Σελίδα 10 από 29

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Νοέμ 20, 2012 8:24 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ

Ήταν μία φορά σε ένα δάσος τρία δέντρα. Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό, μία προοπτική. Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο ξυλόγλυπτο όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμά του και η προοπτική του.
Το δεύτερο δέντρο ήθελε να αξιωνόνταν να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι γερό σκαρί όμορφο, μαγαλόπρεπο που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα, και θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.
Το τρίτο δέντρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δέντρο έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτωνται τον Ουρανό και τον Θεό.
Όμως πέρασαν τα χρόνια και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς.
Πήγαν υλοτόμοι και έκοψαν το πρώτο δέντρο, και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει ένα όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκανε δοχείο για την τροφή των ζώων, παχνίγια τα άχυρα των ζώων. Το δεύτερο δέντρο που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι για να μεταφέρει
βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που το είχαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν. Το τρίτο δέντρο που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του. Περνούσαν τα χρόνια και τα δέντρα απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων
ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μία γυναίκα ήρθαν στον σταύλο που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δέντρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Απόθεσαν σε εκείνο το ξύλινο παχνί όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο τον Θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας. Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη να δεχτεί μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο τον Θεό.
Στο μικρό ψαροκάικο που είχε γίνει από το δεύτερο δέντρο μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες και ένας από αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα όταν ξέσπασε μία μεγάλη τρικυμία. Το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει.Οι άλλοι τότε ξύπνησαν εκείνον που κοιμόνταν. Εκείνος τότε σηκώθηκε και διέταξε την φουρτουνισμένη θάλασσα: «Σιώπα πεφίμωσο», και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Έτσι και το δεύτερο δέντρο που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που να μεταφέρει υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον Βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό με τους μαθητές Του.
Και το τρίτο δέντρο που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μία μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό. Και σε αυτόν τον σταυρό εσταύρωσαν το Χριστό. Έτσι το δέντρο αυτό έγινε πιο ψηλό από ότι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον Ουρανό και στον Θεό! Έγινε όπως λέμε σε ένα τροπάριο, ουρανού ισοστάσιο.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Νοέμ 21, 2012 10:17 am
από ΦΩΤΗΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.

Ένας χριστιανός φαρμακοποιός έκανε κάποτε ένα πολύ σοβαρό λάθος. Σε κάποιο κοριτσάκι που ήρθε να πάρει κάποιο φάρμακο, έκανε λάθος και του έδωσε ένα άλλο μπουκάλι που όταν θα το έπαιρνε ο ασθενής, δεν θα μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεββάτι.
Μόλις το διαπίστωσε, κόντεψε να τρελαθεί. Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει έπεσε στα γόνατα και ζήτησε ο Θεός να τον βοηθήσει και να μην πάθει ο ασθενής κανένα κακό από το λάθος το δικό του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βλέπει το κοριτσάκι με δάκρυα στα μάτια και λερωμένο, να μπαίνει μέσα στο φαρμακείο και να του λέει ανάμεσα στα αναφιλητά του, πως στο δρόμο σκόνταψε σε μία πέτρα και έπεσε, με αποτέλεσμα το μπουκάλι να σπάσει και να μην έχει πάει στον ασθενή πατέρα της. Ο φαρμακοποιός γεμάτος συγκίνηση έσκυψε και το φίλησε και ευχαρίστησε το Θεό, γιατί έκανε ένα τόσο μεγάλο θαύμα και τον έσωσε από μία τόσο μεγάλη συμφορά. Ας μη χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον κύριο ποτέ.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Νοέμ 22, 2012 9:27 am
από ΦΩΤΗΣ
Το κερί (Διδακτική ιστορία)


Μια φορά κι ένα καιρό, ένα μικρό κεράκι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλα κεριά, τα περισσότερα από τα οποία ήταν πολύ μεγαλύτερα και πολύ ομορφότερα από αυτό. Μερικά ήταν δεμένα με κορδέλλες πολύχρωμες άλλα ήταν πιο απλά, σαν κι αυτό. Δεν ήξερε τον λόγο που βρισκόταν εκεί, και τα άλλα το έκαναν να αισθάνεται μικρό και ασήμαντο.
Όταν έπεσε ο ήλιος και σκοτείνιασε το δωμάτιο, είδε έναν άνθρωπο να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Έρχονταν προς το μέρος του κρατώντας ένα αναμμένο σπίρτο. Κατάλαβε οτι θα του έβαζε φωτιά.
- Μη!! φώναξε, σε παρακαλώ μη!
Όμως ήξερε οτι δεν μπορούσε να ακουστεί και ετοιμάστηκε να υποφέρει τον πόνο, που ήταν σίγουρο οτι θα ακολουθούσε.
Προς μεγάλη του έκπληξή το δωμάτιο γέμισε με φως. Αναρωτήθηκε από που έρχεται το φως, αφού ο άνδρας είχε σβήσει το σπίρτο. Κατάλαβε ότι προερχόταν από τον εαυτό του.
Ύστερα ο άνδρας άναψε κι άλλα σπίρτα για να ανάψει με την σειρά του και τα άλλα κεριά. Όλα τα κεριά έδιναν το ίδιο φως με εκείνο.
Καθώς περνούσαν οι ώρες παρατήρησε ότι το κερί άρχισε να λιώνει. Κατάλαβε ότι σύντομα θα πέθαινε. Με την παρατήρηση αυτή, ανακάλυψε και τον λόγο είχε δημιουργηθεί.
- Ίσως ο λόγος που βρίσκομαι στη Γη, είναι για να δίνω φως μέχρι να πεθάνω, ψιθύρισε.
Και αυτό έκανε.
Θαρρώ λοιπόν πως όλοι μας μπορούμε να δώσουμε λίγο φως στον κόσμο. Δίχως να έχει σημασία το πόσο σημαντικοί ή ασήμαντοι, μικροί ή μεγάλοι είμαστε.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 23, 2012 8:15 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ


European Airlines

ΠΡΑΞΗ 1Η


Σκηνικά
Μια αεροσυνοδός εδάφους, η Ντέση, αναγγέλλει τη ματαίωση μιας πτήσης, κάτι που εξαγριώνει τους επιβάτες. Στη σκηνή η αεροσυνοδός συνομιλεί με δύο επιβάτες.

Ντέση: Παρακαλώ!
Επιβ.1: (έντονα οργισμένος) Τι κατάσταση είναι αυτή, κυρία μου; Μας έχετε διαλύσει. Από τα άγρια χαράματα είμαστε στο αεροδρόμιο, θέλουμε να πάμε στους δικούς μας!
Ντέση: Δεν μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε, η πτήση σας ακυρώθηκε. Το αεροπλάνο σας δεν απογειώθηκε από το Παρίσι.
Επιβ.2: (οργισμένος) Τι θα πει ακυρώθηκε η πτήση; Να βάλετε άλλο αεροπλάνο. Θέλουμε να πάμε στις οικογένειές μας! Εδώ μέσα θα κάνουμε Χριστούγεννα; European Airlines σου λέει. Αυτή είναι εταιρεία! Σου πετάει ένα «ακυρώθηκε η πτήση» και κόψτε το λαιμό σας…. Έναν υπεύθυνο κυρία μου, έναν υπεύθυνο να του μιλήσω!

(Χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο της αεροσυνοδού. Το σηκώνει η Ντέση. Ακούει και κάθε τόσο βγάζει κραυγές με αμηχανία).

Ντέση: (με το ακουστικό στο χέρι). Τι; Του λείπουν τρεις επιβάτες; Καλά, πού πήγαν; Εξαφανίστηκαν τρεις επιβάτες; Ολόκληροι επιβάτες…. (ακούει…) Κάτσε μια στιγμή να κρατηθώ να μην πέσω. Καλά, για τον πιλότο στο Παρίσι, το ξέρω, δεν τον βρίσκουν, τον ψάχνουν, αλλά να εξαφανιστούν επιβάτες…. Τι είναι πάλι αυτό; Δεν έχει ξαναγίνει τέτοιος χαλασμός…. Και τώρα τι κάνει; Επιστρέφει Βρυξέλες; Να αναγγείλω καθυστέρηση ή ματαίωση; Ναι… καλά… ενημέρωσέ με…

(Στους επιβάτες μπροστά της που παρακολουθούν έντρομοι, απορημένοι).

Ντέση: Με συγχωρείτε ένα λεπτό παρακαλώ. (Παίρνει το μικρόφωνο). Κυρίες και κύριοι, σας πληροφορούμε ότι η πτήση των έντεκα και μισή για Βρυξέλες ματαιώνεται. Παρακαλούμε τους επιβάτες να επικοινωνήσουν με τις πληροφορίες του αεροδρομίου, ευχαριστώ.
Επιβ.1: Καλά, συγγνώμη, τι χαμός είναι αυτός; Ούτε η Δευτέρα Παρουσία να ήτανε…. Χάνονται πιλότοι, εξαφανίζονται επιβάτες…. Τι συστήματα είναι αυτά;… Τι άλλο θα ακούσουμε;
Ντέση: Σας το είπα, κύριοι, ότι δεν ευθύνεται η European, είναι μια τόσο περίεργη, πρωτόγνωρη αναστάτωση. Στα δέκα χρόνια που δουλεύω αεροσυνοδός εδάφους, πρώτη φορά μου συμβαίνει τέτοιος χαλασμός. Σας παρακαλώ, δείξτε λίγη κατανόηση, θα βρούμε άκρη.
Επιβ.2: Κι αν δε βρούμε άκρη, τι κάνουμε; Χριστούγεννα στο μέτωπο; Τηλέφωνο στην οικογένεια με ευχές και φιλάκια από τον μπαμπά; Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά κυρία μου… είναι σοβαρά πράγματα αυτά;

(Χτυπάει το τηλέφωνο της Ντέση).

Ντέση: Παρακαλώ…. Ναι, κ. Προϊστάμενε…. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μη μου το κάνετε αυτό. Στις λίστες αναμονής, είναι σα να με στέλνετε στο σφαγείο. Θα με φάνε ζωντανή… δεν θα το αντέξω…. Καλά, θα δω τι θα κάνω…. Ευχαριστώ.

(Με πόνο και αγανάκτηση προς τον ουρανό)

Θεέ μου, τι κόλαση είναι αυτή; Από το πρωί όλα στραβά πηγαίνουν. Είναι γιορτές, παραμονές Χριστουγέννων, και είμαι τόσο δυστυχισμένη…. Κάνε κάτι Κύριε να φτάσω ως το τέλος της βάρδιας μου… κοντεύω να τρελαθώ!

(Αυλαία – φώτα)

ΠΡΑΞΗ 2Η
(Η Ντέση φεύγει από το αεροδρόμιο με την καμπαρτίνα στο χέρι, τσάντα κρεμαστή, στολή, αν υπάρχει, ταγιεράκι, κουρασμένη, αναμαλλιασμένη. Στέκεται στη σκηνή και ανασαίνει βαθιά. Βγάζει το κινητό της και τηλεφωνεί στους γονείς της. Κανένας δεν απαντά. Παραξενεύεται. Ξαναπροσπαθεί. Τη συναντά μια φίλη της).

Καίτη: Βρε, βρε σαν τα χιόνια…. Ντέση μου τι κάνεις; Πόσο καιρό έχω να σε δω…. Χαθήκαμε!
Ντέση: Καίτη μου, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Α, τι καλή που είσαι!.... Αλλά μ’ αυτό το χάλι που ’χω, ούτε να χαρώ δεν μπορώ…
Καίτη: Γιατί, τι έγινε, τι σου συμβαίνει; (την κοιτάζει). Καλέ, εσύ είσαι χάλια, έτοιμη να καταρρεύσεις. Τι έχεις, τι έπαθες…; Κάθισε λίγο εδώ να τα πούμε, να συνέλθεις.
Ντέση: Από πού ν’ αρχίσω, Καίτη μου. Τι μέρα ήταν αυτή; Δέκα χρόνια στα αεροδρόμια, πρώτη φορά είδα τέτοια κόλαση. Κυριολεκτικά, είδα την κόλαση με τα ίδια μου τα μάτια…. Τι κακό ήταν αυτό; Και να δεις που όλο το πρωί είχα ένα κακό προαίσθημα…. Με το που μπαίνω στο αεροδρόμιο, ένας χαμός. Κόσμος, φωνές, βαλίτσες στοίβες, βουνά. Πηγαίνω στο γκισέ, ουρές χιλιόμετρα και όλοι τους εξαγριωμένοι και απειλητικοί.
Καίτη: Μα καλά, τι συνέβηκε;
Ντέση: Κανένας δεν ξέρει ακόμα, κανένας δεν κατάλαβε τίποτα. Και τώρα, που έφυγα, ακόμα χαλασμός γίνεται και κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει το παραμικρό. Από την πτήση των 12 έλειπε ο πιλότος. Άφαντος… πουθενά. Ούτε σπίτι του, ούτε στο αεροδρόμιο. Πάει αυτή η πτήση, καθυστέρηση. Όμως και από την πτήση των 11 και μισή, που υποτίθεται ότι είχε κλείσει, ξαφνικά εξαφανίστηκαν τρεις επιβάτες. Πουθενά κι αυτοί, άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Πού να φύγει το αεροπλάνο με τρεις επιβάτες εξαφανισμένους…; Φοβάται ο κόσμος… σου λέει τι έγινε…. Εκεί κι αυτό. Άλλη καθυστέρηση, πίσω όλοι στο αεροδρόμιο. Μετά ακυρώσεις, ματαιώσεις.
Καίτη: Τι λες, βρε παιδί μου, τι είναι όλ’ αυτά…;
Ντέση: Και δε σου είπα τίποτα ακόμα. Από το Παρίσι ο Γάλλος πιλότος δηλώνει ότι του λείπουν δύο επιβάτες. Μιλάει για λάθος καταμέτρηση, φοβάται για τρομοκρατική επίθεση…. Ο πύργος ελέγχου του λέει γύρνα πίσω αμέσως στο Παρίσι. Άλλο αυτό, ακύρωση της πτήσης… Η Pan-Am δηλώνει εξαφάνιση τριών επιβατών της από το Transit. Καθηλώνεται κι αυτή κάτω. Η πτήση για Αμερική ματαιώνεται. Η Λουφτχάνσα μας στέλνει σήμα και δηλώνει απώλεια πληρώματος. Δε βρίσκουν μια αεροσυνοδό. Φοβούνται ατύχημα και επιστρέφουν Φρανκφούρτη. Ήρθε ο υπουργός, ήρθε ο εισαγγελέας. Άστα, κόλαση σου λέω, παιδί μου. Πέφτουν και οι καλοί σου οι δημοσιογράφοι, που φυτρώνουν παντού σα μαϊντανός, και ήρθε κι έδεσε το σιρόπι….
(Πιάνει το κεφάλι της με απόγνωση, φοβισμένη).
Τα ‘χω χαμένα, Καίτη. Γιατί συμβαίνουν όλ’ αυτά, τι σημαίνουν όλ’ αυτά… γιατί σήμερα, γιατί όλα μαζί; (Σιωπή) Ξέρεις, έχω ένα κακό προαίσθημα…
Καίτη: Έλα, Ντέση μου, τι κακό προαίσθημα και κουταμάρες; Είσαι διαλυμένη, έχεις υπερκόπωση και ένα κεφάλι καζάνι, αυτό έχεις. Να πας να ξεκουραστείς. Σου τύχανε πολλά και μαζεμένα σήμερα. Άντε να ξεμπλοκάρει το μυαλό σου, να κοιμηθείς 12 ώρες, και θα δεις, το πρωί όλα θα έχουν ξεκαθαρίσει και θα ’ναι όπως πριν και ακόμα καλύτερα. Περδίκι θα είσαι το πρωί.
Ντέση: Καίτη μου, σ’ ευχαριστώ, αλλά δεν είναι έτσι που τα λες. Πρώτ’ απ’ όλα δεν πάω σπίτι μου. Πηγαίνω για κάτι ψώνια και μετά έχουμε πρόβα στη χορωδία της εκκλησίας για τα κάλαντα την παραμονή το βράδυ. Είναι όμως και κάτι άλλο που με ανησυχεί. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τηλεφωνώ στο σπίτι, στους δικούς μου. Δεν το σηκώνει κανείς. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Δεν φεύγουν από το σπίτι για κανένα λόγο. Να πάνε πού δύο άρρωστοι άνθρωποι…; Πώς το εξηγείς αυτό;
Καίτη: Μα τι βάζεις με το άρρωστο μυαλό σου; Κοιμούνται οι άνθρωποι… τους πήρε ο ύπνος… Καλά ε… τώρα όλα στραβά τα βλέπεις…. Άσε τις χορωδίες και πήγαινε να ξεκουραστείς, γιατί βλέπω να σε τρέχουμε βραδιάτικα.
Ντέση: Δεν είναι έτσι που τα λες. Μακάρι να ’ταν έτσι… Εμένα όλ’ αυτά, άλλα μου λένε. Οι εξαφανίσεις απ’ όλο τον κόσμο…. Δύο εδώ… τρεις εκεί… ένας εκεί… οι γονείς μου που δεν απαντούν στο τηλέφωνο… δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μυαλό μου απ’ αυτό!...
Καίτη: Αυτό; Ποιο αυτό;
Ντέση: (Την κοιτάζει παράξενα, εξεταστικά…) Άσε, καλή μου, μη σε φορτώνω κι εσένα με τα δικά μου. Θα πάω για λίγα ψώνια και θα συνεχίσω. Σ’ ευχαριστώ…. Πόσο χάρηκα που σε είδα… Καίτη μου… (χαιρετιούνται).
Καίτη: Να μη χαθούμε πάλι, ε; ΄Αντε, ξεκουράσου εσύ, και όλα θα πάνε καλά.

(Φεύγει, η Ντέση μένει μόνη στη σκηνή).

Ντέση: Θεέ μου, γιατί όλ’ αυτά σήμερα; … Γιατί δε φεύγει το μυαλό μου απ’ αυτή τη σκέψη; Είναι αλήθεια; Μπορεί να είναι αλήθεια; … Α, μια στιγμή, ο Χάρης, πώς δεν το σκέφτηκα; Θα πάρω το Χάρη στο κινητό. Α, Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου γι’ αυτή Σου τη βοήθεια. (Σχηματίζει το νούμερο του Χάρη). Έλα, Χάρη μου, απάντησέ μου, πιάσε το τηλέφωνο… Η κλήση σας προωθείται…. Χαρήκαμε! Ούτε ο Χάρης… αλλά αυτό μπορεί να μη σημαίνει τίποτα! Το ’χει κλειστό. Δε βοηθάει ο Χάρης. Άλλωστε, ποιος μου λέει ότι ο Χάρης είναι έτοιμος να φύγει… να πάει επάνω; Οι γονείς μου όμως; Αυτά είναι τα ωραία…. Τώρα τι κάνουμε…; Ταξί… ταξί!

(Αυλαία – Φώτα)

ΠΡΑΞΗ 3Η
(Καρέκλες σε 2-3 σειρές. Παιδιά – νέοι, χορωδία, κουβεντιάζουν, πειράζονται, περιμένουν ν’ αρχίσουν).
Α. Παιδιά, με συγχωρείτε, είναι σίγουρο ότι έχουμε πρόβα σήμερα; Μήπως κάνω λάθος; Γιατί είμαστε τόση ώρα εδώ … και δε βλέπω να ‘ρχεται κανείς.
Β. Είναι σίγουρο. Το ’χουμε πει εδώ και μέρες.
Α. Έχουν ειδοποιηθεί όλοι;
Β. Όλα είναι εντάξει.
Α. Τότε γιατί δεν έχει εμφανιστεί κανένας; Ούτε αρμόνιο, ούτε μαέστρος, ούτε όλα τα παιδιά.
Γ. Θα ‘χει κίνηση στο δρόμο. Δεν είδες έξω τι γίνεται, χαμός!
Δ. Ή ίσως έγινε η Δευτέρα Παρουσία, η αρπαγή της εκκλησίας στον Ουρανό…
Β. Αρπαγή κι εσύ έμεινες πίσω; Δεν το πιστεύω (ειρωνικά). Κάποιο λάθος έκαναν οι άγγελοι την ώρα που μάζευαν τους πιστούς…. (Γελάνε). (Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η Ντέση αργοπορημένη, με τσάντες από ψώνια. Έχει κούραση στο πρόσωπό της, είναι φοβισμένη).
Ντέση: Παιδιά, με συγχωρείτε που άργησα, έχει φοβερή κίνηση στους δρόμους… Μα καλά, πού είναι οι υπόλοιποι;
Δ. Αυτήν την κουβέντα είχαμε τώρα πριν έρθεις. Να σκεφτείς ότι πέρασε από το μυαλό μας ότι έγινε η Αρπαγή των πιστών και ήρθε ο Κύριος και πήρε τους δικούς Του….
Ντέση: Τι είπατε; Αρπαγή; Γιατί; Πώς πέρασε αυτό απ’ το μυαλό σας; (φοβισμένη, ξαφνιασμένη). Γιατί το σκεφτήκατε αυτό;
Β. Δεν βλέπεις, ούτε μαέστρος, ούτε αρμόνιο, ούτε τα παιδιά. (Ειρωνικά). Οι καλύτεροι λείπουν…. Αλλά μόλις σε είδαμε να μπαίνεις, ήρθε η καρδιά μας στη θέση της. Η Ντέση αποκλείεται να μείνει απ’ έξω…
Ντέση: (με αγωνία) Ο Χάρης; Δεν φάνηκε; Δεν πήρε τηλέφωνο; Προσπαθώ από ώρα να επικοινωνήσω μαζί του. Δεν απαντάει. (Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια και κλαίει).
Α. Ντέση, τι κάνεις; Κλαις; Ένα αστείο είπαμε! (Προς τα παιδιά) Τα ’χουμε πει χιλιάδες φορές για τα αστεία. Να τα τώρα! (πλησιάζει την Ντέση).
Ντέση: (προς όλους) Όχι, δεν κλαίω γι’ αυτά που είπατε. Δεν με πείραξαν τ’ αστεία (σκουπίζει τα μάτια της). Είχα μια πολύ δύσκολη μέρα σήμερα στο αεροδρόμιο. Όλο καθυστερήσεις, ακυρώσεις, ματαιώσεις, εκνευρισμός. Επιβάτες να εξαφανίζονται, μέλη πληρωμάτων να εξαφανίζονται… (κλαίει). Μετά παίρνω τηλέφωνο τους γονείς μου, δεν απαντά κανένας στο σπίτι. Πουθενά δεν πηγαίνουν οι γονείς μου, δεν βγαίνουν απ’ το σπίτι… εκτός και αν… τι να πω; Παίρνω μετά το Χάρη, ούτε το Χάρη βρίσκω (κλαίει).

(Έχει μπει και στέκει στην πόρτα ο Χάρης πριν λίγα λεπτά και ακούει τη συνομιλία).
Χάρης: Εδώ είναι ο Χάρης!
Ντέση: (στρέφει προς το μέρος του, ξαφνιάζεται… δε δείχνει να χαίρεται που τον βλέπει… τρέχει προς το μέρος του). Χάρη μου… είσαι εδώ;… γιατί εσύ είσαι εδώ;
Χάρης: Γιατί ήρθα, απλό είναι. Είχαμε πρόβα και ήρθα! Συγγνώμη παιδιά που άργησα, έξω γίνεται πανικός. Καλά, πού είναι οι υπόλοιποι; Δεν είχαμε πρόβα;

(Η Ντέση κοιτάζει σα χαμένη, πλησιάζει το Χάρη. Και οι δυο απομακρύνονται, έρχονται προς τα εμπρός στη σκηνή. Τα παιδιά πίσω τους μιλάνε, πειράζονται χωρίς φωνή).

Χάρης: Ντέση, γιατί είσαι έτσι χάλια; Δεν καταλαβαίνω…. Ξαφνιάστηκες που με είδες; Δεν με περίμενες, δε χάρηκες που ήρθα; …. Σαν να ’θελες να μην είχα έρθει…κατάλαβα καλά; Τι να πώ; Σαν θα ήθελες να έχω εξαφανιστεί και εγώ;… Έτσι είναι; Γιατί ξαφνιάστηκες έτσι που με είδες; Ταράχτηκες μου φάνηκε ή κάνω λάθος;
Ντέση: Χάρη μου, τι είναι αυτά που λες; Πώς σου περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο; Όμως πες μου, με όλα αυτά που έγιναν σήμερα, πού πάει το μυαλό σου; Πώς τα εξηγείς;
Χάρης: Πού να πάει το μυαλό μου, τι έγινε το τόσο κοσμογονικό που δεν έχει ξαναγίνει; Εγώ γιατί δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο;
Ντέση: (Κλαίει). Αυτό είναι χειρότερο, Χάρη μου. Δεν πάει καν το μυαλό σου;… (τον κοιτάζει με μακριά σιωπή). Χάρη, μου φαίνεται ότι είναι αλήθεια. Δε μου το βγάζει κανείς από το μυαλό… Τελείωσαν όλα, Χάρη μου, όλα επάνω στη γη. Ήρθε ο Ιησούς Χριστός και πήρε τους δικούς Του, έκλεισε η πόρτα… Δεν κάνω λάθος, Χάρη μου… Ο πιλότος της Air France που δε φάνηκε ποτέ, οι επιβάτες που εξαφανίστηκαν, τα μέλη του πληρώματος, τα παιδιά της χορωδίας, το αρμόνιο, οι γονείς μου… (στο μεταξύ ένα – ένα τα παιδιά της χορωδίας πίσω τους χαιρετιούνται και φεύγουν).
Χάρης: Ντέση, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Ξέρεις τι λες; Είναι τρομερά αυτά τα ενδεχόμενα… είναι τρομερά… σταματάει το μυαλό μου….
Ντέση: Θέλεις μια απόδειξη; Ορίστε. (Καλεί τους δικούς της). Δεν απαντούν. Πού είναι δύο άρρωστοι άνθρωποι και η θεία η Μέλπω, που θα ήταν μαζί τους από το μεσημέρι; Θέλεις άλλη; Άκου: ο κυρ Βασίλης, ο διάκονος της εκκλησίας, δεν απαντάει. Η Μαρία … ο Οδυσσέας… δεν απαντάνε… Πάρε Χάρη μου τηλέφωνα. Παίρνε κι εσύ…. Να παίρνω κι εγώ. Τι ωφελεί;… έτσι είναι… είναι πολύ αργά πια! Είμαι σίγουρη πως άμα πάμε στο σπίτι μου, θα το βρούμε συγυρισμένο και άδειο…. Ακριβώς όπως το αφήνεις για να βγεις έξω τρέχοντας «Εις απάντησιν Αυτού εις τον αέρα». Τα θυμάσαι αυτά τα εδάφια;
(Κλαίνε και οι δύο).
Χάρης: Θυμάμαι τον πατέρα σου, που έλεγε συχνά από τον άμβωνα όταν κήρυττε «υπάρχουν τα πριν-δάκρυα και τα μετά-δάκρυα» και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση. Είναι τόσο αληθινό. Τώρα τα δάκρυά μας είναι τα «μετά-δάκρυα» και δεν ωφελούν κανέναν. Τώρα είναι πολύ αργά… πολύ αργά…
Ντέση: Χάρη, θέλεις και την τελευταία απόδειξη; (Βγάζει το DVD από την τσάντα. Το δείχνει να το βλέπει και ο κόσμος).
Χάρης: Τι είναι αυτό;
Ντέση: «Η Κόλαση» του αγαπημένου μας Ιταλού σκηνοθέτη. Το νοίκιασα να το δούμε το Σαββατοκύριακο που θα ’μαστε μαζί.
Χάρης: Τώρα πια δε χρειάζεται να το δούμε. Αρχίσαμε να το βλέπουμε και τρέμω στην ιδέα ότι αυτό θα βλέπουμε και θα ζούμε αιώνια… την κόλαση που διαλέξαμε και προκρίναμε στη ζωή μας (ο ένας κλαίει στην αγκαλιά του άλλου).

(Πέφτουν τα φώτα - Αυλαία).

ΠΡΑΞΗ 3Η

(Ξανανάβουν τα φώτα και στη σκηνή είναι πάλι ο Χάρης και η Ντέση. Μιλούν στο ακροατήριο).

Χάρης: (Ευδιάθετος) Αγαπητοί μας φίλοι, από δική μου παράλειψη λησμονήσαμε να σας πούμε ότι στο θεατρικό που μόλις είδατε σας αφηγηθήκαμε ένα τρομερό, εφιαλτικό όνειρο που είδε πρόσφατα η Ντέση στον ύπνο της ένα βράδυ, πριν 6 μήνες περίπου.
Ντέση: Ήταν μια φρικτή και σκληρή μαζί εμπειρία, που όμως ευχαρίστησα και ευχαριστώ κάθε μέρα τον Κύριο γι’ αυτό. Άλλαξε το δρόμο της ζωής μας οριστικά. Μας επηρέασε βαθιά, άγγιξε την ψυχή μας. Αμέσως μόλις το είδα, έτρεξα και το είπα στον αρραβωνιαστικό μου, το Χάρη.
Χάρης: Συγκλονίστηκα, κατάλαβα τι ήθελε ο Κύριος να μας πει και αμέσως πέσαμε στα γόνατα και κλάψαμε. Είχαμε ξεφύγει από το δρόμο του Ιησού Χριστού. Είχαμε φαρδύνει το δρόμο. Είχαν μπει στη ζωή μας τα είδωλα, ο κόσμος, οι επιθυμίες της σάρκας.
Ντέση: Μετανοήσαμε, κλάψαμε, επιστρέψαμε στον Κύριό μας και Θεό μας με όλη μας την καρδιά και ο Κύριος μας δέχθηκε.
Χάρης: Αγγίξαμε την κόλαση, την αιώνια κόλαση. Είναι ανατριχιαστικό. Τώρα ευχαριστούμε νύχτα-μέρα τον Κύριό μας για την καλοσύνη Του, τη χάρη Του, την υπομονή Του.
Ντέση: Αμέσως τρέξαμε στα παιδιά της χορωδίας, που είδατε. Τους τα είπαμε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, και πέσαμε όλοι μαζί στα γόνατα και κλάψαμε και μετανοήσαμε. Τότε ήταν που έβαλε ο Θεός στην καρδιά μας να φτιάξουμε αυτό το θεατρικό, ε, Χάρη μου;
Χάρης: Για να αγγίξει και τις δικές σας τις καρδιές σήμερα, τώρα, να σας οδηγήσει σε μετάνοια, σε διόρθωση της πορείας, γιατί αύριο ίσως θα είναι πολύ αργά, αιώνια αργά…

(Αυλαία – Υπόκλιση)

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Νοέμ 24, 2012 10:09 am
από ΦΩΤΗΣ
Η τζάγκουαρ και το τούβλο

Ήταν νέος, πετυχημένος, ανερχόμενο στέλεχος μεγάλης εταιρείας και οδηγούσε την καινούργια του τζάγκουαρ κάπως βιαστικά μέσα από έναν συνοικιακό δρόμο για το γραφείο του. Κοίταζε ανέκφραστος τα πιτσιρίκια, που έπαιζαν στη γειτονιά ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, όταν ένιωσε κάτι να χτυπάει δυνατά στο πλάι το αμάξι του. Αμέσως κοκάλωσε την τζάγκουαρ και πετάχτηκε έξω με θυμό και νεύρα στην έκφρασή του. Κανένα παιδί δεν φαινόταν εκείνη τη στιγμή κοντά στο αυτοκίνητο. Πήγε γρήγορα στο πλάι από την πλευρά που χτυπήθηκε το αμάξι του και είδε ένα τούβλο, που είχε βουλιάξει την πλαινή πόρτα και είχε γδάρει το ακριβό ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό του. Κοίταξε γύρω του και πράγματι βρήκε ένα μικρό παιδάκι, που του είχε πετάξει το τούβλο. Έτρεξε στο πεζοδρόμιο, το άρπαξε από το χέρι και το πήγε μπροστά στο σταματημένο αμάξι του. Ταρακουνώντας τον πιτσιρίκο από το χέρι του φώναξε πολύ άγρια: «…Τι νομίζεις ότι κάνεις παλιόπαιδο;», του αγρίεψε, «είναι ολοκαίνουργιο το αυτοκίνητό μου και κοίταξε τι ζημιά μου έκανες με αυτό το τούβλο που μου πέταξες…, ξέρεις πόσο κοστίζει να το ξαναφτιάξω όπως ήταν…; Γιατί το έκανες αυτό;»
Έντρομο το παιδάκι τού ζήτησε συγνώμη για τη ζημιά και του εξήγησε με δάκρυα, που έτρεχαν από τα μαγουλάκια του, τι συνέβαινε: «…Δεν ήξερα τι να κάνω, κανένας δεν σταματούσε να με βοηθήσει… Ο μικρός μου αδελφός έπεσε από την αναπηρική του καρέκλα, που τον πήγαινα βόλτα, και χτύπησε στο πρόσωπο και δεν μπορώ να τον σηκώσω μόνος μου, γιατί είναι βαρύς …». Με λυγμούς ο μικρός ζήτησε από τον άντρα να τον βοηθήσει να σηκώσουν τον ανάπηρο αδερφούλη του από το πεζοδρόμιο και να τον βάλουν επάνω στο αναπηρικό καροτσάκι.
Ξεκίνησε μαζί με το παιδάκι προς το πεζοδρόμιο και ένας κόμπος λύπης και συμπόνιας ανέβηκε στο λαιμό του οδηγού της τζάγκουαρ. Έσκυψε, σήκωσε το πεσμένο παιδάκι και το έβαλε πίσω στην αναπηρική καρεκλίτσα του. Μετά έβγαλε το άσπρο του μαντήλι από την τσέπη του και του καθάρισε τα αίματα από τις γρατζουνιές στο προσωπάκι του. Έσκυψε και το ρώτησε αν νιώθει καλά και βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει. «Σας ευχαριστώ κύριε και ο Θεός να σας ευλογεί», του είπε ο μικρός και άρχισε να σπρώχνει τον αδελφό του και να απομακρύνεται προς το σπίτι τους.
Ήταν ένας πολύ μακρύς δρόμος, με αργό περπάτημα, ο δρόμος πίσω στο σταματημένο του αυτοκίνητο. Δεν επισκεύασε ποτέ τη βουλιαγμένη και γρατζουνισμένη πλαϊνή πόρτα της τζάγκουαρ. Την κράτησε έτσι, να του θυμίζει να μη βιάζεται τόσο στη ζωή του, γιατί ίσως χρειαστεί κάποιος να του πετάξει ένα τούβλο για να τον σταματήσει, να κινήσει την προσοχή του…
Ο Θεός μας μιλά ευγενικά και διακριτικά στη σκέψη μας και στην καρδιά μας. Μερικές φορές, όταν δεν μπορούμε να ακούσουμε, δεν υπάρχει άλλη λύση από το τούβλο… Μπορεί να πονάει…να κοστίζει...αλλά έχει αποτελέσματα….
Έχουμε να επιλέξουμε λοιπόν στη ζωή μας: ή ακούμε τους ψιθύρους της αγάπης του Θεού ή περιμένουμε το τούβλο…

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Νοέμ 25, 2012 11:08 am
από ΦΩΤΗΣ
Η ώρα του χαράγματος

Τα πράγματα έγιναν λίγο -λίγο και κατά στάδια . Στο αδιέξοδο μπορεί να φτάσανε ξαφνικά , μα δουλευότανε από καιρό . Ο Ντέιβιντ και η Μασάλ , ήτανε ένα νεαρό αντρόγυνο , τρία χρόνια γάμου , με ένα μωρό ,λίγων μηνών . Κατοικούσανε σε ένα μικρό διαμέρισμα κρατικό , σ ’ ένα προάστιο της Ιεριχώ , που . τώρα που γίνονται αυτές οι εξελίξεις , ήτανε η βιομηχανική ζώνη του Ισραήλ . Και οι δυο τους δουλεύανε σ ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε ανταλλακτικά αυτοκινήτων και αεροπλάνων και είχαν μια όχι δύσκολη δουλειά και με καλή μισθολογική αμοιβή , σε
πόντους . Είναι μερικά πράγματα που πρέπει να τα εξηγήσουμε , γιατί η εποχή μας με την εποχή τους έχουν κάποια απόσταση , όχι τόσο χρονική ,όσο κοινωνικής δράσης και λειτουργίας .Λίγο παρακάτω από το διαμερισματάκι τους έμενε ο πατέρας του Ντέιβιντ , ένα γεμάτο πραότητα γεροντάκι , που όποια ώρα και αν το επισκεπτόσουνα , ήταν μισοξαπλωμένο σ ’ ένα ντιβάνι και διάβαζε μια παλιά , φθαρμένη , και με πολλές υποσημειώσεις , Βίβλο . Ζούσε ασκητικά ,πάνω σ ’ ένα τραχύ ντιβάνι με λίγες κουβέρτες και τον φρόντιζε η Μασάλ με πολλή στοργή . Μια φορά την εβδομάδα μαζεύονταν διάφοροι απλοί άνθρωποι στην καμαρούλα και ο γέρος , από τη Βίβλο , τους μιλούσε και τους έλυνε τις απορίες .

Σ ’ αυτόν τον μικρό κύκλο γνώρισε ο Ντέιβιντ την Μασάλ , που ερχότανε με μια θεία της .Υπήρχαν πολλά σύννεφα στον ορίζοντα . Ειρήνη πραγματική δεν υπήρχε . Φήμες για συγκρούσεις και επαναστάσεις διαρκώς ακούγονταν από την κρατική τηλεόραση , που η συσκευή της ήτανε ενσωματωμένη σε όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας . Ο Ντέιβιντ ήτανε πολύ ανήσυχος , γιατί απ ’ όσα έλεγε ο πατέρας του , η εποχή του αντίχριστου δεν ήτανε μακριά . Μπορεί και να είχε αρχίσει .
Τελευταία , μεγάλη συζήτηση γινότανε για κάποιον , που όλο και περισσότερο παρουσιαζότανε στην τηλεόραση , με ένα ήρεμο πρόσωπο και δυο διαπεραστικά μάτια . Λέγανε πως ήτανε κορυφή και πως θα τακτοποιούσε τα παγκόσμια οικονομικά και θα προλάβαινε τον πόλεμο ,που ήτανε έτοιμος να ξεσπάσει .

Όταν πρωτοπήγε στο εργοστάσιο αυτό ο Ντέιβιντ , τον πληρώνανε κανονικά με αληθινά χρήματα , που του δίνανε κάθε Παρασκευή μέσα σ ’ φάκελο , με μια ταινία , που εξηγούσε τα επιδόματα και τις κρατήσεις . Μετά άρχισε μια εντατική προπαγάνδα εναντίον του χρήματος , που το κατηγορούσαν ότι κουβαλάει μικρόβια , ότι πιάνει πολύ χώρο , ότι εύκολα κλέβεται και χάνεται και πολλά άλλα , και ταυτόχρονα διαφημιζόταν το πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα , που δεν είχε αυτά τα ελαττώματα και ήτανε πολύ πρακτικό .

Στην πραγματικότητα ήταν μια μικρή τυπωμένη πλαστική καρτούλα , με διάφορα στοιχεία , κάτι σαν ταυτότητα . Στο αριστερό μέρος λίγο ψηλά είχε ένα σχέδιο , με αρκετές χαρακιές , γραμμούλες παράλληλες , και αριθμούς , που σχημάτιζαν έναν δεκατριαψήφιο αριθμό ,που ήταν και ο αριθμός του κάθε ατόμου , που με αυτό πληρωνότανε . Τις καρτούλες αυτές τις δίνανε κάθε Παρασκευή πρωί και τις παίρνανε κάθε Παρασκευή μεσημέρι , αφού επάνω είχανε γράψει , αόρατα με το μάτι , με ηλεκτρονική εγγραφή , το μισθό που εδικαιούτο ο καθένας . Με την καρτούλα αυτή πήγαινες και στα μεγάλα κρατικά σούπερ μάρκετ και αγόραζες ό ,τι ήθελες . Στο τέλος βάζανε την καρτούλα στη μηχανή και αφαιρούσαν την αξία των αγορασθέντων . Και παλιά κυκλοφορούσαν κάτι παρόμοιες κάρτες , σε άλλη βάση , και τις λέγανε πιστωτικές κάρτες . Μα αυτές , με τις γραμμούλες , τις λέγανε
μπαρκόντ .

Τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε συμβεί . Ο γέροντας πατέρας του Ντέιβιντ , που άκουσε γι ’ αυτές τις κάρτες , ζήτησε να τις δει και τις είδε . Λεφτά πια , από τα παλαιού τύπου , δεν κυκλοφορούσαν . Όλες οι δουλειές γίνονταν με τα πλαστικά λεφτά . Κάθε άνθρωπος , ό ,τι και να ήτανε , είχε την κάρτα του . Ο γέρος λοιπόν , σαν άκουσε τα σχετικά , κούνησε το κεφάλι του και είπε : «Προεόρτια ». Του Ντέιβιντ δεν του άρεσε η κουβέντα αυτή του πατέρα του , και του ζήτησε να εξηγηθεί . Αυτός γέλασε πικριάρικα και απάντησε :
- Παιδί μου , θα γίνουν όλα . Μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια .Περίμενε και θα δεις .
Ο Ντέιβιντ νόμισε πως ήτανε παραξενιά του γέρου και δεν έδωσε συνέχεια . Μα ήτανε ανήσυχος .

Αυτά είχαν γίνει πριν τρία χρόνια . Η συζήτηση με τον πατέρα του ξεχάστηκε , ώσπου τη θυμήθηκε ξαφνικά . Το κρατικό ραδιόφωνο άρχισε μια καινούρια καμπάνια . Άρχισε να κατηγορεί το πλαστικό χρήμα και τις καρτούλες για πολλούς λόγους . Κάποτε κλέβονταν και πηγαίνανε και ψωνίζανε λαθραία . Ύστερα είπαν , πως μερικοί , που πεθαίνανε οι δικοί τους , δεν παραδίνανε την κάρτα στο Δημόσιο όπως έπρεπε και καρπώνονταν το υπόλοιπο . Άλλοι τις χάνανε ή λέγανε πως τις χάνανε
και δημιουργούσαν προβλήματα . Έτσι , η τελευταία ανακοίνωση έλεγε , πως καταργούνται οι πλαστικές κάρτες και πως η Υπηρεσία Προστασίας του Συνόλου
αποφάσισε να κυκλοφορήσει τις ενσωματωμένες κάρτες . «Είναι μια κάρτα μέσα στο σώμα σας , ούτε χάνεται ούτε κλέβεται , μα ούτε και φαίνεται . Είναι η κάρτα σας , δηλαδή είστε εσείς οι ίδιοι ». Έτσι έλεγαν τα κρατικά διαφημιστικά προγράμματα .

Γρήγορα διαδόθηκε πως το σχετικό μηχάνημα είχε παραληφθεί και την Παρασκευή θα έμπαινε σε λειτουργία στο εργοστάσιο . Τον Ντέιβιντ τον ζώσανε τα φίδια . Και κείνα τα λόγια του πατέρα του ; Εάν αυτό ήταν η σφραγίδα του αντιχρίστου , το χάραγμα ; Τι θα έκανε ; Την Παρασκευή το μεσημέρι , κατά την έξοδό τους , με άνεση , παρέδιδαν την παλιά κάρτα και έβαζαν την παλάμη τους σε μια πλάκα όσο το μέγεθος της παλάμης . Στο πλάι ήτανε μια πρασινωπή οθόνη και επάνω τη έγραφε το ποσό που του πίστωναν , το υπόλοιπο που είχε και τον αριθμό της κάρτας του , τον παλιό , που ήτανε ο ίδιος με τον καινούριο . Ο Ντέιβιντ , ανήσυχος , πριν έλθει η σειρά του , έτρεξε μπροστά στο μηχάνημα να παρακολουθήσει . Κοίταξε στη μικρή οθόνη . Στην αρχή δεν είδε τίποτα το ανησυχητικό .Μα ξαφνικά κέρωσε . Στο σχήμα που έδειχνε στην οθόνη την εγγραφή ήτανε δύο αριθμοί , ένας ο αριθμός του εργαζόμενου , μα αυτή τη φορά ήτανε σημαδεμένος , στην αρχή , στη μέση και στο τέλος από ένα «6» και αυτά τα τρία εξάρια σχημάτιζαν ένα δεύτερο αριθμό , «666». Τρομαγμένος το έβαλε στα πόδια και έφυγε .

Τη Δευτέρα πήγε πάλι στη δουλειά του . Μα είδε πως υπήρχε μια καινούρια διαδικασία . Έβαζε ο καθένας το χέρι του σε μια όμοια μηχανή , έκανε ένα κλικ και τραβιότανε μια μπάρα , που άνοιγε την πόρτα . Κατάλαβε πως δεν μπορούσε πια να δουλέψει . Κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε πια να αγοράσει γάλα για το παιδί του . Κατάλαβε πως ο πατέρας του είχε δίκιο . Ναι , θα έπρεπε τώρα να τους διώξουν από το διαμέρισμα και να πεθάνουν από πείνα .Εκεί δίπλα ήταν μια τηλεόραση , και σ ’ αυτήν παρουσιαζότανε το αηδιαστικό εκείνο γλυκερό πρόσωπο , που τον τελευταίο καιρό συχνά παρουσιαζόταν . Κάτι έλεγε , μα του φάνηκε πως τον ειρωνευότανε . Σαν να τον ρωτούσε : «Και τι θα κάνεις τώρα ;» Ένιωσε μια χαρά και έναν ενθουσιασμό μέσα του και σηκώνοντας το χέρι του στον ουρανό , είπε αρκετά δυνατά «Αυτός ξέρει ...» και γελώντας κίνησε να συναντήσει τον πατέρα του.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Δευ Νοέμ 26, 2012 10:28 am
από ΦΩΤΗΣ
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ.

Ένας Ινδός Χριστιανός είχε τη συνήθεια κάθε Κυριακή απόγευμα να βγαίνει από το σπίτι του και να μοιράζει στις γύρω γειτονιές φακέλους,
που είχαν μέσα διάφορα εκκλησιαστικά περιοδικά και έντυπα με περι-
κοπές από την Αγία Γραφή.
Μία Κυριακή όμως που έβρεχε δυνατά αποφάσισε να μείνει στο σπίτι
του.Ο δεκάχρονος γιός του όμως σκέφτηκε να πάρει τη θέση,φόρεσε το αδιάβροχό του και βγήκε έξω με δέκα φακέλους.
Είχε μοιράσει τους εννιά,όταν σταμάτησε και προσευχήθηκε ο Θεός να
τον φωτίσει που να διαθέσει το φάκελο που του έμεινε.Κατευθύνθηκε σε
ένα σπίτι όπου η πόρτα ήταν κλειστή.
Κτύπησε και δεν πήρε απάντηση.Κτύπησε ξανά,αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση.Τελικά,τράνταξε την πόρτα.Μία ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την
πόρτα και τον ρώτησε τι θέλει.Το παιδί έβαλε γρήγορα το δέμα στα χέρια
της και έτρεξε μακριά γιατί το παρουσιαστικό της το τρόμαξε πολύ.
Λίγες μέρες αργότερα σε μία δημόσια χριστιανική εκδήλωση όπου το α-
γόρι και ο πατέρας του παρευρίσκονταν,ο υπεύθυνος ζήτησε από τους α-
νθρώπους που βρίσκοταν εκεί να διηγηθούν ένα περιστατικό,που να δεί-
χνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός τους ευλόγησε κατά τη διάρκεια της
εβδομάδας που πέρασε.
Μία ηλικιωμένη κυρία σηκώθηκε και είπε:Κύριε εγώ ήμουν τόσο απελ-
πισμένη την τελευταία εβδομάδα,που ήθελα να αυτοκτονήσω.Ανακάτευα
το δηλητήριο σε ένα φλυτζάνι όταν κτύπησε η πόρτα.Δεν άνοιξα,αλλα
πρόσθεσα περισσότερο δηλητήριο.Πάλι κτύπησε η πόρτα ,αλλά ήμουν
τόσο αποφασισμένη να αυτοκτονήσω,που την αγνόησα.
Καθώς ήμουν έτοιμη να πιώ το δηλητήριο,ακούστηκε ένα τράνταγμα στη
πόρτα μου.Άνοιξα και είδα ένα μικρό αγόρι.Αυτό έσπρωξε κάτι μέσα στα
χέρια μου και έτρεξε μακριά.
Αυτό που μου έδωσε ήταν ένας φάκελος με περικοπές που μιλούσαν για
την αγάπη του Θεού για μένα.Μία περικοπή παρουσιάζε μία εικόνα του
Ιησού που άπλωνε τα χέρια Του και έλεγε:Έλα σε εμένα και θα σου δώ-
σω ανάπαυση.
Αποφάσισα να πάω σε αυτόν τον Θεό και να τον παρακαλέσω να με βοη-
θήσει.Αυτός απάντησε και σήκωσε το φορτίο μου και μία γλυκιά γαλήνη
γέμισε την καρδιά μου.Σήμερα βρίσκομαι εδώ εξαιτίας της επιμονής ε-
κείνου του μικρού παιδιού που μου έδωσε τις περικοπές.
Η χαρά όλων ήταν μεγάλη ιδιαίτερα όμως χαρά ένιωσε το παιδί εκείνο
που έγινε η αιτία για να σωθεί η γυναίκα από τον αιώνιο θάνατο.

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Τρί Νοέμ 27, 2012 11:00 am
από ΦΩΤΗΣ
ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΑΓΜΑ Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Ένας αγρότης είχε μερικά κουταβάκια, τα οποία ήθελε να πουλήσει. Έφτιαξε λοιπόν μία ταμπέλα που έδινε πληροφορίες για τα μικρά σκυλάκια και κατευθύνθηκε στην άκρη της αυλής για να καρφώσει εκεί την ταμπέλα. Καθώς έβαζε το τελευταίο καρφί, ένιωσε κάποιον να τον τραβάει από τη φόρμα του. Κατέβασε το μάτι του και είδε ένα μικρό αγοράκι.
Κύριε, είπε αυτό, θα ήθελα να αγοράσω ένα από τα κουταβάκια σας. Όμως, είπε ο αγρότης, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του από τον λαιμό του, αυτά τα σκυλάκια είναι πολύ καλή ράτσα και κοστίζουν αρκετά λεφτά. Το αγοράκι χαμήλωσε για λίγο το βέμμα του, αλλά αμέσως άρχισε να
ψάχνει βαθιά στην τσέπη του, έβγαλε μία χούφτα κέρματα και τα έδειξε στον αγρότη. Έχω εδώ 39 σεντς. Είναι αρκετά για να ρίξω μία ματια;
Σίγουρα, είπε ο αγρότης και άφησε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα. Έλα εδώ Ντόλυ, φώναξε καλώντας την. Αμέσως εμφανίστηκε από το σπιτάκι της τρέχοντας η Ντόλυ. Από πίσω της έρχονταν τέσσερις μικρές γούνινες μπαλίτσες. Το αγοράκι έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Τα μάτια του λάμπανε από χαρά.
Καθώς τα σκυλάκια έβγαιναν από το φράχτη, το αγοράκι πρόσεξε πως κάτι σάλευε μέσα στο σκυλόσπιτο. Αργά αργά εμφανίστηκε ένα ακόμη κουταβάκι, αλλά αισθητά μικρότερο από τα άλλα. Άρχισε να γλιστράει στην κατηφόρα και έξαφνα το κουταβάκι άρχισε να χοροπηδάει με ένα
περίεργο τρόπο, καταβάλοντας κάθε προσπάθεια να φτάσει τα υπόλοιπα.
Αυτό θέλω είπε ο μικρός, δείχνοντας το κουτσό σκυλάκι. Ο αγρότης γονάτισε κοντά στο αγοράκι και του είπε: Παιδί μου, δε νομίζω πως θέλεις αυτο το κουταβάκι. Ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου, όπως τα άλλα σκυλιά, γιατί είναι κουτσό.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, το μικρό αγοράκι απομακρύνθηκε από τον φράχτη και σκύβοντας κάτω, άρχισε να ανασηκώνει το ένα πατζάκι του παντελονιού του. Άφησε έτσι να φανεί ένα σιδερένιο στήριγμα στη θέση του ποδιού, που ήταν προσαρμοσμένο σε ένα ειδικό παπούτσι.
Κοιτάζοντας πάλι τον αγρότη είπε: Βλέπετε κύριε, ούτε και εγώ τρέχω τόσο καλά, άλλωστε αυτό το σκυλάκι θα χρειάζεται κάποιον που να έχει κανανόηση, όταν δεν θα μπορεί να τρέχει σαν τα άλλα…

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Νοέμ 29, 2012 9:55 am
από ΦΩΤΗΣ
Μια αφανής αγία...


Σε μια κωμόπολι της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή , ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών , όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.
Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…) .
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής αγία!...
Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»ΠΡΩΤ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011 ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΓΥΝ. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 30, 2012 7:34 pm
από ΦΩΤΗΣ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Ένας γιατρός από την Νέα Υόρκη, με πολλά χρήματα πήγε να περάσει τις διακοπές του σε ένα ξενοδοχείο ενός νησιού της Καραιβικής. Μία Κυριακή πρωί, καθισμένος στη βεράντα είδε από κάτω να περνά μία ομάδα νέγρων, που προφανώς πήγαιναν στην εκκλησία. Είχαν κάτι οι άνθρωποι αυτοί που αυτός δεν το είχε. Ήταν ευτυχισμένοι.
Κατέβηκε και τους πήρε από πίσω. Μπήκε και αυτός στην εκκλησία τους. Ήταν μία καλύβα που είχε ένα παράθυρο και τρύπες στο ταβάνι. Τα πουλιά, την ώρα του κηρύγματος, έμπαιναν από το παράθυρο και έβγαιναν από το ταβάνι.
Μα ήταν όλοι τους, οι πιο πολλοί ξυπόλητοι, τόσο ευτυχισμένοι. Το μυστικό ήταν ο ζωντανός Χριστός που πίστευαν. Κατάλαβε το λάθος του και μετάνιωσε.
Η ευτυχία δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά μας αποκάλυψε ο Χριστός.
Η ευτυχία είναι αποτέλεσμα μιάς επιτυχημένης κοινωνίας με τον Θεό.
Η ευτυχία είναι υπόθεση καρδιάς και αγιασμού, που μόνον ο Χριστός χαρίζει.