Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος μάρτυρας Βασιλίσκος έδρασε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και ήταν ανιψιός του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ορμώμενος από το παράδειγμα του Θεοδώρου και των συστρατιωτών του επιθυμούσε τη μαρτυρική του τελείωση. Ο θεός αμείβοντας τον για τη βαθιά του προσήλωση πραγματοποίησε την επιθυμία του. Μάλιστα του εφανερώθη σε οπτασία και τον συμβούλευσε να πάει στα Κύμανα του Πόντου, αφού πρώτα αποχαιρετήσει τους οικείους του. Πράγματι, λίγο μετά την επιφάνεια του Κυρίου, ο έπαρχος της Καππαδοκίας Αγρίππας διέταξε να τον συλλάβουν και αφού του φορέσουν σιδερένια υποδήματα να τον οδηγήσουν προς τον Πόντο. Στο δρόμο οι στρατιώτες τον έδεσαν πισθάγκωνα σ' ένα ξερό πλατάνι, το οποίο με τις προσευχές του αγίου ξαναζωντάνεψε και γέμισε φύλλα. Όταν έφθασαν στα Κόμανα, οδηγήθηκε στον έπαρχο, ο οποίος, προσπαθώντας να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, τον πήγε σε ειδωλολατρικό ναό και τον παρότρυνε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Άγιος Βασιλίσκος όχι μόνο έμεινε άκαμπτος απέναντι στις απειλές του άρχοντα, αλλά κατέκαυσε, θερμά προσευχόμενος, όλα τα μιαρά παρασκευάσματα του ναού. 'Έτσι διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του ενώ το σώμα του ρίχθηκε σε κοντινό ποταμό.
Ο όσιος Βενέδικτος καταγόταν από την πόλη Νουρσία της Ιταλίας. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πόλο νωρίς αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το ίδιο του το όνομα -στα ελληνικά μεταφράζεται ευλογημένος-φανέρωνε τη θαυμαστή πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο όσιος. Εγκατέλειψε την οικογένεια και την περιουσία του και αποσύρθηκε με την παραμάνα του στην έρημο. Εκεί ασκήτευσε με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα και κατόρθωσε να φτάσει στον ύψιστο βαθμό αγιότητας. Είχε επίσης τιμηθεί από τον Κύριο με το χάρισμα της θαυματοποιίας και της προφητείας και κατάφερε έτσι να βοηθήσει, να θεραπεύσει και γενικότερα να υπηρετήσει το ποίμνιο του. Από τη βιογραφία του γνωρίζουμε θαυμαστά στοιχεία για την τελείωση του: Προαισθάνθηκε το θάνατο του και έδωσε εντολή να ανοιχτεί τάφος για τον ενταφιασμό του. Μετά την εντολή αυτή προσβλήθηκε από ασθένεια που κράτησε έξι ημέρες. Την έκτη ημέρα ζήτησε από τους μαθητές του να τον μεταφέρουν σε μονή, όπου, αφού μετάλαβε των αχράντων μυοτηρίων, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Τέλος, κατά την κοίμηση του, δύο αδέλφια, ευσεβείς χριστιανοί, είδαν σε όραμα τον όσιο, υποβασταζόμενο από άνδρες, να ανεβαίνει στους ουρανούς. Μετά το όραμα, πληροφορήθηκαν την τελευτή του οσίου.
Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και τη μνήμη της Αγίας Βερονίκης της αιμορροούσας. Η Αγία καταγόταν από την πόλη Πανεάδα, όπου και έδρασε διακηρύσσοντας τη χριστιανική πίστη. Αξιώθηκε μάλιστα να συναντήσει τον Κύριο, που τη θεράπευσε από βασανιστική αιμορραγία - έτσι έλαβε και το όνομα της. Για να τιμήσει και να ευχαριστήσει τότε τον Κύριο, φιλοτέχνησε ένα λαμπρό ανδριάντα, τον οποίο και έστησε μπροστά από το σπίτι της για να τον προσκυνούν οι πιστοί. Στη συνέχεια η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησε ταπεινά, καθ' όλο το βίο της. Η Αγία απεβίωσε εν ειρήνη, σε βαθιά γεράματα.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Ο όσιος Βησσαρίων, καταγόταν από την Αίγυπτο και κατά την παιδική και νεανική του ηλικία είχε μάθει αρκετά καλά τα της χριστιανικής πίστης και λατρείας. Αποσύρθηκε στην έρημο για να υποτάξει την σάρκα στο πνεύμα του. Στον αγώνα του αυτό είχε βοηθό και συμπαραστάτη το θεό, τον οποίο ολόκαρδα ποθούσε. Η ζωή του υπήρξε συνυφασμένη με πολλά θαύματα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα αφού πρώτα στερέωσε πολλούς στην πίστη.
Ο Άγιος Βλάσιος έζησε και μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Λικινίου (308-323 μΧ.). Ο Βλάσιος, που είχε διατελέσει επίσκοπος Σεβαστείας, ήταν κάτοχος της ιατρικής επιστήμης, την οποία δε χρησιμοποίησε ποτέ για να αποκομίσει κέρδος, παρά μόνο για να θεραπεύει τους φτωχούς ασθενείς. Ο Άγιος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ένα σπήλαιο, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση. Όμως ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας, που δίωκε τους χριστιανούς, διέταξε τη σύλληψη του Βλασίου. Όταν ο Άγιος παρουσιάσθηκε μπροστά του με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οργισθείς ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βασανίσουν ανελέητα τον Άγιο. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια οδηγήθηκε στη φυλακή. Τελικά οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Βλάσιο.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα
________________________________________
Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος μάρτυρας Βασιλίσκος έδρασε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και ήταν ανιψιός του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ορμώμενος από το παράδειγμα του Θεοδώρου και των συστρατιωτών του επιθυμούσε τη μαρτυρική του τελείωση. Ο θεός αμείβοντας τον για τη βαθιά του προσήλωση πραγματοποίησε την επιθυμία του. Μάλιστα του εφανερώθη σε οπτασία και τον συμβούλευσε να πάει στα Κύμανα του Πόντου, αφού πρώτα αποχαιρετήσει τους οικείους του. Πράγματι, λίγο μετά την επιφάνεια του Κυρίου, ο έπαρχος της Καππαδοκίας Αγρίππας διέταξε να τον συλλάβουν και αφού του φορέσουν σιδερένια υποδήματα να τον οδηγήσουν προς τον Πόντο. Στο δρόμο οι στρατιώτες τον έδεσαν πισθάγκωνα σ' ένα ξερό πλατάνι, το οποίο με τις προσευχές του αγίου ξαναζωντάνεψε και γέμισε φύλλα. Όταν έφθασαν στα Κόμανα, οδηγήθηκε στον έπαρχο, ο οποίος, προσπαθώντας να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, τον πήγε σε ειδωλολατρικό ναό και τον παρότρυνε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Άγιος Βασιλίσκος όχι μόνο έμεινε άκαμπτος απέναντι στις απειλές του άρχοντα, αλλά κατέκαυσε, θερμά προσευχόμενος, όλα τα μιαρά παρασκευάσματα του ναού. 'Έτσι διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του ενώ το σώμα του ρίχθηκε σε κοντινό ποταμό.
Ο όσιος Βενέδικτος καταγόταν από την πόλη Νουρσία της Ιταλίας. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πόλο νωρίς αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το ίδιο του το όνομα -στα ελληνικά μεταφράζεται ευλογημένος-φανέρωνε τη θαυμαστή πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο όσιος. Εγκατέλειψε την οικογένεια και την περιουσία του και αποσύρθηκε με την παραμάνα του στην έρημο. Εκεί ασκήτευσε με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα και κατόρθωσε να φτάσει στον ύψιστο βαθμό αγιότητας. Είχε επίσης τιμηθεί από τον Κύριο με το χάρισμα της θαυματοποιίας και της προφητείας και κατάφερε έτσι να βοηθήσει, να θεραπεύσει και γενικότερα να υπηρετήσει το ποίμνιο του. Από τη βιογραφία του γνωρίζουμε θαυμαστά στοιχεία για την τελείωση του: Προαισθάνθηκε το θάνατο του και έδωσε εντολή να ανοιχτεί τάφος για τον ενταφιασμό του. Μετά την εντολή αυτή προσβλήθηκε από ασθένεια που κράτησε έξι ημέρες. Την έκτη ημέρα ζήτησε από τους μαθητές του να τον μεταφέρουν σε μονή, όπου, αφού μετάλαβε των αχράντων μυοτηρίων, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Τέλος, κατά την κοίμηση του, δύο αδέλφια, ευσεβείς χριστιανοί, είδαν σε όραμα τον όσιο, υποβασταζόμενο από άνδρες, να ανεβαίνει στους ουρανούς. Μετά το όραμα, πληροφορήθηκαν την τελευτή του οσίου.
Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και τη μνήμη της Αγίας Βερονίκης της αιμορροούσας. Η Αγία καταγόταν από την πόλη Πανεάδα, όπου και έδρασε διακηρύσσοντας τη χριστιανική πίστη. Αξιώθηκε μάλιστα να συναντήσει τον Κύριο, που τη θεράπευσε από βασανιστική αιμορραγία - έτσι έλαβε και το όνομα της. Για να τιμήσει και να ευχαριστήσει τότε τον Κύριο, φιλοτέχνησε ένα λαμπρό ανδριάντα, τον οποίο και έστησε μπροστά από το σπίτι της για να τον προσκυνούν οι πιστοί. Στη συνέχεια η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησε ταπεινά, καθ' όλο το βίο της. Η Αγία απεβίωσε εν ειρήνη, σε βαθιά γεράματα.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Ο όσιος Βησσαρίων, καταγόταν από την Αίγυπτο και κατά την παιδική και νεανική του ηλικία είχε μάθει αρκετά καλά τα της χριστιανικής πίστης και λατρείας. Αποσύρθηκε στην έρημο για να υποτάξει την σάρκα στο πνεύμα του. Στον αγώνα του αυτό είχε βοηθό και συμπαραστάτη το θεό, τον οποίο ολόκαρδα ποθούσε. Η ζωή του υπήρξε συνυφασμένη με πολλά θαύματα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα αφού πρώτα στερέωσε πολλούς στην πίστη.
Ο Άγιος Βλάσιος έζησε και μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Λικινίου (308-323 μΧ.). Ο Βλάσιος, που είχε διατελέσει επίσκοπος Σεβαστείας, ήταν κάτοχος της ιατρικής επιστήμης, την οποία δε χρησιμοποίησε ποτέ για να αποκομίσει κέρδος, παρά μόνο για να θεραπεύει τους φτωχούς ασθενείς. Ο Άγιος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ένα σπήλαιο, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση. Όμως ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας, που δίωκε τους χριστιανούς, διέταξε τη σύλληψη του Βλασίου. Όταν ο Άγιος παρουσιάσθηκε μπροστά του με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οργισθείς ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βασανίσουν ανελέητα τον Άγιο. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια οδηγήθηκε στη φυλακή. Τελικά οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Βλάσιο.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα
________________________________________
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Το όνομα Γαβριήλ σημαίνει στη γλώσσα των Εβραίων «ο άνθρωπος του θεού». Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, εμφανίσθηκε στον Δανιήλ για να ερμηνεύσει ένα όραμα του. Στην Καινή Διαθήκη ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που ανήγγειλε στον Ζαχαρία τη γέννηση του γιου του, του Ιωάννη του Προδρόμου, αλλά και αυτός που ευαγγελίσθηκε στην Παρθένο Μαρία ότι ήταν η γυναίκα που θα έφερνε στον κόσμο τον Ιησού Χριστό.
Η εκκλησία μας γιορτάζει τη Σύναξη των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων ασώματων και ουράνιων αγγελικών ταγμάτων. Οι άγιοι άγγελοι εμφανίζονται στους ανθρώπους κάθε φορά που ο Θεός θέλει να εκτελεστεί το θέλημά του. Η Αγία Γραφή αναφέρει σε πολλά σημεία την επικοινωνία των ανθρώπων με τους αγγέλους και ιδιαίτερα με τους επικεφαλής των αγγελικών ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Συγκεκριμένα, ο αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στον Αβραάμ για να σώσει τον Ισαάκ, τον οποίο ήταν έτοιμος να θυσιάσει ο Αβραάμ, κατ΄ εντολή του Θεού, που θέλησε να δοκιμάσει έτσι την πίστη του δούλου του Αβραάμ. Στον Λώτ, για να τον σώσει όταν ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει τα Γόμορα, στον πατριάρχη Ιακώβ, στο μάντη Βαλαάμ, στον Ιησού του Ναυή. Επίσης ο Μιχαήλ ήταν αυτός που οδήγησε τον λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο. Οι άγιες γραφές αναφέρουν πολλά ακόμα θαύματα τα οποία επιτέλεσε ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ. Ο δε Γαβριήλ ήταν αυτός που ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός στην Παρθένο Μαρία. Κάθε άνθρωπος - κάθε ευσεβής άνθρωπος - έχει τον Άγγελό του, "Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα..." της ζωής και της ψυχής του, που τον φυλάγει και τον προστατεύει από κάθε κακό.
Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο όσιος Γεράσιμος καταγόταν από τα Τρίκαλα Κορινθίας. Γεννήθηκε το 1509 μΧ. από διακεκριμένη και ευσεβή οικογένεια. Η ανατροφή που δέχθηκε ήταν σύμφωνη με τα χριστιανικά ήθη, ενώ με ζήλο επιδόθηκε στη μελέτη των ιερών γραφών. Όταν έφθασε σε κατάλληλη ηλικία εγκατέλειψε την πατρίδα του και περιηγήθηκε διάφορα μέρη. Απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου 1579 στη Μονή Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος, στα Ομαλά της Κεφαλονιάς.
Ο όσιος Γεράσιμος ήταν αφιερωμένος στο μοναχικό βίο. Ο θεός τον αξίωσε ώστε να τον υπακούουν ακόμη και τα άγρια ζώα. Έτσι είχε ως υπηρέτες του ένα λιοντάρι και έναν όνο, τον οποίο έκλεψαν κάποιοι έμποροι. Νομίζοντας ο Γεράσιμος ότι το λιοντάρι καταβρόχθισε τον όνο, το τιμώρησε. Κάποια μέρα όμως που οι έμποροι ξαναπέρασαν με τον όνο, το λιοντάρι τον άρπαξε και τον έφερε στον Γεράσιμο. Ο όσιος συγκινήθηκε και ελευθέρωσε το λιοντάρι, όμως εκείίνο πήγαινε και προσκυνούσε τον όσιο. Όταν ο Γεράσιμος εξεδήμησε, άφησε δίπλα του την τελευταία του πνοή και το λιοντάρι.
Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.
Ο μεγαλομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα δεκαοχτώ του χρόνια κατετάγη στο ρωμαϊκό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών ο Άγιος υπερασπίσθηκε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ' όλα αυτά ο θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, ο Άγιος αποκεφαλίσθηκκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας από τη Ραψάνη ήταν γόνος της οικογενείας Χατζηλασκαρέων. Άσκησε το επάγγελμα του γραμματοδιδάσκαλου. Η αλλαγή ενός νεαρού αλλοθρήσκου έγινε η αιτία του μαρτυρίου του Γεωργίου. Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο με βασανιστήρια. Αποκεφαλίσθηκε στις 5 Μαρτίου του 7878 σε ηλικία είκοσι ετών. Τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν στη Ραψάνη και ευρίσκονται στην οικία «Καραβασίλη», όπου είναι προσιτά εις τους προσκυνητές.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ήλθε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης σε έναν Ευρωπαίο πρόξενο που τον υπηρετούσε. Αγόραζε δε αυγά από το σπίτι μιας μωαμεθανίδας για τον αφέντη του. Τον συκοφάντησαν όμως για αθέμιτες σχέσεις με την κόρη. Τον οδήγησαν στον ιεροδικαστή και επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει τον πυροβόλησαν και διαμέλισαν το σώμα του κοντά στη θάλασσα. Χριστιανοί τον ενταφίασαν και στις 13 Απριλίου του 1967 τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από την Πτολεμαΐδα στην Λευκωσία με τιμές.
Ο όσιος Γεώργιος από νεαρή ηλικία έδειξε την ευσέβεια του και την αγάπη του για τον θεό. Παρά το γεγονός ότι επιθυμούσε ολόψυχα να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του θεού, οι γονείς του επέμεναν να τον παντρέψουν. Ο Γεώργιος τότε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός, να ασκηθεί στην εγκράτεια και να προκόψει στην αρετή. Ο όσιος διήγε το βίο του με νηστεία, προσευχή και μελέτη των ιερών Γραφών. Είχε μάλιστα φθάσει σε τέτοιο σημείο ηθικής τελειότητας που πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν, για να τον συμβουλευθεί, γεγονός που ανάγκασε τον Γεώργιο να αποσυρθεί στο όρος Μαλαιό, όπου ησύχαζε. Τόσο πολύ διακρίθηκε στην υποταγή και στην υπακοή και τόσο ευπειθής και πρόθυμος υπηρέτης του Κυρίου υπήρξε, ώστε πολλοί μοναχοί προσέτρεχαν στο όρος Μαλαιό, για να καθοδηγηθούν από αυτόν στην προσευχή και στην άσκηση. Η θεάρεστη ζωή και η αρετή του οσίου τον έκαναν θαυμαστό ανάμεσα στους χριστιανούς, σε σημείο που άνθρωποι με υψηλά κοσμικά αξιώματα να ζητούν τις συμβουλές του. Απεβίωσε ειρηνικά.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα 18 του χρόνια κατετάγη στον ρωμα'ι'κό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών, υπερασπίστηκε την πίστη του και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ΄ όλα αυτά ο Θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, αποκεφαλίσθηκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Η εκκλησία μας γιορτάζει τη Σύναξη των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων ασώματων και ουράνιων αγγελικών ταγμάτων. Οι άγιοι άγγελοι εμφανίζονται στους ανθρώπους κάθε φορά που ο Θεός θέλει να εκτελεστεί το θέλημά του. Η Αγία Γραφή αναφέρει σε πολλά σημεία την επικοινωνία των ανθρώπων με τους αγγέλους και ιδιαίτερα με τους επικεφαλής των αγγελικών ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Συγκεκριμένα, ο αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανίστηκε στον Αβραάμ για να σώσει τον Ισαάκ, τον οποίο ήταν έτοιμος να θυσιάσει ο Αβραάμ, κατ΄ εντολή του Θεού, που θέλησε να δοκιμάσει έτσι την πίστη του δούλου του Αβραάμ. Στον Λώτ, για να τον σώσει όταν ο Θεός αποφάσισε να καταστρέψει τα Γόμορα, στον πατριάρχη Ιακώβ, στο μάντη Βαλαάμ, στον Ιησού του Ναυή. Επίσης ο Μιχαήλ ήταν αυτός που οδήγησε τον λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο. Οι άγιες γραφές αναφέρουν πολλά ακόμα θαύματα τα οποία επιτέλεσε ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ. Ο δε Γαβριήλ ήταν αυτός που ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός στην Παρθένο Μαρία. Κάθε άνθρωπος - κάθε ευσεβής άνθρωπος - έχει τον Άγγελό του, "Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα..." της ζωής και της ψυχής του, που τον φυλάγει και τον προστατεύει από κάθε κακό.
Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο όσιος Γεράσιμος καταγόταν από τα Τρίκαλα Κορινθίας. Γεννήθηκε το 1509 μΧ. από διακεκριμένη και ευσεβή οικογένεια. Η ανατροφή που δέχθηκε ήταν σύμφωνη με τα χριστιανικά ήθη, ενώ με ζήλο επιδόθηκε στη μελέτη των ιερών γραφών. Όταν έφθασε σε κατάλληλη ηλικία εγκατέλειψε την πατρίδα του και περιηγήθηκε διάφορα μέρη. Απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου 1579 στη Μονή Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος, στα Ομαλά της Κεφαλονιάς.
Ο όσιος Γεράσιμος ήταν αφιερωμένος στο μοναχικό βίο. Ο θεός τον αξίωσε ώστε να τον υπακούουν ακόμη και τα άγρια ζώα. Έτσι είχε ως υπηρέτες του ένα λιοντάρι και έναν όνο, τον οποίο έκλεψαν κάποιοι έμποροι. Νομίζοντας ο Γεράσιμος ότι το λιοντάρι καταβρόχθισε τον όνο, το τιμώρησε. Κάποια μέρα όμως που οι έμποροι ξαναπέρασαν με τον όνο, το λιοντάρι τον άρπαξε και τον έφερε στον Γεράσιμο. Ο όσιος συγκινήθηκε και ελευθέρωσε το λιοντάρι, όμως εκείίνο πήγαινε και προσκυνούσε τον όσιο. Όταν ο Γεράσιμος εξεδήμησε, άφησε δίπλα του την τελευταία του πνοή και το λιοντάρι.
Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.
Ο μεγαλομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα δεκαοχτώ του χρόνια κατετάγη στο ρωμαϊκό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών ο Άγιος υπερασπίσθηκε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ' όλα αυτά ο θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, ο Άγιος αποκεφαλίσθηκκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας από τη Ραψάνη ήταν γόνος της οικογενείας Χατζηλασκαρέων. Άσκησε το επάγγελμα του γραμματοδιδάσκαλου. Η αλλαγή ενός νεαρού αλλοθρήσκου έγινε η αιτία του μαρτυρίου του Γεωργίου. Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο με βασανιστήρια. Αποκεφαλίσθηκε στις 5 Μαρτίου του 7878 σε ηλικία είκοσι ετών. Τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν στη Ραψάνη και ευρίσκονται στην οικία «Καραβασίλη», όπου είναι προσιτά εις τους προσκυνητές.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ήλθε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης σε έναν Ευρωπαίο πρόξενο που τον υπηρετούσε. Αγόραζε δε αυγά από το σπίτι μιας μωαμεθανίδας για τον αφέντη του. Τον συκοφάντησαν όμως για αθέμιτες σχέσεις με την κόρη. Τον οδήγησαν στον ιεροδικαστή και επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει τον πυροβόλησαν και διαμέλισαν το σώμα του κοντά στη θάλασσα. Χριστιανοί τον ενταφίασαν και στις 13 Απριλίου του 1967 τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από την Πτολεμαΐδα στην Λευκωσία με τιμές.
Ο όσιος Γεώργιος από νεαρή ηλικία έδειξε την ευσέβεια του και την αγάπη του για τον θεό. Παρά το γεγονός ότι επιθυμούσε ολόψυχα να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του θεού, οι γονείς του επέμεναν να τον παντρέψουν. Ο Γεώργιος τότε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός, να ασκηθεί στην εγκράτεια και να προκόψει στην αρετή. Ο όσιος διήγε το βίο του με νηστεία, προσευχή και μελέτη των ιερών Γραφών. Είχε μάλιστα φθάσει σε τέτοιο σημείο ηθικής τελειότητας που πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν, για να τον συμβουλευθεί, γεγονός που ανάγκασε τον Γεώργιο να αποσυρθεί στο όρος Μαλαιό, όπου ησύχαζε. Τόσο πολύ διακρίθηκε στην υποταγή και στην υπακοή και τόσο ευπειθής και πρόθυμος υπηρέτης του Κυρίου υπήρξε, ώστε πολλοί μοναχοί προσέτρεχαν στο όρος Μαλαιό, για να καθοδηγηθούν από αυτόν στην προσευχή και στην άσκηση. Η θεάρεστη ζωή και η αρετή του οσίου τον έκαναν θαυμαστό ανάμεσα στους χριστιανούς, σε σημείο που άνθρωποι με υψηλά κοσμικά αξιώματα να ζητούν τις συμβουλές του. Απεβίωσε ειρηνικά.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε την εποχή του Διοκλητιανού. Από τα 18 του χρόνια κατετάγη στον ρωμα'ι'κό στρατό και τιμήθηκε με ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο των διωγμών, υπερασπίστηκε την πίστη του και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τροχό, τον λόγχισαν και τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Απ΄ όλα αυτά ο Θεός τον έβγαλε αβλαβή και έτσι πολλοί ειδωλολάτρες συγκλονισμένοι προσχωρήσανε στην αληθινή πίστη. Τέλος, με απόφαση του αυτοκράτορα, αποκεφαλίσθηκε και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ - Ηλθε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης σε έναν Ευρωπαίο πρόξενο που τον υπηρετούσε. Αγόραζε δε αυγά από το σπίτι μιας μωαμεθανίδας για τον αφέντη του. Τον συκοφάντησαν όμως για αθέμητες σχέσεις με την κόρη. Τον οδήγησαν στον ιεροδικαστή και επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει τον πυροβόλησαν και διαμέλισαν το σώμα του κοντά στην θάλασσα. Χριστιανοί τον ενταφίασαν και στις 23 - Απριλίου του 1967 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από την Πτολεμαΐδα στην Λευκωσία με τιμές.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Η Αγία Γλαφυρά ήταν θεραπαινίδα της βασίλισσας Κωνσταντίας συζύγου του Λικινίου. Η βασίλισσα απομάκρυνε τη Γλαφυρά αφού της έδωσε χρήματα. Η Αγία πήγε στην ανατολή. Κατέληξε στην Αμάσσεια, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο της πόλης Βασιλέα στον οποίο παρέδωσε τα χρήματα για την ανέγερση Ναού. Απεβίωσε ειρηνικά στην Αμάσεια.
Η Αγία Γλυκερία έζησε το 2ο μ Χ αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος. Γεννήθηκε στην πόλη Τραϊανούπολη, όπου ηγεμόνευε ο Σαββίνος. Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση της Γλυκερίας και την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Η Αγία εμφανίσθηκε σε αυτόν έχοντας σημειώσει στο μέτωπο της τον Τίμιο Σταυρό και δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη της στον Χριστό. Όταν μάλιστα ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, στην προσπάθεια του να την πείσει να ασπαστεί τα είδωλα, εκείνη προσευχήθηκε και συνέτριψε το άγαλμα του Δία. Έπειτα από το γεγονός αυτό η Γλυκερία λιθοβολήθηκε από τους παρευρισκόμενους ειδωλολάτρες, χωρίς όμως να την αγγίξει καμία πέτρα. Στη συνέχεια η Αγία βασανίσθηκε με φριχτό τρόπο και τελικά ρίχθηκε στη φυλακή. Εκεί η Γλυκερία κατήχησε στη χριστιανική πίστη το δεσμοφύλακα της Λαοδίκιο, ο οποίος ομολόγησε την πίστη του και μαρτύρησε για τη δόξα του Χριστού. Ο Σαββίνος, αφού πρώτα διέταξε να βασανίσουν ξανά τη Γλυκερία, πρόσταξε κατόπιν να τη ρίξουν στα άγρια θηρία. Όμως αυτά την εσεβάσθησσαν. Αν και ένα, το αγριότερο όλων, τη δάγκωσε, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες μετά η Γλυκερία να παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο.
Η Αγία μάρτυς Γολινδούχ καταγόταν από την Περσία και έζησε την εποχή του βασιλιά των Περσών Χοσρόη και των Ρωμαίων Μαυρικίου. Η οικογένεια της είχε πέσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας και η ίδια μάλιστα ήταν σύζυγος αρχιμάγου. Έπειτα όμως από κάποια οπτασία που είδε, έγινε μέσα της πραγματικός σεισμός και ένιωσε την αληθινή πίστη να φουντώνει στα στήθη της. Στη συνέχεια βαπτίσθηκε και έλαβε το όνομα Μαρία, γεγονός που εξόργισε τον άντρα της. Ορμώμενος από το Σατανά τότε, την κατήγγειλε στο Χοσρόη, ο οποίος την εξόρισε στο φρούριο της Λήθης. Κλεισμένη δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια στην απομόνωση, η Αγία δεν έπαψε ούτε στιγμή να ομολογεί τον Κύριο και να προσεύχεται. Γι' αυτό και την έριξαν σε ένα λάκκο, στον οποίο υπήρχε ένας δράκοντας. Η Αγία όχι μόνο δεν έπαθε κακό, αλλά με την πίστη και το θάρρος της κατόρθωσε να ημερέψει το θηρίο, γεγονός που εξόργισε ακόμη περισσότερο τους ειδωλολάτρες. Αποφάσισαν τότε να την υποβάλουν σε φρικτότερα βασανιστήρια και τέλος να την αποκεφαλίσουν. Ο Κύριος όμως την προστάτευε και την έβγαλε αλώβητη σωματικά και ψυχικά από τη δοκιμασία. Έτσι η Αγία σώθηκε και κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε. Ακολούθως πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Σαμωνάς και Γουρίας μαρτύρησαν όταν διεξαγόταν ο σκληρότατος διωγμός κατά των χριστιανών, τον οποίο είχε κηρύξει ο αυτοκράτορας παν Ρωμαίων Διοκλητιανός. Ο Γουρίας καταγόταν από τη Σαργωκητία και ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Οι δύο άνδρες ήταν γνωστοί για το χριστιανικό έργο τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Αντωνίνο, ο οποίος τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό. Οι Αγιοι όμως δε δείλιασαν και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους. Έπειτα από την ομολογία τους αυτή, οι δυο άνδρες φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια υπεβλήθησαν σε σκληρά βασανιστήρια. Οι Αγιοι Γουρίας και Σαμωνάς υπέμειναν με υποδειγματική καρτερία τα μαρτύρια τους. Στο τέλος οι ειδωλολάτρες τους αποκεφάλισαν και οι Αγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός Β" ο Ρινότμητος (685-711 μΧ.). Γεννήθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας από θεοσεβείς ανθρώπους, τον Χαρίτωνα και τη Θεοδότη. Βαπτίσθηκε και έλαβε το αξίωμα του αναγνώστη από τον επίσκοπο Ποταμίωνα. Όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει για προσκύνημα, χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Μακάριο. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις επέστρεψε στον Ακράγαντα, όπου ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο. Όμως οι συκοφαντίες δυο αναξίων κληρικών τον απομάκρυναν από το αξίωμα του, στο οποίο επέστρεψε δικαιωμένος υστέρα από δυόμισι χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά σε βαθύ γήρας.
Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. 'Ήταν άνθρωπος χαρισματικός, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και έγραφε ιερά βιβλία. Κατετρώποσε τους αιρετικούς το 381 μ.Χ. στην Β΄ Οικουμενική σύνοδο. 'Ήταν μια αίρεση η οποία δεν δέχονταν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο ιερομάρτυρας Γρηγόριος γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το έτος 1745 και ανετράφη από οικογένεια ταπεινών και ευσεβών ανθρώπων, συμφωνάμε τα χρηστά ήθη. Όταν συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας του, αναχώρησε για την Αθήνα και στη συνέχεια για τη Σμύρνη, για να ολοκληρρώσει τις θεολογικές του γνώσεις στην Ευαγγελική Σχολή. Ο πόθος του να διάγει ασκητικό βίο τον οδήγησε στη Μονή των Στροφάδων, όπου έγινε μοναχός και μυσταγωγήθηκε στους ασκηπκούς αγώνες. Το 7785 τιμήθηηκε με το αξίωμα του αρχιερέα της Εκκλησίας της Σμύρνης και με την ευλογία του θεού υπηρέτησε και ευεργέτησε το ποίμνιο του. Το 1797 εκλέχθηκε ττοιμήν του Βυζαντίου και φώτισε χιλιάδες ανθρώπους από το λαμπρό αυτό θρόνο της Ορθοδοξίας. Επειδή όμως ο διάβολος θέλει να εμποδίζει το καλό, επιχείρησε να ανακόψει το έργο του. Και πράγματι ο Άγιος συκοφαντήθηκε και εξορίσθηκε δυο φορές, όμως με τη βοήθεια του θεού επανήλθε στο θρόνο για να συνεχίσει το έργο του. Τέλος, το 1821, ο Γρηγόριος υπέστη το μένος και την παραφροσύνη του Τούρκου τυράννου που τον πίεζε ναα αρνηθεί την πίστη του και, καθώς ο άγιος αρνήθηκε, απαγχονίστηκε. Έτσι ντύθηκε το χιτώνα του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν γιος του Ανάκ, ο οποίος ήταν συγγενής του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρώ. Ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου ήταν ένας από τους υπευθύνους για τη δολοφονία του βασιλιά της Αρμενίας. Οι Αρμένιοι για να εκδικηθούν σκότωσαν τον Ανάκ και την οικογένεια του, εκτός από τον Γρηγόριο κι έναν αδελφό του. Μετά από χρόνια ο γιος του Κουσαρώ, ο Τηριδάτης, συνέλαβε τον Γρηγόριο επειδή ήταν χριστιανός και τον βασάνισε σκληρά. Όταν δε έμαθε ότι πρόκειται για το γιο του Ανάκ, ο οποίος ευθυνόταν για τη δολοφονία του πατέρα του, διέταξε να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όμως όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα, αλλά επέζησε για δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Κάποια στιγμή ο Τηριδάτης παραφρόνησε. Η αδελφή του βασιλιά άκουσε μια μέρα φωνή, η οποία της είπε πως αν ήθελε να θεραπευθεί ο Τηριδάτης θα έπρεπε να ελευθερώσουν τον Γρηγόριο. Πράγματι, όταν βγήκε από το λάκκο ο Αγιος θεράπευσε το βασιλιά. Εξεδήμησε προς Κύριον εν ειρήνη.
Ο όσιος Γρηγόριος καταγόταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς, τον Σέργιο και τη Μακαρία, οι οποίοι τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Έπειτα από πίεση των γονιών του ο Γρηγόριος νυμφεύθηκε. Όμως η ψυχή του επιθυμούσε τον ασκητικό βίο και γι' αυτό εγκατέλειψε την οικία του και αποσύρθηκε σε ερημικό μέρος, όπου υποβλήθηκε στην εγκράτεια προκειμένου να φτάσει σε ηθική τελείωση. Περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους δίνοντας σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων βασιλέων. Για το ζήλο που επέδειξε υπερασπιζόμενος τις εικόνες αλλά και για τις αρετές του τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις του σε Ανατολή και Δύση, όπου μαχόταν για την αποκατάσταση των ιερών εικόνων και όπου με τη δύναμη της πίστης του θεράπευσε πολλούς ασθενείς, κατέληξε στον Όλυμπο. Στον τόπο αυτό ο Αγιος αρρώστησε βαριά και εξασθένησε πολύ. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε τον 3ο μΧ. αιώνα, επί αυτοκρατορίας Αυρηλιανού. Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρών, αλλά σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη. Σπούδασε ρητορική και νομικά. Από τον Ωριγένη, τον ερμηνευτή των αγίων γραφών, που δίδασκε τότε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, διδάχθηκε τη θεία φιλοσοφία επί πέντε έτη. Επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από όπου καταγόταν, έχοντας αποκτήσει βαθιά γνώση των ιερών γραφών. Χειροτονήθηκε επίσκοπος της πόλης, όταν σε αυτή υπήρχαν μόλις δεκαεπτά χριστιανοί. Όταν όμως εξεδήμησε προς τον Κύριο, άφησε πίσω του μόλις δεκαεπτά ειδωλολάτρες. Με τη χάρη του θεού ο Αγιος Γρηγόριος επιτέλεσε πολλά θαύματα. Ας σημειωθεί ένα από αυτά: Κάποτε δύο Εβραίοι ήθελαν να εξαπατήσουν τον Άγιο. Σκέφθηκαν λοιπόν τη στιγμή που θα περνούσε ο Γρηγόριος να προσποιηθούν ο ένας ότι ήταν νεκρός και ο άλλος ότι θρηνούσε για την απώλεια του. Ο Γρηγόριος πράγματι προσευχήθηκε για την ανάπαυση του, και έντρομος ο άλλος Εβραίος διαπίστωσε μετά την αναχώρηση του Γρηγορίου ότι ο σύντροφος του ήταν πράγματι νεκρός. Ο Άγιος Γρηγόριος, αφού ποίμανε θεοφιλούς τους χριστιανούς της Νεοκαισάρειας, εξεδήμησε προς Κύριον.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Η Αγία Γλαφυρά ήταν θεραπαινίδα της βασίλισσας Κωνσταντίας συζύγου του Λικινίου. Η βασίλισσα απομάκρυνε τη Γλαφυρά αφού της έδωσε χρήματα. Η Αγία πήγε στην ανατολή. Κατέληξε στην Αμάσσεια, παρουσιάσθηκε στον επίσκοπο της πόλης Βασιλέα στον οποίο παρέδωσε τα χρήματα για την ανέγερση Ναού. Απεβίωσε ειρηνικά στην Αμάσεια.
Η Αγία Γλυκερία έζησε το 2ο μ Χ αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος. Γεννήθηκε στην πόλη Τραϊανούπολη, όπου ηγεμόνευε ο Σαββίνος. Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση της Γλυκερίας και την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Η Αγία εμφανίσθηκε σε αυτόν έχοντας σημειώσει στο μέτωπο της τον Τίμιο Σταυρό και δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη της στον Χριστό. Όταν μάλιστα ο Σαββίνος την οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, στην προσπάθεια του να την πείσει να ασπαστεί τα είδωλα, εκείνη προσευχήθηκε και συνέτριψε το άγαλμα του Δία. Έπειτα από το γεγονός αυτό η Γλυκερία λιθοβολήθηκε από τους παρευρισκόμενους ειδωλολάτρες, χωρίς όμως να την αγγίξει καμία πέτρα. Στη συνέχεια η Αγία βασανίσθηκε με φριχτό τρόπο και τελικά ρίχθηκε στη φυλακή. Εκεί η Γλυκερία κατήχησε στη χριστιανική πίστη το δεσμοφύλακα της Λαοδίκιο, ο οποίος ομολόγησε την πίστη του και μαρτύρησε για τη δόξα του Χριστού. Ο Σαββίνος, αφού πρώτα διέταξε να βασανίσουν ξανά τη Γλυκερία, πρόσταξε κατόπιν να τη ρίξουν στα άγρια θηρία. Όμως αυτά την εσεβάσθησσαν. Αν και ένα, το αγριότερο όλων, τη δάγκωσε, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες μετά η Γλυκερία να παραδώσει το πνεύμα της στον Κύριο.
Η Αγία μάρτυς Γολινδούχ καταγόταν από την Περσία και έζησε την εποχή του βασιλιά των Περσών Χοσρόη και των Ρωμαίων Μαυρικίου. Η οικογένεια της είχε πέσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας και η ίδια μάλιστα ήταν σύζυγος αρχιμάγου. Έπειτα όμως από κάποια οπτασία που είδε, έγινε μέσα της πραγματικός σεισμός και ένιωσε την αληθινή πίστη να φουντώνει στα στήθη της. Στη συνέχεια βαπτίσθηκε και έλαβε το όνομα Μαρία, γεγονός που εξόργισε τον άντρα της. Ορμώμενος από το Σατανά τότε, την κατήγγειλε στο Χοσρόη, ο οποίος την εξόρισε στο φρούριο της Λήθης. Κλεισμένη δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια στην απομόνωση, η Αγία δεν έπαψε ούτε στιγμή να ομολογεί τον Κύριο και να προσεύχεται. Γι' αυτό και την έριξαν σε ένα λάκκο, στον οποίο υπήρχε ένας δράκοντας. Η Αγία όχι μόνο δεν έπαθε κακό, αλλά με την πίστη και το θάρρος της κατόρθωσε να ημερέψει το θηρίο, γεγονός που εξόργισε ακόμη περισσότερο τους ειδωλολάτρες. Αποφάσισαν τότε να την υποβάλουν σε φρικτότερα βασανιστήρια και τέλος να την αποκεφαλίσουν. Ο Κύριος όμως την προστάτευε και την έβγαλε αλώβητη σωματικά και ψυχικά από τη δοκιμασία. Έτσι η Αγία σώθηκε και κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε. Ακολούθως πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Σαμωνάς και Γουρίας μαρτύρησαν όταν διεξαγόταν ο σκληρότατος διωγμός κατά των χριστιανών, τον οποίο είχε κηρύξει ο αυτοκράτορας παν Ρωμαίων Διοκλητιανός. Ο Γουρίας καταγόταν από τη Σαργωκητία και ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Οι δύο άνδρες ήταν γνωστοί για το χριστιανικό έργο τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Αντωνίνο, ο οποίος τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό. Οι Αγιοι όμως δε δείλιασαν και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους. Έπειτα από την ομολογία τους αυτή, οι δυο άνδρες φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια υπεβλήθησαν σε σκληρά βασανιστήρια. Οι Αγιοι Γουρίας και Σαμωνάς υπέμειναν με υποδειγματική καρτερία τα μαρτύρια τους. Στο τέλος οι ειδωλολάτρες τους αποκεφάλισαν και οι Αγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστινιανός Β" ο Ρινότμητος (685-711 μΧ.). Γεννήθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας από θεοσεβείς ανθρώπους, τον Χαρίτωνα και τη Θεοδότη. Βαπτίσθηκε και έλαβε το αξίωμα του αναγνώστη από τον επίσκοπο Ποταμίωνα. Όταν βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε πάει για προσκύνημα, χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Μακάριο. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις επέστρεψε στον Ακράγαντα, όπου ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο. Όμως οι συκοφαντίες δυο αναξίων κληρικών τον απομάκρυναν από το αξίωμα του, στο οποίο επέστρεψε δικαιωμένος υστέρα από δυόμισι χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά σε βαθύ γήρας.
Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. 'Ήταν άνθρωπος χαρισματικός, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και έγραφε ιερά βιβλία. Κατετρώποσε τους αιρετικούς το 381 μ.Χ. στην Β΄ Οικουμενική σύνοδο. 'Ήταν μια αίρεση η οποία δεν δέχονταν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο ιερομάρτυρας Γρηγόριος γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το έτος 1745 και ανετράφη από οικογένεια ταπεινών και ευσεβών ανθρώπων, συμφωνάμε τα χρηστά ήθη. Όταν συμπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας του, αναχώρησε για την Αθήνα και στη συνέχεια για τη Σμύρνη, για να ολοκληρρώσει τις θεολογικές του γνώσεις στην Ευαγγελική Σχολή. Ο πόθος του να διάγει ασκητικό βίο τον οδήγησε στη Μονή των Στροφάδων, όπου έγινε μοναχός και μυσταγωγήθηκε στους ασκηπκούς αγώνες. Το 7785 τιμήθηηκε με το αξίωμα του αρχιερέα της Εκκλησίας της Σμύρνης και με την ευλογία του θεού υπηρέτησε και ευεργέτησε το ποίμνιο του. Το 1797 εκλέχθηκε ττοιμήν του Βυζαντίου και φώτισε χιλιάδες ανθρώπους από το λαμπρό αυτό θρόνο της Ορθοδοξίας. Επειδή όμως ο διάβολος θέλει να εμποδίζει το καλό, επιχείρησε να ανακόψει το έργο του. Και πράγματι ο Άγιος συκοφαντήθηκε και εξορίσθηκε δυο φορές, όμως με τη βοήθεια του θεού επανήλθε στο θρόνο για να συνεχίσει το έργο του. Τέλος, το 1821, ο Γρηγόριος υπέστη το μένος και την παραφροσύνη του Τούρκου τυράννου που τον πίεζε ναα αρνηθεί την πίστη του και, καθώς ο άγιος αρνήθηκε, απαγχονίστηκε. Έτσι ντύθηκε το χιτώνα του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν γιος του Ανάκ, ο οποίος ήταν συγγενής του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρώ. Ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου ήταν ένας από τους υπευθύνους για τη δολοφονία του βασιλιά της Αρμενίας. Οι Αρμένιοι για να εκδικηθούν σκότωσαν τον Ανάκ και την οικογένεια του, εκτός από τον Γρηγόριο κι έναν αδελφό του. Μετά από χρόνια ο γιος του Κουσαρώ, ο Τηριδάτης, συνέλαβε τον Γρηγόριο επειδή ήταν χριστιανός και τον βασάνισε σκληρά. Όταν δε έμαθε ότι πρόκειται για το γιο του Ανάκ, ο οποίος ευθυνόταν για τη δολοφονία του πατέρα του, διέταξε να τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο Γρηγόριος όμως όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα, αλλά επέζησε για δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά μια χήρα. Κάποια στιγμή ο Τηριδάτης παραφρόνησε. Η αδελφή του βασιλιά άκουσε μια μέρα φωνή, η οποία της είπε πως αν ήθελε να θεραπευθεί ο Τηριδάτης θα έπρεπε να ελευθερώσουν τον Γρηγόριο. Πράγματι, όταν βγήκε από το λάκκο ο Αγιος θεράπευσε το βασιλιά. Εξεδήμησε προς Κύριον εν ειρήνη.
Ο όσιος Γρηγόριος καταγόταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς, τον Σέργιο και τη Μακαρία, οι οποίοι τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Έπειτα από πίεση των γονιών του ο Γρηγόριος νυμφεύθηκε. Όμως η ψυχή του επιθυμούσε τον ασκητικό βίο και γι' αυτό εγκατέλειψε την οικία του και αποσύρθηκε σε ερημικό μέρος, όπου υποβλήθηκε στην εγκράτεια προκειμένου να φτάσει σε ηθική τελείωση. Περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους δίνοντας σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων βασιλέων. Για το ζήλο που επέδειξε υπερασπιζόμενος τις εικόνες αλλά και για τις αρετές του τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Έπειτα από πολλές περιπλανήσεις του σε Ανατολή και Δύση, όπου μαχόταν για την αποκατάσταση των ιερών εικόνων και όπου με τη δύναμη της πίστης του θεράπευσε πολλούς ασθενείς, κατέληξε στον Όλυμπο. Στον τόπο αυτό ο Αγιος αρρώστησε βαριά και εξασθένησε πολύ. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, αφήνοντας πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε τον 3ο μΧ. αιώνα, επί αυτοκρατορίας Αυρηλιανού. Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρών, αλλά σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη. Σπούδασε ρητορική και νομικά. Από τον Ωριγένη, τον ερμηνευτή των αγίων γραφών, που δίδασκε τότε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, διδάχθηκε τη θεία φιλοσοφία επί πέντε έτη. Επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από όπου καταγόταν, έχοντας αποκτήσει βαθιά γνώση των ιερών γραφών. Χειροτονήθηκε επίσκοπος της πόλης, όταν σε αυτή υπήρχαν μόλις δεκαεπτά χριστιανοί. Όταν όμως εξεδήμησε προς τον Κύριο, άφησε πίσω του μόλις δεκαεπτά ειδωλολάτρες. Με τη χάρη του θεού ο Αγιος Γρηγόριος επιτέλεσε πολλά θαύματα. Ας σημειωθεί ένα από αυτά: Κάποτε δύο Εβραίοι ήθελαν να εξαπατήσουν τον Άγιο. Σκέφθηκαν λοιπόν τη στιγμή που θα περνούσε ο Γρηγόριος να προσποιηθούν ο ένας ότι ήταν νεκρός και ο άλλος ότι θρηνούσε για την απώλεια του. Ο Γρηγόριος πράγματι προσευχήθηκε για την ανάπαυση του, και έντρομος ο άλλος Εβραίος διαπίστωσε μετά την αναχώρηση του Γρηγορίου ότι ο σύντροφος του ήταν πράγματι νεκρός. Ο Άγιος Γρηγόριος, αφού ποίμανε θεοφιλούς τους χριστιανούς της Νεοκαισάρειας, εξεδήμησε προς Κύριον.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ - Έδρασε την εποχή του βασιλιά Ουάλεντος. Οι γονείς του, αν και πλούσιοι, ήταν ειδωλολάτρες. Όταν γεννήθηκε ο Μέγας Γρηγόριος, το Άγιο Πνεύμα έδωσε φώτιση στους γονείς του, οι οποίοι γνώρισαν την αλήθεια και ακολούθησαν με βαθιά πίστη τον δρόμο της Ορθοδοξίας. Διακρίθηκε για την θαυμαστή του μόρφωση, το λαμπρό συγγραφικό έργο, το κήρυγμα του Θείου Λόγου και κυρίως για την σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε στην χριστιανοσύνη, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ουσία μία και τρισυπόστατη (Πατήρ - Υιός - Άγιο Πνεύμα). Παράλληλα έγινε ερμηνευτής και δάσκαλος του βίου πολλών σημαντικών προσώπων. Τίμησε με επιτάφιους λόγους τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του, τον αδελφό του και την αδελφή του. Η ανεκτίμητη συμβολή του στη θρησκεία μας συνετέλεσε να του δοθεί η προσωνυμία Θεολόγος. Η Σύναξή του τελείται και στο Μαρτυρικό Ναό της Αγίας Αναστασίας και στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, όπου και μεταφέρθηκε το άγιο σκήνωμά του από το βασιλιά Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη.
Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Άγιος, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ανετράφη στη βασιλική αυλή λαμβάνοντας λαμπρή μόρφωση και αγωγή. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο 'Αγιον Όρος, όπου με πίστη και καρτερία αφοσιώθηκε στον ασκητικό βίο. Το 1349 τιμήθηκε με το αξίωμα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και από τη θέση αυτή καθοδήγησε με αγάπη το ποίμνιο του επί έτη. Όταν συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας του ανεπαύθη εν ειρήνη, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο λαμπρά έργα αλλά και θαυμαστά συγγράμματα.
________________________________________
Ο όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'. Έως τη στιγμή που αφοσιώθηκε στο μοναχικό βίο έζησε με εγκράτεια, βοηθώντας τους πένητες και τους αδυνάτους. Όταν ήρθε η ώρα να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα και ξεκίνησε για την έρημο. Κατασκεύασε μια φωλιά πάνα> σε ένα δέντρο και πέρασε εκεί μεγάλο διάστημα, αναδεικνύοντας εαυτόν σε ένσαρκο άγγελο. Πράγματι αρνήθηκε τις σαρκικές ηδονές και προικισμένος καθώς ήταν με το χάρισμα της θαυματουργίας φώτισε και παραδειγμάτισε χιλιάδες ανθρώπους. Εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε.
Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.
ΔΑΜΙΑΝΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.
Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.
Ο όσιος Δανιήλ έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Α' (457-474 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν γόνος ευσεβούς οικογένειας. Μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς του τον πήγαν σε κάποιο μοναστήρι προκειμένου να ασκητεύσει. Αφού αφοσιώθηκε αρκετό καιρό στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος της Θράκης, κατόπιν θείας αποκάλυψης, και κλείστηκε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό. Η παραμονή του εκεί υπήρξε φοβερή δοκιμασία για την ψυχή του, κατάφερε όμως να φύγει και να επανέλθει πιο δυνατός στο μοναχικό βίο. Μάλιστα έγινε στυλίτης και έζησε την υπόλοιπη ζωή του επιτελώντας θαύματα και προφητεύοντας
Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρείος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρείο, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρείο και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρεςστον στεφανοδότη Κύριο
ΔΕΣΠΟΙΝΑ - Μετά τη σταύρωση του Κυρίου η Υπεραγία Θεοτόκος διέμενε στην οικία του μαθητή του Ιησού Ιωάννη. Όταν ο Χριστός θέλησε να πάρει την μητέρα Του κοντά Του, στη βασιλεία των ουρανών, έστειλε σε αυτήν άγγελο τρεις μέρεςπριν την κοίμησή της. Η Θεοτόκος δέχτηκε το μήνυμα με μεγάλη χαρά, καθώς είχε φθάσει πλέον η ώρα που θα συναντούσε τον Υιό της, και πήγε αμέσως να προσευχή στο όρος των Ελαιών. Όταν επέστρεψε στην οικία του Ιωάννη, έκανε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου και άρχισε με επιμέλεια και χαρά να ετοιμάζεται για την μετάβασή της στον ουρανό. Την τρίτη μέρα , λίγο προτού η Θεοτόκος κοιμηθεί, ακούστηκε δυνατή βροντή και εμφανίστηκαν νέφη, τα οποία μετέφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης στο σπίτι του Ιωάννη. Όταν η Παναγία κοιμήθηκε, οι Απόστολοι με ψαλμούς και ύμνους, την τοποθέτησαν σε μνήμα της Γεσθημανή. Τρεις ημέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, έφθασε στα Ιεροσόλυμα ένας από τους Αποστόλους, ο οποίος θέλησε να προσκυνήσει το πανάγιο σκήνωμα. Όταν οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο διαπίστωσαν ότι το σώμα της Παναγίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, έζησε και μαρτύρησε όταν ήταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, κατά τους χρόνους των οποίων άρχισε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο Δημήτριος, ο οποίος καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, δεν φοβήθηκε από τα διατάγματα των αυτοκρατόρων και συνέχισε να κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στην πίστη του Χριστού πολλούς ειδωλολάτρες. Όταν ο Διοκλητιανός πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Δημητρίου διέταξε να τον συλλάβουν, ώστε να απολογηθεί μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του στον αυτοκράτορα, παρ' όλο που γνώριζε τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί. Η απόφαση του Διοκλητιανού ήταν να κλειστεί στη φυλακή ο Δημήτριος. Στη πόλη υπήρχε ένας ανίκητος μονομάχος, ο Λυαίος. Αυτόν ανέλαβε να αντιμετωπίσει ένας νεαρός χριστιανός, ο Νέστορας, ο οποίος επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Νέστορας νίκησε πράγματι το Λυαίο, αλλά ο αυτοκράτορας που πληροφορήθηκε τα γενόμενα, θεώρησε το Δημήτριο υπεύθυνο για την ήττα του μονομάχου του και διάταξε να τον θανατώσουν, όπως και τον Νέστορα. Σήμερα ο Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Αγιος της Θεσ/νίκης.
Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Άγιος, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ανετράφη στη βασιλική αυλή λαμβάνοντας λαμπρή μόρφωση και αγωγή. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο 'Αγιον Όρος, όπου με πίστη και καρτερία αφοσιώθηκε στον ασκητικό βίο. Το 1349 τιμήθηκε με το αξίωμα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και από τη θέση αυτή καθοδήγησε με αγάπη το ποίμνιο του επί έτη. Όταν συμπλήρωσε το 63ο έτος της ηλικίας του ανεπαύθη εν ειρήνη, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο λαμπρά έργα αλλά και θαυμαστά συγγράμματα.
________________________________________
Ο όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'. Έως τη στιγμή που αφοσιώθηκε στο μοναχικό βίο έζησε με εγκράτεια, βοηθώντας τους πένητες και τους αδυνάτους. Όταν ήρθε η ώρα να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα και ξεκίνησε για την έρημο. Κατασκεύασε μια φωλιά πάνα> σε ένα δέντρο και πέρασε εκεί μεγάλο διάστημα, αναδεικνύοντας εαυτόν σε ένσαρκο άγγελο. Πράγματι αρνήθηκε τις σαρκικές ηδονές και προικισμένος καθώς ήταν με το χάρισμα της θαυματουργίας φώτισε και παραδειγμάτισε χιλιάδες ανθρώπους. Εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε.
Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.
ΔΑΜΙΑΝΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.
Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.
Ο όσιος Δανιήλ έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Α' (457-474 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν γόνος ευσεβούς οικογένειας. Μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς του τον πήγαν σε κάποιο μοναστήρι προκειμένου να ασκητεύσει. Αφού αφοσιώθηκε αρκετό καιρό στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος της Θράκης, κατόπιν θείας αποκάλυψης, και κλείστηκε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό. Η παραμονή του εκεί υπήρξε φοβερή δοκιμασία για την ψυχή του, κατάφερε όμως να φύγει και να επανέλθει πιο δυνατός στο μοναχικό βίο. Μάλιστα έγινε στυλίτης και έζησε την υπόλοιπη ζωή του επιτελώντας θαύματα και προφητεύοντας
Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρείος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρείο, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρείο και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρεςστον στεφανοδότη Κύριο
ΔΕΣΠΟΙΝΑ - Μετά τη σταύρωση του Κυρίου η Υπεραγία Θεοτόκος διέμενε στην οικία του μαθητή του Ιησού Ιωάννη. Όταν ο Χριστός θέλησε να πάρει την μητέρα Του κοντά Του, στη βασιλεία των ουρανών, έστειλε σε αυτήν άγγελο τρεις μέρεςπριν την κοίμησή της. Η Θεοτόκος δέχτηκε το μήνυμα με μεγάλη χαρά, καθώς είχε φθάσει πλέον η ώρα που θα συναντούσε τον Υιό της, και πήγε αμέσως να προσευχή στο όρος των Ελαιών. Όταν επέστρεψε στην οικία του Ιωάννη, έκανε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου και άρχισε με επιμέλεια και χαρά να ετοιμάζεται για την μετάβασή της στον ουρανό. Την τρίτη μέρα , λίγο προτού η Θεοτόκος κοιμηθεί, ακούστηκε δυνατή βροντή και εμφανίστηκαν νέφη, τα οποία μετέφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης στο σπίτι του Ιωάννη. Όταν η Παναγία κοιμήθηκε, οι Απόστολοι με ψαλμούς και ύμνους, την τοποθέτησαν σε μνήμα της Γεσθημανή. Τρεις ημέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, έφθασε στα Ιεροσόλυμα ένας από τους Αποστόλους, ο οποίος θέλησε να προσκυνήσει το πανάγιο σκήνωμα. Όταν οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο διαπίστωσαν ότι το σώμα της Παναγίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, έζησε και μαρτύρησε όταν ήταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, κατά τους χρόνους των οποίων άρχισε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο Δημήτριος, ο οποίος καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, δεν φοβήθηκε από τα διατάγματα των αυτοκρατόρων και συνέχισε να κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στην πίστη του Χριστού πολλούς ειδωλολάτρες. Όταν ο Διοκλητιανός πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Δημητρίου διέταξε να τον συλλάβουν, ώστε να απολογηθεί μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του στον αυτοκράτορα, παρ' όλο που γνώριζε τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί. Η απόφαση του Διοκλητιανού ήταν να κλειστεί στη φυλακή ο Δημήτριος. Στη πόλη υπήρχε ένας ανίκητος μονομάχος, ο Λυαίος. Αυτόν ανέλαβε να αντιμετωπίσει ένας νεαρός χριστιανός, ο Νέστορας, ο οποίος επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Νέστορας νίκησε πράγματι το Λυαίο, αλλά ο αυτοκράτορας που πληροφορήθηκε τα γενόμενα, θεώρησε το Δημήτριο υπεύθυνο για την ήττα του μονομάχου του και διάταξε να τον θανατώσουν, όπως και τον Νέστορα. Σήμερα ο Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Αγιος της Θεσ/νίκης.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Δημήτριος ο Τορνααράς συναναστρεφόταν πολύ με τους Τούρκους και ήλεγχε την πίστη τους. Όταν τον πίεσαν να γίνει Τούρκος και αφού τον βασάνισαν γι' αυτό με μεγάλη σκληρότητα βλέποντας την αμετακίνητη γνώμη του Δημητρίου, διέταξαν τον αποκεφαλισμό του. Αποκεφαλίσθηκε το 1564 και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Ο Άγιος Διομήδης γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από γονείς θεοσεβείς και επιφανείς. Η οικογένεια του φρόντισε ώστε να λάβει ο Διομήδης ανώτατη μόρφωση και να καλλιεργήσει σε βάθος κάθε αρετή. Ο Αγιος σπούδασε την ιατρική επιστήμη, γνώση την οποία έθεσε στην υπηρεσία των απόρων. Πράγματι, ο Διομήδης θεράπευε κάθε φτωχό ασθενή που προσέτρεχε σε αυτόν χωρίς να απαιτεί υλικά ανταλλάγματα, ενώ παράλληλα κήρυττε με θέρμη το Ευαγγέλιο του Χρίστου. Με τη δράση του αυτή ο Διομήδης όχι μόνο θεράπευε τα σώματα όσων ζητούσαν τη βοήθεια του, αλλά έσωζε και τις ψυχές τους. Όταν ο Άγιος βρισκόταν στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Τότε ο Διομήδης καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν. Μόλις όμως ο Διομήδης πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του βασιλιά, προσευχήθηκε στον Κύριο να τον πάρει κοντά του. Πράγματι, όταν οι στρατιώτες έφθασαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο Διομήδης τον βρήκαν νεκρό, αλλά δε δίστασαν να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη βαθιά του καλλιέργεια. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, με τα οποία, μεταξύ των άλλων, ερμήνευσε την εκκλησιαστική ιεραρχία. Επιβραβεύθηκε από τον θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δόσης, όπου κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.
Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.) έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.
Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.
Ο όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Κορησσό της Καστοριάς από ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Μελέτησε την Αγία Γραφή. Όταν ο αδελφός του έγινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού του Γ, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και πήγε σ' ένα βουνό του μικρού Άθωνος. Εκεί έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου με χρηματική βοήθεια του αυτοκράτορα.
Ο Άγιος Διονύσιος ήταν γόνος ευσεβέστατης και αρχοντικής οικογενείας της Ζακύνθου. 'Εγινε μοναχός στη βασιλική Μονή Στροφάδων όπου μελετούσε τις Γραφές. Πήγε στην Αθήνα για να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα, όμως ο τότε Αρχιερέας Αθηνών άκουσε το κήρυγμα του και τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης. Δούλεψε άγρυπνα, ακούραστα και ταπεινά. Ασθένησε όμως και γύρισε στη Ζάκυνθο όπου μέχρι το 1579 ήταν προσωρινός επίσκοπος. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 17 Δεκεμβρίου του 1624. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων. Το λείψανο του παραμένει ευωδιαστό και αδιάφθορο μέχρι σήμερα.
Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια ααποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο 'Όσιος Δομετιανός, αρχιερέας της Εκκκλησίας της Μελιτινής, έζησε επί αυτοκρατορίας του Ιουστίνου Β' (565-578 μ Χ.)Η οικογένειά του ήταν ενάρετη και εύπορη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία, φρόντισαν να αποκτήσει τέτοια μόρφωση που να συνδυάζει την ελληνική σοφία με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Αφιέρωσε την ζωή του στον Θεό, όταν πέθανε η γυναίκα του. Κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα επειδή διευθέτησε πολλές υποθέσεις του βυζαντινού κράτους. Τις χορηγίες του αυτοκράτορα που πήρε για ανταμοιβή, τις διέθεσε για ανοικοδόμηση ναών και πτωχοκομείων. Ετελεύτησε στην Κωνσταντινούπολη.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Ο Άγιος Διομήδης γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από γονείς θεοσεβείς και επιφανείς. Η οικογένεια του φρόντισε ώστε να λάβει ο Διομήδης ανώτατη μόρφωση και να καλλιεργήσει σε βάθος κάθε αρετή. Ο Αγιος σπούδασε την ιατρική επιστήμη, γνώση την οποία έθεσε στην υπηρεσία των απόρων. Πράγματι, ο Διομήδης θεράπευε κάθε φτωχό ασθενή που προσέτρεχε σε αυτόν χωρίς να απαιτεί υλικά ανταλλάγματα, ενώ παράλληλα κήρυττε με θέρμη το Ευαγγέλιο του Χρίστου. Με τη δράση του αυτή ο Διομήδης όχι μόνο θεράπευε τα σώματα όσων ζητούσαν τη βοήθεια του, αλλά έσωζε και τις ψυχές τους. Όταν ο Άγιος βρισκόταν στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Τότε ο Διομήδης καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν. Μόλις όμως ο Διομήδης πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του βασιλιά, προσευχήθηκε στον Κύριο να τον πάρει κοντά του. Πράγματι, όταν οι στρατιώτες έφθασαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο Διομήδης τον βρήκαν νεκρό, αλλά δε δίστασαν να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη βαθιά του καλλιέργεια. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, με τα οποία, μεταξύ των άλλων, ερμήνευσε την εκκλησιαστική ιεραρχία. Επιβραβεύθηκε από τον θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δόσης, όπου κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.
Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.) έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.
Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.
Ο όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Κορησσό της Καστοριάς από ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Μελέτησε την Αγία Γραφή. Όταν ο αδελφός του έγινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού του Γ, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και πήγε σ' ένα βουνό του μικρού Άθωνος. Εκεί έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου με χρηματική βοήθεια του αυτοκράτορα.
Ο Άγιος Διονύσιος ήταν γόνος ευσεβέστατης και αρχοντικής οικογενείας της Ζακύνθου. 'Εγινε μοναχός στη βασιλική Μονή Στροφάδων όπου μελετούσε τις Γραφές. Πήγε στην Αθήνα για να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα, όμως ο τότε Αρχιερέας Αθηνών άκουσε το κήρυγμα του και τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης. Δούλεψε άγρυπνα, ακούραστα και ταπεινά. Ασθένησε όμως και γύρισε στη Ζάκυνθο όπου μέχρι το 1579 ήταν προσωρινός επίσκοπος. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 17 Δεκεμβρίου του 1624. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων. Το λείψανο του παραμένει ευωδιαστό και αδιάφθορο μέχρι σήμερα.
Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια ααποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο 'Όσιος Δομετιανός, αρχιερέας της Εκκκλησίας της Μελιτινής, έζησε επί αυτοκρατορίας του Ιουστίνου Β' (565-578 μ Χ.)Η οικογένειά του ήταν ενάρετη και εύπορη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία, φρόντισαν να αποκτήσει τέτοια μόρφωση που να συνδυάζει την ελληνική σοφία με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Αφιέρωσε την ζωή του στον Θεό, όταν πέθανε η γυναίκα του. Κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα επειδή διευθέτησε πολλές υποθέσεις του βυζαντινού κράτους. Τις χορηγίες του αυτοκράτορα που πήρε για ανταμοιβή, τις διέθεσε για ανοικοδόμηση ναών και πτωχοκομείων. Ετελεύτησε στην Κωνσταντινούπολη.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Δομέτιος ήταν Πέρσης και έζησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337 μΧ.). Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρική, αλλά ένας χριστιανός, ο Άβαρος, τον κατήχησε στην πίστη του Χριστού. Η οικογένεια του αντέδρασε έντονα όταν πληροφορήθηκε πως ο Άγιος είχε μυηθεί στο χριστιανισμό και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάθε συγγενικό δεσμό και να αφήσει την πατρική εστία. Μετέβη στα βυζαντινά σύνορα, σε μια πόλη που ονομαζόταν Νίσιβη, όπου κλείστηκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός, αφού έλαβε το άγιο βάπτισμα. Έπειτα από ένα διάστημα ο Δομέτιος μετέβη στη Θεοδοσιούπολη, στη μονή των μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Κατά την παραμονή του εκεί ο Δομέτιος καλλιέργησε κάθε αρετή και έφτασε σε ύψιστο βαθμό ηθικού βίου. Ο ηγούμενος της μονής Ουρβέλ εκτίμησε την πνευματική ανωτερότητα και τη δυνατή πίστη του Δομετίου και θέλησε να τον προβιβάσει στο βαθμό του πρεσβύτερου. Όμως τα σχέδια του ηγουμένου συγκρούονταν με το ταπεινό φρόνημα του Αγίου και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος εγκατέλειψε τη μονή και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά, όπου μαζί με δυο μαθητές του λιθοβολήθηκε από στρατιώτες του Ιουλιανού.
Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Ισπανίας (Νέα Καρχηδόνα). 'Εζησε 95 έτη περίπου και γνώρισε την αυτοκρατορία του Θεοδοσίου του Μεγάλου, του Λέοντα και του Ζήνωνα. Σε νεαρά ηλικία -περί το 384- όταν επίσκοπος ήταν ο Νεκτάριος, πήγε για προσωπικούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από θεία φώτιση, δέχτηκε την Δομνίκη ο επίσκοπος Νεκτάριος. Διακρίνοντας την αρετή και την αγνότητά της την βάπτισε και την έκανε μοναχή. Ξεχώρισε για την φιλανθρωπία και την πίστη της, αλλά και για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο, το οποίο κατέκτησε έπειτα από σκληρούς κόπους. Έφτασε μάλιστα να κάνει και θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευρείας της Ηπείρου, έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου. Υπήρξε άνθρωπος της προσευχής και ο θεός του έδωσε τη δύναμη να θαυματουργεί. Έτσι με δεήσεις έσωσε το Σούλι από φοβερό δράκοντα, θεράπευσε την κόρη του αυτοκράτορα που έπασχε από σεληνιασμό, έλυσε την ανομβρία που μάστιζε την πρωτεύουσα κ.α. Έκτισε με τα βασιλικά χρήματα ναό και πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.
Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.
Ο Άγιος μάρτυρας Δουλάς καταγόταν από την Κιλικία. Η φλόγα της πίστης που φούντωσε μέσα του πολύ νωρίς τον κατηύθυνε σε βίο αγνό και ταπεινό. Η παρρησία και η επιμονή με την οποία ομολογούσε την αλήθεια εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Στην αρχή οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μάξιμο, απέναντι στον οποίο στάθηκε ακλόνητος και καρτερικός. Στη συνέχεια, αφού τον κρέμασαν και τον καταξέσχισαν, τον ανάγκασαν να τρέχει μισοπεθαμένος 20 μίλλια. Το κουρασμένο σώμα του όμως δεν άντεξε και έτσι ο Άγιος εξέπνευσε, παραδίδοντας την αγνή ψυχή του στον Κύριο.
Η Αγία Δροσίδα ήταν κόρη του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μΧ.). Ο Τραϊανός καταδίωκε και θανάτωνε χριστιανούς, τα λείψανα των οποίων άφηνε άταφα. Όμως πέντε Κανονικές, πέντε δηλαδή παρθένες αφιερωμένες στον Χριστό, έβγαιναν τις νύχτες και ενταφίαζαν τα λείψανα των χριστιανών στο ασκητήριό τους. Το έργο αυτό πληροφορήθηκε η Δροσίδα, η οποία θεώρησε χρέος της να βοηθήσει τις μοναχές. Κάποια στιγμή ο μνηστήρας της και σύμβουλος του βασιλιά Αδριανός διέταξε τους στρατιώτες του να παρακολουθήσουν και να συλλάβουν αυτούς που έθαπταν τους χριστιανούς. Πράγματι, οι στρατιώτες συνέλαβαν τη Δροσίδα και τις πέντε Κανονικές και τις οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά. Ο Τραϊαννός ταράχθηκε που είδε τη θυγατέρα του ανάμεσα στις συλληφθείσες και διέταξε να θανατώσουν τις πέντε μοναχές και να φυλάττουν στο εξής με προσοχή τη Δροσίδα. Οι Κανονικές βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ η Δροσίδα διέφυγε κρυφά ένα βράδυ από τα ανάκτορα και βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποιους χριστιανούς. Έπειτα από οχτώ ημέέρες και ενώ η Αγία προσευχόταν, εξεδήμησε προς Κύριον.
Ο Άγιος ιερομάρτυρας Δωρόθεος διετέλεσε επίσκοπος Τύρου την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών -στα χρόνια του Διοκλητιανού- έφυγε από την επαρχία του, μετά από παρακλήσεις του ποιμνίου του, και αποσύρθηκε στη Δυσσόπολη, στη Θράκη. Εκεί αφοσιώθηκε σε ενάρετο και ασκητικό βίο, ώστε να διατηρήσει δυνατή τη φλόγα της πίστης του και να μπορέσει με την ίδια δύναμη να υπηρετήσει ξανά το ποίμνιο του. Έτσι και έγινε. Μετά το τέλος των διωγμών επανήλθε στην Τύρο, όπου και έδρασε μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Με βαθιά αγάπη και στοργή στάθηκε στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων και ανάθρεψε με τους καρπούς της αλήθειας και της πίστης χιλιάδες ανθρώπους. Το λαμπρό του έργο όμως εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν. Πράγματι, ο Αγιος Δωρόθεος, που ήταν ήδη εκατόν επτά χρονών, υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία και υπέμεινε με θαυμαστή αντοχή. Τελικά τον θανάτωσαν και έλαβε έτσι το στέφανο του μαρτυρίου, αφήνοντας ανεκτίμητη κληρονομιά: εκκλησιαστικά συγγράμματα, που μέχρι και σήμερα καθοδηγούν πολλούς πιστούς.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Ισπανίας (Νέα Καρχηδόνα). 'Εζησε 95 έτη περίπου και γνώρισε την αυτοκρατορία του Θεοδοσίου του Μεγάλου, του Λέοντα και του Ζήνωνα. Σε νεαρά ηλικία -περί το 384- όταν επίσκοπος ήταν ο Νεκτάριος, πήγε για προσωπικούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από θεία φώτιση, δέχτηκε την Δομνίκη ο επίσκοπος Νεκτάριος. Διακρίνοντας την αρετή και την αγνότητά της την βάπτισε και την έκανε μοναχή. Ξεχώρισε για την φιλανθρωπία και την πίστη της, αλλά και για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο, το οποίο κατέκτησε έπειτα από σκληρούς κόπους. Έφτασε μάλιστα να κάνει και θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευρείας της Ηπείρου, έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου. Υπήρξε άνθρωπος της προσευχής και ο θεός του έδωσε τη δύναμη να θαυματουργεί. Έτσι με δεήσεις έσωσε το Σούλι από φοβερό δράκοντα, θεράπευσε την κόρη του αυτοκράτορα που έπασχε από σεληνιασμό, έλυσε την ανομβρία που μάστιζε την πρωτεύουσα κ.α. Έκτισε με τα βασιλικά χρήματα ναό και πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.
Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.
Ο Άγιος μάρτυρας Δουλάς καταγόταν από την Κιλικία. Η φλόγα της πίστης που φούντωσε μέσα του πολύ νωρίς τον κατηύθυνε σε βίο αγνό και ταπεινό. Η παρρησία και η επιμονή με την οποία ομολογούσε την αλήθεια εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Στην αρχή οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μάξιμο, απέναντι στον οποίο στάθηκε ακλόνητος και καρτερικός. Στη συνέχεια, αφού τον κρέμασαν και τον καταξέσχισαν, τον ανάγκασαν να τρέχει μισοπεθαμένος 20 μίλλια. Το κουρασμένο σώμα του όμως δεν άντεξε και έτσι ο Άγιος εξέπνευσε, παραδίδοντας την αγνή ψυχή του στον Κύριο.
Η Αγία Δροσίδα ήταν κόρη του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μΧ.). Ο Τραϊανός καταδίωκε και θανάτωνε χριστιανούς, τα λείψανα των οποίων άφηνε άταφα. Όμως πέντε Κανονικές, πέντε δηλαδή παρθένες αφιερωμένες στον Χριστό, έβγαιναν τις νύχτες και ενταφίαζαν τα λείψανα των χριστιανών στο ασκητήριό τους. Το έργο αυτό πληροφορήθηκε η Δροσίδα, η οποία θεώρησε χρέος της να βοηθήσει τις μοναχές. Κάποια στιγμή ο μνηστήρας της και σύμβουλος του βασιλιά Αδριανός διέταξε τους στρατιώτες του να παρακολουθήσουν και να συλλάβουν αυτούς που έθαπταν τους χριστιανούς. Πράγματι, οι στρατιώτες συνέλαβαν τη Δροσίδα και τις πέντε Κανονικές και τις οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά. Ο Τραϊαννός ταράχθηκε που είδε τη θυγατέρα του ανάμεσα στις συλληφθείσες και διέταξε να θανατώσουν τις πέντε μοναχές και να φυλάττουν στο εξής με προσοχή τη Δροσίδα. Οι Κανονικές βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ η Δροσίδα διέφυγε κρυφά ένα βράδυ από τα ανάκτορα και βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποιους χριστιανούς. Έπειτα από οχτώ ημέέρες και ενώ η Αγία προσευχόταν, εξεδήμησε προς Κύριον.
Ο Άγιος ιερομάρτυρας Δωρόθεος διετέλεσε επίσκοπος Τύρου την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών -στα χρόνια του Διοκλητιανού- έφυγε από την επαρχία του, μετά από παρακλήσεις του ποιμνίου του, και αποσύρθηκε στη Δυσσόπολη, στη Θράκη. Εκεί αφοσιώθηκε σε ενάρετο και ασκητικό βίο, ώστε να διατηρήσει δυνατή τη φλόγα της πίστης του και να μπορέσει με την ίδια δύναμη να υπηρετήσει ξανά το ποίμνιο του. Έτσι και έγινε. Μετά το τέλος των διωγμών επανήλθε στην Τύρο, όπου και έδρασε μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Με βαθιά αγάπη και στοργή στάθηκε στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων και ανάθρεψε με τους καρπούς της αλήθειας και της πίστης χιλιάδες ανθρώπους. Το λαμπρό του έργο όμως εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν. Πράγματι, ο Αγιος Δωρόθεος, που ήταν ήδη εκατόν επτά χρονών, υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία και υπέμεινε με θαυμαστή αντοχή. Τελικά τον θανάτωσαν και έλαβε έτσι το στέφανο του μαρτυρίου, αφήνοντας ανεκτίμητη κληρονομιά: εκκλησιαστικά συγγράμματα, που μέχρι και σήμερα καθοδηγούν πολλούς πιστούς.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλης Λουγδούνου (σημερινή Λυών) της Γαλλίας τον Ποθεινό, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του. Άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και γνώση των θείων γραφών συνέγραψε πολλά συγγράμματα, με τα οποία στήριξε την ορθή πίστη. 7α έργα του αυτά υπήρξαν πολύτιμο βοήθημα για την ερμηνεία των ιερών γραφών. Ο Ειρηναίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο, καθώς αποκεφαλίσθηκε από το βασιλιά Σεβήρο το 202 μΧ., λαμβάνοντας τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Ειρηναίος έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν επίσκοπος Σιρμίου, πρωτεύουσας της Παννονίας, και υπήρξε άριστος ποιμενάρχης και πιστός υπηρέτης του θεού. Κήρυττε με ζήλο το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες στο χριστιανισμό. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Πρόβο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με το άκαμπτο φρόνημα του Ειρηναίου και τελικά διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Οι ειδωλολάτρες έριξαν το τίμιο λείψανο του Ειρηναίου στον ποταμό Σάβο.
Η Αγία Ειρήνη καταγόταν από την περσική πόλη Μαγεδώ και ήταν κόρη του βασιλιά Λικινίου και της Λικινίας. Προτού βαπτισθεί και γίνει χριστιανή, το όνομα της ήταν Πηνελόπη. Η Αγία Ειρήνη διώχθηκε και βασανίσθηκε σκληρά για την πίστη της, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα της, ο οποίος όμως στο τέλος πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Τα πολλά θαύματα της Αγίας έγιναν αιτία να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη χιλιάδες ψυχές. Η Αγία Ειρήνη, αφού επισκέφθηκε πολλές πόλεις διδάσκοντας το λόγο του Κυρίου και επιτελώντας θαύματα, αποσύρθηκε σε ένα μέρος έξω από την 'Έφεσο, όπου και έζησε σε πλήρη αγιότητα.
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.
Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθησαν με τρόπο μαρτυρικό.
Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.
ΕΛΕΝΗ - Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνστανττίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε διάδοχό του το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κύριος, θέλοντας να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου, σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή <<Εν τούτω νίκα>>, προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να καταπολεμήσει τους εχθρούς του. Ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν πολύ για τα ιερά σκευάσματα των χριστιανών, γι΄ αυτό έστειλε την μητέρα του στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεση η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του, δημιούργησε δύο σταυρούς. Τον ένα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία ογδόντα ετών, το 328 μ,Χ. παρέδωσε το πνεύμα της στο λατρευτό της Ιησού. Ο γιος της εξεδήμησε και αυτός προς Κύριον, το 337 μ.Χ.
Ο Άγιος Ελευθέριος έδρασε στη Ρώμη κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορες ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Η μητέρα του Ανθία, που έμεινε χήρα όταν ο Ελευθέριος ήταν πόλο μικρός, κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ή Ανθια ανέθρεψε το γιο της σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και μάλιστα ανέθεσε την ηθική του τελείωση και τη θεολογική του κατάρτιση στον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ο Ελευθέριος χειροτονήθηκε διάκονος από τον Ανίκητο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού. Υπήρξε ευσεβής και στοργικός ποιμένας και οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας πλήθος ειδωλολατρών. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Βρετανίας Λοόκιος έστειλε επιστολή στον Άγιο, δηλώνοντας την επιθυμία του να διδαχθούν την πίστη στον Χριστό αυτός και ο λαός του. Όταν ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε τη σύλληψη του. 'Επειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε αππό τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης, προκειμένου να τελειωθεί από τα θηρία. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι' αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με τη μητέρα του.
Η Αγία Ελικωνίδα έζησε στα χρόνια του Γορδιανού Γ (236-244 μΧ.). Ήταν θεσσαλονικιά, μετακόμισε όμως στην Κόρινθο όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή. Της ξύρισαν το κεφάλι, την έβαλαν σε λιωμένο μολύβι αλλά βγήκε αβλαβής. Την έριξαν στη φωτιά και στα άγρια θηρία αλλά βγήκε αβλαβής και πάλι. Τελικά αποκεφαλίσθηκε.
Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ έμειναν πολλά χρόνια άτεκνοι, καθώς η Ελισάβετ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οι δυο ευσεβείς άνθρωποι προσεύχονταν νυχθημερόν στον θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Οι δεήσεις του ζεύγους εισακούσθηκαν και κάποια μέρα που ο Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό εμφανίσθηκε σε αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ για να του μηνύσει το χαρμόσυνο νέο ότι αυτός και η Ελισάβετ θα αποκτούσαν παιδί, το οποίο θα ονομαζόταν Ιωάννης. Όμως ο Ζαχαρίας, ο οποίος γνώριζε πως η σύζυγος του ήταν στείρα, έδειξε να δυσπιστεί και αμφισβήτησε τα λόγια του αρχαγγέλου. Ο Γαβριήλ τότε τον ειδοποίησε ότι θα τιμωρηθεί για τη δυσπιστία με την οποία δέχθηκε το μήνυμα του θεού και θα χάσει προσωρινά τη μιλιά του. Πράγματι, ο Ζαχαρίας έχασε τη μιλιά του, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τη γέννηση του Ιωάννη, όταν έγραψε πάνω σε πινακίδιο το όνομα του νεογέννητου παιδιού. Η έλευση του Προδρόμου του Κυρίου είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα.
Η γέννηση της όσιας Ελισάβετ είχε προφητευτεί από άγγελο, που αποκάλυψε στη μητέρα της ότι θα γεννήσει κόρη η οποία θα διακριθεί για το χριστιανικό της έργο. Η οσία με την ευλογία του θεού μπόρεσε να ζήσει βίο ασκητικό και να προσφέρει το σώμα και την ψυχή της στην υπηρεσία των φτωχών και των αρρώστων. Ασκούνταν σε νηστεία σαράντα ημερών, περπατούσε χωρίς υποδήματα και δε φρόντισε το σώμα της ποτέ καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της. Αναπαύθηκε εν ειρήνη παρέχοντας μέχρι σήμερα τη χάρη σ' εκείνους που καταφεύγουν με θερμή πίστη σ' αυτήν.
Ο προφήτης Ελισσαίος ήταν γιος του Σαφάτ και καταγόταν από το χωριό Αελμούθ. Τη γέννηση του συνόδευσε ένα θεϊκό σημάδι, που αποτέλεσε και το προμήνυμα της θαυμαστής ζωής του προφήτου. Συγκεκριμένα, την ώρα που γεννήθηκε, μια χρυσή δάμαλις που ελάτρευαν στον τόπο εκείνο μούγκρισε με τέτοια φωνή που ακούσθηκε στην Ιερουσαλήμ. Ένας αρχιερέας επίσης, την ώρα εκείνη, είπε τα εξής: «Σήμερα γεννήθηκε προφήτης στην Ιερουσαλήμ, που θα συντρίψει τα γλυπτά και χωνευτά αγάλματα της ειδωλολατρίας». Πράγματι ο Ελισσαίος αξιώθηκε του χαρίσματος της προφητείας, αλλά και της θαυματουργίας. Προανήγγειλε την έλευση του Κυρίου, βοήθησε τους φτωχούς, θεράπευσε ασθενείς και μάλιστα ανέστησε και νεκρούς. Μια χαρακτηριστική και λαμπρή πράξη του προφήτου είναι η παρακάτω: Κάποτε του ζήτησε βοήθεια μια πολύ φτωχή γυναίκα, χήρα. Ο Ελισσαίος, όταν έμαθε πως το μοναδικό πράγμα που είχε στο σπίτι της ήταν ένα αγγείο λάδι, της είπε: «Γύρνα σπίτι σου και γέμισε όσα περισσότερα αγγεία μπορείς με το λάδι αυτό». Πράγματι, η γυναίκα κατάφερε με την επέμβαση του Ελισσαίου να γεμίσει πολλά αγγεία με λάδι, τα οποία και πούλησε, βγάζοντας έτσι χρήματα για να ζήσει αυτή και τα παιδιά της. Ο προφήτης, αφού ευεργέτησε πολλούς, απεβίωσε εν ειρήνη. Το θάνατο του θρήνησε όλος ο ισραηλινός λαός.
Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.
Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.
Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.) έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.
Ο Άγιος Ειρηναίος έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν επίσκοπος Σιρμίου, πρωτεύουσας της Παννονίας, και υπήρξε άριστος ποιμενάρχης και πιστός υπηρέτης του θεού. Κήρυττε με ζήλο το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες στο χριστιανισμό. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Πρόβο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με το άκαμπτο φρόνημα του Ειρηναίου και τελικά διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Οι ειδωλολάτρες έριξαν το τίμιο λείψανο του Ειρηναίου στον ποταμό Σάβο.
Η Αγία Ειρήνη καταγόταν από την περσική πόλη Μαγεδώ και ήταν κόρη του βασιλιά Λικινίου και της Λικινίας. Προτού βαπτισθεί και γίνει χριστιανή, το όνομα της ήταν Πηνελόπη. Η Αγία Ειρήνη διώχθηκε και βασανίσθηκε σκληρά για την πίστη της, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα της, ο οποίος όμως στο τέλος πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Τα πολλά θαύματα της Αγίας έγιναν αιτία να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη χιλιάδες ψυχές. Η Αγία Ειρήνη, αφού επισκέφθηκε πολλές πόλεις διδάσκοντας το λόγο του Κυρίου και επιτελώντας θαύματα, αποσύρθηκε σε ένα μέρος έξω από την 'Έφεσο, όπου και έζησε σε πλήρη αγιότητα.
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.
Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθησαν με τρόπο μαρτυρικό.
Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.
ΕΛΕΝΗ - Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνστανττίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε διάδοχό του το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κύριος, θέλοντας να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου, σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή <<Εν τούτω νίκα>>, προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να καταπολεμήσει τους εχθρούς του. Ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν πολύ για τα ιερά σκευάσματα των χριστιανών, γι΄ αυτό έστειλε την μητέρα του στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεση η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του, δημιούργησε δύο σταυρούς. Τον ένα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία ογδόντα ετών, το 328 μ,Χ. παρέδωσε το πνεύμα της στο λατρευτό της Ιησού. Ο γιος της εξεδήμησε και αυτός προς Κύριον, το 337 μ.Χ.
Ο Άγιος Ελευθέριος έδρασε στη Ρώμη κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορες ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Η μητέρα του Ανθία, που έμεινε χήρα όταν ο Ελευθέριος ήταν πόλο μικρός, κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ή Ανθια ανέθρεψε το γιο της σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και μάλιστα ανέθεσε την ηθική του τελείωση και τη θεολογική του κατάρτιση στον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ο Ελευθέριος χειροτονήθηκε διάκονος από τον Ανίκητο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού. Υπήρξε ευσεβής και στοργικός ποιμένας και οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας πλήθος ειδωλολατρών. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Βρετανίας Λοόκιος έστειλε επιστολή στον Άγιο, δηλώνοντας την επιθυμία του να διδαχθούν την πίστη στον Χριστό αυτός και ο λαός του. Όταν ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε τη σύλληψη του. 'Επειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε αππό τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης, προκειμένου να τελειωθεί από τα θηρία. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι' αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με τη μητέρα του.
Η Αγία Ελικωνίδα έζησε στα χρόνια του Γορδιανού Γ (236-244 μΧ.). Ήταν θεσσαλονικιά, μετακόμισε όμως στην Κόρινθο όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή. Της ξύρισαν το κεφάλι, την έβαλαν σε λιωμένο μολύβι αλλά βγήκε αβλαβής. Την έριξαν στη φωτιά και στα άγρια θηρία αλλά βγήκε αβλαβής και πάλι. Τελικά αποκεφαλίσθηκε.
Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ έμειναν πολλά χρόνια άτεκνοι, καθώς η Ελισάβετ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οι δυο ευσεβείς άνθρωποι προσεύχονταν νυχθημερόν στον θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Οι δεήσεις του ζεύγους εισακούσθηκαν και κάποια μέρα που ο Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό εμφανίσθηκε σε αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ για να του μηνύσει το χαρμόσυνο νέο ότι αυτός και η Ελισάβετ θα αποκτούσαν παιδί, το οποίο θα ονομαζόταν Ιωάννης. Όμως ο Ζαχαρίας, ο οποίος γνώριζε πως η σύζυγος του ήταν στείρα, έδειξε να δυσπιστεί και αμφισβήτησε τα λόγια του αρχαγγέλου. Ο Γαβριήλ τότε τον ειδοποίησε ότι θα τιμωρηθεί για τη δυσπιστία με την οποία δέχθηκε το μήνυμα του θεού και θα χάσει προσωρινά τη μιλιά του. Πράγματι, ο Ζαχαρίας έχασε τη μιλιά του, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τη γέννηση του Ιωάννη, όταν έγραψε πάνω σε πινακίδιο το όνομα του νεογέννητου παιδιού. Η έλευση του Προδρόμου του Κυρίου είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα.
Η γέννηση της όσιας Ελισάβετ είχε προφητευτεί από άγγελο, που αποκάλυψε στη μητέρα της ότι θα γεννήσει κόρη η οποία θα διακριθεί για το χριστιανικό της έργο. Η οσία με την ευλογία του θεού μπόρεσε να ζήσει βίο ασκητικό και να προσφέρει το σώμα και την ψυχή της στην υπηρεσία των φτωχών και των αρρώστων. Ασκούνταν σε νηστεία σαράντα ημερών, περπατούσε χωρίς υποδήματα και δε φρόντισε το σώμα της ποτέ καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της. Αναπαύθηκε εν ειρήνη παρέχοντας μέχρι σήμερα τη χάρη σ' εκείνους που καταφεύγουν με θερμή πίστη σ' αυτήν.
Ο προφήτης Ελισσαίος ήταν γιος του Σαφάτ και καταγόταν από το χωριό Αελμούθ. Τη γέννηση του συνόδευσε ένα θεϊκό σημάδι, που αποτέλεσε και το προμήνυμα της θαυμαστής ζωής του προφήτου. Συγκεκριμένα, την ώρα που γεννήθηκε, μια χρυσή δάμαλις που ελάτρευαν στον τόπο εκείνο μούγκρισε με τέτοια φωνή που ακούσθηκε στην Ιερουσαλήμ. Ένας αρχιερέας επίσης, την ώρα εκείνη, είπε τα εξής: «Σήμερα γεννήθηκε προφήτης στην Ιερουσαλήμ, που θα συντρίψει τα γλυπτά και χωνευτά αγάλματα της ειδωλολατρίας». Πράγματι ο Ελισσαίος αξιώθηκε του χαρίσματος της προφητείας, αλλά και της θαυματουργίας. Προανήγγειλε την έλευση του Κυρίου, βοήθησε τους φτωχούς, θεράπευσε ασθενείς και μάλιστα ανέστησε και νεκρούς. Μια χαρακτηριστική και λαμπρή πράξη του προφήτου είναι η παρακάτω: Κάποτε του ζήτησε βοήθεια μια πολύ φτωχή γυναίκα, χήρα. Ο Ελισσαίος, όταν έμαθε πως το μοναδικό πράγμα που είχε στο σπίτι της ήταν ένα αγγείο λάδι, της είπε: «Γύρνα σπίτι σου και γέμισε όσα περισσότερα αγγεία μπορείς με το λάδι αυτό». Πράγματι, η γυναίκα κατάφερε με την επέμβαση του Ελισσαίου να γεμίσει πολλά αγγεία με λάδι, τα οποία και πούλησε, βγάζοντας έτσι χρήματα για να ζήσει αυτή και τα παιδιά της. Ο προφήτης, αφού ευεργέτησε πολλούς, απεβίωσε εν ειρήνη. Το θάνατο του θρήνησε όλος ο ισραηλινός λαός.
Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.
Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.
Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.) έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετός και Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.
Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά ττης ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.
Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια Ιουδαίων αγροτών στο χωριό Βησανδούκη, στην περιοχή της Ελευθερούπολης της Παλαιστίνης, το 310 μ.Χ. Χάρη στη διδασκαλία των περίφημων μοναχών Λουκιανού και Ιλαρίωνα ο Επιφάνιος ασπάσθηκε την αλήθεια του Χριστού. Αμέσως επέλεξε το μοναχικό βίο και μετέβη στην έρημο της Παλαιστίνης, όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια και διακρίθηκε ανάμεσα στους συνασκητές του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην έρημο ο Επιφάνιος διαμόρφωσε άμεμπτο χαρακτήρα, εμπλούτισε το πνεύμα του με τη γνώση της θείας σοφίας, αλλά και επιτέλεσε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί και γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνστάντιας στην Κύπρο. Από τη θέση του αυτή ο Επιφάνιος δεν έπαψε στιγμή να πολεμά τις κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής του και ιδιαίτερα του Ωριγένη. Χρησιμοποιώντας το λόγο της Αγίας Γραφής, αλλά και γράφοντας πλήθος συγγραμμάτων, πάλευε για να κρατήσει τους πιστούς κοντά στην ορθή πίστη και να τους προφυλάξει από τις εσφαλμένες δοξασίες των αιρετικών. Αφού επιτέλεσε με ζήλο το θεάρεστο έργο του, ο Επιφάνιος παρέδωσε το πνεύμα του το 403 μ.Χ.
Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.
Ο Άγιος μάρτυς Ερμείας ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και ξεχώριζε για τη γενναιότητα του, την οποία αντλούσε από την πίστη του στον Κοριό. Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου έγινε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών και ο Ερμείας ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισε το μένος των ειδωλολατρών. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος με απειλές τον πίεζε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος Ερμείας όμως ακλόνητος αρνήθηκε να προδώσει τον Κοριό του και να θυσιάσει στα ειδωλολατρικά ξόανα. Μάλιστα, απάντησε στις προτροπές του τυράννου με παρρησία: «θα ήταν πολύ ανόητο, άρχοντα, να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο». Τότε ο άρχοντας διέταξε αφού τον βασανίσουν, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση του θεού ο Άγιος βγήκε από τα φρικτά βασανιστήρια αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι ιερομάρτυρες Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης ανήκαν στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας της Νικομήδειας. Όταν συνελήφθη ο Άγιος Παντελεήμων, δεν μπόρεσε να πει ψέματα όταν τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός από ποιον διδάχθηκε το χριστιανισμό. Έτσι αποκάλυψε την ταυτότητα του Ερμολάου, τον οποίο και συνέλαβαν αμέσως. Μαζί με τον Ερμόλαο παρουσιάσθηκαν στον τύραννο και οι συνεργάτες του ιερείς 'Ερμιππος και Ερμοκράτης και καθώς είχαν κοινή αδελφική ζωή, επέλεξαν και τον κοινό θάνατο. Οι Άγιοι αποκεφαλίσθηκαν και κέρδισαν τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.
Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. 'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Έσπερος, Ζωή και τα παιδιά τους Κυριάκος και Θεόδουλος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Αδριανού, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από την Παμφυλία και ήταν δούλοι των Ρωμαίων Κατάλλου και Τετραδίας. Ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος διέταξε το βασανισμό των παιδιών και των γονιών τους επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι ρίχτηκαν σε πυρακτωμένο κλίβανο, όπου παρέδωσαν τις ψυχές τους. Την επόμενη μέρα από τη θανάτωση των Αγίων έντρομοι οι ειδωλολάτρες άκουσαν μελωδικές ψαλμωδίες, που προέρχονταν από τον κλίβανο. Όταν τον άνοιξαν αντίκρισαν τα λείψανα των Αγίων ανέγγιχτα από την πυρά.
Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά ττης ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.
Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια Ιουδαίων αγροτών στο χωριό Βησανδούκη, στην περιοχή της Ελευθερούπολης της Παλαιστίνης, το 310 μ.Χ. Χάρη στη διδασκαλία των περίφημων μοναχών Λουκιανού και Ιλαρίωνα ο Επιφάνιος ασπάσθηκε την αλήθεια του Χριστού. Αμέσως επέλεξε το μοναχικό βίο και μετέβη στην έρημο της Παλαιστίνης, όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια και διακρίθηκε ανάμεσα στους συνασκητές του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην έρημο ο Επιφάνιος διαμόρφωσε άμεμπτο χαρακτήρα, εμπλούτισε το πνεύμα του με τη γνώση της θείας σοφίας, αλλά και επιτέλεσε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί και γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνστάντιας στην Κύπρο. Από τη θέση του αυτή ο Επιφάνιος δεν έπαψε στιγμή να πολεμά τις κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής του και ιδιαίτερα του Ωριγένη. Χρησιμοποιώντας το λόγο της Αγίας Γραφής, αλλά και γράφοντας πλήθος συγγραμμάτων, πάλευε για να κρατήσει τους πιστούς κοντά στην ορθή πίστη και να τους προφυλάξει από τις εσφαλμένες δοξασίες των αιρετικών. Αφού επιτέλεσε με ζήλο το θεάρεστο έργο του, ο Επιφάνιος παρέδωσε το πνεύμα του το 403 μ.Χ.
Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.
Ο Άγιος μάρτυς Ερμείας ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και ξεχώριζε για τη γενναιότητα του, την οποία αντλούσε από την πίστη του στον Κοριό. Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου έγινε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών και ο Ερμείας ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισε το μένος των ειδωλολατρών. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος με απειλές τον πίεζε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος Ερμείας όμως ακλόνητος αρνήθηκε να προδώσει τον Κοριό του και να θυσιάσει στα ειδωλολατρικά ξόανα. Μάλιστα, απάντησε στις προτροπές του τυράννου με παρρησία: «θα ήταν πολύ ανόητο, άρχοντα, να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο». Τότε ο άρχοντας διέταξε αφού τον βασανίσουν, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση του θεού ο Άγιος βγήκε από τα φρικτά βασανιστήρια αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι ιερομάρτυρες Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης ανήκαν στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας της Νικομήδειας. Όταν συνελήφθη ο Άγιος Παντελεήμων, δεν μπόρεσε να πει ψέματα όταν τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός από ποιον διδάχθηκε το χριστιανισμό. Έτσι αποκάλυψε την ταυτότητα του Ερμολάου, τον οποίο και συνέλαβαν αμέσως. Μαζί με τον Ερμόλαο παρουσιάσθηκαν στον τύραννο και οι συνεργάτες του ιερείς 'Ερμιππος και Ερμοκράτης και καθώς είχαν κοινή αδελφική ζωή, επέλεξαν και τον κοινό θάνατο. Οι Άγιοι αποκεφαλίσθηκαν και κέρδισαν τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.
Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. 'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.
Οι Άγιοι Έσπερος, Ζωή και τα παιδιά τους Κυριάκος και Θεόδουλος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Αδριανού, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από την Παμφυλία και ήταν δούλοι των Ρωμαίων Κατάλλου και Τετραδίας. Ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος διέταξε το βασανισμό των παιδιών και των γονιών τους επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι ρίχτηκαν σε πυρακτωμένο κλίβανο, όπου παρέδωσαν τις ψυχές τους. Την επόμενη μέρα από τη θανάτωση των Αγίων έντρομοι οι ειδωλολάτρες άκουσαν μελωδικές ψαλμωδίες, που προέρχονταν από τον κλίβανο. Όταν τον άνοιξαν αντίκρισαν τα λείψανα των Αγίων ανέγγιχτα από την πυρά.
Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποοίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο.
Ο όσιος Ευγένιος Ιωαννούλιος ο Αιτωλός γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο στα τέλη του 16ου αιώνα. Εντάχθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας το 1616, όταν χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Τατάρνας, ενώ το 1619 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Σινά. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του αντιμετώπισε το φθόνο του τουρκόφιλου πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος μάλιστα έφθασε στο σημείο να καθαιρέσει τον Ευγένιο. Όμως ο όσιος αποκαταστήθηκε το 1639 από τον πατριάρχη Παρθένιο. Αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, ο όσιος Ευγένιος απεβίωσε το 1682.
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.
Η Αγία οσία Παρθενομάρτυς Ευγενία καταγόταν από τη Ρώμη και έδρασε τον 3ο αιώνα μ,Χ. Οι γονείς της ήταν επιφανείς και πλούσιοι και της προσέφεραν σπουδαία αγωγή και μόρφωση. Η Αγία σπούδασε ελληνικά και ρωμαϊκά γράμματα και αποφάσισε από πολύ νέα να αφιερωθεί σε αυστηρό και θεάρεστο βίο. Μια νύχτα, κρυφά από τους γονείς της, φόρεσε ανδρική ενδυμασία και μαζί με δυο ευνούχους υπηρέτες της αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι, εμφανιζόμενη ως ευνούχος. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ήταν γυναίκα, γι' αυτό και όλοι την καλούσαν Ευγένιο. Μάλιστα ξεχώρισε λόγω της ηθικής της τελείωσης και της θαυμαστής υπομονής της, ώστε της ανέθεσαν τη διοίκηση της μονής. Πλήθη πιστών άρχισαν τότε να προσέρχονται στο μοναστήρι για να ευλογηθούν από τον «ηγούμενο Ευγένιο». Όταν έπειτα από χρόνια η Αγία αποκάλυψε την ταυτότητα της, ο πατέρας της και πολλοί άλλοι προσήλθαν στο χριστιανισμό, παρρακινούμενοι από το γενναίο παράδειγμα της. Κατά το διωγμό των Βαλεριανού και Γαλλιηνού η Αγία συνελήφθη και υπέστη φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να αρνηθεί την πίστη της. Τελικά την αποκεφάλισαν δια ξίφους και στέφθηκε με τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.
Ο όσιος Ευγένιος Ιωαννούλιος ο Αιτωλός γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο στα τέλη του 16ου αιώνα. Εντάχθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας το 1616, όταν χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Τατάρνας, ενώ το 1619 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Σινά. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του αντιμετώπισε το φθόνο του τουρκόφιλου πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος μάλιστα έφθασε στο σημείο να καθαιρέσει τον Ευγένιο. Όμως ο όσιος αποκαταστήθηκε το 1639 από τον πατριάρχη Παρθένιο. Αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, ο όσιος Ευγένιος απεβίωσε το 1682.
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.
Η Αγία οσία Παρθενομάρτυς Ευγενία καταγόταν από τη Ρώμη και έδρασε τον 3ο αιώνα μ,Χ. Οι γονείς της ήταν επιφανείς και πλούσιοι και της προσέφεραν σπουδαία αγωγή και μόρφωση. Η Αγία σπούδασε ελληνικά και ρωμαϊκά γράμματα και αποφάσισε από πολύ νέα να αφιερωθεί σε αυστηρό και θεάρεστο βίο. Μια νύχτα, κρυφά από τους γονείς της, φόρεσε ανδρική ενδυμασία και μαζί με δυο ευνούχους υπηρέτες της αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι, εμφανιζόμενη ως ευνούχος. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ήταν γυναίκα, γι' αυτό και όλοι την καλούσαν Ευγένιο. Μάλιστα ξεχώρισε λόγω της ηθικής της τελείωσης και της θαυμαστής υπομονής της, ώστε της ανέθεσαν τη διοίκηση της μονής. Πλήθη πιστών άρχισαν τότε να προσέρχονται στο μοναστήρι για να ευλογηθούν από τον «ηγούμενο Ευγένιο». Όταν έπειτα από χρόνια η Αγία αποκάλυψε την ταυτότητα της, ο πατέρας της και πολλοί άλλοι προσήλθαν στο χριστιανισμό, παρρακινούμενοι από το γενναίο παράδειγμα της. Κατά το διωγμό των Βαλεριανού και Γαλλιηνού η Αγία συνελήφθη και υπέστη φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να αρνηθεί την πίστη της. Τελικά την αποκεφάλισαν δια ξίφους και στέφθηκε με τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα το 401 μ.Χ. Καταγόταν από οικογένεια πλουσίων ειδωλολατρών και το όνομα της αρχικά ήταν Αθηναΐδα. Ο πατέρας της, ο φιλόσοφος Λεόντιος, φρόντισε ώστε η θυγατέρα του να λάβει αξιόλογη μόρφωση. Όταν όμως πέθανε άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους γιους του, ενώ η Ευδοκία κληρονόμησε ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό. Απελπισμένη η Αγία αποφάσισε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει την περιουσία της. Εκεί γνώρισε την Πουλχερία, την αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β', με τον οποίο και παντρεύτηκε. Με το γάμο της η Ευδοκία βαπτίσθηκε και έλαβε το χριστιανικό της όνομα. Μετά την επιστροφή της από ένα ταξίδι που έκανε στα Ιεροσόλυμα διαπίστωσε πως οι σχέσεις της με το σύζυγο της είχαν διαταραχθεί και γι' αυτό ζήτησε την άδεια του να επιστρέψει στους Αγίους Τόπους, όπου ήξερε πως θα έβρισκε γαλήνη. Ο αυτοκράτορας δεν της αρνήθηκε και έτσι η Ευδοκία επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου και ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Παρέδωσε το πνεύμα της εν ειρήνη.
Μία άλλη μεγάλη Αγία από τη Σαμάρεια γιορτάζει η Εκκλησία μας, που και αυτή, όπως η Αγία Φωτεινή, μετανοημένη πλησίασε τον Κύριο. Είναι η οσιομάρτυς Ευδοκία. Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης την εποχή του Τραϊανού και έζησε τα πρώτα της χρόνια στην αμαρτία και στην ακολασία, παρασύροντας με τη σπάνια ομορφιά της πολλούς άνδρες στην αμαρτωλή ζωή της. Γνωρίζοντας όμως τον Χριστό από ένα μοναχό μετανόησε και έγινε χριστιανή, και μάλιστα βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Θεόδοτο. Αξιώθηκε δε, χάριν της βαθιάς μετάνοιας και της θερμής πίστεως της, αγίου οράματος. Είδε ότι ηρπάγη εις τον ουρανό από άγγελο και ότι πλήθος αγίων και αγγέλων πανηγύριζαν τον ερχομό της, ενώ ο διάβολος βρυχιόνταν που την έχασε. Για ένα διάστημα έζησε με βίον άγιο και ασκητικό σε μοναστήρι, απ' όπου την άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στον Αυριλιανό να δικαστεί. Η Αγία όμως προσευχόμενη ανέστησε το νεκρό παιδί ττου βασιλιά και έτσι προσήλκυσε και τον ίδιο στο χριστιανισμό, για να οδηγηθεί αργότερα στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από τον Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Ο Βασίλειος μάλιστα κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Η ορθόδοξη οικογένεια του τον ανέθρεψε συμφωνά με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη φιλανθρωπία, ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς. Απλόχερα μοίραζε υλικά αγαθά σε όσους είχαν ανάγκη και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις χήρες και στα ορφανά. Ο ηθικός βίος και η φιλάνθρωπη δράση του Ευδοκίμου εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δε σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του. Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε στη θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.
Η Αγία Ευφημία καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο ειδωλολάτρης διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Οι θεοσεβείς γονείς της Φιλόφρων και Θεοδοσιανή έδωσαν στην πανένδοξη μεγαλομάρτυρα ανατροφή σύμφωνη με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Η χριστιανή παρθένος αγάπησε με θέρμη τον Κύριο και σε αυτόν αφιέρωσε την ψυχή της. Διακρίθηκε ανάμεσα στη χριστιανική κοινότητα για τις αρετές και το ήθος της, καθώς και για τα φιλάνθρωπο έργα της. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου της επιδόθηκε στην περιποίηση των φτωχών και των ασθενών και στη λατρεία του Χριστού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός κατά των χριστιανών, η Αγία καταγγέλθηκε για την πίστη της και γι' αυτό συνελήφθη. Οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, στον οποίο δε φοβήθηκε να ομολογήσει την πίστη της, παρ' όλο που ήξερε ότι την περίμεναν φριχτά μαρτύρια. Πράγματι, μετά την ομολογία της καταδικάστηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα σε θάνατο δια βασανισμού. Όμως η Ευφημία επέδειξε θάρρος απαράμιλλο και απέμεινε τα βασανιστήρια της με θαυμαστή καρτερία. Η Αγία Ευφημία βρήκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία.
Ο όσιος Ευθύμιος έζησε κατά την επποχή που αυτοκράτορες ήταν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη η Αθηναία. Γεννήθηκε στη Λυκαονία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιθυμία του, να ασπασθεί δηλαδή το μοναχικό βίο. Για τις αρετές και την ευσέβεια του ο Ευθύμιος αναδείχθηκε επίσκοπος Σάρδεων, αξίωμα με το οποίο έλαβε μέρος στη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, όπου διακρίθηκε για τη θεολογική του κατάρτιση. Εξορίσθηκε επί αυτοκρατορίας Νικηφόρου Α', αλλά επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος Ε'. Ο ασεβής εικονομάχος όμως εξόρισε εκ νέου τον Ευθύμιο, επειδή τιμούσε τις ιερές εικόνες. Ο όσιος Ευθύμιος βασανίσθηκε και τελικά θανατώθηκε από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλό.
Ευθύμιος
- Ο Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας Ευθύμιος ο Μεγάλος μεγαλούργησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού. Γεννήθηκε το 337 μ.Χ., με τρόπο θαυμαστό και θείο. Η μητέρα του ήταν στείρα, αλλά με την ευσέβεια και την πίστη της κέρδισε θείο δώρο, να κυοφορήσει τον άγιο, του οποίου το όνομα δηλώνει την χαρά που χάρισε ο Θεός στη οικογένειά του. Από πολύ μικρή ηλικία κατετάγη στην τάξη των κληρικών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν έκδηλα. Αφοσιωμένος σε μια ασκητική και ταπεινή ζωή από τη μια και πλουτίζοντας το πνεύμα του με θεολογικό υλικό από την άλλη, διακρίθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώκει, και ανέλαβε έτσι την φροντίδα των Ασκητηρίων και Μοναστηριών της Μελιτηνής. Στα είκοσι εννιά του χρόνια και ενώ βρισκόταν στα Αγίους Τόπους, θεράπευσε με θαύματα πολλούς αρρώστους, γεγονός που προαναγγέλλει της θαυμαστές του ενέργειες. Χόρταινε πεινασμένους, θεράπευε γυναίκες στείρες, αναζωογονούσε στείρα γη και -μέγα σημείο αγιότητας- αναγνώριζε ανάμεσα στους προσερχόμενους στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τους έχοντας καθαρή συνείδηση. Εξεδήμησε προς Κύριον το 474 μ,Χ.
Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία ήταν αδέλφια και κατάγονταν από τη Νικομήδεια της Μικρός Ασίας. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός των χριστιανών από τους αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Διοκλητιανό τα δυο αδέλφια μαζί με άλλους χριστιανούς κατέφυγαν σε ένα όρος όπου ζούσαν προσευχόμενοι. Κάποια στιγμή ο Ευλάμπιος πήγε στη Νικομήδεια για να προμηθευτεί άρτους. Συνελήφθη όρους από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής Μάξιμο, ο οποίος τον ρώτησε αν ήταν χριστιανός. Ο Ευλάμπιος δε φοβήθηκε και ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Τότε ο Μάξιμος τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, θέλοντας να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Άγιος προσευχήθηκε και γκρέμισε τα άγαλμα του Άρη. 'Έπειτα από αυτό το γεγονός εξοργισμένος ο ηγεμόνας διέταξε να μαστιγώσουν τον Ευλάμπιο. Όταν πληροφορήθηκε η Ευλαμπία τα μαρτυρία του αδελφού της έτρεξε κοντά του, επιθυμώντας να έχει το ίδιο τέλος με αυτόν. Τότε ο Μάξιμος έδωσε εντολή να ρίξουν τα δυο αδέλφια σε καζάνι που κόχλαζε. Αλλά οι Άγιοι βγήκαν σώοι, γεγονός που έκανε διακόσιους άνδρες να προσχωρήσουν στην πίστη του Χρίστου. Μετά από αυτό οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Ο όσιος Ευμένιος από πολύ νεαρή ηλικία αγάπησε την ασκητική ζωή, στην οποία αφοσιώθηκε υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία. Διακρίθηκε τόσο για την εγκράτεια του ώστε γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Γορτύνης, πόλης της Κρήτης. Μάλιστα ο Ευμένιος, χάρη στις αρετές τις οποίες επέδειξε από τη νέα του θέση, αξιώθηκε από τον θεό να θαυματουργεί. Κάποτε κατέκαυσε ένα δράκο που όρμησε εναντίον του, με αναμμένες λαμπάδες. Ο ζήλος του Ευμενίου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου τον οδήγησε στη Ρώμη, όπου εκχριστιάνισε πολλούς ανθρώπους και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του βρέθηκε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, όπου με θαύμα ανακούφισε το λαό που βασανιζόταν από την ξηρασία που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, αφού ο Ευμένιος προσευχήθηκε με θέρμη, ξέσπασε μεγάλη νεροποντή, που πότισε την ξηραμένη γη. Στον τόπο αυτό ο Ευμένιος ασκήθηκε ακόμα πιο σκληρά σε κάθε είδους σκληραγωγία κοντά σε μεγάλους ασκητές. Παρέδωσε το πνεύμα του στη Θηβαΐδα, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής έστειλαν το λείψανο του οσίου στο ποίμνιο του, στη Γόρτυνα της Κρήτης.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Μία άλλη μεγάλη Αγία από τη Σαμάρεια γιορτάζει η Εκκλησία μας, που και αυτή, όπως η Αγία Φωτεινή, μετανοημένη πλησίασε τον Κύριο. Είναι η οσιομάρτυς Ευδοκία. Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης την εποχή του Τραϊανού και έζησε τα πρώτα της χρόνια στην αμαρτία και στην ακολασία, παρασύροντας με τη σπάνια ομορφιά της πολλούς άνδρες στην αμαρτωλή ζωή της. Γνωρίζοντας όμως τον Χριστό από ένα μοναχό μετανόησε και έγινε χριστιανή, και μάλιστα βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Θεόδοτο. Αξιώθηκε δε, χάριν της βαθιάς μετάνοιας και της θερμής πίστεως της, αγίου οράματος. Είδε ότι ηρπάγη εις τον ουρανό από άγγελο και ότι πλήθος αγίων και αγγέλων πανηγύριζαν τον ερχομό της, ενώ ο διάβολος βρυχιόνταν που την έχασε. Για ένα διάστημα έζησε με βίον άγιο και ασκητικό σε μοναστήρι, απ' όπου την άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στον Αυριλιανό να δικαστεί. Η Αγία όμως προσευχόμενη ανέστησε το νεκρό παιδί ττου βασιλιά και έτσι προσήλκυσε και τον ίδιο στο χριστιανισμό, για να οδηγηθεί αργότερα στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από τον Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Ο Βασίλειος μάλιστα κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Η ορθόδοξη οικογένεια του τον ανέθρεψε συμφωνά με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη φιλανθρωπία, ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς. Απλόχερα μοίραζε υλικά αγαθά σε όσους είχαν ανάγκη και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις χήρες και στα ορφανά. Ο ηθικός βίος και η φιλάνθρωπη δράση του Ευδοκίμου εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δε σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του. Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε στη θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.
Η Αγία Ευφημία καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο ειδωλολάτρης διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Οι θεοσεβείς γονείς της Φιλόφρων και Θεοδοσιανή έδωσαν στην πανένδοξη μεγαλομάρτυρα ανατροφή σύμφωνη με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Η χριστιανή παρθένος αγάπησε με θέρμη τον Κύριο και σε αυτόν αφιέρωσε την ψυχή της. Διακρίθηκε ανάμεσα στη χριστιανική κοινότητα για τις αρετές και το ήθος της, καθώς και για τα φιλάνθρωπο έργα της. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου της επιδόθηκε στην περιποίηση των φτωχών και των ασθενών και στη λατρεία του Χριστού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός κατά των χριστιανών, η Αγία καταγγέλθηκε για την πίστη της και γι' αυτό συνελήφθη. Οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, στον οποίο δε φοβήθηκε να ομολογήσει την πίστη της, παρ' όλο που ήξερε ότι την περίμεναν φριχτά μαρτύρια. Πράγματι, μετά την ομολογία της καταδικάστηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα σε θάνατο δια βασανισμού. Όμως η Ευφημία επέδειξε θάρρος απαράμιλλο και απέμεινε τα βασανιστήρια της με θαυμαστή καρτερία. Η Αγία Ευφημία βρήκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία.
Ο όσιος Ευθύμιος έζησε κατά την επποχή που αυτοκράτορες ήταν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη η Αθηναία. Γεννήθηκε στη Λυκαονία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιθυμία του, να ασπασθεί δηλαδή το μοναχικό βίο. Για τις αρετές και την ευσέβεια του ο Ευθύμιος αναδείχθηκε επίσκοπος Σάρδεων, αξίωμα με το οποίο έλαβε μέρος στη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, όπου διακρίθηκε για τη θεολογική του κατάρτιση. Εξορίσθηκε επί αυτοκρατορίας Νικηφόρου Α', αλλά επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος Ε'. Ο ασεβής εικονομάχος όμως εξόρισε εκ νέου τον Ευθύμιο, επειδή τιμούσε τις ιερές εικόνες. Ο όσιος Ευθύμιος βασανίσθηκε και τελικά θανατώθηκε από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλό.
Ευθύμιος
- Ο Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας Ευθύμιος ο Μεγάλος μεγαλούργησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού. Γεννήθηκε το 337 μ.Χ., με τρόπο θαυμαστό και θείο. Η μητέρα του ήταν στείρα, αλλά με την ευσέβεια και την πίστη της κέρδισε θείο δώρο, να κυοφορήσει τον άγιο, του οποίου το όνομα δηλώνει την χαρά που χάρισε ο Θεός στη οικογένειά του. Από πολύ μικρή ηλικία κατετάγη στην τάξη των κληρικών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν έκδηλα. Αφοσιωμένος σε μια ασκητική και ταπεινή ζωή από τη μια και πλουτίζοντας το πνεύμα του με θεολογικό υλικό από την άλλη, διακρίθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώκει, και ανέλαβε έτσι την φροντίδα των Ασκητηρίων και Μοναστηριών της Μελιτηνής. Στα είκοσι εννιά του χρόνια και ενώ βρισκόταν στα Αγίους Τόπους, θεράπευσε με θαύματα πολλούς αρρώστους, γεγονός που προαναγγέλλει της θαυμαστές του ενέργειες. Χόρταινε πεινασμένους, θεράπευε γυναίκες στείρες, αναζωογονούσε στείρα γη και -μέγα σημείο αγιότητας- αναγνώριζε ανάμεσα στους προσερχόμενους στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τους έχοντας καθαρή συνείδηση. Εξεδήμησε προς Κύριον το 474 μ,Χ.
Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία ήταν αδέλφια και κατάγονταν από τη Νικομήδεια της Μικρός Ασίας. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός των χριστιανών από τους αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Διοκλητιανό τα δυο αδέλφια μαζί με άλλους χριστιανούς κατέφυγαν σε ένα όρος όπου ζούσαν προσευχόμενοι. Κάποια στιγμή ο Ευλάμπιος πήγε στη Νικομήδεια για να προμηθευτεί άρτους. Συνελήφθη όρους από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής Μάξιμο, ο οποίος τον ρώτησε αν ήταν χριστιανός. Ο Ευλάμπιος δε φοβήθηκε και ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Τότε ο Μάξιμος τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, θέλοντας να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Άγιος προσευχήθηκε και γκρέμισε τα άγαλμα του Άρη. 'Έπειτα από αυτό το γεγονός εξοργισμένος ο ηγεμόνας διέταξε να μαστιγώσουν τον Ευλάμπιο. Όταν πληροφορήθηκε η Ευλαμπία τα μαρτυρία του αδελφού της έτρεξε κοντά του, επιθυμώντας να έχει το ίδιο τέλος με αυτόν. Τότε ο Μάξιμος έδωσε εντολή να ρίξουν τα δυο αδέλφια σε καζάνι που κόχλαζε. Αλλά οι Άγιοι βγήκαν σώοι, γεγονός που έκανε διακόσιους άνδρες να προσχωρήσουν στην πίστη του Χρίστου. Μετά από αυτό οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Ο όσιος Ευμένιος από πολύ νεαρή ηλικία αγάπησε την ασκητική ζωή, στην οποία αφοσιώθηκε υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία. Διακρίθηκε τόσο για την εγκράτεια του ώστε γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Γορτύνης, πόλης της Κρήτης. Μάλιστα ο Ευμένιος, χάρη στις αρετές τις οποίες επέδειξε από τη νέα του θέση, αξιώθηκε από τον θεό να θαυματουργεί. Κάποτε κατέκαυσε ένα δράκο που όρμησε εναντίον του, με αναμμένες λαμπάδες. Ο ζήλος του Ευμενίου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου τον οδήγησε στη Ρώμη, όπου εκχριστιάνισε πολλούς ανθρώπους και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του βρέθηκε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, όπου με θαύμα ανακούφισε το λαό που βασανιζόταν από την ξηρασία που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, αφού ο Ευμένιος προσευχήθηκε με θέρμη, ξέσπασε μεγάλη νεροποντή, που πότισε την ξηραμένη γη. Στον τόπο αυτό ο Ευμένιος ασκήθηκε ακόμα πιο σκληρά σε κάθε είδους σκληραγωγία κοντά σε μεγάλους ασκητές. Παρέδωσε το πνεύμα του στη Θηβαΐδα, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής έστειλαν το λείψανο του οσίου στο ποίμνιο του, στη Γόρτυνα της Κρήτης.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.