Σελίδα 1 από 1

Τί να λέμε σε όσους κατηγορούν εύκολα κληρικούς;

Δημοσιεύτηκε: Τετ Σεπ 05, 2012 5:58 pm
από ΠΟΠΗ
Τί να λέμε σε όσους κατηγορούν εύκολα κληρικούς;

Εικόνα

Ρωτήσαμε μιὰ μέρα τὸν Γέροντα γιὰ τὸ ἑξῆς πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε: «Γέροντα, μᾶς λέτε συνέχεια νὰ ἔχουμε καλὸ λογισμό, θὰ σᾶς ποῦμε ὅμως, μία περίπτωση, γιὰ νὰ δοῦμε τί μᾶς συμβουλεύετε νὰ ἀπαντοῦμε. Ἔρχονται μερικοὶ ἄνθρωποι καὶ μᾶς λένε:

Ὁ τάδε ἱερέας παίρνει πολλὰ λεφτὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια, ὁ δεῖνα καπνίζει πολλλὰ τσιγάρα καὶ πηγαίνει στὰ καφενεῖα, ὁ ἄλλος λένε πὼς εἶναι ἀνήθικος καί, γενικά, βγάζουν ἕνα δριμὺ κατηγορητήριο ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ μάλιστα παρουσιάζουν μαζὶ κι ἀποδείξεις τῶν ὅσων λένε. Σ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τί μποροῦμε νὰ λέμε;»

Τότε, ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ μᾶς λέει: «Γνώρισα ἐκ πείρας ὅτι σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ οἱ ἄνθρωποι εἶναι χωρισμένοι σὲ δύο κατηγορίες. Τρίτη δὲν ὑπάρχει -ἢ στὴ μία θὰ εἶναι ἢ στὴν ἄλλη. Ἡ μία, λοιπόν, κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὴ μύγα. Ἡ μύγα ἔχει τὴν ἑξῆς ἰδιότητα: νὰ πηγαίνει πάντα καὶ νὰ κάθεται σὲ ὅ,τι βρώμικο ὑπάρχει. Γιὰ παράδειγμα, ἂν ἕνα περιβόλι εἶναι γεμάτο λουλούδια, ποὺ εὐωδιάζουν, καὶ σὲ μία ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ κάποιο ζῶο ἔχει κάνει μία ἀκαθαρσία, τότε μιὰ μύγα, πετώντας μέσα σ' αὐτὸ τὸ πανέμορφο περιβόλι, θὰ πετάξει πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄνθη καὶ σὲ κανένα δὲν θὰ καθίσει. Μόνο ὅταν δεῖ τὴν ἀκαθαρσία, τότε ἀμέσως θὰ κατέβει καὶ θὰ καθίσει πάνω σ' αὐτὴν καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ τὴν ἀνασκαλεύει, ἀναπαυόμενη στὴ δυσωδία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ ἀνακάτεμα αὐτὸ καὶ δὲ θὰ ξεκολλᾶ ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἂν τώρα ἔπιανες μιὰ μύγα, καὶ αὐτὴ μποροῦσε νὰ μιλήσει καὶ τὴ ρωτοῦσες νὰ σοῦ πεῖ μήπως ξέρει ἂν πουθενὰ ὑπάρχουν τριαντάφυλλα, τότε ἐκείνη θὰ ἀπαντοῦσε πὼς δὲ γνωρίζει κἄν τί εἶναι αὐτά. Ἐγώ, θὰ σοῦ πεῖ, ξέρω πὼς ὑπάρχουν σκουπίδια, τουαλέτες, ἀκαθαρσίες ζώων, μαγειρεῖα, βρωμιές. Ἡ μία λοιπὸν μερίδα τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὴ μύγα. Εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχει μάθει πάντα νὰ σκέφτεται καὶ νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ ὅ,τι κακὸ ὑπάρχει, ἀγνοώντας καὶ μὴ θέλοντας ποτὲ νὰ σταθεῖ στὸ καλό.

Ἡ ἄλλη κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μοιάζει μὲ τὴ μέλισσα. Ἡ ἰδιότητα τῆς μέλισσας εἶναι νὰ βρίσκει καὶ νὰ κάθεται σὲ ὅ,τι καλὸ καὶ γλυκὸ ὑπάρχει. Ἂς ποῦμε, γιὰ παράδειγμα, πὼς σὲ μία αἴθουσα, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀκαθαρσίες ἔχει κάποιος τοποθετήσει σὲ μία γωνιὰ ἕνα λουκούμι. Ἂν φέρουμε ἐκεῖ μία μέλισσα, ἐκείνη θὰ πετάξει και δὲν θὰ καθήσει πουθενὰ ἕως ὅτου βρεῖ τὸ λουκούμι καὶ μόνον ἐκεῖ θὰ σταθεῖ.

Ἂν πιάσεις τώρα τὴ μέλισσα καὶ τὴ ρωτήσεις ποῦ ὑπάρχουν σκουπίδια, αὐτὴ θὰ σοῦ πεῖ ὅτι δὲ γνωρίζει, θὰ σοῦ πεῖ ἐκεῖ ὑπάρχουν γαρδένιες, ἐκεῖ τριανταφυλλιές, ἐκεῖ θυμάρι, ἐκεῖ μέλι, ἐκεῖ ζάχαρη, ἐκεῖ λουκούμια καὶ γενικὰ θὰ εἶναι γνώστης ὅλων τῶν καλῶν καὶ θὰ ἔχει παντελῆ ἄγνοια ὅλων τῶν κακῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη ὁμάδα, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ ἔχουν καλοὺς λογισμοὺς καὶ σκέπτονται καὶ βλέπουν τὰ καλά.

Ὅταν σ' ἕνα δρόμο βρεθοῦν νὰ περπατοῦν δύο ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες, τότε φτάνοντας στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου ἕνας τρίτος ἔκανε τὴν «ἀνάγκη» του, ὁ ἄνθρωπος τῆς πρώτης κατηγορίας, θὰ πάρει ἕνα ξύλο καὶ θ' ἀρχίσει νὰ σκαλίζει τὶς ἀκαθαρσίες. Ὅταν, ὅμως περάσει ὁ ἄλλος, τῆς δεύτερης κατηγορίας, ποὺ μοιάζει μὲ τὴ μέλισσα, προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὶς σκεπάσει μὲ χῶμα καὶ μὲ μία πλάκα, γιὰ νὰ μὴν αἰσθανθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι περαστικοὶ τὴ δυσωδία αὐτή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς βρωμιές». Καὶ κατέληξε ὁ Γέροντας:

«Ἐγὼ σὲ ὅσους ἔρχονται καὶ μοῦ κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους -καὶ μὲ δυσκολεύουν- τοὺς λέω αὐτὸ τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς ὑποδεικνύω νὰ διαλέξουν σὲ ποιὰ κατηγορία θέλουν νὰ βρίσκονται καὶ ἀναλόγως νὰ ψάξουν νὰ βροῦν καὶ τοὺς ἀνάλογους ἀνθρώπους τῆς κατηγορίας τους».

πηγη:agiazoni.gr

Re: Τί να λέμε σε όσους κατηγορούν εύκολα κληρικούς;

Δημοσιεύτηκε: Τετ Σεπ 05, 2012 5:58 pm
από Achilleas
Πολύ πετυχημένο το παράδειγμα του γέροντα και ο παραλληλισμός που έκανε με τις μύγες και τις μέλισσες. Δυστυχώς θα έλεγα ότι συνένοχοι -ανάμεσα σ' αυτούς έτυχε να είμαι και εγώ και έχω μετανοιώσει γι' αυτό- είναι αυτοί που ακούν την ιεροκατηγορία και δεν αντιδρούν. Ακούν τον ιεροκατήγορο χωρίς να αρθρώσουν λέξη και στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να συμφωνήσουν μαζί του, χωρίς ενδοιασμό. Μεγάλο αμάρτημα η ιεροκατηγορία και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις.

Re: Τί να λέμε σε όσους κατηγορούν εύκολα κληρικούς;

Δημοσιεύτηκε: Τετ Σεπ 05, 2012 5:59 pm
από Νίκος
Ιεροκατηγορία (Πρωτοπρ.Βασιλείου Κων.Ακριβόπουλου)

"... Μέσος έστηκεν Θεού και ανθρώπων ό ιερεύς, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ' ημών ικεσίας ανάγων εκεί". Ιωάννης ό Χρυσόστομος

Εικόνα

Η κατάκριση είναι ατόπημα μεγάλο. Ή Αγία Γραφή τονίζει: "Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε" (Ματθ. 7,1) και "Συ τις ει ό κρίνων αλλότριον ικέτην;" (Ρωμ. 14,4)

Είναι αληθές πώς αυτός που κατακρίνει τον αδελφό του θα λογοδοτήσει στο Θεό. Ή πτώση του όμως είναι διπλή αν ό κατακρινόμενος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά λειτουργός του Υψίστου. Ό κατακρίνων κληρικόν "άνθρακας επισωρεύει εις την κεφαλήν του", βάζει δηλαδή αναμμένα κάρβουνα πάνω στο κεφάλι του. Ερευνώντας προσεκτικά τον εαυτό μας και αποκτώντας αυτογνωσία θα διαπιστώσουμε ότι κι εμείς κάποτε ανοίξαμε το στόμα μας και αναφερθήκαμε εναντίον κάποιου κληρικού μικρόσχημου ή μεγαλόσχημου. Αυτού του είδους ή κατάκριση ονομάζεται ιεροκατηγορία. Αυτή ή ιεροκατηγορία μάς καθιστά αναπολόγητους και μάς στερεί τη Βασιλεία του Θεού. Και το ερώτημα τίθεται ως εξής: "Γιατί ή ιεροκατηγορία είναι τόσο φοβερό αμάρτημα;"

Ιεροκατηγορώ σημαίνει κατηγορώ, κατακρίνω τον Ιερωμένο. Αν ή κατάκριση λαϊκού αδελφού συνιστά μέγα αμάρτημα, ή κατάκριση κληρικού συνιστά φοβερό ατόπημα, διότι ό κληρικός, ανεξάρτητα από την αμαρτωλότητα ή την αγιότητα του είναι Λειτουργός του Ύψιστου και έχει την ειδική Χάρη της Ιεροσύνης. Και σε τί διαφέρει ό κληρικός από τούς λαϊκούς που απαρτίζουν τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας; Ό Ιερέας είναι ό διάκονος του λαού του Θεού. Είναι ό αρχηγός της Ευχαριστιακής συνάξεως. Χωρίς τον ιερέα Ευχαριστιακή σύναξη (Θεία λειτουργία) δε γίνεται, έστω κι αν συγκεντρωθούν χίλιοι πρόεδροι Δημοκρατιών, χίλιοι Αυτοκράτορες. Και όχι μόνο αξιωματούχοι, όχι μόνο άνθρωποι, αλλά και όλα τα τάγματα των Αγγέλων να κατέβουν στη Γή δεν μπορούν να τελέσουν τη Θεία Ευχαριστία. Οι άγγελοι υπηρετούν, παρευρίσκονται, παρίστανται κύκλω του θυσιαστηρίου. Την εξουσία του "λειτουργείν", καθώς και του "δεσμείν τε και λύει αμαρτίας" την έδωσε ό Θεός στον Ιερέα, στον άνθρωπο με την ειδική χάρη της Ιεροσύνης, την οποία λαμβάνει δυνάμει του μυστηρίου της Ιεροσύνης. Τα αγιασμένα χέρια του ιερέως ψηλαφούν το Σώμα του Θεανθρώπου Λυτρωτού, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κρατώντας τα αγιασμένα αυτά χέρια τον Κύριον μετά το "πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις" τα χείλη ψιθυρίζουν και λέγουν: "Μελίζεται και διαμελίζεται ό Αμνός του Θεού , ό μελιζόμενος και μη διαιρούμενος ό πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τούς μετέχοντας αγιάζων". Τα αγιασμένα χέρια του ιερέως παραλαμβάνουν το νήπιο και το τοποθετούν στην κολυμβήθρα των υδάτων. Και το παιδί, μετά την τρίτη κατάδυση και ανάδυση, γίνεται παιδί του Θεού, πολιτογραφείται "εις τας δέλτους του Θεού", γίνεται το πριγκηπόπουλο του Ουρανού, ανώτερο απ όλα τα πριγκηπόπουλα και βασιλόπουλα της γης. Τα αγιασμένα χέρια του Ιερέως στεφανώνουν τούς μελλονύμφους και οι νεόνυμφοι πλέον από ξένοι ενώνονται "εις σάρκαν μίαν", γίνονται σύζυγοι και απαρτίζουν τη δική τους ευλογημένη οικογένεια. Τα αγιασμένα χέρια του Πνευματικού Ιερέως ακουμπούν την κεφαλή του μετανοιωμένου αμαρτωλού και ό άνθρωπος λαμβάνοντας τη συγχωρητική ευχή φεύγει από το ιερό εξομολογητήριο κεκαθαρμένος "μη έχων σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων", αλλά είναι τώρα άγιος και άμωμος. Τα αγιασμένα χέρια του 'Ιερέως λειτουργού κρατούν με ευλάβεια το Άγιον Ποτήριον και στην προσταγή του "Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε", οι πιστοί πού συμμετέχουν ενεργά στην Ευχαριστιακή Σύναξη δέχονται το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και κοινωνούν "εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον", τρεφόμενοι έτσι με το ουράνιο Μάννα και ενισχυμένοι με το φάρμακο Αθανασίας πού χαρίζει ζωή. Ποιος άλλος έχει λάβει από το Θεό τέτοια εξουσία; Ουδείς. Μόνον ό ιερεύς δε βρίσκεται ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό, αλλά μεταξύ ουρανού και γης. Αυτό λέγει ό Άγιος Χρυσορρήμων της 'Εκκλησίας: "μέσος έστηκεν Θεού και ανθρώπων ό ιερεύς, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ' ημών ικεσίας ανάγων εκεί". Αυτός είναι ό ιερέας.

Κι όμως. Ό ιερέας αυτός στα χρόνια της απιστίας και της διαφθοράς πού ζούμε, χλευάζεται. Πολλοί άνθρωποι στη θέα του Ιερέως χειρονομούν άπρεπα, γελούν, ειρωνεύονται, καγχάζουν.

Ό μακαριστός Αγιορείτης Γέροντας π. Γαβριήλ Διονυσιάτης σε ένα βιβλίο του αναφέρει τα εξής: Είναι βαρύ αμάρτημα ή ιεροκατηγορία και ό χλευασμός των λειτουργών της 'Εκκλησίας μας. Κατά την μακρά περίοδο (70 χρόνια), πού έζησα στον ευλογημένο αυτό τόπο, στο Άγιο Όρος, είδα πολλές τιμωρίες εξ αιτίας αυτής της αμαρτίας· είδα και σε ένα χειρόγραφο, στην βιβλιοθήκη της Μονής μας, την εξής διήγηση:

"Σ' ένα χωριό ένας γέροντας ιερέας, ενώ ήταν σ' όλα τα άλλα καλός και ιδιαίτερα επακόλουθος, υπέπιπτε στο πάθος της μέθης. Όταν έβγαινε από την 'Εκκλησία, παρασυρόταν από το πάθος του προς τα καφενεία. Εκεί, μετά από 23 ποτηράκια αλκοόλ, έχανε τον εαυτό του- ζαλιζόταν συναισθανόμενος όμως τη θέση του, σηκωνόταν και τρικλίζοντας έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι του. Σ' αυτόν το δρόμο, όμως, είχε ό αδελφός του κατάστημα. Και όταν τον έβλεπε να περνάει σε τέτοια κατάσταση, έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού του και όχι από λύπη, αλλά μάλλον από ευθιξία, τον εφασκέλωνε από πίσω με το δεξί του χέρι (τον εμούτζωνε, όπως λέμε). Μετά από λίγο καιρό συνέπεσε να αποθάνει ό εύθικτος αυτός αδελφός του ιερέως. Όταν ύστερα από τρία χρόνια άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή βρήκαν το δεξί του χέρι άλιωτο. Τον ξανάθαψαν και μάλιστα σε άλλο σημείο. αλλά πάλι βρέθηκε το δεξί του χέρι ακέραιο. Τότε με συμβουλή του άλλου εφημέριου ιερέως, πήραν το αδιάλυτο χέρι και το εξέθεσαν στο νάρθηκα του ναού, για να τον συγχωρήσουνε οι συγχωριανοί του, για τυχόν λιποβαρή ζυγίσματα ή άλλες αδικίες, συνηθισμένες σ' όσους ασχολούνται με το εμπόριο. Αλλά και πάλι μετά από άλλο ένα έτος επανενταφιασμού βρέθηκε το χέρι αδιάλυτο. Τότε - κατά θεία νεύση - ένας άλλος έμπορος πού είχε το κατάστημα του απέναντι, ανέφερε στον εφημέριο το γεγονός του καθημερινού φασκελώματος και του χλευασμού του γέροντα ιερέα από τον αδελφό του. Οπότε κατάλαβε ό καλός εκείνος ιερέας, ποια ήταν ή αιτία. Και αφού προσκάλεσε το γέροντα συλλειτουργό του τον παρότρυνε να κάνη τρισάγιο και να διαβάσει πάνω από το αδιάλυτο χέρι τη συγχωρητική ευχή. Πράγματι μόλις έγιναν αυτά, αμέσως τα σαρκώδη μέλη του άλιωτου χεριού διελύθησαν και έμειναν γυμνά τα οστά".

Με άλλα λόγια: η κατάκριση και τα σχόλια εις βάρος των ιερέων (που τα έχουμε πολλοί πολύ εύκολα) είναι πολλές φορές αμαρτία πιο βαριά από τα φασκελώματα και τιμωρούνται πιο αυστηρά.

Κατηγορούν δυστυχώς οι άνθρωποι τον ιερέα, όπου βρεθούν και κατασκευάζουν ανένδοτα με τη φαντασία τους προκειμένου να τον γελειοποιήσουν. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε ηθοποιούς να υποδύονται τον ιερέα και να προβαίνουν εις παντός είδους γελοιότητες και αισχρότητες. Παίρνουν αφορμές πολλές φορές από ορισμένες άστοχες ενέργειες απρόσεκτων κληρικών και βγάζουν συμπεράσματα άδικα για το πλήθος των αγωνιστών κληρικών. Γι' αυτούς όλοι οι κληρικοί, οι παπάδες, όπως αναφέρουν περιφρονητικά, είναι κακοί, φιλάργυροι, πλεονέκτες, διεφθαρμένοι, παλιάνθρωποι και μόνο ό φοβερός αυτός κατήγορος είναι άγιος και αξιοπρεπής. Πουθενά δεν υβρίζεται ό ιερέας τόσο, όσο στην πατρίδα μας.

Διηγούνται για κάποιον ιερέα τα εξής: "Όταν ήρθαμε εδώ, στο χωριό δεν είχαμε δικό μας ιερέα. Έτσι, μάς εξυπηρετούσε ό παπά - Γιάννης Βασιλειάδης, εφημέριος Αρχαγγέλου. Γύρω στο 1937 - 38, ήμουν νεαρός τότε 17 χρονών, λέει ή μάννα μου: - Πήγαινε παιδί μου να φέρεις τον παπά να κάνει αγιασμό στο περιβόλι μας και να διαβάσει ευχή, γιατί όπως βλέπω, ή κάμπια πού έπεσε στα λαχανικά, θα μάς τα αφανίσει όλα, θα πεινάσουμε. Επήγα λοιπόν στον Αρχάγγελο, μίλησα με τον παπά - Γιάννη και την άλλη ημέρα το πρωί τον έφερα στον κήπο. Έκανε τον αγιασμό, διάβασε τη σχετική ευχή και ράντισε τον κήπο μας. Ήταν ολοφάνερο ότι ό ιερέας προσευχόταν με όλη του την καρδιά. σε όλο το διάστημα, αλλά και μετά, έβλεπα τη μάννα μου ήσυχη και ήρεμη. Ήταν βέβαιη πώς θα γλυτώναμε τα λαχανικά μας. Εγώ, σαν άμυαλος νεαρός, έλεγα με κάποια αμφιβολία, μέσα μου: - Είναι δυνατόν να ψοφήσουν οι κάμπιες με το διάβασμα του παπά; Παρά ταύτα, δεν είπα τίποτε. Όταν τελείωσε ό ιερέας, έβγαλα χρήματα να τον πληρώσω. Είχαμε στο σπίτι ένα πενηντάρικο και ένα εκατοστάρικο. Του δίνω το πενηντάρικο. - Τι είναι αυτό; κάνει κάπως αγριεμένος ό παπά -Γιάννης. Νόμισα, πώς του φάνηκαν λίγα. Του δίνω, λοιπόν και το εκατοστάρικο. - Παιδί μου, λέει στεναχωρημένος, τι πράγματα είναι αυτά; εδώ ήρθα να διαβάσω τις κάμπιες, για να σταματήσουν να τρώνε το φαγητό σας και σεις, φτωχοί άνθρωποι, μού δίνετε χρήματα; Δε θέλω τίποτε! και δεν επήρε τίποτε απολύτως. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έτρεξα στον κήπο. Οι κάμπιες είχαν εξαφανισθεί εντελώς όχι μόνο από το περιβόλι μας , αλλά και από όλα τα γύρω κτήματα, σε ικανή απόσταση. δεν είναι αυτό χειροπιαστό θαύμα; Μεγάλη ή πίστη μας στ ' αλήθεια!"

Μεταγενέστερες ειδήσεις μάς πληροφορούν, ότι ό πατήρ Ιωάννης υπήρξε πολύ ενάρετος κληρικός, ή δε ευχή του "τρυπούσε πέτρα!" για ανομβρία, αρρώστια, επιδημία και ό,τι άλλο κακό η δυσκολία, έτρεχαν στον πατέρα Ιωάννη για ευχή. Εκοιμήθη, μετά από ασθένεια, στην Αθήνα περί τα 1950. Πόσοι ανώνυμοι εκλεκτοί ιερείς του Θεού του Υψίστου έζησαν και ζουν ανάμεσα μας! Πόσο άδικο έχουν εκείνοι που κατακρίνουν ή καταδικάζουν ή, ακόμη χειρότερο, συκοφαντούν τους ιερείς της Εκκλησίας μας! Αλλά και πόσο κακό προξενούν στον εαυτό τους όλοι εκείνοι, πού ελαφρά τη καρδία, αποδέχονται τις κατηγορίες και τις συκοφαντίες! Ή ιεροσύνη είναι το μεγαλύτερο αγαθό που έδωσε ό Θεός στους ανθρώπους, γιατί χάρη στη δωρεά αυτή του Χρίστου μας πραγματοποιείται επί της γης το μυστήριο της σωτηρίας μας.

Ένας Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ' ένα πολύ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε να ιδεί τον 'Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ό Ιερεύς του χωριού. Ό 'Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο το Λειτουργό του Υψίστου. Ή άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ό Ιερεύς ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ό 'Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό. Παράδοξο όμως! Από τη στιγμή, που άρχισε ή Θεία Λειτουργία, ό Ιερεύς κυκλώθηκε από ένα ουράνιο φως που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει. Κι αυτό κράτησε ως το τέλος της Λειτουργίας. Αφού μοίρασε ό Ιερεύς το αντίδωρον στους χωρικούς, τον φώναξε στο Άγιο Βήμα ό 'Επίσκοπος και, πέφτοντας στα γόνατα, του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ό απλοϊκός Ιερεύς σάστισε.

- Πώς είναι δυνατόν ό ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερο του; Εσύ ευλόγησέ με άγιε Δέσποτα.

- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη Θυσία. "Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται".

-Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, 'Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος και Διάκονος ακόμη, πού να πλησιάζει το άγιο Θυσιαστήριο και να μη περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ό απλοϊκός Ιερεύς. Τί να απαντήσει ό 'Επίσκοπος σ' εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδίας του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος.

Ό όσιος και θαυματουργός πατέρας μας Αναστάσιος ό Σιναΐτης μάς διηγήθηκε μία θαυμαστή και παράδοξη διήγηση λέγοντας τα εξής:

Κάποτε πού βρέθηκα στη Λαοδίκεια της Συρίας, κοντά στο όρος του Λιβάνου, απέναντι των Γαθισών, άκουσα από τούς εκεί γέροντες ένα αξιοθαύμαστο γεγονός. Υπήρχε, λέει, εκεί κάποιος πρεσβύτερος πού ζούσε μέχρι πριν δύο χρόνια. Μία νύχτα πήγε σ΄ αυτόν ένας άνθρωπος και του ζητούσε με πολλή βιασύνη να σηκωθεί να βαπτίσει το παιδί του, πού ήταν βρέφος και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι του ό Πρεσβύτερος και άρχισε αμέσως να λέει την ακολουθία του βαπτίσματος. Καθώς όμως ετοίμαζαν το νερό και το άγιο έλαιο και ενώ ό πρεσβύτερος συνέχιζε την ακολουθία, το παιδί πέθανε αβάπτιστο. Πήρε τότε ό πρεσβύτερος το παιδί, το έβαλε μπροστά στο βαπτιστήριο και είπε: "Σε σένα, το σύνοδο μου άγγελο λέω, μ' εκείνη την εξουσία πού έδωσε ό Χριστός σ' εμάς τούς ιερείς να δένουμε και να λύνουμε στον ουρανό και στη γη· δώσε την ψυχή αυτού του παιδιού πίσω στο σώμα του μέχρι να βαπτιστεί, διότι δε στάλθηκες για να το πάρεις αβάπτιστο. Διότι ξέρει ό Κύριος σου, πού είναι και δικός μου Κύριος, ότι δεν αμέλησα, αλλά μόλις ξύπνησα αμέσως άρχισα την ακολουθία του βαπτίσματος". Με τα λόγια αυτά του πρεσβύτερου προς τον άγγελο αναστήθηκε το παιδί, το βάπτισαν και αμέσως κοιμήθηκε πάλι έν Κυρίω. Όταν εγώ το άκουσα αυτό, θεώρησα δίκαιο να μην το αποσιωπήσω, αλλά να το γράψω για τη δόξα και την τιμή του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και για την ωφέλεια των ακροατών. Κανείς λοιπόν να μην κρίνει ιερέα του Θεού, ακόμη και αν τον δει να πέφτει σε κάποιο σφάλμα. Διότι, αν ό λόγος και ό δεσμός του ιερέα ισχύει για τους αγγέλους, πόσο περισσότερο ισχύει για τους ανθρώπους; και αν ό ιερέας δε στέκεται στο ύψος του, τότε ό χριστιανός θα ανέχεται και θα αδιαφορεί; Όχι βέβαια. Αυτός που αγαπά τον ιερέα και που πονά την εκκλησία, πλησιάζει τον άτακτο κληρικό και του υποδεικνύει με σεβασμό τα λάθη του. Αν δε συμμορφωθεί τότε απευθύνεται στον Επίσκοπο και εκείνος έχει τον τρόπο να συμμορφώσει τον πταίσοντα. Κληρικό. Με την κατάκριση του κληρικού διαιωνίζουμε το κακό, σκανδαλίζουμε ανθρώπους που έχουν πίστη ασθενική και αγοράζουμε κόλαση.

Στη "Διακονία και Μαρτυρίαν", περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, "ανεγράφη το εξής αξιόλογο:

Ό Μέγας Αλέξανδρος προχωρώντας νικηφόρα επί της Ασιατικής γης, έφθασε εις την πρωτεύουσαν της Φοινίκης Τύρον, ένα μεγάλο και πανίσχυρο κέντρο του έθνους των Φοινίκων. Μετά από πολιορκία επτά μηνών κυρίευσε την πρωτεύουσα αυτή και κατόπιν κατευθύνθηκε προς την ιερά Γή της 'Ιουδαίας το 332 π.Χ., με σκοπό να τιμωρήσει σκληρά τούς 'Ιουδαίους για την απιστία πού επέδειξαν στους αγώνες τους κατά των Φοινίκων. Τότε ό μέγας αρχιευρεύς των 'Ιουδαίων, Ιαδδουά, άρχισε να προσεύχεται για τη σωτηρία του λαού του και, εμπνεόμενος από θεία οπτασία, περιεβλήθη χρυσοκέντητη στολή μπλε, έβαλε στο κεφάλι του μίτρα με ολόχρυσο πέταλο στο μέτωπο και εκεί αποτύπωσε το όνομα του αληθινού Θεού, του αγνώστου στο Μέγα Αλέξανδρο και πήγε στο στρατόπεδο των Ελλήνων.

Τότε ό Μέγας Αλέξανδρος, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε άγριες διαθέσεις κατά των Ιουδαίων, μόλις αντίκρισε τον αρχιερέα και διάβασε το όνομα του αληθινού Θεού, ηλεκτρίσθηκε ολόκληρος, ή οργή του διαλύθηκε, ή αγέρωχος και αυταρχική ιδιοσυγκρασία του μεταβλήθηκε σε ταπεινή και συνεσταλμένη στοργή και ευσπλαχνία. Γεμάτος ταπεινοφροσύνη - ένας Μέγας Αλέξανδρος - κλίνει ευλαβικά το γόνατο του από σεβασμό και προσκυνά τον αρχιερέα των 'Ιουδαίων. Όλοι γύρω του έμειναν εμβρόντητοι μπροστά σ΄ αυτό το θέαμα- και παίρνοντας θάρρος τότε ό στρατηγός Παρμενίων έρωτά τον αρχηγό του Ελληνισμού, Μέγα Αλέξανδρο, πώς "ό υπό πάντων προσκυνούμενος Αλέξανδρος προσεκύνησε τον 'Ιουδαίων αρχιερέα;" Ό Μέγας Αλέξανδρος τού απάντησε: "Δεν προσκύνησα τον αρχιερέα, αλλά τον Θεόν, όστις εκείνον αρχιερέα κατέστησε".

Έτσι ακριβώς συμπεριφέρονται και οι σημερινοί ηγέτες μας, όταν αντικρίζουν τούς Ιεράρχες μας, τούς κληρικούς μας και πολύ περισσότερο τον Αρχιεπίσκοπο μας, ό όποιος συγκεντρώνει όλο το σεβασμό και την αγάπη των χριστιανών; Μήπως τούς λείπει ή πνευματική καλλιέργεια ή μήπως έχουν ελαττωμένη θεοσέβεια; Το ευγενές τέκνον της Μακεδονίας γίνεται δάσκαλος όλων εκείνων πού αμφισβητούν τούς κληρικούς και συζητούν συνεχώς σε βάρος τους.

Στις Πράξεις των Αποστόλων, στο πέμπτο δηλαδή βιβλίο της Καινής μας Διαθήκης, αναφέρεται ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ό Απόστολος Παύλος, διηγείται ό συγγραφεύς των Πράξεων Ευαγγελιστής Λουκάς, οδηγείται στο συνέδριο των Ιουδαίων, για να δικασθεί. Αρχίζοντας την απολογία του λέγει "άνδρες αδελφοί, εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω Θεώ ταύτης της ημέρας"(Πραξ. Κ.Γ,Ι 1). Μόλις εξέφρασε αυτούς τούς λόγους ό επικεφαλής Αρχιερέας Ανανίας διέταζε τούς υπηρέτες του να τον ραπίσουν στο στόμα, προφανώς επειδή έλαβε το λόγο μόνος του. Τότε ό Παύλος του απάντησε: "τύπτειν σε μέλλει ό Θεός, τοίχε κεκονιαμένε", δηλαδή θα σε πατάξει ό Θεός ασβεστωμένε τοίχε. Οι παριστάμενοι ακούγοντας τα σκληρά αυτά λόγια του Αποστόλου, του λέγουν: - τον Αρχιερέα του Θεού υβρίζεις; και ό Παύλος που δεν γνώριζε ότι ήταν Αρχιερέας ζήτησε συγγνώμη: - δεν γνώριζα αδελφοί, λέγει, ότι ήταν Αρχιερέας, διότι ό λόγος του Θεού λέγει: "Άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς". Δε νομίζουμε πώς ή συμπεριφορά του Παύλου προς τον Αρχιερέα Ανανία θέλει σχολιασμό. Το παράδειγμά του μάς διδάσκει, για να διδάσκουμε κι εμείς εκείνους που ζουν στην άγνοια και συμπεριφέρονται κακώς προς τούς κληρικούς.

Στους κληρικούς οφείλουμε σεβασμό και αγάπη. Στις προσευχές τους βασιζόμαστε. Κοντά τους θα τρέξουμε ζητώντας την ευχή τους. Από τη γέννησή μας μέχρι τα στερνά μας αυτούς αποζητούμε. Τούς χρειαζόμαστε. Αυτοί μάς συμφιλιώνουν με το Θεό, όταν παραστρατούμε. Αυτοί θα μάς οδηγήσουν στη Βασιλεία του Θεού.

Ό ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τούς χριστιανούς που ιεροκατηγορούν να κλείσουν τα απαίδευτα στοματά τους και να μην κακολογούν τούς κληρικούς. Να τί λέγει σ' ένα του λόγο:

Κάνετε ό,τι περισσότερο μπορείτε, να έχετε το Άγιο Πνεύμα μέσα σας. Τιμάτε, όσο πιο πολύ μπορείτε, εκείνους στους οποίους ό Θεός έδωκε την Χάρη Του! μη το ξεχνάτε ποτέ. Είναι πολύ μεγάλο αξίωμα των ιερέων! Είπε ό Χριστός: "Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς". Και γι' αυτό οφείλετε να υπακούετε στους πνευματικούς σας πατέρες· και να τους θεωρείτε άξιους της πύο μεγάλης τιμής. Συ κοιτάζεις την δουλειά Σου! και όταν το σπίτι σου πάει καλά, στα άλλα δεν δίνεις σημασία! Ό ιερέας όμως, αν τα καταφέρει καλά για τον εαυτό του και για το σπίτι του, αλλά δεν δείξει το ενδιαφέρον που πρέπει και για σένα, θα τον στείλει ό Χριστός στη Γιάννα, μαζί με τους αποστάτες! και ενώ από δική του πλευρά πήγαινε καλά, θα την πάθει από σας! Έχετέ το υπόψη σας λοιπόν! και δείχνετε στους ιερείς σας όλη την καλή σας διάθεση. Αυτοί αγρυπνούν για τις δικές σας ψυχές. θα δώσουν λόγο για σας. Να τους προσέχετε λοιπόν! Όσο πιο πολύ μπορείτε! Όταν όμως σεις με τη συμπεριφορά σας τους κάνετε και παρεκτρέπονται, φαντάζεσθε ότι θα σάς βγει σε καλό; Όσο ό οδηγός είναι ήρεμος και οι επιβάτες του οχήματος καλά πηγαίνουν. Μα αν αρχίσουν και τον βρίζουν και τον κάνουν να εξαγριώνεται και να μη μπορεί πια να κάνει σωστά την δουλειά του, είτε το θέλει είτε όχι, θα γίνουν πολλά κακά! και θα φταίνε εκείνοι! Έτσι και προκειμένου για τον ιερέα. Αν σεις τον προσέχετε, αν τον τιμάτε, θα τα καταφέρει όλα καλά. Μα αν τον κάνετε και χάνει κάθε όρεξη για το έργο του, αν τα χέρια του παραλύουν, δεν το καταλαβαίνετε, πώς ό,τι κακό συμβεί, θα ξεσπάσει σε βάρος σας; Δε βλέπετε, τί τιμή και σεβασμό δείχνουμε όλοι στους κοσμικούς άρχοντες; Ας προέρχεται ή εξουσία τους από το θέλημα ενός ανθρώπου, εκείνου πού τούς διόρισε! Ό,τι κι αν είναι, τούς τιμάτε! Σέβεστε την υπογραφή εκείνου πού τούς διόρισε. Πώς τολμάτε και καταφρονείτε και κακολογείτε και κυριολεκτικά "ξεπλένετε" με τα λόγια σας εκείνον πού χειροτόνησε ό ίδιος ό Θεός; δεν επιτρέπεται να κρίνωμε έναν απλό αδελφό μας χριστιανό. Πώς ακονίζουμε την γλώσσα μας εναντίον ιερέων; Τί απολογία θα δώσουμε; δεν το καταλαβαίνετε ότι έτσι κάνετε το δικαστήριο αδυσώπητο εις βάρος σας; Με αυτά πού λέγω, δεν λέω ότι καλά κάνουν οι παπάδες πού δεν κάνουν σωστά το καθήκον τους! Τούς λυπάμαι! Κλαίω γι' αυτούς! Γιατί, ξέρω, τί τούς περιμένει! Μα αυτό δεν σημαίνει, ότι μπορεί και να τούς κρίνει δ καθένας! Όσο κι αν δεν βαδίζουν οι ίδιοι καλά, συ ΔΕΝ θα ζημιωθείς, αν σταθείς απέναντι τους καλά, αν κάνεις αυτό πού πρέπει. Αυτά πού μάς δίνει ό ιερέας είναι κάτι πού μόνο ό Θεός μπορεί να το δίνει. Να το ξέρετε. Όσο ψηλά και αν φθάσετε σε αρετές, όλες μαζί δεν είναι τίποτε μπροστά στη Χάρη του Θεού πού παίρνετε από τα χέρια των ιερέων. Προσέχετε, μη φαντασθείτε, ότι τότε ΔΕΝ χρειάζεται να αγωνιζόμαστε! Γιατί αν το κάμομε, θα φορτώσουμε τον εαυτό μας ένα πλήθος αμαρτιών! Λοιπόν, τελικό συμπέρασμα: Έχουμε χρέος και το Θεό να φοβούμεθα και τους ιερείς Του να τιμάμε. Και τότε θα λάβουμε διπλό μισθό. Ένα, για τα καλά μας έργα και ένα για την αγάπη και για το σεβασμό, πού δείξαμε στους ιερείς, σαν υπηρέτες του Θεού μας.

Πρωτοπρ. Βασιλείου Κων. Ακριβόπουλου


Πηγή: agioritis.pblogs.gr

Re: Τί να λέμε σε όσους κατηγορούν εύκολα κληρικούς;

Δημοσιεύτηκε: Τετ Σεπ 05, 2012 6:00 pm
από Μαρίνα
Νομίζω (μάταια φυσικά) θα προσπαθούσα να του αλλάξω σκέψη με το να του πω να διαβάσει το παρακάτω κείμενο. Ο καθένας που κατηγορεί Ιερέα αλλά και τον Θεό και την Εκκλησία αν διαβάζε το παρακάτω με καθαρή καρδιά θα καταλάβαινε πόσο λάθος έκανε προπαντώς στον εαυτό του με το να λέγει ότι έλεγε.


του Αρχιμ. Αθηναγόρα Καραμαντζάνη

Ο ΙΕΡΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΝ

Εικόνα

Προ καιρού είχα την ευλογημένη ευκαιρία να παραστώ στην χειροτονία ενός πρεσβυτέρου αγαπητού φίλου και αδελφού.
Όταν έφθασε η ώρα της χειροτονίας, είδα δύο άλλους πρεσβυτέρους να τον περιφέρουν τρεις φορές κύκλω της Αγίας Τραπέζης, ψάλλοντες «δόξα Σοι Χριστέ ο Θεός Αποστόλων καύχημα...» Κατόπιν τον είδα να γονατίζη μπροστά στο θυσιαστήριο, στηρίζοντας και τα δύο του χέρια επάνω σ' αυτό. Τί εσήμαιναν άραγε αυτά; Εσήμαιναν και σημαίνουν ότι από εκείνη την ώρα κέντρο της ζωής του ιερέως θα είναι το ιερό και άγιο αυτό θυσιαστήριο. Γι' αυτό και το αγκαλιάζει με όλη την θέρμη της καρδιάς του σαν το πολυτιμώτερο απόκτημα της ζωής του, αλλά και το θυσιαστήριο τον τυλίγει ολόκληρο μέσα στην δόξα και τον θείο του γνόφο.


1. Το μεγαλείο του Θυσιαστηρίου

Τί συγκλονιστική αλήθεια στιγμή, που βέβαια όλοι μας την έχουμε ζήσει! Όντως, αυτό το ιερό σύμπλεγμα, ιερεύς και θυσιαστήριο, είναι και θα είναι εις τους αιώνας, ό,τι πιο υψηλό ό,τι πιο μεγαλειώδες έχει να παρουσιάση αυτός ο κόσμος. Δύο πράγματα, που ενώθηκαν άπαξ δια παντός από αυτόν τον Κύριο, τον πρώτο και Μέγα ιερέα του κόσμου. Ο ιερεύς είναι τρόπον τινά συνεζευγμένος με το θυσιαστήριο. Ο ιερεύς γεννάται την ώρα της χειροτονίας του. Μήτρα αυτής της υπερφυούς γεννήσεως είναι ακριβώς το πανάγιο θυσιαστήριο, που έκτοτε θα γίνη ο ομφάλιος λώρος του. Από την στιγμή εκείνη γίνεται η ίδια η ζωή του. Υπάρχει εξ αιτίας αυτού και ζη μόνον γι' αυτό. Είναι το ιερό φορτίο του, η χαρά του και η δόξα του.
Το διδακτικό, το ποιμαντικό και το άλλο κοινωνικό έργο του απορρέουν και τροφοδοτούνται από την χάρι του λειτουργικού του χαρίσματος. Στην Ορθοδοξία το κέντρο της ζωής των πιστών, δεν είναι το κήρυγμα, αλλά το Μυστήριο. Δεν είναι ο άμβων, αλλά το θυσιαστήριο. Γι' αυτό ακόμη και η θέσις του μέσα στον ναό είναι κεντρική, όπως η καρδιά μέσα στο σώμα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πρωτίστως λειτουργούσα και προσευχομένη Εκκλησία και δευτερευόντως κηρύττουσα και ποιμαίνουσα. Ποιμαίνει από την Αγία Τράπεζα. Η πρώτη Εκκλησία όλα τα μυστήριά της τα είχε συνδεδεμένα με το υπέρτατο γεγονός της Θ. Ευχαριστίας. Η Αγία Τράπεζα εκφράζει και συγκεφαλαιώνει όλα τα σημαντικώτερα έργα του Χριστού επί της γης. Θεωρείται και ως τράπεζα του Μυστικού Δείπνου και ως άλλος Γολγοθάς, αλλά και ως ο θεοδόχος τάφος του Σωτήρος μας, εξ ου αναβλύζει η ανάστασις και η ζωή. «Ως ζωηφόρος, ως παραδείσου ωραιότερος όντως και παστάδος πάσης βασιλικής αναδέδεικται λαμπρότερος Χριστέ ο τάφος Σου, η πηγή της ημών αναστάσεως». Κατά δε τον Άγ. Συμεών τον Θεσσαλονίκης, το θυσιαστήριο θεωρείται τόπος και θρόνος του βασιλέως της δόξης.
«Είχε μεν - κατά τον Απ. Παύλον (Εβρ. 9,1) και η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας» καθώς και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, αλλά αυτά ήσαν σκιά και προτύπωσις των μελλόντων. «Ημίν διηκόνουν αυτά» κατά τον Απ. Πέτρον (Α' Πετρ. 1,12). Το θυσιαστήριο της Παλαιάς Διαθήκης, ήτο το προεικόνισμα του θυσιαστηρίου της Καινής Διαθήκης όπου «υπέρ ημών ετύθη Χριστός», το καινόν Πάσχα. Από το άλλο μέρος το επίγειο αυτό θυσιαστήριο της Εκκλησίας θεωρείται προβαθμίδα του υπερουράνιου και νοερού, όπου ο Χριστός «παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, ου δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά δια του ιδίου αίματος, εισήλθεν εφ' άπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος» (Εβρ. 9,11-12).
Πιστεύουμε ότι όσα τελούνται, κατά την θεία μας λατρεία είναι ο απόηχος και η πιστή αντιγραφή των όσων συμβαίνουν στον ουρανό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψι μας δίδει μία έκπαγλη εικόνα της ουράνιας λειτουργίας, σε μια παναρμόνια συγχορδία των αγγέλων και των αγίων. Λέγει στο 8ο κεφ. στιχ 3: «Και άλλος άγγελος ήλθε και εστάθη επί του θυσιαστηρίου, έχων λιβανωτόν χρυσούν και εδόθη αυτώ θυμιάματα πολλά, ίνα δώση ταις προσευχαίς των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου». Σε άλλο δε κεφάλαιο μας παρουσιάζει την δοξολογική λειτουργία και τους ύμνους της θριαμβευούσης εν ουρανοίς Εκκλησίας και λέγει: «Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων αλληλούια. ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτωρ. Χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν» (Αποκ. 19,6-7). Αυτού του υπέρθεου μεγαλείου με το οποίο είναι ντυμένο το θυσιαστήριό μας, τελετουργός και μύστης, αλλά και πρώτος μέτοχος των ανεκφράστων δωρεών του, τυγχάνει ο ιερεύς, εξ αιτίας της αγίας ιερωσύνης, την οποίαν φέρει στο οστράκινο σκεύος του. Ο ιερεύς είναι βέβαια και αυτός άνθρωπος «σάρκα φορών και τον κόσμον οίκων», αλλά έχει την υψίστη τιμή να υπηρετή τον Θεό. Ο ιερός Χρυσόστομος, ο υμνητής αυτός, όσον ουδείς άλλος, της ιερατικής αξίας, στέκει απορημένος μπροστά της και ερωτά: «Όταν ο ιερεύς το Πνεύμα το Άγιον καλή και την φρικωδεστάτην επιτελή θυσίαν και του κοινού πάντων εφάπτεται δεσπότου, που τάξομεν αυτόν, ειπέ μοι;». Ο δε σύγχρονος Άγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης θα προσθέση σε αυτά και την ιδική του εκτίμησι: «Εάν έβλεπαν -λέγει- οι άνθρωποι με ποια δόξα λειτουργεί ο ιερεύς, θα έπεφταν κατά γης μπροστά στο όραμα αυτό. Κι' αν ο ίδιος ο ιερεύς έβλεπε τον εαυτό του, σε ποια ουράνια δόξα βρίσκεται, κατά την τέλεση του λειτουργήματός του, τότε θα γινόταν μεγάλος ασκητής και θα αγωνιζόταν να μη θλίψη με τίποτε την χάρι του Αγίου Πνεύματος που ζη μέσα του». Και καταλήγει πολύ σοφά: «Όμως ο Κύριος αποκρύπτει από τα μάτια των λειτουργών του το μεγαλείον τους αυτό, για να μη υπερηφανεύωνται, αλλά να σώζωνται με την ταπείνωσι». Ο μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης, άνθρωπος με θαυμαστές εμπειρίες (ηγούμενος του Οσ. Δαβίδ), όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά τον έβλεπαν να μη πατάη στο έδαφος, αλλά να στέκεται και να βαδίζη στον αέρα. Πολλές φορές αντίκρυζε επάνω στην Αγία Τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους, να κρατούν το Σώμα του Κυρίου. «Οι άνθρωποι - έλεγε - είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τί γίνεται μέσα στο ναό, στην διάρκεια της θείας λειτουργίας!»
Ο ιερουργών ιερεύς, ιστάμενος προ του φρικτού θυσιαστηρίου, γίνεται δέκτης της θείας χάριτος αλλά και πομπός της προς τον κόσμο. Είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, εικονίζοντας τον ένα και μοναδικό μεσίτη Ιησούν Χριστόν. «Ο ιερεύς -λέγει ο ιερός Χρυσόστομος- μέσος του Θεού και της των ανθρώπων φύσεως έστηκεν, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ' ημών ικετηρίας ανάγων εκεί».
Τα δύο υψωμένα χέρια του λειτουργού, άλλοτε μας φέρνουν τις θείες ευλογίες και άλλοτε εμποδίζουν, σαν άλλα αλεξικέραυνα, την οργή του θεού, διασώζοντας το ανθρώπινο γένος. Γι' αυτό αν σταματήση να τελήται επί της γης η θεία λειτουργία, ο κόσμος θα αποθάνη. Έτσι, μπορούμε να πούμε, λαμβάνοντας υπ' όψιν και την προσωπική μας πραγματικότητα, ότι ο ιερεύς κινείται μεταξύ ενός θείου μεγαλείου που κρύβει η ιερωσύνη του και της χοϊκότητος, που την αποτελούν τα πάθη και οι αδυναμίες μας. Ο ιερεύς όντως παλεύει μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων. Άλλοτε βλέπει ότι προσεγγίζει ή προσεγγίζεται από τους πρώτους και άλλοτε από τους δευτέρους. Μπροστά στο θυσιαστήριο βλέπει ότι είναι «Θεός κατά χάριν», έξω όμως στην καθημερινότητα, διαπιστώνει ότι αποτελείται από αίμα και σάρκα. Και έρχονται στιγμές, που η θέσις του ιερέως είναι όντως δραματική. Τότε ίσως βγαίνει από τα χείλη του ο αναστεναγμός: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος». Και αν δεν δίνει τακτική διέξοδο στο Μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, στο καθαρτήριο αυτό λουτρό, τα πράγματα γι' αυτόν είναι πολύ δύσκολα.


2. Προϋποθέσεις προσεγγίσεως του θυσιαστηρίου

Λαμπρό λοιπόν, αλλά και φοβερό συγχρόνως το άγιό μας θυσιαστήριο. Όμως πώς πρέπει κανείς να το πλησιάζη; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να διέπουν την σχέσι του ιερέως με αυτό; Διότι ο Μ. Βασίλειος φωνάζει: «Βλέπε ω ιερεύ τίνι παρίστασαι πώς ιερουργείς και τίσι μεταδίδως». Χωρίς να θέλω να κάνω τον δάσκαλο, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να διαγράψω με αγάπη και ταπείνωσι, τέσσαρες βασικές προϋποθέσεις.

α) Ευλάβεια

Η ευλάβεια δεν είναι ένα αίσθημα παροδικό ή μία εξωτερική εκδήλωσις στιγμιαία. Δεν είναι ένα φόρεμα που το φορούμε όσο διαρκεί το έργο μας, ούτε μία μάσκα, για να καλύψουμε το πραγματικό μας πρόσωπο. Αλλά είναι μία μόνιμη στάσις του όλου άνθρωπου. Μια έντονη αίσθησις της παρουσίας του Θεού, που συγκλονίζει όλο το ψυχοσωματικό μας είναι. Στην αληθινή ευλάβεια μετέχουν και η ψυχή και το σώμα. Εάν κάποιος δείχνει εξωτερική ευλάβεια, χωρίς εσωτερικό αντίκρυσμα, γίνεται φαρισαίος. Εάν πάλι κάποιος ισχυρίζεται ότι έχει μεν εσωτερική ευλάβεια, αλλά αδιαφορεί για τις εξωτερικές της εκδηλώσεις, θεωρώντας τες ως δήθεν τυπικότητες, αυτός πλανάται. Είναι ένας άνθρωπος γυμνός χωρίς ένδυμα και μάλιστα ένδυμα γάμου και πώς τότε θα εισέλθη στον θείο του Χριστού νυμφώνα;
Η ευλάβεια είναι η τελωνική στάσις της ψυχής. Ο τελώνης, κατά την παραβολή, «μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν επάραι (εδώ έχουμε την εξωτερική εκδήλωσι της ευλαβείας, την «κάτω νεύσι» όπως λένε οι πατέρες) αλλ' έτυπτεν εαυτού το στήθος και έλεγε, ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (αυτά είναι η εσωτερική στάσις της ψυχής, που προκαλείται από την αίσθησι της παρουσίας του Θεού και της αμαρτωλότητος του ανθρώπου).
Η ευλάβεια προς το θείον και τα θεία πράγματα, είναι σύνθετο πνευματικό φαινόμενο. Τα στοιχεία που το αποτελούν είναι: η θερμουργός πίστις, ο άγιος φόβος του Θεού, η αγαπητική διάθεσις της καρδιάς και η βαθειά ταπείνωσις.
Η ζωντανή πίστις είναι κατά τον Άγ. Μάξιμο η πρώτη ανάστασις του Θεού μέσα μας, που η άγνοια τον είχε νεκρώσει. Και είναι η μητέρα της ιερατικής ευλαβείας. Γεννάται αυτομάτως όταν στην καρδιά του ιερέως υπάρχει η αίσθησις της παρουσίας του Θεού, κατά την θεία μυσταγωγία, ιδιαιτέρως δε μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, όπου η θεία παρουσία δεν είναι μόνον αόρατη, αλλά και ορατή και αισθητή, στο σώμα και στο αίμα του Χριστού. Ο ιερεύς που πιστεύει βαθειά αυτήν την πραγματικότητα, δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ευλαβική συντριβή. Θέλετε να δήτε αν ένας λειτουργός πιστεύει πραγματικά, ότι αυτό που έχει μπροστά του, επί της Αγίας Τραπέζης, είναι "αυτό τούτο το άχραντον σώμα του Χριστού και αυτό τούτο το τίμιον αίμα Του"; Παρακολουθήστε τον στα εξής σημεία: Πώς μελίζει και διαμελίζει τον αμνόν του Θεού. Πώς κοινωνεί ο ίδιος. Πώς κάνει την συστολή. Πώς κοινωνεί τον κόσμο. Περισσότερο όμως από όλα - μη σας φανή υπερβολικό- πώς καταλύει το Άγιον Ποτήριον. Εκεί κυρίως δίνουμε τις εξετάσεις μας. Ο ιερεύς τις φρικτές αυτές ώρες που επαναλαμβάνει την ψηλάφησι του Θωμά (τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και την χείρα εις την πλευράν του), πρέπει συνεχώς να επαναλαμβάνει και την ομολογία της πίστεώς του: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». «Ο Κύριός μου είναι παρών. Με βλέπει, με ακούει, με παρακολουθεί και με προσέχει. Αυτός και με κρίνει». Αυτή η πίστις δημιουργεί στην καρδιά μας και τον φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού δεν είναι ο άγριος και εξουθενωτικός τρόμος, που νοιώθει ο άνθρωπος μπροστά σε ένα κίνδυνο, που του σφίγγει την καρδιά, που μπορεί να του δημιουργήση και ψυχολογικά προβλήματα ακόμη. Αλλά είναι εκείνο το ιερό δέος, που νοιώθει το πλάσμα, ενώπιον του Πλάστου. Ο σεβασμός του παιδιού μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα, είναι - αν θέλετε- το γλυκό ρίγος, που διαπερά σύγκορμη την ύπαρξί μας, όταν ζούμε την έλευσι της Θ. Χάριτος. Αυτός ο θείος φόβος είναι γεμάτος από αγάπη προς Εκείνον, που πρώτος μας αγάπησε «και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ η­μών». «Φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού» λέγει ο Δαυίδ. Οι άγιοι του Θεού εφοβούντο τον Θεό, επειδή τον αγαπούσαν και τον αγαπούσαν, επειδή τον εφο­βούντο. Αυτά τα δύο αλληλοτροφοδοτούνται. Και προκαλούν την ευλάβεια.
Ευλάβεια ακόμη σημαίνει: «καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη». Ο ευλαβής μυσταγωγός γνωρίζει καλώς ποιος είναι αυτός ο ίδιος αλλά και ποιον υπηρετεί. Έχει βαθειά συναίσθησι ότι αυτός ως άνθρωπος είναι «γη και σποδός» αμαρτωλός και αχρείος δούλος, ενώ ο Κύριός του είναι ο Άγιος και ο Αναμάρτητος.
Συνεπώς η υπερηφάνεια και η έπαρσις, η επιδεικτικότης και η αλαζονεία δεν έχουν θέσι στην ψυχή του. Ιδού τί μας συμβουλεύει ο Όσιος Θεόγνωστος, που γράφει πολλά για την ευλαβική ιερωσύνη: «Να θεωρής τον εαυτόν σου μυρ­μήγκι και σκουλήκι για να γίνης θεόπλαστος. Κοίταξε ποια ισάγγελη τιμή αξιώθηκες και φρόντισε να μείνης ανέπαφος στο βαθμό της ιερωσύνης που έχεις κληθή, με κάθε αρετή και καθαρότητα. Γνωρίζεις από πόσο ύψος σε πόσο βάθος έπεσε ο εωσφόρος από υπερηφάνεια. Αυτό μη το πάθης και συ, φανταζόμενος μεγάλα για τον εαυτό σου, αλλά να τον θεωρής χώμα και στάχτη και σκουπίδι και σκυλί και να θρηνής αδιάκοπα, γιατί αξιώνεσαι να καλήσαι σε θεία κοινωνία και συγγένεια, με το να διεξάγης με τα χέρια σου την φρικτή ιεροτελεστία των αγίων μυστηρίων από απόρρητη φιλανθρωπία Του Θεού».
Ζώντας έτσι τα πράγματα του εαυτού του ο ιερεύς, οδηγείται στην μετάνοια, την κατάνυξι και τα δάκρυα. Εγνωρίσαμε ευλαβείς λειτουργούς του θυσιαστηρίου, που εμούσκευαν όχι μόνο το μαντήλι τους αλλά και το δάπεδο, από τα πολλά τους δάκρυα. Ας σταματήσουμε με θαυμασμό μπροστά στην καταπληκτική περίπτωσι ενός αγιορείτου ιερομόναχου, για τον οποίον ο Γέρων Ιωσήφ γράφει τα εξής: «Ο παπα- Δανιήλ εξήκοντα έτη μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Αυτός δεν ηδύνατο να προφέρη τας εκφωνήσεις από την κατάνυξιν. Από τα δάκρυα πάντοτε εμούσκευε μπροστά του το χώμα. Δι' αυτό δεν ήθελε κανείς ξένος να είναι στην λειτουργία του, δια να μη βλέπη την εργασία του. Είχε εφ' όρου ζωής ολονύκτιον αγρυπνίαν και νοεράν προσευχήν. Ήτο όλος μετέωρος εις την θείαν λειτουργίαν του. Και χωρίς να γίνη λάσπη το έδαφος δεν ετελείωνε η λειτουρ­γίαν». (Έκφρ. Μοναχ. εμπειρίας).
Ο μεγαλύτερος και υπουλότερος εχθρός της ενθέου ευλάβειας είναι η συνήθεια και η εξοικείωσις με τα θεία. Όχι βεβαίως η οικείωσις, αλλά η εξοικείωσις. Η οικείωσις ή οικειότης προς τα ιερά και τα θεία είναι ενέργεια της θείας χάριτος μέσα στην ψυχή μας. Μας έλκει προς τον Θεό «τον αγαπήσαντα ημάς και λούσαντα ημάς από των ανομιών ημών, εν τω αίματι αυτού» (Αποκ. 1,5). Μας ανάβει τον πόθο να είμεθα πάντοτε κοντά Του και μαζί Του και μας ανανεώνει τον ζήλο να τον υπηρετούμε αδιαλείπτως με καίουσα την καρδιά.
Γράφουν για τον μακαριστό Παπα - Εφραίμ τον Κατουνακιώτη: «θερμαινόταν ολόκληρος λειτουργώντας. Τον χειμώνα πού να τολμήσουμε να βάλουμε την θερμάστρα πετρελαίου πάνω από το ένα. Εμείς τουρτουρίζαμε κι' εκείνος ζεσταινόταν, την αιτία την καταλάβαμε αργότερα. Όταν σταμάτησε να λειτουργή, τότε ζητούσε να ανεβάσουμε την θερμάστρα...»
Η ιερατική ψυχή σαν το διψασμένο ελάφι τρέχει να ξεδιψάση στην πηγή των ζώντων υδάτων και επαναλαμβάνει το δαβιδικό: «ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου Κύριε, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» διότι «το ποτήριόν Σου μεθύσκει με ωσεί κράτιστον». Ερώτησα κάποτε ένα ευλογημένο ιερέα, που λειτουργούσε κάθε μέρα, αν έρχεται ώρα που βαριέται την θεία λειτουργία, και μου απάντησε: «Όχι, τουναντίον, όσο λειτουργώ τόσο ανάβει μέσα μου η φλόγα. Η μία λειτουργία με προετοιμάζει για την άλλη, και η επομένη με ελκύει με δύναμι προς αυτήν: Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού μου! Και κατέληξε: «Το θυσιαστήριο είναι τρομερός μαγνήτης». Αντιθέτως η εξοικείωσις είναι κατάστασις νεκροποιός. Υποβαθμίζει τον ζήλο (που όπως λένε οι Αγιορείται στην αρχή μπορεί να είναι σαν τον Άθωνα, στο τέλος όμως καταντά σαν ένα αυγό) ψυχραίνει την αγάπη, νεκρώνει τον θείο φόβο, δημιουργεί παρρησία και τελικά πώρωσι και αναισθησία. Μεταβάλλει τα πάντα σε ρουτίνα και σε μια μηχανική εκτέλεσι, χωρίς την συμμετοχή της καρδιάς. Ο ιερεύς τότε είναι ικανός και στις ιερώτερες στιγμές να απροσεκτή, να ομιλή, να γελάη, να αστειεύεται ή και να οργίζεται με τους γύρω του. Ο νους τρέχει στα βιοτικά, στις εργασίες, στην οικογένεια και λοιπά. Η ολεθρία και ζημιογόνος αυτή εξοικείωσις οφείλεται σε ένα αίσθημα κόρου (μπούχτισμα) και αποστροφής. Ο κόρος όμως για τα θεία είναι δαιμονικό αίσθημα, που μπορεί να οδηγήση τον ιερέα στην αθεοφοβία και τελικά στην απώλεια.


β) Καθαρότης

Το καθαρό και άγιο θυσιαστήριο του Κυρίου μας, δεν συμβιβάζεται με ακάθαρτο ιερέα. Η καθαρά και άμωμη θυσία του Υιού του Θεού, δεν επιτρέπεται να προσφέρεται από χέρια ακάθαρτα, γλώσσα λερωμένη, σώμα ρυπαρό, καρδιά γεμάτη πάθη. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Εννόησον οποίας τας ταύτα διακονουμένας χείρας είναι χρη, οποίαν την γλώτταν την εκείνα προχέουσαν τα ρήματα, τίνος δε ου καθαρωτέραν και αγιωτέραν την τοσούτον Πνεύμα υποδεξαμένην ψυχήν;». Στην ευχή του χερουβικού ύμνου, σκυφτός ο λειτουργός προσεύχεται: «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν βασιλεύ της δόξης. το γαρ διακονείν σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσι....» Και παρακαλεί: «Καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς....» Ποια είναι η πονηρά συνείδησις; Η ένοχη και η ακάθαρτη. Κυρίως όμως η αμετανόητη. Ο προμνημονευθείς Όσιος Θεόγνωστος και πάλι μας ομιλεί: «Αν καταξιωθής την θεία και σεβάσμια ιερωσύνη, έχεις χρέος πρωτύτερα να θυσιάσης τον εαυτόν σου με την νέκρωσι των παθών και των ηδονών και έτσι να τολμάς να πλησιάζης την ζωοποιό και φρικτή θυσία, αν δεν θέλης σαν εύφλεκτο υλικό να κατακαής από την θεϊκή φωτιά. Γιατί αν το Σεραφείμ δεν τόλμησε να πιάση τον θεϊκό άνθρακα, χωρίς λαβίδα (όρα­μα Ησαΐου), πώς θα τον αγγίσης συ χωρίς να έχης απάθεια;». Και αναφέρει για κάποιον ιερομόναχο, που ενώ τον θεωρούσαν ευλαβή, αυτός όμως μολυνόταν από λογισμούς αισχρούς και κάποτε, που επιτελούσε την θεία λειτουργία, όταν έφθασε η ώρα του Χερουβικού και έσκυψε να διαβάση την ευχή, πέθανε ξαφνικά και η ψυχή του τον άφησε σ' αυτήν την στάσι. Έλεγε κάποιος: «το θυσιαστήριον εκδικείται!...» Τα πάθη μας και οι αμαρτίες μας, όσο παραμένουν μέσα μας όχι μόνον εμάς ζημιώνουν, αλλά και την χάρι του Θεού κωλύουν, να επιδράση στους πιστούς. Στον προφήτη Μαλαχία κεφ.2,1 διαβάζουμε. «Και νυν η εντολή αύτη προς ημάς ώ ιερείς. Εάν μη ακούσητε, και εάν μη θήσθε εις την καρδίαν υμών του δούναι δόξαν τω ονόματί μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ και εξαποστελώ εφ' υμάς την κατάραν και επικαταράσομαι την ευλογίαν υμών και καταράσομαι αυτήν ...»
Βέβαια δεν ζητείται από τον ιερέα η αναμαρτησία, διότι είναι άνθρωπος «σάρκα φορών και τον κόσμον οικών» και όχι άγγελος. Ζητείται όμως η μετάνοια, η κάθαρσις της ψυχής, η εξομολόγησις έστω και κατά περιόδους. Απαιτείται αυτοκατάκρισις και αυτομεμψία, συναίσθησις της αμαρτωλότητος. Αγώνας κατά των ψεκτών παθών και καλλιέργεια πνευματικής ζωής.
Ο άξιος λειτουργός συναισθάνεται ότι ο Θεός μας είναι «πυρ καταναλίσκον» και «τους αναξίους φλέγον». Ότι το θυσιαστήριο είναι η φλεγόμενη, αλλά μη κατακαιομένη βάτος, προ της οποίας ο θεόπτης Μωυσής άκουσε την βροντερή φωνή του Θεού να του λέγει: «μη εγγίσης ώδε. λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου. ο γαρ τόπος εν ώ έστηκας γη αγία εστί» (Εξ. 3,4). Ο λειτουργός λοιπόν προ της φρικώδους θυσίας, καλείται να λύση πάντα σύνδεσμον αμαρτίας, κακίας, φθόνου, πλεονεξίας, κοσμικού φρονήματος και άλλων εσωτερικών συμπλεγμάτων, ειρηνεύοντας με όλους, μέσω της ευαγγελικής αγάπης ("Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομόνοια oμολογήσωμεν"). Ακόμη o ευλαβής κληρικός, προκειμένου να λειτουργήση, επιμελείται και της σωματικής του καθαριότητος. Δεν πλησιάζει ατημέλητος και απεριποίητος, με τα ρούχα της εργασίας, με παπούτσια λασπωμένα, σαν να ασχολήται με κάτι το κοινό. Το ένδυμα γάμου το επεκτείνει και στα σωματικά.


γ) Σιωπή

Τρίτος τρόπος μιας αξίας προσεδρεύσεως στο αγιώτατο θυσια­στήριο είναι η σιωπή. Αλλά ίσως σκεφθή κανείς. Πώς μπορεί η σιωπή να είναι τρόπος διακονίας στο υπερούσιο Μυστήριο της θείας λει­τουργίας, όταν ο μυσταγωγός ιερεύς είναι υποχρεωμένος να απαγγέλλη ευχές, να εκφωνή, να ψάλλη: Ας μη λησμονήται όμως ότι γενικά το κλίμα της ορθοδόξου λατρείας, διέπεται από τον άγιο νόμο της σιγής, όπως τον εκφράζει ο υπέροχος λειτουργικός ύμνος. «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήϊνον εν εαυτή λογιζέσθω...» Κα­τά τον Άγ. Ισαάκ τον Σύρο, η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, και ως εκ τούτου η σιωπή είναι η άλλη, η μυστική γλώσσα της λατρείας μας.
Στις μεγάλες στιγμές της επικοινωνίας Θεού και ανθρώπων, όπως δείχνει η ιστορία της λατρείας, η πρώτη αντίδρασις του ανθρώπου είναι το θάμβος και η σιγή. Σε ένα αρχαίο λατρειακό κείμενο υπάρχει η φράσις: «Σιγή! σύμβολον αφθάρτου Θεού ζώντος». Η ορθόδοξη λατρεία είναι η μόνη αληθινή και αντάξια του Θεού λατρεία. Είναι ευάρεστος στον Θεό, γιατί είναι λογική και πνευματική. Ξεκινά πρωτίστως μέσα από την μυστική Εκκλησία της ανθρώπινης ψυχής και εξωτερικεύεται προς τα έξω. Είναι προσκύνησις του Θεού «εν πνεύματι και αληθεία». Όσα λέγονται ή ακούγονται στις λατρευτικές μας συνάξεις, δεν είναι παρά ο απόηχος των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων του Χριστού «παρ ώ εισίν οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως οι απόκρυφοι» (Κολ. 2, 3).
Στην ορθόδοξο λειτουργία μας έχουμε ένα θαυμάσιο συνδυασμό ιεροφωνίας και αφωνίας. Άλλοτε σιγά ο λαός και εκφωνεί ο λειτουργός. Και άλλοτε σιγά ο λειτουργός και ψάλλει ο λαός. Όμως, η γλώσσα και η φωνή αυτή της λατρείας δεν είναι γήινη και κοσμική, αλλά είναι γλώσσα ενός άλλου κόσμου. Γι' αυτό και σε μερικούς με κοσμικά κριτήρια είναι σχεδόν ακατάληπτη. Είναι θα λέγαμε τα «άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. 12,4). Μέσα στην Εκκλησία σωπαίνει ο ανθρώπινος λόγος και ακούγεται ο θεανθρώπινος, δηλαδή ο εκκλησιαστικός. Αν λοιπόν αφήσουμε τα θεανθρώπινα και αρχίσουμε να μιλάμε για τα ανθρώπινα, τα κοινά και βιοτικά, τότε η λατρεία του Θεού μεταβάλλεται σε κοσμική ανθρώπινη συνάθροισι. Αν θελήσουμε να κάνουμε μια αυτοκριτική, ως ορθόδοξο εκκλησίασμα, θα βλέπαμε ότι στο σημείον αυτό δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε καλό βαθμό. Έχουμε δυστυχώς κακοσυνηθίσει να συζητούμε και να θορυβούμε, κατά την διάρκεια της θείας μας λατρείας. Ο λαός μας δεν βιώνει την λειτουργική σιωπή και ησυχία, γι' αυτό και η καρδιά του δεν αισθάνεται την εγγύτητα Εκείνου, που είπε: «ου εισί δύο και τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών». Το θλιβερόν όμως είναι ότι σε αυτή την αμαρτωλή και ασεβή συνήθεια, έχουμε δυστυχώς εμπλακή και εμείς οι κληρικοί. Καταλύουμε πολλές φορές, εν ώρα προσευχής και παρουσίας Θεού, τον άγιο νόμο της σιγής, μεταβάλλοντας το ιερό βήμα - θα τολμούσα να πω - σε εντευκτήριο. Συζητούμε άσχετα θέματα. Αστειευόμεθα, γελούμε, κρίνουμε και κατακρίνουμε τους πάντας και τα πάντα. Ζήτημα είναι, αν σε κάποια στιγμή συνέλθουμε και θυμηθούμε να προσευχηθούμε. Είναι σπάνιο το φαινόμενο να συναντηθούν δύο ιερείς ή αρχιερείς στο Άγιο Βήμα και να μην αρχίσουν την κουβέντα μεταξύ τους ή με άλλους, ακόμη και λαϊκούς. Στις δε πανηγύρεις των ναών, που μαζεύονται πολλοί, ο φοβερός και θείος τόπος του θυσιαστηρίου, θυμίζει πλατεία. Θορυβούμε και συζητούμε ακατάπαυστα. Εάν δε έξω γίνεται θείο κήρυγμα, τότε μέσα στο ιερό δεν ακούγεται τίποτε άλλο, παρά ένα απαίσιο και λίαν ενοχλητικό βουητό. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μεγίστη αμαρτία και ασέβεια, που προκαλεί την οργή του Θεού. Και οργή του Θεού, κατά το Άγ. Μάξιμο τον ομολογητή, σημαίνει σταμάτημα της χορηγίας των θείων χαρισμάτων. Οι συζητήσεις και τα πολλά λόγια - εκτός βεβαίως των απολύτως αναγκαίων - βγάζουν τον λειτουργό του Υψίστου από το θείο του κλίμα και τον υποβιβάζουν πνευματικά. Ψυχραίνουν τον ζήλο του. Διασπούν τον νου του, δεν τον αφήνουν να αλλοιωθή εσωτερικά. Έτσι η θεία λειτουργία τελειώνει και αυτός μένει άδειος και στείρος.
Πρέπει όμως κάποτε το κακό αυτό να σταματήση. Και η αρχή πρέπει να γίνη από εμάς, τους ιερείς και αρχιερείς. Ας μη λησμονούμε ότι η θέα λειτουργού σιωπηλού και αφοσιωμένου, συγκλονίζει τους πιστούς, τους καθηλώνει, τους ανεβάζει και τους μεταρσιώνει. Ευφραίνει τους αγγέλους και ευαρεστεί τον Θεό.
Επιτρέψατέ μου, από τα άπειρα παραδείγματα τέτοιων ενθέων λειτουργών του θυσιαστηρίου παλαιών και νέων, να επιλέξω και να σταματήσω μπροστά στο συγκλονιστικό παράδειγμα του Μ. Βασιλείου. Γράφει στο βίο του ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι κάποτε ο αυτοκράτωρ Ουάλης ευρέθη την ημέρα των Θεοφανείων στην Καισάρεια. Επεσκέφθη την εκκλησία, όπου ιερουργούσε ο Ιεροφάντωρ Βασίλειος. Μόλις μπήκε μέσα στον Ναό, εβρόντησαν τα αυτιά του από την υπέροχη ομαδική ψαλμωδία. Βλέποντας δε την λαοθάλασσα του εκκλησιάσματος και όλη την αγγελική ιεροπρέπεια, που υπήρχε γύρω από το άγιο βήμα, καθηλώθηκε κυριολεκτικά. Δεν επερίμενε να συναντήση τέτοιο θέαμα. Η έκπληξις όμως και ο θαυμασμός του κορυφώθηκαν, όταν προχωρώντας προς το βήμα, αντίκρυσε την σεπτή και ουράνια μορφή του θείου Ιεράρχου. Ο Μ. Βασίλειος όρθιος, μπροστά από τον λαό, στητός σαν κυπαρίσσι προ του θυσιαστηρίου, μετάρσιος και σιωπηλός, ιερουργούσε το πανάγιο Μυστήριο. Ο Ουάλης θαμπώθηκε από την ακτινοβολία, ζαλίσθηκε και λίγο έλειψε να σωριασθή στο δάπεδο, αν δεν έτρεχαν κάποιοι να τον στηρίξουν. Αλήθεια, πόσα δεν μας λέει αυτό το περιστατικό!.


δ) Ευσχημόνως και κατά τάξιν

Μια ακόμη προϋπόθεσις, για την θεάρεστη επιτέλεσι των λειτουργικών μας καθηκόντων, είναι η τήρησις του αποστολικού παραγγέλματος: «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κορ. 14, 40). Το «ευσχημόνως» νομίζω ότι αναφέρεται στην συμπεριφορά και εμφάνισι του λειτουργού, αλλά και των πιστών, το δε «κατά τάξιν» στην ευπρεπή και άψογη εικόνα του θυσιαστηρίου και γενικά του Ναού και των τελουμένων εν αυτώ.
Ελάτε τώρα σας παρακαλώ να μπούμε σε έναν ναό εν ώρα λειτουργίας, όπου ιερουργεί ένας ιερεύς, όπως τον περιγράψαμε μέχρι τώρα, πιστός και ευλαβής. Κατ' αρχήν τί σας κάνει εντύπωσι; Ότι ο ναός είναι σχεδόν γεμάτος, από πολύ νωρίς. Έτσι τους έχει συνηθίσει ο καλός τους ποιμένας. Όλοι παρακολουθούν με ευλάβεια και προσοχή. Μια θεία ησυχία απλώνεται παντού. Ο Ναός είναι καθαρός και περιποιημένος. Τίποτε δεν προδίδει αδιαφορία και αμέλεια. Όλα στη θέσι τους. Όλα μυρίζουν αρχοντιά. Αλλά ας προχωρήσουμε προς το ιερό, για να δούμε τον λειτουργό από κοντά, ως απλοί αθέατοι θεαταί. Δείτε τον ιερέα: Σοβαρός, ιεροπρεπής και ευσχήμων. Τα βλέμματά του προσεκτικά δεν στρέφονται δεξιά και αριστερά χωρίς λόγο, ούτε προς το εκκλησίασμα, για να παρατηρή τον καθένα. Είναι προσηλωμένος στον εσταυρωμένο, στους αγίους και στην Πλατυτέρα των ουρανών. Δεν περιφέρεται συνεχώς μέσα στο ιερό με νευρικότητα. Στέκεται την περισσότερη ώρα μπροστά στην αγία Τράπεζα. Δεν την εγκαταλείπει για «ψύλλου πήδημα». Οι κινήσεις του δεν είναι απότομες και βιαστικές άλλα αργές επίσημες, λειτουργικές. Έτσι από την πρώτη κιόλας στιγμή, έχουμε την αίσθησι ότι αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει μια κοινή εργασία, αλλά τελεσιουργεί μια μυσταγωγία! Ευτυχώς που επήγαμε νωρίς. Έτσι έχουμε την ευκαιρία να τον δούμε πώς παίρνει καιρό. Ήσυχα, ευλαβικά παίρνει καιρό, λέγοντας όλα τα λόγια της ακολουθίας. Χωρίς καιρό δεν θα λειτουργήση ποτέ του. Ας τον παρακολουθήσουμε περαιτέρω. Μπαίνει στο Άγιο Βήμα. Παίρνει τα ιερά του άμφια, πάντοτε διπλωμένα και τοποθετημένα στο ντουλάπι, όχι απαραιτήτως πολυτελή και εξεζητημένα, αλλά πάντοτε καθαρά και ευπρεπή. Τα φορεί, προφέροντας τους ωραίους στίχους των ψαλμών, τους οποίους δυστυχώς πολλοί τους παραλείπουν. Έτσι, ντυμένος την ιερατική του στολή, αισθάνεται ότι δεν είναι ένας κοινός άνθρωπος, αλλά κάτι άλλο ασυνήθιστο και εξωκόσμιο, αφού κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν εμφανίζεται έτσι. Τελειώνοντας προσεκτικά την προσκομιδή, προχωρεί ήρεμος προς την θεία ιερουργία. Εμάς περισσότερο αυτό μας ενδιαφέρει: Πώς λειτουργεί. Από αυτό κρίνεται. Για δείτε όμως πρώτα την Αγία του Τράπεζα. Αστράφτει από καθαρότητα και ωραιότητα. Αληθινός θρόνος του Παμβασιλέως Χριστού. Σου έρχεται να πης: "ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο". Ό,τι καλύτερο, πολυτιμώτερο και ακριβώτερο, το χρησιμοποιεί ο φιλόθεος ιερέας μας, για να ενδύση βασιλοπρεπώς τον Κύριόν Του. Το ίδιο παρατηρούμε και σε όλο το Άγιο Βήμα. Λάμπει από τη μια άκρη ως την άλλη. Υποβάλλεσαι όταν μπαίνεις μέσα. Κάποιος έλεγε: «το ιερό είναι η βιτρίνα του ιερέως».
Οι εκφωνήσεις του είναι σεμνές και γλυκές, όχι άγαρμπες, ούτε επιδεικτικές και στεντόριες, σαν τους τραγουδιστές, μπροστά στα μεγάφωνα. Τις ευχές τις αναγινώσκει ορθώς και ευκρινώς. Ούτε μεγαλοφώνως, ούτε αφώνως, αλλά χαμηλοφώνως, ελαφρώς ακουόμενες. Αυτό σημαίνει μυστικώς. Τις διαβάζει δε στην οικεία τους θέσι, με τρόπο παρακλητικό, προσπαθώντας να τις αισθάνεται πρώτος αυτός.
Εντύπωσι μας κάνει ότι τελεί όλες τις ακολουθίες κατά το τυπικό και την τάξι της Εκκλησίας. Δεν παραλείπει τίποτε. Ούτε προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Δεν καινοτομεί και δεν αυθαιρετεί, κατά το δοκούν, «μη μεταίρων όρια αιώνια, ά οι πατέρες ημών έθεντο» εν αγίω Πνεύματι. Δείτε και τα παιδιά του ιερού πώς στέκονται. Έχει εμπνεύσει σε όλα τον σεβασμό και την ευλάβεια. Στέκονται σαν άλλα εξαπτέρυγα δεξιά και αριστερά του θυσιαστηρίου παρακολουθώντας και αυτά με θάμβος τα τελούμενα. Από αυτόν τον ευλαβέστατο ιερέα, που μπορεί να είναι και αγράμματος, πολλά παιδιά αγάπησαν τον Θεό και μερικά έγιναν και ιερείς εν οις και ο ομιλών.
Παρατηρούμε και κάτι ακόμη που μας ικανοποιεί πολύ. Τα μεγάφωνα της Εκκλησίας τα έχει ρυθμίσει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνονται ευλογία, βοηθώντας αυτούς που δεν ακούνε καλά, και όχι κατάρα, που απομακρύνει πολλούς από την λειτουργία, σμπαραλιάζοντας το νευρικό τους σύστημα. Γνωρίζει καλώς ότι τα μεγάφωνα δεν είναι ο σκοπός της λατρείας, αλλά μέσον βοηθητικό. Οπότε κι αν λείπουν δεν δημιουργούν σοβαρό κενό, ιδίως στους μικρούς ναούς.
Μέσα σ' αυτόν τον ναό που μπήκαμε, όλα τελούνται αποστολικώς, δηλαδή «ευσχημόνως και κατά τάξιν». Οι ψάλται σεμνοί και ευλαβείς. Οι επίτροποι προσεκτικοί και εξυπηρετικοί. Ο νεωκόρος με φόβο Θεού. Και όλα οφείλονται στην ευσέβεια και την άοκνη προσπάθεια του καλού μας λειτουργού.


ε) Αναγεννημένοι ιερείς

Δείτε τώρα τον υποδειγματικό αυτόν ιερέα μετά την θεία λειτουργία. Είναι αλλοιωμένος. Η επαφή του με το θυσιαστήριο τον έχει μεταμορφώσει. Το πρόσωπό του λάμπει σαν τον Μωυσή, όταν κατέβηκε από την θεοπτία του Σινά. Είναι γεμάτος χάρι, ειρήνη και χαρά. Ο Χριστός που είναι μέσα του τον κάνει πολύ ελκυστικό. Λέγει ο π. Σωφρόνιος του Έσσεξ: «η ορθή τέλεσις της θείας λειτουργίας αφήνει τους ίδιους καρπούς χάριτος, στο επίπεδο της προσευχής, όπως η ησυχαστική προσευχή της ερήμου». Η λειτουργία όμως γι' αυτόν δεν σταματά στον ναό. Θα συνεχισθή στην καθημερινή του ζωή. Η καρδιά του θα είναι πλέον το θυσιαστήριο. Όπου κι αν σταθή, ό,τι κι αν κάνη, ό,τι κι αν πη, όλα θα αποπνέουν Χριστό. Ένας τέτοιος λειτουργός είναι «ευωδία Χριστού εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις» (Β' Κορ. 2, 15). Για έναν τέτοιο λειτουργό, έγραφε μια ευλαβής ψυχή: "Σε σέβομαι, σε ευλαβούμαι ώ ιερέα του Θεού! Είσαι ό,τι πιο υπέροχο υπάρχει στη γη. Είσαι μια ευλογία όταν μας πλησιάζης. Μια συμφορά όταν φεύγης! Μείνε μαζί μας"!...
Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για την ανάγκη μιας λειτουργικής αναγεννήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Πολλοί προτείνουν πολλά. Επιτρέψατέ μου να πιστεύω ότι την πραγματική αναγέννησι σε όλα τα επίπεδα και μάλιστα στο της θείας λατρείας, θα την φέρη ο αναγεννημένος ιε­ρεύς. Ο φλεγόμενος από τον θείο έρωτα προς το Πανάγιο θυσιαστήριο λειτουργός του Κυρίου, ο οποίος με την λειτουργία του, έχει την δύναμι να κατεβάζει τον ουρανό στην γη και να ανεβάζη την γη στον ουρανό.



* Εισήγηση στο ιερατικό συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, 25 Σεπτεμβρίου 2000.

"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 8 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2000

http://www.impantokratoros.gr/893C61FC.el.aspx