Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η αγάπη είναι πάνω από όλα
Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πως μπορεί να τους αλλάξει και να του μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω από όλα. Θα σας το πω με ένα παράδειγμα.
Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσα βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.
Κι έφυγαν.
Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρα με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Πηγή: Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και λόγο
Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πως μπορεί να τους αλλάξει και να του μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω από όλα. Θα σας το πω με ένα παράδειγμα.
Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσα βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.
Κι έφυγαν.
Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρα με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Πηγή: Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και λόγο
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ.
Κάποιος πλούσιος οικογενειάρχης επειδή ήταν πολύ γέρος αποφάσισε να
μοιράσει στους τρεις γιούς του την περιουσία του.Έτσι τους κάλεσε και έδωσε στον καθένα το μερίδιό του.Στο τέλος τους έδειξε ένα πολύτιμο διαμάντι και τους είπε ότι όποιος από τους τρείς κατορθώσει στους δύο
επόμενους μήνες να κάνει τη γενναιότερη και πιο ευγενική πράξη από
τους άλλους δύο,θα έπαιρνε το διαμάντι.
Έτσι οι τρεις γιοί έφυγαν για να πραγματοποιήσουν τον όρο του πατέρα
τους.Όταν γύρισαν άρχισαν να διηγούνται με την σειρά τους τις πράξεις
τους στον πατέρα τους.Ο πρωτότοκος είπε ότι συνάντησε ένα ξένο,ο ο-
ποίος του εμπιστεύθηκε όλη του την περιουσία επειδή έπρεπε να φύγει
για λίγο καιρό στην πατρίδα του.Όταν λοιπόν επέστρεψε του έδωσε πίσω όλη του την περιουσία όπως του είχε παραδοθεί.Η τιμιότητά μου πατέ-
ρα νομίζω πως αξίζει το διαμάντι είπε ο μεγάλος γιός.
Ο πατέρας όμως του είπε ότι αυτή ήταν πράξη δικαιοσύνης και όχι γεν-
ναίας κι ευγενικής καρδιάς.
Ο δεύτερος γιός του διηγήθηκε πως με κίνδυνο της ζωής του έσωσε από
πνιγμό ένα παιδάκι.Κι αυτή η πράξη ο πατέρας τη θεώρησε πράξη φιλαν-
θρωπίας και όχι γενναιότητας.
Ο τρίτος γιός είπε:Καθώς βάδιζα πάνω στο βουνό,είδα το μεγαλύτερο εχ-
θρό μου να κοιμάται στην άκρη ενός μεγάλου γκρεμού,ώστε με μία μι-
κρή μετακίνηση θα μπορούσα να τον ρίξω στο βάραθρο και να σκοτωθεί.
Αλλά,ξεχνώντας την έχθρα που του είχα τον ξύπνησα και τον βοήθησα να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο που διέτρεχε.Μετά από αυτό γίναμε
φίλοι.
Ο πατέρας έδωσε το διαμάντι στον τρίτο γιό,λέγοντας ότι ο Ιησούς πέ-
θανε πάνω στο σταυρό για κάθε άνθρωπο και για τις αμαρτίες όλων μας,
που σαν αμαρτωλοί είμαστε εχθροί του.
Κάποιος πλούσιος οικογενειάρχης επειδή ήταν πολύ γέρος αποφάσισε να
μοιράσει στους τρεις γιούς του την περιουσία του.Έτσι τους κάλεσε και έδωσε στον καθένα το μερίδιό του.Στο τέλος τους έδειξε ένα πολύτιμο διαμάντι και τους είπε ότι όποιος από τους τρείς κατορθώσει στους δύο
επόμενους μήνες να κάνει τη γενναιότερη και πιο ευγενική πράξη από
τους άλλους δύο,θα έπαιρνε το διαμάντι.
Έτσι οι τρεις γιοί έφυγαν για να πραγματοποιήσουν τον όρο του πατέρα
τους.Όταν γύρισαν άρχισαν να διηγούνται με την σειρά τους τις πράξεις
τους στον πατέρα τους.Ο πρωτότοκος είπε ότι συνάντησε ένα ξένο,ο ο-
ποίος του εμπιστεύθηκε όλη του την περιουσία επειδή έπρεπε να φύγει
για λίγο καιρό στην πατρίδα του.Όταν λοιπόν επέστρεψε του έδωσε πίσω όλη του την περιουσία όπως του είχε παραδοθεί.Η τιμιότητά μου πατέ-
ρα νομίζω πως αξίζει το διαμάντι είπε ο μεγάλος γιός.
Ο πατέρας όμως του είπε ότι αυτή ήταν πράξη δικαιοσύνης και όχι γεν-
ναίας κι ευγενικής καρδιάς.
Ο δεύτερος γιός του διηγήθηκε πως με κίνδυνο της ζωής του έσωσε από
πνιγμό ένα παιδάκι.Κι αυτή η πράξη ο πατέρας τη θεώρησε πράξη φιλαν-
θρωπίας και όχι γενναιότητας.
Ο τρίτος γιός είπε:Καθώς βάδιζα πάνω στο βουνό,είδα το μεγαλύτερο εχ-
θρό μου να κοιμάται στην άκρη ενός μεγάλου γκρεμού,ώστε με μία μι-
κρή μετακίνηση θα μπορούσα να τον ρίξω στο βάραθρο και να σκοτωθεί.
Αλλά,ξεχνώντας την έχθρα που του είχα τον ξύπνησα και τον βοήθησα να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο που διέτρεχε.Μετά από αυτό γίναμε
φίλοι.
Ο πατέρας έδωσε το διαμάντι στον τρίτο γιό,λέγοντας ότι ο Ιησούς πέ-
θανε πάνω στο σταυρό για κάθε άνθρωπο και για τις αμαρτίες όλων μας,
που σαν αμαρτωλοί είμαστε εχθροί του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ιστορία του γαϊδαράκου
Ήταν μία από αυτές τις μέρες που τρέμει κάθε γονιός. Όχι βέβαια ότι ήταν άρρωστο κάποιο από τα κορίτσια, ευτυχώς. Η κατάσταση όμως για τους γονείς της Ελίζας και της Ρόδης ήταν από λίγο έως πολύ, απελπιστική. Για κάποιο λόγο ήταν κλειστά τα σχολεία, το οποίο συμβαίνει συχνά, όπως θα ξέρετε όσοι έχετε σχέσεις με αυτά. Αυτό δεν προβλημάτιζε συνήθως τους γονείς των κοριτσιών, γιατί ήταν η θεία Ευτυχία εκεί. Όμως αυτή τη φορά δεν μπορούσε η θεία Ευτυχία να τα κρατήσει όλη μέρα, δε θυμάμαι γιατί.
Έτσι, η λύση ήταν αναπόφευκτα η εξής: η Ελίζα και η Ρόδη θα πήγαιναν μαζί μα το μπαμπά ή τη μαμά, στη δουλειά, και θα προσπαθούσαν να βαρεθούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Τώρα δεν ξέρω πόση εμπειρία έχετε στο θέμα αυτό, μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να σας πω ότι όλη αυτή την περιπέτεια «πηγαίνουμε στη δουλειά της μαμάς, όλοι μας χαϊδεύουν στο κεφάλι και λένε πόσο μεγάλωσαν τα κορίτσια σου, πηγαίνουμε κάθε τρία λεπτά στην τουαλέτα, γιατί δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πού και πού αναγκάζουμε τη μαμά να μας πει να κάτσουμε ήσυχα, αλλά όχι και πολύ συχνά και φεύγοντας χαρίζουμε ζωγραφιές μόνο όμως σε όσους συναδέλφους της μας έδωσαν έστω και λίγη σημασία» πολύ συναρπαστική. Ήταν κάτι το διαφορετικό από την καθημερινότητά τους και τους κινούσε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη επιλογή τους, αλλά τελικά το ευχαριστιόντουσαν πάρα πολύ. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μαμά τους,
Τελοσπάντων, εκείνη τη μέρα αποφασίστηκε να πάει η Ρόδη μαζί με τη μαμά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σας πω κάποιες λεπτομέρειες για τη δουλειά της μαμάς της Ελίζας και της Ρόδης. Καταρχάς, η μαμά τους ήταν γιατρός, άρα δούλευε σε ένα νοσοκομείο. Είχε το γραφείο της σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν ακόμα άλλα δύο γραφεία, στα οποία δούλευαν άλλες δύο κυρίες. Η μία από αυτές ήταν η διευθύντρια και ήδη δουλεύανε αρκετό καιρό μαζί, ώστε είχανε γίνει και οι τρεις τους φίλες. Όπως φαντάζεστε, η μαμά, εκτός από την παρέα που έκανε μαζί τους, τους είχε μιλήσει για τα πράγματα του Θεού.
Έτσι, την ημέρα που ήταν να πάρει μαζί της τη Ρόδη στη δουλειά, η μαμά σκέφτηκε έξυπνα. Της είπε να διαλέξει λίγα παιχνιδάκια για να πάρει μαζί της, και η ίδια πήγε να βρει κάποια από τα αγαπημένα της βιβλιαράκια, μια που της Ρόδης της άρεσε πάρα πολύ να βάζει τους άλλους να της τα διαβάζουν (η ίδια δεν ήξερε να διαβάζει ακόμη). Τώρα, κατά πόσο αυτό άρεσε σε οποιονδήποτε είχαν καλέσει οι γονείς στο σπίτι, είναι άλλη ιστορία. Τελοσπάντων, η μαμά σκέφτηκε να πάρει ένα βιβλιαράκι που να λέει για το Χριστό μέσα, ώστε όποιος το διάβαζε στη Ρόδη να άκουγε και τίποτα χρήσιμο για τον εαυτό του….. Το βιβλίο που διάλεξε, τελικά, ήταν «ο φίλος μου ο γαϊδαράκος». Έλεγε για έναν γαϊδαράκο ο οποίος ζούσε στο στάβλο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα και τον είδε με τα ίδια του τα μάτια. Και όχι μόνο τότε, αλλά και πολλές άλλες φορές στη ζωή του ο γαϊδαράκος συνάντησε από κοντά τον Ιησού Χριστό, όπως, για παράδειγμα, τότε που χρειάστηκε ο Χριστός ένα γαϊδαράκι για να πάει κάπου, τελικά βρέθηκε ο ίδιος ο γαϊδαράκος της ιστορίας να κουβαλάει το Χριστό στην πλάτη του. Κοντά στο τέλος της ιστορίας ο γαϊδαράκος στέκεται γεμάτος απορία μπροστά στο σταυρό όπου πεθαίνει ο Χριστός. Μα γιατί τον σκοτώνουν; Σκέφτεται. Αυτός ήταν τόσο καλός με όλους, τι κακό έκανε;
Όμως, μετά από λίγες μέρες ο γαϊδαράκος βλέπει μια γυναίκα να περνά μπροστά του τρέχοντας. Είναι η γυναίκα εκείνη που είδε πρώτη τον άδειο τάφο του Χριστού και τρέχει να πει σε όλους ότι αναστήθηκε! Ο γαϊδαράκος τρελαίνεται από τη χαρά του. Και είναι κι εκείνος εκεί όταν ο Χριστός ανεβαίνει στον ουρανό.
Τελικά, η Ρόδη πέρασε πάρα πολύ ωραία εκείνη τη μέρα στη δουλειά της μαμάς. Η συνάδελφος της μαμάς της διάβασε δυο-τρεις φορές ολόκληρο το βιβλίο του γαϊδαράκου και η διευθύντρια τις έβγαλε φωτογραφία καθώς διαβάζανε. Και τώρα την έχουν βάλει σε μια ωραία ξύλινή κορνίζα πάνω στο περβάζι και την βλέπουν κάθε μέρα. Και τους θυμίζει ότι αν Τον αφήσουμε, ο Θεός χρησιμοποιεί κάθε μικρή ευκαιρία, κάθε μικρό πράγμα, όπως ένα παιδικό βιβλίο με απλές λεξούλες, για να δείξει στους ανθρώπους ότι υπάρχει και ότι τους αγαπάει.
Ήταν μία από αυτές τις μέρες που τρέμει κάθε γονιός. Όχι βέβαια ότι ήταν άρρωστο κάποιο από τα κορίτσια, ευτυχώς. Η κατάσταση όμως για τους γονείς της Ελίζας και της Ρόδης ήταν από λίγο έως πολύ, απελπιστική. Για κάποιο λόγο ήταν κλειστά τα σχολεία, το οποίο συμβαίνει συχνά, όπως θα ξέρετε όσοι έχετε σχέσεις με αυτά. Αυτό δεν προβλημάτιζε συνήθως τους γονείς των κοριτσιών, γιατί ήταν η θεία Ευτυχία εκεί. Όμως αυτή τη φορά δεν μπορούσε η θεία Ευτυχία να τα κρατήσει όλη μέρα, δε θυμάμαι γιατί.
Έτσι, η λύση ήταν αναπόφευκτα η εξής: η Ελίζα και η Ρόδη θα πήγαιναν μαζί μα το μπαμπά ή τη μαμά, στη δουλειά, και θα προσπαθούσαν να βαρεθούν όσο το δυνατόν λιγότερο. Τώρα δεν ξέρω πόση εμπειρία έχετε στο θέμα αυτό, μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να σας πω ότι όλη αυτή την περιπέτεια «πηγαίνουμε στη δουλειά της μαμάς, όλοι μας χαϊδεύουν στο κεφάλι και λένε πόσο μεγάλωσαν τα κορίτσια σου, πηγαίνουμε κάθε τρία λεπτά στην τουαλέτα, γιατί δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, πού και πού αναγκάζουμε τη μαμά να μας πει να κάτσουμε ήσυχα, αλλά όχι και πολύ συχνά και φεύγοντας χαρίζουμε ζωγραφιές μόνο όμως σε όσους συναδέλφους της μας έδωσαν έστω και λίγη σημασία» πολύ συναρπαστική. Ήταν κάτι το διαφορετικό από την καθημερινότητά τους και τους κινούσε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη επιλογή τους, αλλά τελικά το ευχαριστιόντουσαν πάρα πολύ. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη μαμά τους,
Τελοσπάντων, εκείνη τη μέρα αποφασίστηκε να πάει η Ρόδη μαζί με τη μαμά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σας πω κάποιες λεπτομέρειες για τη δουλειά της μαμάς της Ελίζας και της Ρόδης. Καταρχάς, η μαμά τους ήταν γιατρός, άρα δούλευε σε ένα νοσοκομείο. Είχε το γραφείο της σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν ακόμα άλλα δύο γραφεία, στα οποία δούλευαν άλλες δύο κυρίες. Η μία από αυτές ήταν η διευθύντρια και ήδη δουλεύανε αρκετό καιρό μαζί, ώστε είχανε γίνει και οι τρεις τους φίλες. Όπως φαντάζεστε, η μαμά, εκτός από την παρέα που έκανε μαζί τους, τους είχε μιλήσει για τα πράγματα του Θεού.
Έτσι, την ημέρα που ήταν να πάρει μαζί της τη Ρόδη στη δουλειά, η μαμά σκέφτηκε έξυπνα. Της είπε να διαλέξει λίγα παιχνιδάκια για να πάρει μαζί της, και η ίδια πήγε να βρει κάποια από τα αγαπημένα της βιβλιαράκια, μια που της Ρόδης της άρεσε πάρα πολύ να βάζει τους άλλους να της τα διαβάζουν (η ίδια δεν ήξερε να διαβάζει ακόμη). Τώρα, κατά πόσο αυτό άρεσε σε οποιονδήποτε είχαν καλέσει οι γονείς στο σπίτι, είναι άλλη ιστορία. Τελοσπάντων, η μαμά σκέφτηκε να πάρει ένα βιβλιαράκι που να λέει για το Χριστό μέσα, ώστε όποιος το διάβαζε στη Ρόδη να άκουγε και τίποτα χρήσιμο για τον εαυτό του….. Το βιβλίο που διάλεξε, τελικά, ήταν «ο φίλος μου ο γαϊδαράκος». Έλεγε για έναν γαϊδαράκο ο οποίος ζούσε στο στάβλο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα και τον είδε με τα ίδια του τα μάτια. Και όχι μόνο τότε, αλλά και πολλές άλλες φορές στη ζωή του ο γαϊδαράκος συνάντησε από κοντά τον Ιησού Χριστό, όπως, για παράδειγμα, τότε που χρειάστηκε ο Χριστός ένα γαϊδαράκι για να πάει κάπου, τελικά βρέθηκε ο ίδιος ο γαϊδαράκος της ιστορίας να κουβαλάει το Χριστό στην πλάτη του. Κοντά στο τέλος της ιστορίας ο γαϊδαράκος στέκεται γεμάτος απορία μπροστά στο σταυρό όπου πεθαίνει ο Χριστός. Μα γιατί τον σκοτώνουν; Σκέφτεται. Αυτός ήταν τόσο καλός με όλους, τι κακό έκανε;
Όμως, μετά από λίγες μέρες ο γαϊδαράκος βλέπει μια γυναίκα να περνά μπροστά του τρέχοντας. Είναι η γυναίκα εκείνη που είδε πρώτη τον άδειο τάφο του Χριστού και τρέχει να πει σε όλους ότι αναστήθηκε! Ο γαϊδαράκος τρελαίνεται από τη χαρά του. Και είναι κι εκείνος εκεί όταν ο Χριστός ανεβαίνει στον ουρανό.
Τελικά, η Ρόδη πέρασε πάρα πολύ ωραία εκείνη τη μέρα στη δουλειά της μαμάς. Η συνάδελφος της μαμάς της διάβασε δυο-τρεις φορές ολόκληρο το βιβλίο του γαϊδαράκου και η διευθύντρια τις έβγαλε φωτογραφία καθώς διαβάζανε. Και τώρα την έχουν βάλει σε μια ωραία ξύλινή κορνίζα πάνω στο περβάζι και την βλέπουν κάθε μέρα. Και τους θυμίζει ότι αν Τον αφήσουμε, ο Θεός χρησιμοποιεί κάθε μικρή ευκαιρία, κάθε μικρό πράγμα, όπως ένα παιδικό βιβλίο με απλές λεξούλες, για να δείξει στους ανθρώπους ότι υπάρχει και ότι τους αγαπάει.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ...
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δε σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δε φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι• σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δε μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα.
Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε.
Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
«Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ...».
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δε σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δε φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι• σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δε μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα.
Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε.
Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
«Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ...».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Κρατώντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο από τη βάση του, η Ελίζα το γύρισε αργά και προσεκτικά, μέχρι που ήρθε το πίσω μέρος του μπροστά. Η Ρόδη κοίταξε προσεκτικά τα ψεύτικα πράσινα κλαδιά.
-Έχεις δίκιο, παρ’ όλο που είναι στο πίσω μέρος, δεν μπορούμε να τα αφήσουμε άδεια. Ίσως να κρεμάσουμε μόνο φωτάκια ώστε να φαίνονται από έξω, απ’ το τζάμι.
-Όχι, όχι. Το δέντρο πρέπει να είναι στολισμένο παντού, ακόμα κι εκεί που δεν φαίνεται.
Η Ρόδη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Στο σπίτι της Ελίζας και της Ρόδης άρχιζαν να προετοιμάζονται για τα Χριστούγεννα από τον Οκτώβρη και τα θυμόντουσαν μετά με συγκίνηση κάθε χρόνο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Κάποια στιγμή μέσα στο Δεκέμβρη αποφάσιζαν πως μπορούσαν να στολίσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και το σπίτι χωρίς να τους πάρουν όλοι για τρελούς. Έβαζαν να ακούγεται χριστουγεννιάτικη μουσική και άρχιζαν το στόλισμα, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι αδερφούλες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Και όντως έτσι ήταν, αν βέβαια εξαιρέσουμε πόσο ψηλά σκαρφάλωνε ο μπαμπάς (κάθε χρόνο και πιο ψηλά) για να κρεμάσει φωτάκια από το μπαλκόνι μέχρι το ταβάνι της κουζίνας. Και επίσης αν εξαιρέσουμε όλο το σκούπισμα και το σιδέρωμα που έκανε η μαμά, είτε για να καθαρίσει τα κατάλοιπα των κοριτσιών αφού τελείωναν το δημιουργικό τους έργο, είτε για να εξαφανίσει τις γραμμές από τα καινούργια χριστουγεννιάτικα τραπεζομάντιλα που έβγαιναν από το ντουλάπι.
Τελοσπάντων, τελείωνε κάποτε όλο αυτό το πανηγύρι και άρχιζε η εποχή των δώρων. Κάθε μέρα κάποιος ακουμπούσε κάτω από το δέντρο ένα πακετάκι. Από τα μικρότερα και πιο συνηθισμένα αντικείμενα, όπως μολύβια ή ένα πακετάκι με μπαλόνια, μέχρι τα αγαπημένα παιχνίδια των κοριτσιών, όπως μία κόκκινη ομπρέλα για την Ελίζα και ένα μωβ αρκουδάκι, που αμέσως το λάτρεψε η Ρόδη. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα πακέτα γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, όλο και πιο πολλά, όλο και πιο φανταχτερά και «χριστουγεννιάτικα». Για την ακρίβεια, κοντά στην παραμονή των Χριστουγέννων, δεν χρειαζόταν να είναι κανείς παιδί για να ξοδεύει λίγα λεπτά πριν κοιμηθεί τη νύχτα στη σκέψη τι να ’ναι μέσα στο κίτρινο πακέτο με τον καφέ φιόγκο; ή, πόσα από αυτά είναι άραγε για μένα; ή ακόμα, θα μου αρέσει φέτος κανένα από τα δώρα μου;
Έχουμε αφήσει όμως την Ελίζα και τη Ρόδη να στολίσουν το δέντρο μόνες τους και θα μας ψάχνουν.
Το ίδιο απόγευμα λοιπόν, όταν το δέντρο στεκόταν λαμπυρίζοντας στην πιο καλή θέση του σαλονιού και η μοκέτα τριγύρω ήταν καθαρή, βάλθηκαν η Ελίζα με τη Ρόδη να το θαυμάζουν και να πλέκουν μεταξύ τους σχέδια για τις διακοπές, που θα ’ρχονταν σε δυο εβδομάδες. Όπως καταλαβαίνετε, πιο συχνά η κουβέντα τους γύριζε στο θέμα των δώρων. Και δεν εννοώ τα δώρα που περίμεναν να πάρουν. Όχι, γι’ αυτά ποτέ δεν μιλούσαν, μόνο έλπιζαν και... περίμεναν. Τώρα συζητούσαν για τα δώρα που οι ίδιες σκόπευαν να βάλουν κάτω από το δέντρο, όσο μικρά κι αν ήταν, αλλά σίγουρα σημαντικά.
Έτσι, με όνειρα που πλέκανε μέσα στην παιδική καρδούλα τους, πέρασαν οι μέρες, ήρθαν οι διακοπές. Δεν είχανε αρχίσει καλά-καλά να γιορτάζουν την ελευθερία τους από το σχολείο κα τα μαθήματα, όταν συνειδητοποίησαν ότι οι μέρες των διακοπών για κάποιο περίεργο λόγο περνούν πιο γρήγορα από τις άλλες, τις κανονικές μέρες, και ήταν ήδη παραμονή Χριστουγέννων. Αυτή ήταν μια από τις πιο αγαπημένες τους μέρες στο χρόνο, γιατί περιείχε τα κάλαντα. Δεν τα λέγανε όμως το πρωί, αλλά το βράδυ. Και δεν γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι μαζεύοντας λεφτά, αλλά πήγαιναν σε πολύ συγκεκριμένα σπίτια, όπου έψαλλαν για τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός στον κόσμο και τους δίνανε κουραμπιέδες και καρύδια. Ήταν τόσο ωραία, γιατί ερχότανε και ο μπαμπάς και η μαμά μαζί, καθώς και πολλοί αδελφοί από την εκκλησία, και στο δρόμο γελούσαν και κρυώνανε και χάνανε το δρόμο κι έπειτα τον ξαναβρίσκανε, αλλά έτσι είχαν περάσει δύο ώρες και έφτασε μιάμιση ώρα το πρωί. Όμως κανείς δεν φώναζε ότι πρέπει να πάνε στα κρεβάτια τους, ίσα-ίσα που το χαιρόντουσαν κιόλας και τρώγανε καραμέλες για το λαιμό, που τους πόνεσε τόση ώρα να ψάλλουνε μέσα στη νύχτα.
Η μέρα των Χριστουγέννων ξημέρωσε πολύ πριν από τη φυσιολογική της ώρα. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, γιατί μπορεί να έχει πλάκα μία φορά το χρόνο να πέφτεις για ύπνο στις τρεις το πρωί, αλλά σίγουρα τα πράγματα δυσκολεύουν όταν πρέπει να σηκωθείς μετά από μόνο έξι ώρες ύπνου (ειδικά αν είσαι οχτώ και εννιά χρονών και πηγαίνεις στην Τρίτη και Τετάρτη τάξη του Δημοτικού). Όμως, μόλις ο μπαμπάς έβαλε χριστουγεννιάτικη μουσική, η Ελίζα και η Ρόδη σηκώθηκαν γρήγορα από τα κρεβάτια τους. Γιατί αυτή ήταν η μέρα που θ’ άνοιγαν τα δώρα. Καθώς έβγαιναν από την πόρτα, η Ρόδη έριξε μια τελευταία, γεμάτη λαχτάρα ματιά στη στοίβα κάτω από το δέντρο. Έπρεπε πρώτα να πάνε στην εκκλησία, μετά να φάνε με τον παππού και τη γιαγιά, κι έπειτα θα γύριζαν σπίτι και θα άνοιγαν τα δώρα. Η Ελίζα και η Ρόδη μετρούσαν τις ώρες.
Όμως κάτι περίεργο συνέβη εκείνη τη μέρα στην εκκλησία.
Σίγουρα την ιστορία των Χριστουγέννων την ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά, δεν περίμεναν τώρα να την ακούσουν. Αυτό όμως που άκουσαν δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου με τις ζωγραφιές που έχουν οι κάρτες, ένα μωρό να παίζει ευτυχισμένο μέσα σε μια κουνίτσα με λίγα άχυρα μέσα, ενώ δίπλα του χαμογελούν με ευλάβεια ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, οι μάγοι, οι άγγελοι, τ’ αστέρια.
Καθώς άκουγαν, η εικόνα άρχιζε να αλλάζει μέσα στο μυαλό τους. Η γυναίκα δεν ήταν μια καλλονή με ένα στεφάνι γύρω από το πρόσωπό της. Ήτανε ντυμένη με τον ήλιο και τ’ αστέρια. Και πονούσε και φώναζε για να γεννήσει.
Η Ρόδη άκουγε με όλη της την προσοχή αυτήν την τόσο γνωστή και τόσο άγνωστη ιστορία, που ξαφνικά έμοιαζε με το πιο όμορφο παραμύθι που είχε ποτέ ακούσει. Και ήταν και αλήθεια, δηλαδή ακόμη καλύτερο από παραμύθι. Έριξε μια ματιά στην Ελίζα και είδε ότι και εκείνη άκουγε με προσοχή και είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν τα μάγουλά της, όπως όταν άνοιγε ένα δώρο που της άρεσε πολύ.
Πριν, πολύ πριν από τον άγγελο που εμφανίστηκε στους βοσκούς και τους προσκάλεσε στο στάβλο που γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου, ήρθε ένας άλλος επισκέπτης στη φάτνη. Ενώ φώναζε η γυναίκα πού ’ταν ντυμένη με τον ήλιο, ήρθε ένας δράκος και στάθηκε μπροστά της. Και τι δράκος ήτανε αυτός... Ήταν μεγάλος σαν βουνό και κόκκινος σαν τη φωτιά κι ήταν κακός πολύ. Κακός και επικίνδυνος. Πήγε και στάθηκε μπροστά στη φάτνη, τεράστιος κι απειλητικός. Περίμενε πότε θα γεννήσει η όμορφη γυναίκα. Και δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει το μωρό να δει τον πρωινό ήλιο. Μόλις γεννιόταν, θα το έτρωγε. Βλέπετε, ο δράκος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Θεού από πολύ παλιά, πριν γεννηθείτε εσείς, πριν ακόμα φτιαχτεί ο κόσμος μας. Το μωρό αυτό που θα γεννιόταν το είχε στείλει ο Θεός από τον Ουρανό για να φέρει τους ανθρώπους κοντά στον Θεό. Θα πέθαινε τελικά, αλλά όχι ως μωρό, ως άντρας, και θα πέθαινε με τη θέλησή Του παίρνοντας πάνω Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Αν όμως συνέβαινε αυτό, θα γίνονταν οι άνθρωποι καλοί, όσοι δηλαδή το πίστευαν αυτό πραγματικά. Τόσο καλοί, που τελικά ο Θεός θα τους έπαιρνε να ζήσουν μαζί Του. Κι αυτό καθόλου δεν συνέφερε το δράκο, γιατί είπαμε, μισούσε τον Θεό και κάθε Του προσπάθεια να σώσει τους ανθρώπους.
Η γυναίκα λοιπόν πονούσε, ο άντρας που είχε βάλει ο Θεός να την προσέχει προσευχόταν και τη βοηθούσε και ο δράκος περίμενε. Όπως θα έχετε ήδη μαντέψει, ο Θεός μας, που ήταν και είναι πολύ πιο δυνατός από τον δράκο, δεν το άφησε το μωρό να πάθει τίποτα. Ο δράκος εξοργίστηκε ακόμα πιο πολύ, που του πήραν την μπουκιά από το στόμα, αλλά και επειδή για άλλη μια φορά τα σχέδιά του δεν έφεραν αποτέλεσμα. Αλλά στον Ουρανό, στους αγγέλους του Θεού, υπήρχε μεγάλη χαρά και μεγάλη γιορτή για τη νίκη του Θεού εναντίον του διαβόλου. Και μέσα στις καρδιές των νέων γονιών, του Ιωσήφ και της Μαρίας, υπήρχε χαρά και συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη. Κι έπειτα ήρθαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν τον Γιο του Θεού, γιατί από όλους τους μεγάλους του κόσμου κανείς δεν πήρε είδηση για τη μάχη, για το θαύμα που μόλις έγινε μέσα σ’ ένα στάβλο στη Βηθλεέμ.
Ο δράκος έφυγε εκείνη τη μέρα, αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να ματαιώσει τα σχέδια του Θεού. Κι εμείς ξέρουμε ότι ο Χριστός μεγάλωσε κι έγινε αγοράκι, έπειτα νέος άντρας. Και δίδαξε στον κόσμο τα πράγματα του Θεού κι έκανε θαύματα για να τους βοηθήσει να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε και τέλος σταυρώθηκε και πέθανε για τις δικές μας αμαρτίες. Ξέρουμε ότι αναστήθηκε και τώρα είναι στον Ουρανό και μας περιμένει να πάμε να Τον συναντήσουμε. Έγινε ολόκληρο το έργο της σωτηρίας, όπως το είχε ετοιμάσει ο Θεός με υπερβολικά μεγάλη αγάπη για μας. Και ακόμα και σήμερα όποιος πιστέψει στον Χριστό λυτρώνεται από την αμαρτία κι αλλάζει η ζωή του ολόκληρη και ζει μόνο για τον Χριστό.
Δηλαδή εντάξει, νικήθηκε ο δράκος, δεν κατάφερε να σταματήσει τον Θεό. Όντως δεν κατάφερε να νικήσει τον Θεό και ούτε ποτέ θα τα καταφέρει, όμως δεν έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια. Τη μέρα που αναστήθηκε ο Χριστός μας και ολοκληρώθηκε το έργο της σωτηρίας μας, ο διάβολος αποφάσισε, έτσι όπως κυνηγούσε την έγκυο γυναίκα τότε, έτσι να κυνηγάει όλους όσοι θα πιστέψουν σ’ Αυτόν, στο Γιο του Θεού. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε να μην αφήνουμε την καρδιά μας αφύλακτη, γιατί μπορεί να μας πιάσει στον ύπνο και να μας την κλέψει. Αλλά πάνω απ’ όλα ξέρουμε ότι ο Θεός προσέχει και φυλάει την καρδιά μας καλύτερα από μας, όταν τη δώσουμε σ’ Αυτόν.
Η Ρόδη ούτε που κατάλαβε τι έφαγε στο πλούσιο τραπέζι που είχε ετοιμάσει η γιαγιά, ούτε πότε σηκώθηκαν να φύγουν. Στο μυαλό της γύριζαν εικόνες από τη γυναίκα που είχε στα μαλλιά της τ’ αστέρια και στα πόδια το φεγγάρι, τον πελώριο δράκο, που περίμενε με μίσος στα μάτια του, και έναν άντρα στα κατάλευκα ντυμένο, που κρατούσε στο χέρι Του ένα πελώριο σπαθί και σκότωνε το δράκο, για να τη σώσει. Για να σώσει ένα ασήμαντο, μικρό κορίτσι.
Έφτασαν στο σπίτι. Οι γονείς είναι ενθουσιασμένοι, περιμένοντας με ανυπομονησία τα χαρούμενα γέλια των κοριτσιών, καθώς θα ανακάλυπταν το κάθε ένα δωράκι. Η Ρόδη γυρνάει το βλέμμα της στη βάση του δέντρου, όπως ακριβώς είχε κάνει το πρωί την ώρα που έφευγαν. Κοιτάζει με προσοχή, όμως το μόνο που βλέπει είναι ένα μικρό σπιτάκι στη Βηθλεέμ πού ’χει στο πλάι ένα στάβλο. Και πάνω από το στάβλο, ο νυχτερινός ουρανός είναι γεμάτος από την εικόνα μιας φοβερής μάχης, ο δράκος από τη μία μεριά, οι φωτεινοί άγγελοι, το στράτευμα του Θεού από την άλλη. Φωνές, σκόνη, αίμα. Οι φωνές ενώνονται με τις κραυγές της Μαρίας που γεννάει. Και γίναν όλα για μένα, σκέφτεται.
Δίπλα της, η Ελίζα σκέφτεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ξαφνικά αισθάνονται ότι τα δώρα μπορούν να περιμένουν μέχρι το απόγευμα. Μπορούν ίσως και να περιμένουν για πάντα. Το μεγαλύτερο δώρο το έχουμε πάρει, σκέφτονται. Εδώ και χρόνια. Καιρός να το ανοίξουμε.
Κρατώντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο από τη βάση του, η Ελίζα το γύρισε αργά και προσεκτικά, μέχρι που ήρθε το πίσω μέρος του μπροστά. Η Ρόδη κοίταξε προσεκτικά τα ψεύτικα πράσινα κλαδιά.
-Έχεις δίκιο, παρ’ όλο που είναι στο πίσω μέρος, δεν μπορούμε να τα αφήσουμε άδεια. Ίσως να κρεμάσουμε μόνο φωτάκια ώστε να φαίνονται από έξω, απ’ το τζάμι.
-Όχι, όχι. Το δέντρο πρέπει να είναι στολισμένο παντού, ακόμα κι εκεί που δεν φαίνεται.
Η Ρόδη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Στο σπίτι της Ελίζας και της Ρόδης άρχιζαν να προετοιμάζονται για τα Χριστούγεννα από τον Οκτώβρη και τα θυμόντουσαν μετά με συγκίνηση κάθε χρόνο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Κάποια στιγμή μέσα στο Δεκέμβρη αποφάσιζαν πως μπορούσαν να στολίσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και το σπίτι χωρίς να τους πάρουν όλοι για τρελούς. Έβαζαν να ακούγεται χριστουγεννιάτικη μουσική και άρχιζαν το στόλισμα, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι αδερφούλες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Και όντως έτσι ήταν, αν βέβαια εξαιρέσουμε πόσο ψηλά σκαρφάλωνε ο μπαμπάς (κάθε χρόνο και πιο ψηλά) για να κρεμάσει φωτάκια από το μπαλκόνι μέχρι το ταβάνι της κουζίνας. Και επίσης αν εξαιρέσουμε όλο το σκούπισμα και το σιδέρωμα που έκανε η μαμά, είτε για να καθαρίσει τα κατάλοιπα των κοριτσιών αφού τελείωναν το δημιουργικό τους έργο, είτε για να εξαφανίσει τις γραμμές από τα καινούργια χριστουγεννιάτικα τραπεζομάντιλα που έβγαιναν από το ντουλάπι.
Τελοσπάντων, τελείωνε κάποτε όλο αυτό το πανηγύρι και άρχιζε η εποχή των δώρων. Κάθε μέρα κάποιος ακουμπούσε κάτω από το δέντρο ένα πακετάκι. Από τα μικρότερα και πιο συνηθισμένα αντικείμενα, όπως μολύβια ή ένα πακετάκι με μπαλόνια, μέχρι τα αγαπημένα παιχνίδια των κοριτσιών, όπως μία κόκκινη ομπρέλα για την Ελίζα και ένα μωβ αρκουδάκι, που αμέσως το λάτρεψε η Ρόδη. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα πακέτα γίνονταν όλο και πιο μεγάλα, όλο και πιο πολλά, όλο και πιο φανταχτερά και «χριστουγεννιάτικα». Για την ακρίβεια, κοντά στην παραμονή των Χριστουγέννων, δεν χρειαζόταν να είναι κανείς παιδί για να ξοδεύει λίγα λεπτά πριν κοιμηθεί τη νύχτα στη σκέψη τι να ’ναι μέσα στο κίτρινο πακέτο με τον καφέ φιόγκο; ή, πόσα από αυτά είναι άραγε για μένα; ή ακόμα, θα μου αρέσει φέτος κανένα από τα δώρα μου;
Έχουμε αφήσει όμως την Ελίζα και τη Ρόδη να στολίσουν το δέντρο μόνες τους και θα μας ψάχνουν.
Το ίδιο απόγευμα λοιπόν, όταν το δέντρο στεκόταν λαμπυρίζοντας στην πιο καλή θέση του σαλονιού και η μοκέτα τριγύρω ήταν καθαρή, βάλθηκαν η Ελίζα με τη Ρόδη να το θαυμάζουν και να πλέκουν μεταξύ τους σχέδια για τις διακοπές, που θα ’ρχονταν σε δυο εβδομάδες. Όπως καταλαβαίνετε, πιο συχνά η κουβέντα τους γύριζε στο θέμα των δώρων. Και δεν εννοώ τα δώρα που περίμεναν να πάρουν. Όχι, γι’ αυτά ποτέ δεν μιλούσαν, μόνο έλπιζαν και... περίμεναν. Τώρα συζητούσαν για τα δώρα που οι ίδιες σκόπευαν να βάλουν κάτω από το δέντρο, όσο μικρά κι αν ήταν, αλλά σίγουρα σημαντικά.
Έτσι, με όνειρα που πλέκανε μέσα στην παιδική καρδούλα τους, πέρασαν οι μέρες, ήρθαν οι διακοπές. Δεν είχανε αρχίσει καλά-καλά να γιορτάζουν την ελευθερία τους από το σχολείο κα τα μαθήματα, όταν συνειδητοποίησαν ότι οι μέρες των διακοπών για κάποιο περίεργο λόγο περνούν πιο γρήγορα από τις άλλες, τις κανονικές μέρες, και ήταν ήδη παραμονή Χριστουγέννων. Αυτή ήταν μια από τις πιο αγαπημένες τους μέρες στο χρόνο, γιατί περιείχε τα κάλαντα. Δεν τα λέγανε όμως το πρωί, αλλά το βράδυ. Και δεν γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι μαζεύοντας λεφτά, αλλά πήγαιναν σε πολύ συγκεκριμένα σπίτια, όπου έψαλλαν για τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός στον κόσμο και τους δίνανε κουραμπιέδες και καρύδια. Ήταν τόσο ωραία, γιατί ερχότανε και ο μπαμπάς και η μαμά μαζί, καθώς και πολλοί αδελφοί από την εκκλησία, και στο δρόμο γελούσαν και κρυώνανε και χάνανε το δρόμο κι έπειτα τον ξαναβρίσκανε, αλλά έτσι είχαν περάσει δύο ώρες και έφτασε μιάμιση ώρα το πρωί. Όμως κανείς δεν φώναζε ότι πρέπει να πάνε στα κρεβάτια τους, ίσα-ίσα που το χαιρόντουσαν κιόλας και τρώγανε καραμέλες για το λαιμό, που τους πόνεσε τόση ώρα να ψάλλουνε μέσα στη νύχτα.
Η μέρα των Χριστουγέννων ξημέρωσε πολύ πριν από τη φυσιολογική της ώρα. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, γιατί μπορεί να έχει πλάκα μία φορά το χρόνο να πέφτεις για ύπνο στις τρεις το πρωί, αλλά σίγουρα τα πράγματα δυσκολεύουν όταν πρέπει να σηκωθείς μετά από μόνο έξι ώρες ύπνου (ειδικά αν είσαι οχτώ και εννιά χρονών και πηγαίνεις στην Τρίτη και Τετάρτη τάξη του Δημοτικού). Όμως, μόλις ο μπαμπάς έβαλε χριστουγεννιάτικη μουσική, η Ελίζα και η Ρόδη σηκώθηκαν γρήγορα από τα κρεβάτια τους. Γιατί αυτή ήταν η μέρα που θ’ άνοιγαν τα δώρα. Καθώς έβγαιναν από την πόρτα, η Ρόδη έριξε μια τελευταία, γεμάτη λαχτάρα ματιά στη στοίβα κάτω από το δέντρο. Έπρεπε πρώτα να πάνε στην εκκλησία, μετά να φάνε με τον παππού και τη γιαγιά, κι έπειτα θα γύριζαν σπίτι και θα άνοιγαν τα δώρα. Η Ελίζα και η Ρόδη μετρούσαν τις ώρες.
Όμως κάτι περίεργο συνέβη εκείνη τη μέρα στην εκκλησία.
Σίγουρα την ιστορία των Χριστουγέννων την ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά, δεν περίμεναν τώρα να την ακούσουν. Αυτό όμως που άκουσαν δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου με τις ζωγραφιές που έχουν οι κάρτες, ένα μωρό να παίζει ευτυχισμένο μέσα σε μια κουνίτσα με λίγα άχυρα μέσα, ενώ δίπλα του χαμογελούν με ευλάβεια ο Ιωσήφ και η Μαρία, οι βοσκοί, οι μάγοι, οι άγγελοι, τ’ αστέρια.
Καθώς άκουγαν, η εικόνα άρχιζε να αλλάζει μέσα στο μυαλό τους. Η γυναίκα δεν ήταν μια καλλονή με ένα στεφάνι γύρω από το πρόσωπό της. Ήτανε ντυμένη με τον ήλιο και τ’ αστέρια. Και πονούσε και φώναζε για να γεννήσει.
Η Ρόδη άκουγε με όλη της την προσοχή αυτήν την τόσο γνωστή και τόσο άγνωστη ιστορία, που ξαφνικά έμοιαζε με το πιο όμορφο παραμύθι που είχε ποτέ ακούσει. Και ήταν και αλήθεια, δηλαδή ακόμη καλύτερο από παραμύθι. Έριξε μια ματιά στην Ελίζα και είδε ότι και εκείνη άκουγε με προσοχή και είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν τα μάγουλά της, όπως όταν άνοιγε ένα δώρο που της άρεσε πολύ.
Πριν, πολύ πριν από τον άγγελο που εμφανίστηκε στους βοσκούς και τους προσκάλεσε στο στάβλο που γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου, ήρθε ένας άλλος επισκέπτης στη φάτνη. Ενώ φώναζε η γυναίκα πού ’ταν ντυμένη με τον ήλιο, ήρθε ένας δράκος και στάθηκε μπροστά της. Και τι δράκος ήτανε αυτός... Ήταν μεγάλος σαν βουνό και κόκκινος σαν τη φωτιά κι ήταν κακός πολύ. Κακός και επικίνδυνος. Πήγε και στάθηκε μπροστά στη φάτνη, τεράστιος κι απειλητικός. Περίμενε πότε θα γεννήσει η όμορφη γυναίκα. Και δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει το μωρό να δει τον πρωινό ήλιο. Μόλις γεννιόταν, θα το έτρωγε. Βλέπετε, ο δράκος αυτός ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Θεού από πολύ παλιά, πριν γεννηθείτε εσείς, πριν ακόμα φτιαχτεί ο κόσμος μας. Το μωρό αυτό που θα γεννιόταν το είχε στείλει ο Θεός από τον Ουρανό για να φέρει τους ανθρώπους κοντά στον Θεό. Θα πέθαινε τελικά, αλλά όχι ως μωρό, ως άντρας, και θα πέθαινε με τη θέλησή Του παίρνοντας πάνω Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Αν όμως συνέβαινε αυτό, θα γίνονταν οι άνθρωποι καλοί, όσοι δηλαδή το πίστευαν αυτό πραγματικά. Τόσο καλοί, που τελικά ο Θεός θα τους έπαιρνε να ζήσουν μαζί Του. Κι αυτό καθόλου δεν συνέφερε το δράκο, γιατί είπαμε, μισούσε τον Θεό και κάθε Του προσπάθεια να σώσει τους ανθρώπους.
Η γυναίκα λοιπόν πονούσε, ο άντρας που είχε βάλει ο Θεός να την προσέχει προσευχόταν και τη βοηθούσε και ο δράκος περίμενε. Όπως θα έχετε ήδη μαντέψει, ο Θεός μας, που ήταν και είναι πολύ πιο δυνατός από τον δράκο, δεν το άφησε το μωρό να πάθει τίποτα. Ο δράκος εξοργίστηκε ακόμα πιο πολύ, που του πήραν την μπουκιά από το στόμα, αλλά και επειδή για άλλη μια φορά τα σχέδιά του δεν έφεραν αποτέλεσμα. Αλλά στον Ουρανό, στους αγγέλους του Θεού, υπήρχε μεγάλη χαρά και μεγάλη γιορτή για τη νίκη του Θεού εναντίον του διαβόλου. Και μέσα στις καρδιές των νέων γονιών, του Ιωσήφ και της Μαρίας, υπήρχε χαρά και συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη. Κι έπειτα ήρθαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν τον Γιο του Θεού, γιατί από όλους τους μεγάλους του κόσμου κανείς δεν πήρε είδηση για τη μάχη, για το θαύμα που μόλις έγινε μέσα σ’ ένα στάβλο στη Βηθλεέμ.
Ο δράκος έφυγε εκείνη τη μέρα, αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να ματαιώσει τα σχέδια του Θεού. Κι εμείς ξέρουμε ότι ο Χριστός μεγάλωσε κι έγινε αγοράκι, έπειτα νέος άντρας. Και δίδαξε στον κόσμο τα πράγματα του Θεού κι έκανε θαύματα για να τους βοηθήσει να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε και τέλος σταυρώθηκε και πέθανε για τις δικές μας αμαρτίες. Ξέρουμε ότι αναστήθηκε και τώρα είναι στον Ουρανό και μας περιμένει να πάμε να Τον συναντήσουμε. Έγινε ολόκληρο το έργο της σωτηρίας, όπως το είχε ετοιμάσει ο Θεός με υπερβολικά μεγάλη αγάπη για μας. Και ακόμα και σήμερα όποιος πιστέψει στον Χριστό λυτρώνεται από την αμαρτία κι αλλάζει η ζωή του ολόκληρη και ζει μόνο για τον Χριστό.
Δηλαδή εντάξει, νικήθηκε ο δράκος, δεν κατάφερε να σταματήσει τον Θεό. Όντως δεν κατάφερε να νικήσει τον Θεό και ούτε ποτέ θα τα καταφέρει, όμως δεν έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια. Τη μέρα που αναστήθηκε ο Χριστός μας και ολοκληρώθηκε το έργο της σωτηρίας μας, ο διάβολος αποφάσισε, έτσι όπως κυνηγούσε την έγκυο γυναίκα τότε, έτσι να κυνηγάει όλους όσοι θα πιστέψουν σ’ Αυτόν, στο Γιο του Θεού. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε να μην αφήνουμε την καρδιά μας αφύλακτη, γιατί μπορεί να μας πιάσει στον ύπνο και να μας την κλέψει. Αλλά πάνω απ’ όλα ξέρουμε ότι ο Θεός προσέχει και φυλάει την καρδιά μας καλύτερα από μας, όταν τη δώσουμε σ’ Αυτόν.
Η Ρόδη ούτε που κατάλαβε τι έφαγε στο πλούσιο τραπέζι που είχε ετοιμάσει η γιαγιά, ούτε πότε σηκώθηκαν να φύγουν. Στο μυαλό της γύριζαν εικόνες από τη γυναίκα που είχε στα μαλλιά της τ’ αστέρια και στα πόδια το φεγγάρι, τον πελώριο δράκο, που περίμενε με μίσος στα μάτια του, και έναν άντρα στα κατάλευκα ντυμένο, που κρατούσε στο χέρι Του ένα πελώριο σπαθί και σκότωνε το δράκο, για να τη σώσει. Για να σώσει ένα ασήμαντο, μικρό κορίτσι.
Έφτασαν στο σπίτι. Οι γονείς είναι ενθουσιασμένοι, περιμένοντας με ανυπομονησία τα χαρούμενα γέλια των κοριτσιών, καθώς θα ανακάλυπταν το κάθε ένα δωράκι. Η Ρόδη γυρνάει το βλέμμα της στη βάση του δέντρου, όπως ακριβώς είχε κάνει το πρωί την ώρα που έφευγαν. Κοιτάζει με προσοχή, όμως το μόνο που βλέπει είναι ένα μικρό σπιτάκι στη Βηθλεέμ πού ’χει στο πλάι ένα στάβλο. Και πάνω από το στάβλο, ο νυχτερινός ουρανός είναι γεμάτος από την εικόνα μιας φοβερής μάχης, ο δράκος από τη μία μεριά, οι φωτεινοί άγγελοι, το στράτευμα του Θεού από την άλλη. Φωνές, σκόνη, αίμα. Οι φωνές ενώνονται με τις κραυγές της Μαρίας που γεννάει. Και γίναν όλα για μένα, σκέφτεται.
Δίπλα της, η Ελίζα σκέφτεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ξαφνικά αισθάνονται ότι τα δώρα μπορούν να περιμένουν μέχρι το απόγευμα. Μπορούν ίσως και να περιμένουν για πάντα. Το μεγαλύτερο δώρο το έχουμε πάρει, σκέφτονται. Εδώ και χρόνια. Καιρός να το ανοίξουμε.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Κάποτε τα Χριστούγεννα
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, σε μια πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ , μέσα σε μια φτωχική σπηλιά, δίπλα σε μια φάτνη αλόγων, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός μας. Δίπλα του η Παναγία σαν καλή μαμά τον προστάτευε και έξω χιλιάδες καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Είχε έλθει η θεϊκή πνοή του Χριστού κάτω στη γη, για να χαμογελάσει στον πόνο και στην δυστυχία. Οι προφήτες είχαν προαναγγείλει χιλιάδες χρόνια πριν τον ερχομό του. Κι ήταν η γλυκειά απαντοχή μέσα στο σκοτάδι της ζωής.
Έλαμψε φως από την Ανατολή και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά του κόσμου. Ο Πλάστης μας έγινε άνθρωπος και τα ουράνια έσκυψαν στη γη και άστραψε ο κόσμος από το άπλετο φως της λύτρωσης. Ήταν βαριά και πυκνά τα σύννεφα. Το χιόνι είχε σκεπάσει την πλάση. Το ξεροβόρι λυσσομανούσε και εκείνη την νυχτιά του Δεκέμβρη ο Χριστός μας σαν αστραπόμορφος Ήλιος ήλθε να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές και να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο.
Έστησε το θρόνο του στη γη και σαν ουράνιος μαγνήτης μας ‘έφερε κοντά του, θέλοντας να μας γνωρίσει την μεγάλη μας καταγωγή. Ήλθε για να γράψει στις καρδιές μας τον νόμο «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου» να μας βοηθήσει στην δύσκολη ανηφοριά.
Να αφήσουμε τα ερειπωμένα μονοπάτια της ζωής που οδηγούν στον πόνο και την δυστυχία, ώστε να αντικρίσουμε τον δρόμο της Βηθλεέμ που είναι η χαρά και η ευτυχία.
Τι κι αν πέρασαν 2000 χρόνια από την γέννησή του, οι άνθρωποι πάντα οδοιπόροι ακολουθούν τους μάγους για να φτάσουν στην Βηθλεέμ να εναποθέσουν τους θησαυρούς της αγάπης τους και της καρδιάς τους και να καταυγάσουν το θείο φως.
Ω! Τι επίσκεψη χαρούμενη ήταν η γέννηση του Λυτρωτή! Θεός ταπεινώθηκε και Θεός γεννήθηκε πάνω στην γη για να μας σώσει.
Αλησμόνητη νύχτα…Νύχτα ένδοξη, ξεχωριστή. Ο ουρανός εσκίρτησε. Έλαμψε και χιλιάδες άγγελοι κατέβηκαν και στάθηκαν έκθαμποι να δουν το Θείο βρέφος μέσα στη φτωχική φάτνη των αλόγων.
Μπροστά σ’αυτό το θαύμα της θείας αγάπης, έφτιαξαν ύμνους αγγελικούς, νικητήριους για να αντηχούν στις καρδιές όλων των ανθρώπων και μαζί τους να υμνούν τον Λυτρωτή ψάλλοντας «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Κάθε Χριστουγεννιάτικη νύχτα ανά τους αιώνες επαναλαμβάνεται, ώστε κανείς να μην μείνει δίχως την πληροφόρηση του χαρμόσυνου μηνύματος. Εμείς πως δεχτήκαμε το μήνυμα; Ποιο δρόμο πήραμε για την αχυρένια φάτνη;
Εκεί μέσα γεννήθηκε ένας Θεός. Πρέπει να τον προσκυνήσουμε μαζί με τους χιλιάδες αγγέλους, ακολουθώντας τα βήματα των απλοϊκών βοσκών και τα αχνάρια των μάγων, βαδίζοντας κάτω από το φως του λαμπερού αστεριού για να μας δείξει από που ερχόμαστε και που θα πάμε, όταν μια μέρα τα βλέφαρά μας κλείσουν για πάντα.
Το ανέσπερο φως της Βηθλεέμ θα μας στέλνει τις ακτίνες του και μαζί με τον μικρό μας Χριστό θα μας οδηγεί σε καλύτερες μέρες, που τόσο ποθεί η πολυβασανισμένη μας ανθρωπότητα.
Εμπρός λοιπόν, όλοι, μικροί και μεγάλοι στα ουράνια μηνύματα και τα σήμαντρα των καμπαναριών, ενωμένοι με του Χριστού την πίστη την Αγία, ας ξεκινήσουμε να προσκυνήσουμε το Θείο Βρέφος και ας ζητήσουμε μαζί σαν μια ψυχή, σαν μια δύναμη να επικρατήσει στον κόσμο η «επί γης ειρήνη».
Και μην ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει καμία χαρά στη ζωή που να μπορεί να συγκριθεί με την χαρά που δίνει το μυστικό της μεγάλης αγάπης και της Ειρήνης στα Έθνη.
Μικρέ Χριστέ της Βηθλεέμ με την άπειρη αγάπη σου, αναγέννησε τις καρδιές μας και ας επικρατήσει μεταξύ των λαών η δικαιοσύνη σου, για να διδάξει στις κοινωνίες την λύτρωση για μια γνήσια ευτυχία.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, σε μια πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ , μέσα σε μια φτωχική σπηλιά, δίπλα σε μια φάτνη αλόγων, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός μας. Δίπλα του η Παναγία σαν καλή μαμά τον προστάτευε και έξω χιλιάδες καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Είχε έλθει η θεϊκή πνοή του Χριστού κάτω στη γη, για να χαμογελάσει στον πόνο και στην δυστυχία. Οι προφήτες είχαν προαναγγείλει χιλιάδες χρόνια πριν τον ερχομό του. Κι ήταν η γλυκειά απαντοχή μέσα στο σκοτάδι της ζωής.
Έλαμψε φως από την Ανατολή και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά του κόσμου. Ο Πλάστης μας έγινε άνθρωπος και τα ουράνια έσκυψαν στη γη και άστραψε ο κόσμος από το άπλετο φως της λύτρωσης. Ήταν βαριά και πυκνά τα σύννεφα. Το χιόνι είχε σκεπάσει την πλάση. Το ξεροβόρι λυσσομανούσε και εκείνη την νυχτιά του Δεκέμβρη ο Χριστός μας σαν αστραπόμορφος Ήλιος ήλθε να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές και να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο.
Έστησε το θρόνο του στη γη και σαν ουράνιος μαγνήτης μας ‘έφερε κοντά του, θέλοντας να μας γνωρίσει την μεγάλη μας καταγωγή. Ήλθε για να γράψει στις καρδιές μας τον νόμο «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου» να μας βοηθήσει στην δύσκολη ανηφοριά.
Να αφήσουμε τα ερειπωμένα μονοπάτια της ζωής που οδηγούν στον πόνο και την δυστυχία, ώστε να αντικρίσουμε τον δρόμο της Βηθλεέμ που είναι η χαρά και η ευτυχία.
Τι κι αν πέρασαν 2000 χρόνια από την γέννησή του, οι άνθρωποι πάντα οδοιπόροι ακολουθούν τους μάγους για να φτάσουν στην Βηθλεέμ να εναποθέσουν τους θησαυρούς της αγάπης τους και της καρδιάς τους και να καταυγάσουν το θείο φως.
Ω! Τι επίσκεψη χαρούμενη ήταν η γέννηση του Λυτρωτή! Θεός ταπεινώθηκε και Θεός γεννήθηκε πάνω στην γη για να μας σώσει.
Αλησμόνητη νύχτα…Νύχτα ένδοξη, ξεχωριστή. Ο ουρανός εσκίρτησε. Έλαμψε και χιλιάδες άγγελοι κατέβηκαν και στάθηκαν έκθαμποι να δουν το Θείο βρέφος μέσα στη φτωχική φάτνη των αλόγων.
Μπροστά σ’αυτό το θαύμα της θείας αγάπης, έφτιαξαν ύμνους αγγελικούς, νικητήριους για να αντηχούν στις καρδιές όλων των ανθρώπων και μαζί τους να υμνούν τον Λυτρωτή ψάλλοντας «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Κάθε Χριστουγεννιάτικη νύχτα ανά τους αιώνες επαναλαμβάνεται, ώστε κανείς να μην μείνει δίχως την πληροφόρηση του χαρμόσυνου μηνύματος. Εμείς πως δεχτήκαμε το μήνυμα; Ποιο δρόμο πήραμε για την αχυρένια φάτνη;
Εκεί μέσα γεννήθηκε ένας Θεός. Πρέπει να τον προσκυνήσουμε μαζί με τους χιλιάδες αγγέλους, ακολουθώντας τα βήματα των απλοϊκών βοσκών και τα αχνάρια των μάγων, βαδίζοντας κάτω από το φως του λαμπερού αστεριού για να μας δείξει από που ερχόμαστε και που θα πάμε, όταν μια μέρα τα βλέφαρά μας κλείσουν για πάντα.
Το ανέσπερο φως της Βηθλεέμ θα μας στέλνει τις ακτίνες του και μαζί με τον μικρό μας Χριστό θα μας οδηγεί σε καλύτερες μέρες, που τόσο ποθεί η πολυβασανισμένη μας ανθρωπότητα.
Εμπρός λοιπόν, όλοι, μικροί και μεγάλοι στα ουράνια μηνύματα και τα σήμαντρα των καμπαναριών, ενωμένοι με του Χριστού την πίστη την Αγία, ας ξεκινήσουμε να προσκυνήσουμε το Θείο Βρέφος και ας ζητήσουμε μαζί σαν μια ψυχή, σαν μια δύναμη να επικρατήσει στον κόσμο η «επί γης ειρήνη».
Και μην ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει καμία χαρά στη ζωή που να μπορεί να συγκριθεί με την χαρά που δίνει το μυστικό της μεγάλης αγάπης και της Ειρήνης στα Έθνη.
Μικρέ Χριστέ της Βηθλεέμ με την άπειρη αγάπη σου, αναγέννησε τις καρδιές μας και ας επικρατήσει μεταξύ των λαών η δικαιοσύνη σου, για να διδάξει στις κοινωνίες την λύτρωση για μια γνήσια ευτυχία.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχωρίζουν σε τούτη τη ζωή επειδή είναι έξυπνοι. Ξουράφια που λέμε. Τους μιλάς και το μάτι τους παίζει. Άλλοι πάλι ξεχωρίζουν γιατί είναι δυνατοί. Έχουν κάτι ποντίκια σαν καβούκια από χελώνες. Μπόντι μπίλντινγκ, το λένε αυτό στο εξωτερικό. Τους θαυμάζεις πραγματικά. Άλλοι πάλι είναι όμορφοι, ελκυστικοί. Και διάσημοι. Μου φαίνεται πως αυτά τα δύο πάνε μαζί τις πιο πολλές φορές. Ο Αλέν Ντελόν ας πούμε...
O κυρ-Βαλσάμης από το Κορδελιό δεν ήταν ούτε δυνατός ούτε έξυπνος... Έφτασε με το ζόρι στη δεύτερη του Δημοτικού και ζήτημα ήταν αν είχε πατήσει δέκα φορές στο σχολείο. Δεν ήταν ούτε ελκυστικός, ούτε διάσημος. Κι όμως ξεχώριζε. Είχε ένα παχύ σβέρκο και κάτι καλοθρεμμένα καπούλια σαν ουγγαρέζικο πουλάρι. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και σκληρές σαν νταμάρι. Τα κοντά χοντρά δάχτυλά του θύμιζαν ζουμπάδες. Ήταν και πολύ άγρια. Αφού όταν τον χαιρετούσες νόμιζες πως πιάνεις γυαλόχαρτο. Δουλεύει στα σφαγεία ο κυρ-Βαλσάμης. Κάθε πρωί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, πιάνει το λεωφορείο του Δεντροπόταμου στις πέντε και τέταρτο. Κατεβαίνει στα ψυγεία του Φιξ. Μετά περνάει απέναντι και βρίσκει τη μάντρα των σφαγείων με τα ζωντανά. Μόλις διαβεί τούτη τη μάντρα, γίνεται άλλος άνθρωπος. Περνάει στητός πλάι στα δεμένα ζωντανά και τους ρίχνει γρήγορες ματιές όλο νόημα. Εδώ είναι που πέφτουν και οι πρώτες βρισιές της ημέρας. Βλέπει τα αδύνατα, κοκαλιάρικα ζώα και ο κυρ-Βαλσάμης γίνεται τούρκος. Βαδίζει αεράτα, με ύφος ειδικού, του πιο ειδικού απ' όλους, ενώ οι ρόγες στα ακροδάχτυλά του τον γαργαλούν επίμονα. Μέσα του καμαρώνει, γιατί κάποτε του είπαν πως το ίδιο συμβαίνει και στους χειρουργούς. "...Κι αυτοί αρχίζουν το σφάξιμο χαράματα γιατί τους τρώνε τα δάχτυλά τους", λέει και γελάει μοναχός του. Γελάει βραχνά, μπάσα ο κυρ-Βαλσάμης. Γελάει πολύ-πολύ σπάνια. Είχε κι ένα κοκόρι ο φίλος μας στο σπίτι του. Πιστός στις υπηρεσίες του, δεν τον είχε ποτέ προδώσει. Γι' αυτό και του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Αφού κάποτε που ο πετεινός φώναξε, ποιος ξέρει γιατί, μια ώρα νωρίτερα, ο κυρ-Βαλσάμης διόρθωσε το ρολόγιο του...
Το φτωχικό του κυρ-Βαλσάμη βρισκόταν δυο δρόμους πάνω απ' την κεντρική πλατεία. Χαμηλό, απεριποίητο τενεκεδοκάλυβο χωμένο τρία μέτρα κάτω από το δρόμο. Γιατί όταν ο Δήμαρχος αποφάσισε να φτιάξει το δρόμο, τον μπάζωσε βουλιάζοντας έτσι το γιατάκι του κυρ-Βαλσάμη. Κι όμως το καλυβάκι είχε σημασία μεγάλη για τη γειτονιά ολόκληρη. Όποιον πιτσιρίκο και να ρωτούσες, ήξερε να σου πει πως εκεί μέσα μένει ένας κακός γέρος με μαχαίρια και σουβλερά δόντια και βγαίνει τα βράδια να μαζέψει όσα παιδιά δεν... κοιμούνται. Με το κόλπο αυτό οι μαμάδες κατάφερναν να ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους με πρωτοφανή ευκολία, να τα μαζεύουν από τους δρόμους που παίζαν χωρίς αργοπορία και να τα στέλνουν στο κρεβάτι χωρίς διαμαρτυρία. Όλα αυτά τα 'ξερε ο κυρ-Βαλσάμης και πονούσε και δαγκανόταν και μέσα του θέριευε. Βλέπεις η ζωή έχει γι' άλλους τις διπλές και γι' άλλους τις εξάρες, μονολογούσε πικραμένος. Έσφιγγε τα δόντια. Μα δεν έκλαιγε. Δεν έκλαιγε ποτέ ο κυρ-Βαλσάμης. Ποτέ του, για τίποτα και για κανέναν.
Μέχρι τώρα μιλήσαμε για όλα όσα είχε ο κυρ-Βαλσάμης. Μα το σπουδαιότερο δεν το είχε ο φτωχός. Η Αγγελική του, η γριά του. Έφυγε πριν από πέντε χρόνια με φριχτούς πόνους στα κόκαλα. Και του έλειπε, του έλειπε φοβερά. Τώρα το πού είχε πάει η Αγγελική του, αυτό το 'ξερε καλά. Θυμάται ακριβώς τα λόγια της, που μέσα στους πόνους της παραμιλούσε ενώ έλιωνε σαν το κερί. "Στο σπίτι του Πατέρα, στο σπίτι του Ουρανού, έλεγε η Αγγελική μου", και χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει σήκωνε τα μάτια του, τέντωνε τα φρύδια του κι έδειχνε προς τα πάνω. Λες κι αυτός ήξερε πού είναι το σπίτι του Πατέρα. Αυτός παιδί μου κορόιδευε τους πάντες και τα πάντα. Όσο ήταν ζωντανή, της έψηνε το ψάρι στα χείλη. Μα τώρα το θεωρούσε βέβηλο να αλλάξει και μια οξεία από τα λόγια της εκείνα. Μη βιαστείτε και νομίσετε πως γίνηκε τίποτα στην ψυχή του κυρ-Βαλσάμη. Ποτέ δεν πέταξε τον καιρό του στα κηρύγματα και στα αγιωτικά. Κατέβασε μόνος το πικρό ποτήρι, βλαστήμησε Θεό, ζωή και ανθρώπους και συνέχισε το δρόμο του με χείλη σφιγμένα. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν έκλαψε ούτε όταν έχασε τη γριά του. Το ηλιοψημένο του πρόσωπο γίνηκε σκληρό σαν γρανίτης και παγωμένο. Ο Βαλσάμης δεν θα κλάψει ποτέ του, δεν έχει δάκρυο στα μάτια, λέγανε μεταξύ τους τα χασαπάκια που του παραστάθηκαν στην κηδεία της γριούλας του.
Λένε πως η μοναξιά σμίγει τους ανθρώπους. Και είναι αληθινό. Η αγέλαστη ζωή του κυρ-Βαλσάμη ήρθε και πλεύρισε στο Βανέσα. Στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει την πλατεία, 50 μέτρα από τη στάση του λεωφορείου ήταν το μαγέρικο του Βανέσα. Ελληνορώσος, της τσαρικής Ρωσίας ο Βανέσα, ούτε κι ο ίδιος κατάφερνε να θυμηθεί πώς κατέληξε στο Κορδελιό της Άνω Τούμπας. Το πρόσωπό του στρογγυλό, γυαλιστερό και τα ροδοκόκκινα μάγουλά του χάνονται μισοθαμμένα στο παχύ, τσιγκελωτό μουστάκι του. Αυτό το μουστάκι... Το 'χε πιο πάνω κι απ' την ψυχή του. Καθαρό, στρωμένο πάντα, περνούσε λυγερό πάνω από τα κόκκινα σαρκώδικα χείλια του και τυλιγόταν με νάζι στα πεταχτά του μάγουλα. Αν ήταν να του κόψεις το μουστάκι, καλύτερα να του κόψεις το λαιμό κατ' ευθείαν.
Με τον Βανέσα λοιπόν τα πήγαινε θαυμάσια ο κυρ-Βαλσάμης. Όχι πως ήταν κοινωνικός τύπος ή πως αποζητούσε παρέες. Κάθε άλλο μάλιστα. Ένας άνθρωπος που σου απαντάει με μουγκρητά ή δεν απαντάει καθόλου όταν του μιλάς, τι παρέες μπορεί να 'χει; Θες η μεγάλη υπομονή του Βανέσα, θες η πρόσχαρη απλοϊκή του καρδιά, ο κυρ-Βαλσάμης έβρισκε μπάλσαμο στη συντροφιά του Βανέσα, έναν αναπαμό που ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. Τον ένιωθε όμως και τον αποζητούσε. Το ταβερνάκι του Βανέσα ήταν ένα πολύ παλιό κτίριο. Είχε ένα μπρούτζινο καπνισμένο ρώσικο σαμοβάρι κι ένα ρολόι τοίχου με ξύλινη κάσα για διακόσμηση. Εκείνο που το έκανε όμως να ξεχωρίζει από τα γύρω μαγαζιά ήταν η τζαμαρία που 'χε στη φάτσα του. Ήταν ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω, χωρισμένη με ξύλινα πηχάκια σε τετράγωνα. Σε κάθε τετράγωνο ήταν περασμένο και ένα τζαμάκι. Αυτό ήταν και το μαρτύριο του Βανέσα. Πού τον έχανες, που τον έβρισκες, με το ΑΖΑΧ να τα γυαλίζει. Αυτή την τζαμαρία λοιπόν αγαπούσε αληθινά ο κυρ-Βαλσάμης. Φαίνεται περίεργο για έναν άνθρωπο που μόνο μισούσε και ειρωνευόταν, να αγαπάει έστω και μία τζαμαρία. Είχε μόνιμη θέση απέναντί της και δεν την άλλαζε με τίποτα. Άμα την έβρισκε πιασμένη, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα. Ο Βανέσα από την άλλη, όχι μόνο από συμπάθεια μα και από συμφέρον φρόντιζε τον κυρ-Βανέσα με όλα του τα καπρίτσια. Γιατί του προμήθευε τα κρέατα της ταβέρνας από τα περισσεύματα των σφαγείων... σε τιμή συφερτική. Χώρια τα μεζεδάκια που μοιράζονταν οι δύο τους πίσω από τον πάγκο, μακριά από τη δημοσιότητα... Καθόταν λοιπόν μπροστά στην τζαμαρία και χάζευε με τις ώρες, μέχρι ο Βανέσα να του σερβίρει το φαγητό. Στα τετράγωνα τζαμάκια καθρεφτιζόταν ολόκληρη η κίνηση του μαγαζιού, μα και του δρόμου απέξω. Οι πλάκες στο πεζοδρόμιο, οι νερόλακκοι, τα φώτα των αυτοκινήτων καθώς χτυπούσαν πάνω τους έπαιρναν μεθυστικά χρώματα και σχήματα, που ζάλιζαν το κουρασμένο μυαλό του κυρ-Βαλσάμη και διασκέδαζαν την πονεμένη του ψυχή. Και είχε το δικό του δρόμο να φιλοσοφεί τα όσα έβλεπε ενώ ρούφαγε την αχνιστή του σούπα ή μασούλαγε θρούμπες κι έφτυνε θορυβώδικα τα κουκούτσια στη χούφτα του. Το απομεσήμερο πάλι ο ήλιος έπεφτε λοξά και έβαφε με χίλιες δύο ανταύγειες εκείνα τα τζαμάκια. Τι εκκλησία μου λες και μυστήρια, συλλογιζόταν μοναχός του. Ετούτο το μέρος απορροφούσε τον κυρ-Βαλσάμη, τον καθήλωνε. Καθόταν με κατάνυξη μπροστά της. Ξεχνούσε να σηκωθεί να φύγει. Ναι, αυτό ήταν. Ξεχνούσε... Γιατί ο κυρ-Βαλσάμης το 'χε ανάγκη, μεγάλη ανάγκη να ξεχάσει, να μπόραγε να ξεχάσει για λίγο.
Εκείνο το απόγευμα ένιωθε μεγάλο βάρος. Η αλήθεια είναι πως είχε δουλέψει σκληρά. Τις μέρες των Χριστουγέννων ο κόσμος χάνει τη ρέγουλα. Ειδικά άμα πρόκειται για το φαΐ. Στα σφαγεία είχε πέσει τριπλάσια δουλειά. Και η δουλειά σκοτώνει τον άνθρωπο. Μα δεν ήταν αυτό. Ο κυρ-Βαλσάμης το 'ξερε. Τις μέρες των Χριστουγέννων γινόταν βαρύς κι αμίλητος, σωστό κουρέλι. Ο πόνος του μεγάλωνε. Αυτές οι άτιμες οι γιορτάδες, όπως τις έλεγε μοναχός του, του 'στριβαν το μαχαίρι στην πληγή. Είχε πάει από νωρίς στου Βανέσα. Το βρήκε σχεδόν άδειο. Έπιασε το τραπεζάκι του πίσω από την τζαμαρία κι έβαλε μια οδοντογλυφίδα στο στεγνό του στόμα. Έξω είχε πιάσει να βρέχει. Τα πολύχρωμα φώτα των μαγαζιών καθρεφτίζονταν στις σκόρπιες λασπόλιμνες του δρόμου, που γυάλιζαν σαν πούλιες σε πλουμιστό φόρεμα.
Ο κυρ-Βαλσάμης κοιτούσε μισοξεχασμένος μέσα απ' τα τζαμάκια του μαγαζιού τις μαμάδες να σέρνουν τα πιτσιρίκια τους, τα πακέτα, τις ομπρέλες να συγκρούονται, τους περαστικούς πότε να βρίζονται και πότε να χαιρετιούνται ευγενικά με χαμόγελο. Η βροχή στα κεραμίδια μουρμούριζε έναν αργόσυρτο αμανέ στο ρυθμό που κράταγε το λούκι πλάι στην εξώπορτα. Ώρα περασμένες εφτά. Θα πρέπει να ζαλίστηκε λιγάκι. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα. Ανακάθισε μερικές φορές νευρικά στην ψάθινη καρέκλα, ξερόβηξε να καθαρίσει ο λαιμός του, γύρισε το κεφάλι του αμήχανα δεξιά αριστερά. Περίεργο. Η τζαμαρία, τα τζαμάκια. Τι ήταν τούτο; Ενώ χάζευε, αναγνώρισε μια γυναικεία φιγούρα. Δεν ήταν στο δρόμο, στη βροχή. Μάλλον ήταν πάνω στο τζάμι, μέσα ίσως. Η Αγγελική του. Φορούσε εκείνη την τριμμένη ρόμπα με τις κλάρες και κοίταζε προς το μέρος του. Νόμιζε πως είχε αποκοιμηθεί και πως ονειρευόταν, όμως όχι. Ήταν στου Βανέσα καθισμένος. Άνοιξε τα μάτια του, τα κάρφωσε και με κομμένη ανάσα παρακολουθούσε. Η Αγγελική σκούπιζε πιάτα στην κουζίνα τους. Σε λίγο σταμάτησε και άφησε ένα τηγάνι που βαστούσε στο νεροχύτη και του χαμογέλασε ήρεμα. Βαλσάμη μου πονάς ε; του μίλησε μαλακά και τον ατένιζε μέσα από την τζαμαρία. Είσαι μόνος, υποφέρεις, ε; συνέχισε ήρεμα. Δεν θέλησες τον Πατέρα στη ζωή σου, θυμάσαι; Κορόιδευες. Τώρα τυραγνιέσαι μονάχος, χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα.
Ένα μουγκρητό ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο, πάντα πάνω στην τζαμαρία. Η φωνή της Αγγελικής έσβησε. Ο κυρ-Βαλσάμης το αναγνώρισε, ήταν το δικό του μουγκρητό που ακούστηκε. Αναστατωμένος γύρισε το μάτι του αλλού. Μα στο διπλανό τζαμάκι, άλλη παράξενη εικόνα. Έμοιαζε με εκκλησία. Ένας μακρύς διάδρομος και στο βάθος του κάποιος μιλούσε στον άμβωνα. Δεξιά και αριστερά κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο κυρ-Βαλσάμης ξαναζωντάνεψε. Τεντώθηκε και κάτι έψαχνε μέσα στο ακροατήριο. Σκυμμένη σε μια γωνιά, μόνη της η Αγγελική του προσευχόταν. Δίπλα της άδειο το κάθισμα. Όπως έμεινε έτσι να την κοιτάζει, τη βλέπει να σηκώνει αργά το γέρικο κεφάλι της, να το γυρίζει προς το μέρος του. Μόλις τα βλέμματά τους αντάμωσαν, του χαμογέλασε και του έγνεψε να πάει κοντά της, να κάτσει δίπλα της στο άδειο κάθισμα. Του έγνεψε ξανά και ξανά με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο καθαρό της πρόσωπο. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν άντεξε. Γύρισε το κεφάλι του ταραγμένος και μια έκφραση πόνου αυλάκωνε το πρόσωπό του. Στο μαγαζί λίγοι σκόρπιοι πελάτες, σκυμμένοι στα πιάτα τους ούτε που κατάλαβαν τι γινόταν στο τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία. Ο κυρ-Βαλσάμης έπεσε βαρύς στην καρέκλα του και χούφτιασε το πρόσωπό του μέσα στις πλατιές, άγριες παλάμες του. Ούτε κι ο ίδιος θυμάται πόση ώρα έμεινε έτσι. Θα πρέπει όμως να ήταν αρκετή, γιατί όταν σήκωσε το κεφάλι του, το μαγαζί είχε αδειάσει. Γύρισε αργά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Η βροχή έξω είχε σταματήσει. Κάποια φώτα αναβόσβηναν έξω ξεχασμένα, ενώ το λούκι συνέχιζε ξεψυχισμένα το ρυθμικό σκοπό του. Ο Βανέσα άφησε το σκούπισμα στη μέση και με μάτια ορθάνοιχτα ήρθε και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι. Μια στίβα σκουπίδια στη μέση του δωματίου και η σκούπα βιαστικά ακουμπισμένη στον τοίχο. - Είσαι καλά Βαλσάμη; ρώτησε δειλά μα με αγωνία ο ταβερνιάρης. Ο κυρ-Βαλσάμης έστρεψε αργά το πρόσωπό του στον Βανέσα. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, φωτιά. Τα μάγουλά του υγρά και πασαλειμμένα με σάλια και βρωμισμένα δάκρυα. Με κινήσεις αργές ξεσηκώθηκε και περπάτησε ως την τζαμαρία.
- Εδώ Βανέσα, βλέπεις εδώ; έδειξε με το δάχτυλο στο τζαμάκι.
- Βλέπω, τι να βλέπω; αποκρίθηκε χαμένος ο ταβερνιάρης.
- Δε βλέπεις μωρέ, δε βλέπεις. Όπως δεν έβλεπα και γω τόσα χρόνια. Εδώ μωρέ Βανέσα ήρθε ο Χριστός σήμερα το απόγιομα, συνέχισε ήρεμα ο κυρ-Βαλσάμης κοιτάζοντας τον Βανέσα μες στα μάτια.
Έσκυψε και μου χτύπησε αυτό το τζαμάκι. Με κοιτούσε με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. Μου κάνει νόημα "να 'ρθω με θέλεις, Εγώ σε αγαπώ, είμαι φίλος σου, εσύ με θέλεις, να 'ρθω να τα πούμε;" Με το μανίκι σκούπισε βιαστικά τη μύτη του που 'ταν έτοιμη να στάξει. Γελούσε κι έκλαιγε μαζί. Ο Βανέσα ήταν σαν χαμένος, πού και πού σταυροκοπιόταν στα κλεφτά. Η φωνή του κυρ-Βαλσάμη έσβηνε. Σκούπισε και ξανασκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα, μα δεν τα κατάφερνε. Και ξαφνικά κάτι σαν να θυμήθηκε, σταμάτησε απότομα. Τινάχτηκε, άρπαξε τον μπερέ του από τον ξύλινο καλόγερο και μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του Βανέσα όρμηξε έξω από το μαγαζί. Πέρασε απρόσεχτα απέναντι και χάθηκε τρέχοντας στο σκοτάδι. Πίσω στο μαγαζί ο Βανέσα έμεινε σαστισμένος. Δεν ήξερε τι να κάμει. Να τηλεφωνήσει στο 100; Να τρέξει ξοπίσω του μην πάει και κάνει καμιά τρέλα και πάθει ζημιά ο θεοπάλαβος; Ή του 'χε σαλέψει το λογικό, οπότε καλύτερα να κλείδωνε το μαγαζί για να μη του τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά;
Σηκώθηκε μουδιασμένος να συνεχίσει το σκούπισμα. Φίδια τον ζώσανε οι σκέψεις και οι φόβοι. Τι ήταν όλα αυτά τα τρελά του Βανέσα; Τι πήγε να κάνει έξω τρεχάτος; Κι αν πάρει κανένα τσεκούρι και...; Δεν άντεξε για πολύ. Παράτησε τη σκούπα στη γωνιά, πήρε πίσω από τον πάγκο το πανωφόρι του, έκλεισε τα φώτα και βγήκε. Ο δρόμος είχε τη θολή αχλή του χειμώνα. Πλησιάζοντας το χαμόσπιτο του κυρ-Βαλσάμη η αναπνοή του κόντυνε και γίνηκε γοργή. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τίναζε το στήθος του. Μπήκε στην αυλή μη ξέροντας τι θα συναντήσει. Βρήκε την πόρτα της καλύβας μισάνοιχτη. Αφουγκράστηκε, μα καμιά κίνηση, ησυχία απόλυτη. Μόνο της καρδιάς του το χτύπο άκουγε καθαρά και ένιωθε το αίμα του να τινάζεται με ορμή στις φλέβες του. Ο αέρας μύριζε κοτσιλιές από τις κότες της κυρα-Αγγελικής. Το υγρό αγιάζι του δρόσιζε κάπως το ξαναμμένο πρόσωπο. Ο φόβος και η αγωνία τον σπρώχναν μα και τον καθήλωναν. Κι αυτός στη μέση πάλευε. Έσφιξε τις γροθιές και έσπρωξε την πόρτα ν' ανοίξει διάπλατα. Μόνο το στριγκό τρίξιμο του μεντεσέ ακούστηκε. Ο κυρ-Βαλσάμης απέναντί του, γονατισμένος στον καναπέ της κουζίνας έμενε ακίνητος. Οι γροθιές του χαλάρωσαν. Μπήκε αργά στο δωμάτιο. Μπροστά στο σκυμμένο κεφάλι του φίλου του ανοιχτό ένα κοντόχοντρο βιβλίο. Το σώμα του τραντάζονταν κάθε τόσο από λυγμούς.
Θα πρέπει να 'χε κλάψει ώρα πολλή ο κυρ-Βαλσάμης και τώρα δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει. Με το στρουμπουλό του χέρι ο Βανέσα τον χάιδεψε στον ιδρωμένο σβέρκο και στα σγουρά μαλλιά. Εκείνος γύρισε αργά και τον κοίταξε. - Το 'ξερα πως θα 'ρθεις να με βρεις, του είπε. Γονάτισε δίπλα μου και συ μωρέ Βανέσα. Ο Βανέσα υπάκουσε και γονάτισε δίπλα του μπρος στο ντιβάνι. Λένε πως τα ζώα δεν έχουν μυαλό, δεν έχουν ψυχή. Όχι όμως και ο κόκορας του κυρ-Βαλσάμη... Το πρωί της επομένης ξημερώνοντας φώναξε για να ξυπνήσει το αφεντικό του. Περίμενε λιγάκι και ξαναφώναξε. Το συνήθιζε αυτό, γιατί ήξερε πως το αφεντικό του ήταν ταλαιπωρημένο και βαριοκοιμόταν. Η ώρα όμως περνούσε και κίνηση δεν έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας. Ούτε κατσαρολικά να βροντάνε, ούτε βλαστήμιες, ούτε μουγκρητά. Προσπάθησε ξανά. Σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτα, πήδηξε από το καλάμι του και πλησίασε το σπίτι. Βρήκε την πόρτα τέντα ανοιχτή. Πάλι παραξενεύτηκε. Πήδηξε στο κεφαλόσκαλο και τέντωσε το γυαλιστερό λαιμό του. Ήταν έτοιμος να ξαναλαλήσει, μα αυτό που είδε τον σταμάτησε. Καθισμένοι στο ντιβάνι της κουζίνας ο Βανέσα και ο κυρ-Βαλσάμης δίπλα-δίπλα διάβαζαν από το χοντρό βιβλίο της κυρα-Αγγελικής. Ο κυρ-Βαλσάμης το κρατούσε στα γόνατά του και διάβαζε συλλαβιστά. Με το κοντόχοντρο δάχτυλό του έδειχνε μια μια τις λέξεις. Ο Βανέσα δίπλα του άκουγε και το στρογγυλό του πρόσωπο γυάλιζε από χαρά. Κάθε τόσο ρουφούσε τη μύτη του.
- Βαλσάμη, ψιθύρισε κόβοντάς τον. Ο Θεός θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλος αφού μπορεί και αγαπάει εμάς τους άθλιους. - Έχεις δίκιο Βανέσα αδερφέ μου, έχεις δίκιο, ψιθύρισε ο κυρ-Βαλσάμης και χάιδεψε τα στρουμπουλά χέρια του Βανέσα. Το πετεινάρι απέναντί τους τίναξε το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Κοιτούσε αμήχανα γύρω του μπερδεμένο απ' όσα έβλεπε. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε το αφεντικό του με τέτοιο τρόπο, καθαρό και γελαστό. Αφού στην αρχή τρόμαξε. Το ήσυχο και πράο του χαμόγελο αναστάτωσε το ζώο. Κάτι μεγάλο πρέπει να γίνηκε απόψε σε τούτο το σπίτι, συλλογίστηκε. Κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ καλό... Πισωπάτησε, πήδηξε στο κατώφλι και φτερούγισε μ' όλη του τη δύναμη να πει τα νέα στο κοτέτσι, που τον περίμεναν με αγωνία.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχωρίζουν σε τούτη τη ζωή επειδή είναι έξυπνοι. Ξουράφια που λέμε. Τους μιλάς και το μάτι τους παίζει. Άλλοι πάλι ξεχωρίζουν γιατί είναι δυνατοί. Έχουν κάτι ποντίκια σαν καβούκια από χελώνες. Μπόντι μπίλντινγκ, το λένε αυτό στο εξωτερικό. Τους θαυμάζεις πραγματικά. Άλλοι πάλι είναι όμορφοι, ελκυστικοί. Και διάσημοι. Μου φαίνεται πως αυτά τα δύο πάνε μαζί τις πιο πολλές φορές. Ο Αλέν Ντελόν ας πούμε...
O κυρ-Βαλσάμης από το Κορδελιό δεν ήταν ούτε δυνατός ούτε έξυπνος... Έφτασε με το ζόρι στη δεύτερη του Δημοτικού και ζήτημα ήταν αν είχε πατήσει δέκα φορές στο σχολείο. Δεν ήταν ούτε ελκυστικός, ούτε διάσημος. Κι όμως ξεχώριζε. Είχε ένα παχύ σβέρκο και κάτι καλοθρεμμένα καπούλια σαν ουγγαρέζικο πουλάρι. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και σκληρές σαν νταμάρι. Τα κοντά χοντρά δάχτυλά του θύμιζαν ζουμπάδες. Ήταν και πολύ άγρια. Αφού όταν τον χαιρετούσες νόμιζες πως πιάνεις γυαλόχαρτο. Δουλεύει στα σφαγεία ο κυρ-Βαλσάμης. Κάθε πρωί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, πιάνει το λεωφορείο του Δεντροπόταμου στις πέντε και τέταρτο. Κατεβαίνει στα ψυγεία του Φιξ. Μετά περνάει απέναντι και βρίσκει τη μάντρα των σφαγείων με τα ζωντανά. Μόλις διαβεί τούτη τη μάντρα, γίνεται άλλος άνθρωπος. Περνάει στητός πλάι στα δεμένα ζωντανά και τους ρίχνει γρήγορες ματιές όλο νόημα. Εδώ είναι που πέφτουν και οι πρώτες βρισιές της ημέρας. Βλέπει τα αδύνατα, κοκαλιάρικα ζώα και ο κυρ-Βαλσάμης γίνεται τούρκος. Βαδίζει αεράτα, με ύφος ειδικού, του πιο ειδικού απ' όλους, ενώ οι ρόγες στα ακροδάχτυλά του τον γαργαλούν επίμονα. Μέσα του καμαρώνει, γιατί κάποτε του είπαν πως το ίδιο συμβαίνει και στους χειρουργούς. "...Κι αυτοί αρχίζουν το σφάξιμο χαράματα γιατί τους τρώνε τα δάχτυλά τους", λέει και γελάει μοναχός του. Γελάει βραχνά, μπάσα ο κυρ-Βαλσάμης. Γελάει πολύ-πολύ σπάνια. Είχε κι ένα κοκόρι ο φίλος μας στο σπίτι του. Πιστός στις υπηρεσίες του, δεν τον είχε ποτέ προδώσει. Γι' αυτό και του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Αφού κάποτε που ο πετεινός φώναξε, ποιος ξέρει γιατί, μια ώρα νωρίτερα, ο κυρ-Βαλσάμης διόρθωσε το ρολόγιο του...
Το φτωχικό του κυρ-Βαλσάμη βρισκόταν δυο δρόμους πάνω απ' την κεντρική πλατεία. Χαμηλό, απεριποίητο τενεκεδοκάλυβο χωμένο τρία μέτρα κάτω από το δρόμο. Γιατί όταν ο Δήμαρχος αποφάσισε να φτιάξει το δρόμο, τον μπάζωσε βουλιάζοντας έτσι το γιατάκι του κυρ-Βαλσάμη. Κι όμως το καλυβάκι είχε σημασία μεγάλη για τη γειτονιά ολόκληρη. Όποιον πιτσιρίκο και να ρωτούσες, ήξερε να σου πει πως εκεί μέσα μένει ένας κακός γέρος με μαχαίρια και σουβλερά δόντια και βγαίνει τα βράδια να μαζέψει όσα παιδιά δεν... κοιμούνται. Με το κόλπο αυτό οι μαμάδες κατάφερναν να ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους με πρωτοφανή ευκολία, να τα μαζεύουν από τους δρόμους που παίζαν χωρίς αργοπορία και να τα στέλνουν στο κρεβάτι χωρίς διαμαρτυρία. Όλα αυτά τα 'ξερε ο κυρ-Βαλσάμης και πονούσε και δαγκανόταν και μέσα του θέριευε. Βλέπεις η ζωή έχει γι' άλλους τις διπλές και γι' άλλους τις εξάρες, μονολογούσε πικραμένος. Έσφιγγε τα δόντια. Μα δεν έκλαιγε. Δεν έκλαιγε ποτέ ο κυρ-Βαλσάμης. Ποτέ του, για τίποτα και για κανέναν.
Μέχρι τώρα μιλήσαμε για όλα όσα είχε ο κυρ-Βαλσάμης. Μα το σπουδαιότερο δεν το είχε ο φτωχός. Η Αγγελική του, η γριά του. Έφυγε πριν από πέντε χρόνια με φριχτούς πόνους στα κόκαλα. Και του έλειπε, του έλειπε φοβερά. Τώρα το πού είχε πάει η Αγγελική του, αυτό το 'ξερε καλά. Θυμάται ακριβώς τα λόγια της, που μέσα στους πόνους της παραμιλούσε ενώ έλιωνε σαν το κερί. "Στο σπίτι του Πατέρα, στο σπίτι του Ουρανού, έλεγε η Αγγελική μου", και χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει σήκωνε τα μάτια του, τέντωνε τα φρύδια του κι έδειχνε προς τα πάνω. Λες κι αυτός ήξερε πού είναι το σπίτι του Πατέρα. Αυτός παιδί μου κορόιδευε τους πάντες και τα πάντα. Όσο ήταν ζωντανή, της έψηνε το ψάρι στα χείλη. Μα τώρα το θεωρούσε βέβηλο να αλλάξει και μια οξεία από τα λόγια της εκείνα. Μη βιαστείτε και νομίσετε πως γίνηκε τίποτα στην ψυχή του κυρ-Βαλσάμη. Ποτέ δεν πέταξε τον καιρό του στα κηρύγματα και στα αγιωτικά. Κατέβασε μόνος το πικρό ποτήρι, βλαστήμησε Θεό, ζωή και ανθρώπους και συνέχισε το δρόμο του με χείλη σφιγμένα. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν έκλαψε ούτε όταν έχασε τη γριά του. Το ηλιοψημένο του πρόσωπο γίνηκε σκληρό σαν γρανίτης και παγωμένο. Ο Βαλσάμης δεν θα κλάψει ποτέ του, δεν έχει δάκρυο στα μάτια, λέγανε μεταξύ τους τα χασαπάκια που του παραστάθηκαν στην κηδεία της γριούλας του.
Λένε πως η μοναξιά σμίγει τους ανθρώπους. Και είναι αληθινό. Η αγέλαστη ζωή του κυρ-Βαλσάμη ήρθε και πλεύρισε στο Βανέσα. Στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει την πλατεία, 50 μέτρα από τη στάση του λεωφορείου ήταν το μαγέρικο του Βανέσα. Ελληνορώσος, της τσαρικής Ρωσίας ο Βανέσα, ούτε κι ο ίδιος κατάφερνε να θυμηθεί πώς κατέληξε στο Κορδελιό της Άνω Τούμπας. Το πρόσωπό του στρογγυλό, γυαλιστερό και τα ροδοκόκκινα μάγουλά του χάνονται μισοθαμμένα στο παχύ, τσιγκελωτό μουστάκι του. Αυτό το μουστάκι... Το 'χε πιο πάνω κι απ' την ψυχή του. Καθαρό, στρωμένο πάντα, περνούσε λυγερό πάνω από τα κόκκινα σαρκώδικα χείλια του και τυλιγόταν με νάζι στα πεταχτά του μάγουλα. Αν ήταν να του κόψεις το μουστάκι, καλύτερα να του κόψεις το λαιμό κατ' ευθείαν.
Με τον Βανέσα λοιπόν τα πήγαινε θαυμάσια ο κυρ-Βαλσάμης. Όχι πως ήταν κοινωνικός τύπος ή πως αποζητούσε παρέες. Κάθε άλλο μάλιστα. Ένας άνθρωπος που σου απαντάει με μουγκρητά ή δεν απαντάει καθόλου όταν του μιλάς, τι παρέες μπορεί να 'χει; Θες η μεγάλη υπομονή του Βανέσα, θες η πρόσχαρη απλοϊκή του καρδιά, ο κυρ-Βαλσάμης έβρισκε μπάλσαμο στη συντροφιά του Βανέσα, έναν αναπαμό που ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. Τον ένιωθε όμως και τον αποζητούσε. Το ταβερνάκι του Βανέσα ήταν ένα πολύ παλιό κτίριο. Είχε ένα μπρούτζινο καπνισμένο ρώσικο σαμοβάρι κι ένα ρολόι τοίχου με ξύλινη κάσα για διακόσμηση. Εκείνο που το έκανε όμως να ξεχωρίζει από τα γύρω μαγαζιά ήταν η τζαμαρία που 'χε στη φάτσα του. Ήταν ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω, χωρισμένη με ξύλινα πηχάκια σε τετράγωνα. Σε κάθε τετράγωνο ήταν περασμένο και ένα τζαμάκι. Αυτό ήταν και το μαρτύριο του Βανέσα. Πού τον έχανες, που τον έβρισκες, με το ΑΖΑΧ να τα γυαλίζει. Αυτή την τζαμαρία λοιπόν αγαπούσε αληθινά ο κυρ-Βαλσάμης. Φαίνεται περίεργο για έναν άνθρωπο που μόνο μισούσε και ειρωνευόταν, να αγαπάει έστω και μία τζαμαρία. Είχε μόνιμη θέση απέναντί της και δεν την άλλαζε με τίποτα. Άμα την έβρισκε πιασμένη, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα. Ο Βανέσα από την άλλη, όχι μόνο από συμπάθεια μα και από συμφέρον φρόντιζε τον κυρ-Βανέσα με όλα του τα καπρίτσια. Γιατί του προμήθευε τα κρέατα της ταβέρνας από τα περισσεύματα των σφαγείων... σε τιμή συφερτική. Χώρια τα μεζεδάκια που μοιράζονταν οι δύο τους πίσω από τον πάγκο, μακριά από τη δημοσιότητα... Καθόταν λοιπόν μπροστά στην τζαμαρία και χάζευε με τις ώρες, μέχρι ο Βανέσα να του σερβίρει το φαγητό. Στα τετράγωνα τζαμάκια καθρεφτιζόταν ολόκληρη η κίνηση του μαγαζιού, μα και του δρόμου απέξω. Οι πλάκες στο πεζοδρόμιο, οι νερόλακκοι, τα φώτα των αυτοκινήτων καθώς χτυπούσαν πάνω τους έπαιρναν μεθυστικά χρώματα και σχήματα, που ζάλιζαν το κουρασμένο μυαλό του κυρ-Βαλσάμη και διασκέδαζαν την πονεμένη του ψυχή. Και είχε το δικό του δρόμο να φιλοσοφεί τα όσα έβλεπε ενώ ρούφαγε την αχνιστή του σούπα ή μασούλαγε θρούμπες κι έφτυνε θορυβώδικα τα κουκούτσια στη χούφτα του. Το απομεσήμερο πάλι ο ήλιος έπεφτε λοξά και έβαφε με χίλιες δύο ανταύγειες εκείνα τα τζαμάκια. Τι εκκλησία μου λες και μυστήρια, συλλογιζόταν μοναχός του. Ετούτο το μέρος απορροφούσε τον κυρ-Βαλσάμη, τον καθήλωνε. Καθόταν με κατάνυξη μπροστά της. Ξεχνούσε να σηκωθεί να φύγει. Ναι, αυτό ήταν. Ξεχνούσε... Γιατί ο κυρ-Βαλσάμης το 'χε ανάγκη, μεγάλη ανάγκη να ξεχάσει, να μπόραγε να ξεχάσει για λίγο.
Εκείνο το απόγευμα ένιωθε μεγάλο βάρος. Η αλήθεια είναι πως είχε δουλέψει σκληρά. Τις μέρες των Χριστουγέννων ο κόσμος χάνει τη ρέγουλα. Ειδικά άμα πρόκειται για το φαΐ. Στα σφαγεία είχε πέσει τριπλάσια δουλειά. Και η δουλειά σκοτώνει τον άνθρωπο. Μα δεν ήταν αυτό. Ο κυρ-Βαλσάμης το 'ξερε. Τις μέρες των Χριστουγέννων γινόταν βαρύς κι αμίλητος, σωστό κουρέλι. Ο πόνος του μεγάλωνε. Αυτές οι άτιμες οι γιορτάδες, όπως τις έλεγε μοναχός του, του 'στριβαν το μαχαίρι στην πληγή. Είχε πάει από νωρίς στου Βανέσα. Το βρήκε σχεδόν άδειο. Έπιασε το τραπεζάκι του πίσω από την τζαμαρία κι έβαλε μια οδοντογλυφίδα στο στεγνό του στόμα. Έξω είχε πιάσει να βρέχει. Τα πολύχρωμα φώτα των μαγαζιών καθρεφτίζονταν στις σκόρπιες λασπόλιμνες του δρόμου, που γυάλιζαν σαν πούλιες σε πλουμιστό φόρεμα.
Ο κυρ-Βαλσάμης κοιτούσε μισοξεχασμένος μέσα απ' τα τζαμάκια του μαγαζιού τις μαμάδες να σέρνουν τα πιτσιρίκια τους, τα πακέτα, τις ομπρέλες να συγκρούονται, τους περαστικούς πότε να βρίζονται και πότε να χαιρετιούνται ευγενικά με χαμόγελο. Η βροχή στα κεραμίδια μουρμούριζε έναν αργόσυρτο αμανέ στο ρυθμό που κράταγε το λούκι πλάι στην εξώπορτα. Ώρα περασμένες εφτά. Θα πρέπει να ζαλίστηκε λιγάκι. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα. Ανακάθισε μερικές φορές νευρικά στην ψάθινη καρέκλα, ξερόβηξε να καθαρίσει ο λαιμός του, γύρισε το κεφάλι του αμήχανα δεξιά αριστερά. Περίεργο. Η τζαμαρία, τα τζαμάκια. Τι ήταν τούτο; Ενώ χάζευε, αναγνώρισε μια γυναικεία φιγούρα. Δεν ήταν στο δρόμο, στη βροχή. Μάλλον ήταν πάνω στο τζάμι, μέσα ίσως. Η Αγγελική του. Φορούσε εκείνη την τριμμένη ρόμπα με τις κλάρες και κοίταζε προς το μέρος του. Νόμιζε πως είχε αποκοιμηθεί και πως ονειρευόταν, όμως όχι. Ήταν στου Βανέσα καθισμένος. Άνοιξε τα μάτια του, τα κάρφωσε και με κομμένη ανάσα παρακολουθούσε. Η Αγγελική σκούπιζε πιάτα στην κουζίνα τους. Σε λίγο σταμάτησε και άφησε ένα τηγάνι που βαστούσε στο νεροχύτη και του χαμογέλασε ήρεμα. Βαλσάμη μου πονάς ε; του μίλησε μαλακά και τον ατένιζε μέσα από την τζαμαρία. Είσαι μόνος, υποφέρεις, ε; συνέχισε ήρεμα. Δεν θέλησες τον Πατέρα στη ζωή σου, θυμάσαι; Κορόιδευες. Τώρα τυραγνιέσαι μονάχος, χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα.
Ένα μουγκρητό ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο, πάντα πάνω στην τζαμαρία. Η φωνή της Αγγελικής έσβησε. Ο κυρ-Βαλσάμης το αναγνώρισε, ήταν το δικό του μουγκρητό που ακούστηκε. Αναστατωμένος γύρισε το μάτι του αλλού. Μα στο διπλανό τζαμάκι, άλλη παράξενη εικόνα. Έμοιαζε με εκκλησία. Ένας μακρύς διάδρομος και στο βάθος του κάποιος μιλούσε στον άμβωνα. Δεξιά και αριστερά κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο κυρ-Βαλσάμης ξαναζωντάνεψε. Τεντώθηκε και κάτι έψαχνε μέσα στο ακροατήριο. Σκυμμένη σε μια γωνιά, μόνη της η Αγγελική του προσευχόταν. Δίπλα της άδειο το κάθισμα. Όπως έμεινε έτσι να την κοιτάζει, τη βλέπει να σηκώνει αργά το γέρικο κεφάλι της, να το γυρίζει προς το μέρος του. Μόλις τα βλέμματά τους αντάμωσαν, του χαμογέλασε και του έγνεψε να πάει κοντά της, να κάτσει δίπλα της στο άδειο κάθισμα. Του έγνεψε ξανά και ξανά με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο καθαρό της πρόσωπο. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν άντεξε. Γύρισε το κεφάλι του ταραγμένος και μια έκφραση πόνου αυλάκωνε το πρόσωπό του. Στο μαγαζί λίγοι σκόρπιοι πελάτες, σκυμμένοι στα πιάτα τους ούτε που κατάλαβαν τι γινόταν στο τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία. Ο κυρ-Βαλσάμης έπεσε βαρύς στην καρέκλα του και χούφτιασε το πρόσωπό του μέσα στις πλατιές, άγριες παλάμες του. Ούτε κι ο ίδιος θυμάται πόση ώρα έμεινε έτσι. Θα πρέπει όμως να ήταν αρκετή, γιατί όταν σήκωσε το κεφάλι του, το μαγαζί είχε αδειάσει. Γύρισε αργά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Η βροχή έξω είχε σταματήσει. Κάποια φώτα αναβόσβηναν έξω ξεχασμένα, ενώ το λούκι συνέχιζε ξεψυχισμένα το ρυθμικό σκοπό του. Ο Βανέσα άφησε το σκούπισμα στη μέση και με μάτια ορθάνοιχτα ήρθε και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι. Μια στίβα σκουπίδια στη μέση του δωματίου και η σκούπα βιαστικά ακουμπισμένη στον τοίχο. - Είσαι καλά Βαλσάμη; ρώτησε δειλά μα με αγωνία ο ταβερνιάρης. Ο κυρ-Βαλσάμης έστρεψε αργά το πρόσωπό του στον Βανέσα. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, φωτιά. Τα μάγουλά του υγρά και πασαλειμμένα με σάλια και βρωμισμένα δάκρυα. Με κινήσεις αργές ξεσηκώθηκε και περπάτησε ως την τζαμαρία.
- Εδώ Βανέσα, βλέπεις εδώ; έδειξε με το δάχτυλο στο τζαμάκι.
- Βλέπω, τι να βλέπω; αποκρίθηκε χαμένος ο ταβερνιάρης.
- Δε βλέπεις μωρέ, δε βλέπεις. Όπως δεν έβλεπα και γω τόσα χρόνια. Εδώ μωρέ Βανέσα ήρθε ο Χριστός σήμερα το απόγιομα, συνέχισε ήρεμα ο κυρ-Βαλσάμης κοιτάζοντας τον Βανέσα μες στα μάτια.
Έσκυψε και μου χτύπησε αυτό το τζαμάκι. Με κοιτούσε με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. Μου κάνει νόημα "να 'ρθω με θέλεις, Εγώ σε αγαπώ, είμαι φίλος σου, εσύ με θέλεις, να 'ρθω να τα πούμε;" Με το μανίκι σκούπισε βιαστικά τη μύτη του που 'ταν έτοιμη να στάξει. Γελούσε κι έκλαιγε μαζί. Ο Βανέσα ήταν σαν χαμένος, πού και πού σταυροκοπιόταν στα κλεφτά. Η φωνή του κυρ-Βαλσάμη έσβηνε. Σκούπισε και ξανασκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα, μα δεν τα κατάφερνε. Και ξαφνικά κάτι σαν να θυμήθηκε, σταμάτησε απότομα. Τινάχτηκε, άρπαξε τον μπερέ του από τον ξύλινο καλόγερο και μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του Βανέσα όρμηξε έξω από το μαγαζί. Πέρασε απρόσεχτα απέναντι και χάθηκε τρέχοντας στο σκοτάδι. Πίσω στο μαγαζί ο Βανέσα έμεινε σαστισμένος. Δεν ήξερε τι να κάμει. Να τηλεφωνήσει στο 100; Να τρέξει ξοπίσω του μην πάει και κάνει καμιά τρέλα και πάθει ζημιά ο θεοπάλαβος; Ή του 'χε σαλέψει το λογικό, οπότε καλύτερα να κλείδωνε το μαγαζί για να μη του τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά;
Σηκώθηκε μουδιασμένος να συνεχίσει το σκούπισμα. Φίδια τον ζώσανε οι σκέψεις και οι φόβοι. Τι ήταν όλα αυτά τα τρελά του Βανέσα; Τι πήγε να κάνει έξω τρεχάτος; Κι αν πάρει κανένα τσεκούρι και...; Δεν άντεξε για πολύ. Παράτησε τη σκούπα στη γωνιά, πήρε πίσω από τον πάγκο το πανωφόρι του, έκλεισε τα φώτα και βγήκε. Ο δρόμος είχε τη θολή αχλή του χειμώνα. Πλησιάζοντας το χαμόσπιτο του κυρ-Βαλσάμη η αναπνοή του κόντυνε και γίνηκε γοργή. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τίναζε το στήθος του. Μπήκε στην αυλή μη ξέροντας τι θα συναντήσει. Βρήκε την πόρτα της καλύβας μισάνοιχτη. Αφουγκράστηκε, μα καμιά κίνηση, ησυχία απόλυτη. Μόνο της καρδιάς του το χτύπο άκουγε καθαρά και ένιωθε το αίμα του να τινάζεται με ορμή στις φλέβες του. Ο αέρας μύριζε κοτσιλιές από τις κότες της κυρα-Αγγελικής. Το υγρό αγιάζι του δρόσιζε κάπως το ξαναμμένο πρόσωπο. Ο φόβος και η αγωνία τον σπρώχναν μα και τον καθήλωναν. Κι αυτός στη μέση πάλευε. Έσφιξε τις γροθιές και έσπρωξε την πόρτα ν' ανοίξει διάπλατα. Μόνο το στριγκό τρίξιμο του μεντεσέ ακούστηκε. Ο κυρ-Βαλσάμης απέναντί του, γονατισμένος στον καναπέ της κουζίνας έμενε ακίνητος. Οι γροθιές του χαλάρωσαν. Μπήκε αργά στο δωμάτιο. Μπροστά στο σκυμμένο κεφάλι του φίλου του ανοιχτό ένα κοντόχοντρο βιβλίο. Το σώμα του τραντάζονταν κάθε τόσο από λυγμούς.
Θα πρέπει να 'χε κλάψει ώρα πολλή ο κυρ-Βαλσάμης και τώρα δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει. Με το στρουμπουλό του χέρι ο Βανέσα τον χάιδεψε στον ιδρωμένο σβέρκο και στα σγουρά μαλλιά. Εκείνος γύρισε αργά και τον κοίταξε. - Το 'ξερα πως θα 'ρθεις να με βρεις, του είπε. Γονάτισε δίπλα μου και συ μωρέ Βανέσα. Ο Βανέσα υπάκουσε και γονάτισε δίπλα του μπρος στο ντιβάνι. Λένε πως τα ζώα δεν έχουν μυαλό, δεν έχουν ψυχή. Όχι όμως και ο κόκορας του κυρ-Βαλσάμη... Το πρωί της επομένης ξημερώνοντας φώναξε για να ξυπνήσει το αφεντικό του. Περίμενε λιγάκι και ξαναφώναξε. Το συνήθιζε αυτό, γιατί ήξερε πως το αφεντικό του ήταν ταλαιπωρημένο και βαριοκοιμόταν. Η ώρα όμως περνούσε και κίνηση δεν έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας. Ούτε κατσαρολικά να βροντάνε, ούτε βλαστήμιες, ούτε μουγκρητά. Προσπάθησε ξανά. Σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτα, πήδηξε από το καλάμι του και πλησίασε το σπίτι. Βρήκε την πόρτα τέντα ανοιχτή. Πάλι παραξενεύτηκε. Πήδηξε στο κεφαλόσκαλο και τέντωσε το γυαλιστερό λαιμό του. Ήταν έτοιμος να ξαναλαλήσει, μα αυτό που είδε τον σταμάτησε. Καθισμένοι στο ντιβάνι της κουζίνας ο Βανέσα και ο κυρ-Βαλσάμης δίπλα-δίπλα διάβαζαν από το χοντρό βιβλίο της κυρα-Αγγελικής. Ο κυρ-Βαλσάμης το κρατούσε στα γόνατά του και διάβαζε συλλαβιστά. Με το κοντόχοντρο δάχτυλό του έδειχνε μια μια τις λέξεις. Ο Βανέσα δίπλα του άκουγε και το στρογγυλό του πρόσωπο γυάλιζε από χαρά. Κάθε τόσο ρουφούσε τη μύτη του.
- Βαλσάμη, ψιθύρισε κόβοντάς τον. Ο Θεός θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλος αφού μπορεί και αγαπάει εμάς τους άθλιους. - Έχεις δίκιο Βανέσα αδερφέ μου, έχεις δίκιο, ψιθύρισε ο κυρ-Βαλσάμης και χάιδεψε τα στρουμπουλά χέρια του Βανέσα. Το πετεινάρι απέναντί τους τίναξε το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Κοιτούσε αμήχανα γύρω του μπερδεμένο απ' όσα έβλεπε. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε το αφεντικό του με τέτοιο τρόπο, καθαρό και γελαστό. Αφού στην αρχή τρόμαξε. Το ήσυχο και πράο του χαμόγελο αναστάτωσε το ζώο. Κάτι μεγάλο πρέπει να γίνηκε απόψε σε τούτο το σπίτι, συλλογίστηκε. Κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ καλό... Πισωπάτησε, πήδηξε στο κατώφλι και φτερούγισε μ' όλη του τη δύναμη να πει τα νέα στο κοτέτσι, που τον περίμεναν με αγωνία.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Χριστουγεννιάτικες Αναμνήσεις
Πόση μοναξιά ένιωθε το βράδυ εκείνο ο μπάρμπα Θωμάς. Ώρα πολλή γύριζε στους δρόμους της Αθήνας. Βλέπεις, ο καιρός ήταν πολύ καλός ύστερα από την πρωινή βροχούλα και σαν τα σαλιγκάρια, που βγαίνουνε μετά τη βροχή, βγήκε κι αυτός να κάνει μια βόλτα. Μια και τι άλλο μπορούσε να κάνει; Μήπως είχε να πάει πουθενά; Μήπως τον περίμενε καμιά δουλειά; Μπα . τέτοιες σκοτούρες δεν είχε ο μπάρμπα Θωμάς. Μα τι κόσμος ήταν αυτός στους δρόμους; Το κουρασμένο του θυμητικό δεν θυμότανε μια τέτοια κοσμοχαλασιά. Θα πεις βέβαια, πως ήτανε παραμονή Χριστούγεννα. Ναι, δε λέω. Μα αυτό το κακό; Ακουμπισμένος στο ροζιάρικο ραβδί του, χωμένος μες στο παλτό του που ’χε τα μισά του χρόνια, τυλιγμένος με το κασκόλ του που ’ χε χάσει πια κάθε χρώμα, γύριζε στους δρόμους όλο το απόγευμα. Δεν πήρε τη συνηθισμένη του στράτα για τη φτωχογειτονιά, για το σταθμό του τρένου, για το ταβερνάκι, όπως συνήθιζε, μα βγήκε στους κεντρικούς δρόμους στα μαγαζιά. Κι αυτός δεν ήξερε γιατί. Καλοντυμένες και γελαστές κυρίες με χαρούμενα παιδάκια μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά, που λάμπανε σαν παλάτια του παραμυθιού. Πολλές φορές στη φούρια τους, με τα πακέτα τους, σπρώξανε τον μπάρμπα Θωμά, που του κάκου προσπάθησε να γελάσει. Σε μια γωνιά, που σταμάτησε να ξανασάνει, κάποιος παίρνοντάς τον για διακονιάρη του έβαλε στο χέρι ένα χιλιάρικο, λέγοντάς του «καλά Χριστούγεννα».
Μέσα στον τόσο κόσμο που τον τριγύριζε ένιωθε τόσο μόνος, τόσο μόνος, που νοστάλγησε την παγωμένη του σοφίτα. Κουρασμένος και πληγωμένος, καταριώμενος τον εαυτό του για την έμπνευση που είχε να κάνει περίπατο τόσο αργά, γύρισε πια να πλαγιάσει. Πέρασε από το ταβερνάκι, μα είδε κόσμο πολύ και έφυγε. Όχι, δεν ήθελε απόψε κόσμο, ανθρώπους. Ήθελε μοναξιά. Ανέβηκε τη σκοτεινή σκάλα με τα τριάντα δύο σκαλιά και με τα ρούχα του έπεσε στο κρεβάτι του. Το φαί του, από το μεσημέρι ήταν στο τραπέζι. Μα ούτε το κοίταξε. Η λάμπα του πετρελαίου κάπνιζε, μα δεν την έσβησε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Μα τι έπαθε απόψε; Γιατί αυτή η νευρικότητα; Γιατί αυτή η παράξενη μελαγχολία; Όχι, δεν ήταν από τη φτώχεια ούτε από την κακομοιριά του. Πράγματα συνηθισμένα γι’ αυτόν. Τόσα χρόνια… Μα κάτι άλλο. Σαν είδε και απόειδε πως δεν κατάφερνε να το αποδιώξει από τη σκέψη του, το άφησε λεύτερο. Καταλάβαινε πως θα τον λυπούσε, μα ήταν μια ευχάριστη λύπη. Και κει, στη μικρή σοφίτα, στ’ αχυρένιο στρώμα, δίπλα στην καπνισμένη λάμπα, ο μπάρμπα Θωμάς έκανε ένα μεγάλο ταξίδι.
Σε μια στιγμή έτρεξε εξήντα χρόνια πίσω. Ένα δωματιάκι, μικρό, φτωχικό, μα νοικοκυρεμένο και στολισμένο όμορφα. Ένα τραπέζι στη μέση, με μια φρουτιέρα με πορτοκάλια. Γύρω – γύρω ο πατέρας, η μητέρα, αυτός και η αδελφούλα του. Ο πατέρας μόλις είχε γυρίσει από την αγορά, γεμάτος φτωχικά ψώνια. Στη γειτονική φάμπρικα, που δούλευε, του δώσανε κι ένα μικρό δώρο για τα παιδιά. Ο καημένος ο πατέρας. Τι καλός που ήτανε. Πέθανε από τα φαρμάκια που του χάρισε ο προκομμένος του. Τη βραδιά εκείνη λοιπόν, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, ο πατέρας είπε στη μητέρα να πάρει τη φρουτιέρα από το τραπέζι και να φέρει τη Γραφή. Θυμάται δε πως στραβομουτσούνιασε, μα από φόβο δεν είπε τίποτε. Και από τους προφήτες διάβασε και από το Ευαγγέλιο για τη γέννηση του Χριστού. Όσο διάβαζε ο πατέρας, τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον. « Ναι, ο Χριστός μας», είπε γυρίζοντας στο μικρό Θωμά, «ο Χριστός μας πόσο μας αγάπησε, που να κατέβει από ψηλά και να γίνει σαν και μας, μέσα στη φτώχεια, να μας σώσει, Θωμά μου. Εσύ τον αγαπάς τον Χριστό;» του είχε πει… Ναι, ναι τον αγαπώ πάρα πολύ, είχε απαντήσει. Και ύστερα ο πατέρας με τη μητέρα ψάλλανε έναν ύμνο και κάνανε προσευχή. Σε λίγο φάγανε αρκετά πλούσια, με πολλά γλυκά.
Την ώρα εκείνη η λάμπα κατέβηκε λίγο, λες και το έκανε επίτηδες, για να κρύψει κάποιο δάκρυ του μπάρμπα Θωμά. Γύρισε από την άλλη τη μεριά, μήπως και τον πάρει ο ύπνος. Μα δε βαριέσαι…
Να, τώρα βλέπει μια μεγάλη αίθουσα. Φώτα πολλά. Μουσική, γέλια, τραγούδια. Στη μέση πολλά ζευγάρια χορεύουν. Παρακάτω ένας μεθυσμένος κάνει τα χωρατά του και γελούν. Και αυτός πια όχι παιδάκι, μα άντρας ψημένος, με πολλά λεφτά. Κάθεται δίπλα με κείνη. Πάντα ήταν κρύα η σοφίτα, μα στη θύμησή της ρίγησε. Είχε πεθάνει πια ο καλός πατέρας και η τόσο αγαθή μητέρα. Τους είχε εγκαταλείψει από τότε που έπιασε μια δεκάρα στα χέρια του. Ήθελε να ζήσει την όμορφη ζωή και έπεσε στα χέρια εκείνης. Δούλεψε σαν σκυλί, με το ψέμα, με την απάτη, για να βγάζει λεφτά να της κάνει λούσα, να γυρίζουνε στα κέντρα. Και να τώρα τη βλέπει πάλι, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, μισομεθυσμένη, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ τον άφησε. Συνηθισμένη ιστορία. Σκέφτηκε σκοτωμούς. Να τη σκοτώσει και να σκοτωθεί. Μα προτίμησε να το ρίξει στο κρασί. Ευτυχώς που κάποιος τον λυπήθηκε και τον έβαλε φύλακα στις γραμμές του τρένου. Για ένα κομμάτι ψωμί.
Μα πάλι να η πρώτη εικόνα. Ο πατέρας να διαβάζει από την Αγία Γραφή. Όλοι μαζί ψάλλουνε. Και η φωνή του Πατέρα.
- Τον αγαπάς τον Χριστό, Θωμά μου;
- Πολύ, πάρα πολύ…
Την ώρα κείνη μούγκρισε ο μπάρμπας Θωμάς. Η λάμπα λες και τρόμαξε κι έσβησε. Και μέσα στο κρύο σ’ εκείνη την κάμαρα όλη τη νύχτα, ο γέρος, σαν σε μονόλογο έλεγε.
- Κύριε, Κύριε. Αν έμενα κοντά Σου… Αν έμενα κοντά Σου… Λυπήσου με. Είμαι τόσο μόνος…. Είμαι τόσο δυστυχισμένος
Πόση μοναξιά ένιωθε το βράδυ εκείνο ο μπάρμπα Θωμάς. Ώρα πολλή γύριζε στους δρόμους της Αθήνας. Βλέπεις, ο καιρός ήταν πολύ καλός ύστερα από την πρωινή βροχούλα και σαν τα σαλιγκάρια, που βγαίνουνε μετά τη βροχή, βγήκε κι αυτός να κάνει μια βόλτα. Μια και τι άλλο μπορούσε να κάνει; Μήπως είχε να πάει πουθενά; Μήπως τον περίμενε καμιά δουλειά; Μπα . τέτοιες σκοτούρες δεν είχε ο μπάρμπα Θωμάς. Μα τι κόσμος ήταν αυτός στους δρόμους; Το κουρασμένο του θυμητικό δεν θυμότανε μια τέτοια κοσμοχαλασιά. Θα πεις βέβαια, πως ήτανε παραμονή Χριστούγεννα. Ναι, δε λέω. Μα αυτό το κακό; Ακουμπισμένος στο ροζιάρικο ραβδί του, χωμένος μες στο παλτό του που ’χε τα μισά του χρόνια, τυλιγμένος με το κασκόλ του που ’ χε χάσει πια κάθε χρώμα, γύριζε στους δρόμους όλο το απόγευμα. Δεν πήρε τη συνηθισμένη του στράτα για τη φτωχογειτονιά, για το σταθμό του τρένου, για το ταβερνάκι, όπως συνήθιζε, μα βγήκε στους κεντρικούς δρόμους στα μαγαζιά. Κι αυτός δεν ήξερε γιατί. Καλοντυμένες και γελαστές κυρίες με χαρούμενα παιδάκια μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά, που λάμπανε σαν παλάτια του παραμυθιού. Πολλές φορές στη φούρια τους, με τα πακέτα τους, σπρώξανε τον μπάρμπα Θωμά, που του κάκου προσπάθησε να γελάσει. Σε μια γωνιά, που σταμάτησε να ξανασάνει, κάποιος παίρνοντάς τον για διακονιάρη του έβαλε στο χέρι ένα χιλιάρικο, λέγοντάς του «καλά Χριστούγεννα».
Μέσα στον τόσο κόσμο που τον τριγύριζε ένιωθε τόσο μόνος, τόσο μόνος, που νοστάλγησε την παγωμένη του σοφίτα. Κουρασμένος και πληγωμένος, καταριώμενος τον εαυτό του για την έμπνευση που είχε να κάνει περίπατο τόσο αργά, γύρισε πια να πλαγιάσει. Πέρασε από το ταβερνάκι, μα είδε κόσμο πολύ και έφυγε. Όχι, δεν ήθελε απόψε κόσμο, ανθρώπους. Ήθελε μοναξιά. Ανέβηκε τη σκοτεινή σκάλα με τα τριάντα δύο σκαλιά και με τα ρούχα του έπεσε στο κρεβάτι του. Το φαί του, από το μεσημέρι ήταν στο τραπέζι. Μα ούτε το κοίταξε. Η λάμπα του πετρελαίου κάπνιζε, μα δεν την έσβησε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Μα τι έπαθε απόψε; Γιατί αυτή η νευρικότητα; Γιατί αυτή η παράξενη μελαγχολία; Όχι, δεν ήταν από τη φτώχεια ούτε από την κακομοιριά του. Πράγματα συνηθισμένα γι’ αυτόν. Τόσα χρόνια… Μα κάτι άλλο. Σαν είδε και απόειδε πως δεν κατάφερνε να το αποδιώξει από τη σκέψη του, το άφησε λεύτερο. Καταλάβαινε πως θα τον λυπούσε, μα ήταν μια ευχάριστη λύπη. Και κει, στη μικρή σοφίτα, στ’ αχυρένιο στρώμα, δίπλα στην καπνισμένη λάμπα, ο μπάρμπα Θωμάς έκανε ένα μεγάλο ταξίδι.
Σε μια στιγμή έτρεξε εξήντα χρόνια πίσω. Ένα δωματιάκι, μικρό, φτωχικό, μα νοικοκυρεμένο και στολισμένο όμορφα. Ένα τραπέζι στη μέση, με μια φρουτιέρα με πορτοκάλια. Γύρω – γύρω ο πατέρας, η μητέρα, αυτός και η αδελφούλα του. Ο πατέρας μόλις είχε γυρίσει από την αγορά, γεμάτος φτωχικά ψώνια. Στη γειτονική φάμπρικα, που δούλευε, του δώσανε κι ένα μικρό δώρο για τα παιδιά. Ο καημένος ο πατέρας. Τι καλός που ήτανε. Πέθανε από τα φαρμάκια που του χάρισε ο προκομμένος του. Τη βραδιά εκείνη λοιπόν, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, ο πατέρας είπε στη μητέρα να πάρει τη φρουτιέρα από το τραπέζι και να φέρει τη Γραφή. Θυμάται δε πως στραβομουτσούνιασε, μα από φόβο δεν είπε τίποτε. Και από τους προφήτες διάβασε και από το Ευαγγέλιο για τη γέννηση του Χριστού. Όσο διάβαζε ο πατέρας, τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον. « Ναι, ο Χριστός μας», είπε γυρίζοντας στο μικρό Θωμά, «ο Χριστός μας πόσο μας αγάπησε, που να κατέβει από ψηλά και να γίνει σαν και μας, μέσα στη φτώχεια, να μας σώσει, Θωμά μου. Εσύ τον αγαπάς τον Χριστό;» του είχε πει… Ναι, ναι τον αγαπώ πάρα πολύ, είχε απαντήσει. Και ύστερα ο πατέρας με τη μητέρα ψάλλανε έναν ύμνο και κάνανε προσευχή. Σε λίγο φάγανε αρκετά πλούσια, με πολλά γλυκά.
Την ώρα εκείνη η λάμπα κατέβηκε λίγο, λες και το έκανε επίτηδες, για να κρύψει κάποιο δάκρυ του μπάρμπα Θωμά. Γύρισε από την άλλη τη μεριά, μήπως και τον πάρει ο ύπνος. Μα δε βαριέσαι…
Να, τώρα βλέπει μια μεγάλη αίθουσα. Φώτα πολλά. Μουσική, γέλια, τραγούδια. Στη μέση πολλά ζευγάρια χορεύουν. Παρακάτω ένας μεθυσμένος κάνει τα χωρατά του και γελούν. Και αυτός πια όχι παιδάκι, μα άντρας ψημένος, με πολλά λεφτά. Κάθεται δίπλα με κείνη. Πάντα ήταν κρύα η σοφίτα, μα στη θύμησή της ρίγησε. Είχε πεθάνει πια ο καλός πατέρας και η τόσο αγαθή μητέρα. Τους είχε εγκαταλείψει από τότε που έπιασε μια δεκάρα στα χέρια του. Ήθελε να ζήσει την όμορφη ζωή και έπεσε στα χέρια εκείνης. Δούλεψε σαν σκυλί, με το ψέμα, με την απάτη, για να βγάζει λεφτά να της κάνει λούσα, να γυρίζουνε στα κέντρα. Και να τώρα τη βλέπει πάλι, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, μισομεθυσμένη, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ τον άφησε. Συνηθισμένη ιστορία. Σκέφτηκε σκοτωμούς. Να τη σκοτώσει και να σκοτωθεί. Μα προτίμησε να το ρίξει στο κρασί. Ευτυχώς που κάποιος τον λυπήθηκε και τον έβαλε φύλακα στις γραμμές του τρένου. Για ένα κομμάτι ψωμί.
Μα πάλι να η πρώτη εικόνα. Ο πατέρας να διαβάζει από την Αγία Γραφή. Όλοι μαζί ψάλλουνε. Και η φωνή του Πατέρα.
- Τον αγαπάς τον Χριστό, Θωμά μου;
- Πολύ, πάρα πολύ…
Την ώρα κείνη μούγκρισε ο μπάρμπας Θωμάς. Η λάμπα λες και τρόμαξε κι έσβησε. Και μέσα στο κρύο σ’ εκείνη την κάμαρα όλη τη νύχτα, ο γέρος, σαν σε μονόλογο έλεγε.
- Κύριε, Κύριε. Αν έμενα κοντά Σου… Αν έμενα κοντά Σου… Λυπήσου με. Είμαι τόσο μόνος…. Είμαι τόσο δυστυχισμένος
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΙ Ο ΧΑΡΟΝΤΑΣ!
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα;
'Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
"Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Οι λέξεις είναι δρόμος ...
και η ενέργεια τους πάει μακριά όσο μακριά μπορεί να πάει η αγάπη σου γι'αυτές !
ΑΠΌ ΤΟ http://www.agioritikovima.gr
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα;
'Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
"Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Οι λέξεις είναι δρόμος ...
και η ενέργεια τους πάει μακριά όσο μακριά μπορεί να πάει η αγάπη σου γι'αυτές !
ΑΠΌ ΤΟ http://www.agioritikovima.gr
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Διεύθυνση: Εφεσίους 1:20
Ιστοσελίδα: Η Βίβλος.
Λέξεις κλειδιά: Ο Χριστός, ο Κύριος, ο Σωτήρας και ο Ιησούς
Γεια σας. Το όνομά μου είναι Ιησούς-Ο Χριστός. Έχω στείλει το βιογραφικό μου επειδή ζητώ την κορυφαία διοικητική θέση στην καρδιά σου. Παρακαλώ να εξετά-
σεις τα επιτεύγματά μου, όπως ορίζεται στο βιογραφικό μου.
Προσόντα
* Ίδρυσα τη γη και δημιούργησα τους ουρανούς, (βλ. Παροιμίες 3:19)
* Έχω πλάσει τον άνθρωπο από το χώμα της γης, (Βλέπε Γένεσις 2:7)
* Έδωσα πνοή στον άνθρωπο την αναπνοή της ζωής, (Βλέπε Γένεσις 2:7)
* Εξαργύρωσα τον άνθρωπο από την κατάρα του νόμου, (βλέπε Γαλάτες 3:13)
Επαγγελματικό Ιστορικό
* Είχα μόνο έναν εργοδότη, (Βλέπε Λουκά 2:49).
* Ο εργοδότης μου δεν έχει τίποτα, αλλά διθυραμβικές κριτικές για μένα, (βλέπε Κατά Ματθαίον 3:15-17)
Δεξιότητες εργασίας Εμπειρίες
* Ορισμένες από τις ικανότητές μου και τις εμπειρίες της εργασίας περιλαμβάνονται: ενίσχυση των φτωχών,θεραπεία ασθενών, την αποκατάσταση της όρασης για τους τυφλούς .
* Είμαι ένας θαυμάσιος Σύμβουλος, (βλ. Ησαΐας 9:06). * Το πιο σημαντικό, έχω την εξουσία, την ικανότητα και τη δύναμη να σας καθαρίσω τις αμαρτίες σας, (Δείτε εγώ Ιωάννου 1:7-9)
Σπουδές
* Θα καλύπτουν όλο το εύρος και το μήκος της γνώσης, της σοφίας και της κατανόησης, (βλ. Παροιμίες 2:6).
* Μπορώ να σου πω ακόμα όλα τα μυστικά της καρδιάς σου, (βλ. Ψαλμοί 44:21).
Σημαντικών επιτευγμάτων
* Ήμουν συμμέτοχος ενεργά στη μεγαλύτερη Σύνοδο Κορυφής όλων των εποχών, (βλ. Γένεσις 1:26).
Αναφορές
Οι πιστοί και οι οπαδοί σε όλο τον κόσμο θα καταθέσουν για θεραπείες μου θεία, σωτηρία, λύτρωση, θαύματα, την αποκατάσταση και την υπερφυσική καθοδήγηση
Τώρα που έχετε διαβάσει το βιογραφικό μου, είμαι βέβαιος ότι είμαι ο μοναδικός υποψήφιος με όλα τα προσόντα να καλύψω την θέση στην καρδιά σου.
Πότε μπορώ να αρχίσω; Ο χρόνος είναι η ουσία, (Βλέπε Εβραίους 3:15).
Διεύθυνση: Εφεσίους 1:20
Ιστοσελίδα: Η Βίβλος.
Λέξεις κλειδιά: Ο Χριστός, ο Κύριος, ο Σωτήρας και ο Ιησούς
Γεια σας. Το όνομά μου είναι Ιησούς-Ο Χριστός. Έχω στείλει το βιογραφικό μου επειδή ζητώ την κορυφαία διοικητική θέση στην καρδιά σου. Παρακαλώ να εξετά-
σεις τα επιτεύγματά μου, όπως ορίζεται στο βιογραφικό μου.
Προσόντα
* Ίδρυσα τη γη και δημιούργησα τους ουρανούς, (βλ. Παροιμίες 3:19)
* Έχω πλάσει τον άνθρωπο από το χώμα της γης, (Βλέπε Γένεσις 2:7)
* Έδωσα πνοή στον άνθρωπο την αναπνοή της ζωής, (Βλέπε Γένεσις 2:7)
* Εξαργύρωσα τον άνθρωπο από την κατάρα του νόμου, (βλέπε Γαλάτες 3:13)
Επαγγελματικό Ιστορικό
* Είχα μόνο έναν εργοδότη, (Βλέπε Λουκά 2:49).
* Ο εργοδότης μου δεν έχει τίποτα, αλλά διθυραμβικές κριτικές για μένα, (βλέπε Κατά Ματθαίον 3:15-17)
Δεξιότητες εργασίας Εμπειρίες
* Ορισμένες από τις ικανότητές μου και τις εμπειρίες της εργασίας περιλαμβάνονται: ενίσχυση των φτωχών,θεραπεία ασθενών, την αποκατάσταση της όρασης για τους τυφλούς .
* Είμαι ένας θαυμάσιος Σύμβουλος, (βλ. Ησαΐας 9:06). * Το πιο σημαντικό, έχω την εξουσία, την ικανότητα και τη δύναμη να σας καθαρίσω τις αμαρτίες σας, (Δείτε εγώ Ιωάννου 1:7-9)
Σπουδές
* Θα καλύπτουν όλο το εύρος και το μήκος της γνώσης, της σοφίας και της κατανόησης, (βλ. Παροιμίες 2:6).
* Μπορώ να σου πω ακόμα όλα τα μυστικά της καρδιάς σου, (βλ. Ψαλμοί 44:21).
Σημαντικών επιτευγμάτων
* Ήμουν συμμέτοχος ενεργά στη μεγαλύτερη Σύνοδο Κορυφής όλων των εποχών, (βλ. Γένεσις 1:26).
Αναφορές
Οι πιστοί και οι οπαδοί σε όλο τον κόσμο θα καταθέσουν για θεραπείες μου θεία, σωτηρία, λύτρωση, θαύματα, την αποκατάσταση και την υπερφυσική καθοδήγηση
Τώρα που έχετε διαβάσει το βιογραφικό μου, είμαι βέβαιος ότι είμαι ο μοναδικός υποψήφιος με όλα τα προσόντα να καλύψω την θέση στην καρδιά σου.
Πότε μπορώ να αρχίσω; Ο χρόνος είναι η ουσία, (Βλέπε Εβραίους 3:15).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.