταστασία του καιρού,για τη γάτα της,
που γέννησε και έκανε τριών λογιών γατιά,άσπρα,μαύρα,και γκρίζα,για το χαλβά το φουρνιστό,που είναι πίο νόστιμος και πίο γρήγορος,και για
τα μαύρα που θα φορεθούνε και φέτος πάλι.Είπαμε και άλλα πολλά,μα δεν είχα το στυλό μου μαζί να σημειώσω.
Σε μία στιγμή η θεία μου,αφού μας έβγαλε γλυκό σταφύλι και της το παι-
νέσαμε,πήγε στην κουζίνα και μας έφτιαξε καφέ.Καφέ δεν πίνουμε στο σπίτι,μα πως να της το πεις της θείας;Έτσι λοιπόν άρχισα και γώ να ρου-
φώ τον ελληνικό,όπως κάνανε και οι άλλες.Μόλις τράβηξαν την τελευ-
ταία ρουφηξιά,η κυρία που μέχρι την ώρα εκείνη έβγαινε πρώτη στον μα-
ραθώνιο της γλώσσας,κοιτάζοντάς με πρόσχαρα μου είπε:
Α,τι ωραία....Δύο ανύπαντρες κοπέλες....Θας σας πω μέσα από το φλι-
τζάνι για τον γαμπρό που θα πάρετε....Να δείτε που ποτέ δεν πέφτω έξω.
Έχω βρεί πράγματα.
Τα χρειάστηκα.Πήγα να πω στην κυρία πως καλά θα έκανε να άφηνε το φλιτζάνι μου στην θέση του,και πως τη μοίρα μου τη γνώριζα.Μα είδα τη
θεία μου που κοίταζε περίεργα και παρακολουθούσε με το παλιό της πνεύμα να δει τι στάση θα κρατήσω.Έτσι και εγώ δεν είπα τίποτα.Μα μου ήρθε έμπνευση.Έπρεπε το πράγμα να μην περάσει έτσι.Κάτι έπρεπε
να πω και εγώ για το Χριστό που γνώριζα.
Θα δεχτώ,της απάντησα,μα υπό έναν όρο.Μετά θα σας πω και γω τη δική
σας μοίρα.
Η θεία μου έσκασε αμέσως στα γέλια λέγοντας:
Μπράβο Μαρίτσα!Βλέπω πως δεν μοιάζεις του πατέρα σου,που είναι κα-
λός άνθρωπος,μα καθυστερημένος με τις αντιλήψεις του.
Η κυρία με επισημότητα πήρε το φλιτζάνι της κοπέλας της άλλης και άρ-
χισε.Α,κοπέλα μου δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα και φοβάμαι πως θα σε κακοκαρδίσω.Βλέπω κάποιον ψηλό,λίγο μεγάλης ηλικίας,μα είναι μα-
κριά.Θα περάσει καιρός ώσπου να γίνει αυτός ο γάμος.Τουλάχιστον εφτά
τέρμινα.
Η καημένη η κοπελίτσα ζάρωσε στενοχωρημένη.Τόλμησε όμως να ρωτή-
σει:
Και μήπως βλέπετε τι δουλειά θα κάνει;
Πως,πως,βλέπω.Κάτι έχει μπροστά του....Κάτι πουλάει.Έμπορος θα είναι.
..Μα όχι γρήγορα.
Από παιδιά;Ξαναρώτησε η κοπέλα.
Μα ούτε παιδιά βλέπω....Μάλλον δεν θα κάνεις παιδιά.
Η κοπέλα στεναχωρέθηκε και η κυρία στενοχωρέθηκε που έφερε κακά μαντάτα στο κορίτσι.Μα διόρθωσε.
Να με συμπαθάς κοπέλα μου μα πρέπει να κάνω σωστά τη δουλειά μου.
Ότι βλέπω λέω.Δεν ήθελα να σε κακοκαρδίσω.
Και μετά παίρνοντας το δικό μου το φλιτζάνι έβγαλε μία φωνή.
Θαυμάσιο.Θαυμάσιο...Όλα ωραία.Γρήγορος γάμος με κάποιον που τα έ-
χει.Πολύ γρήγορος.Ζωή ευτυχισμένη και γαλήνια.Παιδιά πολλά.Ωραιότα-
το φλιτζάνι.Πρώτη φορά βλέπω τόσο όμορφο φλιτζάνι.
Ειρωνικά εγώ την διέκοψα.
Ναι,είναι από καλό σερβίτσιο.
Όχι,για το μέσα λέω.Για τον καφέ....Πολύ τυχερή γυναίκα...Κάποιος με-
γάλος σε παραστέκεται....Να,το βλέπω με τα μάτια μου.Αν θέλεις έλα να
το δεις και εσύ.
Με λύπη μου διαπίστωσα πως αυτά τα λόγια της φαρμάκωσαν ακόμη πίο πολύ την άλλη κοπέλα.Τότε πήρα φόρα και είπα:
Τώρα η σειρά μου και μένα.Θα σας πω τη δική σας μοίρα.
Η θεία μου χαμογέλασε και πήγε πάλι να πει για τη στενοκεφαλιά του πα-
τέρα μου,μα δεν της έδωσα καιρό.Παίρνοντας με βιασύνη το φλιτζάνι της κυρίας και αντιγράφοντας τις γκριμάτσες της,της είπα:
Κυρία μου,με μεγάλη μου λύπη σας λέω πως τα βλέπω πολύ μαύρα εδώ
μέσα.Να,κοιτάξτε το και σεις.Το παρόν σας το βλέπω σκοτεινό και το μέ-
λλον σας ακόμη πίο μαύρο.Κάτι σας βαραίνει.Κάποιο μεγάλο χρέος έχετε
Υπάρχει μία ευκαιρία να φτιάξει το μέλλον σας και να γλυτώσετε από το
βάρος και το χρέος σας αυτό.
Είναι ο Ιησούς Χριστός,που υπόσχεται να σας ελευθερώσει από τις αμα-
ρτίες σας και από την ενοχή σας απέναντι στη δικαιοσύνη του Θεού.Αλ-
λιώς σε εφτά τέρμινα,σε τρία τέρμινα,ίσως και αύριο,θα χτυπάτε το κεφά-
λι σας στον τοίχο.
Αυτά βέβαια δεν τα λέει το φτωχό φλιτζάνι σας,μα τα λέει ο Ιησούς Χρι-
στός.
Η θεία μου κέρωσε μόλις άκουσε αυτά μου τα λόγια.Μου φαίνεται πως
από την ώρα εκείνη θα ματακύλησε στην αρρώστεια της.Και πήγαινε τόσο καλά.
Η κυρία ζάρωσε και έκανε πως χαμογελούσε.Μόνο η άλλη κοπέλα γέ-
λασε με την καρδιά της και είπε πως από την ερμηνεία της κυρίας και την δική μου προτιμούσε την δεύτερη.
Τότε και εγώ της ευχήθηκα να γνωρίσει το Χριστό,φίλησα στο δεξιό μά-
γουλο τη θεία μου και έφυγα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

«Οι δυο καλόγεροι»

Δυο καλόγεροι που πήγαιναν σε προσκύνημα, έφτασαν στο πέρασμα ενός ποταμού. Εκεί είδαν μια πολύ όμορφη κοπέλα, που αναρωτιόταν τι να κάμει, μιας που το ποτάμι ήταν βαθύ και δεν μπορούσε να το περάσει. Χωρίς πολλά πολλά, ο ένας από τους δύο καλόγερους, την πήρε στην πλάτη του και την πέρασε στην άλλη όχθη, όπου την άφησε στην στεριά στις όχθες του ποταμού. Ύστερα οι καλόγεροι συνέχισαν το δρόμο τους. Ο άλλος καλόγερος όμως, μετά από μια ώρα άρχισε να γκρινιάζει: «Ασφαλώς δεν ήταν σωστό ν΄ αγγίξεις τη γυναίκα. Είναι αντίθετο προς τις εντολές Του Θεού να έρχεσαι σε στενή επαφή με γυναίκες. Πώς μπορείς να κάνεις κάτι που είναι αντίθετο με τους κανόνες των μοναχών;». Ο καλόγερος που κουβάλησε τη γυναίκα, προχωρούσε σιωπηλός. Κάποια στιγμή όμως είπε: «Eγώ κουβάλησα τη γυναίκα και την άφησα στην όχθη του ποταμού πριν από μια ώρα! Για μένα τέλειωσε εκείνο το γεγονός ... εσύ γιατί την κουβαλάς ακόμη;» ...

Πόσα στ΄ αλήθεια παιγνίδια, και σε πόσες παγίδες μας ρίχνει το ίδιο μας το μυαλό, και οι λογισμοί και οι σκέψεις μας. Είναι ένας σκοτεινός και ατελείωτος λαβύρινθος, που αν παγιδευτούμε μέσα σ΄ αυτό, δύσκολα θα βρούμε τη σωτήρια διέξοδο ... Ας μην πέφτουμε εύκολα στις παγίδες του πονηρού, που στήνει καθημερινά στο δρόμο μας, με τις πλεκτάνες των λογισμών μας. Ας μην ανοιγόμαστε σε κουβέντα μαζί τους, και ας μην υποκύπτουμε στα τεχνάσματα του πονηρού, να μας οδηγήσει σε λάθος μονοπάτια ...


Ας έχουμε «πάντα ανοικτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας»!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ.

Μία νύχτα κάποιος άνθρωπος ονειρεύτηκε ότι περπατούσε στην αμμου-
διά με τον Χριστό.Σε κάθε σκηνή παρατηρούσε πατημασιές δύο ανθρώ-
πων στην άμμο.Ήταν οι δικές του και του Κυρίου.Είδε όμως ότι πολλές
φορές στο μονοπάτι της ζωής του υπήρχαν οι πατημασιές ενός μόνο αν-θρώπου.Παρατήρησε ακόμη ότι αυτό συνέβαινε στις πιο δύσκολες και
λυπημένες στιγμές της ζωής του.
Λυπήθηκε και ρώτησε τον Κύριο Ιησού Χριστό.
-Κύριε,είπες ότι θα βάδιζες μαζί μου σε όλο το δρόμο,είδα όμως στις δύ-
σκολες ώρες της ζωής μου να υπάρχουν πατημασιές από έναν μόνο άν-
θρωπο.Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με άφησες όταν σε χρειαζόμουν πε-
ρισσότερο.
Και ο Χριστός απάντησε:
-Γιέ μου,σε αγαπώ και δεν θα σε άφηνα ποτέ μόνο.Στις στιγμές της δοκι-
μασίας και του πόνου,όταν βλέπεις πατημασιές ενός ανθρώπου,ήταν τότε
που σε έπαιρνα στην αγκαλιά μου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΕΥΤΙΑΣ.

Μία φορά και έναν καιρό, σε μία ουράνια και παραμυθένια χώρα υπήρχαν δύο πολιτείες γειτονικές, μα πολύ διαφορετικές. Η μία η πολιτεία της αλήθειας, είναι χτισμένη κοντά στη λίμνη της ειλικρίνειας και λούζεται καθημερινά με το φως του ήλιου. Οι κάτοικοί της είναι πάντα χαρούμενοι και ξέρουν να λένε μόνο αυτό που αισθάνονται, χωρίς να κατηγορούν ή να κατακρίνουν. Μέσα στην καρδιά τους υπάρχει χώρος μόνο για την αγάπη.
Ζουν ήρεμα, σε αντίθεση με τους γείτονές τους, που τρώγονται διαρκώς και με τα πάντα. Δίπλα λοιπόν στην πολιτεία της αλήθειας, βρίσκεται εκείνη της ψευτιάς. Είναι μία πολιτεία σκοτεινή και βρώμικη. Δεν υπάρχει τάξη, ούτε στα σπίτια και τις πλατείες, ούτε και στους ανθρώπους. Οι κάτοικοι εδώ ζουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, χωρίς να κάνουν πολύ παρέα μεταξύ τους, γιατί κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν. Στους δρόμους δεν παίζουν παιδιά και υπάρχουν παντού φύλακες.
Μία μέρα ένα μπαλόνι ξέφυγε από το χέρι ενός παιδιού και πέρασε τα σύνορα της πολιτείας, πηγαίνοντας δίπλα σε αυτήν της αλήθειας. Έτρεξε το παιδί να πιάσει το μπαλόνι του και βρέθηκε μπροστά σε μία αλλιώτικη πολιτεία που το μάγεψε. Φώναξε τότε τους φίλους του να δουν κι εκείνοι και να θαυμάσουν.
Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους. Δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Kάθισαν και συζητούσαν για την ομορφιά της αλήθειας και το φως της αγάπης και ζήλευαν, με μία ζήλεια δημιουργική που τα οδήγησε στη μίμηση. Για πολλές μέρες συναντιόντουσαν στο ίδιο μέρος και παρατηρούσαν τους κατοίκους. Στη συνέχεια αυτά που έβλεπαν τα έκαναν πράξη στη δική τους πολιτεία.
Έτσι σιγά-σιγά με πολύ υπομονή και επιμονή, η αγάπη και η ειλικρίνεια νίκησαν και μετέτρεψαν την πολιτεία της ψευτιάς σε πολιτεία της αλήθειας και στο τέλος οι δύο πολιτείες ενώθηκαν σε μία και ζήσανε όλοι μαζί χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”