Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Όσιος Τίτος της Λαύρας των Σπηλαίων και ο ανελέητος Ευάγριος
Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Τότε ζούσε στη Λαύρα και ένας διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θυμίαζε ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει.
Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίων σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε αφού έλθεις πρόσφερε το δώρο σου».
Κάποτε ο Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχα μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον Ευάγριο, για να συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλά άρχισε να τον καταριέται. Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν διά της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε ο Όσιος Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και την θαυματουργική ίαση του Αγίου.
Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190 μ.Χ.Η μνήμη του τιμάται στις 27 Φεβρουαρίου.
Πηγή
Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερατική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Τότε ζούσε στη Λαύρα και ένας διάκονος, που ονομαζόταν Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφθασαν τώρα να μην θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θυμίαζε ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει.
Έχοντας βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου που λέγει: «Εάν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίων σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε αφού έλθεις πρόσφερε το δώρο σου».
Κάποτε ο Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχα μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά να κλαίει και να θρηνεί για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν τον Ευάγριο, για να συγχωρεθούν. Εκείνος όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλά άρχισε να τον καταριέται. Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν διά της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις τον είδε ο Όσιος Τίτος ανασηκώθηκε με δυσκολία και τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί του ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον λόγο του και έπεσε κάτω! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και την θαυματουργική ίαση του Αγίου.
Ο Όσιος Τίτος, μετά την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε ειρηνικά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν το έτος 1190 μ.Χ.Η μνήμη του τιμάται στις 27 Φεβρουαρίου.
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Όσιος ΤΙΤΟΣ, ο πρεσβύτερος
ΟΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι, αντίθετα «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται σ' εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού».
Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.
Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!
Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».
Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ' ακούσουν δεν ήθελαν.
Κάποτε συνέβη ν' αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίει και σπαρακτικά να θρηνεί για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχωρέσει, για τον Κύριο!
Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ' άρχισε να τον καταριέται και να τον περιλούζει από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.
Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία, έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
- Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ' αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ' αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!
Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως κοκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του να κλείσουν.
Την ίδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!
Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του αποκαλύφθηκε.
-Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα φλογισμένο ακόντιο. Μ' αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και να, είμαι υγιής!
Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου. Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.
Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού».
Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβεί να πεθάνει ενώ βρίσκεται σε έχθρα με συνάνθρωπό του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι' αυτόν».
Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.
Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους, αξιώθηκε ν' αναπαυθεί ειρηνικά και να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου, μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.
Πηγή
ΟΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι, αντίθετα «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται σ' εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού».
Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.
Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!
Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».
Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ' ακούσουν δεν ήθελαν.
Κάποτε συνέβη ν' αρρωστήσει πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίει και σπαρακτικά να θρηνεί για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχωρέσει, για τον Κύριο!
Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ' άρχισε να τον καταριέται και να τον περιλούζει από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.
Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία, έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
- Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ' αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ' αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!
Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως κοκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του να κλείσουν.
Την ίδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!
Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του αποκαλύφθηκε.
-Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθεί με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα φλογισμένο ακόντιο. Μ' αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και να, είμαι υγιής!
Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου. Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.
Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού».
Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβεί να πεθάνει ενώ βρίσκεται σε έχθρα με συνάνθρωπό του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι' αυτόν».
Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.
Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους, αξιώθηκε ν' αναπαυθεί ειρηνικά και να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου, μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
π. ΙΛΙΕ ΛΑΚΑΤΟΥΣΟΥ
(1909 - 1983)
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ ΜΕ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ

Ο π. Ηλίας γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1909 στο χωριό Κραπατούριλε, νόμος Βέλτσεα. Από μικρός ήταν κοντά στην εκκλησία και επιθυμούσε να υπηρετήσει το Θεό. Το 1934 αποφοίτησε τη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου και μετά από λίγο χειροτονήθηκε ιερέας.
Την περίοδο του κομμουνισμού ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Θεό και υπέφερε πολλά. Συνελήφθη το 1952 με αφορμή τη συμμετοχή του στην πατριωτική ομάδα των λεγεωναρίων και φυλακίστηκε στο Γκαλές. Απελευθερώθηκε το 1954.
Το 1959 συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε έως το 1964 σε καταναγκαστικά έργα στο Δέλτα και στην Περιτράβα, όπου συνάντησε τον π. Ιουστίνο Πέρβου έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή πνευματικούς της Ρουμανίας.
Μετά την απελευθέρωσή του έζησε υπό επιτήρηση στο χωριό Μπολιντίν, όπου εργάστηκε ως οικοδόμος. Μεταξύ 1965-1970 ο π. Ηλίας υπηρέτησε σε μια ενορία του νομού Τελεορμάν ενώ το 1970 μετακινήθηκε στο Κουκουρούζ, όπου τον Ιανουάριο του 1978 συνταξιοδοτήθηκε.
Τα βάσανα και οι συνθήκες στις φυλακές είχαν προξενήσει βλάβες στην υγεία του και το τέλος της ζωής του το πέρασε στα νοσοκομεία. Εκεί το 1983 είπε ότι αν δεν πεθάνει μέχρι στις 22 Ιουλίου θα ζήσει ακόμη δύο χρόνια. Πράγματι εκοιμήθη στις 22 Ιουλίου 1983 όπως προείπε. Επίσης τότε είπε ότι αν η σύζυγος του πεθάνει σε 15 χρόνια, να την κηδεύσουν κοντά του, όπως και έγινε.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1998, στην κηδεία της συζύγου του π. Ηλία όλοι οι παρόντες έγιναν μάρτυρες ενός απρόσμενου γεγονότος: ήταν άφθαρτο το σώμα του και ευωδίαζε.
Ζύγιζε 7-8 κιλά ήταν στεγνό και ελαφρύ και είχε χρώμα φυστικί. Η είδηση της εύρεσης του λειψάνου του π. Ηλία διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλη την χώρα. Οι πιστοί, μοναχοί και ιερείς τιμούν τον π. Ηλία και προσεύχονται για την γρήγορη αγιοποίησή του.
Τα λείψανα του προς το παρόν βρίσκονται σ’ ένα παρεκκλήσι στο κοιμητήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη συνοικία Τζιουλέστι του Βουκουρεστίου.
Υ.Γ. Σε αντίθεση με την Ρωσικη εκκλησια όπου έχει αγιοποιήσει πολλούς από τους μάρτυρες των κομμουνιστικών φυλακών στην Ρουμανία για πολιτικούς λόγους δεν έχει αγιοποιηθεί κανείς.
Από το 2009 έχει ξεκινήσει στην Ρουμανια μια καμπάνια με τίτλο «Από τις φυλακές στο συναξάρι» όπου ζητούν την αναγνώριση της αγιότητος των μαρτύρων και ομολογητών των κομμουνιστικών φυλακών.
Ο π. Ιλίε Λακατούσου (άφθαρτο άγιο λείψανο)
και ένα θαύμα των ημερών μας
Διηγείται ο π. Ιουστίνος Πίρβου:
" ....Με τον πατέρα Ιλίε Λακατούσου (1909-1983 – ένας ακόμη ιερέας ομολογητής της ορθόδοξης πίστης στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ρουμανίας.
Το σώμα του ανακαλύφθηκε άφθαρτο το 1998. βλ. σχετικά πιό κάτω) μείναμε μαζί τέσσερα χρόνια στην Περιπράβα στο Δέλτα. Διακρίθηκε γενικά για την εσωτερική του δύναμη και για τη σιωπή του. Σπάνια τον άκουγες να μιλάει και όταν το έκανε είχε κάτι σημαντικό να πει.
Τις πιο πολλές φορές μας προέτρεπε να προσευχόμαστε όταν βρισκόμασταν σε κίνδυνο. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο έχω να πω ότι ήταν πραγματικά ταπεινός. Ποτέ δεν ήθελε να βγει στην επιφάνεια, προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος.
Θυμάμαι ένα θαυμαστό γεγονός που έλαβε μέρος στο Δέλτα (του Δούναβη),όπου ο πατέρας Ηλίας έπαιξε έναν ρόλο πολύ σημαντικό.
Στις 30 Ιανουαρίου μας έστειλαν στο κανάλι να κόψουμε τύφη (υδρόβιο φυτό). Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Σίγουρος θάνατος.
Ήμασταν επιπλέον τρομαγμένοι από το γεγονός ότι οι φύλακες είχαν μαζί τους τέσσερα πολυβόλα. Ίσως ήθελαν να μας εκτελέσουν, πιστεύοντας ότι θα αρνηθούμε να εκτελέσουμε τη διαταγή. Ήταν ένα άνοιγμα εκεί στο νερό γύρω στα σαράντα εκτάρια και η τύφη ήταν πέρα βαθιά. Όλοι αρχίσαμε να λέμε μεταξύ μας ότι δεν πρόκειται να μπούμε. Μας διέταξαν να μπούμε και να βγάλουμε δύο δέσμες.
Για ποιόν το κάναμε εμείς αυτό; Ήταν κάτι άσκοπο. Πώς να μπεις στο νερό; Αν πατήσεις στο βάλτο ποιος θα σε βγάλει; Διστάσαμε στην αρχή.
Τότε ο πατέρας Ιλίε αποφασιστικά μας ενθάρρυνε και μας είπε:
«Μπείτε, επειδή αυτοί κάνουν κακές σκέψεις. Θα μας πυροβολήσουν. Μπείτε και η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες θα μας βγάλουν σώους και αβλαβείς».
Μπήκαμε. Το νερό μας έφτανε μέχρι το πηγούνι. Δουλεύαμε σαν να είμαστε στην ξηρά. Σ’ άλλους το νερό έφτανε μέχρι το λαιμό, σ’ άλλους στο στήθος σ’ άλλους στη μέση, όπως πέτυχε ο καθένας. Μείναμε τρεις ώρες στο νερό και βγάλαμε ό,τι μας ζήτησαν όμορφα, περιποιημένα και στο ίδιο μέγεθος
Η θερμοκρασία ήταν -30 και ο πάγος είχε πάχος 20-20 εκατοστά. Κάτω από τον πάγο φαίνονταν τα κίτρινα ανθισμένα νούφαρα.
Μεγάλο θαύμα έγινε εκείνη την ημέρα. Το πρωί είχε ομίχλη, ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος και το κρύο σου τρυπούσε τα κόκκαλα. Ξαφνικά βγήκε ήλιος.
Άρχισε να κάνει μια ζέστη που εκπλήσσονταν και οι φύλακες. Βγάλαμε τα ρούχα μας για να στεγνώσουν σαν να τα έβαζες στην πιο ζεστή σόμπα, έτσι όπως έβγαιναν οι ατμοί. Ντυθήκαμε και γυρίσαμε στη φυλακή.
Έτσι η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν μαζί μας και μας βοήθησαν εκείνη την παγωμένη τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου. Κανένας δεν αρρώστησε. Χάρη στις προσευχές του πατέρα Ιλίε, αλλιώς όλοι θα ήμασταν νεκροί...».
π. ΑΚΓ
Πηγή
(1909 - 1983)
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ ΜΕ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ

Ο π. Ηλίας γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1909 στο χωριό Κραπατούριλε, νόμος Βέλτσεα. Από μικρός ήταν κοντά στην εκκλησία και επιθυμούσε να υπηρετήσει το Θεό. Το 1934 αποφοίτησε τη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου και μετά από λίγο χειροτονήθηκε ιερέας.
Την περίοδο του κομμουνισμού ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Θεό και υπέφερε πολλά. Συνελήφθη το 1952 με αφορμή τη συμμετοχή του στην πατριωτική ομάδα των λεγεωναρίων και φυλακίστηκε στο Γκαλές. Απελευθερώθηκε το 1954.
Το 1959 συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε έως το 1964 σε καταναγκαστικά έργα στο Δέλτα και στην Περιτράβα, όπου συνάντησε τον π. Ιουστίνο Πέρβου έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή πνευματικούς της Ρουμανίας.
Μετά την απελευθέρωσή του έζησε υπό επιτήρηση στο χωριό Μπολιντίν, όπου εργάστηκε ως οικοδόμος. Μεταξύ 1965-1970 ο π. Ηλίας υπηρέτησε σε μια ενορία του νομού Τελεορμάν ενώ το 1970 μετακινήθηκε στο Κουκουρούζ, όπου τον Ιανουάριο του 1978 συνταξιοδοτήθηκε.
Τα βάσανα και οι συνθήκες στις φυλακές είχαν προξενήσει βλάβες στην υγεία του και το τέλος της ζωής του το πέρασε στα νοσοκομεία. Εκεί το 1983 είπε ότι αν δεν πεθάνει μέχρι στις 22 Ιουλίου θα ζήσει ακόμη δύο χρόνια. Πράγματι εκοιμήθη στις 22 Ιουλίου 1983 όπως προείπε. Επίσης τότε είπε ότι αν η σύζυγος του πεθάνει σε 15 χρόνια, να την κηδεύσουν κοντά του, όπως και έγινε.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1998, στην κηδεία της συζύγου του π. Ηλία όλοι οι παρόντες έγιναν μάρτυρες ενός απρόσμενου γεγονότος: ήταν άφθαρτο το σώμα του και ευωδίαζε.
Ζύγιζε 7-8 κιλά ήταν στεγνό και ελαφρύ και είχε χρώμα φυστικί. Η είδηση της εύρεσης του λειψάνου του π. Ηλία διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλη την χώρα. Οι πιστοί, μοναχοί και ιερείς τιμούν τον π. Ηλία και προσεύχονται για την γρήγορη αγιοποίησή του.
Τα λείψανα του προς το παρόν βρίσκονται σ’ ένα παρεκκλήσι στο κοιμητήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη συνοικία Τζιουλέστι του Βουκουρεστίου.
Υ.Γ. Σε αντίθεση με την Ρωσικη εκκλησια όπου έχει αγιοποιήσει πολλούς από τους μάρτυρες των κομμουνιστικών φυλακών στην Ρουμανία για πολιτικούς λόγους δεν έχει αγιοποιηθεί κανείς.
Από το 2009 έχει ξεκινήσει στην Ρουμανια μια καμπάνια με τίτλο «Από τις φυλακές στο συναξάρι» όπου ζητούν την αναγνώριση της αγιότητος των μαρτύρων και ομολογητών των κομμουνιστικών φυλακών.

Ο π. Ιλίε Λακατούσου (άφθαρτο άγιο λείψανο)
και ένα θαύμα των ημερών μας
Διηγείται ο π. Ιουστίνος Πίρβου:
" ....Με τον πατέρα Ιλίε Λακατούσου (1909-1983 – ένας ακόμη ιερέας ομολογητής της ορθόδοξης πίστης στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ρουμανίας.
Το σώμα του ανακαλύφθηκε άφθαρτο το 1998. βλ. σχετικά πιό κάτω) μείναμε μαζί τέσσερα χρόνια στην Περιπράβα στο Δέλτα. Διακρίθηκε γενικά για την εσωτερική του δύναμη και για τη σιωπή του. Σπάνια τον άκουγες να μιλάει και όταν το έκανε είχε κάτι σημαντικό να πει.
Τις πιο πολλές φορές μας προέτρεπε να προσευχόμαστε όταν βρισκόμασταν σε κίνδυνο. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο έχω να πω ότι ήταν πραγματικά ταπεινός. Ποτέ δεν ήθελε να βγει στην επιφάνεια, προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος.
Θυμάμαι ένα θαυμαστό γεγονός που έλαβε μέρος στο Δέλτα (του Δούναβη),όπου ο πατέρας Ηλίας έπαιξε έναν ρόλο πολύ σημαντικό.
Στις 30 Ιανουαρίου μας έστειλαν στο κανάλι να κόψουμε τύφη (υδρόβιο φυτό). Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Σίγουρος θάνατος.
Ήμασταν επιπλέον τρομαγμένοι από το γεγονός ότι οι φύλακες είχαν μαζί τους τέσσερα πολυβόλα. Ίσως ήθελαν να μας εκτελέσουν, πιστεύοντας ότι θα αρνηθούμε να εκτελέσουμε τη διαταγή. Ήταν ένα άνοιγμα εκεί στο νερό γύρω στα σαράντα εκτάρια και η τύφη ήταν πέρα βαθιά. Όλοι αρχίσαμε να λέμε μεταξύ μας ότι δεν πρόκειται να μπούμε. Μας διέταξαν να μπούμε και να βγάλουμε δύο δέσμες.
Για ποιόν το κάναμε εμείς αυτό; Ήταν κάτι άσκοπο. Πώς να μπεις στο νερό; Αν πατήσεις στο βάλτο ποιος θα σε βγάλει; Διστάσαμε στην αρχή.
Τότε ο πατέρας Ιλίε αποφασιστικά μας ενθάρρυνε και μας είπε:
«Μπείτε, επειδή αυτοί κάνουν κακές σκέψεις. Θα μας πυροβολήσουν. Μπείτε και η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες θα μας βγάλουν σώους και αβλαβείς».
Μπήκαμε. Το νερό μας έφτανε μέχρι το πηγούνι. Δουλεύαμε σαν να είμαστε στην ξηρά. Σ’ άλλους το νερό έφτανε μέχρι το λαιμό, σ’ άλλους στο στήθος σ’ άλλους στη μέση, όπως πέτυχε ο καθένας. Μείναμε τρεις ώρες στο νερό και βγάλαμε ό,τι μας ζήτησαν όμορφα, περιποιημένα και στο ίδιο μέγεθος
Η θερμοκρασία ήταν -30 και ο πάγος είχε πάχος 20-20 εκατοστά. Κάτω από τον πάγο φαίνονταν τα κίτρινα ανθισμένα νούφαρα.
Μεγάλο θαύμα έγινε εκείνη την ημέρα. Το πρωί είχε ομίχλη, ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος και το κρύο σου τρυπούσε τα κόκκαλα. Ξαφνικά βγήκε ήλιος.
Άρχισε να κάνει μια ζέστη που εκπλήσσονταν και οι φύλακες. Βγάλαμε τα ρούχα μας για να στεγνώσουν σαν να τα έβαζες στην πιο ζεστή σόμπα, έτσι όπως έβγαιναν οι ατμοί. Ντυθήκαμε και γυρίσαμε στη φυλακή.
Έτσι η Παναγία και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν μαζί μας και μας βοήθησαν εκείνη την παγωμένη τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου. Κανένας δεν αρρώστησε. Χάρη στις προσευχές του πατέρα Ιλίε, αλλιώς όλοι θα ήμασταν νεκροί...».
π. ΑΚΓ
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ Δ` ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η εκκλησία μας τιμά στις 17 Ιουλίου τους άγιους Πατέρες της Δ`οικουμενικής συνόδου, τους ανυποχώρητους εκείνους αγωνιστές της Ορθοδοξίας, που διεκήρυξαν ξεκάθαρα και ασυμβίβαστα την αλήθεια της πίστεως έναντι των αιρετικών Μονοφυσιτών.

Η εκκλησία μας τιμά στις 17 Ιουλίου τους άγιους Πατέρες της Δ`οικουμενικής συνόδου, τους ανυποχώρητους εκείνους αγωνιστές της Ορθοδοξίας, που διεκήρυξαν ξεκάθαρα και ασυμβίβαστα την αλήθεια της πίστεως έναντι των αιρετικών Μονοφυσιτών.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Προφήτης Ἰωνάς

Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἀμασίου καὶ Ἱεροβοάμ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀμαθὶ καὶ εἶχε πατρίδα τὴν Γεχθοφέρ, τῆς φυλῆς Ζαβουλῶν.
Ὁ Ἰωνάς ἦταν αὐτός, ποὺ με θεία νεύση ἐνθάρρυνε τὸν Ἱεροβοάμ σε πόλεμο κατά τοῦ ἄρχοντα τῆς Συρίας, ποὺ κατέληξε σε νίκη τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀποκατάσταση τῶν συνόρων του.
Ὁ Ἰωνάς φέρεται στὴν Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξὺ τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Βρίσκουμε δέ γι’ αὐτὸν στὸ ὁμώνυμο βιβλίο, ποὺ κυρίως τὸν ἔκανε γνωστὸ λόγω τῆς ἱερῆς δραματικότητός του. Ὁ Κύριος τὸν εἶχε διατάξει να πάει στὴ Νινευή, ἕδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμῶν καὶ ὀργίων, για να κηρύξει σ’ αὐτὴν καὶ να προφητέψει τὴν καταστροφή της. Ὁ Ἰωνάς ὅμως, ἀποφάσισε να λησμονήσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκρινε καλὸ να πάει σε μία ἄλλη πόλη, στοὺς Θαρσεῖς.
Ξεκίνησε λοιπὸν τὸ ταξίδι του με πλοῖο, ἀλλα στ’ ἀνοιχτά ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε ἔριξαν κλῆρο, για να δοῦν ποιὸς εἶναι ὑπεύθυνός τοῦ κάκου ποὺ τοὺς βρῆκε. Καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸν Ἰωνά, ποὺ εἶχε παρακούσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἡ τρικυμία σταμάτησε. Ἀλλά καὶ τὸν Ἰωνά, τὸν κατάπιε ἕνα μεγάλο κῆτος χωρὶς να τὸν φάει καὶ μετά τρεῖς μέρες καὶ νύκτες τὸν ἔβγαλε στὴν ξηρά σῶο καὶ ἀβλαβῆ.
Τότε ὁ Ἰωνάς πῆγε στὴ Νινευή, προφήτεψε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς καὶ οἱ Νινευΐτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες καὶ ἔτσι ἡ πόλη τους σώθηκε ἀπ’ τὴν καταστροφή. Διότι ἡ μετάνοια φέρει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη Του.
Ὁ Ἰωνάς πέθανε στὴ γῆ Σαραάρ, κοντά στὴ βελανιδιά τῆς Δεβόρας καὶ τάφηκε μέσα σε σπηλιά. Βέβαια ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς του μαθαίνουμε στὴν Π.Δ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σέ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διά τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τάς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.

Πηγή

Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἀμασίου καὶ Ἱεροβοάμ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀμαθὶ καὶ εἶχε πατρίδα τὴν Γεχθοφέρ, τῆς φυλῆς Ζαβουλῶν.
Ὁ Ἰωνάς ἦταν αὐτός, ποὺ με θεία νεύση ἐνθάρρυνε τὸν Ἱεροβοάμ σε πόλεμο κατά τοῦ ἄρχοντα τῆς Συρίας, ποὺ κατέληξε σε νίκη τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀποκατάσταση τῶν συνόρων του.
Ὁ Ἰωνάς φέρεται στὴν Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξὺ τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Βρίσκουμε δέ γι’ αὐτὸν στὸ ὁμώνυμο βιβλίο, ποὺ κυρίως τὸν ἔκανε γνωστὸ λόγω τῆς ἱερῆς δραματικότητός του. Ὁ Κύριος τὸν εἶχε διατάξει να πάει στὴ Νινευή, ἕδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμῶν καὶ ὀργίων, για να κηρύξει σ’ αὐτὴν καὶ να προφητέψει τὴν καταστροφή της. Ὁ Ἰωνάς ὅμως, ἀποφάσισε να λησμονήσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκρινε καλὸ να πάει σε μία ἄλλη πόλη, στοὺς Θαρσεῖς.
Ξεκίνησε λοιπὸν τὸ ταξίδι του με πλοῖο, ἀλλα στ’ ἀνοιχτά ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε ἔριξαν κλῆρο, για να δοῦν ποιὸς εἶναι ὑπεύθυνός τοῦ κάκου ποὺ τοὺς βρῆκε. Καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸν Ἰωνά, ποὺ εἶχε παρακούσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἡ τρικυμία σταμάτησε. Ἀλλά καὶ τὸν Ἰωνά, τὸν κατάπιε ἕνα μεγάλο κῆτος χωρὶς να τὸν φάει καὶ μετά τρεῖς μέρες καὶ νύκτες τὸν ἔβγαλε στὴν ξηρά σῶο καὶ ἀβλαβῆ.
Τότε ὁ Ἰωνάς πῆγε στὴ Νινευή, προφήτεψε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς καὶ οἱ Νινευΐτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες καὶ ἔτσι ἡ πόλη τους σώθηκε ἀπ’ τὴν καταστροφή. Διότι ἡ μετάνοια φέρει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη Του.
Ὁ Ἰωνάς πέθανε στὴ γῆ Σαραάρ, κοντά στὴ βελανιδιά τῆς Δεβόρας καὶ τάφηκε μέσα σε σπηλιά. Βέβαια ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς του μαθαίνουμε στὴν Π.Δ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σέ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διά τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τάς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Προφήτης Μαλαχίας

Ὁ προφήτης Μαλαχίας καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευΐ καὶ ἐγεννήθηκε στὸ Σοφερὸ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ἔζησε περὶς τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Νεεμία, καὶ ἐργάσθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸν Προφήτη Ἀγγαῖο καὶ τὸν Ζαχαρία. Αὐτό συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ εἶχε πλέον ἀποπερατωθεῖ καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ προσφερόμενες θυσίες.
Ὄντας ἀκόμη νέος, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν θεοσεβὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔλαβε καὶ τὴν προσωνυμία Μαλαχίας, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μεταφράζεται «ὁ ἄγγελός μου». Κατὰ παλαιὰ γνώμη (Ταλμοὺδ) τὸ ὄνομα Μαλαχίας εἶναι ψευδόνυμο τοῦ Ἔσδρα ἢ τοῦ Νεεμία ἢ τοῦ Μαρδοχαίου. Χρονολογικὰ ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Στὸ προφητικό του βιβλίο, ὁ Μαλαχίας, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαό Του, μέμφεται τὴν ἀσεβὴ διαγωγὴ τοῦ ἱερατείου, ὁμιλεῖ περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ προαναγγέλει τὴν πρὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου προπαρασκευαστικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ἀλλὰ καὶ ὅσα «ἐν προφητείᾳ» ἔλεγε ὁ Προφήτης Μαλαχίας ἐπιβεβαιώνονταν ἀμέσως ἀπὸ ἔναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ τὰ ἐπαναλάμβανε. Τὴν φωνὴ δὲ τοῦ ἀγγέλου τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἀνάξιοι, ἐνῶ οἱ ἄξιοι ἔβλεπαν καὶ τὴ μορφή του.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἀγρὸ τῶν προγόνων του.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. Α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Πηγή

Ὁ προφήτης Μαλαχίας καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευΐ καὶ ἐγεννήθηκε στὸ Σοφερὸ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ἔζησε περὶς τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Νεεμία, καὶ ἐργάσθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸν Προφήτη Ἀγγαῖο καὶ τὸν Ζαχαρία. Αὐτό συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ εἶχε πλέον ἀποπερατωθεῖ καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ προσφερόμενες θυσίες.
Ὄντας ἀκόμη νέος, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν θεοσεβὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔλαβε καὶ τὴν προσωνυμία Μαλαχίας, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μεταφράζεται «ὁ ἄγγελός μου». Κατὰ παλαιὰ γνώμη (Ταλμοὺδ) τὸ ὄνομα Μαλαχίας εἶναι ψευδόνυμο τοῦ Ἔσδρα ἢ τοῦ Νεεμία ἢ τοῦ Μαρδοχαίου. Χρονολογικὰ ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Στὸ προφητικό του βιβλίο, ὁ Μαλαχίας, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαό Του, μέμφεται τὴν ἀσεβὴ διαγωγὴ τοῦ ἱερατείου, ὁμιλεῖ περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ προαναγγέλει τὴν πρὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου προπαρασκευαστικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ἀλλὰ καὶ ὅσα «ἐν προφητείᾳ» ἔλεγε ὁ Προφήτης Μαλαχίας ἐπιβεβαιώνονταν ἀμέσως ἀπὸ ἔναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ τὰ ἐπαναλάμβανε. Τὴν φωνὴ δὲ τοῦ ἀγγέλου τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἀνάξιοι, ἐνῶ οἱ ἄξιοι ἔβλεπαν καὶ τὴ μορφή του.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἀγρὸ τῶν προγόνων του.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. Α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
- Φωτεινή
- Δημοσιεύσεις: 2058
- Εγγραφή: Παρ Νοέμ 29, 2013 9:01 am
- 11
- Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
- Έλαβε ευχαριστία: 3 φορές
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου 1680
Ο άγιος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν χρυσοχόος στο επάγγελμα, έγγαμος και πατέρας έξι παιδιών και ήταν συνειδητός Χριστιανός.
Τη χρονιά εκείνη, στις 23 Αυγούστου, που εορτάζεται η απόδοσις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου , γινόταν πανηγύρι στο χωριό Άγιος Στέφανος. Πήγε στην πανήγυρη και ο ευλογημένος Αγγελής μαζί με άλλους Χριστιανούς .Εκεί ήσαν και κάποιοι εξωμότες χριστιανοί. Κάθισαν όλοι μαζί και έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν και έπαιζαν. Πάνω στη διασκέδαση οι εξωμότες εκείνοι Τούρκοι πήραν τις σκούφιες των Χριστιανών και τις φορούσαν και έδωσαν στους Χριστιανούς να φορούν τα δικά τους άσπρα σαρίκια. Τελειώνοντας τη διασκέδαση γύρισαν ο καθένας στο σπίτι του.
Την άλλη μέρα πήγαν στο σπίτι του αγίου εκείνοι οι εξωμότες και του λένε : Γιατί σήμερα φοράς ρωμαίικο σκουφί στο κεφάλι σου ;
Αφού είμαι Χριστιανός τέτοιο σκουφί πρέπει να φοράω, τους απάντησε.
Μα εσύ χτες έγινες μουσουλμάνος και πρέπει να φοράς άσπρο σαρίκι, όπως φόρεσες και χτες.
Ο άγιος αρχικά νόμισε πως αστειεύονταν , εκείνοι όμως θυμωμένοι τον πήγαν στο δικαστήριο όπου ψευδομαρτύρησαν ότι έγινε μουσουλμάνος. Ο άγιος διηγήθηκε τι γινόταν στο πανηγύρι και αρνήθηκε την οποιαδήποτε κατηγορία περί εξισλαμισμού του.
Βλέποντάς τον όμως ο Βεζύρης σεμνό και ευπρεπή άνθρωπο, σκέφτηκε μήπως καταφέρει πράγματι να τον εξισλαμίσει. Άρχισε λοιπόν με ταξίματα να τον κολακεύει. Ο άγιος με πολύ θάρρος του απάντησε : Εγώ, αφέντη, γεννήθηκα από Χριστιανούς γονείς και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός πεθαίνω. Τίποτα δεν μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού, του αληθινού Θεού. Όχι τον πλούτο και τις τιμές που μου τάζεις να μου δώσεις αλλά και ολόκληρο το βασίλειό σας να μου χαρίσετε , δεν θα μπορέσετε να με κάνετε ν’ αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό. Θυμωμένος ο Βεζύρης άρχισε να φωνάζει : Αν δεν γίνεις Τούρκος θα σε βασανίσω με τέτοια βασανιστήρια που θα διαλυθούν οι σάρκες σου και θα πεθάνεις κακήν κακώς. Ο μάρτυς όμως αντιστεκόταν με γενναιότητα λέγοντας : Κάνε ό,τι θέλεις , δείρε με , κόψε με , σφάξε με , κάψε με , ρίξε με στα θηρία , ρίξε με στη θάλασσα, ό,τι άλλο μπορείς κάνε σε τούτο το πήλινο σώμα μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι , την πίστη μου δεν την αλλάζω, τούρκος δεν γίνομαι.
Τότε ο Βεζύρης διέταξε να τον κλείσουν φυλακή με τους κακούργους και να τον βασανίζουν αλύπητα. Ενώ βασανιζόταν στη φυλακή ο άγιος , κάποιος γείτονας του Τούρκος μπέης πήγε να τον επισκεφθεί και λυπούμενος τον μάρτυρα για τα δεινά που τον βρήκαν του λέει : Γιατί βασανίζεσαι και κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου ; Προσποιήσου ότι τουρκεύεις και ύστερα πάρε την οικογένειά σου και τα πλούτη σου και πήγαινε σ’ άλλο τόπο και ζήσε χριστιανικά.
Μη γένοιτο, του αποκρίθηκε ο άγιος , να χάσω τα λογικά μου και να βγει απ’ το στόμα μου τέτοιος ασεβέστατος λόγος. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μένα , είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα ν’ αποθάνω και εγώ για χάρη Του ; Εγώ, σήμερα αύριο πεθαίνω, ας πεθάνω σήμερα για τον Χριστό μου , ν’ απολαύσω και την ουράνια βασιλεία του.
Οι Τούρκοι τέλος χρησιμοποίησαν την σύζυγό του για να τον πιέσουν. Την οδήγησαν στη φυλακή όπου αυτή τόσο σπαρακτικά έκλαιγε και τόσο παρακινητικά λόγια έλεγε που θα μπορούσαν να μαλακώσουν και την σκληρότερη πέτρα. Ο άγιος όμως, με τη χάρη του Θεού, έμεινε άκαμπτος. Ας είναι , γυναίκα, της είπε, και για σένα και για μένα ο Χριστός πάνω απ’ όλα. Σε Εκείνον, για τον οποίο υπομένω με χαρά τον μαρτυρικό αυτό θάνατο, παραδίδω σήμερα και σένα και τα τέκνα σου. Υπόμεινε και συ την στέρησή μου, για να συναντηθούμε και να συνευφραινόμαστε στην αιώνια μακαριότητα. Έτσι κι αλλιώς κάποια μέρα θα χωριστούμε. Τι κέρδος έχουμε από τα τερπνά αυτού του κόσμου, αν ζημιωθεί η ψυχή μας, που όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιός της ; Με τέτοιους λόγους κατόρθωσε ο μάρτυς να την παρηγορήσει και να φύγει από τη φυλακή στερεωμένη στην πίστη του Χριστού.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στον Βεζύρη, ο οποίος βλέποντας ότι παρά τα θέλγητρα και τα φόβητρα δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Τον αποκεφάλισαν μπροστά στο παλάτι κοντά στην Αγία Σοφία, στο σημείο όπου είχαν αποκεφαλίσει και τον μακάριο Σταμάτιο .Τη νύχτα Τούρκοι και Ρωμιοί έβλεπαν το άκτιστο φως πάνω στο άγιο λείψανο. Γι’ αυτό δόθηκε διαταγή να ριχτεί στη θάλασσα. Το έμαθαν οι Χριστιανοί και η συντεχνία των γουναράδων έδωσαν τριακόσια γρόσια στον αγά και αγόρασαν το άγιο λείψανο , το οποίο ενταφίασαν με κάθε τιμή και ευλάβεια στο μοναστήρι της νήσου Πρώτης της Προποντίδος.
Οι τρεις Τούρκοι αξιωματούχοι που στάθηκαν αίτιοι του θανάτου του μάρτυρος ασθένησαν βαριά και δεν έβγαινε η ψυχή τους αλλά φώναζαν συνέχεια : Αγγελή, Αγγελή, έως ότου κάλεσαν τη γυναίκα του μάρτυρος και έλαβαν συγχώρεση από αυτήν για τον άδικο φόνο και τότε ξεψύχησαν.
Πηγή: http://www.egolpion.net

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου 1680
Ο άγιος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν χρυσοχόος στο επάγγελμα, έγγαμος και πατέρας έξι παιδιών και ήταν συνειδητός Χριστιανός.
Τη χρονιά εκείνη, στις 23 Αυγούστου, που εορτάζεται η απόδοσις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου , γινόταν πανηγύρι στο χωριό Άγιος Στέφανος. Πήγε στην πανήγυρη και ο ευλογημένος Αγγελής μαζί με άλλους Χριστιανούς .Εκεί ήσαν και κάποιοι εξωμότες χριστιανοί. Κάθισαν όλοι μαζί και έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν και έπαιζαν. Πάνω στη διασκέδαση οι εξωμότες εκείνοι Τούρκοι πήραν τις σκούφιες των Χριστιανών και τις φορούσαν και έδωσαν στους Χριστιανούς να φορούν τα δικά τους άσπρα σαρίκια. Τελειώνοντας τη διασκέδαση γύρισαν ο καθένας στο σπίτι του.
Την άλλη μέρα πήγαν στο σπίτι του αγίου εκείνοι οι εξωμότες και του λένε : Γιατί σήμερα φοράς ρωμαίικο σκουφί στο κεφάλι σου ;
Αφού είμαι Χριστιανός τέτοιο σκουφί πρέπει να φοράω, τους απάντησε.
Μα εσύ χτες έγινες μουσουλμάνος και πρέπει να φοράς άσπρο σαρίκι, όπως φόρεσες και χτες.
Ο άγιος αρχικά νόμισε πως αστειεύονταν , εκείνοι όμως θυμωμένοι τον πήγαν στο δικαστήριο όπου ψευδομαρτύρησαν ότι έγινε μουσουλμάνος. Ο άγιος διηγήθηκε τι γινόταν στο πανηγύρι και αρνήθηκε την οποιαδήποτε κατηγορία περί εξισλαμισμού του.
Βλέποντάς τον όμως ο Βεζύρης σεμνό και ευπρεπή άνθρωπο, σκέφτηκε μήπως καταφέρει πράγματι να τον εξισλαμίσει. Άρχισε λοιπόν με ταξίματα να τον κολακεύει. Ο άγιος με πολύ θάρρος του απάντησε : Εγώ, αφέντη, γεννήθηκα από Χριστιανούς γονείς και είμαι Χριστιανός και Χριστιανός πεθαίνω. Τίποτα δεν μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού, του αληθινού Θεού. Όχι τον πλούτο και τις τιμές που μου τάζεις να μου δώσεις αλλά και ολόκληρο το βασίλειό σας να μου χαρίσετε , δεν θα μπορέσετε να με κάνετε ν’ αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό. Θυμωμένος ο Βεζύρης άρχισε να φωνάζει : Αν δεν γίνεις Τούρκος θα σε βασανίσω με τέτοια βασανιστήρια που θα διαλυθούν οι σάρκες σου και θα πεθάνεις κακήν κακώς. Ο μάρτυς όμως αντιστεκόταν με γενναιότητα λέγοντας : Κάνε ό,τι θέλεις , δείρε με , κόψε με , σφάξε με , κάψε με , ρίξε με στα θηρία , ρίξε με στη θάλασσα, ό,τι άλλο μπορείς κάνε σε τούτο το πήλινο σώμα μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι , την πίστη μου δεν την αλλάζω, τούρκος δεν γίνομαι.
Τότε ο Βεζύρης διέταξε να τον κλείσουν φυλακή με τους κακούργους και να τον βασανίζουν αλύπητα. Ενώ βασανιζόταν στη φυλακή ο άγιος , κάποιος γείτονας του Τούρκος μπέης πήγε να τον επισκεφθεί και λυπούμενος τον μάρτυρα για τα δεινά που τον βρήκαν του λέει : Γιατί βασανίζεσαι και κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου ; Προσποιήσου ότι τουρκεύεις και ύστερα πάρε την οικογένειά σου και τα πλούτη σου και πήγαινε σ’ άλλο τόπο και ζήσε χριστιανικά.
Μη γένοιτο, του αποκρίθηκε ο άγιος , να χάσω τα λογικά μου και να βγει απ’ το στόμα μου τέτοιος ασεβέστατος λόγος. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μένα , είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα ν’ αποθάνω και εγώ για χάρη Του ; Εγώ, σήμερα αύριο πεθαίνω, ας πεθάνω σήμερα για τον Χριστό μου , ν’ απολαύσω και την ουράνια βασιλεία του.
Οι Τούρκοι τέλος χρησιμοποίησαν την σύζυγό του για να τον πιέσουν. Την οδήγησαν στη φυλακή όπου αυτή τόσο σπαρακτικά έκλαιγε και τόσο παρακινητικά λόγια έλεγε που θα μπορούσαν να μαλακώσουν και την σκληρότερη πέτρα. Ο άγιος όμως, με τη χάρη του Θεού, έμεινε άκαμπτος. Ας είναι , γυναίκα, της είπε, και για σένα και για μένα ο Χριστός πάνω απ’ όλα. Σε Εκείνον, για τον οποίο υπομένω με χαρά τον μαρτυρικό αυτό θάνατο, παραδίδω σήμερα και σένα και τα τέκνα σου. Υπόμεινε και συ την στέρησή μου, για να συναντηθούμε και να συνευφραινόμαστε στην αιώνια μακαριότητα. Έτσι κι αλλιώς κάποια μέρα θα χωριστούμε. Τι κέρδος έχουμε από τα τερπνά αυτού του κόσμου, αν ζημιωθεί η ψυχή μας, που όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιός της ; Με τέτοιους λόγους κατόρθωσε ο μάρτυς να την παρηγορήσει και να φύγει από τη φυλακή στερεωμένη στην πίστη του Χριστού.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στον Βεζύρη, ο οποίος βλέποντας ότι παρά τα θέλγητρα και τα φόβητρα δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Τον αποκεφάλισαν μπροστά στο παλάτι κοντά στην Αγία Σοφία, στο σημείο όπου είχαν αποκεφαλίσει και τον μακάριο Σταμάτιο .Τη νύχτα Τούρκοι και Ρωμιοί έβλεπαν το άκτιστο φως πάνω στο άγιο λείψανο. Γι’ αυτό δόθηκε διαταγή να ριχτεί στη θάλασσα. Το έμαθαν οι Χριστιανοί και η συντεχνία των γουναράδων έδωσαν τριακόσια γρόσια στον αγά και αγόρασαν το άγιο λείψανο , το οποίο ενταφίασαν με κάθε τιμή και ευλάβεια στο μοναστήρι της νήσου Πρώτης της Προποντίδος.
Οι τρεις Τούρκοι αξιωματούχοι που στάθηκαν αίτιοι του θανάτου του μάρτυρος ασθένησαν βαριά και δεν έβγαινε η ψυχή τους αλλά φώναζαν συνέχεια : Αγγελή, Αγγελή, έως ότου κάλεσαν τη γυναίκα του μάρτυρος και έλαβαν συγχώρεση από αυτήν για τον άδικο φόνο και τότε ξεψύχησαν.
Πηγή: http://www.egolpion.net
Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε.
Μάρκος ε' 36
Μάρκος ε' 36
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Προφήτης Μιχαίας

Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748 – 696 π.Χ., ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε καὶ Μορασθίτης. Ὁ Μιχαίας, σχεδὸν σύγχρονος μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα,εἶναι ἕκτος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.
Ἡ προφητεία του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ κεφάλαια. Στὰ πρῶτα τρία, προαναγγέλλει τὴν καταστροφὴ τῆς Σαμάρειας. Στὰ ἑπόμενα δυὸ μιλάει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα ἐλέγχει τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ζητᾶ νὰ κάνει διάφορες θυσίες στὸν Θεό, ἐνῷ ὁ Μιχαίας τοῦ ὑπενθυμίζει τὸ πραγματικὸ καθῆκον ποὺ ἔχει στὸ Θεό, μὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρά σοῦ ἀλλὰ ἡ τοῦ ποιεὶν κρῖμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ Κυρίου Θεοῦ σου;».
Δηλαδή, τί ζητάει ἀπὸ σένα ὁ Θεός, παρὰ μόνο νὰ εἶσαι δίκαιος, εὐσπλαγχνικὸς καὶ πρόθυμος νὰ πορεύεσαι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου; Μιὰ διαχρονικὴ ὑπενθύμιση, ποὺ ἀνταποκρίνεται φυσικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας.
Γενικά, τὸ βιβλίο τοῦ Μιχαία, ποὺ γράφηκε στὴν ἑβραϊκή, διακρίνεται γιὰ τὴ γλαφυρότητα καὶ τὴ σαφήνεια τῶν φράσεών του. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Μιχαίας, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῶν παρανομιῶν τοῦ Ἀχαάθ, βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα, καταδιώκετο ἀπ’ αὐτὸν καὶ σῳζόταν φεύγοντας στὰ ὄρη. Ἀλλὰ ὅταν βασίλευσε ὁ γιὸς τοῦ Ἀχαὰβ, Ἰωράμ, συνελήφθη ἀπ’ αὐτόν, μὴ ἀνεχόμενος τοὺς ἐλέγχους του, κρεμάστηκε καὶ ἔτσι θανατώθηκε. Τὸ δὲ σῶμά του περισυνέλεξαν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸ ἔθαψαν στὴ Μορασθῆ, κοντὰ στὸ πολυανδρίο Ἐνακείμ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος περίοπτον, καὶ ἐμφανὲς ἀληθῶς, προεῖδες ἐν Πνεύματι, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Μιχαία θεόπνευστε· ὅθεν οἱ εὑρηκότες, ἐν αὐτῇ σωτηρίαν, βαίνουσιν ὡς προέφης, ἐν ταῖς τρίβοις Κυρίου, γεραίροντες ὦ Προφῆτα, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ταῖς λαμπηδόσι, φωτισθεὶς προέγραψας, τὴν συγκατάβασιν Χριστοῦ, δι’ ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ σὲ τιμῶντες, Μιχαία θεόπνευστε.
Μεγαλυνάριον.
Γλῶσσαν πνευματέμφορον ἐσχηκώς, ὤφθης τῶν μελλόντων, προσημάντωρ ὑφηγητής· ὅθεν ἐδοξάσθης, Μιχαία θεηγόρε, ἀθλητικῶς σφραγίσας, τὴν πολιτείαν σου.
Πηγή

Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748 – 696 π.Χ., ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωάθαμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε καὶ Μορασθίτης. Ὁ Μιχαίας, σχεδὸν σύγχρονος μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα,εἶναι ἕκτος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.
Ἡ προφητεία του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ κεφάλαια. Στὰ πρῶτα τρία, προαναγγέλλει τὴν καταστροφὴ τῆς Σαμάρειας. Στὰ ἑπόμενα δυὸ μιλάει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα ἐλέγχει τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ζητᾶ νὰ κάνει διάφορες θυσίες στὸν Θεό, ἐνῷ ὁ Μιχαίας τοῦ ὑπενθυμίζει τὸ πραγματικὸ καθῆκον ποὺ ἔχει στὸ Θεό, μὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρά σοῦ ἀλλὰ ἡ τοῦ ποιεὶν κρῖμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ Κυρίου Θεοῦ σου;».
Δηλαδή, τί ζητάει ἀπὸ σένα ὁ Θεός, παρὰ μόνο νὰ εἶσαι δίκαιος, εὐσπλαγχνικὸς καὶ πρόθυμος νὰ πορεύεσαι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου; Μιὰ διαχρονικὴ ὑπενθύμιση, ποὺ ἀνταποκρίνεται φυσικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας.
Γενικά, τὸ βιβλίο τοῦ Μιχαία, ποὺ γράφηκε στὴν ἑβραϊκή, διακρίνεται γιὰ τὴ γλαφυρότητα καὶ τὴ σαφήνεια τῶν φράσεών του. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Μιχαίας, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῶν παρανομιῶν τοῦ Ἀχαάθ, βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα, καταδιώκετο ἀπ’ αὐτὸν καὶ σῳζόταν φεύγοντας στὰ ὄρη. Ἀλλὰ ὅταν βασίλευσε ὁ γιὸς τοῦ Ἀχαὰβ, Ἰωράμ, συνελήφθη ἀπ’ αὐτόν, μὴ ἀνεχόμενος τοὺς ἐλέγχους του, κρεμάστηκε καὶ ἔτσι θανατώθηκε. Τὸ δὲ σῶμά του περισυνέλεξαν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸ ἔθαψαν στὴ Μορασθῆ, κοντὰ στὸ πολυανδρίο Ἐνακείμ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος περίοπτον, καὶ ἐμφανὲς ἀληθῶς, προεῖδες ἐν Πνεύματι, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Μιχαία θεόπνευστε· ὅθεν οἱ εὑρηκότες, ἐν αὐτῇ σωτηρίαν, βαίνουσιν ὡς προέφης, ἐν ταῖς τρίβοις Κυρίου, γεραίροντες ὦ Προφῆτα, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ταῖς λαμπηδόσι, φωτισθεὶς προέγραψας, τὴν συγκατάβασιν Χριστοῦ, δι’ ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ σὲ τιμῶντες, Μιχαία θεόπνευστε.
Μεγαλυνάριον.
Γλῶσσαν πνευματέμφορον ἐσχηκώς, ὤφθης τῶν μελλόντων, προσημάντωρ ὑφηγητής· ὅθεν ἐδοξάσθης, Μιχαία θεηγόρε, ἀθλητικῶς σφραγίσας, τὴν πολιτείαν σου.
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Μνήμη του αγίου προφήτου και νομοθέτου ΜΩΥΣΕΩΣ του Θεόπτου – 4 Σεπτεμβρίου

Ο προφήτης Μωυσής κατήγετο από την φυλή του Λευί. Υιός του Άμράμ και της Ίωχαβέδ, γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους της σκληρής καταδυναστεύσεως των ομογενών του απο τον Φαραώ. Φοβούμενος ο τελευταίος την αϋξησι και ευημερία των Εβραίων, πού ζούσαν εκεί από την εποχή του πάγκαλου Ιωσήφ, έκανε σκληρότατες τις συνθήκες εργασίας τους και διέταξε να θανα-τώνωνται όλα τα νεογέννητα άρρενα τέκνα τους. Η μητέρα του Μωυσέως, για να τον σώση, τον έβαλε μέσα σε κάνιστρο αλειμμένο με πίσσα, το οποίο απέθεσε η αδελφή του Μαριάμ στην ακροποταμιά του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, πού σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Άνετράφη ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς έν τούτοις να άποξενωθή από την πίστι των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Σε ηλικία σαράντα ετών ο Μωυσής εφόνευσε ένα Αιγύπτιο, πού είχε έπιτεθή εναντίον ενός Ισραηλίτου, και για να διασωθή από την καταδίωξι ξενιτεύθηκε στην γη Μαδιάμ. Εκεί έλαβε ως σύζυγο την Σεπφώρα, θυγατέρα του είδωλολάτρου ιερέως της Μαδιάμ Ιοθόρ. Μαζί της απέκτησε δύο υιούς, τον Γηρσάμ, πού σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, πού σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνη το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή άδολεσχία του Θεού.
Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτείας στην Μαδιάμ, όπως έ’βοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της έν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να έπιστρέψη στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον έπαναφέρη στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να άναλάβη το έ’ργο, του έδωσε ώς βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να έπιτρέψη στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θείαν παραχώρησι η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να έργάζωνται ώς δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.
Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως έκτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμι του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους άφήση να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, πού τους έδωσαν οί Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την άναχώρησί τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξίν τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ’ έντολήν του θεού κτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διεχώρισε στα δύο. “Ετσι, οί Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». “Οταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέσι, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ πού τους ακολουθούσαν.
Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ώδή, «’Άσωμεν τω Κυρίω ένδόξως γαρ δεδόξασται- ιππον και άναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν, βοηθός και σκεπαστής έγένετό μοι εις σωτηρίαν» (‘Έξ 15, 1-2), πού έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ώς το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, πού έποίκιλλε στην γεύσι ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός έξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήση με το ραβδί του έ’να βράχο, από όπου άνέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους έπετέθησαν και οί αλλόφυλοι Άμαληκίτες, τους οποίους κατετρό-πωσε ο Ιησούς του Ναυή .
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να άνεβή μόνος στην κορυφή του όρους. Έκεϊ του αποκαλύφθηκε ύπό μορφήν πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. “Ολο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως όμιλε! κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή άποκάλυψι της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες πού παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό δ,τι ήταν αναγκαίο, για να απόκτηση ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την όργάνωσι της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρη ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ένώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων “Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, πού κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την είδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία-«Και νύν εί μεν άφεΤς αύτοίς την άμαρτίαν αυτών, άφες• εί δε μή, έξάλειψόν με εκ της βίβλου σου» (νΕζ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ί’διος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ’ ύπαγόρευσιν του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. “Ετσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θεϊο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε έκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψι. Αμύητοι οί Ισραηλίτες στα μυστήρια τοΰ θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, πού αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήση με τον θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γής της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους πού έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψι της χώρας, έστασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να έπιστρέψη στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους άφανίση τελείως, άλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνησι, άφ’ ενός μέν για να παιδαγωγηθούν, άφ’ έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνησι έξω από την γή Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεσι αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην άρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οί επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψι νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ήγέτου τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώση νερό από τον βράχο, άλλά αυτός, κυριευμένος από άθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «Ακούσατε μου, οί άπειθείς- μή εκ της πέτρας ταύτης έξάξομεν ύμίν ύδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό άνέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής• ο ίδιος όμως εξ αίτίας της «άντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην είσέλθη στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέππες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. “Επειτα έχρισε ώς διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ώδή, «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω, και άκουέτω η γη ρήματα έκ στόματος μου…» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε άνεβή για να του δείξη ο Κύριος την έπηγγελμένη γή. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Πηγή: Νέος συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
http://vatopaidi.wordpress.com//
Δεύτερη Πηγή (όμοια)

Ο προφήτης Μωυσής κατήγετο από την φυλή του Λευί. Υιός του Άμράμ και της Ίωχαβέδ, γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους της σκληρής καταδυναστεύσεως των ομογενών του απο τον Φαραώ. Φοβούμενος ο τελευταίος την αϋξησι και ευημερία των Εβραίων, πού ζούσαν εκεί από την εποχή του πάγκαλου Ιωσήφ, έκανε σκληρότατες τις συνθήκες εργασίας τους και διέταξε να θανα-τώνωνται όλα τα νεογέννητα άρρενα τέκνα τους. Η μητέρα του Μωυσέως, για να τον σώση, τον έβαλε μέσα σε κάνιστρο αλειμμένο με πίσσα, το οποίο απέθεσε η αδελφή του Μαριάμ στην ακροποταμιά του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, πού σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Άνετράφη ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς έν τούτοις να άποξενωθή από την πίστι των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Σε ηλικία σαράντα ετών ο Μωυσής εφόνευσε ένα Αιγύπτιο, πού είχε έπιτεθή εναντίον ενός Ισραηλίτου, και για να διασωθή από την καταδίωξι ξενιτεύθηκε στην γη Μαδιάμ. Εκεί έλαβε ως σύζυγο την Σεπφώρα, θυγατέρα του είδωλολάτρου ιερέως της Μαδιάμ Ιοθόρ. Μαζί της απέκτησε δύο υιούς, τον Γηρσάμ, πού σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, πού σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνη το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή άδολεσχία του Θεού.
Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτείας στην Μαδιάμ, όπως έ’βοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της έν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να έπιστρέψη στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον έπαναφέρη στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να άναλάβη το έ’ργο, του έδωσε ώς βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να έπιτρέψη στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θείαν παραχώρησι η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να έργάζωνται ώς δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.
Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως έκτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμι του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους άφήση να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, πού τους έδωσαν οί Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την άναχώρησί τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξίν τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ’ έντολήν του θεού κτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διεχώρισε στα δύο. “Ετσι, οί Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». “Οταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέσι, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ πού τους ακολουθούσαν.
Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ώδή, «’Άσωμεν τω Κυρίω ένδόξως γαρ δεδόξασται- ιππον και άναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν, βοηθός και σκεπαστής έγένετό μοι εις σωτηρίαν» (‘Έξ 15, 1-2), πού έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ώς το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, πού έποίκιλλε στην γεύσι ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός έξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήση με το ραβδί του έ’να βράχο, από όπου άνέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους έπετέθησαν και οί αλλόφυλοι Άμαληκίτες, τους οποίους κατετρό-πωσε ο Ιησούς του Ναυή .
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να άνεβή μόνος στην κορυφή του όρους. Έκεϊ του αποκαλύφθηκε ύπό μορφήν πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. “Ολο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως όμιλε! κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή άποκάλυψι της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες πού παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό δ,τι ήταν αναγκαίο, για να απόκτηση ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την όργάνωσι της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρη ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ένώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων “Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, πού κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την είδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία-«Και νύν εί μεν άφεΤς αύτοίς την άμαρτίαν αυτών, άφες• εί δε μή, έξάλειψόν με εκ της βίβλου σου» (νΕζ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ί’διος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ’ ύπαγόρευσιν του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. “Ετσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θεϊο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε έκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψι. Αμύητοι οί Ισραηλίτες στα μυστήρια τοΰ θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, πού αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήση με τον θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γής της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους πού έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψι της χώρας, έστασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να έπιστρέψη στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους άφανίση τελείως, άλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνησι, άφ’ ενός μέν για να παιδαγωγηθούν, άφ’ έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνησι έξω από την γή Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεσι αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην άρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οί επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψι νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ήγέτου τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώση νερό από τον βράχο, άλλά αυτός, κυριευμένος από άθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «Ακούσατε μου, οί άπειθείς- μή εκ της πέτρας ταύτης έξάξομεν ύμίν ύδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό άνέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής• ο ίδιος όμως εξ αίτίας της «άντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην είσέλθη στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέππες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. “Επειτα έχρισε ώς διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ώδή, «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω, και άκουέτω η γη ρήματα έκ στόματος μου…» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε άνεβή για να του δείξη ο Κύριος την έπηγγελμένη γή. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Πηγή: Νέος συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
http://vatopaidi.wordpress.com//
Δεύτερη Πηγή (όμοια)
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Προφήτης Ναούμ

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγομένους προφῆτες.
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορὰ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α’ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸν Θεό.
Στὸ Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς Ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴ Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α’ 7 – 8.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους.
Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται.
Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ Προφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφῆτα, ὁμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι• δι’ ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν· ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Πηγή

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγομένους προφῆτες.
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορὰ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α’ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸν Θεό.
Στὸ Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς Ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴ Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α’ 7 – 8.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους.
Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται.
Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ Προφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφῆτα, ὁμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι• δι’ ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν· ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.