Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Ιστορίες για να γελάσουμε ή να κλάψουμε, αλλά οπωσδήποτε για να προβληματιστούμε.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Μάθε τον Πόνο του Πλησίον σου
Ένα τρένο ταξίδευε. Όλοι οι επιβάτες είχαν πάει για να κοιμηθούν. Ένας μόνο βημάτιζε
μέσα στο βαγόνι, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα παιδί που έκλαιγε. Το χάιδευε, του
μιλούσε τρυφερά και προσπαθούσε να το ησυχάσει, άλλα άδικα. Ένας άνδρας μπορεί να
κατορθώσει πολλά, αλλά είναι ανίκανος σε μερικά πράγματα και μάλιστα όταν πρόκειται να
αποκοιμίσει ένα παιδί που κλαίει. «Βγάλτε έξω από το βαγόνι αυτό το κλαψιάρικο». Ήταν η
φωνή μιας γυναίκας που την ξύπνησε το παιδί. Σαν να έδωσε το σύνθημα, ξέσπασε την οργή
του και ένας παχύς ταξιδιώτης που ροχάλιζε επί μιάμιση ώρα σε όλους τους τόνους και
είπε: «Γιατί δεν πάτε το παιδί αυτό στη μητέρα του»;
Και έτσι καθένας με τη σειρά του άρχισε να διαμαρτύρεται:
«Είναι ανυπόφορο! Πού είναι ο υπάλληλος του τραίνου»;
Ο άνθρωπος που κρατούσε το παιδί σταμάτησε μια στιγμή ενώ τα χείλη του έτρεμαν. Ένας
στεναγμός έπνιξε τη φωνή του. Έσφιξε το σωματάκι του παιδιού στο στήθος του και
καταφίλησε τα δακρυσμένα ματάκια του. Έπειτα όταν επικράτησε μια στιγμή ησυχίας είπε:
«Πόσο θα ήθελα να φέρω το παιδί αυτό στη μητέρα του! Δεν σταμάτησε να κλαίει από τότε
που την εγκαταλείψαμε. Αλλά είναι αδύνατον, γιατί αυτή βρίσκεται στη σκευοφόρο, όπου
αναπαύεται μέσα στο φέρετρό της. Τη μεταφέρουμε στην πατρίδα της, τον ωραίο ουρανό
της οποίας είδαν τα μάτια της όταν ήταν παιδί και όπου θα περιμένει τον Κύριο να την
αναστήσει. Αυτό το παιδί αναζητά την μητέρα του, την οποία θρηνούμε τόσο πολύ!» Και ο
δυνατός εκείνος άνδρας άφησε ελεύθερα να τρέξουν τα δάκρυά του.
Σε πέντε λεπτά, δώδεκα γυναίκες ήταν γύρω από το παιδί. Μαζί κι ο παχύς
ταξιδιώτης. Η συμπάθεια ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΗΛΙΟΦΩΤΟΙ
Λαμπερός κόσμος

Τακτοποιοῦσε ὁ ἱερέας Στέφανος τά καθίσματα κάτω ἀπ᾿ τίς ἀνθισμένες περιπλοκάδες τοῦ ὑπόστεγου.
῾Ο καιρός ἀκόμη ἦταν γλυκός καί ἐπειδή ἡ αἴθουσα πού ἦταν ὁ ναός τους δέν θά ἐπαρκοῦσε γιά τούς ἀδελφούς πού θά ἔρχονταν καί γιά κάποιους ταξιδιῶτες ἀπ᾿ τήν ᾿Απολλωνία, σκέφτηκε νά γίνει ὑπαίθρια ἡ συγκέντρωσή τους.
Γλυκός αὐλός ἀκουγόταν ἀπό μακριά, κάνοντας τά πουλιά νά σταματήσουν τά κελαδήματά τους καί κάποια πρόβατα νά σηκώσουν τό κεφάλι ἀκίνητα. Γαλήνη γύρω στήν ἄκρη αὐτή τῆς Θεσσαλονίκης. Καί χαρά στῶν πιστῶν τίς καρδιές, ὅπως σέ κάθε εὐκαιρία πού συναθροίζονταν, ἔστω κι ἄν τοῦ διωγμοῦ οἱ ἀπειλές μποροῦσαν νά τούς φτάσουν ἄγριες.
῎Αλλαζαν οἱ αὐτοκράτορες ὁ ἕνας ὕστερα ἀπ᾿ τόν ἄλλον, ἄλλαζαν κάποια διατάγματά τους, ἀλλά ἡ ἀπόφαση ὅλων γιά τήν ἐξαφάνιση τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἴδια.
Καί ἡ δύναμη ὅμως τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἴδια!
῾Ο ἱερέας Στέφανος ἔβρισκε πάντα ἐμπνευσμένους λόγους νά τούς ἐνθουσιάζει. Καί πότε δέν ἐνθουσιάζουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι τά μόνα πού ζωογονοῦν καί μεταμορφώνουν, πού ἐνισχύουν καί χαροποιοῦν; σκέπτονταν ὅλοι.
᾿Εκείνη τήν ἡμέρα, ἐκτός ἀπό τήν ὁμιλία θά τούς ἔδειχνε μέ συγκίνηση καί κάτι. ῾Ομιλία τό θεωροῦσε κι αὐτό, εὔγλωττη καί παραστατική.
῎Αλλωστε, κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης ἦσαν, καί μποροῦσε νά μήν τούς ἀφορᾶ προσωπικά ὅ,τι ἀπευθυνόταν σ᾿ αὐτούς;
Δέν ἄργησαν νά γεμίσουν οἱ πάγκοι καί τά σκαμνιά κάτω ἀπ᾿ τίς ἀνθισμένες μέ κόκκινα λουλούδια κλάρες. ᾿Εγκάρδια χαιρέτισαν ὅλοι καί τούς ἀδελφούς ἀπ᾿ τήν ᾿Απολλωνία, πού δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπ᾿ τήν πόλη τους καί εἶχαν γνωριμία ἀπό χρόνια. ῞Υστερα ἔγινε ἀπόλυτη σιωπή, γιατί ὁ ἱερέας Στέφανος ἄρχισε ἀργά, συγκλονισμένος·
— Νομίζω πώς ἀκούω κάποια βήματα!... Κουρασμένα ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία βήματα. ῎Ατονα ἀπό ἔλλειψη ὑγείας βήματα... Μά, βήματα σταθερά, δυνατά πού ἠχοῦν ἀκόμη στή γῆ τῆς ῾Ελλάδος, καθώς ὑπακούοντας στήν παράκληση Μακεδόνα· «διαβὰς βοήθησον ἡμῖν», ξεκίνησαν χωρίς δισταγμό, χωρίς καθυστέρηση... Σταμάτησαν στούς Φιλίππους... Σταμάτησαν γιατί βρῆκαν ἐκεῖ γενναῖες ψυχές. Μιά γυναίκα πρώτη, τή Λυδία. Σταμάτησαν ἐκεῖ καί γιατί δέθηκαν σκληρά τά πόδια στή φυλακή. Κι ὕστερα ἀπ᾿ τό σεισμό - θαῦμα τοῦ Θεοῦ πού ἔδωσε τήν ἐλευθερία - ξαναήχησαν ἀκούραστα σέ πολύωρες ὁδοιπορίες μέσα σέ δάση κι ἐρημότοπους. ῎Εφτασαν στήν ᾿Αμφίπολη, ἔφτασαν στήν ᾿Απολλωνία... ῎Εφτασαν... ὦ γῆ τῆς Θεσσαλονίκης, πόσο πρέπει νά συγκλονιζόμαστε πού περπατᾶμε καί μεῖς ἐπάνω σου!
Σταμάτησε γιά λίγο ὁ ἱερέας. Οὔτε ἀνάσα οὔτε σάλεμα γύρω. Κι ἡ φωνή του συνέχισε·
— Νομίζω πώς ἀκούω τόν ἦχο μιᾶς γραφίδας πάνω στό στενό πάπυρο... Μιᾶς γραφίδας; ῎Η τόν ἦχο ἀπό μιᾶς καρδιᾶς τό χτύπο; Τούς χτύπους; Γεμάτης στοργή καί προσμονή καρδιᾶς; «Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων...». «Τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων». Καί γιά μᾶς δηλαδή τά λόγια τοῦ μεγάλου ᾿Αποστόλου, ἡ στοργή κι ἡ προσμονή Του! «᾿Αδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Θεοῦ», καί μεῖς...! Καί ἡ γραφίδα, οἱ παλμοί τῆς καρδιᾶς προσθέτουν τοῦτο πρός τό τέλος. ῎Ας τό ἀκούσουμε πάλι, ἀδελφοί·
«Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. Οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους...». Μόνο γιά τό φῶς καί τήν ἡμέρα εἶναι πλασμένες ἀπ᾿ τό Δημιουργό μας οἱ καρδιές μας! Μόνο γιά ἔργα φωτεινά! Γιά ἀρετή, γιά καθαρή καρδιά, γιά σκέψεις λαμπερές!
Πάλι σταμάτησε ὁ ἱερέας. Σέ λίγο ἐπανέλαβε·
— «Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας».
Πουθενά μέσα μας σκιά. Πουθενά στούς λογισμούς μας σκοτισμός, πουθενά στά ἔργα μας μαυρίλα. Οὔτε σκέψη, οὔτε λέξη, οὔτε ματιά, πού δέν θά λάμπει ἀπό φῶς! Καί ἔτσι οὔτε θλίψη, οὔτε τύψη ποτέ! Ποτέ, ἀδελφοί! Ποτέ!... ῎Ας τό ἀκούσουμε, εἶπα. Καί ... ἄς τό δοῦμε...
Πῆρε κάτω ἀπό ἕνα φύλλο παπύρου μιά χρυσή μικρή πλάκα μέ μιά τρυπούλα στήν ἀριστερή μεριά γιά κρέμασμα καί τήν ἔδειξε.
— «Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. Πρός Θεσσαλονικεῖς», γράφει.
— ῎Α! ἀκούστηκε μιά ἀχνή φωνή, ἀλλά ἀπότομα σταμάτησε.
— ῾Η μιά καλή σκέψη τοῦ ἑνός πόσες καλές σκέψεις δημιουργεῖ σέ πολλούς! «Υἱοὶ φωτός...!» Κάποιος πού εἶχε γράψει τόν πόθο τοῦτο στήν καρδιά του, τόν ἔγραψε καί πάνω στό χρυσάφι γιά νά τόν βλέπει καί νά τόν θυμᾶται. Καί νά ἀγωνίζεται! Τέτοιες εἶναι τῶν πιστῶν οἱ σκέψεις καί οἱ στοχασμοί... ῎Οχι στά σκοτάδια τοῦ ᾿Ολύμπου! Δέν φταίει τό ὡραῖο ψηλό βουνό. Δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι. ᾿Αλλά οἱ ἄνθρωποι τῆς πλάνης ἀπ᾿ τήν ἀρχαία ἐποχή τό σκέπασαν μέ τό σκοτασμό τοῦ νοῦ τους, φτιάνοντας ψεύτικους θεούς μέ ἀνθρώπινες ἀθλιότητες. Κι ἐξακολουθοῦν καί σήμερα νά ζοῦν πολλοί σ᾿ αὐτό τό σκοτασμό... ᾿Εμεῖς, ἀδελφοί, γιοί τῆς ἡμέρας πάντα νά εἴμαστε! ῎Οχι σέ ὅ,τι δέν εἶναι φῶς...! Γιά ν᾿ ἀπολαύσουμε κάποτε τό αἰώνιο φῶς...!
— ᾿Αμήν! ἀκούστηκε ἡ λαχτάρα ἀπ᾿ τά βάθη ὅλων. Σάν νά ἔκαναν ὅλοι ἕνα ἀνέβασμα πρός τόν ἥλιο τούς φάνηκε. ῞Ενα πέταγμα πρός τό αἰώνιο φῶς.
Καλά εἶχε σκεφτεῖ ὁ Δάμας ὁ ἀργυροπράτης. Θά παράδινε στόν ἱερέα Στέφανο τό χρυσό, ἀφοῦ γιά τόν ἑαυτό του κράτησε τήν ἰδέα νά χρυσουργήσει κι ἄλλα παρόμοια, ἄν τοῦ ζητοῦσαν οἱ πιστοί. Μέσα στόν κόσμο τοῦ σκοταδιοῦ, πού ζοῦσαν, ἦταν βοηθητικό κάτι λαμπερό νά τούς θυμίζει τό δικό τους λαμπερό κόσμο.
Κι ἄλλα λαμπερά εἶχε ὁ κόσμος τους. Τό παράδειγμα πολλῶν πού ἀκούραστα φρόντιζαν νά μεταδώσουν καί σ᾿ ἄλλους τήν Πίστη τους, τοῦ Χριστοῦ τήν ἀλήθεια, ὅπως καί οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μέ ἔπαινο τούς ἔγραφε «ἀπό σᾶς ἔχει διασαλπιστεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνο στή Μακεδονία καί στήν ᾿Αχαΐα, ἀλλά καί σέ κάθε τόπο ἔχει φτάσει ἡ φήμη γιά τήν πίστη σας».
῞Υστερα τό παράδειγμα ἄλλων, πού ἔδειχναν ἀγάπη στούς συνανθρώπους τους καί φιλαδελφία στούς ἀδελφούς πολλή, σάν νά ἦσαν κι αὐτοί θεοδίδακτοι, ὅπως οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί, στούς ὁποίους ἔγραφε ὁ ᾿Απόστολος.
῎Επαινοι τοῦτα; Ναί! ᾿Αλλά καί πόθοι καί προσπάθειες, πιό πολύ στίς ἡμέρες τους.
Πολλοί σκέφθηκαν νά παραγγείλουν καί γιά τό σπίτι τους ἕνα παρόμοιο χρυσό πλακίδιο, πού θά τούς ἦταν ὑποκίνηση γιά μιά φωτεινή ἡμέρα, τήν κάθε μέρα. Δέν τούς ἔμεινε τό δεῖγμα γιά πολύ μπροστά τους ὅμως.
῾Ο ἱερέας Στέφανος κατευόδωσε μέ λόγια πατρικά τό νεαρό Πέωνα, πού θά ἔφευγε τό ἄλλο πρωΐ γιά τή Ρώμη μόνιμα, ἀφοῦ ὁ πατέρας του εἶχε μετατεθεῖ ἐκεῖ.
— Γιά νά μᾶς θυμᾶσαι, Πέωνα, τοῦ εἶπε. Καί γιά νά ... θυμᾶσαι!
Καί τοῦ ἔδειξε μέ τό δάχτυλο τίς λίγες χρυσογραμμένες λέξεις.
Κοκκίνισε ὁ Πέωνας ἀπό χαρά. Πῆρε τό πλακίδιο μέ εὐγνωμοσύνη καί συγκίνηση. Εὐχαρίστησε θερμά.
Κοκκίνισε καί κάποιος ἄλλος στήν ἀπρόσμενη αὐτή συνέχεια. Τί ἔπρεπε νά κάνει; Νά τό διεκδικήσει ἀφοῦ ἦταν δικό του ἤ νά τό στερηθεῖ γιά πάντα; Τί ἔπρεπε νά κάνει; Νά μιλήσει ἤ νά σιωπήσει; Τή στέρησή του τήν εἶχε ἀναπληρώσει αὐτόν τόν καιρό γράφοντας σ᾿ ἕνα μικρό κομματάκι περγαμηνῆς τά λόγια τοῦ ᾿Αποστόλου. Μά δέν ἦταν τό ἴδιο. Κι ἄν κάποιο ἄλλο θά ἔδινε παραγγελία σέ κάποιο χρυσικό νά κάνει, πάλι δέν θά ἦταν τό ἴδιο.
Κοκκίνισε περισσότερο. Μά πῆρε τήν ἀπόφαση. Μιά θυσία θά ἦταν. Θυσία φιλαδελφίας. Καί ποιός ξέρει πόσους θά μποροῦσε νά βοηθήσει καί ἐκεῖ στή Ρώμη τό χρυσό ἱερό ἀναμνηστικό; Τό δικό του! Τό δικό του, πού τοῦ εἶχε πέσει κάπου στό δρόμο πρίν ἀπό λίγο καιρό.
Καί δέν μίλησε...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ε´
Μιλῶντας
γιά τά ὑπερανθρώπινα

Κοίταξε ὁ ἱερέας Στέφανος μέ ἀγάπη τούς ἀδελφούς πού ἔφευγαν, πρός διάφορες κατευθύνσεις γιά νά μή γίνεται φανερή ἡ συνάθροισή τους.
Προχωροῦσαν γιά τό στίβο του ὁ καθένας, ὥσπου νά ἔφταναν ἴσως κάποτε καί στοῦ μαρτυρίου τό λαμπερό στίβο. ᾿Ενισχυμένοι μέ τά ἱερά λόγια πού εἶχαν ἀκούσει, λαμπεροί θά προσπαθοῦσαν νά εἶναι ἀνάμεσα στήν κοινωνία πού ζοῦσαν. Οὔτε σκέψη, οὔτε λέξη, οὔτε ματιά πού δέν θά ἔλαμπε ἀπό φῶς, θά ἦταν τήν κάθε ἡμέρα ἡ ἔννοια τους.
῾Ο νεαρός, πού πέρασε μπροστά στόν ἱερέα ἔσκυψε σεβαστικά τό κεφάλι, ἐνῶ στή σκέψη του, μαζί μέ ὅσα εἶχε ἀκούσει, ἦρθαν καί τά ὡραῖα ἐκεῖνα λόγια γιά τούς πρώτους Χριστιανούς· “καί οὔτε ἕνας ἔλεγε ὅτι καί τό ἐλάχιστο ἀπό τήν περιουσία του ἦταν δικό του”.
῏Ηταν εὐχαριστημένος πού κατόρθωσε νά μήν πεῖ ὅτι τό δικό του ἐκεῖνο χρυσό πλακίδιο ἦταν δικό του.
Κάποιους ἄλλους θά βοηθοῦσε στήν Ρώμη, ἐκτός ἀπ’ τόν Πέωνα.
— ῾Ηλιόφωτε! τόν φώναξε ὁ ἱερέας μέ στοχασμό μόλις τόν εἶδε.
Στάθηκε ὁ ψηλός νεαρός μέ τά σγουρά ξανθά μαλλιά, τά μεγάλα καστανά μάτια καί τό φωτεινό πρόσωπο. ῾Η ὄψη του δικαιολογοῦσε τόσο τό ὄνομά του.
— ῾Ηλιόφωτε, ξαναεῖπε. Νά σέ ρωτήσω κάτι. Μπορεῖς νά βοηθήσεις μερικούς νεαρούς, πού θέλουν νά μάθουν γιά τήν πίστη μας; Βέβαια τούς κινδύνους τούς ξέρεις, ἄν κάποιος κατασκοπεύσει...
Κοκκίνησε ἐλαφρά ὁ ῾Ηλιόφωτος.
— Τούς ξέρω, ἅγιε πατέρα, ἀποκρίθηκε. ᾿Αλλά πάνω ἀπ’ τούς κινδύνους εἶναι οἱ ψυχές, ἡ πίστη μας, ὁ Χριστός! ῎Αν ᾿Εκεῖνος τό κρίνει θά προστατεύσει μέ χίλιους τρόπους. Εἴθε νά μπορέσω νά βοηθήσω κι ἐγώ κάποιους νά χαροῦν τό φῶς Του. Μέ τίς προσευχές σας καί τίς ὁδηγίες σας θά προσπαθήσω...
— Νά σέ εὐλογεῖ ὁ Κύριός μας! Θά σέ εἰδοποιήσω.
῾Ο ἱερέας στράφηκε πρός κάποιον ἀπ’ τήν ᾿Απολλωνία, πού τόν περίμενε καί ὁ ῾Ηλιόφωτος ἔφυγε.
Κόντευε νά φτάσει πρός τή συνοικία πού ἔμενε, ὅταν ἕνα γοργό βῆμα ἀκούστηκε δίπλα του καί τόν ἔκανε νά γυρίσει.
— ῎Α! χαῖρε ᾿Ολίβιε! εἶπε θερμά. Πῶς σοῦ φάνηκε ἡ πόλη μας;
῏Ηταν ἕνας καινούργιος συμμαθητής του στή σχολή, ἀνηψιός τοῦ ἔπαρχου. Τόν ρώτησε ὕστερα ἄν βρῆκε δυσκολίες στά μαθήματα κι ἄν ἤθελε σέ κάτι νά τόν βοηθήση.
— Νά μέ βοηθήσεις; Ναί, θέλω νά μοῦ λύσεις μιά μεγάλη μου ἀπορία, ἄν ξέρεις βέβαια. Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι θά ξέρεις ἐσύ, ἔκανε ὁ ᾿Ολίβιος.
Χαμήλωσε τή φωνή του καί ρώτησε ταραγμένος·
— Τί συμβαίνει μ’ αὐτούς τούς Χριστιανούς; ῾Ο ἔπαρχος προχτές καταδίκασε κι ἄλλους καί τούς ἔριξε στά λιοντάρια. ῎Αγριο πράμα! Δέν στέκομαι σ’ αὐτό. ῾Η ἀπορία μου εἶναι, τί κερδίζουν οἱ Χριστιανοί καί μένουν ἀκλόνητοι στήν πίστη στους ὥς τό θάνατο;
— ᾿Απορία πολλῶν ἡ ἀπορία σου, ᾿Ολίβιε...
— Καί δική σου; ᾿Εσύ τήν ἔχεις λύσει; Γιά μιά μικρή λέξη, ναί ἤ ὄχι! Ναί, εἶμαι Χριστιανός ἤ ὄχι, δέν εἶμαι, χάνουν ἤ κερδίζουν τά πάντα. Ποιό εἶναι τό κέρδος τους ἀπ’ αὐτό τό χάσιμο;
Χαμογέλασε ὁ ῾Ηλιόφωτος.
— Θέλεις ἀπάντηση μέ πολλά λόγια ἤ μέ λίγα;
— Μέ πολλά...!
— Τότε χρειάζεται ἄνεση χρόνου καί τόπου. Θέλεις αὔριο τό πρωί στόν κῆπο τῆς σχολῆς μας νά μιλήσουμε;
— Αὐτό εἶναι τό καλύτερο, ἔκανε ὁ ᾿Ολίβιος δείχνοντας τήν ἱκανοποίησή του.
῾Ο κῆπος πίσω ἀπ’ τό κτίριο τῆς σχολῆς τους εἶχε πολλούς πέτρινους πάγκους κάτω ἀπ’ τά δέντρα του, γιά τίς ὧρες τῆς σχόλης. ᾿Εκεῖ θά μποροῦσαν νά συζητήσουν τήν ἄλλη ἡμέρα, χωρίς τόν κίνδυνο νά τούς ἀκούσουν περίεργοι. ῎Αν κάποιος πλησίαζε, οἱ πάπυροι πού θά κρατοῦσαν στά χέρια τους, θά ἀπαντοῦσαν μέ τήν πρώτη ματιά στήν περιέργειά του.
῾Ο ᾿Ολίβιος πού εἶχε ἀκούσει τό περιστατικό τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ περίβολου, πού πλήρωσε ἄδικα τό κομμάτι τῆς γῆς στό γείτονα, χωρίς νά τό ἔχει καταπατήσει καί πού στό τέλος, ἀντί ἐκεῖνος νά τοῦ ἐπιστρέψει τά χρήματα τόν κατάγγειλε στόν ἔπαρχο μαθαίνοντας ἀπ’ τό στόμα του ὅτι ἦταν Χριστιανός, τόν εἶχε καταπλήξει. Γι’ αὐτό ἡ ἀπορία του “τί κερδίζουν οἱ Χριστιανοί καί μένουν ἀκλόνητοι ὥς τό θάνατο;” τοῦ ἐρχόταν πάλι καί πάλι στή σκέψη, ὄχι μόνο σάν ἀπορία. ᾿Αλλά καί σάν θαυμασμός καί σάν σεβασμός καί σάν πόθος κάτι νά κατεῖχε κι αὐτός ἀπ’ τ’ ἀπόρρητα μυστικά τους, πού τέτοια γενναιότητα τούς χάριζαν.
῾Ο ῾Ηλιόφωτος τόν βρῆκε τό ἄλλο πρωί φτασμένο στόν κῆπο τῆς σχολῆς πρίν ἀπ’ αὐτόν. Τόν χαιρέτησε θερμά καί προχωρῶντας σ’ ἕνα ἀπόμερο πέτρινο πάγκο κάτω ἀπό μιά μεγάλη δάφνη, τόν ρώτησε γελαστός·
— Λοιπόν, θέλεις, ᾿Ολίβιε, νά χάσεις χρόνο γιά νά μάθεις γιά κάποιο κέρδος;
— Νά κερδίσω καί χρόνο καί κέρδος, θέλω! ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καί φάνηκε, πώς ἔμενε σταθερός στή χτεσινή του ἐπιθυμία.
— ᾿Αδύναμα καί λίγα τά λόγια πού θά σοῦ πῶ, ᾿Ολίβιε, ἄρχισε ὁ ῾Ηλιόφωτος ὅταν κάθισαν. ῞Ομως θά τά πῶ...
῎Ας ὑποθέσουμε πώς ἔχουμε μπροστά μας ἕνα φημισμένο ἄρχοντα. Τόν αὐτοκράτορα, ἄν θές. Μεγάλη ἡ κυριαρχία του. ῞Ομως, ὄχι σ’ ὅλα τά ἔθνη, μόνο στό ρωμαϊκό κράτος... ῎Ας ὑποθέσουμε πώς ἔχουμε μπροστά μας ἕνα πανίσχυρο, ὄχι αὐτοκράτορα, ἀλλά μονοκράτορα, πού ἔχει στήν ἐξουσία του ὅλα τά ἔθνη, ὅλον τόν κόσμο. ῞Ομως κι ὁ κόσμος εἶναι μικρός μπροστά στό σύμπαν... ῎Εχεις δεῖ πόσα ἄστρα ὑπάρχουν τή νύχτα; Τά ἔχεις μετρήσει;
— Μά μετριῶνται τά ἄστρα;
— Ναί. Δέν μετριῶνται αὐτά πού φαίνονται. Καί εἶναι, λένε οἱ σοφοί, πολύ περισσότερα αὐτά πού δέν φαίνονται... Μπορεῖς νά ὑπολογίσεις πόσο μεγάλη θά ἦταν ἡ δύναμη ἐκείνου, πού θά εἶχε κυριαρχία πάνω καί σ’ ὅλη τή γῆ καί σ’ ὅλους κόσμους τοῦ οὐρανοῦ;
— Νά ὑπολογίσω; Ποιός μπορεῖ νά κάνει κάτι τέτοιο; ᾿Αδύνατο...!
— Κι ὅμως, πραγματικά, ὑπάρχει αὐτή ἡ δύναμη... Μπορεῖς τώρα νά φανταστεῖς τί κέρδος θά εἶχε κάποιος πού θά εἶχε τήν εὔνοια, τήν εὐμένεια, τή βοήθεια, τήν ἀγάπη αὐτοῦ τοῦ πανίσχυρου Παντοκράτορα Παμβασιλέα;
Καί εὔνοια πού δέν θά ἦταν μόνο γιά τά λίγα χρόνια πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στή γῆ, ἀλλά γιά χρόνια πού δέν τελειώνουν ποτέ! Αἰώνια!... Μπορεῖς νά φανταστεῖς τή δύναμη, τήν ἀσφάλεια, τή χαρά, τά πλούτη πού θά ἔβρισκε σ’ αὐτή Του τήν εὔνοια; Αὐτή, εἶναι τό κέρδος τοῦ Χριστιανοῦ! Τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγάπη σ’ αὐτή τή ζωή! Καί στήν αἰώνια! ᾿Αξίζει νά ἀρνηθοῦν οἱ Χριστιανοί τ’ ἄπειρα ἀγαθά Αὐτοῦ τοῦ Παμβασιλέα Χριστοῦ, γιά λίγα ξερόχορτα τῆς γῆς;... Καί πόσα ἀκόμη θά εἶχα νά σοῦ πῶ, ᾿Ολίβιε...!
Εἶχε ἀπομείνει ἐκεῖνος ἐκστατικός, μά ἔξαφνα ρώτησε·
— Κι ἀφοῦ εἶναι τόσο Δυνατός ὁ Χριστός, πῶς τολμοῦν καί τόν καταδιώκουν οἱ ἀδύνατοι ἄνθρωποι;
῎Ελαμψε τό πρόσωπο τοῦ συνομιλητῆ του·
— Τόν πολεμοῦν γιατί οἱ ἐντολές Του εἶναι ὁλόφωτες! ᾿Ενῶ αὐτοί θέλουν τό σκοτάδι. Τόν πολεμοῦν γιατί εἶναι Πανάγιος καί ἁγίους θέλει τούς δικούς Του ὀπαδούς. ᾿Ενῶ αὐτοί προτιμοῦν τήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας.
— Τί σημαίνει ἅγιος;
— Καθαρός στήν καρδιά! Φωτεινός ἀπό ἀρετές! Χωρίς τά σκοτάδια τῶν ὅποιων κακῶν...
— Δύσκολα αὐτά, ῾Ηλιόφωτε. ᾿Αλλά ἀξίζει νά μάθω πιό πολλά. Πρέπει πολλά νά πληρώσει κανείς γιά νά τά μάθει;
— Πολλά; οὔτε ἕνα σηστέρτιο*! ῞Ομως χρειάζεται πόθος καί θέληση. Κι αὐτά τά δύο, δέν μπορῶ νά βεβαιώσω πώς δέν εἶναι πανάκριβα...
Μιά ὁμάδα ἀπό μαθητάς πού πλησίαζαν τούς ἔκανε νά διακόψουν ἀπότομα.

–––––––––––––
*Ρωμαϊκό νόμισμα μικρῆς ἀξίας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Στ´
Σηκώθηκαν ὁ ῾Ηλιόφωτος κι ὁ ᾿Ολίβιος καί προχώρησαν ἀργά πρός τό κτίριο τῆς σχολῆς. ῎Αλλωστε πλησίαζε καί ἡ ὥρα, πού θά ἄρχιζε τό μάθημα, καί ὁ δάσκαλος ἦταν πάντα συνεπής στό καθῆκον του.
Προσπαθοῦσε εὔγλωττα νά τούς θυμίζει, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεώς τους εἶχαν πολύ ἐνδιαφέρον γιά τίς τέχνες καί τά γράμματα κι ὅτι ὅταν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Θεσσαλονίκη ὁ Λουκιανός ὁ σοφιστής εἶχε γίνει δεκτός μέ πολλή θερμότητα, πράγμα πού τό ἔγραψε καί στά ἔργα του. ῎Εγραψε γιά τήν εὐχαρίστηση πού ἔδειχναν ἀκούγοντας τούς λόγους ἀπ’ τούς ρήτορες καί πιό πολύ ἀπ’ τούς μεγάλους ρήτορες.
Αὐτή τήν εὐχαρίστηση ἔπρεπε νά δείχνουν καί οἱ τωρινοί κάτοικοί της καί ἰδιαίτερα οἱ νέοι γιά νά πλουτίζουν τίς γνώσεις τους καί νά μορφώνονται.
῎Ετσι ἄρχισε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα.
— Οἱ γνώσεις εἶναι μιά περιουσία πολύτιμη. ῾Ο πλοῦτος μπορεῖ νά χαθεῖ κάποτε, ὅμως ἡ μόρφωση μένει.
Καί τούς μίλησε γιά ἕνα ἐπίγραμμα σέ τάφο πού εἶχε γράψει ὁ συμπολίτης τους, ὁ ὀνομαστός ᾿Αντίπατρος, γιά ἕνα μεγάλο πλούσιο ἀπό τήν Τύρο, πού ἐξαφανίστηκε σ’ ἕνα ναυάγιο, τό Νικάνορα.
— «Νικάνωρ δύσμοιρε», ἔγραψε. «῎Αχρηστα ἀποδείχτηκαν τά πλούσια μέγαρά σου. Τά πλούτη δέν σέ ἔσωσαν, δυστυχισμένε, ἀλλοίμονο, μοχθοῦσες γιά τή θάλασσα καί γιά τά ψάρια...»
Εἶπε πολλά ὁ δάσκαλος. ῎Οχι χωρίς νά δημιουργήσει κάποιες ἀντιρρήσεις σέ μερικούς.
— Μήπως κι ἡ μόρφωση θά τόν ἔσωζε ἀπ’ τό ναυάγιο; μίλησε κάποιος.
— Τουλάχιστον τά χάρηκε τά μέγαρά του καί τά πλούτη του, ὅσο ζοῦσε, πρόσθεσε ἄλλος.
Πρόσθεσαν κι ἄλλοι τά δικά τους.
῾Ο ᾿Ολίβιος φαινόταν συνεπαρμένος ἀπό ἄλλα κέρδη καί πλούτη. ῾Υπῆρχαν λοιπόν καί τέτοια, πού ὁ δάσκαλος ἴσως δέν τά ἤξερε, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί τά ἤξεραν. Πλούτη πού δέν θά τά ἔκανε ἄχρηστα ἕνα ναυάγιο, ἕνας σεισμός, μιά ἀρρώστια, ἕνας θάνατος. Παντοτεινά!
— Γι’ αὐτό λοιπόν, ἔχουν τέτοια δύναμη αὐτοί οἱ ἄνθρωποι! σκεπτόταν. Μπροστά στή χαρά τους, πού θά εἶναι ἀτέλειωτη, γιά χρόνια ἀτέλειωτα, τί ἀξία ἔχουν τά χρόνια τά λίγα;... ῾Υπερανθρώπινη ὅμως τούτη ἡ μόρφωση!... ᾿Αλλά γιατί ὑπερανθρώπινη; ῾Ο πόθος καί ἡ θέληση εἶναι ἀνθρώπινα. ῾Επομένως; Κατορθωτή! ῎Εστω κι ἄν κερδίζεται μέ τά πανάκριβα...
Ρωτοῦσε κι ἀπαντοῦσε μόνος του μέσα του ὁ ᾿Ολίβιος. Πόσο θά ἤθελε νά μιλοῦσε γι’ αὐτά στόν ἔπαρχο, τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του! ῞Ομως θά εἶχε κάποτε τό σθένος νά τά πεῖ; Καί οἱ συνέπειες ποιές θά ἦσαν;
῞Οταν τελείωσε τό μάθημα, ἡ συζήτηση ἦταν ζωηρή ἀνάμεσα στίς συντροφιές τῶν μαθητῶν.
— Καλή ἡ γνώση, ἀλλά ὁ πλοῦτος καλύτερος, εἶπε κάποιος πεισμωμένος. Τό χρυσάφι! Τό χρυσάφι!
— Καί ἡ δόξα, ἀκόμη καλύτερη! Νά σέ ζητωκραυγάζουν τά πλήθη γύρω σου! Νά σέ ἀνακηρύξουν οἱ στρατιῶτες σου αὐτοκράτορα, ὅπως, τόν περυσινό χρόνο, τόν δικό μας. Δόξα! Δόξα, τό πᾶν! ῾Η φήμη! Οἱ αὐτοκρατορικοί θρίαμβοι...
— Μόνο πού διαρκοῦν τόσο λίγο συχνά! δέν μπόρεσε νά μήν πεῖ τή σκέψη του ὁ ᾿Ολίβιος. Δέν θυμᾶστε τί ἔγινε μέ τόν προηγούμενο αὐτοκράτορα Πρόβο;
— Τί ἔγινε; ρώτησαν κάποιοι πού δέν ἤξεραν.
— Οἱ λεγεῶνες τῆς ᾿Ασίας τόν ἀνακήρυξαν αὐτοκράτορα. Κι ὕστερα ἀπό τίς πολλές του νίκες ἐναντίον ἐχθρῶν, σκέφτηκε νά καταγίνει καί σέ εἰρηνικά ἔργα, ὅπως ἦταν ἡ ἐργασία τῶν στρατιωτῶν γιά νά ἀποξηράνουν τά τέλματα στό Σίρμιο. Φρόντισε μάλιστα νά πάει κι αὐτός ἐκεῖ γιά νά ἐπιβλέπει τά ἔργα ἀπό πύργο πού τόν εἶχε ντύσει μέ σίδερο γιά νά προφυλαχτεῖ ἀπό πυρκαγιά.
— Καλά ἔκανε, φρόνιμα! συμφώνησαν μερικοί.
Χαμογέλασε ὁ ᾿Ολίβιος.
— Καλά. Κι ἀνώφελα! Γιατί οἱ στρατιῶτες πού δέν ἤθελαν νά ἐργάζονται σέ καιρό εἰρήνης, παραβίασαν τόν πύργο... Καί τόν σκότωσαν. Μπορεῖ νά μήν τό ξέρουν αὐτό πολλοί. Καί γράφτηκε μετά στόν τάφο του «᾿Ενταῦθα κεῖται ὁ αὐτοκράτωρ Πρόβος... νικητής ὅλων τῶν βαρβάρων ἐθνῶν». ῞Εξη χρόνια μόνο ἦταν στή δόξα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θρόνου! Τώρα ἔχει ξεχαστεῖ... Καί πρίν ἀπ’ αὐτόν...
— Ναί, ἦταν πέντε χρόνια αὐτοκράτορας ὁ Αὐρηλιανός, σπουδαῖος αὐτός! Τόν εἶχαν ἀνακηρύξει οἱ λεγεῶνες.
— Καί πού δολοφονήθηκε κι αὐτός ἀπό τόν γραμματέα του καί τούς συνεργούς του. Κι ἀνάμεσα στή βασιλεία τοῦ Αὐρηλιανοῦ καί τοῦ Πρόβου μεσολάβησαν γιά λίγους μῆνες κι ὁ αὐτοκράτορας Τάκιτος πού δέν εἶναι βέβαιο ἄν δέν ἐκτελέστηκε ἀπό στρατιῶτες ἤ ἄν πέθανε. Καί ὁ ἀδελφός του Φλωριανός πού εἶναι βέβαιο ὅτι τόν σκότωσαν οἱ λεγεῶνες του πού τόν εἶχαν ἀνακηρύξει αὐτοκράτορα...! Δόξα... Δόξες αὐτές. Δέν συμφωνεῖτε; ῞Ομως γιά πόσο;
῞Ολοι σκέφτηκαν ὅτι ὁ ᾿Ολίβιος θά τά ἤξερε αὐτά ἀπό τόν συγγενῆ του τόν ἔπαρχο κι ἔπρεπε νά εἶναι πραγματικά. ῎Ετσι δέν μπόρεσαν νά φέρουν ἀντίρρηση, οὔτε νά ἐπιμείνουν στή γνώμη ὅτι ἡ δόξα εἶναι τό πᾶν.
῾Ο ῾Ηλιόφωτος ἄκουγε σιωπηλός, ἀλλά μέ βαθιά εὐχαρίστηση, πού ὁ ᾿Ολίβιος δέν δίστασε νά πεῖ μέ θάρρος τίς σκέψεις του τίς σωστές, παρόλο, πού οἱ πολλοί εἶχαν ἀντίθετες.
— Βασικά αὐτά πού ἀνέφερε ὁ ᾿Ολίβιος, μίλησε στό τέλος. Πολλοί οἱ ἐχθροί τῆς δόξας, πού τήν ἀφανίζουν ἔξαφνα. ᾿Ακόμη, καί μιά ἀρρώστια ἀπρόσμενη. ῞Οπως ἔφερε στό θάνατο καί τόν προηγούμενο ἀπό τόν Αὐρηλιανό, αὐτοκράτορα Κλαύδιο. Δυό χρόνια στό θρόνο! Νίκες μεγάλες, πανωλεθρία τῶν Γότθων, πού τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο Γοτθικός καί στό τέλος μιά ἐπιδημία τοῦ ἔφερε τό τέλος. Μέσα σέ δεκατρία περίπου χρόνια ἔλειψαν πέντε αὐτοκράτορες! Καί οἱ δόξες τους! Πόσο καλά θά ἦταν νά ἀπολάμβαναν ὅλοι, καί οἱ αὐτοκράτορες, καί οἱ ἁπλοί πολίτες καί οἱ πληβεῖοι καί δοῦλοι, μιά δόξα πού μένει!
— Δόξα οἱ πληβεῖοι καί δοῦλοι; ἀγρίεψε κάποιος. Μιλᾶς λογικά;
— ᾿Απόλυτα λογικά. ῎Ιδιοι μ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι κι αὐτοί. Μέ κρίση, μέ ἐξυπνάδα, μέ ψυχή...
῾Ο μαθητής ἔδειξε πώς θά ὁρμοῦσε νά χτυπήσει τόν ῾Ηλιόφωτο, ἀλλά μερικοί τόν ἐμπόδισαν.
— ῎Εχει πολλούς δούλους ὁ πατέρας του, πού κάθε μέρα τούς περιμένει μαστίγωμα, γι’ αὐτό δέν τοῦ ἄρεσε ὁ λόγος. Καλά ὅμως τούς κάνει, ψιθύρισε κάποιος.
῾Η συζήτηση σταμάτησε κι οἱ συντροφιές διαλύθηκαν.
῾Ο ᾿Ολίβιος φεύγοντας πλησίασε τόν ῾Ηλιόφωτο.
— Πολλές σκέψεις δημιούργησε τό μάθημα σήμερα εἶπε, ὕστερα ἀπ’ ὅσα συζητούσαμε πρίν ἀρχίσει.
— Καί γιατί νά μή συνεχίσουμε; γέλασε ὁ ῾Ηλιόφωτος.
— ᾿Ακριβῶς. Αὐτό ἤθελα κι ἐγώ. ᾿Εκεῖνα πού μένουν, ἡ δόξα, πού μένει, εἶναι εὔκολα καί προσιτά γιά τόν καθένα;
— ῎Οχι, γιά τόν καθένα. Γιά ἐκεῖνον πού θέλει. Πού ἔχει τό σθένος νά θέλει, Πού τά ἔχει ἐκτιμήσει. Νά σοῦ πῶ μιά φράση πού καί μένα πολύ μέ παραξένεψε καί μ’ ἔκανε ν’ ἀπορήσω, νά θαυμάσω μ’ ἀνείπωτο θαυμασμό;
— Δύσκολη;
— ᾿Αφάνταστα δύσκολη! Τήν ἔγραψε ἕνας κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν ἄλλοτε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἔγραψε στούς Χριστιανούς στήν Κόρινθο.
— Εἶναι Χριστιανοί καί στήν Κόρινθο;
— Μόνο στήν Κόρινθο; Οὔτε μόνο στή Θεσσαλονίκη, στή Βέροια, στούς Φιλίππους, στήν Κρήτη καί στήν Κύπρο, πού εἶχε ἐπισκεφτεῖ αὐτός ὁ κήρυκας, ὁ Παῦλος. Οὔτε μόνο στή Σικελία καί στή Ρώμη, πού τόν εἶχαν γνωρίσει ἀπό κοντά, ἀλλά καί στήν ᾿Αλεξάνδρεια, στήν Καππαδοκία, στήν ῾Ισπανία, στήν Περσία... ῾Η φράση του, λοιπόν, πού δημιουργεῖ τόν ἀνείπωτο θαυμασμό εἶναι· «εὐδοκῶ, δηλαδή, εὐφραίνομαι, στούς διωγμούς... γιά τόν Χριστό». ῞Οταν ὑποφέρω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ! Εὐφραινόταν, τά δεχόταν ὅλα εὔκολα, τοῦ φαίνονταν εὐεργετικά, ἀφοῦ ἦταν γιά τόν Θεό, γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό πού μιά ἡμέρα θά τόν ἄμειβε.
— Πραγματικά ἀφάνταστα δύσκολη αὐτή ἡ διακήρυξη.
— ῞Ομως ἔγινε πεῖρα πολλῶν... Τόσων, ὥστε νά σοῦ δημιουργήσουν τήν ἀπορία «τί κερδίζουν; Τί συμβαίνει μ’ αὐτούς τούς Χριστιανούς;».
῎Εμειναν κι οἱ δυό σιωπηλοί.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ζ´
Συλλάβετε τούς Χριστιανούς!

Πρῶτος ὅρμησε ὁ Κλεῖτος. ῎Εσπρωξε ἄγρια τόν θυρωρό πού προσπάθησε νά τόν ἐμποδίσει. Τί εἶχε νά φοβηθεῖ; Τό βῆμα ἀπό τούς στρατιῶτες πού εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀκουγόταν πίσω.
— Πολιτάρχες, ἔπαρχε! Δεῖξτε τήν ἐξουσία σας! φώναξε βραχνά ἀπό ὀργή. Δεῖξτε τήν ἐξουσία σας! ᾿Εδῶ συνωμοτοῦν ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα!
— Συλλάβετε τούς Χριστιανούς! βρυχήθηκε κι ὁ ᾿Ανδροκλῆς πού τόν ἀκολούθησε τρέχοντας.
Στό χτῆμα, πού συνόρευε μέ τόν περίβολο τοῦ Κλείτου, στό χτῆμα, πού μόλις εἶχαν τελειώσει οἱ καινούργιες οἰκοδομές κι εἶχαν μεταφερθεῖ τραπέζια καί κρεβάτια καί ἄλλα πράγματα, μαθεύτηκε πώς δέν θά στεγαζόταν πανδοχεῖο, ὅπως εἶχαν φοβηθεῖ. Εἶχαν ἔρθει οἱ καινούργιοι ἰδιοκτῆτες, ἕνας πλούσιος ἔμπορος ἀπό τήν Πέλλα, ὁ Τιμαῖος.
Καί τό ἀπίστευτο πού εἶχε μαθευτεῖ ἦταν, πώς ἐκεῖνα τά καινούργια οἰκήματα θά ἦταν κατοικίες τῶν δούλων! ῞Υστερα ἀπ’ τίς ἄθλιες καλύβες πού εἶχε ὁ προηγούμενος ἰδιοκτήτης γιά τούς δούλους του καί πού ὁ Κλεῖτος εἶχε φυτέψει πυκνά δέντρα πρός τό μέρος ἐκεῖνο γιά νά μή τίς βλέπει, νά ἀκοῦνε τώρα τούτη τήν εἴδηση; Τούς φάνηκε ἀπίστευτη. Κι ὅμως ἦταν ἀληθινή.
῎Εφτασε κι ὁ Κλεῖτος καί ἡ Ρωμύλα καί τά παιδιά ὥς τό φράχτη τους καί κοίταξαν κρυφά μέσα ἀπ’ τά φυλλώματα. Κι ὅπως τούς εἶδαν νά μπαινοβγαίνουν ζωηροί καί καλοβαλμένοι, πίστεψαν τήν ἀπίστευτη. Καί φοβήθηκαν μήπως κι οἱ δικοί τους δοῦλοι θ’ ἀπαιτοῦσαν, ὄχι βέβαια τά ἴδια, ἀλλά καλύτερες συνθῆκες ἀπ’ αὐτές πού εἶχαν. ῞Ομως ποιός θά ἔδινε σημασία στήν ἀπαίτησή τους;
— ῎Εχει πολύ χρυσάφι, φαίνεται, ὁ Τιμαῖος καί μπορεῖ νά τό σκορπίζει στόν ἀέρα, ἔδωσε μιά ἐξήγηση ὁ Κλεῖτος γιά τήν πρωτάκουστη ἐκείνη ἐνέργεια καί προσπάθησε νά τήν ξεχάσει. Τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά δούλους;
῞Ομως δέν εἶχε περάσει πολύς καιρός καί κάποιες ὑποψίες, πού εἶχε ὁ ᾿Ανδροκλῆς ἔγιναν καί δικές του.
῎Εφτασαν δυό-τρεῖς φορές ὥς τό φράχτη γιά νά κατασκοπεύσουν, νά δοῦν, νά ἀκούσουν, νά πειστοῦν ὅτι οἱ ὑποψίες τους δέν ἦταν ἀβάσιμες.
Καί ἐκεῖνο τό δειλινό πέτυχαν τό στόχο τους.
Δέν ἤθελαν ἄλλες ἀποδείξεις. Τούς κατάλαβαν. Τούς ἄκουσαν. Τά λόγια πού ἔφταναν ἁπαλά καί σιγανά ὥς τό δικό τους φράχτη μέσα ἀπό τά φυλλώματα, ἔδειχναν τά φρονήματά τους.
Λοιπόν τό διπλανό χτῆμα μέ τά νεοφυτεμένα λουλούδια καί τά καινούργια οἰκήματα γιά τούς δούλους, ἀνῆκε στούς ἐχθρούς τῶν θεῶν τοῦ ᾿Ολύμπου. ᾿Ανῆκε σέ Χριστιανούς!
— Θάνατος! μούγκρισαν μέσα τους, καθώς ξεκίνησαν νά δώσουν τήν καταγγελία τους, νά ζητήσουν στρατό νά τούς συλλάβει ὅλους, ὅσους παρευρίσκονταν ἐκεῖ.
Θά ἦταν φαίνεται κάποια συγκέντρωση καί κάποιος τούς μιλοῦσε. ᾿Απόμακρη ἡ φωνή. ῞Ομως ἔμοιαζε νεανική καί τά λόγια ἀκούγονταν καθαρά.
Θάνατος! ἀγανακτοῦσε μέσα του ὁ Κλεῖτος. Δέν θά ἀνεχόταν νά ἔχει μιά τέτοια γειτνίαση. Καί μέ τήν καταγγελία του δέν θά ἀργοῦσε νά γίνει ἴσως καί τό χτῆμα δικό του.
Τά εἶχε ἀκούσει καθαρά τά ἀπόκοσμα λόγια τους. Ποιός μιλοῦσε; Ποιός τά ἔλεγε;
— Δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ τό φῶς! ἔλεγε. Δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ ἡ καθαρή καρδιά μέ τή λάμψη, μέ τίς λάμψεις της τίς ἀρετές, παρά μόνο ἄν ἐφαρμόσει κανείς τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ! Δέν εἴδατε πόσο ἀγάπησαν αὐτό τό φῶς Του οἱ μάρτυρες πού ἀντίκρυσαν ἄφοβα ἀμφιθέατρο, λιοντάρια καί θάνατο; Δέν εἴδατε πῶς ἀψήφησαν ἀξιώματα καί πλούτη; Καί μερικοί ἀπ’ αὐτούς πῶς δέν λογάριασαν τή δροσερή τους νεότητα;
— Γράφε! εἶχε σκουντήσει δυό καί τρεῖς φορές ὁ Κλεῖτος τόν ᾿Ανδροκλῆ, πού ἔφερνε πάνω του πάντα μελανοδοχεῖο, γραφίδες καί κάποιους ἄγραφους παπύρους.
Κι ἐκεῖνος ἔγραφε. Τεκμήρια γραπτά εἶναι πιό ἀποτελεσματικά ἀπό προφορικές καταγγελίες.
— Νέοι στήν ἡλικία, καί δυνατοί σάν στρατηλάτες! Δέν τούς πλησίασε φόβος. ᾿Ατολμία δέν τούς ἄγγιξε. ᾿Απειλές δέν τούς τάραξαν. «῞Ολα γιά τήν πίστη μας! ῞Ολα γιά τόν Χριστό!» ἠχοῦσε μέσα τους ὁ παιάνας καί τούς ἐμψύχωνε καί τούς ἐνθουσίαζε. Μαζί τους κι ἐμεῖς...! συνέχιζε ἡ φωνή.
῾Η κατασκοπεία δέν χρειαζόταν νά συνεχιστεῖ. ῾Η καταγγελία ἦταν ἐπείγουσα. ῎Επρεπε νά τούς συλλάβουν πρίν διαλυθοῦν.
Δέν ἦταν μακριά τό πραιτώριο. Καί ἡ ἐντολή νά τούς συνοδεύσουν ὡρισμένοι στρατιῶτες δέν ἄργησε νά δοθεῖ. ῎Ετσι γυρίζοντας, προπορεύτηκε ἀσυγκράτητος ὁ Κλεῖτος. ῎Εσπρωξε τό θυρωρό ἄγρια καί πήδησε πάνω ἀπό ἕνα μεγάλο πήλινο ἀμφορέα μέ φυτά, πού ἔγειρε καί τοῦ γέμισε τό σάνδαλα μέ χώματα, κάνοντάς τον νά καθυστερήσει ἀδειάζοντάς τα.
— Συλλάβετε τούς Χριστιανούς! ἀκούστηκε ἡ φωνή του μαζί μέ τοῦ ᾿Ανδροκλῆ.
Ποῦ βρίσκονταν ὅμως γιά νά τούς συλλάβουν; ᾿Εκεῖ πίσω ἀπ’ τό σπίτι τοῦ Τιμαίου ξεχώριζε ἡ ἀπόμακρη ὁμιλία. Σέ ποιό σημεῖο ὅμως; Νά ἦταν ἡ συνάθροιση στήν αἴθουσα τῆς ὑποδοχῆς; Νά γινόταν σέ κάποιο δωμάτιο, στό ὑπόγειο, στά οἰκήματα τῶν δούλων ἤ στό ὕπαιθρο; Φῶς δέν ξεχώριζε πουθενά γιά νά τούς ὁδηγήσει. Καί ἡ φωνή δέν ἀκουγόταν πιά. Καί θόρυβος κανένας.
῾Ο ᾿Ανδροκλῆς εἶχε πεῖ, ὅτι εἶχε δεῖ ἀπό νωρίς τόν Τιμαῖο στόν δρόμο πρός τήν ᾿Απολλωνία, στήν ἅμαξα μέ τή γυναῖκα του. Οἱ δοῦλοι φαίνονταν στό μπροστινό μέρος τοῦ κήπου νά σκάβουν στή σειρά ἕνα μακρύ αὐλάκι γιά πότισμα. ῾Οπότε ὁ ὁμιλητής θά ἦταν κάποιος ξένος πού μέ τήν ἄδεια βέβαια τοῦ οἰκοδεσπότη συνωμοτοῦσε ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ὑποκινοῦσε νά ἀδιαφορεῖ ὁ λαός γιά τά διατάγματά του. Αὐτόν ἔπρεπε νά συλλάβουν τώρα καί ὅλους ἐκείνους πού τόν ἄκουγαν.
Κάποια στιγμή ξεχώρισε ὁ Κλεῖτος, μέσα ἀπό τά φυλλώματα καί μέσα στοῦ δειλινοῦ τά βαθυπόρφυρα πέπλα, ἕναν ἄσπρο χιτῶνα. Οἱ στρατιῶτες πού εἶχαν μπεῖ πιά στόν περίβολο θά μποροῦσαν σέ λίγο νά τοῦ περάσουν ἁλυσίδες τοῦ ἀποστάτη.
Μέσα στά βαθυπόρφυρα χρώματα ξεχώρισε ἀκόμη ὁ Κλεῖτος θαμπά καί τό γιό του τόν ᾿Αλέξανδρο, πού θά εἶχε πηδήσει ἀσφαλῶς ἀπ᾿ τό πίσω μέρος τοῦ φράχτη γιά νά τόν βοηθήσει. ῾Η βοήθειά του θά ἦταν πολύτιμη. Δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, γιατί μιά μικρή αἰχμηρή πετρούλα πού εἶχε μείνει στό σάνδαλό του, ἀπ᾿ τά χώματα τοῦ ἀμφορέα, τοῦ πλήγωσε τό πόδι στό ἀφηνιασμένο του τρέξιμο καί τόν ἀνάγκασε νά σταθεῖ ἀνήμπορος. ῎Εσκυψε νά τή βγάλει. Καί ὁ ᾿Αλέξανδρος δέν φάνηκε πουθενά γιά νά τόν βοηθήσει.
— Ποῦ εἶναι οἱ συνένοχοί σου; ἀκούστηκε ἄγρια μέσα στό σκοτάδι πιά νά μιλάει ὁ ἀξιωματικός.
᾿Απόδειξη ἡ φωνή του, ὅτι εἶχε πιάσει τόν πρῶτο Χριστιανό κι ἀναζητοῦσε τούς ἄλλους.
— Οὔτε ἔνοχος εἶμαι οὔτε συνενόχους ἔχω, τοῦ ἀποκρίθηκε ἤρεμα ἐκεῖνος.
— Μιλοῦσες ἐδῶ σέ κάποιους. Ποῦ εἶναι;
— Μπορεῖτε νά ἐρευνήσετε...
Δυνατό χτύπο ἄφησε ἡ καρδιά στή μικρή φράση. Μόλις ἄκουσε ὁ σκοπός - φρουρός τους τίς πρῶτες φωνές τοῦ Κλείτου δόθηκε αὐτοστιγμεί τό σῆμα γιά νά διαλυθοῦν ἀμέσως ἀπό μυστική διάβαση στό πίσω μέρος τοῦ περίβολου. Εἶχαν ὅμως προλάβει ὅλοι νά ἀπομακρυνθοῦν; Γι᾿ αὐτό ἄφησε δυνατό χτύπο ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς θερμή παράκληση.
῏Ηταν μιά ὁμάδα ἀπό νεαρούς πού εἶχαν ἐκδηλώσει τήν ἐπιθυμία νά γνωρίσουν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν. ῾Ο Τιμαῖος πρόθυμα πρόσφερε τό σπίτι του καί εἶχαν γίνει ὥς τότε τρεῖς συγκεντρώσεις, χωρίς νά τούς ἀντιληφθεῖ κανείς. ᾿Εκεῖνο τό δειλινό ὅμως...
— «Πορεία! ᾿Αδείλιαστοι!», ἦταν τό σῆμα - σύνθημα, πού ἤξεραν ὅτι σήμαινε γρήγορη ἀναχώρηση, γιατί πλησίαζε κίνδυνος.
Μέ σιωπή καί ταχύτητα πειθάρχησαν ὅλοι καί ἡ μικρή αἴθουσα στό ὑπόγειο, μέ τά τυλιγμένα ὑφαντά, ἐμπόρευμα γιά τό κατάστημα στό λιμάνι, ἦταν ἀδειανή. ᾿Εκεῖνος πού τούς μιλοῦσε αἰστάνθηκε τήν ὑποχρέωση νά βεβαιωθεῖ πρῶτα, ὅτι δέν ἦταν κανένας τους σέ κίνδυνο κι ὕστερα νά φύγει.
᾿Αλλά δέν πρόλαβε νά φύγει...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Η´

Στό βραδυνό τραπέζι ὁ Κλεῖτος τό πρῶτο, πού εἶχε νά πεῖ, ἦταν γιά τό περιστατικό τοῦ δειλινοῦ, πού τόν εἶχε γεμίσει ὑπερηφάνεια γιά τήν ἑτοιμότητα καί ταχύτητά του.
— Συνέλαβαν ἕνα νεαρό πού συνομωτοῦσε ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα, ἔκανε μ᾿ εὐχαρίστηση φέρνοντας τό κύπελο μέ τό κρασί στά χείλη του.
— Ποῦ; ρώτησε ὁ Καλλίνος.
— ᾿Εδῶ δίπλα στοῦ Τιμαίου. Δέν καταλάβατε τίποτα;
— ᾿Εγώ ἔλειπα, εἶπε ὁ ᾿Αλέξανδρος.
— ῎Ελειπες; Καί νά φανταστεῖς, ὅτι πίστεψα πώς εἶχες πηδήσει ἀπ᾿ τό φράχτη γιά νά μέ βοηθήσεις.
— Σέ τί νά σέ βοηθήσω;
— Νά συλλάβουμε τούς ἐχθρούς. Τούς κατήγγειλα. ῏Ηρθαν στρατιῶτες...
— Ποιούς ἐχθρούς;
— ῏Ηταν Χριστιανοί. Δέν προσέξατε τί εἶπα;
— ῎Α, ἐμένα δέν μ᾿ ἀρέσουν αὐτά, ἔκανε ἡ Μαρκέλλα. ῾Ο καθένας νά πιστεύει ὅ,τι θέλει.
— ῎Οχι ὅ,τι θέλει! ἀγρίεψε ὁ πατέρας της. Στούς θεούς μόνο...
— Καί τί ἔλεγαν γιά τόν αὐτοκράτορα;
— Δέν ἔλεγαν γιά τόν αὐτοκράτορα... ῎Ελεγαν τά δικά τους. Γιά τό φῶς, γιά τήν ἀρετή, λέει, πού δίνει ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο. Γιά τό φῶς του πού τόσοι τό ἀγάπησαν ὥς τό θάνατο... ᾿Ακατανόητα!
—῎Α!... Μήπως ἐκεῖνο τό χρυσό, πού εἶχα βρεῖ στό δρόμο κι ἔγραφε «υἱοὶ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας» ἦταν κανένα σύμβολό τους; ἔκανε ὁ Καλλίνος.
— Λές; Δέν τό ἤξερα τότε γιά νά καταγγείλω καί τό στρατιώτη, ἀπ᾿ τόν ὁποῖο εἶχε πέσει, ἔπεσε σέ κάποιο στοχασμό ὁ Κλεῖτος.
Τί νά τά θυμόταν ὅμως τά παλιά;
Στή σιωπή πού ἀκολούθησε οἱ περισσότεροι σκέπτονταν πώς ἄν ἦταν σύμβολό τους, ἦταν πραγματικά ὡραῖο σύμβολο καί οἱ λίγες λέξεις του θά ἔκαναν ὄμορφες καί φωτεινές τίς ἡμέρες τους. Γιατί τά αὐτοκρατορικά διατάγματα κατάτρεχαν τόσο ἐκείνους, πού ἤθελαν νά ζοῦν ὄμορφες καί φωτεινές τίς ἡμέρες τους;
Τήν ἴδια ὥρα, οἱ νεαροί πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ στό σπίτι τοῦ Τιμαίου – ἦταν δεκαπέντε περίπου – βρίσκονταν ἀσφαλισμένοι στά σπίτια τους. Τό σύνθημα· «Πορεία! ᾿Αδείλιαστοι!» τούς εἶχε γίνει πορεία ἀδείλιαστη, ἐνῶ ὁ νοῦς τους ξεδίπλωνε ἀκούραστα τά φτερά του καί τούς ἔφερνε ἔκθαμβους σ᾿ ἐκεῖνα πού εἶχαν ἀκούσει.
Λοιπόν, εἶχε τόση δύναμη νά σαγηνεύει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὥστε τόσοι ν᾿ ἀψηφοῦν τά πάντα γι᾿ αὐτό; Καί πολλοί, νεαροί στά χρόνια τους! Καί μικρότεροι ἀκόμη!
Δώδεκα χρονῶν, λέει, ἡ Πίστις. Κι ἡ ἀδελφή της ἡ ᾿Ελπίδα, δέκα χρονῶν κι ἡ μικρότερη ἀδελφή τους, ἐννέα χρονῶν! Παιδιά μικρά δηλαδή μέ μιά γενναιότητα γιγάντια, πού δέν κάμφθηκε στά πιό μεγάλα μαρτύρια! Στή Ρώμη αὐτές.
Στήν Κέρκυρα, ἡ Κερκύρα λίγο μεγαλύτερη, δεκάξη χρόνων, κόρη τοῦ ἔπαρχου. Τήν καταδίκασε ὁ πατέρας της κι ἐκείνη εἶπε μέ δύναμη· «Μπορεῖτε νά στήσετε τροχό, νά ἀνάψετε φωτιά, νά ἑτοιμάσετε μαχαίρια, νά μεταχειριστεῖτε διάφορα βασανιστήρια, ἡ Κερκύρα ὅλα τά περιφρονεῖ»! Τήν ἔρριξαν στή φωτιά. Κι ἀπό ἐκεῖ ἀκούγονταν οἱ ὕμνοι της. Πιό λαμπρά τά λόγια της ἀπ᾿ ὅλους τούς πολύτιμους λίθους, πού εἶχαν πρίν τά κοσμήματά της κι ἡ χρυσοστόλιστη στολή της, πού τά εἶχε πουλήσει κι εἶχε μοιράσει τά χρήματα στούς φτωχούς.
Στή Νικομήδεια λίγα χρόνια πρίν τέσσερες νεαροί, πού ρίχτηκαν στή φωτιά, ἀλλά δυνατή βροχή ἔσβησε τή φωτιά καί στό τέλος τούς ἀποκεφάλισαν.
Στά μέρη τῆς Καππαδοκίας ὁ δεκαπεντάχρονος Μάμας, λίγα χρόνια πρίν κι αὐτός. Στή Ρώμη ἡ εἰκοσάχρονη Καλλιόπη...
Δέν πρόλαβαν ν᾿ ἀκούσουν γιά περισσότερους. ῞Ομως καί λιγότεροι νά ἦταν φανέρωναν πόσο ἄσειστοι καί ἀσαγήνευτοι ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα, μένουν ὅσοι θέλγονταν ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
— ῎Απειροι ἥλιοι κι ἄν λάμψουν, δέν φτάνουν τό φῶς τό δικό Του! τούς εἶχε πεῖ ἀρχίζοντας ὁ νεαρός ὁμιλητής! Μιά ἀκτίνα ἀπ᾿ τή δόξα Του φάνηκε στό Θαβώρ, ὅταν ζοῦσε στή γῆ, κι ἔλαμψε τό πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο. ῾Υπολογίστε μερικές ἀκτῖνες ἀπ᾿ αὐτή τή δόξα... Κι ὕστερα σκεφθεῖτε πόσο ἀπερίγραπτα συγκλονιστική σέ φῶς εἶναι ὅλη ἡ δόξα Του... Γι᾿ αὐτό οἱ πιστοί Του διακηρύττουν στά πραιτώρια ὅτι δέν δέχονται γιά λίγα χρόνια ζωῆς νά χάσουν τά οὐράνια. Γι᾿ αὐτό τονίζουν ἀπτόητοι· Εἶμαι τοῦ Χριστοῦ· στή ζωή. Θά εἶμαι καί στό θάνατο!
Τούς εἶχαν κάνει βαθιά ἐντύπωση τά λόγια του κι ἡ ἐπιθυμία νά τόν ξανακούσουν γρήγορα εἶχε γεννηθεῖ σ᾿ ὅλους ἔντονη.
Κι ἡ τελευταία του φράση τούς εἶχε μείνει ζωηρή·
— Φωτεινή καί δυνατή νεότητα! Κι ἐμεῖς πού εἴμαστε νέοι, δυνατοί καί φωτεινοί!
Στό τραπέζι τοῦ Κλείτου μετά ἀπό τή σιγή ἄναψε πάλι ἡ συζήτηση.
— Τί εἴπατε γιά ἐκεῖνο τό χρυσό πλακίδιο; ρώτησε ἡ μητέρα, πού ἀπασχολημένη νά βάζει τίς μερίδες στά πιάτα, δέν εἶχε προσέξει τό θέμα.
— Λέγαμε ὅτι ἐκεῖνοι, πού ἔδειξαν τά πιό ἀνώτερα στήν κοινωνία, ὅπως ἀναγνώρισε ὁ δάσκαλος, χτίζοντας τέτοιες κατοικίες γιά τούς δούλους τους, εἶναι ἐχθροί καί πρέπει νά τούς καταγγείλουμε, δέν μπόρεσε νά συγκρατηθεῖ ὁ ᾿Αλέξανδρος.
— Καί καταγγελία σημαίνει ἀμφιθέατρο. ᾿Εγώ ἀπορῶ. Πῶς ἀντέχουν ἄνθρωποι λογικοί νά βλέπουν ἀνθρώπους νά σπαράζονται ἀπό ὕαινες καί λιοντάρια! ἔδειξε τή συμφωνία της κι ἡ Μαρκέλλα.
— Τί σχέση ἔχουν αὐτά μέ τό χρυσό πλακίδιο; θέλησε νά πάρει ἀπάντηση ἡ μητέρα.
῾Ο Καλλίνος τῆς ἐξήγησε·
— Εἶναι δυνατόν; ἀπάντησε μ᾿ ἀντίδραση ἐκείνη. Μπορεῖ νά ἀνῆκε σέ Χριστιανούς; Κάποιος φιλόσοφος τό εἶχε γράψει.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Θ´
Δέν εἶχε περισσότερες ἀπό δυό ἑβδομάδες στή Ρώμη ὁ Πέωνας, ὅταν τόν συνάντησε ὁ κίνδυνος ἀπειλητικός.
Μόλις εἶχε προμηθευτεῖ ἕνα πάπυρο μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπο τήν ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Ρωμαίους καί ξεκίνησε βιαστικός, βάζοντάς τον βαθειά στό χιτώνα του. Τό σπίτι τους, στή συνοικία κοντά στόν Παλατίνο λόφο, ὅπου εἶχαν τήν κατοικία τους παλιοί πραιτωριανοί, τούς εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, πού ἦταν ἄλλοτε πραιτωριανός, ἀλλά τώρα εἶχε προτιμήσει τά χτήματά του στήν Καμπανία.
῎Ηθελε ὁ Πέωνας νά βρεθεῖ ὅσο τό δυνατόν πιό σύντομα στήν ἡσυχία τοῦ δωματίου του γιά νά διαβάσει τά ἱερά λόγια πού τόσο τ’ ἀγαποῦσε.
Τόν συγκινοῦσε πού βρισκόταν σέ μιά πόλη, πού εἶχαν ἀκουστεῖ καί σ’ αὐτή τά βήματα τοῦ ἀποστόλου, ἀλλά καί ὁ ἦχος ἀπ’ τίς ἁλυσίδες του, ἀφοῦ τόσο διάστημα εἶχε μείνει σ’ αὐτή δέσμιος σ’ ἕνα οἴκημα μέ τή φύλαξη ἑνός στρατιώτη.
Καί ἡ ἐπιστολή του θ’ ἄφηνε τόν ἦχο τῆς φωνῆς του πού μιλοῦσε στούς κατοίκους της, χωρίς ἀκόμη νά τούς ἔχει ἐπισκεφθεῖ καί γνωρίσει.
Προχωροῦσε ὁ Πέωνας χαρούμενος καί βιαστικός, ἀλλά ξαφνικά ἕνα χέρι τόν ἅρπαξε ἀπό τόν ὦμο καί τοῦ σταμάτησε τό βῆμα.
— Εἶναι βέβαιο ὅτι κάτι κρύβεις! ἀκούστηκε ἄγρια πλάϊ του μιά φωνή.
῏Ηταν ἕνας στρατιώτης, πού εἶπε πώς τόν εἶχε παρακολουθήσει καί τόν διέταξε νά τόν ἀκολουθήσει στό δικαστικό βῆμα γιά νά ἀπολογηθεῖ.
Μ’ αὐτόν τόν τρόπο εἶχε συλλάβει κι ἄλλους Χριστιανούς κι οἱ ἀπολαυές του δέν ἦταν λίγες.
Τοῦ τράβηξε τόν χιτώνα, τοῦ ἅρπαξε τόν πάπυρο καί τό χρυσό πλακίδιο, πού ἦταν καρφωμένο ἐκεῖ καί πού δέν δυσκολεύτηκε νά τό βγάλει, καί τόν ὁδήγησε, χτυπώντας τόν μέ τό μακρύ του ἀκόντιο, στό πραιτώριο. Δυό δρόμους δεξιά.
— Τόν ἔχω παρακαλουθήσει! Πρέπει νά εἶναι Χριστιανός, εἶπε τραχειά σ’ ἕνα γραμματέα, πού βρισκόταν μπροστά σ’ ἕνα τραπέζι μέ κώδικες. ᾿Ελέγξετέ τον.
Πέταξε τόν πάπυρο καί τό πλακίδιο στό τραπέζι καί βγῆκε ἀπ’ τήν πόρτα.
Δέν ἦταν ὥρα δίκης. Δέν ὑπῆρχε δικαστής.
῞Ομως δίκη συνταραχτική ἔγινε ἔξαφνα. ῎Οχι γιά τόν Πέωνα. ῾Ο μηχανικός, ἕνας νέος ἄνδρας, πού βρισκόταν ἐκεῖ γιά κάποιες ἐπιδιορθώσεις καί διαρυθμίσεις, ἔριξε ἀδιάφορα τό βλέμμα πάνω σ’ ἐκεῖνα πού ἄφησε ὁ στρατιώτης στό τράπεζι.
Καί μέ μιᾶς, ἄνοιξε ὀρθάνοιχτα τά μάτια...
῎Ανοιξε ἐρευνητικά ἀχόρταγα τά μάτια, παρατηρητικά, στηλωμένα πάνω στό χρυσό πλακίδιο, πού ἄστραφτε στό φῶς τοῦ ἥλιου πού ἔμπαινε ἀπ’ τό παράθυρο.
῎Εχοντας ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν ὁ γραμματεύς εἶχε πάει στή διπλανή αἴθουσα. Κι ὁ μηχανικός Λεόντιος ἔμεινε μέ τ’ ἀχόρταγα βλέμματά του νά περιεργάζεται ἐκεῖνο τό χρυσό ἀντικείμενο σ’ ὅλες του τίς λεπτομέρειες. Τό πάχος τοῦ χρυσοῦ, τή μικρή τρύπα στό κέντρο στήν ἀριστερή πλευρά, μιά χαραξιά στή δεξιά γωνία... Καί τά γράμματα...
Τά γράμματα, τίς λέξεις· “πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας”... Τίς λέξεις παρακάτω· “Πρὸς Θεσσαλονικεῖς”.
῎Εσκυψε. ῎Εσκυψε περισσότερο γιά νά τό δεῖ ἀπό κοντά, γιά νά συμπεράνει μέ βεβαιότητα.
— Ποῦ τό βρῆκες ἐσύ αὐτό; ρώτησε σάν λαχανιασμένος.
Κι εἶχε ἱδρώσει.
— Ποῦ τό ἀγόρασες;
῾Ο Πέωνας δέν μπόρεσε νά ἐξήγησει τήν τόση ταραχή του.
— Μοῦ τό χάρισαν, εἶπε.
— Πότε; Ποιός; ψιθύρισε ὁ Λεόντιος, μέ ματιά τώρα, πού δέν κοιτοῦσε τήν αἴθουσα, τό τραπέζι μέ τούς κώδικες, τίς ἡλιακτῖνες πάνω στό χρυσάφι μέ τίς λίγες γραμμένες λέξεις.
Μέ ματιά πού κάποια χέρια μόνο κοιτοῦσε. Χέρια νεανικά πού μέ προσοχή, μέ κόπο, μέ πόθο, μέ λαχτάρα χάραζαν μέ το μαχαιρίδιο ἐκεῖνες τίς λέξεις.
Κάποια χέρια... Τά χέρια του...!
῏Ω, ἐκεῖνα τά δροσερά, τά νεανικά του χρόνια, πού δεκαπεντάχρονος τότε ἄκουσε γιά πρώτη φορά τοῦ Χριστοῦ τά λόγια!
᾿Εκεῖνα τά χρόνια πού ἦταν τέτοια, γιατί ἦταν γεμάτα ἀπό φῶς! Στή σκέψη καί στήν καρδιά. ᾿Ανάμνηση χαρούμενη... Κι ὀδυνηρή...
— ῎Αχ! σκοτάδι πού σέ προτίμησα! μονολόγησε μέ πίκρα.
Σκοτάδι! Κι ἔνιωσε τό χείμαρρο αὐτοῦ τοῦ σκοταδιοῦ, πού εἶχε τότε ὁρμήσει μέσα του, νά παίρνει πάλι τήν ὁρμητικότητά του γιά νά συνεπάρει στό ρόχθο του τήν ἀνάμνηση ἀπό τά γλυκά, τά εἰρηνικά, τά εὐτυχισμένα χρόνια. Ναί. Καλύτερα. ῎Επρεπε νά ξεχαστοῦν, νά πιστέψει πώς δέν ὑπῆρξαν ποτέ. Πώς δέν ὑπῆρξαν...; Αὐτά, πού μέ κάθε του ἀνάσα, ἀνάσαιναν μέσα του!
῾Ο Πέωνας βλέποντας τό συνταραγμό του θέλησε νά τόν βοηθήσει.
— Σᾶς θυμίζει τίποτα, κύριε; ρώτησε.
Τόν κοίταξε ἐκεῖνος σάν νά μήν ἔβλεπε. Σάν νά ἔβλεπε μόνο ἐκεῖνα τά χρόνια, πού ἤθελε νά λησμονήσει, μά πού δέν εἶχαν λείψει ποτέ ἀπό τό νοῦ του.
— Τί μοῦ θυμίζει εἶπες;...
Δίστασε γιά λίγο, μά τήν τόλμησε τήν ἀπάντηση.
— ῞Ενα κόσμο μοῦ θυμίζει... ᾿Εσύ...; Εἶσαι Χριστιανός ἐσύ;
— Εἶμαι! Καί θά εἶμαι! ἔκανε ἔντονα ὁ Πέωνας ξέροντας τίς συνέπειες τῆς ὁμολογίας του.
῎Εγινε σιγή.
— ᾿Εγώ... ἤμουνα... Καί δέν εἶμαι..., ψιθύρησε ὁ Λεόντιος μ’ ἕνα κόμπο στό λαιμό.
—...῞Ομως τό· “Καί θά εἶμαι!” μπορεῖς, κύριε, νά τό πεῖς καί σύ. Εἶναι πανάγαθος ᾿Εκεῖνος καί μᾶς δέχεται πάλι. Πάλι, ὅσο κι ἄν φταίξαμε...!
Ζαλίστηκε ὁ Λεόντιος.
— ῎Αχ, σκοτάδι πού σέ προτίμησα! ἔκανε μέσα του μέ πόνο ξανά.
῎Απειρες δημιουργήθηκαν στό νοῦ του οἱ σκέψεις, καθώς ἡ ματιά του ἔπεσε πάλι στό μικρό του χρυσούργημα, πού μόνος του εἶχε σκεφτεῖ νά τό κάνει, χωρίς νά τό ἔχει δεῖ πουθενά.
— ῎Αχ, σκοτάδι!... Μοῦ τό ἔστειλε μπροστά μου πάλι ὁ Θεός γιά νά καταλάβω τή ζημιά πού μοῦ ἔκανες, σκοτάδι, ἀφαιρώντας μου τήν ἡμέρα καί τό φῶς ἀπ’ τή ζωή μου;
Καί ὑπάρχει ζωή στή γῆ χωρίς ἥλιο καί ἡμέρα;
Καί ὑπάρχει ζωή στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στή σκοτεινιά; Καί ὑπάρχει λησμονιά στή σκοτεινιά, καθώς μέρα-νύχτα φέρνει τό φῶς-ὅραμα στή σκέψη καί στούς πόθους; Καί ὑπάρχει λησμονιά στούς καρπούς τῆς λωτιᾶς, ὅπως ἤθελε ὁ ῞Ομηρος, πού ἡ γλύκα τους ἀντί νά χορταίνει, φέρνει τήν πεῖνα γιά ἐκεῖνα πού ἔχασες;
᾿Ατέλειωτες οἱ σκέψεις συντάραξαν περισσότερο τόν Λεόντιο.
Τί κι ἄν εἶχε κερδίσει χρήματα καί φήμη γιά τά ἀξιόλογα ἔργα του σάν ἀρχιτέκτονας; Τί κι ἄν τόν καλοῦσαν σέ δεῖπνα μέ σπάνια ποτά καί φαγητά συγκλητικοί καί πατρίκιοι; Τί κι ἄν τοῦ πρόσφεραν δῶρα στό τέλειωμα κάθε οἰκοδομῆς καί τόν κολάκευαν μέ ἀτέλειωτους ἐπαίνους γιά τά ὡραῖα του σχέδια καί τήν προσεγμένη, μέχρι στίς λεπτομέρειες, ἐκτέλεσή τους;
Αὐτός δέν τά ἔβλεπε μπροστά του ὅλα τοῦτα τά εὐχάριστα. Λίγες στιγμές, λίγες ὧρες τό πολύ ἡ εὐχαρίστησή του. ῞Υστερα;
῞Υστερα πάλι ἡ ἀπόμακρη φωνή πλησίαζε σιγά-σιγά, γινόταν πιό δυνατή κι ἔβγαινε, πότε φωναχτά πότε βουβά, ἀπ’ τά ξεραμένα χείλη του· ῎Αχ, σκοτάδι, πού σέ προτίμησα...!
Καί τούτη ἡ ἠχώ της εἴκοσι περίπου χρόνια, ἀπό τότε πού πούλησε τόν πρῶτο του πόθο καί εἴσπραξε, ὄχι χρήματα, ἀλλά τή νοσταλγία του τή δεινή...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ι´
Ποιός μποροῦσε νά νιώσει τί σήμαινε γιά τό μηχανικό Λεόντιο τούτη ἡ νοσταλγία, πού εἶχε πάντα στή σκέψη του στημένο τό θρόνο της;
Δέν εἶχε μπορέσει σ’ ἐκεῖνα τά χρόνια του τά ἐφηβικά νά φανεῖ δυνατός κι ἔξυπνος. Κάποια λόγια, κάποιες εἰρωνεῖες, κάποιες φοβέρες συνομηλίκων του στή σχολή καί στήν οἰκογένειά του τόν εἶχαν νικήσει.
— Κι ἐγώ μαζί σας! τούς εἶχε παραδοθεῖ μιά μέρα.
Κι ἐκεῖνοι πανηγύρισαν.
Κι αὐτός, τό πρῶτο πού ἀποφάσισε νά κάνει ἦταν νά πουλήσει τό χρυσό του πλακίδιο. Νά μή τό βλέπει. Νά μή θυμᾶται.
Νά μή θυμᾶται! Μά τό ξέχασε ποτέ; Δέν ἔγινε ἐχθρός. Δέν πρόδωσε κανένα ἀπ’ τούς πιστούς, πού τόσους ἤξερε. ῏Ηταν ὅμως ὁ νεαρός μέ τήν ἀνύπαρκτη θέληση, πού ὁ κάθε ἄνεμος τόν κινοῦσε νά συμφωνεῖ μέ τούς πολλούς, ἀνέμελα καί ἀσυλλόγιστα.
᾿Ασυλλόγιστα δέν εἶχε διαλέξει γιά σύντροφο τῆς ζωῆς του τήν κόρη ἑνός φανατικοῦ εἰδωλολάτρη, ὑπολογίζοντας μόνο τά χτήματα καί τά κοσμήματά της; Τώρα, μάχη καί διαμάχη, ἡ κάθε μέρα τους. ᾿Ασυλλόγιστος, αὐτός ὁ ἔξυπνος, ὁ ἐπιστήμονας!
῞Υστερα ἀπ’ τοῦ Πέωνα τήν τελευταία φράση «μᾶς δέχεται πάλι, ὅσο κι ἄν φταίξαμε» μιά ἀκτίνα σάν νά ἄστραψε μέσα του.
— Σοῦ τό χάρισαν, εἶπες; ρώτησε. Εἶναι δικό σου; Μπορῶ νά τό ἀγοράσω τώρα; Γιατί σοῦ τό χάρισαν; Δέν τό ἤθελαν;
— ῎Οχι! ᾿Επειδή θά ἔφευγα μοῦ τό ἔδωσαν γιά νά μοῦ θυμίζει πολλά. Καί μοῦ ἔγραψε ἕνας φίλος μου, προχτές μ’ ἕνα ταξιδιώτη πού ἦρθε, «Νά μή ξεχνᾶς ποτέ τίς χρυσές λέξεις πού πῆρες μαζί σου. Αὐτές μποροῦν νά βοηθήσουν καί ἄλλους»!
— Νά βοηθήσουν κι ἄλλους, προφήτεψε; ᾿Εμένα πρῶτα! ᾿Εμένα πού τό ἔγραψα κάποτε καί τό διέγραψα μετά...
— Δικό σου ἦταν, κύριε; ξαφνιάστηκε ὁ Πέωνας.
— Νά! ᾿Εδῶ δέν πῆγε σωστά τό χέρι μου κι ἔγινε τό «φωτός», πιό μεγάλο. Νά, ἐκείνη ἡ χαραξιά, πού ἔμεινε, καθώς μοῦ ξέφυγε τό μαχαιρίδιο στή δεξιά γωνιά. ῏Ηταν χρυσουργός ἕνας συγγενής μας καί μοῦ εἶχε δείξει τήν τέχνη... Μοῦ εἶχε δώσει καί τά ἐργαλεῖα...
Στέναξε.
— Στόν χρυσό ἔμειναν οἱ χρυσές λέξεις... Στήν καρδιά μου ἐξαφανίστηκαν.
— Δέν ἐξαφανίστηκαν! ἔκανε ἔντονα ὁ Πέωνας. Τά λόγια σου δείχνουν, πώς εἶναι βαθιά γραμμένες κι ἐκεῖ, κύριε.
— Ναί, εἶναι ἀλήθεια... ῎Ελειψαν ἀπ’ τή ζωή μου. ῎Οχι ἀπό τή σκέψη μου... Εἶναι τό χέρι τοῦ Θεοῦ πού σ’ ἔφερε ἐδῶ καί τό ἔφερε κι αὐτό μπροστά μου... Θέλω νά τό πάρω. Νά τό πληρώσω σ’ αὐτούς πού σοῦ τό χάρισαν.
— Δέν εἶναι ἐδῶ. Εἶναι στή Θεσσαλονίκη.
— Στή Θεσσαλονίκη; ᾿Εκεῖ εἶχα βρεθεῖ σ’ ἕνα ταξίδι μέ τόν πατέρα μου τότε...
Κάποια βήματα, πού πλησίαζαν, τούς ἔκαναν νά διακόψουν. ῏Ηταν ὁ γραμματέας πού ξαναγύριζε στό γραφεῖο μέ τούς κώδικες.
῾Ο μηχανικός πῆρε ἄλλο τόνο.
— Οἱ ἐπισκευές εἶναι ἀπαραίτητες, εἶπε. Θά στείλω ἐργάτες ἀπό αὔριο. Πρέπει νά στηριχτοῦν οἱ κίονες στήν κεντρική πύλη. Πρέπει νά εὐρύνουμε τή διπλανή αἴθουσα μεταθέτοντας τόν τοῖχο δεξιά. Κι ὅ,τι ἄλλο προκύψει.
— Καί πόση θά εἶναι ἡ ἀμοιβή; ρώτησε ὁ γραμματέας μέ ἀνησυχία γιά τά ἔξοδα, καθώς τό ταμεῖο ἦταν κενό.
— Τά ἡμερομίσθια γιά τούς ἐργάτες μόνο. Γιά τόν ἑαυτό μου θέλω ἐκεῖνο τό χρυσό... Καί τοῦτον τό νεαρό νά μέ συνοδεύσει, γιατί ἔχω τήν ἀνάγκη του...
Εὐχαριστήθηκε ὁ γραμματέας μέ τούς ὅρους αὐτούς καί δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιώτη, ξέροντας τή φιλοχρηματία του.
— ᾿Αφοῦ ἔχει αὐτή τήν ὥρα ἐδῶ εὐθύνη ὁ μηχανικός γιά τά μεγάλα, τί θά πῶ ἐγώ γιά τά μικρά; εἶπε καί γέλασε γιά τήν ἀπάντηση πού βρῆκε.
— Αὔριο μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου οἱ ἐργάτες θά εἶναι ἐδῶ, εἶπε ὁ Λεόντιος, παίρνοντας ἀπ’ τό τραπέζι τόν πάπυρο καί τό πλακίδιο. Θά φροντίστε νά εἶναι ἡ πύλη ἀνοιχτή.
— Ναί, ὅπως πρέπει νά γίνει, θά γίνει, ἔκανε ὁ γραμματέας καί τούς συνόδευσε ὥς τήν ἔξοδο.
῾Ο Πέωνας δέν ἤξερε τί νά πεῖ ὕστερα ἀπ’ αὐτή τήν τροπή, πού εἶχε πάρει ἡ ὑπόθεση.
῞Ομως ἡ χαρά του, γιά τοῦ μηχανικοῦ τή μεταστροφή πού τήν ἔδειξε καί μέ τήν εὐθύνη, πού σήκωνε ὁδηγώντας τον στήν ἐλευθερία, τόν εἶχε πλημμυρίσει. ῞Οσο κι ἄν θά τοῦ ἔλειπε τό συμβολικό δώρημα ἀπ’ τή Θεσσαλονίκη, ἦταν δίκαιο νά γυρίσει στόν πρῶτο του κάτοχο. Τά μιλήματά του θά συνέχιζαν νά λένε πολλά. Καί στούς δυό τους τώρα.
— ῎Ησουν στή Θεσσαλονίκη εἶπες; ρώτησε, μόλις ἀπομακρύνθηκαν κάπως, ὁ Λεόντιος. Θά ξέρεις ἐκεῖ Χριστιανούς. Πές μου ποῦ μπορῶ νά τούς βρῶ; Θέλω νά πάω...
῾Ο Πέωνας βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Νά ἔδινε διευθύνσεις; Μήπως θά ἔβαζε σέ κίνδυνο τούς ἀδελφούς σέ περίπτωση, πού ὁ ξένος θά ἄλλαζε πάλι γνώμη κι ἔμπαινε στόν πειρασμό νά τούς καταδώσει; Κι αἴτιος γι’ αὐτό νά ἦταν ὁ ἑαυτός του;
— Θεέ μου, βοήθησε! ἔκανε μέσα του. ῞Αγιε Παῦλε ᾿Απόστολε! Μήν ἐπιτρέψεις νά γίνει κάτι τέτοιο στήν ἀγαπημένη σου πόλη.
— Πές μου, ποῦ θά βρῶ ἕνα ἱερέα ἐκεῖ νά πῶ τά κρίματά μου... ᾿Από τότε πού εἶχα περάσει ἀπ’ τή Μακεδονία θά ἔχουν πολλά ἀλλάξει.
— Μόνο τό ὡραῖο ἔργο τῶν χεριῶν σου καί τῆς καρδιᾶς σου δέν ἄλλαξε, κύριε. Εὐχαριστῶ γιά τά βιώματα πού μοῦ χάρισε ὅσο τό εἶχα ἐπάνω μου. Εὐχαριστῶ καί γιά τή σημερινή σου φροντίδα γιά μένα, εἶπε ὁ Πέωνας μέ συγκίνηση. ῾Ο Χριστός, πού τό ἔφερε πάλι μπροστά σου, θά φέρει ἐκεῖ εὐκαιρίες γιά τῆς ψυχῆς τίς ἀνάγκες.
῞Υστερα βρῆκε μιά καλή λύση.
— Τό λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι μεγάλο καί πολλοί ὑπάλληλοι τοῦ τελωνείου καί ἀχθοφόροι ὑπάρχουν ὅλες τίς ὧρες ἐκεῖ. Ρώτησε κάποιον γιά τό πανδοχεῖο τοῦ Εὐθυκλῆ καί θά σέ ἐξυπηρετήσουν. Αὐτός θά σέ πληροφορήσει.
῎Εχει πάει τώρα ἐκεῖ ἕνας ἔπαρχος πολύ σκληρός καί δέν ξέρω πῶς θά εἶναι οἱ συνθῆκες. ῞Ομως ὁ Θεός ἀπαντάει μ᾿ ἀγάπη στούς πόθους μας καί ὅλα θά τά εὐοδώσει.
— Δέν εἶδες πῶς ἀπάντησε καί σήμερα; Μέ τί ἀπρόσμενο καί θαυμαστό τρόπο; Πόθος γιά τό φῶς Του ἦταν ὁ στεναγμός, πού τόσο συχνά ἄφηνα· Τό «῎Αχ σκοτάδι πού σέ προτίμησα!» Πόθος καί πόνος γιά τήν ἀδυναμία πού τότε ἔδειξα, ὑποκύπτοντας σέ κάποιων φίλων τίς παρακινήσεις, τίς εἰρωνεῖες. ῎Αχ, νά εἶχα κάποια δύναμη νά τούς παραμερίσω ἀπό μπροστά μου, νά τούς βροντοφωνάξω, σάν τόν Διογένη, ἐκεῖνον τό φιλόσοφο, νά τό ἀπαιτήσω ἀπ᾿ τόν καθένα· «Φύγε ἀπό μπρός μου! Μή μοῦ κρύβεις τόν ἥλιο»! Δέν τό ἔκανα κι ἔγινα λιποτάκτης...
— Κι ἐκεῖνος ὁ Διογένης ἐννοοῦσε τόν ὑλικό ἥλιο πού μέ τη σκιά του τοῦ στεροῦσε ὁ βασιλιάς ᾿Αλέξανδρος λέγοντάς του ὅτι ἦταν πρόθυμος νά τοῦ δώσει ὅ,τι θά τοῦ ζητοῦσε καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μέ τό ἀπρόσμενο «ἀποσκότησόν μου»! Δέν ἤθελε τίποτα. Τί θά πρέπει νά λέμε ἐμεῖς σέ καθένα καί σέ κάθε τί, πού μᾶς σκιάζει τόν ῎Αδυτο ῞Ηλιο! Εὐχαριστῶ, κύριε, γιά τίς σκέψεις τοῦτες. ῾Η πικρή πεῖρα κάποιων μπορεῖ νά γίνεται ἐμπειρία γλυκιά γιά πολλούς.
Σέ λίγο ἀποχαιρετίστηκαν θερμά. ῾Ο πάπυρος μέ τό ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς «πρός Ρωμαίους» εἶχε κρυφθεῖ καλά κάτω ἀπ᾿ τόν ἀκριβό μανδύα τοῦ Λεόντιου, δῶρο τοῦ Πέωνα.
῾Ο Πέωνας γύρισε στό σπίτι του στερημένος ἀπό ἐκεῖνα πού ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει, ἀλλά πλούσιος σέ πολλά.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

(ΙΑ´)
—Δέν ἦρθε ἀκόμη τό παιδί ! εἶπε σκεπτική ἡ Φοίβη, βάζοντας ἀργά καί τό τελευταῖο πιάτο στό τραπέζι.
— Ναί. ῎Αργησε. Γιατί ἄργησε; ἔδειξε τήν ἀνησυχία του κι ὁ Σεκοῦνδος, ὁ ἄνδρας της.
— Δέν σοῦ εἶπε ποῦ θά βρισκόταν;
— Μοῦ εἶπε. ᾿Αλλά τόσο ἀργά καί νά μήν ἔχουν ἀκόμη τελειώσει;
Δέν τούς εἶχε συνηθίσει μέ βραδυνές καθυστερήσεις ὁ γιός τους καί τώρα πού εἶχε πέσει ἡ νύχτα ἀπό ὥρα, δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τήν ἀργοπορία του.
Τούς εἶχε τόσο ἱκανοποιήσει αὐτό τό παιδί ! Χαρά καί καύχησή τους εἶχε γίνει, καθώς ἀπό μικρό πρόσεχε τίς συμβουλές τους κι ἔδειχνε μιά θερμή ψυχή πού ἀγαποῦσε κάθε καλό. ᾿Από μικρό. ᾿Αλλά καί σέ τοῦτα τά δεκαεπτά του χρόνια εἶχε γίνει τό καύχημα καί γιά πολλούς ἄλλους μέ τή χριστιανική του καρδιά, μέ τή ζωντάνια καί τή δροσιά του.
— Γιατί ἄργησε; ἀναρωτήθηκε πάλι ὁ Σεκοῦνδος καί σκέφτηκε πώς θά ἔπρεπε νά βγεῖ, νά τόν ἀναζητήσει.
Μήπως τόν εἶχαν καθυστερήσει κάποιοι συγγενεῖς; Μήπως κάπου χτύπησε μέσα στό σκοτάδι;
῎Η...;
Δέν θέλησε ν’ ἀφήσει τή σκέψη του νά προχωρήσει, νά φέρει ὀλιγοπιστία κι ἀναστάτωση. Θά πήγαινε νά τόν βρεῖ. Νά τόν συνοδεύσει στό γυρισμό του. Τούς εἶχε πεῖ ποῦ θά βρισκόταν. Μακριά βέβαια ἀπ’ τή δική τους ἀπόμερη συνοικία, ἀλλά κοντά γιά τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του.
῎Εριξε ἕνα πιο βαρύ χιτώνα ἐπάνω του γιά τή βραδυνή ψύχρα καί βγῆκε.
— Νά ἔρθω κι ἐγώ μαζί; ἔκανε μέ λαχτάρα ἡ Φοίβη.
— ῎Οχι· ᾿Εσύ περίμενέ μας. Καί νά μᾶς ἔχεις ἕτοιμο τό φαγητό.
Σκοτεινοί οἱ δρόμοι στή συνοικία τους. Μά ὅταν κατηφόρισε πρός τόν Θερμαϊκό καί φάνηκαν ἀπό μακριά πυρσοί στά πλοῖα καί στήν παραλία, σκέφτηκε πόσο εὐεργετικό ἦταν τοῦτο τό δῶρο, πού λεγόταν φῶς.
— Μήπως ξέρεις, διαβάτη, ποῦ βρίσκεται ἐδῶ κοντά τό πανδοχεῖο τοῦ Εὐθυκλῆ; τόν σταμάτησε κάποια φωνή ὅταν περνοῦσε ἀπ’ τό λιμάνι. Δέν κατάλαβα καλά, φαίνεται, τό δρόμο καί δέν μπορῶ νά τό βρῶ.
— Καλῶς ἦρθες, ταξιδιώτη! θεώρησε ὑποχρέωση ὁ Σεκοῦνδος νά εὐχηθεῖ. ῎Ερχεσαι ἀπό μακριά;
— ῏Ηρθα μέ τό πλοῖο ἀπό τούς Ποτιόλους, ἀπό τή Ρώμη.
— Καλῶς ἦρθες! Νά σέ πάω ὥς ἐκεῖ νά μήν ταλαιπωρηθεῖς μέσα στή νύχτα. Αὔριο πού θά ξημερώσει θά χαρεῖς ἀπ’ τά παράθυρά του, τοῦ ἥλιου τό φῶς σέ γαλανή θάλασσα κι ἀπέραντο οὐρανό! ῎Εχει ἀνοιχτό ὁρίζοντα μπροστά του.
— Αὔριο, ναί! Τοῦ ῞Ηλιου τό φῶς. ῎Εχω ἀναμνήσεις ἐδῶ κι ἦρθα νά τίς ξαναζήσω.
— Μεγάλο πράγμα οἱ ἀναμνήσεις, ὅταν μάλιστα εἶναι εὐχάριστες.
— Κι ὅταν πᾶνε νά τίς πνίξουν οἱ δυσάρεστες, μποροῦν νά ξαναγίνουν εὐχάριστες, χαμογέλασε ὁ ταξιδιώτης.
— Βέβαια! συμφώνησε ὁ Σεκοῦνδος. Βέβαια! ῞Οποιος μάλιστα καταφέρει νά τίς κρατήσει εὐχάριστες ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς εἶναι κερδισμένος... Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἶχαν ἐδῶ λαμπαδηδρομίες. ῎Εχεις δεῖ λαμπαδηδρομίες;
— ῎Οχι. Δέν ἔχω μείνει πολύ στήν ῾Ελλάδα.
— Γίνονται σέ διάφορες πόλεις. Τρέχει ἕνας νέος κρατώντας στό δεξί του χέρι ψηλά τή λαμπάδα, τόν πυρσό ἀναμμένο. Τρέχουν κι ἄλλοι. ῞Οποιος φτάσει πρῶτος στό τέρμα χωρίς νά σβηστεῖ ὁ πυρσός του εἶναι ὁ νικητής. Τό βραβεῖο εἶναι δικό του. ῎Αλλοτε πάλι ὁ ἕνας δίνει, σέ μιά ὁρισμένη ἀπόσταση, τόν πυρσό στό δεύτερο ἀθλητή, κι ἐκεῖνος τρέχοντας στόν τρίτο, μέχρι τόν τελευταῖο, χωρίς νά σβηστεῖ ὁ πυρσός, ὥς τό τέρμα. Καί τότε τό βραβεῖο εἶναι κοινό... ῎Αχρηστοι κόποι. ᾿Εμεῖς ἄς κρατᾶμε, φωτεινό πυρσό, ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς μας μόνο τό καλό, πού ἀφήνει πάντα εὐχάριστες ἀναμνήσεις.
Κόντευαν νά φτάσουν στό πανδοχεῖο τοῦ Εὐθυκλῆ. ῾Ο μηχανικός Λεόντιος θέλησε νά εὐχαριστήσει γιά τήν καλωσύνη καί τά λόγια τοῦ διαβάτη. Αὐτός ἤ κάποιος στό πανδοχεῖο θά μποροῦσε νά ἐκπληρώσει τόν πόθο του γιά ἕνα ἱερέα, πού θά τοῦ συγχωροῦσε τά βαριά κρίματά του μέ τήν ἐξαγόρευση, πού θά ἔκανε.
Δέν πρόλαβε νά μιλήσει, γιατί φτάνοντας στή φωτισμένη αὐλή τοῦ πανδοχείου κάποιος πού ἔβγαινε τράβηξε παράμερα τό συνοδό του.
Τόν τράβηξε παράμερα, ὅμως ἡ φωνή του ἀκούστηκε πνιγμένη.
— Σεκοῦνδε, τό ἔμαθες; Σεκοῦνδε, οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν τόν ῾Ηλιόφωτο!
— ῎Ελεος καί δύναμη, Κύριε! πνίγηκε κι ἡ φωνή τοῦ Σεκούνδου.
Τά πόδια του παράλυσαν. Πόνεσε ἡ καρδιά του. ῾Η στοργή του. ῎Οχι γιατί εἶχε τήν ἀνησυχία μήπως ὁ ῾Ηλιόφωτος δέν θά εἶχε τήν ψυχική ἀντοχή στή δύσκολη τούτη ὥρα. ᾿Αλλά πού ἀπ’ αὐτή τήν ψυχική του ἀντοχή θά τόν ἔχανε πιά. Θά ἔχανε τόν ὡραῖο του γιό πού... δέν ἦταν δικός του!
Γρήγορα ὅμως ἀνασυγκροτήθηκε κι ἐπιτίμησε τόν ἑαυτό του. Θά τόν ἔχανε; Τό ἀντίθετο! Θά τόν εἶχε τώρα πιό πολύ στή σκέψη του, στήν καρδιά του μέ τή χαρά του, πού θά εἶχε γίνει ἕνας μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ!
Ποῦ ἔπρεπε νά τρέξει πρῶτα; Στή Φοίβη νά τήν παρηγορήσει, νά τήν ἐνισχύσει μέ τά λόγια του ἤ στό πραιτώριο, στό στρατῶνα, στή φυλακή;
Γύρισε καί χαιρέτησε βιαστικά τόν Λεόντιο, χωρίς νά τοῦ ἀναφέρει τίποτα γιά τήν εἴδηση. Μά ἐκεῖνος ἔδειξε πώς εἶχε ἀκούσει, πώς εἶχε καταλάβει.
— Μήπως μπορῶ νά βοηθήσω σέ κάτι; ρώτησε. Νά μιλήσω στόν ἔπαρχο; ῎Εχω τόν τρόπο.
Σάν σύμβουλος στό δημαρχεῖο τῆς Ρώμης, τῆς κοσμοκράτειρας, ὁ Λεόντιος σκεπτόταν ὅτι τό κῦρος του θά εἶχε ἰσχύ στόν ἔπαρχο μιᾶς ἐπαρχιακῆς πόλεως. Κι αὐτός ὁ ῾Ηλιόφωτος, πού εἶχαν συλλάβει, θά μποροῦσε νά ἐλευθερωθεῖ, ἀφοῦ ἡ περίπτωσή του δέν θά εἶχε ἀκόμη περάσει στά ἐπίσημα ἀρχεῖα, ἄν βέβαια κρατοῦσαν τήν τάξη σωστά.
῎Εμεινε γιά λίγο, ἀναποφάσιστος ὁ Σεκοῦνδος κι ὕστερα εἶπε·
— Νά μιλήσεις; Εὐχαριστῶ... ῎Οχι. ῎Εχει τόν ῾Υπερασπιστή του... ῎Αν θέλει ᾿Εκεῖνος...
῎Εμεινε κι ὁ Λεόντιος γιά λίγο ἀναποφάσιστος, μήν ξέροντας ἄν ἔπρεπε νά ἐπιμείνει. Στό τέλος κατάλαβε ὅτι δέν ἔπρεπε. Εὐχήθηκε καλή ἔκβαση καί μπῆκε στό πανδοχεῖο.
Τήν ἡμέρα πού εἶχε συναντήσει τόν Πέωνα στή Ρώμη –λίγες ἡμέρες πρίν– καί εἶχε προγραμματίσει τήν ἐργασία γιά τήν ἐπιδιόρθωση στό κτίριο τοῦ δικαστηρίου ἔλαβε, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι του σχεδόν, τήν εἰδοποίηση ὅτι δέν ἔπρεπε ν’ ἀρχίσουν ἐκεῖνο τό διάστημα οἱ ἐργασίες, γιατί εἶχαν ὁριστεῖ σοβαρές δίκες καί ὁ χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι ἐλεύθερος.
῎Ετσι, ἦταν ἐλεύθερος κι αὐτός ἀπό ὑποχρεώσεις καί τό ταξίδι γιά τή Θεσσαλονίκη μπόρεσε νά πραγματοποιηθεῖ εὔκολα, ἀφοῦ πρόλαβε ἔγκαιρα τό πλοῖο πού θά ἔφευγε ἀπό τούς Ποτιόλους γιά ἐκεῖ.
῾Η θάλασσα ἦταν ἤρεμη καί ἡ πορεία τους ὁμαλή. Κι ὅσο κι ἄν οἱ ἐπιβάτες γύρω θορυβοῦσαν μέ δυνατές συζητήσεις γιά τίς ὑποθέσεις τους καί τά ἐμπόριά τους, αὐτός ἔβρισκε ἥσυχες ὧρες νά μιλήσει μέ τό παρελθόν του μυστικά. Γιά τούς καιρούς πού τό σκοτάδι νίκησε τό φῶς, ἀφήνοντάς του ἀσίγητο μέσα του τό στεναγμό “ἄχ, σκοτάδι πού σέ προτίμησα!”. Καί γιά τό γλυκοχάραμα τῆς νέας ἀνατολῆς, πού τό φῶς θά νικοῦσε τό σκοτάδι...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΙΒ´

Γιά τούτη τήν ἀνατολή θά βοηθοῦσε τόν Λεόντιο ὁ Εὐθυκλῆς ἤ κάποιος ἄλλος;
Τακτοποίησε τά πράγματά του στό καλοβαλμένο δωμάτιο, πού τόν ὁδήγησαν κι ὕστερα κατέβηκε ὁ Λεόντιος στή μεγάλη αἴθουσα μέ τά πολλά τραπέζια καί τούς πολλούς ταξιδιῶτες, γιά νά πάρει ἕνα ἐλαφρό δεῖπνο.
Δέν εἶχε τήν ποικιλία πού ἀπαιτοῦσε νά ἔχει τό δεῖπνο στό σπίτι του, οὔτε τά ἐκλεκτά φαγητά πού γευόταν μέ τίς προσκλήσεις τῶν πατρικίων καί τῶν συγκλητικῶν. ῞Ομως τοῦ φάνηκε πολύ νόστιμος ὁ ζωμός τοῦ μοσχαριοῦ καί πολύ τρυφερά τά χορταρικά στό ἄλλο πιάτο. Πολύ μυρωδᾶτο καί φρέσκο τό σιταρένιο ἀρτίδιο.
῞Υστερα ἔμεινε στή θέση του, περιμένοντας τόν Εὐθυκλῆ πού ἔλειπε. Νά εἶχε σχέση ἡ ἀπουσία του μέ τή σύλληψη ἐκείνου τοῦ ῾Ηλιόφωτου, πού ἄκουσε πρίν; - καί ποιός νά ἦταν; Τό ὡραῖο του ὄνομα, πού τοῦ ἔκανε ἐντύπωση, τοῦ θύμισε τό χρυσό του πλακίδιο. Μέ πόσους ὁλόφωτους ὁραματισμούς τό εἶχε γράψει! Κι ὕστερα...; “῎Αχ σκοτάδι...!”
— ῎Αχ σκοτάδι...! Νά μήν ξανάρθεις! ψιθύρισε καί θέλησε νά διώξει τή θλιβερή σκέψη.
῎Αλλωστε ἡ συντροφιά πού καθόταν κοντά του συζητοῦσε τόσο δυνατά, ὥστε τοῦ τράβηξε τήν προσοχή.
᾿Ανέφερε ἕνας μεγαλόσωμος ταξιδιώτης ἐντυπώσεις ἀπό τά ταξίδια του κι ἔφερε τό λόγο καί γιά τόν Κάρο, τόν αὐτοκράτορά τους.
— Σπουδαῖος! Σπουδαῖος στρατηλάτης! ἔλεγε δείχνοντας ὅτι ἤξερε πολλά γι’ αὐτόν. Στό Δούναβι νίκησε τούς Σαρμάτες καί τούς Κουάδους, παίρνοντας δεκαέξι χιλιάδες αἰχμαλώτους, ἀφοῦ εἶχε σκοτώσει στίς μάχες ἄλλους τόσους. Καί τώρα, στήν ᾿Ασία κοντεύει νά φτάσει, λένε, στήν Κτησιφῶντα κάνοντας τούς Πέρσες νά ὑποχωροῦν μέ πανικό.
— Λένε ὅτι ὁ βασιληάς τους ἔστειλε πρεσβεία σ’ αὐτόν ζητώντας εἰρήνη, πρόσθεσε κάποιος.
— Βέβαια! Καί μάλιστα τόν βρῆκαν σέ ὥρα πού ἦταν καθισμένος στή χλόη καί ἔτρωγε. Καί χωρίς νά ἀλλάξει θέση, ἔβγαλε τό κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ του -ξέρετε εἶναι τέλεια φαλακρός- καί τούς εἶπε· ῎Αν ὁ βασιληάς σας δέν ἀναγνωρίσει τήν κυριαρχία τῆς Ρώμης, σ’ ἕνα μῆνα μέσα θά κάνω τήν Περσία χώρα τόσο ἄδενδρη, ὅσο εἶναι τό φαλακρό κεφάλι μου...
Γέλασαν ὅλοι μέ δυνατό ξέσπασμα, μέ ἀσυγκράτητα σχόλια περηφάνειας γιά τήν τόλμη του καί γιά τήν ἐξυπνάδα του.
— ῎Εχει καί μυαλό γερό, ἀφοῦ ἦταν πρίν συγκλητικός.
— Εἶχε καί φήμη, ἀφοῦ ἦταν ἀρχηγός τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ προηγούμενου αὐτοκράτορα Πρόβου.
Γι’ αὐτό τόν ἀνακήρυξαν οἱ λεγεῶνες αὐτοκράτορα. Δίκαια!
— Δίκαια! συμφώνησαν ὅλοι κι ἄλλαξαν τό θέμα.
Οἱ τιμές, πού θά ζητοῦσαν γιά τά ἐμπορεύματά τους στήν ἀγορά, τούς ἀπασχολοῦσαν ἔντονα.
Καθώς ὁ Εὐθυκλῆς δέν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμη, ὁ Λεόντιος ἔριξε ὁλόγυρα τή ματιά μήπως διάκρινε κάποιον πού θά μποροῦσε νά τόν ρωτήσει ἄν ἤξερε νά τόν ὁδηγήσει σ’ ἕνα Χριστιανό ἱερέα.
Δέν φάνηκε νά βρῆκε. Κι ἡ ἀνάγκη νά ξεκουραστεῖ τόν ἔκανε ν’ ἀναζητήσει τό κρεββάτι γιά ὕπνο.
῏Ηταν ἡ ὥρα περασμένη πιά καί ἡσυχία ἐπικρατοῦσε στό πανδοχεῖο σέ λίγο. Θά μποροῦσε νά κοιμηθεῖ καλά. ῞Ομως μιά σιγανή φωνή ἀπ’ τό διπλανό δωμάτιο, πού τό ἕνωνε μέ τό δικό του κοινός ἐξώστης, τόν ἔκανε ν’ ἀνασηκωθεῖ. Ν’ ἀκούσει καλύτερα. Νά ξεδιψάσει.
— «Αὐτοί πού ἔχουν ἀναστατώσει ὅλον τόν κόσμο ἔχουν ἔρθει ἐδῶ»! φώναζαν, ἔλεγε ἡ φωνή.
᾿Αναταράχτηκε ὁ Λεόντιος. “Αὐτοί πού ἔχουν ἀναστατώσει τήν οἰκουμένη”! Ναί, τήν ἤξερε αὐτή τή φράση! Τή θυμᾶται! Τή θυμᾶται! Τότε πού εἶχε πρωτοέρθει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στή Θεσσαλονίκη κι εἶχαν πιστέψει μέ τό κήρυγμά του μερικοί ῾Εβραῖοι, πολλοί ῞Ελληνες καί πολλές γυναῖκες ἀπ’ τίς ἀνώτερες τάξεις, οἱ πολλοί ῾Εβραῖοι πού ἦταν στήν πόλη, ἀνησύχησαν.
Πλήρωσαν ἀγοραίους ἀνθρώπους, ξεσήκωσαν τόν ὄχλο στούς δρόμους, ἔπιασαν τόν ᾿Ιάσονα πού τόν φιλοξενοῦσε- ἀφοῦ δέν βρῆκαν τόν ᾿Απόστολο- ἔπιασαν καί μερικούς ἄλλους ἀπό τούς ἀδελφούς καί τούς ἔσυραν στούς ἄρχοντες, φωνάζοντας ἄγρια “αὐτοί πού ἔχουν ἀναστατώσει τήν οἰκουμένη ἔχουν ἔρθει ἐδῶ. Δέν ὑπακούουν στά διατάγματα τοῦ αὐτοκράτορα καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχει ἄλλος βασιληάς, ὁ ᾿Ιησοῦς”.
Περίμενε ὁ Λεόντιος ν’ ἀκούσει κι ἄλλα.
῾Η σιγανή φωνή δέν ἀκούστηκε πάλι. Φαίνεται εἶχαν κλείσει τό παράθυρο.
῞Ομως ἐκείνη ἡ φωνή, πού εἶχε πρωτοακουστεῖ ἄγρια, στήν πόλη, ἀκούγεται, ἀκούστηκε σέ πλῆθος πόλεις, ὄχι ἄγρια πιά, μά ἀναντίρρητη, βεβαιωτική, ἀποδείχνοντας μιά ἀλήθεια συγκλονιστική.
— Ναί! ῾Η πίστη Σου ἔχει ἀναστατώσει τόν κοιμισμένο στό σκοτάδι κόσμο, Χριστέ! ψιθύρισε μέ δάκρυσμα στά μάτια ὁ Λεόντιος, φέρνοντας στό νοῦ τή δική του περίπτωση. ῾Η ὁλόφωτη βασιλεία Σου, φέρνει θάμπος μέ τή λαμπρότητα τῆς ἁγνότητός της, μέ τό ἀσάλευτο τῆς δυνάμεώς της! Καί ἀναστατώνει σωτήρια! Εἴθε ὅλους στήν οἰκουμένη νά τούς ἀναστατώσει! Εὐεργετικά γι’ αὐτούς, τούς ἀναστατωμένους!
Πῆγε καί χτύπησε τήν πόρτα στό διπλανό δωμάτιο μέ λαχτάρα. Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νά ἐκπληρωθεῖ ὁ πόθος του, γιά τήν πληροφορία πού ζητοῦσε; Δέν τοῦ ἄνοιξε κανείς.
῾Η αὐριανή ἡμέρα θά τοῦ ἀπαντοῦσε μέ τούς τρόπους, πού θά ἔφερνε ᾿Εκεῖνος.
Μέ τόσους θαυμαστούς τρόπους δέν εἶχε σώσει καί τόν ᾿Απόστολο Παῦλο; Στή Θεσσαλονίκη δέν τόν βρῆκαν. Κι ὅταν ἐκεῖνοι οἱ ἐξαγριωμένοι ῾Εβραῖοι ἔμαθαν, ὅτι εἶχε πάει στή Βέροια κι ὅτι ἐκεῖ εἶχαν δεχτεῖ τό κήρυγμά του μέ πολλή προθυμία καί πολλοί εἶχαν πιστέψει καί πολλές γυναῖκες ἀπ’ τήν ἀνώτερη τάξη ἐπίσης, ἔφτασαν κι ἐκεῖ ξεσηκώνοντας τόν ὄχλο. ᾿Αλλά καί ἐκεῖ δέν τόν βρῆκαν, γιατί εἶχαν φροντίσει οἱ ἀδελφοί νά τόν στείλουν μέ πλοῖο ὥς τήν ᾿Αθήνα.
Σώζει ὁ Χριστός τούς πιστούς Του ὅταν θέλει, ὅταν κρίνει. Τούς πιστούς Του, πού τό κήρυγμά τους ἀναστατώνει τήν οἰκουμένη.
— Δέν ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχει ἄλλος βασιληάς, ὁ ᾿Ιησοῦς, ψιθύρισε ὁ Λεόντιος. Δέν τό λένε οἱ ἄνθρωποι. ῾Υπάρχει! ῾Υπάρχει Βασιλεύς τῶν πάντων καί πάντα καί γιά τόν καθένα! Δέξου με πάλι στούς πιστούς Σου, Κύριε...
῎Εκλαψε... Καί κοιμήθηκε.
...῾Ο Σεκοῦνδος γύρισε στό σπίτι μέ συγκίνηση βαθιά. Δέν εἶχε μπορέσει νά συναντήσει τόν ῾Ηλιόφωτο. Οἱ φρουροί ἦταν αὐστηροί στή φυλακή, λέγοντας ὅτι ὅποιος ἤθελε νά τόν δεῖ, θά τόν ἀντίκριζε τήν ἑπόμενη ἡμέρα στό δικαστήριο. ῎Η στό ἀμφιθέατρο!
῎Ακουσε τό βῆμα του ἡ Φοίβη καί ἔτρεξε στήν πόρτα νά ἀνοίξει.
— Δέν τόν βρῆκες; ρώτησε μ’ ἔκπληξη βλέποντάς τον μόνον.
Τό τραπέζι ἦταν στρωμένο. Καί κεῖ στή γωνιά κοντά στή θέση της ἕνας πάπυρος ἦταν ἀνοιχτός.
— Τί διαβάζεις; τή ρώτησε ὁ Σεκοῦνδος, θέλοντας νά πάρει κάποια ἀρχή γιά τήν ἀγγελία, πού θά τῆς ἔλεγε.
— ῞Ενα ψαλμό, ἀποκρίθηκε. Πόσο στηρίζουν τά λόγια του! “Εὐλογητός Κύριος ὁ Θεός μου... ἔλεός μου καί καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καί ρύστης μου, ὑπερασπιστής μου...” (Ψ.143, 2 )
— Καί γιά μᾶς καταφυγή μας καί ὑπερασπιστής μας! εἶπε ἀργά ὁ Σεκοῦνδος. Καί... γιά τόν ῾Ηλιόφωτό μας!
— Τί ἔγινε; Δέν τόν βρῆκες; κόντυνε ἀπό ἀγωνία ἡ ἀναπνοή τῆς Φοίβης.
— Τί θά μποροῦσε νά τοῦ κάνει ἡ δική μου φτωχή παρουσία, ἀφοῦ ἐκεῖνος βρίσκεται μαζί μέ τοῦ Κυρίου μας τή δύναμη καί προστασία;
Τῆς εἶπε τά λίγα πού ἤξερε.
— Χριστέ μου! ἔκλαψε ἡ Φοίβη.
Κάθισαν κι οἱ δυό σ’ ἕνα πάγκο ἀμίλητοι, ἐνῶ μέσα τους ἠχοῦσαν σάν παρηγοριά ἀπό τόν οὐρανό τά λόγια·
“... ῾Ο Θεός μου... ἔλεός μου καί καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καί ρύστης μου, ὑπερασπιστής μου...”
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Σοβαρές και αστείες ιστορίες και ποιήματα, Serious and funny stories and poems”