Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Πανάρετος επίσκοπος Πάφου (1 Μαΐου)
Ο άγιος Πανάρετος ήταν επίσκοπος Πάφου της Κύπρου κατά τον 18ο αιώνα. Άξιος του ονόματός του, ήταν ενδεδυμένος με όλες τις αρετές, όχι μόνο εκείνες του άγρυπνου και πονετικού απέναντι στο ποίμνιό του ιεράρχη, αλλά και με εκείνες ενός ασκητή, επιδιδόμενος κρυφά σε αγώνες αντάξιους των Πατέρων της ερήμου. Προφασιζόμενος το εύθραστο της υγείας του, έτρωγε λίγο, μια φορά την ημέρα, μετά τον εσπερινό, και στη συνέχεια αποσυρόταν στο δωμάτιο του, όπου περνούσε ορθός όλη την νύχτα προσευχόμενος. Όταν έφθασε στο τέλος του βίου του, έσκαψε ο ίδιος τον τάφο του, φόρεσε λευκά νεκρικά ενδύματα και είπε να καλέσουν τον πρώην μητροπολίτη Καρπάθου για να εξομολογηθεί και να λάβει την θεία Κοινωνία• κατόπιν εκοιμήθη εν ειρήνη αφού ευλόγησε τον λαό του. Όταν ο πρωτοσύγκελος θέλησε, παρά τις συστάσεις του εκδημήσαντος, να ντύσει το λείψανό του κατά το έθος, κατάπληκτος ανακάλυψε ότι μια αλυσίδα τύλιγε σφικτά το σώμα του σε σχήμα σταυρού και με τον καιρό είχε χωνευτεί βαθιά μέσα στη σάρκα του. Το περιφανές λείψανο, μαρτύριο των μυστικών αγώνων του αγίου, μεταφέρθηκε στην κατοικία του αρχιεπισκόπου Κύπρου, όπου και έγινε πηγή ιαμάτων για πλήθος ασθενών που προσέρχονταν να το προσκυνήσουν.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 9ος Μάϊος. Εκδ. Ινδικτος σ. 17).
Ο άγιος Πανάρετος ήταν επίσκοπος Πάφου της Κύπρου κατά τον 18ο αιώνα. Άξιος του ονόματός του, ήταν ενδεδυμένος με όλες τις αρετές, όχι μόνο εκείνες του άγρυπνου και πονετικού απέναντι στο ποίμνιό του ιεράρχη, αλλά και με εκείνες ενός ασκητή, επιδιδόμενος κρυφά σε αγώνες αντάξιους των Πατέρων της ερήμου. Προφασιζόμενος το εύθραστο της υγείας του, έτρωγε λίγο, μια φορά την ημέρα, μετά τον εσπερινό, και στη συνέχεια αποσυρόταν στο δωμάτιο του, όπου περνούσε ορθός όλη την νύχτα προσευχόμενος. Όταν έφθασε στο τέλος του βίου του, έσκαψε ο ίδιος τον τάφο του, φόρεσε λευκά νεκρικά ενδύματα και είπε να καλέσουν τον πρώην μητροπολίτη Καρπάθου για να εξομολογηθεί και να λάβει την θεία Κοινωνία• κατόπιν εκοιμήθη εν ειρήνη αφού ευλόγησε τον λαό του. Όταν ο πρωτοσύγκελος θέλησε, παρά τις συστάσεις του εκδημήσαντος, να ντύσει το λείψανό του κατά το έθος, κατάπληκτος ανακάλυψε ότι μια αλυσίδα τύλιγε σφικτά το σώμα του σε σχήμα σταυρού και με τον καιρό είχε χωνευτεί βαθιά μέσα στη σάρκα του. Το περιφανές λείψανο, μαρτύριο των μυστικών αγώνων του αγίου, μεταφέρθηκε στην κατοικία του αρχιεπισκόπου Κύπρου, όπου και έγινε πηγή ιαμάτων για πλήθος ασθενών που προσέρχονταν να το προσκυνήσουν.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 9ος Μάϊος. Εκδ. Ινδικτος σ. 17).
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος μεγαλομάρτυρας και ιαματικός Παντελεήμων (27 Ιουλίου)
Ενός νέου ανθρώπου και γιατρού την ιερή μνήμη εορτάζει και τιμά σήμερα η Εκκλησία, του αγίου μεγαλομάρτυρα και ιαματικού Παντελεήμονος. Από την πρώτη εποχή η Εκκλησία έχει σε μεγάλη τιμή όσους, που βαπτίζονται στο αίμα τους, και δίνουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία Ιησού Χριστού. Μετά την υπεραγία Θεοτόκο, τους ασωμάτους Αγγέλους, τον πρόδρομο Ιωάννη και τους πανευφήμους Αποστόλους, καθώς ακούμε κάθε ήμερα στην Απόλυση της ιερής Ακολουθίας, η Εκκλησία μνημονεύει τους καλλινίκους Μάρτυρες και ζητάει την πρεσβεία τους, για να μας ελεήσει και να μας σώσει ο Θεός.
Ο άγιος Παντελεήμων είναι από τα ένδοξα θύματα του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Το 303 ο γέρος πια Διοκλητιανός, αυτοκράτορας του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, υπέγραψε το διάταγμα για την εξόντωση των χριστιανών. Πατρίδα του αγίου Παντελεήμονος ήταν η Νικομήδεια, όπου ήσαν και τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο πατέρας του, Ευστόργιος το όνομα, ήταν ειδωλολάτρης, πλούσιος κι ανώτερος αξιωματούχος του κράτους. Η μητέρα του, Ευβούλη το όνομα, ήταν χριστιανή κι έσπειρε φυσικά τα πρώτα σπέρματα της πίστης και της ευσέβειας στη ψυχή του παιδιού της• πέθανε όμως πρόωρα και το παιδί έμεινε στη φροντίδα του πατέρα του.
Όταν ο Παντολέων ήλθε σε ηλικία, Παντολέων ήταν πρώτα το όνομα του αγίου Παντελεήμονος, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στον ανακτορικό γιατρό Ευφρόσυνο, για να σπουδάσει κοντά του την ιατρική. Τότε ο Παντολέων γνωρίσθηκε με το χριστιανό ιερέα Ερμόλαο [εορτάζει 26 Ιουλίου] και συνδέθηκε μαζί του με ιερή φιλία και αγάπη. Είναι μεγάλο ευεργέτημα στα νεανικά και κρίσιμα χρόνια του να πέσει κανείς στα χέρια ενός αγίου συμβούλου και παιδαγωγού. Ο Παντολέων με τα σπέρματα μέσα του της πίστης και της ευσέβειας και με τη σοφή χειραγωγία του Ερμολάου, σπούδασε την ιατρική, κι ήταν τώρα ένας νέος, γεμάτος ελπίδες για ένα λαμπρό μέλλον που τον περίμενε. Ένας αριστοκράτης, υγιής, ωραίος και πλούσιος νέος και γιατρός.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Παντολέων, με την προτροπή και του ιερέα διδασκάλου του Ερμολάου, απελευθέρωσε τους δούλους του, πούλησε την περιουσία του και τη μοίρασε στους φτωχούς κι άρχισε να ασκεί το έργο του γιατρού. Θεράπευε και φρόντιζε τους αρρώστους, χωρίς να παίρνει και να δέχεται χρήματα. Εκτελούσε έτσι την εντολή του Ιησού Χριστού, όταν έστελνε τους Αποστόλους στο κήρυγμα και τους έλεγε• «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Ο άγιος Παντελεήμων είναι ο γιατρός ο «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος», δηλαδή του Ιησού Χριστού.
Το 303 ξέσπασε ο διωγμός κι ο άγιος Παντελεήμων, από φθόνο συναδέλφων του γιατρών, βρέθηκε κατηγορούμενος ως χριστιανός. Όταν ανακρίνεται από τον ίδιο το Διοκλητιανό, ο Παντολέων απαντά με πίστη και θάρρος• «Είμαι χριστιανός! Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!», Τότε ο αυτοκράτορας του λέγει• «Λυπούμαι τα νιάτα σου, Παντολέον. Θυσίασε στους Θεούς, για να μην έχεις την τύχη όσων, που ως τα τώρα πήγαν χαμένοι». Κι ο Παντολέων έδωκε την τελευταία απάντηση• «Ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές με κερδίζεις, Βασιλιά. Δεν θα προδώσω το Χριστό, για τον οποίο μακάρι να αξιωθώ να πεθάνω».
Έξαλλος από θυμό, ο Διοκλητιανός παρέδωσε τον Παντολέοντα στα χέρια των βασανιστών. Τον έδειραν και του ξέσχισαν το σώμα• τον έκαψαν με λαμπάδες και τον βούτηξαν σε βρασμένο μολύβι• τον έρριξαν για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Σε όλα ο Θεός τον φύλαξε, ώστε να θαυμάζουν οι βασανιστές και να ομολογούν κι αυτοί το Χριστό. Το τέλος ήταν ο αποκεφαλισμός. Τη μια ημέρα αποκεφαλίστηκε ο ιερέας Ερμόλαος και την άλλη ο γιατρός Παντολέων. Τη στιγμή που έπεφτε η κεφαλή του, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό• «Από σήμερα Παντελεήμων θα είναι το όνομά σου»! Όνομα, που ταιριάζει στο γιατρό, ο οποίος άσκησε τη φιλάνθρωπη επιστήμη του «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος». Αμήν.
Ενός νέου ανθρώπου και γιατρού την ιερή μνήμη εορτάζει και τιμά σήμερα η Εκκλησία, του αγίου μεγαλομάρτυρα και ιαματικού Παντελεήμονος. Από την πρώτη εποχή η Εκκλησία έχει σε μεγάλη τιμή όσους, που βαπτίζονται στο αίμα τους, και δίνουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία Ιησού Χριστού. Μετά την υπεραγία Θεοτόκο, τους ασωμάτους Αγγέλους, τον πρόδρομο Ιωάννη και τους πανευφήμους Αποστόλους, καθώς ακούμε κάθε ήμερα στην Απόλυση της ιερής Ακολουθίας, η Εκκλησία μνημονεύει τους καλλινίκους Μάρτυρες και ζητάει την πρεσβεία τους, για να μας ελεήσει και να μας σώσει ο Θεός.
Ο άγιος Παντελεήμων είναι από τα ένδοξα θύματα του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Το 303 ο γέρος πια Διοκλητιανός, αυτοκράτορας του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, υπέγραψε το διάταγμα για την εξόντωση των χριστιανών. Πατρίδα του αγίου Παντελεήμονος ήταν η Νικομήδεια, όπου ήσαν και τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο πατέρας του, Ευστόργιος το όνομα, ήταν ειδωλολάτρης, πλούσιος κι ανώτερος αξιωματούχος του κράτους. Η μητέρα του, Ευβούλη το όνομα, ήταν χριστιανή κι έσπειρε φυσικά τα πρώτα σπέρματα της πίστης και της ευσέβειας στη ψυχή του παιδιού της• πέθανε όμως πρόωρα και το παιδί έμεινε στη φροντίδα του πατέρα του.
Όταν ο Παντολέων ήλθε σε ηλικία, Παντολέων ήταν πρώτα το όνομα του αγίου Παντελεήμονος, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στον ανακτορικό γιατρό Ευφρόσυνο, για να σπουδάσει κοντά του την ιατρική. Τότε ο Παντολέων γνωρίσθηκε με το χριστιανό ιερέα Ερμόλαο [εορτάζει 26 Ιουλίου] και συνδέθηκε μαζί του με ιερή φιλία και αγάπη. Είναι μεγάλο ευεργέτημα στα νεανικά και κρίσιμα χρόνια του να πέσει κανείς στα χέρια ενός αγίου συμβούλου και παιδαγωγού. Ο Παντολέων με τα σπέρματα μέσα του της πίστης και της ευσέβειας και με τη σοφή χειραγωγία του Ερμολάου, σπούδασε την ιατρική, κι ήταν τώρα ένας νέος, γεμάτος ελπίδες για ένα λαμπρό μέλλον που τον περίμενε. Ένας αριστοκράτης, υγιής, ωραίος και πλούσιος νέος και γιατρός.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Παντολέων, με την προτροπή και του ιερέα διδασκάλου του Ερμολάου, απελευθέρωσε τους δούλους του, πούλησε την περιουσία του και τη μοίρασε στους φτωχούς κι άρχισε να ασκεί το έργο του γιατρού. Θεράπευε και φρόντιζε τους αρρώστους, χωρίς να παίρνει και να δέχεται χρήματα. Εκτελούσε έτσι την εντολή του Ιησού Χριστού, όταν έστελνε τους Αποστόλους στο κήρυγμα και τους έλεγε• «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Ο άγιος Παντελεήμων είναι ο γιατρός ο «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος», δηλαδή του Ιησού Χριστού.
Το 303 ξέσπασε ο διωγμός κι ο άγιος Παντελεήμων, από φθόνο συναδέλφων του γιατρών, βρέθηκε κατηγορούμενος ως χριστιανός. Όταν ανακρίνεται από τον ίδιο το Διοκλητιανό, ο Παντολέων απαντά με πίστη και θάρρος• «Είμαι χριστιανός! Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!», Τότε ο αυτοκράτορας του λέγει• «Λυπούμαι τα νιάτα σου, Παντολέον. Θυσίασε στους Θεούς, για να μην έχεις την τύχη όσων, που ως τα τώρα πήγαν χαμένοι». Κι ο Παντολέων έδωκε την τελευταία απάντηση• «Ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές με κερδίζεις, Βασιλιά. Δεν θα προδώσω το Χριστό, για τον οποίο μακάρι να αξιωθώ να πεθάνω».
Έξαλλος από θυμό, ο Διοκλητιανός παρέδωσε τον Παντολέοντα στα χέρια των βασανιστών. Τον έδειραν και του ξέσχισαν το σώμα• τον έκαψαν με λαμπάδες και τον βούτηξαν σε βρασμένο μολύβι• τον έρριξαν για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Σε όλα ο Θεός τον φύλαξε, ώστε να θαυμάζουν οι βασανιστές και να ομολογούν κι αυτοί το Χριστό. Το τέλος ήταν ο αποκεφαλισμός. Τη μια ημέρα αποκεφαλίστηκε ο ιερέας Ερμόλαος και την άλλη ο γιατρός Παντολέων. Τη στιγμή που έπεφτε η κεφαλή του, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό• «Από σήμερα Παντελεήμων θα είναι το όνομά σου»! Όνομα, που ταιριάζει στο γιατρό, ο οποίος άσκησε τη φιλάνθρωπη επιστήμη του «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος». Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης
Ο Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης ήταν μέλος του κινήματος των Κολλυβάδων και όταν έπρεπε να αφήσουν το Άγιο Όρος, πήγε στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Ικαρία.
Το 1798 μ.Χ. έφτασε στην Πάτμο και με τη βοήθεια κτιστών από τη Σάμο, έχτισε ένα μικρό μοναστήρι στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή με το όνομα «Λιβάδι Καλογήρων». Για την ολοκλήρωση των εργασιών χρειάστηκε περισσότερους πόρους και για τον λόγο αυτό πήγε στη Θράκη, ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα.
Στη Θράκη, εργάστηκε ως ιερέας και κάποια στιγμή συμβούλεψε μια νεαρή Χριστιανή να αποφύγει μια σχέση με ένα μουσουλμάνο Τούρκο. Ο Μουσουλμάνος μαθαίνοντάς το, θύμωσε και σκότωσε τον Παρθένιο την 5η Μαρτίου 1805 μ.Χ.
Ο Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης ήταν μέλος του κινήματος των Κολλυβάδων και όταν έπρεπε να αφήσουν το Άγιο Όρος, πήγε στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Ικαρία.
Το 1798 μ.Χ. έφτασε στην Πάτμο και με τη βοήθεια κτιστών από τη Σάμο, έχτισε ένα μικρό μοναστήρι στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή με το όνομα «Λιβάδι Καλογήρων». Για την ολοκλήρωση των εργασιών χρειάστηκε περισσότερους πόρους και για τον λόγο αυτό πήγε στη Θράκη, ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα.
Στη Θράκη, εργάστηκε ως ιερέας και κάποια στιγμή συμβούλεψε μια νεαρή Χριστιανή να αποφύγει μια σχέση με ένα μουσουλμάνο Τούρκο. Ο Μουσουλμάνος μαθαίνοντάς το, θύμωσε και σκότωσε τον Παρθένιο την 5η Μαρτίου 1805 μ.Χ.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Οι Άγιοι Παύλος, Παυσίριος και Θεοδοτίων οι Αυτάδελφοι Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες Παύλος, Παυσίριος και Θεοδοτίων έζησαν κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), ενώ ηγεμόνας στην Κλεοπάτριδα, το σημερινό Σουέζ, της Αιγύπτου ήταν ο Αρειανός.
Οι Άγιοι αυτοί ήταν αυτάδελφοι κατά σάρκα. Ο Παύλος και ο Παυσίριος έγιναν σε νεαρή ηλικία μοναχοί, ενώ ο Θεοδοτίων παρασύρθηκε από κακούς φίλους, έφυγε στα όρη και ζούσε μαζί με ληστές.
Όταν άρχισε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίων των Χριστιανών, ο ηγεμόνας της Κλεοπάτριδας Αρειανός, συνέλαβε τον Παύλο και τον Παυσίριο.
Τότε ο Παύλος ήταν τριάντα επτά ετών, ενώ ο Παυσίριος ήταν είκοσι πέντε. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό ο Θεοδοτίων, ο αδελφός τους, άφησε τα όρη και τους ληστές και κατέβηκε να τους δει και να τους αποχαιρετήσει.
Με την χάρη του Θεού θερμάνθηκε η καρδιά του και ομολόγησε και αυτός ότι πιστεύει στον Χριστό. Στην συνέχεια όρμησε πάνω στον τύραννο και τον έριξε από τον θρόνο του. Αμέσως τότε, με εντολή του Αρειανού, του πέρασαν πυρακτωμένα καρφιά στα πλευρά και στην κοιλιά και τελικά τον αποκεφάλισαν.
Έτσι, λοιπόν, ο Άγιος Θεοδοτίων έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ τους αδελφούς Παύλο και Παυσίριο τους έριξαν στο ποτάμι, όπου και μαρτήρησαν.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Παύλος, Παυσίριος και Θεοδοτίων έζησαν κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.), ενώ ηγεμόνας στην Κλεοπάτριδα, το σημερινό Σουέζ, της Αιγύπτου ήταν ο Αρειανός.
Οι Άγιοι αυτοί ήταν αυτάδελφοι κατά σάρκα. Ο Παύλος και ο Παυσίριος έγιναν σε νεαρή ηλικία μοναχοί, ενώ ο Θεοδοτίων παρασύρθηκε από κακούς φίλους, έφυγε στα όρη και ζούσε μαζί με ληστές.
Όταν άρχισε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίων των Χριστιανών, ο ηγεμόνας της Κλεοπάτριδας Αρειανός, συνέλαβε τον Παύλο και τον Παυσίριο.
Τότε ο Παύλος ήταν τριάντα επτά ετών, ενώ ο Παυσίριος ήταν είκοσι πέντε. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό ο Θεοδοτίων, ο αδελφός τους, άφησε τα όρη και τους ληστές και κατέβηκε να τους δει και να τους αποχαιρετήσει.
Με την χάρη του Θεού θερμάνθηκε η καρδιά του και ομολόγησε και αυτός ότι πιστεύει στον Χριστό. Στην συνέχεια όρμησε πάνω στον τύραννο και τον έριξε από τον θρόνο του. Αμέσως τότε, με εντολή του Αρειανού, του πέρασαν πυρακτωμένα καρφιά στα πλευρά και στην κοιλιά και τελικά τον αποκεφάλισαν.
Έτσι, λοιπόν, ο Άγιος Θεοδοτίων έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ τους αδελφούς Παύλο και Παυσίριο τους έριξαν στο ποτάμι, όπου και μαρτήρησαν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Πέτρος Βασιλέας των Βουλγάρων
Ο Άγιος Πέτρος ήταν τσάρος της Βουλγαρίας (927-967 μ.Χ.) και υιός του βασιλέως Συμεών. Είχε νυμφευθεί την εγγονή του βασιλέως Ρωμανού Λεκαπηνού (920-944 μ.Χ.), Μαρία, η οποία μετονομάσθηκε σε Ειρήνη, λόγω της ειρήνης που επικράτησε μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. Ο Άγιος αγωνίσθηκε εναντίον της αιρέσεως των Βογομίλων ακολουθώντας τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας. Μετά από έναν ανεπιτυχή πόλεμο με την Ουγγαρία και τη Ρωσία, κοιμήθηκε το έτος 967 μ.Χ.
Ο Άγιος Πέτρος ήταν τσάρος της Βουλγαρίας (927-967 μ.Χ.) και υιός του βασιλέως Συμεών. Είχε νυμφευθεί την εγγονή του βασιλέως Ρωμανού Λεκαπηνού (920-944 μ.Χ.), Μαρία, η οποία μετονομάσθηκε σε Ειρήνη, λόγω της ειρήνης που επικράτησε μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. Ο Άγιος αγωνίσθηκε εναντίον της αιρέσεως των Βογομίλων ακολουθώντας τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας. Μετά από έναν ανεπιτυχή πόλεμο με την Ουγγαρία και τη Ρωσία, κοιμήθηκε το έτος 967 μ.Χ.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Μεγαλομάρτυς Πλάτωνας+(18 Νοεμβρίου)
Σύντομος ό βίος, μεγάλα τα μαρτύρια και ή πίστη του. Τον τίμα και τον δοξάζει ή Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 18 Νοεμβρίου. Πρόκειται για τον Μεγαλο¬μάρτυρα 'Αγιον Πλάτωνα, τον αδελφό του Αγίου και επίσης Μάρτυρα "Αντιόχου, που ήταν γιατρός και προσ¬έφερε τις καλές του υπηρεσίες με άληθινήν άγάπην και μαζί μ' αυτές και τον καλό του λόγο και το κήρυγμα της σωτηρίας. Τα δύο αγιασμένα αυτά αδέλφια είχαν μεταξύ τους μεγάλην αγάπη, άλλα και μεγάλην διαφοράν ηλικίας. Υπάρχει όμως ή παράδοσις ότι ό μικρό¬τερος αδελφός, πού ήταν ό Πλάτων και ανεδείχθη με¬γαλύτερος κατά τους βασανισμούς, είναι εκείνος, πού ώδήγησε τον άδελφόν του εις την όρθήν πίστιν του Χρί¬στου.
'Η καταγωγή τους ήταν από την Γαλατία της Μικρας Ασίας και ακριβέστερα από την περιοχή της πό¬λεως "Αγκύρας, της σημερινής πρωτευούσης της Τουρ¬κίας, της οποίας είναι ό πολιούχος "Αγιος, καθώς ανα¬φέρει και ή σχετική υμνολογία του. «Βαρβάρων ρΰσαι την πόλιν σου "Αγιε». Ιδού το ώραίον Κοντάκιον του Μεγαλομάρτυρας Αγίου Πλάτωνος, -πού ψάλλεται στον "Ορθρον της εορτής του:
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ του Αγίου Πλάτωνος
Ηχος Γ' (Προσόμοιον: «Ή Παρθένος σήμερον»)
«Ή αγία μνήμη σου, την οίκουμένην ευφραίνει,συγκαλούσα άπαντας, εν τω πανσέπτω ναω σου,ένθα νυν, μετ'ευφροσύνης συναθροισθέντες,άσμασι, τάς άριστείας Πλάτων ύμνούμεν,και εν πιστει έκβοώμεν.Βαρβάρων ρύσαι την πόλιν σου 'Αγιε».
Τα δύο αυτά αδέλφια ζούσαν στα τέλη του 3ου αιώνος, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ό Διοκλητιανός (284 - 305 μ.Χ.). Το όλιγόλογο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρας Πλάτωνος, πού διασώθηκε αναφέρει στην αρχή τους ακολούθους τρείς στίχους:
«Μικρού λαβών παρήλθεν ημάς Πλάτων, Πλάτων εκείνος όν πλατύ κτείνει ξίφος. Όγδοάτη δεκάτη τε Πλάτων άορ κατέφνε».
Και σε σύγχρονη άπόδοση:
«Σέ σύντομο διάστημα ό Πλάτων μας άφησε ό Πλάτων εκείνος, πού το πλατύ ξίφος τον σκότωσε.
Την δεκάτη ογδόη ό Πλάτων φονεύθηκε με οπλο».
Νέο παιδί ήταν ό Πλάτων, αλλά γεμάτος ζήλο και πίστη και δεν έχανε ευκαιρία, μάλλον την δημιουργούσε, για να μιλήση για τον Χριστό και την Άνάσταση και την Βασιλεία των Ουρανών. Μιλούσε φανερά, μιλούσε παντού, σε όλους. Γι'αυτό και δεν άργησαν να τον καταγγείλουν, ως Χριστιανό, στον ηγεμόνα της περιοχής Άγριππίνον. Εκείνος διέταξε να συλληφθή αμέσως ό Πλάτων και να βασανισθή. Τον έκλεισαν στην φυλακή και άρχισαν να τον δέρνουν δώδεκα στρατιώτες, όλοι μαζί, ενώ ό Μάρτυς προσευχόταν συνεχώς και ζητούσε την βοήθεια του Κυρίου.
***
— "Ωστε πιστεύεις στον Χριστό και κηρύττεις την Ανάσταση, ε;
Τον χτυπούσαν και τον έδερναν αλύπητα, ενώ άλλοι ετοίμαζαν στην φωτιά ένα σιδερένιο κρεββάτι, για να συνεχίσουν έκεί πάνω τους βασανισμούς.
— Είσαι λοιπόν Χριστιανός και δεν προσκυνάς τα είδωλα; φώναξαν αγρία οι δήμιοι.
— Ναί, είμαι Χριστιανός και μόνον τον Χριστό μου προσκυνώ και λατρεύω και όσα μαρτύρια κι' αν μου κάνετε δεν θα τον αρνηθώ ποτέ!
Θύμωσαν ακόμα πιο πολύ οί δήμιοι και συνέχισαν να τον χτυπούν, να τον βρίζουν και να τον είρωνεύωνται. Κατά την συνήθεια της εποχής εκείνης τα βασανιστήρια τα παρακολουθούσε πολύς λαός, πιστοί και άπιστοι και οί αρχές το επέτρεπαν αυτό και το ενίσχυαν, διότι το θεωρούσαν φρονηματιστικό και διδακτικό για τον λαό, για να φοβάται τους άρχοντες καί να ξέρη ο κόσμος τι τον περιμένη αν δεν προσκυνά τα είδωλα καί τον αυτοκράτορα της Ρώμης. "Ετσι καί τώρα, οί πιστοί παρακολουθούσαν τα μαρτύρια και μέσα τους προσεύχονταν μυστικά να δοηθήση ό Θεός τον νεαρό Μάρτυρα να αντέξη την φοβερή δοκιμασία καί να μείνη «πιστός άχρι τέλους». "Οσοι δεν ήξεραν τον Πλάτωνα είχαν ένα μικρόν φόβο, γιατί ήταν πολύ νέος στην ηλικία.
Σέ λίγο οί δήμιοι τον έβαλαν πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού συνέχιζαν να τον χτυπούν με ρόπαλα καί μαστίγια.
— Κύριε, βοήθα με!
Πονούσε ό Μάρτυς, αλλά δεν λύγιζε, ούτε παραπονιόταν. "Ετρεχαν τα αίματα από το κορμί του, καιγόνταν οι σάρκες του, αλλά ή ψυχή του έμενε αλύγιστη και πιστή στον Χριστό, πού έβασανίστηκε και μαρτύρησε πάνω στον σταυρό για να γίνη ό μέγας Άρχιμάρτυς και υπόδειγμα για όλους τους πιστούς Χριστιανούς. Οι βασανιστές του Αγίου, πού τον έβλεπαν να ύπομένη καρτερικά τους τρομερούς πόνους, σκέφτηκαν νέους παιδεμούς και του εβαλαν πυρωμένες σφαίρες στις μασχάλες και τα πλευρά του για να του προκαλέσουν αφόρητα βάσανα. "Ολο του το κορμί άργοψηνόταν, αλλά ο "Αγιος δεν υποχωρούσε.
Κράτησε ώρες ό βασανισμός του Μάρτυρος. Οί δήμιοι τον παίδευαν και εκείνος προσευχόταν ολόψυχα και ό Χριστός παρέστεκε στην θυσία του πιστού τέκνου Του, πού αψηφούσε τα πάντα για την αγάπη του Κυρίου. Κι όσο περνούσε ή ώρα τόσο οι δήμιοι εξαγριώνονταν και μηχανεύονταν και νέα βασανιστήρια για τον γενναίο Μάρτυρα της Πίστεως. "Ετσι οι βάρβαροι στρατιώτες του Διοκλητιανοΰ άρχισαν να τον γδέρνουν από πίσω και να βγάζουν λουρίδες - λουρίδες το δέρμα του. Οί πιστοί, πού παρακολουθούσαν βουβοί το μαρτύριο, συνέπάσχον με τον "Αγιο και έκλαιγαν για τα όσα υπέφερε σαν να βρίσκονταν οι ίδιοι πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού χτυπούσαν και έγδερναν τον Πλάτωνα. Έκεΐνος όμως έκανε τεράστια υπομονή, σαν τον Ίώβ, και έβλεπε τον Κύριο, πού στεκόταν κοντά του και τον ενίσχυε στον υπεράνθρωπο αυτόν αγώνα. Κι όσο ό Μάρτυς σιωπούσε και ύπέμενε με καρτερία τα πάνδεινα, τόσο οι δήμιοι πεισμάτωναν και τον παίδευαν με κάθε τρόπο για να τον κάνουν να λυγίση και να άρνηθή τον Χριστό.
Περνούσαν όμως οι ώρες χωρίς αποτέλεσμα για τους ειδωλολάτρες. Ό νεαρός Πλάτων αντέχει με την χάρι του Θεού. Εκείνοι, πού δεν αντέχουν πια και έχουν λυσσάξει, είναι οι δήμιοι και οί άρχοντες, που διατάζουν καΐ καθοδηγούν τους βασανιστές. Με τα ειδικά σιδερένια νύχια, πού έχουν μαζί με τα αλλά σύνεργα για τους βασανισμούς, ξεσχίζουν το κορμί του Μάρτυρος, καθώς και στο πρόσωπο, στα πλευρά και σε όλο του το σώμα, πού δεν είχε καη ακόμα πάνω στην πυρωμένη σιδερένια κλίνη. Τώρα πια τα χαρακτηριστικά του Αγίου έχουν παραμορφωθή. Είναι μια άμορφη μάζα από σάρκες και κόκκαλα. Ή ψυχή του όμως μένει απείραχτη και το στόμα του ψελλίζει συνεχώς το όνομα του Χρίστου.
— Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ...
Ζη ακόμα σ' αυτόν τον κόσμο, άλλα ή ψυχή του, το πνεύμα του βλέπουν την "Ανω Ιερουσαλήμ, όπως λέγεται μεταφορικά ή Βασιλεία των Ουρανών. Και τότε έρχεται ή διαταγή του αποκεφαλισμού του με ξίφος. Ηταν ή 18η Νοεμβρίου. Γι' αυτό και κατά τον Κανόνα της Εκκλησίας, που ορίζει οι Μάρτυρες και οί "Αγιοι να έορτάζωνται την ήμερα της τελευτης τους, τιμάται ή μνήμη του κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ψάλλεται ακολουθία του.
Τότε, στην αρχή του Δοξαστικού του, λέγεται:
«Φοβερά και παράδοξα τα τρόπαια Κύριε, του Μάρτυρος Σου...».
Φοβερά όντως καί παράδοξα τα τρόπαια του Μεγαλομάρτυρος Πλάτωνος, κατά τον άψευδή λόγον της Εκκλησίας. Μεγάλα όμως καί απερίγραπτα είναι καί τα αγαθά, πού απολαμβάνει τώρα στην Βασιλεία του Θεού καί κορυφαία ή τιμή καί ή δόξα του ως Αγίου καί μάλιστα Μεγαλομάρτυρας.
'Αγιε Πλάτωνα, που έχεις παρρησία στον Θεό, πρέσβευε υπέρ ημών καί όλου του κόσμου. Αμήν.
Σύντομος ό βίος, μεγάλα τα μαρτύρια και ή πίστη του. Τον τίμα και τον δοξάζει ή Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 18 Νοεμβρίου. Πρόκειται για τον Μεγαλο¬μάρτυρα 'Αγιον Πλάτωνα, τον αδελφό του Αγίου και επίσης Μάρτυρα "Αντιόχου, που ήταν γιατρός και προσ¬έφερε τις καλές του υπηρεσίες με άληθινήν άγάπην και μαζί μ' αυτές και τον καλό του λόγο και το κήρυγμα της σωτηρίας. Τα δύο αγιασμένα αυτά αδέλφια είχαν μεταξύ τους μεγάλην αγάπη, άλλα και μεγάλην διαφοράν ηλικίας. Υπάρχει όμως ή παράδοσις ότι ό μικρό¬τερος αδελφός, πού ήταν ό Πλάτων και ανεδείχθη με¬γαλύτερος κατά τους βασανισμούς, είναι εκείνος, πού ώδήγησε τον άδελφόν του εις την όρθήν πίστιν του Χρί¬στου.
'Η καταγωγή τους ήταν από την Γαλατία της Μικρας Ασίας και ακριβέστερα από την περιοχή της πό¬λεως "Αγκύρας, της σημερινής πρωτευούσης της Τουρ¬κίας, της οποίας είναι ό πολιούχος "Αγιος, καθώς ανα¬φέρει και ή σχετική υμνολογία του. «Βαρβάρων ρΰσαι την πόλιν σου "Αγιε». Ιδού το ώραίον Κοντάκιον του Μεγαλομάρτυρας Αγίου Πλάτωνος, -πού ψάλλεται στον "Ορθρον της εορτής του:
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ του Αγίου Πλάτωνος
Ηχος Γ' (Προσόμοιον: «Ή Παρθένος σήμερον»)
«Ή αγία μνήμη σου, την οίκουμένην ευφραίνει,συγκαλούσα άπαντας, εν τω πανσέπτω ναω σου,ένθα νυν, μετ'ευφροσύνης συναθροισθέντες,άσμασι, τάς άριστείας Πλάτων ύμνούμεν,και εν πιστει έκβοώμεν.Βαρβάρων ρύσαι την πόλιν σου 'Αγιε».
Τα δύο αυτά αδέλφια ζούσαν στα τέλη του 3ου αιώνος, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ό Διοκλητιανός (284 - 305 μ.Χ.). Το όλιγόλογο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρας Πλάτωνος, πού διασώθηκε αναφέρει στην αρχή τους ακολούθους τρείς στίχους:
«Μικρού λαβών παρήλθεν ημάς Πλάτων, Πλάτων εκείνος όν πλατύ κτείνει ξίφος. Όγδοάτη δεκάτη τε Πλάτων άορ κατέφνε».
Και σε σύγχρονη άπόδοση:
«Σέ σύντομο διάστημα ό Πλάτων μας άφησε ό Πλάτων εκείνος, πού το πλατύ ξίφος τον σκότωσε.
Την δεκάτη ογδόη ό Πλάτων φονεύθηκε με οπλο».
Νέο παιδί ήταν ό Πλάτων, αλλά γεμάτος ζήλο και πίστη και δεν έχανε ευκαιρία, μάλλον την δημιουργούσε, για να μιλήση για τον Χριστό και την Άνάσταση και την Βασιλεία των Ουρανών. Μιλούσε φανερά, μιλούσε παντού, σε όλους. Γι'αυτό και δεν άργησαν να τον καταγγείλουν, ως Χριστιανό, στον ηγεμόνα της περιοχής Άγριππίνον. Εκείνος διέταξε να συλληφθή αμέσως ό Πλάτων και να βασανισθή. Τον έκλεισαν στην φυλακή και άρχισαν να τον δέρνουν δώδεκα στρατιώτες, όλοι μαζί, ενώ ό Μάρτυς προσευχόταν συνεχώς και ζητούσε την βοήθεια του Κυρίου.
***
— "Ωστε πιστεύεις στον Χριστό και κηρύττεις την Ανάσταση, ε;
Τον χτυπούσαν και τον έδερναν αλύπητα, ενώ άλλοι ετοίμαζαν στην φωτιά ένα σιδερένιο κρεββάτι, για να συνεχίσουν έκεί πάνω τους βασανισμούς.
— Είσαι λοιπόν Χριστιανός και δεν προσκυνάς τα είδωλα; φώναξαν αγρία οι δήμιοι.
— Ναί, είμαι Χριστιανός και μόνον τον Χριστό μου προσκυνώ και λατρεύω και όσα μαρτύρια κι' αν μου κάνετε δεν θα τον αρνηθώ ποτέ!
Θύμωσαν ακόμα πιο πολύ οί δήμιοι και συνέχισαν να τον χτυπούν, να τον βρίζουν και να τον είρωνεύωνται. Κατά την συνήθεια της εποχής εκείνης τα βασανιστήρια τα παρακολουθούσε πολύς λαός, πιστοί και άπιστοι και οί αρχές το επέτρεπαν αυτό και το ενίσχυαν, διότι το θεωρούσαν φρονηματιστικό και διδακτικό για τον λαό, για να φοβάται τους άρχοντες καί να ξέρη ο κόσμος τι τον περιμένη αν δεν προσκυνά τα είδωλα καί τον αυτοκράτορα της Ρώμης. "Ετσι καί τώρα, οί πιστοί παρακολουθούσαν τα μαρτύρια και μέσα τους προσεύχονταν μυστικά να δοηθήση ό Θεός τον νεαρό Μάρτυρα να αντέξη την φοβερή δοκιμασία καί να μείνη «πιστός άχρι τέλους». "Οσοι δεν ήξεραν τον Πλάτωνα είχαν ένα μικρόν φόβο, γιατί ήταν πολύ νέος στην ηλικία.
Σέ λίγο οί δήμιοι τον έβαλαν πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού συνέχιζαν να τον χτυπούν με ρόπαλα καί μαστίγια.
— Κύριε, βοήθα με!
Πονούσε ό Μάρτυς, αλλά δεν λύγιζε, ούτε παραπονιόταν. "Ετρεχαν τα αίματα από το κορμί του, καιγόνταν οι σάρκες του, αλλά ή ψυχή του έμενε αλύγιστη και πιστή στον Χριστό, πού έβασανίστηκε και μαρτύρησε πάνω στον σταυρό για να γίνη ό μέγας Άρχιμάρτυς και υπόδειγμα για όλους τους πιστούς Χριστιανούς. Οι βασανιστές του Αγίου, πού τον έβλεπαν να ύπομένη καρτερικά τους τρομερούς πόνους, σκέφτηκαν νέους παιδεμούς και του εβαλαν πυρωμένες σφαίρες στις μασχάλες και τα πλευρά του για να του προκαλέσουν αφόρητα βάσανα. "Ολο του το κορμί άργοψηνόταν, αλλά ο "Αγιος δεν υποχωρούσε.
Κράτησε ώρες ό βασανισμός του Μάρτυρος. Οί δήμιοι τον παίδευαν και εκείνος προσευχόταν ολόψυχα και ό Χριστός παρέστεκε στην θυσία του πιστού τέκνου Του, πού αψηφούσε τα πάντα για την αγάπη του Κυρίου. Κι όσο περνούσε ή ώρα τόσο οι δήμιοι εξαγριώνονταν και μηχανεύονταν και νέα βασανιστήρια για τον γενναίο Μάρτυρα της Πίστεως. "Ετσι οι βάρβαροι στρατιώτες του Διοκλητιανοΰ άρχισαν να τον γδέρνουν από πίσω και να βγάζουν λουρίδες - λουρίδες το δέρμα του. Οί πιστοί, πού παρακολουθούσαν βουβοί το μαρτύριο, συνέπάσχον με τον "Αγιο και έκλαιγαν για τα όσα υπέφερε σαν να βρίσκονταν οι ίδιοι πάνω στο πυρωμένο κρεββάτι, οπού χτυπούσαν και έγδερναν τον Πλάτωνα. Έκεΐνος όμως έκανε τεράστια υπομονή, σαν τον Ίώβ, και έβλεπε τον Κύριο, πού στεκόταν κοντά του και τον ενίσχυε στον υπεράνθρωπο αυτόν αγώνα. Κι όσο ό Μάρτυς σιωπούσε και ύπέμενε με καρτερία τα πάνδεινα, τόσο οι δήμιοι πεισμάτωναν και τον παίδευαν με κάθε τρόπο για να τον κάνουν να λυγίση και να άρνηθή τον Χριστό.
Περνούσαν όμως οι ώρες χωρίς αποτέλεσμα για τους ειδωλολάτρες. Ό νεαρός Πλάτων αντέχει με την χάρι του Θεού. Εκείνοι, πού δεν αντέχουν πια και έχουν λυσσάξει, είναι οι δήμιοι και οί άρχοντες, που διατάζουν καΐ καθοδηγούν τους βασανιστές. Με τα ειδικά σιδερένια νύχια, πού έχουν μαζί με τα αλλά σύνεργα για τους βασανισμούς, ξεσχίζουν το κορμί του Μάρτυρος, καθώς και στο πρόσωπο, στα πλευρά και σε όλο του το σώμα, πού δεν είχε καη ακόμα πάνω στην πυρωμένη σιδερένια κλίνη. Τώρα πια τα χαρακτηριστικά του Αγίου έχουν παραμορφωθή. Είναι μια άμορφη μάζα από σάρκες και κόκκαλα. Ή ψυχή του όμως μένει απείραχτη και το στόμα του ψελλίζει συνεχώς το όνομα του Χρίστου.
— Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ...
Ζη ακόμα σ' αυτόν τον κόσμο, άλλα ή ψυχή του, το πνεύμα του βλέπουν την "Ανω Ιερουσαλήμ, όπως λέγεται μεταφορικά ή Βασιλεία των Ουρανών. Και τότε έρχεται ή διαταγή του αποκεφαλισμού του με ξίφος. Ηταν ή 18η Νοεμβρίου. Γι' αυτό και κατά τον Κανόνα της Εκκλησίας, που ορίζει οι Μάρτυρες και οί "Αγιοι να έορτάζωνται την ήμερα της τελευτης τους, τιμάται ή μνήμη του κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ψάλλεται ακολουθία του.
Τότε, στην αρχή του Δοξαστικού του, λέγεται:
«Φοβερά και παράδοξα τα τρόπαια Κύριε, του Μάρτυρος Σου...».
Φοβερά όντως καί παράδοξα τα τρόπαια του Μεγαλομάρτυρος Πλάτωνος, κατά τον άψευδή λόγον της Εκκλησίας. Μεγάλα όμως καί απερίγραπτα είναι καί τα αγαθά, πού απολαμβάνει τώρα στην Βασιλεία του Θεού καί κορυφαία ή τιμή καί ή δόξα του ως Αγίου καί μάλιστα Μεγαλομάρτυρας.
'Αγιε Πλάτωνα, που έχεις παρρησία στον Θεό, πρέσβευε υπέρ ημών καί όλου του κόσμου. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ο Άγιος Πολύδωρος(+3 Σεπτεμβρίου 1794)
Στις 3 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει και τιμά το μαρτύριο και τη μνήμη του Αγίου Πολυδώρου. Ο Άγιος γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου από γονείς θεοφοβούμενους και ευσεβείς και έζησε περίπου το 18ο αιώνα σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά για το αιματοβαμμένο Νησί, γιατί ήταν τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς. Ο πατέρας του ονομάζονταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ άνθρωποι πτωχοί και φρόντισαν από νωρίς να δώσουν στο παιδί τους, χριστιανική μόρφωση και ανατροφή. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στα Σχολεία της Λευκωσίας και γρήγορα άρχισε να τον συναρπάζει το επάγγελμα του εμπόρου, που το ασκούσε με ξεχωριστή χαρά. Έγινε ο πραματευτής ή πραγματευτής, μεταφέροντας την πραμάτεια του άλλοτε στους ώμους του και άλλοτε σε κάποιο υποζύγιο (που ήταν κατά κανόνα γάιδαρος) , προκειμένου να το διαλαλήσει καλύτερα.
Από μικρή ηλικία άρχισε να ταξιδεύει παντού φθάνοντας μέχρι και την Αίγυπτο, περίπου το 1793, όπου και γνωρίστηκε με αρκετούς συνομηλίκους του που ασκούσαν το ίδιο ή άλλο επάγγελμα. Η ζωή τους όμως ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική του και όσο διάστημα ηχούσαν στα αυτιά του οι πατρικές συμβουλές, « να προσέχεις τις συναναστροφές σου, παιδί μου » τα πράγματα κυλούσαν ομαλά γι’ αυτόν. Όμως έπρεπε καθημερινά να δίδει μάχη, προκειμένου να ζήσει μακριά από την άσωτη και ανήθικη ζωή των συνομηλίκων του. Την ίδια επίσης περίοδο γνωρίστηκε και με τον πλούσιο και άπιστο Κιεσίφη Ζακυνθινό, που τον προσέλαβε γραμματέα του. Από τη θέση αυτή ο κύκλος με τους συνομήλικες του μεγάλωνε σιγά αλλά σταθερά, άρχισε δε να του γίνεται επικίνδυνος. Τα μέτρα αυτοπροστασίας που είχε εφαρμόσει για τον εαυτό του άρχισαν να χαλαρώνουν και οι πατρικές συμβουλές ακολουθούσαν με τη σειρά τους την ίδια πορεία
. Η προσευχή, ο εκκλησιασμός και η νηστεία που τον συγκρατούσαν κάποτε, άρχισαν να ατονούν και να εξαφανίζονται. Η ζωή του άρχισε να μη διαφέρει από την αμαρτωλή ζωή των συνομηλίκων του, που τους ακολουθούσε παντού. Το ξενύχτι, το ποτό και η μέθη, έγιναν κανόνας στη ζωή του. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά κάποια βραδιά στο μεθύσι του απάνω, αλλαξοπίστησε. Έγινε δηλαδή όπως και οι συνομήλικες του Μωαμεθανός.
Κάποια στιγμή που συνήλθε άρχισε να μην αναγνωρίζει τον εαυτόν του. Δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που του είχε συμβεί. Ήταν απαρηγόρητος και έπρεπε γρήγορα να επανορθώσει. Οι τύψεις έκαμαν την πρώτη τους εμφάνιση και άρχισαν να τον ενοχλούν παράξενα με αποτέλεσμα να μη τον αφήνουν να ησυχάσει. Η συνείδησή του και αυτή με τη σειρά της τον χτυπούσε ασταμάτητα. Μπροστά στην απελπισία του ερχόταν στο μυαλό του το πατρικό σπίτι και αναπολούσε τη ψυχική γαλήνη και ηρεμία που είχε τότε. Θυμότανε τις πατρικές συμβουλές και τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Θυμήθηκε και τα λόγια της μάνας του που πάντα του έλεγε, ότι τις στενοχωρημένες καρδιές μόνο ένα πράγμα μπορεί να τις γαληνέψει, η μετάνοια και η εξομολόγηση. Ήταν η σπίθα που του φώτισε την πληγωμένη του καρδιά και τη γέμισε με ελπίδα. Παίρνει γρήγορα την απόφαση χωρίς καθυστέρηση να πάει να συναντήσει τον πνευματικό του, που ήταν Αρχιερέας και βρίσκονταν στη Βηρυτό.
Μόλις συναντήθηκε μαζί του έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Άνοιξε την καρδιά του και τα είπε όλα, περιγράφοντάς του με κάθε λεπτομέρεια αυτά που του είχαν συμβεί. Του είπε όλη την αλήθεια, όπως κάνει ο κάθε χριστιανός που προσέρχεται στο μυστήριο της Μετάνοιας ή Εξομολόγησης. Εκείνος με τη σειρά του, αφού τον άκουσε στοργικά και πατρικά τον συγχώρησε, τον έστειλε δε σε κάποιο μοναστήρι του Λιβάνου για περισσότερη άσκηση και ξεκούραση μια και πλησίαζε η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής. Μετά το Πάσχα του είχε πει, ότι θα πήγαινε ο ίδιος να τον χρίσει με το Άγιο Μύρο. Εδώ ο Πολύδωρας ασκήθηκε σε πνευματική περισυλλογή με συνεχή προσευχή και νηστεία. Όμως δεν κάθισε πολύ γιατί το γεγονός μαθεύτηκε και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφθαναν σ’αυτόν, κινδύνευε άμεσα η ζωή του πνευματικού του. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την περιοχή και να πάει στην Πτολεμαίδα της Παλαιστίνης, που τότε ονομάζονταν Άκρι. Αφού συναντήθηκε με τον Αρχιερέα της περιοχής αποφάσισαν από κοινού, ότι πρέπει να κάνει την ομολογία του, συγκινημένος και επηρεασμένος πάντα από τη συμπεριφορά των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Για το σκοπό αυτό επιλέγεται ο τόπος ομολογίας του να είναι η Αίγυπτος, σύμφωνα και με τη συμβουλή που δόθηκε από τον πνευματικό του.
Ξεκίνησε ο δρόμος της επιστροφής, που ήταν ατελείωτος. Η σφοδρή θαλασσοταραχή που τον έπληξε, τον ανάγκασε να βρει απάνεμο λιμάνι στο νησί της Χίου και προκειμένου να βρει και τη γαλήνη της ψυχής του επισκέπτεται κάποιο γέροντα πνευματικό της περιοχής. Αφού του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλα εκείνα που του είχαν συμβεί του έδωσε την συγχώρηση, τον έχρισε με το Άγιο Μύρο και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Έτσι αποκαταστάθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας μας και αμέσως αναχώρησε για τη Σμύρνη. Ο πόθος του να επανορθώσει πραγματικά το αμάρτημα του, δεν τον αφήνει ήσυχο. Μια σκέψη στριφογυρίζει αδιάκοπα στο μυαλό του. Η σκέψη να επισκεφθεί τις τουρκικές αρχές και με παρρησία να διακηρύξει μπροστά σ' αυτούς την πίστη του στον Χριστό και την αφοσίωση του στο θέλημά Του. Για το σκοπό αυτό μετακινείται στη Νέα Έφεσο και επισκέπτεται το δικαστή της περιοχής προκειμένου να κάνει μπροστά του την ομολογία. Ήταν η 1η Σεπτεμβρίου του 1794. Ο δικαστής έκπληκτος τον άκουγε σε όσα του έλεγε. Όσες φορές μπόρεσε να τον διακόψει προκειμένου να τον πείσει να αλλάξει άποψη, έπαιρνε πάντα την απάντηση. Είμαι Χριστιανός, θα μείνω Χριστιανός και θέλω να πεθάνω Χριστιανός. Προσπάθησε σε ήπιους τόνους και με πολλές υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Όμως έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση, ώσπου το ποτήρι ξεχείλισε από θυμό. Άρχισαν οι απειλές και μια σειρά από απάνθρωπα βασανιστήρια αφού προηγουμένως δόθηκε η άδεια στο πλήθος να τον βασανίσει όπως εκείνο ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους, βρήκε πολλούς τρόπους βασανισμού. Άλλοι του έβαζαν πυρακτωμένα κεραμίδια στις μασχάλες και άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι. Κάποιοι τον χτυπούσαν χωρίς έλεος και κάποιοι του γέμιζαν με πληγές το κορμί του, αφήνοντάς τον για πολλές ώρες λιπόθυμο.
Εκείνος με υπερβολικό θάρρος και καρτερία τα υπόμενε όλα. Δε σταματούσε λεπτό να προσεύχεται και να παρακαλεί το Χριστό να τον συγχωρέσει. Τον έριχναν στη φυλακή εφαρμόζοντας κάθε φορά και σκληρότερα βασανιστήρια. Τον έβγαζαν από τη φυλακή για να ελέγξουν, μήπως λιποψύχησε και μετάνιωσε. Έτσι το πρωί της Κυριακής 3 Σεπτεμβρίου 1794 όταν τον έβγαλαν από τη φυλακή τον οδήγησαν στην πλατεία, που του είχαν ετοιμάσει την αγχόνη. Δίπλα της ακριβώς βρίσκονταν η εξέδρα του δικαστή για να ζήσει και εκείνος με τη σειρά του από κοντά το θέαμα και να ανακρίνει για τελευταία φορά το Μάρτυρα. Κοίταξε πρώτα την αγχόνη και ένοιωσε ένα αίσθημα ανακούφισης να γεμίζει την καρδιά του και όταν κοίταξε την εξέδρα ένοιωσε μια πρωτοφανή αηδία για τα πρόσωπα που παρακάθονταν σ’ αυτήν. Οι διαδικασίες στη συνέχεια ήταν γρήγορες. Ρώτησαν τυπικά το Μάρτυρα μήπως έχει μετανιώσει και έλαβαν με βροντερή φωνή, όση τουλάχιστον δύναμη του είχε απομείνει, ότι και γεννήθηκα και θα πεθάνω Χριστιανός. Σαν λυσσασμένα σκυλιά όρμησαν να τον κατασπαράξουν και αφού τον έδεσαν χειροπόδαρα και αφού πέρασαν τη θηλιά της αγχόνης στο λαιμό του, τράβηξαν το σχοινί. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ίσα που πρόλαβε να προσευχηθεί, βρέθηκε το Άγιο σώμα του αιωρούμενο και η Αγία του ψυχή πέταξε στα ύψη του Ουρανού στεφανωμένη με το στεφάνι της Αγίας Δόξας, για να αναπαυτεί κοντά στο Χριστό μας.
Το Άγιο λείψανό του έμεινε στην αγχόνη τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα δόθηκε εντολή στους Χριστιανούς να το παραλάβουν και να το κάνουν ότι εκείνοι θέλουν. Έτσι στο νέφος των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας προστέθηκε και ένας ακόμη Νεομάρτυρας ο Άγιος Πολύδωρος, που τον γιορτάζει στις 3 Σεπτεμβρίου. Η Αγία του κάρα φυλάσσεται σήμερα στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα της Αθήνας.
Στις 3 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει και τιμά το μαρτύριο και τη μνήμη του Αγίου Πολυδώρου. Ο Άγιος γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου από γονείς θεοφοβούμενους και ευσεβείς και έζησε περίπου το 18ο αιώνα σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά για το αιματοβαμμένο Νησί, γιατί ήταν τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς. Ο πατέρας του ονομάζονταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ άνθρωποι πτωχοί και φρόντισαν από νωρίς να δώσουν στο παιδί τους, χριστιανική μόρφωση και ανατροφή. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στα Σχολεία της Λευκωσίας και γρήγορα άρχισε να τον συναρπάζει το επάγγελμα του εμπόρου, που το ασκούσε με ξεχωριστή χαρά. Έγινε ο πραματευτής ή πραγματευτής, μεταφέροντας την πραμάτεια του άλλοτε στους ώμους του και άλλοτε σε κάποιο υποζύγιο (που ήταν κατά κανόνα γάιδαρος) , προκειμένου να το διαλαλήσει καλύτερα.
Από μικρή ηλικία άρχισε να ταξιδεύει παντού φθάνοντας μέχρι και την Αίγυπτο, περίπου το 1793, όπου και γνωρίστηκε με αρκετούς συνομηλίκους του που ασκούσαν το ίδιο ή άλλο επάγγελμα. Η ζωή τους όμως ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική του και όσο διάστημα ηχούσαν στα αυτιά του οι πατρικές συμβουλές, « να προσέχεις τις συναναστροφές σου, παιδί μου » τα πράγματα κυλούσαν ομαλά γι’ αυτόν. Όμως έπρεπε καθημερινά να δίδει μάχη, προκειμένου να ζήσει μακριά από την άσωτη και ανήθικη ζωή των συνομηλίκων του. Την ίδια επίσης περίοδο γνωρίστηκε και με τον πλούσιο και άπιστο Κιεσίφη Ζακυνθινό, που τον προσέλαβε γραμματέα του. Από τη θέση αυτή ο κύκλος με τους συνομήλικες του μεγάλωνε σιγά αλλά σταθερά, άρχισε δε να του γίνεται επικίνδυνος. Τα μέτρα αυτοπροστασίας που είχε εφαρμόσει για τον εαυτό του άρχισαν να χαλαρώνουν και οι πατρικές συμβουλές ακολουθούσαν με τη σειρά τους την ίδια πορεία
. Η προσευχή, ο εκκλησιασμός και η νηστεία που τον συγκρατούσαν κάποτε, άρχισαν να ατονούν και να εξαφανίζονται. Η ζωή του άρχισε να μη διαφέρει από την αμαρτωλή ζωή των συνομηλίκων του, που τους ακολουθούσε παντού. Το ξενύχτι, το ποτό και η μέθη, έγιναν κανόνας στη ζωή του. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά κάποια βραδιά στο μεθύσι του απάνω, αλλαξοπίστησε. Έγινε δηλαδή όπως και οι συνομήλικες του Μωαμεθανός.
Κάποια στιγμή που συνήλθε άρχισε να μην αναγνωρίζει τον εαυτόν του. Δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που του είχε συμβεί. Ήταν απαρηγόρητος και έπρεπε γρήγορα να επανορθώσει. Οι τύψεις έκαμαν την πρώτη τους εμφάνιση και άρχισαν να τον ενοχλούν παράξενα με αποτέλεσμα να μη τον αφήνουν να ησυχάσει. Η συνείδησή του και αυτή με τη σειρά της τον χτυπούσε ασταμάτητα. Μπροστά στην απελπισία του ερχόταν στο μυαλό του το πατρικό σπίτι και αναπολούσε τη ψυχική γαλήνη και ηρεμία που είχε τότε. Θυμότανε τις πατρικές συμβουλές και τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Θυμήθηκε και τα λόγια της μάνας του που πάντα του έλεγε, ότι τις στενοχωρημένες καρδιές μόνο ένα πράγμα μπορεί να τις γαληνέψει, η μετάνοια και η εξομολόγηση. Ήταν η σπίθα που του φώτισε την πληγωμένη του καρδιά και τη γέμισε με ελπίδα. Παίρνει γρήγορα την απόφαση χωρίς καθυστέρηση να πάει να συναντήσει τον πνευματικό του, που ήταν Αρχιερέας και βρίσκονταν στη Βηρυτό.
Μόλις συναντήθηκε μαζί του έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Άνοιξε την καρδιά του και τα είπε όλα, περιγράφοντάς του με κάθε λεπτομέρεια αυτά που του είχαν συμβεί. Του είπε όλη την αλήθεια, όπως κάνει ο κάθε χριστιανός που προσέρχεται στο μυστήριο της Μετάνοιας ή Εξομολόγησης. Εκείνος με τη σειρά του, αφού τον άκουσε στοργικά και πατρικά τον συγχώρησε, τον έστειλε δε σε κάποιο μοναστήρι του Λιβάνου για περισσότερη άσκηση και ξεκούραση μια και πλησίαζε η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής. Μετά το Πάσχα του είχε πει, ότι θα πήγαινε ο ίδιος να τον χρίσει με το Άγιο Μύρο. Εδώ ο Πολύδωρας ασκήθηκε σε πνευματική περισυλλογή με συνεχή προσευχή και νηστεία. Όμως δεν κάθισε πολύ γιατί το γεγονός μαθεύτηκε και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφθαναν σ’αυτόν, κινδύνευε άμεσα η ζωή του πνευματικού του. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την περιοχή και να πάει στην Πτολεμαίδα της Παλαιστίνης, που τότε ονομάζονταν Άκρι. Αφού συναντήθηκε με τον Αρχιερέα της περιοχής αποφάσισαν από κοινού, ότι πρέπει να κάνει την ομολογία του, συγκινημένος και επηρεασμένος πάντα από τη συμπεριφορά των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Για το σκοπό αυτό επιλέγεται ο τόπος ομολογίας του να είναι η Αίγυπτος, σύμφωνα και με τη συμβουλή που δόθηκε από τον πνευματικό του.
Ξεκίνησε ο δρόμος της επιστροφής, που ήταν ατελείωτος. Η σφοδρή θαλασσοταραχή που τον έπληξε, τον ανάγκασε να βρει απάνεμο λιμάνι στο νησί της Χίου και προκειμένου να βρει και τη γαλήνη της ψυχής του επισκέπτεται κάποιο γέροντα πνευματικό της περιοχής. Αφού του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλα εκείνα που του είχαν συμβεί του έδωσε την συγχώρηση, τον έχρισε με το Άγιο Μύρο και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Έτσι αποκαταστάθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας μας και αμέσως αναχώρησε για τη Σμύρνη. Ο πόθος του να επανορθώσει πραγματικά το αμάρτημα του, δεν τον αφήνει ήσυχο. Μια σκέψη στριφογυρίζει αδιάκοπα στο μυαλό του. Η σκέψη να επισκεφθεί τις τουρκικές αρχές και με παρρησία να διακηρύξει μπροστά σ' αυτούς την πίστη του στον Χριστό και την αφοσίωση του στο θέλημά Του. Για το σκοπό αυτό μετακινείται στη Νέα Έφεσο και επισκέπτεται το δικαστή της περιοχής προκειμένου να κάνει μπροστά του την ομολογία. Ήταν η 1η Σεπτεμβρίου του 1794. Ο δικαστής έκπληκτος τον άκουγε σε όσα του έλεγε. Όσες φορές μπόρεσε να τον διακόψει προκειμένου να τον πείσει να αλλάξει άποψη, έπαιρνε πάντα την απάντηση. Είμαι Χριστιανός, θα μείνω Χριστιανός και θέλω να πεθάνω Χριστιανός. Προσπάθησε σε ήπιους τόνους και με πολλές υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Όμως έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση, ώσπου το ποτήρι ξεχείλισε από θυμό. Άρχισαν οι απειλές και μια σειρά από απάνθρωπα βασανιστήρια αφού προηγουμένως δόθηκε η άδεια στο πλήθος να τον βασανίσει όπως εκείνο ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους, βρήκε πολλούς τρόπους βασανισμού. Άλλοι του έβαζαν πυρακτωμένα κεραμίδια στις μασχάλες και άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι. Κάποιοι τον χτυπούσαν χωρίς έλεος και κάποιοι του γέμιζαν με πληγές το κορμί του, αφήνοντάς τον για πολλές ώρες λιπόθυμο.
Εκείνος με υπερβολικό θάρρος και καρτερία τα υπόμενε όλα. Δε σταματούσε λεπτό να προσεύχεται και να παρακαλεί το Χριστό να τον συγχωρέσει. Τον έριχναν στη φυλακή εφαρμόζοντας κάθε φορά και σκληρότερα βασανιστήρια. Τον έβγαζαν από τη φυλακή για να ελέγξουν, μήπως λιποψύχησε και μετάνιωσε. Έτσι το πρωί της Κυριακής 3 Σεπτεμβρίου 1794 όταν τον έβγαλαν από τη φυλακή τον οδήγησαν στην πλατεία, που του είχαν ετοιμάσει την αγχόνη. Δίπλα της ακριβώς βρίσκονταν η εξέδρα του δικαστή για να ζήσει και εκείνος με τη σειρά του από κοντά το θέαμα και να ανακρίνει για τελευταία φορά το Μάρτυρα. Κοίταξε πρώτα την αγχόνη και ένοιωσε ένα αίσθημα ανακούφισης να γεμίζει την καρδιά του και όταν κοίταξε την εξέδρα ένοιωσε μια πρωτοφανή αηδία για τα πρόσωπα που παρακάθονταν σ’ αυτήν. Οι διαδικασίες στη συνέχεια ήταν γρήγορες. Ρώτησαν τυπικά το Μάρτυρα μήπως έχει μετανιώσει και έλαβαν με βροντερή φωνή, όση τουλάχιστον δύναμη του είχε απομείνει, ότι και γεννήθηκα και θα πεθάνω Χριστιανός. Σαν λυσσασμένα σκυλιά όρμησαν να τον κατασπαράξουν και αφού τον έδεσαν χειροπόδαρα και αφού πέρασαν τη θηλιά της αγχόνης στο λαιμό του, τράβηξαν το σχοινί. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ίσα που πρόλαβε να προσευχηθεί, βρέθηκε το Άγιο σώμα του αιωρούμενο και η Αγία του ψυχή πέταξε στα ύψη του Ουρανού στεφανωμένη με το στεφάνι της Αγίας Δόξας, για να αναπαυτεί κοντά στο Χριστό μας.
Το Άγιο λείψανό του έμεινε στην αγχόνη τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα δόθηκε εντολή στους Χριστιανούς να το παραλάβουν και να το κάνουν ότι εκείνοι θέλουν. Έτσι στο νέφος των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας προστέθηκε και ένας ακόμη Νεομάρτυρας ο Άγιος Πολύδωρος, που τον γιορτάζει στις 3 Σεπτεμβρίου. Η Αγία του κάρα φυλάσσεται σήμερα στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα της Αθήνας.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Άγιος Πολύευκτος-Ο πρώτος μάρτυρας της Αρμενίας(+9 Ιανουαρίου)
Έζησε τον 3ο αιώνα, στα χρόνια του Δεκίου και του Βαλεριανού. στην Αρμενία. Ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας. Κι όταν οι αυτοκράτορες, αυτοί που αναφέραμε, έβγαλαν διάταγμα εναντίον των χριστιανών κι έλεγε: «Όσοι είναι χριστιανοί ν’ αλλάξουν αμέσως, αλλιώς θα τους θανατώσουμε».
Ο Πολύευκτος, που υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό, έκανε τη θητεία του, όταν το άκουσε αυτό, τρέχει αυτόκλητος στον άρχοντα των Ρωμαίων και του λέγει: «Εγώ είμαι χριστιανός. Κι ό,τι κι αν λέτε σεις κι ό,τι κι αν κάνετε, εγώ δεν πρόκειται ν’ αλλάξω με τίποτε. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξω». Πήγε κι από κοντά κι ο πεθερός του. Και προσπαθούσε με επιχειρήματα να τον πείσει να μη μαρτυρήσει. «Κάθισε αδελφέ. Ας το. Ας είσαι χριστιανός μυστικά. Δεν σου είπε κανείς ν’ αλλάξεις. Και φανερά πες ό,τι θέλει ο αυτοκράτορας. Μη χάσεις τη θέση σου, μη χάσεις τη ζωή σου. Μη σε χάσομε κι εμείς.» Κι από κοντά και η γυναίκα του, με κλάματα και θρήνους.
Συγκινήθηκε ο Πολύευκτος. Συγκλονίστηκε πολύ. Αλλά δεν άλλαξε. Ήταν μαζί του κι ένας μάρτυρας, ο Νέαρχος, φίλος του, που τον στήριζε. Και του λέει: «Νέαρχε, εγώ τον Χριστό δεν Τον αλλάζω με τίποτε. Ό,τι κι αν λένε όλοι. Κι οι αυτοκράτορες και οι συγγενείς μου και οι θρήνοι και τα κλάματα της γυναίκας μου, και τα παρακάλια και τα λογικά επιχειρήματα του πεθερού μου, εγώ δεν αλλάζω με τίποτε. Ο Χριστός μου είναι ό,τι πολύτιμο έχω και Τον ευχαριστώ, που με ενισχύει. Και θέλω, Χριστέ μου, να δώσω και το αίμα μου για Σένα. Αυτό είναι το λιγότερο, σ’ αυτό που έκανες Εσύ κι έδωσες το αίμα Σου για όλους μας. Και μας προσφέρεις τα καλά Σου. Και τα επίγεια και τα επουράνια.»
Κι αφού είδαν εκεί ότι δεν αλλάζει, οι άρχοντες οι Ρωμαίοι τον υπέβαλαν στα πιο φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια.
Έχει ωραία δοξαστικά η εορτή, που ακριβώς αναφέρονται στην αντρειοσύνη, στο μεγαλείο, στην υπομονή και στην ομολογία και στην αντοχή του αγίου μεγαλομάρτυρα Πολύευκτου του εν Αρμενία. Είναι ο πρώτος μάρτυρας που μαρτύρησε στην Αρμενία. Ο άγιος Πολύευκτος. Πολύς και ευχές. Κι όταν προσευχόμαστε, γινόμεθα κι εμείς πο¬λύευκτοι. Είμαστε πολύευκτοι. Και στο τέλος, αφού εκείνος δεν άλλαζε με τίποτα και υπέστη όλα τα βασανιστήρια και έλαμπε ευχόμενος. Πολύευκτος όνομα και πράγμα. Διέταξε εκεί ο τύραννος τους δημίους να τον αποκεφαλίσουν. Κι εκείνος λέει: «Χριστέ μου, Σε υπερευχαριστώ, που μ’ αξιώνεις να χύσω το αίμα μου για Σένα.»
Και άθλησε και έλαμψε εκεί στην Αρμενία, στη Μελιτηνή. Και ύστερα οι χριστιανοί πήραν το πολύαθλο σώμα, το έθαψαν και πάνω στον τάφο έφτιαξαν ναό, που περιέλαβε και τον τάφο του. Και κάθε χρόνο, στις 9 Ιανουαρίου, έκαναν σύναξη και τιμούσαν τον μεγαλομάρτυρα Πολύευκτο. Κι έκανε θαύματα και εμφανιζόταν σε πολλούς και τους βοηθούσε και σκέπαζε και την περιοχή.
Αλήθεια, όλη η οικουμένη, και περισσότερο τα μέρη της τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχει τη μέγιστη ευλογία να φιλοξενεί στα σπλάχνα της και να έχει τάφους και λείψανα μαρτύρων και αγίων και ασκητών, Τους έχομε μαζί μας. Οι ψυχές τους πήγαν στον Κύριο. Τα ιερά τους λείψανα, τα υπόλοιπα, δηλαδή, της οντότητάς τους, έμειναν εδώ. Και τα έχομε για ευλογία. Κι ο αγιασμός πέρασε σε όλη τους την ύπαρξη. Και τα ιερά οστέα τους, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αναδίδουν τη χάρη του Χριστού και τη δύναμη και τη θαυματουργική του δράση.
(Αρχ. Ανανία Κουστένη, «Χειμερινό Συναξάρι» -τ. Α΄, εκδ. Ακτή)/fdathanasiou.
Έζησε τον 3ο αιώνα, στα χρόνια του Δεκίου και του Βαλεριανού. στην Αρμενία. Ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας. Κι όταν οι αυτοκράτορες, αυτοί που αναφέραμε, έβγαλαν διάταγμα εναντίον των χριστιανών κι έλεγε: «Όσοι είναι χριστιανοί ν’ αλλάξουν αμέσως, αλλιώς θα τους θανατώσουμε».
Ο Πολύευκτος, που υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό, έκανε τη θητεία του, όταν το άκουσε αυτό, τρέχει αυτόκλητος στον άρχοντα των Ρωμαίων και του λέγει: «Εγώ είμαι χριστιανός. Κι ό,τι κι αν λέτε σεις κι ό,τι κι αν κάνετε, εγώ δεν πρόκειται ν’ αλλάξω με τίποτε. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξω». Πήγε κι από κοντά κι ο πεθερός του. Και προσπαθούσε με επιχειρήματα να τον πείσει να μη μαρτυρήσει. «Κάθισε αδελφέ. Ας το. Ας είσαι χριστιανός μυστικά. Δεν σου είπε κανείς ν’ αλλάξεις. Και φανερά πες ό,τι θέλει ο αυτοκράτορας. Μη χάσεις τη θέση σου, μη χάσεις τη ζωή σου. Μη σε χάσομε κι εμείς.» Κι από κοντά και η γυναίκα του, με κλάματα και θρήνους.
Συγκινήθηκε ο Πολύευκτος. Συγκλονίστηκε πολύ. Αλλά δεν άλλαξε. Ήταν μαζί του κι ένας μάρτυρας, ο Νέαρχος, φίλος του, που τον στήριζε. Και του λέει: «Νέαρχε, εγώ τον Χριστό δεν Τον αλλάζω με τίποτε. Ό,τι κι αν λένε όλοι. Κι οι αυτοκράτορες και οι συγγενείς μου και οι θρήνοι και τα κλάματα της γυναίκας μου, και τα παρακάλια και τα λογικά επιχειρήματα του πεθερού μου, εγώ δεν αλλάζω με τίποτε. Ο Χριστός μου είναι ό,τι πολύτιμο έχω και Τον ευχαριστώ, που με ενισχύει. Και θέλω, Χριστέ μου, να δώσω και το αίμα μου για Σένα. Αυτό είναι το λιγότερο, σ’ αυτό που έκανες Εσύ κι έδωσες το αίμα Σου για όλους μας. Και μας προσφέρεις τα καλά Σου. Και τα επίγεια και τα επουράνια.»
Κι αφού είδαν εκεί ότι δεν αλλάζει, οι άρχοντες οι Ρωμαίοι τον υπέβαλαν στα πιο φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια.
Έχει ωραία δοξαστικά η εορτή, που ακριβώς αναφέρονται στην αντρειοσύνη, στο μεγαλείο, στην υπομονή και στην ομολογία και στην αντοχή του αγίου μεγαλομάρτυρα Πολύευκτου του εν Αρμενία. Είναι ο πρώτος μάρτυρας που μαρτύρησε στην Αρμενία. Ο άγιος Πολύευκτος. Πολύς και ευχές. Κι όταν προσευχόμαστε, γινόμεθα κι εμείς πο¬λύευκτοι. Είμαστε πολύευκτοι. Και στο τέλος, αφού εκείνος δεν άλλαζε με τίποτα και υπέστη όλα τα βασανιστήρια και έλαμπε ευχόμενος. Πολύευκτος όνομα και πράγμα. Διέταξε εκεί ο τύραννος τους δημίους να τον αποκεφαλίσουν. Κι εκείνος λέει: «Χριστέ μου, Σε υπερευχαριστώ, που μ’ αξιώνεις να χύσω το αίμα μου για Σένα.»
Και άθλησε και έλαμψε εκεί στην Αρμενία, στη Μελιτηνή. Και ύστερα οι χριστιανοί πήραν το πολύαθλο σώμα, το έθαψαν και πάνω στον τάφο έφτιαξαν ναό, που περιέλαβε και τον τάφο του. Και κάθε χρόνο, στις 9 Ιανουαρίου, έκαναν σύναξη και τιμούσαν τον μεγαλομάρτυρα Πολύευκτο. Κι έκανε θαύματα και εμφανιζόταν σε πολλούς και τους βοηθούσε και σκέπαζε και την περιοχή.
Αλήθεια, όλη η οικουμένη, και περισσότερο τα μέρη της τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχει τη μέγιστη ευλογία να φιλοξενεί στα σπλάχνα της και να έχει τάφους και λείψανα μαρτύρων και αγίων και ασκητών, Τους έχομε μαζί μας. Οι ψυχές τους πήγαν στον Κύριο. Τα ιερά τους λείψανα, τα υπόλοιπα, δηλαδή, της οντότητάς τους, έμειναν εδώ. Και τα έχομε για ευλογία. Κι ο αγιασμός πέρασε σε όλη τους την ύπαρξη. Και τα ιερά οστέα τους, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αναδίδουν τη χάρη του Χριστού και τη δύναμη και τη θαυματουργική του δράση.
(Αρχ. Ανανία Κουστένη, «Χειμερινό Συναξάρι» -τ. Α΄, εκδ. Ακτή)/fdathanasiou.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης (23 Φεβρουαρίου)
Το δια πυρός μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου. Σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1949).
Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο• έλεος, ειρήνη και αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ας πληθυνθεί σε σάς.
Σας γράψαμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και το τέλος του μακαρίου Πολυκάρπου, που σαν σφραγίδα έκλεισε τους διωγμούς. Όλα όσα έλαβαν χώρα φανερώνουν με το φως του Θεού πώς μαρτυρείται το Ευαγγέλιο. O Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος ώστε να τον μιμηθούμε κι εμείς μη μόνον σκοπούντες το καθ’ εαυτούς, αλλά και το κατά τους πέλας. Διότι γνώρισμα της αληθινής και δυνατής αγάπης είναι το να μη θέλη κανείς να σώση μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους αδελφούς.
Υπήρξαν, λοιπόν, μακάριοι και γενναίοι όλοι οι μάρτυρες που έπεσαν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι εμείς πρέπει με περισσότερη ευλάβεια τώρα να εμπιστευόμαστε το πάν στον εξουσιαστή των πάντων Θεό. Και ποιος δεν θα θαυμάση τη γενναιότητα, την υπομονή και τον έρωτα προς τον Κύριο, πού είχαν εκείνοι; Με το μαστίγωμα τους καταξέσχισαν το κορμί, κάνοντας να φανούν οι φλέβες και οι αρτηρίες, αλλ’ εκείνοι έδειξαν τόση καρτερία, ώστε οι θεαταί να νοιώσουν έμφοβο θαυμασμό και συμπόνοια και να ξεσπάσουν σε οδυρμό. Άλλοι μάρτυρες έφτασαν σε τέτοιο σημείο ανδρείας που κανένας τους δεν έβγαλε άχνα και στεναγμό, δείχνοντας έτσι σ’ όλους μας ότι εκείνη την ώρα των βασάνων ανέβαιναν στον Χριστού ή μάλλον ο ίδιος ο Κύριος είχε κατεβή και συνομιλούσε μαζί τους. Κολλημένοι στη χάρι του Χριστού, καταφρονούσαν τα βάσανα που τους έκανε ο κόσμος, αγοράζοντας μέσα σε λίγες στιγμές ολόκληρη την αιωνία ζωή. Η φωτιά που τους έβαζαν οι δήμιοι ήταν γι’ αυτούς δροσιά. Διότι μπροστά στα μάτια τους ένα είχαν μέλημα• πώς να ξεφύγουν το αιώνιο πυρ, τη φωτιά που δεν σβύνεται ποτέ κι οι καρδιές τους λαχταρούσαν εκείνα τα αγαθά που περιμένουν όσους έγκαρτερήσουν, τα αγαθά, ά ούτε ους ήκουσε ούτε οφθαλμός είδεν ούτε επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη. Αυτά τα αγαθά τους παρουσίαζε ήδη ό Κύριος και δεν ήσαν πλέον άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Επίσης και εκείνοι που ρίχθηκαν στα θηρία υπέφεραν πολλή και φοβερή δοκιμασία. Άλλοι έγιναν κομμάτια μ’ αγκαθωτά κολαστήρια όργανα κι άλλοι τέλος μ’ άλλες χιλιότροπες επινοήσεις βασάνων τελειώθηκαν. Όλους αυτούς ό διάβολος πάσχισε μ’ ένα σωρό δοκιμασίες να τους τραβήξη στην άρνησι, αλλά χωρίς να το καταφέρη.
Πολλά μηχανεύθηκε εναντίον τους το πονηρό πνεύμα. Άλλα δόξα τω Θεώ• όλοι το κατατρόπωσαν. Παράδειγμα τους ενισχυτικό ήταν η υπομονή που έδειξε ο γενναιότατος Γερμανικός. Αυτός αντιμετώπισε και τα θηρία μέσα στο αμφιθέατρο. Ενώ ο ανθύπατος προσπαθούσε να τον πείση ν’ άλλάξη γνώμη, λέγοντας του να λυπηθή τα νιάτα του, προκάλεσε ο ίδιος το θηρίο να τον κατασπάραξη, θέλοντας μια ώρα γρηγορώτερα ν’ απαλλαγή από την άδικη και άνομη πολιτεία των εθνικών. Μόλις, λοιπόν, ο όχλος είδε και θαμπώθηκε απ’ αυτό το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές• Να λείψουν οι άθεοι! Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!
Ένας όμως από τους χριστιανούς, που τον έλεγαν Κόϊντο, καταγόμενος από τη Φρυγία, και που είχε έλθει πρόσφατα από εκεί, βλέποντας τα θηρία λιποψύχισε. Ενώ ο ίδιος ήταν που είχε πείσει μερικούς άλλους να έλθουν να μαρτυρήσουν μόνοι τους, χωρίς να τους έχουν πιάσει. Αυτόν ο ανθύπατος κατώρθωσε με καλοπιάσματα πολλά να τον κάνη να εξομώση και νά θυσιάση στα είδωλα. Γι’ αυτό, λοιπόν, αδελφοί, δεν επαινούμε εκείνους που πάνε να μαρτυρήσουν χωρίς να τους βιάση κανείς, διότι δεν διδάσκει έτσι το Ευαγγέλιο.
Όσο για τον υπερθαύμαστο Πολύκαρπο, όταν άκουσε ότι ζητούσαν να τον πιάσουν, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνη στην πόλι. Αλλά οι πιστοί τον έπεισαν να κρυφθή. Και κρύφθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα που δεν απείχε πολύ από την πόλι κι εκεί έμεινε με λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μην κάνοντας τίποτε άλλο παρά να προσεύχεται για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, πράγμα που ήταν ή συνήθεια του. Και καθώς προσευχόταν είδε μια οπτασία, τρεις μέρες πριν από τη σύλληψί του. Είδε ότι το προσκέφαλο του είχε πιάσει φωτιά. Και γύρισε και είπε στους συντρόφους του• Θα καώ ζωντανός.
Και καθώς οι έρευνες γίνονταν πιο επίμονες και πλησίαζαν στο μέρος που κρυβόταν, ο Πολύκαρπος έφυγε και πήγε σ’ ένα άλλο αγρόκτημα. Και μόλις έφυγε, έφθασαν εκείνοι πού τον ζητούσαν. Και μην έχοντάς τον βρει, έπιασαν δύο παιδιά που δούλευαν στο κτήμα από τα οποία το ένα αφού το βασάνισαν ωμολόγησε. Άλλωστε ήταν αδύνατο να ξεφύγη, διότι εκείνοι που τον είχαν προδώσει ήταν γνωστοί του. Και ο ειρήναρχος, που είχε το ίδιο με τον Πολύκαρπο όνομα και τον έλεγαν επίσης και Ηρώδη, βιαζόταν να τον μπάση στο αμφιθέατρο, έτσι που ο μεν Πολύκαρπος να τελειωθή, γινόμενος κοινωνός του Χριστού, οι δέ καταδότες του να πάρουν την τιμωρία του Ιούδα.
Έχοντας, λοιπόν, οδηγό το παιδί, ημέρα Παρασκευή και κατά το σούρουπο, βγήκαν οι στρατιώτες της καταδιώξεως με καβαλλάρηδες, αρματωμένοι σαν σε πόλεμο και ως επί ληστήν τρέχοντες. Και αργά το βράδυ έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο, ξαπλωμένον σ’ ένα δωμάτιο. Και από κεί θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας• το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν, λοιπόν, τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς, λοιπόν, πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα. Εκείνοι τού το επέτρεψαν και έπιασε και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη Χάρι του Θεού δύο ολόκληρες ώρες, έτσι πού θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’ αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα.
Όταν κάποια φορά τελείωσε την προσευχή, στην οποία μνημόνευσε όλους όσοι είχαν έλθει σε συνάφεια μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και άσημους και όλη την καθολική Εκκλησία που απλώνεται στην οικουμένη, και ήλθε η ώρα να βγουν, τον έβαλαν πάνω σ’ ενα όνο και τον έφεραν στην πόλι, ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Και στον δρόμο τον προϋπάντησε ο ειρήναρχος Ηρώδης με τον πατέρα του τον Νικητή που τον έβαλαν να καθίση δίπλα τους στο αμάξι τους, κι άρχισαν να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, λέγοντας.
—Μα είναι τόσο κακό να πης• Κύριος είναι ο Καίσαρ; Είναι τόσο σπουδαίο πράγμα να θυσιάσης στους θεούς και να κάνης όλους τους υπολοίπους τύπους, προκειμένου να γλυτώσης τη ζωή σου;
Εκείνος στην αρχή σώπαινε, αλλά όταν είδε ότι επέμεναν αποκρίθηκε.
—Δεν πρόκειται να κάμω αυτά που με συμβουλεύετε.
Τότε εκείνοι, βλέποντας πως του κάκου πήγαν τα λόγια τους, τον περιέλουσαν με βρισιές και τον γκρέμισαν από το αμάξι, έτσι που πέφτοντας να πληγωθή στο πόδι. Και χωρίς να τους πη ούτε λέξι, σαν να μην είχε πάθει τίποτε, πορευόταν• ολοπρόθυμα, οδηγούμενος στο αμφιθέατρο, όπου γινόταν τέτοια οχλοβοή ώστε να μη μπορή να κρυφθή η φωνή κανενός,
Αλλά στον Πολύκαρπο καθώς έμπαινε στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό πού έλεγε• Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλα τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν, λοιπόν, ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη η οχλοβοή, διότι ό λαός έμαθε ότι ό Πολύκαρπος είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ό αν-θύπατος άρχισε να τον άνακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ό ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το έβε-βαίωσε, βάλθηκε ό ανθύπατος νά τον πείση ν’ άρνηθή την πίστι του, λέγοντας• Λυπήσου τα χρόνια, σου και άλλα παρόμοια πού συνηθίζουν οι εθνικοί δικα-σταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος, άλλαξε γνώμη, πες Να λείψουν οι άθεοι.
Ο Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψη γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με τρομερή κίνησι, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε• Ας λείψουν οι άθεοι!
Και καθώς, επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε,
—Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’ ελευθερώνω
αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος
—Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν με βλαψε. Πώς μπορώ, λοιπόν, να υβρίσω τον βασιλέα και σωτήρα μου;
Αλλά ο ανθύπατος επέμενε, λέγοντας.
—Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος. Και ο Πολύκαρπος αποκρίθηκε.
—Ζητείς να αναγνωρίσω τη θεία δύναμι του αυτοκράτορος και υποκρίνεσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι. Άκουσε, λοιπόν, καθαρά και ξάστερα την απάντησί μου. Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω. Του λέγει ο ανθύπατος. —Πείσε τον όχλο. Και ο Πολύκαρπος τού άπαντα.
—Εσένα σ’ αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή τόση όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’ ακούσουν την απολογία μου. Και ο ανθύπατος τού λέγει.
—Έχω θηρία, σ’ αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξης γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται.
—Φέρε τα• γλύστρημα για μάς από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται. Απεναντίας από τα χαλεπά μας αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια. Και ο ανθύπατος πάλι.
—Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος. Και ο Πολύκαρπος τού απαντά.
—Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι υστέρα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως πού φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τί αργοπορείς; Κάμε ό,τι θέλεις.
Αυτά κι άλλα ακόμα λέγοντας, ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπο του έλαμπε η θεία χάρις. Όχι μόνο δεν είχαν καμμιά επίδρασι πάνω του οι συμβουλές κι οι απειλές που άκουε, αλλ’ απεναντίας σάστισε ο ανθύπατος. Έστειλε τότε τον κήρυκα του στη μέση του στίβου να φωνάξη τρεις φορές.
—Ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός.
Μόλις τ’ άκουσε ο όχλος των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων που είχαν μαζευθή εκεί απ’ όλη τη Σμύρνη ξέσπασε σε κραυγές φωνάζοντας άγρια.
—Αυτός είναι ο δάσκαλος της Ασίας, ο πατέρας των χριστιανών, ο χαλαστής των θεών μας, ο άνθρωπος που έμαθε πολλούς να μη προσκυνούν και να μη θυσιάζουν.
Και φώναζαν στον ασιάρχη Φίλιππο ν’ άμολήση πάνω στον Πολύκαρπο ένα λέοντα. Αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, διότι παρόμοια θεάματα είχαν δοθή και τελειώσει πια τις προηγούμενες ημέρες.
Τότε όλοι με μια φωνή ζήτησαν να ριχθή στη φωτιά ό Πολύκαρπος. Διότι επέπρωτο να πραγματοποιηθή ή οπτασία που είχε δη, όταν είδε το προσκέφαλο να καίεται και γύρισε και είπε προφητικά στους πιστούς που τον τριγύριζαν, Θα καώ ζωντανός.
Όλα έγιναν με τέτοια γρηγοράδα, που περισσότερη ώρα κάνει κανείς να τα διηγηθή. Οι όχλοι μάζεψαν αμέσως από τα γειτονικά εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα και προπαντός οι Ιουδαίοι που σε κάτι τέτοιες περιστάσεις συνήθως είναι οι πιο πρόθυμοι απ’ όλους. Και όταν ετοιμάσθηκε η πυρά, έβγαλε όλα τα ρούχα του, ξεζώσθηκε κι έσκυψε να βγάλη και τα υποδήματα του, πράγμα που έκαμε για πρώτη φορά, διότι πάντα έσπευδαν τα πνευματικά του παιδιά να τον υπηρετούν σ’ αυτό αμιλλώμενα ποιο πρώτο να τον αγγίξη. Τόση μεγάλη αρετή τον στόλιζε πριν από το μαρτύριο. Ευθύς, λοιπόν, τον τύλιξαν με τα σίδερα που χρησιμοποιούνται στους καταδικασμένους να πεθάνουν πάνω στην πυρά. Κι ενώ πήγαιναν να τον καρφώσουν, είπε.
—Αφήστε με έτσι. Εκείνος που με έσπρωξε έως τη φωτιά, θα μ’ άξιώση και χωρίς τα καρφιά σας να μείνω ασάλευτος πάνω της.
Έτσι δεν τον κάρφωσαν, άλλα τον έδεσαν μονάχα. Και εκείνος ενώνοντας πίσω στη ράχη τα χέρια του και αφήνοντας να τα δέσουν, σαν κάποιο διάλεχτο κριάρι που προσφέρεται από ολόκληρο κοπάδι, ολοκαύτωμα ευάρε-στο στον Θεό, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε.
—Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο πατέρας του αγαπητού και ευλογητού παιδιού σου Ιησού Χριστού, από τον όποιον σε γνωρίσαμε βαθειά, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων και πάσης της κτίσεως και όλων των δικαίων που ζουν ενώπιον σου, σ’ ευχαριστώ που μ’ αξιώνεις μ’ αυτή την ημέρα και την ώρα, ώστε να συγκαταριθμηθώ στους μάρτυρες σου που ήπιαν από το ποτήριον του Χριστού σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίας της ψυχής και του σώματος μέσα στην αφθαρσία του Άγιου Πνεύματος. Είθε να γίνω δεκτός ανάμεσα στους μάρτυρες σου σήμερα σε μία θυσία πλούσια κι ευπρόσδεκτη, όπως προετοίμασες και προφανέρωσες κι εξεπλήρωσες, ο αληθινός και αψευδής Θεός. Γι’ αυτό και για όλα σε αινώ, σε ευλογώ, σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, του αγαπητού σου Υιού, δια του οποίου σε σένα μαζί του και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο απονέμεται δόξα και τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.
Αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι όποιοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες, λοιπόν, έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι πού πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.
Στο τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν ένα κομφέκτορα να τον χτυ-πήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο που έσβησε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους άπιστους και τους εκλεκτούς. Ένας από τους εκλεκτούς ήταν και ο υπερ-θαύμαστος Πολύκαρπος, που υπήρξε στον καιρό μας διδάσκαλος αποστολικός και με προφητικό χάρισμα και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος που βγήκε από το στόμα του, και πραγματοποι-ήθηκε και θα πραγματοποιηθή.
Όσο για τον αντίζηλο και βάσκανο και πονηρό εχθρό των δικαίων, σαν είδε το μεγαλοπρεπές τέλος του Πολυκάρπου και την ανέκαθεν ανεπίληπτη ζωή του, σαν τον είδε στεφανωμένον με τον στέφανο της αφθαρσίας και βραβευμένον αναντίρρητα, βρήκε τρόπο να μην πάρουμε μήτε το σκήνωμα του, που τόσοι και τόσοι ανάμεσα στους πιστούς ήθελαν να το αποκτήσουν. Υπέβαλε, λοιπόν, στον Νικήτη, τον πατέρα του Ηρώδη και αδελφό της Άλκης, να παρακάλεση τον άρχοντα να μη μας παραδώση το σώμα. Και διετύπωσε τη δικαιολογία ότι υπήρχε φόβος, αν άφηνε το λείψανο, να παρατήσουν τον εσταυρωμένο και να λατρεύουν αυτό. Αυτές τις ιδέες τις υπέβαλλαν και τις ενίσχυαν οι Ιουδαίοι, που εξ άλλου μας φύλαγαν μην πάρουμε το σώμα, μην ξέροντας ότι ούτε τον Χριστό ποτέ θα μπορέσουμε να εγκαταλείψουμε, που έπαθε ο άμωμος για τη σωτηρία όλου του κόσμου, ούτε άλλον να λατρεύουμε. Αυτόν τον προσκυνούμε διότι είναι ο Υιός του Θεού και τους μάρτυρες ως μαθητάς και μιμητάς του Κυρίου τους αγαπούμε άξια, διότι ευνοήθηκαν απερίγραπτα από την βασιλέα και διδάσκαλο τους. Είθε κι εμείς να γίνουμε κοινωνοί τους και συμμαθηταί τους.
Όταν, λοιπόν, είδε ο εκατόνταρχος την κακή διάθεσι των Ιουδαίων, έβαλε το λείψανο στη μέση και κατά την συνήθεια των ειδωλολατρών το έκαψε. Έτσι εμείς κατόπιν μαζέψαμε τα ακριβώτερα από πέτρες πολύτιμες και καθαρώτερα από χρυσάφι οστά του και τα αποθέσαμε σε κατάλληλο τοπίο. Έκεί θα συναζόμαστε μ’ αγαλλίασι και χαρά και θα γιορτάζουμε τη γενέθλια ημέρα του μαρτυρίου του, με τη χάρι του Θεού, γιορτάζοντας τη μνήμη εκείνων πού άθλησαν και δυναμώνοντας τις ψυχές μας για νέα μαρτύρια.
Αυτά σχετικά με τον μακάριο Πολύκαρπο, πού μαζί μ’ εκείνους που προέρχονταν από τη Φιλαδέλφεια μαρτύρησε δωδέκατος στη Σμύρνη και η μνήμη του ξεχωρίζει απ’ όλων των άλλων και αναφέρεται σε κάθε τόπο ακόμη και από τους ειδωλολάτρες. Ο Πολύκαρπος δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά και μάρτυς περιφανής, του οποίου το μαρτύριο όλοι θέλουν να μιμηθούν διότι έγινε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού. Πολέμησε με την υπομονή τον άρχοντα της αδικίας κι έτσι παίρνοντας τον στέφανο της αφθαρσίας, μαζί με τους αποστόλους κι όλους τους δικαίους αγάλλεται και δοξάζει τον Θεό και πατέρα παντοκράτορα και ευλογεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον σωτήρα των ψυχών μας και κυβερνήτη των σωμάτων μας και ποιμένα της καθολικής και οικουμενικής Εκκλησίας.
Μας ζητήσατε με λεπτομέρειες να σας διηγηθούμε τα όσα συνέβησαν και σε τούτο το γράμμα μας σας τα εκθέτουμε όλα, στέλνοντας το σας με τον αδελφό μας Μαρκίωνα. Αφού, λοιπόν, το διαβάσετε και μάθετε όσα αναφέραμε, στείλτε το και στους παραπέρα αδελφούς για να δοξάζουν κι εκείνοι τον Κύριο που διαλέγει τους δούλους του.
Στον δέ δυνάμενο να μας εισαγάγη με τη χάρι του και τη δωρεά του στην αιωνία βασιλεία του δια του Υιού του μονογενούς Ιησού Χριστού, ας είναι η δόξα, η τιμή, το κράτος, η μεγαλωσύνη στους αιώνες. Χαιρετήστε μας όλους τους αγίους αδελφούς. Σας χαιρετούν όλοι οι δικοί μας και ο Ευάρεστος πού έγραψε το γράμμα, μ’ όλη του την οικογένεια.
Ο μακάριος Πολύκαρπος εμαρτύρησε τον μήνα Ξανθικό, στη δεύτερη μέρα, πριν από τις επτά Μάρτιες καλάνδες, το Μέγα Σάββατο και ώρα ογδόη. Συνελήφθη από τον Ηρώδη, όταν αρχιερεύς ήταν ο Τραλλιανός Φίλιππος, ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος, βασιλεύς δέ αιώνιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στον οποίον η δόξα, τιμή, μεγαλωσύνη, θρόνος αιώνιος από γενεά σε γενεά. Αμήν.
Το δια πυρός μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου. Σχέδιο του Φώτη Κόντογλου (1949).
Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο• έλεος, ειρήνη και αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ας πληθυνθεί σε σάς.
Σας γράψαμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και το τέλος του μακαρίου Πολυκάρπου, που σαν σφραγίδα έκλεισε τους διωγμούς. Όλα όσα έλαβαν χώρα φανερώνουν με το φως του Θεού πώς μαρτυρείται το Ευαγγέλιο. O Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος ώστε να τον μιμηθούμε κι εμείς μη μόνον σκοπούντες το καθ’ εαυτούς, αλλά και το κατά τους πέλας. Διότι γνώρισμα της αληθινής και δυνατής αγάπης είναι το να μη θέλη κανείς να σώση μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους αδελφούς.
Υπήρξαν, λοιπόν, μακάριοι και γενναίοι όλοι οι μάρτυρες που έπεσαν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι εμείς πρέπει με περισσότερη ευλάβεια τώρα να εμπιστευόμαστε το πάν στον εξουσιαστή των πάντων Θεό. Και ποιος δεν θα θαυμάση τη γενναιότητα, την υπομονή και τον έρωτα προς τον Κύριο, πού είχαν εκείνοι; Με το μαστίγωμα τους καταξέσχισαν το κορμί, κάνοντας να φανούν οι φλέβες και οι αρτηρίες, αλλ’ εκείνοι έδειξαν τόση καρτερία, ώστε οι θεαταί να νοιώσουν έμφοβο θαυμασμό και συμπόνοια και να ξεσπάσουν σε οδυρμό. Άλλοι μάρτυρες έφτασαν σε τέτοιο σημείο ανδρείας που κανένας τους δεν έβγαλε άχνα και στεναγμό, δείχνοντας έτσι σ’ όλους μας ότι εκείνη την ώρα των βασάνων ανέβαιναν στον Χριστού ή μάλλον ο ίδιος ο Κύριος είχε κατεβή και συνομιλούσε μαζί τους. Κολλημένοι στη χάρι του Χριστού, καταφρονούσαν τα βάσανα που τους έκανε ο κόσμος, αγοράζοντας μέσα σε λίγες στιγμές ολόκληρη την αιωνία ζωή. Η φωτιά που τους έβαζαν οι δήμιοι ήταν γι’ αυτούς δροσιά. Διότι μπροστά στα μάτια τους ένα είχαν μέλημα• πώς να ξεφύγουν το αιώνιο πυρ, τη φωτιά που δεν σβύνεται ποτέ κι οι καρδιές τους λαχταρούσαν εκείνα τα αγαθά που περιμένουν όσους έγκαρτερήσουν, τα αγαθά, ά ούτε ους ήκουσε ούτε οφθαλμός είδεν ούτε επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη. Αυτά τα αγαθά τους παρουσίαζε ήδη ό Κύριος και δεν ήσαν πλέον άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Επίσης και εκείνοι που ρίχθηκαν στα θηρία υπέφεραν πολλή και φοβερή δοκιμασία. Άλλοι έγιναν κομμάτια μ’ αγκαθωτά κολαστήρια όργανα κι άλλοι τέλος μ’ άλλες χιλιότροπες επινοήσεις βασάνων τελειώθηκαν. Όλους αυτούς ό διάβολος πάσχισε μ’ ένα σωρό δοκιμασίες να τους τραβήξη στην άρνησι, αλλά χωρίς να το καταφέρη.
Πολλά μηχανεύθηκε εναντίον τους το πονηρό πνεύμα. Άλλα δόξα τω Θεώ• όλοι το κατατρόπωσαν. Παράδειγμα τους ενισχυτικό ήταν η υπομονή που έδειξε ο γενναιότατος Γερμανικός. Αυτός αντιμετώπισε και τα θηρία μέσα στο αμφιθέατρο. Ενώ ο ανθύπατος προσπαθούσε να τον πείση ν’ άλλάξη γνώμη, λέγοντας του να λυπηθή τα νιάτα του, προκάλεσε ο ίδιος το θηρίο να τον κατασπάραξη, θέλοντας μια ώρα γρηγορώτερα ν’ απαλλαγή από την άδικη και άνομη πολιτεία των εθνικών. Μόλις, λοιπόν, ο όχλος είδε και θαμπώθηκε απ’ αυτό το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές• Να λείψουν οι άθεοι! Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!
Ένας όμως από τους χριστιανούς, που τον έλεγαν Κόϊντο, καταγόμενος από τη Φρυγία, και που είχε έλθει πρόσφατα από εκεί, βλέποντας τα θηρία λιποψύχισε. Ενώ ο ίδιος ήταν που είχε πείσει μερικούς άλλους να έλθουν να μαρτυρήσουν μόνοι τους, χωρίς να τους έχουν πιάσει. Αυτόν ο ανθύπατος κατώρθωσε με καλοπιάσματα πολλά να τον κάνη να εξομώση και νά θυσιάση στα είδωλα. Γι’ αυτό, λοιπόν, αδελφοί, δεν επαινούμε εκείνους που πάνε να μαρτυρήσουν χωρίς να τους βιάση κανείς, διότι δεν διδάσκει έτσι το Ευαγγέλιο.
Όσο για τον υπερθαύμαστο Πολύκαρπο, όταν άκουσε ότι ζητούσαν να τον πιάσουν, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνη στην πόλι. Αλλά οι πιστοί τον έπεισαν να κρυφθή. Και κρύφθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα που δεν απείχε πολύ από την πόλι κι εκεί έμεινε με λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μην κάνοντας τίποτε άλλο παρά να προσεύχεται για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, πράγμα που ήταν ή συνήθεια του. Και καθώς προσευχόταν είδε μια οπτασία, τρεις μέρες πριν από τη σύλληψί του. Είδε ότι το προσκέφαλο του είχε πιάσει φωτιά. Και γύρισε και είπε στους συντρόφους του• Θα καώ ζωντανός.
Και καθώς οι έρευνες γίνονταν πιο επίμονες και πλησίαζαν στο μέρος που κρυβόταν, ο Πολύκαρπος έφυγε και πήγε σ’ ένα άλλο αγρόκτημα. Και μόλις έφυγε, έφθασαν εκείνοι πού τον ζητούσαν. Και μην έχοντάς τον βρει, έπιασαν δύο παιδιά που δούλευαν στο κτήμα από τα οποία το ένα αφού το βασάνισαν ωμολόγησε. Άλλωστε ήταν αδύνατο να ξεφύγη, διότι εκείνοι που τον είχαν προδώσει ήταν γνωστοί του. Και ο ειρήναρχος, που είχε το ίδιο με τον Πολύκαρπο όνομα και τον έλεγαν επίσης και Ηρώδη, βιαζόταν να τον μπάση στο αμφιθέατρο, έτσι που ο μεν Πολύκαρπος να τελειωθή, γινόμενος κοινωνός του Χριστού, οι δέ καταδότες του να πάρουν την τιμωρία του Ιούδα.
Έχοντας, λοιπόν, οδηγό το παιδί, ημέρα Παρασκευή και κατά το σούρουπο, βγήκαν οι στρατιώτες της καταδιώξεως με καβαλλάρηδες, αρματωμένοι σαν σε πόλεμο και ως επί ληστήν τρέχοντες. Και αργά το βράδυ έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο, ξαπλωμένον σ’ ένα δωμάτιο. Και από κεί θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας• το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν, λοιπόν, τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς, λοιπόν, πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα. Εκείνοι τού το επέτρεψαν και έπιασε και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη Χάρι του Θεού δύο ολόκληρες ώρες, έτσι πού θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’ αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα.
Όταν κάποια φορά τελείωσε την προσευχή, στην οποία μνημόνευσε όλους όσοι είχαν έλθει σε συνάφεια μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και άσημους και όλη την καθολική Εκκλησία που απλώνεται στην οικουμένη, και ήλθε η ώρα να βγουν, τον έβαλαν πάνω σ’ ενα όνο και τον έφεραν στην πόλι, ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Και στον δρόμο τον προϋπάντησε ο ειρήναρχος Ηρώδης με τον πατέρα του τον Νικητή που τον έβαλαν να καθίση δίπλα τους στο αμάξι τους, κι άρχισαν να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, λέγοντας.
—Μα είναι τόσο κακό να πης• Κύριος είναι ο Καίσαρ; Είναι τόσο σπουδαίο πράγμα να θυσιάσης στους θεούς και να κάνης όλους τους υπολοίπους τύπους, προκειμένου να γλυτώσης τη ζωή σου;
Εκείνος στην αρχή σώπαινε, αλλά όταν είδε ότι επέμεναν αποκρίθηκε.
—Δεν πρόκειται να κάμω αυτά που με συμβουλεύετε.
Τότε εκείνοι, βλέποντας πως του κάκου πήγαν τα λόγια τους, τον περιέλουσαν με βρισιές και τον γκρέμισαν από το αμάξι, έτσι που πέφτοντας να πληγωθή στο πόδι. Και χωρίς να τους πη ούτε λέξι, σαν να μην είχε πάθει τίποτε, πορευόταν• ολοπρόθυμα, οδηγούμενος στο αμφιθέατρο, όπου γινόταν τέτοια οχλοβοή ώστε να μη μπορή να κρυφθή η φωνή κανενός,
Αλλά στον Πολύκαρπο καθώς έμπαινε στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό πού έλεγε• Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλα τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν, λοιπόν, ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη η οχλοβοή, διότι ό λαός έμαθε ότι ό Πολύκαρπος είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ό αν-θύπατος άρχισε να τον άνακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ό ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το έβε-βαίωσε, βάλθηκε ό ανθύπατος νά τον πείση ν’ άρνηθή την πίστι του, λέγοντας• Λυπήσου τα χρόνια, σου και άλλα παρόμοια πού συνηθίζουν οι εθνικοί δικα-σταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος, άλλαξε γνώμη, πες Να λείψουν οι άθεοι.
Ο Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψη γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με τρομερή κίνησι, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε• Ας λείψουν οι άθεοι!
Και καθώς, επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε,
—Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’ ελευθερώνω
αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος
—Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν με βλαψε. Πώς μπορώ, λοιπόν, να υβρίσω τον βασιλέα και σωτήρα μου;
Αλλά ο ανθύπατος επέμενε, λέγοντας.
—Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος. Και ο Πολύκαρπος αποκρίθηκε.
—Ζητείς να αναγνωρίσω τη θεία δύναμι του αυτοκράτορος και υποκρίνεσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι. Άκουσε, λοιπόν, καθαρά και ξάστερα την απάντησί μου. Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω. Του λέγει ο ανθύπατος. —Πείσε τον όχλο. Και ο Πολύκαρπος τού άπαντα.
—Εσένα σ’ αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή τόση όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’ ακούσουν την απολογία μου. Και ο ανθύπατος τού λέγει.
—Έχω θηρία, σ’ αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξης γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται.
—Φέρε τα• γλύστρημα για μάς από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται. Απεναντίας από τα χαλεπά μας αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια. Και ο ανθύπατος πάλι.
—Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος. Και ο Πολύκαρπος τού απαντά.
—Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι υστέρα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως πού φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τί αργοπορείς; Κάμε ό,τι θέλεις.
Αυτά κι άλλα ακόμα λέγοντας, ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπο του έλαμπε η θεία χάρις. Όχι μόνο δεν είχαν καμμιά επίδρασι πάνω του οι συμβουλές κι οι απειλές που άκουε, αλλ’ απεναντίας σάστισε ο ανθύπατος. Έστειλε τότε τον κήρυκα του στη μέση του στίβου να φωνάξη τρεις φορές.
—Ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός.
Μόλις τ’ άκουσε ο όχλος των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων που είχαν μαζευθή εκεί απ’ όλη τη Σμύρνη ξέσπασε σε κραυγές φωνάζοντας άγρια.
—Αυτός είναι ο δάσκαλος της Ασίας, ο πατέρας των χριστιανών, ο χαλαστής των θεών μας, ο άνθρωπος που έμαθε πολλούς να μη προσκυνούν και να μη θυσιάζουν.
Και φώναζαν στον ασιάρχη Φίλιππο ν’ άμολήση πάνω στον Πολύκαρπο ένα λέοντα. Αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, διότι παρόμοια θεάματα είχαν δοθή και τελειώσει πια τις προηγούμενες ημέρες.
Τότε όλοι με μια φωνή ζήτησαν να ριχθή στη φωτιά ό Πολύκαρπος. Διότι επέπρωτο να πραγματοποιηθή ή οπτασία που είχε δη, όταν είδε το προσκέφαλο να καίεται και γύρισε και είπε προφητικά στους πιστούς που τον τριγύριζαν, Θα καώ ζωντανός.
Όλα έγιναν με τέτοια γρηγοράδα, που περισσότερη ώρα κάνει κανείς να τα διηγηθή. Οι όχλοι μάζεψαν αμέσως από τα γειτονικά εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα και προπαντός οι Ιουδαίοι που σε κάτι τέτοιες περιστάσεις συνήθως είναι οι πιο πρόθυμοι απ’ όλους. Και όταν ετοιμάσθηκε η πυρά, έβγαλε όλα τα ρούχα του, ξεζώσθηκε κι έσκυψε να βγάλη και τα υποδήματα του, πράγμα που έκαμε για πρώτη φορά, διότι πάντα έσπευδαν τα πνευματικά του παιδιά να τον υπηρετούν σ’ αυτό αμιλλώμενα ποιο πρώτο να τον αγγίξη. Τόση μεγάλη αρετή τον στόλιζε πριν από το μαρτύριο. Ευθύς, λοιπόν, τον τύλιξαν με τα σίδερα που χρησιμοποιούνται στους καταδικασμένους να πεθάνουν πάνω στην πυρά. Κι ενώ πήγαιναν να τον καρφώσουν, είπε.
—Αφήστε με έτσι. Εκείνος που με έσπρωξε έως τη φωτιά, θα μ’ άξιώση και χωρίς τα καρφιά σας να μείνω ασάλευτος πάνω της.
Έτσι δεν τον κάρφωσαν, άλλα τον έδεσαν μονάχα. Και εκείνος ενώνοντας πίσω στη ράχη τα χέρια του και αφήνοντας να τα δέσουν, σαν κάποιο διάλεχτο κριάρι που προσφέρεται από ολόκληρο κοπάδι, ολοκαύτωμα ευάρε-στο στον Θεό, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε.
—Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο πατέρας του αγαπητού και ευλογητού παιδιού σου Ιησού Χριστού, από τον όποιον σε γνωρίσαμε βαθειά, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων και πάσης της κτίσεως και όλων των δικαίων που ζουν ενώπιον σου, σ’ ευχαριστώ που μ’ αξιώνεις μ’ αυτή την ημέρα και την ώρα, ώστε να συγκαταριθμηθώ στους μάρτυρες σου που ήπιαν από το ποτήριον του Χριστού σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίας της ψυχής και του σώματος μέσα στην αφθαρσία του Άγιου Πνεύματος. Είθε να γίνω δεκτός ανάμεσα στους μάρτυρες σου σήμερα σε μία θυσία πλούσια κι ευπρόσδεκτη, όπως προετοίμασες και προφανέρωσες κι εξεπλήρωσες, ο αληθινός και αψευδής Θεός. Γι’ αυτό και για όλα σε αινώ, σε ευλογώ, σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, του αγαπητού σου Υιού, δια του οποίου σε σένα μαζί του και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο απονέμεται δόξα και τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.
Αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι όποιοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες, λοιπόν, έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι πού πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.
Στο τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν ένα κομφέκτορα να τον χτυ-πήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο που έσβησε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους άπιστους και τους εκλεκτούς. Ένας από τους εκλεκτούς ήταν και ο υπερ-θαύμαστος Πολύκαρπος, που υπήρξε στον καιρό μας διδάσκαλος αποστολικός και με προφητικό χάρισμα και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος που βγήκε από το στόμα του, και πραγματοποι-ήθηκε και θα πραγματοποιηθή.
Όσο για τον αντίζηλο και βάσκανο και πονηρό εχθρό των δικαίων, σαν είδε το μεγαλοπρεπές τέλος του Πολυκάρπου και την ανέκαθεν ανεπίληπτη ζωή του, σαν τον είδε στεφανωμένον με τον στέφανο της αφθαρσίας και βραβευμένον αναντίρρητα, βρήκε τρόπο να μην πάρουμε μήτε το σκήνωμα του, που τόσοι και τόσοι ανάμεσα στους πιστούς ήθελαν να το αποκτήσουν. Υπέβαλε, λοιπόν, στον Νικήτη, τον πατέρα του Ηρώδη και αδελφό της Άλκης, να παρακάλεση τον άρχοντα να μη μας παραδώση το σώμα. Και διετύπωσε τη δικαιολογία ότι υπήρχε φόβος, αν άφηνε το λείψανο, να παρατήσουν τον εσταυρωμένο και να λατρεύουν αυτό. Αυτές τις ιδέες τις υπέβαλλαν και τις ενίσχυαν οι Ιουδαίοι, που εξ άλλου μας φύλαγαν μην πάρουμε το σώμα, μην ξέροντας ότι ούτε τον Χριστό ποτέ θα μπορέσουμε να εγκαταλείψουμε, που έπαθε ο άμωμος για τη σωτηρία όλου του κόσμου, ούτε άλλον να λατρεύουμε. Αυτόν τον προσκυνούμε διότι είναι ο Υιός του Θεού και τους μάρτυρες ως μαθητάς και μιμητάς του Κυρίου τους αγαπούμε άξια, διότι ευνοήθηκαν απερίγραπτα από την βασιλέα και διδάσκαλο τους. Είθε κι εμείς να γίνουμε κοινωνοί τους και συμμαθηταί τους.
Όταν, λοιπόν, είδε ο εκατόνταρχος την κακή διάθεσι των Ιουδαίων, έβαλε το λείψανο στη μέση και κατά την συνήθεια των ειδωλολατρών το έκαψε. Έτσι εμείς κατόπιν μαζέψαμε τα ακριβώτερα από πέτρες πολύτιμες και καθαρώτερα από χρυσάφι οστά του και τα αποθέσαμε σε κατάλληλο τοπίο. Έκεί θα συναζόμαστε μ’ αγαλλίασι και χαρά και θα γιορτάζουμε τη γενέθλια ημέρα του μαρτυρίου του, με τη χάρι του Θεού, γιορτάζοντας τη μνήμη εκείνων πού άθλησαν και δυναμώνοντας τις ψυχές μας για νέα μαρτύρια.
Αυτά σχετικά με τον μακάριο Πολύκαρπο, πού μαζί μ’ εκείνους που προέρχονταν από τη Φιλαδέλφεια μαρτύρησε δωδέκατος στη Σμύρνη και η μνήμη του ξεχωρίζει απ’ όλων των άλλων και αναφέρεται σε κάθε τόπο ακόμη και από τους ειδωλολάτρες. Ο Πολύκαρπος δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά και μάρτυς περιφανής, του οποίου το μαρτύριο όλοι θέλουν να μιμηθούν διότι έγινε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού. Πολέμησε με την υπομονή τον άρχοντα της αδικίας κι έτσι παίρνοντας τον στέφανο της αφθαρσίας, μαζί με τους αποστόλους κι όλους τους δικαίους αγάλλεται και δοξάζει τον Θεό και πατέρα παντοκράτορα και ευλογεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον σωτήρα των ψυχών μας και κυβερνήτη των σωμάτων μας και ποιμένα της καθολικής και οικουμενικής Εκκλησίας.
Μας ζητήσατε με λεπτομέρειες να σας διηγηθούμε τα όσα συνέβησαν και σε τούτο το γράμμα μας σας τα εκθέτουμε όλα, στέλνοντας το σας με τον αδελφό μας Μαρκίωνα. Αφού, λοιπόν, το διαβάσετε και μάθετε όσα αναφέραμε, στείλτε το και στους παραπέρα αδελφούς για να δοξάζουν κι εκείνοι τον Κύριο που διαλέγει τους δούλους του.
Στον δέ δυνάμενο να μας εισαγάγη με τη χάρι του και τη δωρεά του στην αιωνία βασιλεία του δια του Υιού του μονογενούς Ιησού Χριστού, ας είναι η δόξα, η τιμή, το κράτος, η μεγαλωσύνη στους αιώνες. Χαιρετήστε μας όλους τους αγίους αδελφούς. Σας χαιρετούν όλοι οι δικοί μας και ο Ευάρεστος πού έγραψε το γράμμα, μ’ όλη του την οικογένεια.
Ο μακάριος Πολύκαρπος εμαρτύρησε τον μήνα Ξανθικό, στη δεύτερη μέρα, πριν από τις επτά Μάρτιες καλάνδες, το Μέγα Σάββατο και ώρα ογδόη. Συνελήφθη από τον Ηρώδη, όταν αρχιερεύς ήταν ο Τραλλιανός Φίλιππος, ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος, βασιλεύς δέ αιώνιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στον οποίον η δόξα, τιμή, μεγαλωσύνη, θρόνος αιώνιος από γενεά σε γενεά. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σμύρνης (Ἑορτὴ Πολύκαρπος)
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος γεννήθηκε περὶ τὸ 80 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Παγκράτιο καὶ τὴ Θεοδώρα, ποὺ εἶχαν ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία.
Ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης (τιμᾶται 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς διάδοχό του, τὸν Ἅγιο Πολύκαρπο καὶ μετὰ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μὲ ἀγωνία καὶ προσευχὴ τὴ σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν θεοφόρο Πατέρα μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ τὴν ὁποία ἔγραψε πρὸς τοὺς Φιλιππησίους. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοὺς συγχαίρει γιὰ τὴν φιλοξενία, τὴν ὁποία παρεῖχαν στὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν αὐτὸς διῆλθε ἀπὸ τὴν πόλη τους. Τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιὰ τὸν ἀποστολικό, θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ χαρακτῆρα του.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ τὴν ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, καθὼς μιλοῦσε πάντα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές. Ἦταν ὁ γνησιότατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καὶ τοῦ Μαρκίωνος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διηγεῖται μάλιστα καὶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀναφερόμενο στὴ στάση τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος.
Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης αὐτὸς τὸν πλησίασε κάποτε καὶ τοῦ ἀπηύθυνε τὴν παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἠμᾶς», δηλαδὴ ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σὲ τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στὴ γεροντικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ μηνὸς Νισσᾶν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν τύχαινε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ἑόρταζαν καθόλου τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀρκοῦνταν στὸν ἑβδομαδιαῖο κατὰ Κυριακὴ ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τὸν ἑορτασμὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα καὶ ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ρώμη, ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ δράση του μὲ τόση ἐπιτυχία, ὥστε προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτὴ ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικὸ νὰ προκαλέσει τὸ μαρτύριό του, ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑξῆς πορεία. Ὁ Κόιντος, ζηλωτὴς Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ᾖλθε στὴ Σμύρνη ἀπὸ τὴ Φρυγία, παρακίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νὰ προσέλθουν στὸν ἀνθύπατο Στάτιο Κοδράτο, γιὰ νὰ δηλώσουν σὲ αὐτὸν τὴν ἰδιότητά τους καὶ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φυσικὰ προοιώνιζε θάνατο.
Τελικὰ μαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κόιντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τὴν τελευταία στιγμή, θυσίασε στὰ εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἂν καὶ θαύμασε τὴν γενναιότητα τῶν Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καὶ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶχε ἀναχωρήσει σὲ κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικὰ ὁ Ἅγιος συνελήφθη τὸ ἔτος 167 καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου.
Ὁ γηραιὸς Ἐπίσκοπος δὲν ταράχθηκε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καὶ λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρῴδης καὶ ὁ πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τὸν Χριστὸ ἐπὶ 86 ἔτη χωρὶς καθόλου νὰ Τὸν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπὸν τώρα νὰ Τὸν βλασφημήσει καὶ νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴν φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τὰ ἱμάτιά του καὶ περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὐ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἱ ζώσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσας μὲ ἧς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν μὲ μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἲς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀφευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ
καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστό,…».
Ἡ φωτιὰ σχημάτισε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρὶς νὰ τὸν ἀγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστὴς τελείωσε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα διὰ τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τὸ Ἱερὸ λείψανο ρίφθηκε στὴν φωτιά, οἱ δὲ πιστοὶ συνέλεξαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν τοὶς ἔρνοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἔλαια κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικὴ εὐκαρπία, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι' ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε, ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοὶς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, δοξάζοντες Κύριον.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος γεννήθηκε περὶ τὸ 80 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Παγκράτιο καὶ τὴ Θεοδώρα, ποὺ εἶχαν ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία.
Ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης (τιμᾶται 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς διάδοχό του, τὸν Ἅγιο Πολύκαρπο καὶ μετὰ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μὲ ἀγωνία καὶ προσευχὴ τὴ σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν θεοφόρο Πατέρα μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ τὴν ὁποία ἔγραψε πρὸς τοὺς Φιλιππησίους. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοὺς συγχαίρει γιὰ τὴν φιλοξενία, τὴν ὁποία παρεῖχαν στὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν αὐτὸς διῆλθε ἀπὸ τὴν πόλη τους. Τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιὰ τὸν ἀποστολικό, θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ χαρακτῆρα του.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ τὴν ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, καθὼς μιλοῦσε πάντα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές. Ἦταν ὁ γνησιότατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καὶ τοῦ Μαρκίωνος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διηγεῖται μάλιστα καὶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀναφερόμενο στὴ στάση τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος.
Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης αὐτὸς τὸν πλησίασε κάποτε καὶ τοῦ ἀπηύθυνε τὴν παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἠμᾶς», δηλαδὴ ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σὲ τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στὴ γεροντικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ μηνὸς Νισσᾶν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν τύχαινε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ἑόρταζαν καθόλου τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀρκοῦνταν στὸν ἑβδομαδιαῖο κατὰ Κυριακὴ ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τὸν ἑορτασμὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα καὶ ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ρώμη, ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ δράση του μὲ τόση ἐπιτυχία, ὥστε προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτὴ ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικὸ νὰ προκαλέσει τὸ μαρτύριό του, ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑξῆς πορεία. Ὁ Κόιντος, ζηλωτὴς Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ᾖλθε στὴ Σμύρνη ἀπὸ τὴ Φρυγία, παρακίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νὰ προσέλθουν στὸν ἀνθύπατο Στάτιο Κοδράτο, γιὰ νὰ δηλώσουν σὲ αὐτὸν τὴν ἰδιότητά τους καὶ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φυσικὰ προοιώνιζε θάνατο.
Τελικὰ μαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κόιντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τὴν τελευταία στιγμή, θυσίασε στὰ εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἂν καὶ θαύμασε τὴν γενναιότητα τῶν Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καὶ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶχε ἀναχωρήσει σὲ κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικὰ ὁ Ἅγιος συνελήφθη τὸ ἔτος 167 καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου.
Ὁ γηραιὸς Ἐπίσκοπος δὲν ταράχθηκε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καὶ λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρῴδης καὶ ὁ πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τὸν Χριστὸ ἐπὶ 86 ἔτη χωρὶς καθόλου νὰ Τὸν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπὸν τώρα νὰ Τὸν βλασφημήσει καὶ νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴν φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τὰ ἱμάτιά του καὶ περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὐ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἱ ζώσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσας μὲ ἧς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν μὲ μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἲς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀφευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ
καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστό,…».
Ἡ φωτιὰ σχημάτισε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρὶς νὰ τὸν ἀγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστὴς τελείωσε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα διὰ τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τὸ Ἱερὸ λείψανο ρίφθηκε στὴν φωτιά, οἱ δὲ πιστοὶ συνέλεξαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν τοὶς ἔρνοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἔλαια κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικὴ εὐκαρπία, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι' ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε, ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοὶς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, δοξάζοντες Κύριον.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.