Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΚΟΜΙΣΣΑ.
Η δουλειά του ντελίβερι είναι νομίζω αρκετά παρεξηγημένη. Οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουν από κοντά και ίσως γι’ αυτό την απαξιώνουν τόσο εύκολα. Είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά, που κάνουν διανομές φαγητών στα σπίτια. Μοιράζουν κυρίως πίτσες και άλλα έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα, σαλάτες, κυρίως τα απογεύματα και τις βραδινές ώρες. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με τα μηχανάκια τους γίνονται ενοχλητικοί με τον υπερβολικό θόρυβο, την ταχύτητα, τις σφήνες. Ο Μηνάς όμως δεν ήταν απ’ αυτούς. Πρακτικά ζούσε την οικογένειά του από αυτήν τη δουλειά και πρόσεχε πολύ. Ήταν ευγενικός, σοβαρός, μα κυρίως ήταν άνθρωπος του Θεού. Δεν θα έπαιζε ποτέ με το ψωμί της οικογένειάς του, ούτε με τα νεύρα των άλλων. Ήταν ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ο Μηνάς, γύρω στα 30, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά και ευγενικό πρόσωπο.
Η δουλειά του Μηνά δεν ήταν κακή, αν σκεφτεί κανείς ότι μαζί με τα φιλοδωρήματα και τα έξτρα έβγαινε ένας καλός μισθός, που κάλυπτε τις ανάγκες της μικρής τους οικογένειας. Ζούσαν, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους, σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο, σε μια καλή σχετικά περιοχή της Αθήνας. Το άλλο τους παιδάκι ήταν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς του. Στενοχωριόταν βέβαια όταν άκουγε όλα εκείνα τα υποκοριστικά για τη δουλειά του, πιτσοκουτάς, ντελιβεράς κλπ, αλλά, εδώ που τα λέμε, και ποια δουλειά δεν έχει τα υποκοριστικά της… σκεφτόταν και χαμογελούσε. Άλλωστε για το Μηνά δεν υπήρχε άλλη λύση για την ώρα, αφού για εργασία η μόνη ανοιχτή πόρτα ήταν αυτή.
Δεν ήταν άσχημα, καθόλου άσχημα. Αν ρωτήσεις τους ίδιους, μπορούν να σου πουν χίλια καλά που έχει αυτή η δουλειά. Εκτός από τα τυχερά της, βλέπεις ανθρώπους, επικοινωνείς, γνωρίζεις νέα πρόσωπα, κάνεις φίλους μερικές φορές που σε προτιμούν και σε ζητάνε εσένα προσωπικά να τους εξυπηρετήσεις και πολλά τέτοια. Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται και η ιστορία με την κυρία Ορσαλία. Ήταν μία κυρία ευκατάστατη, γύρω στα πενήντα, που ζούσε σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα μιας ακριβής πολυκατοικίας λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Όλοι οι συνάδελφοι του Μηνά την εξυπηρετούσαν πολύ πρόθυμα, γιατί τα τυχερά στης κυρίας Ορσαλίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Στην αρχή μάλιστα, που ο Μηνάς ήταν καινούριος στη δουλειά, δεν του έδιναν καθόλου δρομολόγια στης κυρίας Ορσαλίας οι παλιοί, για τους ευνόητους λόγους. Το αφεντικό όμως, που τα πρόσεχε πολύ αυτά, προσπαθούσε να μοιράζει σωστά τα δρομολόγια στα παιδιά, αφού ήξερε ότι τα φιλοδωρήματα ήταν μέρος του μισθού τους και ήξερε επίσης πολύ καλά για τη στενότητα στα οικονομικά του Μηνά και για το μωράκι που ερχόταν.
Όταν πρωτοείδε το διαμέρισμα της κυρίας Ορσαλίας ο Μηνάς, έπαθε που λέμε. Και να σκεφτείτε ότι όσα είδε ήταν από τη μισάνοιχτη εξώπορτα την ώρα που παρέδιδε τις πίτσες και πληρωνόταν. Τι προλαβαίνεις να δεις; Και όμως. Είδε τα μάρμαρα στο πάτωμα, είδε το γκραντ φάδερ εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού, είδε τον πολυέλαιο με τα κρυσταλλάκια να λαμπυρίζουν στο διάδρομο και τα κατάλαβε όλα. Η κυρία Ορσαλία, καλοντυμένη και περιποιημένη, τον καλοδέχτηκε, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν παρατήρησε στη συμπεριφορά της.
Πρέπει να πούμε ότι η κυρία Ορσαλία ήταν από τους καλύτερους πελάτες της πιτσαρίας και το αφεντικό την πρόσεχε ιδιαίτερα. Είχε δώσει και ειδικές οδηγίες στα παιδιά της διανομής για τη συμπεριφορά τους σε τέτοιους ξεχωριστούς πελάτες. Ο Μηνάς ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με το πόσο συχνά εξυπηρετούσε τον ένα ή τον άλλο πελάτη. Το οικονομικό τους θέμα ήταν με πίστη αφημένο στα χέρια του Κυρίου. Το μόνο που φρόντιζε ήταν να κάνει τη δουλειά του σωστά και με συνέπεια. Όταν τον κάλεσε το αφεντικό να πάει ξανά εκείνος την παραγγελία στο σπίτι της κυρίας Ορσαλίας, ο Μηνάς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ούτε την επόμενη φορά, που ήταν κι αυτή κοντά στην προηγούμενη. Τον δυσκόλευε λιγάκι βέβαια ο τρόπος που τον κοίταζε καμιά φορά, αλλά δεν έδινε σημασία. Εκείνο που τον προβλημάτισε ήταν όταν κάποιο απόγευμα, αργούτσικα, η κυρία Ορσαλία τον παρακάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι της και να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο της κουζίνας. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το προσπέρασε. Την επόμενη φορά η κυρία Ορσαλία του έπιασε την κουβέντα, έτσι στο όρθιο. Ήταν ευχάριστη, ομιλητική και ήταν φανερό πως είχε όρεξη για κουβέντα. Αυτήν την εξήγηση έδωσε και ο Μηνάς και πάλι δεν ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά της.
Οι παραγγελίες την κυρίας Ορσαλίας πύκνωναν και ζητούσε πάντοτε το Μηνά να της πάει τα πράγματα. Το αφεντικό δεν είχε καμία αντίρρηση, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά και χωρίς προβλήματα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στο Μηνά, αφού, εκτός από τα άλλα, δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του. Εκείνο το βράδυ η κυρία Ορσαλία, περιποιημένη όπως πάντα, κράτησε το Μηνά παραπάνω από το συνηθισμένο. Δεν υπήρχε πολλή δουλειά που να πιέζει το μαγαζί και ο Μηνάς κάθισε μαζί της στο σαλόνι να μιλήσουν λίγο πιο άνετα. Στο μεταξύ είχε μάθει ο Μηνάς ότι η κυρία Ορσαλία ζούσε μόνη της κι ήταν αριστοκράτισσα με περιουσία. Εκείνο το βράδυ του μίλησε ανοιχτά και καθαρά. Του είπε πόσο τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, πόσο ήθελε την παρέα του, πόσο τον σκεφτόταν όλη μέρα και ότι θα’ θελε όταν σχολάει αργά το βράδυ να περνάει να της χτυπάει το κουδούνι και να της λέει καληνύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήταν. Του είπε ακόμα ότι δεν είχε συγγενείς και φίλους και ότι έψαχνε να βρει κάποιον άνθρωπο που να τον αγαπήσει και να του αφήσει όλη της την περιουσία. Του μιλούσε ζεστά, τρυφερά και τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ο Μηνάς τα’ χασε. Μόλις τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πού είχε μπλέξει… Κατάφερε όμως και στάθηκε στα πόδια του. Το σωσίβιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα η οικογένεια. Μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα για την οικογένειά του στην κυρία Ορσαλία. Τώρα ήταν ή ώρα. Της είπε για την αγαπημένη του γυναίκα, για τον αγώνα τους με τα οικονομικά τους, για το κοριτσάκι τους, για το μωράκι που περίμεναν. Είπε όσα μπορούσε παραπάνω και τόνιζε ιδιαίτερα όσα σημεία πίστευε ότι θα βοηθούσαν και εκείνον να ξεμπλέξει, αλλά και την κυρία Ορσαλία, που είχε αρχίσει πραγματικά να τη λυπάται.
Δυστυχώς δεν φάνηκε καμία από τις δύο πλευρές να βοηθιέται σημαντικά. Η κυρία Ορσαλία άκουγε προσεκτικά και ευγενικά το Μηνά να μιλάει με αγάπη και στοργή για την οικογένειά του, αλλά στο μυαλό της κρατούσε το Μηνά όπως τον είχε πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της απέραντης μοναξιάς της.
Την επόμενη φορά που η κυρία Ορσαλία ήταν γλυκιά και περιποιητική και προσπαθούσε να είναι όσο γίνεται πιο ελκυστική με την εμφάνισή της και τον τρόπο της, ο Μηνάς είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο! Της μίλησε ανοιχτά και καθαρά για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Της μίλησε για το θέμα της αμαρτίας, για τη θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά, για την αιώνια αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για την καινούρια ζωή, την καθαρή και άγια που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους πηγαίνουν σ’ Αυτόν με μετάνοια και πίστη. Τα είχε φτιάξει όμορφα στο μυαλό του και τα είπε όλα και συγκροτημένα. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά. Βέβαια παρατήρησε μια κάποια πρόοδο στη συμπεριφορά της κυρίας Ορσαλίας. Την είδε να κοντοστέκεται λίγο, να τον κοιτάζει κάπως περίεργα και εξεταστικά, να τον ρωτάει μια-δυο ερωτήσεις, αλλά πέρα από αυτό καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η κυρία Ορσαλία δεν κατάλαβε τίποτα ή δεν ήθελε να καταλάβει. Το ίδιο βράδυ μίλησαν μέχρι αργά με τη γυναίκα του για το θέμα και αποφάσισαν με οποιοδήποτε κόστος να κόψει ο Μηνάς από της κυρίας Ορσαλίας, έστω κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη δουλειά του. Με βαριά καρδιά το άλλο απόγευμα πήγε και βρήκε το αφεντικό του. Είχε αποφασίσει να μην εκθέσει την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού, αλλά τον παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλει στης κυρίας Ορσαλίας, γιατί είχε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα πήγαινε. Το αφεντικό μάλλον δεν πολυκατάλαβε, ούτε έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Μετά όμως δημιουργήθηκε ζήτημα, γιατί η κυρία Ορσαλία έδινε ρητές εντολές για τις παραγγελίες της και έπρεπε να εκτελεστούν ακριβώς. Το αφεντικό ζητούσε εξηγήσεις, ο Μηνάς δεν έδινε εξηγήσεις και κινδύνευε να χάσει την πολύτιμη και μοναδική δουλειά του.
Τη λύση την έδωσε μία έμπνευση του Κυρίου στη γυναίκα τού Μηνά ένα πρωί. «Θα πάμε μαζί να την βρούμε να της μιλήσουμε», είπε η Νάντια στο Μηνά. «Θα πάρουμε και την Καιτούλα μας μαζί. Θα βάλουμε τα καλά μας, θα αγοράσω ένα περιποιημένο κουτί σοκολατάκια από το LIDL, θα τα τυλίξω όμορφα και θα τη¦ κάνουμε μία επίσκεψη όλοι μαζί. Ίσως να μας λυπηθεί έτσι που θα μας δει». «Θα της χαρίσουμε και μία Καινή Διαθήκη στη Δημοτική», πρόσθεσε η Νάντια με απλότητα και πίστη στον Κύριο. Ο Μηνάς ήταν λίγο μαγκωμένος με την ιδέα, αλλά δεν είχε σοβαρή αντίρρηση, ούτε βέβαια και άλλη λύση. Την Πέμπτη είχε ρεπό. Έβαλαν τα καλά τους όλοι οικογενειακώς και ετοιμάστηκαν για της κυρίας Ορσαλίας. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους, έκαναν προσευχή και οι δύο τους γονατιστοί, μαζί και η Καιτούλα, το κοριτσάκι τους, που δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά.
Η υποδοχή της κυρίας Ορσαλίας ήταν προσεγμένη. Ήταν αδιανόητο για μια τέτοια κυρία να τους φερθεί άπρεπα. Αντίθετα μάλιστα ήταν εγκάρδια μαζί τους, περιποιητική και έπαιξε κάποια στιγμή και με την Καιτούλα. Το πρόβλημα του Μηνά ήταν ότι έπρεπε να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για το θέμα τους και για το ενδεχόμενο της ανεργίας που αντιμετώπιζαν αν συνέχιζε αυτή η κατάσταση. Δεν χρειάστηκε όμως. Η κυρία Ορσαλία με τον τρόπο της τους έδωσε να καταλάβουν ότι είχε καταλάβει τα πάντα και ότι θα διόρθωνε και μάλιστα αμέσως. Τους είπε να ξαναπεράσουν όποτε θέλουν και έκλεισε όμορφα η επίσκεψή τους. Ήταν αλήθεια. Πρακτικά τελείωσαν όλες οι ενοχλήσεις και διαλύθηκαν όλα τα μαύρα σύννεφα γύρω από τη δουλειά του Μηνά. Ούτε το αφεντικό είχε προβλήματα και η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί πλήρως.
Πέρασε πολύς καιρός, χάθηκαν τα ίχνη της κυρίας Ορσαλίας από το σπίτι και τη ζωή του Μηνά. Όχι όμως από την προσευχή και την αγάπη της Νάντιας και του Μηνά. Ήταν μια πολύτιμη ψυχή, που την έφερε ο Κύριος στο δρόμο τους για την υπηρετήσουν με αλήθεια και αγάπη, και αυτό έκαναν. Το μωράκι τους γεννήθηκε και ήταν κάμποσων μηνών, όταν το νέο έσκασε σα βόμβα στο μαγαζί. Η κυρία Ορσαλία σε σοβαρή κατάσταση, με βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό. Την έτρεξαν οι γείτονες με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Ο Μηνάς κατάλαβε το κάλεσμα του Κυρίου. Την άλλη μέρα η μητέρα της Νάντιας πρόθυμα τους βοήθησε με το μωράκι και ξεκίνησαν οι δυο τους για το νοσοκομείο. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε η κυρία Ορσαλία. Την βρήκαν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,,τι έλεγαν οι φήμες, αλλά φανερά καταβεβλημένη και το σπουδαιότερο, με την Καινή Διαθήκη στα χέρια να διαβάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά όταν τους είδε και τα κουρασμένα της μάτια δάκρυσαν χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τους κράτησε τα χέρια μέσα στα δικά της, έκλεισε τα μάτια της για κάμποση ώρα και όταν μπόρεσε να μιλήσει είπε μόνο, «ο Θεός σε έστειλε, ο Θεός σας έστειλε..»
Η Νάντια πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ξενύχτησε κάποια βράδια που τα πράγματα φαίνονταν κρίσιμα και οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Μαζί έκαναν προσευχή, μαζί διάβαζαν από την Καινή Διαθήκη και μαζί καταλάβαιναν ότι το έργο του Ιησού Χριστού εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά της κυρίας Ορσαλίας. Πρώτη η Νάντια άκουσε την ομολογία μετάνοιας και ταπείνωσης της κυρίας Ορσαλίας και την βοήθησε στα πρώτα της βήματα με τον Ιησού Χριστό. «Είναι κάτι που πρέπει να το πω πρώτα σε σένα με πολύ πόνο, αλλά έτσι μου λέει ο Κύριος να κάνω. Νάντια μου, τίποτα από όσα μου έφερναν από την πιτσαρία δεν έτρωγα, ούτε μία φορά για δείγμα. Τάιζα τις γάτες της πολυκατοικίας. Ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά αυτή ήταν η παλιά Ορσαλία. Έκανα παραγγελίες, γιατί είχα ανάγκη από παρέα, είχα ανάγκη από συντροφιά, κάποιον να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Όταν είδα το Μηνά, ήξερα ότι μπορεί να κάνω κακό στο σπίτι σας, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω…». Αυτά και άλλα πολλά είπε στη Νάντια ανοίγοντας την αμαρτωλή καρδιά της στον Κύριο για να την πλύνει και να την κάνει καινούρια. Η Νάντια την παρηγορούσε, την στήριζε, την άκουγε με απέραντη χαρά και κατανόηση.
Όταν γύρισε σπίτι της η κυρία Ορσαλία ήταν φανερά γερασμένη και καταβεβλημένη. Δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ήταν σα να της είχαν προστεθεί ξαφνικά πολλά χρόνια μαζί στην πλάτη της. Με το Μηνά άρχισε μια μικρή συντροφιά μελέτης της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, που το άνοιγε με πολλή χαρά και περιποίηση. Από το πλουσιόσπιτο της κυρίας Ορσαλίας άρχισαν να ακούγονται ύμνοι με κιθάρα και ακορντεόν και η γειτονιά τσιμπιόταν απορημένη. Τι έπαθε η κόμισσα; ρωτούσαν με το χαϊδευτικό της.
Η κόμισσα δεν έζησε πολύ ακόμα. Ο οργανισμός της δεν ανέκαμψε μετά την τελευταία της σοβαρή ασθένεια. Πρόλαβε όμως να φωνάξει μια μέρα το Μηνά, τη Νάντια και ένα συμβολαιογράφο στο σπίτι της. Τους παρακάλεσε να δεχτούν μετά το θάνατό της να γίνει δικό τους το όμορφο διαμέρισμά της, γιατί ήταν το μόνο που προλάβαινε να κάνει για τον Κύριο και Σωτήρα της, αφού Τον γνώρισε τόσο αργά στη ζωή της. Τους παρακάλεσε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, όπως είχε αρχίσει, για να έχει να εισπράξει κάποιους «τόκους» στον Ουρανό από αυτό το μικρό έργο που θα γίνεται στο σπίτι της. Ο συμβολαιογράφος δεν κατάλαβε λέξη, αλλά ο Μηνάς και η Νάντια κοιτάχτηκαν με νόημα και την ευχαρίστησαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Σε μια βδομάδα μέσα έγιναν μαζί και οι δύο μετακομίσεις. Η κυρία Ορσαλία έφυγε από το διαμέρισμα για το σπίτι της, το γεμάτο δόξα και ομορφιά στον Ουρανό, και ο Μηνάς με τη Νάντια μετακόμισαν στο οροφοδιαμέρισμα με τα μαρμάρινα πατώματα, τους πολυέλαίους και το σκαλιστό εκκρεμές στο σαλόνι.
Όταν έχει διανομή στην περιοχή ο Μηνάς περνάει από το καινούριο σπίτι τους να φιλήσει τα παιδάκια τους πριν πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζει και την κουρασμένη Νάντια, που θα πάει κι εκείνη σε λίγο για ύπνο, και μαζί ευχαριστούν τον Κύριο για το θαύμα Του στη ζωή της αδελφής τους Ορσαλίας, αλλά και στη δική τους τη ζωή.
Η δουλειά του ντελίβερι είναι νομίζω αρκετά παρεξηγημένη. Οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουν από κοντά και ίσως γι’ αυτό την απαξιώνουν τόσο εύκολα. Είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά, που κάνουν διανομές φαγητών στα σπίτια. Μοιράζουν κυρίως πίτσες και άλλα έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα, σαλάτες, κυρίως τα απογεύματα και τις βραδινές ώρες. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με τα μηχανάκια τους γίνονται ενοχλητικοί με τον υπερβολικό θόρυβο, την ταχύτητα, τις σφήνες. Ο Μηνάς όμως δεν ήταν απ’ αυτούς. Πρακτικά ζούσε την οικογένειά του από αυτήν τη δουλειά και πρόσεχε πολύ. Ήταν ευγενικός, σοβαρός, μα κυρίως ήταν άνθρωπος του Θεού. Δεν θα έπαιζε ποτέ με το ψωμί της οικογένειάς του, ούτε με τα νεύρα των άλλων. Ήταν ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ο Μηνάς, γύρω στα 30, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά και ευγενικό πρόσωπο.
Η δουλειά του Μηνά δεν ήταν κακή, αν σκεφτεί κανείς ότι μαζί με τα φιλοδωρήματα και τα έξτρα έβγαινε ένας καλός μισθός, που κάλυπτε τις ανάγκες της μικρής τους οικογένειας. Ζούσαν, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους, σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο, σε μια καλή σχετικά περιοχή της Αθήνας. Το άλλο τους παιδάκι ήταν ακόμα στην κοιλιά της μαμάς του. Στενοχωριόταν βέβαια όταν άκουγε όλα εκείνα τα υποκοριστικά για τη δουλειά του, πιτσοκουτάς, ντελιβεράς κλπ, αλλά, εδώ που τα λέμε, και ποια δουλειά δεν έχει τα υποκοριστικά της… σκεφτόταν και χαμογελούσε. Άλλωστε για το Μηνά δεν υπήρχε άλλη λύση για την ώρα, αφού για εργασία η μόνη ανοιχτή πόρτα ήταν αυτή.
Δεν ήταν άσχημα, καθόλου άσχημα. Αν ρωτήσεις τους ίδιους, μπορούν να σου πουν χίλια καλά που έχει αυτή η δουλειά. Εκτός από τα τυχερά της, βλέπεις ανθρώπους, επικοινωνείς, γνωρίζεις νέα πρόσωπα, κάνεις φίλους μερικές φορές που σε προτιμούν και σε ζητάνε εσένα προσωπικά να τους εξυπηρετήσεις και πολλά τέτοια. Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται και η ιστορία με την κυρία Ορσαλία. Ήταν μία κυρία ευκατάστατη, γύρω στα πενήντα, που ζούσε σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα μιας ακριβής πολυκατοικίας λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Όλοι οι συνάδελφοι του Μηνά την εξυπηρετούσαν πολύ πρόθυμα, γιατί τα τυχερά στης κυρίας Ορσαλίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Στην αρχή μάλιστα, που ο Μηνάς ήταν καινούριος στη δουλειά, δεν του έδιναν καθόλου δρομολόγια στης κυρίας Ορσαλίας οι παλιοί, για τους ευνόητους λόγους. Το αφεντικό όμως, που τα πρόσεχε πολύ αυτά, προσπαθούσε να μοιράζει σωστά τα δρομολόγια στα παιδιά, αφού ήξερε ότι τα φιλοδωρήματα ήταν μέρος του μισθού τους και ήξερε επίσης πολύ καλά για τη στενότητα στα οικονομικά του Μηνά και για το μωράκι που ερχόταν.
Όταν πρωτοείδε το διαμέρισμα της κυρίας Ορσαλίας ο Μηνάς, έπαθε που λέμε. Και να σκεφτείτε ότι όσα είδε ήταν από τη μισάνοιχτη εξώπορτα την ώρα που παρέδιδε τις πίτσες και πληρωνόταν. Τι προλαβαίνεις να δεις; Και όμως. Είδε τα μάρμαρα στο πάτωμα, είδε το γκραντ φάδερ εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού, είδε τον πολυέλαιο με τα κρυσταλλάκια να λαμπυρίζουν στο διάδρομο και τα κατάλαβε όλα. Η κυρία Ορσαλία, καλοντυμένη και περιποιημένη, τον καλοδέχτηκε, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν παρατήρησε στη συμπεριφορά της.
Πρέπει να πούμε ότι η κυρία Ορσαλία ήταν από τους καλύτερους πελάτες της πιτσαρίας και το αφεντικό την πρόσεχε ιδιαίτερα. Είχε δώσει και ειδικές οδηγίες στα παιδιά της διανομής για τη συμπεριφορά τους σε τέτοιους ξεχωριστούς πελάτες. Ο Μηνάς ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με το πόσο συχνά εξυπηρετούσε τον ένα ή τον άλλο πελάτη. Το οικονομικό τους θέμα ήταν με πίστη αφημένο στα χέρια του Κυρίου. Το μόνο που φρόντιζε ήταν να κάνει τη δουλειά του σωστά και με συνέπεια. Όταν τον κάλεσε το αφεντικό να πάει ξανά εκείνος την παραγγελία στο σπίτι της κυρίας Ορσαλίας, ο Μηνάς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ούτε την επόμενη φορά, που ήταν κι αυτή κοντά στην προηγούμενη. Τον δυσκόλευε λιγάκι βέβαια ο τρόπος που τον κοίταζε καμιά φορά, αλλά δεν έδινε σημασία. Εκείνο που τον προβλημάτισε ήταν όταν κάποιο απόγευμα, αργούτσικα, η κυρία Ορσαλία τον παρακάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι της και να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο της κουζίνας. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το προσπέρασε. Την επόμενη φορά η κυρία Ορσαλία του έπιασε την κουβέντα, έτσι στο όρθιο. Ήταν ευχάριστη, ομιλητική και ήταν φανερό πως είχε όρεξη για κουβέντα. Αυτήν την εξήγηση έδωσε και ο Μηνάς και πάλι δεν ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά της.
Οι παραγγελίες την κυρίας Ορσαλίας πύκνωναν και ζητούσε πάντοτε το Μηνά να της πάει τα πράγματα. Το αφεντικό δεν είχε καμία αντίρρηση, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά και χωρίς προβλήματα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στο Μηνά, αφού, εκτός από τα άλλα, δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του. Εκείνο το βράδυ η κυρία Ορσαλία, περιποιημένη όπως πάντα, κράτησε το Μηνά παραπάνω από το συνηθισμένο. Δεν υπήρχε πολλή δουλειά που να πιέζει το μαγαζί και ο Μηνάς κάθισε μαζί της στο σαλόνι να μιλήσουν λίγο πιο άνετα. Στο μεταξύ είχε μάθει ο Μηνάς ότι η κυρία Ορσαλία ζούσε μόνη της κι ήταν αριστοκράτισσα με περιουσία. Εκείνο το βράδυ του μίλησε ανοιχτά και καθαρά. Του είπε πόσο τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, πόσο ήθελε την παρέα του, πόσο τον σκεφτόταν όλη μέρα και ότι θα’ θελε όταν σχολάει αργά το βράδυ να περνάει να της χτυπάει το κουδούνι και να της λέει καληνύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήταν. Του είπε ακόμα ότι δεν είχε συγγενείς και φίλους και ότι έψαχνε να βρει κάποιον άνθρωπο που να τον αγαπήσει και να του αφήσει όλη της την περιουσία. Του μιλούσε ζεστά, τρυφερά και τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ο Μηνάς τα’ χασε. Μόλις τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πού είχε μπλέξει… Κατάφερε όμως και στάθηκε στα πόδια του. Το σωσίβιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα η οικογένεια. Μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα για την οικογένειά του στην κυρία Ορσαλία. Τώρα ήταν ή ώρα. Της είπε για την αγαπημένη του γυναίκα, για τον αγώνα τους με τα οικονομικά τους, για το κοριτσάκι τους, για το μωράκι που περίμεναν. Είπε όσα μπορούσε παραπάνω και τόνιζε ιδιαίτερα όσα σημεία πίστευε ότι θα βοηθούσαν και εκείνον να ξεμπλέξει, αλλά και την κυρία Ορσαλία, που είχε αρχίσει πραγματικά να τη λυπάται.
Δυστυχώς δεν φάνηκε καμία από τις δύο πλευρές να βοηθιέται σημαντικά. Η κυρία Ορσαλία άκουγε προσεκτικά και ευγενικά το Μηνά να μιλάει με αγάπη και στοργή για την οικογένειά του, αλλά στο μυαλό της κρατούσε το Μηνά όπως τον είχε πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της απέραντης μοναξιάς της.
Την επόμενη φορά που η κυρία Ορσαλία ήταν γλυκιά και περιποιητική και προσπαθούσε να είναι όσο γίνεται πιο ελκυστική με την εμφάνισή της και τον τρόπο της, ο Μηνάς είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο! Της μίλησε ανοιχτά και καθαρά για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Της μίλησε για το θέμα της αμαρτίας, για τη θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά, για την αιώνια αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για την καινούρια ζωή, την καθαρή και άγια που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους πηγαίνουν σ’ Αυτόν με μετάνοια και πίστη. Τα είχε φτιάξει όμορφα στο μυαλό του και τα είπε όλα και συγκροτημένα. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά. Βέβαια παρατήρησε μια κάποια πρόοδο στη συμπεριφορά της κυρίας Ορσαλίας. Την είδε να κοντοστέκεται λίγο, να τον κοιτάζει κάπως περίεργα και εξεταστικά, να τον ρωτάει μια-δυο ερωτήσεις, αλλά πέρα από αυτό καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η κυρία Ορσαλία δεν κατάλαβε τίποτα ή δεν ήθελε να καταλάβει. Το ίδιο βράδυ μίλησαν μέχρι αργά με τη γυναίκα του για το θέμα και αποφάσισαν με οποιοδήποτε κόστος να κόψει ο Μηνάς από της κυρίας Ορσαλίας, έστω κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη δουλειά του. Με βαριά καρδιά το άλλο απόγευμα πήγε και βρήκε το αφεντικό του. Είχε αποφασίσει να μην εκθέσει την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού, αλλά τον παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλει στης κυρίας Ορσαλίας, γιατί είχε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα πήγαινε. Το αφεντικό μάλλον δεν πολυκατάλαβε, ούτε έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Μετά όμως δημιουργήθηκε ζήτημα, γιατί η κυρία Ορσαλία έδινε ρητές εντολές για τις παραγγελίες της και έπρεπε να εκτελεστούν ακριβώς. Το αφεντικό ζητούσε εξηγήσεις, ο Μηνάς δεν έδινε εξηγήσεις και κινδύνευε να χάσει την πολύτιμη και μοναδική δουλειά του.
Τη λύση την έδωσε μία έμπνευση του Κυρίου στη γυναίκα τού Μηνά ένα πρωί. «Θα πάμε μαζί να την βρούμε να της μιλήσουμε», είπε η Νάντια στο Μηνά. «Θα πάρουμε και την Καιτούλα μας μαζί. Θα βάλουμε τα καλά μας, θα αγοράσω ένα περιποιημένο κουτί σοκολατάκια από το LIDL, θα τα τυλίξω όμορφα και θα τη¦ κάνουμε μία επίσκεψη όλοι μαζί. Ίσως να μας λυπηθεί έτσι που θα μας δει». «Θα της χαρίσουμε και μία Καινή Διαθήκη στη Δημοτική», πρόσθεσε η Νάντια με απλότητα και πίστη στον Κύριο. Ο Μηνάς ήταν λίγο μαγκωμένος με την ιδέα, αλλά δεν είχε σοβαρή αντίρρηση, ούτε βέβαια και άλλη λύση. Την Πέμπτη είχε ρεπό. Έβαλαν τα καλά τους όλοι οικογενειακώς και ετοιμάστηκαν για της κυρίας Ορσαλίας. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους, έκαναν προσευχή και οι δύο τους γονατιστοί, μαζί και η Καιτούλα, το κοριτσάκι τους, που δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά.
Η υποδοχή της κυρίας Ορσαλίας ήταν προσεγμένη. Ήταν αδιανόητο για μια τέτοια κυρία να τους φερθεί άπρεπα. Αντίθετα μάλιστα ήταν εγκάρδια μαζί τους, περιποιητική και έπαιξε κάποια στιγμή και με την Καιτούλα. Το πρόβλημα του Μηνά ήταν ότι έπρεπε να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για το θέμα τους και για το ενδεχόμενο της ανεργίας που αντιμετώπιζαν αν συνέχιζε αυτή η κατάσταση. Δεν χρειάστηκε όμως. Η κυρία Ορσαλία με τον τρόπο της τους έδωσε να καταλάβουν ότι είχε καταλάβει τα πάντα και ότι θα διόρθωνε και μάλιστα αμέσως. Τους είπε να ξαναπεράσουν όποτε θέλουν και έκλεισε όμορφα η επίσκεψή τους. Ήταν αλήθεια. Πρακτικά τελείωσαν όλες οι ενοχλήσεις και διαλύθηκαν όλα τα μαύρα σύννεφα γύρω από τη δουλειά του Μηνά. Ούτε το αφεντικό είχε προβλήματα και η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί πλήρως.
Πέρασε πολύς καιρός, χάθηκαν τα ίχνη της κυρίας Ορσαλίας από το σπίτι και τη ζωή του Μηνά. Όχι όμως από την προσευχή και την αγάπη της Νάντιας και του Μηνά. Ήταν μια πολύτιμη ψυχή, που την έφερε ο Κύριος στο δρόμο τους για την υπηρετήσουν με αλήθεια και αγάπη, και αυτό έκαναν. Το μωράκι τους γεννήθηκε και ήταν κάμποσων μηνών, όταν το νέο έσκασε σα βόμβα στο μαγαζί. Η κυρία Ορσαλία σε σοβαρή κατάσταση, με βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό. Την έτρεξαν οι γείτονες με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Ο Μηνάς κατάλαβε το κάλεσμα του Κυρίου. Την άλλη μέρα η μητέρα της Νάντιας πρόθυμα τους βοήθησε με το μωράκι και ξεκίνησαν οι δυο τους για το νοσοκομείο. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε η κυρία Ορσαλία. Την βρήκαν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,,τι έλεγαν οι φήμες, αλλά φανερά καταβεβλημένη και το σπουδαιότερο, με την Καινή Διαθήκη στα χέρια να διαβάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά όταν τους είδε και τα κουρασμένα της μάτια δάκρυσαν χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τους κράτησε τα χέρια μέσα στα δικά της, έκλεισε τα μάτια της για κάμποση ώρα και όταν μπόρεσε να μιλήσει είπε μόνο, «ο Θεός σε έστειλε, ο Θεός σας έστειλε..»
Η Νάντια πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ξενύχτησε κάποια βράδια που τα πράγματα φαίνονταν κρίσιμα και οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Μαζί έκαναν προσευχή, μαζί διάβαζαν από την Καινή Διαθήκη και μαζί καταλάβαιναν ότι το έργο του Ιησού Χριστού εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά της κυρίας Ορσαλίας. Πρώτη η Νάντια άκουσε την ομολογία μετάνοιας και ταπείνωσης της κυρίας Ορσαλίας και την βοήθησε στα πρώτα της βήματα με τον Ιησού Χριστό. «Είναι κάτι που πρέπει να το πω πρώτα σε σένα με πολύ πόνο, αλλά έτσι μου λέει ο Κύριος να κάνω. Νάντια μου, τίποτα από όσα μου έφερναν από την πιτσαρία δεν έτρωγα, ούτε μία φορά για δείγμα. Τάιζα τις γάτες της πολυκατοικίας. Ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά αυτή ήταν η παλιά Ορσαλία. Έκανα παραγγελίες, γιατί είχα ανάγκη από παρέα, είχα ανάγκη από συντροφιά, κάποιον να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Όταν είδα το Μηνά, ήξερα ότι μπορεί να κάνω κακό στο σπίτι σας, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω…». Αυτά και άλλα πολλά είπε στη Νάντια ανοίγοντας την αμαρτωλή καρδιά της στον Κύριο για να την πλύνει και να την κάνει καινούρια. Η Νάντια την παρηγορούσε, την στήριζε, την άκουγε με απέραντη χαρά και κατανόηση.
Όταν γύρισε σπίτι της η κυρία Ορσαλία ήταν φανερά γερασμένη και καταβεβλημένη. Δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ήταν σα να της είχαν προστεθεί ξαφνικά πολλά χρόνια μαζί στην πλάτη της. Με το Μηνά άρχισε μια μικρή συντροφιά μελέτης της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, που το άνοιγε με πολλή χαρά και περιποίηση. Από το πλουσιόσπιτο της κυρίας Ορσαλίας άρχισαν να ακούγονται ύμνοι με κιθάρα και ακορντεόν και η γειτονιά τσιμπιόταν απορημένη. Τι έπαθε η κόμισσα; ρωτούσαν με το χαϊδευτικό της.
Η κόμισσα δεν έζησε πολύ ακόμα. Ο οργανισμός της δεν ανέκαμψε μετά την τελευταία της σοβαρή ασθένεια. Πρόλαβε όμως να φωνάξει μια μέρα το Μηνά, τη Νάντια και ένα συμβολαιογράφο στο σπίτι της. Τους παρακάλεσε να δεχτούν μετά το θάνατό της να γίνει δικό τους το όμορφο διαμέρισμά της, γιατί ήταν το μόνο που προλάβαινε να κάνει για τον Κύριο και Σωτήρα της, αφού Τον γνώρισε τόσο αργά στη ζωή της. Τους παρακάλεσε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, όπως είχε αρχίσει, για να έχει να εισπράξει κάποιους «τόκους» στον Ουρανό από αυτό το μικρό έργο που θα γίνεται στο σπίτι της. Ο συμβολαιογράφος δεν κατάλαβε λέξη, αλλά ο Μηνάς και η Νάντια κοιτάχτηκαν με νόημα και την ευχαρίστησαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Σε μια βδομάδα μέσα έγιναν μαζί και οι δύο μετακομίσεις. Η κυρία Ορσαλία έφυγε από το διαμέρισμα για το σπίτι της, το γεμάτο δόξα και ομορφιά στον Ουρανό, και ο Μηνάς με τη Νάντια μετακόμισαν στο οροφοδιαμέρισμα με τα μαρμάρινα πατώματα, τους πολυέλαίους και το σκαλιστό εκκρεμές στο σαλόνι.
Όταν έχει διανομή στην περιοχή ο Μηνάς περνάει από το καινούριο σπίτι τους να φιλήσει τα παιδάκια τους πριν πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζει και την κουρασμένη Νάντια, που θα πάει κι εκείνη σε λίγο για ύπνο, και μαζί ευχαριστούν τον Κύριο για το θαύμα Του στη ζωή της αδελφής τους Ορσαλίας, αλλά και στη δική τους τη ζωή.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΠΟΤΕ ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ-Διδακτική ιστορία
Τον καιρό που τα παγωτά ήταν πιο φθηνά απ’ότι σήμερα,ένα παιδάκι δέκα ετών μπήκε στο ζαχαροπλαστείο και κάθησε σ’ένα τραπέζι.Η σερβιτόρα τον σέρβιρε μ΄ένα ποτήρι νερό.’’Πόσο κάνει ένα παγωτό σοκολάτα και με αμύγδαλα από επάνω;’’τη ρώτησε το παιδί.’’Εξήντα δραχμές ‘’απάντησε εκείνη.Το παιδι έβγαλε από την τσέπη μία χούφτα νομίσματα και άρχισε να μετράει.’’Και πόσο κάνει χωρίς αμύγδαλα;’’ρωτησε πάλι σχεδόν ντροπιασμένος.
Άλλοι πελάτες περίμεναν να δώσουν παραγγελία και η κοπέλα άρχισε να χάνει την υπομονή της.’’Σαράντα πέντε δραχμές’’του είπε κάπως απότομα.
Το παιδί άρχισε να μετράει πάλι τα νομίσματα και είπε αποφασιστικά’’Θέλω ένα παγωτό σοκολάτα χωρίς αμύγδαλα από επάνω’’.Η σερβιτόρα του έφερε τη παραγγελία μαζί με την απόδειξη και έφυγε.
Το παιδί έφαγε το παγωτό,πλήρωσε στο ταμείο και έφυγε.
Όταν η σερβιτόρα ήρθε να μαζέψει κόμπιασε και τα μάτια της δάκρυσαν.Εκεί δίπλα από το άδειο πιατάκι και το ποτήρι με το νερό βρισκόνταν ,όμορφα τακτοποιημένα,νομίσματα αξίας δεκαπέντε δραχμών.Ήταν το φιλοδώρημά της(συνεπώς το παιδί είχε χρήματα για να βάλει και αμύγδαλα από πάνω,αλλά δεν θα είχε να αφήσει κάτι και ούτε θύμωσε για την αγένεια)
ΠΟΤΕ ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ
Τον καιρό που τα παγωτά ήταν πιο φθηνά απ’ότι σήμερα,ένα παιδάκι δέκα ετών μπήκε στο ζαχαροπλαστείο και κάθησε σ’ένα τραπέζι.Η σερβιτόρα τον σέρβιρε μ΄ένα ποτήρι νερό.’’Πόσο κάνει ένα παγωτό σοκολάτα και με αμύγδαλα από επάνω;’’τη ρώτησε το παιδί.’’Εξήντα δραχμές ‘’απάντησε εκείνη.Το παιδι έβγαλε από την τσέπη μία χούφτα νομίσματα και άρχισε να μετράει.’’Και πόσο κάνει χωρίς αμύγδαλα;’’ρωτησε πάλι σχεδόν ντροπιασμένος.
Άλλοι πελάτες περίμεναν να δώσουν παραγγελία και η κοπέλα άρχισε να χάνει την υπομονή της.’’Σαράντα πέντε δραχμές’’του είπε κάπως απότομα.
Το παιδί άρχισε να μετράει πάλι τα νομίσματα και είπε αποφασιστικά’’Θέλω ένα παγωτό σοκολάτα χωρίς αμύγδαλα από επάνω’’.Η σερβιτόρα του έφερε τη παραγγελία μαζί με την απόδειξη και έφυγε.
Το παιδί έφαγε το παγωτό,πλήρωσε στο ταμείο και έφυγε.
Όταν η σερβιτόρα ήρθε να μαζέψει κόμπιασε και τα μάτια της δάκρυσαν.Εκεί δίπλα από το άδειο πιατάκι και το ποτήρι με το νερό βρισκόνταν ,όμορφα τακτοποιημένα,νομίσματα αξίας δεκαπέντε δραχμών.Ήταν το φιλοδώρημά της(συνεπώς το παιδί είχε χρήματα για να βάλει και αμύγδαλα από πάνω,αλλά δεν θα είχε να αφήσει κάτι και ούτε θύμωσε για την αγένεια)
ΠΟΤΕ ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΘΕΕ;
Η Σάλλυ αναπήδησε και έτρεξε προς το μέρος του γιατρού μόλις τον είδε
να βγαίνει από το χειρουργείο.Πως είναι το αγόρι μου;ρώτησε το γιατρό.
Θα γίνει καλά το παιδί μου γιατρέ,αναφώνισε,πότε θα μπορέσω να το δώ;
Λυπάμαι κυρία,κάναμε ότι μπορούσαμε,απάντησε ο γιατρός.
Γιατί τόσο μικρά παιδάκια να παθαίνουν καρκίνο,δε φροντίζει πιά ο Θε-
ός,δεν ενδιαφέρεται πιά;Θεέ!φώναξε η Σάλλυ που ήσουν όταν το μικρό
μου αγόρι Σε χρειάστηκε….που ήσουν Θεέ;…
Ο γιατρός είπε απλά ότι μία νοσοκόμα θα την οδηγούσε στο θάλαμο να
περάσει λίγα λεπτά δίπλα στο σωματάκι του παιδιού της,πριν το μεταφέ-
ρουν στο Πανεπιστήμιο.Το μόνο που ζήτησε η Σάλλυ ήταν να μείνει μαζί της η νοσοκόμα,όσο θα αποχαιρετούσε το αγοράκι της.Κάθισε δίπλα του,
χάιδεψε αργά τα μαύρα σγουρά μαλλάκια βουβή,πονεμένη και ανήμπορη
ακόμα και να κλάψει.Η νοσοκόμα τη ρώτησε αν θάθελε μία τουφίτσα από
τα μαλλάκια του να πάρει μαζί της και η Σάλλυ απάντησε ναι.Ήταν ιδέα
του Τζίμ να δωρίσουμε το σώμα του στο Πανεπιστήμιο για έρευνα είπε
η Σάλλυ στη νοσοκόμα.Ίσως να βοηθήσει κάποιο άλλο αγοράκι να περά-
σει λίγες περισσότερες μέρες με τη μανούλα του,εξήγησε η Σάλλυ στη νο-
σοκόμα.Με αυτά τα λόγια άφησε η Σάλλυ αργά το παιδιατρικό νοσοκο-
μείο για τελευταία φορά ύστερα από 6 ολόκληρους μήνες περίπου που
πέρασε μέσα σε αυτό.
Έβαλε την τσάντα του Τζίμ με τα πραγματά του δίπλα της στο αυτοκίνη-
το και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι.Το ένιωθε ότι θα της
ήταν πολύ δύσκολο να μπεί μέσα στο άδειο πια σπίτι της.Πήρε την τσά-
ντα με τα πράγματα του Τζίμ,την άδειασε και άρχισε να βάζει τα αυτοκι-
νητάκια του στις ίδιες ακριβώς θέσεις που τα έβαζε πάντα ο Τζίμ.Κάποια
στιγμή δεν άντεξε.Έπεσε πάνω στο μικρό κρεβατάκι,αγκάλιασε το μικρό
μαξιλαράκι και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα με λυγμούς μέχρι που από-
κοιμήθηκε.Θα ήταν περίπου μεσάνυχτα όταν ξύπνησε και δίπλα της πά-
νω στο κρεβάτι πρόσεξε ένα γράμμα διπλωμένο.Το άνοιξε και διάβασε:
Αγαπημένη μου μανούλα,
Ξέρω πόσο πολύ θα σου λείψω,αλλά μη σκεφτείς ποτέ ότι σε ξέχασα ή ό-
τι σταμάτησα να σε αγαπώ επειδή δεν θα είμαι κοντά σου να σου λέω [μανούλα σε αγαπώ].Θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα και θα σε αγαπώ κάθε
μέρα και περισσότερο.Κάποτε θα ξαναιδωθούμε στον Ουρανό.
Αν θέλεις να υιοθετήσεις ένα αγοράκι για να μη νιώθεις τόσο μόνη,να του δώσεις το δωματιό μου και τα παιχνίδια μου να παίζει.Μη λυπάσαι για μένα μανούλα,γιατί εδώ είναι ένα θαυμάσιο μέρος.Η γιαγιά και ο πα-
πούς έτρεξαν να με συναντήσουν μόλις έφτασα εδώ και μου έδειξαν λίγα
μέρη,αλλά για να τα δω όλα θα μου πάρει πολύ χρόνο.Οι άγγελοι είναι ό-
λοι πολύ καλοί μαζί μου και μου αρέσει τόσο να τους βλέπω να πετούν
γύρω.
Ο Ιησούς δε μοιάζει με καμία από τις φωτογραφίες που είχα δει,αλλά α-
μέσως μόλις τον είδα,κατάλαβα ότι ήταν Αυτός.Με πήρε και με πήγε να
δω το Θεό Πατέρα.Μάντεψε τι έγινε τότε μαμά.Με πήρε στα γόνατά Του
ο Θεός και μου μίλησε σαν να ήμουν κάποιος πολύ σπουδαίος.Τότε ήταν
που είπα στο Θεό ότι δεν πρόλαβα να σε αποχαιρετήσω και ότι θάθελα αν μπορούσα να σου στείλω ένα γράμμα,αλλά το ήξερα ότι αυτό δεν επι-
τρέπεται.Τότε ο Θεός μου έδωσε ένα χαρτί και το δικό Του το μολύβι για να σου γράψω αυτό το γράμμα.
Μου φαίνεται ότι άκουσα το όνομα του αγγέλου που θα σου φέρει το γράμμα είναι Γαβριήλ,αν άκουσα καλά το όνομά του.
Την ώρα που σου έγραφα,ο Θεός μου είπε να σου γράψω την απάντηση
σε μία από τις ερωτήσεις σου που Του έκανες τελευταία.Τον ρώτησες:
[Που ήσουν Θεέ όταν σε χρειάστηκε ο Τζίμ;]Ο Θεός μου είπε να σου γράψω ότι ήταν στο ίδιο μέρος που βρισκόνταν όταν σταύρωναν τον Ιη-
σού Χριστό στο σταυρό,και είναι πάντα στο ίδιο μέρος για όλα τα δικά
Του παιδιά.
Και να μην το ξεχάσω μαμά.Κανένας άλλος δεν μπορεί να διαβάσει αυτό
το γράμμα.Σε όποιον και αν το δείξεις θα είναι σαν ένα κομμάτι λευκό χαρτί.Πρέπει να δώσω πίσω τώρα το μολύβι στο Θεό γιατί έχει να γράψει
κάτι και Αυτός και το χρειάζεται.Νομίζω πως θέλει να γράψει μερικά και-
νούργια ονόματα στο βιβλίο της Ζωής.Σήμερα το βράδι είμαι καλεσμένος
στο τραπέζι του Ιησού για δείπνο.Πιστεύω θα είναι όλα θαυμάσια.
Παραλίγω να ξεχάσω να σου πω ότι δεν πονάω πια, ο καρκίνος και όλα έχουν περάσει.Είμαι τόσο χαρούμενος για αυτό γιατί είχα φτάσει στο ση-
μείο να μην αντέχω άλλο τους πόνους.Κατάλαβα ότι ο Κύριος δεν άντε-
χε να με βλέπει άλλο να υποφέρω μέσα στους πόνους και έστειλε έναν
άγγελο Του να με πάρει επάνω.Στο δρόμο ο άγγελος μου είπε ότι έγινε
για μένα μία ειδική αποστολή.
Σε φιλώ με αγάπη από το Θεό,τον Ιησού και εμένα.
Η Σάλλυ αναπήδησε και έτρεξε προς το μέρος του γιατρού μόλις τον είδε
να βγαίνει από το χειρουργείο.Πως είναι το αγόρι μου;ρώτησε το γιατρό.
Θα γίνει καλά το παιδί μου γιατρέ,αναφώνισε,πότε θα μπορέσω να το δώ;
Λυπάμαι κυρία,κάναμε ότι μπορούσαμε,απάντησε ο γιατρός.
Γιατί τόσο μικρά παιδάκια να παθαίνουν καρκίνο,δε φροντίζει πιά ο Θε-
ός,δεν ενδιαφέρεται πιά;Θεέ!φώναξε η Σάλλυ που ήσουν όταν το μικρό
μου αγόρι Σε χρειάστηκε….που ήσουν Θεέ;…
Ο γιατρός είπε απλά ότι μία νοσοκόμα θα την οδηγούσε στο θάλαμο να
περάσει λίγα λεπτά δίπλα στο σωματάκι του παιδιού της,πριν το μεταφέ-
ρουν στο Πανεπιστήμιο.Το μόνο που ζήτησε η Σάλλυ ήταν να μείνει μαζί της η νοσοκόμα,όσο θα αποχαιρετούσε το αγοράκι της.Κάθισε δίπλα του,
χάιδεψε αργά τα μαύρα σγουρά μαλλάκια βουβή,πονεμένη και ανήμπορη
ακόμα και να κλάψει.Η νοσοκόμα τη ρώτησε αν θάθελε μία τουφίτσα από
τα μαλλάκια του να πάρει μαζί της και η Σάλλυ απάντησε ναι.Ήταν ιδέα
του Τζίμ να δωρίσουμε το σώμα του στο Πανεπιστήμιο για έρευνα είπε
η Σάλλυ στη νοσοκόμα.Ίσως να βοηθήσει κάποιο άλλο αγοράκι να περά-
σει λίγες περισσότερες μέρες με τη μανούλα του,εξήγησε η Σάλλυ στη νο-
σοκόμα.Με αυτά τα λόγια άφησε η Σάλλυ αργά το παιδιατρικό νοσοκο-
μείο για τελευταία φορά ύστερα από 6 ολόκληρους μήνες περίπου που
πέρασε μέσα σε αυτό.
Έβαλε την τσάντα του Τζίμ με τα πραγματά του δίπλα της στο αυτοκίνη-
το και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι.Το ένιωθε ότι θα της
ήταν πολύ δύσκολο να μπεί μέσα στο άδειο πια σπίτι της.Πήρε την τσά-
ντα με τα πράγματα του Τζίμ,την άδειασε και άρχισε να βάζει τα αυτοκι-
νητάκια του στις ίδιες ακριβώς θέσεις που τα έβαζε πάντα ο Τζίμ.Κάποια
στιγμή δεν άντεξε.Έπεσε πάνω στο μικρό κρεβατάκι,αγκάλιασε το μικρό
μαξιλαράκι και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα με λυγμούς μέχρι που από-
κοιμήθηκε.Θα ήταν περίπου μεσάνυχτα όταν ξύπνησε και δίπλα της πά-
νω στο κρεβάτι πρόσεξε ένα γράμμα διπλωμένο.Το άνοιξε και διάβασε:
Αγαπημένη μου μανούλα,
Ξέρω πόσο πολύ θα σου λείψω,αλλά μη σκεφτείς ποτέ ότι σε ξέχασα ή ό-
τι σταμάτησα να σε αγαπώ επειδή δεν θα είμαι κοντά σου να σου λέω [μανούλα σε αγαπώ].Θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα και θα σε αγαπώ κάθε
μέρα και περισσότερο.Κάποτε θα ξαναιδωθούμε στον Ουρανό.
Αν θέλεις να υιοθετήσεις ένα αγοράκι για να μη νιώθεις τόσο μόνη,να του δώσεις το δωματιό μου και τα παιχνίδια μου να παίζει.Μη λυπάσαι για μένα μανούλα,γιατί εδώ είναι ένα θαυμάσιο μέρος.Η γιαγιά και ο πα-
πούς έτρεξαν να με συναντήσουν μόλις έφτασα εδώ και μου έδειξαν λίγα
μέρη,αλλά για να τα δω όλα θα μου πάρει πολύ χρόνο.Οι άγγελοι είναι ό-
λοι πολύ καλοί μαζί μου και μου αρέσει τόσο να τους βλέπω να πετούν
γύρω.
Ο Ιησούς δε μοιάζει με καμία από τις φωτογραφίες που είχα δει,αλλά α-
μέσως μόλις τον είδα,κατάλαβα ότι ήταν Αυτός.Με πήρε και με πήγε να
δω το Θεό Πατέρα.Μάντεψε τι έγινε τότε μαμά.Με πήρε στα γόνατά Του
ο Θεός και μου μίλησε σαν να ήμουν κάποιος πολύ σπουδαίος.Τότε ήταν
που είπα στο Θεό ότι δεν πρόλαβα να σε αποχαιρετήσω και ότι θάθελα αν μπορούσα να σου στείλω ένα γράμμα,αλλά το ήξερα ότι αυτό δεν επι-
τρέπεται.Τότε ο Θεός μου έδωσε ένα χαρτί και το δικό Του το μολύβι για να σου γράψω αυτό το γράμμα.
Μου φαίνεται ότι άκουσα το όνομα του αγγέλου που θα σου φέρει το γράμμα είναι Γαβριήλ,αν άκουσα καλά το όνομά του.
Την ώρα που σου έγραφα,ο Θεός μου είπε να σου γράψω την απάντηση
σε μία από τις ερωτήσεις σου που Του έκανες τελευταία.Τον ρώτησες:
[Που ήσουν Θεέ όταν σε χρειάστηκε ο Τζίμ;]Ο Θεός μου είπε να σου γράψω ότι ήταν στο ίδιο μέρος που βρισκόνταν όταν σταύρωναν τον Ιη-
σού Χριστό στο σταυρό,και είναι πάντα στο ίδιο μέρος για όλα τα δικά
Του παιδιά.
Και να μην το ξεχάσω μαμά.Κανένας άλλος δεν μπορεί να διαβάσει αυτό
το γράμμα.Σε όποιον και αν το δείξεις θα είναι σαν ένα κομμάτι λευκό χαρτί.Πρέπει να δώσω πίσω τώρα το μολύβι στο Θεό γιατί έχει να γράψει
κάτι και Αυτός και το χρειάζεται.Νομίζω πως θέλει να γράψει μερικά και-
νούργια ονόματα στο βιβλίο της Ζωής.Σήμερα το βράδι είμαι καλεσμένος
στο τραπέζι του Ιησού για δείπνο.Πιστεύω θα είναι όλα θαυμάσια.
Παραλίγω να ξεχάσω να σου πω ότι δεν πονάω πια, ο καρκίνος και όλα έχουν περάσει.Είμαι τόσο χαρούμενος για αυτό γιατί είχα φτάσει στο ση-
μείο να μην αντέχω άλλο τους πόνους.Κατάλαβα ότι ο Κύριος δεν άντε-
χε να με βλέπει άλλο να υποφέρω μέσα στους πόνους και έστειλε έναν
άγγελο Του να με πάρει επάνω.Στο δρόμο ο άγγελος μου είπε ότι έγινε
για μένα μία ειδική αποστολή.
Σε φιλώ με αγάπη από το Θεό,τον Ιησού και εμένα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Προσευχή
Ο Ευτύχης γεννήθηκε το Φθινόπωρο. Πέρασαν οι μέρες, έγινε κανονικό μωράκι, αν και όχι ιδιαίτερα παχουλό, γιατί από μωρό κιόλας ήταν πάρα πολύ ζωηρός και αεικίνητος. Οι μήνες έρχονταν και έφευγαν και κάθε μέρα έκανε και κάτι καινούργιο, που ξετρέλαινε όλους.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά, ο Ευτύχης άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ και χωρίς λόγο, κυρίως μόλις έτρωγε. Υπήρχε φυσικά η πολύ απλή εξήγηση των κωλικών, που σας έχω εξηγήσει προηγουμένως, αλλά οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το κλάμα.
Έτσι, άρχισε ο Ευτύχης να παίρνει βόλτα τους γιατρούς πριν καν κλείσει τον πρώτο του χρόνο σ’ αυτή τη γη. Οι γιατροί τον εξέταζαν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τον κοίταζαν από δω, τον έπιαναν από κει, δεν ήταν βλέπετε και πολύ μεγαλύτερος από το χέρι του μπαμπά του σε μέγεθος, δεν είχαν και πολύ πράγμα να εξετάσουν. Ο Ευτύχης πάντα έκλαιγε. Ή μάλλον ούρλιαζε, θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Είχαν κάποια ιδέα για το τι μπορεί να ήταν το πρόβλημά του, και σίγουρα είχε σχέση με το έντερο, όμως δεν μπορούσαν να σιγουρευτούν εάν δεν τον άνοιγαν. Μια εγχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για ένα τόσο μικρό μωράκι, κι έτσι είπαν να του δίνετε ένα ειδικό γάλα (δεν ξέρω πώς το έπινε αυτό το πράγμα, ήταν απαίσιο, αλλά σου λέει, γιατροί είναι, κάτι θα ξέρουν) και να τον παρακολουθείτε μήπως του περάσει από μόνο του.
Πράγματι, με το καινούργιο γάλα ο Ευτύχης σαν να μείωσε λίγο το κλάμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα συνεχιζόταν. Οι γιατροί είπαν πως θα πρέπει να γίνει επέμβαση τελικά, αν και δεν ήταν σίγουρο πως κι αυτή θα έλυνε το πρόβλημα. Όρισαν και ημερομηνία, που όμως ευτυχώς ήταν κάνα μήνα μακριά προς το παρόν.
Η Ελίζα και η Ρόδη είχαν μείνει βουβές μπροστά σε όλο αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Τον κουνούσαν ώρες ατέλειωτες στην αγκαλιά τους, μπας και κοιμηθεί, και σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε να ήταν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε ο αδερφός τους να γελάει, να βγάζει μωρουδίστικους ήχους και σιγά-σιγά να ξεπεράσει αυτά τα ενοχλητικά τα πάμπερ. Όχι όμως να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς. Ήταν δυνατόν ο Θεός να τους τον έφερε μόνο για να τους τον ξαναπάρει;
Δεν ήταν πια ο Ευτύχης το παιχνιδάκι τους, αλλά ήταν το πρόβλημα, η απορία ενώπιον του Θεού.
Και αυτό μας φέρνει στο λόγο που σας λέω αυτή την ιστορία.
Οι γονείς της Ελίζας και της Ρόδης, κάθε νέο που είχαν για τον Ευτύχη, το μοιράζονταν αμέσως με την εκκλησία, με τους αδερφούς. Οι οποίοι ήξεραν από την πρώτη στιγμή και προσεύχονταν για το πρόβλημα. Αυτό έδινε στην Ελίζα και τη Ρόδη μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Θεός σίγουρα θα άκουγε τόσες πολλές προσευχές. Όμως είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι η προσευχή μάλλον είναι κάτι σαν τα παραμύθια, που όλοι τα λένε, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει. Γιατί ο Ευτύχης συνέχιζε να κλαίει και όλο και πλησίαζε η μέρα της επέμβασης.
Οι γονείς το είπαν κι αυτό στους αδελφούς. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με συμπόνια και είπαν για άλλη μια φορά ότι θα προσευχηθούν. Η Ρόδη ένωθε βέβαια ευγνωμοσύνη για τις προσευχές τους, αλλά ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν αρκετές, δεν γινόταν τίποτα με αυτές.
Τότε έγινε κάτι που της άλλαξε τη γνώμη.
Στην εκκλησία υπήρχε μια κυρία, που είχε μετακομίσει πρόσφατα με την οικογένειά της από την Αυστραλία. Αυτή η αδελφή, λοιπόν, έπιασε όλη την οικογένεια της Ελίζας και της Ρόδης πριν φύγουν από την εκκλησία και τους είπε:
«Κάθε βράδυ στις 10, θα μαζευόμαστε εμείς στο σπίτι μας και εσείς στο δικό σας και θα κάνουμε ειδική προσευχή για τον Ευτύχη, ταυτόχρονα, κι ας είμαστε μακριά. Και ο Θεός σίγουρα θα μας απαντήσει. Μην το ξεχάσετε. Ξεκινάμε από σήμερα.»
Καθώς απομακρύνθηκε, η Ρόδη είδε δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε την Ελίζα. Το είχε δει κι αυτή.
Πήγαν λοιπόν σπίτι και κατά τις 10 η ώρα μαζεύτηκαν και προσευχήθηκαν. Όμως αυτή η προσευχή δεν έμοιαζε με τις άλλες. Γιατί ήξεραν, ότι κάποια χιλιόμετρα πιο κει, μια άλλη οικογένεια είχε γονατίσει και προσευχόντουσαν κι εκείνοι.
Και κάτι ακόμα.
Η Ρόδη και η Ελίζα ήξεραν ότι τους ένοιαζε κι εκείνους για τον αδερφούλη τους, γιατί την είχαν δει την αδελφή που είχε δακρύσει, σαν να επρόκειτο για το δικό της το παιδί.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποιο θεαματικό θαύμα για τον Ευτύχη μετά από κείνη την πρώτη προσευχή, ούτε μετά από τη δεύτερη. Όμως σιγά-σιγά ο Ευτύχης έγινε καλά και ούτε που χρειάστηκε να πάει στο χειρουργείο. Η Ελίζα και η Ρόδη το ήξεραν ότι ο Κύριος τον είχε κάνει καλά, πως είχε ακούσει κάθε μία προσευχή. Αλλά είχε γίνει και κάτι άλλο μέσα στην καρδιά τους.
Στα υγρά μάτια αυτής της γυναίκας είχαν δει την αγάπη. Και είχαν καταλάβει ότι πολλές φορές ο Κύριος δεν απαντάει την προσευχή μας ακριβώς όπως και όταν το θέλουμε. Πάντα όμως φροντίζει να μας περιβάλλει με την αγάπη Του και δεν μας αφήνει ποτέ μόνους.
Καθώς πέρασαν οι μήνες και έπειτα τα χρόνια, ο Ευτύχης μεγάλωσε, έκανε πιο πολλές σκανταλιές από κάθε άλλο παιδάκι (ίσως) και τώρα πια σπάνια θυμάται κανείς την περιπέτεια που είχε περάσει τότε. Κι όταν τη θυμούνται, είναι μόνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη φροντίδα Του.
Και όσον αφορά την Ελίζα και τη Ρόδη, αυτό ήταν ένα από τα βήματα που τις οδήγησαν, ξεχωριστά την κάθε μία, να δώσουν τη ζωή τους στον Θεό. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη;
Ο Ευτύχης γεννήθηκε το Φθινόπωρο. Πέρασαν οι μέρες, έγινε κανονικό μωράκι, αν και όχι ιδιαίτερα παχουλό, γιατί από μωρό κιόλας ήταν πάρα πολύ ζωηρός και αεικίνητος. Οι μήνες έρχονταν και έφευγαν και κάθε μέρα έκανε και κάτι καινούργιο, που ξετρέλαινε όλους.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά, ο Ευτύχης άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ και χωρίς λόγο, κυρίως μόλις έτρωγε. Υπήρχε φυσικά η πολύ απλή εξήγηση των κωλικών, που σας έχω εξηγήσει προηγουμένως, αλλά οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το κλάμα.
Έτσι, άρχισε ο Ευτύχης να παίρνει βόλτα τους γιατρούς πριν καν κλείσει τον πρώτο του χρόνο σ’ αυτή τη γη. Οι γιατροί τον εξέταζαν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τον κοίταζαν από δω, τον έπιαναν από κει, δεν ήταν βλέπετε και πολύ μεγαλύτερος από το χέρι του μπαμπά του σε μέγεθος, δεν είχαν και πολύ πράγμα να εξετάσουν. Ο Ευτύχης πάντα έκλαιγε. Ή μάλλον ούρλιαζε, θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Είχαν κάποια ιδέα για το τι μπορεί να ήταν το πρόβλημά του, και σίγουρα είχε σχέση με το έντερο, όμως δεν μπορούσαν να σιγουρευτούν εάν δεν τον άνοιγαν. Μια εγχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για ένα τόσο μικρό μωράκι, κι έτσι είπαν να του δίνετε ένα ειδικό γάλα (δεν ξέρω πώς το έπινε αυτό το πράγμα, ήταν απαίσιο, αλλά σου λέει, γιατροί είναι, κάτι θα ξέρουν) και να τον παρακολουθείτε μήπως του περάσει από μόνο του.
Πράγματι, με το καινούργιο γάλα ο Ευτύχης σαν να μείωσε λίγο το κλάμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα συνεχιζόταν. Οι γιατροί είπαν πως θα πρέπει να γίνει επέμβαση τελικά, αν και δεν ήταν σίγουρο πως κι αυτή θα έλυνε το πρόβλημα. Όρισαν και ημερομηνία, που όμως ευτυχώς ήταν κάνα μήνα μακριά προς το παρόν.
Η Ελίζα και η Ρόδη είχαν μείνει βουβές μπροστά σε όλο αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Τον κουνούσαν ώρες ατέλειωτες στην αγκαλιά τους, μπας και κοιμηθεί, και σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε να ήταν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε ο αδερφός τους να γελάει, να βγάζει μωρουδίστικους ήχους και σιγά-σιγά να ξεπεράσει αυτά τα ενοχλητικά τα πάμπερ. Όχι όμως να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς. Ήταν δυνατόν ο Θεός να τους τον έφερε μόνο για να τους τον ξαναπάρει;
Δεν ήταν πια ο Ευτύχης το παιχνιδάκι τους, αλλά ήταν το πρόβλημα, η απορία ενώπιον του Θεού.
Και αυτό μας φέρνει στο λόγο που σας λέω αυτή την ιστορία.
Οι γονείς της Ελίζας και της Ρόδης, κάθε νέο που είχαν για τον Ευτύχη, το μοιράζονταν αμέσως με την εκκλησία, με τους αδερφούς. Οι οποίοι ήξεραν από την πρώτη στιγμή και προσεύχονταν για το πρόβλημα. Αυτό έδινε στην Ελίζα και τη Ρόδη μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Θεός σίγουρα θα άκουγε τόσες πολλές προσευχές. Όμως είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι η προσευχή μάλλον είναι κάτι σαν τα παραμύθια, που όλοι τα λένε, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει. Γιατί ο Ευτύχης συνέχιζε να κλαίει και όλο και πλησίαζε η μέρα της επέμβασης.
Οι γονείς το είπαν κι αυτό στους αδελφούς. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με συμπόνια και είπαν για άλλη μια φορά ότι θα προσευχηθούν. Η Ρόδη ένωθε βέβαια ευγνωμοσύνη για τις προσευχές τους, αλλά ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν αρκετές, δεν γινόταν τίποτα με αυτές.
Τότε έγινε κάτι που της άλλαξε τη γνώμη.
Στην εκκλησία υπήρχε μια κυρία, που είχε μετακομίσει πρόσφατα με την οικογένειά της από την Αυστραλία. Αυτή η αδελφή, λοιπόν, έπιασε όλη την οικογένεια της Ελίζας και της Ρόδης πριν φύγουν από την εκκλησία και τους είπε:
«Κάθε βράδυ στις 10, θα μαζευόμαστε εμείς στο σπίτι μας και εσείς στο δικό σας και θα κάνουμε ειδική προσευχή για τον Ευτύχη, ταυτόχρονα, κι ας είμαστε μακριά. Και ο Θεός σίγουρα θα μας απαντήσει. Μην το ξεχάσετε. Ξεκινάμε από σήμερα.»
Καθώς απομακρύνθηκε, η Ρόδη είδε δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε την Ελίζα. Το είχε δει κι αυτή.
Πήγαν λοιπόν σπίτι και κατά τις 10 η ώρα μαζεύτηκαν και προσευχήθηκαν. Όμως αυτή η προσευχή δεν έμοιαζε με τις άλλες. Γιατί ήξεραν, ότι κάποια χιλιόμετρα πιο κει, μια άλλη οικογένεια είχε γονατίσει και προσευχόντουσαν κι εκείνοι.
Και κάτι ακόμα.
Η Ρόδη και η Ελίζα ήξεραν ότι τους ένοιαζε κι εκείνους για τον αδερφούλη τους, γιατί την είχαν δει την αδελφή που είχε δακρύσει, σαν να επρόκειτο για το δικό της το παιδί.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποιο θεαματικό θαύμα για τον Ευτύχη μετά από κείνη την πρώτη προσευχή, ούτε μετά από τη δεύτερη. Όμως σιγά-σιγά ο Ευτύχης έγινε καλά και ούτε που χρειάστηκε να πάει στο χειρουργείο. Η Ελίζα και η Ρόδη το ήξεραν ότι ο Κύριος τον είχε κάνει καλά, πως είχε ακούσει κάθε μία προσευχή. Αλλά είχε γίνει και κάτι άλλο μέσα στην καρδιά τους.
Στα υγρά μάτια αυτής της γυναίκας είχαν δει την αγάπη. Και είχαν καταλάβει ότι πολλές φορές ο Κύριος δεν απαντάει την προσευχή μας ακριβώς όπως και όταν το θέλουμε. Πάντα όμως φροντίζει να μας περιβάλλει με την αγάπη Του και δεν μας αφήνει ποτέ μόνους.
Καθώς πέρασαν οι μήνες και έπειτα τα χρόνια, ο Ευτύχης μεγάλωσε, έκανε πιο πολλές σκανταλιές από κάθε άλλο παιδάκι (ίσως) και τώρα πια σπάνια θυμάται κανείς την περιπέτεια που είχε περάσει τότε. Κι όταν τη θυμούνται, είναι μόνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη φροντίδα Του.
Και όσον αφορά την Ελίζα και τη Ρόδη, αυτό ήταν ένα από τα βήματα που τις οδήγησαν, ξεχωριστά την κάθε μία, να δώσουν τη ζωή τους στον Θεό. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη;
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΙΟΥ
Ο άνθρωπος «μοιάζει» με ένα μολύβι! Ναι! Και μάλιστα σε πέντε σημεία! Αν τα προσέξουμε θα θυμόμαστε καλύτερα, πως πρέπει να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε μέσα στον κόσμο. Αυτά τα σημεία είναι τα εξής:
1. Ένα μολύβι είναι τελείως άχρηστο, αν δεν υπάρχει ένα χέρι που το κρατά, για να γράφει. Αυτό το χέρι για τον άνθρωπο είναι ο Θεός. Μπορούμε να «γράψουμε» ιστορία με την καθοδήγηση του Θεού. Γι’ αυτό και μας δίδαξε ο Χριστός στο «Πάτερ ημών» να λέμε: Γενηθήτω το θέλημα Σου.
2. Όταν γράφουμε, πότε-πότε πρέπει να χρησιμοποιούμε την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά τελικά είναι πιο μυτερό. Και γι’ αυτό γράφει καλύτερα. Τον ίδιο ρόλο παίζουν οι δοκιμασίες και οι θλίψεις στη ζωή μας: Αν δείξουμε υπομονή, μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Αφού, αυτές είναι το έσχατο μέσο του Χριστού για να θεραπεύσει τον άρρωστο από την αμαρτία άνθρωπο. Γι’ αυτό λέει ο Χριστός: Στον κόσμο θα έχετε θλίψη και πόνο. Μα έχετε θάρρος! Εγώ τον νίκησα τον κόσμο (=το αμαρτωλό φρόνημα του κόσμου) (Ιωάν. 16,33).
3. Το μολύβι μας επιτρέπει πάντοτε να χρησιμοποιούμε γόμα, για να σβήνουμε τα λάθη της γραφής μας. Έτσι και η μετάνοια-εξομολόγηση είναι ο μόνος τρόπος για το «σβήσιμο» τη διόρθωση των λαθών-αμαρτιών μας. Αυτό γίνεται μέσω του ιερέα-πνευματικού πατέρα, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού στους αποστόλους: «Όποιου συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν και όποιου θα τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα μείνουν ασυγχώρητες» (Ιω¬άν. 20,23).
4. Στό μολύβι, αυτό που στην ουσία έχει σημασία δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι και στον άνθρωπο, το πιο ουσιαστικό πράγμα είναι το εσωτερικό του περιεχόμενο: τί έχει η καρδιά του. Γιατί, από την καρδιά του πηγάζουν όλα τα πάθη – αμαρτωλές συνήθειες, ως λογισμοί-σκέψεις. Και μετά γίνονται πράξεις. Και αποξενώνουν τον άνθρωπο από τον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και απαιτείται συνεχής έλεγχος. Τί σκέφτο¬μαι; Τί αισθάνομαι; Τί επιθυμώ; Και ό,τι ανακαλύπτω, να το αναφέρω στον ιερέα-πνευματικό πατέρα, ώστε να δώσει το κατάλληλο πνευματικό φάρμακο προς θεραπεία.
5. Τέλος, κάθε μολύβι αφήνει ένα σημάδι, ένα ίχνος πάνω στο χαρτί. Έτσι και τα «γραπτά» μας (=οι ενέργειες-πράξεις μας) αφήνουν μοναδικά ίχνη-σημάδια στη ζωή μας. Με συνέπειες και στην επίγεια ζωή μας και στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος γράφει: «Όταν λοιπόν θα έρθει η ώρα που όλο το σύμπαν θα διαλυθεί με τρομερό πάταγο, πόσο άγια πρέπει να είναι η συμπεριφορά μας και με πόση ευσέβεια να είναι γεμάτη η ζωή μας όσο καιρό θα προσμένουμε με λαχτάρα και ζήλο τον ερχομό της ημέρας του Θεού!» (Β Πέτρ.3,11-12).
Ας γράψουμε λοιπόν «κείμενα»-πράξεις και σκέψεις της ζωής μας άξια του λόγου του Χριστού: Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Δηλαδή πάντοτε σύμφωνα με το θέλημά Του. Γιατί, μόνο τότε ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές μας.
(Αρχιμ. Ν. Κ. «Λυχνία», Νικοπόλεως)
Ο άνθρωπος «μοιάζει» με ένα μολύβι! Ναι! Και μάλιστα σε πέντε σημεία! Αν τα προσέξουμε θα θυμόμαστε καλύτερα, πως πρέπει να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε μέσα στον κόσμο. Αυτά τα σημεία είναι τα εξής:
1. Ένα μολύβι είναι τελείως άχρηστο, αν δεν υπάρχει ένα χέρι που το κρατά, για να γράφει. Αυτό το χέρι για τον άνθρωπο είναι ο Θεός. Μπορούμε να «γράψουμε» ιστορία με την καθοδήγηση του Θεού. Γι’ αυτό και μας δίδαξε ο Χριστός στο «Πάτερ ημών» να λέμε: Γενηθήτω το θέλημα Σου.
2. Όταν γράφουμε, πότε-πότε πρέπει να χρησιμοποιούμε την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά τελικά είναι πιο μυτερό. Και γι’ αυτό γράφει καλύτερα. Τον ίδιο ρόλο παίζουν οι δοκιμασίες και οι θλίψεις στη ζωή μας: Αν δείξουμε υπομονή, μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Αφού, αυτές είναι το έσχατο μέσο του Χριστού για να θεραπεύσει τον άρρωστο από την αμαρτία άνθρωπο. Γι’ αυτό λέει ο Χριστός: Στον κόσμο θα έχετε θλίψη και πόνο. Μα έχετε θάρρος! Εγώ τον νίκησα τον κόσμο (=το αμαρτωλό φρόνημα του κόσμου) (Ιωάν. 16,33).
3. Το μολύβι μας επιτρέπει πάντοτε να χρησιμοποιούμε γόμα, για να σβήνουμε τα λάθη της γραφής μας. Έτσι και η μετάνοια-εξομολόγηση είναι ο μόνος τρόπος για το «σβήσιμο» τη διόρθωση των λαθών-αμαρτιών μας. Αυτό γίνεται μέσω του ιερέα-πνευματικού πατέρα, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού στους αποστόλους: «Όποιου συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν και όποιου θα τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα μείνουν ασυγχώρητες» (Ιω¬άν. 20,23).
4. Στό μολύβι, αυτό που στην ουσία έχει σημασία δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι και στον άνθρωπο, το πιο ουσιαστικό πράγμα είναι το εσωτερικό του περιεχόμενο: τί έχει η καρδιά του. Γιατί, από την καρδιά του πηγάζουν όλα τα πάθη – αμαρτωλές συνήθειες, ως λογισμοί-σκέψεις. Και μετά γίνονται πράξεις. Και αποξενώνουν τον άνθρωπο από τον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και απαιτείται συνεχής έλεγχος. Τί σκέφτο¬μαι; Τί αισθάνομαι; Τί επιθυμώ; Και ό,τι ανακαλύπτω, να το αναφέρω στον ιερέα-πνευματικό πατέρα, ώστε να δώσει το κατάλληλο πνευματικό φάρμακο προς θεραπεία.
5. Τέλος, κάθε μολύβι αφήνει ένα σημάδι, ένα ίχνος πάνω στο χαρτί. Έτσι και τα «γραπτά» μας (=οι ενέργειες-πράξεις μας) αφήνουν μοναδικά ίχνη-σημάδια στη ζωή μας. Με συνέπειες και στην επίγεια ζωή μας και στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος γράφει: «Όταν λοιπόν θα έρθει η ώρα που όλο το σύμπαν θα διαλυθεί με τρομερό πάταγο, πόσο άγια πρέπει να είναι η συμπεριφορά μας και με πόση ευσέβεια να είναι γεμάτη η ζωή μας όσο καιρό θα προσμένουμε με λαχτάρα και ζήλο τον ερχομό της ημέρας του Θεού!» (Β Πέτρ.3,11-12).
Ας γράψουμε λοιπόν «κείμενα»-πράξεις και σκέψεις της ζωής μας άξια του λόγου του Χριστού: Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Δηλαδή πάντοτε σύμφωνα με το θέλημά Του. Γιατί, μόνο τότε ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές μας.
(Αρχιμ. Ν. Κ. «Λυχνία», Νικοπόλεως)
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Οι κρίσεις του Θεού
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτη
Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
- Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ' ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ' ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα. Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν' αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά. Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ' απ' τα χωράφια. Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.
Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα απ' την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:
- Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία. άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο άγγελος Κυρίου και του είπε: Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά άπ' αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία. άκουσε λοιπόν:
Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι' αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά. Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο - όπως του το είχε ζητήσει - και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι' αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
»Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι' αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες.
Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτη
Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
- Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ' ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ' ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα. Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν' αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά. Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ' απ' τα χωράφια. Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.
Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα απ' την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:
- Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία. άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο άγγελος Κυρίου και του είπε: Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά άπ' αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία. άκουσε λοιπόν:
Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι' αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά. Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο - όπως του το είχε ζητήσει - και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι' αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
»Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι' αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες.
Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΠΩΣ ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
α. Ο Προβληματισμός
1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:
• Ποιός είμαι;
• Γιατί γεννήθηκα;
• Γιατί ζω;
• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;
Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη!
2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος!
β. Η στραβή πορεία.
1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή… σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα!
Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. – +)!
2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης…
Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω.
Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας ναρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!…
3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά!
Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι:
Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;
γ. Μια νέα διαπίστωση
1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια.
Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.
2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα… κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα.
Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους.
Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.
3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό.
Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχα είμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί.
- Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα… Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!… Χα-χα-χα… Σαν γριούλα!… Νέος άνθρωπος!… Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!…
Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι!
Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου.
- Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών;
Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω!
- Ο Ιησούς Χριστός!
Απάντησα κάπως νευριασμένος:
- Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!…
- Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!…
Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει!
Και η κοπέλλα συνέχισε:
- Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο.
Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά! Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά:
- Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός!
Δεν κρατήθηκα και είπα:
- Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!
δ. Μεγάλη η αλήθεια!
1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα.
Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του… να τον κονιορτοποιήσω… να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα!
Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω!
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά.
Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο:
Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.
3. Και έγινα Χριστιανός.
(Απο το βιβλίο :»Τι είναι ο Χριστός» του Μητρ.Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου)
α. Ο Προβληματισμός
1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:
• Ποιός είμαι;
• Γιατί γεννήθηκα;
• Γιατί ζω;
• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;
Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη!
2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος!
β. Η στραβή πορεία.
1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή… σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα!
Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. – +)!
2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης…
Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω.
Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας ναρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!…
3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά!
Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι:
Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;
γ. Μια νέα διαπίστωση
1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια.
Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.
2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα… κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα.
Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους.
Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.
3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό.
Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχα είμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί.
- Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα… Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!… Χα-χα-χα… Σαν γριούλα!… Νέος άνθρωπος!… Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!…
Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι!
Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου.
- Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών;
Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω!
- Ο Ιησούς Χριστός!
Απάντησα κάπως νευριασμένος:
- Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!…
- Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!…
Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει!
Και η κοπέλλα συνέχισε:
- Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο.
Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά! Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά:
- Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός!
Δεν κρατήθηκα και είπα:
- Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!
δ. Μεγάλη η αλήθεια!
1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα.
Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του… να τον κονιορτοποιήσω… να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα!
Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω!
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά.
Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο:
Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.
3. Και έγινα Χριστιανός.
(Απο το βιβλίο :»Τι είναι ο Χριστός» του Μητρ.Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου)
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Μια διδακτική ιστορία.
Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα στην αίθουσα vip του αερολιμένα για να διαβάσει με ησυχία.
Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα. Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε: « Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε! » Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα. Αυτό την εξαγρίωνε, αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή. Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο σκέφτηκε: « Α, τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα? »
Τότε ο άνδρας παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό.« Α, αυτό ήταν πάρα πολύ! Ήταν πολύ, πάρα πολύ θυμωμένη τώρα! » Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματα της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης. Όταν κάθισε στο κάθισμα της μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό!
Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος… Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της. Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του με αυτήν, χωρίς κανένα αίσθημα θυμού ή πίκρας.. ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μ΄αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει…ούτε να ζητήσει συγνώμη.
Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα στην αίθουσα vip του αερολιμένα για να διαβάσει με ησυχία.
Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα. Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε: « Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε! » Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα. Αυτό την εξαγρίωνε, αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή. Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο σκέφτηκε: « Α, τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα? »
Τότε ο άνδρας παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό.« Α, αυτό ήταν πάρα πολύ! Ήταν πολύ, πάρα πολύ θυμωμένη τώρα! » Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματα της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης. Όταν κάθισε στο κάθισμα της μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό!
Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος… Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της. Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του με αυτήν, χωρίς κανένα αίσθημα θυμού ή πίκρας.. ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μ΄αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει…ούτε να ζητήσει συγνώμη.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Πως μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει Θεός
Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.
Γιατί το λες αυτό; ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.
Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.
Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!
Πως μπορείς να το λες αυτό;ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;
Όχι!απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.
Μα... οι κουρείς όντως υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.
Ακριβώς! απάντησε ο πελάτης. Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης Υπάρχει! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια.
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.
Πηγή: athos.edo.gr
Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.
Γιατί το λες αυτό; ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.
Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.
Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!
Πως μπορείς να το λες αυτό;ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;
Όχι!απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.
Μα... οι κουρείς όντως υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.
Ακριβώς! απάντησε ο πελάτης. Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης Υπάρχει! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια.
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.
Πηγή: athos.edo.gr
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.