Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
"ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ"
Χαραλάμπους Νεοφύτου, Πρεσβυτέρου
«Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει καγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 6. 56)
1.Ἡ μέριμνα τοῦ Κυρίου γιά τήν ἐκκλησία
Ὁ Πανάγαθος Θεός ὅταν ἠθέλησε νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο, μερίμνησε καί δημιούργησε ἕνα παράδεισο ἂπό πρίν, γιά νά τοῦ κάνει τή ζωή εὔκολη καί εὐχάριστη.Ἔτσι ὄταν δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα βρῆκαν ὅ,τι χρειάζοντα γιά νά εἶναι ἡ ζωή τους χαρούμενη και εὐτυχισμένη.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Σωτῆρας καί λυτρωτής μας, Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔπρεπε νά συκροτήσει τήν ἐκκλησία, τό δικό του σῶμα, γιά τό ὁποῖο ἔπαθε, ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε, μερίμνησε, αὐτό τό σῶμα, τήν ἐκκλησία νά την ἐφοδιάσει μέ ὅ,τι πρᾶγμα θά χρειαζόταν γιά νά ζήσει καί νά ἐπιβιώσει καί νά κατορθώσει τή σωτηρία, τήν ὀλοκλήρωσή της.
2.Τά ἐφόδια τῆς ἐκκλησίας
Ποιά ἦταν λοιπόν, τά ἐφόδια πού ἑτοίμασε ἀπό πρίν, ὤστε ὄταν θά συγκροτοῦσε τήν ἐκκλησία θά τήν καθάριζε, θά τήν στήριζε καί θά γινόταν ἱκανή νά φτάσει στόν σκοπό της; Τό κυριώτερο ἐφόδιο πού θά ἔτρεφε καί θά στήριζε καί θά καθάριζε τήν ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του. Πόθεν φαίνεται αὐτό; Τά πιό κάτω μαρτυροῦν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Ὄταν ἀκόμα ζοῦσε ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς...ἐάν κανείς φάγη ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτον, θά ζῆ αἰωνίως»( Ἰωάν. Στ´ 48-51) Ὁ Ἴδιος πάλιν λέγει: «Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας» Ἀκόμα αὐτός πού μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἑνώνεται μαζί Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Στ´ 54). Καί λίγες μέρες πρίν τή σταύρωσή Του, παρέδωσε καί ἐθεσμοθέτησε τό αἰώνιο Δεῖπνο, ἔδειξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γινόταν στό μέλλο τό θεῖο Δεῖπνο γιά να τρέφονται οἱ πιστοί.( Ματθ. κστ´ 26-28 )
Παραθέτουμε στή συνέχεια αὐτούσια την προσπάθεια τοῦ Κυρίου νά πείσει τούς ἀκροατές Του νά τρώγουν τό Σῶμα καί νά πίνουν τό Αἷμα Του γιά νά ζοῦνε αἰώνια.
«Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· (οἱ Ἰουδαῖοι) Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. »
35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε.
41 Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.
50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ.
51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.
54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις.
56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ.
58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων μου τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. (Ἰωάν. Στ´κεφ.)
Ἀπό τά πιό πάνω φαίνεται καθαρά ὄτι η πρώτη μέριμνα τοῦ χριστιανοῦ πρέπει εἶναι τό πῶς θά προετοιμάζεται καί νά συμμετέχει τακτικά στή Θεία Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι παρέλαβε τό μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί τό παρέδωκε σ’ αὐτούς, καί πρέπει νά συμμετέχουν σωστά, γιατί ἔτσι διακυρήττουν τό θάνατο τοῦ Κυρίου μέχρι πού θά ξαναέλθει στόν κόσμο. (α´Κορινθ. Ια´ 23-26)
3.Τί ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί
Ἔτσι λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας, μαζεύονταν οἱ χριστιανοί, ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάθε Κυριακή σέ κάποιο μέρος καί τελοῦσαν τή θεία Εὐχαριστία καί μεταλάμβανα τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή Του, πού προαναφέραμε. Ἔτσι φαίνεται ὅτι ὁ κυριώτερος σκοπός πού ἡ ἐκκλησία συνάγεται μέσα στό ναό εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθανασία καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πληροφορία τοῦ Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος, στά μέσα τοῦ δεύτερου αἰώνα, βεβαιώνει ὅτι ὅσοι μαζεύονταν στή τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κοινωνοῦσαν ὅλοι. Ἰδού τί γράφει στόν αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο τόν εὐσεβῆ(138-161 μΧ.)· «...προσφέρεται ἄρτος καί οἶνος καί μετά ὅλοι μεταλαμβάνουν ἀπό τά καθηγιασθέντα καί εὐχαριστοῦν τό Θεό.» (1η Ἀπολογία).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ κύριος σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ κάθε πιστοῦ στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Τά μνημόσυνα καί τίς γιορτές τά εἰσάγαμε ἀργότερα, γιά ὠφέλεια πάλιν τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας, θριαμβεύουσας καί στρατευομένης.
4.Ἡ Θεία Λειτουργία Τράπεζα πνευματική
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπόν εἶναι ἡ τράπεζα πού ἑτοιμάζεται γιά νά θρέψει τή ψυχή μέ τροφή ἀθανασίας καί αιώνιας ζωῆς. Γιά τοῦτο καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει γιά τήν Θεία Κοινωνία: «Ἀληθής πόσις τό τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλην ἐκ βάθρων ἀπορριζοῦν τή φθοράν, καί ἀναμοχλεύον τόν ἐν τῆ ἀνθρωπίνη σάρκα κατοικήσαντα θάνατον». (Βιβλίο δ´. 1.536) Με ἁπλᾶ λόγια, ἡ θεία Κοινωνία εἶναι πραγματικά σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καί ὅταν εἰσέλθει στόν ἄνθρωπο ξεριζώνει ὁλοτελῶς τήν φθορά καί τό θάνατο πού κατοικεῖ μέσα στόν σαρκικό ἄνθρωπο. Ἀνακαινίζει τόν ἄνθρωπο ὅταν ἀγωνίζεται γιά γιά πετύχει τήν ἁγιότητα.
5.Ἐπιζήμια εὐλάβεια
Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί δέν ἀνταποκρίνονται, δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου,μερικοί ἀπό ἀμέλεια καί ἄλλοι ἀπό ἄγνοια, καί ζημιώνονται ἀφάνταστα, ἐπικαλούμενοι μιά ἐπιζήμιον εὐλάβεια, κατά τό ἅγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει «παγίδα καί βρόχον ἔργον τοῦ πονηροῦ διαβόλου» Συνεχίζοντας λέγει: « Ναί μέν μπορεῖ κάποιος νά πεῖ», «εἶναι γραμμένον· ὥστε ὅς ἄν έσθίη τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνη τό ποτήριον τοῦτο ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»(α´Κορ.ια´27). Ἐγώ λοιπόν ἐξέτασα καί βρῆκα τόν ἑαυτό μου ἀνάξιο, καί δέν κοινωνῶ.» Σ’ αὐτόν πού λέγει αὐτά θά ἀκούσει. «Πότε θά γίνεις ἄξιος, πότε θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς στήν ἁμαρτία; Πότε θά παραστήσεις τόν ἑαυτό σου καθαρό ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν συνεχῶς φοβᾶσαι ὅτι θά πέσεις; Θά πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ποτέ δέ θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς καί νά πέφτεις σέ κάτι, ἑπομένως δέν ἔχεις δίκαιο.» Αὐτή λοιπόν εἶναι ἐπιζήμιος εὐλάβεια. Στή συνέχεια θά διευκρινησθεῖ ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ τοποθέτηση μας ἀπέναντι στη Θεία Μετάληψη
5.Συνεχής προτροπή καί ἄγνοια
Ἐνῶ κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, καί ἐξομολόγοι προτρέπουν κάθε χριστιανό νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, νά ἐξομολογεῖται καί νά κοινωνᾶ, ἐλάχιστους χριστιανούς βλέπουμε νά προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά ὅλους τούς βλέπουμε νά παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία, πρᾶγμα πού κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι ἄτοπο και ζημιογόνο, ἐάν παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέ συμμετέχουν στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, χωρίς νά διαφωτίζει κανείς αὐτούς τούς χριστιανούς, ἀλλ’ οὔτε καί νά τούς καθοδηγήσει πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν γιά νά εἶναι σίγουρα στό δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἐπικρατεῖ μιά ἄγνοια καί ἀκαταστασία μεταξύ των χριστιανῶν καί θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά διαφωτίσει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχουμε λοιπόν ἐνώπιόν μας μιά μεγάλη ἄγνοια τῶν χριστιανῶν ὡς πρός τό τί πραγματικά εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, ἀλλά, καί τό πῶς, πότε καί πόσες φορές θά πρέπει να προσέρχονται στή Θεία μετάληψη. Εἶναι μερικοί πού νομίζουν ὄτι τίς μέρες τῆς Λαμπρῆς, τῶν Χριστουγέννων ἤ τῶν Θεοφανείων μποροῦν ἐλεύθερα καί χωρίς καλή προετοιμασία νά κοινωνοῦν. Εἶναι καί ἄλλοι πάλιν πού ἐξομολογοῦνται, ἀλλά τις μεγάλες γιορτές μόνο προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ χρειάζονται διαφώτιση καί καταρτισμό. Ἐπειδή τό θέμα αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο στήν ἐκκλησιαστική καί λατρευτική μας ζωή, ἀπορῶ καί διερωτοῦμαι γιατί νά μήν λαμβάνεται σοβαρά ὑπόψιν ἀπό τούς προεστῶτες τῆς ἐκκλησίας.
7.Τί λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρες τῆς ἐκκλησίας
Στή συνέχεια ἐπικαλούμεθα τόν ἅγιο Ἰωάννην τό Χρυσόστομο γιά τό θέμα αὐτό:
Γιά τούς προσερχόμενους στή Θεία Μετάληψη μερικές φορές τό χρόνο, κατόπιν ἐξομολογήσεως ἤ καί ὅπως τύχει, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει: «Πολλούς βλέπω νά μεταλαμβάνουν από τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί μᾶλλον ἀπό συνήθειαν καί ὑποχρέωσιν, παρά ἀπό στοχασμόν καί γνῶσιν. Ὅταν ἔλθῃ, λέγει, ὁ καιρός τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἤ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὅπως κι ἄν εἶναι κανείς, μετέχει τῶν μυστηρίων. Κι ὅμως καιρός γιά νά προσέλθης δέν εἶναι τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ τεσσαρακοστή, ἀλλ’ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. ὅταν ἔχεις αὐτήν, πάντοτε νά προσέρχεσαι, χωρίς αὐτήν ποτέ. «Διότι κάθε φοράν πού τρώγετε τόν ἄρτον τοῦτον καί πίνετε ἀπό τό ποτήριο τοῦτο, διακηρύσσετε τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἕως ὅτου ἔλθει». Δηλαδή κάμνετε ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας πού ἐδόθη εἰς ἐσᾶς, τῆς ἰδικῆς μου εὐεργεσίας. Σκέψου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετεῖχον εἰς τήν θυσίαν εἰς τήν παλαιάν ἐκκλησίαν, μέ πόση φειδώ προσήρχοντο∙ τί δέ ἔκαμνον; Τί παρέλειπον; Πάντοτε ἐκαθαρίζοντο. Ἐνῶ ἐσύ προσερχόμενος εἰς θυσίαν, τήν ὁποίαν καί οἱ ἄγγελοι φρίττουν, θεωρεῖς ὄτι τό πρᾶγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τάς χρονικάς περιόδους;
Καί ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, γράφει: Γι’ αὐτούς πού παρευρίσκονται στή Θεία Λειτουργία καί δέ μεταλαμβάνουν. « Ἄς μή νομίσουμε ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι, ὅπως συνήθως γίνεται, κάτι σάν ἅγιο καί ἱερό, πού παίρνουμε μέσα μας καί τό κάνουμε ἰδιότητά μας· εἶναι ἡ φανέρωσις τοῦ ὅλου μυστηρίου μέ τό Θεό, πού προϋποθέτει καί ἐλευθερία καί ἀγώνα. Δηλαδή, δυναμική καί ζωντανή στάση τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στή γῆ ὠς υἰοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀνταξίου τῆς ἰδιαιτέρας κτίσεώς του ἀπό τό Θεό κατ’εἰκόνα Του.Ἔχει κληθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ἐσχατολογικό πλήρωμα τῆς ἑνώσεώς του μέ τό Θεό, ἑνώσεως ἐν κοινωνία προσώπων καί ὄχι μία ἀπρόσωπη μακαριότητα.» «ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ,.σελ. 39»
8.Γι’ αὐτούς πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν κοινωνοῦν
Πάλιν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει∙ «Ὤ τί συνήθεια, ὤ τί πρόληψις! Εἰς μάτην γίνεται θυσία καθημερινῶς, εἰς μάτην παριστάμεθα εἰς τό θυσιαστήριον, διότι κανείς δέν μετέχει.»Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος πατέρας: «Λέγω αὐτά, ὄχι νά μετέχετε ὄπως τύχη, ἀλλά διά νά προετοιμάζετε τούς ἑαυτούς σας, ὥστε νά γίνεσθε ἄξιοι. Δέν εἶσαι ἄξιος τῆς θυσίας, οὔτε τῆς μεταλήψεως; Λοιπόν δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε εἰς τάς εὐχάς τῆς μεταλήψεως νά παρίστασαι. Ἀκοῦς τόν ἱερέα νά ἵσταται καί νά λέγει, ὅσοι εὐρίσκεσθε εἰς μετάνοιαν, προσευχηθῆτε ὅλοι. Ὅσοι δέν μετέχουν, (στή Θεία Κοινωνία) εὑρίσκονται εἰς μετάνοιαν.Ἐάν ἀνήκεις εἰς τούς μετανοοῦντας, δέν πρέπει νά μετάσχης στή θεία μετάληψιν• διότι ὄποιος δέν μετέχει, ἀνήκει εἰς τούς μετανοοῦντας. Διατί, ἐνῶ λέγει νά ἀπέλθετε ὅσοι δέν ἠμπορεῖτε νά προσφέρετε δέησιν, σύ ἵστασαι μέ θρασύτητα; Δέν εἶσαι ὅμως ἀπό τούς μετανοοῡντας, ἀλλά δύνασαι νά μετάσχης, καί δέν φροντίζεις καθόλου, θεωρεῖς τό πρᾶγμα ὡς ἀσήμαντο; Πρόσεχε σέ παρακαλῶ∙ ἑτοιμάζεται τράπεζα βασιλική, ὑπηρετοῦν εἰς τήν τράπεζαν ἄγγελοι, παρευρίσκεται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί σύ ἵστασαι καί χασμουριέσαι... ἔρχεται (ὁ Κύριος) κάθε φορά διά νά ἴδη ὅσους μετέχουν, συνομιλεῖ μέ ὅλους∙ καί τώρα εἰς τήν συνείδησιν θά εἴπη, φίλοι, πῶς εὑρέθητε ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἔνδυμα γάμου; Δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες εἰς τήν τράπεζαν; ἀλλά πρίν καθίση, λέγει εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί νά εἰσέλθῃ ἀκόμη. Διότι δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες, ἀλλά, διατί εἰσῆλθες; (Δές τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων).(Ματθ. Κβ´2-14)
Στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν, λέγει: «Αὐτά καί τώρα λέγει πρός ὅλους ἐμᾶς, οἰ ὁποῖοι μέ ἀναισχυντίαν καί μέ θράσος ἱστάμεθα ἐδῶ. Διότι ὅποιος δέν μετέχει εἰς τά μυστήρια, εἶναι ἀναίσχυντος καί θρασύς ὅταν ἵσταται εἰς τό ναόν. Διά τοῦτο ἐκβάλλονται ἀπό τό ναόν ὅσοι εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν ἁμαρτωλότητος... Εἰπέ μου, ἐάν κάποιος προσκεκλημένος εἰ τήν τράπεζαν, ἀφοῦ νίψη τάς χεῖρας καί καθίσῃ καί ἑτοιμασθῇ διά τό φαγητό, ὕστερον ὅμως δέν μετέχει, δέν προσβάλλει ἐκεῖνον ὀ ὀποῖος τόν ἐκάλεσε; Δέν ἦτο καλύτερον αὐτός νά μή ἔλθῃ; Ἔτσι λοιπόν καί σύ ἦλθες, ἔψαλλες τόν ὔμνο μαζί μέ ὅλους, ὡμολόγησες ὅτι εἶσαι ἄξιος καθ’ ὅσον δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀναξίους∙ πῶς ἔμεινες καί δέν μετέχεις εἰς τήν τράπεζαν;...»
Συνεχίζοντας προτρέπει ὅσους δέν θά μεταλάβουν νά μήν μείνουν στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου∙ «ὄταν ὄμως παρευρίσκεσαι (στό ναό) κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου, φύγε ἔξω∙ διότι δέν ἐπιτρέπεται εἰς σέ νά παραμένης περισσότερον ἀπ’ ὅσον ἕνας κατηχούμενος.»Συνεχίζει μέ συμβουλές καί προτροπές καί λέγει:«...Διά νά μήν κάνω λοιπόν μεγαλυτέραν τήν ἁμαρτίαν σας, σᾶς παρακαλῶ, ὄχι νά μήν ἔρχεσθε, ἀλλά νά καταστήσετε τούς ἑαυτούς σας ἀξίους καί τῆς παρουσίας σας εἰς τό ναόν καί τῆς συμμετοχῆς σας εἰς τήν θεία μετάληψη». (Ἀπό τόν τρῖτο λόγο τοῦ Ιωάννου του Χρυσοστόμου στήν προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν)
9.Τό συμπέρασμα
Πιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀναφέρει ὁ ἅγιός μας; Σίγουρα τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν γίνεται νά παρακολουθεῖ κάποιος τή Θεία Λειτουργία χωρίς νά εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει.
Ἐδῶ ὄμως προκύπτει ἀμέσως τό ἐρώτημα∙ Τί πρέπει νά γίνει; Νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ἀφοῦ δέ θά μεταλάβουμε; Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπἀντηση εἶναι: Νά φροντίζουμε νά καθαριζόμαστε καί νά ἐκκλησιαζόμαστε καί νά μετέχουμε τῆς τράπεζας τοῦ Κυρίου ἀξίως, ὅπως γινότανε στήν ἀρχαία ἐκκλησία∙ ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Χριστοῦ.
10.Εἰσηγήσεις
Ἀπό τήν πολύχρονη ἐξομολογητική πεῖρα, διαπίστωσα ὅτι ἡ κατάσταση μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἄν ὄλοι οἱ ἐξομολόγοι ἀναλάβουν μιά συνεχεῖ προσπάθεια νά διαφωτίσουν τούς χριστιανούς ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά ἁμαρτήματα πού ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη καί ποιά εἶναι ἐκεῖνα πού δέν ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη.
Ἁμαρτήματα θανάσιμα πού ἐμποδίζουν τήν θεία Μετάληψη εἶναι: Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, θυμός, μνησικακία, ἀμέλεια, κλπ. Τά μεγάλα αὐτά ἁμαρτήματα οἱ περισσότεροι χριστιανοί τά ἐξομολογήθηκαν καί καθαρίστηκαν καί δέν τά ἐπαναλαμβάνουν.
Μένουν λοιπόν τά ἁμαρτήματα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τά ὁποῖα εἶναι μέν ἁμαρτήματα, πληγές, ἀλλά δέν προκαλοῦν θάνατο ἐπειδή εὔκολα θραπεύονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Εἶναι οἱ ἀδυναμίες τῆς τρεπτῆς μας φύσεως, οἱ ὁποῖες δύσκολα ἀποφεύγονται καί αὐτό τό γνωρίζει ὀ Κύριος. Ὅσο καί ἄν προσέξουμε ἡ ἀδύναμη καί τρεπτή μας φύση θά μᾶς παρασύρει καί κάπου θά γλυστρήσουμε.
Αὐτό τό ἐπισημαίνει καί ἡ Γραφή∙ ὀ Ἰώβ ἔλεγε: «κανένας (ἄνθρωπος) δέν εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ἰώβ 3.2). Ὁ σοφός Σολομών: «Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμαρτήσει» (Γ´ Βασιλ. 8.16) κλπ.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο, ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7, 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατανόηση.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος:«Ἄλλ' ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τίνας. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος 'Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει. 'Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἤμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. 'Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τή τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, καν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἔχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὖτος ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὄλας τάς ἔντολας, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν ὅτι ὁ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀσω γάρ γίνεταί τινας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας τοῦ τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
11,«Οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου»
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τῆ παρούση ζωῆ, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ' ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὖτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἡ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἡ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν".
Ὑπάρχουν σίγουρα καί ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α´. Ἰωάν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὅ Ἀντιοχείας λέγει σχετικά: «εἴσι γάρ τινές διά χρόνου μεταλαμβάνοντες, ἔκδίδουσιν ἑαυτούς τή ἁμαρτία ... Ἄλλοι δέ πάλιν συχνοτέρως μεταλαμβάνοντες, παραφυλάττουσιν ἑαυτούς πολλάκις ἀπό πολλῶν κακῶν, φοβούμενοι τό κρίμα τῆς μεταλήψεως. Οκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινά καί συγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δί' ἄκοῆς δί' ὄφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοϋ, ἤ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἤ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται». Δηλαδή, Διότι εἶναι μερικοί μετά ἀπό πολύ καιρό μεταλαμβάνουν καί ἐκθέτουν τούς ἑαυτούς τους στήν ἁμαρτία... Ἄλλοι πάλιν μεταλαμβάνουν συχνώτερα καί σέ πολλές περιπτώσεις σώζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό πολλά κακά ἐπειδή μεταλαμβάνουν φοβοῦνται μήν ἁμαρτήσουν καί κατακριθοῦν. Λοιπόν, ἄν σφάλλουμε γιά κάποια μικρά καί ἀνθρώπινα πού εὔκολα συγχωροῦνται, ὅπως μέ τή γλῶσσα, τήν ἀκοή, καί μέ τά μάτια πού κλέπτουν καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν κενοδοξία, τή λύπη,τό θυμό, ἤ καί κάποια ἀπ’ ὅλα αὐτά ὅταν αὐτοκατηγορούμεθα καί ἐξομολογούμαστε στό Θεό καί συμμετέχουμε τῶν ἁγίων μυστηρίων ἐπειδή πιστεύουμε στήν κάθαρσιν ὅλων αὐτῶν πού γίνεται ἡ μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων.
Ἀρκετοί ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση γιά πολλά χρόνια, λένε∙ «δέν ἔχω κάτι πού μέ βαρύνει, ἔχω τά καθημερινά». Δηλαδή τίς καθημερινές σχέσεις μέ τήν οἰκογένειά του καί μέ τίς σχέσεις του μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία καί μέ τήν κοινωνία γενικά. Ὅπως ἕνας λόγος παραπάνω, ἕνας θυμός, ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός πού πέρασε, μιά συζήτηση, ἤ ἕνα κουτσομπολιό τῆς ὥρας. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὄτι γνωρίζει ὀ Θεός τήν ἀδυναμία μας καί τήν εὔκολη μεταβολή μας καί εὔκολα μᾶς καθαρίζει ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε αὐτά. Αὐτό βγαίνει μέσα ἀπό ὅσα λέχθηκαν πιό πάνω.
11.Ὑπάρχουν καί ἁμαρτίες πού δέ νεκρώνουν τόν ἄνθρωπο
Θά ἐπικαλεσθῶ καί τό σοφό Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος στήν ἑρμηνεία του στή Θεία Λειτουργία, εἶναι σὐμφωνος μέ τά πιό πάνω, ὅταν γράφει: «...διότι τα ἄγια δέν ἐπιτρέπονται σέ ὅλους, ἀλλά μόνον στούς ἁγίους. Ἁγίους δέ ἐδῶ ἐννοεῖ ἐκείνους πού εἶναι τέλειοι στήν ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού βιάζονται νά φθάσουν καί ἀγωνίζονται, ἀλλά δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Διότι καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται γιά τήν τελειότητα δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν μυστηρίων καί νά ἁγιάζονται καί νά εἶναι ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἅγιοι ὅπως καί ἡ ἐκκλησία λέγεται ἁγία» (Ἀφοῦ δέν ἀπεκόπησαν ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας μέ θανάσιμο ἁμάρτημα. Τά μικρά καί μή προς θάνατο ἁμαρτήματα δέν ἀποκόπτουν τούς χριστιανούς ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά μένουν ἑνωμένοι μέ αὐτήν καί θεωροῦνται μικροτραυματίες ἀγωνιζόμενοι νά θεραπευθοῦν μέ τά φάρμακα πού παρέχει ἡ ἐκκλησία, διά τῶν μυστηρίων της.)
Αὐτό βεβαιώνει ὁ Ν. Καβάσιλας, ἑρμηνευτής τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐρωτᾶ «Τί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο;» Ἀπαντά:«Καθόλου, ἀλλά μόνον ἡ θανάσιμη ἁμαρτία. Γι’ αὐτό καί λέγεται πρός θάνατο» (Α´Ιωάν. Ε´ 16-17). Γι’ αὐτό οἱ βαφτισμένοι ἐάν δέν πέφτουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα ὥστε νά τούς χωρίσουν ἀπό τό Χριστό καί νά ἐπιφέρουν θάνατο, δέν ὑπάρχει ἐμπόδιο γι’ αὐτούς νά κοινωνοῦν καί νά μετέχουν τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἕνεκα παραγματικότητος καί ἕνεκα ὀνόματος, διότι ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ζωντανά μέλη ἑνωμένα μέ τήν κεφαλή.(Ν. Καβασιλα, Ἑρμηνεια της Θείας Λειτουργίας, Μετάφραση Α.Γ. Γαλίτη. Ἔκδοση ορθόδοξος Κυψέλη.
Νομίζω ὅτι ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο λοιπόν πού λείπει εἶναι ἡ προσπάθεια διαφώτισης τῶν χριστιανῶν γιά να βοηθηθοῦν νά καταλάβουν τήν πραγματηκότητα καί νά μήν ἔχουν ἀόριστες ἐνοχές καί νά στεροῦνται τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ἁμαρτάνουν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
12.Οἱ χριστιανοί δύο μέρη
Θά πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι οἱ χριστιανοί χωρίζονται σέ δύο ὁμάδες. Οἱ πρῶτοι εἶναι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί πού ἀπομακρύνθησαν ἀπό τήν ἐκκλησία καί πίννουν τήν ἁμαρτία σάν τό νερό. Διαπράττουν θανάσιμα ἁμαρτήματα, καί κάποτε μπορεῖ νά τούς δεῖς καί στήν ἐκκλησία, Παρ’ ὅλο τοῦτο αὐτοί ἀποκόπησαν ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας καί πορεύονται κατά τίς δικές τους ἐπιθυμίες.Γιἀ νά ἐπανασυνδεθοῦν μέ τήν ἐκκλησία θά πρέπει νά ἀπαρνηθοῦν τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό τους καί μέ τή πραγματική μετάνοιά τους καί τήν ἐξομολόγηση νά ἐπανέλθουν στή κατά Χριστόν ζωή.
Οἱ δεύτεροι εἶναι οἱ Χριστιανοί πού μέ τήν μετάνοια καί ἐξομολόγησή τους, ἀγωνίζονται νά ζήσουν τήν κατά Θεό ζωή. Αὐτοί ὅμως δέν μπόρεσαν ἀκόμα νά καθαρισθοῦν τελείως καί πέφτουν σέ μικρά ἁμαρτήματα, ἀγωνίζονται ὅμως. Αὐτοί δέν ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι μέλη τραυματισμένα τῆς ἐκκλησίας καί δέν τούς ἐμποδίζουν αὐτά τά μικρά τραύματα νά προσέρχονται στή Θεία Κοινωνία. Ἔρχονται γιά νά θεραπεύσουν τίς πληγές τους ἀπό τήν ἁμαρτία. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά τούς θεραπεύσει τίς μικροπληγές πού ἔχουν. Γιατί ποιός θά σηκώσει τόν πεσμένον, ποιός θά θεραπεύσει τόν πληγωμένον, ποιός θά στηρίξει τόν ἀδύνατο; Παρά μόνον Αὐτός πού καί τή ζωή Του ἀκόμα ἔδωσε γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου!
Ἄς ἀρχίσει λοιπόν μιά πραγματική καί συνεχής προσπάθεια ἀπό τούς ἐξομολόγους, νά διαφωτίσουν πλήρως τούς χριστιανούς, νά ὁδηγηθοῦν στή συχνή θεία Μετάληψη. Γιατί ὅταν κάποιος θά κοινωνᾶ συχνά, θά προσέχει περισσότερο τή διαγωγή του καί σίγουρα θά προοδεύει πνευματικά ἔστω κι’ ἄν κάποτε πέφτει σέ κάποιο συγνωστό ἁμάρτημα, τό αἷμα τοῦ Κυρίου θά τόν καθαρίζει πάντοτε, ὅπως σημειώνει πιό πάνω ὃ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶμαι βέβαιος ὁτι τό θέμα τῆς προετοιμασίας δέν εἶναι τόσο πολύ δύσκολο όσο τό παρουσιάζουμε∙ ἄν τό ἀποφασίσει ὁ χριστιανός, ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θέλει νά εἰσέλθει στή βασιλεία Του. Δύσκολο τό κάνει τό δικό μας θέλημα καί οἱ μικρές μας ἀδυναμίες πού τίς ἐκμεταλεύεται ὁ σατανᾶς καί μᾶς παρασύρει στό θέλημά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό καί ποθεῖ τόν Παράδεισο, ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται εὔκολα τά πράγματα ἐπειδή βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Ὁ χριστιανός σέ κάθε περίπτωση πού νομίζει ὄτι θά ἁμαρτήσει, ἄς θυμᾶται ἐκεῖνο πού εἶπεν ὀ Πάγκαλλος Ἰωσήφ ὁταν τόν προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία: «Δέν πρόκειται νά κάνω τό πονηρό τοῦτο πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» Ἄς συναισθανόμαστε ὅτι βρικόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ Κυρίου, καί μέ τή βοήθειά Του θά μποροῦμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά μεταλαμβάνουμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται καί δέν ἐξομολογοῦνται εἴτε τούς ἐμποδίζει ὀ ἐγωϊσμός τους καί ἡ ἄγνοιά τους ἀκόμα, καί κοινωνοῦν μερικές φορές τίς μεγάλες γιορτές καί τοῦτο εἰ κατάκριμά τους. Γι’ αὐτούς θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ μεγάλη ἐκστρατεία συνεχοῦς διαφώτισης καί νά μήν περιοριζόμαστε στίς συνήθεις παροτρύνσεις πού γίνονται πρόχειρα καί προσωρινά μέ μηδαμινά ἀποτελέσματα. Μόνο μιά δυναμική ἐπέμβαση πάνω σέ σωστή καί ὠργανωμένη βάση, μέ προφορικό καί ἔντυπο λόγο καί τήν ὁποία θά συντονίζει ἡ κάθε Μητρόπολη, στήν ὁποία θά στρατευθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἴσως θά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα γιά νά βλέπουμε τούς χριστιανούς μας νά μετέχουν στό σωστικό Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως.
13.Προτροπή
Τελειώνοντας θά ἐσυμβούλευα κάθε χριστιανό πού ποθεῖ τή σωτηρία καί τήν ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς νά εἶναι σ’ ἕνα διαρκεῖ ἀγώνα καταρτισμοῦ καί ἐπαγρύπνησης, ὅπως συνήθως κάνει καί γιά τή ζωή αὐτή τήν πρόσκαιρη· νά προφυλάγεται ὅσο μπορεῖ ἀπό τά ἁμαρτήματα τῆς καθημερινότητας καί νά μήν ἀμελεῖ νά εξομολογεῖται ὅταν ἡ συνήδεισή του τόν κατακρίνει, ἔστω καί κάθε ἑβδομάδα, νά καθαρίζεται καί νά κοινωνᾶ, καί σίγουρα, ἑβδομάδα μέ ἑβδομάδα τἀ ἁμαρτήματα θά λιγοστεύουν καί θά προοδεύει πνευματικά μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου καί τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ του.
Σίγουρα κανείς δέ θά ἀπαλλαγεῖ τελείως ἀπό τίς μικρές πτώσεις γιατί ἡ τρεπτή μας φύση καί ἡ ἀδυναμία μας κάπου θά μᾶς ρίχνουν, ἀλλά ἐμεῖς θά συνεχίζουμε τόν ἀγώνα καί ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρισής μας, ὁ Θεός θά βρεῖ τήν κατάλληλη στιγμή νά μᾶς πάρει καθαρισμένους, Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι κάθε ¨ενας πού ποθεῖ νά ἀναστηθεῖ καί νά εἶναι ὅμοιος τοῦ Κυρίου, Πρέπει νά ἀγνίζει, νά καθαρίζει τόν ἑαυτό του ὅπως καί ὀ Κύριος εἶναι ἀγνός καί καθαρός. (Ἰωάννου 3. 3)
Κάθε τιμή καί δόξα καί προσκύνιση ἁρμόζει στήν Παναγία Τριαδα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν Ἕνα Θεό, ὅπου μᾶς παρέχει ὅσα χρειάζονται γιά νά ξαναζήσουμε τή ζωή τοῦ χαμένου Παραδείσου. Ἀμήν.
Πηγή: pigizois.net
Χαραλάμπους Νεοφύτου, Πρεσβυτέρου
«Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει καγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 6. 56)
1.Ἡ μέριμνα τοῦ Κυρίου γιά τήν ἐκκλησία
Ὁ Πανάγαθος Θεός ὅταν ἠθέλησε νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο, μερίμνησε καί δημιούργησε ἕνα παράδεισο ἂπό πρίν, γιά νά τοῦ κάνει τή ζωή εὔκολη καί εὐχάριστη.Ἔτσι ὄταν δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα βρῆκαν ὅ,τι χρειάζοντα γιά νά εἶναι ἡ ζωή τους χαρούμενη και εὐτυχισμένη.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Σωτῆρας καί λυτρωτής μας, Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔπρεπε νά συκροτήσει τήν ἐκκλησία, τό δικό του σῶμα, γιά τό ὁποῖο ἔπαθε, ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε, μερίμνησε, αὐτό τό σῶμα, τήν ἐκκλησία νά την ἐφοδιάσει μέ ὅ,τι πρᾶγμα θά χρειαζόταν γιά νά ζήσει καί νά ἐπιβιώσει καί νά κατορθώσει τή σωτηρία, τήν ὀλοκλήρωσή της.
2.Τά ἐφόδια τῆς ἐκκλησίας
Ποιά ἦταν λοιπόν, τά ἐφόδια πού ἑτοίμασε ἀπό πρίν, ὤστε ὄταν θά συγκροτοῦσε τήν ἐκκλησία θά τήν καθάριζε, θά τήν στήριζε καί θά γινόταν ἱκανή νά φτάσει στόν σκοπό της; Τό κυριώτερο ἐφόδιο πού θά ἔτρεφε καί θά στήριζε καί θά καθάριζε τήν ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του. Πόθεν φαίνεται αὐτό; Τά πιό κάτω μαρτυροῦν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Ὄταν ἀκόμα ζοῦσε ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς...ἐάν κανείς φάγη ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτον, θά ζῆ αἰωνίως»( Ἰωάν. Στ´ 48-51) Ὁ Ἴδιος πάλιν λέγει: «Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας» Ἀκόμα αὐτός πού μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἑνώνεται μαζί Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Στ´ 54). Καί λίγες μέρες πρίν τή σταύρωσή Του, παρέδωσε καί ἐθεσμοθέτησε τό αἰώνιο Δεῖπνο, ἔδειξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γινόταν στό μέλλο τό θεῖο Δεῖπνο γιά να τρέφονται οἱ πιστοί.( Ματθ. κστ´ 26-28 )
Παραθέτουμε στή συνέχεια αὐτούσια την προσπάθεια τοῦ Κυρίου νά πείσει τούς ἀκροατές Του νά τρώγουν τό Σῶμα καί νά πίνουν τό Αἷμα Του γιά νά ζοῦνε αἰώνια.
«Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· (οἱ Ἰουδαῖοι) Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. »
35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε.
41 Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.
50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ.
51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.
54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις.
56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ.
58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων μου τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. (Ἰωάν. Στ´κεφ.)
Ἀπό τά πιό πάνω φαίνεται καθαρά ὄτι η πρώτη μέριμνα τοῦ χριστιανοῦ πρέπει εἶναι τό πῶς θά προετοιμάζεται καί νά συμμετέχει τακτικά στή Θεία Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι παρέλαβε τό μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί τό παρέδωκε σ’ αὐτούς, καί πρέπει νά συμμετέχουν σωστά, γιατί ἔτσι διακυρήττουν τό θάνατο τοῦ Κυρίου μέχρι πού θά ξαναέλθει στόν κόσμο. (α´Κορινθ. Ια´ 23-26)
3.Τί ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί
Ἔτσι λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας, μαζεύονταν οἱ χριστιανοί, ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κάθε Κυριακή σέ κάποιο μέρος καί τελοῦσαν τή θεία Εὐχαριστία καί μεταλάμβανα τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή Του, πού προαναφέραμε. Ἔτσι φαίνεται ὅτι ὁ κυριώτερος σκοπός πού ἡ ἐκκλησία συνάγεται μέσα στό ναό εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθανασία καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πληροφορία τοῦ Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος, στά μέσα τοῦ δεύτερου αἰώνα, βεβαιώνει ὅτι ὅσοι μαζεύονταν στή τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κοινωνοῦσαν ὅλοι. Ἰδού τί γράφει στόν αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο τόν εὐσεβῆ(138-161 μΧ.)· «...προσφέρεται ἄρτος καί οἶνος καί μετά ὅλοι μεταλαμβάνουν ἀπό τά καθηγιασθέντα καί εὐχαριστοῦν τό Θεό.» (1η Ἀπολογία).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ κύριος σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ κάθε πιστοῦ στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Τά μνημόσυνα καί τίς γιορτές τά εἰσάγαμε ἀργότερα, γιά ὠφέλεια πάλιν τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας, θριαμβεύουσας καί στρατευομένης.
4.Ἡ Θεία Λειτουργία Τράπεζα πνευματική
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπόν εἶναι ἡ τράπεζα πού ἑτοιμάζεται γιά νά θρέψει τή ψυχή μέ τροφή ἀθανασίας καί αιώνιας ζωῆς. Γιά τοῦτο καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει γιά τήν Θεία Κοινωνία: «Ἀληθής πόσις τό τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλην ἐκ βάθρων ἀπορριζοῦν τή φθοράν, καί ἀναμοχλεύον τόν ἐν τῆ ἀνθρωπίνη σάρκα κατοικήσαντα θάνατον». (Βιβλίο δ´. 1.536) Με ἁπλᾶ λόγια, ἡ θεία Κοινωνία εἶναι πραγματικά σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καί ὅταν εἰσέλθει στόν ἄνθρωπο ξεριζώνει ὁλοτελῶς τήν φθορά καί τό θάνατο πού κατοικεῖ μέσα στόν σαρκικό ἄνθρωπο. Ἀνακαινίζει τόν ἄνθρωπο ὅταν ἀγωνίζεται γιά γιά πετύχει τήν ἁγιότητα.
5.Ἐπιζήμια εὐλάβεια
Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί δέν ἀνταποκρίνονται, δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου,μερικοί ἀπό ἀμέλεια καί ἄλλοι ἀπό ἄγνοια, καί ζημιώνονται ἀφάνταστα, ἐπικαλούμενοι μιά ἐπιζήμιον εὐλάβεια, κατά τό ἅγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει «παγίδα καί βρόχον ἔργον τοῦ πονηροῦ διαβόλου» Συνεχίζοντας λέγει: « Ναί μέν μπορεῖ κάποιος νά πεῖ», «εἶναι γραμμένον· ὥστε ὅς ἄν έσθίη τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνη τό ποτήριον τοῦτο ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»(α´Κορ.ια´27). Ἐγώ λοιπόν ἐξέτασα καί βρῆκα τόν ἑαυτό μου ἀνάξιο, καί δέν κοινωνῶ.» Σ’ αὐτόν πού λέγει αὐτά θά ἀκούσει. «Πότε θά γίνεις ἄξιος, πότε θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς στήν ἁμαρτία; Πότε θά παραστήσεις τόν ἑαυτό σου καθαρό ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν συνεχῶς φοβᾶσαι ὅτι θά πέσεις; Θά πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ποτέ δέ θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς καί νά πέφτεις σέ κάτι, ἑπομένως δέν ἔχεις δίκαιο.» Αὐτή λοιπόν εἶναι ἐπιζήμιος εὐλάβεια. Στή συνέχεια θά διευκρινησθεῖ ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ τοποθέτηση μας ἀπέναντι στη Θεία Μετάληψη
5.Συνεχής προτροπή καί ἄγνοια
Ἐνῶ κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, καί ἐξομολόγοι προτρέπουν κάθε χριστιανό νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, νά ἐξομολογεῖται καί νά κοινωνᾶ, ἐλάχιστους χριστιανούς βλέπουμε νά προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά ὅλους τούς βλέπουμε νά παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία, πρᾶγμα πού κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι ἄτοπο και ζημιογόνο, ἐάν παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέ συμμετέχουν στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, χωρίς νά διαφωτίζει κανείς αὐτούς τούς χριστιανούς, ἀλλ’ οὔτε καί νά τούς καθοδηγήσει πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν γιά νά εἶναι σίγουρα στό δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἐπικρατεῖ μιά ἄγνοια καί ἀκαταστασία μεταξύ των χριστιανῶν καί θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά διαφωτίσει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχουμε λοιπόν ἐνώπιόν μας μιά μεγάλη ἄγνοια τῶν χριστιανῶν ὡς πρός τό τί πραγματικά εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, ἀλλά, καί τό πῶς, πότε καί πόσες φορές θά πρέπει να προσέρχονται στή Θεία μετάληψη. Εἶναι μερικοί πού νομίζουν ὄτι τίς μέρες τῆς Λαμπρῆς, τῶν Χριστουγέννων ἤ τῶν Θεοφανείων μποροῦν ἐλεύθερα καί χωρίς καλή προετοιμασία νά κοινωνοῦν. Εἶναι καί ἄλλοι πάλιν πού ἐξομολογοῦνται, ἀλλά τις μεγάλες γιορτές μόνο προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ χρειάζονται διαφώτιση καί καταρτισμό. Ἐπειδή τό θέμα αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο στήν ἐκκλησιαστική καί λατρευτική μας ζωή, ἀπορῶ καί διερωτοῦμαι γιατί νά μήν λαμβάνεται σοβαρά ὑπόψιν ἀπό τούς προεστῶτες τῆς ἐκκλησίας.
7.Τί λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρες τῆς ἐκκλησίας
Στή συνέχεια ἐπικαλούμεθα τόν ἅγιο Ἰωάννην τό Χρυσόστομο γιά τό θέμα αὐτό:
Γιά τούς προσερχόμενους στή Θεία Μετάληψη μερικές φορές τό χρόνο, κατόπιν ἐξομολογήσεως ἤ καί ὅπως τύχει, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει: «Πολλούς βλέπω νά μεταλαμβάνουν από τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί μᾶλλον ἀπό συνήθειαν καί ὑποχρέωσιν, παρά ἀπό στοχασμόν καί γνῶσιν. Ὅταν ἔλθῃ, λέγει, ὁ καιρός τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἤ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὅπως κι ἄν εἶναι κανείς, μετέχει τῶν μυστηρίων. Κι ὅμως καιρός γιά νά προσέλθης δέν εἶναι τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ τεσσαρακοστή, ἀλλ’ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. ὅταν ἔχεις αὐτήν, πάντοτε νά προσέρχεσαι, χωρίς αὐτήν ποτέ. «Διότι κάθε φοράν πού τρώγετε τόν ἄρτον τοῦτον καί πίνετε ἀπό τό ποτήριο τοῦτο, διακηρύσσετε τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἕως ὅτου ἔλθει». Δηλαδή κάμνετε ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας πού ἐδόθη εἰς ἐσᾶς, τῆς ἰδικῆς μου εὐεργεσίας. Σκέψου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετεῖχον εἰς τήν θυσίαν εἰς τήν παλαιάν ἐκκλησίαν, μέ πόση φειδώ προσήρχοντο∙ τί δέ ἔκαμνον; Τί παρέλειπον; Πάντοτε ἐκαθαρίζοντο. Ἐνῶ ἐσύ προσερχόμενος εἰς θυσίαν, τήν ὁποίαν καί οἱ ἄγγελοι φρίττουν, θεωρεῖς ὄτι τό πρᾶγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τάς χρονικάς περιόδους;
Καί ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, γράφει: Γι’ αὐτούς πού παρευρίσκονται στή Θεία Λειτουργία καί δέ μεταλαμβάνουν. « Ἄς μή νομίσουμε ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι, ὅπως συνήθως γίνεται, κάτι σάν ἅγιο καί ἱερό, πού παίρνουμε μέσα μας καί τό κάνουμε ἰδιότητά μας· εἶναι ἡ φανέρωσις τοῦ ὅλου μυστηρίου μέ τό Θεό, πού προϋποθέτει καί ἐλευθερία καί ἀγώνα. Δηλαδή, δυναμική καί ζωντανή στάση τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στή γῆ ὠς υἰοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀνταξίου τῆς ἰδιαιτέρας κτίσεώς του ἀπό τό Θεό κατ’εἰκόνα Του.Ἔχει κληθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ἐσχατολογικό πλήρωμα τῆς ἑνώσεώς του μέ τό Θεό, ἑνώσεως ἐν κοινωνία προσώπων καί ὄχι μία ἀπρόσωπη μακαριότητα.» «ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ,.σελ. 39»
8.Γι’ αὐτούς πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν κοινωνοῦν
Πάλιν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει∙ «Ὤ τί συνήθεια, ὤ τί πρόληψις! Εἰς μάτην γίνεται θυσία καθημερινῶς, εἰς μάτην παριστάμεθα εἰς τό θυσιαστήριον, διότι κανείς δέν μετέχει.»Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος πατέρας: «Λέγω αὐτά, ὄχι νά μετέχετε ὄπως τύχη, ἀλλά διά νά προετοιμάζετε τούς ἑαυτούς σας, ὥστε νά γίνεσθε ἄξιοι. Δέν εἶσαι ἄξιος τῆς θυσίας, οὔτε τῆς μεταλήψεως; Λοιπόν δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε εἰς τάς εὐχάς τῆς μεταλήψεως νά παρίστασαι. Ἀκοῦς τόν ἱερέα νά ἵσταται καί νά λέγει, ὅσοι εὐρίσκεσθε εἰς μετάνοιαν, προσευχηθῆτε ὅλοι. Ὅσοι δέν μετέχουν, (στή Θεία Κοινωνία) εὑρίσκονται εἰς μετάνοιαν.Ἐάν ἀνήκεις εἰς τούς μετανοοῦντας, δέν πρέπει νά μετάσχης στή θεία μετάληψιν• διότι ὄποιος δέν μετέχει, ἀνήκει εἰς τούς μετανοοῦντας. Διατί, ἐνῶ λέγει νά ἀπέλθετε ὅσοι δέν ἠμπορεῖτε νά προσφέρετε δέησιν, σύ ἵστασαι μέ θρασύτητα; Δέν εἶσαι ὅμως ἀπό τούς μετανοοῡντας, ἀλλά δύνασαι νά μετάσχης, καί δέν φροντίζεις καθόλου, θεωρεῖς τό πρᾶγμα ὡς ἀσήμαντο; Πρόσεχε σέ παρακαλῶ∙ ἑτοιμάζεται τράπεζα βασιλική, ὑπηρετοῦν εἰς τήν τράπεζαν ἄγγελοι, παρευρίσκεται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί σύ ἵστασαι καί χασμουριέσαι... ἔρχεται (ὁ Κύριος) κάθε φορά διά νά ἴδη ὅσους μετέχουν, συνομιλεῖ μέ ὅλους∙ καί τώρα εἰς τήν συνείδησιν θά εἴπη, φίλοι, πῶς εὑρέθητε ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἔνδυμα γάμου; Δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες εἰς τήν τράπεζαν; ἀλλά πρίν καθίση, λέγει εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί νά εἰσέλθῃ ἀκόμη. Διότι δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες, ἀλλά, διατί εἰσῆλθες; (Δές τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων).(Ματθ. Κβ´2-14)
Στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν, λέγει: «Αὐτά καί τώρα λέγει πρός ὅλους ἐμᾶς, οἰ ὁποῖοι μέ ἀναισχυντίαν καί μέ θράσος ἱστάμεθα ἐδῶ. Διότι ὅποιος δέν μετέχει εἰς τά μυστήρια, εἶναι ἀναίσχυντος καί θρασύς ὅταν ἵσταται εἰς τό ναόν. Διά τοῦτο ἐκβάλλονται ἀπό τό ναόν ὅσοι εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν ἁμαρτωλότητος... Εἰπέ μου, ἐάν κάποιος προσκεκλημένος εἰ τήν τράπεζαν, ἀφοῦ νίψη τάς χεῖρας καί καθίσῃ καί ἑτοιμασθῇ διά τό φαγητό, ὕστερον ὅμως δέν μετέχει, δέν προσβάλλει ἐκεῖνον ὀ ὀποῖος τόν ἐκάλεσε; Δέν ἦτο καλύτερον αὐτός νά μή ἔλθῃ; Ἔτσι λοιπόν καί σύ ἦλθες, ἔψαλλες τόν ὔμνο μαζί μέ ὅλους, ὡμολόγησες ὅτι εἶσαι ἄξιος καθ’ ὅσον δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀναξίους∙ πῶς ἔμεινες καί δέν μετέχεις εἰς τήν τράπεζαν;...»
Συνεχίζοντας προτρέπει ὅσους δέν θά μεταλάβουν νά μήν μείνουν στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου∙ «ὄταν ὄμως παρευρίσκεσαι (στό ναό) κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου, φύγε ἔξω∙ διότι δέν ἐπιτρέπεται εἰς σέ νά παραμένης περισσότερον ἀπ’ ὅσον ἕνας κατηχούμενος.»Συνεχίζει μέ συμβουλές καί προτροπές καί λέγει:«...Διά νά μήν κάνω λοιπόν μεγαλυτέραν τήν ἁμαρτίαν σας, σᾶς παρακαλῶ, ὄχι νά μήν ἔρχεσθε, ἀλλά νά καταστήσετε τούς ἑαυτούς σας ἀξίους καί τῆς παρουσίας σας εἰς τό ναόν καί τῆς συμμετοχῆς σας εἰς τήν θεία μετάληψη». (Ἀπό τόν τρῖτο λόγο τοῦ Ιωάννου του Χρυσοστόμου στήν προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν)
9.Τό συμπέρασμα
Πιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀναφέρει ὁ ἅγιός μας; Σίγουρα τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν γίνεται νά παρακολουθεῖ κάποιος τή Θεία Λειτουργία χωρίς νά εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει.
Ἐδῶ ὄμως προκύπτει ἀμέσως τό ἐρώτημα∙ Τί πρέπει νά γίνει; Νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ἀφοῦ δέ θά μεταλάβουμε; Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπἀντηση εἶναι: Νά φροντίζουμε νά καθαριζόμαστε καί νά ἐκκλησιαζόμαστε καί νά μετέχουμε τῆς τράπεζας τοῦ Κυρίου ἀξίως, ὅπως γινότανε στήν ἀρχαία ἐκκλησία∙ ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Χριστοῦ.
10.Εἰσηγήσεις
Ἀπό τήν πολύχρονη ἐξομολογητική πεῖρα, διαπίστωσα ὅτι ἡ κατάσταση μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἄν ὄλοι οἱ ἐξομολόγοι ἀναλάβουν μιά συνεχεῖ προσπάθεια νά διαφωτίσουν τούς χριστιανούς ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά ἁμαρτήματα πού ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη καί ποιά εἶναι ἐκεῖνα πού δέν ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη.
Ἁμαρτήματα θανάσιμα πού ἐμποδίζουν τήν θεία Μετάληψη εἶναι: Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, θυμός, μνησικακία, ἀμέλεια, κλπ. Τά μεγάλα αὐτά ἁμαρτήματα οἱ περισσότεροι χριστιανοί τά ἐξομολογήθηκαν καί καθαρίστηκαν καί δέν τά ἐπαναλαμβάνουν.
Μένουν λοιπόν τά ἁμαρτήματα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τά ὁποῖα εἶναι μέν ἁμαρτήματα, πληγές, ἀλλά δέν προκαλοῦν θάνατο ἐπειδή εὔκολα θραπεύονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Εἶναι οἱ ἀδυναμίες τῆς τρεπτῆς μας φύσεως, οἱ ὁποῖες δύσκολα ἀποφεύγονται καί αὐτό τό γνωρίζει ὀ Κύριος. Ὅσο καί ἄν προσέξουμε ἡ ἀδύναμη καί τρεπτή μας φύση θά μᾶς παρασύρει καί κάπου θά γλυστρήσουμε.
Αὐτό τό ἐπισημαίνει καί ἡ Γραφή∙ ὀ Ἰώβ ἔλεγε: «κανένας (ἄνθρωπος) δέν εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ἰώβ 3.2). Ὁ σοφός Σολομών: «Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμαρτήσει» (Γ´ Βασιλ. 8.16) κλπ.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο, ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7, 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατανόηση.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος:«Ἄλλ' ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τίνας. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος 'Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει. 'Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἤμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. 'Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τή τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, καν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἔχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὖτος ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὄλας τάς ἔντολας, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν ὅτι ὁ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀσω γάρ γίνεταί τινας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας τοῦ τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
11,«Οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου»
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τῆ παρούση ζωῆ, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ' ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὖτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἡ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἡ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν".
Ὑπάρχουν σίγουρα καί ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α´. Ἰωάν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὅ Ἀντιοχείας λέγει σχετικά: «εἴσι γάρ τινές διά χρόνου μεταλαμβάνοντες, ἔκδίδουσιν ἑαυτούς τή ἁμαρτία ... Ἄλλοι δέ πάλιν συχνοτέρως μεταλαμβάνοντες, παραφυλάττουσιν ἑαυτούς πολλάκις ἀπό πολλῶν κακῶν, φοβούμενοι τό κρίμα τῆς μεταλήψεως. Οκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινά καί συγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δί' ἄκοῆς δί' ὄφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοϋ, ἤ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἤ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται». Δηλαδή, Διότι εἶναι μερικοί μετά ἀπό πολύ καιρό μεταλαμβάνουν καί ἐκθέτουν τούς ἑαυτούς τους στήν ἁμαρτία... Ἄλλοι πάλιν μεταλαμβάνουν συχνώτερα καί σέ πολλές περιπτώσεις σώζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό πολλά κακά ἐπειδή μεταλαμβάνουν φοβοῦνται μήν ἁμαρτήσουν καί κατακριθοῦν. Λοιπόν, ἄν σφάλλουμε γιά κάποια μικρά καί ἀνθρώπινα πού εὔκολα συγχωροῦνται, ὅπως μέ τή γλῶσσα, τήν ἀκοή, καί μέ τά μάτια πού κλέπτουν καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν κενοδοξία, τή λύπη,τό θυμό, ἤ καί κάποια ἀπ’ ὅλα αὐτά ὅταν αὐτοκατηγορούμεθα καί ἐξομολογούμαστε στό Θεό καί συμμετέχουμε τῶν ἁγίων μυστηρίων ἐπειδή πιστεύουμε στήν κάθαρσιν ὅλων αὐτῶν πού γίνεται ἡ μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων.
Ἀρκετοί ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση γιά πολλά χρόνια, λένε∙ «δέν ἔχω κάτι πού μέ βαρύνει, ἔχω τά καθημερινά». Δηλαδή τίς καθημερινές σχέσεις μέ τήν οἰκογένειά του καί μέ τίς σχέσεις του μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία καί μέ τήν κοινωνία γενικά. Ὅπως ἕνας λόγος παραπάνω, ἕνας θυμός, ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός πού πέρασε, μιά συζήτηση, ἤ ἕνα κουτσομπολιό τῆς ὥρας. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὄτι γνωρίζει ὀ Θεός τήν ἀδυναμία μας καί τήν εὔκολη μεταβολή μας καί εὔκολα μᾶς καθαρίζει ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε αὐτά. Αὐτό βγαίνει μέσα ἀπό ὅσα λέχθηκαν πιό πάνω.
11.Ὑπάρχουν καί ἁμαρτίες πού δέ νεκρώνουν τόν ἄνθρωπο
Θά ἐπικαλεσθῶ καί τό σοφό Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος στήν ἑρμηνεία του στή Θεία Λειτουργία, εἶναι σὐμφωνος μέ τά πιό πάνω, ὅταν γράφει: «...διότι τα ἄγια δέν ἐπιτρέπονται σέ ὅλους, ἀλλά μόνον στούς ἁγίους. Ἁγίους δέ ἐδῶ ἐννοεῖ ἐκείνους πού εἶναι τέλειοι στήν ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού βιάζονται νά φθάσουν καί ἀγωνίζονται, ἀλλά δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Διότι καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται γιά τήν τελειότητα δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν μυστηρίων καί νά ἁγιάζονται καί νά εἶναι ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἅγιοι ὅπως καί ἡ ἐκκλησία λέγεται ἁγία» (Ἀφοῦ δέν ἀπεκόπησαν ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας μέ θανάσιμο ἁμάρτημα. Τά μικρά καί μή προς θάνατο ἁμαρτήματα δέν ἀποκόπτουν τούς χριστιανούς ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά μένουν ἑνωμένοι μέ αὐτήν καί θεωροῦνται μικροτραυματίες ἀγωνιζόμενοι νά θεραπευθοῦν μέ τά φάρμακα πού παρέχει ἡ ἐκκλησία, διά τῶν μυστηρίων της.)
Αὐτό βεβαιώνει ὁ Ν. Καβάσιλας, ἑρμηνευτής τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐρωτᾶ «Τί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο;» Ἀπαντά:«Καθόλου, ἀλλά μόνον ἡ θανάσιμη ἁμαρτία. Γι’ αὐτό καί λέγεται πρός θάνατο» (Α´Ιωάν. Ε´ 16-17). Γι’ αὐτό οἱ βαφτισμένοι ἐάν δέν πέφτουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα ὥστε νά τούς χωρίσουν ἀπό τό Χριστό καί νά ἐπιφέρουν θάνατο, δέν ὑπάρχει ἐμπόδιο γι’ αὐτούς νά κοινωνοῦν καί νά μετέχουν τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἕνεκα παραγματικότητος καί ἕνεκα ὀνόματος, διότι ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ζωντανά μέλη ἑνωμένα μέ τήν κεφαλή.(Ν. Καβασιλα, Ἑρμηνεια της Θείας Λειτουργίας, Μετάφραση Α.Γ. Γαλίτη. Ἔκδοση ορθόδοξος Κυψέλη.
Νομίζω ὅτι ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο λοιπόν πού λείπει εἶναι ἡ προσπάθεια διαφώτισης τῶν χριστιανῶν γιά να βοηθηθοῦν νά καταλάβουν τήν πραγματηκότητα καί νά μήν ἔχουν ἀόριστες ἐνοχές καί νά στεροῦνται τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ἁμαρτάνουν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
12.Οἱ χριστιανοί δύο μέρη
Θά πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι οἱ χριστιανοί χωρίζονται σέ δύο ὁμάδες. Οἱ πρῶτοι εἶναι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί πού ἀπομακρύνθησαν ἀπό τήν ἐκκλησία καί πίννουν τήν ἁμαρτία σάν τό νερό. Διαπράττουν θανάσιμα ἁμαρτήματα, καί κάποτε μπορεῖ νά τούς δεῖς καί στήν ἐκκλησία, Παρ’ ὅλο τοῦτο αὐτοί ἀποκόπησαν ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας καί πορεύονται κατά τίς δικές τους ἐπιθυμίες.Γιἀ νά ἐπανασυνδεθοῦν μέ τήν ἐκκλησία θά πρέπει νά ἀπαρνηθοῦν τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό τους καί μέ τή πραγματική μετάνοιά τους καί τήν ἐξομολόγηση νά ἐπανέλθουν στή κατά Χριστόν ζωή.
Οἱ δεύτεροι εἶναι οἱ Χριστιανοί πού μέ τήν μετάνοια καί ἐξομολόγησή τους, ἀγωνίζονται νά ζήσουν τήν κατά Θεό ζωή. Αὐτοί ὅμως δέν μπόρεσαν ἀκόμα νά καθαρισθοῦν τελείως καί πέφτουν σέ μικρά ἁμαρτήματα, ἀγωνίζονται ὅμως. Αὐτοί δέν ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι μέλη τραυματισμένα τῆς ἐκκλησίας καί δέν τούς ἐμποδίζουν αὐτά τά μικρά τραύματα νά προσέρχονται στή Θεία Κοινωνία. Ἔρχονται γιά νά θεραπεύσουν τίς πληγές τους ἀπό τήν ἁμαρτία. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά τούς θεραπεύσει τίς μικροπληγές πού ἔχουν. Γιατί ποιός θά σηκώσει τόν πεσμένον, ποιός θά θεραπεύσει τόν πληγωμένον, ποιός θά στηρίξει τόν ἀδύνατο; Παρά μόνον Αὐτός πού καί τή ζωή Του ἀκόμα ἔδωσε γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου!
Ἄς ἀρχίσει λοιπόν μιά πραγματική καί συνεχής προσπάθεια ἀπό τούς ἐξομολόγους, νά διαφωτίσουν πλήρως τούς χριστιανούς, νά ὁδηγηθοῦν στή συχνή θεία Μετάληψη. Γιατί ὅταν κάποιος θά κοινωνᾶ συχνά, θά προσέχει περισσότερο τή διαγωγή του καί σίγουρα θά προοδεύει πνευματικά ἔστω κι’ ἄν κάποτε πέφτει σέ κάποιο συγνωστό ἁμάρτημα, τό αἷμα τοῦ Κυρίου θά τόν καθαρίζει πάντοτε, ὅπως σημειώνει πιό πάνω ὃ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶμαι βέβαιος ὁτι τό θέμα τῆς προετοιμασίας δέν εἶναι τόσο πολύ δύσκολο όσο τό παρουσιάζουμε∙ ἄν τό ἀποφασίσει ὁ χριστιανός, ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θέλει νά εἰσέλθει στή βασιλεία Του. Δύσκολο τό κάνει τό δικό μας θέλημα καί οἱ μικρές μας ἀδυναμίες πού τίς ἐκμεταλεύεται ὁ σατανᾶς καί μᾶς παρασύρει στό θέλημά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό καί ποθεῖ τόν Παράδεισο, ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται εὔκολα τά πράγματα ἐπειδή βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Ὁ χριστιανός σέ κάθε περίπτωση πού νομίζει ὄτι θά ἁμαρτήσει, ἄς θυμᾶται ἐκεῖνο πού εἶπεν ὀ Πάγκαλλος Ἰωσήφ ὁταν τόν προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία: «Δέν πρόκειται νά κάνω τό πονηρό τοῦτο πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» Ἄς συναισθανόμαστε ὅτι βρικόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ Κυρίου, καί μέ τή βοήθειά Του θά μποροῦμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά μεταλαμβάνουμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται καί δέν ἐξομολογοῦνται εἴτε τούς ἐμποδίζει ὀ ἐγωϊσμός τους καί ἡ ἄγνοιά τους ἀκόμα, καί κοινωνοῦν μερικές φορές τίς μεγάλες γιορτές καί τοῦτο εἰ κατάκριμά τους. Γι’ αὐτούς θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ μεγάλη ἐκστρατεία συνεχοῦς διαφώτισης καί νά μήν περιοριζόμαστε στίς συνήθεις παροτρύνσεις πού γίνονται πρόχειρα καί προσωρινά μέ μηδαμινά ἀποτελέσματα. Μόνο μιά δυναμική ἐπέμβαση πάνω σέ σωστή καί ὠργανωμένη βάση, μέ προφορικό καί ἔντυπο λόγο καί τήν ὁποία θά συντονίζει ἡ κάθε Μητρόπολη, στήν ὁποία θά στρατευθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἴσως θά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα γιά νά βλέπουμε τούς χριστιανούς μας νά μετέχουν στό σωστικό Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως.
13.Προτροπή
Τελειώνοντας θά ἐσυμβούλευα κάθε χριστιανό πού ποθεῖ τή σωτηρία καί τήν ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς νά εἶναι σ’ ἕνα διαρκεῖ ἀγώνα καταρτισμοῦ καί ἐπαγρύπνησης, ὅπως συνήθως κάνει καί γιά τή ζωή αὐτή τήν πρόσκαιρη· νά προφυλάγεται ὅσο μπορεῖ ἀπό τά ἁμαρτήματα τῆς καθημερινότητας καί νά μήν ἀμελεῖ νά εξομολογεῖται ὅταν ἡ συνήδεισή του τόν κατακρίνει, ἔστω καί κάθε ἑβδομάδα, νά καθαρίζεται καί νά κοινωνᾶ, καί σίγουρα, ἑβδομάδα μέ ἑβδομάδα τἀ ἁμαρτήματα θά λιγοστεύουν καί θά προοδεύει πνευματικά μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου καί τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ του.
Σίγουρα κανείς δέ θά ἀπαλλαγεῖ τελείως ἀπό τίς μικρές πτώσεις γιατί ἡ τρεπτή μας φύση καί ἡ ἀδυναμία μας κάπου θά μᾶς ρίχνουν, ἀλλά ἐμεῖς θά συνεχίζουμε τόν ἀγώνα καί ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρισής μας, ὁ Θεός θά βρεῖ τήν κατάλληλη στιγμή νά μᾶς πάρει καθαρισμένους, Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι κάθε ¨ενας πού ποθεῖ νά ἀναστηθεῖ καί νά εἶναι ὅμοιος τοῦ Κυρίου, Πρέπει νά ἀγνίζει, νά καθαρίζει τόν ἑαυτό του ὅπως καί ὀ Κύριος εἶναι ἀγνός καί καθαρός. (Ἰωάννου 3. 3)
Κάθε τιμή καί δόξα καί προσκύνιση ἁρμόζει στήν Παναγία Τριαδα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν Ἕνα Θεό, ὅπου μᾶς παρέχει ὅσα χρειάζονται γιά νά ξαναζήσουμε τή ζωή τοῦ χαμένου Παραδείσου. Ἀμήν.
Πηγή: pigizois.net
- Achilleas
- Δημοσιεύσεις: 2090
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
- 12
- Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 8 φορές
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ἐκ τῆς ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Η ΘΕΙΑ Λειτουργία ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παραμένει πάντα ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ἀληθινῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς εἰσάγει ἀριστοτεχνικὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μεγάλος μυστικὸς θεολόγος καὶ κορυφαῖος θεωρητικὸς της λειτουργικοπνευματικῆς ζωῆς, ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τοῦ ὀρθόδοξου ἀνθρωπισμοῦ τοῦ 14ου αἰῶνα.
Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη γύρω στὰ 1322. Ἀνατράφηκε χριστιανικὰ ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ποὺ μετὰ τὴ χηρεία της (1363) ἔγινε μοναχή, διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα ἀπὸ τὸν λόγιο θεῖο του Νεῖλο Καβάσιλα, ποὺ ἀργότερα ἀναδείχθηκε σὲ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1361-1363), καὶ καλλιεργήθηκε πνευματικὰ μέσα στοὺς ἡσυχαστικοὺς κύκλους τῆς γενέτειράς του, ποὺ διευθύνονταν ἀπὸ τὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη Ἰσίδωρο, τὸν κατοπινὸ οἰκουμενικὸ πατριάρχη (1347-1349).
Γιὰ ἑφτὰ περίπου χρόνια (1335-1342) σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλοσοφία, θεολογία, ρητορική, νομική, μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία.
Στὴν πατρίδα του ξαναβρέθηκε στὰ χρόνια της ἐπαναστάσεως καὶ κυριαρχίας τῶν Ζηλωτῶν (1342-1349), παίρνοντας ἐνεργὸ μέρος στὶς πολιτικὲς ζυμώσεις, καθὼς καὶ στὰ 1363-1364 γιὰ οἰκογενειακὲς ὑποθέσεις. Τὸ ὑπόλοιπο καὶ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε στὴ Βασιλεύουσα, ὅπου, πέρα ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὰ κοινὰ πράγματα -κοντὰ στ᾿ ἄλλα διετέλεσε καὶ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355)-, ἐπιδόθηκε σὲ περαιτέρω μελέτες καὶ στὴ συγγραφή. Τελικά, πάντως, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καί, καθὼς φαίνεται, ἔγινε μοναχός, ἴσως καὶ κληρικός. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ μετὰ τὸ 1391, πιθανότατα στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων.
Στὴν τελευταία καὶ ὥριμη περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ ἱεροῦ Καβάσιλα ἀνήκουν τὰ δυὸ κύρια πνευματικά του ἔργα, «Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν» καὶ «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ λαμπρότερα κείμενα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Μιὰ σύνθεση ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων τοῦ πρώτου, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση, παρουσιάζεται στὶς ἑπόμενες σελίδες.
Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἁγίου ἀνοίγει τὰ πνευματικά μας μάτια, κάνοντάς μας ἱκανοὺς νὰ πλησιάσουμε μὲ αἴσθηση ψυχῇς τὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ γίνουμε οὐσιαστικοὶ συμμέτοχοί της, ὄχι παθητικοὶ θεατές της. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἐπίγνωση στὸ εὐφρόσυνο κάλεσμα ποὺ ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει σὲ κάθε εὐχαριστιακή της σύναξη: «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».
Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
ΕΡΓΟ τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δώρων ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοί – τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου – σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Καὶ σκοπὸς τῆς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ θεία μετάληψη ἀποκομίζουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ συμβάλλουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες, τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται καὶ λέγονται στὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας. Μέσα σε αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε σὲ ἕνα πίνακα ζωγραφισμένη ὁλόκληρή τη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Γιατὶ ὁ καθαγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, καθὼς τὰ δῶρα αὐτὰ μεταβάλλονται στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ἐμφάνισή Του, τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἕπονται τῆς θυσίας, συμβολίζουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μαζί Του.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ συμμετέχουν σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ προσηλωμένο τὸ νοῦ, γίνονται πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, πιὸ θερμοὶ στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τέτοιες λοιπὸν διαθέσεις ἀξιώνονται νὰ πλησιάσουν καὶ τὴ φωτιὰ τῶν μυστηρίων καὶ νὰ μεταλάβουν μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα.
Αὐτὸ εἶναι συνοπτικὰ τὸ νόημα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂς τὴν ἐξετάσουμε τώρα ὅσο μποροῦμε λεπτομερέστερα, ἀρχίζοντας μὲ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση [Εἰδικὸς χῶρος ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ὅπου τοποθετοῦνται (προτίθενται-πρόθεση) τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουν (προσκομίζουν-προσκομιδή) οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἐδῶ γίνεται ἡ ἀναγκαία προετοιμασία τους ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα].
Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ
Τὰ τίμια δῶρα
Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ λειτουργία, καὶ τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, δὲν τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸ Θυσιαστήριο γιὰ τὴ θυσία, ἀλλὰ πρῶτα τοποθετοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση καὶ ἀφιερώνονται στὸ Θεὸ σὰν δῶρα τίμια – αὐτὴ εἶναι πλέον καὶ ἡ ὀνομασία τους.
Προσφέρουμε στὸ Θεὸ ψωμὶ καὶ κρασί, γιατὶ αὐτὰ ἀποτελοῦν τροφὴ ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ἡ ζωή μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ πιστεύεται πώς, ὅταν προσφέρει κανεὶς τροφή, εἶναι σὰν νὰ προσφέρει τὴν ἴδια τη ζωή. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὰ μυστήρια ὁ Θεός μας χαρίζει τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἦταν φυσικὸ καὶ τὸ δικό μας δῶρο νὰ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ζωή, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀταίριαστη ἡ προσφορά μας μὲ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει κάτι συγγενικό. Ἄλλωστε ὁ Κύριος παρήγγειλε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ψωμὶ καὶ κρασί, κι Αὐτὸς πάλι μᾶς ἀνταποδίδει «ἄρτον οὐράνιον» καὶ «ποτήριον ζωῆς». Θέλησε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς ἐφόδια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, κι Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀντιπροσφέρει τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ φανοῦν ἔτσι ἡ χάρη Του σὰν ἀμοιβὴ καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του σὰν πράξη δικαιοσύνης.
Ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας
Ὁ ἱερέας ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ κόψει τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ θὰ μεταβληθεῖ σὲ σῶμα Χριστοῦ, λέει: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλη τη λειτουργία καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν παραγγελία ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19).
Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση; Πῶς θὰ θυμηθοῦμε τὸν Κύριο στὴ Λειτουργία καὶ τί θὰ διηγηθοῦμε γιὰ Αὐτόν; Μήπως ἐκεῖνα ποὺ Τὸν ἀπέδειξαν Θεὸ παντοδύναμο; Ὅτι δηλαδὴ ἀνέστησε νεκρούς, χάρισε τὸ φῶς σὲ τυφλούς, πρόσταξε τοὺς ἀνέμους νὰ κοπάσουν, χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ λίγα ψωμιά; Ὄχι, ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε νὰ θυμόμαστε αὐτά, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ φανερώνουν ἀδυναμία, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὸ πάθος, τὸ θάνατο. Γιατὶ τὰ πάθη ἦταν πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θαύματα. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μᾶς προξενοῦν τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀνάσταση, ἐνῷ τὰ θαύματά Του ἀποδεικνύουν μόνο ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας πεῖ, «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου…», προσθέτει ἐκεῖνα ποὺ δηλώνουν τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο. Τεμαχίζει δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαίρι τὸν ἄρτο, λέγοντας τὴν προφητεία: «Σὰν πρόβατο ὁδηγήθηκε στὴν σφαγή. Καὶ σὰν ἀρνὶ ἀμώμητο, ποὺ παραμένει ἄφωνο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι κι Αὐτὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα Του. Καταδικάστηκε σὲ ταπεινωτικὸ θάνατο καὶ Τοῦ ἀρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν καταγωγή του; Γιατὶ ἐξαλείφθηκε ἡ ζωή Του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς» (Ἡσ. 53:7-8). Κι ἀφοῦ ἐναποθέσει στὸ ἅγιο Δισκάριο τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ ἔκοψε (Ἀμνό), προσθέτει τὰ λόγια: «Θυσιάζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ παίρνει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων» (πρβλ. Ἰω. 1:29). Μετὰ χαράζει πάνω στὸν Ἀμνὸ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δείχνοντας ἔτσι τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἡ θυσία: μὲ τὸ σταυρό. Ὕστερα, μὲ τὸ μαχαίρι ποὺ ἔχει σχῆμα λόγχης, κεντάει τὸν Ἀμνὸ στὸ δεξὶ μέρος καὶ λέει: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες Του τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὴ λόγχη». Καὶ χύνοντας μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο κρασὶ καὶ νερό, συμπληρώνει: «κι ἀμέσως βγῆκε αἷμα καὶ νερό» (Ἰω. 19:34).
Μνημονεύσεις τῶν ὀνομάτων
Ὁ ἱερέας συνεχίζει τὴν Προσκομιδή. Ἀφαιρεῖ τώρα μικρὰ κομματάκια (μερίδες) ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἄρτους, καὶ σὰν δῶρα ἱερὰ τὰ τοποθετεῖ στὸ ἅγιο Δισκάριο, λέγοντας γιὰ τὸ καθένα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός», ἢ «Εἰς πρεσβείαν τοῦ τάδε ἢ τοῦ τάδε Ἁγίου» ἢ «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν τάδε ζώντων ἢ τῶν τάδε τεθνεώτων».
Τί σημαίνουν αὐτά; Εὐχαριστία στὸ Θεὸ καὶ ἱκεσία. Γιατὶ μὲ τὰ δῶρα μας εἴτε ἀνταποδίδουμε στὸν εὐεργέτη τὴν εὐεργεσία ποὺ μᾶς ἔκανε εἴτε καλοπιάνουμε κάποιον γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήσει. Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρει στὸ Θεό, Τὸν εὐχαριστεῖ γιατὶ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τῆς δόθηκαν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ Τὸν ἱκετεύει νὰ δοθοῦν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ στὰ παιδιά της ποὺ ἀκόμα ζοῦν καὶ τὸ τέλος τους εἶναι ἀβέβαιο, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδες ὄχι τόσο καλὲς καὶ σίγουρες. Γιὰ αὐτὸ λοιπὸν μνημονεύει ὀνομαστικὰ πρῶτα τους Ἁγίους, ἔπειτα τοὺς ζῶντες καὶ τέλος τοὺς κεκοιμημένους. Καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους εὐχαριστεῖ, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἱκετεύει.
Κάλυψη τῶν τιμίων δώρων
Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ ἔγιναν πάνω στὸν Ἀμνό, γιὰ νὰ συμβολίσουν τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, εἶναι ἁπλὲς περιγραφὲς καὶ σύμβολα. Ὁ Ἀμνὸς παρέμεινε ἄρτος, μόνο ποὺ τώρα ἔγινε δῶρο ἀφιερωμένο στὸ Θεό, καὶ συμβολίζει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη Του ἡλικία. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀναπαριστᾷ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν νεογέννητο Κύριο στὴ φάτνη. Βάζει πάνω στὸν ἄρτο τὸν λεγόμενο Ἀστερίσκο καὶ λέει: «Καὶ νά, τὸ ἀστέρι ᾖρθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὸ Παιδί» (Ματθ. 2:9). Ὕστερα σκεπάζει τὸ Δισκάριο καὶ τὸ Ποτήριο μὲ πολυτελῆ καλύμματα καὶ θυμιάζει. Γιατὶ ἀρχικὰ ἦταν συγκαλυμμένη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τὸν καιρὸ ποὺ Αὐτὸς ἄρχισε νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔδινε τὴ μαρτυρία Του ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁλοκληρωθεῖ ἡ Προσκομιδή, ὁ λειτουργὸς ἔρχεται στὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ ἀρχίζει τὴ Λειτουργία.
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Δοξολογία
«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀρχίζει ὁ ἱερέας τὴ Λειτουργία. Γιατὶ καὶ οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι τὸ ἴδιο κάνουν ὅταν παρουσιάζονται στὸν κύριό τους. Πρῶτα-πρῶτα δηλαδὴ τὸν ἐγκωμιάζουν, κι ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὶς δικές τους ὑποθέσεις.
Εἰρηνικά
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη αἴτηση τοῦ ἱερέα; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Λέγοντας εἰρήνη, δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξύ μας εἰρήνη, ὅταν δηλαδὴ δὲν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τίποτα. Τὴν ἀρετὴ τῆς εἰρήνης, βέβαια, τὴν ἔχουμε πάντοτε ἀνάγκη, μὰ ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του.
Στὴ συνέχεια παρακαλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἄρχοντες, γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ κινδύνους, γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ ἀγαθὰ – «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς…». Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων, καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας.
Σὲ ὅλες τὶς αἰτήσεις οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουν μία μόνο φράση, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε τὴ βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτὴ τὴ δέηση, γιατὶ αὐτὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα.
Ἀντίφωνα
Ἔπειτα ἀρχίζουν οἱ ψαλμῳδίες ποὺ περιέχουν θεόπνευστα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Τὰ ἀντίφωνα -ἔτσι λέγονται- μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὸ μυστήριο. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς θυμίζουν τὰ πρῶτα χρόνια της παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, τότε ποὺ Ἐκεῖνος δὲν φαινόταν ἀκόμα στὸν πολὺ κόσμο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητα τὰ προφητικὰ λόγια. Ὅταν ἀργότερα ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀνάγκη τῶν προφητῶν, ἀφοῦ Τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης.
Μικρὴ εἴσοδος
Τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ τρίτο ἀντίφωνο, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ συνοδεία λαμπάδων. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ κρατάει ὁ διάκονος ἤ, ἂν δὲν ὑπάρχει διάκονος, ὁ ἱερέας. Ἐνῷ λοιπὸν αὐτὸς πρόκειται νὰ εἰσέλθει στὸ Ἱερό, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συνοδεύσουν ἅγιοι ἄγγελοι, γιὰ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία. Στὴ συνέχεια σηκώνει ψηλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δείχνει στοὺς πιστοὺς καί, ἀφοῦ εἰσέλθει στὸ Θυσιαστήριο, τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συμβολίζει τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου ὅταν ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ πλήθη. Γιατὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Χριστός, κανεὶς δὲν προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, γι᾿ αὐτό, μετὰ τὴ μικρὴ Εἴσοδο, ψάλλουμε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν καινούρια ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. Ἐγκωμιάζουμε ἐπίσης τὴν Παναγία ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ ἢ τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά.
Τρισάγιος ὕμνος
Ἀνυμνοῦμε τέλος τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, ψάλλοντας: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…» ἀποτελεῖ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (Ἡσ. 6:3). Καὶ τὰ «Θεός», «ἰσχυρός» καὶ «ἀθάνατος» εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41:3).
Ψάλλουμε τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διακηρύξουμε πὼς μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἑνώθηκαν καὶ ἀποτελοῦν πλέον μία Ἐκκλησία.
Ἀναγνώσματα
Ἀμέσως μετὰ ὁ ἱερέας παραγγέλλει σὲ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχουν προσηλωμένο τὸ νοῦ τους σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πρόσχωμεν». Καὶ μὲ τὸ «Σοφία» ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμμετέχουν στὴ Λειτουργία. Αὐτὴ εἶναι οἱ καλοὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχουν ὅσοι εἶναι πλούσιοι σὲ πίστη καὶ ξένοι ἀπὸ καθετὶ ἀνθρώπινο. Εἶναι πράγματι ἀνάγκη νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Λειτουργία μὲ τοὺς πρέποντες λογισμούς, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴν χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας προσοχὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, ὥστε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας, ποὺ συνεχῶς ξεχνιέται καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.
Ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφώνηση «Ὀρθοί» περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστὰ στὸ Θεὸ νὰ στεκόμαστε πρόθυμοι, μὲ εὐλάβεια καὶ ζῆλο πολύ. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ τοῦ ζήλου εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματός μας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκφωνήσεις, διαβάζονται τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὰ δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ὅπως γινόταν σιγὰ-σιγὰ μετὰ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς ἀνθρώπους. Στὴ μικρὴ Εἴσοδο τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν κλειστὸ καὶ συμβόλιζε τὸ διάστημα τῶν τριάντα πρώτων ἐτῶν τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ ὁ Ἴδιος ἀκόμα σιωποῦσε. Τώρα ὅμως ποὺ διαβάζονται τὰ ἀναγνώσματα, ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀποκάλυψή Του, μὲ ὅσα ὁ Ἴδιος δίδασκε δημόσια κι μὲ ὅσα πρόσταζε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύσσουν.
Μεγάλη Εἴσοδος
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, καὶ πρέπει τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ θυσιαστοῦν, νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἁγία Τράπεζα. Γιὰ αὐτὸ ἔρχεται τώρα στὴν Πρόθεση, παίρνει τὰ τίμια δῶρα, τὰ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό. Προχωρώντας μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ μὲ βῆμα ἀργό, τὰ περιφέρει στὸ ναό, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, συνοδευόμενος ἀπὸ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Τελικὰ εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Στὸ πέρασμα τοῦ ἱερέα οἱ πιστοὶ ψάλλουν καὶ προσκυνοῦν μὲ κάθε σεβασμὸ παρακαλώντας νὰ τοὺς μνημονεύει τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσφέρει στὸ Θεὸ τὰ τίμια δῶρα. Γιατὶ ξέρουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερη ἱκεσία ἀπὸ τούτη τὴ φρικτὴ θυσία, ποὺ καθάρισε δωρεὰν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Χαρακτηριστικὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶναι ὁ Χερουβικὸς Ὕμνος, ποὺ ψάλλεται σὲ ἀργὸ μέλος ἀπὸ τὸ χορό: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες, πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Δηλαδή: «Ἐμεῖς ποὺ μυστικὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ ψάλλουμε στὴ ζωοποιὸ Τριάδα τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἂς ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλιὰ τῶν ὅλων, ποὺ ἀόρατα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἀλληλούϊα»).
Ἡ μεγάλη Εἴσοδος συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ. Καθισμένος τότε πάνω σὲ ζῷο, ἔμπαινε στὴν Ἁγία Πόλη, συνοδευόμενος καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη.
Σύμβολο τῆς πίστεως
Ὁ ἱερέας καλεῖ τώρα τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν «ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων»: «Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ τίμια δῶρα ποὺ εἶναι μπροστά μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ὁ ἀρχικός μας σκοπός».
Ὕστερα, ἀφοῦ προσθέσει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τοὺς εἰρήνη («Εἰρήνη πᾶσι») καὶ ἀγάπη («Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…»). Κι ἐπειδὴ τὴ μεταξύ μας ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἡ τέλεια καὶ ζωντανή μας πίστη σ᾿ Αὐτόν, γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ὁμολογοῦμε τὸν ἀληθινὸ Θεό: «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
«Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», συμπληρώνει ὁ λειτουργός. Μ᾿ αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ: «Ἀνοῖξτε διάπλατα ὅλες τὶς πόρτες, δηλαδὴ τὰ στόματα καὶ τὰ αὐτιά σας, στὴν ἀληθινὴ σοφία, δηλαδὴ σὲ ὅσα ὑψηλὰ μάθατε καὶ πιστεύετε γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὰ συνεχῶς νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ μάλιστα μὲ ζῆλο καὶ προσοχή».
Τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν δυνατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως («Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν…») .
Ἁγία ἀναφορά
«Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετὰ φόβου. Πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν», προτρέπει πάλι ὁ ἱερέας. Δηλαδή: «Ἂς σταθοῦμε γερὰ σὲ ὅσα ὁμολογήσαμε μὲ τὸ «Πιστεύω…», χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἂς σταθοῦμε μὲ φόβο, γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε. Ὅταν ἔτσι σταθεροὶ παραμένουμε στὴν πίστη, τότε ἂς προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸ Θεὸ μὲ εἰρήνη».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἔχουν στὸ νοῦ τους καὶ τὰ λόγια του Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος κάτι ἔχει ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα μαζί του, καὶ μετὰ ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5:23 -24).
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας ἀνυψώσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ φρονήματα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὰ οὐράνια, ἀρχίζει τὴν εὐχαριστήρια προσευχή. Μιμεῖται ἔτσι τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ποὺ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ Πατέρα προτοῦ παραδώσει τὸ μυστήριό της θείας Εὐχαριστίας.
Τὸν δοξολογεῖ τώρα κι αὐτὸς καὶ Τὸν ὑμνεῖ μαζί με τοὺς ἀγγέλους. Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅλες τὶς εὐχαριστίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Τὸν εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διηγεῖται μάλιστα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26:26–27).
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ πεῖ, «Ἔχοντας λοιπὸν στὸ νοῦ μας αὐτὴ τὴ σωτήρια ἐντολὴ καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὴν ταφή, τὴν τριήμερη ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη πάλι παρουσία», καταλήγει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν οὐράνιο Πατέρα: «Σοῦ προσφέρουμε τὴν ἴδια ἐκείνη προσφορὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς πρόσφερε σ᾿ Ἐσένα, τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Καὶ προσφέροντας τὴν, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ κι Ἐκεῖνος προσφέροντας τὴν Σ᾿ εὐχαριστοῦσε. Τίποτα δικό μας δὲν προσθέτουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων. Γιατὶ δὲν εἶναι δικά μας ἔργα τοῦτα τὰ δῶρα, ἀλλὰ δικά Σου δημιουργήματα. Οὔτε καὶ δική μας ἐπινόηση εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς λατρείας, ἀλλὰ Ἐσὺ μᾶς τὸν δίδαξες κι Ἐσὺ μᾶς παρακίνησες νὰ Σὲ λατρεύουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσα Σοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικά Σου...».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἱερέας προσπίπτει καὶ ἱκετεύει θερμὰ τὸ Θεό. Παρακαλεῖ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ ἔχει μπροστά του, ὥστε νὰ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του καὶ νὰ μεταβληθοῦν ὁ μὲν ἄρτος στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ἴδιο τὸ ἄχραντο αἷμα Του.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εὐχές, ἡ θεία ἱερουργία ὁλοκληρώθηκε! Τὰ δῶρα ἁγιάστηκαν! Ἡ θυσία πραγματοποιήθηκε! Τὸ μεγάλο θῦμα καὶ σφάγιο, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου, βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα! Γιατὶ ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ δέχτηκε ὅλες ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὰ ῥαπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὶς πληγές, τὴ χολή, τὴ σταύρωση. Καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο τὸ αἷμα ποὺ ξεπήδησε ὅταν σφαζόταν τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἔλαβε σύσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Παρθένο Μαρία, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.
Καὶ πιστεύουμε πῶς ἔτσι εἶναι, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε:
«Τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου… τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου» (Μαρκ. 14:22, 24). Καὶ γιατὶ ὁ Ἴδιος παρήγγειλε στοὺς Ἀποστόλους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19). Δὲν θὰ πρόσταζε νὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἂν δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ τὸ ἐπιτελοῦν. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια. Ὁ λειτουργὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν τύχει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος γεμάτος ἁμαρτίες. Κάτι τέτοιο δὲν νοθεύει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε εὐάρεστα στὸ Θεό. Ὅπως κι ἕνα φάρμακο ποὺ κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἄσχετό με τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν χάνει τὴ θεραπευτική του δράση, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ.
Ἀφοῦ λοιπὸν συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας, βλέποντας μπροστά του τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστεῖ καὶ ἱκετεύει. Εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους, γιατὶ στὸ πρόσωπό τους ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἰδιαίτερα -«ἐξαιρέτως»- εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, γιατὶ αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Καὶ ἱκετεύει ὁ ἱερέας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς -τοὺς κεκοιμημένους καὶ τοὺς ζῶντες- γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔφτασαν στὴν τελειότητα ἀκόμα κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.
Θεία Κοινωνία
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος καὶ θὰ προσκαλέσει καὶ τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα ἡ θεία Μετάληψη, ὁ ἱερέας, ὑψώνοντας τὸν ζωοποιὸ Ἄρτο καὶ δείχνοντάς Τον, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Νὰ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς! Τὸν βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε νὰ τὸν μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους».
Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ὄχι μόνο ἐκείνους ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἂν ἀκόμα ὑστεροῦν. Γιὰ αὐτὸ οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς νεκρώνουν πνευματικά, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν [Ἄλλωστε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταλαμβάνει κάθε μέρα τὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καλὸ καὶ ὠφέλιμο». Ἡ συχνὴ θεία Κοινωνία, ὅμως, προϋποθέτει τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ.)].
Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἀντλοῦν. Καὶ ὅπως, ἂν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοποθετηθοῦν πολλοὶ καθρέφτες, ὅλοι ἀκτινοβολοῦν, καὶ νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἥλιους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἀστράφτει σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες, ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, καθὼς διαχέεται μὲ τὴ μετάληψη μέσα στοὺς πιστούς, φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ παρουσιάζει πολλοὺς ὡς ἁγίους. Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκαλέσει ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ ἅγιο Βῆμα. Προηγουμένως ὅμως χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ζεστὸ νερό, ἐπειδὴ καὶ νερὸ εἶναι ἀλλὰ καὶ φωτιὰ ἔχει μέσα τοῦ λόγω τοῦ βρασμοῦ, φανερώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μὲ «ὕδωρ ζῶν» (Ἰω. 7:38) τὸ παρομοίασε ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα καί, δείχνοντας τὰ Ἅγια, προσκαλεῖ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονήσουν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση ποὺ ἔχουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ νὰ πλησιάσουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ ἀληθινὸ ποτό. Καὶ ὅταν τὰ μεταλαμβάνει κανείς, δὲν μετατρέπονται αὐτὰ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σὲ ἐκεῖνα. Ὅπως καὶ τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται κι αὐτὸ φωτιά· δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο.
Τὴ θεία Κοινωνία τὴ δεχόμαστε βέβαια μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ αὐτὴ εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν» (Α´ Κορ. 6:17). Χωρὶς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Χριστό, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Θεό.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει μὲ τὰ θεία μυστήρια; Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ὁ διακαὴς πόθος καὶ ἡ λαχτάρα μας γιὰ τὴ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ ἑλκύουν τὸν ἁγιασμό, κι ἔτσι πρέπει νὰ κοινωνοῦμε. Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται στὰ μυστήρια, καὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται καθόλου, ἀλλὰ φεύγουν χρεωμένοι μὲ ἀμέτρητες ἁμαρτίες.
Ἀπόλυση
Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά.
Ὁ ἱερέας τοὺς καλεῖ τώρα νὰ εὐχαριστήσουν μὲ ζῆλο τὸ Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη. Γι᾿ αὐτὸ λέει: «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὄχι δηλαδὴ ξαπλωμένοι οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν. Καὶ οἱ πιστοὶ μὲ λόγια της Γραφῆς δοξολογοῦν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 112:2). Ἀφοῦ ψάλλουν τρεῖς φορὲς αὐτὸν τὸν ὕμνο, ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιδείξουμε τίποτε ἄξιο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς πρεσβευτὲς μνημονεύει πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν παναγία Του Μητέρα.
Τέλος, ὁ λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.
Ἐδῶ ἡ θεία Λειτουργία φτάνει στὸ τέλος της καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καὶ τὰ δῶρα, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεό, ἁγιάστηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μετέδωσαν τὸν ἁγιασμό.
Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/t ... iturgy.htm
του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ἐκ τῆς ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Η ΘΕΙΑ Λειτουργία ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παραμένει πάντα ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ἀληθινῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς εἰσάγει ἀριστοτεχνικὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μεγάλος μυστικὸς θεολόγος καὶ κορυφαῖος θεωρητικὸς της λειτουργικοπνευματικῆς ζωῆς, ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τοῦ ὀρθόδοξου ἀνθρωπισμοῦ τοῦ 14ου αἰῶνα.
Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη γύρω στὰ 1322. Ἀνατράφηκε χριστιανικὰ ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ποὺ μετὰ τὴ χηρεία της (1363) ἔγινε μοναχή, διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα ἀπὸ τὸν λόγιο θεῖο του Νεῖλο Καβάσιλα, ποὺ ἀργότερα ἀναδείχθηκε σὲ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1361-1363), καὶ καλλιεργήθηκε πνευματικὰ μέσα στοὺς ἡσυχαστικοὺς κύκλους τῆς γενέτειράς του, ποὺ διευθύνονταν ἀπὸ τὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη Ἰσίδωρο, τὸν κατοπινὸ οἰκουμενικὸ πατριάρχη (1347-1349).
Γιὰ ἑφτὰ περίπου χρόνια (1335-1342) σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλοσοφία, θεολογία, ρητορική, νομική, μαθηματικὰ καὶ ἀστρονομία.
Στὴν πατρίδα του ξαναβρέθηκε στὰ χρόνια της ἐπαναστάσεως καὶ κυριαρχίας τῶν Ζηλωτῶν (1342-1349), παίρνοντας ἐνεργὸ μέρος στὶς πολιτικὲς ζυμώσεις, καθὼς καὶ στὰ 1363-1364 γιὰ οἰκογενειακὲς ὑποθέσεις. Τὸ ὑπόλοιπο καὶ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε στὴ Βασιλεύουσα, ὅπου, πέρα ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὰ κοινὰ πράγματα -κοντὰ στ᾿ ἄλλα διετέλεσε καὶ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355)-, ἐπιδόθηκε σὲ περαιτέρω μελέτες καὶ στὴ συγγραφή. Τελικά, πάντως, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καί, καθὼς φαίνεται, ἔγινε μοναχός, ἴσως καὶ κληρικός. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ μετὰ τὸ 1391, πιθανότατα στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων.
Στὴν τελευταία καὶ ὥριμη περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ ἱεροῦ Καβάσιλα ἀνήκουν τὰ δυὸ κύρια πνευματικά του ἔργα, «Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν» καὶ «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ λαμπρότερα κείμενα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Μιὰ σύνθεση ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων τοῦ πρώτου, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση, παρουσιάζεται στὶς ἑπόμενες σελίδες.
Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἁγίου ἀνοίγει τὰ πνευματικά μας μάτια, κάνοντάς μας ἱκανοὺς νὰ πλησιάσουμε μὲ αἴσθηση ψυχῇς τὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ γίνουμε οὐσιαστικοὶ συμμέτοχοί της, ὄχι παθητικοὶ θεατές της. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἐπίγνωση στὸ εὐφρόσυνο κάλεσμα ποὺ ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει σὲ κάθε εὐχαριστιακή της σύναξη: «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».
Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
ΕΡΓΟ τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δώρων ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοί – τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου – σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Καὶ σκοπὸς τῆς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ θεία μετάληψη ἀποκομίζουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ συμβάλλουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες, τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται καὶ λέγονται στὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας. Μέσα σε αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε σὲ ἕνα πίνακα ζωγραφισμένη ὁλόκληρή τη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Γιατὶ ὁ καθαγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, καθὼς τὰ δῶρα αὐτὰ μεταβάλλονται στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ἐμφάνισή Του, τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἕπονται τῆς θυσίας, συμβολίζουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μαζί Του.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ συμμετέχουν σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ προσηλωμένο τὸ νοῦ, γίνονται πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, πιὸ θερμοὶ στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τέτοιες λοιπὸν διαθέσεις ἀξιώνονται νὰ πλησιάσουν καὶ τὴ φωτιὰ τῶν μυστηρίων καὶ νὰ μεταλάβουν μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα.
Αὐτὸ εἶναι συνοπτικὰ τὸ νόημα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂς τὴν ἐξετάσουμε τώρα ὅσο μποροῦμε λεπτομερέστερα, ἀρχίζοντας μὲ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση [Εἰδικὸς χῶρος ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ὅπου τοποθετοῦνται (προτίθενται-πρόθεση) τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουν (προσκομίζουν-προσκομιδή) οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἐδῶ γίνεται ἡ ἀναγκαία προετοιμασία τους ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα].
Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ
Τὰ τίμια δῶρα
Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ λειτουργία, καὶ τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, δὲν τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸ Θυσιαστήριο γιὰ τὴ θυσία, ἀλλὰ πρῶτα τοποθετοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση καὶ ἀφιερώνονται στὸ Θεὸ σὰν δῶρα τίμια – αὐτὴ εἶναι πλέον καὶ ἡ ὀνομασία τους.
Προσφέρουμε στὸ Θεὸ ψωμὶ καὶ κρασί, γιατὶ αὐτὰ ἀποτελοῦν τροφὴ ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ἡ ζωή μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ πιστεύεται πώς, ὅταν προσφέρει κανεὶς τροφή, εἶναι σὰν νὰ προσφέρει τὴν ἴδια τη ζωή. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὰ μυστήρια ὁ Θεός μας χαρίζει τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἦταν φυσικὸ καὶ τὸ δικό μας δῶρο νὰ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ζωή, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀταίριαστη ἡ προσφορά μας μὲ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει κάτι συγγενικό. Ἄλλωστε ὁ Κύριος παρήγγειλε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ψωμὶ καὶ κρασί, κι Αὐτὸς πάλι μᾶς ἀνταποδίδει «ἄρτον οὐράνιον» καὶ «ποτήριον ζωῆς». Θέλησε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς ἐφόδια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, κι Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀντιπροσφέρει τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ φανοῦν ἔτσι ἡ χάρη Του σὰν ἀμοιβὴ καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του σὰν πράξη δικαιοσύνης.
Ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας
Ὁ ἱερέας ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ κόψει τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ θὰ μεταβληθεῖ σὲ σῶμα Χριστοῦ, λέει: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλη τη λειτουργία καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν παραγγελία ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19).
Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση; Πῶς θὰ θυμηθοῦμε τὸν Κύριο στὴ Λειτουργία καὶ τί θὰ διηγηθοῦμε γιὰ Αὐτόν; Μήπως ἐκεῖνα ποὺ Τὸν ἀπέδειξαν Θεὸ παντοδύναμο; Ὅτι δηλαδὴ ἀνέστησε νεκρούς, χάρισε τὸ φῶς σὲ τυφλούς, πρόσταξε τοὺς ἀνέμους νὰ κοπάσουν, χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ λίγα ψωμιά; Ὄχι, ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε νὰ θυμόμαστε αὐτά, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ φανερώνουν ἀδυναμία, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὸ πάθος, τὸ θάνατο. Γιατὶ τὰ πάθη ἦταν πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θαύματα. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μᾶς προξενοῦν τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀνάσταση, ἐνῷ τὰ θαύματά Του ἀποδεικνύουν μόνο ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας πεῖ, «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου…», προσθέτει ἐκεῖνα ποὺ δηλώνουν τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο. Τεμαχίζει δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαίρι τὸν ἄρτο, λέγοντας τὴν προφητεία: «Σὰν πρόβατο ὁδηγήθηκε στὴν σφαγή. Καὶ σὰν ἀρνὶ ἀμώμητο, ποὺ παραμένει ἄφωνο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι κι Αὐτὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα Του. Καταδικάστηκε σὲ ταπεινωτικὸ θάνατο καὶ Τοῦ ἀρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν καταγωγή του; Γιατὶ ἐξαλείφθηκε ἡ ζωή Του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς» (Ἡσ. 53:7-8). Κι ἀφοῦ ἐναποθέσει στὸ ἅγιο Δισκάριο τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ ἔκοψε (Ἀμνό), προσθέτει τὰ λόγια: «Θυσιάζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ παίρνει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων» (πρβλ. Ἰω. 1:29). Μετὰ χαράζει πάνω στὸν Ἀμνὸ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δείχνοντας ἔτσι τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἡ θυσία: μὲ τὸ σταυρό. Ὕστερα, μὲ τὸ μαχαίρι ποὺ ἔχει σχῆμα λόγχης, κεντάει τὸν Ἀμνὸ στὸ δεξὶ μέρος καὶ λέει: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες Του τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὴ λόγχη». Καὶ χύνοντας μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο κρασὶ καὶ νερό, συμπληρώνει: «κι ἀμέσως βγῆκε αἷμα καὶ νερό» (Ἰω. 19:34).
Μνημονεύσεις τῶν ὀνομάτων
Ὁ ἱερέας συνεχίζει τὴν Προσκομιδή. Ἀφαιρεῖ τώρα μικρὰ κομματάκια (μερίδες) ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἄρτους, καὶ σὰν δῶρα ἱερὰ τὰ τοποθετεῖ στὸ ἅγιο Δισκάριο, λέγοντας γιὰ τὸ καθένα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός», ἢ «Εἰς πρεσβείαν τοῦ τάδε ἢ τοῦ τάδε Ἁγίου» ἢ «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν τάδε ζώντων ἢ τῶν τάδε τεθνεώτων».
Τί σημαίνουν αὐτά; Εὐχαριστία στὸ Θεὸ καὶ ἱκεσία. Γιατὶ μὲ τὰ δῶρα μας εἴτε ἀνταποδίδουμε στὸν εὐεργέτη τὴν εὐεργεσία ποὺ μᾶς ἔκανε εἴτε καλοπιάνουμε κάποιον γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήσει. Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρει στὸ Θεό, Τὸν εὐχαριστεῖ γιατὶ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τῆς δόθηκαν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ Τὸν ἱκετεύει νὰ δοθοῦν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ στὰ παιδιά της ποὺ ἀκόμα ζοῦν καὶ τὸ τέλος τους εἶναι ἀβέβαιο, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδες ὄχι τόσο καλὲς καὶ σίγουρες. Γιὰ αὐτὸ λοιπὸν μνημονεύει ὀνομαστικὰ πρῶτα τους Ἁγίους, ἔπειτα τοὺς ζῶντες καὶ τέλος τοὺς κεκοιμημένους. Καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους εὐχαριστεῖ, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἱκετεύει.
Κάλυψη τῶν τιμίων δώρων
Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ ἔγιναν πάνω στὸν Ἀμνό, γιὰ νὰ συμβολίσουν τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, εἶναι ἁπλὲς περιγραφὲς καὶ σύμβολα. Ὁ Ἀμνὸς παρέμεινε ἄρτος, μόνο ποὺ τώρα ἔγινε δῶρο ἀφιερωμένο στὸ Θεό, καὶ συμβολίζει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη Του ἡλικία. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀναπαριστᾷ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν νεογέννητο Κύριο στὴ φάτνη. Βάζει πάνω στὸν ἄρτο τὸν λεγόμενο Ἀστερίσκο καὶ λέει: «Καὶ νά, τὸ ἀστέρι ᾖρθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὸ Παιδί» (Ματθ. 2:9). Ὕστερα σκεπάζει τὸ Δισκάριο καὶ τὸ Ποτήριο μὲ πολυτελῆ καλύμματα καὶ θυμιάζει. Γιατὶ ἀρχικὰ ἦταν συγκαλυμμένη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τὸν καιρὸ ποὺ Αὐτὸς ἄρχισε νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔδινε τὴ μαρτυρία Του ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁλοκληρωθεῖ ἡ Προσκομιδή, ὁ λειτουργὸς ἔρχεται στὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ ἀρχίζει τὴ Λειτουργία.
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Δοξολογία
«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀρχίζει ὁ ἱερέας τὴ Λειτουργία. Γιατὶ καὶ οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι τὸ ἴδιο κάνουν ὅταν παρουσιάζονται στὸν κύριό τους. Πρῶτα-πρῶτα δηλαδὴ τὸν ἐγκωμιάζουν, κι ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὶς δικές τους ὑποθέσεις.
Εἰρηνικά
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη αἴτηση τοῦ ἱερέα; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Λέγοντας εἰρήνη, δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξύ μας εἰρήνη, ὅταν δηλαδὴ δὲν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τίποτα. Τὴν ἀρετὴ τῆς εἰρήνης, βέβαια, τὴν ἔχουμε πάντοτε ἀνάγκη, μὰ ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του.
Στὴ συνέχεια παρακαλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἄρχοντες, γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ κινδύνους, γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ ἀγαθὰ – «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς…». Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων, καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας.
Σὲ ὅλες τὶς αἰτήσεις οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουν μία μόνο φράση, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε τὴ βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτὴ τὴ δέηση, γιατὶ αὐτὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα.
Ἀντίφωνα
Ἔπειτα ἀρχίζουν οἱ ψαλμῳδίες ποὺ περιέχουν θεόπνευστα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Τὰ ἀντίφωνα -ἔτσι λέγονται- μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὸ μυστήριο. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς θυμίζουν τὰ πρῶτα χρόνια της παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, τότε ποὺ Ἐκεῖνος δὲν φαινόταν ἀκόμα στὸν πολὺ κόσμο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητα τὰ προφητικὰ λόγια. Ὅταν ἀργότερα ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀνάγκη τῶν προφητῶν, ἀφοῦ Τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης.
Μικρὴ εἴσοδος
Τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ τρίτο ἀντίφωνο, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ συνοδεία λαμπάδων. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ κρατάει ὁ διάκονος ἤ, ἂν δὲν ὑπάρχει διάκονος, ὁ ἱερέας. Ἐνῷ λοιπὸν αὐτὸς πρόκειται νὰ εἰσέλθει στὸ Ἱερό, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συνοδεύσουν ἅγιοι ἄγγελοι, γιὰ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία. Στὴ συνέχεια σηκώνει ψηλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δείχνει στοὺς πιστοὺς καί, ἀφοῦ εἰσέλθει στὸ Θυσιαστήριο, τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συμβολίζει τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου ὅταν ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ πλήθη. Γιατὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Χριστός, κανεὶς δὲν προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, γι᾿ αὐτό, μετὰ τὴ μικρὴ Εἴσοδο, ψάλλουμε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν καινούρια ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. Ἐγκωμιάζουμε ἐπίσης τὴν Παναγία ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ ἢ τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά.
Τρισάγιος ὕμνος
Ἀνυμνοῦμε τέλος τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, ψάλλοντας: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…» ἀποτελεῖ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (Ἡσ. 6:3). Καὶ τὰ «Θεός», «ἰσχυρός» καὶ «ἀθάνατος» εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41:3).
Ψάλλουμε τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διακηρύξουμε πὼς μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἑνώθηκαν καὶ ἀποτελοῦν πλέον μία Ἐκκλησία.
Ἀναγνώσματα
Ἀμέσως μετὰ ὁ ἱερέας παραγγέλλει σὲ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχουν προσηλωμένο τὸ νοῦ τους σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πρόσχωμεν». Καὶ μὲ τὸ «Σοφία» ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμμετέχουν στὴ Λειτουργία. Αὐτὴ εἶναι οἱ καλοὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχουν ὅσοι εἶναι πλούσιοι σὲ πίστη καὶ ξένοι ἀπὸ καθετὶ ἀνθρώπινο. Εἶναι πράγματι ἀνάγκη νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Λειτουργία μὲ τοὺς πρέποντες λογισμούς, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴν χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας προσοχὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, ὥστε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας, ποὺ συνεχῶς ξεχνιέται καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.
Ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφώνηση «Ὀρθοί» περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστὰ στὸ Θεὸ νὰ στεκόμαστε πρόθυμοι, μὲ εὐλάβεια καὶ ζῆλο πολύ. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ τοῦ ζήλου εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματός μας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκφωνήσεις, διαβάζονται τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὰ δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ὅπως γινόταν σιγὰ-σιγὰ μετὰ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς ἀνθρώπους. Στὴ μικρὴ Εἴσοδο τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν κλειστὸ καὶ συμβόλιζε τὸ διάστημα τῶν τριάντα πρώτων ἐτῶν τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ ὁ Ἴδιος ἀκόμα σιωποῦσε. Τώρα ὅμως ποὺ διαβάζονται τὰ ἀναγνώσματα, ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀποκάλυψή Του, μὲ ὅσα ὁ Ἴδιος δίδασκε δημόσια κι μὲ ὅσα πρόσταζε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύσσουν.
Μεγάλη Εἴσοδος
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, καὶ πρέπει τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ θυσιαστοῦν, νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἁγία Τράπεζα. Γιὰ αὐτὸ ἔρχεται τώρα στὴν Πρόθεση, παίρνει τὰ τίμια δῶρα, τὰ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό. Προχωρώντας μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ μὲ βῆμα ἀργό, τὰ περιφέρει στὸ ναό, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, συνοδευόμενος ἀπὸ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Τελικὰ εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Στὸ πέρασμα τοῦ ἱερέα οἱ πιστοὶ ψάλλουν καὶ προσκυνοῦν μὲ κάθε σεβασμὸ παρακαλώντας νὰ τοὺς μνημονεύει τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσφέρει στὸ Θεὸ τὰ τίμια δῶρα. Γιατὶ ξέρουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερη ἱκεσία ἀπὸ τούτη τὴ φρικτὴ θυσία, ποὺ καθάρισε δωρεὰν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Χαρακτηριστικὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶναι ὁ Χερουβικὸς Ὕμνος, ποὺ ψάλλεται σὲ ἀργὸ μέλος ἀπὸ τὸ χορό: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες, πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Δηλαδή: «Ἐμεῖς ποὺ μυστικὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ ψάλλουμε στὴ ζωοποιὸ Τριάδα τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἂς ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλιὰ τῶν ὅλων, ποὺ ἀόρατα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἀλληλούϊα»).
Ἡ μεγάλη Εἴσοδος συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ. Καθισμένος τότε πάνω σὲ ζῷο, ἔμπαινε στὴν Ἁγία Πόλη, συνοδευόμενος καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη.
Σύμβολο τῆς πίστεως
Ὁ ἱερέας καλεῖ τώρα τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν «ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων»: «Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ τίμια δῶρα ποὺ εἶναι μπροστά μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ὁ ἀρχικός μας σκοπός».
Ὕστερα, ἀφοῦ προσθέσει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τοὺς εἰρήνη («Εἰρήνη πᾶσι») καὶ ἀγάπη («Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…»). Κι ἐπειδὴ τὴ μεταξύ μας ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἡ τέλεια καὶ ζωντανή μας πίστη σ᾿ Αὐτόν, γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ὁμολογοῦμε τὸν ἀληθινὸ Θεό: «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
«Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», συμπληρώνει ὁ λειτουργός. Μ᾿ αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ: «Ἀνοῖξτε διάπλατα ὅλες τὶς πόρτες, δηλαδὴ τὰ στόματα καὶ τὰ αὐτιά σας, στὴν ἀληθινὴ σοφία, δηλαδὴ σὲ ὅσα ὑψηλὰ μάθατε καὶ πιστεύετε γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὰ συνεχῶς νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ μάλιστα μὲ ζῆλο καὶ προσοχή».
Τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν δυνατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως («Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν…») .
Ἁγία ἀναφορά
«Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετὰ φόβου. Πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν», προτρέπει πάλι ὁ ἱερέας. Δηλαδή: «Ἂς σταθοῦμε γερὰ σὲ ὅσα ὁμολογήσαμε μὲ τὸ «Πιστεύω…», χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἂς σταθοῦμε μὲ φόβο, γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε. Ὅταν ἔτσι σταθεροὶ παραμένουμε στὴν πίστη, τότε ἂς προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸ Θεὸ μὲ εἰρήνη».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἔχουν στὸ νοῦ τους καὶ τὰ λόγια του Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος κάτι ἔχει ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα μαζί του, καὶ μετὰ ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5:23 -24).
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας ἀνυψώσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ φρονήματα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὰ οὐράνια, ἀρχίζει τὴν εὐχαριστήρια προσευχή. Μιμεῖται ἔτσι τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ποὺ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ Πατέρα προτοῦ παραδώσει τὸ μυστήριό της θείας Εὐχαριστίας.
Τὸν δοξολογεῖ τώρα κι αὐτὸς καὶ Τὸν ὑμνεῖ μαζί με τοὺς ἀγγέλους. Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅλες τὶς εὐχαριστίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Τὸν εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διηγεῖται μάλιστα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26:26–27).
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ πεῖ, «Ἔχοντας λοιπὸν στὸ νοῦ μας αὐτὴ τὴ σωτήρια ἐντολὴ καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὴν ταφή, τὴν τριήμερη ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη πάλι παρουσία», καταλήγει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν οὐράνιο Πατέρα: «Σοῦ προσφέρουμε τὴν ἴδια ἐκείνη προσφορὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς πρόσφερε σ᾿ Ἐσένα, τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Καὶ προσφέροντας τὴν, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ κι Ἐκεῖνος προσφέροντας τὴν Σ᾿ εὐχαριστοῦσε. Τίποτα δικό μας δὲν προσθέτουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων. Γιατὶ δὲν εἶναι δικά μας ἔργα τοῦτα τὰ δῶρα, ἀλλὰ δικά Σου δημιουργήματα. Οὔτε καὶ δική μας ἐπινόηση εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς λατρείας, ἀλλὰ Ἐσὺ μᾶς τὸν δίδαξες κι Ἐσὺ μᾶς παρακίνησες νὰ Σὲ λατρεύουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσα Σοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικά Σου...».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἱερέας προσπίπτει καὶ ἱκετεύει θερμὰ τὸ Θεό. Παρακαλεῖ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ ἔχει μπροστά του, ὥστε νὰ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του καὶ νὰ μεταβληθοῦν ὁ μὲν ἄρτος στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ἴδιο τὸ ἄχραντο αἷμα Του.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εὐχές, ἡ θεία ἱερουργία ὁλοκληρώθηκε! Τὰ δῶρα ἁγιάστηκαν! Ἡ θυσία πραγματοποιήθηκε! Τὸ μεγάλο θῦμα καὶ σφάγιο, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου, βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα! Γιατὶ ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ δέχτηκε ὅλες ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὰ ῥαπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὶς πληγές, τὴ χολή, τὴ σταύρωση. Καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο τὸ αἷμα ποὺ ξεπήδησε ὅταν σφαζόταν τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἔλαβε σύσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Παρθένο Μαρία, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.
Καὶ πιστεύουμε πῶς ἔτσι εἶναι, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε:
«Τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου… τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου» (Μαρκ. 14:22, 24). Καὶ γιατὶ ὁ Ἴδιος παρήγγειλε στοὺς Ἀποστόλους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19). Δὲν θὰ πρόσταζε νὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἂν δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ τὸ ἐπιτελοῦν. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια. Ὁ λειτουργὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν τύχει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος γεμάτος ἁμαρτίες. Κάτι τέτοιο δὲν νοθεύει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε εὐάρεστα στὸ Θεό. Ὅπως κι ἕνα φάρμακο ποὺ κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἄσχετό με τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν χάνει τὴ θεραπευτική του δράση, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ.
Ἀφοῦ λοιπὸν συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας, βλέποντας μπροστά του τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστεῖ καὶ ἱκετεύει. Εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους, γιατὶ στὸ πρόσωπό τους ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἰδιαίτερα -«ἐξαιρέτως»- εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, γιατὶ αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Καὶ ἱκετεύει ὁ ἱερέας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς -τοὺς κεκοιμημένους καὶ τοὺς ζῶντες- γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔφτασαν στὴν τελειότητα ἀκόμα κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.
Θεία Κοινωνία
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος καὶ θὰ προσκαλέσει καὶ τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα ἡ θεία Μετάληψη, ὁ ἱερέας, ὑψώνοντας τὸν ζωοποιὸ Ἄρτο καὶ δείχνοντάς Τον, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Νὰ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς! Τὸν βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε νὰ τὸν μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους».
Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ὄχι μόνο ἐκείνους ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἂν ἀκόμα ὑστεροῦν. Γιὰ αὐτὸ οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς νεκρώνουν πνευματικά, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν [Ἄλλωστε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταλαμβάνει κάθε μέρα τὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καλὸ καὶ ὠφέλιμο». Ἡ συχνὴ θεία Κοινωνία, ὅμως, προϋποθέτει τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ.)].
Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἀντλοῦν. Καὶ ὅπως, ἂν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοποθετηθοῦν πολλοὶ καθρέφτες, ὅλοι ἀκτινοβολοῦν, καὶ νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἥλιους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἀστράφτει σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες, ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, καθὼς διαχέεται μὲ τὴ μετάληψη μέσα στοὺς πιστούς, φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ παρουσιάζει πολλοὺς ὡς ἁγίους. Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκαλέσει ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ ἅγιο Βῆμα. Προηγουμένως ὅμως χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ζεστὸ νερό, ἐπειδὴ καὶ νερὸ εἶναι ἀλλὰ καὶ φωτιὰ ἔχει μέσα τοῦ λόγω τοῦ βρασμοῦ, φανερώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μὲ «ὕδωρ ζῶν» (Ἰω. 7:38) τὸ παρομοίασε ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα καί, δείχνοντας τὰ Ἅγια, προσκαλεῖ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονήσουν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση ποὺ ἔχουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ νὰ πλησιάσουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ ἀληθινὸ ποτό. Καὶ ὅταν τὰ μεταλαμβάνει κανείς, δὲν μετατρέπονται αὐτὰ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σὲ ἐκεῖνα. Ὅπως καὶ τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται κι αὐτὸ φωτιά· δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο.
Τὴ θεία Κοινωνία τὴ δεχόμαστε βέβαια μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ αὐτὴ εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν» (Α´ Κορ. 6:17). Χωρὶς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Χριστό, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Θεό.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει μὲ τὰ θεία μυστήρια; Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ὁ διακαὴς πόθος καὶ ἡ λαχτάρα μας γιὰ τὴ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ ἑλκύουν τὸν ἁγιασμό, κι ἔτσι πρέπει νὰ κοινωνοῦμε. Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται στὰ μυστήρια, καὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται καθόλου, ἀλλὰ φεύγουν χρεωμένοι μὲ ἀμέτρητες ἁμαρτίες.
Ἀπόλυση
Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά.
Ὁ ἱερέας τοὺς καλεῖ τώρα νὰ εὐχαριστήσουν μὲ ζῆλο τὸ Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη. Γι᾿ αὐτὸ λέει: «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὄχι δηλαδὴ ξαπλωμένοι οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν. Καὶ οἱ πιστοὶ μὲ λόγια της Γραφῆς δοξολογοῦν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 112:2). Ἀφοῦ ψάλλουν τρεῖς φορὲς αὐτὸν τὸν ὕμνο, ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιδείξουμε τίποτε ἄξιο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς πρεσβευτὲς μνημονεύει πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν παναγία Του Μητέρα.
Τέλος, ὁ λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.
Ἐδῶ ἡ θεία Λειτουργία φτάνει στὸ τέλος της καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καὶ τὰ δῶρα, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεό, ἁγιάστηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μετέδωσαν τὸν ἁγιασμό.
Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/t ... iturgy.htm
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
Πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη Μετάληψη των Αχράντων
Πως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων;
«Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ.11,28-29)
...Θα παρουσιάσουμε τα αναγκαιότερα έργα τα όποια πρέπει να γνωρίζουν, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων.
Κατ’ αρχήν πρέπει να καταλάβουμε ότι η προ της Θείας Κοινωνίας προετοιμασία είναι διπλή, δηλαδή σωματική και πνευματική. Η σωματική έγκειται στην νηστεία, στην εγκράτεια από τις σωματικές επιθυμίες, στην αγρυπνία, στην κλίση των γονάτων (μετάνοιες) και άλλους κόπους με τους οποίους καθαρίζεται και ελαφρύνεται το σώμα από αυτά που το βαρύνουν, το ενοχλούν και το μολύνουν. Ενώ η πνευματική προετοιμασία αποτελείται από την εξομολόγηση στον Πνευματικό, την ανάγνωση των προσευχών, όπως συνιστά το Ωρολόγιο, με φόβο Θεού, με προσοχή και ταπείνωση. Άλλη αγία προετοιμασία είναι η συμφιλίωση με όλους να μη είναι με κανέναν ψυχραμένος, να μη κρατά οργή σε κάποιον, να συγχωρεί όλους, όσοι του έκαμαν κάτι, ενθυμούμενος τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: Εάν συγχωρήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος συγχωρήση τα παραπτώματα υμών (Ματθ. 6,14) και γενικά να αγωνίζεται να μη έχει με τον πλησίον του κάτι που να τους χωρίζει.
Γι’ αυτόν που δεν είναι ασθενής η σωματική νηστεία περιλαμβάνει τις τέσσερεις μεγάλες νηστείες του έτους, όπως αυτές έχουν καθορισθεί από τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Εκκλησίας, καθώς και τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή. Και όποιος έχει πνευματικές προϋποθέσεις και δυνατότητες μπορεί να κρατά και την νηστεία της Δευτέρας. Αυτές οι ημέρες νηστεύονται όλο το έτος, πλην των ημερών που επιτρέπει η Εκκλησία την κατάλυση σύμφωνα με το τυπικό των εορτών. Όλοι οι χριστιανοί εκτός των ανωτέρω, έχουν καθήκον να νηστεύουν την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, της Βαπτίσεώς Του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και την Αποτομή της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου.
Εγκράτεια στην τράπεζα σημαίνει να μη τρώμε μέχρι χορτασμού.
Όποιος επιθυμεί να κοινωνήσει την επομένη, θα πρέπει από το βράδυ να εγκρατεύεται του φαγητού. Κατόπιν για τους παντρεμένους επιβάλλεται εγκράτεια μεταξύ των. Δεν πρέπει να συνέρχωνται στις άγιες νηστείες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και εορτές, καθώς και την προηγούμενη της Θείας Κοινωνίας ημέρα, ως και μία μετά την Θ. Κοινωνία ημέρα.
Αυτή η απόφαση εγκρατείας των συζύγων πρέπει να γίνεται με κοινή συγκατάθεση και επί πλέον πρέπει να απέχουν για ένα διάστημα από τις συζυγικές των σχέσεις για να επιδίδωνται στην νηστεία και προσευχή, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στην Α' Κορ. 7,5. «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχεσθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών».
[...]
Αυτά τα ολίγα επαρκούν για την εξωτερική ή σωματική νηστεία.
Στην συνέχεια θα πούμε ολίγα για την υψηλότερη και πνευματική νηστεία, η οποία όσο είναι ωφελιμότερη, άλλο τόσο είναι λεπτή και δυσκολοκατόρθωτη. Κατ’ αρχήν στην πνευματική νηστεία είναι μεγάλη ανάγκη ο άνθρωπος να φυλάττη τον νου του από τους αισχρούς λογισμούς και από τον διασκορπισμό του στα εφήμερα και μάταια του βίου πράγματα. Διότι, όπως το σώμα έχει τον κόσμο των σωματικών παθών, έτσι και ο νους έχει τον κόσμο των λογισμών και κακών πνευμάτων. Και όπως το σώμα μπορεί να πορνεύσει ή να κάνει οποιοδήποτε αμάρτημα με το έργο, έτσι και ο νους μας πορνεύει ή κάνει άλλες αμαρτίες με τους λογισμούς του. Οπότε, αυτός που πρόκειται να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια, πρέπει να έχει μεγάλη φροντίδα στην φυλακή των πέντε αισθήσεων: στην όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Διότι αυτές, κατά την μαρτυρία του αγίου προφήτου Ιερεμίου (9,20) είναι οι θύρες από τις οποίες εισέρχεται στην ψυχή μας ο θάνατος της αμαρτίας. Κατόπιν χρειάζεται προσοχή στην γλώσσα μας δεν πρέπει να λέγει ψέματα, αστεία και άλλα κενόδοξα και σαπρά λόγια, διότι μας λέγει η Αγία Γραφή ότι πολλοί έπεσαν από το όργανο της γλώσσης (Σειράχ 20,18). Να νηστεύει όχι μόνο η γλώσσα από τις περιττολογίες, αλλά και το χέρι να μη εγγίζη το ξένο πράγμα, να μη τολμά να υπογράφει άδικα έγγραφα και γενικά να μη κάνη τίποτε απ' αυτά πού οδηγούν στην αμαρτία. Να νηστεύουν και τα πόδια μας για να μη πηγαίνουν εκεί, όπου δεν ευαρεστείται ο Θεός .Εκτός από την διπλή νηστεία πού μέχρι εδώ αναφέραμε, χρειάζεται επί πλέον ταπείνωσης της καρδίας και συνείδησης καθαρή και ειρηνική απέναντι όλων των ανθρώπων.
Επίσης να μη πιστεύει κάποιος ότι η ευτυχία του εξαρτάται από την συχνή Θεία Κοινωνία, αλλά από την, κατά το δυνατόν, καλή προετοιμασία με μεγάλη ταπείνωση, συντριβή καρδίας και ανυπόκριτη ευλάβεια. Επ’ αυτών ο ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Πολλοί λαμβάνουν αυτό το Μυστήριο μία φορά τον χρόνο, ενώ άλλοι περισσότερες φορές... Προς όλους μας απευθύνεται η πρόσκληση για το Μυστήριο αυτό, όχι μόνο προς τους πολίτας, αλλά και προς τους ερημίτας, μερικοί των οποίων κοινωνούν μία φορά τον χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο... Λοιπόν, ποιοι απ’ αυτούς βαδίζουν την σωστή οδό; Αυτοί που κοινωνούν μία φορά τον χρόνο, αυτοί που κοινωνούν πολλές φορές ή αυτοί που κοινωνούν λίγες φορές τον χρόνο»; Προκειμένου να δείξει ποια είναι η αληθινή προετοιμασία για την Θεία Μετάληψη, λέγει τα εξής: «Αυτοί που έχουν καθαρούς λογισμούς και σκέψεις, καθαρή καρδιά και αμόλυντη ζωή, πρέπει πάντοτε να προσέρχονται. Ενώ όσοι δεν έχουν αυτές τις προϋποθέσεις δεν πρέπει ούτε μία φορά τον χρόνο να προσέρχονται». Αλλά, μετά απ’ αυτά, μπορεί να ερωτήση κάποιος: «Πώς μπορώ εγώ να γίνω άξιος για μία τόσο ανεκτίμητη Κοινωνία, η οποία απαιτεί από έμενα μεγάλη προετοιμασία»; Σ’ αυτήν την ερώτηση δεν θα απαντήσω εγώ, άλλα ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης: «Μόνον εάν θέλεις, άνθρωπε, μπορείς να γίνεις άξιος». Και θέλοντας να δείξει ποιες είναι οι δυσκολίες γι’ αυτή την προετοιμασία, λέγει: «Γνώριζε πως είσαι αμαρτωλός, εγκατάλειψε την αμαρτία, διώξε την οργή και την πονηρία, δείξε έργα της μετανοίας, απόκτησε την καθαρότητα, την πραότητα και ταπείνωση, δώσε ελεημοσύνη στους πτωχούς και στους ξένους από τους καρπούς της δικαιοσύνης και προσευχήσου στον Θεό με συντριμμένη ψυχή και έτσι θα είσαι πλέον άξιος για το Μυστήριο».
Πόση αγάπη και στοργή εκφράζεται σ’ αυτό το Μυστήριο εκ μέρους του Θεού! Λόγω της μεγίστης αγάπης Του που έχει προς τον άνθρωπο, ευδόκησε να επιτρέπει σ’ εμάς να Τον τρώγωμεν και να Τον πίνωμεν. Πράγματι ο καλός μας και μεγάλος Ποιμήν δεν έχει άλλον όμοιον Του στους οικτιρμούς και το έλεος σ’ αυτό το ανθρώπινο γένος. Διότι κανείς ποιμήν, όσο καλός και να είναι και όσο πολύ ν’ αγαπά τα πρόβατα του, ποτέ δεν ακούστηκε ότι τα έθρεψε αυτά με την σάρκα του σώματος του και τα πότισε με το αίμα του. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που γονείς δίνουν τα παιδιά των, μετά την γέννηση των, σε άλλους να τα θρέψουν και μεγαλώσουν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Χριστό, ο οποίος μας τρέφει σ’ όλη μας την ζωή με το σώμα Του.
Στην συνέχεια θα μιλήσουμε για την έξης τακτική του διαβόλου. Μερικούς τους εξαπατά με κάποια υποκριτική ευλάβεια και ταπείνωση , ότι δεν είναι άξιοι να λαμβάνουν τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και με αυτή την φαινομενική ευλάβεια τους ρίχνει ο πονηρός στην ακηδία, στην αδιαφορία και αναισθησία και έτσι χάνουν την μεγίστη ωφέλεια, την οποία θα κέρδιζαν, εάν κοινωνούσαν με ειλικρινή ευλάβεια τα Θεία Μυστήρια... Άλλους τους κάνει να αναβάλουν τον χρόνο της Κοινωνίας από το ένα διάστημα στο άλλο και από την μία νηστεία στην άλλη και έτσι τους απομακρύνει περισσότερο από την Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων. Το αποτέλεσμα είναι να μη προοδεύουν σχεδόν καθόλου στην οδό της εργασίας των θείων εντολών. Και πώς αυτοί θα μπορέσουν να ενωθούν με τον Πλάστη των, που τους λέγει: «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν... ότι άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»; (Ίωάν. 13,5-6). Άλλους πάλι ούτε στα γεράματα των, ούτε στις βαρειές και θανατηφόρες ασθένειες δεν τους αφήνει να ενωθούν με τον Χριστό. Γι’ αυτό μία καλή φροντίδα που πρέπει να έχουμε εμείς οι χριστιανοί για τους οικείους και συγγενείς μας είναι, όταν κάποιος αρρωστήσει, να καλούμε αμέσως τον Πνευματικό και να συμβουλεύουμε τον ασθενή να εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες του. Και αφού γίνει αυτό και τον θεωρήσει ο ιερεύς ως κατάλληλον για την Θεία Κοινωνία, κατόπιν να τον κοινωνήσει. Εάν όμως η κατάσταση του είναι πολύ σοβαρά και πρόκειται να πεθάνει, ο ιερεύς πρέπει να τον κοινωνήσει απαραιτήτως, διότι τότε ο ιερεύς έχει την άδεια να λύνει και να συγχωρεί αμαρτήματα, να κοινωνεί τον ετοιμοθάνατο ακόμη και όταν έχει θανάσιμα αμαρτήματα που κανονικά απαγορεύουν την Θεία Κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτός από τον Κύριο, όπως ο ληστής επί του σταυρού. Εάν όμως με την ευλογία του Θεού, μετά την Μετάληψη των Θείων Δώρων, γίνει υγιής, τότε να παραμείνει στον κανόνα της μετανοίας που του είχε επιβληθεί μέχρις ότου τον τελειώσει.
Άκουσα ακόμη από το στόμα μερικών χριστιανών και άλλες συμβουλές που ο πονηρός τους ψιθυρίζει στα αυτιά των: «Μη καλείς τον παπά, εάν κάποιος είναι ασθενής, διότι εάν έλθει εκείνος τότε θα αποθάνη ο ασθενής. Άφησε, εάν υπάρξει μεγάλη ανάγκη θα τον καλέσουμε». Αλλά αλλοίμονο! Τι μεγάλη απάτη του διαβόλου είναι αυτή η συμβουλή με την οποία μερικοί αγωνίζονται να μη φέρουν τον ασθενή αδελφό τους, όντας στο κρεβάτι του θανάτου, να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια! Πολλοί ακούγοντας αυτές τις προτροπές του πονηρού οδηγηθήκαν στα αιώνια βάσανα, διότι τους άρπαξε ο θάνατος τότε, όταν τον έστειλε ο Θεός και όχι όταν ήθελαν αυτοί να έλθει. Πολλούς απομακρυσμένους από την αλήθεια τους συμβουλεύει ο σατανάς ότι η ευτυχία και αγιότης εξαρτάται από την όσο το δυνατόν συχνή Θεία Κοινωνία, χωρίς την πρέπουσα προετοιμασία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτοί όντως πλανεμένοι από τον διάβολο κατά τρόπο αξιολύπητο, ξέχασαν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, που λέγει: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' 11, 28-29). Εάν μερικοί ξέχασαν και περιφρόνησαν αυτά τα λόγια, ας προσέξουν και ας φοβηθούν από τα εξής λόγια του ιδίου Αποστόλου «Αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρυσί μάρτυσι αποθνήσκει, πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον Υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας» (Έβρ. 10, 28-29).
Με ποιόν τρόπο πέφτει κανείς σ’ αυτή την τιμωρία, της καταπατήσεως του Υιού του Θεού, μας διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος λέγει: «Όταν συ κοινωνείς Αυτόν στο Άγιο Μυστήριο και κάνεις αμαρτία, λέγε μου: Δεν τον κατεπάτησες; Δεν τον χλεύασες; Καθώς εμείς δεν έχουμε καμμία συναίσθηση και συντριβή γι’ αυτά που καταπατούμε, έτσι και αυτοί που σφάλουν, δεν έχουν καμμία συναίσθηση και φόβο για τον Χριστό».
Κανείς λοιπόν, να μη πλησιάζει τα Άγια Μυστήρια χωρίς την πρέπουσα ευλάβεια και προετοιμασία, ούτε πάλι, λόγω οκνηρίας και απελπισίας, να απομακρύνεται περισσότερο απ’ αυτά. Οι Άγιοι Πατέρες σε κάθε έργο λέγουν ότι τα άκρα είναι του διαβόλου, ενώ η μέση και βασιλική οδός που βάδισαν και οι Άγιοι, είναι του Χριστού.
Αλλά μπορεί κάποιος να μας ερωτήσει, ποια είναι η μέση και βασιλική οδός; Θα απαντήσουμε σ’ αυτούς: Η Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων είναι στενά συνδεδεμένη με την εξομολόγηση. Αυτή πρέπει να γίνεται, τουλάχιστον για τους λαϊκούς τέσσαρες φορές τον χρόνο, κατά την περίοδο των μεγάλων νηστειών. Η συχνή ή αραιή συμμετοχή περαιτέρω στα Θεία Μυστήρια επαφίεται περισσότερο στην κρίσι του Πνευματικού, ο οποίος μπορεί με διάκριση να χρησιμοποιεί την ακρίβεια και οικονομία των ιερών Κανόνων και γνωρίζει την πρόοδο κάθε μιας ψυχής στην μετάνοια.
Ένα πράγμα όμως ας έχουν υπ’ όψιν των, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν συχνότερα: Αυτό το οποίον επιθυμούν είναι «Τα Άγια τοις αγίοις» και ας ακούσουν τι λέγει όσον αφορά αυτό ο Θείος Χρυσόστομος: «Βλέπε, ότι, όταν ο ιερεύς ή ο διάκονος λέγει: «Τα Άγια τοις αγίοις» αυτό εννοεί: εάν κάποιος δεν είναι άγιος να μη προσέρχεται. Όχι μόνο καθαρός από την αμαρτία, αλλά άγιος...».
Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνονται αιτία μεγάλων βασάνων γι’ αυτούς που δεν προσέρχονται επαξίως. Ενώ οι ι. Κανόνες για το ίδιο μυστήριο λέγουν: Τα Άγια προσφέρονται στους αγίους, ενώ η αγιότης κατορθώνεται με νηστεία και προσευχή. Αμήν.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ
Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
πηγή: pigizois.net
«Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' Κορ.11,28-29)
...Θα παρουσιάσουμε τα αναγκαιότερα έργα τα όποια πρέπει να γνωρίζουν, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων.
Κατ’ αρχήν πρέπει να καταλάβουμε ότι η προ της Θείας Κοινωνίας προετοιμασία είναι διπλή, δηλαδή σωματική και πνευματική. Η σωματική έγκειται στην νηστεία, στην εγκράτεια από τις σωματικές επιθυμίες, στην αγρυπνία, στην κλίση των γονάτων (μετάνοιες) και άλλους κόπους με τους οποίους καθαρίζεται και ελαφρύνεται το σώμα από αυτά που το βαρύνουν, το ενοχλούν και το μολύνουν. Ενώ η πνευματική προετοιμασία αποτελείται από την εξομολόγηση στον Πνευματικό, την ανάγνωση των προσευχών, όπως συνιστά το Ωρολόγιο, με φόβο Θεού, με προσοχή και ταπείνωση. Άλλη αγία προετοιμασία είναι η συμφιλίωση με όλους να μη είναι με κανέναν ψυχραμένος, να μη κρατά οργή σε κάποιον, να συγχωρεί όλους, όσοι του έκαμαν κάτι, ενθυμούμενος τα λόγια του Σωτήρος που λέγει: Εάν συγχωρήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος συγχωρήση τα παραπτώματα υμών (Ματθ. 6,14) και γενικά να αγωνίζεται να μη έχει με τον πλησίον του κάτι που να τους χωρίζει.
Γι’ αυτόν που δεν είναι ασθενής η σωματική νηστεία περιλαμβάνει τις τέσσερεις μεγάλες νηστείες του έτους, όπως αυτές έχουν καθορισθεί από τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Εκκλησίας, καθώς και τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή. Και όποιος έχει πνευματικές προϋποθέσεις και δυνατότητες μπορεί να κρατά και την νηστεία της Δευτέρας. Αυτές οι ημέρες νηστεύονται όλο το έτος, πλην των ημερών που επιτρέπει η Εκκλησία την κατάλυση σύμφωνα με το τυπικό των εορτών. Όλοι οι χριστιανοί εκτός των ανωτέρω, έχουν καθήκον να νηστεύουν την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, της Βαπτίσεώς Του, την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και την Αποτομή της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου.
Εγκράτεια στην τράπεζα σημαίνει να μη τρώμε μέχρι χορτασμού.
Όποιος επιθυμεί να κοινωνήσει την επομένη, θα πρέπει από το βράδυ να εγκρατεύεται του φαγητού. Κατόπιν για τους παντρεμένους επιβάλλεται εγκράτεια μεταξύ των. Δεν πρέπει να συνέρχωνται στις άγιες νηστείες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και εορτές, καθώς και την προηγούμενη της Θείας Κοινωνίας ημέρα, ως και μία μετά την Θ. Κοινωνία ημέρα.
Αυτή η απόφαση εγκρατείας των συζύγων πρέπει να γίνεται με κοινή συγκατάθεση και επί πλέον πρέπει να απέχουν για ένα διάστημα από τις συζυγικές των σχέσεις για να επιδίδωνται στην νηστεία και προσευχή, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στην Α' Κορ. 7,5. «Μη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχεσθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο σατανάς διά την ακρασίαν υμών».
[...]
Αυτά τα ολίγα επαρκούν για την εξωτερική ή σωματική νηστεία.
Στην συνέχεια θα πούμε ολίγα για την υψηλότερη και πνευματική νηστεία, η οποία όσο είναι ωφελιμότερη, άλλο τόσο είναι λεπτή και δυσκολοκατόρθωτη. Κατ’ αρχήν στην πνευματική νηστεία είναι μεγάλη ανάγκη ο άνθρωπος να φυλάττη τον νου του από τους αισχρούς λογισμούς και από τον διασκορπισμό του στα εφήμερα και μάταια του βίου πράγματα. Διότι, όπως το σώμα έχει τον κόσμο των σωματικών παθών, έτσι και ο νους έχει τον κόσμο των λογισμών και κακών πνευμάτων. Και όπως το σώμα μπορεί να πορνεύσει ή να κάνει οποιοδήποτε αμάρτημα με το έργο, έτσι και ο νους μας πορνεύει ή κάνει άλλες αμαρτίες με τους λογισμούς του. Οπότε, αυτός που πρόκειται να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια, πρέπει να έχει μεγάλη φροντίδα στην φυλακή των πέντε αισθήσεων: στην όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και αφή. Διότι αυτές, κατά την μαρτυρία του αγίου προφήτου Ιερεμίου (9,20) είναι οι θύρες από τις οποίες εισέρχεται στην ψυχή μας ο θάνατος της αμαρτίας. Κατόπιν χρειάζεται προσοχή στην γλώσσα μας δεν πρέπει να λέγει ψέματα, αστεία και άλλα κενόδοξα και σαπρά λόγια, διότι μας λέγει η Αγία Γραφή ότι πολλοί έπεσαν από το όργανο της γλώσσης (Σειράχ 20,18). Να νηστεύει όχι μόνο η γλώσσα από τις περιττολογίες, αλλά και το χέρι να μη εγγίζη το ξένο πράγμα, να μη τολμά να υπογράφει άδικα έγγραφα και γενικά να μη κάνη τίποτε απ' αυτά πού οδηγούν στην αμαρτία. Να νηστεύουν και τα πόδια μας για να μη πηγαίνουν εκεί, όπου δεν ευαρεστείται ο Θεός .Εκτός από την διπλή νηστεία πού μέχρι εδώ αναφέραμε, χρειάζεται επί πλέον ταπείνωσης της καρδίας και συνείδησης καθαρή και ειρηνική απέναντι όλων των ανθρώπων.
Επίσης να μη πιστεύει κάποιος ότι η ευτυχία του εξαρτάται από την συχνή Θεία Κοινωνία, αλλά από την, κατά το δυνατόν, καλή προετοιμασία με μεγάλη ταπείνωση, συντριβή καρδίας και ανυπόκριτη ευλάβεια. Επ’ αυτών ο ιερός Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Πολλοί λαμβάνουν αυτό το Μυστήριο μία φορά τον χρόνο, ενώ άλλοι περισσότερες φορές... Προς όλους μας απευθύνεται η πρόσκληση για το Μυστήριο αυτό, όχι μόνο προς τους πολίτας, αλλά και προς τους ερημίτας, μερικοί των οποίων κοινωνούν μία φορά τον χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο... Λοιπόν, ποιοι απ’ αυτούς βαδίζουν την σωστή οδό; Αυτοί που κοινωνούν μία φορά τον χρόνο, αυτοί που κοινωνούν πολλές φορές ή αυτοί που κοινωνούν λίγες φορές τον χρόνο»; Προκειμένου να δείξει ποια είναι η αληθινή προετοιμασία για την Θεία Μετάληψη, λέγει τα εξής: «Αυτοί που έχουν καθαρούς λογισμούς και σκέψεις, καθαρή καρδιά και αμόλυντη ζωή, πρέπει πάντοτε να προσέρχονται. Ενώ όσοι δεν έχουν αυτές τις προϋποθέσεις δεν πρέπει ούτε μία φορά τον χρόνο να προσέρχονται». Αλλά, μετά απ’ αυτά, μπορεί να ερωτήση κάποιος: «Πώς μπορώ εγώ να γίνω άξιος για μία τόσο ανεκτίμητη Κοινωνία, η οποία απαιτεί από έμενα μεγάλη προετοιμασία»; Σ’ αυτήν την ερώτηση δεν θα απαντήσω εγώ, άλλα ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης: «Μόνον εάν θέλεις, άνθρωπε, μπορείς να γίνεις άξιος». Και θέλοντας να δείξει ποιες είναι οι δυσκολίες γι’ αυτή την προετοιμασία, λέγει: «Γνώριζε πως είσαι αμαρτωλός, εγκατάλειψε την αμαρτία, διώξε την οργή και την πονηρία, δείξε έργα της μετανοίας, απόκτησε την καθαρότητα, την πραότητα και ταπείνωση, δώσε ελεημοσύνη στους πτωχούς και στους ξένους από τους καρπούς της δικαιοσύνης και προσευχήσου στον Θεό με συντριμμένη ψυχή και έτσι θα είσαι πλέον άξιος για το Μυστήριο».
Πόση αγάπη και στοργή εκφράζεται σ’ αυτό το Μυστήριο εκ μέρους του Θεού! Λόγω της μεγίστης αγάπης Του που έχει προς τον άνθρωπο, ευδόκησε να επιτρέπει σ’ εμάς να Τον τρώγωμεν και να Τον πίνωμεν. Πράγματι ο καλός μας και μεγάλος Ποιμήν δεν έχει άλλον όμοιον Του στους οικτιρμούς και το έλεος σ’ αυτό το ανθρώπινο γένος. Διότι κανείς ποιμήν, όσο καλός και να είναι και όσο πολύ ν’ αγαπά τα πρόβατα του, ποτέ δεν ακούστηκε ότι τα έθρεψε αυτά με την σάρκα του σώματος του και τα πότισε με το αίμα του. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που γονείς δίνουν τα παιδιά των, μετά την γέννηση των, σε άλλους να τα θρέψουν και μεγαλώσουν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Χριστό, ο οποίος μας τρέφει σ’ όλη μας την ζωή με το σώμα Του.
Στην συνέχεια θα μιλήσουμε για την έξης τακτική του διαβόλου. Μερικούς τους εξαπατά με κάποια υποκριτική ευλάβεια και ταπείνωση , ότι δεν είναι άξιοι να λαμβάνουν τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και με αυτή την φαινομενική ευλάβεια τους ρίχνει ο πονηρός στην ακηδία, στην αδιαφορία και αναισθησία και έτσι χάνουν την μεγίστη ωφέλεια, την οποία θα κέρδιζαν, εάν κοινωνούσαν με ειλικρινή ευλάβεια τα Θεία Μυστήρια... Άλλους τους κάνει να αναβάλουν τον χρόνο της Κοινωνίας από το ένα διάστημα στο άλλο και από την μία νηστεία στην άλλη και έτσι τους απομακρύνει περισσότερο από την Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων. Το αποτέλεσμα είναι να μη προοδεύουν σχεδόν καθόλου στην οδό της εργασίας των θείων εντολών. Και πώς αυτοί θα μπορέσουν να ενωθούν με τον Πλάστη των, που τους λέγει: «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν... ότι άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»; (Ίωάν. 13,5-6). Άλλους πάλι ούτε στα γεράματα των, ούτε στις βαρειές και θανατηφόρες ασθένειες δεν τους αφήνει να ενωθούν με τον Χριστό. Γι’ αυτό μία καλή φροντίδα που πρέπει να έχουμε εμείς οι χριστιανοί για τους οικείους και συγγενείς μας είναι, όταν κάποιος αρρωστήσει, να καλούμε αμέσως τον Πνευματικό και να συμβουλεύουμε τον ασθενή να εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες του. Και αφού γίνει αυτό και τον θεωρήσει ο ιερεύς ως κατάλληλον για την Θεία Κοινωνία, κατόπιν να τον κοινωνήσει. Εάν όμως η κατάσταση του είναι πολύ σοβαρά και πρόκειται να πεθάνει, ο ιερεύς πρέπει να τον κοινωνήσει απαραιτήτως, διότι τότε ο ιερεύς έχει την άδεια να λύνει και να συγχωρεί αμαρτήματα, να κοινωνεί τον ετοιμοθάνατο ακόμη και όταν έχει θανάσιμα αμαρτήματα που κανονικά απαγορεύουν την Θεία Κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτός από τον Κύριο, όπως ο ληστής επί του σταυρού. Εάν όμως με την ευλογία του Θεού, μετά την Μετάληψη των Θείων Δώρων, γίνει υγιής, τότε να παραμείνει στον κανόνα της μετανοίας που του είχε επιβληθεί μέχρις ότου τον τελειώσει.
Άκουσα ακόμη από το στόμα μερικών χριστιανών και άλλες συμβουλές που ο πονηρός τους ψιθυρίζει στα αυτιά των: «Μη καλείς τον παπά, εάν κάποιος είναι ασθενής, διότι εάν έλθει εκείνος τότε θα αποθάνη ο ασθενής. Άφησε, εάν υπάρξει μεγάλη ανάγκη θα τον καλέσουμε». Αλλά αλλοίμονο! Τι μεγάλη απάτη του διαβόλου είναι αυτή η συμβουλή με την οποία μερικοί αγωνίζονται να μη φέρουν τον ασθενή αδελφό τους, όντας στο κρεβάτι του θανάτου, να πλησιάσει τα Άχραντα Μυστήρια! Πολλοί ακούγοντας αυτές τις προτροπές του πονηρού οδηγηθήκαν στα αιώνια βάσανα, διότι τους άρπαξε ο θάνατος τότε, όταν τον έστειλε ο Θεός και όχι όταν ήθελαν αυτοί να έλθει. Πολλούς απομακρυσμένους από την αλήθεια τους συμβουλεύει ο σατανάς ότι η ευτυχία και αγιότης εξαρτάται από την όσο το δυνατόν συχνή Θεία Κοινωνία, χωρίς την πρέπουσα προετοιμασία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτοί όντως πλανεμένοι από τον διάβολο κατά τρόπο αξιολύπητο, ξέχασαν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, που λέγει: «Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α' 11, 28-29). Εάν μερικοί ξέχασαν και περιφρόνησαν αυτά τα λόγια, ας προσέξουν και ας φοβηθούν από τα εξής λόγια του ιδίου Αποστόλου «Αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρυσί μάρτυσι αποθνήσκει, πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον Υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας» (Έβρ. 10, 28-29).
Με ποιόν τρόπο πέφτει κανείς σ’ αυτή την τιμωρία, της καταπατήσεως του Υιού του Θεού, μας διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος λέγει: «Όταν συ κοινωνείς Αυτόν στο Άγιο Μυστήριο και κάνεις αμαρτία, λέγε μου: Δεν τον κατεπάτησες; Δεν τον χλεύασες; Καθώς εμείς δεν έχουμε καμμία συναίσθηση και συντριβή γι’ αυτά που καταπατούμε, έτσι και αυτοί που σφάλουν, δεν έχουν καμμία συναίσθηση και φόβο για τον Χριστό».
Κανείς λοιπόν, να μη πλησιάζει τα Άγια Μυστήρια χωρίς την πρέπουσα ευλάβεια και προετοιμασία, ούτε πάλι, λόγω οκνηρίας και απελπισίας, να απομακρύνεται περισσότερο απ’ αυτά. Οι Άγιοι Πατέρες σε κάθε έργο λέγουν ότι τα άκρα είναι του διαβόλου, ενώ η μέση και βασιλική οδός που βάδισαν και οι Άγιοι, είναι του Χριστού.
Αλλά μπορεί κάποιος να μας ερωτήσει, ποια είναι η μέση και βασιλική οδός; Θα απαντήσουμε σ’ αυτούς: Η Μετάληψη των Θείων Μυστηρίων είναι στενά συνδεδεμένη με την εξομολόγηση. Αυτή πρέπει να γίνεται, τουλάχιστον για τους λαϊκούς τέσσαρες φορές τον χρόνο, κατά την περίοδο των μεγάλων νηστειών. Η συχνή ή αραιή συμμετοχή περαιτέρω στα Θεία Μυστήρια επαφίεται περισσότερο στην κρίσι του Πνευματικού, ο οποίος μπορεί με διάκριση να χρησιμοποιεί την ακρίβεια και οικονομία των ιερών Κανόνων και γνωρίζει την πρόοδο κάθε μιας ψυχής στην μετάνοια.
Ένα πράγμα όμως ας έχουν υπ’ όψιν των, όσοι επιθυμούν να κοινωνούν συχνότερα: Αυτό το οποίον επιθυμούν είναι «Τα Άγια τοις αγίοις» και ας ακούσουν τι λέγει όσον αφορά αυτό ο Θείος Χρυσόστομος: «Βλέπε, ότι, όταν ο ιερεύς ή ο διάκονος λέγει: «Τα Άγια τοις αγίοις» αυτό εννοεί: εάν κάποιος δεν είναι άγιος να μη προσέρχεται. Όχι μόνο καθαρός από την αμαρτία, αλλά άγιος...».
Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνονται αιτία μεγάλων βασάνων γι’ αυτούς που δεν προσέρχονται επαξίως. Ενώ οι ι. Κανόνες για το ίδιο μυστήριο λέγουν: Τα Άγια προσφέρονται στους αγίους, ενώ η αγιότης κατορθώνεται με νηστεία και προσευχή. Αμήν.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ιερομ. ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ
Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
πηγή: pigizois.net
Μην ταράζεσθε και μην ανησυχείτε διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.
και είναι σε θέση να τα εμποδίσει είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για σας.
Re: «ΟΧΙ» στην απόδοση της Θείας Λειτουργίας στη Δημοτική
[youtube]j6Tw2pG48Ak[/youtube]
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΜΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ (ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ) ΑΛΛΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ (ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ).
http://www.youtube.com/user/KERMENI?gl=GR&feature=mhee
http://www.youtube.com/user/KERMENI?gl=GR&feature=mhee
- Captain Yiannis
- Δημοσιεύσεις: 250
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 28, 2012 4:51 pm
- 12
- Achilleas
- Δημοσιεύσεις: 2090
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
- 12
- Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 8 φορές
Re: Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
H αγία Κοινωνία είναι Μυστήριο, καθ' ο υπό το είδος του άρτου και του οίνου μεταλαμβάνομε αυτού του Σώματος και Αίματος του Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Το Μυστήριο τούτο της θείας Κοινωνίας παρεδόθη τοις Αγίοις Αποστόλοις και δι' αυτών πάση τοις Χριστιανοίς υπ' αυτού του Σωτήρος Χριστού, κατά την νύκτα της Μεγάλης Πέμπτης, καθ' ην παρεδίδετο. Την σύστασιν δε και έννοια τούτου διδάσκουν τα επόμενα χωρία της Καινής Διαθήκης.
Και πρώτος ο Ιερός Ματθαίος αφηγείται την σύστασιν και διδάσκει ημάς την έννοια αυτού λέγων; «Εσθιόντων δε αυτών, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε: Λάβετε, φάγετε' τούτο εστί το σώμα μου' και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». (Ματθ. κστ' 26-28).
Τα αυτά ακριβώς λέγει και ο Ιερός Μάρκος (Μάρκ. ιδ' 22-24), και Λουκάς (Λουκ. κβ' 17-20) περί της συστάσεως και σημασίας του μεγάλου τούτου Μυστηρίου. Και ενώ τόσον σαφώς ο Σωτήρ λέγει, ότι ο άρτος, ον ευλογήσας τοις Μαθηταίς προσήνεγκεν, είναι αυτό το Σώμα Αυτού, και ο οίνος αυτό το Αίμα Αυτού, οι «Ευαγγελικοί» στρεβλούντες τούς λόγους του Σωτήρος, λέγουσιν, ότι ενταύθα ομιλεί αλληγορικώς και ότι το εστί, κείται αντί του δήλοι, σημαίνει, τουθ' όπερ είναι βλασφημία μεγίστη και τόλμη παράλογος, διότι ενταύθα ουδεμία παραβολή ή αλληγορία υπάρχει, αλλ' ο Σωτήρ εκφράζεται ρητώς και σαφώς αυτό το πραγματικόν, αυτήν την αλήθειαν.
Αν δέ επετρέπετο ενί εκάστω κατά το δοκούν αυτώ την αλήθειαν να εξηγεί ως αλληγορίαν, όπως εξαγάγη εκ της Αγίας Γραφής νοήματα αυτώ αρέσκοντα, άρδην ήθελεν ανατραπή η αλήθεια του Ευαγγελίου. Διότι, επιτρεπομένης της ερμηνείας' «τούτο εστί το σώμα μου = τούτο σημαίνει, τούτο παριστά το σώμα μου». Δύνανται τότε και άλλοι να ισχυρισθώσιν, ότι, λέγων ο Πέτρος: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός τού Θεού τού ζώντος!», νοεί «Συ σημαίνεις, νομίζεσαι Υιός τού Θεού τού ζώντος!», και πλείσται άλλαι βλασφημίαι πού παντελώς ανατρέπουν την αλήθειαν της Χριστιανικής πίστεως δύνανται νά εξαχθώσιν.
Ότι δε ο άρτος και ο οίνος εν τη θεία Κοινωνία δεν είναι άπλα σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Σωτήρος, ως οι «Ευαγγελικοί» φρονούσιν, αλλά αυτό το Σώμα και Αίμα Αυτού, διδασκόμεθα σαφέστατα και εκ του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, ένθα ο Σωτήρ, διδάσκων εν τη συναγωγή εν Καπερναούμ, λέγει: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ τού ουρανού καταβάς εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε, ην εγώ δώσω η σάρξ μού εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής» (Ιωάν. στ' 51). Εκ του χωρίου τούτου κατάδηλον γίνεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς προμνημονευθείσι χωρίοις, αλλά καθαρώς πρόκειται περί της σαρκός Αυτού, ην έδωκεν «υπέρ της τού κόσμου ζωής». Ακούοντες δε ταύτα οι Ιουδαίοι εμάχοντο προς αλλήλους, ως και οι αιρετικοί προς ήμας, λέγοντες: «πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φάγειν;» (Ίωάν. στ' 52).
Άλλ' ο Ιησούς εμφαντικώτερον και μετ' επανειλημμένων διαβεβαιώσεων επιβεβαιοί την αλήθειαν και πραγματικότητα του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, λέγων: «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν. Εάν μη φάγητε την σάρκα τού υιού τού ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». (Αυτόθ. 53-56).
Εκ των λόγων τούτων, του Κυρίου, όστις και μετά την απορίαν των ακουόντων διά σαφεστάτων εκφράσεων, οίον «η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις», επιβεβαιοί την περί ης αμφέβαλλον αλήθειαν, αναντιρρήτως εξάγεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς λόγοις Αυτού' καθ' ότι εάν, λέγων, το πρώτον «... Και ο άρτος δέ ην εγώ δώσω η σάρξ μου εστίν ην εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής», ελάλει αλληγορικώς μετά τήν απορίαν των ακουόντων, ήθελε στρέψη τον λόγον εξηγούμενος αυτοίς όπερ εννοεί.
Άλλ' οι «Ευαγγελικοί» εις την κακοδοξίαν αυτών, προβάλλουν το εις την αυτήν περίστασιν προς τούς Ιουδαίους λεχθέν: «Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν' άλλ' ειςίν εξ υμών τινές οι ου πιστεύουσιν» (Αυτόθ. 63-64), δι' oυ πειρώνται μωρότατα να αποδείξωσιν ότι το Σώμα του Χριστού δεν ωφελεί εσθιόμενον, ως ημείς πιστεύομεν.
Άλλα το προκείμενον χωρίον δεν είναι ουδαμώς υπέρ εαυτών, ως δια των επομένων δειχθήσεται. Ο Ιησούς Χριστός μετά την επανειλημμένη διαβεβαίωσιν, ότι περί της βρώσεως και πόσεως του Σώματος και Αίματος Αυτού ομιλεί, θέλων να εξάρει την αναγκαιότητα της τοιαύτης βρώσεως και πόσεως και αισθητότερον ταύτη να παραστήστι τοις ακροαταίς αυτού, παραβάλλει την βρώσιν του Σώματος Αυτού προς την βρώσιν του μάννα, όπερ ο Θεός έδωκε τοις πατράσιν αυτών, λέγων ότι οι πατέρες υμών έφαγον εκ του μάννα, αλλ' απέθανον, αλλ' υμείς, εάν φάγητε τον άρτον τούτον ζήσεσθε αιωνίως: «ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα και άπέθανον' ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα». (Ιωάν. στ'58).
Εκ τούτου πας τις βλέπει ότι το «σώμα» δεν ελέχθη υπό του Σωτήρος αλληγορικώς αντί του «λόγος», (Διότι οι αντικείμενοι αλληγορούσι το «τρώγειν την σάρκα του Χριστού» λέγοντες, ότι σημαίνει: «δέχεσθαι τον λόγον του Σταυρού δια πίστεως' διότι προς το «μάννα» δεν δύναται να παραβληθεί ο «λόγος», αλλά προς το «σώμα» καθότι σύγκρισις επί ανομοίων δεν γίνεται, αλλά και μεθ' άπασας τας παραστάσεις και εξηγήσεις, ας έδωκεν αυτοίς ο Σωτήρ, ούτοι δεν εννόησαν, διό έλεγον «σκληρός εστίν ούτος ο λόγος' τις δύναται αυτού ακούειν;», Άλλ' ο Ιησούς εννοήσας τω πνεύματι Αυτού ότι εγόγγυζον ούτοι, είπεν αυτοίς: «Τούτο υμάς σκανδαλίζει; Α νούν θεωρήτε τον υιόν τού ανθρώπου όπου ην το πρότερον; Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμα εστί και ζωή εστίν, αλλ' εισίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσιν». (Ιωάν. στ' 60-64).
Εκ της συνεπείας λοιπόν του λόγου βλέπομεν, ότι ο Σωτήρ εξακολουθεί να συνιστά την βρωσιν του εαυτού Σώματος, και επιτιμά τοις επί τοις λόγοις Αυτού σκανδαλισθείσιν, οίτινες, θεωρούντες Αυτόν ψιλόν άνθρωπον, εσκέπτοντο περί του Σώματος Αυτού ως περί σώματος θνητού τινός ανθρώπου. Η δε έννοια των λόγων του Σωτήρος είναι αυτή. Δυσπιστείτε εις το ότι η σαρξ μου παρέχει την αιώνιον ζωήν; Σκανδαλίζεσθε επί τοις λόγοις μου; Αλλά τότε τί θέλετε είπη, όταν με ίδητε εν τη σαρκί ταύτη αναλαμβανόμενον εις τούς ουρανούς; Πρέπει να σκέπτεσθε περί εμού πνευματικώς, διότι τούτο δίδωσι ζωήν' «το πνεύμα εστί το ζωοποιούν», το δε ταπεινώς, ως περί κοινού τινός ανθρώπου και σαρκικώς περί εμού σκέπτεσθαι, oυδαμώς υμάς ωφελεί «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν».
Κατά ταύτα, κακώς και βλασφήμως νοούσιν, ότι δια του «σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ο Σωτήρ εννοεί το εαυτού Σώμα' άλλως τε οι διά του ειρημένου χωρίου εξάγοντες την τοιαύτη έννοιαν ουδέν άλλο ποιούσιν ή παριστώσιν αυτόν τον Χριστόν αντιφάσκοντα προς εαυτόν! όστις, ενώ αφ' ενός λέγει ότι ο τρώγων την αυτού σάρκα έχει ζωήν αιώνιον, αφ' ετέρου αρνείται τούτο και λέγει ότι αυτή ουδόλως ωφελεί! Λοιπόν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ο Σωτήρ ελέγχει τούς Ιουδαίους ως σαρκικώς σκεπτομένους περί Αυτού. ουκ ολίγον δε συμβάλλεται εις την αληθή ερμηνείαν καί ή παράλειψις της προσωπικής αντωνυμίας «μου», διότι, αν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» εννοεί ουχί το σαρκικώς φρονείν, αλλά την Αυτού σάρκα, δεν ήθελε παραλείψει την αντωνυμίαν «μου», ην πάντα τα χωρία, εν οίς νοείται η σάρξ Αυτού, έχουσιν, ως είδομεν προηγουμένως οίον «η σαρξ μου αληθώς εστί βρωσις». Άρα και εν τω προκειμένω, αν υπήρχε τοιαύτη έννοια, έπρεπε να είπη «η σάρξ μου ουκ ωφελεί ουδέν».
Την ορθόδοξον ταύτην έννοια αποδίδουσιν εις το χωρίον τούτο άπασα η χορεία των Πατέρων και δη ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύων το χωρίον λέγει:
«Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. Ο δε λέγει τοιούτον εστί «πνευματικώς δει τα περί εμού ακούειν' ο γάρ σαρκικός ακούσας ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε, και το νομίζειν ότι υιός εστίν Ιωσήφ και το «πως δύναται την σάρκα δούναι φάγειν» (Ιωάν, στ' 58).
«Ταύτα πάντα σαρκικά' απερ έδει μυστικώς νοείν και πνευματικώς. Και πόθεν φησίν, ηδύναντο νοήσαι τι ποτέ εστί το σάρκα φαγείν εκείνοι; ουκουν έδει τον προσήκοντα αναμείναι καιρόν καί πυνθάνεσθαι και μη απαγορεύειν. «Τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή», τoυτέστι θεια και πνευματικά εστίν' ουδέν έχοντα σαρκικόν, ουδέ ακολουθίαν φυσικήν, αλλ' απήλλακται πάσης μεν τοιαύτης ανάγκης, και υπέρκειται και των νόμων και των ενταύθα κειμένων, έτερον δε έχει νυν εξηλλαγμένον. Ώσπερ ουν ενταύθα το «πνεύμα» είπεν αντί του «πνευματικά», ούτω «σάρκα» ειπών, ου «σαρκικά» είπεν, αλλά το «σαρκικώς ακούσε», άμα και αυτούς αινιττόμενος, ότι αεί σαρκικών επεθύμουν, δέον πνευματικών εφίεσθαι. Μη γάρ αυτό σαρκικώς τις εκλάβη, ουδέν απώνατο.
Τι ουν; ουκ εστίν η σαρξ αυτού σαρξ; Και σφόδρα μεν ουν. Και πως είπεν «η σαρξ ουκ ωφελει ουδέν;» ου περί των σαρκικώς εκλαμβανόντων τα γινόμενα. Τί δε εστί το σαρκικώς νοήσαι; Το απλώς εις τα προκείμενα οράν, και μη πλέον τι φαντάζεσθαι' τούτο γάρ εστί σαρκικώς. Χρή δε μη ούτω κρίνειν τοις ορωμένοις, αλλά πάντα τα μυστήρια τοις ένδον οφθαλμοίς κατοπτεύειν' τούτο γάρ εστί πνευματικώς. Άρα ο μη τρώγων αυτού την σάρκα και πίνων αυτού το αίμα ουκ έχει ζωήν εν εαυτώ ' πως ουνού δεν ωφελεί η σαρξ, ης άνευ ζην ουκ ένι; Οράς ότι το «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ου περί της σαρκός αυτού είρηται, αλλά περί της σαρκικής ακροάσεως;» (Χρυσ. ομιλ. 47 εις τό κατά Ίωάν. 6, § 2).
Ότι δε το παραδοθέν Μυστήριον είναι ουχί έμβλημα, αντίτυπον του Σώματος και του Αίματος, ως κακοδόξως φρονούσιν οι πολέμιοι της αλήθειας, αλλ' αυτό το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος, άπασα η Καινή Διαθήκη μαρτυρεί, καλούσα το Μυστήριον κοινωνίαν του Σώματος και Αίματος, ως δε ο θειος Παύλος λίαν σαφώς λέγει: «Το ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστίν;... ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων' γίνεσθαι' ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων» (Α' Κορινθ. ι' 16,20-21).
Και αλλαχού ο θείος Παύλος, παραδιδούς το Μυστήριον τούτο, Σώμα και Αίμα Κυρίου ονομάζει αυτό ου περί μεταλαμβάνοντες αναξίως κρίμα εαυτοίς εσθίουσι και πίνουσιν, ου ένεκα πολλοί ασθενούσι και ικανοί αποθνήσκουσιν. «Ώστε», λέγει, «ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτος εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου' διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί», (Αυτόθι ια' 27-30).
Ότι δε και αναίμακτος θυσία είναι το Μυστήριον τούτο, κατά την αληθή της Εκκλησίας δόξαν, εν τη προς Εβραίους επιστολή εμφανέστατα διδάσκει ημάς αυτός ο θείος Παύλος ονομάζων ρητώς την αγίαν Τράπεζαν Θυσιαστήριον. «Έχομεν, λέγει, θυσιαστήριον, εξ ου φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες», (Έβρ. ιγ' 10).
Πρόδηλον ότι ο θεοδίδακτος Απόστολος συγκρίνει το θυσιαστήριον των χριστιανών προς το «θυσιαστήριον» των Ιουδαίων και αποδεικνύει την διαφοράν μεταξύ των δύο αυτών θυσιών. Αλλ' οι «Ευαγγελικοί» λέγουσι ότι άλλο θυσιαστήριον και άλλο θυσία και ότι ημπορεί να υπάρχη θυσιαστήριον άνευ θυσίας.
Ναι, αλλά το Εύαγγέλιον δεν λέγει ούτω. Εις το Ευαγγέλιον διαβάζομεν τα εξής όπου αποδεικνύεται ότι παραδέχεται θυσιαστήριον και θυσίαν, «Διόπερ αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας' ως φρονίμους λέγω, κρίνατε υμείς ο φημι. Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστί; κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι, ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίειν και ποτήριον δαιμονίων' ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» (Α' Κορινθ. ι' 14-22). ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν' οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν, Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα' ουχί οι εσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου είσι' τί ουν φημί; ότι είδωλον τί εστίν; ή ότι, ειδωλόθυτον τί εστίν; άλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεω' ου θέλω δε υμάς
Εις τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται σαφώς ή σχέσις θυσίας και θυσιαστηρίου. Και τας θυσίας του Ισραήλ και των Εθνικών τας παραβάλλει και συγκρίνει με τού Δείπνου του Κυρίου, απαγορεύων εις τούς εσθίοντας την θυσία ν του Κυρίου να εσθίουν και εκ των θυσιών των δαιμόνων. «ου δύνασθε (λέγει) ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων».
Ενώ λοιπόν η Καινή Διαθήκη διδάσκει σαφώς ότι εχομεν θυσιαστήριον και θυσίαν εκ της οποίας δεν έχουν δικαίωμα να φάγουν οι την σκηνήν λατρεύοντες. Ενώ δεικνύει το υπέροχον του χριστιανικού θυσιαστηρίου από του Ιουδαϊκού. Ενώ την Τράπεζαν του Κυρίου αντιδιαστέλλει από την τράπεζαν των δαιμονίων. Ενώ το ποτήριον της ευλογίας καλεί ποτήριον τού Αίματος του Χριστού και τον άρτον, ον κλώμεν, κοινωνίαν τού Σώματος του Χριστού, ερωτάται πώς οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» διαψεύδουν τελικά αύτας της Άγίας Γραφής μαρτυρίας λέγοντες ότι ουδαμού της Αγίας Γραφής καλείται το Δείπνον του Κυρίου καί θυσία;
Αλλά και όταν ο Κύριος λέγει «Ούτος ο άρτος εστί το Σώμα μου, ούτος ο οίνος εστί το Αίμα μου», Και οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» αντιλέγουν λέγοντες' Ούτος ο άρτος δεν είναι Χριστού Σώμα, άλλ' άρτος απλούς, και ο οίνος δεν είναι Χριστού Αίμα άλλ' οίνος απλούς, ποίον πρέπει να πιστεύσωμεν τον Χριστόν ή τούς λεγομένους «Ευαγγελικούς»;
Εις την δύσκολον όμως δι' αυτούς απάντησιν, κοιτάζουν να διαφύγουν με την εξής σοφιστίαν, Λέγουν ότι ο Χριστός ομιλούσε μεταφορικώς. Αλλά και εδώ θα τούς καταδιώξωμεν ίνα τούς αποδείξωμεν πεπλανημένους.
Ο Χριστός μας λέγων, τούτο εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου, εννοεί αυτό το Σώμα το επί του Σταυρού υψωθέν και αυτό το αίμα το εκ της κεντηθείσης Αυτού πλευράς ρεύσαν. Διότι το ποτήριον εκείνο το εκάλεσεν Ποτήριον της Καινής Διαθήκης δυνάμει τού οποίου δίδεται άφεσις αμαρτιών. «Πίετε εξ αυτού πάντες (λέγει) τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ' 28). Το όνομα δε της Καινης Διαθήκης αναμιμνήσκει την Παλαιάν, η οποία ήτο τύπος και προεικόνισμα της Νέας.
Ας κυττάξωμεν λοιπόν την αλήθειαν της Παλαιάς ίνα καταμάθωμεν και την αλήθειαν της Νέας.
Η μεταξύ του Θεού και Ισραηλιτικού λαού Διαθήκη λέγει ο Παύλος ότι έχει ως εξής. «Λαληθείσης πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον καί πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. Και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις» (Έβρ. θ' 19).
Ας ίδωμεν όμως και το είδος της Καινής Διαθήκης μεταξύ του Θεού και του νέου Ισραήλ. Αφού ο Χριστός ελάλησεν εις τούς Μαθητάς Του πάσαν εντολήν κατά νόμον λαβών εν τω ποτήριον οίνον και ευλογήσας επότισε τούς Μαθητάς εκπροσωπούντας και πάντας τούς μέλλοντας δι' αυτών πιστεύσαι, λέγων' «Τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ' 28).
Έχοντες λοιπόν υπ' οψιν πώς εγένετο η Παλαιά Διαθήκη και πώς η Νέα, ερωτάται, το αίμα της Παλαιάς Διαθήκης ήτο αληθώς αίμα των θυσιασθέντων τράγων και μόσχων ή αλλο΄τι; Ήτο πράγματι αίμα τράγων και μόσχων.
Διατί το αίμα της Καινής Διαθήκης, να μη είναι το αίμα του αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου; Και διατί το ποτήριον του Χριστού δεν περιείχεν το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού αλλ' ήτο απλούς οίνος;
Διότι εάν δεχθώμεν ότι της Παλαιάς Διαθήκης ήτο πράγματι αίμα και της Καινής όχι, τότε δεχόμεθα αληθεστέραν την Παλαιάν και ουχί την Νέαν και κατά συνέπειαν αλλοίμονόν μας. Και ακόμη, είναι δυνατόν ο τύπος και η σκιά να έχει αληθώς το αίμα των θυμάτων, η δε προτυπωθείσα αλήθεια να μην έχει αληθώς αυτό το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού; πως ήτο δυνατόν ο μεν Μωυσής κρατών το ποτήριον της Παλαιάς Διαθήκης και λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός να αληθεύη, ο δε Χριστός, η αυτοαλήθεια, κρατών το ποτήριον της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνομένων εις αφεσιν αμαρτιών, νά ψεύδηται;
Άρα είναι ανάγκη ο Χριστός λέγων ότι τούτο μου εστί το αίμα να εννοεί αυτό το εκχυθέν εκ της αχράντου αυτού πλευράς αίμα και ουχί αλλό τι. Λέγοντες δε οι «Ευαγγελικοί» ότι το ποτήριον της Καινής Διαθήκης είναι απλούς οίνος και ουχί αυτό το αίμα του Χριστού του υπέρ ημών αποθανόντος δεν λέγουν τίποτε άλλο παρά ότι η Καινή Διαθήκη είναι ψευδοδιαθήκη και ο Χριστός ψευδομεσσίας και ότι ουδεμία άφεσις αμαρτιών εγένετο ημίν.
Βλέπομεν εις την Παλαιάν Διαθήκην ότι το αίμα των θυμάτων εμβάλλεται εις ποτήριον και ραντίζονται δι' αυτού άπας ο λαός, η σκηνή και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας και χωρίς αίματος, λέγει ο Παύλος, δεν γίνεται άφεσις. Διά να καθαρθώμεν λοιπόν και ημείς και να λάβωμεν άφεσιν αμαρτιών πρέπει να πίωμεν το αίμα του υπέρ ημών θυσιασθέντος και χωρίς τούτου ου γίνεται άφεσις. Δι' αυτό και ο Κύριος λέγει και η Ορθόδοξος Εκκλησία Του επαναλαμβάνει' «Πίετε εξ αυτού πάντες... εις άφεσιν αμαρτιών». Ενώ οι «Ευαγγελικοί» πίνουν εις ανάμνησιν.
Εάν λοιπόν, διά του αίματος του Χριστού, πίνωμεν απλούν οίνον δεν έχομεν άφεσιν αμαρτιών. Εν τούτοις οι «Ευαγγελικοί» λέγουσιν ότι πίνουσιν απλούν οίνον, και εκ της ομολογίας αυτής προκύπτει ότι δεν έχουν άφεσιν αμαρτιών' και κατά συνέπειαν δεν είναι χριστιανοί διότι αποδεικνύουν τον Χριστόν ψευδομεσσίαν και ψευδοδιαθήκην την αληθή του Θεού Διαθήκην της οποίας τύπος καί ομοίωμα ήτο η Παλαιά.
Και ερωτάται, κατόπιν όλων τούτων, είναι ορθόν, είναι πρέπον και συμφέρον οι πεπλανημένοι ούτοι, οι μηδαμώς όντες χριστιανοί να έχουν την αξίωσιν να διδάξωσιν ημάς τους Έλληνας; Και ακόμη, είναι ορθόν και πρέπον, ημείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, να ασπαζόμεθα την πλάνην αυτών; Ο καθείς είναι ελεύθερος να εξετάση.
Εις την συνέχειαν παραθέτομεν άλλην γραφικήν αλήθειαν όπου αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ωμίλησεν αλληγορικώς αλλά θετικώς. «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν. Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον. Ούτος εστίν ο άρτος, ο εκ του ουρανού καταβαίνων, (ο άρτος αυτός είναι ο Χριστός, διότι ουδείς άρτος καταβαίνει εκ του ουρανού, άρα δεν ομιλεί αλληγορικώς ως λέγουσιν οι Ευαγγελικοί αλλά θετικώς), ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ του άρτου τούτου ζήσεται εις τον αιώνα.
Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μού εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχον το ούν προς αλλήλους οι Ιουδαίοι, λέγοντες' πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν,' (αυτό ακριβώς πού λέγουσιν και οι «Ευαγγελικοί»).
Είπεν ούν αύτοίς ο Ιησούς' Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς.
Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. Η γάρ σάρξ μου αληθώς εστί βρωσις και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις (βλέπετε ω Ευαγγελικοί; αληθώς λέγει, καί ουχί αλληγορικώς)' ποίος εκ των δύο σας λέγει την αλήθειαν, εσείς η ο Χριστός;
Και συνεχίζει. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. Καθώς απέστειλέ με ο ζων Πατήρ, καγώ ζω διά τον Πατέρα, και ο τρώγων με, κα κείνος ζήσεται δι' εμέ. Ούτος εστίν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα, και απέθανον' ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα... Πολλοί ούν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού είπον, σκληρός εστί ούτος ο λόγος, τις δύναται αυτού ακούειν,'... είπεν αυτοίς ο Ιησούς. τούτο υμάς σκανδαλίζει,' Εάν ουν θεωρήτε τον Υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ήτο το πρότερον,' Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν η σαρξ ούκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί καί ζωή εστί. Αλλ' ειςίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσι» (Ίωάν. στ' 47-64).
Δηλαδή: Οι εξ υμών σκανδαλιζόμενοι, σκανδαλίζονται δι' ην έχουσιν απιστίαν και άγνοιαν, και ουχί διότι οι λόγοι μου ουκ εστίν αληθείς. Εγώ ομιλώ την αλήθειαν λέγει ο Ιησούς και οι πιστεύοντες, αυτοί σκανδαλίζονται και απόλυνται. Ο Κύριός μας εδώ δεν εννοεί την σάρκαν του, καθώς παρερμηνεύουν οι «Ευαγγελικοί» αλλά την σάρκα του λόγου δηλαδή τας φωνάς και τας λέξεις, δι' ων γίνεται ό λόγος. Πνεύμα δε εννοεί, το πνεύμα του λόγου, τό όποίον ζωοποιεί την ψυχήν, ήτις λαμβάνει αυτό διά της σαρκός του λόγου. Εάν λοιπόν ή ψυχή, ακούουσα τας φωνάς η αναγινώσκουσα τας λέξεις του λόγου, μη εννοεί, το πνεύμα αυτού, ουδέν ωφελείται.
Αυτό εννοεί ο Κύριός μας όταν λέγει: «Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν». Δεν είπε «η σαρξ μου» αλλ' η σαρξ, δηλαδή αι φωναί, αι λέξεις, διά των οποίων γίνεται ο λόγος. Ενώ διά την δικήν Του σάρκα λέγει ρητώς: «Η σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις», διά δε τούς ακούοντας και μη εννοούντας είπεν η σαρξ του γράμματος ουκ ωφελεί αυτούς. Αλλ' οι «Ευαγγελικοί» όπως διαστρέφωσιν τούτο, διαστρέφωσιν και το «αληθώς» λέγοντες ότι εννοεί «αλληγορικώς» και το' «πίετε εξ αυτού πάντες εις άφεσιν αμαρτιών» οι «Ευαγγελικοί» πίνουσι μόνον εις «ανάμνησιν»... Παρερμηνεύουν οι άνθρωποι και μιμούνται τον Εωσφόρον όστις είπε εις τούς Πρωτοπλάστους: «Ου θανάτω αποθανείσθε» παρ' ότι ό Θεός ρητώς είπεν εάν παρακούσωσιν' «θανάτω αποθανείσθε». Διά τούτο οι «Ευαγγελικοί» αμαρτάνουν αμαρτίαν πρός θάνατον, όμοια μέ εκείνην της των Ιουδαίων και δι' αυτό προσοχή.
Τέλος, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία η οποία παραδέχεται την μεταβολήν των Τιμίων Δώρων εις Σώμα και Αίμα Χριστού λέγει μαζί με τον Άγιον Ιωάννη τον Δαμασκηνόν ότι η μεταβολή αυτή είναι τι ακατάληπτον τω ανθρωπίνω λογισμώ, γινόμενον τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος δια θαύματος, το οποίον δύναται να συγκριθη με το θαύμα της δημιουργίας και της ενανθρωπήσεως. «πως έσται μοι τούτο», λέγει η αγία Παρθένος, «επεί ανδρα ού γινώσκω» Και ο Γαβριήλ ο Αρχάγγελος απαντά. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σέ και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι».
Τώρα λοιπόν έρωτας και σι κ. «Ευαγγελικέ» πως ο άρτος γίνεται Σώμα Χριστού και ο οίνος αίμα; «Λέγω σοι καγώ, Πνεύμα Άγιον επιφοιτά και ταύτα ποιεί τα υπέρ λόγον καί έννοια» (Δαμ. έκδ. Όρθ. πίστ. 4, 13).
Το Σώμα δε και Αίμα του Χριστού εν τη Ευχαριστία δεν είναι απλώς σώμα και αίμα αλλά' «Σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι» (Δαμασκ. αυτ.) και άρα' «ου μία φύσις εστίν, αλλά μία μεν του σώματος της δε ηνωμένης αυτού θεότητος ετέρα' ώστε το συναμφότερον ου μία φύσις, αλλά δύο» (Δαμασκ. αυτ.). Το σώμα δε τούτο και αίμα της ευχαριστίας δεν είναι το αναληφθέν σώμα, όπερ κατέρχεται εξ ουρανού, αλλά «σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της άγ. Παρθένου σώμα, ουχ ότι το αναληφθέν σώμα εξ ουρανού κατέρχεται άλλ' ότι ό άρτος και ο οίνος μεταποιούνται εις Σώμα και Αίμα του Θεού» (Δαμασκ. αυτόθι) εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι το Σώμα και Αίμα της Ευχαριστίας είναι ετερόν τι του αναληφθέντος Σώματος του Χριστού' «Και ουκ εστί δύο (σώματα) άλλ' εν και το αυτό» (Δαμασκ. αυτ.).
Άρα πολύ καλώς παρατηρεί ο Δοσίθεος λέγων' «Όθεν και πολλών γινομένων εν τη oικoυμένη εν μια και τη αυτή ώρα ιερουργιών (πιστεύομεν) μη γίνεσθαι πολλούς Χριστούς ή πολλά σώματα Χριστού, άλλ' ένα και τον αυτόν Χριστόν παρείναι αληθώς και πραγματικώς και εν είναι αυτώ το σώμα και το αίμα εή πάσαις ταις κατά μέρος των πιστών εκκλησίαις και τούτο ουχί ότι το εν ουρανοίς του Δεσπότου εν τοίς θυσιαστηρίοις κατέστι σώμα, άλλ' ότι ο της προθέσεως εν πάσαις ταις κατά μέρος Εκκλησίαις προκείμενος άρτος μεταποιούμενος και μετουσιούμενος μετά τον αγιασμόν γίνεται και εστίν εν και το αυτό τω εν ουρανώ» (Όρ. 17). Είναι λοιπόν πραγματικώς Σώμα και όχι αλληγορικώς κ. κ. «Ευαγγελικοί».
Ούτω λοιπόν και υπό τοιαύτην έννοιαν ο Σωτήρ παρέδωκε το Μυστήριον της θείας Κοινωνίας και ούτως ηρμήνευσαν και παρήγγειλαν ημίν πιστεύειν οι θείοι Απόστολοι, παρ' ων και οι Άγιοι Πατέρες εδιδάχθησαν, ων τινάς μόνον συντομίας ένεκα, φέρομεν μάρτυρας.
1) Φέρομεν την μαρτυρίαν Ιγνατίου του θεοφόρου, του Μαθητού του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όστις, ομιλών κατά των αιρετικών, οίτινες έλεγον ότι ο Ιησούς δεν εσαρκώθη πραγματικώς, επιφέρει τα εξής λίαν σημαντικά λόγια: «Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, διά το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε». (Ιγνατ. επιστ. πρός Σμυρν. κεφ. 7).
2) Την δε αγίαν Τράπεζαν ο αυτός Πατήρ ονομάζει Θυσιαστήριον. «Εάν μη τις εντός ή του θυσιαστηρίου», λέγει, «υστερείται του άρτου του Θεού». (Πρός Έφεσ. κεφ. 20). Και πάλιν δε περί του σώματος του Χριστού έτι σαφέστερον λέγει: «Μία εστίν η σάρξ του Κυρίου Ιησού και εν αυτού το αίμα το υπέρ ημών εκχυθέν, εις και άρτος τοις πασινεθρύφθη, και εν ποτήριον τοις όλοις διενεμήθη, εν θυσιαστήριον πάση τη Εκκλησία». (Πρός Φιλαδελφ. κεφ. 4). Αι δε μαρτυρίαι αύται του θεοφόρου Ιγνατίου έχουσιν μέγιστον κύρος, καθ' όσον ούτος έζη επί των ήμερων του Χριστού και των Αποστόλων, εγένετο δε Επίσκοπος Αντιοχείας περί το έτος 68 η 70 μ.Χ.
2) Ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, όστις εν έτει 133, τριακοντούτης ων, έλαβε την χριστιανικήν πίστιν, ούτω παρέλαβε περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. «ου γάρ, λέγει, ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν, άλλ' ον τρόπον διά λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτος και την δι' ευχής λόγου του παρ' αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξής αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι. Οι γάρ Απόστολοι εν τοις γενομένοις υπ' αυτών απομνημονεύμασιν, α καλείται Ευαγγέλια, ούτω παρέδωκαν εντετάλθαι αυτοίς τον Ιησούν λαβόντα άρτον και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο ποιείτε εις την ανάμνησίν μου, τουτέστι το σώμα μου' και το ποτήριον ομοίως λαβόντα και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο εστί το αίμα μου και μόνοις αυτοίς μεταδούναι. (Βιβλ. 8, κεφ. 66).
3) Ο Κύριλλος ο Ιεροσολύμων τάδε λέγει: «Ο άρτος της Ευχαριστίας μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος ουκέτι άρτος λιτός, αλλά σώμα Χριστού». (Κατήχ. 21 Μυσταγ. § 3).
4) Ο θείος Ιλάριος περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας λέγει: «Περί της αληθείας της σαρκός και του αίματος δεν έχει χώραν αμφιβολία τις, διότι διά της ομολογίας του Κυρίου αυτού και διά της πίστεως ημών είναι αληθής σάρξ, είναι αληθές αίμα». (De Trinit Ι VIII C. 14).
5) Ο θείος Γρηγόριος ο Νύσσης, σαφώς περί του Μυστηρίου τούτου εξηγούμενος, λέγει: «Άρτος πάλιν άρτος εστί τέως κοινός' αλλ' όταν αυτό το Μυστήριον ιερουργήσει, σώμα Χριστού λέγεταί τε και γίνεται». (Εις την ημέραν των Φώτων, Ορα και λόγον κατηχητ. τόν μέγαν κεφ. 37).
6) Ο Γρηγόριος ο θεολόγος μετά του αυτού πνεύματος περί του Μυστηρίου ομιλεί: «Μη κατόκνει», λέγει προς, Αμφιλόχιον, «και προσεύχεσθαι και πρεσβεύειν υπέρ ημών, όταν λόγον καθέλκης τον Λόγον' όταν αναιμάκτω τομεί σώμα και αίμα τέμνης δεσποτικόν, φωνήν έχων το ξίφος». (Έπιστ. 240 πρός, Αμφιλόχιον).
7) Άξια σημειώσεως και προσοχής είναι και η μαρτυρία του Μεδιολάνων Αγίου Αμβροσίου: λέγει, «είναι θαυμαστόν ότι ο Θεός έβρεξεν εις τούς πατέρας το μάννα... αλλ' όσοι όμως έφαγον τον άρτον εκείνον πάντες εν τη ερήμω απέθανον' η βρώσις δε αυτή, την οποίαν λαμβάνεις, ο άρτος ούτος ο ζών, ο καταβαίνων εξ ουρανού, ζωής αϊδίoυ την ουσίαν παρέχει' και όστις αν φάγη τούτον δεν θέλει αποθάνη εις τον αιώνα, και είναι σώμα Χριστού». Εις την συνέχειαν δε, εξηγείται περί του Μυστηρίου τούτου πλατύτερον, λέγων: «Ίσως άλλο τι βλέπω' πώς σύ διαβεβαιοίς ότι θέλω λάβη το σώμα του Χριστού. Ας αποδείξωμεν ότι δεν είναι τούτο, όπερ εποίησεν η φύσις, αλλ' όπερ η ευλογία καθηγίασε, και ότι μεγαλυτέρα είναι της ευλογίας η της φύσεως η δύναμις, επειδή διά της ευλογίας και αυτή η φύσις μεταβάλλεται. Ράβδον εκράτει ο Μωυσής, έρριψεν αυτήν και έγινεν όφις. Πάλιν έλαβε την ουράν του όφεως, και εν τη ράβδω την φύσιν μετέβαλε. Βλέπεις λοιπόν, ότι διά της προφητικής χάριτος δίς μετεβλήθη η φύσις του τε όφεως και της ράβδου... Αν τοσούτον ίσχυσεν ο λόγος του Ήλιου, ώστε να καταβιβάση πυρ εξ ουρανού, δεν θέλει ισχύσει ο λόγος του Χριστού, ίνα τά είδη τών στοιχείων μεταβάλη;...».
Εκ των εκτεθέντων βλέπομεν πόσον σαφώς περί της συστάσεως και της εννοίας του μεγάλου τούτου Μυστηρίου πληροφορεί ημάς η Κ. Διαθήκη, και οι άγιοι Πατέρες. Αλλά και ο προφήτης Ησαΐας λέγει: «Και απεστάλη προς με εν Σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου. Και ήψατο του στόματός μου και είπεν, Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου καί αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Εξ ων μανθάνομεν, ότι ουχ ως απλούν σύμβολον θεωρεί η Αγία Γραφή το μέγιστον τούτο Μυστήριον, ως φλυαρούσιν οι «Ευαγγελικοί» αλλ' ως αυτό το Σώμα και Αίμα του Θεανθρώπου, άτινα είναι πυρ, άνθραξ φλέγων τούς αναξίως αυτών μεταλαμβάνοντας και καθαίρων τας αμαρτίας των ευσεβώς κοινωνούντων. Ώς τοιούτο το Μυστήριον συνίστησιν ημών ο θειος Παύλος, ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας και άπασα η χορεία των απ' αυτών των Αποστολικών χρόνων, σεπτών Πατέρων της του Χριστού Εκκλησίας, ης τα τέκνα επιχειρούν να αποπλανήσωσιν οι «Αντιευαγγελικοί» των οποίων τας παγίδας και τας σοφιστείας επιμελώς δέον να αποφεύγωμεν.
Από το βιβλίο "ΑΝΤΙΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ"
Δ.Παναγόπουλου
H αγία Κοινωνία είναι Μυστήριο, καθ' ο υπό το είδος του άρτου και του οίνου μεταλαμβάνομε αυτού του Σώματος και Αίματος του Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Το Μυστήριο τούτο της θείας Κοινωνίας παρεδόθη τοις Αγίοις Αποστόλοις και δι' αυτών πάση τοις Χριστιανοίς υπ' αυτού του Σωτήρος Χριστού, κατά την νύκτα της Μεγάλης Πέμπτης, καθ' ην παρεδίδετο. Την σύστασιν δε και έννοια τούτου διδάσκουν τα επόμενα χωρία της Καινής Διαθήκης.
Και πρώτος ο Ιερός Ματθαίος αφηγείται την σύστασιν και διδάσκει ημάς την έννοια αυτού λέγων; «Εσθιόντων δε αυτών, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε: Λάβετε, φάγετε' τούτο εστί το σώμα μου' και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». (Ματθ. κστ' 26-28).
Τα αυτά ακριβώς λέγει και ο Ιερός Μάρκος (Μάρκ. ιδ' 22-24), και Λουκάς (Λουκ. κβ' 17-20) περί της συστάσεως και σημασίας του μεγάλου τούτου Μυστηρίου. Και ενώ τόσον σαφώς ο Σωτήρ λέγει, ότι ο άρτος, ον ευλογήσας τοις Μαθηταίς προσήνεγκεν, είναι αυτό το Σώμα Αυτού, και ο οίνος αυτό το Αίμα Αυτού, οι «Ευαγγελικοί» στρεβλούντες τούς λόγους του Σωτήρος, λέγουσιν, ότι ενταύθα ομιλεί αλληγορικώς και ότι το εστί, κείται αντί του δήλοι, σημαίνει, τουθ' όπερ είναι βλασφημία μεγίστη και τόλμη παράλογος, διότι ενταύθα ουδεμία παραβολή ή αλληγορία υπάρχει, αλλ' ο Σωτήρ εκφράζεται ρητώς και σαφώς αυτό το πραγματικόν, αυτήν την αλήθειαν.
Αν δέ επετρέπετο ενί εκάστω κατά το δοκούν αυτώ την αλήθειαν να εξηγεί ως αλληγορίαν, όπως εξαγάγη εκ της Αγίας Γραφής νοήματα αυτώ αρέσκοντα, άρδην ήθελεν ανατραπή η αλήθεια του Ευαγγελίου. Διότι, επιτρεπομένης της ερμηνείας' «τούτο εστί το σώμα μου = τούτο σημαίνει, τούτο παριστά το σώμα μου». Δύνανται τότε και άλλοι να ισχυρισθώσιν, ότι, λέγων ο Πέτρος: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός τού Θεού τού ζώντος!», νοεί «Συ σημαίνεις, νομίζεσαι Υιός τού Θεού τού ζώντος!», και πλείσται άλλαι βλασφημίαι πού παντελώς ανατρέπουν την αλήθειαν της Χριστιανικής πίστεως δύνανται νά εξαχθώσιν.
Ότι δε ο άρτος και ο οίνος εν τη θεία Κοινωνία δεν είναι άπλα σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Σωτήρος, ως οι «Ευαγγελικοί» φρονούσιν, αλλά αυτό το Σώμα και Αίμα Αυτού, διδασκόμεθα σαφέστατα και εκ του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, ένθα ο Σωτήρ, διδάσκων εν τη συναγωγή εν Καπερναούμ, λέγει: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ τού ουρανού καταβάς εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε, ην εγώ δώσω η σάρξ μού εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής» (Ιωάν. στ' 51). Εκ του χωρίου τούτου κατάδηλον γίνεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς προμνημονευθείσι χωρίοις, αλλά καθαρώς πρόκειται περί της σαρκός Αυτού, ην έδωκεν «υπέρ της τού κόσμου ζωής». Ακούοντες δε ταύτα οι Ιουδαίοι εμάχοντο προς αλλήλους, ως και οι αιρετικοί προς ήμας, λέγοντες: «πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φάγειν;» (Ίωάν. στ' 52).
Άλλ' ο Ιησούς εμφαντικώτερον και μετ' επανειλημμένων διαβεβαιώσεων επιβεβαιοί την αλήθειαν και πραγματικότητα του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, λέγων: «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν. Εάν μη φάγητε την σάρκα τού υιού τού ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». (Αυτόθ. 53-56).
Εκ των λόγων τούτων, του Κυρίου, όστις και μετά την απορίαν των ακουόντων διά σαφεστάτων εκφράσεων, οίον «η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις», επιβεβαιοί την περί ης αμφέβαλλον αλήθειαν, αναντιρρήτως εξάγεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς λόγοις Αυτού' καθ' ότι εάν, λέγων, το πρώτον «... Και ο άρτος δέ ην εγώ δώσω η σάρξ μου εστίν ην εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής», ελάλει αλληγορικώς μετά τήν απορίαν των ακουόντων, ήθελε στρέψη τον λόγον εξηγούμενος αυτοίς όπερ εννοεί.
Άλλ' οι «Ευαγγελικοί» εις την κακοδοξίαν αυτών, προβάλλουν το εις την αυτήν περίστασιν προς τούς Ιουδαίους λεχθέν: «Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν' άλλ' ειςίν εξ υμών τινές οι ου πιστεύουσιν» (Αυτόθ. 63-64), δι' oυ πειρώνται μωρότατα να αποδείξωσιν ότι το Σώμα του Χριστού δεν ωφελεί εσθιόμενον, ως ημείς πιστεύομεν.
Άλλα το προκείμενον χωρίον δεν είναι ουδαμώς υπέρ εαυτών, ως δια των επομένων δειχθήσεται. Ο Ιησούς Χριστός μετά την επανειλημμένη διαβεβαίωσιν, ότι περί της βρώσεως και πόσεως του Σώματος και Αίματος Αυτού ομιλεί, θέλων να εξάρει την αναγκαιότητα της τοιαύτης βρώσεως και πόσεως και αισθητότερον ταύτη να παραστήστι τοις ακροαταίς αυτού, παραβάλλει την βρώσιν του Σώματος Αυτού προς την βρώσιν του μάννα, όπερ ο Θεός έδωκε τοις πατράσιν αυτών, λέγων ότι οι πατέρες υμών έφαγον εκ του μάννα, αλλ' απέθανον, αλλ' υμείς, εάν φάγητε τον άρτον τούτον ζήσεσθε αιωνίως: «ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα και άπέθανον' ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα». (Ιωάν. στ'58).
Εκ τούτου πας τις βλέπει ότι το «σώμα» δεν ελέχθη υπό του Σωτήρος αλληγορικώς αντί του «λόγος», (Διότι οι αντικείμενοι αλληγορούσι το «τρώγειν την σάρκα του Χριστού» λέγοντες, ότι σημαίνει: «δέχεσθαι τον λόγον του Σταυρού δια πίστεως' διότι προς το «μάννα» δεν δύναται να παραβληθεί ο «λόγος», αλλά προς το «σώμα» καθότι σύγκρισις επί ανομοίων δεν γίνεται, αλλά και μεθ' άπασας τας παραστάσεις και εξηγήσεις, ας έδωκεν αυτοίς ο Σωτήρ, ούτοι δεν εννόησαν, διό έλεγον «σκληρός εστίν ούτος ο λόγος' τις δύναται αυτού ακούειν;», Άλλ' ο Ιησούς εννοήσας τω πνεύματι Αυτού ότι εγόγγυζον ούτοι, είπεν αυτοίς: «Τούτο υμάς σκανδαλίζει; Α νούν θεωρήτε τον υιόν τού ανθρώπου όπου ην το πρότερον; Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμα εστί και ζωή εστίν, αλλ' εισίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσιν». (Ιωάν. στ' 60-64).
Εκ της συνεπείας λοιπόν του λόγου βλέπομεν, ότι ο Σωτήρ εξακολουθεί να συνιστά την βρωσιν του εαυτού Σώματος, και επιτιμά τοις επί τοις λόγοις Αυτού σκανδαλισθείσιν, οίτινες, θεωρούντες Αυτόν ψιλόν άνθρωπον, εσκέπτοντο περί του Σώματος Αυτού ως περί σώματος θνητού τινός ανθρώπου. Η δε έννοια των λόγων του Σωτήρος είναι αυτή. Δυσπιστείτε εις το ότι η σαρξ μου παρέχει την αιώνιον ζωήν; Σκανδαλίζεσθε επί τοις λόγοις μου; Αλλά τότε τί θέλετε είπη, όταν με ίδητε εν τη σαρκί ταύτη αναλαμβανόμενον εις τούς ουρανούς; Πρέπει να σκέπτεσθε περί εμού πνευματικώς, διότι τούτο δίδωσι ζωήν' «το πνεύμα εστί το ζωοποιούν», το δε ταπεινώς, ως περί κοινού τινός ανθρώπου και σαρκικώς περί εμού σκέπτεσθαι, oυδαμώς υμάς ωφελεί «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν».
Κατά ταύτα, κακώς και βλασφήμως νοούσιν, ότι δια του «σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ο Σωτήρ εννοεί το εαυτού Σώμα' άλλως τε οι διά του ειρημένου χωρίου εξάγοντες την τοιαύτη έννοιαν ουδέν άλλο ποιούσιν ή παριστώσιν αυτόν τον Χριστόν αντιφάσκοντα προς εαυτόν! όστις, ενώ αφ' ενός λέγει ότι ο τρώγων την αυτού σάρκα έχει ζωήν αιώνιον, αφ' ετέρου αρνείται τούτο και λέγει ότι αυτή ουδόλως ωφελεί! Λοιπόν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ο Σωτήρ ελέγχει τούς Ιουδαίους ως σαρκικώς σκεπτομένους περί Αυτού. ουκ ολίγον δε συμβάλλεται εις την αληθή ερμηνείαν καί ή παράλειψις της προσωπικής αντωνυμίας «μου», διότι, αν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» εννοεί ουχί το σαρκικώς φρονείν, αλλά την Αυτού σάρκα, δεν ήθελε παραλείψει την αντωνυμίαν «μου», ην πάντα τα χωρία, εν οίς νοείται η σάρξ Αυτού, έχουσιν, ως είδομεν προηγουμένως οίον «η σαρξ μου αληθώς εστί βρωσις». Άρα και εν τω προκειμένω, αν υπήρχε τοιαύτη έννοια, έπρεπε να είπη «η σάρξ μου ουκ ωφελεί ουδέν».
Την ορθόδοξον ταύτην έννοια αποδίδουσιν εις το χωρίον τούτο άπασα η χορεία των Πατέρων και δη ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύων το χωρίον λέγει:
«Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. Ο δε λέγει τοιούτον εστί «πνευματικώς δει τα περί εμού ακούειν' ο γάρ σαρκικός ακούσας ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε, και το νομίζειν ότι υιός εστίν Ιωσήφ και το «πως δύναται την σάρκα δούναι φάγειν» (Ιωάν, στ' 58).
«Ταύτα πάντα σαρκικά' απερ έδει μυστικώς νοείν και πνευματικώς. Και πόθεν φησίν, ηδύναντο νοήσαι τι ποτέ εστί το σάρκα φαγείν εκείνοι; ουκουν έδει τον προσήκοντα αναμείναι καιρόν καί πυνθάνεσθαι και μη απαγορεύειν. «Τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή», τoυτέστι θεια και πνευματικά εστίν' ουδέν έχοντα σαρκικόν, ουδέ ακολουθίαν φυσικήν, αλλ' απήλλακται πάσης μεν τοιαύτης ανάγκης, και υπέρκειται και των νόμων και των ενταύθα κειμένων, έτερον δε έχει νυν εξηλλαγμένον. Ώσπερ ουν ενταύθα το «πνεύμα» είπεν αντί του «πνευματικά», ούτω «σάρκα» ειπών, ου «σαρκικά» είπεν, αλλά το «σαρκικώς ακούσε», άμα και αυτούς αινιττόμενος, ότι αεί σαρκικών επεθύμουν, δέον πνευματικών εφίεσθαι. Μη γάρ αυτό σαρκικώς τις εκλάβη, ουδέν απώνατο.
Τι ουν; ουκ εστίν η σαρξ αυτού σαρξ; Και σφόδρα μεν ουν. Και πως είπεν «η σαρξ ουκ ωφελει ουδέν;» ου περί των σαρκικώς εκλαμβανόντων τα γινόμενα. Τί δε εστί το σαρκικώς νοήσαι; Το απλώς εις τα προκείμενα οράν, και μη πλέον τι φαντάζεσθαι' τούτο γάρ εστί σαρκικώς. Χρή δε μη ούτω κρίνειν τοις ορωμένοις, αλλά πάντα τα μυστήρια τοις ένδον οφθαλμοίς κατοπτεύειν' τούτο γάρ εστί πνευματικώς. Άρα ο μη τρώγων αυτού την σάρκα και πίνων αυτού το αίμα ουκ έχει ζωήν εν εαυτώ ' πως ουνού δεν ωφελεί η σαρξ, ης άνευ ζην ουκ ένι; Οράς ότι το «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ου περί της σαρκός αυτού είρηται, αλλά περί της σαρκικής ακροάσεως;» (Χρυσ. ομιλ. 47 εις τό κατά Ίωάν. 6, § 2).
Ότι δε το παραδοθέν Μυστήριον είναι ουχί έμβλημα, αντίτυπον του Σώματος και του Αίματος, ως κακοδόξως φρονούσιν οι πολέμιοι της αλήθειας, αλλ' αυτό το Σώμα και Αίμα του Σωτήρος, άπασα η Καινή Διαθήκη μαρτυρεί, καλούσα το Μυστήριον κοινωνίαν του Σώματος και Αίματος, ως δε ο θειος Παύλος λίαν σαφώς λέγει: «Το ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστίν;... ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων' γίνεσθαι' ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων» (Α' Κορινθ. ι' 16,20-21).
Και αλλαχού ο θείος Παύλος, παραδιδούς το Μυστήριον τούτο, Σώμα και Αίμα Κυρίου ονομάζει αυτό ου περί μεταλαμβάνοντες αναξίως κρίμα εαυτοίς εσθίουσι και πίνουσιν, ου ένεκα πολλοί ασθενούσι και ικανοί αποθνήσκουσιν. «Ώστε», λέγει, «ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτος εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γάρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου' διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί», (Αυτόθι ια' 27-30).
Ότι δε και αναίμακτος θυσία είναι το Μυστήριον τούτο, κατά την αληθή της Εκκλησίας δόξαν, εν τη προς Εβραίους επιστολή εμφανέστατα διδάσκει ημάς αυτός ο θείος Παύλος ονομάζων ρητώς την αγίαν Τράπεζαν Θυσιαστήριον. «Έχομεν, λέγει, θυσιαστήριον, εξ ου φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες», (Έβρ. ιγ' 10).
Πρόδηλον ότι ο θεοδίδακτος Απόστολος συγκρίνει το θυσιαστήριον των χριστιανών προς το «θυσιαστήριον» των Ιουδαίων και αποδεικνύει την διαφοράν μεταξύ των δύο αυτών θυσιών. Αλλ' οι «Ευαγγελικοί» λέγουσι ότι άλλο θυσιαστήριον και άλλο θυσία και ότι ημπορεί να υπάρχη θυσιαστήριον άνευ θυσίας.
Ναι, αλλά το Εύαγγέλιον δεν λέγει ούτω. Εις το Ευαγγέλιον διαβάζομεν τα εξής όπου αποδεικνύεται ότι παραδέχεται θυσιαστήριον και θυσίαν, «Διόπερ αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας' ως φρονίμους λέγω, κρίνατε υμείς ο φημι. Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστί; κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι, ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίειν και ποτήριον δαιμονίων' ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» (Α' Κορινθ. ι' 14-22). ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν' οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν, Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα' ουχί οι εσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου είσι' τί ουν φημί; ότι είδωλον τί εστίν; ή ότι, ειδωλόθυτον τί εστίν; άλλ' ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεω' ου θέλω δε υμάς
Εις τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται σαφώς ή σχέσις θυσίας και θυσιαστηρίου. Και τας θυσίας του Ισραήλ και των Εθνικών τας παραβάλλει και συγκρίνει με τού Δείπνου του Κυρίου, απαγορεύων εις τούς εσθίοντας την θυσία ν του Κυρίου να εσθίουν και εκ των θυσιών των δαιμόνων. «ου δύνασθε (λέγει) ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων».
Ενώ λοιπόν η Καινή Διαθήκη διδάσκει σαφώς ότι εχομεν θυσιαστήριον και θυσίαν εκ της οποίας δεν έχουν δικαίωμα να φάγουν οι την σκηνήν λατρεύοντες. Ενώ δεικνύει το υπέροχον του χριστιανικού θυσιαστηρίου από του Ιουδαϊκού. Ενώ την Τράπεζαν του Κυρίου αντιδιαστέλλει από την τράπεζαν των δαιμονίων. Ενώ το ποτήριον της ευλογίας καλεί ποτήριον τού Αίματος του Χριστού και τον άρτον, ον κλώμεν, κοινωνίαν τού Σώματος του Χριστού, ερωτάται πώς οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» διαψεύδουν τελικά αύτας της Άγίας Γραφής μαρτυρίας λέγοντες ότι ουδαμού της Αγίας Γραφής καλείται το Δείπνον του Κυρίου καί θυσία;
Αλλά και όταν ο Κύριος λέγει «Ούτος ο άρτος εστί το Σώμα μου, ούτος ο οίνος εστί το Αίμα μου», Και οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» αντιλέγουν λέγοντες' Ούτος ο άρτος δεν είναι Χριστού Σώμα, άλλ' άρτος απλούς, και ο οίνος δεν είναι Χριστού Αίμα άλλ' οίνος απλούς, ποίον πρέπει να πιστεύσωμεν τον Χριστόν ή τούς λεγομένους «Ευαγγελικούς»;
Εις την δύσκολον όμως δι' αυτούς απάντησιν, κοιτάζουν να διαφύγουν με την εξής σοφιστίαν, Λέγουν ότι ο Χριστός ομιλούσε μεταφορικώς. Αλλά και εδώ θα τούς καταδιώξωμεν ίνα τούς αποδείξωμεν πεπλανημένους.
Ο Χριστός μας λέγων, τούτο εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου, εννοεί αυτό το Σώμα το επί του Σταυρού υψωθέν και αυτό το αίμα το εκ της κεντηθείσης Αυτού πλευράς ρεύσαν. Διότι το ποτήριον εκείνο το εκάλεσεν Ποτήριον της Καινής Διαθήκης δυνάμει τού οποίου δίδεται άφεσις αμαρτιών. «Πίετε εξ αυτού πάντες (λέγει) τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ' 28). Το όνομα δε της Καινης Διαθήκης αναμιμνήσκει την Παλαιάν, η οποία ήτο τύπος και προεικόνισμα της Νέας.
Ας κυττάξωμεν λοιπόν την αλήθειαν της Παλαιάς ίνα καταμάθωμεν και την αλήθειαν της Νέας.
Η μεταξύ του Θεού και Ισραηλιτικού λαού Διαθήκη λέγει ο Παύλος ότι έχει ως εξής. «Λαληθείσης πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον καί πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. Και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις» (Έβρ. θ' 19).
Ας ίδωμεν όμως και το είδος της Καινής Διαθήκης μεταξύ του Θεού και του νέου Ισραήλ. Αφού ο Χριστός ελάλησεν εις τούς Μαθητάς Του πάσαν εντολήν κατά νόμον λαβών εν τω ποτήριον οίνον και ευλογήσας επότισε τούς Μαθητάς εκπροσωπούντας και πάντας τούς μέλλοντας δι' αυτών πιστεύσαι, λέγων' «Τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ' 28).
Έχοντες λοιπόν υπ' οψιν πώς εγένετο η Παλαιά Διαθήκη και πώς η Νέα, ερωτάται, το αίμα της Παλαιάς Διαθήκης ήτο αληθώς αίμα των θυσιασθέντων τράγων και μόσχων ή αλλο΄τι; Ήτο πράγματι αίμα τράγων και μόσχων.
Διατί το αίμα της Καινής Διαθήκης, να μη είναι το αίμα του αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου; Και διατί το ποτήριον του Χριστού δεν περιείχεν το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού αλλ' ήτο απλούς οίνος;
Διότι εάν δεχθώμεν ότι της Παλαιάς Διαθήκης ήτο πράγματι αίμα και της Καινής όχι, τότε δεχόμεθα αληθεστέραν την Παλαιάν και ουχί την Νέαν και κατά συνέπειαν αλλοίμονόν μας. Και ακόμη, είναι δυνατόν ο τύπος και η σκιά να έχει αληθώς το αίμα των θυμάτων, η δε προτυπωθείσα αλήθεια να μην έχει αληθώς αυτό το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού; πως ήτο δυνατόν ο μεν Μωυσής κρατών το ποτήριον της Παλαιάς Διαθήκης και λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός να αληθεύη, ο δε Χριστός, η αυτοαλήθεια, κρατών το ποτήριον της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνομένων εις αφεσιν αμαρτιών, νά ψεύδηται;
Άρα είναι ανάγκη ο Χριστός λέγων ότι τούτο μου εστί το αίμα να εννοεί αυτό το εκχυθέν εκ της αχράντου αυτού πλευράς αίμα και ουχί αλλό τι. Λέγοντες δε οι «Ευαγγελικοί» ότι το ποτήριον της Καινής Διαθήκης είναι απλούς οίνος και ουχί αυτό το αίμα του Χριστού του υπέρ ημών αποθανόντος δεν λέγουν τίποτε άλλο παρά ότι η Καινή Διαθήκη είναι ψευδοδιαθήκη και ο Χριστός ψευδομεσσίας και ότι ουδεμία άφεσις αμαρτιών εγένετο ημίν.
Βλέπομεν εις την Παλαιάν Διαθήκην ότι το αίμα των θυμάτων εμβάλλεται εις ποτήριον και ραντίζονται δι' αυτού άπας ο λαός, η σκηνή και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας και χωρίς αίματος, λέγει ο Παύλος, δεν γίνεται άφεσις. Διά να καθαρθώμεν λοιπόν και ημείς και να λάβωμεν άφεσιν αμαρτιών πρέπει να πίωμεν το αίμα του υπέρ ημών θυσιασθέντος και χωρίς τούτου ου γίνεται άφεσις. Δι' αυτό και ο Κύριος λέγει και η Ορθόδοξος Εκκλησία Του επαναλαμβάνει' «Πίετε εξ αυτού πάντες... εις άφεσιν αμαρτιών». Ενώ οι «Ευαγγελικοί» πίνουν εις ανάμνησιν.
Εάν λοιπόν, διά του αίματος του Χριστού, πίνωμεν απλούν οίνον δεν έχομεν άφεσιν αμαρτιών. Εν τούτοις οι «Ευαγγελικοί» λέγουσιν ότι πίνουσιν απλούν οίνον, και εκ της ομολογίας αυτής προκύπτει ότι δεν έχουν άφεσιν αμαρτιών' και κατά συνέπειαν δεν είναι χριστιανοί διότι αποδεικνύουν τον Χριστόν ψευδομεσσίαν και ψευδοδιαθήκην την αληθή του Θεού Διαθήκην της οποίας τύπος καί ομοίωμα ήτο η Παλαιά.
Και ερωτάται, κατόπιν όλων τούτων, είναι ορθόν, είναι πρέπον και συμφέρον οι πεπλανημένοι ούτοι, οι μηδαμώς όντες χριστιανοί να έχουν την αξίωσιν να διδάξωσιν ημάς τους Έλληνας; Και ακόμη, είναι ορθόν και πρέπον, ημείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, να ασπαζόμεθα την πλάνην αυτών; Ο καθείς είναι ελεύθερος να εξετάση.
Εις την συνέχειαν παραθέτομεν άλλην γραφικήν αλήθειαν όπου αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ωμίλησεν αλληγορικώς αλλά θετικώς. «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν. Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον. Ούτος εστίν ο άρτος, ο εκ του ουρανού καταβαίνων, (ο άρτος αυτός είναι ο Χριστός, διότι ουδείς άρτος καταβαίνει εκ του ουρανού, άρα δεν ομιλεί αλληγορικώς ως λέγουσιν οι Ευαγγελικοί αλλά θετικώς), ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ του άρτου τούτου ζήσεται εις τον αιώνα.
Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μού εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχον το ούν προς αλλήλους οι Ιουδαίοι, λέγοντες' πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν,' (αυτό ακριβώς πού λέγουσιν και οι «Ευαγγελικοί»).
Είπεν ούν αύτοίς ο Ιησούς' Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς.
Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. Η γάρ σάρξ μου αληθώς εστί βρωσις και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις (βλέπετε ω Ευαγγελικοί; αληθώς λέγει, καί ουχί αλληγορικώς)' ποίος εκ των δύο σας λέγει την αλήθειαν, εσείς η ο Χριστός;
Και συνεχίζει. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. Καθώς απέστειλέ με ο ζων Πατήρ, καγώ ζω διά τον Πατέρα, και ο τρώγων με, κα κείνος ζήσεται δι' εμέ. Ούτος εστίν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα, και απέθανον' ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα... Πολλοί ούν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού είπον, σκληρός εστί ούτος ο λόγος, τις δύναται αυτού ακούειν,'... είπεν αυτοίς ο Ιησούς. τούτο υμάς σκανδαλίζει,' Εάν ουν θεωρήτε τον Υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ήτο το πρότερον,' Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν η σαρξ ούκ ωφελεί ουδέν' τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί καί ζωή εστί. Αλλ' ειςίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσι» (Ίωάν. στ' 47-64).
Δηλαδή: Οι εξ υμών σκανδαλιζόμενοι, σκανδαλίζονται δι' ην έχουσιν απιστίαν και άγνοιαν, και ουχί διότι οι λόγοι μου ουκ εστίν αληθείς. Εγώ ομιλώ την αλήθειαν λέγει ο Ιησούς και οι πιστεύοντες, αυτοί σκανδαλίζονται και απόλυνται. Ο Κύριός μας εδώ δεν εννοεί την σάρκαν του, καθώς παρερμηνεύουν οι «Ευαγγελικοί» αλλά την σάρκα του λόγου δηλαδή τας φωνάς και τας λέξεις, δι' ων γίνεται ό λόγος. Πνεύμα δε εννοεί, το πνεύμα του λόγου, τό όποίον ζωοποιεί την ψυχήν, ήτις λαμβάνει αυτό διά της σαρκός του λόγου. Εάν λοιπόν ή ψυχή, ακούουσα τας φωνάς η αναγινώσκουσα τας λέξεις του λόγου, μη εννοεί, το πνεύμα αυτού, ουδέν ωφελείται.
Αυτό εννοεί ο Κύριός μας όταν λέγει: «Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν». Δεν είπε «η σαρξ μου» αλλ' η σαρξ, δηλαδή αι φωναί, αι λέξεις, διά των οποίων γίνεται ο λόγος. Ενώ διά την δικήν Του σάρκα λέγει ρητώς: «Η σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις», διά δε τούς ακούοντας και μη εννοούντας είπεν η σαρξ του γράμματος ουκ ωφελεί αυτούς. Αλλ' οι «Ευαγγελικοί» όπως διαστρέφωσιν τούτο, διαστρέφωσιν και το «αληθώς» λέγοντες ότι εννοεί «αλληγορικώς» και το' «πίετε εξ αυτού πάντες εις άφεσιν αμαρτιών» οι «Ευαγγελικοί» πίνουσι μόνον εις «ανάμνησιν»... Παρερμηνεύουν οι άνθρωποι και μιμούνται τον Εωσφόρον όστις είπε εις τούς Πρωτοπλάστους: «Ου θανάτω αποθανείσθε» παρ' ότι ό Θεός ρητώς είπεν εάν παρακούσωσιν' «θανάτω αποθανείσθε». Διά τούτο οι «Ευαγγελικοί» αμαρτάνουν αμαρτίαν πρός θάνατον, όμοια μέ εκείνην της των Ιουδαίων και δι' αυτό προσοχή.
Τέλος, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία η οποία παραδέχεται την μεταβολήν των Τιμίων Δώρων εις Σώμα και Αίμα Χριστού λέγει μαζί με τον Άγιον Ιωάννη τον Δαμασκηνόν ότι η μεταβολή αυτή είναι τι ακατάληπτον τω ανθρωπίνω λογισμώ, γινόμενον τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος δια θαύματος, το οποίον δύναται να συγκριθη με το θαύμα της δημιουργίας και της ενανθρωπήσεως. «πως έσται μοι τούτο», λέγει η αγία Παρθένος, «επεί ανδρα ού γινώσκω» Και ο Γαβριήλ ο Αρχάγγελος απαντά. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σέ και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι».
Τώρα λοιπόν έρωτας και σι κ. «Ευαγγελικέ» πως ο άρτος γίνεται Σώμα Χριστού και ο οίνος αίμα; «Λέγω σοι καγώ, Πνεύμα Άγιον επιφοιτά και ταύτα ποιεί τα υπέρ λόγον καί έννοια» (Δαμ. έκδ. Όρθ. πίστ. 4, 13).
Το Σώμα δε και Αίμα του Χριστού εν τη Ευχαριστία δεν είναι απλώς σώμα και αίμα αλλά' «Σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι» (Δαμασκ. αυτ.) και άρα' «ου μία φύσις εστίν, αλλά μία μεν του σώματος της δε ηνωμένης αυτού θεότητος ετέρα' ώστε το συναμφότερον ου μία φύσις, αλλά δύο» (Δαμασκ. αυτ.). Το σώμα δε τούτο και αίμα της ευχαριστίας δεν είναι το αναληφθέν σώμα, όπερ κατέρχεται εξ ουρανού, αλλά «σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της άγ. Παρθένου σώμα, ουχ ότι το αναληφθέν σώμα εξ ουρανού κατέρχεται άλλ' ότι ό άρτος και ο οίνος μεταποιούνται εις Σώμα και Αίμα του Θεού» (Δαμασκ. αυτόθι) εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι το Σώμα και Αίμα της Ευχαριστίας είναι ετερόν τι του αναληφθέντος Σώματος του Χριστού' «Και ουκ εστί δύο (σώματα) άλλ' εν και το αυτό» (Δαμασκ. αυτ.).
Άρα πολύ καλώς παρατηρεί ο Δοσίθεος λέγων' «Όθεν και πολλών γινομένων εν τη oικoυμένη εν μια και τη αυτή ώρα ιερουργιών (πιστεύομεν) μη γίνεσθαι πολλούς Χριστούς ή πολλά σώματα Χριστού, άλλ' ένα και τον αυτόν Χριστόν παρείναι αληθώς και πραγματικώς και εν είναι αυτώ το σώμα και το αίμα εή πάσαις ταις κατά μέρος των πιστών εκκλησίαις και τούτο ουχί ότι το εν ουρανοίς του Δεσπότου εν τοίς θυσιαστηρίοις κατέστι σώμα, άλλ' ότι ο της προθέσεως εν πάσαις ταις κατά μέρος Εκκλησίαις προκείμενος άρτος μεταποιούμενος και μετουσιούμενος μετά τον αγιασμόν γίνεται και εστίν εν και το αυτό τω εν ουρανώ» (Όρ. 17). Είναι λοιπόν πραγματικώς Σώμα και όχι αλληγορικώς κ. κ. «Ευαγγελικοί».
Ούτω λοιπόν και υπό τοιαύτην έννοιαν ο Σωτήρ παρέδωκε το Μυστήριον της θείας Κοινωνίας και ούτως ηρμήνευσαν και παρήγγειλαν ημίν πιστεύειν οι θείοι Απόστολοι, παρ' ων και οι Άγιοι Πατέρες εδιδάχθησαν, ων τινάς μόνον συντομίας ένεκα, φέρομεν μάρτυρας.
1) Φέρομεν την μαρτυρίαν Ιγνατίου του θεοφόρου, του Μαθητού του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όστις, ομιλών κατά των αιρετικών, οίτινες έλεγον ότι ο Ιησούς δεν εσαρκώθη πραγματικώς, επιφέρει τα εξής λίαν σημαντικά λόγια: «Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, διά το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε». (Ιγνατ. επιστ. πρός Σμυρν. κεφ. 7).
2) Την δε αγίαν Τράπεζαν ο αυτός Πατήρ ονομάζει Θυσιαστήριον. «Εάν μη τις εντός ή του θυσιαστηρίου», λέγει, «υστερείται του άρτου του Θεού». (Πρός Έφεσ. κεφ. 20). Και πάλιν δε περί του σώματος του Χριστού έτι σαφέστερον λέγει: «Μία εστίν η σάρξ του Κυρίου Ιησού και εν αυτού το αίμα το υπέρ ημών εκχυθέν, εις και άρτος τοις πασινεθρύφθη, και εν ποτήριον τοις όλοις διενεμήθη, εν θυσιαστήριον πάση τη Εκκλησία». (Πρός Φιλαδελφ. κεφ. 4). Αι δε μαρτυρίαι αύται του θεοφόρου Ιγνατίου έχουσιν μέγιστον κύρος, καθ' όσον ούτος έζη επί των ήμερων του Χριστού και των Αποστόλων, εγένετο δε Επίσκοπος Αντιοχείας περί το έτος 68 η 70 μ.Χ.
2) Ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, όστις εν έτει 133, τριακοντούτης ων, έλαβε την χριστιανικήν πίστιν, ούτω παρέλαβε περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. «ου γάρ, λέγει, ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν, άλλ' ον τρόπον διά λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτος και την δι' ευχής λόγου του παρ' αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξής αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι. Οι γάρ Απόστολοι εν τοις γενομένοις υπ' αυτών απομνημονεύμασιν, α καλείται Ευαγγέλια, ούτω παρέδωκαν εντετάλθαι αυτοίς τον Ιησούν λαβόντα άρτον και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο ποιείτε εις την ανάμνησίν μου, τουτέστι το σώμα μου' και το ποτήριον ομοίως λαβόντα και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο εστί το αίμα μου και μόνοις αυτοίς μεταδούναι. (Βιβλ. 8, κεφ. 66).
3) Ο Κύριλλος ο Ιεροσολύμων τάδε λέγει: «Ο άρτος της Ευχαριστίας μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος ουκέτι άρτος λιτός, αλλά σώμα Χριστού». (Κατήχ. 21 Μυσταγ. § 3).
4) Ο θείος Ιλάριος περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας λέγει: «Περί της αληθείας της σαρκός και του αίματος δεν έχει χώραν αμφιβολία τις, διότι διά της ομολογίας του Κυρίου αυτού και διά της πίστεως ημών είναι αληθής σάρξ, είναι αληθές αίμα». (De Trinit Ι VIII C. 14).
5) Ο θείος Γρηγόριος ο Νύσσης, σαφώς περί του Μυστηρίου τούτου εξηγούμενος, λέγει: «Άρτος πάλιν άρτος εστί τέως κοινός' αλλ' όταν αυτό το Μυστήριον ιερουργήσει, σώμα Χριστού λέγεταί τε και γίνεται». (Εις την ημέραν των Φώτων, Ορα και λόγον κατηχητ. τόν μέγαν κεφ. 37).
6) Ο Γρηγόριος ο θεολόγος μετά του αυτού πνεύματος περί του Μυστηρίου ομιλεί: «Μη κατόκνει», λέγει προς, Αμφιλόχιον, «και προσεύχεσθαι και πρεσβεύειν υπέρ ημών, όταν λόγον καθέλκης τον Λόγον' όταν αναιμάκτω τομεί σώμα και αίμα τέμνης δεσποτικόν, φωνήν έχων το ξίφος». (Έπιστ. 240 πρός, Αμφιλόχιον).
7) Άξια σημειώσεως και προσοχής είναι και η μαρτυρία του Μεδιολάνων Αγίου Αμβροσίου: λέγει, «είναι θαυμαστόν ότι ο Θεός έβρεξεν εις τούς πατέρας το μάννα... αλλ' όσοι όμως έφαγον τον άρτον εκείνον πάντες εν τη ερήμω απέθανον' η βρώσις δε αυτή, την οποίαν λαμβάνεις, ο άρτος ούτος ο ζών, ο καταβαίνων εξ ουρανού, ζωής αϊδίoυ την ουσίαν παρέχει' και όστις αν φάγη τούτον δεν θέλει αποθάνη εις τον αιώνα, και είναι σώμα Χριστού». Εις την συνέχειαν δε, εξηγείται περί του Μυστηρίου τούτου πλατύτερον, λέγων: «Ίσως άλλο τι βλέπω' πώς σύ διαβεβαιοίς ότι θέλω λάβη το σώμα του Χριστού. Ας αποδείξωμεν ότι δεν είναι τούτο, όπερ εποίησεν η φύσις, αλλ' όπερ η ευλογία καθηγίασε, και ότι μεγαλυτέρα είναι της ευλογίας η της φύσεως η δύναμις, επειδή διά της ευλογίας και αυτή η φύσις μεταβάλλεται. Ράβδον εκράτει ο Μωυσής, έρριψεν αυτήν και έγινεν όφις. Πάλιν έλαβε την ουράν του όφεως, και εν τη ράβδω την φύσιν μετέβαλε. Βλέπεις λοιπόν, ότι διά της προφητικής χάριτος δίς μετεβλήθη η φύσις του τε όφεως και της ράβδου... Αν τοσούτον ίσχυσεν ο λόγος του Ήλιου, ώστε να καταβιβάση πυρ εξ ουρανού, δεν θέλει ισχύσει ο λόγος του Χριστού, ίνα τά είδη τών στοιχείων μεταβάλη;...».
Εκ των εκτεθέντων βλέπομεν πόσον σαφώς περί της συστάσεως και της εννοίας του μεγάλου τούτου Μυστηρίου πληροφορεί ημάς η Κ. Διαθήκη, και οι άγιοι Πατέρες. Αλλά και ο προφήτης Ησαΐας λέγει: «Και απεστάλη προς με εν Σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου. Και ήψατο του στόματός μου και είπεν, Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου καί αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Εξ ων μανθάνομεν, ότι ουχ ως απλούν σύμβολον θεωρεί η Αγία Γραφή το μέγιστον τούτο Μυστήριον, ως φλυαρούσιν οι «Ευαγγελικοί» αλλ' ως αυτό το Σώμα και Αίμα του Θεανθρώπου, άτινα είναι πυρ, άνθραξ φλέγων τούς αναξίως αυτών μεταλαμβάνοντας και καθαίρων τας αμαρτίας των ευσεβώς κοινωνούντων. Ώς τοιούτο το Μυστήριον συνίστησιν ημών ο θειος Παύλος, ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας και άπασα η χορεία των απ' αυτών των Αποστολικών χρόνων, σεπτών Πατέρων της του Χριστού Εκκλησίας, ης τα τέκνα επιχειρούν να αποπλανήσωσιν οι «Αντιευαγγελικοί» των οποίων τας παγίδας και τας σοφιστείας επιμελώς δέον να αποφεύγωμεν.
Από το βιβλίο "ΑΝΤΙΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ"
Δ.Παναγόπουλου
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
- Achilleas
- Δημοσιεύσεις: 2090
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
- 12
- Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 8 φορές
Η Αγία Προσκομιδή..
Η Αγία Προσκομιδή..
Ο χώρος στον οποίο προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα και μνημονεύονται οι ψυχές ονομάζεται Αγία Προσκομιδή. Αφού λοιπόν ενδυθούν τα άμφια τους ο διάκονος και ο ιερέας έτσι λαμπεροί σαν ουράνιοι άνθρωποι ξεκινούν την προσκομιδή. Όλο αυτό το μέρος της Ακολουθίας σκοπό έχει την προετοιμασία των αναγκαίων για την Θεία Ευχαριστία. Καθώς η τελετή της προσκομιδής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προετοιμασία της Λειτουργίας, η Εκκλησία τη συνέδεσε με την ανάμνηση των πρώτων χρόνων της ζωής του Χριστού, τότε που Εκείνος προετοιμαζόταν για το έργο Του, για τα πάθη και τον θάνατό Του. Η προετοιμασία αυτή γίνεται μέσα στο ιερό με τα βημόθυρα και τα βήλα κλειστά, μακριά από τα μάτια των πιστών, όπως μυστικά ετοιμαζόταν ο Χριστός τα πρώτα χρόνια της επίγειας ζωής Του για τη δημόσια δράση Του.
Κατόπιν και οι δύο πλένουν τα χέρια τους και αφού κάνουν τρεις μετάνοιες ο καθένας λέγουν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλω και ελέησόν με» τρεις φορές και κατόπιν ο ιερέας βάζει «ευλογητός» και πλησιάζουν στην Αγία Πρόθεση που βρίσκεται από αριστερά της Αγίας Τραπέζης και πήρε το όνομά της γιατί σε αυτό το σημείο του Ιερού τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού συγκεντρώνονταν, δηλαδή προτίθενται όλες οι προσφορές των χριστιανών για την κοινή τράπεζα. Ο ιερέας παίρνει ένα από τα πρόσφορα τα οποία προσφέρονται, το σφραγίζει με την Αγία λόγχη σταυροειδώς, εικονίζοντας έτσι το σωτήριο πάθος του Χριστού, ως ανάμνηση των παθημάτων Του και λέγει τρεις φορές «εις ανάμνηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Έπειτα με την λόγχη, η οποία εικονίζει εκείνη με την οποία έτρωσαν την πλευρά του Κυρίου, κόβει στης 4 πλευρές το κεντρικό σημείο της προσφοράς που έχει την σφραγίδα με το όνομα ΙΣ ΧΣ (Ιησούς Χριστός) ΝΙ ΚΑ. Με την αποκοπή αυτή θα δείξει τον σωματικό χωρισμό του Κυρίου από την Παρθένο Μαρία καθώς Τον γέννησε, ο άρτος είναι ο αμνός που προσφέρεται ως θυσία για τη σωτηρία του κόσμου και εν γένει η Προσκομιδή είναι το ρεαλιστικό δράμα συνεπτυγμένο που αναπαριστάνει την θυσία του αμνού και θα ολοκληρωθεί στην Θεία Λειτουργία. Ο ιερέας σαν τον Προφήτη Ησαΐα διαβλέπει αυτά που θα γίνουν μελλοντικά καθώς τελεί την Προσκομιδή κι έτσι κάθε πράξη του την συνοδεύει με τα ανάλογα προφητικά λόγια. Βυθίζοντας την λόγχη στη δεξιά πλευρά της σφραγίδας προφέρει τις λέξεις «ως πρόβατον επί σφαγή ήχθη» (δηλαδή σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή ο Κύριός μας). Μετά βυθίζει την λόγχη στην αριστερή πλευρά της σφραγίδας λέγοντας «και ως αμνός άμωμος, εναντίον του κείροντας αυτόν, άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (δηλαδή και σαν αρνί αμώμητο που κάθεται άφωνο μπροστά σ' αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι εκείνος δεν ανοίγει το σόμα Του). Κατόπιν με τη λόγχη στο πάνω μέρος στη σφραγίδας λέει τα λόγια «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (καταδικάσθηκε δηλαδή σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση) . και τέλος βυθίζοντας τη λόγχη στο κάτω μέρος της σφραγίδας συγκλονισμένος αναφωνεί: «την δε γενεάς αυτου τις διηγήσετε;» (και ποιος μπορεί να μιλήσει για την καταγωγή του;)
Καθώς ο ιερέας έχει κόψει ήδη τον αμνό στις τέσσερις πλευρές του κάνει στο κάτω μέρος του μία οριζόντια τομή ανασηκώνει το κεντρικό αυτό σημείο του άρτου και το τοποθετεί στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας: «ότι αιρεται από της γης η ζωή αυτού» (εξάλειψαν την ζωή Του από το πρόσωπο της γης) και χαράζοντας το κάτω μέρος σε σχήμα σταυρού προσθέτει «θύεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας « (δηλαδή θυσιάζεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου για τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου.) κατόπιν τοποθετεί τον αμνό στο κέντρο του δισκαρίου και τρυπά με την αιχμή της λόγχης στο σημείο ΙΣ (δηλαδή Ιησούς) και λέει «εις των στρατιωτών λόγχη την πλευράν αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε και αληθινή εστίν η μαρτυρία αυτού». (δηλαδή ένας από τους στρατιώτες τρύπησε την πλευρά Του με τη λόγχη και αμέσως έτρεξε αίμα και νερό. Και αυτός που αναφέρει το γεγονός το είδε με τα μάτια του και είναι αληθινή η μαρτυρία του.) αμέσως τότε μέσα στο Άγιο Ποτήριο ρίχνει κρασί και νερό και κατόπιν ευλογεί την αγία ένωση. Τα δώρα που προσφέρονται δηλαδή το ψωμί, το νερό και το κρασί είναι οι απαρχές της ανθρώπινης ζωής και τα πιο βασικά συστατικά, γι' αυτό και δηλώνουν το μεγάλο και το λαμπρό της προσφοράς. Μ' αυτόν τον τρόπο προετοιμάζονται ο άρτος και ο οίνος που θα μεταβληθούν στην διάρκεια της Θείας Λειτουργίας σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κατόπιν ο ιερέας από ένα δεύτερο πρόσφορο (ή και από το ίδιο), κόβει την μερίδα «εις τιμήν και μνήμην της Υπερευλογημένης Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου» και την τοποθετεί στο δεξί μέρος του αμνού πάνω στο δισκάριο λέγοντας τα προφητικά λόγια του ψαλμού «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών Σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (δηλαδή στα δεξιά σου κάθισε η Βασίλισσα ντυμένη με ρούχα χρυσοΰφαντα και καταστολισμένη.) κατόπιν στα αριστερά του αμνού τοποθετεί τις μερίδες των αγγέλων και των αγίων και τέλος παίρνοντας ψυχία από το πρόσφορο και στο κάτω μέρος του αμνού, πάνω στο δισκάριο, μνημονεύει τις ψυχές των ζώντων και των κεκοιμημένων.
Όπως είπαμε ο αμνός δεν έχει γίνει ακόμα Σώμα Χριστού, δηλαδή ο άρτος έχει παραμείνει άρτος και συμβολίζει τον Χριστό κατά την πρώτη του ηλικία, γθι' αυτό ο ιερέας σκεπάζει τα Δώρα επειδή η δύναμη του σαρκωμένου Θεού Λόγου είναι σκεπασμένη προς το παρόν μέχρι τη δημόσια εμφάνισή Του και δεν φαίνεται. Ο ιερέας πρώτα τοποθετεί τον αστερίσκο που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας «και ιδού ο Αστήρ ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον» ( δηλαδή και ιδού αστέρας ήλθε και εκάθισε επάνω από εκεί που βρισκόταν το παιδί.) Κατόπιν τοποθετεί τα καλύμματα στο Άγιο Δισκάριο και έπειτα στο Άγιο Ποτήριο και τα δύο τα καλύπτει με τον αέρα.
Τα Άγια Σκεύη που χρησιμοποιούνται στην Προσκομιδή και στη Θεία Λειτουργία είναι το Άγιο Ποτήριο, το Δισκάριο, ο Αστερίσκος, η Αγία Λαβίδα, ο αέρας, τα καλύμματα, η Αγία Λόγχη, το μάκτρο, ο σπόγγος και η μούσα.
Η Αγία Πρόθεσις γενικότερα συμβολίζει τη φάτνη, το σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου καταδέχθηκε να σαρκωθεί και ν' ανακλιθεί ο Σωτήρας μας.
Το Άγιο Ποτήριο από το οποίο όλοι μας κοινωνούμε, εικονίζει εκείνο το Ποτήριο μέσα στο οποίο ο Σωτήρας μας ιερούργησε το Αίμα Του και γι' αυτό γεμίζει ο ιερέας το Δισκοπότηρο με κρασί και νερό ακριβώς, όπως είπαμε, την στιγμή που κεντά με τη λόγχη τον αμνό και μνημονεύει την στιγμή που από την πλευρά του Χριστού βγήκε αίμα και ύδωρ. Το Δισκάριο εικονίζει τον Ουρανό και γι' αυτό είναι στρογγυλό και στο κέντρο του κρατά τον Δεσπότη του Ουρανού. Πάνω σε αυτόν είναι χαραγμένη η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα σπλάχνα της οποίας εξήλθε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Ο Αστερίσκος εικονίζει τον αστέρα εκείνον ο οποίος εμφανίστηκε στη γέννηση του Χριστού. Η Αγία Λόγχη είναι μια μικρή λόγχη με την οποία κάνουμε ακριβώς ότι και ο στρατιώτης επάνω στο σώμα του Εσταυρωμένου Χριστού, δηλαδή λογχίζουμε τον Αμνό που θα μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού στη Θεία Λειτουργία. Το κάλυμμα του δισκαρίου εικονίζει τα σπάργανα του Χριστού τα οποία δηλώνουν την Ενανθρώπιση του Λόγου γι' αυτό και ο ιερέας καλύπτοντας το δισκάριο λέγει: « Ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο». Το κάλυμμα δε του Αγίου Δισκοποτηρίου συμβολίζει τα εντάφια σάβανα του Χριστού. Ο αέρας με τον οποίον ο ιερέας καλύπτει το δισκοπότηρο και το δισκάριο μαζί, συμβολίζει τη φωτεινή νεφέλη του Θαβώρ. Ο ιερέας καθώς καλύπτει λέγει τον ψαμό «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού και της συνέσεως αυτού πλήρης η γη» (δηλαδή ότι ο Ιησούς Χριστός ως Θεός είναι Εκείνος ο οποίος σκεπάζει τον ουρανό με τις αρετές Του και η γη πληρώθηκε από την σύνεση και την γνώση Του, εφόσον Τον γνώρισε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα όλη η Οικουμένη). Τον αέρα κινεί ο ιερέας πάνω από τα Τίμια Δώρα καλώς λέμε αργότερα, στη Θεία Λειτουργία, το σύμβολο της Πίστεως και συμβολίζει τον θρίαμβο της Αναστάσεως. Το μάκτρο είναι το κόκκινο πανάκι με το οποίο σκουπίζουμε το στόμα μας όταν κοινωνούμε και το οποίο συμβολίζει τη χλαμύδα με την οποία έντυσαν τον Χριστό στο Πραιτώριο οι στρατιώτες και η οποία ποτίστηκε από το Πανάγιο Αίμα Του που έτρεχε από το μαστιγωμένο Σώμα Του. Ο σπόγγος είναι σφουγγάρι στρογγυλό, φυσικό και εικονίζει εκείνον τον σπόγγο με τον οποίον πότισαν τον Κύριο πάνω στο Σταυρό με ξύδι. Συνήθως, όταν ο ιερέας καταλύσει μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και σκουπίσει καλά το Άγιο Ποτήριο κατόπιν τοποθετεί τον σπόγγο μέσα στο δισκοπότηρο για ν' απορροφά την υγρασία και να μην οξειδώνεται το μέταλλο. Η μούσα είναι επίσης σφουγγάρι φυσικό το οποίο είναι λεπτό και καλά πατημένο, κατάλληλο για να συλλέγει ο ιερέας τις μερίδες από το αντιμήνσιο και για να καθαρίζει το δισκάριο. Αφού λοιπόν ο ιερέας στην Προσκομιδή σκεπάσει με τον αέρα τα καλυμμένα δισκάριο και δισκοπότηρο, υποκλίνεται μπροστά στην Αγία Πρόθεση και θυμιάζει τα προσφερόμενα Δώρα λέγοντας την ευχή «θυμίαμα σου προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών εις οσμήν ευωδίας πνευματικής ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντακατάπεμψον ημιν την χάριν του Παναγίου σου Πνεύματος» (δηλαδή σου προσφέρουμε θυμίαμα Χριστέ και Θεέ μας ως πνευματική ευωδία , δέξου το στο υπερουράνιο θυσιαστήριό σου και στείλε μας σαν αντάλλαγμα τη Χάρη του Παναγίου σου Πνεύματος). Ζητά από τον Θεό να ευλογήσει τα προτεθέντα και να τα δεχθεί στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και να μνημονεύσει όσους πρόσφεραν τα Δώρα αυτά κι εκείνους για τους οποίους προσφέρθηκαν. Κατόπιν κάνει την απόλυση της προσκομιδής θυμιάζοντάς την όπως και την Αγία Τράπεζα, όπως ακριβώς και ξεκίνησε όταν μπήκε στην Εκκλησία δείχνοντας έτσι ότι αρχή και τέλος είναι ο Θεός όπου θρόνος και τόπος του είναι το θυσιαστήριο. Ο ιερέας κατόπιν ασπάζεται το Ευαγγέλιο κι ευλογεί τον Διάκονο ο οποίος ασπάζεται την Αγία Τράπεζα. Και αφού παίρνει την ευχή του βγαίνει από το ιερό στέκεται στο κέντρο, απέναντι από την Ωραία Πύλη και καλεί τον ιερέα να ξεκινήσει την Θεία Λειτουργία λέγοντας δυνατά «Ευλόγησον Δέσποτα». Από την Αγία Τράπεζα ο ιερέας αποκρίνεται «ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις του αιώνας των αιώνων». (δηλαδή ας είναι δοξασμένη η Βασιλεία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος τώρα και πάντοτε και τις της ατέλειωτη αιωνιότητα) κι έτσι αρχίζει η Θεία Λειτουργία.
Πηγή: http://tokandylaki.blogspot.gr
Ο χώρος στον οποίο προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα και μνημονεύονται οι ψυχές ονομάζεται Αγία Προσκομιδή. Αφού λοιπόν ενδυθούν τα άμφια τους ο διάκονος και ο ιερέας έτσι λαμπεροί σαν ουράνιοι άνθρωποι ξεκινούν την προσκομιδή. Όλο αυτό το μέρος της Ακολουθίας σκοπό έχει την προετοιμασία των αναγκαίων για την Θεία Ευχαριστία. Καθώς η τελετή της προσκομιδής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προετοιμασία της Λειτουργίας, η Εκκλησία τη συνέδεσε με την ανάμνηση των πρώτων χρόνων της ζωής του Χριστού, τότε που Εκείνος προετοιμαζόταν για το έργο Του, για τα πάθη και τον θάνατό Του. Η προετοιμασία αυτή γίνεται μέσα στο ιερό με τα βημόθυρα και τα βήλα κλειστά, μακριά από τα μάτια των πιστών, όπως μυστικά ετοιμαζόταν ο Χριστός τα πρώτα χρόνια της επίγειας ζωής Του για τη δημόσια δράση Του.
Κατόπιν και οι δύο πλένουν τα χέρια τους και αφού κάνουν τρεις μετάνοιες ο καθένας λέγουν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλω και ελέησόν με» τρεις φορές και κατόπιν ο ιερέας βάζει «ευλογητός» και πλησιάζουν στην Αγία Πρόθεση που βρίσκεται από αριστερά της Αγίας Τραπέζης και πήρε το όνομά της γιατί σε αυτό το σημείο του Ιερού τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού συγκεντρώνονταν, δηλαδή προτίθενται όλες οι προσφορές των χριστιανών για την κοινή τράπεζα. Ο ιερέας παίρνει ένα από τα πρόσφορα τα οποία προσφέρονται, το σφραγίζει με την Αγία λόγχη σταυροειδώς, εικονίζοντας έτσι το σωτήριο πάθος του Χριστού, ως ανάμνηση των παθημάτων Του και λέγει τρεις φορές «εις ανάμνηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Έπειτα με την λόγχη, η οποία εικονίζει εκείνη με την οποία έτρωσαν την πλευρά του Κυρίου, κόβει στης 4 πλευρές το κεντρικό σημείο της προσφοράς που έχει την σφραγίδα με το όνομα ΙΣ ΧΣ (Ιησούς Χριστός) ΝΙ ΚΑ. Με την αποκοπή αυτή θα δείξει τον σωματικό χωρισμό του Κυρίου από την Παρθένο Μαρία καθώς Τον γέννησε, ο άρτος είναι ο αμνός που προσφέρεται ως θυσία για τη σωτηρία του κόσμου και εν γένει η Προσκομιδή είναι το ρεαλιστικό δράμα συνεπτυγμένο που αναπαριστάνει την θυσία του αμνού και θα ολοκληρωθεί στην Θεία Λειτουργία. Ο ιερέας σαν τον Προφήτη Ησαΐα διαβλέπει αυτά που θα γίνουν μελλοντικά καθώς τελεί την Προσκομιδή κι έτσι κάθε πράξη του την συνοδεύει με τα ανάλογα προφητικά λόγια. Βυθίζοντας την λόγχη στη δεξιά πλευρά της σφραγίδας προφέρει τις λέξεις «ως πρόβατον επί σφαγή ήχθη» (δηλαδή σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή ο Κύριός μας). Μετά βυθίζει την λόγχη στην αριστερή πλευρά της σφραγίδας λέγοντας «και ως αμνός άμωμος, εναντίον του κείροντας αυτόν, άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (δηλαδή και σαν αρνί αμώμητο που κάθεται άφωνο μπροστά σ' αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι εκείνος δεν ανοίγει το σόμα Του). Κατόπιν με τη λόγχη στο πάνω μέρος στη σφραγίδας λέει τα λόγια «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (καταδικάσθηκε δηλαδή σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση) . και τέλος βυθίζοντας τη λόγχη στο κάτω μέρος της σφραγίδας συγκλονισμένος αναφωνεί: «την δε γενεάς αυτου τις διηγήσετε;» (και ποιος μπορεί να μιλήσει για την καταγωγή του;)
Καθώς ο ιερέας έχει κόψει ήδη τον αμνό στις τέσσερις πλευρές του κάνει στο κάτω μέρος του μία οριζόντια τομή ανασηκώνει το κεντρικό αυτό σημείο του άρτου και το τοποθετεί στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας: «ότι αιρεται από της γης η ζωή αυτού» (εξάλειψαν την ζωή Του από το πρόσωπο της γης) και χαράζοντας το κάτω μέρος σε σχήμα σταυρού προσθέτει «θύεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας « (δηλαδή θυσιάζεται ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου για τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου.) κατόπιν τοποθετεί τον αμνό στο κέντρο του δισκαρίου και τρυπά με την αιχμή της λόγχης στο σημείο ΙΣ (δηλαδή Ιησούς) και λέει «εις των στρατιωτών λόγχη την πλευράν αυτού ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε και αληθινή εστίν η μαρτυρία αυτού». (δηλαδή ένας από τους στρατιώτες τρύπησε την πλευρά Του με τη λόγχη και αμέσως έτρεξε αίμα και νερό. Και αυτός που αναφέρει το γεγονός το είδε με τα μάτια του και είναι αληθινή η μαρτυρία του.) αμέσως τότε μέσα στο Άγιο Ποτήριο ρίχνει κρασί και νερό και κατόπιν ευλογεί την αγία ένωση. Τα δώρα που προσφέρονται δηλαδή το ψωμί, το νερό και το κρασί είναι οι απαρχές της ανθρώπινης ζωής και τα πιο βασικά συστατικά, γι' αυτό και δηλώνουν το μεγάλο και το λαμπρό της προσφοράς. Μ' αυτόν τον τρόπο προετοιμάζονται ο άρτος και ο οίνος που θα μεταβληθούν στην διάρκεια της Θείας Λειτουργίας σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κατόπιν ο ιερέας από ένα δεύτερο πρόσφορο (ή και από το ίδιο), κόβει την μερίδα «εις τιμήν και μνήμην της Υπερευλογημένης Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου» και την τοποθετεί στο δεξί μέρος του αμνού πάνω στο δισκάριο λέγοντας τα προφητικά λόγια του ψαλμού «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών Σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (δηλαδή στα δεξιά σου κάθισε η Βασίλισσα ντυμένη με ρούχα χρυσοΰφαντα και καταστολισμένη.) κατόπιν στα αριστερά του αμνού τοποθετεί τις μερίδες των αγγέλων και των αγίων και τέλος παίρνοντας ψυχία από το πρόσφορο και στο κάτω μέρος του αμνού, πάνω στο δισκάριο, μνημονεύει τις ψυχές των ζώντων και των κεκοιμημένων.
Όπως είπαμε ο αμνός δεν έχει γίνει ακόμα Σώμα Χριστού, δηλαδή ο άρτος έχει παραμείνει άρτος και συμβολίζει τον Χριστό κατά την πρώτη του ηλικία, γθι' αυτό ο ιερέας σκεπάζει τα Δώρα επειδή η δύναμη του σαρκωμένου Θεού Λόγου είναι σκεπασμένη προς το παρόν μέχρι τη δημόσια εμφάνισή Του και δεν φαίνεται. Ο ιερέας πρώτα τοποθετεί τον αστερίσκο που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ στο Άγιο Δισκάριο λέγοντας «και ιδού ο Αστήρ ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον» ( δηλαδή και ιδού αστέρας ήλθε και εκάθισε επάνω από εκεί που βρισκόταν το παιδί.) Κατόπιν τοποθετεί τα καλύμματα στο Άγιο Δισκάριο και έπειτα στο Άγιο Ποτήριο και τα δύο τα καλύπτει με τον αέρα.
Τα Άγια Σκεύη που χρησιμοποιούνται στην Προσκομιδή και στη Θεία Λειτουργία είναι το Άγιο Ποτήριο, το Δισκάριο, ο Αστερίσκος, η Αγία Λαβίδα, ο αέρας, τα καλύμματα, η Αγία Λόγχη, το μάκτρο, ο σπόγγος και η μούσα.
Η Αγία Πρόθεσις γενικότερα συμβολίζει τη φάτνη, το σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου καταδέχθηκε να σαρκωθεί και ν' ανακλιθεί ο Σωτήρας μας.
Το Άγιο Ποτήριο από το οποίο όλοι μας κοινωνούμε, εικονίζει εκείνο το Ποτήριο μέσα στο οποίο ο Σωτήρας μας ιερούργησε το Αίμα Του και γι' αυτό γεμίζει ο ιερέας το Δισκοπότηρο με κρασί και νερό ακριβώς, όπως είπαμε, την στιγμή που κεντά με τη λόγχη τον αμνό και μνημονεύει την στιγμή που από την πλευρά του Χριστού βγήκε αίμα και ύδωρ. Το Δισκάριο εικονίζει τον Ουρανό και γι' αυτό είναι στρογγυλό και στο κέντρο του κρατά τον Δεσπότη του Ουρανού. Πάνω σε αυτόν είναι χαραγμένη η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα σπλάχνα της οποίας εξήλθε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Ο Αστερίσκος εικονίζει τον αστέρα εκείνον ο οποίος εμφανίστηκε στη γέννηση του Χριστού. Η Αγία Λόγχη είναι μια μικρή λόγχη με την οποία κάνουμε ακριβώς ότι και ο στρατιώτης επάνω στο σώμα του Εσταυρωμένου Χριστού, δηλαδή λογχίζουμε τον Αμνό που θα μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού στη Θεία Λειτουργία. Το κάλυμμα του δισκαρίου εικονίζει τα σπάργανα του Χριστού τα οποία δηλώνουν την Ενανθρώπιση του Λόγου γι' αυτό και ο ιερέας καλύπτοντας το δισκάριο λέγει: « Ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο». Το κάλυμμα δε του Αγίου Δισκοποτηρίου συμβολίζει τα εντάφια σάβανα του Χριστού. Ο αέρας με τον οποίον ο ιερέας καλύπτει το δισκοπότηρο και το δισκάριο μαζί, συμβολίζει τη φωτεινή νεφέλη του Θαβώρ. Ο ιερέας καθώς καλύπτει λέγει τον ψαμό «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού και της συνέσεως αυτού πλήρης η γη» (δηλαδή ότι ο Ιησούς Χριστός ως Θεός είναι Εκείνος ο οποίος σκεπάζει τον ουρανό με τις αρετές Του και η γη πληρώθηκε από την σύνεση και την γνώση Του, εφόσον Τον γνώρισε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα όλη η Οικουμένη). Τον αέρα κινεί ο ιερέας πάνω από τα Τίμια Δώρα καλώς λέμε αργότερα, στη Θεία Λειτουργία, το σύμβολο της Πίστεως και συμβολίζει τον θρίαμβο της Αναστάσεως. Το μάκτρο είναι το κόκκινο πανάκι με το οποίο σκουπίζουμε το στόμα μας όταν κοινωνούμε και το οποίο συμβολίζει τη χλαμύδα με την οποία έντυσαν τον Χριστό στο Πραιτώριο οι στρατιώτες και η οποία ποτίστηκε από το Πανάγιο Αίμα Του που έτρεχε από το μαστιγωμένο Σώμα Του. Ο σπόγγος είναι σφουγγάρι στρογγυλό, φυσικό και εικονίζει εκείνον τον σπόγγο με τον οποίον πότισαν τον Κύριο πάνω στο Σταυρό με ξύδι. Συνήθως, όταν ο ιερέας καταλύσει μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και σκουπίσει καλά το Άγιο Ποτήριο κατόπιν τοποθετεί τον σπόγγο μέσα στο δισκοπότηρο για ν' απορροφά την υγρασία και να μην οξειδώνεται το μέταλλο. Η μούσα είναι επίσης σφουγγάρι φυσικό το οποίο είναι λεπτό και καλά πατημένο, κατάλληλο για να συλλέγει ο ιερέας τις μερίδες από το αντιμήνσιο και για να καθαρίζει το δισκάριο. Αφού λοιπόν ο ιερέας στην Προσκομιδή σκεπάσει με τον αέρα τα καλυμμένα δισκάριο και δισκοπότηρο, υποκλίνεται μπροστά στην Αγία Πρόθεση και θυμιάζει τα προσφερόμενα Δώρα λέγοντας την ευχή «θυμίαμα σου προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών εις οσμήν ευωδίας πνευματικής ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντακατάπεμψον ημιν την χάριν του Παναγίου σου Πνεύματος» (δηλαδή σου προσφέρουμε θυμίαμα Χριστέ και Θεέ μας ως πνευματική ευωδία , δέξου το στο υπερουράνιο θυσιαστήριό σου και στείλε μας σαν αντάλλαγμα τη Χάρη του Παναγίου σου Πνεύματος). Ζητά από τον Θεό να ευλογήσει τα προτεθέντα και να τα δεχθεί στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και να μνημονεύσει όσους πρόσφεραν τα Δώρα αυτά κι εκείνους για τους οποίους προσφέρθηκαν. Κατόπιν κάνει την απόλυση της προσκομιδής θυμιάζοντάς την όπως και την Αγία Τράπεζα, όπως ακριβώς και ξεκίνησε όταν μπήκε στην Εκκλησία δείχνοντας έτσι ότι αρχή και τέλος είναι ο Θεός όπου θρόνος και τόπος του είναι το θυσιαστήριο. Ο ιερέας κατόπιν ασπάζεται το Ευαγγέλιο κι ευλογεί τον Διάκονο ο οποίος ασπάζεται την Αγία Τράπεζα. Και αφού παίρνει την ευχή του βγαίνει από το ιερό στέκεται στο κέντρο, απέναντι από την Ωραία Πύλη και καλεί τον ιερέα να ξεκινήσει την Θεία Λειτουργία λέγοντας δυνατά «Ευλόγησον Δέσποτα». Από την Αγία Τράπεζα ο ιερέας αποκρίνεται «ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις του αιώνας των αιώνων». (δηλαδή ας είναι δοξασμένη η Βασιλεία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος τώρα και πάντοτε και τις της ατέλειωτη αιωνιότητα) κι έτσι αρχίζει η Θεία Λειτουργία.
Πηγή: http://tokandylaki.blogspot.gr
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
- Νίκος
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 6991
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
- 12
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Έχει ευχαριστήσει: 11 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 74 φορές
Re: Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Στάρετς Σαμψών: Την ώρα πού ή Θεία Λειτουργία τελείται στην γη, στο Ναό, τελείται και μια άλλη λειτουργία στον Ουρανό.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2013
Αυτό το έδειξε ό Θεός σε έναν άνθρωπο σε κάποιο μοναστήρι.
Είχε διακόνημα να καθαρίζει τον πρόναο του καθολικού της Μονής. Ένας άλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τον χώρο από την Ωραία Πύλη μέχρι την πύλη της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα γινόταν ή λειτουργία. Προσευχόταν λοιπόν για τον εαυτό του, όπως μπορούσε, με την απλότητα της καρδιάς του. Ξαφνικά στρέφει το βλέμμα του προς τα άνω και βλέπει τον ουρανό ανοιχτό και μια Αγία Τράπεζα. Μπροστά στην Αγία αυτή Τράπεζα ήσαν τρεις αρχιερείς γονατιστοί. Παράπλευρα έστεκε μια χορωδία με απερίγραπτη ομορφιά. Γινόταν ή θεία λειτουργία. Ολόκληρη. Την τελούσαν άγιοι ιεράρχες. Ιεράρχες σαν τους Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, σαν τους Αθανάσιο και Κύριλλο, τους οικουμενικούς διδασκάλους.
Έστάθη ό μοναχός περισσότερο από μισή ώρα ακίνητος και έβλεπε. Σαν να είχε μαρμαρώσει! Όταν ή λειτουργία τελείωσε και οί αδελφοί έφευγαν από την Εκκλησία, είδαν τον μοναχό αυτό να στέκει ακόμα ακίνητος. Ή σκούπα του είχε φύγει από τα χέρια. Σαν στήλη άλατος! Μουσκεμένος από τα δάκρυα. Κυριολεκτικά μουσκεμένος! Τον πήραν με προσοχή από το χέρι και, χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε, τον επήγαν στο κελί του. Έμεινε και στο κελί του μερικές ώρες σαν αποβλακωμένος. Μετά ήρθε ό πνευματικός. Τον ησύχασε. Και όταν συνήλθε, τον επήγε στον ηγούμενο. Και εκεί, μπροστά στον ηγούμενο, τα είπε όλα, Οσα είδε.
Να γιατί δεν πρέπει να χάσκετε.
Να γιατί σας λέγω, πώς πρέπει να έχετε πάντοτε νίψη. Μην ασχολείσθε με την κουζίνα σας! Με τίποτε να μην ασχολείσθε! Αν είσθε έξω από την Εκκλησία, να κάθεστε σε μια ακρούλα και να προσεύχεσθε. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο- τον Κανόνα στον γλυκύτατο Ίησοϋ’ την Παράκληση. Καλύψατε την ώρα. Να αρχίζετε στις 10:00′ και να τελειώνετε στις 12:30′. Ό πατριάρχης μας αυτήν την ώρα κάνει την λειτουργία. Συνήθως στις 12:20′ κοινωνεί. Δέκα λεπτά θέλει να κοινωνήσει ό ίδιος. Μετά κοινωνεί τους συλλειτουργούς ιερείς και διακόνους. Και περίπου στις 12:35 πηγαίνει στο κατάλυμα του, όπου και του προσφέρουν κάτι να ποιεί. Και εκεί διαβάζει την Ευχαριστία. Την διαβάζει μόνος του.
Ό γεροντότερος πρωτοπρεσβύτερος στέκει και περιμένει να τελειώσει. Γιατί ό Πατριάρχης δεν θέλει να ανακατεύονται στις προσευχές του άλλοι. Ό αγιότατος Πατριάρχης Αλέξιος την Ευχαριστία την διάβαζε πολύ αργά. Έκανε περίπου δέκα λεπτά. Διάβαζε. Διάβαζε. Ξαναδιάβαζε. Ήταν άνθρωπος προσευχής. Μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Και όταν την χόρταινε πια, έγνεφε να του πάρουν το βιβλίο. Τότε έρχεται ό πρωτοπρεσβύτερος και του δίνει κάτι να πιεί. Πίνει μια γουλιά, σκουπίζει λίγο το στόμα του, παίρνει ένα μικρό κομματάκι κατακλαστό (αντίδωρο) και… αυτό είναι όλο! Μετά έρχονται οί ιερείς να πάρουν την ευχή του! Τι ειρηνικός άνθρωπος ήταν! Όλο με το χαμόγελο! Κατέβει τώρα στην γη! Μα και στην μαύρη γη όρθιος στέκει!
Αυτές τις ώρες, να τις έχετε ιερές. Να μην ασχολείσθε με τίποτε. Και ποτέ – μα ποτέ να μη βρίσκεσθε στην κουζίνα σας! Να μην ασχολείστε ούτε καν να επιβλέπετε κάτι! Με τίποτε! Τις Κυριακές και τις Μεγάλες Εορτές. Τις δώδεκα εορτές. Τις Δεσποτικές και τις Θεομητορικές εορτές. Τις εορτές των μεγάλων εορταζόμενων Αγίων. Των Αγίων Αρχαγγέλων. Του προστάτου σας Αγίου, του οποίου φέρετε το όνομα. Αν αυτά τα τόσο απλά δεν τηρούμε, θα τον χάσομε τον φόβο του Θεού. Και όταν τον χάσομε, θα καταντήσομε ως ό εθνικός και τελώνης, άθεοι. Τόσο πολύ αδειάζομε, ώστε να καταντάμε ως ό εθνικός και ό τελώνης.
Κάποιος ιερομόναχος λειτουργούσε.Στο «τα Αγια τοις Αγίοις» αναπήδησε από το άγιο Ποτήρι μια φλόγα.Δεν κατέβηκε ή φλόγα. Αναπήδησε!Και αυτό συνέβη στις ήμερες μας τις πονηρές: στην εποχή της αποστασίας. Και ήταν ένας τυχαίος ιερομόναχος.
--Ερώτηση: Βέβαια εμείς δεν το βλέπομε. Όμως κατεβαίνει και τώρα σε κάθε λειτουργία πυρ από τον Ουρανό;
--Απάντηση: Πώς όχι; Μόνο πού δεν το βλέπομε με τα σωματικά μας μάτια. Μα και δεν θα μας ωφελήσει να το ιδούμε. Γιατί είμαστε υπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Και θα μας έβλαπτε. Και τους διαβόλους για τον ίδιο λόγο δεν τους βλέπομε. Γιατί δεν θα μας ήταν ωφέλιμο. Μπορεί και να υπερηφανευόμαστε. Βέβαια μπορεί και να γινόμαστε έτσι ακλόνητα πιστοί. Μα θα υπερηφανευόμαστε! Και όποιος αισθάνεται πνευματική αυτάρκεια, καταφρονεί την πίστη.
--Να ένα ενδιαφέρον, περίπλοκο και δύσκολο ζήτημα: Ποια είναι ή συμμετοχή του λαϊκού, του κάθε ανθρώπου, του μη Ιερωμένου, στην λειτουργία;
--Συνήθως να πώς μετέχετε! Συνήθως την λειτουργία δεν την παρακολουθείτε, όπως πρέπει! Γιατί δεν παρακολουθείτε την κάθε λέξη από αυτά, πού ψάλλουν και διαβάζουν! Ουσιαστικά συμμετέχετε μόνο με την αισθητή σας ύπαρξη, με την σωματική παρουσία σας! Για αυτό και τόσο σπάνια παίρνετε από την λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζετε να έχετε ειρήνη. Άμα έλθεις στην λειτουργία, χωρίς να έχεις ειρήνη, πώς θα λάβεις χαρά; Μετά χρειάζεται και ή συμμετοχή: Να παρακολουθείτε δηλαδή ένα-ένα τα λόγια, πού ψάλλομε και διαβάζαμε.
Να αγωνίζεσθε να προσέχετε. Να μη επαφίεσθε στην διάθεση της στιγμής. Να αγωνίζεσθε να την υπερνικάτε αυτήν την συναισθηματική διάθεση, αυτό το παράλογο ξεπέταγμα. Μόνο τότε θα μπορέσετε να παρακολουθείτε και να καταλαβαίνετε τα λόγια. Και ποτέ να μη χάνετε την αίσθηση, ότι ευρίσκεστε ενώπιον του Κυρίου. Ή αίσθηση αυτή μερικές φορές είναι μόνο του νου, ενέργεια νοερή, χωρίς συμμετοχή των συναισθημάτων. Ό συναισθηματισμός στην θεία λατρεία είναι κάτι το ξένο στην Ορθοδοξία. Να γιατί και ή χορωδιακή μας ευρωπαϊκή μουσική συχνά μας εμποδίζει στην προσευχή μας! Γιατί εισάγει στη ζωή μας το στοιχείο του συναισθηματισμού.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζομε, ή προσευχή να γίνεται μέσα μας. Τα λατρευτικά άσματα απλώς πρέπει να είναι το περιβάλλον, μέσα στο όποιο αναπτύσσεται! Αν δεν αρχίσει ή προσευχή να γίνεται μέσα μας, ποτέ δεν θα μπορέσομε να μπούμε μέσα στον εαυτό μας. Να γιατί είναι τόσο έντονη ή σύσταση, και να πηγαίνομε στην Εκκλησία, και να ασχολούμεθα με την ευχή του Ιησού. Όταν κουραζόμαστε από την ευχή, τρέχομε στην θεία λατρεία. Όμως προσοχή. Δεν θα είναι ορθόδοξο, να αποφεύγομε συστηματικά κάθε είδους συναισθηματική συμμετοχή στην λατρεία.
Ακούτε συχνά, ότι είναι αξιοσύστατη ή συμμετοχή όλου του λαού στην ψαλμωδία. Ή κοινή ψαλμωδία δεν προκαλεί τόσο εντόνους συναισθηματισμούς, όσο ή πολυφωνική μουσική.
Να γιατί ό απλός λαός, πού δεν καταλαβαίνει την πολυφωνική και την κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ενώ ή λεγομένη ίντελιγκεντσια, οι κουλτουριάρηδες, πού αγαπούν την κλασσική μουσική, προσεύχονται μόνο συναισθηματικά! Και έτσι, δεν παίρνουν ποτέ από την προσευχή τους χάρη και παρηγοριά. Όλη ή ουσία της συμμετοχής μας στην λατρεία έγκειται, στο ότι πρέπει οπωσδήποτε να σπρώξομε τον εαυτό μας, να αισθάνεται την κάθε λέξη των ευχών και των ασμάτων μας- με άλλα λόγια, να προσεύχεται νοερά…
Πρέπει να μάθομε, να προσευχώμεθα! “Όχι να διαβάζομαι. Να προσευχώμεθα!
Πρέπει να προσευχώμεθα με απλότητα και φυσικότητα. Σαν να κουβεντιάζουμε. Να μην αφήνομε ποτέ την ανάγνωση μας να καταντάει μηχανική. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχή και αδιάκοπη δουλειά. Επίμονη δουλειά. Δουλειά επάνω στον εαυτό μας.
Και να παρακαλούμε: «Δίδαξε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι». Αυτός ό στεναγμός, αυτός ό λυγμός, πρέπει να βγαίνει χρόνια από το στόμα μας. Και ό Κύριος θα μας επισκεφθεί. θα έλθει ξαφνικά. Θα διανοίγει ό νους μας. Και θα μας αποκάλυψη το μυστικό: πώς πρέπει να προσευχώμεθα, και Τι είναι ή προσευχή.
Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυστηρίων. Και άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή και επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι! Μόνο να διαβάζω ξέρω. Να προσεύχομαι, δεν ξέρω»! Και ό Κύριος θα μας διδάξει, και Τι είναι ή προσευχή και πώς πρέπει να προσευχώμεθα. Μα τότε θα χρειασθεί, συ να φύλαξης πια τον εαυτό σου από κάθε θανάσιμη αμαρτία και κάθε απροσεξία… και να παρακαλείς, να μη σου ξαναπάρει ό Θεός το χάρισμα το μεγάλο αυτό απόκτημα αυτόν τον αγιασμό της καρδιάς και του νου.
Γνώριζα ένα ιερέα, πού δεν μπόρεσε ποτέ να μάθη να προσεύχεται.
Μια φορά λοιπόν, την ώρα πού κοινωνούσε, επήρε το άγιο Σώμα του Κυρίου μας με το αριστερό του χέρι, το έβαλε επάνω στο δεξί, όπως συνήθως το βάζομε, και άρχισε να διαβάζει, όπως συνήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ». Όταν την τελείωσε άρχισε, ενώ από τα μάτια του έρεαν σαν ποτάμι τα δάκρυα, να παρακαλεί θερμά και ταπεινά: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν έμαθα ακόμη να προσεύχομαι. Απλώς διαβάζω τις ευχές. Δεν ξέρω καθόλου να προσεύχομαι».
Το πρόσωπο του εφωτίσθη από ένα τέτοιο αόρατο φως, όπως ό ίδιος έλεγε, και μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους. Άρχισε τότε να διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ», χωρίς να σηκώνει τα μάτια του από το άγιο Σώμα του Κυρίου. Ό Διάκονος το παρατήρησε, ότι δεν σηκώνει τα μάτια του από το Σώμα του Κυρίου. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε: «Άντε, Δέσποτα. Ό κόσμος περιμένει».
Τελείωσε το Κοινωνικό. Έγινε ένα χάσμα σιγής. Το καταλαβαίνει, πώς πρέπει πια να κοινωνήσει. Μα δεν μπορεί! Όσο κι αν προσπαθεί! Όσο κι αν το θέλει! Στέκει σαν να τάχε χαμένα, σαν να έγινε στήλη άλατος. Γιατί κατάλαβε, Τι είναι ή προσευχή!Σαν να αναστήθηκε.Σαν να ξύπνησε από ένα παράδοξο ύπνο.Από τότε κλαίει ασταμάτητα. Και ποτέ πια δεν μπόρεσε να στρέψη το βλέμμα του στο Πανάχραντο Σώμα του Κυρίου μας.
Από το βιβλίο: Στάρετς Συμεών-Έκδοση Ι.Μ.Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995/ΠΗΓΗ
Πηγή: Προσκυνητής
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2013
Αυτό το έδειξε ό Θεός σε έναν άνθρωπο σε κάποιο μοναστήρι.
Είχε διακόνημα να καθαρίζει τον πρόναο του καθολικού της Μονής. Ένας άλλος νεαρός μοναχός σκούπιζε τον χώρο από την Ωραία Πύλη μέχρι την πύλη της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα γινόταν ή λειτουργία. Προσευχόταν λοιπόν για τον εαυτό του, όπως μπορούσε, με την απλότητα της καρδιάς του. Ξαφνικά στρέφει το βλέμμα του προς τα άνω και βλέπει τον ουρανό ανοιχτό και μια Αγία Τράπεζα. Μπροστά στην Αγία αυτή Τράπεζα ήσαν τρεις αρχιερείς γονατιστοί. Παράπλευρα έστεκε μια χορωδία με απερίγραπτη ομορφιά. Γινόταν ή θεία λειτουργία. Ολόκληρη. Την τελούσαν άγιοι ιεράρχες. Ιεράρχες σαν τους Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, σαν τους Αθανάσιο και Κύριλλο, τους οικουμενικούς διδασκάλους.
Έστάθη ό μοναχός περισσότερο από μισή ώρα ακίνητος και έβλεπε. Σαν να είχε μαρμαρώσει! Όταν ή λειτουργία τελείωσε και οί αδελφοί έφευγαν από την Εκκλησία, είδαν τον μοναχό αυτό να στέκει ακόμα ακίνητος. Ή σκούπα του είχε φύγει από τα χέρια. Σαν στήλη άλατος! Μουσκεμένος από τα δάκρυα. Κυριολεκτικά μουσκεμένος! Τον πήραν με προσοχή από το χέρι και, χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε, τον επήγαν στο κελί του. Έμεινε και στο κελί του μερικές ώρες σαν αποβλακωμένος. Μετά ήρθε ό πνευματικός. Τον ησύχασε. Και όταν συνήλθε, τον επήγε στον ηγούμενο. Και εκεί, μπροστά στον ηγούμενο, τα είπε όλα, Οσα είδε.
Να γιατί δεν πρέπει να χάσκετε.
Να γιατί σας λέγω, πώς πρέπει να έχετε πάντοτε νίψη. Μην ασχολείσθε με την κουζίνα σας! Με τίποτε να μην ασχολείσθε! Αν είσθε έξω από την Εκκλησία, να κάθεστε σε μια ακρούλα και να προσεύχεσθε. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο- τον Κανόνα στον γλυκύτατο Ίησοϋ’ την Παράκληση. Καλύψατε την ώρα. Να αρχίζετε στις 10:00′ και να τελειώνετε στις 12:30′. Ό πατριάρχης μας αυτήν την ώρα κάνει την λειτουργία. Συνήθως στις 12:20′ κοινωνεί. Δέκα λεπτά θέλει να κοινωνήσει ό ίδιος. Μετά κοινωνεί τους συλλειτουργούς ιερείς και διακόνους. Και περίπου στις 12:35 πηγαίνει στο κατάλυμα του, όπου και του προσφέρουν κάτι να ποιεί. Και εκεί διαβάζει την Ευχαριστία. Την διαβάζει μόνος του.
Ό γεροντότερος πρωτοπρεσβύτερος στέκει και περιμένει να τελειώσει. Γιατί ό Πατριάρχης δεν θέλει να ανακατεύονται στις προσευχές του άλλοι. Ό αγιότατος Πατριάρχης Αλέξιος την Ευχαριστία την διάβαζε πολύ αργά. Έκανε περίπου δέκα λεπτά. Διάβαζε. Διάβαζε. Ξαναδιάβαζε. Ήταν άνθρωπος προσευχής. Μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Και όταν την χόρταινε πια, έγνεφε να του πάρουν το βιβλίο. Τότε έρχεται ό πρωτοπρεσβύτερος και του δίνει κάτι να πιεί. Πίνει μια γουλιά, σκουπίζει λίγο το στόμα του, παίρνει ένα μικρό κομματάκι κατακλαστό (αντίδωρο) και… αυτό είναι όλο! Μετά έρχονται οί ιερείς να πάρουν την ευχή του! Τι ειρηνικός άνθρωπος ήταν! Όλο με το χαμόγελο! Κατέβει τώρα στην γη! Μα και στην μαύρη γη όρθιος στέκει!
Αυτές τις ώρες, να τις έχετε ιερές. Να μην ασχολείσθε με τίποτε. Και ποτέ – μα ποτέ να μη βρίσκεσθε στην κουζίνα σας! Να μην ασχολείστε ούτε καν να επιβλέπετε κάτι! Με τίποτε! Τις Κυριακές και τις Μεγάλες Εορτές. Τις δώδεκα εορτές. Τις Δεσποτικές και τις Θεομητορικές εορτές. Τις εορτές των μεγάλων εορταζόμενων Αγίων. Των Αγίων Αρχαγγέλων. Του προστάτου σας Αγίου, του οποίου φέρετε το όνομα. Αν αυτά τα τόσο απλά δεν τηρούμε, θα τον χάσομε τον φόβο του Θεού. Και όταν τον χάσομε, θα καταντήσομε ως ό εθνικός και τελώνης, άθεοι. Τόσο πολύ αδειάζομε, ώστε να καταντάμε ως ό εθνικός και ό τελώνης.
Κάποιος ιερομόναχος λειτουργούσε.Στο «τα Αγια τοις Αγίοις» αναπήδησε από το άγιο Ποτήρι μια φλόγα.Δεν κατέβηκε ή φλόγα. Αναπήδησε!Και αυτό συνέβη στις ήμερες μας τις πονηρές: στην εποχή της αποστασίας. Και ήταν ένας τυχαίος ιερομόναχος.
--Ερώτηση: Βέβαια εμείς δεν το βλέπομε. Όμως κατεβαίνει και τώρα σε κάθε λειτουργία πυρ από τον Ουρανό;
--Απάντηση: Πώς όχι; Μόνο πού δεν το βλέπομε με τα σωματικά μας μάτια. Μα και δεν θα μας ωφελήσει να το ιδούμε. Γιατί είμαστε υπερήφανοι, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι. Και θα μας έβλαπτε. Και τους διαβόλους για τον ίδιο λόγο δεν τους βλέπομε. Γιατί δεν θα μας ήταν ωφέλιμο. Μπορεί και να υπερηφανευόμαστε. Βέβαια μπορεί και να γινόμαστε έτσι ακλόνητα πιστοί. Μα θα υπερηφανευόμαστε! Και όποιος αισθάνεται πνευματική αυτάρκεια, καταφρονεί την πίστη.
--Να ένα ενδιαφέρον, περίπλοκο και δύσκολο ζήτημα: Ποια είναι ή συμμετοχή του λαϊκού, του κάθε ανθρώπου, του μη Ιερωμένου, στην λειτουργία;
--Συνήθως να πώς μετέχετε! Συνήθως την λειτουργία δεν την παρακολουθείτε, όπως πρέπει! Γιατί δεν παρακολουθείτε την κάθε λέξη από αυτά, πού ψάλλουν και διαβάζουν! Ουσιαστικά συμμετέχετε μόνο με την αισθητή σας ύπαρξη, με την σωματική παρουσία σας! Για αυτό και τόσο σπάνια παίρνετε από την λειτουργία παρηγοριά, χαρά, ξανάνιωμα.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζετε να έχετε ειρήνη. Άμα έλθεις στην λειτουργία, χωρίς να έχεις ειρήνη, πώς θα λάβεις χαρά; Μετά χρειάζεται και ή συμμετοχή: Να παρακολουθείτε δηλαδή ένα-ένα τα λόγια, πού ψάλλομε και διαβάζαμε.
Να αγωνίζεσθε να προσέχετε. Να μη επαφίεσθε στην διάθεση της στιγμής. Να αγωνίζεσθε να την υπερνικάτε αυτήν την συναισθηματική διάθεση, αυτό το παράλογο ξεπέταγμα. Μόνο τότε θα μπορέσετε να παρακολουθείτε και να καταλαβαίνετε τα λόγια. Και ποτέ να μη χάνετε την αίσθηση, ότι ευρίσκεστε ενώπιον του Κυρίου. Ή αίσθηση αυτή μερικές φορές είναι μόνο του νου, ενέργεια νοερή, χωρίς συμμετοχή των συναισθημάτων. Ό συναισθηματισμός στην θεία λατρεία είναι κάτι το ξένο στην Ορθοδοξία. Να γιατί και ή χορωδιακή μας ευρωπαϊκή μουσική συχνά μας εμποδίζει στην προσευχή μας! Γιατί εισάγει στη ζωή μας το στοιχείο του συναισθηματισμού.
Επάνω από όλα πρέπει να φροντίζομε, ή προσευχή να γίνεται μέσα μας. Τα λατρευτικά άσματα απλώς πρέπει να είναι το περιβάλλον, μέσα στο όποιο αναπτύσσεται! Αν δεν αρχίσει ή προσευχή να γίνεται μέσα μας, ποτέ δεν θα μπορέσομε να μπούμε μέσα στον εαυτό μας. Να γιατί είναι τόσο έντονη ή σύσταση, και να πηγαίνομε στην Εκκλησία, και να ασχολούμεθα με την ευχή του Ιησού. Όταν κουραζόμαστε από την ευχή, τρέχομε στην θεία λατρεία. Όμως προσοχή. Δεν θα είναι ορθόδοξο, να αποφεύγομε συστηματικά κάθε είδους συναισθηματική συμμετοχή στην λατρεία.
Ακούτε συχνά, ότι είναι αξιοσύστατη ή συμμετοχή όλου του λαού στην ψαλμωδία. Ή κοινή ψαλμωδία δεν προκαλεί τόσο εντόνους συναισθηματισμούς, όσο ή πολυφωνική μουσική.
Να γιατί ό απλός λαός, πού δεν καταλαβαίνει την πολυφωνική και την κλασσική μουσική, προσεύχεται! Ενώ ή λεγομένη ίντελιγκεντσια, οι κουλτουριάρηδες, πού αγαπούν την κλασσική μουσική, προσεύχονται μόνο συναισθηματικά! Και έτσι, δεν παίρνουν ποτέ από την προσευχή τους χάρη και παρηγοριά. Όλη ή ουσία της συμμετοχής μας στην λατρεία έγκειται, στο ότι πρέπει οπωσδήποτε να σπρώξομε τον εαυτό μας, να αισθάνεται την κάθε λέξη των ευχών και των ασμάτων μας- με άλλα λόγια, να προσεύχεται νοερά…
Πρέπει να μάθομε, να προσευχώμεθα! “Όχι να διαβάζομαι. Να προσευχώμεθα!
Πρέπει να προσευχώμεθα με απλότητα και φυσικότητα. Σαν να κουβεντιάζουμε. Να μην αφήνομε ποτέ την ανάγνωση μας να καταντάει μηχανική. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με δουλειά. Πολλή δουλειά. Συνεχή και αδιάκοπη δουλειά. Επίμονη δουλειά. Δουλειά επάνω στον εαυτό μας.
Και να παρακαλούμε: «Δίδαξε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι». Αυτός ό στεναγμός, αυτός ό λυγμός, πρέπει να βγαίνει χρόνια από το στόμα μας. Και ό Κύριος θα μας επισκεφθεί. θα έλθει ξαφνικά. Θα διανοίγει ό νους μας. Και θα μας αποκάλυψη το μυστικό: πώς πρέπει να προσευχώμεθα, και Τι είναι ή προσευχή.
Μερικές φορές αυτό το μυστικό μας αποκαλύπτεται μέσα στην λειτουργία, όταν κοινωνούμε των αγίων μυστηρίων. Και άλλοτε στο σπίτι μας. Μας αποκαλύπτεται μετά από συνεχή και επίμονο στεναγμό: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι! Δίδαξε με να προσεύχομαι! Μόνο να διαβάζω ξέρω. Να προσεύχομαι, δεν ξέρω»! Και ό Κύριος θα μας διδάξει, και Τι είναι ή προσευχή και πώς πρέπει να προσευχώμεθα. Μα τότε θα χρειασθεί, συ να φύλαξης πια τον εαυτό σου από κάθε θανάσιμη αμαρτία και κάθε απροσεξία… και να παρακαλείς, να μη σου ξαναπάρει ό Θεός το χάρισμα το μεγάλο αυτό απόκτημα αυτόν τον αγιασμό της καρδιάς και του νου.
Γνώριζα ένα ιερέα, πού δεν μπόρεσε ποτέ να μάθη να προσεύχεται.
Μια φορά λοιπόν, την ώρα πού κοινωνούσε, επήρε το άγιο Σώμα του Κυρίου μας με το αριστερό του χέρι, το έβαλε επάνω στο δεξί, όπως συνήθως το βάζομε, και άρχισε να διαβάζει, όπως συνήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ». Όταν την τελείωσε άρχισε, ενώ από τα μάτια του έρεαν σαν ποτάμι τα δάκρυα, να παρακαλεί θερμά και ταπεινά: «Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν έμαθα ακόμη να προσεύχομαι. Απλώς διαβάζω τις ευχές. Δεν ξέρω καθόλου να προσεύχομαι».
Το πρόσωπο του εφωτίσθη από ένα τέτοιο αόρατο φως, όπως ό ίδιος έλεγε, και μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους. Άρχισε τότε να διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ», χωρίς να σηκώνει τα μάτια του από το άγιο Σώμα του Κυρίου. Ό Διάκονος το παρατήρησε, ότι δεν σηκώνει τα μάτια του από το Σώμα του Κυρίου. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε: «Άντε, Δέσποτα. Ό κόσμος περιμένει».
Τελείωσε το Κοινωνικό. Έγινε ένα χάσμα σιγής. Το καταλαβαίνει, πώς πρέπει πια να κοινωνήσει. Μα δεν μπορεί! Όσο κι αν προσπαθεί! Όσο κι αν το θέλει! Στέκει σαν να τάχε χαμένα, σαν να έγινε στήλη άλατος. Γιατί κατάλαβε, Τι είναι ή προσευχή!Σαν να αναστήθηκε.Σαν να ξύπνησε από ένα παράδοξο ύπνο.Από τότε κλαίει ασταμάτητα. Και ποτέ πια δεν μπόρεσε να στρέψη το βλέμμα του στο Πανάχραντο Σώμα του Κυρίου μας.
Από το βιβλίο: Στάρετς Συμεών-Έκδοση Ι.Μ.Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1995/ΠΗΓΗ
Πηγή: Προσκυνητής
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Re: Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
''Στοχασμοί στη Θεία Λειτουργία''
Ντοκιμαντέρ παραγωγής του καναλιού της Βουλής.
[youtube]l1ippvqGXe4[/youtube]
[youtube]zWdOmNd9M5o[/youtube]
Πηγή: megasfilippos : youtube
Ντοκιμαντέρ παραγωγής του καναλιού της Βουλής.
[youtube]l1ippvqGXe4[/youtube]
[youtube]zWdOmNd9M5o[/youtube]
Πηγή: megasfilippos : youtube
- Achilleas
- Δημοσιεύσεις: 2090
- Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
- 12
- Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
- Έλαβε ευχαριστία: 8 φορές
Re: Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
ΘΕΛΕΙ ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Έχουμε βάλει μέσα μας το Χριστό! Σκεφθείτε να υβρίζουμε τον πλησίον μας, να τον αδικούμε, να τον κλέβουμε!
«Ενώ έχουμε φάει «αμνό», να γινόμαστε «λύκοι»! Ενώ έχουμε φάει «πρόβατο», να αρπάζουμε σαν τα λιοντάρια! Πώς θα απολογηθούμε, όταν κάνουμε τέτοιες αμαρτίες , έχοντας προηγουμένως κοινωνήσει;» ( Άγιος Ι. P.G. 58: 508 ).
Μια τέτοια αμαρτία (μετά τη Θ. Κοινωνία ) ζυγίζει πολύ βαριά! Ο Άγιος Ι. καυτηριάζει ακόμα και όσους μετά τη Θ. Κοινωνία το ρίχνουν στο κρασί και στο φαγοπότι, διώχνοντας έτσι από πάνω τους τα χαρίσματα της Θ. Κοινωνίας! «Μη ρίψης χαράν τοσαύτην, μη εκχέης, τον θησαυρόν, μη επεισαγάγης μέθην την της αθυμίας μητέρα, την του διαβόλου χαράν, την μυρία τίκτουσαν κακά. Τον δε Χριστόν ένδον έχων τολμάς ,ειπέ μοι, τοσαύτην επεμβαλείν μέθην;» ( P.G. 61: 232 ) .
Και αν από μόνη της η τρυφή προκαλεί τον πνευματικό θάνατο ( Α΄ Τιμ. 5:6 ) πόσο μάλλον μετά τη Θ. Κοινωνία! «Και ει εν άλλω καιρώ τούτο γινόμενον απόλλυσι, πολλώ μάλλον μετά την των μυστηρίων κοινωνίαν». ( P.G. 61: 231 ). Έλαβες «άρτον ζωής», και κάνεις πράγματα που επιφέρουν τον θάνατο; Δεν φρίττεις, «Συ δε άρτον ζωής λαβών, πράγμα θανάτου ποιείς, και ου φρίττεις;». ( P.G. 61:231 ) . Γι’ αυτό και ο Άγιος Ι. συνιστά ακόμα και νηστεία και μετά την Θ. Κοινωνία! Γράφει: «Πριν κοινωνήσεις , νηστεύεις για να κοινωνήσεις άξια. Αφότου όμως μεταλάβεις, θα πρέπει να αυξήσεις την εγκράτεια, για να μην φανείς ανάξιος γι’ αυτό που έλαβες. Τί λοιπόν; Πρέπει να νηστεύουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία; Καλό είναι αυτό, αλλά δεν θα σας υποχρεώνω να το κάνετε. Απλά σας συμβουλεύω να μην το ρίχνετε στο φαγοπότι και στην απληστία» ( PG 61:231) .
Ελεημοσύνη!
Ο Άγιος Ι. το θεωρεί αδιανόητο , να έχεις κοινωνήσει, και να αδιαφορείς για τον πλησίον σου! Να βλέπεις μπροστά σου το Χριστό γυμνό και πεινασμένο στο πρόσωπο του άλλου, και συ να μην του δίδεις σημασία!«Τι λέγεις; Ανάμνησιν Χριστού ποιείς, και πένητας παροράς και ου φρίττεις;» ( P.G. 61:229 ) . «Αν έκανες μνημόσυνο του παιδιού σου ή του αδερφού σου, και δεν έκανες, όπως λέει το έθιμο, «τραπέζι» στους φτωχούς, δεν θα σε έτυπτε η συνείδησή σου; Όμως τώρα που γίνεται «ανάμνηση» του Δεσπότου σου και δεν κάνεις το παραμικρό!» (P.G. 229- 230 ) . «Θρέψωμεν τον Χριστόν, ποτίσωμεν, ενδύσωμεν∙ ταύτα της τραπέζης εκείνης άξια» ( P.G. 61: 232 ). Συνιστούσε μάλιστα στους πιστούς να φέρνουν τους αρρώστους στο Ναό, ώστε έχοντας (οι πιστοί) προηγουμένως κοινωνήσει, να δείχνουν αμέσως και εμπράκτως την κοινωνία τους με τον πλησίον, βοηθώντας τους αρρώστους!
Ο Άγιος Ι. έφθασε μάλιστα στο σημείο να ειπεί, πως όποιος έχει κοινωνήσει και δεν βοηθά τον πλησίον του, κάνει μεγαλύτερο έγκλημα από τον άσπλαχνο δούλο της παραβολής! ( Μτ. 18: 23-43 ). Ενώ δηλαδή ο κύριός του του χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα, αυτός ( ο δούλος ) δεν ήθελε να χαρίσει στον σύνδουλό του ούτε εκατό δηνάρια! «Και ο Κύριος οργίσθηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές» ( Μτ. 18:34 ) . Και ο Άγιος Ι. σχολιάζει: «Γεύθηκες το Αίμα Δεσποτικόν, και δεν δίδεις σημασία στον αδερφό σου; !
Δεν άκουσες τι έπαθε αυτός που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια; ! Ακύρωσε τη «δωρεά» που του έκανε ο κύριός του! Δεν καταλαβαίνεις πως τέτοιος είσαι και συ ακόμα και χειρότερος! Ήσουν πάμφτωχος (από αρετές) «μυρίων γέμων αμαρτημάτων», και όμως ο Θεός σου συγχώρησε τις αμαρτίες σου, και σε δέχθηκε στην «Τράπεζά» Του. Και συ ούτε καν συγκινήθηκες , ώστε να γίνεις πιο φιλάνθρωπος προς τον πλησίον! Λοιπόν τίποτε άλλο δεν απομένει και για σένα, παρά να σε παραδώσουν στους βασανιστές!» ( P.G.61, 230 , ελεύθερη απόδοση ) .
ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
Πηγή: http://www.agioritikovima.gr
Έχουμε βάλει μέσα μας το Χριστό! Σκεφθείτε να υβρίζουμε τον πλησίον μας, να τον αδικούμε, να τον κλέβουμε!
«Ενώ έχουμε φάει «αμνό», να γινόμαστε «λύκοι»! Ενώ έχουμε φάει «πρόβατο», να αρπάζουμε σαν τα λιοντάρια! Πώς θα απολογηθούμε, όταν κάνουμε τέτοιες αμαρτίες , έχοντας προηγουμένως κοινωνήσει;» ( Άγιος Ι. P.G. 58: 508 ).
Μια τέτοια αμαρτία (μετά τη Θ. Κοινωνία ) ζυγίζει πολύ βαριά! Ο Άγιος Ι. καυτηριάζει ακόμα και όσους μετά τη Θ. Κοινωνία το ρίχνουν στο κρασί και στο φαγοπότι, διώχνοντας έτσι από πάνω τους τα χαρίσματα της Θ. Κοινωνίας! «Μη ρίψης χαράν τοσαύτην, μη εκχέης, τον θησαυρόν, μη επεισαγάγης μέθην την της αθυμίας μητέρα, την του διαβόλου χαράν, την μυρία τίκτουσαν κακά. Τον δε Χριστόν ένδον έχων τολμάς ,ειπέ μοι, τοσαύτην επεμβαλείν μέθην;» ( P.G. 61: 232 ) .
Και αν από μόνη της η τρυφή προκαλεί τον πνευματικό θάνατο ( Α΄ Τιμ. 5:6 ) πόσο μάλλον μετά τη Θ. Κοινωνία! «Και ει εν άλλω καιρώ τούτο γινόμενον απόλλυσι, πολλώ μάλλον μετά την των μυστηρίων κοινωνίαν». ( P.G. 61: 231 ). Έλαβες «άρτον ζωής», και κάνεις πράγματα που επιφέρουν τον θάνατο; Δεν φρίττεις, «Συ δε άρτον ζωής λαβών, πράγμα θανάτου ποιείς, και ου φρίττεις;». ( P.G. 61:231 ) . Γι’ αυτό και ο Άγιος Ι. συνιστά ακόμα και νηστεία και μετά την Θ. Κοινωνία! Γράφει: «Πριν κοινωνήσεις , νηστεύεις για να κοινωνήσεις άξια. Αφότου όμως μεταλάβεις, θα πρέπει να αυξήσεις την εγκράτεια, για να μην φανείς ανάξιος γι’ αυτό που έλαβες. Τί λοιπόν; Πρέπει να νηστεύουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία; Καλό είναι αυτό, αλλά δεν θα σας υποχρεώνω να το κάνετε. Απλά σας συμβουλεύω να μην το ρίχνετε στο φαγοπότι και στην απληστία» ( PG 61:231) .
Ελεημοσύνη!
Ο Άγιος Ι. το θεωρεί αδιανόητο , να έχεις κοινωνήσει, και να αδιαφορείς για τον πλησίον σου! Να βλέπεις μπροστά σου το Χριστό γυμνό και πεινασμένο στο πρόσωπο του άλλου, και συ να μην του δίδεις σημασία!«Τι λέγεις; Ανάμνησιν Χριστού ποιείς, και πένητας παροράς και ου φρίττεις;» ( P.G. 61:229 ) . «Αν έκανες μνημόσυνο του παιδιού σου ή του αδερφού σου, και δεν έκανες, όπως λέει το έθιμο, «τραπέζι» στους φτωχούς, δεν θα σε έτυπτε η συνείδησή σου; Όμως τώρα που γίνεται «ανάμνηση» του Δεσπότου σου και δεν κάνεις το παραμικρό!» (P.G. 229- 230 ) . «Θρέψωμεν τον Χριστόν, ποτίσωμεν, ενδύσωμεν∙ ταύτα της τραπέζης εκείνης άξια» ( P.G. 61: 232 ). Συνιστούσε μάλιστα στους πιστούς να φέρνουν τους αρρώστους στο Ναό, ώστε έχοντας (οι πιστοί) προηγουμένως κοινωνήσει, να δείχνουν αμέσως και εμπράκτως την κοινωνία τους με τον πλησίον, βοηθώντας τους αρρώστους!
Ο Άγιος Ι. έφθασε μάλιστα στο σημείο να ειπεί, πως όποιος έχει κοινωνήσει και δεν βοηθά τον πλησίον του, κάνει μεγαλύτερο έγκλημα από τον άσπλαχνο δούλο της παραβολής! ( Μτ. 18: 23-43 ). Ενώ δηλαδή ο κύριός του του χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα, αυτός ( ο δούλος ) δεν ήθελε να χαρίσει στον σύνδουλό του ούτε εκατό δηνάρια! «Και ο Κύριος οργίσθηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές» ( Μτ. 18:34 ) . Και ο Άγιος Ι. σχολιάζει: «Γεύθηκες το Αίμα Δεσποτικόν, και δεν δίδεις σημασία στον αδερφό σου; !
Δεν άκουσες τι έπαθε αυτός που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια; ! Ακύρωσε τη «δωρεά» που του έκανε ο κύριός του! Δεν καταλαβαίνεις πως τέτοιος είσαι και συ ακόμα και χειρότερος! Ήσουν πάμφτωχος (από αρετές) «μυρίων γέμων αμαρτημάτων», και όμως ο Θεός σου συγχώρησε τις αμαρτίες σου, και σε δέχθηκε στην «Τράπεζά» Του. Και συ ούτε καν συγκινήθηκες , ώστε να γίνεις πιο φιλάνθρωπος προς τον πλησίον! Λοιπόν τίποτε άλλο δεν απομένει και για σένα, παρά να σε παραδώσουν στους βασανιστές!» ( P.G.61, 230 , ελεύθερη απόδοση ) .
ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
Πηγή: http://www.agioritikovima.gr
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.