Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 15α
Α Κορ. 15,1 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε,
Α Κορ. 15,1 Αδελφοί, σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα εις σας και το οποίον σεις παρελάβατε με πίστιν, στο οποίον και στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι,
Α Κορ. 15,2 δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε.
Α Κορ. 15,2 δια του οποίου και βαδίζετε ασφαλώς τον δρόμον της σωτηρίας εάν βέβαια το κρατήτε καλά, όπως σας το έχω διδάξει, εκτός εάν ματαίως και ανωφελώς επιστεύσατε.
Α Κορ. 15,3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς,
Α Κορ. 15,3 Διότι εν πρώτοις παρέδωσα εις σας με την διδασκαλίαν μου, αυτό που και εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός απέθανεν επί του σταυρού δια τας αμαρτίας μας, όπως είχαν προφητεύσει και αι Γραφαί.
Α Κορ. 15,4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς,
Α Κορ. 15,4 Και ότι ετάφη και ότι αναστήθηκε κατά την τρίτην ημέραν σύμφωνα με τας Γραφάς,
Α Κορ. 15,5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα·
Α Κορ. 15,5 και ότι παρουσιάσθηκε στον Πετρον, έπειτα στους δώδεκα αποστόλους.
Α Κορ. 15,6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·
Α Κορ. 15,6 Υστερα δε παρουσιάσθηκε μια φορά εις πεντακοσίους και πλέον αδελφούς, από τους οποίους οι πλείστοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέρας αυτής, μερικοί δε και έχουν αποθάνει.
Α Κορ. 15,7 ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν·
Α Κορ. 15,7 Επειτα εφανερώθηκε στον Ιάκωβον, ύστερον εις όλους τους Αποστόλους.
Α Κορ. 15,8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί.
Α Κορ. 15,8 Τελευταίον δε από όλους σαν σε εξάμβλωμα, σαν σε έμβρυον που γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε και εις εμέ.
Α Κορ. 15,9 ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ·
Α Κορ. 15,9 Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος από όλους τους Αποστόλους, ο οποίος και δεν είμαι άξιος να λέφγωμαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού.
Α Κορ. 15,10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.
Α Κορ. 15,10 Σημερον δε είμαι αυτό που είμαι, δηλαδή Απόστολος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδόθηκε, δεν έγινε και δεν έμεινε άκαρπος. Αλλά περισσότερον από όλους τους άλλους Αποστόλους εκοπίασα στο έργον του Ευαγγελίου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου.
Α Κορ. 15,11 εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Α Κορ. 15,11 Επομένως είτε εγώ είτε εκείνοι κατά τον ίδιον τρόπον προσφέρομεν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιον και το ίδιον Ευαγγέλιον κηρύσσομεν. Ετσι δε και σεις εδεχθήκατε το Ευαγγέλιον και επιστεύσατε.
Α Κορ. 15,12 Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν;
Α Κορ. 15,12 Εάν δε από όλους μας κηρύσσεται ότι ο Χριστός έχει αναστηθή, πως μερικοί, αντιλέγοντες στο ομόφωνον κήρυγμα των Αποστόλων, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών;
Α Κορ. 15,13 εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·
Α Κορ. 15,13 Εάν όμως δεν υπάρχη ανάστασις νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθή.
Α Κορ. 15,14 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν.
Α Κορ. 15,14 Εάν δε ο Χριστός δεν ανεστήθηκε, τότε είναι αδειανό και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμα μας, κούφια και ανωφελής η πίστις σας.
Α Κορ. 15,15 εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται·
Α Κορ. 15,15 Επί πλέον δε παρουσιαζόμεθα έτσι και αποκαλυπτόμεθα ημείς οι Απόστολοι και ψευδομάρτυρες κατά του Θεού, διότι έδώσαμεν ψευδή μαρτυρίαν δια τον Θεόν, ότι δηλαδή ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον όμως δεν ανέστησε. Και βέβαια δεν θα τον έχη αναστήσει, εάν υποτεθή ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται.
Α Κορ. 15,16 εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται.
Α Κορ. 15,16 Διότι εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνατι, ούτε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε.
Α Κορ. 15,17 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
Α Κορ. 15,17 Εάν δε ο Χριστός δεν έχη αναστηθή, όπως λέγουν μερικοί πλανεμένοι, τότε είναι χωρίς περιεχόμενον και εντελώς ανωφελής η πίστις σας. Είσθε άκομα βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας.
Α Κορ. 15,18 ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο.
Α Κορ. 15,18 Επομένως και εκείνοι που έχουν πεθάνει με την πίστιν στον Χριστόν εχάθηκαν.
Α Κορ. 15,19 εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.
Α Κορ. 15,19 Εάν δε εις αυτήν την ζωήν έχωμεν ελπίσει δια την σωτηρίαν μας αποκλειστικά και μόνον στον Χριστόν, τότε είμεθα οι περισσότερον από όλους τους ανθρώπους ταλαίπωροι και αξιοδάκρυτοι.
Α Κορ. 15,1 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε,
Α Κορ. 15,1 Αδελφοί, σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα εις σας και το οποίον σεις παρελάβατε με πίστιν, στο οποίον και στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι,
Α Κορ. 15,2 δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε.
Α Κορ. 15,2 δια του οποίου και βαδίζετε ασφαλώς τον δρόμον της σωτηρίας εάν βέβαια το κρατήτε καλά, όπως σας το έχω διδάξει, εκτός εάν ματαίως και ανωφελώς επιστεύσατε.
Α Κορ. 15,3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς,
Α Κορ. 15,3 Διότι εν πρώτοις παρέδωσα εις σας με την διδασκαλίαν μου, αυτό που και εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός απέθανεν επί του σταυρού δια τας αμαρτίας μας, όπως είχαν προφητεύσει και αι Γραφαί.
Α Κορ. 15,4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς,
Α Κορ. 15,4 Και ότι ετάφη και ότι αναστήθηκε κατά την τρίτην ημέραν σύμφωνα με τας Γραφάς,
Α Κορ. 15,5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα·
Α Κορ. 15,5 και ότι παρουσιάσθηκε στον Πετρον, έπειτα στους δώδεκα αποστόλους.
Α Κορ. 15,6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·
Α Κορ. 15,6 Υστερα δε παρουσιάσθηκε μια φορά εις πεντακοσίους και πλέον αδελφούς, από τους οποίους οι πλείστοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέρας αυτής, μερικοί δε και έχουν αποθάνει.
Α Κορ. 15,7 ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν·
Α Κορ. 15,7 Επειτα εφανερώθηκε στον Ιάκωβον, ύστερον εις όλους τους Αποστόλους.
Α Κορ. 15,8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί.
Α Κορ. 15,8 Τελευταίον δε από όλους σαν σε εξάμβλωμα, σαν σε έμβρυον που γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε και εις εμέ.
Α Κορ. 15,9 ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ·
Α Κορ. 15,9 Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος από όλους τους Αποστόλους, ο οποίος και δεν είμαι άξιος να λέφγωμαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού.
Α Κορ. 15,10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.
Α Κορ. 15,10 Σημερον δε είμαι αυτό που είμαι, δηλαδή Απόστολος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδόθηκε, δεν έγινε και δεν έμεινε άκαρπος. Αλλά περισσότερον από όλους τους άλλους Αποστόλους εκοπίασα στο έργον του Ευαγγελίου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου.
Α Κορ. 15,11 εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Α Κορ. 15,11 Επομένως είτε εγώ είτε εκείνοι κατά τον ίδιον τρόπον προσφέρομεν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιον και το ίδιον Ευαγγέλιον κηρύσσομεν. Ετσι δε και σεις εδεχθήκατε το Ευαγγέλιον και επιστεύσατε.
Α Κορ. 15,12 Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν;
Α Κορ. 15,12 Εάν δε από όλους μας κηρύσσεται ότι ο Χριστός έχει αναστηθή, πως μερικοί, αντιλέγοντες στο ομόφωνον κήρυγμα των Αποστόλων, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών;
Α Κορ. 15,13 εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·
Α Κορ. 15,13 Εάν όμως δεν υπάρχη ανάστασις νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθή.
Α Κορ. 15,14 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν.
Α Κορ. 15,14 Εάν δε ο Χριστός δεν ανεστήθηκε, τότε είναι αδειανό και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμα μας, κούφια και ανωφελής η πίστις σας.
Α Κορ. 15,15 εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται·
Α Κορ. 15,15 Επί πλέον δε παρουσιαζόμεθα έτσι και αποκαλυπτόμεθα ημείς οι Απόστολοι και ψευδομάρτυρες κατά του Θεού, διότι έδώσαμεν ψευδή μαρτυρίαν δια τον Θεόν, ότι δηλαδή ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον όμως δεν ανέστησε. Και βέβαια δεν θα τον έχη αναστήσει, εάν υποτεθή ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται.
Α Κορ. 15,16 εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται.
Α Κορ. 15,16 Διότι εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνατι, ούτε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε.
Α Κορ. 15,17 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
Α Κορ. 15,17 Εάν δε ο Χριστός δεν έχη αναστηθή, όπως λέγουν μερικοί πλανεμένοι, τότε είναι χωρίς περιεχόμενον και εντελώς ανωφελής η πίστις σας. Είσθε άκομα βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας.
Α Κορ. 15,18 ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο.
Α Κορ. 15,18 Επομένως και εκείνοι που έχουν πεθάνει με την πίστιν στον Χριστόν εχάθηκαν.
Α Κορ. 15,19 εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.
Α Κορ. 15,19 Εάν δε εις αυτήν την ζωήν έχωμεν ελπίσει δια την σωτηρίαν μας αποκλειστικά και μόνον στον Χριστόν, τότε είμεθα οι περισσότερον από όλους τους ανθρώπους ταλαίπωροι και αξιοδάκρυτοι.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 15β
Α Κορ. 15,20 Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Α Κορ. 15,20 Αλλά δεν είμεθα, διότι ο Χριστός όντως έχει αναστηθή εκ των νεκρών. Αναστήθηκε πρώτος από όλους και έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων των κοιμηθέντων.
Α Κορ. 15,21 ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν.
Α Κορ. 15,21 Επειδή ακριβώς δια μέσου ανθρώπου, του Αδάμ, που παρέβη την εντολήν, εισήλθεν ο θάνατος στο γένος των ανθρώπων, έτσι και δια μέσου ανθρώπου, του νέου Αδάμ, του Χριστού, θα έλθη η ανάστασις των νεκρών.
Α Κορ. 15,22 ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται.
Α Κορ. 15,22 Οπως δηλαδή όλοι οι άνθρωποι εξ αιτίας της καταγωγής και της σχέσεως αυτών με τον Αδάμ αποθνήσκουν, έτσι και δια μέσου της χάριτος και της ενώσεως με τον Χριστόν όλοι θα ζωοποιηθούν.
Α Κορ. 15,23 ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ·
Α Κορ. 15,23 Αλλ' ο καθένας με την σειράν του, πρώτος δηλαδή σαν ένδοξος απαρχή ο Χριστός και έπειτα, κατά την μεγάλην ημέραν της δευτέρας παρουσίας, θα αναστηθούν όσοι ανήκουν στον Χριστόν. (Θα αναστηθούν όλοι ανεξαιρέτως οι νεκροί, αλλά εις αιώνιον και ευφρόσυνον ζωήν πλησίον του Χριστού θα κληθούν όσοι έχουν πιστεύσει και ζήσει κατά το θέλημα του).
Α Κορ. 15,24 εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν.
Α Κορ. 15,24 Υστερα θα έλθη το τέλος. Και τότε θα παραδώση ο Χριστός ως άνθρωπος την μεσσιανικήν βασιλείαν του στον Θεόν και Πατέρα, όταν θα έχη πλέον αχρηστεύσει και καταργήσει κάθε αρχήν και κάθε εξουσίαν και δύναμιν.
Α Κορ. 15,25 δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
Α Κορ. 15,25 Διότι πρέπει αυτός να εξακολουθή να βασιλεύη ως Μεσσίας “μέχρι ότου υποτάξη κάτω από τους πόδας του όλους τους εχθρούς του”.
Α Κορ. 15,26 ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος·
Α Κορ. 15,26 Τελευταίος δε εχθρός καταργείται και εξαφανίζεται ο θάνατος
Α Κορ. 15,27 πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα.
Α Κορ. 15,27 Διότι όπως είναι γραμμένον και εις την Π. Διαθήκην ο Θεός Πατήρ “υπέταξεν υπό τους πόδας του Χριστού Μεσσίου τα πάντα” και αυτόν ακόμην τον θάνατον. Οταν δε ο Πατήρ πη στον Υιόν, ότι όλα πλέον έχουν υποταχθή εις αυτόν, είναι φανερόν ότι εννοεί όλα, εκτός βέβαια του Θεού Πατρός, ο οποίος υπέταξεν στον Χριστόν τα πάντα.
Α Κορ. 15,28 ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν.
Α Κορ. 15,28 Οταν δε όλα υποταχθούν εις αυτόν, τότε και ο Υιός ως άνθρωπος θα υποταχθή εις εκείνον, που του υπέταξε τα πάντα, δια να είναι ο άπειρος Θεός με τον Υιόν και Λογον και με το Αγιον Πνεύμα τα πάντα εις όλους.
Α Κορ. 15,29 Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν;
Α Κορ. 15,29 Εάν άλλως συνέβαινε και οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τι θα κάμουν και τι έχουν να κερδήσουν όσοι βαπτίζονται με την πίστιν και την προσδοκίαν να ενωθούν με τους άλλους αποθανόντας πιστούς, τους οποίους πιστεύουν ζώντας εις την εν ουρανοίς Εκκλησίαν, εάν κατά κανένα τρόπον δεν ανασταίνωνται οι νεκροί; (Δια ποίον λόγον και βαπτίζονται, αφού δεν πρόκειται να εισέλθουν εις καμμίαν κοινωνίαν αποθαμμένων, αφού αυτοί δεν ζουν πλέον, όχι μόνον εις την γην, αλλ' ούτε και στους ουρανούς;)
Α Κορ. 15,30 τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν;
Α Κορ. 15,30 Προς τι και ημείς οι Απόστολοι κάθε ώραν εκτιθέμεθα εις κινδύνους;
Α Κορ. 15,31 καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Α Κορ. 15,31 Μα την καύχησιν, που έχω για σας ενώπιον του Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών, κάθε ημέραν αντικρύζω κίνδυνον θανάτου δια το Ευαγγέλιον.
Α Κορ. 15,32 εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.
Α Κορ. 15,32 Εάν, δια να ομιλήσω κατά τον ανθρώπινον τρόπον του σκέπτεσθαι, ηγωνίσθην εις την Εφεσον τον έσχατον αγώνα εναντίον ανθρώπων, που δια την αγριότητα των ωμοίαζον με θηρία, τι ωφελήθηκα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνται, τότε ας είπωμεν ο,τι και οι υλισταί, δια τους οποίους κάνει λόγον η Π. Διαθήκη· “ας φάμε, ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνομε”.
Α Κορ. 15,33 μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί.
Α Κορ. 15,33 Μη πλανάσθε με τέτοιες ψευδείς διδασκαλίες και μη λησμονείτε ότι αι κακαί συναναστροφαί διαφθείρουν τα καλά ήθη.
Α Κορ. 15,34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω.
Α Κορ. 15,34 Εξυπνήσατε και γρηγορήσατε, όπως είναι δίκαιον και συμφέρον για σας, και αποφεύγετε την αμαρτίαν· διότι μερικοί έχουν άγνοιαν της δυνάμεως του Θεού και αμαρτάνουν χωρίς φόβον. Σας τα λέγω αυτά δια να εντραπήτε.
Α Κορ. 15,35 Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται;
Α Κορ. 15,35 Αλλ' ίσως θα πη κανείς· πως ανασταίνονται οι νεκροί, με ποίον δε σώμα έρχονται, με αυτό το σώμα που αποσυνετέθη και διελύθη;
Α Κορ. 15,36 ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ·
Α Κορ. 15,36 Ανόητε και απερίσκεπτε, διατί αμφιβάλλεις; Εκείνο το οποίον συ σπείρεις, δεν ζωογονείται και δεν καρποφορεί, εάν δεν αποθάνη και δεν αποσυντεθή θαπτόμενον εις την γην.
Α Κορ. 15,37 καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν·
Α Κορ. 15,37 Και αυτό που σπέρνεις δεν είναι το σώμα, που πρόκειται να φυτρώση και να γίνη από την γην, αλλά σπέρνεις π.χ. ένα γυμνόν και χωρίς φύλλα κόκκον σιταριού η κάποιον από τους άλλους σπόρους.
Α Κορ. 15,38 ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.
Α Κορ. 15,38 Ο δε Θεός δίδει εις αυτόν τον γυμνόν κόκκον σώμα, σύμφωνα με το θέλημά του, και εις καθένα από τους σπόρους το ιδιαίτερον σώμα.
Α Κορ. 15,39 οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν.
Α Κορ. 15,39 Ολαι αι σάρκες δεν είναι η ίδια σάρκα, άλλη μεν είναι η σάρκα των ανθρώπων, άλλη δε η σάρκα των κτηνών, άλλη η σάρκα των ιχθύων και άλλη των πτηνών.
Α Κορ. 15,40 καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ᾿ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων.
Α Κορ. 15,40 Οπως επίσης υπάρχουν και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά άλλη μεν είναι η λαμπρότης των επουρανίων και άλλη η των επιγείων.
Α Κορ. 15,41 ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ.
Α Κορ. 15,41 Αλλη είναι η λάμψις και το μεγαλείον του ηλίου και άλλη είναι η λάμψις της σελήνης και άλλη η λαμπρότης των αστέρων· διότι αστέρι από αστέρι διαφέρει ως προς την λάμψιν.
Α Κορ. 15,42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ·
Α Κορ. 15,42 Ετσι είναι και η ανάστασις των νεκρών σωμάτων. Ριπτεται στον τάφον το νεκρόν σώμα εις κατάστασιν φθοράς και αποσυνθέσεως και ανασταίνεται άφθαρτον.
Α Κορ. 15,43 σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει·
Α Κορ. 15,43 Ριπτεται στον τάφον δυσειδές και δυσώδες και ανασταίνεται ωραίον και ένδοξον. Σπέρνεται εις κατάστασιν ασθενείας και ανασταίνεται γεμάτο δύναμιν.
Α Κορ. 15,20 Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Α Κορ. 15,20 Αλλά δεν είμεθα, διότι ο Χριστός όντως έχει αναστηθή εκ των νεκρών. Αναστήθηκε πρώτος από όλους και έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων των κοιμηθέντων.
Α Κορ. 15,21 ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν.
Α Κορ. 15,21 Επειδή ακριβώς δια μέσου ανθρώπου, του Αδάμ, που παρέβη την εντολήν, εισήλθεν ο θάνατος στο γένος των ανθρώπων, έτσι και δια μέσου ανθρώπου, του νέου Αδάμ, του Χριστού, θα έλθη η ανάστασις των νεκρών.
Α Κορ. 15,22 ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται.
Α Κορ. 15,22 Οπως δηλαδή όλοι οι άνθρωποι εξ αιτίας της καταγωγής και της σχέσεως αυτών με τον Αδάμ αποθνήσκουν, έτσι και δια μέσου της χάριτος και της ενώσεως με τον Χριστόν όλοι θα ζωοποιηθούν.
Α Κορ. 15,23 ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ·
Α Κορ. 15,23 Αλλ' ο καθένας με την σειράν του, πρώτος δηλαδή σαν ένδοξος απαρχή ο Χριστός και έπειτα, κατά την μεγάλην ημέραν της δευτέρας παρουσίας, θα αναστηθούν όσοι ανήκουν στον Χριστόν. (Θα αναστηθούν όλοι ανεξαιρέτως οι νεκροί, αλλά εις αιώνιον και ευφρόσυνον ζωήν πλησίον του Χριστού θα κληθούν όσοι έχουν πιστεύσει και ζήσει κατά το θέλημα του).
Α Κορ. 15,24 εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν.
Α Κορ. 15,24 Υστερα θα έλθη το τέλος. Και τότε θα παραδώση ο Χριστός ως άνθρωπος την μεσσιανικήν βασιλείαν του στον Θεόν και Πατέρα, όταν θα έχη πλέον αχρηστεύσει και καταργήσει κάθε αρχήν και κάθε εξουσίαν και δύναμιν.
Α Κορ. 15,25 δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
Α Κορ. 15,25 Διότι πρέπει αυτός να εξακολουθή να βασιλεύη ως Μεσσίας “μέχρι ότου υποτάξη κάτω από τους πόδας του όλους τους εχθρούς του”.
Α Κορ. 15,26 ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος·
Α Κορ. 15,26 Τελευταίος δε εχθρός καταργείται και εξαφανίζεται ο θάνατος
Α Κορ. 15,27 πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα.
Α Κορ. 15,27 Διότι όπως είναι γραμμένον και εις την Π. Διαθήκην ο Θεός Πατήρ “υπέταξεν υπό τους πόδας του Χριστού Μεσσίου τα πάντα” και αυτόν ακόμην τον θάνατον. Οταν δε ο Πατήρ πη στον Υιόν, ότι όλα πλέον έχουν υποταχθή εις αυτόν, είναι φανερόν ότι εννοεί όλα, εκτός βέβαια του Θεού Πατρός, ο οποίος υπέταξεν στον Χριστόν τα πάντα.
Α Κορ. 15,28 ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν.
Α Κορ. 15,28 Οταν δε όλα υποταχθούν εις αυτόν, τότε και ο Υιός ως άνθρωπος θα υποταχθή εις εκείνον, που του υπέταξε τα πάντα, δια να είναι ο άπειρος Θεός με τον Υιόν και Λογον και με το Αγιον Πνεύμα τα πάντα εις όλους.
Α Κορ. 15,29 Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν;
Α Κορ. 15,29 Εάν άλλως συνέβαινε και οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τι θα κάμουν και τι έχουν να κερδήσουν όσοι βαπτίζονται με την πίστιν και την προσδοκίαν να ενωθούν με τους άλλους αποθανόντας πιστούς, τους οποίους πιστεύουν ζώντας εις την εν ουρανοίς Εκκλησίαν, εάν κατά κανένα τρόπον δεν ανασταίνωνται οι νεκροί; (Δια ποίον λόγον και βαπτίζονται, αφού δεν πρόκειται να εισέλθουν εις καμμίαν κοινωνίαν αποθαμμένων, αφού αυτοί δεν ζουν πλέον, όχι μόνον εις την γην, αλλ' ούτε και στους ουρανούς;)
Α Κορ. 15,30 τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν;
Α Κορ. 15,30 Προς τι και ημείς οι Απόστολοι κάθε ώραν εκτιθέμεθα εις κινδύνους;
Α Κορ. 15,31 καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Α Κορ. 15,31 Μα την καύχησιν, που έχω για σας ενώπιον του Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών, κάθε ημέραν αντικρύζω κίνδυνον θανάτου δια το Ευαγγέλιον.
Α Κορ. 15,32 εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.
Α Κορ. 15,32 Εάν, δια να ομιλήσω κατά τον ανθρώπινον τρόπον του σκέπτεσθαι, ηγωνίσθην εις την Εφεσον τον έσχατον αγώνα εναντίον ανθρώπων, που δια την αγριότητα των ωμοίαζον με θηρία, τι ωφελήθηκα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνται, τότε ας είπωμεν ο,τι και οι υλισταί, δια τους οποίους κάνει λόγον η Π. Διαθήκη· “ας φάμε, ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνομε”.
Α Κορ. 15,33 μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί.
Α Κορ. 15,33 Μη πλανάσθε με τέτοιες ψευδείς διδασκαλίες και μη λησμονείτε ότι αι κακαί συναναστροφαί διαφθείρουν τα καλά ήθη.
Α Κορ. 15,34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω.
Α Κορ. 15,34 Εξυπνήσατε και γρηγορήσατε, όπως είναι δίκαιον και συμφέρον για σας, και αποφεύγετε την αμαρτίαν· διότι μερικοί έχουν άγνοιαν της δυνάμεως του Θεού και αμαρτάνουν χωρίς φόβον. Σας τα λέγω αυτά δια να εντραπήτε.
Α Κορ. 15,35 Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται;
Α Κορ. 15,35 Αλλ' ίσως θα πη κανείς· πως ανασταίνονται οι νεκροί, με ποίον δε σώμα έρχονται, με αυτό το σώμα που αποσυνετέθη και διελύθη;
Α Κορ. 15,36 ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ·
Α Κορ. 15,36 Ανόητε και απερίσκεπτε, διατί αμφιβάλλεις; Εκείνο το οποίον συ σπείρεις, δεν ζωογονείται και δεν καρποφορεί, εάν δεν αποθάνη και δεν αποσυντεθή θαπτόμενον εις την γην.
Α Κορ. 15,37 καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν·
Α Κορ. 15,37 Και αυτό που σπέρνεις δεν είναι το σώμα, που πρόκειται να φυτρώση και να γίνη από την γην, αλλά σπέρνεις π.χ. ένα γυμνόν και χωρίς φύλλα κόκκον σιταριού η κάποιον από τους άλλους σπόρους.
Α Κορ. 15,38 ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.
Α Κορ. 15,38 Ο δε Θεός δίδει εις αυτόν τον γυμνόν κόκκον σώμα, σύμφωνα με το θέλημά του, και εις καθένα από τους σπόρους το ιδιαίτερον σώμα.
Α Κορ. 15,39 οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν.
Α Κορ. 15,39 Ολαι αι σάρκες δεν είναι η ίδια σάρκα, άλλη μεν είναι η σάρκα των ανθρώπων, άλλη δε η σάρκα των κτηνών, άλλη η σάρκα των ιχθύων και άλλη των πτηνών.
Α Κορ. 15,40 καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ᾿ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων.
Α Κορ. 15,40 Οπως επίσης υπάρχουν και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά άλλη μεν είναι η λαμπρότης των επουρανίων και άλλη η των επιγείων.
Α Κορ. 15,41 ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ.
Α Κορ. 15,41 Αλλη είναι η λάμψις και το μεγαλείον του ηλίου και άλλη είναι η λάμψις της σελήνης και άλλη η λαμπρότης των αστέρων· διότι αστέρι από αστέρι διαφέρει ως προς την λάμψιν.
Α Κορ. 15,42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ·
Α Κορ. 15,42 Ετσι είναι και η ανάστασις των νεκρών σωμάτων. Ριπτεται στον τάφον το νεκρόν σώμα εις κατάστασιν φθοράς και αποσυνθέσεως και ανασταίνεται άφθαρτον.
Α Κορ. 15,43 σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει·
Α Κορ. 15,43 Ριπτεται στον τάφον δυσειδές και δυσώδες και ανασταίνεται ωραίον και ένδοξον. Σπέρνεται εις κατάστασιν ασθενείας και ανασταίνεται γεμάτο δύναμιν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 15γ
Α Κορ. 15,44 σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν.
Α Κορ. 15,44 Σπέρνεται σώμα που εζούσε χάρις εις τας κατωτέρας ζωϊκάς του λειτουργίας και ανασταίνεται σώμα πνευματικόν. Υπάρχει σώμα ψυχικόν, ζωϊκόν, και υπάρχει σώμα πνευματικόν.
Α Κορ. 15,45 οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν·
Α Κορ. 15,45 Ετσι είναι γραμμένο εις την Π.Διαθήκην· “έγινε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με ψυχήν ζωντανήν, που ζωογονεί και το σώμα”. Ο νέος Αδάμ, ο Κυριος, είναι πλήρης από το Πνεύμα του Θεού που μεταδίδει πνευματικήν ζωήν.
Α Κορ. 15,46 ἀλλ᾿ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικόν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν.
Α Κορ. 15,46 Ομως δεν έγινε πρώτον το πνευματικόν σώμα, αλλά το ψυχικόν, το ζωϊκόν και έπειτα το πνευματικόν.
Α Κορ. 15,47 ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ.
Α Κορ. 15,47 Ο πρώτος άνθρωπος επλάσθη και προήρχετο από την γην, χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Κυριος, ο οποίος ως Θεός κατέβηκε από τον ουρανόν και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν.
Α Κορ. 15,48 οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι.
Α Κορ. 15,48 Οποιος ήτο ο χωματένιος, θνητός δηλαδή και φθαρτός, τέτοιοι χωματένιοι είναι και οι απόγονοί του. Και οποιος είναι ο επουράνιος, πνευματικός και άφθαρτος, τέτοιοι θα είναι και οι επουράνιοι, οι πιστοί δηλαδή που αναγεννώνται δι' αυτού εις την νέαν ζωήν.
Α Κορ. 15,49 καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.
Α Κορ. 15,49 Και όπως επήραμεν επάνω μας και εφορέσαμεν τα ιδιώματα του χωματένιου, έτσι θα φορέσωμε τα ιδιώματα του επουρανίου και θα γίνωμεν εικών αυτού.
Α Κορ. 15,50 Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ.
Α Κορ. 15,50 Με αυτό δε που σας λέγω, αδελφοί, εννοώ ότι η σάρκα και το αίμα, το σαρκικόν δηλαδή και φθαρτόν σώμα μας δεν ημπορεί, όπως είναι σήμερα, να κληρονομήση την βασιλείαν του Θεού, ούτε και η φθορά κληρονομεί ποτέ την αφθαρσίαν.
Α Κορ. 15,51 ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα,
Α Κορ. 15,51 Ιδού σας φανερώνω μίαν μυστηριώδη και άγνωστον αλήθειαν· όλοι μεν δεν θα αποθάνωμεν, όλοι όμως, νεκροί και ζώντες, όταν έλθη ο Χριστός, θα αλλάξωμεν σώμα και κατάστασιν.
Α Κορ. 15,52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.
Α Κορ. 15,52 Και θα γίνη αυτό ακαριαίως, ώσπου να ανοιγοκλείση το βλέφαρον, όταν θα ηχήση η τελευταία σάλπιξ του ουρανού· διότι τότε θα σαλπίση ο άγγελος και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι. Οσοι δε τότε ζώμεν θα υποστώμεν αμέσως ριζικήν αλλαγήν.
Α Κορ. 15,53 δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.
Α Κορ. 15,53 Διότι πρέπει αυτό το φθαρτόν σώμα να ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο σώμα να ενδυθή αθανασίαν.
Α Κορ. 15,54 ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος·
Α Κορ. 15,54 Οταν δε το φθαρτόν τούτο πάρη την αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο πάρη την αθανασίαν, τότε θα γίνη πραγματικότης ο λόγος που είναι γραμμένος εις την Π. Διαθήκην· “κατεποντίσθη, κατενικήθη και εξηφανίσθη εντελώς ο θάνατος”. Δεν υπάρχει πλέον.
Α Κορ. 15,55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Α Κορ. 15,55 “Που είναι, θάνατε, το φαρμακερό κεντρί σου; Αδη, που είναι η νίκη σου;”
Α Κορ. 15,56 τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος.
Α Κορ. 15,56 Το δε φαρμακερό κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, την οποίαν όμως έχει εξουδετερώσει και εξαφανίσει ο Χριστός. Η δε δύναμις της αμαρτίας είναι ο νόμος, διότι χωρίς νόμον δεν νοείται αμαρτία.
Α Κορ. 15,57 τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 15,57 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο οποίος δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μας δίδει την νίκην.
Α Κορ. 15,58 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ.
Α Κορ. 15,58 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, στηριχθήτε γέρα εις την μεγάλην αυτήν αλήθειαν περί της βεβαίας αναστάσεώς μας, μένετε ακλόνητοι, πάντοτε πλούσιοι στο έργον του Κυρίου, γνωρίζοντες καλά ότι ο κόπος σας δεν είναι χαμένος ενώπιον του Κυρίου.
Α Κορ. 15,44 σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν.
Α Κορ. 15,44 Σπέρνεται σώμα που εζούσε χάρις εις τας κατωτέρας ζωϊκάς του λειτουργίας και ανασταίνεται σώμα πνευματικόν. Υπάρχει σώμα ψυχικόν, ζωϊκόν, και υπάρχει σώμα πνευματικόν.
Α Κορ. 15,45 οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν·
Α Κορ. 15,45 Ετσι είναι γραμμένο εις την Π.Διαθήκην· “έγινε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με ψυχήν ζωντανήν, που ζωογονεί και το σώμα”. Ο νέος Αδάμ, ο Κυριος, είναι πλήρης από το Πνεύμα του Θεού που μεταδίδει πνευματικήν ζωήν.
Α Κορ. 15,46 ἀλλ᾿ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικόν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν.
Α Κορ. 15,46 Ομως δεν έγινε πρώτον το πνευματικόν σώμα, αλλά το ψυχικόν, το ζωϊκόν και έπειτα το πνευματικόν.
Α Κορ. 15,47 ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ.
Α Κορ. 15,47 Ο πρώτος άνθρωπος επλάσθη και προήρχετο από την γην, χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Κυριος, ο οποίος ως Θεός κατέβηκε από τον ουρανόν και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν.
Α Κορ. 15,48 οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι.
Α Κορ. 15,48 Οποιος ήτο ο χωματένιος, θνητός δηλαδή και φθαρτός, τέτοιοι χωματένιοι είναι και οι απόγονοί του. Και οποιος είναι ο επουράνιος, πνευματικός και άφθαρτος, τέτοιοι θα είναι και οι επουράνιοι, οι πιστοί δηλαδή που αναγεννώνται δι' αυτού εις την νέαν ζωήν.
Α Κορ. 15,49 καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.
Α Κορ. 15,49 Και όπως επήραμεν επάνω μας και εφορέσαμεν τα ιδιώματα του χωματένιου, έτσι θα φορέσωμε τα ιδιώματα του επουρανίου και θα γίνωμεν εικών αυτού.
Α Κορ. 15,50 Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ.
Α Κορ. 15,50 Με αυτό δε που σας λέγω, αδελφοί, εννοώ ότι η σάρκα και το αίμα, το σαρκικόν δηλαδή και φθαρτόν σώμα μας δεν ημπορεί, όπως είναι σήμερα, να κληρονομήση την βασιλείαν του Θεού, ούτε και η φθορά κληρονομεί ποτέ την αφθαρσίαν.
Α Κορ. 15,51 ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα,
Α Κορ. 15,51 Ιδού σας φανερώνω μίαν μυστηριώδη και άγνωστον αλήθειαν· όλοι μεν δεν θα αποθάνωμεν, όλοι όμως, νεκροί και ζώντες, όταν έλθη ο Χριστός, θα αλλάξωμεν σώμα και κατάστασιν.
Α Κορ. 15,52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.
Α Κορ. 15,52 Και θα γίνη αυτό ακαριαίως, ώσπου να ανοιγοκλείση το βλέφαρον, όταν θα ηχήση η τελευταία σάλπιξ του ουρανού· διότι τότε θα σαλπίση ο άγγελος και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι. Οσοι δε τότε ζώμεν θα υποστώμεν αμέσως ριζικήν αλλαγήν.
Α Κορ. 15,53 δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν.
Α Κορ. 15,53 Διότι πρέπει αυτό το φθαρτόν σώμα να ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο σώμα να ενδυθή αθανασίαν.
Α Κορ. 15,54 ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος·
Α Κορ. 15,54 Οταν δε το φθαρτόν τούτο πάρη την αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο πάρη την αθανασίαν, τότε θα γίνη πραγματικότης ο λόγος που είναι γραμμένος εις την Π. Διαθήκην· “κατεποντίσθη, κατενικήθη και εξηφανίσθη εντελώς ο θάνατος”. Δεν υπάρχει πλέον.
Α Κορ. 15,55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Α Κορ. 15,55 “Που είναι, θάνατε, το φαρμακερό κεντρί σου; Αδη, που είναι η νίκη σου;”
Α Κορ. 15,56 τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος.
Α Κορ. 15,56 Το δε φαρμακερό κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, την οποίαν όμως έχει εξουδετερώσει και εξαφανίσει ο Χριστός. Η δε δύναμις της αμαρτίας είναι ο νόμος, διότι χωρίς νόμον δεν νοείται αμαρτία.
Α Κορ. 15,57 τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 15,57 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο οποίος δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μας δίδει την νίκην.
Α Κορ. 15,58 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ.
Α Κορ. 15,58 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, στηριχθήτε γέρα εις την μεγάλην αυτήν αλήθειαν περί της βεβαίας αναστάσεώς μας, μένετε ακλόνητοι, πάντοτε πλούσιοι στο έργον του Κυρίου, γνωρίζοντες καλά ότι ο κόπος σας δεν είναι χαμένος ενώπιον του Κυρίου.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 16α
Α Κορ. 16,1 Περὶ δὲ τῆς λογίας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε.
Α Κορ. 16,1 Περί δε της συλλογής εράνων και βοηθημάτων δια τους πτωχούς Χριστιανούς, κάμετε και σεις σύμφωνα με τας οδηγίας, που έχω δώση εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας.
Α Κορ. 16,2 κατὰ μίαν σαββάτων ἕκαστος ὑμῶν παρ᾿ ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ὅ,τι ἂν εὐοδῶται, ἵνα μὴ ὅταν ἔλθω τότε λογίαι γίνωνται.
Α Κορ. 16,2 Δηλαδή την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, την Κυριακήν, ο καθένας από σας ας θέτη κατά μέρος στο σπίτι του κάποιο πόσον και ας μαζεύη έτσι από τώρα ο,τι ευκολύνεται, ώστε να μη γίνωνται τέτοιες συνεισφορές, όταν θα έλθω εγώ.
Α Κορ. 16,3 ὅταν δὲ παραγένωμαι, οὓς ἐὰν δοκιμάσητε, δι᾿ ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τὴν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ·
Α Κορ. 16,3 Οταν δε έλθω, τότε το δώρον αυτό της αγάπης σας θα στείλω να το μεταφέρουν εις την Ιερουσαλήμ με συστατικάς επιστολάς μου άνθρωποι, τους οποίους σεις θα διαλέξετε.
Α Κορ. 16,4 ἐὰν δὲ ᾖ ἄξιον τοῦ κἀμὲ πορεύεσθαι, σὺν ἐμοὶ πορεύσονται.
Α Κορ. 16,4 Εάν μάλιστα είναι μεγάλο το πόσον και αξίζη να μεταβώ και εγώ εις την Ιερουσαλήμ, τότε μαζή μ' εμένα θα πάνε και οι ιδικοί σας.
Α Κορ. 16,5 Ἐλεύσομαι δὲ πρὸς ὑμᾶς ὅταν Μακεδονίαν διέλθω· Μακεδονίαν γὰρ διέρχομαι·
Α Κορ. 16,5 Θα έλθω δε προς σας όταν περάσω την Μακεδονίαν· διότι θα περιοδεύσω τώρα εις την Μακεδονίαν.
Α Κορ. 16,6 πρὸς ὑμᾶς δὲ τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω, ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι.
Α Κορ. 16,6 Ισως δε να μείνω κοντά σας αρκετόν χρόνον η και να παραχειμάσω, ώστε σεις να με κατευοδώσετε όπου αν πρόκειται να μεταβει.
Α Κορ. 16,7 οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν παρόδῳ ἰδεῖν, ἐλπίζω δὲ χρόνον τινὰ ἐπιμεῖναι πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέπῃ.
Α Κορ. 16,7 Δεν έρχωμαι δε τώρα, διότι δεν θέλω να σας ίδω περαστικός εν βία, αλλ' ελπίζω να μείνω κοντά σας για λίγο διάστημα, εάν ο Κυριος επιτρέπη.
Α Κορ. 16,8 ἐπιμενῶ δὲ ἐν Ἐφέσῳ ἕως τῆς πεντηκοστῆς·
Α Κορ. 16,8 Θα παραμείνω δε εις την Εφεσον μέχρι την Πεντηκοστήν.
Α Κορ. 16,9 θύρα γάρ μοι ἀνέῳγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί.
Α Κορ. 16,9 Διότι εδώ μου έχει ανοίξει ο Κυριος μεγάλην θύραν δια την ανάπτυξιν δραστηρίας και αποδοτικής εργασίας. Αλλά και οι αντίθετοι, που φθονούν το έργον του Κυρίου, είναι πολλοί.
Α Κορ. 16,10 Ἐὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γένηται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς κἀγώ· μή τις οὖν αὐτὸν ἐξουθενήσῃ.
Α Κορ. 16,10 Εάν δε έλθη ο Τιμόθεος, προσέχετε να τον δεχθήτε με καλωσύνην, ώστε να μείνη άνετα και χωρίς δειλίαν μαζή σας· διότι και αυτός εργάζεται το έργον του Κυρίου, όπως και εγώ. Προσέχετε, λοιπόν, μήπως τυχόν κανείς του φερθή με περιφρόνησιν και αδιαφορίαν, σαν να μη έχη τάχα αξίαν.
Α Κορ. 16,11 προπέμψατε δὲ αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ ἵνα ἔλθῃ πρός με· ἐκδέχομαι γὰρ αὐτὸν μετὰ τῶν ἀδελφῶν.
Α Κορ. 16,11 Οταν δε πρόκειται να έλθη εις συνάντησίν μου, να τον κατευοδώσετε με ειρήνην. Διότι εγώ μαζή με τους εδώ αδελφούς τον περιμένω.
Α Κορ. 16,12 Περὶ δὲ Ἀπολλὼ τοῦ ἀδελφοῦ, πολλὰ παρεκάλεσα αὐτὸν ἵνα ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν· καὶ πάντως οὐκ ἦν θέλημα ἵνα νῦν ἔλθῃ, ἐλεύσεται δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ.
Α Κορ. 16,12 Δια δε τον αδελφόν Απολλώ σας λέγω ότι παρά πολύ τον παρεκάλεσα να σας επισκεφθή μαζή με τους αδελφούς. Παρ' όλα όμως αυτά δεν ηθέλησε να έλθη τώρα. Θα έλθη όμως όταν το κρίνη εύκαιρον.
Α Κορ. 16,1 Περὶ δὲ τῆς λογίας τῆς εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε.
Α Κορ. 16,1 Περί δε της συλλογής εράνων και βοηθημάτων δια τους πτωχούς Χριστιανούς, κάμετε και σεις σύμφωνα με τας οδηγίας, που έχω δώση εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας.
Α Κορ. 16,2 κατὰ μίαν σαββάτων ἕκαστος ὑμῶν παρ᾿ ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ὅ,τι ἂν εὐοδῶται, ἵνα μὴ ὅταν ἔλθω τότε λογίαι γίνωνται.
Α Κορ. 16,2 Δηλαδή την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, την Κυριακήν, ο καθένας από σας ας θέτη κατά μέρος στο σπίτι του κάποιο πόσον και ας μαζεύη έτσι από τώρα ο,τι ευκολύνεται, ώστε να μη γίνωνται τέτοιες συνεισφορές, όταν θα έλθω εγώ.
Α Κορ. 16,3 ὅταν δὲ παραγένωμαι, οὓς ἐὰν δοκιμάσητε, δι᾿ ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τὴν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ·
Α Κορ. 16,3 Οταν δε έλθω, τότε το δώρον αυτό της αγάπης σας θα στείλω να το μεταφέρουν εις την Ιερουσαλήμ με συστατικάς επιστολάς μου άνθρωποι, τους οποίους σεις θα διαλέξετε.
Α Κορ. 16,4 ἐὰν δὲ ᾖ ἄξιον τοῦ κἀμὲ πορεύεσθαι, σὺν ἐμοὶ πορεύσονται.
Α Κορ. 16,4 Εάν μάλιστα είναι μεγάλο το πόσον και αξίζη να μεταβώ και εγώ εις την Ιερουσαλήμ, τότε μαζή μ' εμένα θα πάνε και οι ιδικοί σας.
Α Κορ. 16,5 Ἐλεύσομαι δὲ πρὸς ὑμᾶς ὅταν Μακεδονίαν διέλθω· Μακεδονίαν γὰρ διέρχομαι·
Α Κορ. 16,5 Θα έλθω δε προς σας όταν περάσω την Μακεδονίαν· διότι θα περιοδεύσω τώρα εις την Μακεδονίαν.
Α Κορ. 16,6 πρὸς ὑμᾶς δὲ τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω, ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι.
Α Κορ. 16,6 Ισως δε να μείνω κοντά σας αρκετόν χρόνον η και να παραχειμάσω, ώστε σεις να με κατευοδώσετε όπου αν πρόκειται να μεταβει.
Α Κορ. 16,7 οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν παρόδῳ ἰδεῖν, ἐλπίζω δὲ χρόνον τινὰ ἐπιμεῖναι πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέπῃ.
Α Κορ. 16,7 Δεν έρχωμαι δε τώρα, διότι δεν θέλω να σας ίδω περαστικός εν βία, αλλ' ελπίζω να μείνω κοντά σας για λίγο διάστημα, εάν ο Κυριος επιτρέπη.
Α Κορ. 16,8 ἐπιμενῶ δὲ ἐν Ἐφέσῳ ἕως τῆς πεντηκοστῆς·
Α Κορ. 16,8 Θα παραμείνω δε εις την Εφεσον μέχρι την Πεντηκοστήν.
Α Κορ. 16,9 θύρα γάρ μοι ἀνέῳγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί.
Α Κορ. 16,9 Διότι εδώ μου έχει ανοίξει ο Κυριος μεγάλην θύραν δια την ανάπτυξιν δραστηρίας και αποδοτικής εργασίας. Αλλά και οι αντίθετοι, που φθονούν το έργον του Κυρίου, είναι πολλοί.
Α Κορ. 16,10 Ἐὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γένηται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς κἀγώ· μή τις οὖν αὐτὸν ἐξουθενήσῃ.
Α Κορ. 16,10 Εάν δε έλθη ο Τιμόθεος, προσέχετε να τον δεχθήτε με καλωσύνην, ώστε να μείνη άνετα και χωρίς δειλίαν μαζή σας· διότι και αυτός εργάζεται το έργον του Κυρίου, όπως και εγώ. Προσέχετε, λοιπόν, μήπως τυχόν κανείς του φερθή με περιφρόνησιν και αδιαφορίαν, σαν να μη έχη τάχα αξίαν.
Α Κορ. 16,11 προπέμψατε δὲ αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ ἵνα ἔλθῃ πρός με· ἐκδέχομαι γὰρ αὐτὸν μετὰ τῶν ἀδελφῶν.
Α Κορ. 16,11 Οταν δε πρόκειται να έλθη εις συνάντησίν μου, να τον κατευοδώσετε με ειρήνην. Διότι εγώ μαζή με τους εδώ αδελφούς τον περιμένω.
Α Κορ. 16,12 Περὶ δὲ Ἀπολλὼ τοῦ ἀδελφοῦ, πολλὰ παρεκάλεσα αὐτὸν ἵνα ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν· καὶ πάντως οὐκ ἦν θέλημα ἵνα νῦν ἔλθῃ, ἐλεύσεται δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ.
Α Κορ. 16,12 Δια δε τον αδελφόν Απολλώ σας λέγω ότι παρά πολύ τον παρεκάλεσα να σας επισκεφθή μαζή με τους αδελφούς. Παρ' όλα όμως αυτά δεν ηθέλησε να έλθη τώρα. Θα έλθη όμως όταν το κρίνη εύκαιρον.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 16β
Α Κορ. 16,13 Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε.
Α Κορ. 16,13 Μενετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Σταθήτε στερεοί και ακλόνητοι εις την πίστιν. Δειχθήτε άνδρες γενναίοι· παρέτε δύναμιν και ισχύν.
Α Κορ. 16,14 πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω.
Α Κορ. 16,14 Ολα όσα λέγετε και κάνετε ας γίνωνται με αγάπην.
Α Κορ. 16,15 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς·
Α Κορ. 16,15 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, και δια το εξής ακόμη· γνωρίζετε την οικογένειαν του Στεφανά, ότι είναι οικογένεια που πρώτη αυτή από όλην την Αχαΐαν επίστευσεν στον Χριστόν και έταξαν τον εαυτόν τους εις την υπηρεσίαν των Χριστιανών.
Α Κορ. 16,16 ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι.
Α Κορ. 16,16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, να υποτάσσεσθε και σεις εις τέτοιους εκλεκτούς Χριστιανούς και εις καθένα, ο οποίος συνεργεί και κοπιάζει στο έργον του Κυρίου.
Α Κορ. 16,17 χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν·
Α Κορ. 16,17 Χαίρω δε, διότι είναι παρόντες εδώ ο Στεφανάς και ο Φουρτουνάτος και ο Αχαϊκός, οι οποίοι ανεπλήρωσαν εις αρκετόν βαθμόν την στέρησιν της ιδικής σας παρουσίας.
Α Κορ. 16,18 ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους.
Α Κορ. 16,18 Διότι ανέπαυσαν το πνεύμα μου με τας πληροφορίας που μου έφεραν, και πιστεύω ότι θα αναπαύσουν και το ιδικόν σας πνεύμα με την επιστολήν, που θα σας φέρουν. Να αναγνωρίζετε την αξίαν των και να εκτιμάτε τους τοιούτους Χριστιανούς.
Α Κορ. 16,19 Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ.
Α Κορ. 16,19 Σας στέλνουν αδελφικούς χαιρετισμούς αι Εκκλησίαι της Ασίας. Σας χαιρετούν πολύ εν Κυρίω ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα μαζή με τους πιστούς, οι οποίοι συναθροίζονται στο σπίτι των.
Α Κορ. 16,20 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάζεσθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ.
Α Κορ. 16,20 Σας χαιρετούν όλοι οι αδελφοί. Ασπασθήτε ο ένας τον άλλον με το άγιον φίλημα της αγάπης.
Α Κορ. 16,21 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου.
Α Κορ. 16,21 Οχαιρετισμός αυτός εγράφη με το χέρι εμού, του Παύλου.
Α Κορ. 16,22 εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ.
Α Κορ. 16,22 Εάν κανείς δεν αγαπά με όλην του την ψυχήν και την δύναμιν τον Κυριον Ιησούν, ας είναι χωρισμένος από την Εκκλησίαν και τον Χριστόν. Ο Κυριος θα έλθη και θα τον κρίνη όπως του πρέπει.
Α Κορ. 16,23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν.
Α Κορ. 16,23 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή σας πάντοτε.
Α Κορ. 16,24 ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.
Α Κορ. 16,24 Η αγάπη μου, η εν Χριστώ Ιησού, είναι και θα είναι με όλους σας. Αμήν.
Α Κορ. 16,13 Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε.
Α Κορ. 16,13 Μενετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Σταθήτε στερεοί και ακλόνητοι εις την πίστιν. Δειχθήτε άνδρες γενναίοι· παρέτε δύναμιν και ισχύν.
Α Κορ. 16,14 πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω.
Α Κορ. 16,14 Ολα όσα λέγετε και κάνετε ας γίνωνται με αγάπην.
Α Κορ. 16,15 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς·
Α Κορ. 16,15 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, και δια το εξής ακόμη· γνωρίζετε την οικογένειαν του Στεφανά, ότι είναι οικογένεια που πρώτη αυτή από όλην την Αχαΐαν επίστευσεν στον Χριστόν και έταξαν τον εαυτόν τους εις την υπηρεσίαν των Χριστιανών.
Α Κορ. 16,16 ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι.
Α Κορ. 16,16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, να υποτάσσεσθε και σεις εις τέτοιους εκλεκτούς Χριστιανούς και εις καθένα, ο οποίος συνεργεί και κοπιάζει στο έργον του Κυρίου.
Α Κορ. 16,17 χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν·
Α Κορ. 16,17 Χαίρω δε, διότι είναι παρόντες εδώ ο Στεφανάς και ο Φουρτουνάτος και ο Αχαϊκός, οι οποίοι ανεπλήρωσαν εις αρκετόν βαθμόν την στέρησιν της ιδικής σας παρουσίας.
Α Κορ. 16,18 ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους.
Α Κορ. 16,18 Διότι ανέπαυσαν το πνεύμα μου με τας πληροφορίας που μου έφεραν, και πιστεύω ότι θα αναπαύσουν και το ιδικόν σας πνεύμα με την επιστολήν, που θα σας φέρουν. Να αναγνωρίζετε την αξίαν των και να εκτιμάτε τους τοιούτους Χριστιανούς.
Α Κορ. 16,19 Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ.
Α Κορ. 16,19 Σας στέλνουν αδελφικούς χαιρετισμούς αι Εκκλησίαι της Ασίας. Σας χαιρετούν πολύ εν Κυρίω ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα μαζή με τους πιστούς, οι οποίοι συναθροίζονται στο σπίτι των.
Α Κορ. 16,20 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάζεσθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ.
Α Κορ. 16,20 Σας χαιρετούν όλοι οι αδελφοί. Ασπασθήτε ο ένας τον άλλον με το άγιον φίλημα της αγάπης.
Α Κορ. 16,21 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου.
Α Κορ. 16,21 Οχαιρετισμός αυτός εγράφη με το χέρι εμού, του Παύλου.
Α Κορ. 16,22 εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ.
Α Κορ. 16,22 Εάν κανείς δεν αγαπά με όλην του την ψυχήν και την δύναμιν τον Κυριον Ιησούν, ας είναι χωρισμένος από την Εκκλησίαν και τον Χριστόν. Ο Κυριος θα έλθη και θα τον κρίνη όπως του πρέπει.
Α Κορ. 16,23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν.
Α Κορ. 16,23 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή σας πάντοτε.
Α Κορ. 16,24 ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.
Α Κορ. 16,24 Η αγάπη μου, η εν Χριστώ Ιησού, είναι και θα είναι με όλους σας. Αμήν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Β ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 1α
Β Κορ. 1,1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ·
Β Κορ. 1,1 Εγώ ο Παύλος, που είμαι απόστολος του Ιησού Χριστού δια του θελήματος του Θεού και ο Τιμόθεος ο αδελφός, προς την Εκκλησίαν του Θεού που είναι εις την Κορινθον και προς πάντας τους Χριστιανούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις όλην την Αχαΐαν,
Β Κορ. 1,2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Β Κορ. 1,2 είθε να είναι πάντοτε μαζή σας χάρις και ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.
Β Κορ. 1,3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως,
Β Κορ. 1,3 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ και ο χορηγός της εσπλαγχνίας, του ελέους και της συγκαταβάσεως, και ο Θεός κάθε παρηγορίας δια τους θλιβομένους ανθρώπους.
Β Κορ. 1,4 ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·
Β Κορ. 1,4 Αυτός είναι που μας παρηγορεί και μας γαληνεύει εις κάθε μας θλίψιν, ώστε να ημπορούμεν και ημείς να παρηγορούμεν τους ανθρώπους τους ευρισκομένους εις κάθε θλίψιν με την παρηγορίαν, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι παρηγορούμεθα από τον Θεόν.
Β Κορ. 1,5 ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν.
Β Κορ. 1,5 Ευχαριστούμεν τον Κυριον, διότι όπως πλεονάζουν και αφθονούν εις ημάς αι θλίψεις και τα παθήματα σαν του Χριστού και προς χάριν του Χριστού, έτσι πλεονάζει και περισσεύει και η παρηγορία, την οποίαν δια μέσου του Χριστού παίρνομεν.
Β Κορ. 1,6 εἴτε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας,
Β Κορ. 1,6 Αλλ' είτε δοκιμάζομεν θλίψεις, τας δοκιμάζομεν δια την ιδικήν σας παρηγορίαν και δια την ιδικήν σας σωτηρίαν, την οποίαν η χάρις του Θεού ενεργεί εις σας, και η οποία χάρις σας δίδει την δύναμιν να υπομένετε τα ίδια παθήματα, τα οποία και ημείς πάσχομεν· είτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν προς ιδικήν σας παρηγορίαν και σωτηρίαν, δια να ενθαρρύνεσθε από το παράδειγμά μας και να στηρίζεσθε εις την ελπίδα και την υπομονήν.
Β Κορ. 1,7 εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως.
Β Κορ. 1,7 Και είναι σταθερά και αδιάψευστος η ελπίδα που έχομεν για σας, επειδή γνωρίζομεν καλά ότι όπως συμμετέχετε εις τας θλίψεις και τας κακοπαθείας μας, έτσι θα συμμετέχετε και εις την παρηγορίαν μας.
Β Κορ. 1,8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν·
Β Κορ. 1,8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας, ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι' αυτήν ακόμη την ζωήν μας.
Β Κορ. 1,9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς·
Β Κορ. 1,9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ' στον Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς.
Β Κορ. 1,10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται,
Β Κορ. 1,10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους,
Β Κορ. 1,11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.
Β Κορ. 1,11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός, η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι' ημάς.
Β Κορ. 1,12 Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ᾿ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς.
Β Κορ. 1,12 Αυτό το οποίον μας κάμνει να καυχώμεθα είναι η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας, ότι έχομεν συμπεριφερθη και εργασθή εις όλον τον κόσμον και ιδιαιτέρως μεταξύ σας, με απλότητα και ειλικρίνειαν, όπως θέλει ο Θεός, όχι με την κοσμικήν, την ψευδή και πλανωμένην σοφίαν, αλλά με την σοφίαν και την σύνεσιν, που μας δίδει η χάρις του Θεού.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG ... 20KorB.htm
Β Κορ. 1,1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ σὺν τοῖς ἁγίοις πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ·
Β Κορ. 1,1 Εγώ ο Παύλος, που είμαι απόστολος του Ιησού Χριστού δια του θελήματος του Θεού και ο Τιμόθεος ο αδελφός, προς την Εκκλησίαν του Θεού που είναι εις την Κορινθον και προς πάντας τους Χριστιανούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις όλην την Αχαΐαν,
Β Κορ. 1,2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Β Κορ. 1,2 είθε να είναι πάντοτε μαζή σας χάρις και ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.
Β Κορ. 1,3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως,
Β Κορ. 1,3 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ και ο χορηγός της εσπλαγχνίας, του ελέους και της συγκαταβάσεως, και ο Θεός κάθε παρηγορίας δια τους θλιβομένους ανθρώπους.
Β Κορ. 1,4 ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·
Β Κορ. 1,4 Αυτός είναι που μας παρηγορεί και μας γαληνεύει εις κάθε μας θλίψιν, ώστε να ημπορούμεν και ημείς να παρηγορούμεν τους ανθρώπους τους ευρισκομένους εις κάθε θλίψιν με την παρηγορίαν, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι παρηγορούμεθα από τον Θεόν.
Β Κορ. 1,5 ὅτι καθὼς περισσσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτω διὰ Χριστοῦ περισσεύει καὶ ἡ παράκλησις ἡμῶν.
Β Κορ. 1,5 Ευχαριστούμεν τον Κυριον, διότι όπως πλεονάζουν και αφθονούν εις ημάς αι θλίψεις και τα παθήματα σαν του Χριστού και προς χάριν του Χριστού, έτσι πλεονάζει και περισσεύει και η παρηγορία, την οποίαν δια μέσου του Χριστού παίρνομεν.
Β Κορ. 1,6 εἴτε δὲ θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν, καὶ ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν· εἴτε παρακαλούμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας,
Β Κορ. 1,6 Αλλ' είτε δοκιμάζομεν θλίψεις, τας δοκιμάζομεν δια την ιδικήν σας παρηγορίαν και δια την ιδικήν σας σωτηρίαν, την οποίαν η χάρις του Θεού ενεργεί εις σας, και η οποία χάρις σας δίδει την δύναμιν να υπομένετε τα ίδια παθήματα, τα οποία και ημείς πάσχομεν· είτε παρηγορούμεθα, παρηγορούμεθα πάλιν προς ιδικήν σας παρηγορίαν και σωτηρίαν, δια να ενθαρρύνεσθε από το παράδειγμά μας και να στηρίζεσθε εις την ελπίδα και την υπομονήν.
Β Κορ. 1,7 εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοί ἐστε τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως.
Β Κορ. 1,7 Και είναι σταθερά και αδιάψευστος η ελπίδα που έχομεν για σας, επειδή γνωρίζομεν καλά ότι όπως συμμετέχετε εις τας θλίψεις και τας κακοπαθείας μας, έτσι θα συμμετέχετε και εις την παρηγορίαν μας.
Β Κορ. 1,8 Οὐ γὰρ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν·
Β Κορ. 1,8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας, ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι' αυτήν ακόμη την ζωήν μας.
Β Κορ. 1,9 ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς·
Β Κορ. 1,9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ' στον Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς.
Β Κορ. 1,10 ὃς ἐκ τηλικούτου θανάτου ἐρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται,
Β Κορ. 1,10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους,
Β Κορ. 1,11 συνυπουργούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.
Β Κορ. 1,11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός, η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι' ημάς.
Β Κορ. 1,12 Ἡ γὰρ καύχησις ἡμῶν αὕτη ἐστί, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἡμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ᾿ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς.
Β Κορ. 1,12 Αυτό το οποίον μας κάμνει να καυχώμεθα είναι η μαρτυρία της συνειδήσεώς μας, ότι έχομεν συμπεριφερθη και εργασθή εις όλον τον κόσμον και ιδιαιτέρως μεταξύ σας, με απλότητα και ειλικρίνειαν, όπως θέλει ο Θεός, όχι με την κοσμικήν, την ψευδή και πλανωμένην σοφίαν, αλλά με την σοφίαν και την σύνεσιν, που μας δίδει η χάρις του Θεού.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG ... 20KorB.htm
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Β ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 1β
Β Κορ. 1,13 οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε ἢ καὶ ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε,
Β Κορ. 1,13 Διότι δεν σας γράφομεν άλλα, διαφορετικά από όσα προφορικώς σας εδιδάξαμεν, αλλά τα ίδια αυτά που διαβάζετε, και αυτά που καταλαβαίνετε πολύ καλά. Ελπίζω δε ότι και μέχρις τέλους θα τα γνωρίσετε με ακρίβειαν και βαθύτητα.
Β Κορ. 1,14 καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν, καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Β Κορ. 1,14 Θα γνωρίσετε δε και ημάς τους ιδίους καλά, όπως εις κάποιον βαθμόν μας έχετε γνωρίσει, ότι είμεθα καύχημά σας, διότι έχετε τέτοιους διδασκάλους. Ακριβώς δε τα ίδια και ημείς αισθανώμεθα για σας, ότι είσθε δηλαδή καύχημά μας, διότι εδεχθήκατε με προθυμίαν και πίστιν την διδασκαλίαν του Κυρίου και την νέαν ζωήν. Και το δίκαιον αυτό καύχημά μας θα φανή ακόμη λαμπρότερον κατά την μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου Ιησού.
Β Κορ. 1,15 Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν πρότερον, ἵνα δευτέραν χάριν ἔχητε,
Β Κορ. 1,15 Και με αυτήν την πεποίθησιν και διάθεσιν ήθελα να έλθω προς σας, πριν περιοδεύσω την Μακεδονίαν, ώστε να έχετε διπλήν χαράν και πνευματικήν ωφέλειαν από τας δύο αυτάς επισκέψεις μου.
Β Κορ. 1,16 καὶ δι᾿ ὑμῶν διελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πάλιν ἀπὸ Μακεδονίας ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑφ᾿ ὑμῶν προπεμφθῆναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
Β Κορ. 1,16 Δια μέσου δε της πόλεώς σας ήθελα να διαβώ από σας εις την Μακεδονίαν και πάλιν από την Μακεδονίαν να έλθω εις σας, δια να με κατευοδώσετε εις την Ιουδαίαν.
Β Κορ. 1,17 τοῦτο οὖν βουλόμενος μήτι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; ἢ ἃ βουλεύομαι, κατὰ σάρκα βουλεύομαι, ἵνα ᾖ παρ᾿ ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὒ οὔ;
Β Κορ. 1,17 Αυτά, λοιπόν, εσχεδίαζα και απεφάσιζα, αλλ' αι περιστάσεις δεν με εβοήθησαν να τα πραγματοποιήσω. Μηπως από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα, όπως με κατηγορούν οι εχθροί μου, ότι με πολλήν ελαφρότητα εσκέφθην η εκείνα τα οποία σκέπτομαι και αποφασίζω, τα σκέπτομαι σαν σαρκικός άνθρωπος και θέλω κατά τρόπον εγωϊστικόν αυτό, που θα είπω ναι, να είναι ναι και το όχι να είναι όχι; (Εγώ όμως δεν αποφασίζω σαν κοσμικός άνθρωπος, αλλά σαν άνθρωπος που υποβάλλει τας αποφάσστου στο Πνεύμα το Αγιον, και τας οποίας αποφάσεις ημπορεί το Πνεύμα άλλας να ευοδώση και άλλας να ματαιώση).
Β Κορ. 1,18 πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ.
Β Κορ. 1,18 Μη βγάλετε όμως το συμπέρασμα, ότι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που σας έχω διδάξει είναι αβέβαιον. Καθε άλλο· είναι κατά πάντα αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος επιμαρτυρεί, ότι το κήρυγμά μας προς σας δεν είναι αμβίβολον, δεν είναι και ναι και όχι.
Β Κορ. 1,19 ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐν ὑμῖν δι᾿ ἡμῶν κηρυχθείς, δι᾿ ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναί καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν·
Β Κορ. 1,19 Διότι ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον ημείς, δηλαδή εγώ, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, σας έχομεν κηρύξει, δεν έγινε και ναι και όχι, δεν απεδείχθη δηλαδή κάτι το άστατον και αβέβαιον, αλλ' όπως και η προσωπική σας πείρα μαρτυρεί, επεκυρώθησαν και απεδείχθησαν αληθινά και αμετακίνητα όλα όσα αναφέρονται στον Χριστόν.
Β Κορ. 1,20 ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμὴν τῷ Θεῷ πρὸς δόξαν δι᾿ ἡμῶν.
Β Κορ. 1,20 Διότι όλαι αι υποσχέσστου Θεού περί της σωτηρίας μας επραγματοποιήθησαν δια του Ιησού Χριστού και απεδείχθησαν δι' αυτού ναι και αμήν, (αληθιναί και βέβαιαι) δια να δοξάζεται έτσι δι' ημών των Αποστόλων ο Θεός.
Β Κορ. 1,21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός,
Β Κορ. 1,21 Εκείνος δε ο οποίος δίδει την ακλόνητον και βεβαίαν πεποίθησιν εις ημάς μαζή με σας, ώστε να μένωμεν πιστοί στον Χριστόν και ο οποίος μας έχρισε με το Αγιον Πνεύμα, είναι ο Θεός.
Β Κορ. 1,22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
Β Κορ. 1,22 Αυτός και έβαλε την σφραγίδα του επάνω μας, δια να δείξη, ότι είμεθα ιδικοί του και έδωσε το Πνεύμα του το Αγιον εις τας καρδίας μας ως προκαταβολήν και εγγύησιν δι' όλα όσα μας έχει υποσχεθή.
Β Κορ. 1,23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον.
Β Κορ. 1,23 Πρέπει δε να σας πω τούτο· ότι εγώ, επειδή σας λυπούμαι, δεν ήλθα ακόμη εις την Κορινθον, δια να μη σας στενοχωρήσω με τας παρατηρήσεις μου και εις αυτό επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεόν, που βλέπει την ψυχήν μου.
Β Κορ. 1,24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
Β Κορ. 1,24 Δεν σας τα λέγομεν αυτά, διότι έχομεν εξουσίαν επάνω εις σας και εις την πίστιν σας, αλλά διότι είμεθα συνεργάται εις την ιδικήν σας χαράν. Αλλωστε σεις στέκεσθε στερεοί εις την πίστιν.
Β Κορ. 1,13 οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε ἢ καὶ ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δὲ ὅτι καὶ ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε,
Β Κορ. 1,13 Διότι δεν σας γράφομεν άλλα, διαφορετικά από όσα προφορικώς σας εδιδάξαμεν, αλλά τα ίδια αυτά που διαβάζετε, και αυτά που καταλαβαίνετε πολύ καλά. Ελπίζω δε ότι και μέχρις τέλους θα τα γνωρίσετε με ακρίβειαν και βαθύτητα.
Β Κορ. 1,14 καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν, καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Β Κορ. 1,14 Θα γνωρίσετε δε και ημάς τους ιδίους καλά, όπως εις κάποιον βαθμόν μας έχετε γνωρίσει, ότι είμεθα καύχημά σας, διότι έχετε τέτοιους διδασκάλους. Ακριβώς δε τα ίδια και ημείς αισθανώμεθα για σας, ότι είσθε δηλαδή καύχημά μας, διότι εδεχθήκατε με προθυμίαν και πίστιν την διδασκαλίαν του Κυρίου και την νέαν ζωήν. Και το δίκαιον αυτό καύχημά μας θα φανή ακόμη λαμπρότερον κατά την μεγάλην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου Ιησού.
Β Κορ. 1,15 Καὶ ταύτῃ τῇ πεποιθήσει ἐβουλόμην πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν πρότερον, ἵνα δευτέραν χάριν ἔχητε,
Β Κορ. 1,15 Και με αυτήν την πεποίθησιν και διάθεσιν ήθελα να έλθω προς σας, πριν περιοδεύσω την Μακεδονίαν, ώστε να έχετε διπλήν χαράν και πνευματικήν ωφέλειαν από τας δύο αυτάς επισκέψεις μου.
Β Κορ. 1,16 καὶ δι᾿ ὑμῶν διελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πάλιν ἀπὸ Μακεδονίας ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑφ᾿ ὑμῶν προπεμφθῆναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
Β Κορ. 1,16 Δια μέσου δε της πόλεώς σας ήθελα να διαβώ από σας εις την Μακεδονίαν και πάλιν από την Μακεδονίαν να έλθω εις σας, δια να με κατευοδώσετε εις την Ιουδαίαν.
Β Κορ. 1,17 τοῦτο οὖν βουλόμενος μήτι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; ἢ ἃ βουλεύομαι, κατὰ σάρκα βουλεύομαι, ἵνα ᾖ παρ᾿ ἐμοὶ τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὒ οὔ;
Β Κορ. 1,17 Αυτά, λοιπόν, εσχεδίαζα και απεφάσιζα, αλλ' αι περιστάσεις δεν με εβοήθησαν να τα πραγματοποιήσω. Μηπως από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα, όπως με κατηγορούν οι εχθροί μου, ότι με πολλήν ελαφρότητα εσκέφθην η εκείνα τα οποία σκέπτομαι και αποφασίζω, τα σκέπτομαι σαν σαρκικός άνθρωπος και θέλω κατά τρόπον εγωϊστικόν αυτό, που θα είπω ναι, να είναι ναι και το όχι να είναι όχι; (Εγώ όμως δεν αποφασίζω σαν κοσμικός άνθρωπος, αλλά σαν άνθρωπος που υποβάλλει τας αποφάσστου στο Πνεύμα το Αγιον, και τας οποίας αποφάσεις ημπορεί το Πνεύμα άλλας να ευοδώση και άλλας να ματαιώση).
Β Κορ. 1,18 πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὅτι ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὔ.
Β Κορ. 1,18 Μη βγάλετε όμως το συμπέρασμα, ότι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που σας έχω διδάξει είναι αβέβαιον. Καθε άλλο· είναι κατά πάντα αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος επιμαρτυρεί, ότι το κήρυγμά μας προς σας δεν είναι αμβίβολον, δεν είναι και ναι και όχι.
Β Κορ. 1,19 ὁ γὰρ τοῦ Θεοῦ υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐν ὑμῖν δι᾿ ἡμῶν κηρυχθείς, δι᾿ ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου, οὐκ ἐγένετο ναί καὶ οὔ, ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν·
Β Κορ. 1,19 Διότι ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον ημείς, δηλαδή εγώ, ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, σας έχομεν κηρύξει, δεν έγινε και ναι και όχι, δεν απεδείχθη δηλαδή κάτι το άστατον και αβέβαιον, αλλ' όπως και η προσωπική σας πείρα μαρτυρεί, επεκυρώθησαν και απεδείχθησαν αληθινά και αμετακίνητα όλα όσα αναφέρονται στον Χριστόν.
Β Κορ. 1,20 ὅσαι γὰρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τὸ ναὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ ἀμὴν τῷ Θεῷ πρὸς δόξαν δι᾿ ἡμῶν.
Β Κορ. 1,20 Διότι όλαι αι υποσχέσστου Θεού περί της σωτηρίας μας επραγματοποιήθησαν δια του Ιησού Χριστού και απεδείχθησαν δι' αυτού ναι και αμήν, (αληθιναί και βέβαιαι) δια να δοξάζεται έτσι δι' ημών των Αποστόλων ο Θεός.
Β Κορ. 1,21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός,
Β Κορ. 1,21 Εκείνος δε ο οποίος δίδει την ακλόνητον και βεβαίαν πεποίθησιν εις ημάς μαζή με σας, ώστε να μένωμεν πιστοί στον Χριστόν και ο οποίος μας έχρισε με το Αγιον Πνεύμα, είναι ο Θεός.
Β Κορ. 1,22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
Β Κορ. 1,22 Αυτός και έβαλε την σφραγίδα του επάνω μας, δια να δείξη, ότι είμεθα ιδικοί του και έδωσε το Πνεύμα του το Αγιον εις τας καρδίας μας ως προκαταβολήν και εγγύησιν δι' όλα όσα μας έχει υποσχεθή.
Β Κορ. 1,23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον.
Β Κορ. 1,23 Πρέπει δε να σας πω τούτο· ότι εγώ, επειδή σας λυπούμαι, δεν ήλθα ακόμη εις την Κορινθον, δια να μη σας στενοχωρήσω με τας παρατηρήσεις μου και εις αυτό επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεόν, που βλέπει την ψυχήν μου.
Β Κορ. 1,24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
Β Κορ. 1,24 Δεν σας τα λέγομεν αυτά, διότι έχομεν εξουσίαν επάνω εις σας και εις την πίστιν σας, αλλά διότι είμεθα συνεργάται εις την ιδικήν σας χαράν. Αλλωστε σεις στέκεσθε στερεοί εις την πίστιν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Β ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 2α
Β Κορ. 2,1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,1 Εσκέφθην δε μόνος μου και απεφάσισα τούτο· να μη έλθω προς σας λυπούμενος δια τα σφάλματά σας, λυπών δε και σας με τας παρατηρήσεις, που είμαι αναγκασμένος να σας κάμω.
Β Κορ. 2,2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;
Β Κορ. 2,2 Η λύπη όμως, που θα σας προκαλέσω, αποβλέπει στο καλόν σας, διότι εάν εγώ με τους ελέγχους σας στενοχωρώ, ποιός είναι εκείνος, που με ευφραίνει, παρά αυτός που δέχεται τας παρατηρήσεις μου, λυπείται και μετανοεί δια τα σφάλματά του και προχωρεί εις διόρθωσιν·
Β Κορ. 2,3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν.
Β Κορ. 2,3 Και σας έγραψα αυτό τούτο ακριβώς εις προηγουμένην επιστολήν και σας έκαμα παρατηρήσεις, δια να διορθωθήτε εν τω μεταξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκιμάσω λύπην από εκείνους, από τους οποίους έπρεπε μάλλον να δοκιμάζω χαράν. Είμαι δε βέβαιος δι' όλους σας, ότι η ιδική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας.
Β Κορ. 2,4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,4 Είχα βέβαια λυπηθή και εγώ πολύ, δια τους ελέγχους που σας έκαμα εις την πρώτην επιστολήν βαθύτατα θλιμμένος και με σφιγμένην την καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι δια να καταβληθήτε από λύπην, αλλά δια να γνωρίσετε την εξαιρετικήν αγάπην, την οποίαν έχω προς σας.
Β Κορ. 2,5 Εἰ δέ τις λελύπηκεν, οὐκ ἐμὲ λελύπηκεν, ἀλλά, ἀπὸ μέρους ἵνα μὴ ἐπιβαρῶ, πάντας ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,5 Εάν δε κάποιος με το βαρύ του σφάλμα επροκάλεσε λύπην, δεν ελύπησε μόνον εμέ, αλλ' εν μέρει ελύπησε και όλους σας, και δια τούτο δεν θέλω να σας στενοχωρήσω και σας λυπήσω με ελέγχους δι' αδιαφορίαν ως προς το θέμα αυτό.
Β Κορ. 2,6 ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων·
Β Κορ. 2,6 Είναι αρκετή τιμωρία δι' αυτόν η επίπληξις αυτή, η οποία του έγινε από τους περισσοτέρους.
Β Κορ. 2,7 ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος.
Β Κορ. 2,7 Ωστε αντιθέτως είναι καλύτερον τώρα να του δείξετε χάριν και καλωσύνην, να του συγχωρήσετε το σφάλμα και να τον παρηγορήσετε, μήπως από την μεγάλην και βαρείαν λύπην καταβληθή και καταποντισθή εις απογοήτευσιν και απελπισίαν.
Β Κορ. 2,8 διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην.
Β Κορ. 2,8 Δι' αυτό και σας παρακαλώ να δείξετε εις αυτόν ειλικρινή αγάπη και καλωσύνην.
Β Κορ. 2,9 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα, ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ εἰς πάντα ὑπήκοοί ἐστε.
Β Κορ. 2,9 Διότι με αυτόν τον σκοπόν και σας έγραψα εις την προηγουμένην μου επιστολήν, δια να ίδω και γνωρίσω την αρετήν σας, εάν εις όλα είσθε υπήκοοι.
Β Κορ. 2,1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,1 Εσκέφθην δε μόνος μου και απεφάσισα τούτο· να μη έλθω προς σας λυπούμενος δια τα σφάλματά σας, λυπών δε και σας με τας παρατηρήσεις, που είμαι αναγκασμένος να σας κάμω.
Β Κορ. 2,2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;
Β Κορ. 2,2 Η λύπη όμως, που θα σας προκαλέσω, αποβλέπει στο καλόν σας, διότι εάν εγώ με τους ελέγχους σας στενοχωρώ, ποιός είναι εκείνος, που με ευφραίνει, παρά αυτός που δέχεται τας παρατηρήσεις μου, λυπείται και μετανοεί δια τα σφάλματά του και προχωρεί εις διόρθωσιν·
Β Κορ. 2,3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν.
Β Κορ. 2,3 Και σας έγραψα αυτό τούτο ακριβώς εις προηγουμένην επιστολήν και σας έκαμα παρατηρήσεις, δια να διορθωθήτε εν τω μεταξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκιμάσω λύπην από εκείνους, από τους οποίους έπρεπε μάλλον να δοκιμάζω χαράν. Είμαι δε βέβαιος δι' όλους σας, ότι η ιδική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας.
Β Κορ. 2,4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,4 Είχα βέβαια λυπηθή και εγώ πολύ, δια τους ελέγχους που σας έκαμα εις την πρώτην επιστολήν βαθύτατα θλιμμένος και με σφιγμένην την καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι δια να καταβληθήτε από λύπην, αλλά δια να γνωρίσετε την εξαιρετικήν αγάπην, την οποίαν έχω προς σας.
Β Κορ. 2,5 Εἰ δέ τις λελύπηκεν, οὐκ ἐμὲ λελύπηκεν, ἀλλά, ἀπὸ μέρους ἵνα μὴ ἐπιβαρῶ, πάντας ὑμᾶς.
Β Κορ. 2,5 Εάν δε κάποιος με το βαρύ του σφάλμα επροκάλεσε λύπην, δεν ελύπησε μόνον εμέ, αλλ' εν μέρει ελύπησε και όλους σας, και δια τούτο δεν θέλω να σας στενοχωρήσω και σας λυπήσω με ελέγχους δι' αδιαφορίαν ως προς το θέμα αυτό.
Β Κορ. 2,6 ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων·
Β Κορ. 2,6 Είναι αρκετή τιμωρία δι' αυτόν η επίπληξις αυτή, η οποία του έγινε από τους περισσοτέρους.
Β Κορ. 2,7 ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος.
Β Κορ. 2,7 Ωστε αντιθέτως είναι καλύτερον τώρα να του δείξετε χάριν και καλωσύνην, να του συγχωρήσετε το σφάλμα και να τον παρηγορήσετε, μήπως από την μεγάλην και βαρείαν λύπην καταβληθή και καταποντισθή εις απογοήτευσιν και απελπισίαν.
Β Κορ. 2,8 διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην.
Β Κορ. 2,8 Δι' αυτό και σας παρακαλώ να δείξετε εις αυτόν ειλικρινή αγάπη και καλωσύνην.
Β Κορ. 2,9 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα, ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ εἰς πάντα ὑπήκοοί ἐστε.
Β Κορ. 2,9 Διότι με αυτόν τον σκοπόν και σας έγραψα εις την προηγουμένην μου επιστολήν, δια να ίδω και γνωρίσω την αρετήν σας, εάν εις όλα είσθε υπήκοοι.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Β ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 2β
Β Κορ. 2,10 ᾧ δέ τι χαρίζεσθε, καὶ ἐγώ· καὶ γὰρ ἐγὼ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι᾿ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ,
Β Κορ. 2,10 Εις όποιον δε σεις δίδετε χάριν και συγχώρησιν, δίδω και εγώ διότι και εγώ, εάν έχω χαρίσει κάτι εις οποίον έχω χαρίσει, το έκαμα προς χάριν ιδικήν σας, ενώπιον του Χριστού.
Β Κορ. 2,11 ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.
Β Κορ. 2,11 Πρέπει δε να δείχνωμεν αυτήν την καλωσύνην και την ανοχήν προς τους αδελφούς, δια να μη εξαπατηθώμεν με υψηλόφρονας λογισμούς από τον σατανάν και κυριαρχηθώμεν έτσι από αυτόν. Διότι δεν μας είναι άγνωστοι οι μοχθηραί και δόλιαι αυτού επινοήσεις.
Β Κορ. 2,12 Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ,
Β Κορ. 2,12 Οταν δε ήλθα εις την Τρωάδα, δια να μεταφέρω και εκεί το Ευαγγέλιον του Χριστού, και ενώ μου είχε ανοιχθή θύρα, δια να υπηρετήσω το έργον του Κυρίου,
Β Κορ. 2,13 οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί μου τοῦ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν ἀδελφόν μου, ἀλλὰ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν.
Β Κορ. 2,13 δεν εδοκίμασα και δεν είχα άνεσιν στο πνεύμα μου, διότι δεν ευρήκα εκεί τον Τιτον, τον αδελφόν μου, να με πληροφορήση σχετικώς με την κατάστασιν σας. Δι' αυτό αφού απεχαιρέτησα τους εκεί αδελφούς, ανεχώρησα εις την Μακεδονίαν, δια να προαπαντήσω τον Τιτον.
Β Κορ. 2,14 Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ·
Β Κορ. 2,14 Ας είναι δε ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος μας δίδει χάριν και δύναμιν και μας κάμνει να νικώμεν και να θριαμβεύωμεν εν τω Χριστώ, και ο οποίος κάμνει φανεράν και αισθητήν δια μέσου ημών εις κάθε τόπον την ζωογόνον ευωδίαν της αληθινής γνώσεως.
Β Κορ. 2,15 ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις,
Β Κορ. 2,15 Διότι ημείς, οι εργάται του Ευαγγελίου, είμεθα ευωδία Χριστού στον Θεόν· ευωδία και μεταξύ των σωζομένων και μεταξύ εκείνων, που βαδίζουν τον δρόμον της αιωνίας απωλείας.
Β Κορ. 2,16 οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν. καὶ πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός;
Β Κορ. 2,16 Εις άλλους μεν είμεθα οσμή που φέρει τον θάνατον, διότι αυτοί δεν θέλουν να δεχθούν την σώζουσαν αλήθειαν· εις άλλους δε, τους καλοπροαιρέτους, ζωογόνος ευωδία, που δίδει ζωήν. Και ποιός είναι ικανός από τον εαυτόν του να πραγματοποιήση αυτά τα μεγάλα έργα;
Β Κορ. 2,17 οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ λοιποὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ᾿ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν.
Β Κορ. 2,17 Ημείς δεν είμεθα, όπως οι πολλοί, που νοθεύουν και αλλοιώνουν τον λόγον του Θεού και κερδοσκοπούν επάνω εις αυτόν. Αλλά κηρύττωμεν τον λόγον του Θεού κινούμενοι από αγνά και ειλικρινή ελατήρια, από άδολον ενδιαφέρον, ως εμπνεόμενοι από τον Θεόν και ενώπιον του Θεού και εν Χριστώ ομιλούντες.
Β Κορ. 2,10 ᾧ δέ τι χαρίζεσθε, καὶ ἐγώ· καὶ γὰρ ἐγὼ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι᾿ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ,
Β Κορ. 2,10 Εις όποιον δε σεις δίδετε χάριν και συγχώρησιν, δίδω και εγώ διότι και εγώ, εάν έχω χαρίσει κάτι εις οποίον έχω χαρίσει, το έκαμα προς χάριν ιδικήν σας, ενώπιον του Χριστού.
Β Κορ. 2,11 ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.
Β Κορ. 2,11 Πρέπει δε να δείχνωμεν αυτήν την καλωσύνην και την ανοχήν προς τους αδελφούς, δια να μη εξαπατηθώμεν με υψηλόφρονας λογισμούς από τον σατανάν και κυριαρχηθώμεν έτσι από αυτόν. Διότι δεν μας είναι άγνωστοι οι μοχθηραί και δόλιαι αυτού επινοήσεις.
Β Κορ. 2,12 Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ,
Β Κορ. 2,12 Οταν δε ήλθα εις την Τρωάδα, δια να μεταφέρω και εκεί το Ευαγγέλιον του Χριστού, και ενώ μου είχε ανοιχθή θύρα, δια να υπηρετήσω το έργον του Κυρίου,
Β Κορ. 2,13 οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί μου τοῦ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν ἀδελφόν μου, ἀλλὰ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν.
Β Κορ. 2,13 δεν εδοκίμασα και δεν είχα άνεσιν στο πνεύμα μου, διότι δεν ευρήκα εκεί τον Τιτον, τον αδελφόν μου, να με πληροφορήση σχετικώς με την κατάστασιν σας. Δι' αυτό αφού απεχαιρέτησα τους εκεί αδελφούς, ανεχώρησα εις την Μακεδονίαν, δια να προαπαντήσω τον Τιτον.
Β Κορ. 2,14 Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ·
Β Κορ. 2,14 Ας είναι δε ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος μας δίδει χάριν και δύναμιν και μας κάμνει να νικώμεν και να θριαμβεύωμεν εν τω Χριστώ, και ο οποίος κάμνει φανεράν και αισθητήν δια μέσου ημών εις κάθε τόπον την ζωογόνον ευωδίαν της αληθινής γνώσεως.
Β Κορ. 2,15 ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις,
Β Κορ. 2,15 Διότι ημείς, οι εργάται του Ευαγγελίου, είμεθα ευωδία Χριστού στον Θεόν· ευωδία και μεταξύ των σωζομένων και μεταξύ εκείνων, που βαδίζουν τον δρόμον της αιωνίας απωλείας.
Β Κορ. 2,16 οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν. καὶ πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός;
Β Κορ. 2,16 Εις άλλους μεν είμεθα οσμή που φέρει τον θάνατον, διότι αυτοί δεν θέλουν να δεχθούν την σώζουσαν αλήθειαν· εις άλλους δε, τους καλοπροαιρέτους, ζωογόνος ευωδία, που δίδει ζωήν. Και ποιός είναι ικανός από τον εαυτόν του να πραγματοποιήση αυτά τα μεγάλα έργα;
Β Κορ. 2,17 οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ λοιποὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ᾿ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν.
Β Κορ. 2,17 Ημείς δεν είμεθα, όπως οι πολλοί, που νοθεύουν και αλλοιώνουν τον λόγον του Θεού και κερδοσκοπούν επάνω εις αυτόν. Αλλά κηρύττωμεν τον λόγον του Θεού κινούμενοι από αγνά και ειλικρινή ελατήρια, από άδολον ενδιαφέρον, ως εμπνεόμενοι από τον Θεόν και ενώπιον του Θεού και εν Χριστώ ομιλούντες.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Re: ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Β ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 3α
Β Κορ. 3,1 Ἀρχόμεθα πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνειν; εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν συστατικῶν;
Β Κορ. 3,1 Αρχίζομεν πάλιν να συνιστώμεν τον εαυτόν μας; Μηπως τυχόν και χρειαζόμεθα, όπως και μερικοί άλλοι, συστατικάς επιστολάς προς σας η από σας συστατικάς επιστολάς δια τους άλλους;
Β Κορ. 3,2 ἡ ἐπιστολὴ ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων,
Β Κορ. 3,2 Η ιδική μας συστατική επιστολή είσθε σεις οι ίδιοι. Επιστολή γραμμένη μέσα εις τας καρδίας μας, η οποία γνωρίζεται ως γνησία και αληθινή και αναγινώσκεται από όλους τους ανθρώπους.
Β Κορ. 3,3 φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ᾿ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις.
Β Κορ. 3,3 Σεις γίνεσθε φανεροί και δια των πραγμάτων αποδεικνύετε, ότι είσθε επιστολή Χριστού, την οποίαν εκείνος έγραψε, χρησιμοποιήσας ημάς ως όργανα του· γραμμένη όχι με μέλανι, αλλά με την χάριν και τον φωτισμόν του Πνεύματος του ζώντος Θεού· όχι εις λίθινες πλάκες, όπως είχε γραφή ο μωσαϊκός Νομος, αλλ' εις τις σάρκινες πλάκες των καρδιών σας, αι οποίαι αισθάνονται και ζουν τας δωρεάς και τας αληθείας, που δίδει το Πνεύμα το Αγιον.
Β Κορ. 3,4 Πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν.
Β Κορ. 3,4 Καμνομεν δε αυτήν την ομολογίαν και έχομεν αυτήν την πεποίθησιν δια του Ιησού Χριστού, έμπροσθεν του Θεού.
Β Κορ. 3,5 οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ,
Β Κορ. 3,5 Οχι διότι είμεθα από τους εαυτούς μας ικανοί, ούτε ότι από την ιδικήν μας διάνοιαν και από τους ιδικούς μας λογισμούς συνθέτομεν και προσφέρομεν το κήρυγμα. Αλλ' η ικανότης μας είναι από τον Θεόν.
Β Κορ. 3,6 ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ.
Β Κορ. 3,6 Αυτός και μας έχει αναδείξει ικανούς και αξίους διακόνους της Καινής Διαθήκης, όχι του παλαιού γραπτού και τυπικού νόμου, αλλά του πνευματικού, ο οποίος δια του Αγίου Πνεύματος γράφεται εις τας καρδίας μας και δίδει ζωήν. Διότι το γράμμα, αι τυπικαί διατάξεις του παλαιού Νομου, φέρουν τον πνευματικόν θάνατον. Τον νέον όμως πνεύμα της Καινής Διαθήκης δίδει την ζωήν.
Β Κορ. 3,7 Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην,
Β Κορ. 3,7 Εάν δε ο παλαιός Νομος, που οδηγεί στον θάνατον και είχε χαραχθή με γράμματα εις λίθους, εδόθη με τόσην δόξαν, ώστε οι Ισραηλίται να μη ημπορον να ατενίσουν το πρόσωπον του Μωϋσέως, ένεκα της δόξης και λαμπρότητος που ανέδιδεν αυτό, η οποία εν τούτοις ήτο παροδική και θα κατηργείτο,
Β Κορ. 3,8 πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ;
Β Κορ. 3,8 πως δεν θα έχη μεγαλυτέραν δόξαν και μεγαλειότητα η διακονία της Καινής Διαθήκης, η οποία χορηγεί στους ανθρώπους το Πνεύμα το Αγιον;
Β Κορ. 3,9 εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ.
Β Κορ. 3,9 Διότι εάν η διακονία εκείνη του παλαιού Νομου, που είχε ως συνέπειαν την καταδίκην του ανθρώπου, ήτο ένδοξος, πολύ περισσότερον η διακονία της Καινής Διαθήκης, που δίδει την δικαίωσιν και την σωτηρίαν έχει με το παραπάνω πλουσίαν την δόξαν.
Β Κορ. 3,1 Ἀρχόμεθα πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνειν; εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν συστατικῶν;
Β Κορ. 3,1 Αρχίζομεν πάλιν να συνιστώμεν τον εαυτόν μας; Μηπως τυχόν και χρειαζόμεθα, όπως και μερικοί άλλοι, συστατικάς επιστολάς προς σας η από σας συστατικάς επιστολάς δια τους άλλους;
Β Κορ. 3,2 ἡ ἐπιστολὴ ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων,
Β Κορ. 3,2 Η ιδική μας συστατική επιστολή είσθε σεις οι ίδιοι. Επιστολή γραμμένη μέσα εις τας καρδίας μας, η οποία γνωρίζεται ως γνησία και αληθινή και αναγινώσκεται από όλους τους ανθρώπους.
Β Κορ. 3,3 φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ᾿ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις.
Β Κορ. 3,3 Σεις γίνεσθε φανεροί και δια των πραγμάτων αποδεικνύετε, ότι είσθε επιστολή Χριστού, την οποίαν εκείνος έγραψε, χρησιμοποιήσας ημάς ως όργανα του· γραμμένη όχι με μέλανι, αλλά με την χάριν και τον φωτισμόν του Πνεύματος του ζώντος Θεού· όχι εις λίθινες πλάκες, όπως είχε γραφή ο μωσαϊκός Νομος, αλλ' εις τις σάρκινες πλάκες των καρδιών σας, αι οποίαι αισθάνονται και ζουν τας δωρεάς και τας αληθείας, που δίδει το Πνεύμα το Αγιον.
Β Κορ. 3,4 Πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν.
Β Κορ. 3,4 Καμνομεν δε αυτήν την ομολογίαν και έχομεν αυτήν την πεποίθησιν δια του Ιησού Χριστού, έμπροσθεν του Θεού.
Β Κορ. 3,5 οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ,
Β Κορ. 3,5 Οχι διότι είμεθα από τους εαυτούς μας ικανοί, ούτε ότι από την ιδικήν μας διάνοιαν και από τους ιδικούς μας λογισμούς συνθέτομεν και προσφέρομεν το κήρυγμα. Αλλ' η ικανότης μας είναι από τον Θεόν.
Β Κορ. 3,6 ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ.
Β Κορ. 3,6 Αυτός και μας έχει αναδείξει ικανούς και αξίους διακόνους της Καινής Διαθήκης, όχι του παλαιού γραπτού και τυπικού νόμου, αλλά του πνευματικού, ο οποίος δια του Αγίου Πνεύματος γράφεται εις τας καρδίας μας και δίδει ζωήν. Διότι το γράμμα, αι τυπικαί διατάξεις του παλαιού Νομου, φέρουν τον πνευματικόν θάνατον. Τον νέον όμως πνεύμα της Καινής Διαθήκης δίδει την ζωήν.
Β Κορ. 3,7 Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην,
Β Κορ. 3,7 Εάν δε ο παλαιός Νομος, που οδηγεί στον θάνατον και είχε χαραχθή με γράμματα εις λίθους, εδόθη με τόσην δόξαν, ώστε οι Ισραηλίται να μη ημπορον να ατενίσουν το πρόσωπον του Μωϋσέως, ένεκα της δόξης και λαμπρότητος που ανέδιδεν αυτό, η οποία εν τούτοις ήτο παροδική και θα κατηργείτο,
Β Κορ. 3,8 πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ;
Β Κορ. 3,8 πως δεν θα έχη μεγαλυτέραν δόξαν και μεγαλειότητα η διακονία της Καινής Διαθήκης, η οποία χορηγεί στους ανθρώπους το Πνεύμα το Αγιον;
Β Κορ. 3,9 εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ.
Β Κορ. 3,9 Διότι εάν η διακονία εκείνη του παλαιού Νομου, που είχε ως συνέπειαν την καταδίκην του ανθρώπου, ήτο ένδοξος, πολύ περισσότερον η διακονία της Καινής Διαθήκης, που δίδει την δικαίωσιν και την σωτηρίαν έχει με το παραπάνω πλουσίαν την δόξαν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.