
Ως "άγγελοι" χαρακτηρίζονται στην Παλαιά Διαθήκη κυρίως τα πνευματικά όντα που δημιουργήθηκαν από το Θεό πριν από τον κόσμο (Ιώβ 38,7), περιβάλλουν το θρόνο του Θεού (Α Βασ 22,19-Ιώβ 1,6), είναι αναρίθμητα (Δν 7,10), υμνούν το μεγαλείο του (Ψλ 148,2., σεραφίμ:Ησ 6,2εξ) και στέλνονται απ' αυτόν για να αποκαλύψουν στους ανθρώπους το θέλημά του ή για να φέρουν σε πέρας κάποια αποστολή (Δν 8,16.9,21-22.10,5εξ,Ζαχ 1,8εξ,2,2). Οι άγγελοι , ακόμη, μεσολαβούν στο Θεό υπέρ των ανθρώπων (Ζαχ 1,12), προστατεύουν άτομα (Γεν24,7) και λαούς ("αρχάγγελοι": Δν 10,13) ή τιμωρούν κατ' εντολή του Θεού τους ανθρώπους (Β Βασ 19,35).
Στα αρχαιότερα βιβλικά κείμενα ο όρος "άγγελος" συνοδεύεται από τον προσδιορισμό "του Θεού" (Γεν 21,17) ή του Κυρίου (Γεν 16,7) οπότε δηλώνει τον ίδιο το Θεό, ο οποίος εμφανίζεται με τη μορφή αυτή στους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της Κ.Δ. οι άγγελοι μεσολάβησαν για την παράδοση των εντολών στο Μωυσή, γεγονός που υπογραμμίζει τη θεία προέλευση (Πραξ 7,53), αλλά και την προσωρινότητα του "νόμου" (Γαλ 3,19). Οι άγγελοι είναι κατώτεροι από το Χριστό (Εβρ 1,3-2,9), στον οποίο είναι υποταγμένοι ( Α Πε 3,22). Μεταφέρουν τις θείες εντολές στους ανθρώπους (Λκ 1,26-38 ), τους προστατεύουν (Πραξ 12,15), τους εκπροσωπούν μπροστά στο Θεό (Μτ 18,10) και τους αποκαλύπτουν όσα πρόκειται να συμβούν (Απ 1,1.10,1-11 κ.α.). Στο Απ. κεφ. 2-3 ειδικότερα ο όρος "άγγελος" δηλώνει τον προστάτη-άγγελο της κάθε τοπικής εκκλησίας ή τον επίσκοπό της.