Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Βίοι Αγίων, Θαύματα, Κείμενα, Λόγοι και Εικόνες

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος Αθανάσιος ο εκ Ρωσίας
(+18 Ιανουαρίου)

Εικόνα

Ο Όσιος Αθανάσιος του Σγιαντέμσκϊυ έζησε τον 16ο αιώνα μ.Χ. Ξεκίνησε τον ασκητικό βίο από τη μονή του Βάλαμο της Φιλανδίας και κατέληξε στη Μονή Σγιαντέμσκϊυ της περιοχής Βολογκντά της Ρωσίας, όπου διήλθε θεοφιλώς το υπόλοιπο της μοναχικής του πολιτείας. Ο Όσιος Αθανάσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το 1550 μ.Χ.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ο έγκλειστος

ΕΙΠΕ ο Κύριος: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται• και πας ο ζών και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα». Αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου προς την αγία Μάρθα, πριν αναστήσει τον αδελφό της δίκαιο Λάζαρο. Και μας έρχονται στη μνήμη τώρα που γράφουμε για τον όσιο πατέρα μας Αθανάσιο, τον έγκλειστο σπηλαιώτη.

Ο όσιος Αθανάσιος ήταν ένας αγωνιστής μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων και έζησε σ' αυτήν πολύχρονη και θεοφιλή ζωή.
Μετά από πολλά ασκητικά παλαίσματα και κατορθώματα, γνωστά τα περισσότερα μόνο στο Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά.
Το σκήνωμά του ετοιμάστηκε από τους πατέρες για την ταφή. Ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο όμως προκάλεσε την καθυστέρηση του ενταφιασμού για δυο ολόκληρες ήμερες. Ο θεσπέσιος Ποιμήν βρισκόταν στην εκκλησία, μαζί με τους άλλους πατέρες, την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του οσιομάρτυρος Κούκσα. Τη στιγμή που ο γενναίος Κούκσα και ο μαθητής του, σε τεράστια απόσταση από τη μονή, παρέδιδαν τις ψυχές τους στα χέρια του Θεού, ο διορατικός όσιος Ποιμήν στάθηκε στο κέντρο του ναού και φώναξε δυνατά:
— Ο αδελφός μας Κούκσα και ο μαθητής του τελειώθηκαν μαρτυρικά αυτή την ώρα!
Αυτό είπε μόνο, και αμέσως έκλεισε κι ο ίδιος τα μάτια του για πάντα. Εκοιμήθη ειρηνικά την ίδια μέρα, 27 Αυγούστου, εκεί, μέσα στην εκκλησία.

Έτσι και οι τρεις αδελφοί μπήκαν μαζί στη χαρά του Κυρίου τους, όπου τώρα απολαμβάνουν «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Τη δεύτερη νύχτα ο ηγούμενος της Λαύρας είδε στον ύπνο του άγγελο Κυρίου που του είπε:
— Ο άνθρωπος του Θεού Αθανάσιος, έχει ήδη δυο μέρες άταφος κι εσύ αδιαφορείς γι` αυτό;

Έντρομος ο ηγούμενος σηκώθηκε πρωί-πρωί την άλλη μέρα κι έσπευσε με τους αδελφούς να ενταφιάσει το νεκρό. Αλλά τι να δουν!
Ο όσιος ήταν ζωντανός! Καθισμένος στο νεκροκρέβατο έκλαιγε πικρά!

Φρίκη και δέος κυρίεψε τους αδελφούς. Για πολλή ώρα στάθηκαν άφωνοι και τρομαγμένοι μπροστά στο απίστευτο θέαμα. Έπειτα ρώτησαν τον Αθανάσιο:
- Αδελφέ, πως ξαναγύρισες στη ζωή; Που ήταν η ψυχή σου αυτές τις δυο μέρες; Που είχες πάει; Τι είδες και τι άκουσες; Πες μας, σε ικετεύουμε!
Εκείνος όμως δεν απαντούσε. Μόνο επαναλάμβανε σταθερά ανάμεσα στους λυγμούς:
- Να σωθείτε, αδελφοί, να σωθείτε!
- Πες μας αδελφέ, για να μας ωφελήσεις! επέμεναν οι πατέρες.
- Και να σας πω, άραγε θα εφαρμόσετε τις συμβουλές μου;

Με όρκους υποσχέθηκαν οι αδελφοί ότι θα φυλάξουν όλα όσα θα τους έλεγε.
- Ακούστε τότε, είπε ο αναστημένος Αθανάσιος. Τρία πράγματα πρέπει να φυλάξετε για να σωθείτε.
• Πρώτα, να κάνετε αδιάκριτη υπακοή στον ηγούμενο.
• Δεύτερο, να μετανοείτε κάθε ώρα και στιγμή για τις αμαρτίες σας.
• Και τρίτο, να προσεύχεστε συνεχώς στον Κύριο μας και τη Θεοτόκο να σας αξιώσουν ειρηνικά τέλη και μάλιστα εδώ, στη μετάνοιά σας και πουθενά αλλού...
Αυτά τα τρία αν φυλάξετε, που είναι πάνω απ' όλες τις αρετές, θα είστε μακάριοι.

Για τ' άλλα μη με ρωτάτε. Και παρακαλώ να με συγχωρέσετε.

Την ίδια κιόλας ήμερα ο θείος Αθανάσιος κλείστηκε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έζησε εδώ δώδεκα χρόνια ακόμη! Ποτέ δεν βγήκε από τη σκοτεινή τρύπα του. Ποτέ δεν είδε τον ήλιο. Σε κανένα δεν είπε ούτε μια λέξη. Έκλαιγε και προσευχόταν αδιάλειπτα νύχτα και μέρα, όλ' αυτά τα χρόνια, τρώγοντας μόνο λίγο ψωμί και πίνοντας λίγο νερό μέρα παρά μέρα.
Όταν διαισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος του, ο όσιος κάλεσε όλη την αδελφότητα κι επανέλαβε τις τρεις συμβουλές του. Έπειτα τους αποχαιρέτησε και εκοιμήθη ειρηνικά.

Το τίμιο λείψανό του τοποθετήθηκε στο σπήλαιο της ασκήσεώς του, όπου επιτέλεσε ιάσεις και θαύματα πολλά.

Κάποιος από τους αδελφούς, ονόματι Βαβύλας, έπασχε για πολλά χρόνια από μια βασανιστική και επώδυνη ασθένεια, που τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι. Ενώ ήταν κατάκοιτος και βογκούσε από τους πόνους, είδε ξαφνικά να μπαίνει κάποιος με τη μορφή του αοιδίμου Αθανασίου και να του λέει:
- Έλα σε μένα και θα σε θεραπεύσω.
Ο άρρωστος έκανε να του μιλήσει, αλλά εκείνος έγινε αμέσως άφαντος.
Ο αδελφός Βαβύλας παρακάλεσε μερικούς πατέρες να τον μεταφέρουν στο λείψανο του οσίου. Έπεσε πάνω του, το αγκάλιασε και ικέτευσε με δάκρυα τον εκλεκτό του Θεού να μεσιτεύσει σ' Εκείνον για τη θεραπεία του. Αμέσως σηκώθηκε θεραπευμένος!

Μετά από το θαύμα αυτό, που ήταν το πρώτο, όλοι πίστεψαν ότι ο μακάριος Αθανάσιος ευαρέστησε τον Κύριο και συναριθμήθηκε στο χορό των αγίων.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁμολογητὴς ὁ ἐν Παυλοπετρίῳ

Εικόνα

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐλαβεῖς γονεῖς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία προσῆλθε στὴ μονὴ Παυλοπετρίου, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικομήδειας, μεταξὺ τῶν χωρίων Παντειχίου καὶ Τούζλων καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος συνδέθηκε διὰ φιλίας μὲ τὸν Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ τὸν Ἰωάννη, ἡγούμενο τῆς μονῆς Καθαρῶν (τιμᾶται 27 Ἀπριλίου) καὶ ἀγωνίσθηκε σκληρὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας. Ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820 μ.Χ.) καταδιώχθηκε καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους Ὁμολογητὲς τῆς πίστεως ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἐξορίσθηκε.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἀναδείχθηκε πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ λιμένας τῆς Ἐκκλησίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος
(1721 – 24 Ιουνίου 1813)

Εικόνα

Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν’ αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ’ ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος• άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας… ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών… καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για “εργάτης του Ευαγγελίου”. Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα• εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’ αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής… η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας… Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ’ εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ’ αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ’ εν έργοις• μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους• διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως…».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν’ αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.

Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007
http://www.agioritikovima.gr/diafora/vi ... -athanaios
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος ΑΛΥΠΙΟΣ ο εικονογράφος

Εικόνα

ΜΙΜΗΤΗΣ του ιερού ευαγγελιστή και πρώτου εικονογράφου Λουκά, αναδείχθηκε ο όσιος πατέρας μας Αλύπιος ο σπηλαιώτης.
Αυτός ο μακάριος, θαυμαστά εικονογραφούσε τις μορφές των αγίων, ενώ ταυτόχρονα και την ψυχή του στόλιζε μ' όλες τις αρετές. Έτσι ο Θεός τον αξίωσε να γίνει γιατρός θαυματουργός ψυχών και σωμάτων.

Ο μακάριος Αλύπιος ήταν λαϊκός ακόμη, όταν έγινε μάρτυρας του εξαισίου θαύματος που συνέβη μέσα στην εκκλησία των Σπηλαίων, στη διάρκεια της αγιογραφήσεώς της. Βοηθούσε τότε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το ναό της Θεοτόκου. Και είδε με τα ίδια του τα μάτια το περιστέρι που παράδοξα εμφανίστηκε, όπως είδαμε πιο πάνω στη σχετική διήγηση.

Μετά από το θαυμαστό εκείνο γεγονός, ο Αλύπιος έμεινε στο μοναστήρι και έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα από τα χέρια του ηγουμένου οσίου Νίκωνος, ενώ συνέχισε να τελειοποιείται στην Ιερή τέχνη της εικονογραφίας. Και με τη χάρη του Θεού απέκτησε την ικανότητα ν' αποτυπώνει στις άψυχες, ζωγραφιστές μορφές των αγίων, όλες τις αρετές και τα θεία χαρίσματα που τους στόλιζαν όσο ζούσαν. Την ικανότητα αυτή την έδωσε ο Κύριος στον όσιο Αλύπιο επειδή ασκούσε την εικονογραφία όχι για πλουτισμό ή έπαινο, αλλά για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του.
Πολλές εικόνες φιλοτέχνησε για τη μονή και πολλές ακόμη για τον ηγούμενο και τους αδελφούς. Έμαθε επίσης την τέχνη της συντηρήσεως παλαιών εικόνων και κοπίασε πολύ για την αποκατάσταση, εκείνων που είχαν φέρει στη μονή οι πρώτοι πατέρες των Σπηλαίων.

Ο όσιος Αλύπιος ποτέ δεν έμενε αργός. Με την εργατικότητά του έγινε μιμητής των αρχαίων αγίων πατέρων, που μοίραζαν το χρόνο τους στην προσευχή και το εργόχειρο.

Ό,τι αποκτούσε ο όσιος από το εργόχειρό του, το χώριζε σε τρία ίσα μέρη.
• Το ένα μέρος το ξεχώριζε για ν' αγοράζει τ' απαραίτητα υλικά της εικονογραφίας.
• Το δεύτερο προοριζόταν για τους φτωχούς.
• Και το τρίτο για τις ανάγκες της μονής.
Έτσι έκανε πάντοτε, με την ευλογία του ηγουμένου, χωρίς να δίνη ανάπαυση στο σώμα του μέρα και νύχτα. Τη νύχτα αγρυπνούσε με προσευχές και γονυκλισίες. Και την ήμερα, τις ώρες που δεν είχαν κοινές ακολουθίες στην εκκλησία, έπιανε το εργόχειρο με ταπείνωση, απροσπάθεια και υπομονή. Κανείς δεν τον είδε ποτέ αργό. Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ ν' αργολογεί. Αλλά και ποτέ δεν παραμέλησε την προσευχή και τη λατρεία του θεού για το εργόχειρο.

Βλέποντας ο ηγούμενος τη φιλοπονία, την αρετή και την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας του οσίου, έλαβε από το Θεό την πληροφορία να τον αναδείξει Ιερέα.

Από τη μέρα της χειροτονίας του ο μακάριος Αλύπιος έλαμψε ακόμη περισσότερο με τις μοναχικές του αρετές και με τη συνέπεια στα ιερατικά του καθήκοντα.
Αξιώθηκε μάλιστα να γίνει πνευματικός και να συγχωρεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τις αμαρτίες και τα παραπτώματα των ανθρώπων. Η επιτέλεση της διακονίας του αυτής συνδέεται και με αξιόλογα θαύματα, από τα οποία δεν θα παρασιωπήσουμε όσα γνωρίζουμε.

Κάποιος πλούσιος χριστιανός από το Κίεβο προσβλήθηκε από λέπρα. Απεγνωσμένα ζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.
Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε στους ειδωλολάτρες μάγους, ελπίζοντας να γίνει καλά με τα δαιμονικά θεραπευτικά τους μέσα. Όχι όμως ωφέλεια δεν είδε, αλλά και χειροτέρεψε.
Τότε ένας από τους φίλους του τον συμβούλεψε να πάει στη μονή των Σπηλαίων και να παρακαλέσει τους πατέρες να τον βοηθήσουν. Αλλά εκείνος ο δυστυχής, ενώ είχε πιστέψει πως θα τον έκαναν καλά οι δαιμονολάτρες μάγοι, δεν παραδεχόταν ότι μπορούσαν να τον βοηθήσουν οι φιλόχριστοι μοναχοί. Γι' αυτό δεν αποφάσιζε να πάει στα Σπήλαια. Μετά όμως από τις φορτικές προτροπές του φίλου του, κάμφθηκε η αντίδρασή του. Κίνησε για τη μονή με μισή καρδιά, συνοδευόμενος από τους δικούς του.
Ο ηγούμενος του έδωσε να πιει νερό από το πηγάδι του οσίου Θεοδοσίου. Του άλειψε επίσης τα μάτια και το κεφάλι με το ίδιο νερό και τον άφησε να φύγει. Όταν όμως ο ταλαίπωρος άνθρωπος βρέθηκε στο σπίτι του διαπίστωσε πως η αρρώστια είχε επιδεινωθεί. Οι πληγές του άνοιξαν κι έτρεχαν πύο, ενώ το σώμα του ανέδιδε μιαν αφόρητη δυσοσμία, που έδιωχνε τους ανθρώπους μακριά. Αιτία του κακού ήταν, όπως αποδείχτηκε απ' όσα ακολούθησαν, η απιστία και η αμετανοησία του.
Ό λεπρός άρχισε να θρηνεί και να οδύρεται για το κακό που τον βρήκε. Πολλές ημέρες έμεινε κλεισμένος και απομονωμένος στο σπίτι του. Γεμάτος ντροπή κι απόγνωση για το θέαμα που εμφάνιζε και τη δυσοσμία που ανέδιδε, περίμενε το θάνατο, που δεν φαινόταν να είναι μακριά.
Αλλά να! Ο φιλάνθρωπος Θεός τον φώτισε και κατάλαβε την ατία της αρρώστιάς του. Και σαν δεύτερος Δαβίδ, φώναζε από μακριά στους συγγενείς του:
— «Εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου! Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου», επειδή χωρίς πίστη και με την καρδιά λερωμένη από αμαρτίες τόλμησα να πάω στη μονή και να ζητήσω θεραπεία!
Σηκώθηκε και ξαναπήγε αμέσως στο μοναστήρι. Ζήτησε από τον ηγούμενο να εξομολογηθεί. Εκείνος τον έστειλε στον όσιο Αλύπιο. Με δάκρυα συντριβής ο λεπρός του εξομολογήθηκε όλα τ' αμαρτήματά του και με ειλικρινή μετάνοια ζήτησε από το Θεό την άφεσή τους.
Ο όσιος του είπε:
- Παιδί μου, έργο μεγάλο και σωτήριο πραγματοποίησες με την εξομολόγηση των παραπτωμάτων σου. Θυμάσαι τι λέει ό βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ;
«Είπα• εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου».
Αυτό ακριβώς έγινε και τώρα με σένα. Εξομολογήθηκες μετανοημένος ενώπιον του Κυρίου, κι Εκείνος σε συγχωρεί, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι.
Αφού ο θεοφώτιστος Αλύπιος είπε πολλά σωτήρια και ωφέλιμα λόγια στον ασθενή, πήρε λίγο από το χρώμα που χρησιμοποιούσε στην αγιογραφία και άλειψε τις πληγές του. Ύστερα τον έφερε στην εκκλησία και τον κοινώνησε με τα Τίμια Δώρα. Τέλος, τον οδήγησε σε μία γωνία, όπου βρισκόταν μια λεκάνη με νερό. Μ' αυτό πλένονταν οι ιερείς μετά τη θεία Ευχαριστία.

— Πλύσου μ' αυτό το νερό!, είπε ό όσιος στον άρρωστο.

Εκείνος, ξέπλυνε τα χρώματα και αυτοστιγμεί — ω του θαύματος! - οι πληγές εξαφανίστηκαν και το πρόσωπό του καθάρισε!
Έπεσε αμέσως στα πόδια του οσίου και τα έβρεχε με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του, επειδή τον απάλλαξε τόσο από τη σωματική όσο και την ψυχική λέπρα.
Έκπληκτοι έμειναν οι συγγενείς του λεπρού σαν είδαν το θαύμα. Και ρωτούσαν:
- Μα πως έγινε αυτό; Γιατί την πρώτη φορά που ήρθε στο μοναστήρι η αρρώστια του επιδεινώθηκε, ενώ τώρα θεραπεύτηκε;
- Αδελφοί, τους έλεγε ο πνευματέμφορος Αλύπιος, ο Κύριος μας λέει:
«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».
Αυτός ο άνθρωπος δούλευε πριν με την αμαρτία στον εχθρό μας διάβολο. Και όταν αρρώστησε, πάλι σ' εκείνον πήγε για να θεραπευτή: στους μάγους και τα μαγικά. Και δεν πίστευε στον Κύριο σαν μοναδικό Σωτήρα και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Την πρώτη φορά ήρθε με την καρδιά γεμάτη απιστία και ακαθαρσία. Γι` αυτό και η ασθένειά του επιδεινώθηκε.
Διότι ο Κύριος είπε:
«πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν».
Τώρα όμως που ήρθε με πίστη αλλά και με μετάνοια, ο Θεός τον θεράπευσε.

Μετά την εξήγηση του οσίου Αλυπίου, οι άνθρωποι έβαλαν βαθιά μετάνοια κι έφυγαν «δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον...».

Στην ίδια πόλη του Κιέβου ζούσε κάποιος φιλόχριστος, που είχε χτίσει με έξοδα του ένα μικρό ναό, και θέλησε να τον εμπλουτίσει μ' επτά μεγάλες εικόνες. Για το σκοπό αυτό έδωσε σε δυο γνωστούς του μοναχούς της Λαύρας αρκετά ασημένια νομίσματα, καθώς και τα ξύλα που χρειάζονταν, και τους είπε:
—Σας παρακαλώ πατέρες, πείτε στον παπα-Αλύπιο να δεχτή το αργύριο τούτο, για την αγάπη του Χριστού και να ζωγραφίσει επτά εικόνες για το εκκλησάκι μου.

Αλίμονο όμως!
Εκείνοι οι δύο ήταν μόνο κατά το φαινόμενο μοναχοί!
Η ψυχή τους ήταν παραδομένη στον πονηρό, γεμάτη κακία, φθόνο και φιλαργυρία.
Τι έκαναν λοιπόν;
Συμφώνησαν να κατακρατήσουν τα χρήματα και να μην πουν τίποτα στον Αλύπιο, που τον φθονούσαν πολύ για την ενάρετη ζωή και την επίδοσή του στην αγιογραφία.
Ήταν κι εκείνοι αγιογράφοι. Βοηθοί του οσίου, αλλά για την αμέλεια και την πνευματική τους ραθυμία δεν τους έδινε ό Θεός το ανυπέρβλητο χάρισμα του θεσπέσιου Αλύπιου.
Κρέμασαν λοιπόν τα σανίδια σ' ένα παρεκκλήσι της μονής, που ήταν σχεδόν πάντοτε κλειστό, κι έκρυψαν τα χρήματα σε ασφαλισμένο μέρος, χωρίς τύψεις για τη μεγάλη αμαρτία που έκαναν.
Πέρασε καιρός. Ο πελάτης έστειλε μήνυμα στους δυο μοναχούς, ρωτώντας τους για την παραγγελία του.
Εκείνοι όμως απάντησαν πως ο Αλύπιος ζητά άλλα τόσα αργυρά νομίσματα!
Χωρίς διαμαρτυρία ο χριστιανός τα έστειλε, με την παράκληση να επισπευτεί η εκτέλεση της εργασίας. Κι αυτά όμως τα καταχράστηκαν οι αθεόφοβοι μοναχοί.
Υποδουλωμένοι εντελώς στην κακία και την απληστία, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν και τρίτη φορά χρήματα, λέγοντας πάλι ότι τάχα τα ζητά ο Αλύπιος.
Ο φιλόθεος άνθρωπος ούτε τώρα αρνήθηκε. Γνωρίζοντας την πολιτεία του οσίου, πίστεψε πως τα χρήματα που είχε στείλει τις δύο προηγούμενες φορές δεν ήταν αρκετά. Του έστειλε λοιπόν ανυποψίαστος άλλα τόσα, ζητώντας με αγαθότητα τις προσευχές και την ευλογία του.
Όταν όμως μετά από καιρό ο χριστιανός έστειλε πάλι στο μοναστήρι κάποιον για να μάθη αν είναι έτοιμες οι εικόνες του, οι δυο εκείνοι μοναχοί, σκοτισμένοι από την εμπάθεια, είπαν ότι ο Αλύπιος, αν και έλαβε τριπλή αμοιβή, αρνείται να ζωγραφίσει τις εικόνες.
Έκπληκτος και σκανδαλισμένος ο άνθρωπος του Θεού, κίνησε με μεγάλη συνοδεία για το μοναστήρι. Διηγήθηκε με παράπονο στον ηγούμενο Νίκωνα το πάθημά του και ζήτησε την επανόρθωση της αδικίας που είχε τάχα υποστεί από τον παπα-Αλύπιο.

Ο μέγας Νίκων κάλεσε τον όσιο και του είπε αυστηρά:
- Γιατί πάτερ Αλύπιε αδίκησες αυτό το χριστιανό; Τόσες φορές σε παρακάλεσε και τόσα χρήματα σου έστειλε για τις εικόνες του. Τι σημαίνουν όλα όσα άκουσα τώρα, αδελφέ; Εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήσουν αφιλοχρήματος και ζωγράφιζες τις εικόνες για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του.
— Τίμιε Γέροντα, αποκρίθηκε απορημένος ο όσιος, η αγιοσύνη σου γνωρίζει ότι δεν αμέλησα ποτέ το ιερό εργόχειρό μου ούτε το εξάσκησα για τα χρήματα. Και τώρα δεν γνωρίζω για ποιο πράγμα μιλάς.
- Τρεις φορές δεν σε πλήρωσε αυτός ο άνθρωπος για να του φτιάξης επτά εικόνες; Δεν σου έστειλε και τα σανίδια γι' αυτές; Γιατί δεν εκπλήρωσες την παραγγελία του; Και που είναι τα ξύλα των εικόνων;

Όμως ο όσιος Αλύπιος τίποτα δεν είχε να πει.
Τότε ο ηγούμενος έστειλε δύο-τρεις μοναχούς να φέρουν τα σανίδια. Αυτοί, κατά συγκυρία την προηγούμενη μέρα τα είχαν δει μέσα στο παρεκκλήσι και είχαν αναρωτηθεί για τον προορισμό τους. Ο όσιος Νίκων κάλεσε επίσης τους δυο μοναχούς που είχαν πάρει τα χρήματα για τις εικόνες.
Άλλες όμως είναι οι βουλές των ανθρώπων και άλλα τα κελεύσματα του θαυματουργού Θεού. Τι συνέβη δηλαδή; Μόλις μπήκαν οι αδελφοί στο παρεκκλήσι, τι βλέπουν! Εκεί που χθες είδαν να κρέμονται σκέτα ξύλα, τώρα ήταν εικόνες απαράμιλλης τέχνης! Εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων! Θαμπωμένοι και συγκλονισμένοι από το θαυμαστό γεγονός, τις έφεραν στον ηγούμενο. Όταν σε λίγο όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, έπεσαν κάτω και με συγκίνηση προσκύνησαν τις θεσπέσιες αχειροποίητες εικόνες του ουράνιου Βασιλιά, της Παναγίας Μητέρας Του και των εκλεκτών δούλων Του.
Στο μεταξύ ήρθαν και οι δύο συκοφάντες μοναχοί. Ανύποπτοι για το θαύμα του Θεού, επιτέθηκαν με άπρεπα λόγια στον όσιο Αλύπιο, κατηγορώντας τον σαν κλέφτη και απατεώνα.
Αγανακτισμένοι τότε οι παρευρισκόμενοι από την άδικη εκείνη επίθεση, τους έδειξαν τις εικόνες λέγοντας:
- Σταματήστε ανόσιοι άνθρωποι! Να αυτές οι εικόνες που ζωγραφίστηκαν από το χέρι του Θεού, μαρτυρούν για την αθωότητα του Αλυπίου και τη δική σας ενοχή!

Εκείνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους μ' αυτό που έβλεπαν. Γεμάτοι φόβο και ντροπή, μαζεύτηκαν σε μια γωνιά και σιώπησαν. Αρνήθηκαν ωστόσο να παραδεχθούν την ενοχή τους, που ήταν τόσο φανερή σε όλους.

Βλέποντας ο ηγούμενος Νίκων το κατάντημα και την πώρωση των δύο μοναχών, τους απέκοψε σαν σαπρά μέλη από το σώμα της αδελφότητας, «ίνα και οι λοιποί αδελφοί φόβον έχωσι». Τους εδίωξε από τη μονή για να μη μολυνθούν και άλλοι από τη βαρεία ψυχική τους πάθηση.
Εκείνοι και όταν έφυγαν επέμειναν στην κακία και το φθόνο.
Άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι είχαν ζωγραφίσει οι ίδιοι τις εικόνες και ότι ο προϊστάμενός τους Αλύπιος, θέλοντας τάχα να κατακρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα, άφησε να γίνει πιστευτό πως είχαν ζωγραφιστή αχειροποίητα και θαυματουργικά.
Αλλά οι συκοφαντίες αυτές δεν έπιασαν τόπο. Πάλι ο ίδιος ό Θεός επενέβη και με νέα θαυμαστά γεγονότα επιβεβαίωσε το θαύμα.
Δόξασε το δούλο Του Αλύπιο και κατήσχυνε τους συκοφάντες.
Συνέβη δηλαδή, κατά παραχώρηση Θεού, να ξεσπάσει λίγα χρόνια αργότερα μεγάλη πυρκαγιά στο Κίεβο, που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος της πόλεως. Κάηκε τότε και ο ναός όπου βρίσκονταν οι επτά αχειροποίητες εικόνες. Όταν η φωτιά σβήστηκε, ενώ ο ναός είχε αποτεφρωθεί εντελώς, οι εικόνες βρέθηκαν άθικτες, σαν καινούργιες!

Ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος Β' ο Μονομάχος πληροφορήθηκε για το θαύμα. Για να πιστέψει όμως θέλησε να το δη με τα ίδια του τα μάτια. Πράγματι, πήγε στον τόπο της συμφοράς, όπου βρήκε τα πάντα κομμένα και σωριασμένα σε φρικτά ερείπια. Μόνον οι επτά εικόνες έλαμπαν κάτω από τον ήλιο σαν να μην τις είχε αγγίξει όχι φλόγα αλλά ούτε καπνός. Εκεί ο Βλαδίμηρος πληροφορήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος ότι οι μορφές των εικόνων δεν είχαν γίνει από ανθρώπινο χέρι. Είχαν εμφανιστεί θαυματουργικά πάνω στα σανίδια με τη δύναμη του παντοδυνάμου Θεού και για χάρη του αδικημένου δούλου Του Αλυπίου.

Συγκινημένος ο ηγεμόνας ζήτησε μιαν εικόνα, εκείνη που παρίστανε την Υπεραγία Θεοτόκο, και την έστειλε στο Ροστώφ, στην πέτρινη εκκλησία που ο ίδιος είχε ανεγείρει εκεί. Και εδώ όμως η εικόνα σώθηκε θαυματουργικά, όταν σ' ένα σεισμό η εκκλησία γκρεμίστηκε κι έγινε συντρίμμια. Κατόπιν μεταφέρθηκε σε άλλη ξύλινη εκκλησία, αλλά κι αυτή σύντομα πήρε φωτιά και κάηκε. Για τρίτη φορά η αχειροποίητη εικόνα έμεινε αβλαβής, χωρίς ίχνος μάλιστα της φωτιάς, που κράτησε πολλές ώρες.

Ας έρθουμε τώρα στο θαύμα που συνδέεται με τα τέλη της ζωής του οσίου Αλυπίου.

Κάποιος ευσεβής χριστιανός έδωσε στον Όσιο παραγγελία να ζωγραφίσει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την είχε τάξει στην Παναγία νια την πανήγυρη της, στις 15 Αύγουστου και παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως.

Αλλά σε λίγες ήμερες ο θεοφιλής Αλύπιος αρρώστησε βαριά. Η κοίμησή του πλησίαζε. Έτσι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την παραγγελία.
Ο χριστιανός εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ήρθε στον άγιο, που βρισκόταν στην κλίνη σε κακή κατάσταση και τον παρακαλούσε να βρει μια λύση ώστε να είναι έτοιμη η εικόνα στην εορτή της Κοιμήσεως.
— Μη θλίβεσαι, παιδί μου, αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή ο όσιος. Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό και στο άγιο θέλημά Του. Η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου θα βρίσκεται στη θέση της την Ημέρα της εορτής.
Παρηγορημένος ο χριστιανός από τα λόγια του αγίου, επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος.
Ωστόσο, όταν ήρθε την παραμονή της εορτής για να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πως δεν ήταν έτοιμη, ενώ ο μακάριος Αλύπιος είχε βαρύνει περισσότερο. Δυσαρεστημένος τότε έλεγε:
—Γιατί, παπα-Αλύπιε, δεν με ειδοποίησες για την κατάσταση της υγείας σου; Θα έβρισκα άλλον αγιογράφο να μου φτιάξη την εικόνα. Έχω υποσχεθεί να την πάω στην εκκλησία αύριο. Τι θα κάνω τώρα; Με ντρόπιασες! Δεν το περίμενα αυτό από σένα!
- Τέκνο μου, αποκρίθηκε με πραότητα ο όσιος, μήπως από ραθυμία δεν ετοίμασα την εικόνα σου;... Να ξέρης πως ο Κύριος μπορεί μόνο μ' ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του. Εγώ βέβαια ήδη αναχωρώ απ' αυτό τον κόσμο, όπως μου φανέρωσε ο Θεός. Εσένα όμως δεν θα σ' αφήσω λυπημένο.

Παρά τη διαβεβαίωση του αγίου όμως, ο χριστιανός έφυγε συγχυσμένος.

Αλλά να! Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας ολόλαμπρος, φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο κι άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως σιωπηλός. Ο όσιος τον παρατήρησε προσεκτικά. Πρώτα άπλωσε στην εικόνα το χρυσό. Έπειτα έπιασε να δουλεύει τα χρώματα με απίστευτη ταχύτητα. Σε τρεις ώρες είχε κιόλας τελειώσει!
Στράφηκε τότε στον κατάκοιτο όσιο και του είπε:
— Πάτερ! Της λείπει τίποτα; Έσφαλα σε κάτι;
Πολύ καλή την έκανες, άγγελε του Θεού, απάντησε εκείνος.
Ο Θεός σε βοήθησε να την κάνης υπέροχη.
Μετά απ' αυτό ο θεόσταλτος «ζωγράφος» πήρε στα χέρια του την εικόνα κι έγινε άφαντος.

Στο μεταξύ ο χριστιανός που την είχε παραγγείλει δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα από τη μεγάλη του λύπη.
Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η πανήγυρη, Αλίμονο, θα γινόταν χωρίς την εικόνα της!

Το πρωί σηκώθηκε με βαρεία καρδιά και κίνησε για την εκκλησία. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά-καλά. Ήταν ο πρώτος που έφτασε στο ναό. Θα μπορούσε ανενόχλητος να κλάψει εκεί για το σφάλμα του.

Μόλις όμως μπήκε μέσα, τι να δη! Η εικόνα, πανέμορφη κι αστραφτερή, ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της!
- Κύριε ελέησον! φώναξε, κι έπεσε κάτω, πιστεύοντας ότι βλέπει όραμα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, άρχισε να πείθεται ότι η εικόνα ήταν πραγματική.
«Εν φόβω και εν τρόμω» θυμήθηκε τη διαβεβαίωση του οσίου Αλύπιου, ότι η εικόνα θα είναι έτοιμη στην εορτή της Παναγίας.

Γεμάτος δέος σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι του για να ειδοποιήσει τους δικούς του. Κι έτρεξαν όλοι με χαρά μεγάλη στην εκκλησία, κρατώντας κεριά και θυμιάματα.
Αντίκρισαν την εικόνα να λάμπει σαν τον ήλιο. Τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να την κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Έπεσαν στη γη και την προσκύνησαν τρέμοντας από συγκίνηση.

Μετά την εορτή ο ευσεβής εκείνος χριστιανός ήρθε στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων και του διηγήθηκε το θαύμα. Πήγαν μαζί στον αξιομακάριστο Αλύπιο.

Ο ηγούμενος τον ρώτησε:
—Πάτερ Αλύπιε, πως και από ποιόν ζωγραφίστηκε η εικόνα αυτού του ανθρώπου;

Εκείνος τότε τους διηγήθηκε όλα όσα έγιναν.
—Άγγελος Θεού την έφτιαξε, είπε. Αυτός την πήγε και στην εκκλησία. Και να! Ο ίδιος άγγελος στέκεται τώρα εδώ, δίπλα μου, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο για να πάρει την ψυχή μου.
Τον βλέπετε; Ευλογητός ο Θεός!

Και με τα λόγια αυτά ο όσιος, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ήταν 17 Αυγούστου.
Οι αδελφοί κήδεψαν με τιμές το τίμιο σώμα του στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, δίπλα στους άλλους κεκοιμημένους πατέρες.
Έτσι ο άγιος και θαυματουργός εικονογράφος Αλύπιος, που στόλιζε τις εκκλησίες με τις εικόνες του, στόλισε τώρα ο ίδιος τόσο τη γη όσο και τον ουρανό.
Τη γη, με το σεπτό και πάναγνο σώμα του.
Και τον ουρανό, με την οσία ψυχή του.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο Όσιος Αμμωνάς

Εικόνα

Ο Όσιος Αμμωνάς έζησε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αντωνίου, τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος έτρεφε προς αυτόν μεγάλη αγάπη και υπόληψη και υπήρξε διάδοχός του στην πνευματική καθοδήγηση των μοναχών του μοναστικού κέντρου Πισπίρ, που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Νείλου.
Σπάνια άνθρωπος έγινε τόσο κύριος του εαυτού του, ώστε να είναι ανώτερος από ύβρεις, ευλογώντας και ευεργετώντας τους υβριστές του.
Ιδιαίτερο δε πνευματικό αγώνα κατέβαλε ο Άγιος για τον φωτισμό και την επιστροφή στην αρετή δυστυχών γυναικών, που είχαν ακολουθήσει τον δρόμο της αμαρτίας. Και ενώ ο κόσμος τον κακολογούσε, αυτός συμβούλευε, παρακαλούσε και προσευχόταν. Έτσι πολλές από αυτές ήλθαν σε μετάνοια και έζησαν με ευσέβεια και σωφροσύνη.
Ο Όσιος Αμμωνάς κοιμήθηκε με ειρήνη προ του έτους 403 μ.Χ. Το συγγραφικό του έργο φανερώνει ασκητή πολύ πεπειραμένο περί τις μυστικές αναβάσεις προς τον Θεό.
Ρώτησαν κάποτε τον Άγιο Αμμωνά, ποια είναι η στενή και τεθλιμμένη οδός. Και εκείνος απάντησε: «Στενή και τεθλιμμένη οδός είναι να πολεμά κανείς τους λογισμούς του και να κόβει για χάρη του Θεού το θέλημά του».
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Όσιος ΑΝΤΩΝΙΟΣ, κτίτωρ της Λαύρας των Σπηλαίων

Εικόνα

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του ευσεβούς μεγάλου ηγεμόνα της ρωσικής γης Βλαδίμηρου ( Βλαδίμηρος Α' ο Μέγας (περ. 956-1015), άγιος και ισαπόστολος, «ο Μέγας Κωνσταντίνος της Ρωσίας»• ηγεμόνας του Νόβγκοροντ (970) και του Κιέβου (980 1015)• γιος του Σβιατοσλάβου και εγγονός της αγίας ισαποστόλου Όλγας.

Ένωσε κάτω από την εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εδαφών.

Είναι ο δημιουργός της ένδοξης Ρωσίας του Κιέβου και αποτελεί την κεντρική φυσιογνωμία της ιστορίας, των θρύλων και των έπων του ρώσικου λαού. Το 988 ασπάσθηκε την Ορθοδοξία και βαπτίσθηκε μαζί με το λαό του.

Έγινε έτσι ο θεμελιωτής της ορθόδοξης Αγίας Ρωσίας και ένας από τους μεγάλους αγίους προστάτες της ρωσικής γης.

Το 989 νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (976-1025), συσφίγγοντας τους πνευματικούς, πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς του με το Βυζάντιο.

Η μνήμη του τιμάται στις 15 Ιουνίου.)

ευδόκησε ο Θεός ν' αναδείξει ένα φωστήρα της Εκκλησίας Του και διδάσκαλο των μοναχών, τον όσιο και θεοφόρο πατέρα μας Αντώνιο. Ο όσιος Αντώνιος, κατά κόσμον Αντίπας, γεννήθηκε στην κωμόπολη Λιούμπετς, σαράντα βέρστια μακριά από το Τσερνιγώφ, στα 983.

Από τους ευσεβείς γονείς του διδάχτηκε το φόβο του Θεού και νωρίς ένιωσε την επιθυμία να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Ο Θεός τον φώτισε να έρθει γι' αυτό το σκοπό στη γη της Ελλάδος.

Χωρίς καθυστέρηση ξεκίνησε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Από κει πέρασε στο Άγιο Όρος, τον ιερό Άθωνα. Περιόδευσε στις ιερές μονές και είδε πολλούς μοναχούς, μιμητές της ζωής των αγγέλων.
Τότε ο όσιος Αντώνιος φλογίστηκε πιο πολύ από αγάπη στο Χριστό. Ήρθε στη μονή του Εσφιγμένου και ικέτευσε τον ηγούμενο να τον κείρει μοναχό. Ο ηγούμενος Θεόκτιστος, αγωνιστής μεγάλος και αξιωμένος προορατικού χαρίσματος, διέκρινε τις αρετές του οσίου και προείδε τη μελλοντική αγία ζωή του. Δέχτηκε λοιπόν την παράκλησή του και τον έκειρε μοναχό, αφού πρώτα τον δίδαξε όσα έπρεπε για τη μοναχική πολιτεία.

Από τότε ο άγιος αγωνιζόταν να ευαρεστεί σε όλα το Θεό. Βίαζε τον εαυτό του στους ασκητικούς αγώνες, με τέλεια υπακοή και υπομονή, κι έγινε σύντομα τύπος και παράδειγμα ενάρετης διαγωγής σ' όλους τους αδελφούς.
Πέρασε αρκετός καιρός. Και να! Δόθηκε στον ηγούμενο θεϊκή εντολή να στείλει το μοναχό Αντώνιο πίσω στη Ρωσία. Τον κάλεσε λοιπόν και του λέει:
-Αντώνιε! Πήγαινε στη Ρωσία και γίνε εκεί παράδειγμα και πνευματικός στυλοβάτης του λαού. Η ευλογία του Αγίου Όρους ας είναι μαζί σου!
Ο όσιος δέχτηκε την εντολή του ηγουμένου σαν από το στόμα του Θεού. Έφυγε λοιπόν για τη Ρωσία κι έφτασε στην πόλη του Κιέβου γύρω στα 1013. Ψάχνοντας τόπο για να εγκατασταθεί, επισκέφθηκε τα μοναστήρια της περιοχής, χωρίς όμως να σταθεί σε κανένα. Έτσι ήθελε ο Θεός.

Κατευθύνθηκε στα γύρω βουνά, σε τόπους απόμερους και βρήκε ένα σπήλαιο που είχαν σκάψει κάποτε οι Βαράγγοι. (Βαριάγοι ή Βαράγγοι: Σκανδιναβική φυλή, που το 862 μ. Χ. υπό την ηγεσία του Ρούρικ ήρθε στη Ρωσία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Νόβγκοροντ, όπου ίδρυσε κράτος και τη δυναστεία των Ρουρικιδών.)

Έκανε προσευχή κι εγκαταστάθηκε σ' αυτό, ζώντας με μεγάλη εγκράτεια και άσκηση.

Μετά το θάνατο του ευσεβούς Βλαδίμηρου, το 1015, στο θρόνο του Κιέβου ανέβηκε ο πρωτότοκος γιος του, ο ανόσιος Σβιατοπόλκ.
Αυτός, για να διατηρήσει μόνος την εξουσία σ' ολόκληρη την πατρική κληρονομιά, σκότωσε τους μικρότερους αδελφούς του Μπόρις και Γκλέμπ, αναδεικνύοντάς τους σε μάρτυρες. Κίνησε ακόμη αιματηρό διωγμό εναντίον των αγίων ανδρών της Εκκλησίας.
Εξαιτίας εκείνης της αιματοχυσίας ο όσιος Αντώνιος αναγκάστηκε ν' αναχωρήσει πάλι για το Άγιο Όρος και να γυρίσει στον άγιο γέροντα του Θεόκτιστο. Τώρα όμως δεν έμεινε για πολύ στο κοινόβιο του Εσφιγμένου. Μαθημένος στην πνευματική γλυκύτητα της ιεράς ησυχίας, πήρε την ευλογία του ηγουμένου και αποσύρθηκε στο όρος της Σαμάρειας, πάνω από το μοναστήρι, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ναός αφιερωμένος στο όνομα του.

Στο μεταξύ, στα 1019, ο ευσεβής ηγεμόνας Γιαροσλάβος ο Σοφός- Γιος του αγίου Βλαδίμηρου, ικανός και δυναμικός ηγεμόνας (1019-1054). Ενίσχυσε και στερέωσε το χριστιανισμό στη Ρωσία.- νίκησε σε πόλεμο τον Σβιατοπόλκ, κατέλαβε το Κίεβο και ανέβηκε στο θρόνο της μεγάλης ηγεμονίας. Ο Σβιατοπόλκ διέφυγε και πέθανε αυτοεξόριστος στις στέπες της Βοημίας τον ίδιο χρόνο. Στα χρόνια του σοφού Γιαροσλάβου διέλαμψε νια την ευσέβεια, την ασκητικότητα και τη βαθιά γνώση των Γραφών κάποιος πρεσβύτερος Ιλαρίων. Γι' αυτόν δεν ξέρουμε άλλο τίποτα, παρά μόνο πως γύρω στα 1040 ήταν εφημέριος στο χωριό Μπιρίστοβο. Από κει ήρθε στον ποταμό Δνείπερο, στο λόφο όπου χτίστηκε αργότερα η παλαιά μονή των Σπηλαίων. Ο τόπος αυτός ήταν τότε καλυμμένος με πυκνό δάσος.

Εδώ ο πρεσβύτερος Ιλαρίων έσκαψε μια μικρή σπηλιά, δυο οργιές βάθος περίπου, κι άρχισε ν' αγωνίζεται μυστικά μέσα σ' αυτήν με ψαλμωδίες και προσευχές.
Την εποχή εκείνη ο Θεός πληροφόρησε τον ηγούμενο της αγιορείτικης μονής Εσφιγμένου να στείλει πάλι στη Ρωσία τον όσιο Αντώνιο. Τον κάλεσε λοιπόν και του είπε:
-Αντώνιε! Είναι θέλημα Θεού να πας πάλι στην πατρίδα σου.

Η ευλογία του Αγίου Όρους ας είναι μαζί σου. Έχεις την ευχή μου. Πορεύου εν ειρήνη! Και μάθε ότι πολλοί θ' αξιωθούν να πάρουν από τα χέρια σου το άγιο σχήμα.

Αφού πήρε την ευχή και την ευλογία του γέροντά του, ο όσιος έφυγε πάλι από τον Άθωνα και ήρθε στο Κίεβο. Ο Θεός οδήγησε τα Βήματά του στο λόφο όπου ό πρεσβύτερος Ιλαρίων είχε σκάψει το μικρό του σπήλαιο. Ήταν τώρα έρημο κι ακατοίκητο, γιατί ο μακάριος Ιλαρίων είχε αξιωθεί ν' ανέβει το 1051 στο μητροπολιτικό θρόνο του Κιέβου.

Ο όσιος Αντώνιος αναπαύτηκε πολύ στη θέα του τόπου εκείνου. Του θύμιζε τον αγαπημένο του Άθωνα, έτσι όπως ήταν απότομος κι απρόσιτος απ' την πλευρά του ποταμού, άγριος κι αδιάβατος απ' το πυκνό δάσος που τον κάλυπτε.

Γονάτισε και προσευχήθηκε με δάκρυα στο Θεό.
-Κύριε, ας σκεπάσει αυτό τον τόπο η ευλογία του Αγίου Όρους και η ευχή του αγίου γέροντά μου. Ενίσχυσέ με, με τη χάρη Σου για να μείνω και ν' ασκηθώ εδώ.

Κατοίκησε λοιπόν ο όσιος σ' εκείνη τη σπηλιά. Άρχισε ν' ασκείται σκληρά, έχοντας έργο αδιάλειπτο την προσευχή. Η τροφή του ήταν ξερό ψωμί και νερό, κι αυτό κάθε δυο ή τρεις ήμερες. Κάποτε μάλιστα, παραδομένος πολλά μερόνυχτα στη θεωρία, δεν γεύτηκε τροφή για ολόκληρη εβδομάδα.

Πολλοί άνθρωποι, που μάθαιναν για την ακτημοσύνη και την κακοπάθεια του οσίου, έρχονταν στο σπήλαιο και του έφερναν όλα τα αναγκαία, ζητώντας την ευλογία του. Μερικοί μάλιστα, σαγηνεμένοι από την αγία ζωή του, θέλησαν να μείνουν κοντά του και ν' ασκηθούν κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο μακάριος ιερεύς Νίκων και ο όσιος Θεοδόσιος.

Στα 1054 πέθανε ο ευσεβής ηγεμόνας Παροσλάβος και στο θρόνο του Κιέβου ανέβηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ίζιασλάβος.
Εκείνη την εποχή ο φήμη του οσίου Αντωνίου είχε απλωθεί σ' όλη τη ρωσική γη, καθώς παλαιότερα του ομωνύμου του Μεγάλου Αντωνίου στην Αίγυπτο. Έτσι έφτασε μέχρι τ' αυτιά του Ιζιασλάβου ο πληροφορία για την αγία ζωή του μονάχου Αντωνίου Πετσέρσκι - μ' αυτή την ονομασία ήταν γνωστός (Πετσέρσκι = των Σπηλαίων (από την παλαιορωσική λέξη πέτσερα = κρύπτη, σπηλιά).
Κίνησε λοιπόν με τη συνοδεία του ο ηγεμόνας και ήρθε να πάρει την ευλογία του. Αυτό ήταν, για τα ήθη της εποχής, ένδειξη πολύ μεγάλης τιμής προς τον όσιο.

Από τότε η καλή του φήμη απλώθηκε ακόμη περισσότερο και άρχισαν να έρχονται πολλοί για να τους χειραγωγήσει στη μοναδική πολιτεία.

Γύρω στα 1060 ήρθαν στον όσιο Αντώνιο ο μακάριος Βαρλαάμ, γιος του βογιάρου Ιωάννου, καθώς και ο φιλόθεος Εφραίμ, ευνούχος του ηγεμόνα, ποθώντας την αφιέρωση στο Χριστό. Ο όσιος έδωσε εντολή στον ιερέα Νίκωνα να τους κείρει μοναχούς.
Κατά παραχώρηση Θεού όμως, ο άγιος Αντώνιος και οι αδελφοί δοκιμάστηκαν σκληρά γι' αυτές τις δυο κούρες.

Ο βογιάρος Ιωάννης, μαζί με πολλούς δούλους του, ήρθε οργισμένος στα Σπήλαια και διασκόρπισε με αγριότητα το θεοσύλλεκτο ποίμνιο του οσίου Αντωνίου. Το γιο του Βαρλαάμ τον έσυρε βίαια έξω από το σπήλαιο, ξέσκισε με μανία το μοναχικό του ένδυμα, τον έντυσε τη λαμπρή βογιάρικη φορεσιά και τον οδήγησε με τη βία στο παλάτι του.
Αλλά και αυτός ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος οργίστηκε εναντίον του οσίου Αντωνίου, όταν έμαθε πως είχε κείρει μοναχούς το γιο του βογιάρου του και τον ευνούχο του Εφραίμ. Έδωσε εντολή να συλλάβουν το μακάριο Νίκωνα, που είχε κάνει τις κούρες, ενώ απειλούσε να ρίξει σε μπουντρούμι όλους τους αδελφούς και ν' ανασκάψει το σπήλαιο τους.

Βλέποντας την τόση οργή του ηγεμόνα, ο όσιος Αντώνιος αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Έφυγε λοιπόν σ' άλλο τόπο, ενώ οι αδελφοί σκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές.

Όταν όμως η γυναίκα του Ιζιασλάβου έμαθε για τη φυγή του οσίου, λυπήθηκε πολύ και ικέτευσε το σύζυγο της να μην καταδιώκει τους δούλους του Θεού, για να μην ξεσπάσει επάνω του η οργή Του. Η συνετή εκείνη γυναίκα υπενθύμισε στον Ιζιασλάβο το κακό που είχε συμβεί πρόσφατα στην πατρίδα της, τη Λέχια ( Πολωνία). Ο πατέρας της, βασιλιάς Μπολιεσλάβος, είχε διώξει από την επικράτειά του τους μοναχούς, εξαιτίας του οσίου Μωϋσέως του Ούγγρου. Μετά όμως από το διωγμό των μοναχών, πικρός και αιφνίδιος θάνατος βρήκε τον Μπολιεσλάβο, ενώ στο λαό δημιουργήθηκε ταραχή μεγάλη και χύθηκε πολύ αίμα. Συμβούλεψε λοιπόν τον Ιζιασλάβο να μεταβάλει την οργή του σε σύνεση, για να μην πάθη κι εκείνος τα ίδια.

Φοβήθηκε ο ηγεμόνας τη θεία τιμωρία όταν άκουσε τα λόγια εκείνα. Έστειλε ανθρώπους στον όσιο Αντώνιο και τον κάλεσε να επιστρέψει άφοβα στον τόπο της ασκήσεώς του μαζί με όλους τους αδελφούς.
Οι απεσταλμένοι αναζητούσαν τον όσιο τρεις ήμερες. Όταν τον βρήκαν, έπεσαν στα πόδια του και τον ικέτευσαν να επιστρέψει στο ασκητήριό του.
Υπάκουσε ο όσιος και γύρισε στο σπήλαιο, όπου ησύχαζε παρακαλώντας αδιάλειπτα το Θεό να συγκεντρώσει πάλι τα διασκορπισμένα πρόβατα της αγίας ποίμνης Του και να τους δώσει δύναμη, για να υπομείνουν με γενναιότητα τους πειρασμούς του μισόκαλου εχθρού.
Ο φιλάνθρωπος Θεός άκουσε την προσευχή του δούλου Του και μάζεψε πάλι γύρω από τον όσιο όλους τους αδελφούς που είχαν σκορπίσει με το διωγμό του ηγεμόνα.

Αλλά και άλλοι πολλοί, διψασμένοι για σωτηρία, άρχισαν να συρρέουν στο σπήλαιο και να παρακαλούν τον όσιο να τους φωτίσει, να τους λυτρώσει από τα δεσμά της αμαρτίας και να τους χειραγωγήσει στο δρόμο προς τη βασιλεία των ουρανών. Και ο όσιος τους δεχόταν όλους με αγάπη, τους δίδασκε τη μοναχική πολιτεία, κι έπειτα από την κανονική δοκιμασία τους έδινε το μοναχικό σχήμα. Έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των αδελφών σε δώδεκα. Γι` αυτό αναγκάστηκαν να σκάψουν και να διευρύνουν το σπήλαιο και κατόπιν να χτίσουν εκεί μέσα ναϋδριο και κελιά, που σώζονται μέχρι σήμερα.

Κάποτε κάλεσε κοντά του ο όσιος όλους τους αδελφούς και τους είπε.
- Αδελφοί και παιδιά μου, γνωρίζετε ότι ο Κύριος μας έφερε όλους εδώ και μας εγκατέστησε σαν απαρχή ευλογίας για τη χώρα μας και το λαό της. Εσείς είστε ευλογία του αγιώνυμου όρους Άθω και της Κυρίας μας Θεοτόκου, που την έχουμε κοινή προστάτιδα και παραμυθία. Όπως έκανε έμενα μοναχό ο αγιορείτης γέροντάς μου, έτσι κι εγώ, με την ευλογία του και την ευλογία του Αγίου Όρους, έκανα εσάς μοναχούς και σας αφήνω σαν αγιορείτικη κληρονομιά σ' αυτό τον τόπο. Να ζείτε λοιπόν και να πολιτεύεστε αντάξια της κλήσεώς σας και της ευλογίας που σας σκεπάζει.

Εδώ ο όσιος σιώπησε για λίγο.
-Παιδιά μου, πρόσθεσε κατόπιν. Νομίζω πως είναι καιρός ν' αποσυρθώ από την ηγουμενία. Ποθώ να ζήσω όπως και πριν στην ησυχία, «μόνος μόνω τω Θεώ». Θα σας αφήσω άλλον ηγούμενο και θ' αποσυρθώ. Δεν θ' αποχωριστούμε, βέβαια. Στον τόπο αυτό θα παραμείνω και θα σας συμπαραστέκομαι όσο ζω, σαν πνευματικός σας πατέρας.

Πράγματι, ο όσιος όρισε ηγούμενο το μακάριο Βαρλαάμ, σαν έμπειρο κι ενάρετο πολύ. Ο ίδιος κλείστηκε σ' ένα από τα κελάκια του σπηλαίου, αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και κάθε τιμή. Σύντομα όμως έφυγε σ' άλλο λόφο, όπου έσκαψε νέο σπήλαιο, αυτό που τώρα βρίσκεται κάτω από τη μεγάλη μονή των Σπηλαίων. Εκεί συνέχισε την ασκητική του ζωή, δοξάζοντας το Θεό με αδιάλειπτες προσευχές και ασκητικά παλαίσματα, καλλιεργώντας όλες τις αρετές και ανεβαίνοντας «εκ δυνάμεως εις δύναμιν». Γι` αυτό και ο Θεός τον αντιδόξασε, στολίζοντάς τον πλούσια με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Ιδιαίτερα με το ιαματικό και το προορατικό.

ο όσιος Αντώνιος αναδείχθηκε σε θαυματουργό ιατρό και σε μεγάλο προφήτη της ρωσικής γης. Πλήθη ασθενών θεράπευσε με την προσευχή του και μ' ένα δηλητηριώδες βότανο, που το ευλογούσε κι έπειτα τους το έδινε να το γευτούν. Πριν από την προσευχή και την ευλογία του οσίου, το βότανο εκείνο σκορπούσε το θάνατο με το δηλητήριό του. Μετά την ευλογία του οσίου, χάριζε τη ζωή και την απαλλαγή απ' όλες τις ασθένειες.
Όσο για το προορατικό χάρισμα του αγίου, αρκεί να το πιστοποίηση η πρόρρηση για την οδυνηρή ήττα του ρώσικου στρατού και την καταστροφή της ρωσικής χώρας από τους βαρβάρους Πολόφτσους που παραχώρησε τους χρόνους εκείνους ο Θεός για τις αμαρτίες των χριστιανών.

Όμως ο πανάγαθος Κύριος επέτρεψε να δοκιμάσει και ο όσιος ένα μεγάλο πειρασμό, για να λάμψη περισσότερο η υπομονή και η καρτερία του.

Μετά την ήττα των Ρώσων από τους Πολόφτσους, ο ηγεμόνας Ιζιασλάβος κατέφυγε στο Κίεβο. Εκεί βρισκόταν ο ηγεμόνας του Πολότσκ Βσιεσλάβος, φυλακισμένος από τους αντιζήλους του αδελφούς Ιζιασλάβο, Σβιατοσλάβο και Βσέβολοντ.

Οι κάτοικοι του Κιέβου άρχισαν να παρακινούν επίμονα τον Ιζιασλάβο σε αντίσταση κατά των βαρβάρων έχθρων, που είχαν διασκορπιστεί και λεηλατούσαν τη χώρα. Ο ηγεμόνας όμως, φοβισμένος από την ήττα του, δεν αποφάσιζε να τους αντιμετωπίσει ξανά. Τότε οι υπήκοοι του επαναστάτησαν, ελευθέρωσαν από τη φυλακή το Βσιεσλάβο και τον ανακήρυξαν ηγεμόνα τους.

Ο Ιζιασλάβος κατόρθωσε να διαφύγει στη Λεχία, πατρίδα της γυναίκας του, όπου μέσα σ' επτά μήνες συγκρότησε στρατό, συμμάχησε με το βασιλιά της χώρας και ξεκίνησε νια την ανακατάληψη του Κιέβου. Όταν το πληροφορήθηκε ο Βσιεσλάβος εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε κρυφά στο Πολότσκ.
Ο Ιζιασλάβος μπήκε θριαμβευτής στο Κίεβο στα 1069.

Από τότε όμως άρχισε και η δοκιμασία του μακαρίου Αντωνίου. Κάποιος άνθρωπος του ηγεμόνα συκοφάντησε τον όσιο ότι συμπαθούσε τάχα τον Βσιεσλάβο και ότι μάλλον ήταν η κύριος υποκινητής της λαϊκής εξεγέρσεως που τον είχε ανεβάσει στον ηγεμονικό θρόνο!

Ο Ιζιασλάβος πείστηκε στα λόγια του συκοφάντη και κυριεύτηκε από φοβερή οργή εναντίον του αγίου.
Εκείνη την εποχή Ο όσιος διακονούσε στη σπηλιά του τον κατάκοιτο Ισαάκιο τον έγκλειστο, που τον είχε πλανήσει ο διάβολος και τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο. Φαίνεται πως ο εχθρός κάθε καλού λύσσαξε για την προσπάθεια του οσίου να σώσει τον Ισαάκιο, γι' αυτό και βάλθηκε να τον εμποδίσει με κάθε τρόπο από το θεάρεστο αυτό έργο.
Και για λίγο καιρό το πέτυχε.

Πριν προλάβει ό Ιζιασλάβος να κάνη κακό στο όσιο, ο ηγεμόνας του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβος, που έμαθε νια την οργή του αδελφού του, έστειλε ανθρώπους του νύχτα κι έφεραν το δούλο του Θεού στην επικράτειά του. Ο όσιος διάλεξε ένα ήσυχο μέρος κοντά στην πόλη, στο βουνό Μπόλντιν, έσκαψε μια σπηλιά κι εγκαταστάθηκε σ' αυτήν.
Στον τόπο εκείνο χτίστηκε αργότερα μοναστήρι.

Αλλά ο επίβουλος του αγαθού δεν χάρηκε για πολύ. Ο Ιζιασλάβος έμαθε την αλήθεια από πολλούς και αξιόπιστους ανθρώπους. Η οργή του μαλάκωσε. Σκέφτηκε νηφάλια και πείστηκε για την αθωότητα και την αρετή του οσίου. Κατάλαβε πως οι κατηγορίες εναντίον του ήταν συκοφαντικές και προκλήθηκαν από τον πονηρό. Μετανοημένος και λυπημένος ο ηγεμόνας έστειλε αντιπροσώπους του στο Τσερνιγώφ, παρακαλώντας τον Αντώνιο να επιστρέψει στο Κίεβο, κοντά στο θεοσύλλεκτο ποίμνιό του.
Ο «πράος και ταπεινός τη καρδία» Αντώνιος ανταποκρίθηκε στην παράκληση του Ιζιασλάβου και γύρισε στην αδελφότητά του, που τόσον καιρό ήταν απορφανισμένη από τον πνευματικό της πατέρα.

Μετά την επιστροφή του στο Κίεβο, ο όσιος επιδόθηκε σε μεγαλύτερους ακόμη αγώνες. Όλη του η ζωή μέσα στο σπήλαιο ήταν ένας ασταμάτητος και σκληρός πόλεμος «προς τας μεθοδείας του διαβόλου, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου».
Πριν αναχωρήσει για τα ουράνια σκηνώματα, φρόντισε με προσευχές και θαυματουργίες για την ανοικοδόμηση του ναού της μονής των Σπηλαίων, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Αφού ευλόγησε τον τόπο και την έναρξη της οικοδομής του ναού, ο όσιος Αντώνιος άρχισε να ετοιμάζεται για τη μετάβασή του στην αιώνια και αχειροποίητη πόλη.

Καθώς λοιπόν προαισθανόταν να πλησιάζει ο καιρός της εκδημίας του, μάζευε γύρω του τους αδελφούς και τους νουθετούσε, παρηγορώντας τους με την υπόσχεση ότι και μετά το χωρισμό του από το φθαρτό σώμα δεν θα εγκαταλείψει τον τόπο των πνευματικών παλαισμάτων του.
• Θα βρίσκομαι πάντοτε ανάμεσά σας, παιδιά μου.
• Θα επιβλέπω τους αγώνες και την πρόοδο σας στη μοναχική ζωή.
• Θα φροντίζω για τις ψυχές που προστρέχουν σ' αυτό τον ιερό τόπο για να ευαρεστήσουν το Θεό.
• Σας δίνω αυτή την υπόσχεση σαν τη μοναδική αλλά την πιο πολύτιμη κληρονομιά.
• Και από τον ουρανό θα μεσιτεύω προς τον Κύριο, ώστε να βρείτε όλοι σας έλεος κατά τη φοβερή ήμερα της Κρίσεως.

Έτσι, αφού συμπλήρωσε δεκαέξι χρόνια στο δεύτερο σπήλαιο κι ενενήντα χρόνια στη ζωή, άφησε ο όσιος τον πρόσκαιρο κόσμο και αναχώρησε για την αιωνιότητα, στις 7 Μαΐου του έτους 6581 από κτίσεως κόσμου και 1073 από Χριστού, στα χρόνια του ηγεμόνα Σβιατοσλάβου Γιαροσλάβιτς και του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Ζ' Δούκα.

Το τίμιο σκήνωμα του οσίου, πρώτου Καθηγουμένου της μονής Πετσέρσκι, κατατέθηκε τότε στο σπήλαιό του, κάτω από το σημερινό μεγάλο μοναστήρι.
Αλλά όπως όσο ζούσε ο όσιος, έμεινε μακριά από τ' ανθρώπινα μάτια, προσευχόμενος «εν τω κρύπτω», έτσι και τώρα ζήτησε από τον Κύριο να μείνει το τίμιο σώμα του κρυμμένο από τους ανθρώπους. Κι Εκείνος πραγματοποίησε την επιθυμία του και τηρεί στην αφάνεια τα σεπτά λείψανα του δούλου Του μέχρι σήμερα.

Όσοι κατά καιρούς δοκίμασαν ν' ανασκάψουν το σπήλαιο και να τ' αποκαλύψουν, τιμωρήθηκαν για την τόλμη τους να εναντιωθούν στη βουλή του Θεού και την επιθυμία του αγίου. Γιατί ξεπηδούσε φωτιά από τη γη και κατέκαιγε τα μέλη τους. Για πολύ καιρό πολλά υπέφεραν, ώσπου μετανοούσαν για την πράξη τους κι έπαιρναν τη συγχώρηση και την ίαση από το θαυματουργό άγιο.

Αν και κρυμμένα όμως από τα μάτια των ανθρώπων, τα άγια λείψανα του οσίου Αντωνίου, δεν παύουν ν' αποτελούν πηγή αγιασμού και βοηθείας και δυνάμεως.
Πολλά θαύματα επιτελούν από τον κρυφό τόπο της αναπαύσεώς τους, σ' όσους με πίστη προστρέχουν στο Ιερό σπήλαιο κι επικαλούνται τη μεσιτεία του οσίου.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή στις 10 Ιουλίου, οπότε τελείται και η μνήμη του.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΟΣΙΟΣ ΑΡΕΘΑΣ

Εικόνα

ΑΞΙΟ ΚΑΙ δίκαιο είναι να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όχι μόνο για τις ευεργεσίες, αλλά και για τις δοκιμασίες Του. Γιατί οι δοκιμασίες, που αντιμετωπίζονται καρτερικά, και το δίκαιο τον γεμίζουν χάρη, όπως συνέβη με τον πολύαθλο Ιώβ, αλλά και τον αμαρτωλό τον καθαρίζουν και τον αγιάζουν.

Μια θεόσταλτη δοκιμασία έφερε σ' επίγνωση και τον όσιο Αρέθα, που καταγόταν από το Πολότσκ και ήταν μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων. Αυτός ο δυστυχής είχε το πάθος της φιλαργυρίας, τη ρίζα όλων των κακών, κατά τον απόστολο. Μάζευε κρυφά κι έκρυβε στο κελί του χρήματα και πολύτιμα είδη. Από το εργόχειρο του δεν έδινε τίποτα στη μονή ή στους φτωχούς. Αλλά ούτε και για τον εαυτό του ξόδευε το παραμικρό. Μόνο συγκέντρωνε...

Ο λόγος του Θεού δεν τον συνέτιζε.
Οι νουθεσίες και οι παραινέσεις του ηγουμένου δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Οι συμβουλές των αδελφών δεν τον συγκινούσαν.

Κάποια νύχτα, με παραχώρηση Θεού, άγνωστοι κλέφτες του άρπαξαν όλη την περιουσία κι εξαφανίστηκαν.
Όταν ο Αρέθας ανακάλυψε την κλοπή κεραυνοβολήθηκε. Ήταν τέτοια η απόγνωση του, που μόνο με την επέμβαση του φιλάνθρωπου Θεού συγκρατήθηκε και δεν τερμάτισε τη ζωή του. Έγινε όμως ένα αγρίμι από την οργή και την παράφορα.
Από την ήμερα εκείνη άρχισε να επιτίθεται στους αδελφούς, να τους προπηλακίζει και να τους ζητάει τα λεφτά του. Όλους τους θεωρούσε ένοχους για την κλοπή. Έγινε ένας αληθινός τύραννος της αδελφότητας.

Οι πατέρες τον βεβαίωναν πως ήταν αθώοι και τον συμβούλευαν να εμπιστευθεί τον εαυτό του στο Θεό.
— Αδελφέ, του έλεγαν, «επίρριψον επί Κύριον την μέριμνά σου, και αυτός σε διαθρέψει».

Που να τους ακούσει όμως εκείνος! Όχι μόνο δεν έδινε σημασία στα λόγια τους, αλλά και τους «στόλιζε» με άπρεπες και προσβλητικές εκφράσεις. Ο πονηρός τον είχε κυριέψει ολοκληρωτικά... Σε λίγο καιρό ο Αρέθας χτυπήθηκε από φοβερή αρρώστια κι έφτασε μέχρι το θάνατο. Ωστόσο και στο κρεβάτι της οδύνης δεν έπαυε να βαρυγκωμά και να κακολογεί τους αδελφούς. Στο τέλος έπεσε σε κώμα κι έμεινε για πολλές ώρες σαν νεκρός. Μόλις που ανέπνεε. Οι αδελφοί με θλίψη περίμεναν το τέλος του.
Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος, που δεν θέλει την καταστροφή των ανθρώπων αλλά τη σωτηρία τους, έστειλε το έλεός Του στο ταλαίπωρο πλάσμα Του.

Καθώς κειτόταν ακίνητος ο Αρέθας, άρχισε ξαφνικά να φωνάζει:
- Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι και δεν λυπάμαι που τα έχασα!

Αμέσως συνήλθε, σηκώθηκε, κι εξήγησε φοβισμένος στους αδελφούς που τον παράστεκαν, τι του είχε συμβεί.
— Είδα, τους είπε, πως ήρθαν άγγελοι και δαίμονες κοντά μου. Άρχισαν να φιλονικούν για μένα, εξαιτίας του κλεμμένου μου πλούτου. Οι δαίμονες υποστήριζαν επίμονα πως όχι μόνο δεν ευαρέστησα το Θεό, αλλά και τον βλασφήμησα με τη φιλαργυρία και τη συμπεριφορά μου. «Γι' αυτό είσαι δικός μας Αρέθα», μου έλεγαν, ενώ τους παρακολουθούσα έντρομος. «Είσαι δικός μας και σε μας θα παραδοθείς!». Τότε οι άγγελοι με κοίταξαν με λύπη. «Ώ άθλιε άνθρωπε!», είπαν. «Ώ ανάξιε μοναχέ, που τόσα χρόνια ήσουν δούλος του πάθους της φιλαργυρίας! Δεν σε συνέτισε τουλάχιστον η κλοπή των χρημάτων σου; Αν ευχαριστούσες και δόξαζες το Θεό για τη στέρηση τους, θα σε λυπόταν και θα σ' ελεούσε. Σ' αυτή την περίπτωση θα σου λογάριαζε την απώλεια σαν ελεημοσύνη, όπως έκανε στον Ιώβ. Όποιος ελεεί με τη θέληση του κάνει μεγάλο έργο ενώπιον του Θεού. Αλλά και όποιος χάνει τον πλούτο του ακούσια, αντιμετωπίζοντας όμως την απώλεια με πραότητα και με δοξολογία στο Θεό, αμείβεται απ' Αυτόν σαν ελεήμων. Ο διάβολος στέλνει τους κλέφτες ν' αρπάξουν τα πλούτη των ανθρώπων, για να κάνη τους τελευταίους ν' αγανακτήσουν και να βλασφημήσουν το Θεό!». Στα λόγια εκείνα των αγγέλων εγώ κραύγασα αυτό που ακούσατε: «Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι και δεν λυπάμαι που τα έχασα!». Στην κραυγή μου οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, ενώ οι άγγελοι χάρηκαν και αποχώρησαν.

Σαν άκουσαν τη διήγηση του Αρέθα οι αδελφοί, θαύμασαν τη φιλάνθρωπη σοφία του Θεού, που βρίσκει πάντοτε τρόπους να φέρνει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.

Από την ημέρα εκείνη η ζωή του Αρέθα άλλαξε εντελώς.

Ενώ πριν κανείς δεν μπορούσε να τον συγκράτηση από την κακοτροπία και κακολογία του, τώρα όλοι εκπλήττονταν με την πραότητα και την καλοσύνη του.

Με βαθιά μετάνοια, με απροσωπόληπτη αγάπη, με αδιάκριτη υπακοή, με δακρύρροη προσευχή και σκληρή εγκράτεια ο μακάριος Αρέθας, πέρασε θεοφιλώς την υπόλοιπη ζωή του.
Και τόσο ευαρέστησε το Θεό με την ταπείνωση και την άσκηση, ώστε, μετά την οσιακή κοίμησή του, αξιώθηκε κι αυτός της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου του, που χαρίζει πλούσια τα ελέη του Κυρίου σ' όσους προστρέχουν σ' αυτό με πίστη.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Βίος Οσίου Αρσενίου

Εικόνα

Ὁ Ὀσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχῶρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά.
Εἶχαν ἀποκτήσει δυὸ ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφὴ τῆς μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε Θεόδωρου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.

Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα κάρηκε Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.

Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τὶς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε "φυλακτό" ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατῶφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας τὸ μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε κι ἔπιανε στὰ χέρια του.
Συνήθιζε νὰ λέγει "ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται".

Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ "ἔπασχε τὰ Θεία". Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῷα. Ποτέ του δὲν κάθισε σὲ ζῷο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτέ Του δὲν κάθισε σὲ ζῷο - μόνο μία φορᾷ - καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: "Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ' αὐτό;" Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ' ὁρισμένες "ἰδιοτροπίες". Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι' αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: "Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος".

Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, "Θεέ μου! λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. Ἐμεῖς ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες "στὴν Πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα".

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ' ἕνα νησί.

Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.
Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.

Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ᾖλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ' ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ σ' Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.

Μὲ λίγα λόγια αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος.

Ἂς ἔχομε ὅλοι τὶς Ἁγίες του Εὐχές.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

Ο Όσιος Αρσένιος εν Πάρω

Ημερομηνία εορτής: 31/01/2013 Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 31 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Άγιοι που εορτάζουν: Όσιος Αρσένιος Ο Νέος Εν Πάρω (1800 - 1877)

Εικόνα

Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα το έτος 1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.
Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Όμως και από εδώ αναγκάστηκαν να φύγουν, γιατί άρχισε η επανάσταση κατά των Τούρκων. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 Πρεσβύτερος.
Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μέχρι το 1840.
Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.
Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.
Όταν το 1861, κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.
Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 10 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου.

Πηγή
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας - Saints of our Church”