«Κυνόδοντας» εναντίον ελληνικής οικογένειας
Δημοσιεύτηκε: Παρ Αύγ 31, 2012 7:14 am
του Γιώργου Πισσαλίδη

«Κυνόδοντας»: η ελληνική οικογένεια ως «φασισμός».
Πρόκειται για την μαύρη κωμωδία του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας» για μια δυσλειτουργική ελληνική οικογένεια που έχει ήδη βραβευτεί στο Φεστιβάλ Καννών 2009 στην κατηγορία «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Αξίζει όμως αυτήν την τιμή;
Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα μεγαλοαστικό εξοχικό με πισίνα κάπου στην Αττική. Οι δύο έφηβες κόρες (Αγγελική Παπούλια, Μαρία Τσώνη) και ο μεγάλος γιος της οικογενείας (Χρίστος Πασσάλης) έχουν μεγαλώσει στο εξοχικό αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό για να μην πάθουν κακό από τους έξω. Η μάνα τους (Μαίρη Βάλλεϋ) είναι και αυτή έγκλειστη αυτή όμως μένει εθελοντικά. Και οι τέσσερεις κάθονται συχνά στα τέσσερα και γαυγίζουν, δείχνοντας ποιος είναι ο αφέντης του σπιτιού.
Ο βασικός τρόπος αποκλεισμού από τον έξω κόσμο είναι οι λανθασμένες ή «κουφές» ερμηνείες των λέξεων. Έτσι η αρχική σκηνή δείχνει τους τρεις γόνους της οικογενείας να κοιτούν αμήχανα ο ένας τον άλλο, ενώ ένα κασετόφωνο παλιάς κοπής (δεκαετίας ’70-’80) τους διδάσκει ότι «θάλασσα» είναι μια δερμάτινη καρέκλα, «καραμπίνα» είναι ένας λευκός άνεμος. Κάπου στο τέλος μαθαίνουν ότι «ζόμπι» είναι μικρά κίτρινα λουλούδια.
Ο μόνος που μπαινοβγαίνει στην έπαυλη είναι ο πατέρας (Χρήστος Στεργιόγλου) που είναι αφεντικό σε ένα εργοστάσιο χωρίς όνομα και που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τι παράγει. Είναι αυτός που φέρνει την Χριστίνα, μία υπάλληλο του εργοστασίου, που την αγκαζάρει για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορμές του γιου του. Μάλιστα πριν την φέρει στην έπαυλη της καλύπτει τα μάτια. Το σεξ ανάμεσα στους δύο νέους είναι μηχανικό και έχει τόσο πάθος, όσο και μία επίσκεψη στον οδοντίατρο. Υπ’ όψιν ότι η Χριστίνα είναι το μόνο άτομο που το όνομα του μαθαίνουμε στην ταινία. Όλοι οι άλλοι ήρωες είναι ανώνυμοι.
Εδώ να πούμε ότι ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από την ρήση του πατέρα ότι θα σταματήσουν να είναι έγκλειστοι όταν θα πέσει ο δεξιός τους κυνόδοντας. Δηλαδή ποτέ. Για να επιτείνει τον εγκλωβισμό τους ο πατέρας λέει στα παιδιά ότι έξω υπάρχει ένας ακόμα γιος ή ότι υπάρχουν γάτες που τρώνε παιδιά. Έτσι όταν μια γλυκιά γάτα κάνει εμφανίζεται στο γρασίδι του κήπου ο γιος την σκοτώνει με το ψαλίδι κηπουρικής σε μια αποτρόπαια σκηνή (Να ξεσηκωθούν αμέσως οι ακτιβιστές της PETA και να ακυρώσουν την βράβευση της ταινίας!)
Όμως ο εγκλωβισμός εξοκείλει τελείως, όταν η Χριστίνα υπόσχεται στην μεγάλη κόρη μια στέκα που φωσφορίζει, αν της γλύψει το «πληκτρολόγιο» (νομίζω καταλαβαίνετε τι είναι αυτό). Ή όταν τα τρία αδέλφια επιδίδονται σε αιμομικτικό σεξ.
Η ταινία υποτίθεται ότι σατιρίζει την υπερπροστατευτική στάση της ελληνικής οικογενείας, αλλά το μόνο που βλέπουμε είναι ο θεσμός της οικογένειας ως «φασισμός». Μάλιστα για αυτή του την άποψη , ο Λάνθιμος επιβραβεύεται, πάντα με το πρόσχημα της «προχωρημένης τεχνικής».
Δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση να γυρίζονται και τέτοιου είδους ταινίες, αρκεί να γυριζόταν και οι αντίθετες ταινίες, που θα υμνούσαν τις Ελληνικές αξίες. Όμως το μόνο που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι «επιθετικές» στον θεατή ταινίες σαν τον «Κυνόδοντα», το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη και το «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγκάρη. Εκεί που είχαμε τον Αγγελόπουλο να δηλώνει «η χώρα μου πέθανε» ή να αναζητά «σωτηρία» από την Ελλάδα στην Αλβανία, τώρα έχουμε μια κατά πρόσωπο επίθεση στις ελληνικές αξίες. Μην απορείτε για αυτό. Όλοι τους μεγάλωσαν μέσα στην Μεταπολίτευση και ανατράφηκαν με τις κυρίαρχες στον χώρο των Τεχνών αριστερές αξίες.
Εδώ να πούμε ότι ο «Κυνόδοντας» έχει εκθειασθεί από τις καλύτερες πένες της κινηματογραφικής κριτικής. Ο Ρότζερ Έμπερτ, ο κορυφαίος κριτικός της Αμερικής, δήλωσε: «Ο «Κυνόδοντας» είναι σαν ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου μακριά. Ο Γιώργος Λάνθιμος κάνει την ταινία με πλήρη έλεγχο των τεχνικών μέσων και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες». Οι Times έγραψαν: «Ευφυής, πνευματώδης δημιουργία, μία αυθεντική πρωτοτυπία και μία από τις πιο σκοτεινές και παράξενες ταινίες της χρονιάς». Ο Πωλ Μπράντσω του Guardian την περιέγραψε ως «μια μαύρη κωμωδία, ποίημα δυσλειτουργίας» και «μεγαλοφυές και παράξενο φιλμ, εξαίσιο ερμηνευμένο και παγερά ελεγμένο» που «σε καθηλώνει από τις πρώτες σκηνές» και που «απηχεί Μικαέλ Χάνεκε» (σ.σ. ο σκηνοθέτης της «Λευκής Κορδέλας»)
Εδώ να σημειώσουμε ότι πολλοί περιγράφουν την ταινία ως σουρεαλιστική ή μαύρη κωμωδία. Όμως για μας δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά στο πνεύμα η την ποιότητα των αδελφών Μαρξ, του Μπουνουέλ η των Μόντυ Πάυθονς,. Για μας ο «Κυνόδοντας» είναι καλύτερος από πολλές φεστιβαλικές ταινίες που παίζονται στην Θεσσαλονίκη. Όμως δεν καταλαβαίνουμε όλον αυτόν τον θόρυβο, ούτε γιατί πάει για Όσκαρ.
Στα θετικά πάντως μετράμε την ερμηνεία του Στεργιόγλου που δείχνει να απολαμβάνει τον ρόλο του. Εξαιρετική επίσης η Αγγελική Παπούλια τόσο στο αλά «Φλασντάνς» ρομποτικό χορευτικό της, όσο και όταν αποφασίζει να βιάσει την έξοδο της από το σπίτι. Καλύτερη ατάκα όταν ο πατέρας τους λέει ότι ο Σινάτρα του «Fly Me to the Moon» είναι ο αγαπημένος τους θείος και ερμηνεύει το τραγούδι ως ύμνο υπέρ της ιδέας του σπιτιού.
Κανονικά θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε για κάθε ελληνικό θρίαμβο στο εξωτερικό, αλλά...

«Κυνόδοντας»: η ελληνική οικογένεια ως «φασισμός».
Πρόκειται για την μαύρη κωμωδία του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας» για μια δυσλειτουργική ελληνική οικογένεια που έχει ήδη βραβευτεί στο Φεστιβάλ Καννών 2009 στην κατηγορία «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Αξίζει όμως αυτήν την τιμή;
Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα μεγαλοαστικό εξοχικό με πισίνα κάπου στην Αττική. Οι δύο έφηβες κόρες (Αγγελική Παπούλια, Μαρία Τσώνη) και ο μεγάλος γιος της οικογενείας (Χρίστος Πασσάλης) έχουν μεγαλώσει στο εξοχικό αποκλεισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό για να μην πάθουν κακό από τους έξω. Η μάνα τους (Μαίρη Βάλλεϋ) είναι και αυτή έγκλειστη αυτή όμως μένει εθελοντικά. Και οι τέσσερεις κάθονται συχνά στα τέσσερα και γαυγίζουν, δείχνοντας ποιος είναι ο αφέντης του σπιτιού.
Ο βασικός τρόπος αποκλεισμού από τον έξω κόσμο είναι οι λανθασμένες ή «κουφές» ερμηνείες των λέξεων. Έτσι η αρχική σκηνή δείχνει τους τρεις γόνους της οικογενείας να κοιτούν αμήχανα ο ένας τον άλλο, ενώ ένα κασετόφωνο παλιάς κοπής (δεκαετίας ’70-’80) τους διδάσκει ότι «θάλασσα» είναι μια δερμάτινη καρέκλα, «καραμπίνα» είναι ένας λευκός άνεμος. Κάπου στο τέλος μαθαίνουν ότι «ζόμπι» είναι μικρά κίτρινα λουλούδια.
Ο μόνος που μπαινοβγαίνει στην έπαυλη είναι ο πατέρας (Χρήστος Στεργιόγλου) που είναι αφεντικό σε ένα εργοστάσιο χωρίς όνομα και που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τι παράγει. Είναι αυτός που φέρνει την Χριστίνα, μία υπάλληλο του εργοστασίου, που την αγκαζάρει για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορμές του γιου του. Μάλιστα πριν την φέρει στην έπαυλη της καλύπτει τα μάτια. Το σεξ ανάμεσα στους δύο νέους είναι μηχανικό και έχει τόσο πάθος, όσο και μία επίσκεψη στον οδοντίατρο. Υπ’ όψιν ότι η Χριστίνα είναι το μόνο άτομο που το όνομα του μαθαίνουμε στην ταινία. Όλοι οι άλλοι ήρωες είναι ανώνυμοι.
Εδώ να πούμε ότι ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από την ρήση του πατέρα ότι θα σταματήσουν να είναι έγκλειστοι όταν θα πέσει ο δεξιός τους κυνόδοντας. Δηλαδή ποτέ. Για να επιτείνει τον εγκλωβισμό τους ο πατέρας λέει στα παιδιά ότι έξω υπάρχει ένας ακόμα γιος ή ότι υπάρχουν γάτες που τρώνε παιδιά. Έτσι όταν μια γλυκιά γάτα κάνει εμφανίζεται στο γρασίδι του κήπου ο γιος την σκοτώνει με το ψαλίδι κηπουρικής σε μια αποτρόπαια σκηνή (Να ξεσηκωθούν αμέσως οι ακτιβιστές της PETA και να ακυρώσουν την βράβευση της ταινίας!)
Όμως ο εγκλωβισμός εξοκείλει τελείως, όταν η Χριστίνα υπόσχεται στην μεγάλη κόρη μια στέκα που φωσφορίζει, αν της γλύψει το «πληκτρολόγιο» (νομίζω καταλαβαίνετε τι είναι αυτό). Ή όταν τα τρία αδέλφια επιδίδονται σε αιμομικτικό σεξ.
Η ταινία υποτίθεται ότι σατιρίζει την υπερπροστατευτική στάση της ελληνικής οικογενείας, αλλά το μόνο που βλέπουμε είναι ο θεσμός της οικογένειας ως «φασισμός». Μάλιστα για αυτή του την άποψη , ο Λάνθιμος επιβραβεύεται, πάντα με το πρόσχημα της «προχωρημένης τεχνικής».
Δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση να γυρίζονται και τέτοιου είδους ταινίες, αρκεί να γυριζόταν και οι αντίθετες ταινίες, που θα υμνούσαν τις Ελληνικές αξίες. Όμως το μόνο που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι «επιθετικές» στον θεατή ταινίες σαν τον «Κυνόδοντα», το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη και το «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγκάρη. Εκεί που είχαμε τον Αγγελόπουλο να δηλώνει «η χώρα μου πέθανε» ή να αναζητά «σωτηρία» από την Ελλάδα στην Αλβανία, τώρα έχουμε μια κατά πρόσωπο επίθεση στις ελληνικές αξίες. Μην απορείτε για αυτό. Όλοι τους μεγάλωσαν μέσα στην Μεταπολίτευση και ανατράφηκαν με τις κυρίαρχες στον χώρο των Τεχνών αριστερές αξίες.
Εδώ να πούμε ότι ο «Κυνόδοντας» έχει εκθειασθεί από τις καλύτερες πένες της κινηματογραφικής κριτικής. Ο Ρότζερ Έμπερτ, ο κορυφαίος κριτικός της Αμερικής, δήλωσε: «Ο «Κυνόδοντας» είναι σαν ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου μακριά. Ο Γιώργος Λάνθιμος κάνει την ταινία με πλήρη έλεγχο των τεχνικών μέσων και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες». Οι Times έγραψαν: «Ευφυής, πνευματώδης δημιουργία, μία αυθεντική πρωτοτυπία και μία από τις πιο σκοτεινές και παράξενες ταινίες της χρονιάς». Ο Πωλ Μπράντσω του Guardian την περιέγραψε ως «μια μαύρη κωμωδία, ποίημα δυσλειτουργίας» και «μεγαλοφυές και παράξενο φιλμ, εξαίσιο ερμηνευμένο και παγερά ελεγμένο» που «σε καθηλώνει από τις πρώτες σκηνές» και που «απηχεί Μικαέλ Χάνεκε» (σ.σ. ο σκηνοθέτης της «Λευκής Κορδέλας»)
Εδώ να σημειώσουμε ότι πολλοί περιγράφουν την ταινία ως σουρεαλιστική ή μαύρη κωμωδία. Όμως για μας δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά στο πνεύμα η την ποιότητα των αδελφών Μαρξ, του Μπουνουέλ η των Μόντυ Πάυθονς,. Για μας ο «Κυνόδοντας» είναι καλύτερος από πολλές φεστιβαλικές ταινίες που παίζονται στην Θεσσαλονίκη. Όμως δεν καταλαβαίνουμε όλον αυτόν τον θόρυβο, ούτε γιατί πάει για Όσκαρ.
Στα θετικά πάντως μετράμε την ερμηνεία του Στεργιόγλου που δείχνει να απολαμβάνει τον ρόλο του. Εξαιρετική επίσης η Αγγελική Παπούλια τόσο στο αλά «Φλασντάνς» ρομποτικό χορευτικό της, όσο και όταν αποφασίζει να βιάσει την έξοδο της από το σπίτι. Καλύτερη ατάκα όταν ο πατέρας τους λέει ότι ο Σινάτρα του «Fly Me to the Moon» είναι ο αγαπημένος τους θείος και ερμηνεύει το τραγούδι ως ύμνο υπέρ της ιδέας του σπιτιού.
Κανονικά θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε για κάθε ελληνικό θρίαμβο στο εξωτερικό, αλλά...