Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Οι Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος οι Μάρτυρες (εορτή Αγαθάγγελος)
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κλήμης καταγόταν από την Άγκυρα, από πατέρα Εθνικό και μητέρα Χριστιανή, που ονομαζόταν Ευφροσύνη. Σε ηλικία δώδεκα ετών εκάρη μοναχός και σε ηλικία είκοσι ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αγκύρας.
Ο μακάριος Ιερομάρτυρας γνώρισε σε όλη του σχεδόν τη ζωή το μαρτύριο. Υπέστη παντοειδείς και φρικώδεις βασάνους επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.). Πράγματι, ο αγώνας του προς τους τυράννους κράτησε επί είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, χωρίς να διακόπτεται.
Στη φυλακή της Ρώμης τον κρέμασαν σε ένα ξύλο και του ξέσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια, τον κτύπησαν με πέτρες, τον έδεσαν σε τροχό που γυρίζοντας του συνέτριψε το σώμα, του συνέτριψαν τα σαγόνια και του έβγαλαν τα δόντια.
Έτσι λοιπόν, ο Ιερομάρτυς Κλήμης, αφού γνώρισε κάθε μορφή μαρτυρίου, αφού έλεγξε με τους λόγους του και το άγιο παράδειγμά του τους δυσεβείς και αφού με την υπομονή και καρτερία του κατέπληξε και αυτούς τους Αγγέλους, έλαβε το στέφανο της ουράνιας δόξας.

Ο Άγιος Μάρτυς Αγαθάγγελος καταγόταν από την Ρώμη.

Όταν ο Άγιος Κλήμης ήταν φυλακισμένος στη Ρώμη, πρώτος ο Άγιος Αγαθάγγελος και έπειτα άλλοι, που πίστεψαν στον Χριστό, προσήλθαν στη φυλακή και τους βάπτισε. Όλους αυτούς που βαπτίσθηκαν, ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας τους αποκεφάλισε.
Μόνο ο Άγιος Αγαθάγγελος δραπέτευσε και ανέβηκε κρυφά στο πλοίο, στο οποίο οι στρατιώτες του Μαξιμιανού θα έβαζαν τον Άγιο Κλήμεντα, για να τον στείλουν δέσμιο στη Νικομήδεια. Μόλις μπήκε στο πλοίο ο Ιερομάρτυς Κλήμης, ο Άγιος Αγαθάγγελος έπεσε στα πόδια του.
Ο Κλήμης χάρηκε που είδε τον Αγαθάγγελο εκεί και θεώρησε τον πόθο του να μαρτυρήσει για τον Χριστό ως ευλογία Θεού.
Επάνω στο πλοίο και οι δύο Άγιοι υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια, ώσπου έφθασαν στην Άγκυρα και παρεδόθησαν στον Λούκιο, τον τοπικό άρχοντα. Τα φρικώδη βασανιστήρια άρχισαν.
Τους κρέμασαν σε ξύλο, τους έκαψαν με αναμμένες λαμπάδες τα πλευρά, τους τρύπησαν με πυρακτωμένα σουβλιά τα χέρια ανάμεσα στα δάκτυλα, τους έριξαν σε ασβέστη επί δύο ημέρες, τους κτύπησαν με ράβδους, έμπηξαν στη γη ακόντια με τις αιχμές τους προς τα πάνω και τους ξάπλωσαν απάνω στις αιχμές, με αποτέλεσμα να κατατρυπηθούν τα σώματά τους και να τους προκληθούν αφόρητοι πόνοι.
Ιδιαίτερα του Αγίου Αγαθαγγέλου περιέλουσαν το κεφάλι με λιωμένο μολύβι. Στην συνέχεια τους έδεσαν στο λαιμό
μυλόπετρες και τους έσυραν στους δρόμους της πόλεως.
Ύστερα από εντολή του Λουκίου και οι δύο Άγιοι αποκεφαλίσθηκαν. Μαζί τους αποκεφαλίσθηκαν και οι υπόλοιποι άνδρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν πιστέψει στον Χριστό.
Η Σύναξή τους τελείται στο Μαρτύριο, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Ευδοξίου, πέραν του Ανάπλου και στην Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, της παλαιάς και της νέας.
Ναό του Αγίου Κλήμεντος ανήγειρε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ (976-1025 μ.Χ.) στα ανάκτορα, εντός του οποίου φυλασσόταν η κάρα του Αγίου με άλλα ιερά λείψανα. Από τις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. η σύναξη των Αγίων άρχισε να τελείται στη μονή του Πατριάρχη Ευθυμίου (907-912 μ.Χ.), που βρισκόταν στην περιοχή των Υψωμαθείων Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία, το έτος 907 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Αγκύρας Γαβριήλ δώρισε το ωμοφόριό του Αγίου Κλήμεντος και λείψανα του Αγίου Αγαθαγγέλου.

Απολυτίκιο. Του Αγίου Κλήμεντος. Ηχος δ'.
Κλήμα οσιότητος, και στέλεχος αθλήσεως, άνθος ιερώτατον, και καρπός ως θεόσδοτος, τοις πιστοίς πανίερε, ηδύτατος εβλάστησας. Αλλ' ως Μαρτύρων σύναθλος, και Ιεραρχών σύνθρονος, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Του Αγίου Αγαθαγγέλου. Ηχος δ . Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως αγαθών αγγελιών προμηθέα, της προς ημάς του Ιησού ευσπλαχνίας, χαρμονικώς υμνούμεν σε Μαρτύρων στέρρεσυ γαρ Αγαθάγγελε, εναθλήσας νομίμως, στάσεως ηξίωσαι της Αγγέλων αζίως, μεθ' ων πρεσβεύοις πάντοτε Χριστώ, πάσης ρυσθήναι, ημάς περιστάσεως.

Κοντάκιον Ήχος δ΄. Επεφάνης σήμερον
Της αμπέλου γέγονας, τίμιον κλήμα, του Χριστού πανεύφημε, Κλήμη πολύαθλος οφθείς, συν τοις συνάθλοις τε έκραζες, Χριστέ, Μαρτύρων φαιδρόν αγαλλίαμα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη


Βιογραφία
Ο Άγιος Κυπριανός ήταν πλούσιος, ευγενής, φιλόσοφος από την Καρχηδόνα της Λιβύης. Έζησε στα χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και εξασκούσε τη μαγική τέχνη στην Αντιόχεια.
Κάποτε ένας ειδωλολάτρης ονόματι Αγλαΐδας ερωτεύτηκε μια Χριστιανή παρθένο που ονομαζόταν Ιούστα. Η κοπέλα δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του κι εκείνος κατέφυγε στο διάσημο μάγο Κυπριανό. Όλα όμως τα μαγικά τεχνάσματα του Κυπριανού αποδείχθηκαν ανώφελα μπροστά στην σταθερή άρνηση της Χριστιανής κόρης. Παραδεχόμενος την χρεωκοπία της τέχνης του, έκαψε τα μαγικά του βιβλία ενώπιον του Επισκόπου Ανθίμου, ζητώντας να βαπτισθεί και να γίνει ιερεύς.
Πράγματι, ανήλθε όλες τις ιερατικές βαθμίδες και τέλος εξελέγη Επίσκοπος Καρχηδόνος. Μαζί του παρέλαβε και την Ιούστα, την οποία χειροτόνησε διακόνισσα μετονομάζοντάς την Ιουστίνα. Έδειξε αποστολικό ζήλο και γι αυτό το διέβαλαν στον Δέκιο. Εξορίσθηκε στην Αντιόχεια, όπου και φυλακίσθηκε και αργότερα στη Νικομηδεία, όπου ο Κλαύδιος τον αποκεφάλισε μαζί με την Ιουστίνα.
Τα λείψανά τους τα παρέλαβαν ευλαβείς Χριστιανοί και τα μετέφεραν στην Ρώμη, όπου και τα έθαψαν στον επισημότερο λόφο της πόλεως.
Η μνήμη του Αγίου Κυπριανού τελείται στις 2 Οκτωβρίου.
Σημείωση: Ο Μιχαήλ Ι. Γαλανός, στο έργο του «Οι Βίοι των Αγίων» έχει διαφοροποιημένο τον βίο του Άγιου Κυπριανού, και θεωρεί ιστορικές ανακρίβειες όλα τα περί μαγείας, που αναφέρονται για το πρόσωπο του συγκεκριμένου Άγιου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ


"Ο άγιος Λεόντιος γεννήθηκε στην Ελλάδα. Από μικρός ήταν δυνατός και γενναίος και η γενναιότητά του συναυξανόταν με το μεγάλωμα της ηλικίας του, γι' αυτό και κατατάχτηκε στο στράτευμα. Κατά τους πολέμους και τις συμπλοκές με τους εχθρούς φάνηκε ανδρείος κι έστησε πολλές φορές τρόπαια νίκης, παραμένοντας όμως συνετός και σώφρων, γι' αυτό και παρασημοφορήθηκε και έγινε στρατηγός. Ζώντας δε στην Τρίπολη της Αφρικής, δεχόταν και έτρεφε τους πτωχούς από τα βασιλικά σισίτια και τις προσφορές και λάτρευε έτσι τον Θεό γνήσια και ειλικρινά.

Έμαθε γι' αυτόν ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, που ήταν κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, και απέστειλε προς αυτόν τον Τριβούνο Υπάτιο μαζί με δύο άλλους στρατιώτες, από τους οποίους ο ένας ονομαζόταν Θεόδουλος. Στον δρόμο που πήγαιναν κι ενώ ο Υπάτιος καταλήφθηκε από πολύ μεγάλο πυρετό, ήλθε σ' αυτόν ουράνια φωνή κι άγγελος του φανερώθηκε κι άκουσε: "Αν θέλεις να απαλλαγείς από την αρρώστια, να επικαλεστείς τρεις φορές για βοήθεια τον Θεό του Λεοντίου". Τη φωνή αυτή την άκουσε αισθητά και ο Θεόδουλος.

Ιατρεύτηκε πράγματι έτσι ο Τριβούνος κι όταν έφτασε στον άγιο μαζί με τη συνοδία του, χωρίς να ξέρει τον Λεόντιο ποιος είναι, φιλοξενήθηκε καταρχάς από αυτόν. Καθώς αναζητούσε τον Λεόντιο και έλεγε ψέμματα ότι εκείνος είναι φίλος του ίδιου και των θεών, ο άγιος είπε ότι αφενός ο ίδιος είναι ο Λεόντιος που αναζητά, αφετέρου ότι είναι δούλος του Χριστού κι ότι βδελύσσεται επομένως τους λεγόμενους θεούς. Όταν άκουσαν αυτά ο Τριβούνος και ο Θεόδουλος πρόσπεσαν στον άγιο και ζήτησαν από αυτόν τη χάρη να γίνουν κι αυτοί δούλοι του Χριστού. Προσευχήθηκε τότε ο άγιος υπέρ αυτών και λέγεται ότι ήλθε από τον ουρανό νεφέλη ύδατος και τους φώτισε και τους έντυσε με λευκές στολές. Από το γεγονός αυτό ταράχθηκαν οι άπιστοι και μήνυσαν ό,τι έγινε στον ηγεμόνα Αδριανό.

Αυτός διέταξε να οδηγηθούν και να παρασταθούν μπροστά του κι επειδή δεν τους έπεισε με τις νουθεσίες του να απομακρυνθούν από την πίστη του Χριστού, διέταξε ο μεν άγιος Υπάτιος να αναρτηθεί και να χαρακωθεί με σιδερένια νύχια, ο δε άγιος Θεόδουλος να κτυπηθεί με σπαθί, στο τέλος δε να κόψουν τα κεφάλια τους. Ο δε μεγαλομάρτυρας Λεόντιος πρώτα μεν μαστιγώθηκε. Έπειτα επειδή δεν υποχώρησε στις παρακλήσεις και στις κολακείες του τυράννου, αλλά αντίθετα τον διακωμώδησε, κτυπήθηκε πάλι σκληρά. Μετά από αυτό τον κρέμασαν και τον χαράκωσαν με σιδερένια νύχια. Του έβαλαν έπειτα στον τράχηλο μία βαριά πέτρα και διαρκώς δεχόμενος κτυπήματα στην κατάσταση αυτή, στο τέλος παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".

Ο υμνογράφος του αγίου Λεοντίου Ιωάννης ο μοναχός δίνει απαρχής ιδιαίτερη βαρύτητα σε ό,τι συνέβη στον άγιο Υπάτιο, όταν άρρωστος άκουσε την ουράνια φωνή που τον παρέπεμπε να επικαλεστεί τον Θεό του Λεοντίου. Θεωρεί ότι η θεϊκή αυτή επέμβαση ήταν το κατεξοχήν εγκώμιο για την αγιότητα του Λεοντίου, γεγονός βεβαίως που οδήγησε και στη μεταστροφή στην εις Χριστόν πίστη του Υπατίου μαζί με τον άγιο Θεόδουλο. "Η αρετή σου, δούλε του Χριστού Λεόντιε - σημειώνει συγκεκριμένα - δεν εντάσσεται στους νόμους των εγκωμιαστικών λόγων. Διότι ο ίδιος ο Χριστός είναι για σένα το εγκώμιο και η αναφαίρετη ευτυχία" ("Νόμοις εγκωμίων η αρετή σου ουχ υποπίπτει, του Χριστού θεράπον Λεόντιε. Αυτός γαρ σοι εγκώμιον και όλβος αναφαίρετος") (ωδή α΄). Έτσι η αγιότητα του Λεοντίου, φανερούμενη και βεβαιούμενη από τον ίδιο τον Κύριο, γίνεται και το μέσον για την κλήση σε σωτηρία των αγίων Υπατίου και Θεοδούλου. Που σημαίνει μεταξύ άλλων: ο Θεός προνοεί ιδιαιτέρως για τους αγίους Του, ενώ ο αγιασμός ενός ανθρώπου γίνεται, έστω και εν αγνοία του, η καλύτερη οδός για την εύρεση του Θεού και από άλλους. Όσο κανείς ζει ορθά ως χριστιανός, όσο δηλαδή αγιάζει τον εαυτό του, τόσο ο Θεός τον χρησιμοποιεί ως μαγνήτη για να ελκύσει και άλλους κοντά Του.

Ο άγιος υμνογράφος κινείται σε τρία επίπεδα εγκωμιάζοντας τον μεγαλομάρτυρα Λεόντιο: πρώτον, στο επίπεδο της εσωτερικής ζωής του αγίου, τι ήταν εκείνο δηλαδή που τον έκανε να μένει εν Χριστώ και του έδινε τη δύναμη να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια του μαρτυρίου. Δεύτερον, στο επίπεδο του ιεραποστολικού έργου του, της μαρτυρίας δηλαδή που έδινε για την εις Χριστόν πίστη του σε όλους τους συστρατιώτες του, ευρισκόμενος και αυτός ως στρατιώτης ανάμεσά τους. Τρίτον, στη ρωμαλέα στάση του απέναντι στον υποκινητή των κακών διάβολο και τα όργανά του. Και ως προς το πρώτο: ο άγιος είχε σταθερή ανοδική πορεία, γιατί είχε ψυχή ακηλίδωτη από αμαρτίες και σώμα παρθενικό. Κι είναι γνωστό από τους ασκητικούς Διδασκάλους μας ότι δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερο στον κόσμο από τον διπλό αυτόν συνδυασμό: την αγνή ψυχή και το αγνό σώμα. Διότι εκεί έχουμε την ιδανικότερη προϋπόθεση για εγκατοίκηση του ίδιου του Θεού. "Επειδή επιθυμούσες, μακάριε, τα υπέρ φύσιν κι αφού κόσμησες την ακηλίδωτη ψυχή σου με το παρθένο σώμα σου, έκανες ίσια και σταθερή την άνοδό σου στον Ουρανό" ("Ιέμενος, μάκαρ, των υπέρ φύσιν, την ακηλίδωτον ψυχήν παρθένω τω σώματι κοσμήσας, προς την άνοδον ευσταλή κατεσκεύασας") (ωδή α΄). Ο άγιος επιθυμούσε βεβαίως τα υπέρ φύσιν γιατί είχε προκρίνει πάνω από όλα τη σοφία που δίνει ο Χριστός και την αγάπη προς Εκείνον. Αυτό είναι πάντοτε το "μυστικό" κάθε ασκητικής διαγωγής μέχρι σημείου θυσίας και του εαυτού: η αγάπη προς τον Χριστό. "Διάλεξες τον θάνατο που δίνει αληθινή ζωή, από την πρόσκαιρη ζωή, αφού κυριάρχησες με τη βία απέναντι στη φύση σου, λόγω της σοφίας σου και του πόθου σου προς τον Χριστό" ("Σοφία, πόθω τε Χριστού, φύσεως βιαίως κρατήσας, της επικήρου βιοτής ζωηφόρον προέκρινας θάνατον") (ωδή ζ΄).

Ως προς το δεύτερο: Ο άγιος βεβαίως όπου μπορούσε μιλούσε για τον Χριστό κι ήταν τα λόγια του, λόγια ευσέβειας πάντοτε, σαν μέλι για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. "Η μελιστάλακτη και φιλόθεη γλώσσα σου έρεε τα λόγια της ευσέβειας" ("Έρρει ευσεβείας ρήματα η μελισταγής και φιλόθεος γλώσσα σου") (ωδή γ΄). "Βάλτε τις ψυχές σας στον ζωντανό Θεό, αναφωνούσες στους συστρατιώτες σου, Λεόντιε, και να είστε στρατιώτες του αιώνιου Βασιλιά" ("Θέσθε τας ψυχάς τω ζώντι Θεώ, τοις συστρατιώταις ανεφώνεις Λεόντιε, Βασιλεί τε τω αιωνίως διαμένοντι στρατεύεσθε") ("ωδή γ΄). Αλλά αν τα λόγια του λειτουργούσαν ως μέλι για τους καλοπροαίρετους, τα ίδια προκαλούσαν βλασφημία στους ασεβείς και κακοπροαίρετους. Σαν τον ίδιο τον Κύριο που έκειτο και κείται "εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών". "Η γλώσσα σου προκαλούσε βλασφημία στις καρδιές των δούλων της ασέβειας" ("Η γλώσσα σου τοις δούλοις της ασεβείας βλασφημείν ενδιεβάλλετο") (ωδή γ΄). "Φαινόσουν καλωσυνάτος σ' αυτούς που πρόστρεχαν με πίστη, Λεόντιε, και είχες λόγο αρτυμένο από το θείο αλάτι. Στους εχθρούς του Χριστού όμως φαινόσουν πολύ επιθετικός" ("Ιλαρός μεν τοις προστρέχουσι πίστει, Λεόντιε, και τον λόγον ηρτυμένος τω θείω σου άλατι, ιταμώτατος δε τοις εχθροίς του Χριστού ανεδείκνυσο") (ωδή ς΄). Έτσι συμβαίνει πάντοτε: ο λόγος και η παρουσία του Χριστιανού, όπως συνέβη στον ίδιο τον Χριστό όπως είπαμε, λειτουργεί θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις των ανθρώπων. Η μία στάση του Χριστιανού δηλαδή προκαλεί τους ανθρώπους, ώστε να αποκαλυφθούν οι διαλογισμοί του καθενός.

Ως προς το τρίτο: ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως τονίζει το ρωμαλέο φρόνημα του αγίου Λεοντίου. Άλλωστε αυτό είναι το χαρακτηριστικό κάθε συνεπούς χριστιανού: η υπέρβαση του φόβου και της δειλίας, κατά το "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού" (απ. Παύλος). Το ρωμαλέο του φρόνημα μάλιστα το παραλληλίζει ο υμνογράφος με το φρόνημα των αγίων τριών παίδων εν τη καμίνω. Όπως εκείνοι ευρισκόμενοι στην κάμινο ανέπεμπαν θαρραλέα ύμνους στον Δημιουργό με την ενίσχυση αγγέλου, έτσι κι αυτός: "Με ρωμαλέο φρόνημα, όπως ακριβώς οι αιχμάλωτοι παίδες, πατούσε ο Λεόντιος μαζί με τη φλόγα των πειρασμών και την πλάνη, αναμέλποντας σε Εσένα Κύριε: Είσαι ευλογημένος Θεέ των Πατέρων" ("Ρωμαλεότητι φρενών, ώσπερ οι αιχμάλωτοι παίδες, συν τη φλογί των πειρασμών και την πλάνην επάτει, Λεόντιος, αναμέλπων σοι, Κύριε: Ο Θεός των Πατέρων ευλογητός ει") (ωδή ζ΄). Κι η γενναιότητα της καρδιάς του βεβαίως ήταν κι απέναντι στους τυράννους κι απέναντι στον υποκινητή αυτών, τον Πονηρό διάβολο. "Ανέλαβες τον Σταυρό σαν θώρακα και προχώρησες να παλέψεις τους αόρατους εχθρούς και αθλήθηκες γενναία" ("Σταυρόν ώσπερ θώρακα αναλαβόμενος, προς πάλην εχώρησας των αοράτων εχθρών, γενναίως τε ήθλησας") (κάθισμα όρθρου).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ
1.Καταγωγή - Επάγγελμα

Ο άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή (P.G., Τόμ. 115, σ. 32 Α).
Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας (P.G., Τόμος 115, σελ. 41). Εκεί, λοιπόν, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».
Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα - Εκατόνταρχου.
(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).
Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία (26 - 33 μ.Χ.).


2. Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού

Κατά την παράδοση του Ιησού στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των στρατιωτών του.
Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια. Σ' όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.
Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ' όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.
Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι - ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού - θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.
Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.
Και όντως, έτσι ήταν! Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά - σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη.
Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ' όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ' 45, Μάρκου ε' 33 και Λουκά κγ' 44).
Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).
Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ' 51-53, Μάρκου ιε' 38 και Λουκά κγ' 45-46).
Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.
Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι' αυτόν τον αθώο.

3. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν».

Μετ' απ' όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.
Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.
Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει - αυτός πρώτος - τη μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού» (Μάρκου ιε' 39, Λουκά κγ' 47 και Ματθ. κζ' 54). Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.
Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ' 54).
Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έτσι, μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.
«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ' 46 - 47 και Μάρκου ιε' 39).
Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.
Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.
Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε: «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.
Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.
Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς - Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία».
«Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το "πιστεύω" μου, έλεγε. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος».
Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου - όντως - αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.

4. Συκοφαντείται η Ανάσταση, δωροδοκούνται φρουροί.

Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.
Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.
Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη' 13).
Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;
Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ' ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.

5. Παραιτείται από το Ρωμαϊκό στρατό.

Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ' αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.
Εκεί, λοιπόν, γίνεται - μετά των συντρόφων του - κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.
Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.
Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.

6. Εκδίδεται διάταγμα καταδίκης του σε θάνατο.

Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.
Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.
Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ' ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.
Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.

7. Φιλοξενεί τους δημίους του.

Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ' όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.
«Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε». Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο. Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.
Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι' 15, Ησαΐου νβ' 7).
«Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων...Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι' αυτή σου την κλήση».
Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του: «Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν». Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.
Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.
Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε: «Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε».
Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.
Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ' ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.
Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.

8. Αποκαλύπτεται στους δημίους του.

Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:
«Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε».
Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία - απο0κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν. Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ' ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;
Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα».
Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ' εκείνος }πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».
«Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως - όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του - ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι' αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε: «Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι».
Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι' αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε' 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν...ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.
Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ' ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.

9. Η αποκεφάλιση του Εκατοντάρχου και των δύο στρατιωτών του.

Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες - δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.
Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.
Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α' 29).
Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.
Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.
Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους - στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη.
Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ' ότι έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.
Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε, αλλά και άλλο πιο θαυμαστό.

10. Χήρα ανευρίσκει την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα, μετά από όνειρο

Μία γυναίκα χήρα ήταν τυφλή και είχε μικρή παρηγορία στη χηρεία της και την τυφλότητά της ένα γυιό μονάκριβο. Αυτή, λοιπόν, είχε στο Θεό μεγάλη πίστη και ευλάβεια. Γι' αυτό, μίαν ημέρα πήρε το ραβδί της και με οδηγό το γιο της έφυγε για τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Ήλπιζε, ότι ο Δεσπότης Χριστός, ως παντοδύναμος που είναι, θα την ελυπείτο και θα της έδινε το φως της.
Όταν έφθασε στους Αγίους Τόπους, επήρε χώμα και με ευλάβεια το έβαλε επάνω στα μάτια της. Δυστυχώς όμως, δεν αποκαταστάθηκε η όρασή της . Κοντά σ' αυτή τη στενοχώρια, τη βρίσκει κι' άλλη μεγαλύτερη συμφορά. Απρόοπτα, αρρώστησε ο γιος της, τον οποίο είχε - αντί των ματιών της - οδηγό και βοήθεια και απέθανε. Έκλαιε η ταλαίπωρη και οδυρόταν για τις συμφορές που την είχαν εύρει και έλεγε:
«Διατί, Κύριέ μου, με εγκατέλειπες τελείως την ταλαίπωρη; Εβαρύνθη εις εμέ η αγία σου χειρ και έκαμεν εις όλους παραβολήν και αισχύνονται εις εμέ οι δούλοι σου; Τάχα, εγώ μόνο αμάρτησα και δια τούτο μόνη κολάζομαι και με εστέρησες του μονογενούς μου υιού, το οποίον είχα αντί του φωτός των οφθαλμών μου; Ποία ελπίς σωτηρίας και παραμυθίας μου έμεινεν; Ώ γλυκύτατον τέκνον μου. παρηγορία του πάθους μου, τι να γίνω η ταλαίπωρος; Πώς να κυβερνηθώ χωρίς εσέ;».
Αυτά και άλλα παρόμοια μοιρολόγια, κατά τη συνήθεια των γυναικών, έλεγε η δυστυχής εκείνη γυναίκα. Καθώς ήταν κουρασμένη, από τον πόνο και τα δάκρυα, την πήρε ο ύπνος. Και, ώ του θαύματος! Βλέπει στο όνειρό της τον Άγιο Λογγίνο, ο οποίος, όχι μόνο της έδωκε κουράγιο, αλλά της υποσχέθηκε ότι θα γίνει καλά:
«Εγώ είμαι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, ο οποίος, όταν οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό και Σωτήρα μας, ομολόγησα ότι είναι Θεού Υιός και ο Πιλάτος, κατά διαταγήν του Τιβερίου, έστειλε στρατιώτες και με αποκεφάλισαν στην πατρίδα μου, την Καππαδοκία. Για να πεισθούν δε οι αιμοχαρείς Εβραίοι έφεραν την κεφαλήν μου εδώ και την έρριψαν εις την κοπριάν έξω της πόλεως. Ύπαγε, λοιπόν, εις τον τόπον αυτόν σκάλισε βαθέως εις την κοπριάν και θέλεις εύρεις την κεφαλήν μου. Έγγισον αυτήν εις τους οφθαλμούς σου και θα αναβλέψης. Τότε, θα σου δείξω και τον υιόν σου εις πόσην δόξαν ευρίσκεται και θα παρηγορηθής δια τα παθήματά σου».
Μόλις εξύπνησε η τυφλή επήγε στο τόπο που της είπε ο Άγιος, με κόπο πολύ, βοηθουμένη από άλλον, άρχισε δε με προθυμία να σκαλίζει την κοπριά με τα χέρια της. Και, ώ του θαύματος! Καθώς ερευνούσε βρήκε την τιμία κεφαλή του Αγίου Λογγίνου.

11. Η τιμία κεφαλή του Αγίου θαυματουργεί.

Η χαρά της τυφλής ήταν πολύ μεγάλη. Κατασυγκινημένη ακούμπησε την τιμία κεφαλή, όπως της είπε ο Άγιος στον ύπνο της, στα μάτια της και αμέσως ανέβλεψε. Ο ατίμητος αυτός θησαυρός έλαμπε σαν αστέρι υπέρλαμπρο. Ασπαζόταν, λοιπόν, και κατεφίλει - με θερμότατα δάκρυα - την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου. Δοξολογούσε το Θεό, διότι της έδωκε το φως της και ευχαριστούσε τον Άγιο για τη βοήθειά του. Έπειτα, αφού εκαθάρισε με επιμέλεια την τιμία κεφαλή του Αγίου, την άλειψε με μύρα και επέστρεψε στο σπίτι της, έχοντας προστασία, συντροφιά και ευλογία ένα τέτοιο πολύτιμο μαργαρίτη.
Κατά την επομένη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο της ο Μάρτυρας, κρατώντας το γιό της στην αγκαλιά του, σαν παιδί του. Ήταν δε ο γιός της ντυμένος με πλούσια ενδύματα γάμου και χαρούμενος. Τότε, της είπε ο Άγιος. «Ιδέ τον υιόν σου, δια τον οποίον εθρήνεις, πόσην απόλαυσιν εύρε, μη λυπήσαι λοιπόν, αλλά χαίρε, ότι ο Θεός τον αξίωσε της Βασιλείας Του και μου τον έδωκε συνοδείαν, να μη αποχωρισθή ποτέ από εμέ. Λάβε, λοιπόν, την κεφαλήν μου και το λείψανον του υιού σου και θάψον εις ένα τάφον αμφότερα, ευχαρίστει δε τον Κύριον, όστις τον ανέπαυσεν εις τόσην δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον».
Αυτά, μόλις άκουσε η γυναίκα, έβαλε σε θήκη την κεφαλή του Μάρτυρα και το λείψανο του γιού της και τα μετέφερε στην πατρίδα του αγίου, την Καππαδοκία, στην κωμόπολη Σανδιάλη. Παραδόξως και αυτή έπαθε το ίδιο, που έπαθε και ο Σαούλ. Διότι , καθώς εκείνος ζητούσε τους όνους του πατέρα του και βρήκε - παρ' ελπίδα - βασιλεία, έτσι κι΄ αυτή, καθώς ζητούσε να απολάβει το φως των ματιών της και αυτό έλαβε και θερμόν προστάτην τον Άγιον Λογγίνο βρήκε.
Μετά ταύτα, έκτισε Εκκλησία προς τιμή του Αγίου και αποθησαύρισε σε αυτή την ιερά κεφαλή του Μάρτυρα. Έτσι, απόκτησε για τον εαυτό της, αλλά και για όλους τους συμπατριώτες της Χριστιανούς πηγή ιαμάτων. Στις ευχαριστίες που ανέπεμπε προς τον Θεό, έλεγε:
«Τώρα εγνώρισα πόσων αγαθών αξιούνται όσοι αγαπώσι τον Κύριον»! Οφθαλμούς εζήτουν σώματος, εγώ δε και τους του πνεύματος έλαβον, ελυπούμην δια την ζημίαν του τέκνου μου και είδα αυτό εις δόξαν μεγάλην, συγκληρονόμον των Αγίων, πλησίον Θεού παριστάμενον, συναυλιζόμενον μετά των Προφητών και των Μαρτύρων και μετά του Εκατοντάρχου Λογγίνου, ενδεδυμένους λαμπρότατα και ψάλλοντας ομού ωδήν επινίκιον, λέγοντες την ιεράν εκείνην φωνήν. «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος (Ματθ. κζ' 54) και έστι και έσται η Βασιλεία Αυτού αιώνιος και η δεσποτεία Αυτού ατελεύτητος. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

12. Παρεκκλήσιο του Αγίου στο Ναό της Αναστάσεως.

Εντός του πανθαυμάστου κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανήγειρε προς τιμήν του αγίου Λογγίνου, ακριβώς όπισθεν του Ιερού του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.
Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.
Κατά μία πληροφορία, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο, ενταφιάσθηκε η τιμία κάρα του Αγίου, ενώ κατ' άλλους, είναι η θέση στην οποία βρισκόταν ο Άγιος, όταν θαυματουργικά πετάχθηκε στον «πάσχοντα οφθαλμό του» σταγόνα αίματος - κατά τη Σταύρωση του Κυρίου - και τον εθεράπευσε (κατά τον αείμνηστο ιεροκήρυκα Δημ. Παναγόπουλον).
Οι προσκυνητές του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως δε χάνουν και την ευκαιρία να προσέλθουν και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Λογγίνου. Θα σταθούν με ευλάβεια και ταπείνωση και θα ζητήσουν στη δέησή τους να αποκτήσουν και αυτοί, αν όχι το θριαμβευτικό μαρτύριό του, τουλάχιστον τα χάρισμα της καλής ομολογίας.

13. Ανέγερση ναϋδρίου επ' ονόματι του Αγίου.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι, με ιδιαιτέρα χαρά - ο ευσεβής Ελληνικός λαός - πληροφορήθηκε από το περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» (φύλλο 462/1988) την απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου να ανεγείρει ναΰδριο προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου, του Εκατοντάρχου, στο χωριό Πύργοι - Εορδαίας, το οποίο κατά την εποχή της κατοχής είχε 318 νεκρούς - μάρτυρες, σφαγιασθέντες από τις χιτλερικές ορδές. Το ναΰδριο αυτό θα είναι μοναδικό στην Ελλάδα επ' ονόματι του γενναίου τούτου Ομολογητού της πίστεώς μας και των συμμαρτυρησάντων δύο στρατιωτών του.
Επίσης, πρέπει να γνωρίσουμε προς τους ευσεβείς αναγνώστες, ιδία δε προς τους φιλακολούθους, ότι ο Οσιολογιώτατος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Εκκλησίας μας το έτος 1987 συνέταξε στο Άγιον Όρος, εις τον γενναίον τούτον Ομολογητήν και Μάρτυρα Ασματική Ακολουθία μετά Παρακλητικού Κανόνος.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Άγιος Λουκάς

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Άγιος Μακάριος ο Νοταράς (+1805)

Αγιορείτης Άγιος Μνήμη 17 Απριλίου


Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ) γεννήθηκε το 1731 στα Τρίκαλα της Κορινθίας και καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια των Νοταράδων.
Ο πατέρας του Γεωργαντάς (ή Γεώργιος), πρόκριτος της περιοχής Κορινθίας, απέκτησε από το γάμο του με την ενάρετη Αναστασία εννιά παιδιά.
Από τον Ευστάθιο, δάσκαλο από την Κεφαλληνία, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο μοναστήρι της Παναγίας. Έδειξε την κλήση του προς τα έργα της ευσέβειας και την αγάπη του προς την Εκκλησία από μικρός.
Ως επιστάτης των οικογενειακών κτημάτων απέτυχε αφού όχι μόνο δεν μπορούσε να εισπράξει τα ενοίκια από τους χωρικούς αλλά μοίραζε και τα δικά του στους φτωχούς. Ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να γίνει μοναχός στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και έτσι επιδόθηκε στη μελέτη των θείων γραφών και πατερικών κειμένων.
Μετά το θάνατο του δασκάλου του ανέλαβε δωρεάν για έξι χρόνια να διδάξει τους μαθητές της Κορίνθου. Αυτό δημιούργησε το μεγάλο θαυμασμό και την εκτίμηση των συμπολιτών του με αποτέλεσμα το 1764 όλος ο κλήρος και ο λαός της περιοχής να ζητήσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον χειροτονήσει ως επίσκοπο Κορίνθου μετά τη χηρεία του μητροπολιτικού θρόνου. Ο άγιος Μακάριος θεώρησε την ομόφωνη γνώμη κλήρου και λαού ως κλήση Θεού και δέχθηκε το αξίωμα της Αρχιεροσύνης. Κατά την χειροτονία του ονομάσθηκε Μακάριος.
Ως αρχιερέας έκανε μεγάλο αναμορφωτικό έργο. Φρόντισε για την επιμόρφωση του κλήρου. Έπαυσε τους αγράμματους ή υπέργηρους κληρικούς και όσους είχαν αναμειχθεί σε πολιτικά ζητήματα. Πρόσεχε πολύ τις χειροτονίες του και ήταν πιστός τηρητής των ιερών κανόνων. Φρόντισε για την ίδρυση σχολείων και για το κήρυγμα της μετανοίας στο ακαλλιέργητο λαό της επαρχίας του.
Το έργο του διέκοψε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774). Μετά την καταστολή της εξέγερσης λόγω των αιματηρών αντιποίνων των Τούρκων κατέφυγε με την οικογένειά του στη αρχή στη Ζάκυνθο, στην οποία για τρία χρόνια δίδασκε το λαό, και μετά στη Ύδρα. Ποτέ δεν επέτρεψε στην επαρχία του. Αντικαταστάθηκε χωρίς να παραιτηθεί από νέο επίσκοπο που αναγκάσθηκε μετά από πιέσεις να διορίσει το Οικ. Πατριαρχείο. Από τότε υπογράφει «ο από Κορίνθου Μακάριος».
Στην Ύδρα συνάντησε τον μετέπειτα συνεργάτη του άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τότε λαϊκό Νικόλαο, και τον «εξακουστό Σίλβεστρο τον ερημίτη» μεγάλη ασκητική προσωπικότητα.
Από την Ύδρα πήγε στη Χίο και μετά στο Άγιον Όρος το 1777. Έμεινε στο βατοπαιδινό Κελλί του Αγίου Αντωνίου κοντά στον συντοπίτη του Γερο - Δαβίδ. Εκεί έγινε η σημαντική συνάντησή του με το μοναχό της Μονής Διονυσίου άγιο Νικόδημο στον οποίον παρέδωσε χειρόγραφο τη «Φιλοκαλία» για να διορθώσει τα σφάλματα που υπήρχαν, να ετοιμάσει πρόλογο και σύντομους βίους των αγίων συγγραφέων του έργου.
Το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας» το αντέγραψε από χειρόγραφα αγιορειτικών βιβλιοθηκών «προπάντων όμως εις την βιβλιοθήκην της ενδόξου και μεγάλης μονής του βατοπαιδίου ανακάλυψε θησαυρόν, ήτοι βιβλίον περί ενώσεως του νοός μετά του Θεού, συλλεχθέν εις αρχαίους χρόνους υπό μεγάλων ζηλωτών εκ πάντων των αγίων, και έτερα περί προσευχής ...» όπως γράφει σε επιστολή του ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Το πυρήνα της Φιλοκαλίας πήρε ο άγιος Μακάριος από το Βατοπαιδινό Κώδικα 605 του 13ου αιώνα όπως υποστηρίζει ο καθηγητής κ. Α. Ταχιάος.
Η «Φιλοκαλία» εκδόθηκε το 1782, αποτέλεσε σταθμό στην ορθόδοξη πνευματική ζωή και δίκαια ο άγιος Μακάριος ονομάσθηκε Γενάρχης του φιλοκαλισμού.
Η σχέση του αγίου Μακαρίου με τη μονή Βατοπαιδίου καλλιεργήθηκε μέσω της σχολής της Αθωνιάδος. Ο Σχολάρχης, μετέπειτα βιογράφος και ακόλουθος του αγίου στη Χίο, Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος έχει ως σύμβουλό του τον πρώην Κορίνθου Μακάριο. Ο άγιος Μακάριος γίνεται ο πνευματικός καθοδηγητής της Σχολής. Στο Κελλί του Αγίου Γεωργίου των Σκουρταίων έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον ενάρετο Γέροντα Παρθένιο.
Αφού συμμετείχε στο αναγεννητικό και αναμορφωτικό κίνημα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέβει στη Χίο, μετά στη Πάτμο, στην οποία παρέμεινε στο Κάθισμα των Αγίων Πάντων Κουμάνας περίπου δέκα χρόνια. Αφού τακτοποίησε κληρονομικές του υποθέσεις στην Ύδρα και την Κόρινθο επέστρεψε στη Χίο στην οποία παρέμεινε τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του ασχολούμενος με άσκηση, μελέτη, συγγραφή και διδασκαλία.
Το ταπεινό Κελλί του βρίσκεται στο ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που μετά την κοίμηση του είναι γνωστό με το όνομα Άγιος Μακάριος έγινε «φροντιστήριο, θεραπευτήριο, διδακτήριο και εξομολογητήριο πολλών ευλαβών Χιωτών αλλά και θύρα ελέους». Με το κήρυγμα του ωφελούσε τους πάντας.
Όπως γράφει ο βιογράφος του: «Πως ήτον βολετόν να μην ωφελούνται οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι πρώτον μεν έβλεπον ένα Αρχιερέα Κορίνθου να τους διδάσκη με ένα σχήμα ταπεινότατον, με ενδύματα πενιχρότατα, με ένα φαινόμενον ευτελέστατον‡ κατ' αλήθειαν, λέγω το καλυμμαύχι της κεφαλής του άλλος κανένας δεν ήθελε να καταδεχθή να φορέση».
Ο άγιος Μακάριος προετοίμαζε μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς του γένους χριστιανούς για το μαρτύριο. Έγινε «αλείπτης», εμπνευστής, χειραγωγός, εξομολόγος των νεομαρτύρων Πολυδώρου του Κυπρίου (+1794), Θεοδώρου Βυζαντίου (+1795), Δημητρίου του Πελοπονησίου (+1803), Μάρκου του Νέου (+1801) και Αγγελή του Αργείου (+1813).
Πλήθος είναι τα έργα του, κυρίως αγιολογικά, προσωπικά ή σε συνεργασία με τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη και Αθανάσιο Πάριο. Ενώ ετοίμαζε το βιβλίο του «Νέον Λειμωνάριον» ασθένησε από ημιπληγία και παρέλυσε η δεξιά του πλευρά. Παρέμεινε κατάκοιτος για οκτώ μήνες προσευχόμενος συνεχώς με πολλά δάκρυα, γιατί όπως έλεγε δεν άρχισε να μετανοεί, κοινωνούσε καθημερινά και συμβούλευε όσους έρχονταν να πάρουν την ευλογία του.
Μετά τους μεγάλους αγώνες του κοιμήθηκε στις 17.4.1805. Ετάφη στη νότια πλευρά του προαυλίου του ναού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. Ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του έγινε το 1808. Πλήθος θαυματουργικών ιάσεων αναφέρονται σε πιστούς πού ασπάζονται τα ιερά του λείψανα. Οι κάτοικοι της Χίου τον τιμούσαν όταν ζούσε ως άγιο, τιμή που διαδόθηκε σε όλη την Εκκλησία.
Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
vatopaidi.wordpress.com
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Άγ.Μακάριος του Νόβγκοροντ ο Ρωμαίος(19 Ιανουαρίου)


Ο Άγ.Μακάριος του Νόβγκοροντ γεννήθηκε στη Ρώμη στα τέλη του 15ου αιώνα.Οι γονείς του ήταν εύποροι και του έδωσαν άριστη εκπαίδευση,μεγαλώνοντάς τον σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας τους.
Προικισμένος με πολλά διανοητικά χαρίσματα,το μέλλον ανοιγόνταν μπροστά του λαμπρό.Οι πνευματικές του αναζητήσεις δεν ικανοποιούνταν από τη δυτική θεολογία.Έτσι έφτασε στο μακρινό Νόβγκοροντ.Οι υπέροχες μονές και η αυστηρή μοναχική ζωή τον εντυπωσίασαν βαθιά.
Τον δέχθηκε ως δόκιμο στο Σβίρ ο Άγ.Αλέξανδρος του Σβίρ.Μετά από κάποια χρόνια αποτραβήχθηκε σ'έναν βάλτο κοντά στον ποταμό Leznov.Εδώ έζησε εν αγρυπνία,σκληρή νηστεία και αδιάκοπη προσευχή.
Μιά νύχτα όπου ο καιρός ήταν πολύ ασχημος χτύπησαν την πόρτα της καλύβας του κάποιοι κυνηγοί που είχαν χαθεί.Ο γέροντας τους υποδέχθηκε με πολλή αγάπη.Έμειναν εντυπωσιασμένοι από την ταπεινότητά του και το πρόσωπό του, το οποίο έλαμπε.Του είπαν ότι χάρη στις προσευχές του βρήκαν το κελί του,εκει ανάμεσα στους βάλτους,αλλιώς θα είχαν χαθεί μέσα σ'αυτόν το αφιλόξενο τόπο.
Από τότε χιλιάδες άνθρωποι τον επισκεπτόνταν στους ερημους αυτούς βάλτους για να λάβουν παρηγοριά και θεραπεία ψυχής και σώματος.Τόσο πολύ τον αγαπούσαν που σιγά-σιγά άρχιζαν να χτίζουν κελάκια γύρω από το καλυβάκι του.Έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για να χτιστεί γύρω στο 1540 η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Νόβγκοροντ
Ο Άγ.Μακάριος του Νόβγκοροντ ο Ρωμαίος εκοιμήθη το 1560.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Βίος αγίου Μαξίμου του Γραικού (3) [ Από το Άγιον Όρος στη Ρωσία ]


Το ποιητικό έργο του Αγίου Μαξίμου
Όπως γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Μάξιμο, στο Άγιον Όρος έμεινε δέκα χρόνια, από το 1506 ως το 1516, «εργαζόμενος σωματικά και πνευματικά». Σημαντικό μέρος των συγγραμμάτων του περιλαμβάνει και το ποιητικό του έργο[1]. Είναι γεγονός ότι, παρά την «θαυμασίαν ποιητικήν φλέβαν»[2], το έργο του στην ελληνική γλώσσα είναι ελάχιστο.
α) Τα επιγράμματα
Ο άγιος Μάξιμος έγραψε επτά επιγράμματα. Τα πέντε είναι επιτάφια ή επιτύμβια. Το πρώτο που έγραψε, όταν σπούδαζε στην Ιταλία, βρίσκεται στο τέλος των Γεωπονικών του Ιανού Λάσκαρι. Τα άλλα έξι τα έγραψε στην Μονή Βατοπαιδίου. Τα τρία από αυτά αναφέρονται στον άγιο Νήφωνα Β΄ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ένα στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Α΄ († 1506), ένα στον Μεγάλο Ρήτορα Μανουήλ (1481-1531), τους οποίους γνώριζε και είχε πνευματικές σχέσεις, και το έκτο είναι αφιερωμένο στον πολιούχο της Θεσσαλονίκης άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη.
β) Παρακλητικός Κανών στον Τίμιο Πρόδρομο
Στο ποιητικό έργο του αγίου Μαξίμου ανήκει και ο Παρακλητικός Κανών εις τον Τίμιον Πρόδρομον. «Είναι ένα από τα ωραιότερα θρησκευτικά ποιήματα του Μαξίμου του Γραικού, το μοναδικόν μή προσωδιακόν ποίημά του»[3]. Μέχρι την εποχή του δεν υπήρχε πλήρης κανόνας στον προστάτη των μοναχών και «μείζονα εν γεννητοίς γυναικών»[4]. Οι κανόνες του Ιωσήφ του Υμνογράφου στον Τίμιο Πρόδρομο δεν χρησιμοποιούνταν για λειτουργική χρήση, γιατί δεν ήταν πλήρεις. Την έλλειψη αυτή κάλυψε ο άγιος Μάξιμος υπακούοντας σε παράκληση των Αγιορειτών μοναχών της εποχής του.
Ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης γράφει ότι, με το νεανικό του έργο και υμνογράφημα «ο Μάξιμος προσπαθεί να καλύψει μια υφισταμένη ανάγκη και ένα κενό, δηλαδή να δώσει στους ευλαβουμένους τον Τίμιο Πρόδρομο μια εύχρηστη ακολουθία, που θα μπορούσε να ψάλλεται κάθε Τρίτη ημέρα αφιερωμένη από την εκκλησιαστική λειτουργική μας παράδοση στον Πρόδρομο, αλλά και σε κάθε άλλη περίσταση και ανάγκη ψυχής»[5].
Από τότε ο Παρακλητικός Κανών «συντεθειμένος υφ’ ενός Αγίου διά τον Τίμιον Πρόδρομον, με χάριν και περισσήν ευλάβειαν, ψάλλεται αιώνας τώρα εις τάς Αγιορειτικάς Μονάς και κελλία»[6].
Ο άγιος Μάξιμος ακολουθεί στην συγγραφή του Κανόνα τους προ αυτού υμνογράφους. Χρησιμοποιεί την βυζαντινή γλώσσα των ύμνων της Εκκλησίας, ενώ ο Παπαμιχαήλ τονίζει ότι «γνήσιον χριστιανικόν πνεύμα χαρακτηρίζει την όλην φρασεολογίαν του εις τον Βαπτιστήν Παρακλητικού κανόνος…»[7]. Ο Παρακλητικός Κανών υπάρχει χειρόγραφος στον κώδικα 1061 (Θηκαρά) της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και σε άλλους κώδικες Ιερών Μονών του Αγίου Όρους[8]. Αν και δημοσιεύθηκε από πολλούς συγγραφείς, πληρέστερη και ορθότερη έκδοση με πλήρη αποκατάσταση του κειμένου, έχοντας υπόψη τα παλαιά χειρόγραφα, πραγματοποίησε ο Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης το 2001[9].
γ) Ακολουθία στον άγιο Έρασμο
Κατά παραγγελία του πρώτου Γαβριήλ, ο άγιος Μάξιμος έγραψε το 1509 Ακολουθία του αγίου ιερομάρτυρος Εράσμου, επισκόπου Λυχνιδών (σημερινής Αχρίδος), που εορτάζεται στις 2 Ιουνίου. Το αυτόγραφο κείμενο της Ακολουθίας βρίσκεται στο τμήμα χειρογράφων της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, στην κυριότητα της οποίας στα τέλη του 16ου αιώνα περιήλθε το κελλί του Κωφού. Στο τέλος του χειρογράφου αναφέρεται: «Εξεδόθη δι’ εμού του Μαξίμου αμαρτωλού μοναχού του Βατοπεδινού μηνί Φεβρουαρίω κη΄ έτει, ζιζ’ (7017-5508=1509)»[10].
δ) Τα ηρωελεγειακά έπη
Στο ποιητικό έργο του αγίου Μαξίμου συμπεριλαμβάνονται και δύο μεγάλα ηρωελεγειακά έπη: Έπος προτρεπτικόν εις μετάνοιαν (122 στίχοι) και Έπος στηλιτευτικόν κατά της ελληνικής πλάνης (380 στίχοι), τα οποία έγραψε στην Ρωσία[11]. Είναι γραμμένα, όπως και όλα τα ηρωελεγεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, στην ομηρική γλώσσα[12]. Υπάρχουν τα έργα αυτά μεταφρασμένα και στην ρωσοσλαβονική. Κατά τους υπολογισμούς των ερευνητών τα ελληνόγλωσσα ποιήματα πρέπει να γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1537-1539. Έγραψε ακόμη δύο ηρωελεγειακά ποιήματα στην ελληνική γλώσσα τα οποία χάθηκαν. Υπάρχουν όμως σε μετάφραση στην ρωσοσλαβονική γλώσσα[13]. Πιθανόν να βρίσκονται άγνωστα ελληνικά ποιήματα του Μαξίμου του Γραικού σε διάφορες βιβλιοθήκες, τα οποία δεν έχουν ακόμη εντοπισθεί και καταγραφεί[14].
Από τα επιγράμματα, τις λειτουργικές ακολουθίες και τα ηρωελεγειακά έπη κατανοεί κανείς τον πλούτο της μόρφωσης, το ποιητικό χάρισμα, την πνευματική σοφία και την φυσική ευφυΐα του αγίου Μαξίμου.
Από το Άγιον Όρος στην Ρωσία
Στις 31 Μαρτίου του 1516 έφθασε στο Άγιον Όρος ο βογιάρος Βασίλειος Κοπιλόφ ως απεσταλμένος του μεγάλου δούκα της Μόσχας Βασιλείου Ιβάνοβιτς, δηλαδή υιού του Ιβάν (Ιωάννου) και της Σοφίας Παλαιολογίνας. Ο Κοπιλόφ μαζί με τον έμπορο Ιβάν Βάραβιν είχαν περάσει προηγουμένως από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να πάρουν την έγκριση του οικουμενικού πατριάρχου Θεόληπτου Α΄ (1513-1522) για την μετάβαση ενός περίφημου μεταφραστού στην Ρωσία, αλλά και την έγκριση αναθεωρήσεως της ρωσικής μεταφράσεως των λειτουργικών βιβλίων επί τη βάσει των πρωτοτύπων ελληνικών χειρογράφων[15].
Στις Καρυές συναντούν τον πρώτο του Αγίου Όρους Συμεών και την Ιερά Επιστασία και παραδίδουν επιστολή, με την οποία ο μεγάλος ηγεμόνας παρακαλούσε να αποσταλεί στην Μόσχα «γιά ένα χρονικό διάστημα» ο μεταφραστής βιβλίων μοναχός Σάββας της Μονής Βατοπαιδίου, επί πληρωμή. Ο μοναχός Νήφων Βατοπαιδινός, ο οποίος πρόσφατα είχε επισκεφθεί την Μόσχα, φαίνεται ότι είχε υποδείξει τον μοναχό Σάββα[16]. Η επιστολή δεν έγραφε ούτε τον λόγο πρόσκλησης του μεταφραστή ούτε και τα βιβλία τα οποία θα μετέφραζε. Από όσα αναφέρει ο άγιος Μάξιμος σε έναν λόγο του, γνωρίζουμε ότι υπήρχε άμεση ανάγκη για την μετάφραση από τα ελληνικά στα σλαβονικά της ερμηνευτικής σειράς, γνωστής στην Ρωσία με τον τίτλο Ερμηνευμένος Ψαλτήρας, που κυκλοφορούσε ευρύτατα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, νοθευμένος και φθαρμένος σκόπιμα από κάποια αίρεση ιουδαϊζόν¬των[17]. Η επιστολή του μεγάλου δούκα συνοδευόταν από ένα σεβαστό χρηματικό ποσό (4.000 ρούβλια) εις μνημόσυνον των γονέων του και με την παράκληση να γίνει δέηση υπέρ τεκνοποιήσεως της συζύγου του Σολομωνίας. Μόλις τελείωνε το έργο του ο μοναχός Σάββας θα γύριζε στην Μονή της μετανοίας του.
Ο μοναχός Σάββας επικαλέσθηκε την γεροντική ηλικία και την ασθενική κράση του. Δεν μπορούσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο και επίπονο ταξίδι στο μακρινό βορρά.
Η πρόσκληση του Βασιλείου Γ΄ της Ρωσίας κινδύνευε να μείνει ανεκτέλεστη. Ο πρώτος αναγνωρίζοντας τις μεγάλες ευεργεσίες του μεγάλου ηγεμόνα προς το Άγιον Όρος αποφάσισε από κοινού με την αδελφότητα της Μονής Βατοπαιδίου να αντικαταστήσουν τον υπέργηρο Σάββα με τον μοναχό Μάξιμο.
Ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου Άνθιμος εφοδίασε τον Μάξιμο με επιστολή προς τον μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ. Σε αυτήν εξηγεί συγκεκριμένα, γιατί επιλέχθηκε ο Μάξιμος: «Αλλά ο γέροντας [Σάββας], που είναι ηλικιωμένος και έχει ασθενή πόδια, δεν μπορεί να εκπληρώσει την διαταγή του ευσεβεστάτου μεγάλου ηγεμόνα και της δικής σας αρχιερωσύνης και για το οποίο ζητά συγχώρηση. Όμως ο άγιος πρώτος, για να μή μείνει η παράκληση του μεγάλου ηγεμόνα ανεκπλήρωτη, διάλεξε τον οσιολογιώτατο αδελφό μας Μάξιμο από την Ιερά μας Μονή Βατοπαιδίου, που είναι έμπειρος στις θείες Γραφές και ικανός στο να ερμηνεύει όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία, και τα λεγόμενα ελληνικά (ενν. φιλοσοφικά), επειδή από την νεότητά του με αυτά μεγάλωσε και τα έμαθε εμπειρικώς, και όχι σαν κάποιος άλλος μόνο με πολύ διάβασμα. Ο πρώτος τον στέλνει με την συγκατάθεσή μας, και παρόλο που δεν γνωρίζει την ρωσική γλώσσα, αλλά την ελληνική και την λατινική, πιστεύομε όμως ότι γρήγορα θα μάθει και την ρωσική[18]. Μαζί του δεχτείτε τον ιερομόναχο Νεόφυτο πνευματικό και τον τρίτο αδελφό Λαυρέντιο»[19].
Ο άγιος Μάξιμος, μαζί με τους απεσταλμένους του μεγάλου ηγεμόνα και με την συνοδεία του, τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1516 εγκατέλειψε το Άγιον Όρος για την υπερβόρειο άγνωστη χώρα, με τις ευχές και την ευλογία των πατέρων. Προστέθηκαν σε αυτήν και οι αντιπρόσωποι διαφόρων αγιορειτικών Μονών που πήγαιναν για συλλογή εράνων, όπως ο προηγούμενος Σάββας και οι μοναχοί Παχώμιος και Ματθαίος της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος. Πέρασε πρώτα από την Κωνσταντινούπολη για να πάρει την ευλογία του οικουμενικού πατριάρχου, ο οποίος του έδωσε γράμμα προς τον Μόσχας Βαρλαάμ και απέστειλε ως συνοδούς του τον μητροπολίτη Ζίχνης Γρηγόριο και τον διάκονο Διονύσιο με σκοπό την οικονομική ενίσχυση για τις ανάγκες της Μητέρας Εκκλησίας[20]. Στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε η αποστολή για αρκετό καιρό. Ίσως η καθυστέρηση να οφειλόταν σε παρέμβαση του σουλτάνου Σελήμ Α΄, ο οποίος ενδιαφερόταν για τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ρωσία.
Το ταξίδι είχε μεγάλη χρονική διάρκεια και ήταν κουραστικό λόγω του επελθόντος χειμώνα. Όπως αναφέρει ο άγιος Μάξιμος, κατά την διάρκειά του υπέφερε πολύ. Οι Ρώσοι απεσταλμένοι έπρεπε να παραμείνουν στην Κριμαία για να φέρουν εις πέρας υποθέσεις, οι οποίες τους είχαν ανατεθεί από τον ηγεμόνα[21]. Κατά την διάρκεια του ταξιδίου, ασφαλώς ο άγιος Μάξιμος με την βοήθεια των σλαβοφώνων Αγιορειτών συνοδών του θα βελτίωνε τις γνώσεις του στην σλαβονική γλώσσα.
Από τα έργα του μαθαίνουμε ότι θα πρέπει να μετέφερε μαζί του ένα πλήθος βιβλίων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για το έργο, το οποίο θα πραγματοποιούσε στην Ρωσία. Πολύ συχνά αναφέρει τους Γρηγόριο τον Θεολόγο, Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δαμασκηνό, Ισίδωρο Πηλουσιώτη, Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως και την βιβλιοθήκη του, Μέγα Αθανάσιο και Βασίλειο, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητο Κύρου, Συμεών Μεταφραστή, Βαλσαμώνα, Νικηφόρο Κάλλιστο, το Σύνταγμα Ματθαίου Βλαστάρεως, το Λεξικό Σουΐδα (ή Σούδα) και πολλά άλλα έργα Ελλήνων και Λατίνων, χριστιανών και μή χριστιανών, ιδιαίτερα αρχαίων ιστορικών από τους οποίους αναφέρει διάφορες αφηγήσεις[22].
Η ομάδα των 17 προσώπων τελικά έφθασε την Πέμπτη 4 Μαρτίου του 1518 στην Μόσχα[23].
Ο ηγεμόνας Βασίλειος Γ΄ και ο μητροπολίτης Μόσχας Βαρλαάμ υποδέχθηκαν με εξαιρετικές τιμές και ιδιαίτερη χαρά τον μοναχό Μάξιμο. Ο ηγεμόνας της Ρωσίας φαίνεται ότι ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που οι Αγιορείτες εκπλήρωσαν την επιθυμία του και το ότι ο Μάξιμος δέχθηκε να πραγματοποιήσει ένα τόσο μακρινό και επίπονο ταξίδι. Η συνοδεία του αγίου Μαξίμου εγκαταστάθηκε στην Μονή Τσούντοφ του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Μόσχα[24]. Ο ηγεμόνας έδωσε διαταγή η συνοδεία να διατρέφεται και να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες της από την βασιλική τράπεζα.
Ο Βασίλειος Γ΄ αμέσως μετά την άφιξη του αγίου Μαξίμου τον οδήγησε στην πλούσια βιβλιοθήκη του, η οποία ήταν κλειστή εκατό χρόνια. Ο Μάξιμος βλέποντας τα πολλά ελληνικά βιβλία είπε: «Ορθόδοξε ηγεμόνα, ουδέποτε είδα τόσο μεγάλο πλήθος ελληνικής φιλοσοφίας στην ελληνική γή»[25]. Η βιβλιοθήκη περιλάμβανε πλήθος αρχαίων χειρογράφων βιβλίων εβραϊκών, ελληνικών και λατινικών, τα οποία μετέφερε η πριγκίπισσα Σοφία, η μητέρα του Βασιλείου, ή προέρχονταν από βυζαντινούς φυγάδες στην Μόσχα μετά την άλωση, αλλά και από δωρεές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο πολύτιμος αυτός θησαυρός φυλασσόταν κλεισμένος σε δύο θολωτά υπόγεια. Ήταν μια μεγάλη αλλά εγκαταλειμμένη βιβλιοθήκη.
Το μεταφραστικό, διορθωτικό και ερμηνευτικό έργο του Αγίου Μαξίμου
Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε με ζήλο την ταξινόμηση των βιβλίων, δεν ξεχνούσε όμως τον κύριο σκοπό της αποστολής του, που ήταν η μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα. Όπως γράφει ο ίδιος, το βιβλίο αυτό φυλασσόταν για «πολλά χρόνια σε βιβλιοθήκες χωρίς κανένα όφελος για τους ανθρώπους»[26]. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ψαλτηρίου της βασιλικής βιβλιοθήκης ήταν ότι είχε συγκεντρώσει τις άριστες ερμηνείες διαφόρων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον 2ο ως και τον 7ο αιώνα.
Ο άγιος Μάξιμος έπρεπε να μεταφράσει, αλλά και να διορθώσει τις ασάφειες που υπήρχαν. Το έργο αυτό δεν μπορούσε να το φέρει εις πέρας μόνος του, επειδή δεν είχε επαρκή γνώση της εκκλησιαστικής σλαβονικής γλώσσας. Ορίστηκαν ως βοηθοί του οι Ρώσοι Δημήτριος Γερασίμοφ, διπλωμάτης βογιάρος, και ο μοναχός Βλάσιος, δοκιμασμένοι μεταφραστές για την γλωσσομάθειά τους και κάτοχοι της λατινικής γλώσσας. Ως γραφείς και αντιγραφείς ορίστηκαν ο μοναχός Σιλβανός της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, μαθητής και ομότυχος κατόπιν του αγίου Μαξίμου, και ο Μιχαήλ Μεντοβάρτσεφ[27].
Η μετάφραση αρχικά γινόταν εμμέσως. Ο άγιος Μάξιμος μετέφραζε στην λατινική γλώσσα και οι βοηθοί του, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, μετέφραζαν στην σλαβονική. Το έργο πρα¬γματοποιήθηκε σχετικά σύντομα, σε ένα έτος και πέντε μήνες[28]. Ήταν πολύμοχθο και απαιτούσε ιδιαίτερη ένταση της προσοχής και πολύ κουραστική προσπάθεια. Κατ’ αρχήν έπρεπε να αποδίδεται πιστά και με ακρίβεια το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο στα λατινικά. Έπειτα έπρεπε να εξετάζεται αν έγινε ορθή μετάφραση στην σλαβονική. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία, διότι η γλώσσα αυτή δεν ήταν πλήρως ανεπτυγμένη και δεν μπορούσε να αποδώσει τις διάφορες λεπτές έννοιες του πρωτοτύπου.
Να προσθέσουμε δε ότι το χειρόγραφο της βασιλικής βιβλιοθήκης προερχόταν από παλαιότερη ατελή και λανθασμένη μετάφραση του ελληνικού Ψαλτηρίου σε ατελή σλαβονική, και ήταν γεμάτο σφάλματα, τα οποία έπρεπε να διορθώνονται με πολύ μεγάλη προσοχή σε σύγκριση και παραβολή προς το πρωτότυπο.
Για να επιτύχει το έργο που ανέλαβε, χρησιμοποίησε όλες τις πλούσιες φιλολογικές γνώσεις του, και ιδιαίτερα εφάρμοσε στο μεταφραστικό και διορθωτικό έργο την φιλολογική κριτική μέθοδο[29], την οποία για πρώτη φορά εισήγαγε στα ρωσικά γράμματα[30]. Για τον άγιο Μάξιμο μια νέα προοπτική αναπτύξεως γενικά της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής συνδεόταν με το αυθεντικό περιεχόμενο των πηγών της ορθοδόξου παραδόσεως. Βάση αυτής της προοπτικής αποτελούσε η κάθαρση των πηγών από τα σφάλματα και η ορθή κατανόηση των πηγών σύμφωνα με τις πατερικές ερμηνείες[31]. Πρώτος αυτός έδειξε ότι τα σφάλματα των χειρογράφων δεν προέρχονταν μόνο από τους αντιγραφείς, οι οποίοι στερούνταν γραμματικών γνώσεων, αλλά και από τους παλαιούς μεταφραστές, οι οποίοι είχαν ατελή γνώση των ελληνικών πρωτοτύπων[32]. Μερικές φορές και ο ίδιος αντιμετώπιζε δυσκολίες στην μετάφραση. Αναγνωρίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές το έργο του δεν είναι τέλειο.
Γράφει ο ίδιος: «Η ελληνική γλώσσα εξαιτίας του πλούτου των σημασιών των λέξεών της και των διαφόρων τρόπων εκφράσεως, οι οποίες εφευρέθηκαν από τους γνωστούς ρήτορες της αρχαιότητας, παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στην μετάφραση και για την πλήρη κατανόησή τους. Αλλά, όσο ο Θεός μας βοήθησε άνωθεν με την Χάρη Του και όσο μπορέσαμε να κατανοήσουμε μόνοι μας κατά το δυνατόν, δεν παραλείψαμε τίποτε από τα καλά και σωστά λόγια, ώστε να έχουν ορθή και ευκρινή ερμηνεία. Εξάλλου, όπου μπορέσαμε, με την βοήθεια των διορθωμένων βιβλίων ή με την δική μας ερμηνευτική ικανότητα, προσπαθήσαμε με όλες τις δυνάμεις μας, και κυρίως με την βοήθεια του Θεού, να συμπληρώσουμε όσα είχαν παραλειφθεί και να αποκαταστήσουμε αυτά που είχαν φθαρεί. Όπου όμως, δεν κατορθώσαμε να αντλήσουμε βοήθεια από τα βιβλία, οι δε δικές μας προσπάθειες απέβησαν άκαρπες, τα αφήσαμε έτσι όπως ήταν»[33].
Όταν τελείωσε το έργο της μεταφράσεως και διορθώσεως, ο άγιος Μάξιμος έγραψε ένα υπόμνημα ως εισαγωγή, σχετικά με την μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα προς τον «ευσεβέστατο και υψηλότατο Βασιλέα και θεοφύλακτο άρχοντα και μεγάλο ηγεμόνα πασών των Ρωσιών Βασίλειο».
«Θεωρώ αναγκαίο να προλογίσω αυτό το βιβλίο», γράφει ο άγιος Μάξιμος, «με μερικά λόγια, για να εξηγήσω τις αρετές και την σημασία του, και επιθυμώ πρώτα να μιλήσω για τους διδασκάλους που το συνέταξαν, ποιοί και πόσοι ήταν και ποιά είναι η τάξη των ερμηνειών τους. Ο σκοπός είναι ο εξής. Πρώτον, το θεοφύλακτο κράτος σου, έπειτα και όλος ο λαός των ορθοδόξων να ξέρει με ποιόν συζητά, με ποιόν τρόπο και για ποιό θέμα. Προκειμένου να γνωρίσουμε τα αντικείμενα και πράγματα που γίνον¬ται αντιληπτά με την όρασή μας, έχουμε την ανάγκη να μας τα εξηγήσουν έμπειροι άνθρωποι, και τότε ακούμε ευχαρίστως τις ερμηνείες τους. Με ανάλογο τρόπο οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τις θείες ενέργειες που αντιλαμβανόμαστε με τον νού, γεγονός ιδιαιτέρως απαραίτητο, αφού οι ενέργειες αυτές είναι ανώτερες από τις ανθρώπινες, τα δε νοητά είναι ανώτερα από τα αισθητά. Με την εξήγηση αυτή θέλησα να ακολουθήσω το παράδειγμα εκείνων που τελείωσαν κάποιο πολύ μακρινό ταξίδι στην ξηρά ή στην θάλασσα, επέστρεψαν στον τόπο τους και αφηγούνται σε αυτούς που τους ρωτούν όσα αξιόλογα άκουσαν»[34].

Τονίζει έπειτα την μεγάλη αξία του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα:
«Αυτό το ιερό βιβλίο συντάχθηκε από παλαιούς άνδρες, πλήρεις κάθε σοφίας και μεγάλης διανοητικής ικανότητας. Σε κάθε σημείο είναι γεμάτο από την θεόπνευστη σοφία και την ανώτατη κατανόηση, ώστε να υπερβαίνει τις δυνατότητές μου. Αν μάλιστα ο μεταφραστής ήταν κάποιος ικανότερoς από μένα, θα κατάφερνε να το πραγματοποιήσει με μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Αυτό δεν αφορά τον μεγάλο αριθμό των περιεχομένων των συγγραμμάτων –όχι!– επειδή όχι μόνο η ποσότητα κάνει την προκειμένη προσπάθεια εύκολη ή δύσκολη, αλλά η ποιότητα πολλές φορές αποτελεί την ουσία του πράγματος! Έτσι και την ερμηνεία της βαθειάς σοφίας και του νοήματος διαφόρων ερμηνευτών δεν την θεωρώ πολύ εύκολη ακόμη και για όσους καυχώνται για την πολυμάθειά τους, και όχι μόνο για μένα τον ολιγομαθή! Το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει για τους αναγνώστες ένα ισχυρό όπλο και εναντίον των αιρετικών, ούτως ώστε οι αναγνώστες να είναι σε θέση να εκριζώνουν τα σατανικά τους ζιζάνια και να τα ρίχνουν στο αιώνιο πύρ φωτίζει όσους ασχολούνται με τις φυσικές επιστήμες, αποτελεί όπλο για συζητήσεις, καταφύγιο για ανθρώπους μοναχικούς, βοήθημα για όσους ασκούνται στην ενόραση του νού, παρηγορία γι’ αυτούς που έχουν θλίψη, ίαση για τους πνευματικά ασθενείς. Με λίγα λόγια, όσοι το διαβάσουν αποκτούν κάθε αληθινό αγαθό, διότι αυτό αποτελεί έναν κήπο που αφθονεί σε ποικίλους καρπούς, αλλά και ένα δοχείο γεμάτο μέλι και πνευματική γλυκύτητα που ευφραίνουν τον τρεφόμενο από αυτό»[35].
Στην συνέχεια ο άγιος Μάξιμος παρέχει διασαφήσεις για τις διαφορές των ερμηνευτικών μεθόδων των διαφόρων ερμηνευτών στο ίδιο ψαλμό. Τους χωρίζει σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτούς που χρησιμοποιούν την αλληγορική ερμηνεία, σε αυτούς που χρησιμοποιούν την αναγωγική ή πνευματική και σε όσους χρησιμοποιούν την γραμματική ερμηνεία. Κατατάσσει και χαρακτηρίζει τους Πατέρες αναλόγως της ερμηνευτικής μεθόδου που χρησιμοποιούν.
Όταν ο ηγεμόνας της Ρωσίας παρέλαβε το έργο από τον άγιο Μάξιμο, το διεβίβασε στον μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ, για να το αξιολογήσει. Την πραγματική αξία όμως του έργου κανένας στην Ρωσία δεν μπορούσε να την κρίνει. Η μεγάλη υπόληψη, την οποία είχαν όλοι στο πρόσωπο του αγίου Μαξίμου, η εκτίμηση των ανωτέρων εκκλησιαστικών και κοινωνικών κύκλων της Μόσχας για την σοφία και τις άλλες αρετές του ήταν αρκετές εγγυήσεις για την έγκριση του έργου. Η επίσημη όμως έγκριση από την Εκκλησία της Ρωσίας «δέν υπήρξε εντελώς τυφλή, άρα δε η ανάληψη της ευθύνης είχε τα αποχρώντα ερείσματα»[36].
Μετά από λίγες ημέρες ο μητροπολίτης με ολόκληρη την Σύν¬οδο πήγαν στα ανάκτορα και με τρόπο πανηγυρικό παρέδωσαν στον μεγάλο ηγεμόνα τον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα, χαρακτηρίζον¬τάς το εγκωμιαστικά ως «πηγήν ευσεβείας»[37].
Ο άγιος Μάξιμος ήταν χαρούμενος, που το έργο του τελείωσε και περίμενε την ώρα της επιστροφής στην Μονή της μετανοίας του. Είχε όμως το ανήσυχο συναίσθημα του φόβου, μήπως δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του. Ο φόβος δεν ήταν αβάσιμος, γιατί ο μητροπολίτης Βαρλαάμ φανέρωνε την ανυπομονησία του να επωφεληθεί την παρουσία του Μαξίμου για μετάφραση και διόρθωση και άλλων έργων. Τον είχε παρακαλέσει παράλληλα με την μετάφραση του Ερμηνευμένου Ψαλτήρα να επιχειρήσει την συμπλήρωση της ερμηνείας των Πράξεων, η οποία ήταν ημιτελής.
Στο τέλος του υπομνήματος, το οποίο υπέβαλε στον μεγάλο ηγεμόνα, φαίνεται η θερμή ικεσία και η έντονη παράκληση για επιστροφή στο Άγιον Όρος. «Σε εμένα και τους παρευρισκόμενους αδελφούς επίτρεψέ μας να επιστρέψουμε στο Άγιον Όρος, για να απαλλαγούμε με τον τρόπο αυτόν από την θλίψη του μακροχρόνιου χωρισμού. Να μας δώσεις άδεια να επιστρέψουμε σώοι στην Τιμία Μονή Βατοπαιδίου που από καιρό μας έχει επιθυμήσει και αναμένει την επιστροφή μας, ως άλλοι νεοσσοί που ανατραφήκαμε σε αυτήν με την ελπίδα να τελειώσουμε εκεί την ζωή μας για τον Κύριο, και να μή στερηθούμε τους μακροχρόνιους αγώνες και τα έργα μας. Επίτρεψέ μας, ευσεβέστατε και φιλεύσπλαγχνε αυτοκράτορα, να τηρήσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις στον Θεό εκεί, όπου τις δώσαμε ενώπιον του Χριστού και των φοβερών Αγγέλων Του κατά την ημέρα της κουράς μας»[38].
Έχοντας στην σκέψη του τις οικονομικές δυσκολίες που περνούσε η Μονή της μετανοίας του συνεχίζει τελειώνοντας τον λόγο του: «Θυμήσου επίσης και την πτωχεία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, εξαιτίας της οποίας μας έστειλαν εδώ να εργαστούμε σκληρά και να υποστούμε δυστυχίες, όχι για τον εαυτό μας, επειδή δεν ήλθαμε εδώ από μόνοι μας -ας μην έχουμε μέσα μας αυτήν την διαβολική πλάνη-, αλλά επειδή μας έστειλαν οι αδελφοί μας και μας παρακάλεσαν να έλθουμε για τον Χριστό, γι’ αυτό και αναλάβαμε αυτό το έργο»[39].
Θυμήθηκε όμως και την σκλαβωμένη στους Τούρκους πατρίδα του και προέτρεψε τον μεγάλο ηγεμόνα να κινηθεί για την απελευθέρωσή της. «Να μπορούσαμε και εμείς να απελευθερωθούμε διά σου από την υποδούλωση στους απίστους και να πάρουμε πίσω το βασίλειό μας… Έτσι και τώρα η Νέα Ρώμη, που θλίβεται πολύ από τους αθέους Αγαρηνούς, να ευδοκήσει Αυτός (ο Χριστός) να απελευθερωθεί μέσω του ευσεβούς κράτους της βασιλείας σου»[40].
Ο μεγάλος ηγεμόνας με χαρά παρέλαβε το βιβλίο και τίμησε τους κοπιάσαντας, όχι μόνο με μεγάλους επαίνους, αλλά και με εξαιρετικές αμοιβές. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1519, κατά το Χρονικό του Νίκωνος, αναχώρησαν για το Άγιον Όρος οι συνοδοί του αγίου Μαξίμου, αφού τους εφοδίασε με χρήματα, εικόνες και άλλα αναγκαία για τον πατριάρχη και το Άγιον Όρος[41]. Στο εικονοφυλάκιο της Μονής Βατοπαιδίου σώζεται η εικόνα της Παναγίας που δώρισε ο μεγάλος ηγεμόνας στην Μονή.
Ο Μάξιμος έπρεπε να παραμείνει. Ο Βασίλειος Γ΄ έκρινε ότι θα τον βοηθούσε στα φιλόδοξα σχέδιά του. Πολλές φορές κατέφευγε σε αυτόν ζητώντας τα φώτα του. Η εργασία πάνω στον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα απέδειξε ότι πολλά μπορούσαν να αποκομίσουν από τον πολυμαθή αυτόν Έλληνα. Είχε πλέον μάθει την ρωσική καθομιλουμένη και την εκκλησιαστική σλαβονική πολύ καλά. Ο μοναχός Σιλβανός, γραφεύς και μαθητής του αγίου Μαξίμου, λέει για τον Μάξιμο ότι ήταν σοφός σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, λατινικά, ρωσικά, αλλά και στην σύνθεση ηρωελεγειακών ποιημάτων, ότι ξεχώριζε για την σοφία, την διάκριση, την ευφυΐα και την οξυδέρκειά του από όλους τους ανθρώπους της εποχής του[42]. Ο μοναχός Νείλος Κουρλιάτεφ της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, σύγχρονος και μαθητής του αγίου Μαξίμου, γράφει ότι ο Μάξιμος έμαθε τα ρωσικά και την γραμματική της σλαβονικής γλώσσας μέχρι τέλους, όσο δεν γινόταν περισσότερο[43]. Από την μεταφραστική εργασία του Μαξίμου φαίνεται ο πόθος του να γράψει καθαρά ρωσικά, να βρίσκει κατάλληλα συνώνυμα για να αποδώσει το νόημα, να αναζητεί το βάθος του νοήματος. Παρόλο που ήταν Έλληνας, είχε βαθειά αίσθηση της ρωσικής γλώσσας[44].
Ο Μάξιμος κατέλαβε αξιοζήλευτη θέση στις κοινωνικές τάξεις της Μόσχας λόγω της μεγάλης μορφώσεως και συνέσεώς του. Πολλοί όμως τον φθονούσαν γι’ αυτόν τον λόγο. Ο μονάρχης έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια στο πρόσωπό του. Ο μητροπολίτης Μόσχας, άνδρας μετρίας μορφώσεως, αλλά οσίας ζωής, τον τιμούσε, τον σεβόταν και αισθανόταν την ανάγκη να τον συμβουλεύεται σε ποικίλες περιστάσεις. Στην κοινή συνείδηση ο άγιος Μάξιμος υψώθηκε σε μοναδική αυθεντία, η οποία μπορούσε να δείχνει τα πρέποντα και τα ορθά στα πράγματα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, και θεωρήθηκε μεγάλος μεταρρυθμιστής στην πολύ δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η ρωσική κοινωνία[45].
Ο άγιος Μάξιμος, μετά την άρνηση του ηγεμόνα να επιστρέψει στο Βατοπαίδι, παρέμεινε στην Μόσχα, και αναγκάσθηκε να αναλάβει νέες εργασίες. Όπως αναφέραμε, ανέλαβε την συμπλήρωση της μεταφράσεως στην ερμηνεία των Πράξεων. Ήταν ερμηνείες διαφόρων ερμηνευτών, και ιδιαιτέρως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των οποίων η μετάφραση είχε σταματήσει στο 13ο κεφάλαιο. Ο άγιος Μάξιμος, αφού έκανε έλεγχο της μεταφράσεως, συμπλήρωσε το υπόλοιπο λαμβάνοντας υπόψη τις ερμηνείες του του Θεοφυλάκτου Αχρίδος. Το έργο το τελείωσε στις 17 Μαρτίου του 1521 με την βοήθεια του Βλασίου.
Το 1521 ο Μάξιμος αναλαμβάνει νέο μεταφραστικό και διορθωτικό έργο. Μεταφράζει στην σλαβονική τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων από το Σύνταγμα του Βλαστάρεως. Το 1524 με την συνεργασία του Σιλβανού τελειώνει την μετάφραση των ομιλιών του Ιωάννου Χρυσοστόμου στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και Ιωάννη με την ευλογία του μητροπολίτη Δανιήλ, διαδόχου του Βαρλαάμ.
Στις μεταφράσεις του αγίου Μαξίμου ανήκουν και μικρότερης εκτάσεως έργα, όπως, Ο βίος της Θεομήτορος του Συμεών του Μεταφραστού, Λόγος περί θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Περί του αποστόλου Θωμά, Βίος του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Ομιλία στον μάρτυρα Βαρλαάμ του Μεγάλου Βασιλείου, περικοπές από διάφορες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης με τις ερμηνείες τους, τα κεφ. γ΄ και δ΄ του Β΄ Έσδρα, τις Οράσεις Δανιήλ γ΄ και η΄, τα περί της Σωσάννης και της Εσθήρ και άλλα. Ο ίδιος έγραψε δικές του ερμηνείες σε διάφορα κείμενα της Αγίας Γραφής και σε εκκλησιαστικές τελετές[46]. Όπως αναφέρει ο ίδιος, διόρθωσε κατά διαταγή του μεγάλου ηγεμόνα και άλλα ιερά βιβλία, τα οποία είχαν διάφορες φθορές από τους αντιγραφείς, με την Χάρη του Χριστού και την συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Κανένα διορθωτικό, μεταφραστικό ή ερμηνευτικό έργο δεν έκανε ο άγιος Μάξιμος με δική του πρωτοβουλία. Εκτελούσε πάντοτε διαταγές του μεγάλου ηγεμόνα, ο οποίος τον κράτησε στην Ρωσία γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ως ερμηνευτής ο άγιος Μάξιμος προτιμά την αλληγορική ερμηνεία. Ερμηνεύοντας ένα κείμενο αναφέρει μερικές φορές περισσότερες από μία ερμηνείες. Εισηγείται ορθότερες αναγνώσεις και στίξεις με γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις, ερμηνεύει ελληνικές λέξεις και όρους, αναφέρει πολλές ιστορικές, γεωγραφικές και μυθολογικές πληροφορίες και επεξηγήσεις, απορρίπτει ορισμένες ερμηνείες ως «παιδαριώδεις» και «γελοίες», δέχεται δε ως αξιόπιστη μόνο την μετάφραση των Εβδομήκοντα του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[47].
Το εντυπωσιακό μεταφραστικό έργο του αγίου Μαξίμου, «καρπός της πλήρους αφιερώσεως, της ακαταπονήτου εργατικότητος και της ανεκτιμήτου εμπειρίας του Μαξίμου», δυστυχώς έμεινε ανέκδοτο[48].
Στην αρχή ο άγιος Μάξιμος βιαζόταν να τελειώσει το μεταφραστικό και διορθωτικό έργο, το οποίο του ανέθεσαν, για να επιστρέψει γρήγορα στο Άγιον Όρος. Ο όγκος όμως της εργασίας, ο οποίος καθημερινά αυξανόταν, τον έκανε πολύ σύντομα να συμβιβασθεί με την επ’ αόριστον παράταση της ακούσιας ξενιτείας του. Αναγκαστικά έμαθε και την κοινή καθομιλουμένη ρωσική γλώσσα και με τους φίλους και γνωρίμους που απέκτησε, άρχισε να γνωρίζει με λεπτομέρεια όλα τα ζητήματα της εκκλησιαστικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, «η ρωσική ζωή κατά πάσας τάς εκδηλώσεις της και καθ’ όλον αυτής το πλάτος εισέβαλλεν αφ’ εαυτής εις το απέριττόν του κελλίον»[49].
Το κύρος του Αγιορείτη μοναχού ήταν πολύ μεγάλο. Ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος αναφέρει για τον Μάξιμο ότι είναι ο πρώτος που εμφανίστηκε με εκπαίδευση επιστημονική και με πλούτο γνώσεων, όχι μόνο στις θεολογικές, αλλά και στις κοσμικές επιστήμες, που υπήρχαν τότε. Και συνεχίζει: «Μπορούμε να πούμε, ότι στο πρόσωπο του Μαξίμου για πρώτη φορά εισχώρησε σε μας η ευρωπαϊκή παιδεία… στο πηχτό σκοτάδι της αμάθειας και των προλήψεων που σκέπαζε την Ρωσία»[50]. Ο Podskalsky γράφει ότι «ο Μάξιμος πάντοτε υπερείχε της κοινωνίας της Μόσχας κατά την παιδεία και το φρόνημα»[51]. Τον θεωρούσαν ως τον μόνο κατάλληλο να εισηγείται το τί έπρεπε να γίνει σε οποιονδήποτε τομέα της καθημερινής ζωής. Οι μορφωμένοι συζητούσαν μαζί του επίκαιρα φιλολογικά θέματα, κατέφευγαν για την λύση των αποριών τους, ζητούσαν συμβουλές και οδηγίες στις δύσκολες περιπτώσεις ή όταν χρειάζονταν χειραγωγία σε περίπλοκα ζητήματα. Ήθελαν να ακούσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική γνώμη και κρίση του για το περιεχόμενο των διαφόρων νέων βιβλίων, τα οποία του παρουσίαζαν.
Η πολυμάθεια και η μεγάλη κριτική ικανότητα, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, η ανιδιοτέλεια, το θερμό και γνήσιο ενδιαφέρον του για όλα τα πνευματικά και ηθικά θέματα, η απλότητα και το ταπεινό του φρόνημα προκαλούσαν συγκίνηση• η ολοκληρωμένη και αγία προσωπικότητά του γοήτευε και έγινε πόλος έλξης για πολλές από τις μετέπειτα ιστορικές προσωπικότητες της Ρωσίας. Ο σύγχρονος και συνεργάτης του αγίου Μαξίμου, ιεροδιάκονος Ησαΐας Kamechanin, στην Έγκυρη αφήγησή του γράφει για τον άγιο Μάξιμο ότι δεν υστερούσε καθόλου σε τίποτε από τους Τρεις Ιεράρχες και Διδασκάλους της Οικουμένης[52]. Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν υπήρξε άλλος άνθρωπος τόσο υψηλού επιπέδου σε εκείνη την εποχή[53]. Ο Σέργιος Σελόνιν, που περιλαμβάνει τον Μάξιμο στον εγκωμιαστικό του λόγο περί των οσίων Ρώσων, τον ονομάζει «Νέο Θεολόγο»[54].
Στα συγγράμματά του καθρεφτίζονται τα διάφορα ζητήματα, τα οποία απασχολούν και συγκινούν τους εκκλησιαστικούς και κοινωνικούς κύκλους της ρωσικής πρωτεύουσας. Σκέψεις, τάσεις, κατευθύνσεις και ανησυχίες των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων αποτυπώνονται σε αυτά. Πάρα πολλά άρθρα που έχουν γραφεί από τον Μάξιμο μαρτυρούν για το ζωηρό ενδιαφέρον του για καθετί που εκείνη την εποχή απασχολούσε και τάραζε τον νου των ανθρώπων στην Μόσχα[55]. Η ύλη των συγγραμμάτων του θεωρείται από τους Ρώσους ιστορικούς πολυτιμότατο ιστορικό μνημείο.
Mελετώντας τα έργα του αγίου Μαξίμου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δεν έγραψε ένα σύστημα θεολογίας όπου να φαίνεται ολιστικά η διδασκαλία του. Όμως αυτό είναι κοινό γνώρισμα στην Πατερική θεολογία, όπου επίσης δεν έχουμε σύστημα θεολογίας, όπως συμβαίνει στην Ρωμαιοκαθολική θεολογία με τον σχολαστικισμό. Ο άγιος Μάξιμος κινούμενος στην γραμμή της Πατερικής παραδόσεως απαντούσε στα προβλήματα και τις ανάγκες των πιστών της εποχής του. Η διδασκαλία του ήταν Πατερική, εμπειρική και σύμφωνη με τις ποιμαντικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, αυτό δηλαδή που ονομάζουν ορισμένοι σήμερα συναφειακή θεολογία. Ο Μάξιμος είχε οικειοποιηθεί το πνεύμα των αγίων Πατέρων. Δεν ανέπτυσσε διανοητική σχέση με τον Θεό, αλλά ζούσε την προσωπική κοινωνία του με τον Θεό, είχε αφομοιώσει την Χάρη του Θεού με όλο το είναι του. Κάθε φορά που το απαιτούσε η περίσταση κατέβαινε στο επίπεδο των ακροατών του, για να τον καταλαβαίνουν. Σίγουρα η εν Χριστώ εμπειρία του ήταν μεγάλη και θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτύξει υψηλές θεολογικές δημιουργίες. Ποιός όμως θα τον καταλάβαινε; Ποιόν θα ωφελούσε; Εξάλλου ως γνήσιος Αγιορείτης ήξερε να κρύβεται, «νά μην γνωρίζει η αριστερά του τί ποιεί η δεξιά του»[56]. Η αυτομεμψία του ήταν μεγάλη και χαρακτηριστική. Ενώ θα μπορούσε και αυτός να καυχάται για τις γνώσεις του, για την πνευματική του κατάσταση, για την απέραντη υπομονή που έδειξε στις θλίψεις και στα παθήματά του, έλεγε με ταπείνωση ότι όλα τα υπομένει για τις αμαρτίες του.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο τάφος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού στην Γεωργία


Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογιτής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου.
Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών. Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι.
Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις,σημερινή Δυτική Γεωργία) το 662 μ.Χ.

Μια παλιά γεωργιανή παράδοση αναφέρει ότι ο τάφος του Αγίου Μαξίμου διατηρήθκε μέχρι σήμερα κάτω από το Άγιο Βήμα ενός ναού αφιερωμένου στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή στο Τσαγκέρι της Γεωργίας.Ο ναός του Αγ.Μαξίμου έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια ενός παλαιότερου ναού αφιερωμένου στον Αγ.Αρσένιο,όπου και είχαν ανακομισθεί τα λείψανά του με τά την κοίμησή του.Κατα την κομμουνιστική περίοδο ο ναός είχε εγκαταλειφθεί,η ανάμνηση του αγίου όμως έμεινε ζωντανή σε όλη την Γεωργία.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο τοπικός επίσκοπος Στέφανος (Kalaijshvili)το 2010 εγκαινίασε μία σειρά αρχαιολογικών ανασκαφών στον ναό.Οι έρευνες είχαν επικεφαλή τον Revaz Christian,καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Τυφλίδας.
Οι έρευνες έβγαλαν στην επιφάνεια στο πρώτο επίπεδο τα οστά τριών ατόμων και ενός ατόμου σε ένα δεύτερο επίπεδο.

Αυτό που έκανε εντύπωση είναι ότι σ'έναν από τους σκελετούς έλειπε το δεξί χέρι ενώ στον λαιμό είχε ένα σοβαρό κτύπημα το οποίο ίσως να προκάλεσε και τον θάνατο και να προήλθε από το ξερίζωμα της γλώσσας,πρακτική πολύ συνηθισμένη στο Βυζάντιο. Επίσης οι αρχαιολόγοι όρισαν ότι πρέπει να ήταν περίπου 83 ετών.
Οι ανθρωπολογικές έρευνες στην Γεωργία αλλά και στην Γαλλία και στην Ρωσία υποστηρίζουν ότι τα οστά του πρώτου επιπέδου ανήκουν στον Άγιο Μάξιμο και στους μαθητές του τον μοναχό Αναστάσιο και τον Αναστάσιο τον Αποκρισάριο,ενω τα όστα του δευτέρου επίπέδου ανήκουν στον κτίτορα της μονής,Άγ.Αρσένιο.


Το δεξί χέρι του Αγ.Μαξίμου του Ομολογητού
Αυτές οι ανακαλύψεις έρχονται να συμπληρώσουν όσα γνωρίζαμε για τον Άγιο Μαξιμο.Τα μόνα γνωστά μέχρι σήμερα ήταν ότι το δεξί του χέρι το οποίο έκοψαν οι αιρετικοί αντίπαλόι του,το πήραν οι μαθητές και διατηρείται εδώ και πολλούς αιώνες στην Μονή του Αγ.Παύλου στο Άγιο Όρος.
Πηγή / μετάφραση www.proskynitis.blogspot.com

LinkWithin
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ.

Φρικτά βασανίστηκε στη Σμύρνη ο άγιος Μάρκος που καταγόνταν από
την Κρήτη.Εξισλαμίστηκε βίαια από τους τούρκους,όμως μπόρεσε να φύγει και να πάει στη Σμύρνη και λίγο μετά στην Κωνσταντινούπολη.
Οι τούρκοι τον βρήκαν,τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν ζητώντας του
να απαρνηθεί την πίστη του.Όμως ο άγιος Μάρκος είπε όχι και αποκεφα-
λίστηκε στις 14 Μαίου 1643.
Το λείψανό του το παρέλαβαν χριστιανοί της Σμύρνης και το έθαψαν στο
ναό της Αγίας Φωτεινής της πόλης.Η μνήμη του γιορτάζεται κάθε χρόνο
στις 14 Μαίου.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας - Saints of our Church”