Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Γέννεσις
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Γέννεσις
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α 1 ΕΝ αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην
Ο ουρανός και η γη ως περιβάλλον του ανθρώπου
Κατά τους κοσμολόγους, η δημιουργία τού Σύμπαντος, έγινε περισσότερο από 12.000.000.000 έτη πριν, ίσως και πολύ περισσότερο. Αντιθέτως, κάποιοι ερμηνευτές τής Αγίας Γραφής, θεωρούν ότι τα λεγόμενα τής Γένεσης στο κεφάλαιο 1/α΄ και εδάφιο 1, αναφέρονται σε αυτή ακριβώς τη δημιουργία. Εκεί όμως, μιλάει για εντελώς διαφορετικό πράγμα. Μιλάει για τη διαμόρφωση τής γης, ως κατοικία τού ανθρώπου, και όχι για τη δημιουργία τού σύμπαντος. Εκεί λέει: ΄΄Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην΄΄.
Στη συνέχεια, αναλύει τη διαμόρφωση τής γης σε 6 ΄΄ημέρες΄΄ ή φάσεις, για να δεχθεί τον άνθρωπο.
Ο Μωυσής όμως, στην Έξοδο 20/κ΄ 11, αναφέρεται στο ίδιο γεγονός ΄΄δημιουργίας ουρανού και γης΄΄, δείχνοντας ότι η αφήγησή του στη Γένεση, δε μιλάει για τη δημιουργία τού σύμπαντος, αλλά για την ΄΄εξαήμερη΄΄ διαμόρφωση τής γης για κατοικία τού ανθρώπου. (Και είναι λογικό ότι ο ίδιος ο Μωυσής γνώριζε τι εννοούσε όταν έγραφε τη Γένεση, καλύτερα από οποιονδήποτε κατοπινό ερμηνευτή).
Εκεί λέει τα εξής: ΄΄διότι εις έξ ημέρας εποίησεν ο Κύριος τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν' αυτοίς...΄΄ Αυτό σημαίνει, ότι το Γένεσις 1/α΄ 1, δεν είναι κάτι διαφορετικό, αλλά μια περιληπτική αναφορά για τα παρακάτω, όπου αναλύονται μία μία οι έξι δημιουργικές ημέρες.
Με αυτό, συμφωνούν και τα παρακάτω εδάφια τής Γένεσης, στο 1/α΄ 6 - 10, όπου ξεκαθαρίζεται ότι ο Μωυσής, με τη λέξη: ΄΄ουρανός΄΄, δεν εννοεί το διάστημα, αλλά το χώρο που ορίζεται από την επιφάνεια τής θάλασσας, ως τα σύννεφα, και με τη λέξη: ΄΄γη΄΄, εννοεί την ΄΄ξηρά΄΄, και όχι τον πλανήτη.
΄΄Και είπεν ο Θεός: ΄΄Γενηθήτω στερέωμα αναμέσον τών υδάτων, και ας διαχωρίζει ύδατα από υδάτων. Και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρησε τα ύδατα τα υποκάτωθεν τού στερεώματος, από τών υδάτων τών επάνωθεν τού στερεώματος. Και έγινεν ούτω. Και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα: ΄΄Ουρανόν΄΄... (Γένεσις 1/α΄ 6 - 8).
...και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν: ΄΄γην΄΄. Και το σύναγμα τών υδάτων εκάλεσε: ΄΄θάλασσας΄΄. (1/α΄ 10).
Στα παραπάνω εδάφια είναι επίσης σημαντικό, ότι στη λέξη ΄΄γη΄΄ δεν περιλαμβάνει τη ΄΄θάλασσα΄΄, την οποία διαφοροποιεί. Δεν μιλάει λοιπόν για τον πλανήτη, τού οποίου μεγάλο μέρος είναι νερό.
Όταν λοιπόν στο πρώτο εδάφιο τής Αγίας Γραφής λέει: ΄΄Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην΄΄, μιλάει για τη διαμόρφωση τού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και κινείται ο άνθρωπος. Την ίδια έννοια έχουν οι λέξεις: ΄΄ουρανός και γη΄΄, όπου συναντώνται μαζί.
Τα παραπάνω είναι σημαντικά, για την κατανόηση Αγιογραφικών χωρίων, όπου αναφέρονται οι λέξεις: ΄΄ουρανός΄΄ και ΄΄γη΄΄, και που συχνά παρανοούνται. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, ότι οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής, όταν μιλούσαν για τη ΄΄γη΄΄, δεν είχαν υπ' όψιν τους τον ΄΄πλανήτη΄΄, (όπως εμείς σήμερα που τον είδαμε από το διάστημα), αλλά το έδαφος που πατούσαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μιλούσαν για τον ΄΄ουρανό΄΄, δεν φαντάζονταν το αχανές διάστημα που γνωρίζουμε εμείς λόγω τών διαστημοπλοίων και τών τηλεσκοπίων, αλλά τον ΄΄θόλο΄΄ που περιέβαλλε την ξηρά, με κορυφή τα σύννεφα. Πιθανώς μάλιστα, τόσο ο Μωυσής, (όσο και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που ερμήνευσαν το έργο του), φαντάζονταν ότι η αρχή τού χρόνου, ξεκινούσε με τη δημιουργία τής γης, όπως αναφέρεται στη Γένεση. Αυτοί, δε γνώριζαν ότι για τη δημιουργία τής γης, έπρεπε να προηγηθεί η ζωή και η έκρηξη ενός άλλου άστρου παλαιότερου τού ηλίου, το οποίο θα μετέτρεπε το υδρογόνο του στα γνωστά και απαραίτητα για τη ζωή στοιχεία που αποτελούν τη γη.
Τα παραπάνω, σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογούν τις απόψεις τών Μανιχαίων.
Σε πείσμα τών Γνωστικών και τών Μανιχαίων, που υποστήριζαν ότι ο Θεός απλώς διαμόρφωσε το σύμπαν από προυπάρχουσα ύλη, και δεν το δημιούργησε από το μηδέν, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, γράφει στην αρχή τού πρώτου κεφαλαίου τού Ευαγγελίου του για τον Ιησού Χριστό: ΄΄Στην Αρχή ήταν ο Λόγος... Τα πάντα έγιναν δι' Αυτού, και χωρίς Αυτόν, δεν έγινε ούτε ένα από όσα έγιναν΄΄. Εδώ, μιλάει σαφώς για την αρχή τού χρόνου, (όποτε κι αν ήταν αυτή), και μας πληροφορεί, ότι τότε ΄΄ήταν΄΄, (υπήρχε), ο Λόγος, και έκανε τα πάντα. Προφανώς, και ο Μωυσής, αν γνώριζε τις λεπτομέρειες τής σημερινής επιστήμης, θα ξεκινούσε ίσως από εκεί την αφήγηση τής δημιουργίας τού Θεού. Επικεντρώθηκε όμως, στα όσα ενδιέφεραν τον επίγειο παρατηρητή, για την αρχή τής επιγείου δημιουργίας, ως τόπο κατοικίας τού ανθρώπου.
Μια άλλη συνηθισμένη έννοια τής λέξης: ΄΄γη΄΄ στην Αγία Γραφή, είναι κάποια συγκεκριμμένη τοποθεσία, που κάθε φορά η τοποθεσία της γίνεται κατανοητή από τα συμφραζόμενα τού εδαφίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα στρατεύματα τού Γωγ, κυκλώνουν τη ΄΄γη΄΄, την άγια γη τής Ιερουσαλήμ, και όχι τον πλανήτη, ο οποίος δεν θα μπορούσε να κυκλωθεί. (Αποκάλυψις 20/κ΄ 9).
Ο ουρανός ως κατοικία του Θεού
Η λέξη ΄΄ουρανός΄΄ όμως, έχει άλλη έννοια, όταν αναφέρεται ως περιβάλλον κατοικίας τού Θεού.
Όταν ο άνθρωπος παρατηρεί το περιβάλλον του, είναι αναπόφευκτο να συνειδητοποιεί τη μικρότητά του, και το πόσο ασήμαντος είναι σε σχέση με τα ουράνια φαινόμενα που παρατηρει. (Ιώβ 36/λς΄ 22 - 37/λζ΄ 13).
Είναι λοιπόν φανερό στον άνθρωπο, ότι η ύπαρξη τού Δημιουργού του χώρου στον οποίο ζούμε, η ύπαρξη τού Δημιουργού αυτών τών φοβερών φαινομένων, πρέπει να είναι ανώτερη από τη δική μας, και δεν μπορεί να περιορίζεται στη γη μας, που είναι δικό Του δημιούργημα. (Ιώβ 38/λη΄ 4 - 11).
Πού λοιπόν θα αναζητήσουμε ΕΚΕΙΝΟΝ τον μεγαλειώδη Δημιουργό; Μα πού αλλού; Κάπου πιο πάνω από εμάς, πιο πάνω απ' όσα έφτιαξε. Και πιο πάνω από εμάς, είναι ο ουρανός. Εκεί ο άνθρωπος έστρεψε το βλέμμα του, εκεί αναζήτησε τον ΄΄ψηλότερο΄΄ απ' αυτόν Δημουργό. (Ησαϊας 40/μ΄ 26. Ψαλμός 144/ρμδ΄ 3 - 5. 113/ριγ΄ 4 - 6).
΄Ετσι, ο ΄΄ουρανός΄΄, έφτασε να σημαίνει ακόμα, τον ΄΄τόπο΄΄ κατοικίας τού Θεού. (Ψαλμός 2/β΄ 4).
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι ο Θεός ζει κάπου στο διάστημα, ούτε ότι ζει σε κάποιο σημείο τού σύμπαντος που Αυτός δημιούργησε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχει ανάγκη από τη δημιουργία του για να κατοικεί εκεί; Αν πάλι δεν την έχει ανάγκη, δεν μπορεί να κατοικεί στο διάστημα, το οποίο αυτός δημιούργησε.
Για να το καταλάβουμε αυτό, ας κάνουμε έναν συλλογισμό:
Η γη είναι στρογγυλή, και περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, και μαζί με τον ήλιο ταξιδεύει γύρω από το κέντρο τού γαλαξία μας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, ένα σημείο στην επιφάνειά της, αλλάζει συνεχώς θέση ως προς το σύμπαν. Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως κάποιος στην Ελλάδα δείχνει ίσια πάνω στον ουρανό, και λέει: ΄΄Ο Θεός είναι εκεί στον ουρανό΄΄. Την ίδια στιγμή στην Αυστραλία, στο αντίθετο σημείο τής γης, ένας άλλος άνθρωπος δείχνει ψηλά στον ουρανό, και λέει και αυτός: ΄΄Ο Θεός είναι εκεί στον ουρανό΄΄.
Επειδή όμως η γη είναι στρογγυλή και αυτοί βρίσκονται στα δύο αντίθετα άκρα της, στην πραγματικότητα δείχνουν σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση ο ένας από τον άλλο, λέγοντας και οι δύο, πως ΄΄εκεί΄΄ κατοικεί ο Θεός. Τελικά λοιπόν, σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις κατοικεί ο Θεός;
Γι' αυτό στην Αγία Γραφή, ο ίδιος ο Θεός ενέπνευσε τον σοφό βασιλιά Σολωμώντα να πει: μ΄΄Οι ουρανοί τών ουρανών δεν μπορούν να σε χωρέσουν΄΄ δείχνοντας την ΄΄πανταχού παρουσία΄΄ τού Θεού, αλλά και το ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε συγκεκριμμένο τόπο. (Ιερεμίας 23/κγ΄ 24. Α΄ Βασιλέων 8/η΄ 27. Ψαλμός 139/ρλθ΄ 8). Ο Θεός είναι απλά ανώτερος από τον άνθρωπο, ΄΄όπως ο ουρανός είναι ανώτερος από τη γη΄΄. (Ψαλμός 113/ριγ΄ 4 - 6. 103/ργ΄ 11. 99/ θ΄ 1,2). Άλλωστε, δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής να εννοούν ως τόπο κατοικίας τού Θεού το διάστημα, μια και δεν το γνώριζαν, παρά μόνο ως κάτι ψηλότερο από αυτούς.
Όταν λοιπόν η λέξη ΄΄ουρανός΄΄ αναφέρεται ως τόπος κατοικίας τού Θεού, εννοεί την ανώτερη μορφή ύπαρξης τού Θεού. (Για περισσότερα, δες τη μελέτη τής ίδιας σειράς, με θέμα: ΄΄Η πανταχού παρουσία τού Θεού΄΄).
Ο απόστολος Παύλος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες ύπαρξης, στην Β΄ Κορινθίους 12/ιβ΄ 2 - 4, όταν μας αποκαλύπτει ότι ΄΄μεταφέρθηκε ως τον 3ο ουρανό, στον Παράδεισο, και άκουσε πράγματα ανέκφραστα΄΄. Έχουμε δηλαδή βαθμίδες ύπαρξης, ψηλότερες από τη γήινη φθαρτή μορφή ύπαρξης.
Αυτό δείχνει και η έκφραση: ΄΄ουρανός τών ουρανών΄΄ (Α΄ Βασιλέων 8/η΄ 27). Δηλαδή, ότι και οι ουρανοί έχουν κάτι ψηλότερο και ανώτερο απ' αυτούς, έναν ψηλότερο ουρανό, που όμως και αυτός ΄΄δεν μπορεί να χωρέσει΄΄ τον ΄΄πανταχού παρόντα΄΄ Θεό, τον ΄΄υψηλότερο τών ουρανών΄΄. (Εφεσίους 4/δ΄ 10).
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι αναφορές τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όταν αναφέρεται στον ουρανό. Ο ίδιος έρχεται από αυτή την ανώτερη πραγματικότητα, τον δικό Του ανώτερο κόσμο, στο δικό μας, και σ' αυτόν επιστρέφει: ΄΄Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο Υιός τού ανθρώπου΄΄. (Ιωάννης 3/γ΄ 13. 6/ς΄ 26).
Πολίτες αυτής τής ανώτερης (ουράνιας) πραγματικότητας, είναι ήδη οι Χριστιανοί που με το άγιο βάπτισμα ενώθηκαν μαζί με τον Ιησού Χριστό. (Εφεσίους 2/β΄ 6). Ωστόσο, το έργο τού Ιησού συνεχίζεται, ώσπου να γίνει το θέλημά του, όπως στον ουρανό, και στη γη, (Ματθαίος 6/ς΄ 10), και να συνδιαλαγούν ΄΄τα πάντα δι' αυτού, είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς΄΄. (Κολοσσαείς 1/α΄ 20).
Ο ουρανός ως κατοικία των αγίων
΄΄Ημών (τών Χριστιανών) το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει΄΄, (Φιλιππισίους 3/γ΄ 20,21), αλλά δεν αρνούμεθα τη γη, την τωρινή μας κατοικία, όπως δεν την αρνήθηκαν και οι προ Χριστού πιστοί, ΄΄αν και περίμεναν την επουράνια πατρίδα΄΄. (Εβραίους 11/ια΄ 13 - 16). Η λειτουργική προσευχή, δίνει φωνή στη γη, σε ό,τι περιέχεται στη γη, και σε ό,τι παράγεται με την εργασία. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος λειτουργεί ως ΄΄ιερέας΄΄ τής γης, κάνοντάς την να υψώνεται προς το Θεό. Ο άνθρωπος είναι ΄΄βασιλιάς και ιερέας τής γης΄΄ (Αποκάλυψις 5/ε΄ 10).
Περιμένουμε την ΄΄απελευθέρωσή της από τη φθορά΄΄, (Ρωμαίους 8/η΄ 19 κλπ), ούτως ώστε όταν ΄΄παρέλθει΄΄ η σημερινή της μορφή, να αντικατασταθεί από την καινούργια γη. Επειδή, ΄΄κατά την υπόσχεση του Θεού, καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη προσμένουμε, όπου σ' αυτό το νέο ανώτερο περιβάλλον κατοικίας μας, κατοικεί δικαιοσύνη΄΄. (Β΄ Πέτρου 3/γ΄ 13).
Ο ουρανός και η γη ως περιβάλλον του ανθρώπου
Κατά τους κοσμολόγους, η δημιουργία τού Σύμπαντος, έγινε περισσότερο από 12.000.000.000 έτη πριν, ίσως και πολύ περισσότερο. Αντιθέτως, κάποιοι ερμηνευτές τής Αγίας Γραφής, θεωρούν ότι τα λεγόμενα τής Γένεσης στο κεφάλαιο 1/α΄ και εδάφιο 1, αναφέρονται σε αυτή ακριβώς τη δημιουργία. Εκεί όμως, μιλάει για εντελώς διαφορετικό πράγμα. Μιλάει για τη διαμόρφωση τής γης, ως κατοικία τού ανθρώπου, και όχι για τη δημιουργία τού σύμπαντος. Εκεί λέει: ΄΄Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην΄΄.
Στη συνέχεια, αναλύει τη διαμόρφωση τής γης σε 6 ΄΄ημέρες΄΄ ή φάσεις, για να δεχθεί τον άνθρωπο.
Ο Μωυσής όμως, στην Έξοδο 20/κ΄ 11, αναφέρεται στο ίδιο γεγονός ΄΄δημιουργίας ουρανού και γης΄΄, δείχνοντας ότι η αφήγησή του στη Γένεση, δε μιλάει για τη δημιουργία τού σύμπαντος, αλλά για την ΄΄εξαήμερη΄΄ διαμόρφωση τής γης για κατοικία τού ανθρώπου. (Και είναι λογικό ότι ο ίδιος ο Μωυσής γνώριζε τι εννοούσε όταν έγραφε τη Γένεση, καλύτερα από οποιονδήποτε κατοπινό ερμηνευτή).
Εκεί λέει τα εξής: ΄΄διότι εις έξ ημέρας εποίησεν ο Κύριος τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν' αυτοίς...΄΄ Αυτό σημαίνει, ότι το Γένεσις 1/α΄ 1, δεν είναι κάτι διαφορετικό, αλλά μια περιληπτική αναφορά για τα παρακάτω, όπου αναλύονται μία μία οι έξι δημιουργικές ημέρες.
Με αυτό, συμφωνούν και τα παρακάτω εδάφια τής Γένεσης, στο 1/α΄ 6 - 10, όπου ξεκαθαρίζεται ότι ο Μωυσής, με τη λέξη: ΄΄ουρανός΄΄, δεν εννοεί το διάστημα, αλλά το χώρο που ορίζεται από την επιφάνεια τής θάλασσας, ως τα σύννεφα, και με τη λέξη: ΄΄γη΄΄, εννοεί την ΄΄ξηρά΄΄, και όχι τον πλανήτη.
΄΄Και είπεν ο Θεός: ΄΄Γενηθήτω στερέωμα αναμέσον τών υδάτων, και ας διαχωρίζει ύδατα από υδάτων. Και εποίησεν ο Θεός το στερέωμα, και διεχώρησε τα ύδατα τα υποκάτωθεν τού στερεώματος, από τών υδάτων τών επάνωθεν τού στερεώματος. Και έγινεν ούτω. Και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα: ΄΄Ουρανόν΄΄... (Γένεσις 1/α΄ 6 - 8).
...και εκάλεσεν ο Θεός την ξηράν: ΄΄γην΄΄. Και το σύναγμα τών υδάτων εκάλεσε: ΄΄θάλασσας΄΄. (1/α΄ 10).
Στα παραπάνω εδάφια είναι επίσης σημαντικό, ότι στη λέξη ΄΄γη΄΄ δεν περιλαμβάνει τη ΄΄θάλασσα΄΄, την οποία διαφοροποιεί. Δεν μιλάει λοιπόν για τον πλανήτη, τού οποίου μεγάλο μέρος είναι νερό.
Όταν λοιπόν στο πρώτο εδάφιο τής Αγίας Γραφής λέει: ΄΄Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην΄΄, μιλάει για τη διαμόρφωση τού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και κινείται ο άνθρωπος. Την ίδια έννοια έχουν οι λέξεις: ΄΄ουρανός και γη΄΄, όπου συναντώνται μαζί.
Τα παραπάνω είναι σημαντικά, για την κατανόηση Αγιογραφικών χωρίων, όπου αναφέρονται οι λέξεις: ΄΄ουρανός΄΄ και ΄΄γη΄΄, και που συχνά παρανοούνται. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, ότι οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής, όταν μιλούσαν για τη ΄΄γη΄΄, δεν είχαν υπ' όψιν τους τον ΄΄πλανήτη΄΄, (όπως εμείς σήμερα που τον είδαμε από το διάστημα), αλλά το έδαφος που πατούσαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μιλούσαν για τον ΄΄ουρανό΄΄, δεν φαντάζονταν το αχανές διάστημα που γνωρίζουμε εμείς λόγω τών διαστημοπλοίων και τών τηλεσκοπίων, αλλά τον ΄΄θόλο΄΄ που περιέβαλλε την ξηρά, με κορυφή τα σύννεφα. Πιθανώς μάλιστα, τόσο ο Μωυσής, (όσο και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που ερμήνευσαν το έργο του), φαντάζονταν ότι η αρχή τού χρόνου, ξεκινούσε με τη δημιουργία τής γης, όπως αναφέρεται στη Γένεση. Αυτοί, δε γνώριζαν ότι για τη δημιουργία τής γης, έπρεπε να προηγηθεί η ζωή και η έκρηξη ενός άλλου άστρου παλαιότερου τού ηλίου, το οποίο θα μετέτρεπε το υδρογόνο του στα γνωστά και απαραίτητα για τη ζωή στοιχεία που αποτελούν τη γη.
Τα παραπάνω, σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογούν τις απόψεις τών Μανιχαίων.
Σε πείσμα τών Γνωστικών και τών Μανιχαίων, που υποστήριζαν ότι ο Θεός απλώς διαμόρφωσε το σύμπαν από προυπάρχουσα ύλη, και δεν το δημιούργησε από το μηδέν, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, γράφει στην αρχή τού πρώτου κεφαλαίου τού Ευαγγελίου του για τον Ιησού Χριστό: ΄΄Στην Αρχή ήταν ο Λόγος... Τα πάντα έγιναν δι' Αυτού, και χωρίς Αυτόν, δεν έγινε ούτε ένα από όσα έγιναν΄΄. Εδώ, μιλάει σαφώς για την αρχή τού χρόνου, (όποτε κι αν ήταν αυτή), και μας πληροφορεί, ότι τότε ΄΄ήταν΄΄, (υπήρχε), ο Λόγος, και έκανε τα πάντα. Προφανώς, και ο Μωυσής, αν γνώριζε τις λεπτομέρειες τής σημερινής επιστήμης, θα ξεκινούσε ίσως από εκεί την αφήγηση τής δημιουργίας τού Θεού. Επικεντρώθηκε όμως, στα όσα ενδιέφεραν τον επίγειο παρατηρητή, για την αρχή τής επιγείου δημιουργίας, ως τόπο κατοικίας τού ανθρώπου.
Μια άλλη συνηθισμένη έννοια τής λέξης: ΄΄γη΄΄ στην Αγία Γραφή, είναι κάποια συγκεκριμμένη τοποθεσία, που κάθε φορά η τοποθεσία της γίνεται κατανοητή από τα συμφραζόμενα τού εδαφίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα στρατεύματα τού Γωγ, κυκλώνουν τη ΄΄γη΄΄, την άγια γη τής Ιερουσαλήμ, και όχι τον πλανήτη, ο οποίος δεν θα μπορούσε να κυκλωθεί. (Αποκάλυψις 20/κ΄ 9).
Ο ουρανός ως κατοικία του Θεού
Η λέξη ΄΄ουρανός΄΄ όμως, έχει άλλη έννοια, όταν αναφέρεται ως περιβάλλον κατοικίας τού Θεού.
Όταν ο άνθρωπος παρατηρεί το περιβάλλον του, είναι αναπόφευκτο να συνειδητοποιεί τη μικρότητά του, και το πόσο ασήμαντος είναι σε σχέση με τα ουράνια φαινόμενα που παρατηρει. (Ιώβ 36/λς΄ 22 - 37/λζ΄ 13).
Είναι λοιπόν φανερό στον άνθρωπο, ότι η ύπαρξη τού Δημιουργού του χώρου στον οποίο ζούμε, η ύπαρξη τού Δημιουργού αυτών τών φοβερών φαινομένων, πρέπει να είναι ανώτερη από τη δική μας, και δεν μπορεί να περιορίζεται στη γη μας, που είναι δικό Του δημιούργημα. (Ιώβ 38/λη΄ 4 - 11).
Πού λοιπόν θα αναζητήσουμε ΕΚΕΙΝΟΝ τον μεγαλειώδη Δημιουργό; Μα πού αλλού; Κάπου πιο πάνω από εμάς, πιο πάνω απ' όσα έφτιαξε. Και πιο πάνω από εμάς, είναι ο ουρανός. Εκεί ο άνθρωπος έστρεψε το βλέμμα του, εκεί αναζήτησε τον ΄΄ψηλότερο΄΄ απ' αυτόν Δημουργό. (Ησαϊας 40/μ΄ 26. Ψαλμός 144/ρμδ΄ 3 - 5. 113/ριγ΄ 4 - 6).
΄Ετσι, ο ΄΄ουρανός΄΄, έφτασε να σημαίνει ακόμα, τον ΄΄τόπο΄΄ κατοικίας τού Θεού. (Ψαλμός 2/β΄ 4).
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι ο Θεός ζει κάπου στο διάστημα, ούτε ότι ζει σε κάποιο σημείο τού σύμπαντος που Αυτός δημιούργησε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχει ανάγκη από τη δημιουργία του για να κατοικεί εκεί; Αν πάλι δεν την έχει ανάγκη, δεν μπορεί να κατοικεί στο διάστημα, το οποίο αυτός δημιούργησε.
Για να το καταλάβουμε αυτό, ας κάνουμε έναν συλλογισμό:
Η γη είναι στρογγυλή, και περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, και μαζί με τον ήλιο ταξιδεύει γύρω από το κέντρο τού γαλαξία μας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, ένα σημείο στην επιφάνειά της, αλλάζει συνεχώς θέση ως προς το σύμπαν. Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως κάποιος στην Ελλάδα δείχνει ίσια πάνω στον ουρανό, και λέει: ΄΄Ο Θεός είναι εκεί στον ουρανό΄΄. Την ίδια στιγμή στην Αυστραλία, στο αντίθετο σημείο τής γης, ένας άλλος άνθρωπος δείχνει ψηλά στον ουρανό, και λέει και αυτός: ΄΄Ο Θεός είναι εκεί στον ουρανό΄΄.
Επειδή όμως η γη είναι στρογγυλή και αυτοί βρίσκονται στα δύο αντίθετα άκρα της, στην πραγματικότητα δείχνουν σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση ο ένας από τον άλλο, λέγοντας και οι δύο, πως ΄΄εκεί΄΄ κατοικεί ο Θεός. Τελικά λοιπόν, σε ποια από τις δύο κατευθύνσεις κατοικεί ο Θεός;
Γι' αυτό στην Αγία Γραφή, ο ίδιος ο Θεός ενέπνευσε τον σοφό βασιλιά Σολωμώντα να πει: μ΄΄Οι ουρανοί τών ουρανών δεν μπορούν να σε χωρέσουν΄΄ δείχνοντας την ΄΄πανταχού παρουσία΄΄ τού Θεού, αλλά και το ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε συγκεκριμμένο τόπο. (Ιερεμίας 23/κγ΄ 24. Α΄ Βασιλέων 8/η΄ 27. Ψαλμός 139/ρλθ΄ 8). Ο Θεός είναι απλά ανώτερος από τον άνθρωπο, ΄΄όπως ο ουρανός είναι ανώτερος από τη γη΄΄. (Ψαλμός 113/ριγ΄ 4 - 6. 103/ργ΄ 11. 99/ θ΄ 1,2). Άλλωστε, δεν θα μπορούσαν οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής να εννοούν ως τόπο κατοικίας τού Θεού το διάστημα, μια και δεν το γνώριζαν, παρά μόνο ως κάτι ψηλότερο από αυτούς.
Όταν λοιπόν η λέξη ΄΄ουρανός΄΄ αναφέρεται ως τόπος κατοικίας τού Θεού, εννοεί την ανώτερη μορφή ύπαρξης τού Θεού. (Για περισσότερα, δες τη μελέτη τής ίδιας σειράς, με θέμα: ΄΄Η πανταχού παρουσία τού Θεού΄΄).
Ο απόστολος Παύλος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες ύπαρξης, στην Β΄ Κορινθίους 12/ιβ΄ 2 - 4, όταν μας αποκαλύπτει ότι ΄΄μεταφέρθηκε ως τον 3ο ουρανό, στον Παράδεισο, και άκουσε πράγματα ανέκφραστα΄΄. Έχουμε δηλαδή βαθμίδες ύπαρξης, ψηλότερες από τη γήινη φθαρτή μορφή ύπαρξης.
Αυτό δείχνει και η έκφραση: ΄΄ουρανός τών ουρανών΄΄ (Α΄ Βασιλέων 8/η΄ 27). Δηλαδή, ότι και οι ουρανοί έχουν κάτι ψηλότερο και ανώτερο απ' αυτούς, έναν ψηλότερο ουρανό, που όμως και αυτός ΄΄δεν μπορεί να χωρέσει΄΄ τον ΄΄πανταχού παρόντα΄΄ Θεό, τον ΄΄υψηλότερο τών ουρανών΄΄. (Εφεσίους 4/δ΄ 10).
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι αναφορές τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όταν αναφέρεται στον ουρανό. Ο ίδιος έρχεται από αυτή την ανώτερη πραγματικότητα, τον δικό Του ανώτερο κόσμο, στο δικό μας, και σ' αυτόν επιστρέφει: ΄΄Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο Υιός τού ανθρώπου΄΄. (Ιωάννης 3/γ΄ 13. 6/ς΄ 26).
Πολίτες αυτής τής ανώτερης (ουράνιας) πραγματικότητας, είναι ήδη οι Χριστιανοί που με το άγιο βάπτισμα ενώθηκαν μαζί με τον Ιησού Χριστό. (Εφεσίους 2/β΄ 6). Ωστόσο, το έργο τού Ιησού συνεχίζεται, ώσπου να γίνει το θέλημά του, όπως στον ουρανό, και στη γη, (Ματθαίος 6/ς΄ 10), και να συνδιαλαγούν ΄΄τα πάντα δι' αυτού, είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς΄΄. (Κολοσσαείς 1/α΄ 20).
Ο ουρανός ως κατοικία των αγίων
΄΄Ημών (τών Χριστιανών) το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει΄΄, (Φιλιππισίους 3/γ΄ 20,21), αλλά δεν αρνούμεθα τη γη, την τωρινή μας κατοικία, όπως δεν την αρνήθηκαν και οι προ Χριστού πιστοί, ΄΄αν και περίμεναν την επουράνια πατρίδα΄΄. (Εβραίους 11/ια΄ 13 - 16). Η λειτουργική προσευχή, δίνει φωνή στη γη, σε ό,τι περιέχεται στη γη, και σε ό,τι παράγεται με την εργασία. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος λειτουργεί ως ΄΄ιερέας΄΄ τής γης, κάνοντάς την να υψώνεται προς το Θεό. Ο άνθρωπος είναι ΄΄βασιλιάς και ιερέας τής γης΄΄ (Αποκάλυψις 5/ε΄ 10).
Περιμένουμε την ΄΄απελευθέρωσή της από τη φθορά΄΄, (Ρωμαίους 8/η΄ 19 κλπ), ούτως ώστε όταν ΄΄παρέλθει΄΄ η σημερινή της μορφή, να αντικατασταθεί από την καινούργια γη. Επειδή, ΄΄κατά την υπόσχεση του Θεού, καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη προσμένουμε, όπου σ' αυτό το νέο ανώτερο περιβάλλον κατοικίας μας, κατοικεί δικαιοσύνη΄΄. (Β΄ Πέτρου 3/γ΄ 13).
Re: Γέννεσις
Θεωρώ ότι η Γένεση είναι από τα σημαντικότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης όχι μόνο λόγω του ονόματός της και αυτών που σημαίνει αλλά και γιατί υπάρχουν αρκέτα σημεία σε αυτήν που παραμένουν δυσνόητα και έτυχαν αρκετών ερμηνείων.
Προσωπικά στο 1ο αυτό κεφάλαιο μόνο σε 2 σημεία θα ήθελα να σταθώ,
το 1ο όπου θα ήθελα και τη βοήθεια όπου τυχόν έχει κάποια παραπάνω γνώση.
1.2 η δε γη ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω τού ύδατος
θα μπορούσε εδώ κανείς να υποθέσει ότι τελικά η αβύσσος είναι ένα πραγματικό μέρος, το οποίο υπάρχει κάπου; Το κείμενο αφήνει να εννοηθεί αυτό.
27 και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατΆ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών τού ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 29 και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό εστιν επάνω πάσης της γής, και πάν ξύλον, ό έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν·
Ο Θεός ευλογεί τον άνθρωπο και υποτάσσει την κτίση σε αυτόν, ο άνθρωπος όμως πρόκειται σε λίγο να Τον προδώσει.
Προσωπικά στο 1ο αυτό κεφάλαιο μόνο σε 2 σημεία θα ήθελα να σταθώ,
το 1ο όπου θα ήθελα και τη βοήθεια όπου τυχόν έχει κάποια παραπάνω γνώση.
1.2 η δε γη ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω τού ύδατος
θα μπορούσε εδώ κανείς να υποθέσει ότι τελικά η αβύσσος είναι ένα πραγματικό μέρος, το οποίο υπάρχει κάπου; Το κείμενο αφήνει να εννοηθεί αυτό.
27 και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατΆ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών τού ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 29 και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό εστιν επάνω πάσης της γής, και πάν ξύλον, ό έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν·
Ο Θεός ευλογεί τον άνθρωπο και υποτάσσει την κτίση σε αυτόν, ο άνθρωπος όμως πρόκειται σε λίγο να Τον προδώσει.
Re: Γέννεσις
Από το πρώτο ακόμα στίχο ΓΕΝΕΣΗ Α,1..ο θεός δημιουργεί, δεν δημιουργείται, υπάρχει πριν την δημιουργία και διακρίνεται σαφώς απ τα δημιουργήματα του.
Για την Γένεση, έγραψαν ιδιαίτερα έργα οι Πατέρες τησ Εκκλησίας μας.
Στήν εξαήμερο διασώζονται έργα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης , του Αμβροσίου, του Ιακώβου Εδέσσης, κα.
Ακόμα σημαντικές είναι οι ομιλίες του Ωριγένη καθως και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ................Η συνήθης μετάφραση είναι.............ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ...
Ο στίχος έχει απόλυτη αναφορά, όλα τα όντα ήρθαν σε ύπαρξη ως αποτέλεσμα της δημιουργικής δυνάμεως του θεού.Το λεξιλόγιο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, υπαινίσσεται μία αρχή εκ του μη όντος.
ΕΠΟΙΗΣΕΝ...το αντίστοιχο εβραϊκο ρήμα <<μπαρά>>υπογραμμίζει το μεγαλειώδες της πράξεως, για να εκφρασθεί η διαφορά προς την πράξη που γίνεται από άνθρωπο.Σημαίνει επίσης και και την επέμβαση του θεού στην ιστορία του λαού του.
Η Δημιουργία δεν είναι μύθος , ανήκει ολόκληρη στην ιστορία της οποίας είναι η απόλυτη αρχή.
Για την Γένεση, έγραψαν ιδιαίτερα έργα οι Πατέρες τησ Εκκλησίας μας.
Στήν εξαήμερο διασώζονται έργα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης , του Αμβροσίου, του Ιακώβου Εδέσσης, κα.
Ακόμα σημαντικές είναι οι ομιλίες του Ωριγένη καθως και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ................Η συνήθης μετάφραση είναι.............ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΗΝ...
Ο στίχος έχει απόλυτη αναφορά, όλα τα όντα ήρθαν σε ύπαρξη ως αποτέλεσμα της δημιουργικής δυνάμεως του θεού.Το λεξιλόγιο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, υπαινίσσεται μία αρχή εκ του μη όντος.
ΕΠΟΙΗΣΕΝ...το αντίστοιχο εβραϊκο ρήμα <<μπαρά>>υπογραμμίζει το μεγαλειώδες της πράξεως, για να εκφρασθεί η διαφορά προς την πράξη που γίνεται από άνθρωπο.Σημαίνει επίσης και και την επέμβαση του θεού στην ιστορία του λαού του.
Η Δημιουργία δεν είναι μύθος , ανήκει ολόκληρη στην ιστορία της οποίας είναι η απόλυτη αρχή.
- Athanasios
- Δημοσιεύσεις: 498
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm
- 12
Re: Γέννεσις
<<Εν αρχη εποιησεν ο Θεος>>
Τι ωραιο πραγμα η ταξις!
Εβαλε πρωτα <<αρχην>> δια να μη νομισουν μερικοι οτι ο κοσμος εινε αναρχος , επειτα προσεθεσε το <<εποιησε>>
Δια να φανη οτι αυτο που εδημιουργηθη ειναι ελαχιστον μερος της δυναμεως του δημιουργου. Ο κεραμευς με μιαν και την ιδιαν παντοτε τεχνην πλασσει αναριθμητα σκευη, χωρις να εξανληται ουτε η τεχνη του ουτε η δυναμις του, ετσι και ο δημιουργος αυτου του συμπαντος, εχοντας την δημιουργικην δυναμιν οχι ισομεγεθη με ενα μονον κοσμον, αλλ’ απειρως μεγαλυτεραν, με το νευμα του θεληματος του μονον εφερεν εις την υπαρξιν τα μεγεθη των πραγματων που βλεπομεν
Η μακαρια φυσις,η ανεξαντλητος αγαθοτης, αυτο που αγαπουν ολαι αι λογικαι υπαρξεις, το πολυποθητον καλλος, η αρχη των οντων, η πηγη της ζωης, το νοερον φως, η αφταστος σοφια, αυτος <<εποιησεν εν αρχη τον ουρανον και την γην>>
Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Τι ωραιο πραγμα η ταξις!
Εβαλε πρωτα <<αρχην>> δια να μη νομισουν μερικοι οτι ο κοσμος εινε αναρχος , επειτα προσεθεσε το <<εποιησε>>
Δια να φανη οτι αυτο που εδημιουργηθη ειναι ελαχιστον μερος της δυναμεως του δημιουργου. Ο κεραμευς με μιαν και την ιδιαν παντοτε τεχνην πλασσει αναριθμητα σκευη, χωρις να εξανληται ουτε η τεχνη του ουτε η δυναμις του, ετσι και ο δημιουργος αυτου του συμπαντος, εχοντας την δημιουργικην δυναμιν οχι ισομεγεθη με ενα μονον κοσμον, αλλ’ απειρως μεγαλυτεραν, με το νευμα του θεληματος του μονον εφερεν εις την υπαρξιν τα μεγεθη των πραγματων που βλεπομεν
Η μακαρια φυσις,η ανεξαντλητος αγαθοτης, αυτο που αγαπουν ολαι αι λογικαι υπαρξεις, το πολυποθητον καλλος, η αρχη των οντων, η πηγη της ζωης, το νοερον φως, η αφταστος σοφια, αυτος <<εποιησεν εν αρχη τον ουρανον και την γην>>
Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
- Athanasios
- Δημοσιεύσεις: 498
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm
- 12
Re: Γέννεσις
<< Ο ουρανος και η γη παρελευσονται>>(Ματθ.24,35)
<<εν αρχη εποιησεν ο Θεος>>
Οσα ηρχισαν απο ενα χρονικον σημειον κατ’ αναγκην τελειωνουν εις ενα χρονικον σημειον. Αν εχουν χρονικην αρχην, μη αμφιβαλης δια το τελος των. Ενω αι γεωμετριαι και αι μεθοδοι της αριθμητικης και αι στερεομετριαι και η πολυθρυλητος αστρονομια, η πολυασχολος ματαιοτης, εις ποιον τερμα καταληγουν, αφου αυτοι που ερευνουν αυτα τα πραγματα διενοηθησαν, οτι και ο ορατος αυτος κοσμος εινε αιδιος μαζι με τον Θεον τον κτιστην των ολων;
Εθεσαν εις την ιδιαν μοιραν τον πεπερασμενον και υλικον κοσμον με την απεριγραπτον και αορατον φυσιν, και δεν εσταθησαν ικανοι να εννοησουν, οτι οποιυ τα μερη υποκεινται εις φθοραν και αλλοιωσιν αυτου κατ΄ αναγκην και το ολον θα υποστη καποτε τα ιδια παθηματα που υπεστησαν τα μερη του. Αλλα τοσον πολυ <<εματαιωθησαν τοις διαλογισμοις αυτων, και εσκοτισθη η ασυνετος αυτων καρδια, και φασκοντες ειναι σοφοι, εμωρανθησαν>>(Ρωμ.1,21-22), ωστε αλλοι μεν υπεστηριξαν οτι ο κοσμος συνυπαρχει ανεκαθεν με τον θεον, αλλοι δε οτι ο ιδιος ο κοσμος εινε ο θεος ο αναρχος και ατελευτητος και ο αιτιος της αρμονιας των επι μερους τομεων του.
Επειδη δε εκ φυσεως η αρχη ευρισκεται προ αυτων που αρχιζουν απ, αυτην, κατ αναγκην, οταν ομιλη περι αυτων που μετρουν το ειναι των απο καποιον χρονικον σημειον, προτασσει πριν απ’ ολα τα αλλα την φρασιν εκεινην που λεγει.<<εν αρχη εποιησε>>. Διοτι, καθως φαινεται, υπηρχε κατι και πριν απ΄’ αυτον τον κοσμον, κατι το οποιον δυναμεθα μεν να το εννοησωμεν θεωρητικως με την διανοιαν μας, αφεθηκεν ομς ανιστορητον, διοτι δεν ητο καταλληλον προς αποκαλυψιν δι’ αυτους που τωρα μολις εισαγονται εις την γνωσιν και ως προς αυτην εινε ακομη νηπιοι. Υπηρχε μια καταστασις πρεσβυτερα της δημιουργιας του κοσμου αρμοζουσα εις τας υπερκοσμιους δυναμεις, η υπερχρονος, η αιωνια, η αιδιος. Ο δε των ολων κτιστης και δημιουργος εις την καταστασιν αυτην επλασε δημιουργηματα, το νοητον φως που στολιζει την μακαριοτητα των αγαπωντων τον κυριον, τας λογικας και αορατους φυσεις, και ολον τον αρμονικον κοσμον των νοητων, οσα υπερβαινουν την διανοιαν μας, οσων δεν εινε δυνατον να συλλαβωμεν ουτε τας ονομασιας.
Αυτα απαρτιζουν την ουσιαν του αορατου κοσμου, καθως μας διδασκει ο Παυλος λεγων. <<οτι εν αυτω εκτισθη τα παντα, ειτε ορατα , ειτε αορατα, ειτε θρονοι, ειτε κυριοτητες, ειτε αρχαι, ειτε εξουσιαι, ειτε δυναμεις>>(Κολ.1,16.Ρωμ8,38.Εφ.1,21,α’ Πετρ.3,22), ειτε αγγελων στρατιαι ειτε αρχαγγελων επιτελεια. Και οταν πλεον ηλθεν η ωρα να εισαχθη εις τα οντα και ο κοσμος αυτος, πρωτα μεν ως σχολειον και εκπαιδευτηριον των ανθρωπινων ψυχων, επειτα δε και ως καταλληλος τοπος διαβιωσεως ολων εν γενει οσα αναπτυσσονται και φθειρονται, τοτε εκτισθη ως βασις η αρχη του χρονου συμφυτος με τον κοσμον και με τα ζωα του και τα φυτα του, μια ροη που συνεχως επειγεται και τρεχει παραπλευρως προς αυτα, και πουθενα δεν τερματιζει τον δρομον της. ΄η μηπως ο χρονος δεν ειναι κατι του οποιου το μεν παρελθον εξηφανισθη, το δε μελλον ακομη δεν ενεφανισθη, το δε παρον πριν καλα καλα γινη αντιληπτον διαφευγει αμεσως απο τα χερια της αισθησεως;
΄Η ισως το <<εν αρχη εποιησεν>> ελεγχη επειδη η δημιουργια εγινεν ακαριαιως και χωρις παρελευσιν χρονου, εινε δε η αρχη κατι που δεν διαιρειται και δεν εχει διαστασεις.
Διοτι οπως η αρχη της οδου δεν εινε ακομη οδος και η αρχη της οικιας δεν ειναι οικια, ετσι και η αρχη του χρονου δεν ειναι χρονος, αλλ’ ουτε καν ελαχιστον μοριον αυτου. Εαν δε κανεις εχη αντιρρησιν και λεγη οτι η αρχη εινε χρονος, θα πρεπει να ξερη οτι θα αναγκασθη να την διαιρεση εις τα μερη χρονου. Εινε δε αυτα η αρχη και το μεσον και το τελος. Αλλα το να επινοη κανεις αρχην της αρχης ειναι πολυ γελοιον. Και αυτος που διχοτομει την αρχην, θα κανη αντι μιας δυο αρχας, η’ μαλλον πολλας και απειρους, αφου το διαρουμενον θα τεμνεται συνεχως εις αλλα τεμαχια. Ελεχθη λοιπον το <<εν αρχη εποιησε>> , δια να διδαχθωμεν, οτι ο κοσμος εδημιουργηθη χωρις παρευσιν χρονου, αμεσως μολις εξεφραζετο η βουλησις του θεου.
Τα παραπανω και πολλα απο αυτα που θα ακολουθησουν ειναι αποσπασματα απο τον εξαημερο του Μεγαλου Βασιλειου. Ενα ελαχιστο τμημα απο το εργο του για τις τρεις πρωτες λεξεις της γενεσις.
<<εν αρχη εποιησεν ο Θεος>>
Οσα ηρχισαν απο ενα χρονικον σημειον κατ’ αναγκην τελειωνουν εις ενα χρονικον σημειον. Αν εχουν χρονικην αρχην, μη αμφιβαλης δια το τελος των. Ενω αι γεωμετριαι και αι μεθοδοι της αριθμητικης και αι στερεομετριαι και η πολυθρυλητος αστρονομια, η πολυασχολος ματαιοτης, εις ποιον τερμα καταληγουν, αφου αυτοι που ερευνουν αυτα τα πραγματα διενοηθησαν, οτι και ο ορατος αυτος κοσμος εινε αιδιος μαζι με τον Θεον τον κτιστην των ολων;
Εθεσαν εις την ιδιαν μοιραν τον πεπερασμενον και υλικον κοσμον με την απεριγραπτον και αορατον φυσιν, και δεν εσταθησαν ικανοι να εννοησουν, οτι οποιυ τα μερη υποκεινται εις φθοραν και αλλοιωσιν αυτου κατ΄ αναγκην και το ολον θα υποστη καποτε τα ιδια παθηματα που υπεστησαν τα μερη του. Αλλα τοσον πολυ <<εματαιωθησαν τοις διαλογισμοις αυτων, και εσκοτισθη η ασυνετος αυτων καρδια, και φασκοντες ειναι σοφοι, εμωρανθησαν>>(Ρωμ.1,21-22), ωστε αλλοι μεν υπεστηριξαν οτι ο κοσμος συνυπαρχει ανεκαθεν με τον θεον, αλλοι δε οτι ο ιδιος ο κοσμος εινε ο θεος ο αναρχος και ατελευτητος και ο αιτιος της αρμονιας των επι μερους τομεων του.
Επειδη δε εκ φυσεως η αρχη ευρισκεται προ αυτων που αρχιζουν απ, αυτην, κατ αναγκην, οταν ομιλη περι αυτων που μετρουν το ειναι των απο καποιον χρονικον σημειον, προτασσει πριν απ’ ολα τα αλλα την φρασιν εκεινην που λεγει.<<εν αρχη εποιησε>>. Διοτι, καθως φαινεται, υπηρχε κατι και πριν απ΄’ αυτον τον κοσμον, κατι το οποιον δυναμεθα μεν να το εννοησωμεν θεωρητικως με την διανοιαν μας, αφεθηκεν ομς ανιστορητον, διοτι δεν ητο καταλληλον προς αποκαλυψιν δι’ αυτους που τωρα μολις εισαγονται εις την γνωσιν και ως προς αυτην εινε ακομη νηπιοι. Υπηρχε μια καταστασις πρεσβυτερα της δημιουργιας του κοσμου αρμοζουσα εις τας υπερκοσμιους δυναμεις, η υπερχρονος, η αιωνια, η αιδιος. Ο δε των ολων κτιστης και δημιουργος εις την καταστασιν αυτην επλασε δημιουργηματα, το νοητον φως που στολιζει την μακαριοτητα των αγαπωντων τον κυριον, τας λογικας και αορατους φυσεις, και ολον τον αρμονικον κοσμον των νοητων, οσα υπερβαινουν την διανοιαν μας, οσων δεν εινε δυνατον να συλλαβωμεν ουτε τας ονομασιας.
Αυτα απαρτιζουν την ουσιαν του αορατου κοσμου, καθως μας διδασκει ο Παυλος λεγων. <<οτι εν αυτω εκτισθη τα παντα, ειτε ορατα , ειτε αορατα, ειτε θρονοι, ειτε κυριοτητες, ειτε αρχαι, ειτε εξουσιαι, ειτε δυναμεις>>(Κολ.1,16.Ρωμ8,38.Εφ.1,21,α’ Πετρ.3,22), ειτε αγγελων στρατιαι ειτε αρχαγγελων επιτελεια. Και οταν πλεον ηλθεν η ωρα να εισαχθη εις τα οντα και ο κοσμος αυτος, πρωτα μεν ως σχολειον και εκπαιδευτηριον των ανθρωπινων ψυχων, επειτα δε και ως καταλληλος τοπος διαβιωσεως ολων εν γενει οσα αναπτυσσονται και φθειρονται, τοτε εκτισθη ως βασις η αρχη του χρονου συμφυτος με τον κοσμον και με τα ζωα του και τα φυτα του, μια ροη που συνεχως επειγεται και τρεχει παραπλευρως προς αυτα, και πουθενα δεν τερματιζει τον δρομον της. ΄η μηπως ο χρονος δεν ειναι κατι του οποιου το μεν παρελθον εξηφανισθη, το δε μελλον ακομη δεν ενεφανισθη, το δε παρον πριν καλα καλα γινη αντιληπτον διαφευγει αμεσως απο τα χερια της αισθησεως;
΄Η ισως το <<εν αρχη εποιησεν>> ελεγχη επειδη η δημιουργια εγινεν ακαριαιως και χωρις παρελευσιν χρονου, εινε δε η αρχη κατι που δεν διαιρειται και δεν εχει διαστασεις.
Διοτι οπως η αρχη της οδου δεν εινε ακομη οδος και η αρχη της οικιας δεν ειναι οικια, ετσι και η αρχη του χρονου δεν ειναι χρονος, αλλ’ ουτε καν ελαχιστον μοριον αυτου. Εαν δε κανεις εχη αντιρρησιν και λεγη οτι η αρχη εινε χρονος, θα πρεπει να ξερη οτι θα αναγκασθη να την διαιρεση εις τα μερη χρονου. Εινε δε αυτα η αρχη και το μεσον και το τελος. Αλλα το να επινοη κανεις αρχην της αρχης ειναι πολυ γελοιον. Και αυτος που διχοτομει την αρχην, θα κανη αντι μιας δυο αρχας, η’ μαλλον πολλας και απειρους, αφου το διαρουμενον θα τεμνεται συνεχως εις αλλα τεμαχια. Ελεχθη λοιπον το <<εν αρχη εποιησε>> , δια να διδαχθωμεν, οτι ο κοσμος εδημιουργηθη χωρις παρευσιν χρονου, αμεσως μολις εξεφραζετο η βουλησις του θεου.
Τα παραπανω και πολλα απο αυτα που θα ακολουθησουν ειναι αποσπασματα απο τον εξαημερο του Μεγαλου Βασιλειου. Ενα ελαχιστο τμημα απο το εργο του για τις τρεις πρωτες λεξεις της γενεσις.
- Athanasios
- Δημοσιεύσεις: 498
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm
- 12
Re: Γέννεσις
<<Η δε γη ην αορατος και ακατασκευαστος>>(γεν.1,2)
λεγει:
Αφου και τα δυο ουρανος και γη, εγιναν με την αυτη τιμην, πως ο μεν ουρανοσαποπερατωθηκε, η δε γη εινε ακομη ατελης και μισοφταιγμενη; η’ γενικως, ποιον πραγμα της γης ητο ακατασκευαστον; και δια ποιαν αιτιαν η γη ητο αορατος; τελεια κατασκευη της γης εινε βεβαιως ο πλουτος που υπαρχει επανω εις αυτην, τα ποικιλα φυτα που βλαστανουν τα δενδρα που προβαλλουν πανυψηλα ειτε καρποφορα ειτε ακαρπα, τα ανθη με τα ωραια χρωματα και αρωματα, και οσα υστερα απ’ ολιγον προκειται να φυτρωσουν εις την γην με το προσταγμα του θεου και να στολιζουν αυτην που τα εγεννησεν.
Επειδη τοτε δεν υπηρχαν ακομη τιποτε απο αυτα, ευστοχως η διηγησις ονομαζει την γην ακατασκευαστον. Τα ιδια θα ηδυναμεθα να ειπωμεν και δια τον ουρανον, οτι ουτε και αυτος ακομη δεν ειχε υποστη την οριστικην επεξεργασιαν, ουτε ειχε λαβει την διακοσμηση του, αφου δεν τον εφωτιζεν ακομη ουτε η σεληνη ουτε ο ηλιος, ουτε τον εστεφανωνεν ο χορος των αστρων. Αυτα δεν ειχαν γινει ακομη. Ωστε δεν θα ευρισκεσαι εκτος αληθειας, αν ειπης και τον ουρανον ακατασκευαστον.απεκαλεσε δε την γην αορατον δια δυο λογους, ή διοτι δεν δεν υπηρχεν ακομη ο ανθρωπος δια να την βλεπη, η’ διοτι ητο κατω απο την επιφανεια του υδατος που την εσκεπαζε και δεν ητο δυνατον να την βλεπη κανεις. Ακομη δεν ειχον συγκεντρωθη τα υδατα εις τας συγκεντρωσεις των, τας οποιας εκανεν ο θεος υστερα και τας ωνομασε θαλασσας. Τι σημαινει λοιπον αορατον; πρωτα μεν αυτο που εκ φυσεως δεν εινε δυνατον να το ιδουν οφθαλμοι σωματικοι, οπως η σκεψις μας. Επειτα δε αυτο που εινε μεν εκ φυσεως ορατον, αλλα δεν φαινεται, διοτι σκεπαζεται απο ενα αλλο σωμα, οπως ο σιδηρος που ειναι εις τον βυθον, υπ΄ αυτην ακριβως την σημασιαν, νομιζω, λεγεται εδω η γη αορατος, επειδη εσκεπαζετο απο το υδωρ. Επειτα δε αφου και το φως δεν ειχε γινει ακομη, δεν εινε καθολου παραδοξον και δια τουτο η γραφη να ονομαζη αορατον την γην που ητο εις το σκοτος, διοτι ο υπερανω αυτης αηρ ητο αφωτιστος.
λεγει:
Αφου και τα δυο ουρανος και γη, εγιναν με την αυτη τιμην, πως ο μεν ουρανοσαποπερατωθηκε, η δε γη εινε ακομη ατελης και μισοφταιγμενη; η’ γενικως, ποιον πραγμα της γης ητο ακατασκευαστον; και δια ποιαν αιτιαν η γη ητο αορατος; τελεια κατασκευη της γης εινε βεβαιως ο πλουτος που υπαρχει επανω εις αυτην, τα ποικιλα φυτα που βλαστανουν τα δενδρα που προβαλλουν πανυψηλα ειτε καρποφορα ειτε ακαρπα, τα ανθη με τα ωραια χρωματα και αρωματα, και οσα υστερα απ’ ολιγον προκειται να φυτρωσουν εις την γην με το προσταγμα του θεου και να στολιζουν αυτην που τα εγεννησεν.
Επειδη τοτε δεν υπηρχαν ακομη τιποτε απο αυτα, ευστοχως η διηγησις ονομαζει την γην ακατασκευαστον. Τα ιδια θα ηδυναμεθα να ειπωμεν και δια τον ουρανον, οτι ουτε και αυτος ακομη δεν ειχε υποστη την οριστικην επεξεργασιαν, ουτε ειχε λαβει την διακοσμηση του, αφου δεν τον εφωτιζεν ακομη ουτε η σεληνη ουτε ο ηλιος, ουτε τον εστεφανωνεν ο χορος των αστρων. Αυτα δεν ειχαν γινει ακομη. Ωστε δεν θα ευρισκεσαι εκτος αληθειας, αν ειπης και τον ουρανον ακατασκευαστον.απεκαλεσε δε την γην αορατον δια δυο λογους, ή διοτι δεν δεν υπηρχεν ακομη ο ανθρωπος δια να την βλεπη, η’ διοτι ητο κατω απο την επιφανεια του υδατος που την εσκεπαζε και δεν ητο δυνατον να την βλεπη κανεις. Ακομη δεν ειχον συγκεντρωθη τα υδατα εις τας συγκεντρωσεις των, τας οποιας εκανεν ο θεος υστερα και τας ωνομασε θαλασσας. Τι σημαινει λοιπον αορατον; πρωτα μεν αυτο που εκ φυσεως δεν εινε δυνατον να το ιδουν οφθαλμοι σωματικοι, οπως η σκεψις μας. Επειτα δε αυτο που εινε μεν εκ φυσεως ορατον, αλλα δεν φαινεται, διοτι σκεπαζεται απο ενα αλλο σωμα, οπως ο σιδηρος που ειναι εις τον βυθον, υπ΄ αυτην ακριβως την σημασιαν, νομιζω, λεγεται εδω η γη αορατος, επειδη εσκεπαζετο απο το υδωρ. Επειτα δε αφου και το φως δεν ειχε γινει ακομη, δεν εινε καθολου παραδοξον και δια τουτο η γραφη να ονομαζη αορατον την γην που ητο εις το σκοτος, διοτι ο υπερανω αυτης αηρ ητο αφωτιστος.
Re: Γέννεσις
Σχετικά με το θέμα της αβύσσου να προσθέσω ότι στην Π.Δ. στους Αριθμούς στο κεφ 16 όπου έχουμε την στάση του Κορέ όπου η γη άνοιξε καταπίνοντας και οδηγώντας στην άβυσσο τον Κορέ και τους μετά αυτού (16.32-33). Και μάλιστα ζώντες εβλήθησαν λέει στον ¶δη, όπως βλέπουμε και στην Αποκάλυψη με το θηρίο και τον ψευδοπροφήτη και ίσως θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σχετικά και στη Μελέτη Προφητειών.
- Athanasios
- Δημοσιεύσεις: 498
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 3:20 pm
- 12
Re: Γέννεσις
«Αυτά δεν είχαν γίνει ακόμη»;Αθανάσιος έγραψε:"Επειδη τοτε δεν υπηρχαν ακομη τιποτε απο αυτα, ευστοχως η διηγησις ονομαζει την γην ακατασκευαστον. Τα ιδια θα ηδυναμεθα να ειπωμεν και δια τον ουρανον, οτι ουτε και αυτος ακομη δεν ειχε υποστη την οριστικην επεξεργασιαν, ουτε ειχε λαβει την διακοσμηση του, αφου δεν τον εφωτιζεν ακομη ουτε η σεληνη ουτε ο ηλιος, ουτε τον εστεφανωνεν ο χορος των αστρων. Αυτα δεν ειχαν γινει ακομη."
(αποσπασματα απο τον εξαημερο του Μεγαλου Βασιλειου)
…Ή η θέση του παρατηρητή – Μωυσή ήταν (όχι στο διάστημα, αλλά) στη γη με τη θολή ακόμα ατμόσφαιρα, όποτε ούτε του ήλιου ούτε των άστρων μπορούσε ακόμα να διαπιστώσει την ύπαρξη;
Θα συμφωνησω με τον φιλο Παναγιωτη οταν λεει:
Και ας δουμε πως απαντα ο ιδιος ο Mεγας Bασιλειος:Αλλά είπαμε: η Βίβλος δεν διδάσκει φυσικές επιστήμες, αλλά εμπνέει την πίστη στο Δημιουργό Θεό…
<<Eν αρχη εποιησεν ο Θεος τον ουρανον και την γην>>
Δια να ερευνησω την ουσιαν του καθενος απο τα οντα. Ειτε αυτων που συλλαμβανονται με την πνευματικην ορασιν, ειτε αυτων που υποπιπτουν στις αισθησεις, θα επρεπε να μακρυνω και να επεκτεινω πολυ τον λογον μου, ωστε μονον δια το θεμα αυτο να ειπω περισσοτερα απο οσα θα ελεγα δι’ ολα τα αλλα ζητηματα. Αν ομως εγινετο αυτο, τιποτε το ωφελιμον δια την οικοδομην της Εκκλησιας δε θα προσεφερε το να ασχολουμεθα περι τα τοιαυτα.
Παρακατω:
Αλλ’ αν κανενα απ’ αυτα που ειπα σου φαινεται οτι εινε αξιον πιστεως, μετεφερε τον θαυμασμο σου εις την σοφιαν του Θεου που τα ετακτοποιησεν ολα ετσι. Διοτι δεν ελαττωνεται η εκπληξις δια τα καταπληκτικωτατα πραγματα, οταν ευρεθη ο τροπος με τον οποιον γινονται ολα ενα-ενα τα παραδοξα. Αλλα και αν δεν ευρεθη, οπωσδηποτε η απλοτης της πιστεως ας ειναι περισσοτερον πειστικη απο τας λογικας αποδειξεις.
Και καταληγει:
Αλλ’ ημεις ας αφησουμεν εκεινους να καταρριπτουν ο ενας τον αλλον, ας εγκαταλειψωμεν τον περι ουσιας ουσιας λογον, και πειθομενοι εις τον Μωυσην, οτι <<εποιησεν ο Θεος τον ουρανον και την γην>> ας δοξασωμεν τον αριστοτεχνην αυτων που εδημιουργηθησαν με τοσην σοφιαν και τεχνην, και απο την ωραιοτητα των οσων βλεπομεν ας φανταζωμεθα τον πανωραιον, και απο το μεγεθος των αισθητων αυτων και περιγραπτων σωματων ας αναλογιζωμεθα τον απειρον και υπερμεγεθη, αυτον που με το πληθος της δυναμεως του υπερβαινει πασαν διανοιαν. Αλλως τε αν και αγνοουμεν την φυσιν των δημιουργηματων, εν τουτοις αυτα που υοπιπτουν καθ’ ολοκληριαν εις τας αισθησεις μας εινε τοσον θαυμασια, ωστε και ο ευφυεστατος νους να αποδεικνυεται κατωτερος απο το ελαχιστον εν τω κοσμω δημιουργημα, κατωτερος τοσον εις το δυνηθη να εξεταση αυτο οπως πρεπει, οσον και εις το να πλεξη ατο ανταξιον εγκωμιον εις τον δημιουργοντου. Εις αυτον ανηκει καθε δοξα τιμη και δυναμις εις τους αιωνας των αιωνων. Αμην.
Γένεσις - Κεφάλαιο 2
Γένεσις - Κεφάλαιο 2
ΚΑΙ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι. Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πᾶν χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν· πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.
Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν ᾿Εδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ. ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ ᾿Εδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. ὄνομα τῷ ἑνὶ Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον· τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος. καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης.
Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν. καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν. καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν ᾿Αδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ ᾿Αδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ. καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ ᾿Αδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ. καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν ᾿Αδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς. καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν ᾿Αδάμ. καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
ΚΑΙ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι. Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πᾶν χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν· πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.
Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν ᾿Εδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ. ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ ᾿Εδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. ὄνομα τῷ ἑνὶ Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον· τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος. καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης.
Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν. καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν. καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν ᾿Αδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ ᾿Αδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ. καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ ᾿Αδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ. καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν ᾿Αδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς. καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν ᾿Αδάμ. καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 3
Οδὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αδάμ, ποῦ εἶ; καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες; καὶ εἶπεν ὁ ᾿Αδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον. καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον. καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. τῷ δὲ ᾿Αδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ ᾿Αδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Αδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Οδὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αδάμ, ποῦ εἶ; καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες; καὶ εἶπεν ὁ ᾿Αδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον. καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον. καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. τῷ δὲ ᾿Αδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ ᾿Αδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Αδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.