Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Ειδήσεις, Περιγραφές, Φωτογραφίες, Εμπειρίες προσκυνητών, Επισκέψεις, Βίοι Αγίων Γερόντων

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Γαβριήλ
Δημοσιεύσεις: 110
Εγγραφή: Τετ Αύγ 01, 2012 3:36 pm
12

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Γαβριήλ »

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Εικόνα

(Αποτελεί Εισήγηση στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Άγιον Όρος – Φιλοκαλική Εμπειρία, Αθήνα 22-24/10/2004.)

Ι. Γενικά – Εισαγωγικά

Ο αναγνώστης των κειμένων του π. Ιωσήφ του ησυχαστή έχει την βαθύτατη αίσθηση, ότι μελετά κείμενα της όντως ζωής. Δι’ αυτών έχει μπροστά του συμπυκνωμένη ολόκληρη την προηγούμενη ησυχαστική και φιλοκαλική εμπειρία της Εκκλησίας, σαρκωμένη σε σύγχρονο προσωπικό βίωμα, «ενταύθα και νυν» (εδώ και τώρα). Ο λόγος του μακαριστού ησυχαστή είναι αγιογραφικός και πατερικός, πάντοτε όμως ζωντανά αποκαλυπτικός. Έχοντας σαφή τα πνευματικά κριτήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, παρουσιάζεται ως άριστος ανατόμος της αγιοπνευματικής εν Χριστώ ζωής. Έτσι, αποκωδικοποιεί με πολλή άνεση την αγιότητα, τις εντολές του Θεού, αλλά και τις αρετές που προκύπτουν από την τήρηση των εντολών, καθιστώντας ενεργώς παρούσα την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση στην εποχή του. Παράλληλα, απομυθοποιεί την κοσμική θεώρηση της ζωής και νοηματοδοτεί θετικά τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τον κόπο και τον πόνο, και αποδεικνύει απολύτως εφικτή και σήμερα την εφαρμογή του Ευαγγελίου και την ασκητική της Εκκλησίας[1]. Μας δίδαξε εμπειρικώς, ότι η Φιλοκαλία προϋποθέτει οπωσδήποτε την φιλοπονία και την αυταπάρνηση ενάντια στη φιλαυτία του παλαιού ανθρώπου.

Βάσιμα μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι δεν προβάλλει τίποτε δικό του. Είναι απλώς ένας αυθεντικός συνεχιστής της ησυχαστικής Παραδόσεως, την οποία επαναδιατύπωσε, την ξαναζωντάνεψε και την πλούτισε με σύγχρονα και προσωπικά δεδομένα. Τεκμηρίωσε και ανέδειξε ως ησυχαστής την αγιοπνευματική-φιλοκαλική ζωή της Εκκλησίας, πιστοποιώντας στην ύπαρξή του την πραγμάτωση του σκοπού της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου για την χαρισματική θέωση του ανθρώπου. Απέδειξε εμπειρικώς, ότι το φρόνημα των «φερομένων υπό του Αγίου Πνεύματος» είναι διαχρονικώς το αυτό[2]. Έτσι, πρόβαλε πειστικά την σπουδαιότητα της προσωπικής εμπειρίας, που προκύπτει από τη βίωση της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στα πλαίσια της ησυχαστικής ζωής. Επέδρασε αναγεννητικά σε ολόκληρη γενιά ως διακριτικός πνευματικός Πατέρας. Με τη σκληρή άσκηση και τη νοερά προσευχή, που βίωσε και δίδαξε, ενδυνάμωσε εμπειρικώς και ανέδειξε πραγματικά τον Ησυχασμό[3]. Υπήρξε συνεχιστής της ησυχαστικής Παραδόσεως, αφού, όπως σημειώνει ο ίδιος, την ησυχαστική τάξη και το Τυπικό του τα παρέλαβε από προγενεστέρους αγίους ασκητές[4]. Στο Άγιον Όρος, κατά την μαρτυρία του, βρήκε τους πνευματικούς προγόνους του[5] «εν πράξει και θεωρία»[6]. Αυτοί ήταν οι «εν πείρα και πράξει διδάκτορες»[7] κατά την πρωτότυπη και επιτυχή διατύπωσή του.

Έχοντας την ευαρέστηση του ίδιου του Θεού, εμπειρικώς επιβεβαιωμένη στη ζωή του, αδιαφορεί κυριολεκτικά για την κοσμική γνώμη, αλλά και για την επώδυνη περιφρόνηση των εγγύς και των μακράν[8]. Σηκώνει ισοβίως τον μαρτυρικό σταυρό της μομφής του «πλανεμένου»[9] και συνεχίζει απτόητος την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση, που παρέλαβε, δίνοντας ταυτόχρονα το προσωπικό χαρακτηριστικό του στίγμα.

Οι σύγχρονοί του μοναχοί στο Άγιον Όρος μένουν κατά κανόνα στον εξωτερικό τύπο του μοναχισμού[10] με έντονη την ακαμψία στην τυπική θρησκευτικότητα. Κατά την παρούσα περίοδο και αυτή η ίδια η πνευματική ζωή έχει θεσμοποιηθεί και τυποποιηθεί. Έτσι, οι περισσότεροι μοναχοί αδιαφορούν για την συνεχή πνευματική εγρήγορση, την πατερική νήψη, και στρέφονται προς τα υλικά αγαθά[11]. Οι φιλοκαλικοί Πατέρες του σχετικά πρόσφατου γι’ αυτούς παρελθόντος, οι γνωστοί με το ειρωνικό επίθετο «Κολλυβάδες»[12] και τα έργα των Νηπτικών Πατέρων, που αυτοί φιλοπόνησαν, αγνοήθηκαν στην πράξη. Η φιλοκαλική αναγέννηση, που ξεκίνησε από το Άγιον Όρος στα τέλη του 18ου αιώνα και προέκυψε από το αποκαλούμενο Κίνημα των «Κολλυβάδων» με σκοπό την πνευματική αναβάπτιση διά της επιστροφής στους Πατέρες, πέρασε στο περιθώριο της περιφρονήσεως. Συνακόλουθα, η νηπτική και ησυχαστική βιωτή του γέροντα Ιωσήφ εμφανίζεται εξωτερικώς και ποιοτικώς ανόμοια προς το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του, γι’ αυτό και προκαλεί την δυσμένεια[13], την αμφισβήτηση, αλλά και την έντονη αντιπαράθεση και απόρριψη από τους συγχρόνους του ασκητές[14]. Την περίοδο αυτή σπανίζει η εμφάνιση πρακτικών πνευματικών οδηγών με την αγιοπνευματική διάκριση των πνευμάτων[15]. Η αλλοτρίωση από την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση της Εκκλησίας, η αμάθεια και η έλλειψη πνευματικής διακρίσεως[16] έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό στην εποχή του, ώστε, όποιος μιλά για την θεία Χάρη και την κάθαρση του έσω ανθρώπου από τα πάθη να θεωρείται πλανεμένος[17], ενώ η νοερά εργασία και η νοερά προσευχή να θεωρείται κάτι ως αίρεση[18]. Αυτά τα τελευταία ανακαλούν στη μνήμη μας τον πνευματικό του προπάτορα[19] άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και την εποχή του, η οποία αντιδρούσε κατά ανάλογο τρόπο στην ζωντανή χαρισματική εμπειρία του.

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο φιλοκαλικός μας γέροντας Ιωσήφ υπήρξε θεοδίδακτος[20]. Έτσι, παρότι κατά κόσμον αγράμματος, μιλά ως ώριμος και έμπειρος επιστήμονας[21], ως εξουσία έχων στα πνευματικά, γιατί έμαθε «παθών τα θεία[22]. Έμαθε όσα διδάχθηκε από τις θεοπρεπείς θεωρίες[23]. Πρώτα είδε τον Θεό και μετά μίλησε γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο λόγος του έχει αποδεικτικό χαρακτήρα[24]. Οι Επιστολές και όλα τα κείμενά του γράφονταν μετά από πολύωρη προσευχή[25]. Αλλά και το εικοσιτετράωρο πρόγραμμά του ήταν αυστηρά καθορισμένο μέχρι λεπτομερειών, και απόλυτα προσαρμοσμένο στην αγιοπνευματική ησυχαστική ζωή[26]. Γι’ αυτό, άλλωστε, και όταν παραβιάζονταν αυτή η τάξη της ιεράς ησυχίας, διαπίστωνε εμπειρικώς, ότι βλάπτονταν πνευματικώς[27].

ΙΙ. Εμπειρική Θεολογία

Η ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση καθεαυτήν έχει θεολογικές προϋποθέσεις και στέρεη θεολογική υποδομή, που διασφαλίζουν και την εκκλησιαστικού χαρακτήρα αυθεντικότητά της. Ο φιλοκαλικός λόγος του μακαριστού ησυχαστή μας έχει βιωμένες τις θεολογικές προϋποθέσεις, και παρά την απλοϊκή διατύπωσή του έχει μεγάλη θεολογική βαθύτητα. Είναι οργανικά και άρρηκτα συνδεδεμένος με την αγιοπνευματική ζωή και προβάλλει με τον δικό του τρόπο τον εμπειρικό χαρακτήρα της πίστεως. Η θεολογία του είναι σύντομη αλλά ελκυστική, γιατί αναδύεται ζωντανή, ως βιωμένη έκφραση του ζωοποιού Πνεύματος του Θεού. Αποτελεί αποκωδικοποιημένη ανάπτυξη της ευαγγελικής διδασκαλίας, ξένη προς κάθε ορθολογισμό και θεολογικό στοχασμό.

Η θεολογία του είναι εμπειρική – βιωματική – χαρισματική. Αποτελεί κτιστή έκφραση της εμπειρίας του ακτίστου Θεού και των μυστηρίων του[28], του ακτίστου φωτός[29], του χώρου και του τρόπου της παρουσίας του Θεού[30].

Θα αναφερθούμε δειγματοληπτικώς σε ορισμένες μόνο πλευρές της θεολογίας του παρακάμπτοντας την άριστη και πρωτογενούς χαρακτήρα θεολογία του για το άκτιστο φως, επειδή γι’ αυτήν θα γίνει λόγος σε ειδική Εισήγηση. Θα πούμε μόνον, ότι είναι πολύ σαφής και χαρακτηριστική η Τριαδοκεντρικότητα της φιλοκαλικής διδασκαλίας του, η οποία έχει πολλαπλώς τεκμηριωμένο το αντίκρισμά της στην ησυχαστική ζωή του,[31] πράγμα που διασφαλίζει την αυθεντικότητά της. Γνωρίζει και βιώνει τον αναστάσιμο χαρακτήρα της Κυριακής και όλης της Πεντηκοστής, γι’ αυτό και συνιστά την τήρηση του Κανόνα (20ος της Α’ Οικ. Συνόδου), που αφορά την απαγόρευση της γονυκλισίας[32]. Εντυπωσιάζει η Κτισιολογία[33] και η θεολογική Ανθρωπολογία του[34]. Κάνει λόγο για «άφωνη θεολογία της αλόγου φύσεως»[35] και με τα γυμνασμένα και πνευματικώς εμπλουτισμένα αισθητήριά του βλέπει τα όντα, έμψυχα και άψυχα, «διά της εναρμονίου φωνής τους»[36] να υμνολογούν τον Θεό και να επαληθεύονται, έτσι, όσα ψάλλει η Εκκλησία στη Θεία Λατρεία, («πάσα πνοή και πάσα κτίσις Σε δοξάζει Κύριε …»), και διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, («οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού …»). Αλλά και με την αναφορά του στη διήγηση της Γενέσεως σημειώνει εύστοχα την χαρισματική συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό, την οποία θεμελιώνει θεολογικά στο εμφύσημα του Θεού, προκειμένου να προβάλλει την δυνατότητα για πραγματική-χαρισματική ομοίωση με το Θεό[37], όντας, έτσι, απόλυτα σύμφωνος με την αντίστοιχη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Εντοπίζει το «κατ’ εικόνα» στο λογικό της ψυχής και το «καθ’ ομοίωσιν» στις αρετές[38], ενώ παράλληλα προσδιορίζει με θεολογική ακρίβεια, πότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο «κατά φύσιν», στο «παρά φύσιν» ή στο «υπέρ φύσιν»[39].

ΙΙΙ. «Πράξις» και «Θεωρία»

Η ησυχαστική Παράδοση της Εκκλησίας μας στηρίζεται πάνω στην «πράξη» και οικοδομείται φιλοκαλικώς διά της «θεωρίας». Ο τιμώμενος με το Συνέδριό μας αγιορείτης ησυχαστής π. Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως «πράξη», όσα τελούνται «διά του σώματος», και ως «θεωρία», «όσα εργάζεται νοερώς η διάνοια»[40].

Η άσκηση της «πράξεως» εντάσσει τον πιστό στην κατάσταση της καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Παρέχει βαθειές ρίζες, που φτάνουν στο πνευματικό ύδωρ, το οποίο θα φωτίσει το πνευματικό σκότος του, που τώρα εναλλάσσεται μέσα του με το φως[41]. Και παρά «την πολλήν γλυκύτητα και την άμετρη χαρά, που αισθάνεται η καρδιά», αλλά και όταν «ο νους γίνει όλος οφθαλμός», τα μέτρα της χαρισματικής αυτής καταστάσεως δεν είναι μεγάλα, αλλά είναι τα μέτρα των αρχαρίων[42], κατά τον νηπτικό μας Πατέρα.

Από την «πράξη» ο αγωνιζόμενος πιστός φτάνει σταδιακά στην «θεωρία» διά του «φωτισμού της γνώσεως». Ο «φωτισμός», διευκρινίζει ο π. Ιωσήφ, είναι οι οφθαλμοί, διά των οποίων βλέπει ο νους εκείνο, όπου δεν έβλεπε πρώτα[43].

Η «θεωρία» αποτελεί την υψηλότερη βαθμίδα της πνευματικής ανόδου[44]. Ως πρώτη «θεωρία» κατονομάζει ο ησυχαστής μας την «θεωρία των όντων»[45]. Κατά την «θεωρία» αυτή, την οποία περιγράφει αναλυτικά, «ο νους απλούται και γίνεται άλλος εξ άλλου. Φωτίζεται. Είναι όλα ανοικτά εις αυτόν. Πληρούται σοφίας»[46]. Και σε άλλη συνάφεια θα κάνει λόγο για χαρισματική διεύρυνση των οντολογικών ορίων του νου· «ο νους απλώνει», σημειώνει, «έχων μεγάλη χωρητικότητα»[47]. Η πνευματική θεωρία, που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως άνοδος στους ουρανούς διά της θείας Χάριτος. «Αντικείμενο» της θεωρίας αυτής είναι «τα απόρρητα κάλλη του Παραδείσου»[48]. Στο στάδιο αυτό έχει πλήρως μεταμορφωμένες τις αισθήσεις και στην καρδιά του καίει το πυρ της θείας αγάπης. Πέρα από τις πολλές φωτοφάνειες ο μακαριστός ησυχαστής μιλά συχνά για θεοφάνειες, για θέα του ίδιου του Χριστού και καταθέτει την συνομιλία μαζί του[49].

Αποτελεί κοινό τόπο της ασκητικής και φιλοκαλικής Γραμματείας, ότι η θεοπτία αποτελεί δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο. Ωστόσο, η δωρεά αυτή δεν είναι και απροϋπόθετη. Βασική προϋπόθεση της θεοπτίας, παρατηρεί ο π. Ιωσήφ, είναι η τήρηση των εντολών του Θεού[50]. Τούτο μας παραπέμπει τόσο στους λόγους του Χριστού όσο και στους μεγάλους φιλοκαλικούς Πατέρες, όπως τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, για να περιοριστώ σ’ αυτούς. Η θεωρία όμως και η θεοπτία δεν διασφαλίζουν τον άνθρωπο από την πτώση. Γι’ αυτό και ο έμπειρος ησυχαστής συνιστά: «Εφ’ όσον είμεθα εις την ζωήν, ποτέ μη θαρρεύσης εις τον εαυτόν σου, καν ανέβης έως εβδόμου ουρανού, καν ίδης όλας τας φύσεις των μυστηρίων»[51].

Πέρα όμως από την προϋπόθεση της θεοπτίας η βίωση ορισμένων αρετών έχει ιδιάζουσα βαρύτητα στα κείμενα του π. Ιωσήφ για την ησυχαστική και φιλοκαλική ζωή. Γι’ αυτό και θα τις παρουσιάσουμε συνοπτικώς.

IV. Η βίωση των αρετών της υπακοής, της ταπεινώσεως και της αγάπης

α) Η αρετή της υπακοής

Η υπακοή αποτελεί «την υψηλοτάτη των αρετών», σημειώνει ο νηπτικός πατέρας, γιατί δι’ αυτής ο άνθρωπος γίνεται μιμητής του Χριστού[52]. Τούτο υπογραμμίζει και ο ησυχαστής άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. «Η υπακοή κόβει διά μιας όλα τα πάθη», λέει, «και δι’ αυτής γίνεται κανείς μιμητής και δούλος Χριστού»[53]. Το φορτίο της υπακοής, θα μας πει ο π. Ιωσήφ, «λογίζεται σύνοψις των λοιπών αρετών, όπως και ο σταυρός των παθών του Κυρίου». Γι’ αυτό και με την υπακοή είναι άμεσα διασφαλισμένη η είσοδος στη βασιλεία του Θεού. «Διά της υπακοής ως διά σταυρού», παρατηρεί, «εισερχόμαστε εις την Βασιλείαν»[54].

Η υπακοή προϋποθέτει την εκκοπή του ιδίου θελήματος και έχει ως συνέπεια την χωρίς πολύ κόπο πνευματική προκοπή[55]. Αποτελεί ασφάλεια πνευματική και τον συντομότερο τρόπο για να λάβει κανείς την θεία Χάρη[56]. Η οδός της υπακοής είναι απλανής. «Ομολογώ ειλικρινώς μεθ’ όλης της ισχύος, εν πλήρει επιγνώσει», διαβεβαιώνει με έμφαση ο μακαριστός γέροντας, «ότι άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει απέχουσα από κάθε πλάνην και ενέργειαν του εχθρού ως αυτή»[57]. Ο διάβολος δεν έχει εξουσία να υπεισέλθει εκεί, όπου ασκείται η υπακοή και κυριαρχεί «ο σύνδεσμος της αγάπης»[58]. Αντίθετα, η παρακοή οδηγεί στην πλάνη[59]. Η απείθεια στο γέροντα, θα μας πει ο φιλοκαλικώτατος άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ενοικίζει μέσα μας τον πονηρό[60]. Η υπακοή ή η παρακοή, κατά τον γέροντα Ιωσήφ, δεν αποτελεί αυτονομημένη αρετή ή κακία, αλλά έχει την αναφορά της στον ίδιο τον Θεό, σ’ αυτόν διαβιβάζεται[61].

Τον δρόμο της υπακοής χάραξε πρώτος ο ίδιος ο Χριστός γενόμενος υπήκοος στον άναρχο Πατέρα μέχρι του σταυρικού θανάτου[62], και, έτσι, έγινε το πρότυπο υπακοής για μας[63].

β) Η αρετή της ταπεινώσεως

Πραγματική ησυχαστική ζωή χωρίς αυτοεπίσκεψη και αυτοέλεγχο είναι πρακτικώς αδύνατη[64]. Από την αυτοεπίσκεψη προκύπτει η αυτογνωσία «ότι είσαι μηδέν. Αυτή είναι η ύπαρξή σου», σημειώνει ο αγιορείτης ησυχαστής. «Η καταγωγή σου είναι ο πηλός»[65]. Η μνήμη της καταγωγής του ανθρώπου ταπεινώνει το φρόνημά του. «Έλαβε χώμα, όπου είναι η ταπεινότερη ύλη», σημειώνει, «διά να είναι (ενν. ο άνθρωπος) πάντοτε ταπεινός· ουδέν του χώματος ταπεινότερον»[66]. Αυτό είναι η ταπείνωση του ανθρώπου[67]. Η ταπείνωση, ως βιωματική αποδοχή, απαιτεί χρόνο, δοκιμασίες και μεγάλους, υπέρ φύσιν, πειρασμούς, που πείθουν εμπειρικώς για την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως[68]. Στο σημείο αυτό ξαναζωντανεύει και επικαιροποιεί όσα αντίστοιχα έχει γράψει για την σχέση των πειρασμών με την ταπείνωση ο καθηγητής της ησυχίας άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «το καύχημα της ησυχίας και η παρηγορία των ασκητών»[69].

Άλλος ασφαλής τρόπος βιωματικής προσεγγίσεως της ταπεινώσεως είναι η άσκηση της τέλειας και αδιάκριτης υπακοής. «Εξ αυτής γεννάται ταπείνωσις», σημειώνει χαρακτηριστικά[70]. Είναι τόσο μεγάλη η σημασία της ταπεινώσεως για την πνευματική πρόοδο του ανθρώπου, ώστε η πρόοδος αυτή να εξαρτάται από τον βαθμό της ταπεινώσεώς του[71]. Και τούτο, επειδή η ταπείνωση αποτελεί την «πρώτη αιτία», που ελκύει, συγκρατεί και αυξάνει την θεία Χάρη στον άνθρωπο, αλλά και τον προωθεί στην πρώτη βαθμίδα της θεωρίας, που είναι η θεωρία της φύσεως[72].

Η γνήσια ταπείνωση συνδέεται αρρήκτως με τα δάκρυα, την νοερά προσευχή, την ειρήνη της ψυχής και του σώματος, τα οποία αλληλοδιαδόχως γεννώνται το ένα από το άλλο[73]. Τέλος η άκρα ταπείνωση σε συνδυασμό με την υπομονή στους πειρασμούς ελκύει σε τέτοιο βαθμό την θεία Χάρη, που οδηγεί τον άνθρωπο σταθερά στην κατά χάρη θέωσή του[74].

Αλλά, όπως η αυτογνωσία γεννά την ταπείνωση, έτσι και η αγνωσία «τίκτει την έπαρση». Η αγνωσία καθεαυτήν είναι «σκότος ψυχής»[75], που οφείλεται στην αμαρτία. Από την αγνωσία «γεννάται υπερηφάνεια και σκληρύνεται η καρδία»[76], θα μας πει ο φωτισμένος ησυχαστής, για να προχωρήσει και σε μία πνευματικού χαρακτήρα διάγνωση της σχέσεως των αιρετικών με την Ορθοδοξία. Το αταπείνωτο φρόνημα, παρατηρεί, είναι ο βασικός λόγος της μη επιστροφής των αιρετικών στην Ορθοδοξία της πίστεως: «Εις αυτό το αταπείνωτον φρόνημα εμφωλεύει ο πολύς εκείνος εγωισμός, η εωσφορική υπερηφάνεια, όλων των πλανεμένων, που δεν θέλουν να επιστρέψουν».[77]

γ) Η βίωση της αγάπης

Η ησυχαστική ζωή στοχεύει ουσιαστικά στη βίωση της αγάπης του Θεού, η οποία προσεγγίζεται με την τήρηση των εντολών του[78]. Η αγάπη, άλλωστε, προς τον Θεό και τον πλησίον συνοψίζει κατά την λακωνική ρήση του Χριστού «τον Νόμο και τους Προφήτες». Τηρώντας τις δύο αυτές εντολές, σημειώνει ο έμπειρος ησυχαστής, «και χωρίς να κοπιάσεις πολύ να κάμης αγώνας, συντόμως φθάνεις εις μεγάλα μέτρα».[79] Την ασφαλέστερη όμως προσέγγιση του Θεού διασφαλίζει η τήρηση της πρώτης και μεγάλης εντολής για την αγάπη του Θεού[80]. Ο Θεός εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο ζηλότυπος. «Δεν θέλει να αγαπήσης κανένα πράγμα περισσότερο απ’ αυτόν».[81] Τηρώντας όμως ο άνθρωπος την πρώτη εντολή, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της Θεοφάνειας στην καρδιά του, σύμφωνα με την αδιάψευστη μαρτυρία του Χριστού. «Τότε θα έρθη μέσα σου ο Χριστός», σημειώνει, «όπου είναι ο Λόγος, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι, και μονήν υπεσχέθη, και έσει ναός»[82].

Στο σημείο αυτό ο αγιορείτης ησυχαστής μας κάνει μία θεμελιακού χαρακτήρα διευκρίνιση, που αποδεικνύει περίτρανα την βαθύτητα και λεπτότητα του φωτισμένου νου του. Έχοντας προσωπική-βιωματική εμπειρία της ακτίστου θεοποιού ενεργείας, ως «διαβεβηκώς εν θεωρία», κάνει σαφή διάκριση κτιστού και ακτίστου. «Άλλο μεν είναι εντολή αγάπης εξ έργων τελουμένης προς την αλληλοφιλαδελφίαν», παρατηρεί χαρακτηριστικά, «και άλλο είναι ενέργεια της θείας αγάπης». Και συνεχίζει διευκρινίζοντας αναλυτικότερα: «το μεν πρώτον δύνανται όλοι οι άνθρωποι, εάν θελήσουν και βιαστούν να το πληρώσουν, το δε δεύτερον όχι. Καθότι μήτε εξ έργων ημών γίνεται, μηδέ της ημετέρας θελήσεως είναι να γένη, εάν θέλωμεν, όταν θέλωμεν, και όπως θέλωμεν. Αλλά τούτο έγκειται εις την πηγήν της αγάπης, τον γλυκύτατόν μας Ιησούν, όπου μας δίδει, εάν θέλη, όπως θέλη, και όποτε Αυτός θέλη»[83]. Άλλο είναι η κτιστή αγάπη μας, ακόμη και όταν τηρούμε την εντολή του Θεού, και άλλο η άκτιστη αγάπη, ως ενέργεια του Θεού[84]. Η κτιστή αγάπη, και ως ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση της τηρήσεως της εντολής της αγάπης, αποτελεί απλώς τον δρόμο προς την άκτιστη Πηγή, όχι όμως την ίδια την άκτιστη Πηγή[85]. «Είναι μεν εντολή του Θεού», σημειώνει, «αλλ’ όχι και ο Θεός»[86].

Κατά συνέπεια, εύλογη είναι και η αδυναμία του ανθρώπου να εκφράσει την άκτιστη αυτή αγάπη του Θεού με κτιστό τρόπο. Η μόνη δυνατότητα υπάρχει, όταν ο ίδιος ο Θεός δώσει στον άνθρωπο τη σοφία, τη γνώση και την ενέργεια του λόγου αυτής της εκφράσεως[87].

Όταν κάποιος βιώνει την άκτιστη αγάπη του Θεού, βρίσκεται έξω από τα συνηθισμένα μέτρα των ανθρώπων. Τότε «ει τι γράφει, ει τι λαλεί, κλίνει προς αμετρίαν». Παρά ταύτα, «ό,τι και αν λέγη έναντι της πυριφλεγούς αίγλης της θείας αγάπης, όλα είναι μικρά όπου λάλεί»[88]. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κατανοείται και η υπερβολή της ανιδιοτελούς αγάπης του γέροντα προς τον υποτακτικό του, όταν του λέγει: «Άκουσον της φωνής μου. Μη απελπίζεσαι. Μαζί θα πάμε εις τον Παράδεισον. Και αν δεν βάλω εσένα, μήτε εγώ δεν καθέζομαι μέσα».[89]

Οι αρετές βέβαια καλλιεργούνται όλες μαζί και όχι κατά τρόπο αυτονομημένο.[90]

Κλείνοντας θα υπογραμμίσουμε την συμφωνία του ησυχαστή μας με όλη την φιλοκαλική Παράδοση στο σοβαρότατο θέμα της σχέσεως ανάμεσα στην παρούσα και τη μέλλουσα ζωή. Η παρούσα ζωή, κατά τον αγιορείτη γέροντα ησυχαστή, προσδιορίζει αποφασιστικά την ποιοτική κατάσταση της μέλλουσας ζωής και αποτελεί πρόγευσή της. Στο μέτρο της καθάρσεως και του φωτισμού της ψυχής, που πραγματοποιήθηκε στην παρούσα ζωή, θα μετάσχει κανείς στη μέλλουσα αιώνια ζωή. «Αναλόγως δε την κάθαρσιν της ψυχής και τον φωτισμόν, όπου έλαβεν ο καθείς μας εδώ,» σημειώνει, «τόσο θα βλέπη τον Χριστόν εκεί πλησιέστερον, καθαρώτερα, και θα απολαμβάνη την Αυτού ευωδίαν»[91]. Αλλά και στην παρούσα ζωή «εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Αυτός, είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον»[92]. Κατά συνέπεια, δίνει σαφώς το μήνυμα για καταξίωση και της παρούσας ζωής, αφού σ’ αυτήν τα έσχατα γίνονται παρόντα και βιούνται με την μορφή αρραβώνα. Αυτήν την καλή αγγελία προβάλλει ο αγιορείτης ησυχαστής π. Ιωσήφ ως συνεχιστής της ησυχαστικής και φιλοκαλικής Παραδόσεως της Εκκλησίας στις μέρες μας. Η μεγαλύτερη τιμή και ο καλύτερος έπαινος για το πρόσωπό του θα ήταν, κατά την γνώμη μας, να λάβουμε αυτό το μήνυμα και να το βιώσουμε μιμούμενοι κατά το δυνατόν την αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή του.

Βιβλιογραφία

[1] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, Αθήνα 1997, σ. 192.

[2] Βλ. ό.π., σ. 19

[3] Βλ. ό.π., σ. 186.

[4] Βλ. Επιστολή 26, στο Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Άγιον Όρος 62003, σ. 157.

[5] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 89.

[6] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 90-91.

[7] Βλ. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», στο Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία-«Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Άγιον Όρος 52001, σ. 299.

[8] Βλ. Επιστολή 27, στο Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, σ. 162.

[9] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 187.

[10] Βλ. Επιστολή 42, ό.π., σ. 254.

[11] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 92.

[12] Πρόκειται κυρίως για τους αγίους: Μακάριο Νοταρά, επίσκοπο Κορίνθου, Νικόδημο αγιορείτη και Αθανάσιο Πάριο. Το 1782 ο άγιος Νικόδημος εκδίδει στη Βενετία τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών συνερανισθείσαν παρά των αγίων και θεοφόρων Πατέρων…, που φιλοπόνησε πρώτος ο άγ. Μακάριος και επεξεργάστηκε και συμπλήρωσε ο άγιος Νικόδημος. Βλ. και Γ. Μαντζαρίδη Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσ/νίκη 1997, σ. 152.

[13] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 93.

[14] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 158.

[15] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 7, ό.π., σ. 429.

[16] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 299.

[17] Βλ. Επιστολή 42, ό.π., σ. 258.

[18] Βλ. Επιστολή 48, ό.π., σ. 281.

[19] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσ/νίκη 1997, σ. 148.

[20] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 24.

[21] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 20.

[22] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 27.

[23] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 16 και σ. 82.

[24] Βλ. ό.π., σ. 15.

[25] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 29.

[26] Βλ. ό.π., σ. 159, 160, 223, 224, 397, 400.

[27] Βλ. Επιστολή 27, ό.π., σ. 162.

[28] Βλ. Επιστολή 43, ό.π., σ. 264-265.

[29] Βλ. Επιστολή 39, ό.π., σ. 237.

[30] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 19.

[31] Βλ. Επιστολή 52, ό.π., σ. 293, και Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 292.

[32] Βλ. Επιστολή 56, ό.π., σ. 273.

[33] Βλ. Επιστολή 56, ό.π., σ. 310.

[34] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 333.

[35] Βλ. Επιστολή 57, ό.π., σ. 315.

[36] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 330.

[37] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 333.

[38] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 13, ό.π., σ. 462.

[39] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 11, ό.π., σ. 452.

[40] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 79.

[41] Βλ. Επιστολή 5, ό.π., σ. 57.

[42] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 2, ό.π., σ. 402.

[43] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 82.

[44] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 80.

[45] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 87.

[46] Βλ. Επιστολή 10, ό.π., σ. 87-88.

[47] Βλ. Επιστολή 35, ό.π., σ. 209.

[48] Βλ. Επιστολή 18, ό.π., σ. 123.

[49] Βλ. Επιστολή 37, ό.π., σ. 219.

[50] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12, ό.π., σ. 257.

[51] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 9, ό.π., σ. 442.

[52] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 7, ό.π., σ. 430.

[53] Βλ. Φιλοκαλία, τόμ. Δ’, Αγ. Γρηγορίου του Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα, κεφ. 107, σ. 33.

[54] Βλ. Επιστολή 29, ό.π., σ. 169.

[55] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 104.

[56] Βλ. Επιστολή 13, ό.π., σ. 99.

[57] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 102.

[58] Βλ. Επιστολή 15, ό.π., σ. 111.

[59] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 336.

[60] Βλ. Φιλοκαλία, τόμ. Γ’, Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά, κεφ. 42, σ. 239.

[61] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 104.

[62] Βλ. Επιστολή 39, ό.π., σ. 239.

[63] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 102.

[64] Βλ. Επιστολή 56, ό.π., σ. 311.

[65] Βλ. Επιστολή 17, ό.π., σ. 210.

[66] Βλ. Επιστολή 62, ό.π., σ. 331.

[67] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 335.

[68] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 334-335.

[69] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 289.

[70] Βλ. Επιστολή 5, ό.π., σ. 57.

[71] Βλ. Επιστολή 31, ό.π., σ. 185.

[72] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 77.

[73] Βλ. Επιστολή 5, ό.π., σ. 57.

[74] Βλ. Επιστολή 17, ό.π., σ. 121.

[75] Βλ. Επιστολή 18, ό.π., σ. 122.

[76] Βλ. Επιστολή 6, ό.π., σ. 59.

[77] Βλ. Επιστολή 36, ό.π., σ. 216.

[78] Βλ. Επιστολή 1, ό.π., σ. 37.

[79] Βλ. Επιστολή 78, ό.π., σ. 381.

[80] Βλ. Επιστολή 64, ό.π., σ. 339-340.

[81] Βλ. Επιστολή 64, ό.π., σ. 339.

[82] Βλ. Επιστολή 64, ό.π., σ. 339.

[83] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12, ό.π., σ. 456.

[84] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 324.

[85] Βλ. ό.π., σ. 323.

[86] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12, ό.π., σ. 456.

[87] Βλ. ό.π., σ. 454.

[88] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 89.

[89] Βλ. Επιστολή 20, ό.π., σ. 133.

[90] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 306 και 309-310.

[91] Βλ. Επιστολή 7, ό.π., σ. 70.

[92] Βλ. Επιστολή 38, ό.π., σ. 234.

Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ
Μελέτες Συμβατικής Θεολογίας Εκδόσεις Πουρναρά
Θεσσαλονίκης


Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/ioshf-hsyxasths.el.aspx
Άβαταρ μέλους
Φοιτητής
Δημοσιεύσεις: 319
Εγγραφή: Δευ Ιούλ 30, 2012 1:35 pm
12
Τοποθεσία: Γιάννης

Re: Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Φοιτητής »

Το έψαχνα πριν καιρό, το βρήκα τυχαία σήμερα!

[youtube]u-Chzg8C77M[/youtube]
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Νίκος »

"Διά να απολαύσεις τοιαύτην χαρά πρέπει να αγωνίζεσαι πάσχων εφ’ όρου ζωής"
(Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής)

29 Δεκεμβρίου, 2011

Εικόνα

ΔΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ ΤΟΙΑΥΤΗΝ ΧΑΡΑ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΕΣΑΙ ΠΑΣΧΩΝ ΕΦ’ ΟΡΟΥ ΖΩΗΣ

(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΓ’)

του μακαριστού γέροντα

Ιωσήφ του Ησυχαστή



Θεού ευδοκία. Ιδού και πάλιν, χρυσή αδελφή μου, ομιλώ μετά σου δια μέλανος και χαρτίου. Εγώ εις το Άγιον Όρος ευρίσκομαι ημέρας πλέον των δεκαπέντε. Λοιπόν προτού να φύγω εκ της Θεσσαλονίκης σου έγραψα γράμ­μα. Επίσης σου έστειλα τας άγιας εικόνας. Και ένα καλαθάκι γεμάτο. Πλην αλησμόνησα τι είχα βάλλει μέσα. Νομίζω τσάι και φουντούκια -ευλογία δια τα παιδία, θα τα πάρης από την Βερονίκην εις της Μελετίας το Μοναστήρι. Τέλος τώρα θα σου τα έφεραν.

Λοιπόν, επειδή άργησες να γράψης. Δι’ αυτό όταν εβγήκα δεν έγραψα να έλθετε εις Θεσσαλονίκην, μήπως βραδύνετε και εγώ βιαζόμουν να επιστρέψω. Δι’ αυτό παρέδραμον την υπόσχεσιν. Και άλλοτε, αν θέλη ο Θεός, με βλέπετε και σάς βλέπω. Όπως οικονομήση ο Κύριος.

Τώρα μόνον παρακαλώ να κάμνης υπομονήν εις τους πειρασμούς.

Δια τα χρήματα των αγίων εικόνων ας μη στενοχωρήσαι. Οπόταν τα έχεις τα στέλνεις μαζί και της άλλης εικόνος των Τριών Ιεραρχών. Τώρα γίνεται, κοντεύει να τελειώση. Και παρακαλώ αυτή η γυναίκα, αν είναι πτωχή, μην της ζήτησης άλλα χρήματα, μήπως δεν έχει. Και εγώ εδώ φροντίζω και τα οικονομώ όπως θέλει ο Κύριος. Ήθελα μόνον τους γονείς της να στείλη τους αποθαμένους να μνημονεύ­ωνται.

Και άλλη γυναίκα αν θέλη εικόνες ας στέλνη είδησιν και τα χρήματα και εγώ παραγγέλλω. Επειδή δεν με κάμει κόπον, και κάμνω ευκολίαν εις τους ασκητάς. Και αυτοί πάλιν εμένα κάμνουν άλλες ευκολίες. Εδώ κέρδος δεν είναι, αλλά αγάπην πληρούμεν, λέγοντος του Κυρίου˙ “αγαπάτε αλλήλους“.

Καθότι οφείλει ο μοναχός ημέρα και νύκτα να θυσιάζη τον εαυτόν του εις δόξαν και αγάπην Θεού.

Ημείς εδώ, αδελφή μου, την νύκτα διόλου δεν κοιμούμεθα. Κάθε βράδυ κάμνομεν αγρυπνίαν. Δι’ όλον τον κόσμον όλην την νύκτα ευχόμεθα. Μόνον πρωί ησυχάζομεν λίγο και μεσημέρι, μετά που θα φάμε. Η τάξις μας είναι αυτή. Την μισήν ημέραν εργαζόμεθα˙ το υπόλοιπον ησυχάζομεν και αρκούμεθα. Ασκητική ζωή! Έρημος! Αγγελική ζωή, πλήρης χάριτος! Να ήσουν από μέρος να μας έβλεπες! Αχ, να ήτο δυνατόν να μας έβλεπες!

Εδώ αδελφή μου, είναι επίγειος Παράδεισος. Και, αν κανείς πιάση εξ αρχής μίαν ζωήν σκληράν, υψηλήν, γίνεται άγιος. Αλλέως, και πιάση εξ αρχής δρόμον ολίγο φαρδύν, κατόπιν αργότερα τον παίρνει ο κατή­φορος. Γίνεται καμμίαν φοράν χειρότερος από κοσμι­κούς.

Διότι ο διάβολος πολύ πολεμεί τους μοναχούς. Επειδή θέλει να εκδικήται τον Χριστόν. Λέγει˙

- Ιδέ, Ναζωραίε, οι στρατιώται σου! Εσύ τους τάζεις βασιλείαν αιώνιον και σε αρνούνται. Εγώ, δια μικράν ηδονήν του λάρυγγος, με ακολουθούν!Αυτά καυχάται ο Δαίμων.

Δια τούτο πρέπει εις εκείνον όπου θέλει να γένη μοναχός να έχη μεγάλην αυταπάρνησιν. Και να ειπή ότι άλλο δεν έχει να ζήση εις αυτήν την ζωήν. Αλλά να σταυρώση τον εαυτόν του, υπομένοντας κάθε επερχόμενον πειρασμόν: Πείνα, δίψα, γύμνωσιν, αδικίας, ύβρεις, κάθε είδους στενοχωρίαν. Ει δε και αυτά δεν λάβη υπ’ όψιν του, αλλά έρχεται τυχόν να αναπαυθή καλύτερον να μην έλθη, αλλά να ζήση εις τον κόσμον ως καλός χριστιανός, καν άνδρας είναι καν γυναίκα.

Ο μοναχός είναι καιρός όπου, όταν είναι η χάρις και βοηθεί, ο άνθρωπος είναι μέσα εις τον Παράδεισον και διάγει ως εν σώματι Άγγελος. Αλλ’ οπόταν φεύγη η χάρις δια να δοκιμασθή, τότε γεύεται κάθε στιγμήν τού Αδου το φαρμακερά ύδατα. Σκότος και οδύνη ψυχής. Αλλά, και πάλιν φως και παράκλησις˙ και πάλιν οδύνη ανείκαστος.

Ο δε έγγαμος περιπατεί ένα δρόμον μέτριον μήτε πολύ ανήφορος, μήτε πολύ κατήφορος. Λοιπόν ο Θεός να βοηθήση έκαστον εις το φορτίον όπου δύναται να βαστάση.

Διότι μέγα βάρος εις την μοναχικήν ζωήν και πολύς ο αγών. Και χρήζει ο ερχόμενος μεγάλης νήψεως και διηνεκούς βίας της φύσεως. Και μέχρι θανάτου να μην ξεθαρρεύση, να αφήση την προσοχήν. Διότι ευθύς πίπτει και αφανίζεται. Καθότι οι αιμοβόροι και δόλιοι δαίμονες στέκονται άγρυπνοι και καιρόν επιτήδειον αναμένουν. Λοιπόν ο Θεός να μας δίδη φώτισιν και να μας φυλάγη.

Πάντες ημείς οι μονάζοντες δι’ ένα σκοπόν τον κόσμον και όλα του κόσμου αφήνομεν να αξιωθώμεν των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών. Και όστις αλη­σμονεί τον σκοπόν του αυτόν, δείχνει να μην εννοή διατί εδιάλεξε την σκληράν αυτήν οδόν της μοναχικής πολιτείας.

Ο εδικός μας αγώνας είναι να καταφρονήσωμεν όχι τα ευχάριστα μόνον, αλλά και όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής, μεταθέτοντες καθ’ ημέραν το πολί­τευμα ημών εν τοίς ουρανοίς.

Να αγαπήσωμεν εν όλη ψυχή και καρδία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την γλυκυτάτην Αυτού Μητέρα, ανθ’ ων παρ’ αυτών ηγαπήθημεν. Και διαπεράσαντες τον κλύδωνα αυτής της ζωής, αχώριστοι εκείθεν να είμεθα απ’ αυτών ενορώντες διαπαντός την απόρρητον δόξαν και τα άρρητα κάλλη εκείνα, όπου δια τους αγαπώντας και υπομένοντας ητοιμάσθησαν.

Είδον γαρ αληθώς αδελφόν, και ου ψεύδομαι, όστις ήλθεν εις έκστασινκαθήμενος εν νυκτί πανσελήνω, εν βαθύτατη ερημία. Άκρα σιγή˙ μηδενός ανθρώπου ή καλύβης εκείθεν. Και αγρυπνών και ευχόμενος, του εφάνη φωνή πτηνού λιγυρά, και του είλκυσεν όλον τον νουν και του επήρε πάσαν την αίσθησιν. Και ηκολούθει οπίσω αυτής, να ιδή πόθεν εξέρχεται αυτή η τόσον γλυκεία φωνή. Και κυττάζων ως έξαλλος ένθεν κακείθεν - πλην όχι με πόδας και οφθαλμούς, αλλ’ εν εκστάσει βλέπει και περιπατεί -και προχωρών είδεν υπέρλαμπρον φως, πλήρες ευω­διάς και χάριτος. Και αφήσας το κελάηδημα του πτηνού υψώθη ή μάλλον ηχμαλωτίσθη εις την θεωρί­αν τού άπλετου φωτός. Και βαδίζων ως άλλος Σαλός εμβήκε εις μίαν οδόν ωσεί χιόνα λευκήν.

Ένθεν κακείθεν τα τείχη είσιν αδαμάντινα. Όλα εκείθεν απόρρητα διηγήσεως. Έσωθεν δε επιβλέψας, είναι Παράδεισος ωραιότατος, παντοία άνθη κεκοσμημένος. Όλα χρυσόφυλλα, όπου δεν ημπορεί γλώσσα ανθρώπου να τα ειπή, αλλ’ ωσάν παλαβός τα κυττάζει και όλος αιχμάλωτοςτα θαυμάζει.

Και προχωρών, εις το μέσον είναι μέγα, χιονόλευκον, ουρανομήκες παλάτιον. Και εις την θύραν ίστατο η Κυρία μας Θεοτόκος, η Βασίλισσα των Αγγέλων, η μόνη αναψυ­χή μας, η άρρητος ευωδία και παράκλησις πάσης ψυχής Χριστιανών βαστάζουσα ως χιόνα το χιονόλευ­κον βρέφος εις την αγκάλην της, λάμπον υπέρ μύριους ήλιους. Και, αφού επλησίασεν εκείνος ο αδελφός, έπεσεν ως υιός τη μητρί αυτού, όλος φλεγόμενος έρωτι θείω. Και τον ενηγκαλίσθη ως γνήσιον τέκνον και κατεφίλησεν. Ω έρως αγάπης Θεού! Ω αγάπη Μητρός προς υιόν!

Τον ησπάσθη ως τέκνον της. Τον εγέμισεν άρρητον ευωδίαν. Και με είπεν εκείνος ο αληθής ότι μέχρις όλα τα έτη του ενθυμούμενος την θεωρίαν αισθάνεται ευωδίαν και γλυκασμόν στην ψυχήν του. Τον εχάϊδευσεν εις το πρόσωπον με το παχουλά Του χεράκι εκείνο το άρρητον και γλυκύτατον Βρέφος. Επληροφορήθη εκ της Μητρός και μυστήριον, όπου θερμώς την εδέετο επί ημέρας πολλάς. Και ο υιός πάλιν τον είπεν ότι, δια να απολαύσης τοιαύτην χαράν, πρέπει να αγωνίζεσαι πάσχων εφ’ όρου ζωής.

Και ούτως αναχωρών εξήρχετο πάλιν όθεν εισήλθε χωρίς να το θέλη. Και όσον εμάκρυνεν ήκουσε πάλιν την φωνήν τού πτηνού, όπου τον ηχμαλώτισεν εν αρχή. Και κυττάζων επάνωθεν είδεν ένα μεγάλο πουλί μυριάχρωμον όπου με τα πτερά του εσκέπαζεν όλον εκεί τον Παράδειοον και γύρωθεν θρόνοι˙ και πουλάκια μικρά εκάθηντο ομοιόμορφα και έκαμναν εκείνην την άρρητον μελωδίαν, και διεσκέδαζαν όσοι ήσαν εκείθεν. Ο δε εωρακώς πάλιν ήλθεν εις τον εαυτόν του και ευρέθη εκεί όπου ήτον προτού αυτά να ιδή.

Λοιπόν τοιαύτα ακούοντες υπομένομεν πάσαν στενοχωρίαν και θλίψιν δια τα τόσα αγαθά, όπου δι˙ ημάς ητοιμάσθησαν. Διότι τα εδώ φαινόμενα ωραία εμπρός εις εκείνα είναι σκότος και κόλασις.

Από το βιβλίο «Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας» του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή το οποίο περιέχει επιστολές προς τα πνευματικά του παιδιά.

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Achilleas
Δημοσιεύσεις: 2090
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 7:09 pm
12
Έχει ευχαριστήσει: 2 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 10 φορές

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Achilleas »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ(1898-1959)

Μία σύγχρονη νηπτική και ησυχαστική μορφή


Εικόνα

Στην σύγχρονη εποχή ο ταραγμένος άνθρωπος που υποφέρει από τα προβλήματα και τις αγχωτικές απαιτήσεις του σημερινού γρήγορου και θορυβώδους τρόπου ζωής σε ένα αστικό και καταναλωτικό περιβάλλον που του προξενεί κρίση ταυτότητος και σύγχιση των συνειδήσεων, η μορφή ενός αγιορείτου γέροντος αποτελεί μία πρόκληση για τον άνθρωπο που αναζητεί την ψυχική του ηρεμία, την πνευματική γαλήνη, την ησυχία του πνεύματος και της ψυχής. Η ανάγκη για όσους αισθάνονται τις εσωτερικές τους ελλείψεις και τις ενδόμυχες αναζητήσεις ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, γνησιότερου και αληθινότερου, η οσιακή μορφή του γέροντος Ιωσήφ αποτελεί μία φωτεινή παρουσία που μας προσκαλεί να μαθητεύσουμε κοντά του, στο παράδειγμα, στην εμπειρία της ζωής του γέροντος, να διδαχθούμε από αυτόν μαθήματα ταπείνωσης, απλότητας, να μιμηθούμε την ασκητικότητα και την συνεχή προσευχή που θα μας οδηγήσει κοντά στον Θεό.

Γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Λεύκες της Πάρου από φτωχική και ευλαβή χριστιανική οικογένεια. Ο μικρός Φραγκίσκος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του γέροντος) μέχρι τα εφηβικά του χρόνια παρέμεινε στο χωριό ασχολούμενος με αγροτικές εργασίες, και αργότερα έφυγε για τον Πειραιά και εργάσθηκε στο Λαύριο. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Σε ηλικία 23 ετών, άρχισε να διαβάζει βίους Αγίων και μετά από ένα θείο όραμα που είχε, απεφάσισε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να αφοσιωθεί στην άσκηση και την προσευχή. Μετά από μία συνάντηση που είχε με έναν αγιορείτη μοναχό και την πρώτη του επίσκεψη στο Άγιον Όρος, απεφάσισε οριστικά να απαρνηθεί τον κόσμο, μοίρασε τα περιουσιακά του στοιχεία και ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, μένοντας στα Κατουνάκια, κοντά στην συνοδεία του γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτη.

Ως δόκιμος και επιζητώντας την ησυχία και την άσκηση, εγκαταστάθηκε στην θέση Βίγλα, κοντά στην Μεγίστη Λαύρα, και κατόπιν, αφού γνωρίσθηκε με τον π. Αρσένιο, τον ισόβιο συνασκητή του, μονάζει στην καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια.

Αργότερα, απεσύρθη στην Σκήτη του Αγ. Βασιλείου, όπου επεδόθη στην άσκηση, την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, ζώντας με απλότητα, με τριμμένα ράσα και ελάχιστη τροφή. Εκεί, αγωνιζόμενος κατά των ποικίλων πειρασμών αξιώθηκε από την Θεία Χάρι να βιώσει πνευματικές και θεοπτικές εμπειρίες.

Το 1938 πηγαίνει στις απόκρημνες σπηλιές της Μικρής Αγίας Άννας. Το 1947 αποκτά συνοδεία και το 1951 εγκαθίσταται στην καλύβη του Ευαγγελισμού στην Νέα Σκήτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του το σώμα και η καρδιά του είχαν εξασθενίσει από τον ασκητικό βίο. Την ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου 1959),και ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα του είχε εμφανισθεί η Παναγία για να τον πληροφορήσει για το επερχόμενο τέλος, κοινώνησε για τελευταία φορά και παρέδωσε γαλήνια την ψυχή του έχοντας ειρηνικό και οσιακό θάνατο.

Ο γέροντας Ιωσήφ δεν είχε κοσμική μόρφωση, όμως μέσα από την άσκηση και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή κατόρθωσε να ανέλθει σε υψηλά επίπεδα της κατά Θεόν σοφίας, και να καταστεί ο ίδιος έμπειρος και διακριτικός διδάσκαλος για τους άλλους στην πνευματική ζωή. Γνώριζε βαθιά τα πνευματικά ζητήματα, τους αγώνες ενάντια στους πειρασμούς και τις παγίδες του πονηρού, διότι είχε βιωματική εμπειρία αυτών των καταστάσεων. Γνώριζε τα θεία επειδή τα βίωνε, έπασχε κατά Θεόν.

Η συνεχής νήψη και άσκηση τον είχε οδηγήσει στην θεωρία του Θεού, την θεοπτία. Και με αυτήν την έννοια οι πνευματικές του συμβουλές όπως και το παράδειγμα της ζωής του, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη και οδηγό για εμάς στα πνευματικά ζητήματα και τον αγώνα που διεξάγουμε για να πλησιάσουμε τον Θεό. Ευτυχώς για εμάς, οι πνευματικές νουθεσίες και εμπειρίες του γέροντος Ιωσήφ έχουν καταγραφεί από τον ίδιο στο χειρόγραφό του "Η Δεκάφωνος Πνευματοκίνητος Σάλπιγξ" ,μέσα στο οποίο με την απλότητα της έκφρασης και την περιεκτικότητα σε νοήματα της γραφής καταγράφει πνευματικά βιώματα της κατά Χριστόν αθλήσεως που έκανε πράξη ζωής και σκάλα, κλίμακα που μέσα από την αυταπάρνηση του ιδίου θελήματος και την ταπείνωση τον οδήγησε σε μία καθαγιασμένη βιοτή και η Θεία Χάρις τον αξίωσε στην θέαση του Θείου. Από τα ίδια τα γραφόμενα του γέροντος, που αποπνέουν την ευωδία του Αγίου Πνεύματος και την εμπειρία των Πατέρων, θα εξετάσουμε ορισμένες πτυχές της πνευματικής ζωής.

Ο γέροντας ως απαρχή κάθε πνευματικού αγωνίσματος έθετε την σωματική τάξη και εγκράτεια, ως το πρώτο σημαντικό βήμα. συνιστούσε την νηστεία (εγκράτεια στις τροφές), την αδιάλειπτη τέλεση των ιερών ακολουθιών και την νοερά προσευχή ως μέσο που θα συγκρατούσε την διάνοια συγκεντρωμένη στον Θεό, δίχως να σκορπιζεται ο νους και να περισπάται η σκέψη σε άλλα ζητήματα. Αυτό αποτελεί θα λέγαμε ένα αυστηρό προσωπικό πρόγραμμα σωματικής και πνευματικής εκγύμνασης.

Σε ένα δεύτερο στάδιο πέρασμα από την σωματική πρακτική στην καθ’ εαυτή πνευματική καλλιέργεια των αρετών, ο γέροντας συνιστούσε στροφή προς τα ένδον, μία πνευματική εσωστρέφεια και αυτοέλεγχο για να επιτευχθεί η κάθαρση των αισθήσεων. Με την ενίσχυση της θείας χάριτος τα πάθη θα ξεριζωθούν σταδιακά και την θέση του εγωισμού και της φιλαυτίας θα καταλάβουν στην καρδιά μας ο θείος φόβος, ο ζήλος για τα έργα του Θεού και το ταπεινό φρόνημα. Ο Γέροντας συνήθιζε να λέει ότι πρέπει να προσερχόμασθε στον Θεό με ταπείνωση και συντετριμμένη καρδιά εκλιπαρώντας την χάρη και το έλεος του Θεού.

Ο γέροντας Ιωσήφ αγωνιούσε για την ανάπτυξη του εγωισμού, του πνεύματος της υπερηφανείας και της κενοδοξίας, που ως ύπουλος εχθρός παραμονεύει κάθε πνευματικό αγωνιστή για να τον ρίξει στην πλάνη για τα υποτιθέμενα πνευματικά ύψη αρετής που έχει φθάσει! Ο λογισμός της κενοδοξίας θεραπεύεται, έλεγε ο γέροντας, με την συνεχή υπόμνηση της μεγάλης δωρεάς του Χριστού που έρχεται να θεραπεύσει τις ασθένειες, τις αμαρτίες, τις αδυναμίες μας. Η θεία Χάρις είναι αυτή που μας απαλλάσσει των παθών και αδυναμιών, και καλλιεργεί το γνήσιο ταπεινό φρόνημα της καρδιάς που αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για να καλλιεργηθούν οι αρετές.

Στην συνέχεια, ο γέροντας φροντίζει να μας εισαγάγει στα υψηλότερα και για τους περισσοτέρους δυσθεώρητα νοήματα, αυτό που ονομάζει μέθεξη και εμπειρία της θείας χάριτος. Μας περιγράφει πως ο ίδιος την βίωσε: "η θεία χάρις κατά μέθεξιν την εμήν, εν αισθήσει πνεύματος νοουμένη και παρά τοις ειδόσι μεμαρτυρημένη, απαύγασμα είναι της θείας λαμπρότητος αισθομένη εν θεωρία και διαυγεία νοός, διάνοια τυγχάνει λεπτή, ευώδης και γλυκυτάτη πνοή, ευχή αρέμβαστος και λογισμών απαλλαγή, αγνοτάτη ζωή και τελείως ειρηνική, ταπεινή, ήσυχος, καθαρτική, φωτιστική, χαροποιός και πάσης φαντασίας απηλλαγμένη".

Η γλυκειά αυτή εμπειρία, όπως την περιγράφει ο γέροντας, έχει ως αποτέλεσμα ένα θείο φως να περιλάμπει την διάνοια, να καθαρίζει τον νου και να επιφέρει τέτοια αλλοίωση του πνεύματος, που να το καθιστά γαλήνιο και ειρηνικό. Ο γέροντας όμως μας εφιστά την προσοχή μήπως με την στάση μας γίνουμε αίτιοι να φυγαδεύσουμε την θεία χάρη μακριά μας. Στις δοκιμασίες, στις δυσκολίες, στα εμπόδια που θα μας προβάλει ο πονηρός, εμείς οφείλουμε να αντιτάξουμε πνεύμα υπομονής και εγκαταλείψεως του θελήματός μας στην θεία χάρη που θα μας ενισχύσει και θα μας παρηγορήσει.

Οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να εξετάζουμε το κάθε τι με προσοχή, καθώς ο πονηρός ως πατέρας του ψεύδους θα διέλθει απατηλά μέσα για να μας απομακρύνει από την πορεία μας. Έχει την δυνατότητα να μας πλανήσει ακόμη και μετασχηματιζόμενος σε φως. Επομένως, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε διάφορα σημεία, οράματα, ψευδαισθήσεις, θεάσεις που ενδεχομένως να μας παρουσιασθούν. Η νηστεία, η προσευχή, η αγνότητα, η ταπείνωση, η υπακοή είναι τα μέσα που θα μας προφυλάξουν από την πλάνη. Η χάρη του Θεού θα μας δώσει πνεύμα διακρίσεως για να ξεχωρίζουμε την πλάνη από την αλήθεια, το φως από το σκότος, την ορθή πίστη από την αίρεση.

Και εφ’ όσον κατορθώσουμε να αποφύγουμε τις παγίδες όλες, θα επιτύχουμε να απολαύσουμε το πνεύμα της υιοθεσίας Χριστού, να διαμορφώσουμε μέσα μας τον Χριστό (Γαλ.4,19), να γίνουμε χριστοφόροι και πνευματοφόροι σε τέτοιον βαθμό ώστε όλη μας η ύπαρξη να έχει αλλοιωθεί και καθαγιασθεί από την παρουσία του Χριστού. Η έμπρακτη απόδειξη αυτής της πνευματικής καταστάσεως θα είναι η τέλεια και πλήρης αγάπη προς όλους.

"Όταν η Χάρις ενεργήσει στην ψυχή του προσευχομένου, τότε τον πλημμυρίζει η αγάπη του Θεού, ώστε να μην μπορεί άλλο να αντέξει αυτό που νοιώθει. Στην συνέχεια, στρέφεται η αγάπη αυτή προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, τον οποίον αγαπά τόσο, ώστε θέλει να πάρει επάνω του όλον τον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία για να απαλλαγούν οι άλλοι. Συμπάσχει σε κάθε θλίψη και δυσκολία, θλίβεται και κλαίει, όταν σκέφτεται ότι πάσχουν!Αυτά είναι χαρακτηριστικά της αγάπης, που τα προκαλεί και δραστηριοποιεί η προσευχή. Γι’αυτό και όσοι προέκοψαν στην προσευχή δεν παύουν να εύχονται υπέρ του κόσμου…να ξέρετε ότι,αν αυτοί εκλείψουν,τότε θα έρθει το τέλος αυτού του κόσμου.

Στην γνήσια προσευχή αποκαλύπτεται και ανακαλύπτεται ο πάσχων συνάνθρωπός μας που γίνεται δέκτης της αγάπης μας. Ας προσευχηθούμε και εμείς, οι μικροί και αρχάριοι στα πνευματικά ζητήματα να έχουμε μαζί μας πολύτιμο συνοδό και βοηθό την ευχή του γέροντος Ιωσήφ και παράδειγμα την ζωή του.

[σημ: τα στοιχεία για το παρόν κείμενο αντλήθηκαν από τα βιβλία που εξεδόθησαν για τον γέροντα, όπως του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, "Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, βίος, διδασκαλία- "η Δεκάφωνος Σάλπιγξ", Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 1, Άγιον Όρος 1983, και "Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η Πατερική Παράδοσις", Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 5, Άγιον Όρος 1997 ].

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/D0B07670.el.aspx
Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Νίκος »

Μνήμη του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού (29 Αυγούστου)
Πέμπτη, 29 Αύγουστος 2013 - από orthodoxia-ellhnismos.gr

Εικόνα

Επειδή σήμερα (χτες) είναι μνήμη της κοιμήσεως του Αγίου Γέροντος Ιωσήφ, δημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο: «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και σπηλαιώτης» του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου. Την ευχούλα του να έχουμε!

Το τυπικό του Γέροντος Ιωσήφ: …Εκοιμώντο περίπου 3-4 ώρες, αλλά ο Φραγκίσκος (μετέπειτα μοναχός Ιωσήφ) δεν ξάπλωνε σε κρεββάτι. Συνήθως κοιμόταν καθιστός σε μία καρέκλα, και τις περισσότερες φορές όρθιος στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι σε σχήμα Τ ή ακουμπώντας στον τοίχο.

Εικόνα
Τα σπήλαια των δύο γερόντων Ιωσήφ και Αρσενίου στην Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος

Με την δύσι του ηλίου εγείροντο για να αρχίσουν την αγρυπνία τους. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους, για να μην απωλέσουν την νηφαλιότητα, που χάριζε στον νού ο ύπνος.

Έπιναν σιωπηλά έναν καφέ για βοήθημα και απεσύροντο ο καθένας στο κελλί του για ολονύκτια προσευχή αν ήταν χειμώνας, κι αν ήταν καλοκαίρι στην ύπαιθρο σε απόστασι ο ένας από τον άλλον.

Εικόνα
Ψηλά στον βράχο της σπηλιάς, διακρίνουμε κρίκους όπου κρεμόταν με σκοινί για τις πολύωρες αγρυπνίες

Άρχιζαν με το «Τρισάγιο», το «Πιστεύω» και τον «Ν΄ ψαλμό». Κατόπιν καθόντα λίγο και αδολεσχούσαν γύρω από τον θάνατο, την κόλασι, την χαρά των Δικαίων στους ουρανούς και ψυχωφελείς θεωρίες. Καί κατέληγαν με τη σκέψι πως όλοι θα σωθούν και μόνον αυτοί θα πάνε στην κόλασι. Έτσι ήρχοντο σε κατάνυξι, σε πένθος και μετάνοια. Δεν έμεναν όμως για πολύ σ΄αυτές τις σκέψεις. Μόλις συγκεντρωνόταν ο νούς και η καρδιά συνετρίβετο, άρχιζαν την ευχή…

Συνήθως έκαναν Νοερά προσευχή όρθιοι, για να καταπολεμήσουν τον ύπνο για 7-8 ώρες, με απόλυτη συγκέντρωσι, ταπείνωσι και συντριβή βυθίζοντας το νού μέσα στην καρδιά. Κατόπιν άρχιζαν τις μετάνοιες, που ήσαν περίπου 3.500 για τον καθένα τους, και εάν έκανε κρύο και περισσότερες! Διότι σπανίως αναβαν σόμπα, για να μην τους πολεμά ο ύπνος. Μετά τις μετάνοιες ακολουθούσε ο απαραίτητος μοναχικός κανόνας με κομποσχοίνια.

Εικόνα
Ο τάφος του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

Μετά την θεία Λειτουργία, είχε ήδη ξημερώσει, έπιναν ένα ζεστό με λίγο παξιμάδι. Μερικές φορές, όχι πάντα, εάν ήσαν εξαντλημένοι από τους κόπους της αγρυπνίας, ανεπαύοντο άλλη μία ώρα περίπου. Μετά εσηκώνοντο και είτε έκανα πάλι προσευχή και μελέτη είτε έψαχναν για ασκητές προς ωφέλειάν τους. Έτσι αγγελικά ζούσαν οι δύο αγωνιστές. Μία ζωή αυστηρά ασκητική, μέσα στην αφάνεια, στην υπακοή στον πάπα-Δανιήλ τον Κατουνακιώτη και στη νυκτερινή προσευχή και λατρεία του Θεού.

Η Νοερά προσευχή ήταν η κυριότερη ασχολία του Γέροντος. Όλη του την δύναμι την εστίαζε στην καλλιέργεια αυτής της προσευχής. Όλες του τις δραστηριότητες τις ρύθμιζε, ώστε να έχει άνεσι ο νούς στην προσευχή. Όπως έγγραψε ο ίδιος: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθ΄ ότι εργάζομαι αυτήν τριαντέξ και επέκεινα χρόνια, δηλαδή, σ΄όλη την διάρκεια της μοναχικής του ζωής. Καί πράγματι, εργαζόταν στην προσευχή μεθοδικά και με τάξι. Προσευχόταν με επιμονή και βία, αλλά και με συντριβή και ταπείνωσι. Όλη του η ημέρα ήταν μία προετοιμασία για την νυκτερινή του προσευχή.

Εικόνα
Άποψη του τάφου του γέροντος Ιωσήφ από έξω

Κάναμε πολλές ώρες προσευχή τότε που ήμασταν κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, αλλά και στα πρώτα χρόνια μετά την κοίμησί του. Καί ήταν πλημμύρα η Χάρις που μου έδινε ο Κύριος, δι΄ευχών του Γέροντός μου, διότι έκαμε Νοερά προσευχή μέχρι δέκα ώρες όρθριος! Όταν με πολεμούσε ο διάβολος με πολλή κούρασι και αμέλεια, αισθανόμουν άσχημα και έλεγα στον εαυτό μου: «άρρωστος δεν είσαι! Έφαγες, ήπιες, λοιπόν εδώ θα αγωνισθής, θα πεθάνης εδώ προσευχόμενος!» Δεν υποχωρούσα. Καί μετά λίγην ώρα ήρχετο τόση παράκλησις, τέτοια ειρήνη και μακαριότης, που επί τέσσερις ώρες, νόμιζα ότι δεν πατούσα στην γη και ότι οι τέσσερις αυτές ώρες ήσαν 10 λεπτά. Την εποχή εκείνη είχα πολλές καταστάσεις. Ο Θεός μου είχε δώσει πολλή Χάρι»….

Θάνατος όντως οσιακός. Σε μας σκόρπισε αναστάσιμον αίσθησι. Μπροστά μας είχαμε νεκρόν και ήρμοζε πένθος, όμως μέσα μας ζούσαμε ανάστασι. Καί τούτο το αίσθημα δεν μας έλλειψε πλέον, αλλά με αυτό συνοδεύεται έκτοτε η ενθύμησις του αειμνήστου αγίου Γέροντός μας.

Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Άβαταρ μέλους
Νίκος
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 7416
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 27, 2012 11:05 am
12
Τοποθεσία: Κοζάνη
Έχει ευχαριστήσει: 28 φορές
Έλαβε ευχαριστία: 366 φορές

Re: Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Δημοσίευση από Νίκος »

"Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι".
Παρασκευή, 20 Σεπτέμβριος 2013 - από Με Παρρησία

Εικόνα

Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.

Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.

Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.

Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.

Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.

Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»

Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Άγιο Όρος - Mount Athos”