Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Κανείς δε μπορεί να σωθεί χωρίς τον σταυρό του!
Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.
Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.
Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;
Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.
- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»
- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»
- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».
Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.
- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».
- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».
- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».
Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»
Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.
- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».
Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.
Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».
Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.
- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».
- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».
- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».
Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.
Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»
Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.
Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.
Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;
Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.
- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»
- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»
- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».
Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.
- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».
- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».
- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».
Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»
Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.
- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».
Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.
Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».
Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.
- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».
- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».
- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».
Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.
Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Ο θυμὸς καὶ ἡ ἀγάπη
"Ἐνῶ ἕνας ἄνδρας γυάλιζε τὸ νέο αὐτοκίνητό του, ὁ ἡλικίας 4 ἐτῶν γιός του, πῆρε μία πέτρα καὶ γρατσούνισε μὲ γραμμὲς μέρος τοῦ αὐτοκινήτου.
Στὸ θυμὸ τοῦ ἀπάνω, ὁ ἄνδρας αὐτὸς πῆρε τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ του καὶ χρησιμοποιώντας ἕνα γαλλικὸ κλειδί, τὸ χτύπησε πολλὲς φορὲς .
Στὸ νοσοκομεῖο, τὸ παιδὶ ἔχασε ὅλα τὰ δάχτυλά του λόγω τῶν πολλαπλῶν σπασιμάτων. Ὅταν τὸ παιδὶ εἶδε τὸν πατέρα του μὲ τὰ παραπονεμένα μάτια τοῦ γεμάτα πόνο τὸν ρώτησε: " Μπαμπά... πότε τὰ δάχτυλά μου θὰ μεγαλώσουν πάλι; " Ο πατέρας βουβός, πῆγε πίσω στὸ αὐτοκίνητό του καὶ τὸ κλώτσησε πολλὲς φορὲς . Σκεπτόμενος αὐτὸ ποὺ ἔκανε, βρισκόμενος μπροστὰ στὸ αὐτοκίνητό του καὶ βλέποντας ξανὰ τὶς γρατζουνιές, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ παιδὶ τοῦ εἶχε γράψει μὲ τὴν πέτρα "ΜΠΑΜΠΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ". Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ ἄνδρας αὐτὸς αὐτοκτόνησε .
Συμπέρασμα: Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχουν κανένα ὅριο. Τὰ πράγματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιὰ νὰ ἀγαπιοῦνται.
"Ἐνῶ ἕνας ἄνδρας γυάλιζε τὸ νέο αὐτοκίνητό του, ὁ ἡλικίας 4 ἐτῶν γιός του, πῆρε μία πέτρα καὶ γρατσούνισε μὲ γραμμὲς μέρος τοῦ αὐτοκινήτου.
Στὸ θυμὸ τοῦ ἀπάνω, ὁ ἄνδρας αὐτὸς πῆρε τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ του καὶ χρησιμοποιώντας ἕνα γαλλικὸ κλειδί, τὸ χτύπησε πολλὲς φορὲς .
Στὸ νοσοκομεῖο, τὸ παιδὶ ἔχασε ὅλα τὰ δάχτυλά του λόγω τῶν πολλαπλῶν σπασιμάτων. Ὅταν τὸ παιδὶ εἶδε τὸν πατέρα του μὲ τὰ παραπονεμένα μάτια τοῦ γεμάτα πόνο τὸν ρώτησε: " Μπαμπά... πότε τὰ δάχτυλά μου θὰ μεγαλώσουν πάλι; " Ο πατέρας βουβός, πῆγε πίσω στὸ αὐτοκίνητό του καὶ τὸ κλώτσησε πολλὲς φορὲς . Σκεπτόμενος αὐτὸ ποὺ ἔκανε, βρισκόμενος μπροστὰ στὸ αὐτοκίνητό του καὶ βλέποντας ξανὰ τὶς γρατζουνιές, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ παιδὶ τοῦ εἶχε γράψει μὲ τὴν πέτρα "ΜΠΑΜΠΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ". Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ ἄνδρας αὐτὸς αὐτοκτόνησε .
Συμπέρασμα: Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχουν κανένα ὅριο. Τὰ πράγματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιὰ νὰ ἀγαπιοῦνται.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Ο ιερέας των λεπρών. Η πραγματική ιστορία
Γίνεται πολύς λόγος για το νησί της Σπιναλόγκα, με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop, το οποίο γυρίστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία.
Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θά ʼρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου.
Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκα"συνέβαινε ξανά και ξανά.
To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!
Γίνεται πολύς λόγος για το νησί της Σπιναλόγκα, με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop, το οποίο γυρίστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία.
Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θά ʼρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου.
Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκα"συνέβαινε ξανά και ξανά.
To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Ο λύκος, ο όσιος και τα γαϊδουράκια
Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ό Όσιος Σίω ό Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, πού έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία. Ό Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τούς προσκυνητές όσο και τούς μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα πού ζούσαν στον Μγβίμε. Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
- Ακούστε τί θα σάς πω, άρχισε να τα νουθετεί ό Όσιος. Ό Χριστός γνωρίζει πώς ή καρδιά μου πονά για σάς. Αυτή ή έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, πού θα δοξολογούν τον Θεό, γι' αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σάς θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές πού κάνατε.
Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, πού έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
- Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.
Από τότε ό λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ό λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν' αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, πού ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ό λύκος είχε φάει τον ζώο του, ό Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
- Γέροντα, εξαιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.
Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την άπρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ό λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τούς κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τούς πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε τον ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα. Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.
Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ό Όσιος είπε στον λύκο:
Αρκετά μάς υπηρέτησες. Σ' ευχαριστούμε για τούς κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τούς συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δώ και πέρα οι αδελφοί.
Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ό Όσιος Σίω ό Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, πού έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία. Ό Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τούς προσκυνητές όσο και τούς μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα πού ζούσαν στον Μγβίμε. Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
- Ακούστε τί θα σάς πω, άρχισε να τα νουθετεί ό Όσιος. Ό Χριστός γνωρίζει πώς ή καρδιά μου πονά για σάς. Αυτή ή έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, πού θα δοξολογούν τον Θεό, γι' αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σάς θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές πού κάνατε.
Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, πού έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
- Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.
Από τότε ό λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ό λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν' αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, πού ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ό λύκος είχε φάει τον ζώο του, ό Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
- Γέροντα, εξαιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.
Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την άπρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ό λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τούς κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τούς πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε τον ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα. Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.
Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ό Όσιος είπε στον λύκο:
Αρκετά μάς υπηρέτησες. Σ' ευχαριστούμε για τούς κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τούς συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δώ και πέρα οι αδελφοί.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΟΜΟΡΦΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ, Η ΑΕΡΟΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΙΒΛΟ
Ένας πενηντάρης μουσουλμάνος φτάνει στο αεροπορικό του κάθισμα σε μία κατάμεστη πτήση.
Αμέσως άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν ήθελε το κάθισμα. Το κάθισμα του ήταν δίπλα σε μια ηλικιωμένη λευκή γυναίκα που διάβαζε την Βίβλο.
Αηδιασμένος ο μουσουλμάνος κάλεσε αμέσως την.... αεροσυνοδό και απαίτησε μια νέα θέση. Ο μουσουλμάνος της είπε: "Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ δίπλα σε αυτή την άπιστη."
Η αεροσυνοδός του είπε: "Επιτρέψτε μου να δω αν μπορώ να βρω ένα άλλο κάθισμα." Μετά τον έλεγχο, η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε: "Δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση , αλλά θα ελέγξω με τον κυβερνήτη για να δούμε αν υπάρχει κάτι στην πρώτη θέση."
Περίπου 10 λεπτά πέρασαν και η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε:
"Ο κυβερνήτης επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση, αλλά υπάρχει ένα κάθισμα στην πρώτη θέση.
Είναι πολιτική της εταιρείας μας να μην μετακινούμε ένα άτομο από την οικονομική θέση στην πρώτη θέση, αλλά επειδή πρόκειται για κάποιο είδος του σκανδαλώδους καταστάσεως να αναγκάζετε ένα άτομο να καθίσει δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο, ο κυβερνήτης συμφώνησε να γίνει μία μετάβαση στην πρώτη θέση."
Πριν ο οργισμένος μουσουλμάνος προλάβει να πει κάτι, η αεροσυνοδός έκανε νόημα να στην ηλικιωμένη γυναίκα και της είπε:
"Γι' αυτό, κυρία μου, αν έχετε την ευγενική καλοσύνη να πάρετε τα προσωπικά σας αντικείμενα και να μετακινηθείτε στην άνεση της πρώτης θέσης, διότι ο κυβερνήτης μας δεν θέλει να κάθεστε δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο".
Οι επιβάτες στα καθίσματα γύρω άρχισαν να χειροκροτούν ενώ κάποιοι επευφημούσαν.
Ένας πενηντάρης μουσουλμάνος φτάνει στο αεροπορικό του κάθισμα σε μία κατάμεστη πτήση.
Αμέσως άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν ήθελε το κάθισμα. Το κάθισμα του ήταν δίπλα σε μια ηλικιωμένη λευκή γυναίκα που διάβαζε την Βίβλο.
Αηδιασμένος ο μουσουλμάνος κάλεσε αμέσως την.... αεροσυνοδό και απαίτησε μια νέα θέση. Ο μουσουλμάνος της είπε: "Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ δίπλα σε αυτή την άπιστη."
Η αεροσυνοδός του είπε: "Επιτρέψτε μου να δω αν μπορώ να βρω ένα άλλο κάθισμα." Μετά τον έλεγχο, η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε: "Δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση , αλλά θα ελέγξω με τον κυβερνήτη για να δούμε αν υπάρχει κάτι στην πρώτη θέση."
Περίπου 10 λεπτά πέρασαν και η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε:
"Ο κυβερνήτης επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση, αλλά υπάρχει ένα κάθισμα στην πρώτη θέση.
Είναι πολιτική της εταιρείας μας να μην μετακινούμε ένα άτομο από την οικονομική θέση στην πρώτη θέση, αλλά επειδή πρόκειται για κάποιο είδος του σκανδαλώδους καταστάσεως να αναγκάζετε ένα άτομο να καθίσει δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο, ο κυβερνήτης συμφώνησε να γίνει μία μετάβαση στην πρώτη θέση."
Πριν ο οργισμένος μουσουλμάνος προλάβει να πει κάτι, η αεροσυνοδός έκανε νόημα να στην ηλικιωμένη γυναίκα και της είπε:
"Γι' αυτό, κυρία μου, αν έχετε την ευγενική καλοσύνη να πάρετε τα προσωπικά σας αντικείμενα και να μετακινηθείτε στην άνεση της πρώτης θέσης, διότι ο κυβερνήτης μας δεν θέλει να κάθεστε δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο".
Οι επιβάτες στα καθίσματα γύρω άρχισαν να χειροκροτούν ενώ κάποιοι επευφημούσαν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Ο σπόρος του Αυτοκράτορα.. - Εξαιρετικό!
Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
.
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.
• Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
• Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
• Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
• Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
• Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
• Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
• Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
• Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
• Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
• Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
• Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
• Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
• Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
• Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
• Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
• Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
• Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
• Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
• Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
• Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.
Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
.
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.
• Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
• Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
• Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
• Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
• Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
• Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
• Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
• Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
• Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
• Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
• Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
• Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
• Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
• Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
• Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
• Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
• Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
• Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
• Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
• Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ
Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς.
Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.
Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας. Κι έφυγαν.
Τ' απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρε με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς.
Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.
Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας. Κι έφυγαν.
Τ' απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρε με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟ ΘΕΟ...
Ήταν μια μόνη γυναίκα. Ο άντρας της είχε πεθάνει χρόνια πριν. Το παιδί της στο εξωτερικό. Στην κρύα πολυκατοικία που έμενε, κανείς δεν της είχε δώσει σημασία. Η ίδια το προτιμούσε έτσι. Να είναι απαρατήρητη.
Ήρθαν και φέτος οι μέρες των γιορτών. Αλλά παρόλο που ήταν μόνη της, αυτή αισθανόταν μια ευτυχία. Το βλέμμα της απέπνεε μια γαλήνη, μια ηρεμία. Μια γλυκιά αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά.
Σηκώθηκε απ'την κουνιστή καρέκλα (παλιό δώρο του συζύγου της), άφησε στο πλάι το κομποσχοίνι της. Τα χείλη της χαμογελαστά -όπως πάντα- συνέχιζαν να ψελλίζουν: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με"... Ντύθηκε ζεστά, πήρε ένα ματσάκι χρήματα -οικονομίες 3 μηνών- και βγήκε απ'το σπίτι της. Κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου. Τι ευλογημένη στάση! Εκεί κάθε πρωί συνήθιζε να λέει τους Χαιρετισμούς στη Παναγιά. Την μόνη κοντινότερη παρηγοριά της.
Μπήκε στο μεγάλο ναό στο κέντρο της μεγαλούπολης. Άφησε ένα μέρος απ'το ματσάκι με τα χρήματα υπέρ των φτωχών, αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν την πρόσεξε. Ψέλλισε δύο λόγια καρδιακά και έφυγε με σταθερό βήμα. Αγόρασε ένα φάκελο απ' το γωνιακό βιβλιοπωλείο και έβαλε μέσα λίγα χρήματα ακόμα και μια χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές. Ο φάκελος, είκοσι λεπτά αργότερα, θα αφηνόταν διακριτικά κάτω απ' τη χαραμάδα της οικογένειας με τα πολλά προβλήματα.
Το τελευταίο υπόλοιπο απ' το ματσάκι το προόριζε για ψώνια στη λαϊκή. Ντομάτες, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά. Λεφτά για κρεατικά ούτε λόγος. "Εδώ ο κόσμος βουλιάζει οικονομικά και γω θα τρώω σα βασίλισσα;" μονολογούσε και έδιωχνε τους πειρασμούς.
Όμως, κι αυτό το μικρό ποσό δεν θα πήγαινε για τα ψώνια... Γιατί προοριζόταν για έναν φτωχό ζητιάνο στην άκρη του δρόμου. Ήταν στ' αλήθεια ζητιάνος ή επαγγελματίας ψεύτης; Ούτε που την ένοιαζε. Φτάνει να γέμιζε με χαρά τον άνθρωπο. Τον συνάνθρωπο. Ούτε κρίση ούτε κατάκριση ούτε σκέψη καλή. Μη γνώτω η δεξιά σου...
Έφτασε στο σπίτι της κατάκοπη. Μα το χαμόγελο ακόμα θρονιασμένο στα παγωμένα χείλη της. Αγαπούσε το Θεό και τον συνάνθρωπό της και αυτό της αρκούσε. Ήταν ο λόγος για να προχωρεί και να ελπίζει. Να ελπίζει και να εύχεται για όλους..
Ήταν μια μόνη γυναίκα. Ο άντρας της είχε πεθάνει χρόνια πριν. Το παιδί της στο εξωτερικό. Στην κρύα πολυκατοικία που έμενε, κανείς δεν της είχε δώσει σημασία. Η ίδια το προτιμούσε έτσι. Να είναι απαρατήρητη.
Ήρθαν και φέτος οι μέρες των γιορτών. Αλλά παρόλο που ήταν μόνη της, αυτή αισθανόταν μια ευτυχία. Το βλέμμα της απέπνεε μια γαλήνη, μια ηρεμία. Μια γλυκιά αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά.
Σηκώθηκε απ'την κουνιστή καρέκλα (παλιό δώρο του συζύγου της), άφησε στο πλάι το κομποσχοίνι της. Τα χείλη της χαμογελαστά -όπως πάντα- συνέχιζαν να ψελλίζουν: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με"... Ντύθηκε ζεστά, πήρε ένα ματσάκι χρήματα -οικονομίες 3 μηνών- και βγήκε απ'το σπίτι της. Κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου. Τι ευλογημένη στάση! Εκεί κάθε πρωί συνήθιζε να λέει τους Χαιρετισμούς στη Παναγιά. Την μόνη κοντινότερη παρηγοριά της.
Μπήκε στο μεγάλο ναό στο κέντρο της μεγαλούπολης. Άφησε ένα μέρος απ'το ματσάκι με τα χρήματα υπέρ των φτωχών, αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν την πρόσεξε. Ψέλλισε δύο λόγια καρδιακά και έφυγε με σταθερό βήμα. Αγόρασε ένα φάκελο απ' το γωνιακό βιβλιοπωλείο και έβαλε μέσα λίγα χρήματα ακόμα και μια χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές. Ο φάκελος, είκοσι λεπτά αργότερα, θα αφηνόταν διακριτικά κάτω απ' τη χαραμάδα της οικογένειας με τα πολλά προβλήματα.
Το τελευταίο υπόλοιπο απ' το ματσάκι το προόριζε για ψώνια στη λαϊκή. Ντομάτες, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά. Λεφτά για κρεατικά ούτε λόγος. "Εδώ ο κόσμος βουλιάζει οικονομικά και γω θα τρώω σα βασίλισσα;" μονολογούσε και έδιωχνε τους πειρασμούς.
Όμως, κι αυτό το μικρό ποσό δεν θα πήγαινε για τα ψώνια... Γιατί προοριζόταν για έναν φτωχό ζητιάνο στην άκρη του δρόμου. Ήταν στ' αλήθεια ζητιάνος ή επαγγελματίας ψεύτης; Ούτε που την ένοιαζε. Φτάνει να γέμιζε με χαρά τον άνθρωπο. Τον συνάνθρωπο. Ούτε κρίση ούτε κατάκριση ούτε σκέψη καλή. Μη γνώτω η δεξιά σου...
Έφτασε στο σπίτι της κατάκοπη. Μα το χαμόγελο ακόμα θρονιασμένο στα παγωμένα χείλη της. Αγαπούσε το Θεό και τον συνάνθρωπό της και αυτό της αρκούσε. Ήταν ο λόγος για να προχωρεί και να ελπίζει. Να ελπίζει και να εύχεται για όλους..
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΘΕΛΕΙ...
Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό, τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε "Δόξα τω Θεώ" και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.
Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από τό σπίτι της γυναίκας την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε"
Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. "Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;" σκεφτόταν.
Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι "Δόξα τω Θεώ", νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του "Πήγαινε στου Σούπερ Μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ' αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει πους τα έφερε θα της πεις οτι ο Διάβολος τα έφερε".
Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέσα πήγε στο Σούπερ Μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα.
Όταν έφτασε της χτύπησε τη πόρτα. "Α, Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε" είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τα δυο καρότσια.
"Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;" την ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης.
"Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί" και παίρνοντας τα δυο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη...
Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό, τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε "Δόξα τω Θεώ" και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.
Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από τό σπίτι της γυναίκας την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε"
Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. "Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;" σκεφτόταν.
Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι "Δόξα τω Θεώ", νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του "Πήγαινε στου Σούπερ Μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ' αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει πους τα έφερε θα της πεις οτι ο Διάβολος τα έφερε".
Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέσα πήγε στο Σούπερ Μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα.
Όταν έφτασε της χτύπησε τη πόρτα. "Α, Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε" είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τα δυο καρότσια.
"Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;" την ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης.
"Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί" και παίρνοντας τα δυο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη...
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Νύχτα Τσικνοπέμπτης....!
«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γίνεται περισσότερο. Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ο παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
- Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.
- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.
Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
- Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
- Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυπούν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
- Ναι, μά απόψε...
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
- Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέτοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
'Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρόλο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
- Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
- Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
- Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου; ’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρόμο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει. Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
- Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
'Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μιλήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίταξε χωρίς νά μιλα.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τράβηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί...
- Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.'Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμάτη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και... καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν... δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο...
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοηθός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχωρήσει ό Θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-'Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινόταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.
inagiounikolaoutouneou.gr
«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γίνεται περισσότερο. Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ο παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
- Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.
- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.
Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
- Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
- Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυπούν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
- Ναι, μά απόψε...
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
- Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέτοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
'Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρόλο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
- Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
- Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
- Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου; ’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρόμο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει. Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
- Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
'Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μιλήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίταξε χωρίς νά μιλα.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τράβηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί...
- Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.'Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμάτη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και... καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν... δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο...
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοηθός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχωρήσει ό Θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-'Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινόταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.
inagiounikolaoutouneou.gr
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.