Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Η ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού .
Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε:
- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;
- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.
- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.
- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:

Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.

Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:
-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!
-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...
...και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!
Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ' έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη... όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ.

Ήταν γιατρός ιεραπόστολος στην Ινδία και δούλευε κυρίως ανάμε-
σα στους λεπρούς.κάποια μέρα του έφεραν τρεις εγκληματίες λεπρούς.
Με δική του ευθύνη ζήτησε να τους βγάλουν τις χειροπέδες και περιποι-
ήθηκε με αγάπη τις πληγές τους.Λίγο καιρό αργότερα,χρειάστηκε να πά-
ει μέσα στη νύχτα σε έναν ασθενή που τον κάλεσε.
Φοβόνταν όμως να αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του μόνα τους,
γνωρίζοντας ότι αυτοί οι τρείς εγκληματίες ήταν ελεύθεροι.Η γυναίκα του τον παρότρυνε παρόλα αυτά να πάει,λέγοντας ότι ο Θεός θα τους προστάτευε.Έτσι λοιπόν έφυγε.Το άλλο πρωί η γυναίκα του έκπληκτη
βρήκε τους τρείς άντρες ξαπλωμένους έξω από την πόρτα.Ο ένας της
είπε:Μάθαμε ότι ο γιατρός έφυγε τη νύχτα.Μείναμε εδώ από έξω ώστε
να μην σας συμβεί τίποτε κακό.
Η αγάπη είναι δύναμη.Όσο πιο πολλή δίνεις,τόσο πιο πολλή έχεις.Η αγά-
πη μαλακώνει και αλλάζει καρδιές.Η αγάπη του Θεού μαλάκωσε τη δι-
κή μας καρδιά και μας κέρδισε από την αμαρτία στην αιώνια Βασιλεία Του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΔΑΜ.

"Ο ΣΒΙΡ"

Ω Κύριε, διεύρυνε μέσα μας την ολίσθηση της αλληλεγγύης με όλα τα έμβια πλάσματα, τους μικρούς αδελφούς μας στους οποίους Σύ έχεις δώσει αυτήν τη γη ως σπίτι τους από κοινού με εμάς. Είθε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχουν για μας μόνο, αλλά για τούς εαυτούς τους και για Εσένα και ότι αγαπούν τη γλυκύτητα της ζωής όπως εμείς την αγαπούμε- και υπηρετούν Εσένα από τη θέση τους καλύτερα από ότι εμείς από τη δική μας.
Μέγας Βασίλειος

"Η ΘΛΙΨΗ"
Ένα πρωί, πολύ νωρίς, λίγο αφότου οι πατέρες είχαν μετακομίσει στην ερημική τοποθεσία, αντηχούσε σε όλο το μοναστήρι το δυνατό κελάηδημα ενός πουλιού. Οι πατέρες πετάχτηκαν πάνω και ανακάλυψαν έναν πετεινό πάνω στο τραπέζι της τράπεζας. Δεν είχαν ιδέα από που είχε έρθει ή πώς είχε μπει εκεί. Ό πετεινός συνέχισε το «έργο του» για κάμποση ώρα.
Σύντομα ένα γέλιο ακούστηκε έξω από την πύλη. Αποκαλύφθηκε πώς ό φίλος των πατέρων, ό διάκονος Νικόλαος, ενώ ταξίδευε είχε προσελκυστεί από τα φωτεινά χρώματα του πετεινού και τον είχε αγοράσει για τούς πατέρες ως δώρο. Έφτασε τη νύχτα και τοποθέτησε τον πετεινό στην τράπεζα. Όταν ό ήλιος ανέτειλε, το πρωινό φώς αποκάλυψε ότι ό πετεινός ήταν ένα πουλί απρόσμενης ομορφιάς, κάποιας εξωτικής ράτσας. Έλαμψε κυριολεκτικά και άστραψε στον ήλιο, μετά χρυσά, κόκκινα, μπλε και φωτεινά πράσινα χρώματα. Τα χρυσά φτερά του άλλαζαν κατά κάποιο τρόπο τα χρώματα τα έβλεπες από διαφορετικές πλευρές. «Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πουλί πριν», αναφώνησε ό π. Γερμανός, «σαν να επρόκειτο για ένα πλάσμα από κάποιον άλλο κόσμο».
«Παρελαύνοντας» θαρραλέα στην μοναστηριακή έκταση ο πετεινός φάνηκε σαν να ήταν στον χώρο του. Έγινε ο πρώτος «τρίτος αδελφός» του μοναστηρίου, του οποίου η μοναχική υπακοή ήταν να ξυπνά τούς μοναχούς για προσευχή. Εκπαίδευσε τούς πατέρες να μην στηρίζονται στα ξυπνητήρια, αλλά σε αυτόν. Ή εικόνα αύτη παρακινούσε τούς ανθρώπους για προσευχή και χρησίμευε σαν μια υπενθύμιση της μετάνοιας του αποστόλου Πέτρου στο λάλημα του πετεινού. Για αυτόν τον λόγο, όλοι οι πετεινοί στην Ρωσία καλούνται «πέτια», υποκοριστικό τού Πέτρου.
Ό π. Σεραφείμ, τού οποίου ή οικογένεια είχε κοτόπουλα όταν ήταν παιδί, έχτισε ένα χώρο για τον πετεινό. Όταν ό χειμώνας πλησίασε, πήγε στην πόλη και αγόρασε τέσσερις λευκές σαν το χιόνι κότες, έτσι (ώστε οι πατέρες να έχουν δικά τους αυγά. Δεδομένου ότι το κοτέτσι παρέμεινε δίπλα στην κουζίνα κατά τη διάρκεια εκείνου του χειμώνα, μπορούσαν να παρατηρούν τις κότες από κοντά. Οι πατέρες παρατήρησαν την πειθαρχία τους ως προς τις συνήθειες του ύπνου: ότι πρόσεχαν τον ήλιο όταν έδυε και πήγαιναν στην φωλιά τους μόνο όταν είχε βασιλέψει και ότι δεν θα άφηναν το κοτέτσι τους το πρωί νωρίτερα ή αργότερα από την ανατολή. Ό π. Σεραφείμ επίσης παρατήρησε ότι οι κότες είχαν απολύτως διαφορετικές προσωπικότητες. Περπατούσαν και προμηθεύονταν τροφή με διαφορετικούς τρόπους και οι φωνές και ή συμπεριφορά τους ήταν πολύ ευδιάκριτες. Μία από αυτές, περπατούσε τριγύρω κακαρίζοντας όλη την ημέρα. Ό π. Σεραφείμ την ονόμασε «τραγουδίστρια» άλλη, πού ράμφιζε συνεχώς τις άλλες, την ονόμασε «κακό κορίτσι» το κύριο θύμα αυτής της μεταχείρισης το αποκάλεσε «σταχτοπούτα». Ακόμη και με τα κοτίστικα μυαλά τους, είχαν κάποιας μορφής προσωπική αφοσίωση. Ή αγαπημένη κότα τού π. Σεραφείμ, πού ονομαζόταν «Ρούμ-γιανέτζ» (στα ρωσικά, «ρόδινο μάγουλο») συχνά τον ακολουθούσε τριγύρω.
Για χρόνια αφότου είχαν μετακομίσει, οι πατέρες δεν είχαν γάτες ή σκύλους, σκεπτόμενοι, με τον ζήλο τους, ότι δεν άρμοζε να έχουν στην σκήτη ζώα πού αγαπούν τα χάδια. Μια ημέρα, ή Νόνα Σέκο τούς έφερε ένα δώρο. Καθώς στεκόταν κοντά στον π. Γερμανό, του είπε να κλείσει τα μάτια του και να ανοίξει τα χέρια του. Όταν τα άνοιξε, βρέθηκε να κρατά ένα γκρίζο γατάκι. Είπε ότι δεν ήθελε το γατάκι, αλλά ή Νόνα τον ρώτησε εάν υπήρχαν ενοχλητικά ποντίκια τριγύρω. «Εντάξει», είπε ό π. Γερμανός, εξετάζοντας το γατάκι. «Εάν πιάσει ένα ποντίκι μέσα σε μια ώρα, μπορεί να μείνει. Αν όχι, θα πρέπει να το πάρεις πίσω».
Το γατάκι έτρεξε μακριά, κάτω από το κτήριο. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, ενώ ό π. Γερμανός και ή Νόνα μιλούσαν ακόμα, το γατάκι έφερε ένα ποντίκι στο μέρος τους και το έβαλε στα πόδια του π. Γερμανού, έχοντας εκπληρώσει αμέσως την... πρώτη του μοναχική υπακοή. Ή γάτα έμεινε, και αργότερα προστέθηκαν και άλλες.
Προτού φθάσουν οι γάτες, οι πατέρες έβλεπαν συχνά κροταλίες στην περιοχή της σκήτης. Ό π. Γερμανός μερικές φορές έμπαινε στο κελί του και έβρισκε αυτό το θανατηφόρο ερπετό κουλουριασμένο μέσα στα σκεπάσματα ή τεντωμένο κάτω από το κρεβάτι του. Εντούτοις, με τον ερχομό των γατών αυτά τα φίδια εμφανίζονταν σπάνια. Οι πατέρες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τα φίδια είχαν προσελκυστεί στα κτήρια από τα ποντίκια, αλλά τώρα πού οι γάτες είχαν μειώσει τον πληθυσμό τους, τα φίδια δεν είχαν πλέον λόγο να πλησιάζουν. Οι γάτες αποτέλεσαν έτσι, αντί για τα παιχνιδιάρικα όντα πού οι πατέρες ήταν απρόθυμοι να έχουν τριγύρω από το ερημητήριο, αναντικατάστατους εργάτες για τη δημόσια ασφάλεια.
Επειδή δεν αρμόζει να δοθεί σε ένα ζώο το όνομα ενός άγιου, οι πατέρες ονόμαζαν τις γάτες τους με βάση κάτι -συνήθως μια τοποθεσία- πού συνδεόταν με τον άγιο στην ημέρα μνήμης του οποίου είχε έρθει το ζώο. Έτσι, μια γάτα ή οποία έφθασε την ήμερα του άγιου Γερμανού της Αλάσκας ονομάστηκε «Αλάσκα», μία πού ήρθε του αγίου Θεοδώρου τού Τυρωνος ονομάστηκε «Τύρων» κ.λπ. Μια λυπημένη σκούρα γκρίζα γάτα πού συνέβη να έρθει στην γιορτή της Θεοτόκου «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», ονομάστηκε «Θλίψη».
Ό προσωπικός «σύντροφος» του π. Σεραφείμ ήταν ή γάτα Τύρων. Αν και μικρή, αυτή ή γάτα ήταν ή γυναίκα αρχηγός της φυλής των αιλουροειδών, και καμία άλλη δεν τόλμησε να της παραβγεί. Ακόμη και στο κελί του π. Σεραφείμ ήταν κάτι σαν βασίλισσα. Καθόταν ήσυχα στα πόδια του, ενώ δακτυλογραφούσε κάποιο άρθρο και εκείνος δεν ήθελε να σηκωθεί για να μην την ενοχλήσει. Μια ημέρα μπήκε σε ένα από τα εργαστήρια του μοναστηριού για να διαπιστώσει ότι είχε γεννήσει τα γατάκια της στην μέση των εγγράφων πάνω στο γραφείο του!
Ο π. Σεραφείμ μ εκτιμούσε τα σκυλιά περισσότερο. Δεν είχε ποτέ αντικαταστήσει το αγαπημένο σκυλί της παιδικής ηλικίας του, τον Ντίττο. Μια ημέρα, εντούτοις, ένα όμορφο, πορτοκαλόμαυρο αρσενικό σκυλί -γερμανικός ποιμενικός-πέρασε τρέχοντας την πύλη της μονής. Γρήγορα απέκτησε φιλίες με τούς πατέρες. «Δεν θα ήταν καλό να είχαμε ένα σκυλί;», τόλμησε να προτείνει ό π. Σεραφείμ . Αλλά το σκυλί έφερε περιλαίμιο και προφανώς είχε ιδιοκτήτη έτσι οι πατέρες αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να βάλουν μια ειδοποίηση στο Γενικό Κατάστημα της Πλατίνα. Λίγο αργότερα, κάποιος ανέβηκε με φορτηγό στην μονή. Είχε έρθει να πάρει τον «Μάρφυ του». Το σκυλί εξέτασε τον κύριό του με έντρομα μάτια, τα όποια φάνηκε να δείχνουν ότι τον είχε κακομεταχειριστεί στο παρελθόν. Ό άνθρωπος ήταν θυμωμένος και προφανώς δεν ενδιαφερόταν για τον Μάρφυ. Ό π. Σεραφείμ λυπήθηκε πολύ πού είδε τον φίλο του να φεύγει.
Μερικές ημέρες αργότερα, ό Μάρφυ βρισκόταν ξανά στο ερημητήριο, έχοντας περπατήσει μέχρι εκεί. Πάλι ό ιδιοκτήτης ήρθε να τον πάρει. «Πήγαινε σε εκείνο το φορτηγό!», φώναξε ό άνθρωπος στο σκυλί, χτυπώντας το με το χέρι του. Εάν ξανακάνει αυτό», είπε στους πατέρες, «θα πρέπει να τον κρατήσετε»!
Αυτήν τη φορά πέρασαν μόνο δεκαπέντε λεπτά προτού Μάρφυ επιστρέψει. Ό π. Σεραφείμ χάρηκε από μέσα του. Μάρφυ ήταν το όνομα του σκυλιού στον «κόσμο», αλλά στο ερημητήριο θα καλείτο εφεξής «Σβίρ», αφού είχε φθάσει αρχικώς τη ημέρα του άγιου Αλεξάνδρου του Σβίρ. Οι πατέρες ήταν βέβαιοι ότι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ ένα τέτοιο ευγενές πλάσμα. Δεν υπήρχε καμιά «σκυλίσια ανοησία» σε αυτό το ζώο! Εξέταζε τούς ανθρώπους με λαμπερά μάτια και με μια καλή, ταπεινή έκφραση. Αγάπη, παιχνίδι, συντροφικότητα, προστασία - όλα γίνονταν στην ώρα τους. Κρατούσε τις αρκούδες και τα λιοντάρια των βουνών μακριά (αλλά χωρίς άχρηστα αδιάκοπα γαβγίσματα) και βοηθούσε τούς χαμένους αδελφούς να βρουν τον δρόμο τους για το ερημητήριο.
Ό π. Σεραφείμ σπάνια χάιδευε τον Σβίρ υπήρχε μεταξύ τους ένα είδος σιωπηλής φιλίας. Όπως είχε κάνει με τον Ντίττο, θα επικοινωνούσε με τον Σβίρ κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια του.
ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ . ΤΟΜΟΣ Β.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Μια πλούσια οικογένεια ζει -όπως είναι φυσικό- με όλες τις ανέσεις, απολαμβάνοντας καθημερινά ό,τι επιθυμεί, μόνο που όλα τα μέλη της δείχνουν να μην εκτιμούν τον πλούτο τους. Το αντίθετο, μάλιστα! Είναι τις περισσότερες φορές αχάριστοι, δύσκολα ικανοποιούνται και πάντα ονειρεύονται κάτι παραπάνω από αυτό που έχουν..
Ο πατέρας, απογοητευμένος από την αχαριστία, αποφασίζει να ξεκινήσει τη διδαχή απ
ό το γιο του και να του δείξει στην πράξη τι σημαίνει πραγματική φτώχεια. Έτσι επιλέγει μια φτωχή οικογένεια που ζει σε ένα ορεινό χωριό και τον παίρνει μαζί του να περάσουν λίγες μέρες μέσα στην απόλυτη φτώχεια… Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως ακριβώς θα ήθελε! Το αποτέλεσμα εκπλήσσει όχι μόνο τον ίδιο αλλά και όλους εμάς…
Πέρασαν τρεις μέρες και δύο νύχτες στο χωριό. Στο δρόμο της επιστροφής ο πατέρας γεμάτος αγωνία ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία», απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;», συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.

Ο γιος απάντησε:
- Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις…
- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί έχουν ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές…
- Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…
- Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…
- Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας, ενώ αυτοί σπέρνουν και θερίζουν γι’ αυτό…
- Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη «συμφωνία» από πουλιά, βατράχια και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται πού και πού από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι…
- Εμείς μαγειρεύουμε στην ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ψήνουν στα ξύλα και ό,τι τρώνε έχει θεσπέσια γεύση…
- Εμείς για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις πόρτες ορθάνοιχτες, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…
- Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση… Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης, την οικογένειά τους…
Ο πατέρας, έμεινε έκπληκτος από τις απαντήσεις του γιου του…
Και ο γιος ολόκληρωσε με τη φράση:
«Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά, που μου δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε…»!!!

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΦΤΩΧΟΤΕΡΟΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ… ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ… ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ ΤΟ «ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ»!!!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΤΑΝ ΕΚΛΕΙΣΕ Η ΠΟΡΤΑ.

Είδες τι μας βρήκε πάλι,Μαρία;Βρέχει,όλο βρέχει.Τι κατάρα είναι αυτή;
Πότε άρχισε αυτό το νερό να πέφτει;Κοντεύουμε να ξεχάσουμε.Είναι δύο
μέρες;Τρείς μέρες;
Και ξέρεις,Κίνια μου,παρατήρησα το λίγο που βγήκα έξω το πρωί,για να
πάω στην αγορά,η γη άρχισε να μην απορροφά το νερό,και σε διάφορα μέρη λιμνάζει.Αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο.Μα,αν συνεχίσει
αυτή η κατάσταση,τότε θα κολυμπάμε όλοι σε αυτό μέσα.
Μάρα μου,αυτό δεν ξανάγινε,κάτι σοφοί δημογέροντες λένε πως επειδή
όλο αυτό το διάστημα είχαμε ξηρασία,το νερό μαζεύτηκε στον ουρανό και στη θάλασσα,και τώρα άρχισε να πέφτει.Μα πόσο είναι,να ξέραμε και
πότε θα σταματήσει;
Πρέπει μέχρι το βράδι να σταματήσει.Γιατί άμα δεν σταματήσει,θα σκου-
ρήνουν τα πράγματα.Θα ποτίσουν τα θεμέλια,και με τον πρώτο άνεμο θα
πέσουν.Βλέπεις δεν είναι πέτρινα.Που να βρούμε πέτρες εδώ στον τόπο μας;Με χρυσάφι να τις πληρώνεις δεν τις βρίσκεις.
Μα δεν είναι μόνο τα σπίτια που κινδυνεύουν.Τα ζαρζαβατικά;Το στάρι;
Θα καταστραφούν όλα.Και σε μερικούς μήνες δεν θα έχουμε ψωμί.Ωχ
Θεέ μου,βάλε το χέρι Σου.Έχεις τόσα πολλά χέρια.Ένα από αυτά βάλτο και σε αυτόν τον τόπο.
Τώρα που είπες Θεέ μου,θυμήθηκα εκείνον τον τρελό στο λόφο επάνω,
με το σπίτι που φτιάχνει μία ζωή ολόκληρη.Τι γίνεται;
Μα αυτός πρέπει να είναι χαρούμενος.Για τον τρελό Νώε θα λες.Μου
πούλησε σπίτια,χωράφια,για να φτιάξει αυτό το πλεούμενο του πάνω στο
βουνό.
Μα δεν είμαστε καλά.Εκεί ψηλά που το έφτιαξε το πλεούμενο του,θέλει πάρα πολύ νερό.Για να ανέβει το νερό εκεί ψηλά,θα πρέπει πρώτα να έ-
χουμε πνιγεί όλοι μας.Είπαμε τρελός,μα όχι και τόσο γρουσούζης.Να πνι-
γούμε όλοι μας για να κάνει αυτός το κέφι του και την φιγούρα του.
Μάρα μου,τι λες;αυτός πιστεύει σε άλλον Θεό πολύ παλιό,και λέει πως του μίλησε και του είπε:[Φτιάξε την κιβωτό να σωθείς,εσύ και τα παιδιά
σου].Χαρά στο κουράγιο του!Μία ζωή ολόκληρη,τόσα κόπια,για αυτήν
την κατάρα.
Μα να που τώρα,όλα αυτά που έλεγε,επαληθεύουν.Που να μην έσωνε να
ερχόντανε στα μέρη μας.Να ερχόντανε ο άντρας μου να μας έλεγε κανένα
νέο από αυτήν την άθλια κατάσταση.Άρχισα να φοβάμαι και να ανησυχώ.
Μα είναι να μην ανησυχείς;Βρέχει,βρέχει αδιάκοπα και έχει σκοτεινιάσει
ο ουρανός.Άλλο πράγμα.Μαυρίλα παντού.Λες και θέλει να μας θάψει ζω-
ντανούς ο Θεός αυτού του τρελό Νώε.
Δηλαδή το έδεσες στα καλά,πως συμβαίνει η καταστροφή που έλεγε αυ-
τός ο άνθρωπος;Τουλάχιστον να μας έβαζε και μας μέσα στο σπίτι του
πλοίο,κιβωτό,πως την λένε και να γλιτώναμε ώσπου να περάσει η μπόρα;
Μα ακούω θόρυβο.Ο άντρας μου θα έρχεται.
Γείας σας,κυράδες μου!
Τι νέα μας φέρνεις Νέμσυ;Πως είναι ο κόσμος;
Κακά,ψυχρά και ανάποδα.Πρώτο και σπουδαιότερο,έσπασε το φράγμα και τα νερά πλημμύρισαν παντού.Και τώρα πιά δεν θα έχουμε καθαρό νε-
ρό να πιούμε.Ύστερα,γέμισε ο τόπος αγρίμια.Τα δάση αδείασανε,λύκους
και τσακάλια γέμισε ο τόπος,που ήρθανε για να σωθούνε.Εκείνος ο Νώε
ο τρελός,έκλεισε την πόρτα στο πλεούμενό του.Μερικοί πήγαν και τον παρακάλεσαν να τους ανοίξει,μα δεν άνοιξε.Που ήσασταν τόσο καιρό;
τους είπε.Τώρα η πόρτα έκλεισε.
Δηλαδή,Νέμσυ,πιστεύεις πως αυτός ο άνθρωπος έχει δίκιο και έτσι θα γί-
νει;Σαν να νομίζω ότι τον πιστεύεις.
Ναι,είναι αλήθεια δίκιο έχεις είμαι έντονα επηρεασμένος από αυτή την διαβολοβροχή.
Και αν είναι έτσι Νέμσυ,τι θα γίνει;Είμαστε τελείως χαμένοι.
Ναι πρέπει να κοιτάξουμε τι θα κάνουμε τώρα.Η ελπίδα μας να τρυπώ-
σουμε στην κιβωτό του Νώε εκμηδενίστηκε,μιάς και έκλεισε την πόρτα.
Μα πως να μην κλείσει την πόρτα,αφού το νερό έφτασε σε μεγάλο ύψος.
Αυτός ήταν προφήτης.Ναι ήτανε άνθρωπος του Θεού,σταλμένος για να
μας δείξει την αμαρτία μας.
Και μας την έδειξε και μας την φανέρωσε με τον καλύτερο τρόπο.Μα δεν
ωφεληθήκαμε!Και να που τώρα θα πνιγούμε όλοι μας,ενώ η σωτηρία του
Θεού,με την κιβωτό,δεν ήταν παρά δύο μονάχα βήματα.
Δεν αφήνετε αυτά τα θρησκευτικά και τα μοιρολατρικά,και να βρούμε τι
μπορούμε να κάνουμε;
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Μα αν βιαστούμε να πάμε στο βουνό;Ή να ανέβουμε πάνω σε ένα μεγάλο
δέντρο;
Μα το νερό όπως πάει σκεπάζει και τα δέντρα.
Μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει.
Σαν κάτι να ακούω,και φαίνεται πως τρίζει το σπίτι και βουλιάζουμε.
Βουλιάζουμε,Θεέ μας,βάλέ το χέρι Σου.
Και μία φωνή ακούγεται:
[Τώρα είναι αργά.Πολύ αργά για σας.Η πόρτα έκλεισε πιά].
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Πλάθωντας τον πλαστουργό ...( Αυτός που δεν ήξερε να βράζει ούτε νερό ...)

Μια ζωή μαζί …Ο Π. και η Μ. Το πιο αγαπημένο ζευγάρι …Από παιδιά σχεδόν ο ένας στο πλάι του άλλου . Εκεί στην μικρή τους πόλη πάντα τους έβλεπες αγαπημένους πιασμένους χέρι-χέρι να χαίρονται τη ζωή ν αγαπούν αληθινά ο ένας τον άλλο , να αλληλοσυμπληρώνονται ανεπιτήδευτα ,αστείρευτα …Πόσο φρόντιζε ο ένας τον άλλον …Και πόσο άρεσε στην Μ. να περιποιείται τον Π. που ώρες ατέλειωτες δούλευε σκληρά να μην λείψει τίποτα από το όμορφο σπιτικό τους …
-Αχ βρε ψυχή μου της έλεγε …-Κοντά σου ούτε νερό δεν έμαθα να βράζω ! όλα μου τα χεις πάντα έτοιμα… -Αυτό δα έλειπε ! του απαντούσε εκείνη …-Με τόσο ιδρώτα και κόπο κάθε μέρα να μην τα βρίσκεις όλα έτοιμα …Αυτά είναι όλα δική μου δουλειά !!
25 χρόνια παντρεμένοι …Από 19 χρονών εκείνη , λίγο μεγαλύτερος αυτός …Κι έφτιαξαν σπουδαία οικογένεια με τέσσερα παιδιά …τρία αγόρια και ένα κορίτσι .-Τα αγγελούδια μας !!έλεγαν και τα καμάρωναν …-Τα πειραχτήρια μας που δεν αφήνουν ήσυχα τον πατέρα τους …-Μα βρε μπαμπά τον πείραζε η μεγάλη τους …-Να μην ξέρεις να βράσεις ένα αβγό !!! Τίποτα δεν έμαθες τόσα χρόνια απ την μαμά ; Γέλαγε καλόκαρδα εκείνος και την απολάμβανε σωστή νοικοκυρούλα να βοηθά πρόθυμα την μάνα της και να καταπιάνεται με όλα …
Μα ήρθε εκείνο το ξημέρωμα που σκοτείνιασε την ζωή τους …Ο Μιχάλης ο μικρότερος ο γιός τους …Συνοδηγός σε αυτοκίνητο …Ξημέρωμα Κυριακής …Αξέχαστης , συννεφιασμένης, μαρτυρικής, βουβής και αβάσταχτα πονεμένης …Κι έγιναν από τότε έτσι όλα τα Κυριακάτικα ξημερώματα ..Τι κι αν όλοι τους έλεγαν ότι είναι πλέον άγγελος στον ουρανό ..Τι κι αν το πίστευαν κι οι ίδιοι πως το στερνοπούλι τους γίνηκε του Χριστού εκλεκτός …Το ξημέρωμα κάθε Κυριακής έβρισκε τον Π. και την Μ. άγρυπνους με τις ορθρινές καμπάνες να παρηγορούν το παράπονό τους .
Εκείνο το πρωινό Κυριακής …έκτης μετά την Ανάσταση και αμέτρητης …μετά από κείνη του χαμού …στέκονταν οι δυο τους μπροστά από τις πύλες της εκκλησιάς που φρουρούν οι Αρχάγγελοι . Και έγινε κάτι που άλλαξε τις Κυριακές τους …Με λευκή στολή είδε ο πατέρας τον Μιχάλη του να βγαίνει από του ιερού την δεξιά την πόρτα …Τον πλησίασε του χαμογέλασε με ένα χαμόγελο ξέχειλο από ευτυχία και αγαλλίαση …και έπειτα χάθηκε στον κόσμο …Μόνο εκείνος τον είδε και κατάλαβε τότε πως του θρήνου ο καιρός πέπαυται …
Ο Π. που ούτε νερό δεν ήξερε να βράζει έπιασε μια παραμονή Ψυχοσαββάτου Πεντηκοστής να φτιάξει το πρώτο του πρόσφορο …Είχε από μέρες παραγγείλει σφραγίδα φτιαγμένη σε κελί αγιασμένο , Αγιορείτικο …Κι έβαλε την μάνα και την κόρη του να του μάθουν τον τρόπο …Και τα κατάφερε καλά για πρώτη του φορά…Το σταύρωσε , το έβαλε στη φωτιά και έπειτα έγραψε στο ψυχοχάρτι πρώτο το όνομα του Αγγέλου του … Και γαλήνεψε απερίγραπτα .Κι όλες τις ορθρινές καμπάνες τις Αναστάσιμες , όλα τα Κυριακάτικα ξημερώματα αλλιώτικα πια τα πρόσμενε …Αυτός που …ούτε νερό δεν ήξερε να βράζει έγινε προσφοράρης και των ψυχών βοηθός , σώμα Θεού ζυμώνοντας , σκορπίζοντας χαμόγελα στον ουρανό και τους γύρω του …Έγινε αυτή η πιο αγαπημένη του συνήθεια …Να πλάθει τον Πλαστουργό…Και να πηγαίνει το δικό του πρόσφορο αχάραγα κάθε Κυριακή μέσα στο Ιερό στα χέρια του Παπά …Και έπειτα να αντικρίζει εκείνο το ευτυχισμένο χαμόγελο του λαμπροφορεμένου του γιού …
Αληθινή Ιστορία
νώντας σκοπετέας
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ.

Μία γυναίκα περίμενε την πτήση της στο σαλόνι του αεροδρομίου.Είχε
αγοράσει ένα σακουλάκι μπισκότα,για να περάσει την ώρα της.
Απορροφημένη στο βιβλίο που διάβαζε,παρατήρησε ωστόσο ότι ο άντ-
ρας που καθόνταν δίπλα,με όλο το θάρρος πήρε ένα-δύο μπισκότα από
το σακουλάκι,που βρισκόνταν μεταξύ τους,αλλά είπε να αγνοήσει την
κίνησή του με αξιοπρέπεια.
Συνέχισε να διαβάζει να τρώει μπισκότα και να κοιτάζει το ρολόι,ενώ ο
διπλανός της όλο και λιγόστευε τα μπισκότα.Τέλος έμεινε ένα μπισκότο.
Ο άγνωστος χαμογελώντας αμήχανα,το πήρε το έσπασε στα δύο,της έδω-
σε το μισό και έφαγε το υπόλοιπο.Εκείνη του το άρπαξε εκνευρισμένη,α-
πορώντας που δεν έδειχνε έστω και λίγη ευγνωμοσύνη.Όταν ανακοινώ-
θηκε η πτήση της ανακουφίσμενη σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να ρίξει ού-
τε μία ματιά σε εκείνον τον αγενέστατο.
Ανέβηκε στο αεροπλάνο κάθησε άνοιξε την τσάντα της να πάρει το βι-
βλίο της και τι να δει!Εκεί πάνω πάνω,βρισκόνταν το σακουλάκι με τα
μπισκότα που είχε αγοράσει.Μα τότε σκέφτηκε με τρόμο,εκείνα ήταν δι-
κά του και τόσο πρόθυμα και απλά τα μοιράστηκε μαζί μου.Πολύ αργά
πιά για να ζητήσει συγνώμη αυτή που ήταν η αγενής,η αχάριστη,ο κλέ-
φτης.Πόσες φορές αδικήσαμε κάποιον στην κρίση μας,από υπερβολική
αυτοπεποίθηση.Πόσο πιό ασφαλές είναι να αφήνουμε το Πνεύμα του Θε-
ού να μας οδηγεί,με απλή και ταπεινή καρδιά.Να σκεφτόμαστε πρώτα το
διπλανό μας και μετά τον ευατό μας.Γιατί τα βόλια που του στέλνουμε,
στρέφονται πάνω μας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ!!!…… (Συγκινητική ιστορία)



Τυχαία διάβασα στο agioritikovima.gr την ιστορία αυτή και θέλησα να τη μοιραστώ μαζί σας…

Σήμερα έχει γενέθλια ο γιος μου, κλείνει τον πρωτο του χρόνο.
Τέλη Ιουλίου τον βαφτίζουμε.
Σαν πέρισυ και λίγες μέρες πιο πρίν, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη όπου ζω, με τη γυναίκα ετοιμόγεννη.
Είχε άσχημη κύηση, ήταν το πρώτο μας παιδί, ήμασταν πολύ φοβισμένοι.
Ξαφνικά βαράει τηλέφωνο από Εύβοια.
Ο πατέρας μου.
Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Τον πάνε επειγόντως στην Αθήνα.
“Μην το συζητάς, φύγε τώρα, έχω…
τους δικούς μου” μου είπε η γυναίκα μου και εκείνη τη στιγμή την αγάπησα όσο ποτέ άλλοτε.
Και να’μαι στην Αθήνα.
Τα πράγματα άσχημα.
Και εγώ κλαίγοντας με ένα κινητό στο χέρι, για τον ένα Κώστα που φεύγει και για τον άλλον που έρχεται χωρίς εμένα.
Ο πατέρας μου να χάνεται και η πεθερά μου να με καθησυχάζει πως ο τοκετός είναι φυσιολογικός.
Δεν ήταν έτσι.
Παραλίγο να χάσω και τη γυναίκα μου εκείνη τη μέρα.
Είχε ακατάσχετη αιμορραγία και για μερικές ώρες η ζωή της κρεμόταν από μία κλωστή.
Και ξαφνικά…ανάκαμψη!
Ο πατέρας μου αρχίζει να σταθεροποιείται.
Είμαι τρεις ημέρες άυπνος, τι να κάνω, να μείνω, να φύγω, γιατί η γυναίκα μου δε μου μιλάει στο τηλέφωνο?
(Ηταν υπό την επήρεια μορφίνης, δεν το ήξερα, απαγορεύονται τα κινητά έλεγε η πεθερά μου, δεν είχα ξανακούσει σε μαιευτήριο να μη μιλάει η λεχώνα στο κινητό, τρελάθηκα, κάτι πάθανε, αυτή η το παιδί, με κοροιδευουν, ήμουν σίγουρος).
Εφυγα σφαίρα για Θεσσαλονίκη, άγρυπνος, με το κινητό στο χέρι, “Ολα καλά” , μου λέγανε και από τις δύο πλευρές, δεν πίστευα κανέναν, ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ, ΠΕΘΑΝΑΝ, μόνο αυτό είχα στο μυαλό μου.
Και φυσικά τράκαρα.
Εναν παππού.
Δε χτύπησε, μόνο το αμάξι του σαραβάλιασα.
Και τότε με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου.
Αρχισα να κλαίω με λυγμούς, “Πάρε τα πάντα του είπα, ταυτότητες, ότι θες, μόνο να μην αργήσω, πρέπει να παω στη Θεσσαλονίκη” ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ.
Δεν έχω συνααντήσει πιο άγιο άνθρωπο ποτέ μου.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και με άφησε να φύγω, πήγαινε αγόρι μου στους δικούς σου και τα χαλάσματα φτιάχνονται, μου είπε.
Και μια κουβέντα: “Ο Θεός είναι Μεγάλος”. Εσείς οι νέοι κοροιδεύετε, αλλά εγω είμαι σε συνεχή επικοινωνία με το Θεό. Και θα προσευχηθώ για σένα, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου”.
Εφτασα ένα ράκος.
Και εκεί έμαθα ότι παραλίγο να χάσω Εκείνη και Εκείνο.
Τους πήρα στην αγκαλιά μου και τους έσφιξα σα χαμένος.
Και μετά έμαθα.
Η γυναίκα μου συνήλθε την ίδια ωρα περίπου με τον πατέρα μου.
Σώθηκε η ζωή τους μέσα στα ίδια λεπτά.
Όταν τελείωσαν όλα, αναζήτησα τον παππού.
Δεν απάντησε ποτέ στα επίμονα τηλεφωνήματά μου, ούτε με πήρε ποτέ πίσω.
Οποτε βλέπω παλιό μπλέ BMW σταματάω να δω τον οδηγό η τρέχω σαν τρελός να τον προλάβω.
Μάταια.
Και έχω αρχίσει να πιστεύω πως εκείνη την ώρα, που οι τρεις πολύτιμοι για μένα άνθρωποι χαροπάλευαν, εγώ συνάντησα το Θεό… Και με λυπήθηκε!!!
Υ.Γ:
Τον πατέρα μου τον χάσαμε τελικά μετά από 8 μήνες.
Πρόλαβε όμως και πήρε στην αγκαλιά του τον Κωστάκη. Παίξανε, τον τάισε, πήγανε βόλτα.
Και έφυγε ευτυχισμένος.
Νομίζω πως δε θα πέθαινε πριν ζήσει λίγο με τον Κώστα…
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.

Ό επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη “πελατεία” και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
–Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς! Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ό Θεός είναι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει ή Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της που ευρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι “έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!…
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο…πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! Έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ’ αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι έκαίετο εκείνη ή λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
–Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
–Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την “βρώμα” κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

«Ένα κοριτσάκι, πήρε τον κουμπαρά του κι άδειασε το περιεχόμενο. Μέτρησε τρεις φορές τα κέρματα, του για να μην κάνει κανένα λάθος. Ήταν ένα δολάριο και 11 σέντς. Πήρε τα κέρματα και πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς.
Ο φαρμακοποιός, εκείνη την στιγμή, μιλούσε με ένα καλοντυμένο κύριο και δεν πρόσεξε την μικρή. Το κοριτσάκι έκανε κάποιο θόρυβο με τα πόδια του, αλλά τίποτε. Τότε πήρε ένα από τα κέρματα της και το χτύπησε πάνω στο γραφείο του.
- Τι θέλεις; Την ρωτά κάπως εκνευρισμένος εκείνος. Δεν βλέπεις, ότι μιλώ με τον αδελφό μου, που έχω χρόνια να τον δω;
Τότε η μικρή του είπε:
- Θέλω να σου μιλήσω για τον αδελφό μου, που είναι πολύ άρρωστος, και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα.
- Συγγνώμη, της απάντησε αυτός, αλλά δεν πουλάμε θαύματα.
- Ξέρετε, είπε το κοριτσάκι, ο αδελφός μου έχει κάτι στο κεφάλι του, που μεγαλώνει, κι ο μπαμπάς μου λέει, ότι μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει. Λοιπόν, ποσό κάνει ένα θαύμα για να το αγοράσω. Έχω χρήματα ....
Ο αδελφός του φαρμακοποιού, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την συζήτηση, ρώτησε την μικρή τι είδους θαύμα χρειαζόταν ο αδελφός της.
- Δεν ξέρω, του απάντησε με μάτια βουρκωμένα. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι χρειάζεται εγχείρηση και ο μπαμπάς δεν έχει τα χρήματα. Γι 'αυτό, θέλω να πληρώσω εγώ, με τα δικά μου χρήματα.
Στην ερώτηση του καλοντυμένου κυρίου, πόσα λεπτά έχει. Η μικρή του απάντησε «Ένα δολάριο και 11 σέντς, κι αν χρειασθούν και άλλα θα τα βρω».
- Τι σύμπτωση, χαμογέλασε ο καλοντυμένος κύριος. Είναι το ακριβές αντίτιμο για ένα θαύμα, για ένα μικρό αδελφό: Ένα δολάριο και 11 σεντς!
Πήρε τα λεπτά, έπιασε την μικρή απ 'το χεράκι, και της είπε: «Πάμε μαζί στο σπίτι σου για να δω τον αδελφό σου και τους γονείς σου και να κάνουμε το θαύμα »...
Ο καλοντυμένος κύριος ήταν ο Κάρτον Άρσμποργκ, ο γνωστός νευροχειρουργός.
Η εγχείρηση έγινε με επιτυχία και ο μικρός αδελφός επέστρεψε στο σπίτι του υγιής.
- Η εγχείρηση ήταν ένα αληθινό θαύμα, ψιθύρισε η μαμά. Απορώ πόσο θα κόστισε.
Η μικρούλα χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο κοστίζει ένα θαύμα: «ένα δολάριο και 11 σέντς, συν την πίστη ενός μικρού παιδιού ...».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”