Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Ιωάννης ο Βαλάχος(+12 Μαίου 1662)
Ο Άγιος Ιωάννης, γεννήθηκε στη Βλαχία το 1644 και καταγόταν από επιφανή και αριστοκρατική γενιά.
Επί Σουλτάνου Μεχμέτ και σε ηλικία 15 ετών τον άρπαξαν οι Τάταροι που εισέβαλαν στη Βλαχία για να καταπνίξουν την επανάσταση του άρχοντα Μιχ. Βοεβόδα Τζιβάν Μπέτι. Ένας μουσουλμάνος τον αγόρασε με σκοπό να τον διαφθείρει.Αυτός για να προστατευτεί τον σκότωσε.'Οταν μαθεύτηκε ότι σκότωσε τον αφέντη του συνελήφθη και παραδόθηκε στη σύζυγο του μουσουλμάνου που σκότωσε στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη τον οδήγησε στον Βεζίρη, ο οποίος μετά την ανάκριση τον παρέδωσε πάλι σ' εκείνη για να τον μεταχειρισθεί όπως εκείνη ήθελε. Επειδή όμως απέτυχε να τον εξισλαμίσει, τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος αφού απέτυχε να τον πείσει διέταξε τον δι' απαγχονισμού θάνατό του στις 12 Μαΐου 1662 στο Παρμάκ Καπί της Κωνσταντινούπολης. Το τίμιο λείψανό του εξαγοράσθηκε μετά τρεις ημέρες από τους Χριστιανούς και ενταφιάσθηκε με ευλάβεια.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης και τυπώθηκε στην Βενετία από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.Η αγιοκατάταξη του από την Ρουμανική Ιερά Σύνοδο έλαβε μέρος το 1950.
Ο Άγιος Ιωάννης, γεννήθηκε στη Βλαχία το 1644 και καταγόταν από επιφανή και αριστοκρατική γενιά.
Επί Σουλτάνου Μεχμέτ και σε ηλικία 15 ετών τον άρπαξαν οι Τάταροι που εισέβαλαν στη Βλαχία για να καταπνίξουν την επανάσταση του άρχοντα Μιχ. Βοεβόδα Τζιβάν Μπέτι. Ένας μουσουλμάνος τον αγόρασε με σκοπό να τον διαφθείρει.Αυτός για να προστατευτεί τον σκότωσε.'Οταν μαθεύτηκε ότι σκότωσε τον αφέντη του συνελήφθη και παραδόθηκε στη σύζυγο του μουσουλμάνου που σκότωσε στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη τον οδήγησε στον Βεζίρη, ο οποίος μετά την ανάκριση τον παρέδωσε πάλι σ' εκείνη για να τον μεταχειρισθεί όπως εκείνη ήθελε. Επειδή όμως απέτυχε να τον εξισλαμίσει, τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος αφού απέτυχε να τον πείσει διέταξε τον δι' απαγχονισμού θάνατό του στις 12 Μαΐου 1662 στο Παρμάκ Καπί της Κωνσταντινούπολης. Το τίμιο λείψανό του εξαγοράσθηκε μετά τρεις ημέρες από τους Χριστιανούς και ενταφιάσθηκε με ευλάβεια.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης και τυπώθηκε στην Βενετία από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.Η αγιοκατάταξη του από την Ρουμανική Ιερά Σύνοδο έλαβε μέρος το 1950.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ζωή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού υπήρξε ζωή συνεχών αγώνων. Αγωνίστηκε εναντίον της νέας αιρέσεως των εικονομάχων γιατί έζησε κατά τον 8ον αιώνα που η εικονομαχία συγκλόνιζε τα θεμέλια της Εκκλησίας. Εναντίον της υπερηφάνειας και της υψηλοφροσύνης, γιατί ήταν κάτοχος όλης της επιστημονικής γνώσεως της εποχής του, όπως φαίνεται και από έργα του που μας άφησε.
Εναντίον της αγάπης του πλούτου και της ανθρώπινης δόξας, γιατί και θέση επίζηλη κατείχε, αλλά και πλούτη είχε άφθονα.
Παρ' όλα αυτά, επειδή αγάπησε τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε τα πάντα στον κόσμο αυτό και έγινε υποτακτικός σ' εάν αυστηρό γέροντα. Και στη ζωή της υποταγής όμως έδειξε ότι είχε πάρει απόφαση να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού ο παλαιός άνθρωπος μέσα και να γεννηθεί ο νέος, ο κατά Χριστόν πλασθείς.
Νους οξύς και πολυμαθής μας άφησε σπουδαία έργα δογματικά, αλλά και σπουδαιότατα τροπάρια και ύμνους της Εκκλησίας και δικαίως θεωρείται σαν ένας από τους κορυφαίους υμνογράφους.
Η υπακοή και η ταπείνωση του, καθώς και η όλη του ζωή έμεινε παραδειγματική και σήμερα προβάλλει η μορφή του σαν υπόδειγμα για μίμηση όλων, όσων θέλουν να κερδίσουν τα μόνιμα και αναφέρεται αγαθά του ουρανού.
Οι γονείς του Ιωάννη
Ο άγιος Ιωάννης, ο λεγόμενος Δαμασκηνός, έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717-741) και μέχρι της βασιλείας του διαδόχου αυτού Κωνσταντίνου του Κoπρωνύμου.
Ονομάσθηκε ο άγιος «Δαμασκηνός» από το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδας Δαμασκού. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη Συρία. Την εποχή, που γεννήθηκε, ήταν η πόλη υποδουλωμένη στους Αγαρηνούς και οι κάτοικοι είχαν αλλάξει την πίστη τους. Μόνο οι γονείς του Ιωάννη ήσαν πιστοί και ευσεβείς, σαν τα ευωδιαστά ρόδα ανάμεσα στα αγκάθια. Ο Θεός για τη αρετή τους, τους αντάμειψε και τους έκανε θαυμαστούς. Αυτοί οι αιχμάλωτοι έγιναν κριτές των κυριών τους. Καθώς συνέβη στους Τρεις Παίδες, που ήσαν Αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και στον Ιωσήφ, που ήταν αιχμάλωτος των Αιγυπτίων. Και τώρα ο πατέρας του Ιωάννη έγινε πρωτοσύμβουλος του Αμηρά.
Αυτόν διάλεξε για να τον έχει σύμβουλο και διοικητή των δημοσίων, αν και ήταν αλλόπιστος, εξ' αιτίας του πλούτου του και της καταγωγής του.
Σαν διοικητής κυβερνούσε τη χώρα με δικαιοσύνη και σοφία. Ήταν πολύ φιλάνθρωπος και έδινε από τον πλούτο του για να εξαγοράζει και να ελευθερώνει τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, γιατί κινδύνευαν να χάσουν την πίστη τους και τη ζωή τους. Έπειτα έδινε γη για να την καλλιεργούν σ' όσους ήθελαν να μείνουν στην Ιουδαία ή στη Παλαιστίνη, γιατί εκεί είχε πολλά χωράφια. Όσοι πάλι δεν ήθελαν να μείνουν εκεί, τους έδινε χρήματα για να πάνε, όπου ήθελαν.
Δεν ξόδευε ποτέ χρήματα σε συμπόσια ή για πολύτιμα φορέματα, όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά μόνο για θεάρεστα έργα.
Ο Θεός σαν αμοιβή για τα φιλάνθρωπα έργα του, του χάρισε τον Ιωάννη, τον παγκόσμιο φωστήρα της Εκκλησίας, που τη στόλισε με εξαιρετικά τροπάρια.
Εύρεση δασκάλου
Χάρηκε, γιατί του χάρισε ο Κύριος κληρονόμο και μόλις μεγάλωσε το παιδί, αναζητούσε να του βρει δάσκαλο σοφό και επιθυμούσε να το αναδείξει μεγάλο φιλόσοφο. Επειδή ο πόθος του ήταν θεάρεστος, ο Θεός εξεπλήρωσε την επιθυμία του.
Οι βάρβαροι της πόλης εκείνης αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφεραν εκεί. Απ' αυτούς άλλους πώλησαν κι άλλους, όσους δεν θέλησε κανείς να τους αγοράσει, αποφάσισαν να τους φονεύσουν. Ανάμεσα σ' αυτούς έτυχε να είναι και κάποιος μοναχός από την Ιταλία, Κοσμάς στο όνομα, σεμνός κι ενάρετος.
Ενώ οι βάρβαροι οδηγούσαν τους αιχμαλώτους εκεί, που θα τους θανάτωναν, συνάντησαν τον πατέρα του Ιωάννη. Εκείνος βλέποντας τον Κοσμά με λυπημένη όψη και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασε και του είπε:
- Γιατί κλαις, άνθρωπε του Θεού; Λυπάσαι που θα στερηθείς τον κόσμο, που, όπως βλέπω από τον μοναχικό σου σχήμα, τον απαρνήθηκες και νέκρωσες το σώμα σου;
Σ' αυτά τα λόγια απάντησε ο μοναχός:
- Ο Θεός γνωρίζει, ότι δεν λυπάμαι για τη στέρηση της παρούσας ζωής, γιατί εγώ τον κόσμο τον αρνήθηκα όπως είπες. Αλλά λυπάμαι, γιατί έμαθα όλες τις επιστήμες. Φιλοσοφία, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία και κάθε άλλη σοφία. Εκπαιδεύτηκα και στη Μουσική και έμαθα και Αστρονομία. Μπορώ να πω, ότι δεν άφησα τίποτε, που να μη μάθω, για να εννοήσω από την αρμονία και την ομορφιά των δημιουργημάτων τον Δημιουργό της Κτίσεως.
Έπειτα σπούδασα και την δική μας Θεολογία. Επειδή όμως δε βρήκα ακόμη μαθητή για να τον αφήσω διάδοχο της σοφίας μου λυπάμαι και θλίβομαι. Γιατί όπως θέλουν οι πλούσιοι ν' αποκτήσουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν, έτσι επιθυμούν και οι φιλόσοφοι ν' αφήσουν διαδόχους στη σοφία τους, για να έχουν μνήμη αθάνατη. Έτσι φεύγει ο σοφός για την αιώνια ζωή σαν τον δούλο, που διπλασίασε το τάλαντο. Διαφορετικά θα κριθεί σαν ανωφελής. Γι' αυτό στεναχωρούμαι, επειδή φοβάμαι, μήπως ο Δεσπότης με συναριθμήσει με τον πονηρό δούλο που έκρυψε το τάλαντο.
Μόλις άκουσε αυτά ο άρχοντας, που είχε πόθο να βρει τέτοιο σοφό άνθρωπο, λέγει στον Κοσμά.
Μη λυπάσαι γι' αυτή την αιτία, δάσκαλε, και ίσως ο Κύριος εκπληρώσει τα αιτήματα της καρδιάς σου.
Πήγε στον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησε να του χαρίσει αυτόν τον αιχμάλωτο. Έτσι και έγινε. Πήρε, λοιπόν, τον Κοσμά, τον οδήγησε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και του είπε:
- Γνώριζε, σοφότατε και λογικότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και την μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδιά ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου και ο Κοσμάς από τα Ιεροσόλυμα, που τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη.
Ο Κοσμάς μόλις άκουσε αυτά, χάρηκε και όπως το διψασμένο ελάφι που τρέχει στο νερό, έτσι και αυτός με μεγάλη επιθυμία δίδασκε τους μαθητές του τη φιλοσοφία του.
Οι δύο νέοι λόγω της οξύτητας του πνεύματος μέσα σε λίγα χρόνια σπούδασαν και έμαθαν τις επιστήμες. Το πόσο καλά μορφώθηκαν, φαίνεται στα ποιήματά και στα συγγράμματα τους. Ο Ιωάννης έγραψε πολλούς λόγους περί Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών. Έγραψε και ψυχωφελείς ομιλίες, που θαυμάζει κανείς τη σοφία του.
Παρ' όλη τη σοφία του καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά όπως τα καρπερά δέντρα, όσο είναι φορτωμένα από καρπούς τόσο και περισσότερο γέρνουν προς τη γη, έτσι κι ο πάνσοφος Ιωάννης.
Αναχώρηση του δασκάλου
Όταν ο δάσκαλος είδε, ότι οι μαθητές του έφτασαν σε ικανό σημείο σοφίας πήγε στον πατέρα τους και του είπε:
- Κύριε, όπως ήθελες, έγιναν τα παιδιά σου θαυμάσια στη σοφία. Και δεν αρκέσθηκαν να γίνουν μόνον, όπως ο δάσκαλος τους, αλλά κατά πολύ ανώτεροι στο ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν, επειδή δε με χρειάζονται πια, ζητώ από την ευγένεια σου μια χάρη.
Σαν πληρωμή του κόπου μου να μ' αφήσεις να πάω σε κανένα ασκητήριο για να μελετήσω την άνω σοφία, προς την οποία η φιλοσοφία με καθοδήγησε.
Ο άρχοντας, όταν άκουσε αυτά λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί τέτοιο χρήσιμο άνθρωπο. Αλλά, για να μη φανεί προς τον ευεργέτη του αχάριστος του έδωσε την άδεια και χρήματα για το ταξίδι του.
Έφυγε, λοιπόν, ο Κοσμάς, και πήγε στην Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι που έφυγε για την αιώνια μακαριότητα. Το ίδιο και ο πατέρας του Ιωάννη μετά από λίγο καιρό έφυγε για τον ουρανό.
Ο αρχηγός των Σαρακηνών βλέποντας τη σοφία του Ιωάννη του έδωσε το αξίωμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης έγινε πρωτοσύμβουλος, παρά τη θέληση του. Επιθυμία του ήταν να αναχωρήσει από τον κόσμο.
Εκείνη την εποχή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741), που σαν λιοντάρι κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού διώκοντας τους πιστούς, που προσκυνούσαν τις εικόνες.
Ο Ιωάννης, θερμός ζηλωτής της πίστεως έγραφε επιστολές και τις έστελνε στην Βασιλεύουσα. Καταπολεμούσε τις απόψεις του Λέοντος αποδεικνύοντας με φιλοσοφικούς συλλογισμούς και με ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων, την αναγκαία προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Τέτοιες επιστολές, έστελνε και σε πολλούς ανθρώπους για να τις διαβάζουν μεταξύ τους και να στερεώνονται στην ευσέβεια και να μαθαίνουν πως θ' απαντούν στους εικονομάχους.
Η συκοφαντία
Μόλις έμαθε αυτά ο ασεβής βασιλιάς συζήτησε το θέμα με άλλους άρχοντες εικονομάχους και αποφάσισαν να διαβάλλουν τον Ιωάννη στον άρχοντα των Σαρακηνών, για να τον θανατώσει. Βρήκαν, λοιπόν, μια επιστολή του Ιωάννη, που την έδειξε ο Λέων σε μερικούς δασκάλους και τους ρώτησε, αν μπορούν να μιμηθούν το γραφικό χαρακτήρα εκείνου.
Βρέθηκε ένας έμπειρος καλλιγράφος, που υποσχέθηκε, ότι θα μιμηθεί ακριβώς το χαρακτήρα. Αυτόν διάταξε ο Λέων να αντιγράψει μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο, σαν από τον Ιωάννη και απευθυνόμενη στον ίδιο. Η επιστολή έλεγε: «Βασιλιά πολυχρονεμένε, στέλνω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό στη βασιλεία σου. Μάθε ότι αυτή την εποχή η πόλη της Δαμασκού είναι παραμελημένη από τους Αγαρηνούς, γιατί ο στρατός τους είναι εξασθενημένος. Στείλε στόλο και στρατό πολύ, όσο μπορείς, να την καταλάβεις χωρίς πόλεμο. Θα σε βοηθήσω σ' αυτό κι εγώ, γιατί όλη η πόλη είναι σχεδόν στην εξουσία μου».
Έπειτα έγραψε ο Λέων ο ίδιος επιστολή προς τον Σαρακηνό άρχοντα και του έγραφε:
«Δεν γνωρίζω τίποτε καλύτερο από το να φυλάσσει ο καθένας τις συνθήκες ειρήνης. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία, που έχω με την ευγένειά σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προκαλεί σε τούτο. Πολλές φορές μάλιστα μου έστειλε επιστολή να έλθω να κυριεύσω τη χώρα σου. Για να βεβαιωθείς δε ότι σου λέω την αλήθεια σου στέλνω μία από τις επιστολές. Έτσι θα γνωρίσεις τη δική μου αληθινή φιλία και εκείνον το δόλιο, που μου τις έγραψε.
Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς τις επιστολές με ένα του δούλο. Ο βάρβαρος ηγεμόνας θύμωσε και κάλεσε τον Άγιο.
Κόψιμο του δεξιού χεριού του Ιωάννη.
Ο Ιωάννης εννόησε το δόλο του Λέοντος και εξήγησε στον άρχοντα ότι ποτέ δεν έβαλε στο νου του τέτοια προδοτική πράξη. Εζήτησε δε προθεσμία ν' αποδείξει το άδικο. Ο βάρβαρος όμως δεν πίστεψε και πρόσταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Κόπηκε το χέρι, που έλεγχε καθένα που μισούσε τον Κύριο και κρεμάστηκε στην αγορά, για να το βλέπουν όλοι.
Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει:
«Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Θεραπεία του κομμένου χεριού
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας
«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να ‘ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να πάει σ' άλλη υπηρεσία που περισσότερο επιθυμούσε. Ο άρχοντας είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια.
Αναχώρηση από τον κόσμο
Ελευθέρωσε, λοιπόν, τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:
- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.
Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.
Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:
- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου.
Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.
Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής.
Σαν γη αγαθή δέχτηκε ο Άγιος τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του γέροντα, χωρίς ν' αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του.
Υποταγή και ταπείνωση
Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:
- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πωλήσεις.
Του όρισε δε μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.
Ο μέχρι θανάτου υπάκουος δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής και ένδοξος, πωλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.
Πέρασε απ' εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια του.
Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, εσύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Τιμωρία και ανυπακοή
Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε:
- Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;
Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε δε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.
Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:
- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.
Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:
- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.
Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.
Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.
- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.
Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή.
Άδεια να μελωδεί
Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:
- «Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως».
Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:
- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ό,τι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.
Άρχισε από τότε ο Ιωάννης να συνθέτει εκείνες τις μελωδίες, με τις οποίες λαμπρύνονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μας. Εσύνθεσε όχι μόνο κανόνες και τροπάρια, ιδιόμελα και προσόμοια αλλά και πανηγυρικούς λόγους στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σ' άλλους Αγίους.
Σπουδαίο είναι και το έργο του, που επιγράφεται «Πηγή Γνώσεως». Περιγράφει σ' αυτό τα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστεως μας, με ορθές αποδείξεις γραφικές αλλά και επιστημονικές.
Έγραψε και πολλούς λόγους για την προσκύνηση των θείων εικόνων. Ποιήματα πολλά εσύνθεσε με τον Άγιο Κοσμά, πνευματικό αδελφό του, που τον είχε συμμέτοχο στους κόπους και στους αγώνες της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Κοσμάς άφησε πολλούς κανόνες και τροπάρια. Για την αρετή του χειροτονήθηκε χωρίς να το θέλει από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά.
Ο Πατριάρχης χειροτόνησε και τον Ιωάννη πρεσβύτερο, που εξακολούθησε και μετά τη χειροτονία του να μένει στη μονή.
Ο Άγιος τελείωσε τη ζωή του, σας πολύαθλος αγωνιστής σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου.
Απολυτίκιο.
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον όργανον, της Εκκλησίας, λύρα εύσωμος, της ευσεβείας, ανεδείχθης Ιωάννη πανεύφημε' όθεν πυρσεύεις του κόσμου τα πέρατα, ταις των σοφών σου δογμάτων ελλάμψεσι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ζωή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού υπήρξε ζωή συνεχών αγώνων. Αγωνίστηκε εναντίον της νέας αιρέσεως των εικονομάχων γιατί έζησε κατά τον 8ον αιώνα που η εικονομαχία συγκλόνιζε τα θεμέλια της Εκκλησίας. Εναντίον της υπερηφάνειας και της υψηλοφροσύνης, γιατί ήταν κάτοχος όλης της επιστημονικής γνώσεως της εποχής του, όπως φαίνεται και από έργα του που μας άφησε.
Εναντίον της αγάπης του πλούτου και της ανθρώπινης δόξας, γιατί και θέση επίζηλη κατείχε, αλλά και πλούτη είχε άφθονα.
Παρ' όλα αυτά, επειδή αγάπησε τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε τα πάντα στον κόσμο αυτό και έγινε υποτακτικός σ' εάν αυστηρό γέροντα. Και στη ζωή της υποταγής όμως έδειξε ότι είχε πάρει απόφαση να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού ο παλαιός άνθρωπος μέσα και να γεννηθεί ο νέος, ο κατά Χριστόν πλασθείς.
Νους οξύς και πολυμαθής μας άφησε σπουδαία έργα δογματικά, αλλά και σπουδαιότατα τροπάρια και ύμνους της Εκκλησίας και δικαίως θεωρείται σαν ένας από τους κορυφαίους υμνογράφους.
Η υπακοή και η ταπείνωση του, καθώς και η όλη του ζωή έμεινε παραδειγματική και σήμερα προβάλλει η μορφή του σαν υπόδειγμα για μίμηση όλων, όσων θέλουν να κερδίσουν τα μόνιμα και αναφέρεται αγαθά του ουρανού.
Οι γονείς του Ιωάννη
Ο άγιος Ιωάννης, ο λεγόμενος Δαμασκηνός, έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717-741) και μέχρι της βασιλείας του διαδόχου αυτού Κωνσταντίνου του Κoπρωνύμου.
Ονομάσθηκε ο άγιος «Δαμασκηνός» από το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδας Δαμασκού. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη Συρία. Την εποχή, που γεννήθηκε, ήταν η πόλη υποδουλωμένη στους Αγαρηνούς και οι κάτοικοι είχαν αλλάξει την πίστη τους. Μόνο οι γονείς του Ιωάννη ήσαν πιστοί και ευσεβείς, σαν τα ευωδιαστά ρόδα ανάμεσα στα αγκάθια. Ο Θεός για τη αρετή τους, τους αντάμειψε και τους έκανε θαυμαστούς. Αυτοί οι αιχμάλωτοι έγιναν κριτές των κυριών τους. Καθώς συνέβη στους Τρεις Παίδες, που ήσαν Αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και στον Ιωσήφ, που ήταν αιχμάλωτος των Αιγυπτίων. Και τώρα ο πατέρας του Ιωάννη έγινε πρωτοσύμβουλος του Αμηρά.
Αυτόν διάλεξε για να τον έχει σύμβουλο και διοικητή των δημοσίων, αν και ήταν αλλόπιστος, εξ' αιτίας του πλούτου του και της καταγωγής του.
Σαν διοικητής κυβερνούσε τη χώρα με δικαιοσύνη και σοφία. Ήταν πολύ φιλάνθρωπος και έδινε από τον πλούτο του για να εξαγοράζει και να ελευθερώνει τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, γιατί κινδύνευαν να χάσουν την πίστη τους και τη ζωή τους. Έπειτα έδινε γη για να την καλλιεργούν σ' όσους ήθελαν να μείνουν στην Ιουδαία ή στη Παλαιστίνη, γιατί εκεί είχε πολλά χωράφια. Όσοι πάλι δεν ήθελαν να μείνουν εκεί, τους έδινε χρήματα για να πάνε, όπου ήθελαν.
Δεν ξόδευε ποτέ χρήματα σε συμπόσια ή για πολύτιμα φορέματα, όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά μόνο για θεάρεστα έργα.
Ο Θεός σαν αμοιβή για τα φιλάνθρωπα έργα του, του χάρισε τον Ιωάννη, τον παγκόσμιο φωστήρα της Εκκλησίας, που τη στόλισε με εξαιρετικά τροπάρια.
Εύρεση δασκάλου
Χάρηκε, γιατί του χάρισε ο Κύριος κληρονόμο και μόλις μεγάλωσε το παιδί, αναζητούσε να του βρει δάσκαλο σοφό και επιθυμούσε να το αναδείξει μεγάλο φιλόσοφο. Επειδή ο πόθος του ήταν θεάρεστος, ο Θεός εξεπλήρωσε την επιθυμία του.
Οι βάρβαροι της πόλης εκείνης αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφεραν εκεί. Απ' αυτούς άλλους πώλησαν κι άλλους, όσους δεν θέλησε κανείς να τους αγοράσει, αποφάσισαν να τους φονεύσουν. Ανάμεσα σ' αυτούς έτυχε να είναι και κάποιος μοναχός από την Ιταλία, Κοσμάς στο όνομα, σεμνός κι ενάρετος.
Ενώ οι βάρβαροι οδηγούσαν τους αιχμαλώτους εκεί, που θα τους θανάτωναν, συνάντησαν τον πατέρα του Ιωάννη. Εκείνος βλέποντας τον Κοσμά με λυπημένη όψη και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασε και του είπε:
- Γιατί κλαις, άνθρωπε του Θεού; Λυπάσαι που θα στερηθείς τον κόσμο, που, όπως βλέπω από τον μοναχικό σου σχήμα, τον απαρνήθηκες και νέκρωσες το σώμα σου;
Σ' αυτά τα λόγια απάντησε ο μοναχός:
- Ο Θεός γνωρίζει, ότι δεν λυπάμαι για τη στέρηση της παρούσας ζωής, γιατί εγώ τον κόσμο τον αρνήθηκα όπως είπες. Αλλά λυπάμαι, γιατί έμαθα όλες τις επιστήμες. Φιλοσοφία, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία και κάθε άλλη σοφία. Εκπαιδεύτηκα και στη Μουσική και έμαθα και Αστρονομία. Μπορώ να πω, ότι δεν άφησα τίποτε, που να μη μάθω, για να εννοήσω από την αρμονία και την ομορφιά των δημιουργημάτων τον Δημιουργό της Κτίσεως.
Έπειτα σπούδασα και την δική μας Θεολογία. Επειδή όμως δε βρήκα ακόμη μαθητή για να τον αφήσω διάδοχο της σοφίας μου λυπάμαι και θλίβομαι. Γιατί όπως θέλουν οι πλούσιοι ν' αποκτήσουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν, έτσι επιθυμούν και οι φιλόσοφοι ν' αφήσουν διαδόχους στη σοφία τους, για να έχουν μνήμη αθάνατη. Έτσι φεύγει ο σοφός για την αιώνια ζωή σαν τον δούλο, που διπλασίασε το τάλαντο. Διαφορετικά θα κριθεί σαν ανωφελής. Γι' αυτό στεναχωρούμαι, επειδή φοβάμαι, μήπως ο Δεσπότης με συναριθμήσει με τον πονηρό δούλο που έκρυψε το τάλαντο.
Μόλις άκουσε αυτά ο άρχοντας, που είχε πόθο να βρει τέτοιο σοφό άνθρωπο, λέγει στον Κοσμά.
Μη λυπάσαι γι' αυτή την αιτία, δάσκαλε, και ίσως ο Κύριος εκπληρώσει τα αιτήματα της καρδιάς σου.
Πήγε στον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησε να του χαρίσει αυτόν τον αιχμάλωτο. Έτσι και έγινε. Πήρε, λοιπόν, τον Κοσμά, τον οδήγησε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και του είπε:
- Γνώριζε, σοφότατε και λογικότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και την μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδιά ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου και ο Κοσμάς από τα Ιεροσόλυμα, που τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη.
Ο Κοσμάς μόλις άκουσε αυτά, χάρηκε και όπως το διψασμένο ελάφι που τρέχει στο νερό, έτσι και αυτός με μεγάλη επιθυμία δίδασκε τους μαθητές του τη φιλοσοφία του.
Οι δύο νέοι λόγω της οξύτητας του πνεύματος μέσα σε λίγα χρόνια σπούδασαν και έμαθαν τις επιστήμες. Το πόσο καλά μορφώθηκαν, φαίνεται στα ποιήματά και στα συγγράμματα τους. Ο Ιωάννης έγραψε πολλούς λόγους περί Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών. Έγραψε και ψυχωφελείς ομιλίες, που θαυμάζει κανείς τη σοφία του.
Παρ' όλη τη σοφία του καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά όπως τα καρπερά δέντρα, όσο είναι φορτωμένα από καρπούς τόσο και περισσότερο γέρνουν προς τη γη, έτσι κι ο πάνσοφος Ιωάννης.
Αναχώρηση του δασκάλου
Όταν ο δάσκαλος είδε, ότι οι μαθητές του έφτασαν σε ικανό σημείο σοφίας πήγε στον πατέρα τους και του είπε:
- Κύριε, όπως ήθελες, έγιναν τα παιδιά σου θαυμάσια στη σοφία. Και δεν αρκέσθηκαν να γίνουν μόνον, όπως ο δάσκαλος τους, αλλά κατά πολύ ανώτεροι στο ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν, επειδή δε με χρειάζονται πια, ζητώ από την ευγένεια σου μια χάρη.
Σαν πληρωμή του κόπου μου να μ' αφήσεις να πάω σε κανένα ασκητήριο για να μελετήσω την άνω σοφία, προς την οποία η φιλοσοφία με καθοδήγησε.
Ο άρχοντας, όταν άκουσε αυτά λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί τέτοιο χρήσιμο άνθρωπο. Αλλά, για να μη φανεί προς τον ευεργέτη του αχάριστος του έδωσε την άδεια και χρήματα για το ταξίδι του.
Έφυγε, λοιπόν, ο Κοσμάς, και πήγε στην Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι που έφυγε για την αιώνια μακαριότητα. Το ίδιο και ο πατέρας του Ιωάννη μετά από λίγο καιρό έφυγε για τον ουρανό.
Ο αρχηγός των Σαρακηνών βλέποντας τη σοφία του Ιωάννη του έδωσε το αξίωμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης έγινε πρωτοσύμβουλος, παρά τη θέληση του. Επιθυμία του ήταν να αναχωρήσει από τον κόσμο.
Εκείνη την εποχή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741), που σαν λιοντάρι κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού διώκοντας τους πιστούς, που προσκυνούσαν τις εικόνες.
Ο Ιωάννης, θερμός ζηλωτής της πίστεως έγραφε επιστολές και τις έστελνε στην Βασιλεύουσα. Καταπολεμούσε τις απόψεις του Λέοντος αποδεικνύοντας με φιλοσοφικούς συλλογισμούς και με ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων, την αναγκαία προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Τέτοιες επιστολές, έστελνε και σε πολλούς ανθρώπους για να τις διαβάζουν μεταξύ τους και να στερεώνονται στην ευσέβεια και να μαθαίνουν πως θ' απαντούν στους εικονομάχους.
Η συκοφαντία
Μόλις έμαθε αυτά ο ασεβής βασιλιάς συζήτησε το θέμα με άλλους άρχοντες εικονομάχους και αποφάσισαν να διαβάλλουν τον Ιωάννη στον άρχοντα των Σαρακηνών, για να τον θανατώσει. Βρήκαν, λοιπόν, μια επιστολή του Ιωάννη, που την έδειξε ο Λέων σε μερικούς δασκάλους και τους ρώτησε, αν μπορούν να μιμηθούν το γραφικό χαρακτήρα εκείνου.
Βρέθηκε ένας έμπειρος καλλιγράφος, που υποσχέθηκε, ότι θα μιμηθεί ακριβώς το χαρακτήρα. Αυτόν διάταξε ο Λέων να αντιγράψει μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο, σαν από τον Ιωάννη και απευθυνόμενη στον ίδιο. Η επιστολή έλεγε: «Βασιλιά πολυχρονεμένε, στέλνω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό στη βασιλεία σου. Μάθε ότι αυτή την εποχή η πόλη της Δαμασκού είναι παραμελημένη από τους Αγαρηνούς, γιατί ο στρατός τους είναι εξασθενημένος. Στείλε στόλο και στρατό πολύ, όσο μπορείς, να την καταλάβεις χωρίς πόλεμο. Θα σε βοηθήσω σ' αυτό κι εγώ, γιατί όλη η πόλη είναι σχεδόν στην εξουσία μου».
Έπειτα έγραψε ο Λέων ο ίδιος επιστολή προς τον Σαρακηνό άρχοντα και του έγραφε:
«Δεν γνωρίζω τίποτε καλύτερο από το να φυλάσσει ο καθένας τις συνθήκες ειρήνης. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία, που έχω με την ευγένειά σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προκαλεί σε τούτο. Πολλές φορές μάλιστα μου έστειλε επιστολή να έλθω να κυριεύσω τη χώρα σου. Για να βεβαιωθείς δε ότι σου λέω την αλήθεια σου στέλνω μία από τις επιστολές. Έτσι θα γνωρίσεις τη δική μου αληθινή φιλία και εκείνον το δόλιο, που μου τις έγραψε.
Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς τις επιστολές με ένα του δούλο. Ο βάρβαρος ηγεμόνας θύμωσε και κάλεσε τον Άγιο.
Κόψιμο του δεξιού χεριού του Ιωάννη.
Ο Ιωάννης εννόησε το δόλο του Λέοντος και εξήγησε στον άρχοντα ότι ποτέ δεν έβαλε στο νου του τέτοια προδοτική πράξη. Εζήτησε δε προθεσμία ν' αποδείξει το άδικο. Ο βάρβαρος όμως δεν πίστεψε και πρόσταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Κόπηκε το χέρι, που έλεγχε καθένα που μισούσε τον Κύριο και κρεμάστηκε στην αγορά, για να το βλέπουν όλοι.
Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει:
«Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Θεραπεία του κομμένου χεριού
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας
«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να ‘ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να πάει σ' άλλη υπηρεσία που περισσότερο επιθυμούσε. Ο άρχοντας είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια.
Αναχώρηση από τον κόσμο
Ελευθέρωσε, λοιπόν, τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:
- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.
Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.
Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:
- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου.
Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.
Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής.
Σαν γη αγαθή δέχτηκε ο Άγιος τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του γέροντα, χωρίς ν' αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του.
Υποταγή και ταπείνωση
Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:
- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πωλήσεις.
Του όρισε δε μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.
Ο μέχρι θανάτου υπάκουος δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής και ένδοξος, πωλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.
Πέρασε απ' εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια του.
Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, εσύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Τιμωρία και ανυπακοή
Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε:
- Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;
Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε δε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.
Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:
- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.
Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:
- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.
Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.
Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.
- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.
Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή.
Άδεια να μελωδεί
Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:
- «Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως».
Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:
- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ό,τι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.
Άρχισε από τότε ο Ιωάννης να συνθέτει εκείνες τις μελωδίες, με τις οποίες λαμπρύνονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μας. Εσύνθεσε όχι μόνο κανόνες και τροπάρια, ιδιόμελα και προσόμοια αλλά και πανηγυρικούς λόγους στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σ' άλλους Αγίους.
Σπουδαίο είναι και το έργο του, που επιγράφεται «Πηγή Γνώσεως». Περιγράφει σ' αυτό τα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστεως μας, με ορθές αποδείξεις γραφικές αλλά και επιστημονικές.
Έγραψε και πολλούς λόγους για την προσκύνηση των θείων εικόνων. Ποιήματα πολλά εσύνθεσε με τον Άγιο Κοσμά, πνευματικό αδελφό του, που τον είχε συμμέτοχο στους κόπους και στους αγώνες της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Κοσμάς άφησε πολλούς κανόνες και τροπάρια. Για την αρετή του χειροτονήθηκε χωρίς να το θέλει από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά.
Ο Πατριάρχης χειροτόνησε και τον Ιωάννη πρεσβύτερο, που εξακολούθησε και μετά τη χειροτονία του να μένει στη μονή.
Ο Άγιος τελείωσε τη ζωή του, σας πολύαθλος αγωνιστής σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου.
Απολυτίκιο.
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον όργανον, της Εκκλησίας, λύρα εύσωμος, της ευσεβείας, ανεδείχθης Ιωάννη πανεύφημε' όθεν πυρσεύεις του κόσμου τα πέρατα, ταις των σοφών σου δογμάτων ελλάμψεσι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ιωάννης ο ελεήμων: Ο Άγιος της έμπρακτης αγάπης! (12 Noεμβρίου)
Την ελεημοσύνη στην καλύτερη της μορφή την ενσάρκωσε ο άγιος Ιωάννης, πατριάρχης Αλεξανδρείας (609-620 μ.Χ.), που γι’ αυτό ονομάστηκε “ο ελεήμων” ( 12 Νοεμβρίου). Η ζωή του ήταν ένα σύνολο από πράξεις αγάπης και ευσπλαχνίας.
Ο άγιος Ιωάννης ήταν στην κοσμική του ζωή πολύ πλούσιος. Από τότε όλο εσκόρπιζε. Και ο Θεός του πολλαπλασίαζε τα αγαθά του.
Έχοντας καταλάβει καλά, ότι η ελεημοσύνη δεν πρέπει να γίνεται για να επαινεθούμε από τους ανθρώπους (“όχι προς το θεαθήναι”, όπως λέγει ο Χριστός), ο άγιος Ιωάννης έκανε όλες του τις καλές πράξεις κρυφά. Αλλά όπως τα λουλούδια, όταν δεν φαίνονται τα προδίνει η ευωδία τους που γεμίζει τον αέρα, έτσι και η ευωδία των πράξεων του αγίου Ιωάννη, δεν μπορούσε να μείνει για πάντα κρυφή! Έτσι βλέποντας τον σαν αληθινό μιμητή του Χριστού, όταν πέθανε ο τότε πατριάρχης Θεόδωρος (607-609 μ.Χ.), τον εξέλεξαν διάδοχο του. Ο άγιος απέφευγε το υψηλό αξίωμα. Μα τότε στην αξίωση του κλήρου και του λαού προστέθηκε και η πίεση του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.). Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Και έγινε πατριάρχης.
Μετά την ενθρόνιση του εκάλεσε τους κληρικούς και τους είπε:
- Θέλω να με πληροφορήσετε πόσοι είναι οι κύριοι μου. Τα ονόματα τους και όλα τα στοιχεία τους!
Τα έχασαν οι Ιερείς. Τι εννοεί ο Πατριάρχης;
Εννοώ εκείνους, που τους λέμε “φτωχούς”. Αυτοί είναι οι Κύριοι μας! Εγώ έτσι τους βλέπω. Και αφού του τα επήγαν, και τι δεν έκαμε να τους ανακουφίσει! Αδιαφορούσε εντελώς για τον εαυτό του. Και στην σκέψη ότι αυτός τα έχει όλα άφθονα, ενώ μπορεί μερικοί να μην έχουν ούτε λίγο ψωμί, αιμάτωνε η καρδιά του. “Μπορεί ποτέ, σκεφτόταν, να αισθάνεται άνετα ο πατέρας, όταν στερούνται και υποφέρουν τα παιδιά του;”.
Ο άγιος Ιωάννης αυτά δεν τα έλεγε μόνο. Τα είχε κάμει τρόπο ζωής. Εζούσε πολύ λιτά και φτωχικά.
Κάποτε ένας άρχοντας είδε σε τι φτωχικό κρεβάτι κοιμάται ο μεγάλος πατριάρχης. Και του εδώρησε ένα κλινοσκέπασμα πολυτελείας. Ο άγιος Ιωάννης το επήρε. Αλλά δεν του έκανε καρδιά να το χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του. Έτσι, το επούλησε. Και το αντίτιμο το διένειμε στους φτωχούς. Μα τότε ο κόσμος ήταν μικρός -και τα είδη πολυτελείας, λίγα και χειροποίητα, ξεχώριζαν. Την άλλη ήμερα ο άρχοντας γνώρισε το δώρο του στο παζάρι, έμαθε την αλήθεια, το ξαναγόρασε και το ξαναπρόσφερε στον πατριάρχη. Και εκείνος το ξαναπούλησε! Και ο παράξενος αυτός “περίπατος” του κλινοσκεπάσματος έγινε μερικές φορές ακόμη!
Όταν του το επήγε για τελευταία φορά, ο πατριάρχης ερώτησε:
- Για να ιδούμε, ποιος θα κουρασθεί, εγώ να το πουλάω ή συ να το αγοράζεις και να μου το ξαναφέρνεις!
- Να το κρατήσετε για τον εαυτό σας, άγιε πάτερ, θα κρυώσετε. Θα αρρωστήσετε. Θα πεθάνετε. Και η ζημία θα είναι πιο μεγάλη για τους φτωχούς!
Ευχαριστώ. Άλλα κάτω από ένα τόσο ακριβό κλινοσκέπασμα δεν θα μπορούσα να κλείσω μάτι! Μπορεί να αισθάνεται άνετα ένας πατέρας να καλοπερνά ο ίδιος, όταν τα παιδιά του υποφέρουν;
Έτσι σκεφτόταν. Έτσι μιλούσε. Και έτσι ενεργούσε ο ελεήμων Ιωάννης.
Κάποια φορά ένας φτωχός που σώθηκε από κινδύνους χάρις στην έγκαιρη παρέμβαση του Ιωάννη, για να του δείξει την ευγνωμοσύνη του, έσκυψε και του φίλησε το πόδι, ονομάζοντας τον “σωτήρα” του!
Μα ο άγιος ακούοντας τα λόγια του ταράχθηκε. Και του είπε:
- Σώπα! Ούτε σταυρώθηκα για σένα. Ούτε το αίμα μου έχυσα! Ένας είναι ο Σωτήρας μας: ο Χριστός!… Εγώ απλώς ακολουθώ τις εντολές Του!…
Ένας λόγος παρηγοριάς και καλοσύνης, και ένα δάκρυ αγάπης και συμπόνιας, είναι στα μάτια του Θεού τόσο πολύτιμα, που όλα τα διαμάντια της γης και τα μαργαριτάρια της θάλασσας μαζί, δεν τα ισοφαρίζουν!
Εμείς τι κάνουμε; Το έχουμε καταλάβει, ότι η ζωή γίνεται χαρούμενη και ευτυχισμένη μόνο με την χριστιανική αγάπη;
(Από έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Την ελεημοσύνη στην καλύτερη της μορφή την ενσάρκωσε ο άγιος Ιωάννης, πατριάρχης Αλεξανδρείας (609-620 μ.Χ.), που γι’ αυτό ονομάστηκε “ο ελεήμων” ( 12 Νοεμβρίου). Η ζωή του ήταν ένα σύνολο από πράξεις αγάπης και ευσπλαχνίας.
Ο άγιος Ιωάννης ήταν στην κοσμική του ζωή πολύ πλούσιος. Από τότε όλο εσκόρπιζε. Και ο Θεός του πολλαπλασίαζε τα αγαθά του.
Έχοντας καταλάβει καλά, ότι η ελεημοσύνη δεν πρέπει να γίνεται για να επαινεθούμε από τους ανθρώπους (“όχι προς το θεαθήναι”, όπως λέγει ο Χριστός), ο άγιος Ιωάννης έκανε όλες του τις καλές πράξεις κρυφά. Αλλά όπως τα λουλούδια, όταν δεν φαίνονται τα προδίνει η ευωδία τους που γεμίζει τον αέρα, έτσι και η ευωδία των πράξεων του αγίου Ιωάννη, δεν μπορούσε να μείνει για πάντα κρυφή! Έτσι βλέποντας τον σαν αληθινό μιμητή του Χριστού, όταν πέθανε ο τότε πατριάρχης Θεόδωρος (607-609 μ.Χ.), τον εξέλεξαν διάδοχο του. Ο άγιος απέφευγε το υψηλό αξίωμα. Μα τότε στην αξίωση του κλήρου και του λαού προστέθηκε και η πίεση του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.). Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Και έγινε πατριάρχης.
Μετά την ενθρόνιση του εκάλεσε τους κληρικούς και τους είπε:
- Θέλω να με πληροφορήσετε πόσοι είναι οι κύριοι μου. Τα ονόματα τους και όλα τα στοιχεία τους!
Τα έχασαν οι Ιερείς. Τι εννοεί ο Πατριάρχης;
Εννοώ εκείνους, που τους λέμε “φτωχούς”. Αυτοί είναι οι Κύριοι μας! Εγώ έτσι τους βλέπω. Και αφού του τα επήγαν, και τι δεν έκαμε να τους ανακουφίσει! Αδιαφορούσε εντελώς για τον εαυτό του. Και στην σκέψη ότι αυτός τα έχει όλα άφθονα, ενώ μπορεί μερικοί να μην έχουν ούτε λίγο ψωμί, αιμάτωνε η καρδιά του. “Μπορεί ποτέ, σκεφτόταν, να αισθάνεται άνετα ο πατέρας, όταν στερούνται και υποφέρουν τα παιδιά του;”.
Ο άγιος Ιωάννης αυτά δεν τα έλεγε μόνο. Τα είχε κάμει τρόπο ζωής. Εζούσε πολύ λιτά και φτωχικά.
Κάποτε ένας άρχοντας είδε σε τι φτωχικό κρεβάτι κοιμάται ο μεγάλος πατριάρχης. Και του εδώρησε ένα κλινοσκέπασμα πολυτελείας. Ο άγιος Ιωάννης το επήρε. Αλλά δεν του έκανε καρδιά να το χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του. Έτσι, το επούλησε. Και το αντίτιμο το διένειμε στους φτωχούς. Μα τότε ο κόσμος ήταν μικρός -και τα είδη πολυτελείας, λίγα και χειροποίητα, ξεχώριζαν. Την άλλη ήμερα ο άρχοντας γνώρισε το δώρο του στο παζάρι, έμαθε την αλήθεια, το ξαναγόρασε και το ξαναπρόσφερε στον πατριάρχη. Και εκείνος το ξαναπούλησε! Και ο παράξενος αυτός “περίπατος” του κλινοσκεπάσματος έγινε μερικές φορές ακόμη!
Όταν του το επήγε για τελευταία φορά, ο πατριάρχης ερώτησε:
- Για να ιδούμε, ποιος θα κουρασθεί, εγώ να το πουλάω ή συ να το αγοράζεις και να μου το ξαναφέρνεις!
- Να το κρατήσετε για τον εαυτό σας, άγιε πάτερ, θα κρυώσετε. Θα αρρωστήσετε. Θα πεθάνετε. Και η ζημία θα είναι πιο μεγάλη για τους φτωχούς!
Ευχαριστώ. Άλλα κάτω από ένα τόσο ακριβό κλινοσκέπασμα δεν θα μπορούσα να κλείσω μάτι! Μπορεί να αισθάνεται άνετα ένας πατέρας να καλοπερνά ο ίδιος, όταν τα παιδιά του υποφέρουν;
Έτσι σκεφτόταν. Έτσι μιλούσε. Και έτσι ενεργούσε ο ελεήμων Ιωάννης.
Κάποια φορά ένας φτωχός που σώθηκε από κινδύνους χάρις στην έγκαιρη παρέμβαση του Ιωάννη, για να του δείξει την ευγνωμοσύνη του, έσκυψε και του φίλησε το πόδι, ονομάζοντας τον “σωτήρα” του!
Μα ο άγιος ακούοντας τα λόγια του ταράχθηκε. Και του είπε:
- Σώπα! Ούτε σταυρώθηκα για σένα. Ούτε το αίμα μου έχυσα! Ένας είναι ο Σωτήρας μας: ο Χριστός!… Εγώ απλώς ακολουθώ τις εντολές Του!…
Ένας λόγος παρηγοριάς και καλοσύνης, και ένα δάκρυ αγάπης και συμπόνιας, είναι στα μάτια του Θεού τόσο πολύτιμα, που όλα τα διαμάντια της γης και τα μαργαριτάρια της θάλασσας μαζί, δεν τα ισοφαρίζουν!
Εμείς τι κάνουμε; Το έχουμε καταλάβει, ότι η ζωή γίνεται χαρούμενη και ευτυχισμένη μόνο με την χριστιανική αγάπη;
(Από έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής – 26 Σεπτεμβρίου
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.
Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».
Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;…
Μόλις τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:
-Τι ζητείται;
-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα…
Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν’ ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.
Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.
Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ’ εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».
Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ’ αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:
- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;
Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ’ αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.
Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;
Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ’ Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.
Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ’ όλες τις ανάγκες.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.
Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.
Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ’ έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.
Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.
ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.
Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ’ ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ’ όσους έκαναν λουτρό.
Μέσα σ’ εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ’ αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ’ ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.
Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.
Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.
Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.
Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.
ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι’ αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ’ εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.
Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ’ αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι’ αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.
Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ’ ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ’ εκεί απ’ τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ’ τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ’ αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ’ αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.
Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ’ αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ’ αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ’ αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.
Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:
- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.
- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.
- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.
Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.
- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ’ αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.
- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ’ αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.
Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τρόμαξαν. Απ’ το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.
ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.
Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ’ αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.
Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ’ ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ’ εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ’ ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.
Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ’ αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.
Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ’ αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ’ το νησί. Απ’ το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.
ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ
Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.
Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.
Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.
Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:”
- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.
Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:
- Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ’ εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.
Και ο Ιωάννης του είπε:
- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.
- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.
- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.
- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ’ αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.
Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ’ το νησί.
Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ’ αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ’ το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.
- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ’ όλα όσα λέγει.
Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:
- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντανό και υγιή.
- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.
Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.
- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.
Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.
Έπειτα λέγει προς τον νέον:
- Αυτός είναι ο πατέρας σου;
- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.
Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:
- Είχες υιόν;
- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
- Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.
Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:
- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;
- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.
Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.
- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;
- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτά.
- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.
- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.
Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.
Ύστερα απ’ αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:
- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.
Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.
Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ’ την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.
Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.
Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ’ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.
ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.
Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ’ ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.
Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.
ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.
Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν’ αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι’ αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον
Δηλαδή να αφήση σ’ αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.
Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.
Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ’ την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ’ το χέρι και έδιωξε απ’ αυτόν λίγο τον φόβο.
Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ’ εκεί διαδόθηκε σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου.
Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.
Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ’ ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι’ αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ’ αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.
Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ’ αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.
Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.
Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.
Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ’ αυτούς από το σπίτι.
Αφού έφθασε σ’ ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.
Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ’ εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.
Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος β΄
Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος β΄Αυτόμελον
Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.
Ιεραποστολικός Σύλλογος “Ο Άγιος Βαρνάβας”
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.
Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».
Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;…
Μόλις τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:
-Τι ζητείται;
-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα…
Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν’ ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.
Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.
Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ’ εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».
Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ’ αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:
- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;
Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ’ αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.
Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;
Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ’ Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.
Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ’ όλες τις ανάγκες.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.
Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.
Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ’ έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.
Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.
ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.
Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ’ ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ’ όσους έκαναν λουτρό.
Μέσα σ’ εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ’ αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ’ ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.
Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.
Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.
Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.
Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.
ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι’ αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ’ εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.
Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ’ αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι’ αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.
Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ’ ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ’ εκεί απ’ τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ’ τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ’ αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ’ αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.
Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ’ αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ’ αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ’ αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.
Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:
- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.
- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.
- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.
Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.
- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ’ αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.
- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ’ αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.
Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τρόμαξαν. Απ’ το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.
ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.
Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ’ αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.
Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ’ ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ’ εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ’ ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.
Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ’ αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.
Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ’ αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ’ το νησί. Απ’ το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.
ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ
Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.
Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.
Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.
Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:”
- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.
Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:
- Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ’ εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.
Και ο Ιωάννης του είπε:
- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.
- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.
- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.
- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ’ αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.
Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ’ το νησί.
Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ’ αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ’ το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.
- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ’ όλα όσα λέγει.
Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:
- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντανό και υγιή.
- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.
Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.
- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.
Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.
Έπειτα λέγει προς τον νέον:
- Αυτός είναι ο πατέρας σου;
- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.
Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:
- Είχες υιόν;
- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
- Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.
Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:
- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;
- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.
Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.
- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;
- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτά.
- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.
- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.
Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.
Ύστερα απ’ αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:
- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.
Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.
Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ’ την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.
Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.
Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ’ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.
ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.
Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ’ ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.
Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.
ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.
Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν’ αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι’ αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον
Δηλαδή να αφήση σ’ αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.
Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.
Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ’ την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ’ το χέρι και έδιωξε απ’ αυτόν λίγο τον φόβο.
Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ’ εκεί διαδόθηκε σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου.
Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.
Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ’ ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι’ αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ’ αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.
Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ’ αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.
Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.
Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.
Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ’ αυτούς από το σπίτι.
Αφού έφθασε σ’ ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.
Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ’ εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.
Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος β΄
Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος β΄Αυτόμελον
Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.
Ιεραποστολικός Σύλλογος “Ο Άγιος Βαρνάβας”
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Βαπτιστής!
Ο Άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής, επικαλούμενος και Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν προφήτης του Χριστιανισμού και σύγχρονος του Ιησού Χριστού. Με την διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχθεί τον Μεσσία , εξ ου και ο χαρακτηρισμός "Πρόδρομος". Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανήγγειλε τον ερχομό του Ιησού Χριστού και ο μόνος που αξιώθηκε να τον συναντήσει.
Ήταν το παιδί του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, η οποία ήταν συγγενής της Θεοτόκου. Αν και η Ελισάβετ ήταν στείρα και σε προχωρημένη ηλικία, ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαμήνυσε στον Ζαχαρία ότι τελικά η γυναίκα του είναι έγκυος, θα γεννήσει αγόρι και ότι πρέπει να βαφτιστεί με το όνομα Ιωάννης.
Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε αυτά τα λόγια και σαν τιμωρία, έμεινε μουγκός ως την ημέρα που θα βαφτιζόταν το παιδί που θα γεννούσε η γυναίκα του. Οκτώ μέρες μετά την γέννηση του Ιωάννη, ζητήθηκε από τον Ζαχαρία να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Εκείνος έγραψε το όνομα «Ιωάννης» σε μία πινακίδα και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.
Η ασκητική ζωή του Ιωάννη
Ο Άγιος Ιωάννης από πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο όπου ζούσε εντελώς ασκητικά. Τρεφόταν ελάχιστα με άγριο μέλι και ακρίδες. Φορούσε μάλλινο ένδυμα "από τρίχες καμήλου και ζώνη δερμάτινη περί την οσφύ του". Μετά πολλά χρόνια παραμονής στην έρημο, την εγκαταλείπει και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για τον ερχομό του Κυρίου και παράλληλα βαπτίζει πολλούς πιστούς που φτάνουν ως εκεί για να τον ακούσουν.
Στον Ιορδάνη ποταμό πήγε και ο Ιησούς Χριστός και του ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Άγιος Ιωάννης κατάλαβε αμέσως ποιον έχει μπροστά του και του είπε πως δεν είναι ��ξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς τότε του είπε πως έτσι πρέπει να γίνει κι ο Άγιος Ιωάννης τον βάφτισε στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Μετά από αυτό ο Άγιος δείχνοντας τον Ιησού, λέει ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. «Ιδέ ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Τόσο η εμφάνιση αυτή όσο και ο ασκητικός βίος του Ιωάννη παράλληλα με τα κηρύγματα και τις βαπτίσεις μετάνοιας που προέβαινε ήταν επόμενο να προκαλέσει πλήθος ακροατών αλλά και πολλών θαυμαστών του απ΄ όλη τη Παλαιστίνη που έσπευδαν να τον ακούσουν και να βαφτιστούν.
Ο Ηρώδης, η Ηρωδιάδα και η Σαλώμη
Τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα, ο οποίος ζήτησε την φυλάκισή του διότι ο Πρόδρομος τον κατάγγειλε για διάφορες κακές πράξεις που έκανε, αλλά και για την μοιχεία που διέπραττε με την γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα.
Σε κάποια γιορτή, ο Ηρώδης ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας την Σαλώμη να χορέψει για εκείνον και της ορκίστηκε να της χαρίσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα που μισούσε τον Ιωάννη βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία κι έπεισε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη μέσα σε ένα πινάκιο (πιάτο).
Έτσι ακολούθησε ο αποκεφαλισμός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε μαρτυρικό θάνατο και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Το σώμα του ενταφιάστηκε από τους μαθητές του, ενώ η κεφαλή του μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα, όπου βρέθηκε από δύο μοναχούς που είδαν τον Άγιο στο όνειρό τους. Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννη χάθηκε άλλες δύο φορές και όταν βρέθηκε μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη.
Η εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στις 7 Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως στις δεήσεις και στις προσευχές, η εκκλησία αναφέρει πάντα το όνομα του Αγίου μετά την Παναγία.
Ο Άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής, επικαλούμενος και Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν προφήτης του Χριστιανισμού και σύγχρονος του Ιησού Χριστού. Με την διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχθεί τον Μεσσία , εξ ου και ο χαρακτηρισμός "Πρόδρομος". Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανήγγειλε τον ερχομό του Ιησού Χριστού και ο μόνος που αξιώθηκε να τον συναντήσει.
Ήταν το παιδί του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, η οποία ήταν συγγενής της Θεοτόκου. Αν και η Ελισάβετ ήταν στείρα και σε προχωρημένη ηλικία, ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαμήνυσε στον Ζαχαρία ότι τελικά η γυναίκα του είναι έγκυος, θα γεννήσει αγόρι και ότι πρέπει να βαφτιστεί με το όνομα Ιωάννης.
Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε αυτά τα λόγια και σαν τιμωρία, έμεινε μουγκός ως την ημέρα που θα βαφτιζόταν το παιδί που θα γεννούσε η γυναίκα του. Οκτώ μέρες μετά την γέννηση του Ιωάννη, ζητήθηκε από τον Ζαχαρία να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Εκείνος έγραψε το όνομα «Ιωάννης» σε μία πινακίδα και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.
Η ασκητική ζωή του Ιωάννη
Ο Άγιος Ιωάννης από πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο όπου ζούσε εντελώς ασκητικά. Τρεφόταν ελάχιστα με άγριο μέλι και ακρίδες. Φορούσε μάλλινο ένδυμα "από τρίχες καμήλου και ζώνη δερμάτινη περί την οσφύ του". Μετά πολλά χρόνια παραμονής στην έρημο, την εγκαταλείπει και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για τον ερχομό του Κυρίου και παράλληλα βαπτίζει πολλούς πιστούς που φτάνουν ως εκεί για να τον ακούσουν.
Στον Ιορδάνη ποταμό πήγε και ο Ιησούς Χριστός και του ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Άγιος Ιωάννης κατάλαβε αμέσως ποιον έχει μπροστά του και του είπε πως δεν είναι ��ξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς τότε του είπε πως έτσι πρέπει να γίνει κι ο Άγιος Ιωάννης τον βάφτισε στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Μετά από αυτό ο Άγιος δείχνοντας τον Ιησού, λέει ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. «Ιδέ ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Τόσο η εμφάνιση αυτή όσο και ο ασκητικός βίος του Ιωάννη παράλληλα με τα κηρύγματα και τις βαπτίσεις μετάνοιας που προέβαινε ήταν επόμενο να προκαλέσει πλήθος ακροατών αλλά και πολλών θαυμαστών του απ΄ όλη τη Παλαιστίνη που έσπευδαν να τον ακούσουν και να βαφτιστούν.
Ο Ηρώδης, η Ηρωδιάδα και η Σαλώμη
Τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα, ο οποίος ζήτησε την φυλάκισή του διότι ο Πρόδρομος τον κατάγγειλε για διάφορες κακές πράξεις που έκανε, αλλά και για την μοιχεία που διέπραττε με την γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα.
Σε κάποια γιορτή, ο Ηρώδης ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας την Σαλώμη να χορέψει για εκείνον και της ορκίστηκε να της χαρίσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα που μισούσε τον Ιωάννη βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία κι έπεισε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη μέσα σε ένα πινάκιο (πιάτο).
Έτσι ακολούθησε ο αποκεφαλισμός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε μαρτυρικό θάνατο και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Το σώμα του ενταφιάστηκε από τους μαθητές του, ενώ η κεφαλή του μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα, όπου βρέθηκε από δύο μοναχούς που είδαν τον Άγιο στο όνειρό τους. Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννη χάθηκε άλλες δύο φορές και όταν βρέθηκε μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη.
Η εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στις 7 Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως στις δεήσεις και στις προσευχές, η εκκλησία αναφέρει πάντα το όνομα του Αγίου μετά την Παναγία.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελεί ορόσημο και ταυτόχρονα γέφυρα μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανήγγειλε την έλευση του Ιησού Χριστού. Υπήρξε δε ο μόνος από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει το Χριστό αφού έζησε στα χρόνια Του.
Πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν ο Ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η ενάρετη Ελισάβετ. Η μητέρα του ήταν στείρα και για το λόγο αυτό το ζευγάρι ήταν άτεκνο. Τόσο ο Ζαχαρίας όσο και η Ελισάβετ ήταν σε μεγάλη ηλικία όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στο Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ ένα αγοράκι το οποίο θα πρέπει να βαπτίσει Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι' αυτό τιμωρήθηκε να μείνει μουγκός έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Και έτσι έγινε. Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του, όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μια πινακίδα "Ιωάννης" και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.
Ο Άγιος από μικρή ηλικία αποσύρθηκε στην έρημο όπου ζούσε ασκητικά. Τρεφόταν σαν πουλί με ακρίδες και άγριο μέλι, και γι' αυτό σε πολλές εικόνες παρουσιάζεται με φτερούγες. Έχοντας περάσει έτσι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του εγκαταλείπει την έρημο και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για την έλευση του Σωτήρα και συγχρόνως βαπτίζει πολλούς από αυτούς που έρχονται να τον ακούσουν.
Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να Τον βαπτίσει. Ο Άγιος αναγνωρίζοντας ποιον έχει απέναντί του αρνείται να Τον βαπτίσει λέγοντας ότι δεν είναι άξιος ούτε να λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς του λέει ότι έτσι πρέπει να γίνει και τότε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Αν και ο ίδιος ο Άγιος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο, ο Χριστός μιλώντας γι' αυτόν αναφέρει ότι δε γεννήθηκε άνθρωπος μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Μετά τη Βάπτιση αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης "δείχνει" τον Ιησού Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Παράλληλα συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεσή του στις πράξεις του ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα, γιου του Ηρώδη του Μεγάλου που διέταξε τη σφαγή των βρεφών κατά τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Μεταξύ των πράξεων του Ηρώδη Αντύπα, που κατήγγειλε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ήταν και η μοιχεία που διέπραξε έχοντας σχέση με τη σύζυγο του αδερφού του, την Ηρωδιάδα. Η Ηρωδιάδα ήταν που παρακίνησε τον Ηρώδη να φυλακίσει τον Άγιο και βρίσκοντας μάλιστα πρόσφορο έδαφος κατά τη διάρκεια μια εορτής καταφέρνει να "ανταλλάξει" τον αποκεφαλισμό του Αγίου με ένα χορό της κόρης της Σαλώμης. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε τραγικό θάνατο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε από τους μαθητές του, η δε κεφαλή του, μετά από διαταγή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα. Εκεί βρέθηκε από δύο μοναχούς στους οποίους είχε εμφανιστεί σε όνειρο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Η Τίμια Κεφαλή του Αγίου χάθηκε μετά το θάνατο των μοναχών και βρέθηκε πάλι στη Μαχαιρούντα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ουαλεντινιανός. Η Κεφαλή όμως με το πέρασμα των χρόνων ξαναχάθηκε και τελικά βρέθηκε για 3η φορά στην πόλη Κόμανα της Καππαδοκίας από έναν ιερέα και από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομά του μετά από την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις. Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είναι αφιερωμένες 6 ημέρες του χρόνου:
• Στις 7 Ιανουαρίου είναι η εορτή του προς τιμή του.
• Στις 24 Φεβρουαρίου εορτάζουμε την 1η και 2η εύρεση της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 25 Μαΐου εορτάζουμε την 3η εύρεση της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 24 Ιουνίου εορτάζεται η γέννησή του
• Στις 29 Αυγούστου τιμούμε την αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 23 Σεπτεμβρίου εορτάζεται η σύλληψή του.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποτελεί ορόσημο και ταυτόχρονα γέφυρα μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανήγγειλε την έλευση του Ιησού Χριστού. Υπήρξε δε ο μόνος από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει το Χριστό αφού έζησε στα χρόνια Του.
Πατέρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν ο Ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η ενάρετη Ελισάβετ. Η μητέρα του ήταν στείρα και για το λόγο αυτό το ζευγάρι ήταν άτεκνο. Τόσο ο Ζαχαρίας όσο και η Ελισάβετ ήταν σε μεγάλη ηλικία όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στο Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ ένα αγοράκι το οποίο θα πρέπει να βαπτίσει Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι' αυτό τιμωρήθηκε να μείνει μουγκός έως την ημέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Και έτσι έγινε. Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του, όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μια πινακίδα "Ιωάννης" και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.
Ο Άγιος από μικρή ηλικία αποσύρθηκε στην έρημο όπου ζούσε ασκητικά. Τρεφόταν σαν πουλί με ακρίδες και άγριο μέλι, και γι' αυτό σε πολλές εικόνες παρουσιάζεται με φτερούγες. Έχοντας περάσει έτσι το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του εγκαταλείπει την έρημο και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για την έλευση του Σωτήρα και συγχρόνως βαπτίζει πολλούς από αυτούς που έρχονται να τον ακούσουν.
Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να Τον βαπτίσει. Ο Άγιος αναγνωρίζοντας ποιον έχει απέναντί του αρνείται να Τον βαπτίσει λέγοντας ότι δεν είναι άξιος ούτε να λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς του λέει ότι έτσι πρέπει να γίνει και τότε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Αν και ο ίδιος ο Άγιος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο, ο Χριστός μιλώντας γι' αυτόν αναφέρει ότι δε γεννήθηκε άνθρωπος μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Μετά τη Βάπτιση αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης "δείχνει" τον Ιησού Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Παράλληλα συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεσή του στις πράξεις του ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα, γιου του Ηρώδη του Μεγάλου που διέταξε τη σφαγή των βρεφών κατά τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Μεταξύ των πράξεων του Ηρώδη Αντύπα, που κατήγγειλε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ήταν και η μοιχεία που διέπραξε έχοντας σχέση με τη σύζυγο του αδερφού του, την Ηρωδιάδα. Η Ηρωδιάδα ήταν που παρακίνησε τον Ηρώδη να φυλακίσει τον Άγιο και βρίσκοντας μάλιστα πρόσφορο έδαφος κατά τη διάρκεια μια εορτής καταφέρνει να "ανταλλάξει" τον αποκεφαλισμό του Αγίου με ένα χορό της κόρης της Σαλώμης. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε τραγικό θάνατο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε από τους μαθητές του, η δε κεφαλή του, μετά από διαταγή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα. Εκεί βρέθηκε από δύο μοναχούς στους οποίους είχε εμφανιστεί σε όνειρο ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Η Τίμια Κεφαλή του Αγίου χάθηκε μετά το θάνατο των μοναχών και βρέθηκε πάλι στη Μαχαιρούντα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ουαλεντινιανός. Η Κεφαλή όμως με το πέρασμα των χρόνων ξαναχάθηκε και τελικά βρέθηκε για 3η φορά στην πόλη Κόμανα της Καππαδοκίας από έναν ιερέα και από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομά του μετά από την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις. Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είναι αφιερωμένες 6 ημέρες του χρόνου:
• Στις 7 Ιανουαρίου είναι η εορτή του προς τιμή του.
• Στις 24 Φεβρουαρίου εορτάζουμε την 1η και 2η εύρεση της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 25 Μαΐου εορτάζουμε την 3η εύρεση της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 24 Ιουνίου εορτάζεται η γέννησή του
• Στις 29 Αυγούστου τιμούμε την αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του.
• Στις 23 Σεπτεμβρίου εορτάζεται η σύλληψή του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Η ''κατάρα''του Αγίου Ιωάννη του Χοζεβίτου(+5 Αυγούστου 1960)και η εύρεση του αγίου λειψάνου του.
Τα παρακάτω στοιχεία διηγείται ο ιερομόναχος Ιάκωβος Μπερσάν ο οποίος ήταν υποτακτικός του μοναχού Ιωαννίκιου Παραιάλα.Ο π.Ιωαννίκιος ήταν με τη σειρά του υποτακτικός του Αγίου Ιωάννου του Χοζεβίτου και είναι αυτός που τον έθαψε με τα ίδια του τα χέρια.
Στα δεξιά βρίσκεται ο Γέροντας Ιωαννίκιος
...Ο πατέρας Ιωαννίκιος είδε στον ύπνο του τον Άγιο Ιωάννη πολλές φορές και του έλεγε;«Να έρθεις πατέρα Ιωαννίκιε εδώ για να με ξεθάψεις!»Οταν το είπε στον ηγούμενο αυτός δεν το πίστεψε.Τότε εμφανίστηκε στον ύπνο ενός παλιού του φίλου,ενός Έλληνα ιερέα που έμενε στην Αμερική.
Αυτός ο ιερέας όταν ήρθε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει,πήγε στο Πατριαρχείο να ρωτήσει:
-«Εγώ συχνά βλέπω στον ύπνο μου τον πατέρα Ιωάννη.Ξέρετε τι απέγινε;»
-«Μα για ποιόν Ιωάννη μας ρωτάς;
-«Τον Ιωάννη τον ρουμάνο που έμενε στην Αγία Άννα»
Τότε ένας από το πατριαρχείο που τον γνώριζε είπε:«Έχει πεθάνει εδώ και είκοσι χρόνια!»
-Μα εγώ τον βλέπω στον ύπνο μου συχνά!»
Τότε πήγε ο έλληνας ιερέας στην Μονή του Χοζεβά και βρήκε τον ηγούμενο Αμφιλόχιο,ο οποίος ήταν ο ηγούμενος όταν ζούσε ο Αγίος Ιωάννης.Και είπε:«Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στην σπηλιά,στον τάφο του για να κάνω ένα τρισάγιο»
-«Μα δεν είναι ακόμη η στιγμή»είπε ο ηγούμενος.
«Να πάμε στον τάφο του οπωσδήποτε,εγώ τον είχα πνευματικό και τον είδα στον ύπνο μου πολλές φορές!»
Με τις επίμονες εκκλησεις του έλληνα ιερέως ο ηγούμενος πείστηκε να πάει μαζί του στον τάφο του Αγίου Ιωάννη.
Όταν έφτασαν στον τάφο βρισκόνταν εκεί και κάποιοι άλλοι πιστοί.Πήραν εκεί και τον πατέρα Ιωαννίκιο ,τον υποτακτικό του Αγίου Ιωάννου ο οποίος είπε:Ας κάνουμε ένα τρισάγιο στον τάφο του»
Έπειτα ο π.Παντελεήμων (ο έλληνας ιερέας)επέμενε να ανοίξουν τον τάφο του να τον ραντίσουν με κρασί και αγιασμό.
Ο ηγούμενος με διαφορες δικαιολογίες δεν ήθελε,λέγοντας ότι δεν έχουν εργαλεία.
Τελικά βρήκαν ένα πόμολο.Ο τάφος ήταν σ'ένα κούφωμα μιας πέτρας,τον είχε σκάψει ο Αγιος Ιωάννης με τα χέρια του.
-Δεν ήταν βαθύς ο τάφος;
-Το κούφωμα εκείνο ήταν περίπου μισό μέτρο και από πάνω είχαν βάλει μια σανίδα.
Όταν άρχισαν να σκάβουν έβγαιναν ευωδίες από τον τάφο.'Ολοι αισθάνθηκαν την ευωδία των αγίων λειψάνων.
-«Είναι μια φαντασίωση»είπε ο ηγούμενος.
-Μα πώς ηγούμενε αφου πρόκειται για μια ευωδία σαν λιβάνι.
- Θα είναι από το λιβάνι με το οποίο θυμιάσαμε προηγουμένως»είπε ο ηγούμενος
-'Οχι πάτερ αυτή η ευωδία είναι διαφορετική!»
-Τελικά σκάβοντας λίγο ακόμη βρήκαν το καλιμαυχι του.Τραβώντας το......,τον βρήκαν άφθαρτο!Ήταν ακριβώς όπως τον είχαν βάλει στον τάφο.Τα γαλάζια μάτια του ήταν μισάνοιχτα.Τώρα είχαν ένα χρώμα γαλάζιο προς σταχτί.Τον έβγαλαν.Ο π.Παντελεήμων και π.Ιωαννίκιος επέμεναν να τον πάρουν στον ναό και τον έβαλαν στο παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου.Τον άφησαν εκεί και ειδοποίησαν το Πατριαρχείο
Ήρθε ο πατριάρχης και κάποιοι μητροπολίτες.Είχαν αμφιβολίες.Σκεφτόνταν μήπως πρόκειται για κάποια κατάρα.Έκαναν σαράντα Θείες Λειτουργίες και το λείψανο έμεινε αναλλοίωτο!
Ο π.Ιωαννίκιος επέμενε να μην τον θάψουν.Ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες επέμεναν να τον ξαναθάψουν.Τελικά μέσα σ'έναν χρόνο οι τρεις μητροπολίτες και ο πατριάρχης πέθαναν!
-Γιατί πιστεύετε ότι ήθελαν να τον βάλουν πίσω στον τάφο;
-Ίσως επειδή ήταν άλλης εθνικότητος...Ίσως επειδή θα ερχόνταν στο μοναστήρι πολύς κόσμος.Τελικά άρχισαν να έρχονται πολλοί Ρουμάνοι από την διασπορά.Από την Αμερική και τον Καναδά.Ερχόνταν για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και τον Άγ.Ιωάννη τον Χοζεβίτη
Άρχισε να κάνει θαύματα.Ένα σημάδι ήταν ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των μητροπολιτών.Μετά τον θάνατο του πατριάρχη,εξέλεξαν νέο πατριάρχη.Τελικά εξελέγη ο αρχιμανδρίτης Διόδωρος,ο οποίος όταν ζούσε ο Άγ.Ιωάννης ήταν δραγουμάνος(γενικός έξαρχος όλων των μονών στους Αγίους Τόπους).
Ο νέος πατριάρχης ήξερε τον Άγιο Ιωάννη και όταν κάποιος σχολίασε τον άγιο εκείνος του είπε:«Όχι,εγώ τον γνωρίζω!Ήταν άγιος και εν ζωή!Εγώ ήμουν δραγουμάνος όταν ήρθε από την Ρουμανία.Ήταν σκληρός και αυστηρός με τον εαυτό του,πολύ σωστός και κατηγορηματικός.Πιστεύω ότι είναι άγιος!Εγώ δεν αμφιβάλλω για την αγιότητα του!
Την είχε ''πάθει''και εκείνος με τον άγιο.Όταν ήταν δραγουμάνος επισκεπτόνταν πολλά μοναστήρια.Μια φορά πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα,το οποίο ήταν μετόχι του πατριαρχείου,και ζήτησε από έναν δόκιμο να φέρει τις παγίδες και να πιάσει μερικά περιστέρια και να τα πάρει στο πατριαρχείο
Ο Άγιος Ιωάννης τον μάλωσε και χάλασε τις παγίδες.Εκείνος τότε παραπονέθηκε στον δραγουμάνο και ο δραγουμάνος τον ρώτησε:«Γιατί το έκανες αυτό;Εγώ του είπα να πιάσει τα περιστέρια για να τα πάρω στο πατριαρχείο!»
Τότε του λέει ο Άγ.Ιωάννης:«Πώς;Ο Άγιος Σάββας δεν έφαγε ούτε ένα μήλο στο μοναστήρι και εσείς θέλετε να πιάσετε περιστέρια για να τα φάτε;Εσύ είσαι καλόγερος και θέλεις να φας κρέας,ενώ ο Άγιος Σάββας δεν έτρωγε ούτε μήλα;
Μετά από αυτήν την συζήτηση,ο αρχιμανδρίτης τότε Διόδωρος δεν ξανάπιασε περιστέρι και άρχισε να τον σέβεται.Όταν έφτασε πατριάρχης είπε:«Εγώ ξέρω ότι ήταν ένας άγιος!»
πηγή περιοδικό ''Lumea Monahilor''αρ..28/Μετάφραση-www.proskynitis.blogspot.com
Τα παρακάτω στοιχεία διηγείται ο ιερομόναχος Ιάκωβος Μπερσάν ο οποίος ήταν υποτακτικός του μοναχού Ιωαννίκιου Παραιάλα.Ο π.Ιωαννίκιος ήταν με τη σειρά του υποτακτικός του Αγίου Ιωάννου του Χοζεβίτου και είναι αυτός που τον έθαψε με τα ίδια του τα χέρια.
Στα δεξιά βρίσκεται ο Γέροντας Ιωαννίκιος
...Ο πατέρας Ιωαννίκιος είδε στον ύπνο του τον Άγιο Ιωάννη πολλές φορές και του έλεγε;«Να έρθεις πατέρα Ιωαννίκιε εδώ για να με ξεθάψεις!»Οταν το είπε στον ηγούμενο αυτός δεν το πίστεψε.Τότε εμφανίστηκε στον ύπνο ενός παλιού του φίλου,ενός Έλληνα ιερέα που έμενε στην Αμερική.
Αυτός ο ιερέας όταν ήρθε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει,πήγε στο Πατριαρχείο να ρωτήσει:
-«Εγώ συχνά βλέπω στον ύπνο μου τον πατέρα Ιωάννη.Ξέρετε τι απέγινε;»
-«Μα για ποιόν Ιωάννη μας ρωτάς;
-«Τον Ιωάννη τον ρουμάνο που έμενε στην Αγία Άννα»
Τότε ένας από το πατριαρχείο που τον γνώριζε είπε:«Έχει πεθάνει εδώ και είκοσι χρόνια!»
-Μα εγώ τον βλέπω στον ύπνο μου συχνά!»
Τότε πήγε ο έλληνας ιερέας στην Μονή του Χοζεβά και βρήκε τον ηγούμενο Αμφιλόχιο,ο οποίος ήταν ο ηγούμενος όταν ζούσε ο Αγίος Ιωάννης.Και είπε:«Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στην σπηλιά,στον τάφο του για να κάνω ένα τρισάγιο»
-«Μα δεν είναι ακόμη η στιγμή»είπε ο ηγούμενος.
«Να πάμε στον τάφο του οπωσδήποτε,εγώ τον είχα πνευματικό και τον είδα στον ύπνο μου πολλές φορές!»
Με τις επίμονες εκκλησεις του έλληνα ιερέως ο ηγούμενος πείστηκε να πάει μαζί του στον τάφο του Αγίου Ιωάννη.
Όταν έφτασαν στον τάφο βρισκόνταν εκεί και κάποιοι άλλοι πιστοί.Πήραν εκεί και τον πατέρα Ιωαννίκιο ,τον υποτακτικό του Αγίου Ιωάννου ο οποίος είπε:Ας κάνουμε ένα τρισάγιο στον τάφο του»
Έπειτα ο π.Παντελεήμων (ο έλληνας ιερέας)επέμενε να ανοίξουν τον τάφο του να τον ραντίσουν με κρασί και αγιασμό.
Ο ηγούμενος με διαφορες δικαιολογίες δεν ήθελε,λέγοντας ότι δεν έχουν εργαλεία.
Τελικά βρήκαν ένα πόμολο.Ο τάφος ήταν σ'ένα κούφωμα μιας πέτρας,τον είχε σκάψει ο Αγιος Ιωάννης με τα χέρια του.
-Δεν ήταν βαθύς ο τάφος;
-Το κούφωμα εκείνο ήταν περίπου μισό μέτρο και από πάνω είχαν βάλει μια σανίδα.
Όταν άρχισαν να σκάβουν έβγαιναν ευωδίες από τον τάφο.'Ολοι αισθάνθηκαν την ευωδία των αγίων λειψάνων.
-«Είναι μια φαντασίωση»είπε ο ηγούμενος.
-Μα πώς ηγούμενε αφου πρόκειται για μια ευωδία σαν λιβάνι.
- Θα είναι από το λιβάνι με το οποίο θυμιάσαμε προηγουμένως»είπε ο ηγούμενος
-'Οχι πάτερ αυτή η ευωδία είναι διαφορετική!»
-Τελικά σκάβοντας λίγο ακόμη βρήκαν το καλιμαυχι του.Τραβώντας το......,τον βρήκαν άφθαρτο!Ήταν ακριβώς όπως τον είχαν βάλει στον τάφο.Τα γαλάζια μάτια του ήταν μισάνοιχτα.Τώρα είχαν ένα χρώμα γαλάζιο προς σταχτί.Τον έβγαλαν.Ο π.Παντελεήμων και π.Ιωαννίκιος επέμεναν να τον πάρουν στον ναό και τον έβαλαν στο παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου.Τον άφησαν εκεί και ειδοποίησαν το Πατριαρχείο
Ήρθε ο πατριάρχης και κάποιοι μητροπολίτες.Είχαν αμφιβολίες.Σκεφτόνταν μήπως πρόκειται για κάποια κατάρα.Έκαναν σαράντα Θείες Λειτουργίες και το λείψανο έμεινε αναλλοίωτο!
Ο π.Ιωαννίκιος επέμενε να μην τον θάψουν.Ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες επέμεναν να τον ξαναθάψουν.Τελικά μέσα σ'έναν χρόνο οι τρεις μητροπολίτες και ο πατριάρχης πέθαναν!
-Γιατί πιστεύετε ότι ήθελαν να τον βάλουν πίσω στον τάφο;
-Ίσως επειδή ήταν άλλης εθνικότητος...Ίσως επειδή θα ερχόνταν στο μοναστήρι πολύς κόσμος.Τελικά άρχισαν να έρχονται πολλοί Ρουμάνοι από την διασπορά.Από την Αμερική και τον Καναδά.Ερχόνταν για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο και τον Άγ.Ιωάννη τον Χοζεβίτη
Άρχισε να κάνει θαύματα.Ένα σημάδι ήταν ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των μητροπολιτών.Μετά τον θάνατο του πατριάρχη,εξέλεξαν νέο πατριάρχη.Τελικά εξελέγη ο αρχιμανδρίτης Διόδωρος,ο οποίος όταν ζούσε ο Άγ.Ιωάννης ήταν δραγουμάνος(γενικός έξαρχος όλων των μονών στους Αγίους Τόπους).
Ο νέος πατριάρχης ήξερε τον Άγιο Ιωάννη και όταν κάποιος σχολίασε τον άγιο εκείνος του είπε:«Όχι,εγώ τον γνωρίζω!Ήταν άγιος και εν ζωή!Εγώ ήμουν δραγουμάνος όταν ήρθε από την Ρουμανία.Ήταν σκληρός και αυστηρός με τον εαυτό του,πολύ σωστός και κατηγορηματικός.Πιστεύω ότι είναι άγιος!Εγώ δεν αμφιβάλλω για την αγιότητα του!
Την είχε ''πάθει''και εκείνος με τον άγιο.Όταν ήταν δραγουμάνος επισκεπτόνταν πολλά μοναστήρια.Μια φορά πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα,το οποίο ήταν μετόχι του πατριαρχείου,και ζήτησε από έναν δόκιμο να φέρει τις παγίδες και να πιάσει μερικά περιστέρια και να τα πάρει στο πατριαρχείο
Ο Άγιος Ιωάννης τον μάλωσε και χάλασε τις παγίδες.Εκείνος τότε παραπονέθηκε στον δραγουμάνο και ο δραγουμάνος τον ρώτησε:«Γιατί το έκανες αυτό;Εγώ του είπα να πιάσει τα περιστέρια για να τα πάρω στο πατριαρχείο!»
Τότε του λέει ο Άγ.Ιωάννης:«Πώς;Ο Άγιος Σάββας δεν έφαγε ούτε ένα μήλο στο μοναστήρι και εσείς θέλετε να πιάσετε περιστέρια για να τα φάτε;Εσύ είσαι καλόγερος και θέλεις να φας κρέας,ενώ ο Άγιος Σάββας δεν έτρωγε ούτε μήλα;
Μετά από αυτήν την συζήτηση,ο αρχιμανδρίτης τότε Διόδωρος δεν ξανάπιασε περιστέρι και άρχισε να τον σέβεται.Όταν έφτασε πατριάρχης είπε:«Εγώ ξέρω ότι ήταν ένας άγιος!»
πηγή περιοδικό ''Lumea Monahilor''αρ..28/Μετάφραση-www.proskynitis.blogspot.com
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ (29 ΙΟΥΛΙΟΥ)
«Ο άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία. Ήταν εξαιρετικά αγαθός άνθρωπος, κι αυτό γιατί οικοδόμησε τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού. Έγινε για πολλούς δάσκαλος σωτηρίας και νουθετούσε ιδίως τους ειδωλολάτρες να απομακρυνθούν από τα μάταια και να αποκτήσουν επίγνωση του αληθινού Θεού, του Δημιουργού όλων. Γι’ αυτό συνελήφθη κι οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Σακερδώνα. Υποβάλλεται λοιπόν από αυτόν σε όλα τα είδη των βασανιστηρίων, κι αφού του φόρεσαν στα πόδια σιδερένιες κρηπίδες που είχαν όρθια καρφιά, διατάσσεται να τρέξει μέχρι την πόλη της Γάγγρας, που απείχε ογδόντα στάδια. Αφού κάλυψε λοιπόν τα εξήντα, επειδή οι στρατιώτες που τον οδηγούσαν δίψασαν πολύ, δεν μπορούσε εξαιτίας τους να προχωρήσει άλλο. Γι’ αυτό προσευχήθηκε και από ξερό βράχο έβγαλε νερό, το οποίο ακόμη και τώρα χρησιμοποιείται ως πηγή. Όταν έφτασε στη Γάγγρα, τον έβαλαν μέσα σε καμίνι φωτιάς, όπου και παρέδωσε στον Θεό το πνεύμα του. Τελείται δε η σύναξή του πλησίον της Γέφυρας του Ιουστινιανού και πλησίον του Πετρίου».
Στον άγιο μάρτυρα Καλλίνικο βλέπουμε το κύριο στοιχείο της αγιότητας: την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, όπως το επισημαίνει ο υμνογράφος του, ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού της εορτής του: «μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, υπέρ το ζην το θανείν, ευσεβώς προελόμενος, του Χριστού τον θάνατον αληθώς εξεικόνισας». Δηλαδή: μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, αφού προτίμησες λόγω της ευσέβειάς σου τον θάνατο παραπάνω από τη ζωή, εξεικόνισες αληθινά τον θάνατο του Χριστού. Η επιλογή του θανάτου παραπάνω από τη ζωή δεν οφείλετο βεβαίως σε λόγους ψυχολογικούς, σε μία βαθειά κατάθλιψη πιθανόν, ούτε και σε κάποια φιλοσοφική θεωρία. Οφείλετο στη μεγάλη αγάπη που είχε ο μάρτυρας για τον Χριστό – αυτό δηλώνει άλλωστε το επίρρημα «ευσεβώς» - η οποία τον έκανε να προτιμά πάντοτε Εκείνον από οτιδήποτε άλλο, έστω και την ίδια τη ζωή του. «Τη του Χριστού αγάπη τετρωμένος ο μάρτυς ανέκραζεν, εν τοις αγώσι εγκαρτερών: Εις οσμήν δραμούμαι μύρων, ακολουθών των πάθει Σου, τη αθλήσει τη δι’ αίματος». Στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προσπαθεί να παραμένει συνεπής στον λόγο του Χριστού, ο Οποίος προτρέπει και λέγει: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη αγάπη, από την αγάπη προς τον Χριστό, κι αυτό θέλησε να ζήσει με τρόπο συνεπή ο άγιος Καλλίνικος, όπως βεβαίως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Την επιλογή ακόμη και του θανάτου, προκειμένου ο πιστός να μείνει σταθερός στην αγάπη του Χριστού, την βλέπουμε ως το κατεξοχήν στοιχείο αγιότητας και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος, πληγωμένος κι αυτός από την ίδια αγάπη, έλεγε: «Έχω την επιθυμίαν εν τω αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Να πεθάνει όχι γιατί βαρέθηκε τη ζωή, αλλά για να είναι πιο γρήγορα σε βαθύτερη σχέση με τον Χριστό. Κι αλλού: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Πέπεισμαι ότι ούτε θάνατος ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Τα δυνατά αυτά συναισθήματα που συνέπαιρναν τον απόστολο Παύλο, ήταν εκείνα που βλέπουμε να διακατέχουν και τον άγιο Καλλίνικο. Κι είναι το στοιχείο τούτο, όπως είπαμε, το στοιχείο που αποκαλύπτει την αληθινή αγιότητα, όπως μας το λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο άγιος επιθυμεί καθ’ ημέραν τον θάνατον». Για τους λόγους βεβαίως που εξηγήσαμε.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μία τέτοια αγάπη, η οποία αποκαλύπτει τα αληθινά όρια της πίστης στον Χριστό, προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους του πιστού από τη ζωή αυτή, με όλα τα θέλγητρα και τους πειρασμούς της, στον ίδιο τον Χριστό. Αν κανείς, με άλλα λόγια, δεν έχει πιστέψει – και δεν βιώνει στην ύπαρξή του - ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Χριστό, την πηγή της ζωής, και όχι στα περιορισμένα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος «παράγει και παρέρχεται» ως φθαρτός, δεν μπορεί να πει ότι είναι πραγματικά χριστιανός. Και δεν πρέπει να σπεύσει κανείς να πει ότι αυτό είναι για τους λίγους και τους εξαίρετους, γιατί αυτή η σχέση με τον Χριστό δόθηκε σε όλους τους πιστούς ως δωρεά στο άγιο βάπτισμα, που απλώς καλούμαστε διαρκώς να επιβεβαιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μη ξεχνάμε ότι δια του βαπτίσματος γινήκαμε μέλη Χριστού και συνεπώς Εκείνος είναι η ρίζα μας και το σπίτι μας.
«Ο άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία. Ήταν εξαιρετικά αγαθός άνθρωπος, κι αυτό γιατί οικοδόμησε τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού. Έγινε για πολλούς δάσκαλος σωτηρίας και νουθετούσε ιδίως τους ειδωλολάτρες να απομακρυνθούν από τα μάταια και να αποκτήσουν επίγνωση του αληθινού Θεού, του Δημιουργού όλων. Γι’ αυτό συνελήφθη κι οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Σακερδώνα. Υποβάλλεται λοιπόν από αυτόν σε όλα τα είδη των βασανιστηρίων, κι αφού του φόρεσαν στα πόδια σιδερένιες κρηπίδες που είχαν όρθια καρφιά, διατάσσεται να τρέξει μέχρι την πόλη της Γάγγρας, που απείχε ογδόντα στάδια. Αφού κάλυψε λοιπόν τα εξήντα, επειδή οι στρατιώτες που τον οδηγούσαν δίψασαν πολύ, δεν μπορούσε εξαιτίας τους να προχωρήσει άλλο. Γι’ αυτό προσευχήθηκε και από ξερό βράχο έβγαλε νερό, το οποίο ακόμη και τώρα χρησιμοποιείται ως πηγή. Όταν έφτασε στη Γάγγρα, τον έβαλαν μέσα σε καμίνι φωτιάς, όπου και παρέδωσε στον Θεό το πνεύμα του. Τελείται δε η σύναξή του πλησίον της Γέφυρας του Ιουστινιανού και πλησίον του Πετρίου».
Στον άγιο μάρτυρα Καλλίνικο βλέπουμε το κύριο στοιχείο της αγιότητας: την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, όπως το επισημαίνει ο υμνογράφος του, ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού της εορτής του: «μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, υπέρ το ζην το θανείν, ευσεβώς προελόμενος, του Χριστού τον θάνατον αληθώς εξεικόνισας». Δηλαδή: μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, αφού προτίμησες λόγω της ευσέβειάς σου τον θάνατο παραπάνω από τη ζωή, εξεικόνισες αληθινά τον θάνατο του Χριστού. Η επιλογή του θανάτου παραπάνω από τη ζωή δεν οφείλετο βεβαίως σε λόγους ψυχολογικούς, σε μία βαθειά κατάθλιψη πιθανόν, ούτε και σε κάποια φιλοσοφική θεωρία. Οφείλετο στη μεγάλη αγάπη που είχε ο μάρτυρας για τον Χριστό – αυτό δηλώνει άλλωστε το επίρρημα «ευσεβώς» - η οποία τον έκανε να προτιμά πάντοτε Εκείνον από οτιδήποτε άλλο, έστω και την ίδια τη ζωή του. «Τη του Χριστού αγάπη τετρωμένος ο μάρτυς ανέκραζεν, εν τοις αγώσι εγκαρτερών: Εις οσμήν δραμούμαι μύρων, ακολουθών των πάθει Σου, τη αθλήσει τη δι’ αίματος». Στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προσπαθεί να παραμένει συνεπής στον λόγο του Χριστού, ο Οποίος προτρέπει και λέγει: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη αγάπη, από την αγάπη προς τον Χριστό, κι αυτό θέλησε να ζήσει με τρόπο συνεπή ο άγιος Καλλίνικος, όπως βεβαίως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Την επιλογή ακόμη και του θανάτου, προκειμένου ο πιστός να μείνει σταθερός στην αγάπη του Χριστού, την βλέπουμε ως το κατεξοχήν στοιχείο αγιότητας και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος, πληγωμένος κι αυτός από την ίδια αγάπη, έλεγε: «Έχω την επιθυμίαν εν τω αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Να πεθάνει όχι γιατί βαρέθηκε τη ζωή, αλλά για να είναι πιο γρήγορα σε βαθύτερη σχέση με τον Χριστό. Κι αλλού: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Πέπεισμαι ότι ούτε θάνατος ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Τα δυνατά αυτά συναισθήματα που συνέπαιρναν τον απόστολο Παύλο, ήταν εκείνα που βλέπουμε να διακατέχουν και τον άγιο Καλλίνικο. Κι είναι το στοιχείο τούτο, όπως είπαμε, το στοιχείο που αποκαλύπτει την αληθινή αγιότητα, όπως μας το λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο άγιος επιθυμεί καθ’ ημέραν τον θάνατον». Για τους λόγους βεβαίως που εξηγήσαμε.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μία τέτοια αγάπη, η οποία αποκαλύπτει τα αληθινά όρια της πίστης στον Χριστό, προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους του πιστού από τη ζωή αυτή, με όλα τα θέλγητρα και τους πειρασμούς της, στον ίδιο τον Χριστό. Αν κανείς, με άλλα λόγια, δεν έχει πιστέψει – και δεν βιώνει στην ύπαρξή του - ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Χριστό, την πηγή της ζωής, και όχι στα περιορισμένα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος «παράγει και παρέρχεται» ως φθαρτός, δεν μπορεί να πει ότι είναι πραγματικά χριστιανός. Και δεν πρέπει να σπεύσει κανείς να πει ότι αυτό είναι για τους λίγους και τους εξαίρετους, γιατί αυτή η σχέση με τον Χριστό δόθηκε σε όλους τους πιστούς ως δωρεά στο άγιο βάπτισμα, που απλώς καλούμαστε διαρκώς να επιβεβαιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μη ξεχνάμε ότι δια του βαπτίσματος γινήκαμε μέλη Χριστού και συνεπώς Εκείνος είναι η ρίζα μας και το σπίτι μας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Καλλίνικος της Τσέρνικα
Ό άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι τό 1787, σέ οικογένεια ιδιαιτέρως ευλαβή. Φοίτησε στην έλληνο-ρουμανική σχολή τής πόλεως και σέ ηλικία είκοσι ετών εισήλθε στήν Μονή Τσέρνικα. Έκάρη μοναχός μετά από έναν χρόνο και γρήγορα διακρίθηκε για τον ασκητικό του ζήλο. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες, τήν νύχτα, καθισμένος σέ σκαμνί, και τήν ημέρα αναλάμβανε τα πλέον βαριά διακονηματα. “Οταν ό γέροντας του έφυγε και πήγε στο “Αγιον “Ορος, ό Καλλίνικος αποφάσισε να τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό, μετά τήν δύση του ηλίου, και πολλές φορές παρέτεινε τήν ξηροφαγία επί σαράντα ημέρες. Καθώς ο ηγούμενος τής μονής είχε απαγορεύσει τέτοιους ασκητικούς άθλους, ο Καλλίνικος συμμετείχε στήν κοινή τράπεζα αλλά έτρωγε μικρή ποσότητα, ενώ τά Σάββατα και τίς Κυριακές έτρωγε τυρί και γάλα, ώστε νά κατανικήσει κάθε πειρασμό υπερηφάνειας. Τό παρουσιαστικό του μαρτυρούσε τίς σκληραγωγίες αυτές καί τήν απονέκρωση κάθε σαρκικού φρονήματος, ένώ οί οφθαλμοί του ήσαν πρησμένοι άπό τά δάκρυα πού άφθονα έρρεαν κάθε βράδυ στό κελλί του.
Τό 1813, μετά άπό μιά επιδημία στήν οποία απεβίωσαν πολλοί ιερείς, δέχθηκε κατ’ ανάγκη νά χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Διπλασίασε τότε τους ασκητικούς αγώνες καϊ έδειξε μεγάλη αγάπη γιά όλους τους αδελφούς
αδιακρίτως. Ή παρουσία εντός του τής θείας χάριτος τον έκανε να βλέπει κάθε συνάνθρωπο του ώς εικόνα Θεοΰ και ή αγάπη αυτή εκφραζόταν με όλο καί μεγαλύτερη ταπείνωση. Δυο χρόνια αργότερα, ορίστηκε πνευματικός της μονής καί συντομία, όχι μόνον μοναχοί αλλά καί πολλοί λαϊκοί τής περιοχής, ιερείς, επίσκοποι, υψηλά ιστάμενες προσωπικότητες, καί ό ‘ίδιος ό μητροπολίτης, προσέτρεχαν στην Μονή Τσέρνικα για νά λάβουν από τον άγιο παρηγοριά καί πνευματική νουθεσία.
Επιστρέφοντας από ένα προσκύνημα στο ‘Άγιον “Ορος, ό Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος (1818) σέ ηλικία 31 ετών. Ή ταπείνωση καί ή αγάπη του κατόρθωσαν νά διορθώσουν τό ήθος κάποιων ατίθασων μοναχών, ενώ Ολοι οί αδελφοί υποτάσσονταν με ενθουσιασμό σ’ εκείνον, θεωρώντας τον άγγελο Κυρίου. Ό άγιος Καλλίνικος θεωρούσε τήν υπακοή θεμέλιο του μοναχικού βίου καί έλεγε: «Ή κοινοβιακή ζωή στηρίζεται στήν αγία υπακοή καί καθιερώθηκε άπό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ό οποίος μας άφησε τό υπόδειγμα του επίγειου βίου Του». Συνιστούσε στους μονάχους νά αποφεύγουν τήν πολυλογία, πού αναπόφευκτα οδηγεί στήν καταλαλιά, ώστε νά συγκεντρώνουν όλες τους τις προσπάθειες στήν αδιάλειπτο νοερά προσευχή. Έλεγε επίσης: «Ό ηγούμενος είναι ή καρδία Ολων τών καρδιών είναι ή οδός προς τήν τελειότητα γιά όσους συγκεντρώνονται γύρω του».
Τήν εποχή τής εξέγερσης του 1821, πού προκάλεσε φρικώδη αντίποινα άπό πλευράς Τούρκων, πολλοί κάτοικοι του Βουκουρεστίου κατέφυγαν στήν Μονή Τσέρνικα. Ό άγιος ηγούμενος δεχόταν όλους όσοι έφταναν, τους έδινε τροφή άπό τά αποθέματα τής μονής καί παρηγορούσε στοργικά τους δεινοπαθούντες. Μία ημέρα εμφανίστηκε τουρκικός στρατός με πυροβολικό καί πρόθεση νά καταστρέψει τήν μονή• ό άγιος συγκέντρωσε τότε μοναχούς καί λαϊκούς στο καθολικό καί τέλεσε ολονύκτια αγρυπνία. Χάρις στις δεήσεις του καί τήν μεσιτεία του άγιου Νικολάου, προστάτου τής μονής, τά εχθρικά στρατεύματα αποχώρησαν χωρίς νά προξενήσουν ζημίες. Σύντομα όμως εξαντλήθηκαν τά αποθέματα τροφίμων καί ή μονή απειλήθηκε με λιμό. Ό άγιος Καλλίνικος άρχισε τότε νά προσεύχεται καί αμέσως παρουσιάστηκαν στήν είσοδο τής μονής άνθρωποι ξένοι με δύο βοϊδάμαξες φορτωμένες καρβέλια ψωμί, πού έστειλε δώρο ο πασάς του γειτονικού στρατοπέδου.
Κι άλλες φορές, ή προσευχή του άγιου Καλλινίκου έσωσε τήν μονή άπό τήν απειλή τών Τούρκων. Ή ποιμαντική του φροντίδα κάλυπτε όλες τις πτυχές τής ζωής, άπό τά υψηλότερα πνευματικά προβλήματα έως λεπτομέρειες τής καθημερινής διαβίωσης του λαοΰ που του εμπιστεύθηκε ό Θεός. Μέσα σέ λίγα χρόνια, οι μοναχοί πού βρίσκονταν υπό τήν καθοδήγηση του έφθασαν νά άριθμοΰν τους τριακόσιους πενήντα. Ανήγειρε γι’ αυτούς νέο ναό, πολλά κελλιά καί εργαστήρια, όπου κατασκευάζονταν ό,τι χρειαζόταν γιά τις ανάγκες τής μονής καί γιά τις ελεημοσύνες. Επιπλέον οί περισσότερες μονές τών περιχώρων του Βουκουρεστίου τον είχαν εκλέξει πνευματικό τους πατέρα καί άκολουθοΰσαν τις διδαχές του.
Ή άμεμπτη ευαγγελική διαγωγή του αγίου Καλλινίκου κίνησε τον φθόνο ορισμένων, καί μία ήμερα ένας εχθρός του του έδωσε νά πιει δηλητήριο. Κλινήρης ο άγιος ετοιμαζόταν νά παραδώσει τό πνεΰμα του στον Κύριο. Αίφνης, άκουσε φωνή έξ ούρανού πού τον διέτασσε νά σηκωθεί καί του ανήγγελλε τον διορισμό του στον επισκοπικό θρόνο τής Ριμνίκουλ-Βαλτσέα. Ό θρόνος είχε παραμείνει σέ χηρεία επί μία δεκαετία καί ή κατάσταση τής επισκοπικής περιφέρειας ήταν άθλια: ή επισκοπική κατοικία καί ό καθεδρικός ναός ήταν σέ κατάσταση έρειπιώδη μετά άπό μιά πυρκαγιά, ή ιερατική σχολή ήταν κλειστή, ό κλήρος αμόρφωτος καί συχνά σέ δυσχερή οικονομική κατάσταση, ενώ πολλοί ναοί ήσαν κλειστοί ή είχαν υποστεί ζημίες λόγω έλλειψης συντήρησης. Ό ταπεινός Καλλίνικος, ό όποιος στο παρελθόν είχε αρνηθεί τό αξίωμα του μητροπολίτη, υποχρεώθηκε αυτή τήν φορά νά ενδώσει στις πιέσεις του πρίγκιπα Μπάρμπου Σιρμπέι καί χειροτονήθηκε επίσκοπος τό 1850.
Αμέσως καταπιάστηκε μέ τά απαραίτητα έργα: ανοικοδόμησε τήν επι-σκοπική κατοικία καί ανήγειρε νέο καθεδρικό ναό, τά σχέδια του όποιου έκανε ό ίδιος• ή ιερατική σχολή άρχισε νά λειτουργεί έκ νέου καί εγκαταστάθηκε εκεί τυπογραφείο. “Ιδρυσε επίσης τήν Μονή Φρασινέι, ή όποια διαφυλάσσει έως τις ήμερες μας αγιορείτικο Τυπικό καί αυστηρή τάξη. Έκεί του άρεσε νά αποσύρεται γιά νά ξαναβρίσκει τήν μοναχική ησυχία.
Κατά τό υπόδειγμα του άγιου Νικολάου, του όποιου τους Χαιρετισμούς έψαλλε κάθε ήμερα, ό άγιος Καλλίνικος έδειχνε άνευ ορίων στοργή καί εύσπλαγχνία γιά τό πνευματικό του ποίμνιο. Μοίραζε καί τά ίδια τά ενδύματα του καί μέ δάκρυα παρακαλοΰσε τον μαθητή του Αθανάσιο νά βρει όπου μπορεί χρήματα γιά νά τά μοιράσουν στους πτωχούς, τούς όποιους ονόμαζε «αδελφούς του Χρίστου». Αξιώθηκε νά επιτελεί θαύματα καί νά λάβει τό διορατικό καί τό προφητικό χάρισμα. Προανήγγειλε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 καί τις μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις πού θά γνώριζε ή Ρουμανία μετά τήν έλευση του τσάρου και του ρωσικού στρατού.
Τήν ήμερα άσχολεΐτο μέ τά ποιμαντικά του καθήκοντα καί εξακολουθούσε νά αφιερώνει τήν νύχτα στήν προσευχή ή στήν πνευματική μελέτη. Γιά νά μήν ενδίδει στον ύπνο, τοποθετούσε ένα βαρύ αντικείμενο πάνω στο βιβλίο, ώστε άν αποκοιμιόταν, ό θόρυβος πού θά έκανε πέφτοντας νά τον ξυπνάει. Ενθάρρυνε τους ιερείς νά ακολουθούν τό παράδειγμα του ασκητικού βίου τών μοναχών καί τιμωρούσε αυστηρά τήν σιμωνία καί τήν άνηθικότητα στις τάξεις του κλήρου.
Μετά δεκαεπτά χρόνια επισκοπικής θητείας, ό άγιος Καλλίνικος αποσύρθηκε στήν Μονή Τσέρνικα, όπου έγκαταβίωσε επί ένα περίπου έτος ως απλός μοναχός. “Ήταν αφιερωμένος ολόκληρος στήν προσευχή, και συχνά τον περιέβαλλε ενα άρρητο φως, τό οποίο οι μαθητές του στο κελλί μπορούσαν νά δουν. Μετά ένα τέτοιο δράμα, ο άγιος απάντησε σέ ερώτημα του Αθανασίου λέγοντας: «Προσέξτε, γιατί σ’ αυτό τό σπίτι έρχονται αδιάκοπα άγγελοι καί άλλα ουράνια πρόσωπα- νά θυμάσαι ό,τι σου είπα καί σοΰ έδειξα».
Προείπε, δεκατρείς ημέρες πριν, τήν έκδημία του τήν Δευτέρα τής Διακαινησίμου, 11 Απριλίου 1868, ανέλαβε τίς δυνάμεις του, ενδύθηκε τό νεκρικό ράσο, πλύθηκε καί ευλόγησε όλους τους παρευρισκομένους. Κατόπιν, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό καί έσκυψε στο στέρνο του μοναχού Γερμανού, λέγοντας: «Χαίρε! θά ξαναβρεθούμε στήν χαρά του άλλου κόσμου!»
Ή τιμή του άγιου Καλλινίκου αναγνωρίστηκε επισήμως τό 1955, άλλά ήδη άπό πολύ πρίν, ο ρουμανικός λαός τον τιμούσε ώς τον πλέον αγαπητό εθνικό του άγιο. Πολυάριθμα θαύματα εξακολουθούν νά επιτελούν τά τίμια λείψανα του, τά όποια φυλάσσονται στήν Μονή Τσέρνικα.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος
Ό άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι τό 1787, σέ οικογένεια ιδιαιτέρως ευλαβή. Φοίτησε στην έλληνο-ρουμανική σχολή τής πόλεως και σέ ηλικία είκοσι ετών εισήλθε στήν Μονή Τσέρνικα. Έκάρη μοναχός μετά από έναν χρόνο και γρήγορα διακρίθηκε για τον ασκητικό του ζήλο. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες, τήν νύχτα, καθισμένος σέ σκαμνί, και τήν ημέρα αναλάμβανε τα πλέον βαριά διακονηματα. “Οταν ό γέροντας του έφυγε και πήγε στο “Αγιον “Ορος, ό Καλλίνικος αποφάσισε να τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό, μετά τήν δύση του ηλίου, και πολλές φορές παρέτεινε τήν ξηροφαγία επί σαράντα ημέρες. Καθώς ο ηγούμενος τής μονής είχε απαγορεύσει τέτοιους ασκητικούς άθλους, ο Καλλίνικος συμμετείχε στήν κοινή τράπεζα αλλά έτρωγε μικρή ποσότητα, ενώ τά Σάββατα και τίς Κυριακές έτρωγε τυρί και γάλα, ώστε νά κατανικήσει κάθε πειρασμό υπερηφάνειας. Τό παρουσιαστικό του μαρτυρούσε τίς σκληραγωγίες αυτές καί τήν απονέκρωση κάθε σαρκικού φρονήματος, ένώ οί οφθαλμοί του ήσαν πρησμένοι άπό τά δάκρυα πού άφθονα έρρεαν κάθε βράδυ στό κελλί του.
Τό 1813, μετά άπό μιά επιδημία στήν οποία απεβίωσαν πολλοί ιερείς, δέχθηκε κατ’ ανάγκη νά χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Διπλασίασε τότε τους ασκητικούς αγώνες καϊ έδειξε μεγάλη αγάπη γιά όλους τους αδελφούς
αδιακρίτως. Ή παρουσία εντός του τής θείας χάριτος τον έκανε να βλέπει κάθε συνάνθρωπο του ώς εικόνα Θεοΰ και ή αγάπη αυτή εκφραζόταν με όλο καί μεγαλύτερη ταπείνωση. Δυο χρόνια αργότερα, ορίστηκε πνευματικός της μονής καί συντομία, όχι μόνον μοναχοί αλλά καί πολλοί λαϊκοί τής περιοχής, ιερείς, επίσκοποι, υψηλά ιστάμενες προσωπικότητες, καί ό ‘ίδιος ό μητροπολίτης, προσέτρεχαν στην Μονή Τσέρνικα για νά λάβουν από τον άγιο παρηγοριά καί πνευματική νουθεσία.
Επιστρέφοντας από ένα προσκύνημα στο ‘Άγιον “Ορος, ό Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος (1818) σέ ηλικία 31 ετών. Ή ταπείνωση καί ή αγάπη του κατόρθωσαν νά διορθώσουν τό ήθος κάποιων ατίθασων μοναχών, ενώ Ολοι οί αδελφοί υποτάσσονταν με ενθουσιασμό σ’ εκείνον, θεωρώντας τον άγγελο Κυρίου. Ό άγιος Καλλίνικος θεωρούσε τήν υπακοή θεμέλιο του μοναχικού βίου καί έλεγε: «Ή κοινοβιακή ζωή στηρίζεται στήν αγία υπακοή καί καθιερώθηκε άπό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ό οποίος μας άφησε τό υπόδειγμα του επίγειου βίου Του». Συνιστούσε στους μονάχους νά αποφεύγουν τήν πολυλογία, πού αναπόφευκτα οδηγεί στήν καταλαλιά, ώστε νά συγκεντρώνουν όλες τους τις προσπάθειες στήν αδιάλειπτο νοερά προσευχή. Έλεγε επίσης: «Ό ηγούμενος είναι ή καρδία Ολων τών καρδιών είναι ή οδός προς τήν τελειότητα γιά όσους συγκεντρώνονται γύρω του».
Τήν εποχή τής εξέγερσης του 1821, πού προκάλεσε φρικώδη αντίποινα άπό πλευράς Τούρκων, πολλοί κάτοικοι του Βουκουρεστίου κατέφυγαν στήν Μονή Τσέρνικα. Ό άγιος ηγούμενος δεχόταν όλους όσοι έφταναν, τους έδινε τροφή άπό τά αποθέματα τής μονής καί παρηγορούσε στοργικά τους δεινοπαθούντες. Μία ημέρα εμφανίστηκε τουρκικός στρατός με πυροβολικό καί πρόθεση νά καταστρέψει τήν μονή• ό άγιος συγκέντρωσε τότε μοναχούς καί λαϊκούς στο καθολικό καί τέλεσε ολονύκτια αγρυπνία. Χάρις στις δεήσεις του καί τήν μεσιτεία του άγιου Νικολάου, προστάτου τής μονής, τά εχθρικά στρατεύματα αποχώρησαν χωρίς νά προξενήσουν ζημίες. Σύντομα όμως εξαντλήθηκαν τά αποθέματα τροφίμων καί ή μονή απειλήθηκε με λιμό. Ό άγιος Καλλίνικος άρχισε τότε νά προσεύχεται καί αμέσως παρουσιάστηκαν στήν είσοδο τής μονής άνθρωποι ξένοι με δύο βοϊδάμαξες φορτωμένες καρβέλια ψωμί, πού έστειλε δώρο ο πασάς του γειτονικού στρατοπέδου.
Κι άλλες φορές, ή προσευχή του άγιου Καλλινίκου έσωσε τήν μονή άπό τήν απειλή τών Τούρκων. Ή ποιμαντική του φροντίδα κάλυπτε όλες τις πτυχές τής ζωής, άπό τά υψηλότερα πνευματικά προβλήματα έως λεπτομέρειες τής καθημερινής διαβίωσης του λαοΰ που του εμπιστεύθηκε ό Θεός. Μέσα σέ λίγα χρόνια, οι μοναχοί πού βρίσκονταν υπό τήν καθοδήγηση του έφθασαν νά άριθμοΰν τους τριακόσιους πενήντα. Ανήγειρε γι’ αυτούς νέο ναό, πολλά κελλιά καί εργαστήρια, όπου κατασκευάζονταν ό,τι χρειαζόταν γιά τις ανάγκες τής μονής καί γιά τις ελεημοσύνες. Επιπλέον οί περισσότερες μονές τών περιχώρων του Βουκουρεστίου τον είχαν εκλέξει πνευματικό τους πατέρα καί άκολουθοΰσαν τις διδαχές του.
Ή άμεμπτη ευαγγελική διαγωγή του αγίου Καλλινίκου κίνησε τον φθόνο ορισμένων, καί μία ήμερα ένας εχθρός του του έδωσε νά πιει δηλητήριο. Κλινήρης ο άγιος ετοιμαζόταν νά παραδώσει τό πνεΰμα του στον Κύριο. Αίφνης, άκουσε φωνή έξ ούρανού πού τον διέτασσε νά σηκωθεί καί του ανήγγελλε τον διορισμό του στον επισκοπικό θρόνο τής Ριμνίκουλ-Βαλτσέα. Ό θρόνος είχε παραμείνει σέ χηρεία επί μία δεκαετία καί ή κατάσταση τής επισκοπικής περιφέρειας ήταν άθλια: ή επισκοπική κατοικία καί ό καθεδρικός ναός ήταν σέ κατάσταση έρειπιώδη μετά άπό μιά πυρκαγιά, ή ιερατική σχολή ήταν κλειστή, ό κλήρος αμόρφωτος καί συχνά σέ δυσχερή οικονομική κατάσταση, ενώ πολλοί ναοί ήσαν κλειστοί ή είχαν υποστεί ζημίες λόγω έλλειψης συντήρησης. Ό ταπεινός Καλλίνικος, ό όποιος στο παρελθόν είχε αρνηθεί τό αξίωμα του μητροπολίτη, υποχρεώθηκε αυτή τήν φορά νά ενδώσει στις πιέσεις του πρίγκιπα Μπάρμπου Σιρμπέι καί χειροτονήθηκε επίσκοπος τό 1850.
Αμέσως καταπιάστηκε μέ τά απαραίτητα έργα: ανοικοδόμησε τήν επι-σκοπική κατοικία καί ανήγειρε νέο καθεδρικό ναό, τά σχέδια του όποιου έκανε ό ίδιος• ή ιερατική σχολή άρχισε νά λειτουργεί έκ νέου καί εγκαταστάθηκε εκεί τυπογραφείο. “Ιδρυσε επίσης τήν Μονή Φρασινέι, ή όποια διαφυλάσσει έως τις ήμερες μας αγιορείτικο Τυπικό καί αυστηρή τάξη. Έκεί του άρεσε νά αποσύρεται γιά νά ξαναβρίσκει τήν μοναχική ησυχία.
Κατά τό υπόδειγμα του άγιου Νικολάου, του όποιου τους Χαιρετισμούς έψαλλε κάθε ήμερα, ό άγιος Καλλίνικος έδειχνε άνευ ορίων στοργή καί εύσπλαγχνία γιά τό πνευματικό του ποίμνιο. Μοίραζε καί τά ίδια τά ενδύματα του καί μέ δάκρυα παρακαλοΰσε τον μαθητή του Αθανάσιο νά βρει όπου μπορεί χρήματα γιά νά τά μοιράσουν στους πτωχούς, τούς όποιους ονόμαζε «αδελφούς του Χρίστου». Αξιώθηκε νά επιτελεί θαύματα καί νά λάβει τό διορατικό καί τό προφητικό χάρισμα. Προανήγγειλε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 καί τις μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις πού θά γνώριζε ή Ρουμανία μετά τήν έλευση του τσάρου και του ρωσικού στρατού.
Τήν ήμερα άσχολεΐτο μέ τά ποιμαντικά του καθήκοντα καί εξακολουθούσε νά αφιερώνει τήν νύχτα στήν προσευχή ή στήν πνευματική μελέτη. Γιά νά μήν ενδίδει στον ύπνο, τοποθετούσε ένα βαρύ αντικείμενο πάνω στο βιβλίο, ώστε άν αποκοιμιόταν, ό θόρυβος πού θά έκανε πέφτοντας νά τον ξυπνάει. Ενθάρρυνε τους ιερείς νά ακολουθούν τό παράδειγμα του ασκητικού βίου τών μοναχών καί τιμωρούσε αυστηρά τήν σιμωνία καί τήν άνηθικότητα στις τάξεις του κλήρου.
Μετά δεκαεπτά χρόνια επισκοπικής θητείας, ό άγιος Καλλίνικος αποσύρθηκε στήν Μονή Τσέρνικα, όπου έγκαταβίωσε επί ένα περίπου έτος ως απλός μοναχός. “Ήταν αφιερωμένος ολόκληρος στήν προσευχή, και συχνά τον περιέβαλλε ενα άρρητο φως, τό οποίο οι μαθητές του στο κελλί μπορούσαν νά δουν. Μετά ένα τέτοιο δράμα, ο άγιος απάντησε σέ ερώτημα του Αθανασίου λέγοντας: «Προσέξτε, γιατί σ’ αυτό τό σπίτι έρχονται αδιάκοπα άγγελοι καί άλλα ουράνια πρόσωπα- νά θυμάσαι ό,τι σου είπα καί σοΰ έδειξα».
Προείπε, δεκατρείς ημέρες πριν, τήν έκδημία του τήν Δευτέρα τής Διακαινησίμου, 11 Απριλίου 1868, ανέλαβε τίς δυνάμεις του, ενδύθηκε τό νεκρικό ράσο, πλύθηκε καί ευλόγησε όλους τους παρευρισκομένους. Κατόπιν, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό καί έσκυψε στο στέρνο του μοναχού Γερμανού, λέγοντας: «Χαίρε! θά ξαναβρεθούμε στήν χαρά του άλλου κόσμου!»
Ή τιμή του άγιου Καλλινίκου αναγνωρίστηκε επισήμως τό 1955, άλλά ήδη άπό πολύ πρίν, ο ρουμανικός λαός τον τιμούσε ώς τον πλέον αγαπητό εθνικό του άγιο. Πολυάριθμα θαύματα εξακολουθούν νά επιτελούν τά τίμια λείψανα του, τά όποια φυλάσσονται στήν Μονή Τσέρνικα.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Οι Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας οι Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας μαρτύρησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.)και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.
Ο Ευγένιος καταγόταν από την Τραπεζούντα, ο Ουαλεριανός από την Εδίσκη, ο Κάνδιδος από τη Σολωχαίνη και ο Ακύλας από τη Γορδαίνη.
Αυτοί λοιπόν οι Άγιοι, όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, κρύβονταν στα όρη της Τραπεζούντας.
Ένα βράδυ, μετά από προσευχή και επικαλούμενοι την βοήθεια του Θεού, πήγαν στο ναό των Εθνικών και κατέστρεψαν το είδωλο του ψεύτικου θεού Μίθρα.
Ο έπαρχος Σατάλων Λυσίας, τους καταδίωξε και κατόρθωσε να συλλάβει τους τρεις, τον Ουαλεριανό, τον Κάνδιδο και τον Ακύλα. Μετά τη σύλληψη, τους διέταξε να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνοι όμως έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους και με παρρησία δήλωσαν την αφοσίωσή τους στον Κύριο.
Τότε ο έπαρχος τους εξόρισε σε ένα στενό φρούριο της χώρας των Λαζών, το οποίο ονομαζόταν Πιττυούς.
Αλλά και μέσα στην φυλακή έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Γι αυτό τους μετέφεραν στην Τραπεζούντα και κατά την διαταγή του Λυσία τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Αρχικά τους ξέσχισαν τις σάρκες με βούνευρα.
Στη συνέχεια, αφού τους κρέμασαν, τους άνοιξαν με σιδερένια νύχια βαθιές πληγές στα σώματά τους και τις έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνελήφθη και ο Άγιος Ευγένιος, που προσευχόταν σε σπήλαιο των ακάνθων. Και αυτός ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Άγιο Θεό. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έδειραν ανηλεώς.
Έπειτα τον οδήγησαν μαζί με τον άρχοντα του τόπου, τον Λυσία, στο ναό των ειδώλων. Εκεί προσευχήθηκε στον Χριστό και έκανε όλα τα είδωλα να πέσουν κάτω, να συντριβούν και να κονιορτοποιηθούν.
Μετά από το γεγονός αυτό, υπέβαλαν τον Άγιο σε φοβερά βασανιστήρια. Αρχικά του τέντωσαν το σώμα με σχοινιά και τον κτύπησαν με ρόπαλα.
Στην συνέχεια τον κρέμασαν, του άνοιξαν με σιδερένια νύχια βαθιές πληγές στα πλευρά και τον κατέκαψαν με αναμμένες λαμπάδες.
Έπειτα έριξαν μέσα στις πληγές του αλατόνερο και δριμύτατο ξύδι. Ακολούθως έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι και τους τέσσερις Αγίους μαζί. Επειδή όμως όλοι τους έμειναν αβλαβείς, τους αποκεφάλισαν διά ξίφους.
Ο μέχρι σήμερα σωζόμενος ναός, ανήκει στον τύπο της ανατολικής άνευ υπερώων βασιλικής μετά τρούλου. Στο ναό φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου Ευγενίου και των συναθλητών του εναποτεθειμένα σε αργυρές λάρνακες, ενώ οι κεφαλές των μαρτύρων ήταν στολισμένες με χρυσό και λίθους και πλήθος από μαργαριτάρια.
Ο ναός του Αγίου Ευγενίου μαζί με αυτόν της Χρυσοκεφάλου αποτελούσαν το κέντρο της εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής της Τραπεζούντας.
Η τιμή και η ευλάβεια των Τραπεζουντίων προς τον πολιούχο Άγιο υπήρξε μεγάλη και τα πλήθη συνέρρεαν από παντού κατά τις δύο πανηγύρεις, στις 21 Ιανουαρίου ημέρα του μαρτυρίου του και στις 24 Ιουνίου, ημέρα των γενεθλίων του Μάρτυρος, που διά θαύματος καθιερώθηκε κατά το διάστημα της βασιλείας του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου (867-886 μ.Χ.).
Έτσι οι Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας, έλαβαν τα αμάραντα στεφάνια του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας μαρτύρησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.)και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.
Ο Ευγένιος καταγόταν από την Τραπεζούντα, ο Ουαλεριανός από την Εδίσκη, ο Κάνδιδος από τη Σολωχαίνη και ο Ακύλας από τη Γορδαίνη.
Αυτοί λοιπόν οι Άγιοι, όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, κρύβονταν στα όρη της Τραπεζούντας.
Ένα βράδυ, μετά από προσευχή και επικαλούμενοι την βοήθεια του Θεού, πήγαν στο ναό των Εθνικών και κατέστρεψαν το είδωλο του ψεύτικου θεού Μίθρα.
Ο έπαρχος Σατάλων Λυσίας, τους καταδίωξε και κατόρθωσε να συλλάβει τους τρεις, τον Ουαλεριανό, τον Κάνδιδο και τον Ακύλα. Μετά τη σύλληψη, τους διέταξε να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνοι όμως έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους και με παρρησία δήλωσαν την αφοσίωσή τους στον Κύριο.
Τότε ο έπαρχος τους εξόρισε σε ένα στενό φρούριο της χώρας των Λαζών, το οποίο ονομαζόταν Πιττυούς.
Αλλά και μέσα στην φυλακή έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Γι αυτό τους μετέφεραν στην Τραπεζούντα και κατά την διαταγή του Λυσία τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Αρχικά τους ξέσχισαν τις σάρκες με βούνευρα.
Στη συνέχεια, αφού τους κρέμασαν, τους άνοιξαν με σιδερένια νύχια βαθιές πληγές στα σώματά τους και τις έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνελήφθη και ο Άγιος Ευγένιος, που προσευχόταν σε σπήλαιο των ακάνθων. Και αυτός ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Άγιο Θεό. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έδειραν ανηλεώς.
Έπειτα τον οδήγησαν μαζί με τον άρχοντα του τόπου, τον Λυσία, στο ναό των ειδώλων. Εκεί προσευχήθηκε στον Χριστό και έκανε όλα τα είδωλα να πέσουν κάτω, να συντριβούν και να κονιορτοποιηθούν.
Μετά από το γεγονός αυτό, υπέβαλαν τον Άγιο σε φοβερά βασανιστήρια. Αρχικά του τέντωσαν το σώμα με σχοινιά και τον κτύπησαν με ρόπαλα.
Στην συνέχεια τον κρέμασαν, του άνοιξαν με σιδερένια νύχια βαθιές πληγές στα πλευρά και τον κατέκαψαν με αναμμένες λαμπάδες.
Έπειτα έριξαν μέσα στις πληγές του αλατόνερο και δριμύτατο ξύδι. Ακολούθως έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι και τους τέσσερις Αγίους μαζί. Επειδή όμως όλοι τους έμειναν αβλαβείς, τους αποκεφάλισαν διά ξίφους.
Ο μέχρι σήμερα σωζόμενος ναός, ανήκει στον τύπο της ανατολικής άνευ υπερώων βασιλικής μετά τρούλου. Στο ναό φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου Ευγενίου και των συναθλητών του εναποτεθειμένα σε αργυρές λάρνακες, ενώ οι κεφαλές των μαρτύρων ήταν στολισμένες με χρυσό και λίθους και πλήθος από μαργαριτάρια.
Ο ναός του Αγίου Ευγενίου μαζί με αυτόν της Χρυσοκεφάλου αποτελούσαν το κέντρο της εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής της Τραπεζούντας.
Η τιμή και η ευλάβεια των Τραπεζουντίων προς τον πολιούχο Άγιο υπήρξε μεγάλη και τα πλήθη συνέρρεαν από παντού κατά τις δύο πανηγύρεις, στις 21 Ιανουαρίου ημέρα του μαρτυρίου του και στις 24 Ιουνίου, ημέρα των γενεθλίων του Μάρτυρος, που διά θαύματος καθιερώθηκε κατά το διάστημα της βασιλείας του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου (867-886 μ.Χ.).
Έτσι οι Άγιοι Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κάνδιδος και Ακύλας, έλαβαν τα αμάραντα στεφάνια του μαρτυρίου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.