Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΙΘ': ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
Άνθρωπε ελάχιστε, θέλεις ευρείν την ζωήν; Την πίστιν και την ταπείνωσιν κράτησον εν εαυτώ, ότι εν αυταίς ευρίσκεις το έλεος και την βοήθειαν και λόγους εν καρδία εκ του Θεού λαλουμένους μετά του φύλακος του εν τω κρύπτω και εν τω φανερώ παραμένοντος σοι. Θέλεις ταύτα κτήσασθαι, άπερ εισίν ομιλίαι της ζωής; Εν απλότητι πορεύθητι και μη εν γνώσει ενώπιον του Θεού. Τη απλότητι η πίστις ακολουθεί, τη λεπτοτητι δε και τη αντιστροφή των λογισμών η οίησις, τη δε, απέχεσθαι του Θεού.
Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού δια προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμω σου, ώσπερ μύρμηξ και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα και ως παιδίον ψελλίζον.
Και μη είπης έμπροσθεν αυτού τι εν γνώσει, αλλά τω νηπιάζοντι φρονήματι προσέγγισον τω Θεώ και πορεύθητι ενώπιον αυτού, ίνα αξιωθής της προνοίας εκείνης της πατρικής, της γι¬νομένης υπό των πατέρων επί τα τέκνα αυτών τα νήπια. Ερρέθη, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Προσεγγίζει ο νήπιος τω όφει και κρατεί αυτόν είς τον τράχηλον αυτού, και ου βλάπτει αυτόν. Γυμνός πορεύεται ο νήπιος όλον τον χειμώνα, ότε άλλοι ενδεδυμένοι και εσκεπασμένοι, και υπεισέρχεται το ψύχος εν όλοις τοις εαυτού μέλεσιν. Αυτός κάθηται γυμνός εν ημέρα ψύχους και κρύους και πάχνης, και ου πονεί. Διότι το σώμα της ιδιωτείας αυτού κεκαλυμμένον εστίν εν άλλω ενδύματι αοράτω, εκ της προνοίας εκείνης της κρυπτής, της τηρούσης τα τρυφερά αυτού μέλη, ίνα μη εγγίση αυτοίς βλάβη εκ τίνος.
Νυν πιστεύεις, ότι εστί πρόνοια τις κρυπτή, ήτινι το τρυφερόν σώμα το έτοιμον ταχέως είς εκάστην βλάβην, δια την τρυφερότητα και ασθενή πολιτείαν αυτού, διαφυλάττεται εν μέσω των εναντίων και ου κατανοείται ύπ' αυτών; Φησι, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Και ου τούτους μόνον τους μικρούς τω σώματι, αλλά κάί τους εν κοσμώ σοφούς οντάς, τους καταλιμπάνοντας την γνώσιν αυτών και επ' έκεινην την σοφίαν την επαρκούσαν επερειδομένους και γινόμενους ως νηπίους εν τω εαυτών θελήματι και τότε μανθάνοντας έκεινην την σοφίαν την μη αισθανομένην εν έργοις γυμνασίας.
Και καλώς είπεν ο σοφός τα θεια Παύλος• «ο δοκών σοφός είναι εν τω κόσμω τούτω, γενέσθω μωρός, ίνα γένηται σοφός» όμως αίτησαι τον Θεόν, δούναι σοι φθάσαι το μέτρον της πίστεως. Κάί εάν της τροφής αυτής αισθηθής εν τη ψυχή σου, ουκ εστί μοι δυσχερές ειπείν πάλιν, ότι ουκ έστι το κωλύον σε από του Χριστού. Και ουκ ίστι σοι δυσχερές αιχμαλωτισθήναι εν πάση ώρα από των γηίνων, κάί λαβείν τούτον τον κόσμον τον ασθενή και τάς μνήμας των πραγμάτων αυτού. Υπέρ τούτου άόκνως προσεύχου και εν θερμότητι ίκέτευσον ίο και εν σπουδή πολλή δεήθητι, έως αν λαβής. Και πάλιν ου μη ατόνησης. Άξιωθήση δε τούτων, εάν πρώτον βιάσης εαυτόν του έπιρρίψαι έπϊ τον Θεόν την μέριμνάν σου μετά πίστεως και ανταλλάξες την πρόνοιάν σου είς την πρόνοιαν αυτού.
Kαι τότε όταν ίδη το θέλημα σου, ότι εν πάση καθαρότητι του φρονήματος επίστευσας αυτώ τω Θεώ υπέρ εαυτόν και εβιάσω εαυτόν ελπίσας επί τον Θεόν πλέον της ψυχής σου, τότε εκείνη η δύναμις η άγνωστος υπό σου επισκηνοί επί σε. Και αισθητικώς αισθηθήση της δυνάμεως του μετά σου ανενδοιάστως εκείνης της δυνάμεως, ης αισθανόμενοι πολλοί εισ¬έρχονται είς το πυρ και ου φοβούνται, και έπι το ύδωρ πατούντες, ου διστάζουσι τω λογισμώ εαυτών, μήπως καταποντισθώσι. Διότι ενισχύει η πίστις τάς αισθήσεις της ψυχής και ωσανεί τίνος αοράτου αισθάνεται, πείθοντος αυτόν μη προσέχειν τη οράσει των φοβερών πραγμάτων, μηδέ τη οράσει τη υπερβαλλούση των αισθήσεων βλέπειν.
Τάχα δοκεί σοι παντελώς, ότι την γνώσιν την πνευματικήν εκείνην εν ταύτη τη ψυχική γνώσει δέχεται τις; Και ου μόνον αδύνατον υποδεχθήναι εκείνην την πνευματικήν εν ταύτη τη γνώσει τη ψυχική, άλλ' ουδέ αισθήσει αισθηθήναι αυτής δυνατόν τινι ή αξιωθήναι αυτής των εν ταύτη σπουδαζόντων γυμνασθήναι. Και εάν τίνες εξ αυτών θέλωσι προσεγγίσαι εκείνη τη γνώσει του Πνεύματος, έως ου απαρνήσωνται ταύτην και πάσαν αναστροφήν της λεπτότητος αυτής και την πολύπλοκον αυτής μέθοδον, και σταθώσιν είς το νήπιον αυτής φρόνημα, ουδέ προς ολίγον εκείνη προσεγγίσαι δύνανται. Αλλά πολύς αναχαιτισμός γίνεται αυτοίς η συνήθεια αυτής και αι έννοιαι αυ¬τής, έως αν κατά μικρόν και μικρόν εξάλειψη αυτά. Η γνώσις εκείνη του Πνεύματος απλή εστί και εν λογισμοίς ψυχικοίς ουκ επιλάμπει. Έως αν ελευθερωθή η διανοία εκ των πολλών λογισμών και έλθη είς μίαν απλότητα της καθαρότητος, ου μη δυνηθή αισθηθήναι της γνώσεως της πνευματικής.
Αύτη η τάξις της γνώσεως, το αισθηθήναι της τρυφής εκείνης της ζωής του αιώνος εκείνου. Εντεύθεν τους πολλούς λογισμούς ψέγει. Η δε γνώσις αύτη η ψυχική εκτός πλήθους λογισμών γνώναί τι άλλο, το εν τη απλότητι της διανοίας δεχόμενον ου δύναται, κατά τον λέγοντα «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού ου δύνασθε». Αλλ' ιδού οι πολλοί εις την τοιαύτην ιδιωτείαν ου φθάνουσι, και είς τα έργα αυτών τα αγαθά ελπίζομεν, ότι τετήρηται αυτοίς μέρος εν τη των ουρανών βασιλεία, καθώς εκ της συνέσεως των μακαρισμών των Ευαγγελίων, ων έθηκε διαφόρως, γνωσθήναι ημίν, ότι αλλοιώσεις πολλάς εν διαφόροις πολιτείαις εγνώρισεν ημίν εν αυτοίς τοις μακαρισμοίς. Διό¬τι έκαστος άνθρωπος είς όλα τα μέτρα εν πάση οδώ, η πορεύε¬ται προς αυτόν, αυτός ανοίγει έμπροσθεν αυτού την πύλην της βασιλείας των ουρανών.
Αλλ' εκείνην την γνώσιν την πνευματικήν ου δύναται τις δέξασθαι, εάν μη στραφή και γένηται ως παιδίον. Εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τροφής εκείνης της βασιλείας των ου¬ρανών. Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν ότι εστί. Και αύτη ουκ εν τοις έργοις των λογισμών ευ¬ρίσκεται, αλλ' εκ της χάριτος γευθήναι δύναται, και έως αν καθαρθή ο άνθρωπος, ουδέ ακούσαι αυτής καν ικανοί. Διότι εκ μαθήσεως ουδείς δύναται αυτήν κτήσασθαι. Εάν φθάσης την καθαρότητα της καρδίας την εκ πίστεως, ώ τέκνον, προσγινομένην, την εν ησυχία τη εκ των ανθρώπων, και λάθης την γνώσιν τούτου του κόσμου, ώστε σε μη αισθηθήναι αυτής, εξαίφνης ευρεθήσεται αύτη έμπροσθεν σου, χωρίς ερεύνης της περί αυτήν. «Στήσον», φησί, «στήλην και επίχεε επ' αυτήν έλαιον, και ευρήσεις θησαυρόν εν τω κόλπω σου».
Εάν δε τη αγχόνη της γνώσεως της ψυχικής κρατηθής, ουκ άτοπον μοι ειπείν, ότι ευχερές σοι εκ των δεσμών του σιδήρου λυθήναι, ή εξ αυτής. Και ουκ απέχεις αεί εκ των παγί¬δων της πλάνης και ουδέποτε συνήσεις λαβείν παρρησίαν τε και πεποίθησιν προς τον Κύριον, και εν πάση ώρα κατά στόμα του ξίφους πορεύη και εκτός λύπης γενέσθαι παντελώς ου δυνήση. Εν ασθένεια και απλότητι δεήθητι, ίνα ζήσης καλώς έμπροσθεν του Θεού και εκτός μερίμνης γενήση. Καθάπερ γαρ ακολουθεί η σκιά τω σώματι, ούτω και τη ταπεινοφροσύνη το έλεος. Λοιπόν, εάν εν τούτοις εθέλης αναστρέφεσθαι, μη δως χείρα τοις ασθενέσι λογισμοίς παντελώς. Και εάν πάσαι αι βλάβαι και αι κακίαι και οι κίνδυνοι περικυκλώσωσι και εκφοβώσι σε, μη φροντίσης περί αυτών, μηδέ ψηφήσης αυτά.
Εάν άπαξ επίστευσας τω Κυρίω τω αύταρκουντι προς φυλακήν σου, και εάν πορεύση οπίσω αυτού, μη πάλιν φροντίσης εις τι των τοιούτων. Άλλ' είπε τη ψυχή σου, Αυταρκεί μοι είς πάντα ωτινι την ψυχήν μου καθάπαξ παρέδωκα. Εγώ ουκ ειμί ώδε, αυτός γινώσκει. Και τότε βλέπεις εν έργω τα θαυμάσια του Θεού. Πώς εγγύς εστίν εν παντι καιρώ λυτρώσασθαι τους φοβούμενους αυτόν, και πώς η πρόνοια αυτού περικυκλοί αυτούς, και ου καθοράται. Ούχ ότι ούν ου καθοράται τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ο φρουρός ο μετά σου, οφείλεις διστάσαι εν αυτώ ότι ουκ εστί. Πολλάκις γαρ και τοις σωματι¬κοίς οφθαλμοίς αποκαλύπτεται προς το σε θαρρήσαι.
Ηνίκα γαρ ο άνθρωπος ρίψειεν εξ αυτού πάσαν αντίληψιν ορωμένην και την ανθρωπίνην ελπίδα, και τω Θεώ ακολουθήσειεν εν πίστει και καθαρή καρδία, ευθέως ακολουθεί αυτώ η χάρις και αποκαλύπτει αυτώ την εαυτής δύναμιν εν πολυτρόποις αντιλήψεσι. Πρώτον μεν εν τοις φανεροίς τούτοις και τοις του σώματος, και δεικνύει αύτω την εαυτής αντίληψιν, δια της περί αυτόν προνοίας, ως δύνασθαι αυτόν εν τούτοις επί πλέον αισθηθήναι της δυνάμεως της προνοίας του Θεού της περί αυτόν.
Και εν τη συνέσει των φανερών βεβαιούται και περί των κρυπτών, καθώς δει τη νηπιότητι του φρονήματος αυτού και τη διαγωγή αυτού, ότι πώς ευπρεπίζεται η χρεία αυτού χωρίς έργου, ηνίκα ουκ εφρόντισε. Και πολλάς επιφοράς παρέρχεσθαι εξ αυτού ποιεί, προσεγγίζουσας αύτω, πολλάκις πεπληρωμένας κινδύνων, ηνίκα αυτός ουκ ενόησεν εν αυταίς, αλλ' ανεπαισθήτως η χάρις αποδιώκει απ' αυτού εν θαύματι μεγάλω, και φρουρεί αυτόν καθάπερ τροφός, ήτις εκπετά τάς πτέρυγας εαυτής επί τα εαυτής τέκνα, του μη προσεγγίσαι αυτοίς βλάβην τινός και δεικνύει αυτώ τοις οφθαλμοίς αυτού, ότι πώς προσήγιζε αυτώ η απώλεια αυτού και αβλαβώς διέμεινεν.
Ούτω γυμνάζει αυτόν και εν τοις κρυπτοίς, και ανοίγει έμπροσθεν αυτού την ενέδραν των εννοιών και των λογι¬σμών των δυσχερών, των ακατάληπτων. Και ευκόλως ευρί¬σκεται αυτώ η κατανόησις αυτών και η ακολουθία αυτών προς αλλήλους και η πλάνη αυτών, και τίνι μεν αυτών προσκολλάται και πώς γεννώνται εις εξ ενός και απολούσι την ψυχήν. Και καταισχύνει εν οφθαλμοίς αυτού πάσαν ενέδραν των δαιμόνων και το κατάλυμα των λογισμών αυτών, και τίθησιν εν αύτω σύνεσιν κατανοήσαι τα εσόμενα και ανατέλλει εντός της απλότητος φως κρυπτόν, του αισθηθήναι εις πάντα, και την δύναμιν των εννοιών των λογισμών των λεπτών. Και δεικνύει αυτώ ως εν δακτύλω, ότι, ει μη ταύτα έγνω, τί έμελλε πάσχειν. Και τότε γεννάται αυτώ εντεύθεν, ότι έκαστον πράγμα μικρόν και μέγα εν ευχή δει εξαιτήσασθαι παρά του δημιουργού αυτού περί αυτού.
Και ηνίκα η θεία χάρις βεβαιώσειε το φρόνημα αυτού εις πάντα ταύτα, του πεποιθέναι έπι τον Θεόν, τότε άρχεται εισέρχεσθαι είς τους πειρασμούς κατά μικρόν και μικρόν. Και παραχωρεί πεμφθήναι αυτώ πειρασμούς ικανούς προς το μέτρον αυτού, του βαστάξαι την ισχύν αυτών. Και εν αυτοίς τοις πειρασμοίς προσεγγίζει αυτώ η αντίληψις αισθητικώς, ίνα θαρρήση, έως αν κατά μικρόν και μικρόν γυμνασθή και κτήσηται σοφίαν και περιφρονήση τους εχθρούς αυτού εν τη πεποιθήσει τη προς τον Θεόν. Ου δυνατόν γαρ εκτός τούτων σοφισθήναι εν τοις πολεμίοις τοις πνευματικοίς και γνώναι τον εαυτού προνοητήν και αισθηθήναι του Θεού αυτού και στερεωθήναι εν τη πίστει αυτού κρυπτώς, εί μη εν τη δυνάμει της πείρας αυτόν, ήτις εδέξατο.
Και ηνίκα ίδη η χάρις, ότι ήρξατο εν τω λογισμω αυτού η οίησις μικρόν, και ήρξατο λογίζεσθαι μέγα περί εαυτού, ευθέως παραχωρεί τους πειρασμούς κατ' αυτού ισχυροποιηθήναι και κραταιωθήναι, έως αν μάθη την εαυτού ασθένειαν και φύγη και κατάσχη τον Θεόν εν ταπεινώσει. Και εν τούτοις έρ¬χεται ο άνθρωπος είς τα μέτρα του τελείου ανδρός εν τη πίστει και τη ελπίδι του Υιού του Θεού και υψούται προς την αγάπην. Θαυμαστή γαρ γνωρίζεται η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον, όταν ποτέ εν μέσω γένηται πραγμάτων των διακοπτόντων την ελπίδα αυτού, και εκείσε δεικνύει ο Θεός την δύναμιν εαυ¬τού εν τη σωτηρία τη επ' αυτόν. Ουδέποτε γαρ μανθάνει ο άν¬θρωπος την δύναμιν την θεϊκήν εν αναπαύσει και πλατυσμώ, και ουδέποτε έδειξεν ο Θεός την εαυτού ενέργειαν αισθητικώς, εί μη εν χώρα ησυχίας και εν ερήμω και εν τόποις εστερημένοις των συντυχιών και της ταραχής της κατασκηνωσεως της μετά των ανθρώπων.
Μή θαυμάσης, όταν άρξη της αρετής και βρύουσι κατά σου αι θλίψεις αί σκληροί και ισχυραί εκ παντός τόπου. Διότι ουδέ αρετή λογίζεται εκείνη, ή τινι ουκ ακολουθεί η δυσχέρεια των έργων είς ενέργειαν αυτής. Αύτη γαρ η αρετή εξ αυτού τούτου ωνομάσθη, καθώς είπεν ο άγιος Ιωάννης «Σύνηθές εστί», φησί, «τη αρετή επιπίπτειν τάς δυσκολίας εκείνη δε», φησί, «ψεκτή εστίν, ηνίκα δεδέσμευται τη ανέσει». Ειπεν ο μακάριος Μάρκος ο μοναχός «Πάσα αρετή γινομένη σταυρός ονομάζεται, όταν την εντολήν του Πνεύματος πληροί». Διά τούτο πάντες οι θλίβοντες εν τω φόβω του Κυρίου ζήσαι και εν τω Ιησού Χριστώ διωχθήσονται. Φησι γαρ• «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». Ει τις ου θέλει ζήσαι εν ταίς αναπαύσεσιν, απολέσας την ψυχήν εαυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν. Δια τούτο ούν προέλαβε και έθηκεν έμπροσθεν σου τον σταυρόν, ίνα τον θάνατον ορίσης καθ' εαυτού, και τότε αποστείλης την ψυχήν σου πορευθήναι οπίσω αυτού. Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως. Αύτη ου γινώσκει ηττηθήναι υπό τίνος, εάν τοις δεξιοίς και εάν τοις αριστεροίς. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπί¬δα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον. Και ουδείς των εχθρών δύναται απαντήσαι αυτώ και ουκ εστί θλίψις, ης τίνος η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί Διότι πασά θλί¬ψις γινομένη, υποκάτωθεν του θανάτου εστί, και αυτός έκυψε δέξασθαι καθ' εαυτού τον θάνατον. Εάν είς πάντα τόπον και εις παν πράγμα και είς πάντα καιρόν, εν πάσιν οίς θέλεις περιεργάσασθαι, θής σκοπόν εν τω φρονήματί σου είς έργα και λύπην, ουχί μόνον ευθαρσής και άοκνος ευρεθήση εν παντί καιρώ, του αντιτάσσεσθαι πάση δυσκολία νομιζομένη, αλλά και εν τη δυνάμει των λογισμών σου φεύγουσιν από σου αι πτοούσαι έννοιαι και εκφοβούσαι σε, αι εξ έθους τικτόμεναι εν τω ανθρώπω εξ εκείνων των εις την ανάπαυσιν προσεχόντων λο¬γισμών, και πάντα τα δυσχερή και σκληρά, τα συναντώντα σοι, ευχερή και εύκολα ορώνται σοι. Και πολλάκις εξ εναντίας κα¬ταντήσει τα κατά σε εκείνων των προσδοκηθέντων υπό σου, και ίσως ουδέν συναντήσεταί σοι των τοιούτων ποτέ.
Συ γινώσκεις, ότι η ελπίς της αναπαύσεως εκ της μνήμη των μεγάλων και εκ των αγαθών και των αρετών στερίσκει εν παντί καιρώ τους ανθρώπους. Αλλ' ουδέ οί εν τω δε τω κοσμώ εν τη συναναστροφή του σώματος υπάρχοντες, φθάσαι δύνανται το τέλειον του θελήματος αυτών, ει μη κρίνωσιν εν τη εαυτών διανοία του υπομείναι τα δυσχερή. Και επειδή η πείρα μαρτυρεί περί τούτων, ου χρεία πείσαι εν λόγοις. Ότι εν πάσι γενεά των προ ημών και έως του νυν ουκ εστίν άλλο δι' ου εξασθενούσιν οι άνθρωποι του μη νικήσαι, στερηθήναι τε των αρίστων πραγμάτων, ει μη τούτο. Διό και συντόμως λέγομεν, Οτι ου καταφρονεί τις της βασιλείας των ουρανών, εϊ μη τη ελπίδι της ανέσεως της μικράς της ενταύθα. Και ου μόνον τούτο πάσχει, αλλά και επιφοραί ισχυροί πολλάκις και πειρασμοί δει¬νοί ετοιμάζονται παντι ανθρώπω προσέχοντι τω εαυτού θελήμάτι και προς τούτο οι λογισμοί αυτού πορεύονται • ότι ο κυβερ¬νών αυτόν, εστίν η επιθυμία.
Τίς εστίν ο μη γινώσκων, ότι και τα πετεινό, εν τη θεωρία της αναπαύσεως προσπελάζει τη παγίδι; Μη ίσως πολύ υστερεί η γνωσις ημών της γνώσεως των πετεινών εν τη ομοιώσει εν τοις κρυπτοίς ή εν τοις συμβεβηκόσι τοις κεκαλυμμένοις εν τισι πράγμασιν ή εν τόποις ή τινί, εν οίς και ο διά¬βολος εξ αρχής εν επαγγελία και φρονήματι της αναπαύσεως θηρεύει ημάς; Αλλά δια το είναι το φρόνημα κατά την επιθυμίαν δραμείν τω λόγω εσφάλην εκ του σκοπού , ου έθηκα εξ αρχής εν τω λόγω μου ότι εν παντί καιρώ τον σκοπόν της θλίψεως δει ημάς τιθέναι τω φρονήματι ημών εν παντί πράγματι, εν ω μέλλομεν άρξασθαι εν τη οδώ τη προς τον Κύριον, και το τέλος της εκβάσεως αυτής δει επερείδειν προς την αρχήν σπου¬δαίους.
Ποσάκις ερωτά άνθρωπος, ότε θέλει άρξασθαι εις τι πράγμα δια τον Κύριον, λέγων Άρα εστίν ανάπαυσις εν τω πράγματι; Ή πώς δυνατόν πορεύεσθαι εν αυτή χωρίς έργου ευκόλως; ή ίσως εστίν εν αυτή θλίψις πόνον εμποιούσα τω σώματι; Ουκ ιδού άνω και κάτω το όνομα ζητούμεν της αναπαύσεως; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; εις τον ουρανόν ανελθείν εθέλεις και την εκείσε βασιλείαν λαβείν και την κοινωνίαν την μετά του Θεού και την ανάπαυσιν της εκείθεν μακαριότητος και την μετά των Αγγέλων κοινωνίαν και την ζωήν την αθάνατον, και έρωτας συ, εάν έχη η οδός αύτη έργον; Ω θαύμα! Οι επιθυμούντες των πραγμάτων του αιώνος τούτου του διαλυομένου, κατά των κυμάτων των φοβερών της θαλάσσης διαβαίνουσι και εν όδοίς τραχέσι πορευθήναι κατατολμώσι, και όλως ου λέγουσιν, ότι εστίν έργον εν τω πράγματι η λύπη εν ω θέλουσι ποιήσαι, και ημείς εν παντί τόπω περί αναπαύσεως εξετάζομεν; Εάν δε την οδόν της σταυρώσεως κατά νουν λάβωμεν εν παντι καιρώ, εννοήσομεν ποία λύπη ουκ εστίν ευχερεστέρα ταύτης.
Η ίσως εστί τις παντελώς ο μη ταύτα πεπεισμένος, ως ουδέποτέ τις έλαβε νίκην εν τω πολεμώ ή τον στέφανον τον αφανιζόμενον εδέξατό τις ή ήλθεν η επιθυμία του θελήματος αυτού εν τη χειρί αυτού, καν και εκ των επαινουμένων ή, η διηκόνησέ τι εν τοις πράγμασι τοις θεϊκοίς ή κατώρθωσε τίνα των επαινουμένων αρετών, ει μη πρώτον ευρεθή καταφρονήσας των έργων των θλίψεων και απεδίωξεν από της εγγύτητος αυ¬τού το φρόνημα το ερεθίζον είς ανάπαυσιν, όπερ γεννά την αμέλειαν και οκνηρίαν και την πτόησιν, εξ ων χαύνωσις εν παντί;
Όταν ο νους ζηλώση υπέρ αρετής και αι αισθήσεις αι φανεραί, ήτοι η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις, και η αφή, εξ εναντίας των δυσχερών έργων των αλλότριων, των έξωθεν του έθους και του όρου της δυνάμεως της φυσικής, νικηθήναι ου γινώσκουσιν. Επάν δε εν καιρώ ο θυμός ο φυσικός ενεργή την εαυτού ενέργειαν, τότε η ζωή του σώματος ευκατα¬φρόνητος εστίν υπέρ τα σκύβαλα. Ηνίκα γαρ η καρδία ζηλοτυπήσει εν πνεύματι, το σώμα ου λυπείται εν ταίς θλίψεσιν, ουδέ εκ των φόβων ποιείται και συστέλλεται, αλλά συνίσταται αυτώ ο νους προς πάντας τους πειρασμούς, ως αδάμας εν τη καρτερία αυτού.
Ζηλώσωμεν και ημείς τον ζήλον του Πνεύματος υπέρ του θελήματος του Ιησού, και αποδιωχθήσεται αφ' ημών πάσα αμέλεια, η γεννώσα εν τω φρονήματι ημών την ραθυμίαν.Ζήλος γαρ γεννά το θάρσος και το κράτος της ψυχής και την σπουδήν του σώματος. Ποία δύναμις γίνεται εν τοις δαίμοσιν, όταν η ψυχή κίνηση τον εαυτής ζήλον τον σφοδρόν, τον φυσικόν εξ εναντίας αυτών; Και η προθυμία πάλιν του ζήλου γέννημα λέγεται. Και όταν εξάγη την εαυτόν δύναμιν εις πράξιν, πάσαν ισχύν απτόητον γινομένην εν τη ψυχή βεβαιοί. Και αυτούς δε τους στεφάνους της ομολογίας, ους υποδέχονται οι αθλητάι και οι μάρτυρες εν τη καρτερία αυτών, εν ταίς δυσίν εργασίαις του ζήλου και της προθυμίας, των τικτομένων εκ της δυνάμε¬ως του θυμού του φυσικού, κομίζονται. Γίνονται απαθείς εν τη σφοδρά λύπη των βασάνων.
Ο Θεός δώη και ημίν τοιαύτην προθυμίαν εν τη αυτού ευαρεστήσει. Αμήν.
Άνθρωπε ελάχιστε, θέλεις ευρείν την ζωήν; Την πίστιν και την ταπείνωσιν κράτησον εν εαυτώ, ότι εν αυταίς ευρίσκεις το έλεος και την βοήθειαν και λόγους εν καρδία εκ του Θεού λαλουμένους μετά του φύλακος του εν τω κρύπτω και εν τω φανερώ παραμένοντος σοι. Θέλεις ταύτα κτήσασθαι, άπερ εισίν ομιλίαι της ζωής; Εν απλότητι πορεύθητι και μη εν γνώσει ενώπιον του Θεού. Τη απλότητι η πίστις ακολουθεί, τη λεπτοτητι δε και τη αντιστροφή των λογισμών η οίησις, τη δε, απέχεσθαι του Θεού.
Ότε προσεγγίσεις ενώπιον του Θεού δια προσευχής, ούτω γενού εν τω λογισμω σου, ώσπερ μύρμηξ και ώσπερ τα ερπετά της γης, και ώσπερ βδέλλα και ως παιδίον ψελλίζον.
Και μη είπης έμπροσθεν αυτού τι εν γνώσει, αλλά τω νηπιάζοντι φρονήματι προσέγγισον τω Θεώ και πορεύθητι ενώπιον αυτού, ίνα αξιωθής της προνοίας εκείνης της πατρικής, της γι¬νομένης υπό των πατέρων επί τα τέκνα αυτών τα νήπια. Ερρέθη, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Προσεγγίζει ο νήπιος τω όφει και κρατεί αυτόν είς τον τράχηλον αυτού, και ου βλάπτει αυτόν. Γυμνός πορεύεται ο νήπιος όλον τον χειμώνα, ότε άλλοι ενδεδυμένοι και εσκεπασμένοι, και υπεισέρχεται το ψύχος εν όλοις τοις εαυτού μέλεσιν. Αυτός κάθηται γυμνός εν ημέρα ψύχους και κρύους και πάχνης, και ου πονεί. Διότι το σώμα της ιδιωτείας αυτού κεκαλυμμένον εστίν εν άλλω ενδύματι αοράτω, εκ της προνοίας εκείνης της κρυπτής, της τηρούσης τα τρυφερά αυτού μέλη, ίνα μη εγγίση αυτοίς βλάβη εκ τίνος.
Νυν πιστεύεις, ότι εστί πρόνοια τις κρυπτή, ήτινι το τρυφερόν σώμα το έτοιμον ταχέως είς εκάστην βλάβην, δια την τρυφερότητα και ασθενή πολιτείαν αυτού, διαφυλάττεται εν μέσω των εναντίων και ου κατανοείται ύπ' αυτών; Φησι, «φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος». Και ου τούτους μόνον τους μικρούς τω σώματι, αλλά κάί τους εν κοσμώ σοφούς οντάς, τους καταλιμπάνοντας την γνώσιν αυτών και επ' έκεινην την σοφίαν την επαρκούσαν επερειδομένους και γινόμενους ως νηπίους εν τω εαυτών θελήματι και τότε μανθάνοντας έκεινην την σοφίαν την μη αισθανομένην εν έργοις γυμνασίας.
Και καλώς είπεν ο σοφός τα θεια Παύλος• «ο δοκών σοφός είναι εν τω κόσμω τούτω, γενέσθω μωρός, ίνα γένηται σοφός» όμως αίτησαι τον Θεόν, δούναι σοι φθάσαι το μέτρον της πίστεως. Κάί εάν της τροφής αυτής αισθηθής εν τη ψυχή σου, ουκ εστί μοι δυσχερές ειπείν πάλιν, ότι ουκ έστι το κωλύον σε από του Χριστού. Και ουκ ίστι σοι δυσχερές αιχμαλωτισθήναι εν πάση ώρα από των γηίνων, κάί λαβείν τούτον τον κόσμον τον ασθενή και τάς μνήμας των πραγμάτων αυτού. Υπέρ τούτου άόκνως προσεύχου και εν θερμότητι ίκέτευσον ίο και εν σπουδή πολλή δεήθητι, έως αν λαβής. Και πάλιν ου μη ατόνησης. Άξιωθήση δε τούτων, εάν πρώτον βιάσης εαυτόν του έπιρρίψαι έπϊ τον Θεόν την μέριμνάν σου μετά πίστεως και ανταλλάξες την πρόνοιάν σου είς την πρόνοιαν αυτού.
Kαι τότε όταν ίδη το θέλημα σου, ότι εν πάση καθαρότητι του φρονήματος επίστευσας αυτώ τω Θεώ υπέρ εαυτόν και εβιάσω εαυτόν ελπίσας επί τον Θεόν πλέον της ψυχής σου, τότε εκείνη η δύναμις η άγνωστος υπό σου επισκηνοί επί σε. Και αισθητικώς αισθηθήση της δυνάμεως του μετά σου ανενδοιάστως εκείνης της δυνάμεως, ης αισθανόμενοι πολλοί εισ¬έρχονται είς το πυρ και ου φοβούνται, και έπι το ύδωρ πατούντες, ου διστάζουσι τω λογισμώ εαυτών, μήπως καταποντισθώσι. Διότι ενισχύει η πίστις τάς αισθήσεις της ψυχής και ωσανεί τίνος αοράτου αισθάνεται, πείθοντος αυτόν μη προσέχειν τη οράσει των φοβερών πραγμάτων, μηδέ τη οράσει τη υπερβαλλούση των αισθήσεων βλέπειν.
Τάχα δοκεί σοι παντελώς, ότι την γνώσιν την πνευματικήν εκείνην εν ταύτη τη ψυχική γνώσει δέχεται τις; Και ου μόνον αδύνατον υποδεχθήναι εκείνην την πνευματικήν εν ταύτη τη γνώσει τη ψυχική, άλλ' ουδέ αισθήσει αισθηθήναι αυτής δυνατόν τινι ή αξιωθήναι αυτής των εν ταύτη σπουδαζόντων γυμνασθήναι. Και εάν τίνες εξ αυτών θέλωσι προσεγγίσαι εκείνη τη γνώσει του Πνεύματος, έως ου απαρνήσωνται ταύτην και πάσαν αναστροφήν της λεπτότητος αυτής και την πολύπλοκον αυτής μέθοδον, και σταθώσιν είς το νήπιον αυτής φρόνημα, ουδέ προς ολίγον εκείνη προσεγγίσαι δύνανται. Αλλά πολύς αναχαιτισμός γίνεται αυτοίς η συνήθεια αυτής και αι έννοιαι αυ¬τής, έως αν κατά μικρόν και μικρόν εξάλειψη αυτά. Η γνώσις εκείνη του Πνεύματος απλή εστί και εν λογισμοίς ψυχικοίς ουκ επιλάμπει. Έως αν ελευθερωθή η διανοία εκ των πολλών λογισμών και έλθη είς μίαν απλότητα της καθαρότητος, ου μη δυνηθή αισθηθήναι της γνώσεως της πνευματικής.
Αύτη η τάξις της γνώσεως, το αισθηθήναι της τρυφής εκείνης της ζωής του αιώνος εκείνου. Εντεύθεν τους πολλούς λογισμούς ψέγει. Η δε γνώσις αύτη η ψυχική εκτός πλήθους λογισμών γνώναί τι άλλο, το εν τη απλότητι της διανοίας δεχόμενον ου δύναται, κατά τον λέγοντα «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού ου δύνασθε». Αλλ' ιδού οι πολλοί εις την τοιαύτην ιδιωτείαν ου φθάνουσι, και είς τα έργα αυτών τα αγαθά ελπίζομεν, ότι τετήρηται αυτοίς μέρος εν τη των ουρανών βασιλεία, καθώς εκ της συνέσεως των μακαρισμών των Ευαγγελίων, ων έθηκε διαφόρως, γνωσθήναι ημίν, ότι αλλοιώσεις πολλάς εν διαφόροις πολιτείαις εγνώρισεν ημίν εν αυτοίς τοις μακαρισμοίς. Διό¬τι έκαστος άνθρωπος είς όλα τα μέτρα εν πάση οδώ, η πορεύε¬ται προς αυτόν, αυτός ανοίγει έμπροσθεν αυτού την πύλην της βασιλείας των ουρανών.
Αλλ' εκείνην την γνώσιν την πνευματικήν ου δύναται τις δέξασθαι, εάν μη στραφή και γένηται ως παιδίον. Εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τροφής εκείνης της βασιλείας των ου¬ρανών. Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν ότι εστί. Και αύτη ουκ εν τοις έργοις των λογισμών ευ¬ρίσκεται, αλλ' εκ της χάριτος γευθήναι δύναται, και έως αν καθαρθή ο άνθρωπος, ουδέ ακούσαι αυτής καν ικανοί. Διότι εκ μαθήσεως ουδείς δύναται αυτήν κτήσασθαι. Εάν φθάσης την καθαρότητα της καρδίας την εκ πίστεως, ώ τέκνον, προσγινομένην, την εν ησυχία τη εκ των ανθρώπων, και λάθης την γνώσιν τούτου του κόσμου, ώστε σε μη αισθηθήναι αυτής, εξαίφνης ευρεθήσεται αύτη έμπροσθεν σου, χωρίς ερεύνης της περί αυτήν. «Στήσον», φησί, «στήλην και επίχεε επ' αυτήν έλαιον, και ευρήσεις θησαυρόν εν τω κόλπω σου».
Εάν δε τη αγχόνη της γνώσεως της ψυχικής κρατηθής, ουκ άτοπον μοι ειπείν, ότι ευχερές σοι εκ των δεσμών του σιδήρου λυθήναι, ή εξ αυτής. Και ουκ απέχεις αεί εκ των παγί¬δων της πλάνης και ουδέποτε συνήσεις λαβείν παρρησίαν τε και πεποίθησιν προς τον Κύριον, και εν πάση ώρα κατά στόμα του ξίφους πορεύη και εκτός λύπης γενέσθαι παντελώς ου δυνήση. Εν ασθένεια και απλότητι δεήθητι, ίνα ζήσης καλώς έμπροσθεν του Θεού και εκτός μερίμνης γενήση. Καθάπερ γαρ ακολουθεί η σκιά τω σώματι, ούτω και τη ταπεινοφροσύνη το έλεος. Λοιπόν, εάν εν τούτοις εθέλης αναστρέφεσθαι, μη δως χείρα τοις ασθενέσι λογισμοίς παντελώς. Και εάν πάσαι αι βλάβαι και αι κακίαι και οι κίνδυνοι περικυκλώσωσι και εκφοβώσι σε, μη φροντίσης περί αυτών, μηδέ ψηφήσης αυτά.
Εάν άπαξ επίστευσας τω Κυρίω τω αύταρκουντι προς φυλακήν σου, και εάν πορεύση οπίσω αυτού, μη πάλιν φροντίσης εις τι των τοιούτων. Άλλ' είπε τη ψυχή σου, Αυταρκεί μοι είς πάντα ωτινι την ψυχήν μου καθάπαξ παρέδωκα. Εγώ ουκ ειμί ώδε, αυτός γινώσκει. Και τότε βλέπεις εν έργω τα θαυμάσια του Θεού. Πώς εγγύς εστίν εν παντι καιρώ λυτρώσασθαι τους φοβούμενους αυτόν, και πώς η πρόνοια αυτού περικυκλοί αυτούς, και ου καθοράται. Ούχ ότι ούν ου καθοράται τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ο φρουρός ο μετά σου, οφείλεις διστάσαι εν αυτώ ότι ουκ εστί. Πολλάκις γαρ και τοις σωματι¬κοίς οφθαλμοίς αποκαλύπτεται προς το σε θαρρήσαι.
Ηνίκα γαρ ο άνθρωπος ρίψειεν εξ αυτού πάσαν αντίληψιν ορωμένην και την ανθρωπίνην ελπίδα, και τω Θεώ ακολουθήσειεν εν πίστει και καθαρή καρδία, ευθέως ακολουθεί αυτώ η χάρις και αποκαλύπτει αυτώ την εαυτής δύναμιν εν πολυτρόποις αντιλήψεσι. Πρώτον μεν εν τοις φανεροίς τούτοις και τοις του σώματος, και δεικνύει αύτω την εαυτής αντίληψιν, δια της περί αυτόν προνοίας, ως δύνασθαι αυτόν εν τούτοις επί πλέον αισθηθήναι της δυνάμεως της προνοίας του Θεού της περί αυτόν.
Και εν τη συνέσει των φανερών βεβαιούται και περί των κρυπτών, καθώς δει τη νηπιότητι του φρονήματος αυτού και τη διαγωγή αυτού, ότι πώς ευπρεπίζεται η χρεία αυτού χωρίς έργου, ηνίκα ουκ εφρόντισε. Και πολλάς επιφοράς παρέρχεσθαι εξ αυτού ποιεί, προσεγγίζουσας αύτω, πολλάκις πεπληρωμένας κινδύνων, ηνίκα αυτός ουκ ενόησεν εν αυταίς, αλλ' ανεπαισθήτως η χάρις αποδιώκει απ' αυτού εν θαύματι μεγάλω, και φρουρεί αυτόν καθάπερ τροφός, ήτις εκπετά τάς πτέρυγας εαυτής επί τα εαυτής τέκνα, του μη προσεγγίσαι αυτοίς βλάβην τινός και δεικνύει αυτώ τοις οφθαλμοίς αυτού, ότι πώς προσήγιζε αυτώ η απώλεια αυτού και αβλαβώς διέμεινεν.
Ούτω γυμνάζει αυτόν και εν τοις κρυπτοίς, και ανοίγει έμπροσθεν αυτού την ενέδραν των εννοιών και των λογι¬σμών των δυσχερών, των ακατάληπτων. Και ευκόλως ευρί¬σκεται αυτώ η κατανόησις αυτών και η ακολουθία αυτών προς αλλήλους και η πλάνη αυτών, και τίνι μεν αυτών προσκολλάται και πώς γεννώνται εις εξ ενός και απολούσι την ψυχήν. Και καταισχύνει εν οφθαλμοίς αυτού πάσαν ενέδραν των δαιμόνων και το κατάλυμα των λογισμών αυτών, και τίθησιν εν αύτω σύνεσιν κατανοήσαι τα εσόμενα και ανατέλλει εντός της απλότητος φως κρυπτόν, του αισθηθήναι εις πάντα, και την δύναμιν των εννοιών των λογισμών των λεπτών. Και δεικνύει αυτώ ως εν δακτύλω, ότι, ει μη ταύτα έγνω, τί έμελλε πάσχειν. Και τότε γεννάται αυτώ εντεύθεν, ότι έκαστον πράγμα μικρόν και μέγα εν ευχή δει εξαιτήσασθαι παρά του δημιουργού αυτού περί αυτού.
Και ηνίκα η θεία χάρις βεβαιώσειε το φρόνημα αυτού εις πάντα ταύτα, του πεποιθέναι έπι τον Θεόν, τότε άρχεται εισέρχεσθαι είς τους πειρασμούς κατά μικρόν και μικρόν. Και παραχωρεί πεμφθήναι αυτώ πειρασμούς ικανούς προς το μέτρον αυτού, του βαστάξαι την ισχύν αυτών. Και εν αυτοίς τοις πειρασμοίς προσεγγίζει αυτώ η αντίληψις αισθητικώς, ίνα θαρρήση, έως αν κατά μικρόν και μικρόν γυμνασθή και κτήσηται σοφίαν και περιφρονήση τους εχθρούς αυτού εν τη πεποιθήσει τη προς τον Θεόν. Ου δυνατόν γαρ εκτός τούτων σοφισθήναι εν τοις πολεμίοις τοις πνευματικοίς και γνώναι τον εαυτού προνοητήν και αισθηθήναι του Θεού αυτού και στερεωθήναι εν τη πίστει αυτού κρυπτώς, εί μη εν τη δυνάμει της πείρας αυτόν, ήτις εδέξατο.
Και ηνίκα ίδη η χάρις, ότι ήρξατο εν τω λογισμω αυτού η οίησις μικρόν, και ήρξατο λογίζεσθαι μέγα περί εαυτού, ευθέως παραχωρεί τους πειρασμούς κατ' αυτού ισχυροποιηθήναι και κραταιωθήναι, έως αν μάθη την εαυτού ασθένειαν και φύγη και κατάσχη τον Θεόν εν ταπεινώσει. Και εν τούτοις έρ¬χεται ο άνθρωπος είς τα μέτρα του τελείου ανδρός εν τη πίστει και τη ελπίδι του Υιού του Θεού και υψούται προς την αγάπην. Θαυμαστή γαρ γνωρίζεται η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον, όταν ποτέ εν μέσω γένηται πραγμάτων των διακοπτόντων την ελπίδα αυτού, και εκείσε δεικνύει ο Θεός την δύναμιν εαυ¬τού εν τη σωτηρία τη επ' αυτόν. Ουδέποτε γαρ μανθάνει ο άν¬θρωπος την δύναμιν την θεϊκήν εν αναπαύσει και πλατυσμώ, και ουδέποτε έδειξεν ο Θεός την εαυτού ενέργειαν αισθητικώς, εί μη εν χώρα ησυχίας και εν ερήμω και εν τόποις εστερημένοις των συντυχιών και της ταραχής της κατασκηνωσεως της μετά των ανθρώπων.
Μή θαυμάσης, όταν άρξη της αρετής και βρύουσι κατά σου αι θλίψεις αί σκληροί και ισχυραί εκ παντός τόπου. Διότι ουδέ αρετή λογίζεται εκείνη, ή τινι ουκ ακολουθεί η δυσχέρεια των έργων είς ενέργειαν αυτής. Αύτη γαρ η αρετή εξ αυτού τούτου ωνομάσθη, καθώς είπεν ο άγιος Ιωάννης «Σύνηθές εστί», φησί, «τη αρετή επιπίπτειν τάς δυσκολίας εκείνη δε», φησί, «ψεκτή εστίν, ηνίκα δεδέσμευται τη ανέσει». Ειπεν ο μακάριος Μάρκος ο μοναχός «Πάσα αρετή γινομένη σταυρός ονομάζεται, όταν την εντολήν του Πνεύματος πληροί». Διά τούτο πάντες οι θλίβοντες εν τω φόβω του Κυρίου ζήσαι και εν τω Ιησού Χριστώ διωχθήσονται. Φησι γαρ• «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». Ει τις ου θέλει ζήσαι εν ταίς αναπαύσεσιν, απολέσας την ψυχήν εαυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν. Δια τούτο ούν προέλαβε και έθηκεν έμπροσθεν σου τον σταυρόν, ίνα τον θάνατον ορίσης καθ' εαυτού, και τότε αποστείλης την ψυχήν σου πορευθήναι οπίσω αυτού. Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως. Αύτη ου γινώσκει ηττηθήναι υπό τίνος, εάν τοις δεξιοίς και εάν τοις αριστεροίς. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπί¬δα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον. Και ουδείς των εχθρών δύναται απαντήσαι αυτώ και ουκ εστί θλίψις, ης τίνος η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί Διότι πασά θλί¬ψις γινομένη, υποκάτωθεν του θανάτου εστί, και αυτός έκυψε δέξασθαι καθ' εαυτού τον θάνατον. Εάν είς πάντα τόπον και εις παν πράγμα και είς πάντα καιρόν, εν πάσιν οίς θέλεις περιεργάσασθαι, θής σκοπόν εν τω φρονήματί σου είς έργα και λύπην, ουχί μόνον ευθαρσής και άοκνος ευρεθήση εν παντί καιρώ, του αντιτάσσεσθαι πάση δυσκολία νομιζομένη, αλλά και εν τη δυνάμει των λογισμών σου φεύγουσιν από σου αι πτοούσαι έννοιαι και εκφοβούσαι σε, αι εξ έθους τικτόμεναι εν τω ανθρώπω εξ εκείνων των εις την ανάπαυσιν προσεχόντων λο¬γισμών, και πάντα τα δυσχερή και σκληρά, τα συναντώντα σοι, ευχερή και εύκολα ορώνται σοι. Και πολλάκις εξ εναντίας κα¬ταντήσει τα κατά σε εκείνων των προσδοκηθέντων υπό σου, και ίσως ουδέν συναντήσεταί σοι των τοιούτων ποτέ.
Συ γινώσκεις, ότι η ελπίς της αναπαύσεως εκ της μνήμη των μεγάλων και εκ των αγαθών και των αρετών στερίσκει εν παντί καιρώ τους ανθρώπους. Αλλ' ουδέ οί εν τω δε τω κοσμώ εν τη συναναστροφή του σώματος υπάρχοντες, φθάσαι δύνανται το τέλειον του θελήματος αυτών, ει μη κρίνωσιν εν τη εαυτών διανοία του υπομείναι τα δυσχερή. Και επειδή η πείρα μαρτυρεί περί τούτων, ου χρεία πείσαι εν λόγοις. Ότι εν πάσι γενεά των προ ημών και έως του νυν ουκ εστίν άλλο δι' ου εξασθενούσιν οι άνθρωποι του μη νικήσαι, στερηθήναι τε των αρίστων πραγμάτων, ει μη τούτο. Διό και συντόμως λέγομεν, Οτι ου καταφρονεί τις της βασιλείας των ουρανών, εϊ μη τη ελπίδι της ανέσεως της μικράς της ενταύθα. Και ου μόνον τούτο πάσχει, αλλά και επιφοραί ισχυροί πολλάκις και πειρασμοί δει¬νοί ετοιμάζονται παντι ανθρώπω προσέχοντι τω εαυτού θελήμάτι και προς τούτο οι λογισμοί αυτού πορεύονται • ότι ο κυβερ¬νών αυτόν, εστίν η επιθυμία.
Τίς εστίν ο μη γινώσκων, ότι και τα πετεινό, εν τη θεωρία της αναπαύσεως προσπελάζει τη παγίδι; Μη ίσως πολύ υστερεί η γνωσις ημών της γνώσεως των πετεινών εν τη ομοιώσει εν τοις κρυπτοίς ή εν τοις συμβεβηκόσι τοις κεκαλυμμένοις εν τισι πράγμασιν ή εν τόποις ή τινί, εν οίς και ο διά¬βολος εξ αρχής εν επαγγελία και φρονήματι της αναπαύσεως θηρεύει ημάς; Αλλά δια το είναι το φρόνημα κατά την επιθυμίαν δραμείν τω λόγω εσφάλην εκ του σκοπού , ου έθηκα εξ αρχής εν τω λόγω μου ότι εν παντί καιρώ τον σκοπόν της θλίψεως δει ημάς τιθέναι τω φρονήματι ημών εν παντί πράγματι, εν ω μέλλομεν άρξασθαι εν τη οδώ τη προς τον Κύριον, και το τέλος της εκβάσεως αυτής δει επερείδειν προς την αρχήν σπου¬δαίους.
Ποσάκις ερωτά άνθρωπος, ότε θέλει άρξασθαι εις τι πράγμα δια τον Κύριον, λέγων Άρα εστίν ανάπαυσις εν τω πράγματι; Ή πώς δυνατόν πορεύεσθαι εν αυτή χωρίς έργου ευκόλως; ή ίσως εστίν εν αυτή θλίψις πόνον εμποιούσα τω σώματι; Ουκ ιδού άνω και κάτω το όνομα ζητούμεν της αναπαύσεως; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; εις τον ουρανόν ανελθείν εθέλεις και την εκείσε βασιλείαν λαβείν και την κοινωνίαν την μετά του Θεού και την ανάπαυσιν της εκείθεν μακαριότητος και την μετά των Αγγέλων κοινωνίαν και την ζωήν την αθάνατον, και έρωτας συ, εάν έχη η οδός αύτη έργον; Ω θαύμα! Οι επιθυμούντες των πραγμάτων του αιώνος τούτου του διαλυομένου, κατά των κυμάτων των φοβερών της θαλάσσης διαβαίνουσι και εν όδοίς τραχέσι πορευθήναι κατατολμώσι, και όλως ου λέγουσιν, ότι εστίν έργον εν τω πράγματι η λύπη εν ω θέλουσι ποιήσαι, και ημείς εν παντί τόπω περί αναπαύσεως εξετάζομεν; Εάν δε την οδόν της σταυρώσεως κατά νουν λάβωμεν εν παντι καιρώ, εννοήσομεν ποία λύπη ουκ εστίν ευχερεστέρα ταύτης.
Η ίσως εστί τις παντελώς ο μη ταύτα πεπεισμένος, ως ουδέποτέ τις έλαβε νίκην εν τω πολεμώ ή τον στέφανον τον αφανιζόμενον εδέξατό τις ή ήλθεν η επιθυμία του θελήματος αυτού εν τη χειρί αυτού, καν και εκ των επαινουμένων ή, η διηκόνησέ τι εν τοις πράγμασι τοις θεϊκοίς ή κατώρθωσε τίνα των επαινουμένων αρετών, ει μη πρώτον ευρεθή καταφρονήσας των έργων των θλίψεων και απεδίωξεν από της εγγύτητος αυ¬τού το φρόνημα το ερεθίζον είς ανάπαυσιν, όπερ γεννά την αμέλειαν και οκνηρίαν και την πτόησιν, εξ ων χαύνωσις εν παντί;
Όταν ο νους ζηλώση υπέρ αρετής και αι αισθήσεις αι φανεραί, ήτοι η όρασις, η ακοή, η όσφρησις, η γεύσις, και η αφή, εξ εναντίας των δυσχερών έργων των αλλότριων, των έξωθεν του έθους και του όρου της δυνάμεως της φυσικής, νικηθήναι ου γινώσκουσιν. Επάν δε εν καιρώ ο θυμός ο φυσικός ενεργή την εαυτού ενέργειαν, τότε η ζωή του σώματος ευκατα¬φρόνητος εστίν υπέρ τα σκύβαλα. Ηνίκα γαρ η καρδία ζηλοτυπήσει εν πνεύματι, το σώμα ου λυπείται εν ταίς θλίψεσιν, ουδέ εκ των φόβων ποιείται και συστέλλεται, αλλά συνίσταται αυτώ ο νους προς πάντας τους πειρασμούς, ως αδάμας εν τη καρτερία αυτού.
Ζηλώσωμεν και ημείς τον ζήλον του Πνεύματος υπέρ του θελήματος του Ιησού, και αποδιωχθήσεται αφ' ημών πάσα αμέλεια, η γεννώσα εν τω φρονήματι ημών την ραθυμίαν.Ζήλος γαρ γεννά το θάρσος και το κράτος της ψυχής και την σπουδήν του σώματος. Ποία δύναμις γίνεται εν τοις δαίμοσιν, όταν η ψυχή κίνηση τον εαυτής ζήλον τον σφοδρόν, τον φυσικόν εξ εναντίας αυτών; Και η προθυμία πάλιν του ζήλου γέννημα λέγεται. Και όταν εξάγη την εαυτόν δύναμιν εις πράξιν, πάσαν ισχύν απτόητον γινομένην εν τη ψυχή βεβαιοί. Και αυτούς δε τους στεφάνους της ομολογίας, ους υποδέχονται οι αθλητάι και οι μάρτυρες εν τη καρτερία αυτών, εν ταίς δυσίν εργασίαις του ζήλου και της προθυμίας, των τικτομένων εκ της δυνάμε¬ως του θυμού του φυσικού, κομίζονται. Γίνονται απαθείς εν τη σφοδρά λύπη των βασάνων.
Ο Θεός δώη και ημίν τοιαύτην προθυμίαν εν τη αυτού ευαρεστήσει. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ Κ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΣΗΝ ΤΙΜΗΝ ΚΕΚΤΗΤΑΙ Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΝ ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΒΑΘΜΟΣ ΑΥΤΗΣ
Θέλω ανοίξαι το στόμα μου, αδελφοί, και λαλήσαι περί της υψηλής υποθέσεως της ταπεινοφροσύνης, και πληρούμαι φόβου καθάπερ τις επισταμένος, ότι μέλλει περί Θεού διαλέγεσθαι εν τω τρόπω των εαυτού λογισμών. Στολή γαρ θεότητας εστίν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας, αυ¬τήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι' αυτής εν τω σώματι ημών. Και πας αμφιεσάμενος αυτήν αληθώς αφωμοιώθη τω καταβάντι εκ του εαυτού ύψους και καλύψαντι την αρετήν της μεγαλωσύνης αυτού και σκεπάσαντι την εαυτού δόξαν εν τη ταπεινοφροσύνη, ίνα μη η κτίσις τη αυτού θεωρία καταφλεχθή. Διότι η κτίσις ουκ ηδύνατο θεάσασθαι αυτόν, ει μη μέρος εξ αυ¬τής έλαβε και ούτως ωμίλησε μετ' αυτής, ούτε δε ακούσαι των λόγων του στόματος αυτού πρόσωπον προς πρόσωπον. Διότι ουδέ οι υιοί Ισραήλ της φωνής αυτού ακούσαι ηδυνήθησαν, ηνίκα εκ της νεφέλης ελάλησε προς αυτούς, εως αν είπον προς Μωϋσήν «λαλείτω ό Θεός μετά σου, και συ ακούτισον προς ημάς τους λόγους αυτού, και μη λαλήση ο Θεός μεθ' ημών, ίνα μη αποθάνωμεν».
Πως ούν φανερώς η κτίσις ηδύνατο δέξασθαι την θεωρίαν αυτού; Ούτω γαρ φοβερόν το δράμα του Θεού, ώστε τον μεσίτην ειπείν, «έμφοβός ειμί και έντρομος». Εφάνη γαρ επί το
όρος το Σινά αύτη η αρετή της δόξης. Και το όρος ην καπνιζόμενον και τρέμον εν τω φόβω της αποκαλύψεως της εν αυτώ, ώστε και τα θηρία τα πλησιάζοντα τοις κατωτέροις αυτού μέρεσιν αποθνήσκειν. Και ητοιμάσθησαν και παρεσκευάσθησαν οι υιοί Ισραήλ, αγνίσαντες εαυτούς, κατά την εντολήν του Μωϋσέως, ημέρας τρεις, ώστε γενέσθαι αυτούς αξίους του ακούσαι της φωνής του Θεού και της οράσεως της αποκαλύψε¬ως αυτού. Και ότε έφθασεν ο καιρός, ουκ ηδυνήθησαν δέξα¬σθαι την όρασιν του φωτός αυτού και την σφοδρότητα της φωνής των βροντών αυτού.
Αλλά νυν, ότε την χάριν εαυτού εξέχεεν επί τον κόσμον εν τη εαυτού παρουσία, ουκ εν σεισμώ, ουκ εν πυρί, ουκ εν φωνή φοβερά και σφοδρά κατήλθεν, άλλ' ως υετός επί πόκον και η σταγών η στάζουσα επί την γήν εν απαλότητι, και εν άλλω τρόπω ωράθη ομιλών ημίν. Τούτο δε εστίν, ηνίκα ως εν θησαυρώ εσκέπασε την μεγαλωσύνην εαυτού εν τω σκεπάσματι της σαρκός, και εν ημίν ωμίλει μεθ' ημών εν εκείνω, όπερ ετεκτήνατο αυτώ το εαυτού νεύμα εκ του κόλπου της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, όπως, ιδόντες αυτόν τον όντα εκ του γένους ημών ομιλούντα μεθ' ημών, μη θροηθώμεν εκ της θεω¬ρίας αυτού. Δια τούτο πας, ος την στολήν, εν η ωράθη εν τω σώματι εκείνω, ο ενεδύσατο ο κτίστης, αμφιεσθείη, αυτόν τον Χριστόν ενεδύσατο. Ότι την αφομοίωσιν, εν η ωράθη τη κτί¬σει εαυτού και συνανεστράφη, επεθύμησεν ενδύσασθαι είς τον έσω αυτού άνθρωπον και εν αυτή οράται τοις συνδούλοις αυτώ. Και αντί του ενδύματος της τιμής και της δόξης της εξωτέρας, εν αυτή εκοσμήθη.
Δία τούτο πάντα άνθρωπον, τον τούτο το ομοίωμα ενδεδυμένον, θεωρούσα η κτίσις η λογική και σιωπητική κατά τον Δεσπότην προσκυνεί αυτώ, δια την τιμήν του εαυτής Δεσπότου, ον εθεάσατο ενδεδυμένον αυτήν, και συναναστρεφόμενον εν αυτή. Ποία γαρ κτίσις ουκ αιδείται την θεωρίαν του ταπεινόφρονος; Όμως δε έως αν απεκαλύφθη η δόξα της ταπει¬νοφροσύνης τοις πάσιν, ευκαταφρόνητος ην η θεωρία εκείνη, η πλήρης αγιότητος. Νυν δε ανέτειλεν η μεγαλωσύνη αυτής τοις οφθαλμοίς του κόσμου, και πάς άνθρωπος τιμά την ομοιότητα ταύτην εν παντί τόπω ορωμένην, και εν τούτω τω μεσίτη ηξιώθη η κτίσις δέξασθαι την όρασιν του κτίστου εαυτής και δημιουργού. Διά τούτο ουδέ παρά τοις εχθροίς της αληθείας εστίν ευκαταφρόνητος, ει και ενδεής εστί πάσης της κτίσεως, ο ταύτην κτησάμενος, άλλ' ως εν στεφάνω και πορφύρα τιμάται
εν αυτή ο μαθών αυτήν.
Τόν ταπεινόφρονα άνθρωπος ποτέ ου μισεί, ου πλήττει εν λόγω, ου καταφρονεί. Διότι γαρ αγαπά αυτόν ο εαυτού Δεσπότης, υπό πάντων αγαπάται. Αγαπά τους πάντες, και οι πάντες αγαπώσιν αυτόν. Πάντες επιθυμούσιν αυτόν, και είς πάντα τόπον, όπου πλησιάζει, ως Άγγελον φωτός ορώσιν αυ¬τόν και την τιμήν αυτώ αφορίζουσι. Καν λαλήση ο σοφός και ο διδάσκαλος, κατασιγασθήσονται. Διότι τω ταπεινόφρονι διδούσι τόπον του λαλείν. Οι οφθαλμοί πάντων τω στόματι αυτού προσέχουσιν, οποίος λόγος εξέρχεται εξ αυτού, και πάς άνθρωπος τους λόγους αυτού προσδοκά, ώσπερ λόγους του Θεού. Η βραχυλογία αυτού, ως οι λόγοι των σοφιστών, οι εξετάζον¬τες τα νοήματα αυτών. Οι λόγοι αυτού ηδείς τη ακοή των σο¬φών πλέον κηρίου και μέλιτος τω φάρυγγι. Και πάσιν ως Θεός ψηφίζεται, καν και ιδιώτης τω εαυτού λόγω η, εξουδενωμένος τε και ευτελής τη εαυτού θεωρία.
Ο καταφρονητικώς λάλων κατά του ταπεινόφρονος, και ου ψηφίζων αυτόν ως ζώντα, ως ανοίξας εστί το στόμα ε¬αυτού κατά του Θεού. Και όσον καταφρονείται εν οφθαλμοίς αυτού υπό πάσης της κτίσεως, η τιμή αυτού διαμένει. Προσεγγίζει ο ταπεινόφρων τοις φθορεύσι θηρίοις και όταν επιβλέ¬ψη η όρασις αυτών επ' αυτώ, ημερούται η αγριότης αυτών και προσπελάζουσιν αύτώ ως δεσπότη εαυτών και σαίνουσι τάς κε¬φάλας εαυτών και λείχουσι τάς χείρας αυτού και τους πόδας. Διότι εκείνην την οσμήν την εκπνεύσασαν εκ του Αδάμ προ της παραβάσεως, ότε συνήχθησαν προς αυτόν και επέθηκεν αυτοίς ονόματα εν τω παραδείσω, ωσφράνθησαν εξ αυτού, όπερ ελή¬φθη εξ ημών, και πάλιν ανεκαίνισεν αυτό και έδωκεν ημίν αυτό εν τη εαυτού παρουσία ο Ιησούς. Αυτός εστί το μύρισαν την ευωδίαν του γένους των ανθρώπων.
Πάλιν προσεγγίζει τοις ερπετοίς τοις θανατηφόροις, και ευθύς ηνίκα πλησιάσει η αίσθησις της χειρός εαυτού και άψεται του σώματος αυτών, η οξύτης και η σκληρότης της πικρότητος αυτών της θανατηφόρου παύεται, και εν εαυτού χερσίν ως την ακρίδα ψώχει αυτά.
Προσεγγίζει τοις ανθρώποις, και ως τον Κύριον προσέχουσιν εις αυτόν. Και τι λέγω ανθρώπους; Αλλά και οι δαί¬μονες μετά της σφοδρότητος αυτών και της πικρίας και πάσης μεγαλαυχίας του φρονήματος εαυτών, ηνίκα φθάσωσι προς αυτόν, γίνονται ως χους. Και μωραίνεται πάσα η κακία αυτών και καταλύονται αι μηχαναί αυτών και αργούσι τα πανουργεύματα αυτών.
Νύν ούν, επειδή εδείξαμεν το μέγεθος της τιμής αυτής της εκ του Θεού και την δύναμιν την κεκρυμμένην εν αυτή, λοιπόν δείξωμεν τί εστίν αύτη η ταπείνωσις και πότε αξιούται δέξασθαι ταύτην ο άνθρωπος τελείως καθώς εστί. Ποιήσωμεν δε διαφοράν μεταξύ του ταπεινόφρονος εν προσώπω του αξιωθέντος της αληθινής ταπεινοφροσύνης.
Ταπείνωσις εστί δύναμις τις μυστική, ην μετά την τελείωσιν της πολιτείας απάσης υποδέχονται οι τέλειοι άγιοι. Και ου δίδοται αύτη η δύναμις, ει μη τοις τελείοις μόνοις εν αρετή, δια της δυνάμεως της χάριτος, καθ' όσον ικανοί τη φύσει εν όρω. Διότι η αρετή συγκλείει εν εαυτή πάντα. Δια τούτο ου δύναται τις έκαστον άνθρωπον, ως έτυχε, λογίσασθαι ταπεινόφρονα, αλλά μόνους τους αξιωθέντας ταύτης της τάξεως, ης είπομεν.
Ουχί πάς ο κατά φύσιν επιεικής και ησύχιος ή συνετός ή πράος, ούτος έφθασε τον βαθμόν της ταπεινοφροσύνης, αλλά ταπεινόφρων εστί κατά αλήθειαν, όστις έχει εν τω κρύπτω τι άξιον υπερηφανίας, και ούχ υπερηφανεύεται, αλλ' ως χουν έχει αυτό εν τω εαυτού λογισμώ. Αλλ' ουδέ τον εν τη μνήμη των παραπτωμάτων και πλημμελημάτων ταπεινοφρονούντα και μνημονεύοντα αυτών, έως αν συντριβή η καρδία αυτού και συγκαταβή η διανοία αύτοο εκ των εννοιών της υπερη¬φανίας εν τη μνήμη αυτών, καλούμεν ταπεινόφρονα, καν και η τούτο επαινετόν. Διότι ακμήν έχει τον λογισμόν της υπερηφανίας και την ταπείνωσιν ουκ εκτήσατο, αλλά ταίς μηχαναίς εγ¬γίζει αυτήν προς εαυτόν. Και εί τούτο επαινετόν, καθώς είπον, αλλ' ιδού άκμήν ουκ εστίν αυτού, αλλά θέλει αυτήν, και αύτη ουκ εστίν αυτού.
Ταπεινόφρων δε τέλειος εστίν ό μη χρήζων μηχανάσθαι αιτίας τω εαυτού φρονήματι του ταπεινοφρονείν, αλλ' ο εν πάσι τούτοις τελείως και φυσικώς αυτήν κτησάμενος άνευ έργου. Ώσπερ ο χάρισμα τι μέγα και υπερέχον πάσαν κτίσιν και φύσιν δεξάμενος εν εαυτώ, αυτός δε ορά εαυτόν ως αμαρτωλόν και ευτελή και ευκαταφρόνητον τοις ιδίοις οφθαλμοίς, και ως ο εισελθών εις τα μυστήρια πασών των φύσεων των πνευματικών και τέλειος ων εν τη σοφία απάσης της κτίσεως εν πάση ακριβεία, αυτός δε εαυτόν λογίζεται γινώσκοντα μηδέ εν, και ούτος ουκ εν μηχαναίς, αλλά χωρίς βίας ούτως εστίν εν τη καρδία εαυτού.
Άρα δυνατόν γενέσθαι άνθρωπον ούτω και εν τη φύσει ούτως αλλάσσειν εαυτόν, ή ου;
Λοιπόν μη δίσταζε, ότι η δύναμις, ην εδέξατο, των μυστηρίων τελειοί ταύτα εν αυτώ, εν πάση αρετή έργων χωρούσα. Αύτη εστίν η δύναμις, ην εδέξαντο οί μακάριοι Απόστολοι εν τη ιδέα του πυρός. Δι' αυτήν παρήγγειλεν αυτοίς ο Σωτήρ, μη χωρίζεσθαι από Ιερουσαλήμ, έως αν την εξ ύψους δέξωνται δύναμιν. Ιερουσαλήμ αύτη εστίν η αρετή, δύναμις δε η ταπείνωσις η εξ ύψους δε δύναμις ο Παράκλητός εστίν, ο ερμηνευόμενος Πνεύμα παρακλήσεως. Και τούτο εστί το ρηθέν εν τη θεία Γραφή περί αυτού, ότι «τα μυστήρια τοις ταπεινόφροσιν αποκαλύπτονται».
Τούτου δε του Πνεύματος των αποκαλύψεων και δεικνύοντος τα μυστήρια αξιούνται οι ταπεινόφρονες δέξασθαι ένδον εαυτών. Και δια τούτο ερρέθη υπό τίνων αγίων, ότι η ταπείνωσις εν ταίς θείαις θεωρίαις τελειοί την ψυχήν. Λοιπόν μη τολμήση άνθρωπος εννοήσαι κατά την ψυχήν εαυτού, ότι έφθα¬σε το μέτρον της ταπεινοφροσύνης εν εαυτώ, και δι' ένα λογισμόν κατανύξεως, τον αναβάντα εν αυτώ εν καιρώ τινι, ή εν ολίγοις δάκρυσι τοις εξελθούσιν εξ εαυτού, η δι' εν αγαθόν, όπερ έχει φυσικώς, η εκράτησεν εν βίω προς εαυτόν ότι εκείνο όπερ εστί πλήρωμα πάντων των μυστηρίων και φρούριον πα¬σών των αρετών εστίν ότι εν έργοις μικροίς εκτήσατο ταύτα πάντα εν τόποις τούτου του χαρίσματος.
Αλλ' εάν νικήση πάντα τα πνεύματα τα εναντία, και ουκ εξείλησεν αυτώ εν των έργων εκ πάσης αρετής, όπερ κατά πρόσωπον ουκ ειργάσατο κσι ουκ εκτήσατο, και ενίκησε και υπέταξε τα οχυρώματα πάντα των υπεναντίων, και μετά ταύτα εν πνεύματι αισθηθή εν αυτώ, ότι εδέξατο αυτό το χάρι¬σμα, ηνίκα το Πνεύμα μαρτυρεί τω πνεύματι αυτού κατά τον λόγον του Αποστόλου, τούτο η τελειότης της ταπεινοφροσύνης. Μακάριος ο κτησάμενος αυτήν, ότι εν πάση ώρα τον κόλπον ασπάζεται του Ιησού και περιλαμβάνει.
Εάν δε ερώτηση άνθρωπος, Τι ποιήσω; πώς κτήσομαι; ποιώ τρόπω άξιος γένωμαι δέξασθαι αυτήν; ιδού εγώ βιάζω εμαυτόν, και ηνίκα νομίσω, ότι εκτησάμην αυτήν, Θεωρώ, ότι ιδού έννοιαι εναντίαι αυτής περιστρέφονται εν τω μέσω της διανοίας μου. Και άρτι πίπτω εις απόγνωσιν ένθεν.
Τούτω τω ερωτώντι τούτο αποκριθήσεται αυτώ Αρκετόν τω μαθητή γενέσθαι κατά τον διδάσκαλον, και τω δούλω κατά τον εαυτού κύριον». Βλέπετε τον εντειλάμενον ταύτην και τον δωρούμενον το χάρισμα, εν ποίω τρόπω ταύτην εκτήσατο, και ομοιώθητι και ευρήσεις αυτήν. Αυτός γαρ είπεν, «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και εν εμοί ευρήσει ουδέν». Βλέπεις πώς εν τελειότητι πασών των αρετών, κτήσασθαι δυνατόν την ταπείνωσιν; Τούτον τον εντειλάμενον ζηλώσωμεν. «Αι αλώπε¬κες» φησί, «φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», ο έχων δόξαν εκ πάντων των τελειωθέντων και αγιασθέντων και πληρωθέντων εν πάσαις γενεαίς, μετά του Πα¬τρός του αποστείλαντος αυτόν και του αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Θέλω ανοίξαι το στόμα μου, αδελφοί, και λαλήσαι περί της υψηλής υποθέσεως της ταπεινοφροσύνης, και πληρούμαι φόβου καθάπερ τις επισταμένος, ότι μέλλει περί Θεού διαλέγεσθαι εν τω τρόπω των εαυτού λογισμών. Στολή γαρ θεότητας εστίν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας, αυ¬τήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι' αυτής εν τω σώματι ημών. Και πας αμφιεσάμενος αυτήν αληθώς αφωμοιώθη τω καταβάντι εκ του εαυτού ύψους και καλύψαντι την αρετήν της μεγαλωσύνης αυτού και σκεπάσαντι την εαυτού δόξαν εν τη ταπεινοφροσύνη, ίνα μη η κτίσις τη αυτού θεωρία καταφλεχθή. Διότι η κτίσις ουκ ηδύνατο θεάσασθαι αυτόν, ει μη μέρος εξ αυ¬τής έλαβε και ούτως ωμίλησε μετ' αυτής, ούτε δε ακούσαι των λόγων του στόματος αυτού πρόσωπον προς πρόσωπον. Διότι ουδέ οι υιοί Ισραήλ της φωνής αυτού ακούσαι ηδυνήθησαν, ηνίκα εκ της νεφέλης ελάλησε προς αυτούς, εως αν είπον προς Μωϋσήν «λαλείτω ό Θεός μετά σου, και συ ακούτισον προς ημάς τους λόγους αυτού, και μη λαλήση ο Θεός μεθ' ημών, ίνα μη αποθάνωμεν».
Πως ούν φανερώς η κτίσις ηδύνατο δέξασθαι την θεωρίαν αυτού; Ούτω γαρ φοβερόν το δράμα του Θεού, ώστε τον μεσίτην ειπείν, «έμφοβός ειμί και έντρομος». Εφάνη γαρ επί το
όρος το Σινά αύτη η αρετή της δόξης. Και το όρος ην καπνιζόμενον και τρέμον εν τω φόβω της αποκαλύψεως της εν αυτώ, ώστε και τα θηρία τα πλησιάζοντα τοις κατωτέροις αυτού μέρεσιν αποθνήσκειν. Και ητοιμάσθησαν και παρεσκευάσθησαν οι υιοί Ισραήλ, αγνίσαντες εαυτούς, κατά την εντολήν του Μωϋσέως, ημέρας τρεις, ώστε γενέσθαι αυτούς αξίους του ακούσαι της φωνής του Θεού και της οράσεως της αποκαλύψε¬ως αυτού. Και ότε έφθασεν ο καιρός, ουκ ηδυνήθησαν δέξα¬σθαι την όρασιν του φωτός αυτού και την σφοδρότητα της φωνής των βροντών αυτού.
Αλλά νυν, ότε την χάριν εαυτού εξέχεεν επί τον κόσμον εν τη εαυτού παρουσία, ουκ εν σεισμώ, ουκ εν πυρί, ουκ εν φωνή φοβερά και σφοδρά κατήλθεν, άλλ' ως υετός επί πόκον και η σταγών η στάζουσα επί την γήν εν απαλότητι, και εν άλλω τρόπω ωράθη ομιλών ημίν. Τούτο δε εστίν, ηνίκα ως εν θησαυρώ εσκέπασε την μεγαλωσύνην εαυτού εν τω σκεπάσματι της σαρκός, και εν ημίν ωμίλει μεθ' ημών εν εκείνω, όπερ ετεκτήνατο αυτώ το εαυτού νεύμα εκ του κόλπου της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, όπως, ιδόντες αυτόν τον όντα εκ του γένους ημών ομιλούντα μεθ' ημών, μη θροηθώμεν εκ της θεω¬ρίας αυτού. Δια τούτο πας, ος την στολήν, εν η ωράθη εν τω σώματι εκείνω, ο ενεδύσατο ο κτίστης, αμφιεσθείη, αυτόν τον Χριστόν ενεδύσατο. Ότι την αφομοίωσιν, εν η ωράθη τη κτί¬σει εαυτού και συνανεστράφη, επεθύμησεν ενδύσασθαι είς τον έσω αυτού άνθρωπον και εν αυτή οράται τοις συνδούλοις αυτώ. Και αντί του ενδύματος της τιμής και της δόξης της εξωτέρας, εν αυτή εκοσμήθη.
Δία τούτο πάντα άνθρωπον, τον τούτο το ομοίωμα ενδεδυμένον, θεωρούσα η κτίσις η λογική και σιωπητική κατά τον Δεσπότην προσκυνεί αυτώ, δια την τιμήν του εαυτής Δεσπότου, ον εθεάσατο ενδεδυμένον αυτήν, και συναναστρεφόμενον εν αυτή. Ποία γαρ κτίσις ουκ αιδείται την θεωρίαν του ταπεινόφρονος; Όμως δε έως αν απεκαλύφθη η δόξα της ταπει¬νοφροσύνης τοις πάσιν, ευκαταφρόνητος ην η θεωρία εκείνη, η πλήρης αγιότητος. Νυν δε ανέτειλεν η μεγαλωσύνη αυτής τοις οφθαλμοίς του κόσμου, και πάς άνθρωπος τιμά την ομοιότητα ταύτην εν παντί τόπω ορωμένην, και εν τούτω τω μεσίτη ηξιώθη η κτίσις δέξασθαι την όρασιν του κτίστου εαυτής και δημιουργού. Διά τούτο ουδέ παρά τοις εχθροίς της αληθείας εστίν ευκαταφρόνητος, ει και ενδεής εστί πάσης της κτίσεως, ο ταύτην κτησάμενος, άλλ' ως εν στεφάνω και πορφύρα τιμάται
εν αυτή ο μαθών αυτήν.
Τόν ταπεινόφρονα άνθρωπος ποτέ ου μισεί, ου πλήττει εν λόγω, ου καταφρονεί. Διότι γαρ αγαπά αυτόν ο εαυτού Δεσπότης, υπό πάντων αγαπάται. Αγαπά τους πάντες, και οι πάντες αγαπώσιν αυτόν. Πάντες επιθυμούσιν αυτόν, και είς πάντα τόπον, όπου πλησιάζει, ως Άγγελον φωτός ορώσιν αυ¬τόν και την τιμήν αυτώ αφορίζουσι. Καν λαλήση ο σοφός και ο διδάσκαλος, κατασιγασθήσονται. Διότι τω ταπεινόφρονι διδούσι τόπον του λαλείν. Οι οφθαλμοί πάντων τω στόματι αυτού προσέχουσιν, οποίος λόγος εξέρχεται εξ αυτού, και πάς άνθρωπος τους λόγους αυτού προσδοκά, ώσπερ λόγους του Θεού. Η βραχυλογία αυτού, ως οι λόγοι των σοφιστών, οι εξετάζον¬τες τα νοήματα αυτών. Οι λόγοι αυτού ηδείς τη ακοή των σο¬φών πλέον κηρίου και μέλιτος τω φάρυγγι. Και πάσιν ως Θεός ψηφίζεται, καν και ιδιώτης τω εαυτού λόγω η, εξουδενωμένος τε και ευτελής τη εαυτού θεωρία.
Ο καταφρονητικώς λάλων κατά του ταπεινόφρονος, και ου ψηφίζων αυτόν ως ζώντα, ως ανοίξας εστί το στόμα ε¬αυτού κατά του Θεού. Και όσον καταφρονείται εν οφθαλμοίς αυτού υπό πάσης της κτίσεως, η τιμή αυτού διαμένει. Προσεγγίζει ο ταπεινόφρων τοις φθορεύσι θηρίοις και όταν επιβλέ¬ψη η όρασις αυτών επ' αυτώ, ημερούται η αγριότης αυτών και προσπελάζουσιν αύτώ ως δεσπότη εαυτών και σαίνουσι τάς κε¬φάλας εαυτών και λείχουσι τάς χείρας αυτού και τους πόδας. Διότι εκείνην την οσμήν την εκπνεύσασαν εκ του Αδάμ προ της παραβάσεως, ότε συνήχθησαν προς αυτόν και επέθηκεν αυτοίς ονόματα εν τω παραδείσω, ωσφράνθησαν εξ αυτού, όπερ ελή¬φθη εξ ημών, και πάλιν ανεκαίνισεν αυτό και έδωκεν ημίν αυτό εν τη εαυτού παρουσία ο Ιησούς. Αυτός εστί το μύρισαν την ευωδίαν του γένους των ανθρώπων.
Πάλιν προσεγγίζει τοις ερπετοίς τοις θανατηφόροις, και ευθύς ηνίκα πλησιάσει η αίσθησις της χειρός εαυτού και άψεται του σώματος αυτών, η οξύτης και η σκληρότης της πικρότητος αυτών της θανατηφόρου παύεται, και εν εαυτού χερσίν ως την ακρίδα ψώχει αυτά.
Προσεγγίζει τοις ανθρώποις, και ως τον Κύριον προσέχουσιν εις αυτόν. Και τι λέγω ανθρώπους; Αλλά και οι δαί¬μονες μετά της σφοδρότητος αυτών και της πικρίας και πάσης μεγαλαυχίας του φρονήματος εαυτών, ηνίκα φθάσωσι προς αυτόν, γίνονται ως χους. Και μωραίνεται πάσα η κακία αυτών και καταλύονται αι μηχαναί αυτών και αργούσι τα πανουργεύματα αυτών.
Νύν ούν, επειδή εδείξαμεν το μέγεθος της τιμής αυτής της εκ του Θεού και την δύναμιν την κεκρυμμένην εν αυτή, λοιπόν δείξωμεν τί εστίν αύτη η ταπείνωσις και πότε αξιούται δέξασθαι ταύτην ο άνθρωπος τελείως καθώς εστί. Ποιήσωμεν δε διαφοράν μεταξύ του ταπεινόφρονος εν προσώπω του αξιωθέντος της αληθινής ταπεινοφροσύνης.
Ταπείνωσις εστί δύναμις τις μυστική, ην μετά την τελείωσιν της πολιτείας απάσης υποδέχονται οι τέλειοι άγιοι. Και ου δίδοται αύτη η δύναμις, ει μη τοις τελείοις μόνοις εν αρετή, δια της δυνάμεως της χάριτος, καθ' όσον ικανοί τη φύσει εν όρω. Διότι η αρετή συγκλείει εν εαυτή πάντα. Δια τούτο ου δύναται τις έκαστον άνθρωπον, ως έτυχε, λογίσασθαι ταπεινόφρονα, αλλά μόνους τους αξιωθέντας ταύτης της τάξεως, ης είπομεν.
Ουχί πάς ο κατά φύσιν επιεικής και ησύχιος ή συνετός ή πράος, ούτος έφθασε τον βαθμόν της ταπεινοφροσύνης, αλλά ταπεινόφρων εστί κατά αλήθειαν, όστις έχει εν τω κρύπτω τι άξιον υπερηφανίας, και ούχ υπερηφανεύεται, αλλ' ως χουν έχει αυτό εν τω εαυτού λογισμώ. Αλλ' ουδέ τον εν τη μνήμη των παραπτωμάτων και πλημμελημάτων ταπεινοφρονούντα και μνημονεύοντα αυτών, έως αν συντριβή η καρδία αυτού και συγκαταβή η διανοία αύτοο εκ των εννοιών της υπερη¬φανίας εν τη μνήμη αυτών, καλούμεν ταπεινόφρονα, καν και η τούτο επαινετόν. Διότι ακμήν έχει τον λογισμόν της υπερηφανίας και την ταπείνωσιν ουκ εκτήσατο, αλλά ταίς μηχαναίς εγ¬γίζει αυτήν προς εαυτόν. Και εί τούτο επαινετόν, καθώς είπον, αλλ' ιδού άκμήν ουκ εστίν αυτού, αλλά θέλει αυτήν, και αύτη ουκ εστίν αυτού.
Ταπεινόφρων δε τέλειος εστίν ό μη χρήζων μηχανάσθαι αιτίας τω εαυτού φρονήματι του ταπεινοφρονείν, αλλ' ο εν πάσι τούτοις τελείως και φυσικώς αυτήν κτησάμενος άνευ έργου. Ώσπερ ο χάρισμα τι μέγα και υπερέχον πάσαν κτίσιν και φύσιν δεξάμενος εν εαυτώ, αυτός δε ορά εαυτόν ως αμαρτωλόν και ευτελή και ευκαταφρόνητον τοις ιδίοις οφθαλμοίς, και ως ο εισελθών εις τα μυστήρια πασών των φύσεων των πνευματικών και τέλειος ων εν τη σοφία απάσης της κτίσεως εν πάση ακριβεία, αυτός δε εαυτόν λογίζεται γινώσκοντα μηδέ εν, και ούτος ουκ εν μηχαναίς, αλλά χωρίς βίας ούτως εστίν εν τη καρδία εαυτού.
Άρα δυνατόν γενέσθαι άνθρωπον ούτω και εν τη φύσει ούτως αλλάσσειν εαυτόν, ή ου;
Λοιπόν μη δίσταζε, ότι η δύναμις, ην εδέξατο, των μυστηρίων τελειοί ταύτα εν αυτώ, εν πάση αρετή έργων χωρούσα. Αύτη εστίν η δύναμις, ην εδέξαντο οί μακάριοι Απόστολοι εν τη ιδέα του πυρός. Δι' αυτήν παρήγγειλεν αυτοίς ο Σωτήρ, μη χωρίζεσθαι από Ιερουσαλήμ, έως αν την εξ ύψους δέξωνται δύναμιν. Ιερουσαλήμ αύτη εστίν η αρετή, δύναμις δε η ταπείνωσις η εξ ύψους δε δύναμις ο Παράκλητός εστίν, ο ερμηνευόμενος Πνεύμα παρακλήσεως. Και τούτο εστί το ρηθέν εν τη θεία Γραφή περί αυτού, ότι «τα μυστήρια τοις ταπεινόφροσιν αποκαλύπτονται».
Τούτου δε του Πνεύματος των αποκαλύψεων και δεικνύοντος τα μυστήρια αξιούνται οι ταπεινόφρονες δέξασθαι ένδον εαυτών. Και δια τούτο ερρέθη υπό τίνων αγίων, ότι η ταπείνωσις εν ταίς θείαις θεωρίαις τελειοί την ψυχήν. Λοιπόν μη τολμήση άνθρωπος εννοήσαι κατά την ψυχήν εαυτού, ότι έφθα¬σε το μέτρον της ταπεινοφροσύνης εν εαυτώ, και δι' ένα λογισμόν κατανύξεως, τον αναβάντα εν αυτώ εν καιρώ τινι, ή εν ολίγοις δάκρυσι τοις εξελθούσιν εξ εαυτού, η δι' εν αγαθόν, όπερ έχει φυσικώς, η εκράτησεν εν βίω προς εαυτόν ότι εκείνο όπερ εστί πλήρωμα πάντων των μυστηρίων και φρούριον πα¬σών των αρετών εστίν ότι εν έργοις μικροίς εκτήσατο ταύτα πάντα εν τόποις τούτου του χαρίσματος.
Αλλ' εάν νικήση πάντα τα πνεύματα τα εναντία, και ουκ εξείλησεν αυτώ εν των έργων εκ πάσης αρετής, όπερ κατά πρόσωπον ουκ ειργάσατο κσι ουκ εκτήσατο, και ενίκησε και υπέταξε τα οχυρώματα πάντα των υπεναντίων, και μετά ταύτα εν πνεύματι αισθηθή εν αυτώ, ότι εδέξατο αυτό το χάρι¬σμα, ηνίκα το Πνεύμα μαρτυρεί τω πνεύματι αυτού κατά τον λόγον του Αποστόλου, τούτο η τελειότης της ταπεινοφροσύνης. Μακάριος ο κτησάμενος αυτήν, ότι εν πάση ώρα τον κόλπον ασπάζεται του Ιησού και περιλαμβάνει.
Εάν δε ερώτηση άνθρωπος, Τι ποιήσω; πώς κτήσομαι; ποιώ τρόπω άξιος γένωμαι δέξασθαι αυτήν; ιδού εγώ βιάζω εμαυτόν, και ηνίκα νομίσω, ότι εκτησάμην αυτήν, Θεωρώ, ότι ιδού έννοιαι εναντίαι αυτής περιστρέφονται εν τω μέσω της διανοίας μου. Και άρτι πίπτω εις απόγνωσιν ένθεν.
Τούτω τω ερωτώντι τούτο αποκριθήσεται αυτώ Αρκετόν τω μαθητή γενέσθαι κατά τον διδάσκαλον, και τω δούλω κατά τον εαυτού κύριον». Βλέπετε τον εντειλάμενον ταύτην και τον δωρούμενον το χάρισμα, εν ποίω τρόπω ταύτην εκτήσατο, και ομοιώθητι και ευρήσεις αυτήν. Αυτός γαρ είπεν, «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και εν εμοί ευρήσει ουδέν». Βλέπεις πώς εν τελειότητι πασών των αρετών, κτήσασθαι δυνατόν την ταπείνωσιν; Τούτον τον εντειλάμενον ζηλώσωμεν. «Αι αλώπε¬κες» φησί, «φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», ο έχων δόξαν εκ πάντων των τελειωθέντων και αγιασθέντων και πληρωθέντων εν πάσαις γενεαίς, μετά του Πα¬τρός του αποστείλαντος αυτόν και του αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΑ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ ΩΦΕΛΕΙΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΑΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΙΣ Η ΑΛΗΘΗΣ ΑΙΤΙΑ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΣΑ ΑΥΤΩ ΚΡΥΠΤΩΣ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΛΙΝ Η ΑΙΤΙΑ Η ΑΓΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΕΙΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ
Μακάριος άνθρωπος ο γινώσκων την εαυτού ασθένειαν. Διότι αύτη η γνώσις γίνεται αυτώ θεμέλιος και ρίζα καϊ αρχή πάσης αγαθωσύνης. Όταν γαρ μάθη τις και εν αληθεία αισθηθή της εαυτού ασθενείας, τηνικαύτα περισφίγγει την εαυτού ψυχήν από της χαυνότητος της αμαυρούσης την γνώσιν και θησαυρίζει εαυτώ παραφυλακήν. Ουδείς δε δύναται αισθηθήναι της εαυτού ασθενείας, εάν μη παραχωρηθή μικρόν του πειρασθήναι, ή εν τοις καταπονούσι το σώμα ή την ψυχήν. Τότε γαρ, συγκρίνας την εαυτού ασθένειαν τη βοηθεία του Θεού, τηνικαύτα γνώσεται ταύτης την μεγαλωσύνην, και πάλιν όταν κατίδη το πλήθος των μηχανημάτων αυτού και την παρα¬φυλακήν και εγκράτειαν και σκέπην και περίφραξιν της ψυχής αυτού, δι' ων ελπίζει ευρείν αύτη πεποίθησιν, και ου κέκτηται, η και εάν η καρδία γαλήνην μη έχη από του φόβου και τρόμου, τηνικαύτα νοείτω και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί και εμφαίνει, ότι ενδεής εστί πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. Η γαρ καρδία μαρτυρεί έσωθεν τω φόβω τω βάλλοντι και παλαίοντι ένδοθεν αυτής, και εμφαίνει λείψιν τινός. Και δια τούτο ελέγχεται μη δυναμένη κατασκηνώσαι μετά πεποιθήσεως. Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστίν η σώζουσα.
Όταν δε τις γνω, ότι ενδεής εστί της θείας βοηθείας, πολλάς ποιείται τάς ευχάς καί, όσον ταύτας πληθύνει, ταπεινούται η καρδία. Ουδείς γαρ δεόμενος και αιτών δύναται μη ταπεινωθήναι. «Καρδίαν γαρ συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έως αν ούν μη ταπεινωθή η καρδία, ου δύναται παύσασθαι του μετεωρισμού. Η γαρ ταπείνωσις συνάγει την καρδίαν. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος,
παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας, Διότι ευρίσκει δύναμιν τινά πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή. Όταν δε αίσθηται ο άνθρωπος της θείας βοηθείας, ότι πάρεστι βοηθούσα αυτώ, τότε η καρδία παραυτί¬κα εμπιπλάται πίστεως και συνίησιν εντεύθεν, ότι η προσευχή καταφύγιον πέφυκε βοηθείας και πηγή σωτηρίας και θησαυρός πεποιθήσεως και λιμήν ρυόμενος από τρικυμίας και φως τοις εν σκότει και στήριγμα των ασθενών και σκέπη εν τω καιρώ των πειρασμών και βοήθεια εν τη ακμή της νόσου και ασπίς λυτρώσεως εν πολεμώ και βέλος ηκονημένον εξ εναντίας των εχθρών και απλώς ειπείν πάν το πλήθος των αγαθών τούτων δια της προσευχής ευρίσκεται έχον την είσοδον.
Και λοιπόν από του νυν εντρυφά εν τη της πίστεως προσευχή, η δε καρδία αυτού φαιδρύνεται τη πεποιθήσει, και ουδαμώς τη προτέρα πυρώσει και τη ψιλή λαλιά του στόματος εναπομένει, αλλ' όταν νόηση ταύτα, ούτω τότε κτήσεται την προσευχήν εν τη ψυχή, καθάπερ θησαυρόν. Και από της πολλής ευφροσύνης το σχήμα της προσευχής αυτού είς ευχαρι¬στήριους φωνάς αμείβει. Και ούτος εστίν ο λόγος ο ρηθείς υπό του διορίσαντος εκάστω των πραγμάτων το ίδιον σχήμα ότι η προσευχή χαρά εστίν, ευχαριστίαν αναπέμπουσα. Ευχήν δε ταύτην ηνίξατο, την εν γνώσει του Θεού ανυομένην, τουτέστι την παρά του Θεού πεμπομένην. Διότι ουκ εν κόπω και μοχθώ τηνικαυτα προσεύχεται ο άνθρωπος, ως η λοιπή προσευχή η προσευχομένη προ του αισθάνεσθαι ταύτης της χάριτος, αλλά μετά χαράς της καρδίας και θαύματος βρύει τάς ευχαριστήριους κινήσεις διηνεκώς αλαλήτοις γονυκλισίαις, και από του πλή¬θους της κινήσεως αυτού είς την γνώσιν και του θαυμάζειν και εκπλήττεσθαι την χάριν του Θεού, εξαίφνης υψοί την φωνήν αυτού, υμνολογών και δοξάζων αυτόν, και την ευχαριστίαν αναπέμπει και εκπληττόμενος λίαν την γλώσσαν κινεί.
Ει τις ενταύθα έφθασεν εν αληθεία και ου φαντασία και σημειώσεις πολλάς τέθεικε τω πράγματι εν εαυτώ και πολλάς έγνω διαφοράς δια την πολλήν δοκιμήν αυτού, ούτος οίδε τί λέγω, ότι ουκ εστίν εναντίον. Και από του νυν παυέσθω του ενθυμείσθαι τα μάταια και προσμενέτω τω Θεώ δια της δι-ηνεκούς προσευχής, δειλιών και φοβούμενος, μήποτε στερηθή του πλήθους της αρρωγής του Θεού.
Ταύτα πάντα τα αγαθά τίκτονται τω ανθρώπω από του επιγνώναι την οικείαν ασθένειαν. Εκ γαρ της πολλής εφέσεως αυτού προς την βοήθειαν τον Θεού προσεγγίζει τω Θεώ, διαμένων εν τη προσευχή. Και όσον προσεγγίζει τω Θεώ τη προθέσει αυτού, και ο Θεός προσεγγίζει αυτώ δια των χαρισμάτων αυτού, και ου μη άρη απ' αυτού την χάριν δια την πολλήν αυτού ταπείνωσιν διότι, ώσπερ η χήρα, προς τον κριτήν αδιαλείπτως κράζει εκδικηθήναι από του αντιδίκου.
Διά τούτο δε ο οικτίρμων Θεός παρακατέχει απ' αυτού τάς χάριτας, ίνα γένηται αυτώ τούτο αιτία του προσεγγίζειν αυτώ καί ένεκεν της χρείας αυτού παραμένη τω βρύοντι τάς ωφελείας. Και τινας μεν των αιτήσεων δίδωσιν αυτώ τάχιστα, εκείνας λέγω ων εκτός ου δύναται τις σωθήναι, τινας δε παρα¬κατέχει απ’ αυτού. Και εν τισί μεν των πραγμάτων αποσοβεί και αποδιώκει το καυσώδες του εχθρού απ' αυτού, εν τισι δε παραχωρεί πειράζεσθαι, ίνα γένηται αυτώ εκείνο το πειρατήριον αίτια του προσεγγίσαι τω Θεώ, ως προείπον, και ίνα παιδευθή και πείραν σχή των πειρασμών. Και ούτος εστίν ο λόγος της Γραφής, ότι «Κύριος εγκατέλιπεν έθνη πολλά, του μη εξολοθρεύσαι αυτά, και ου παρέδωκεν αυτά εις τάς χείρας Ιησού του υιού Ναυή, ίνα παιδεύση εν αυτοίς τους υιούς Ισραήλ και ίνα διδαχθώσιν αι φυλαί των υιών Ισραήλ και μάθωσι τον πόλεμον».
Δίκαιος γαρ μη συνειδώς την εαυτού ασθένειαν επί ακμής ξυρού έχει τα πράγματα και ουδαμώς απέστη από πτώσεως ούτε από του φθοροποιού λέοντος, λέγω δη του δαί¬μονος της υπερηφανίας. Και πάλιν ο μη γινώσκων την εαυτού ασθένειαν ελλείπει εκ της ταπεινώσεως, ο δε ταύτης ελλείπων ελλιπής εστί και από της τελειώσεως, και ο από ταύτης ελλι¬πής, αεί περίφοβός εστί διότι η πόλις αυτού ου τεθεμελίωται επί στύλους σιδηρούς ούτε επί φλοιάς χαλκάς, λέγω δη της τα¬πεινώσεως. Ταπείνωσιν δε ου δύναται τις κτήσασθαι, αλλ' η δια των τρόπων αυτής, δι' ων πέφυκε γίνεσθαι η καρδία συντε¬τριμμένη και οι διαλογισμοί της οιήσεως εξουδενωμένοι.
Διά τούτο ούν πολλάκις ευρίσκει εν αυτώ ο εχθρός ίχνος αιτίας του εκκλίναι τον άνθρωπον άνευ γαρ ταπεινώσεως ου δύναται τελειωθήναι το έργον του ανθρώπου και ουδα¬μώς επετέθη τω γραμματείω της ελευθερίας αυτού η σφραγίς του Πνεύματος, μάλλον δε έως του νυν δούλος υπάρχει και το έργον αυτού ουχ υπερήρθη του φόβου. Καθότι ου διορθουταί τις το έργον αυτού άνευ ταπεινώσεως, και ου παιδεύεται, ει μη δια πειρασμών, και άνευ παιδείας την ταπείνωσιν ου καταλαμβά¬νει.
Διά τούτο αφίησιν ο Κύριος αιτίας ταπεινώσεως και συντριμμού καρδίας δι' εμπόνου προσευχής επί τους αγίους, ίνα προς αυτόν εγγίζωσι δια ταπεινώσεως οι αυτόν αγαπώντες.Και πολλάκις εκφοβεί αυτούς τοις πάθεσι της φύσεως και διολισθήμασιν αισχρών και μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε και δι' ονειδισμών και δι' ύβρεων και ανθρωπίνων κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις και αρρωστήμασι σωματικοίς και άλλοτε πτωχεία και ενδεία της αναγκαίας χρείας και ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού και εγκαταλείψει και πολεμώ φανερω του διαβόλου, δι' ων αυτούς εκφοβείν είωθε, ποτέ δε διαφόροις φοβεροίς πράγμασι. Και ταύτα πάντα γίνεται, ίνα σχώσιν αιτίας τον ταπεινωθήναι και ίνα μη συμβή αυτοίς ο της αμελείας νυσταγμός, ή χάριν των πραγμάτων, εν οίς ευρίσκεται αρρωστήσας ο αγω¬νιστής, ή δια τον φόβον τον μέλλοντα. Ώστε εξ ανάγκης επωφελείς είσι τοις ανθρώποις οι πειρασμοί.
Σύ λέγω δε τούτο, ότι πρέπει τω ανθρώπω χαυνωθήναι εκουσίως υπό των αισχρών λογισμών, ίνα γένηται αυτώ πρόφασις ταπεινώσεως εν τη μνήμη αυτών, ούτε ίνα σπουδάση εισελθείν εις τους άλλους πειρασμούς, αλλ' ότι πρέπει αυτώ εν τω εργάζεσθαι το αγαθόν νήφειν εν παντί καιρώ και τηρείν την ψυχήν αυτού και διαλογίζεσθαι, ότι κτιστός εστί και δια τούτο ευμετάπτωτος. Έκαστος γαρ κτιστός ενδεής εστί της δυνάμε¬ως του Θεού προς αντίληψιν, και πάς τις ενδεής της ετέρου αν-τιλήψεως, εκφαίνει φυσικήν ασθένειαν πάς δε τις, ειδώς το εαυτού ασθενές, εξ ανάγκης δέεται του ταπεινωθήναι, ίνα ανύση την χρείαν αυτού παρά του δυναμένου διδόναι. Και ει ην εξ αρχής ειδώς και θεασάμενος την εαυτού ασθένειαν, ουκ αν ημέλησε, και ει μη ότι ημέλησεν, ουκ αν ύπνωσε και παρεδόθη είς χείρας των θλιβόντων αυτόν του εξυπνίσαι αυτόν.
Λοιπόν πρέπει τω πορευομένω εν τη οδώ του Θεού ευχαριστήσαι αυτώ εν πάσι τοις επερχομένοις αυτώ και μέμψασθαι και καθυβρίσαι την εαυτού ψυχήν, και γνώναι, ότι ουκ αν παρεχωρήθη υπό του προνοητού, εί μη δια τίνα αμέλειαν, ίνα εξυπνισθή η διανοία αυτού, ή διότι τετύφωται, και μη θορυβηθή δια τούτο, μήτε επηδήση του σταδίου και του αγώνος μήτε άνευ μέμψεως εαυτόν ποίηση, ίνα μη διπλούν γένηται αυ¬τού το κακόν. Διότι ουκ εστί παρά τω βρύοντι Θεώ την δικαιοσύνην αδικία. Μη γένοιτο.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΚΑΙ ΤΙΣ Η ΑΛΗΘΗΣ ΑΙΤΙΑ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΣΑ ΑΥΤΩ ΚΡΥΠΤΩΣ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΛΙΝ Η ΑΙΤΙΑ Η ΑΓΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΕΙΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ
Μακάριος άνθρωπος ο γινώσκων την εαυτού ασθένειαν. Διότι αύτη η γνώσις γίνεται αυτώ θεμέλιος και ρίζα καϊ αρχή πάσης αγαθωσύνης. Όταν γαρ μάθη τις και εν αληθεία αισθηθή της εαυτού ασθενείας, τηνικαύτα περισφίγγει την εαυτού ψυχήν από της χαυνότητος της αμαυρούσης την γνώσιν και θησαυρίζει εαυτώ παραφυλακήν. Ουδείς δε δύναται αισθηθήναι της εαυτού ασθενείας, εάν μη παραχωρηθή μικρόν του πειρασθήναι, ή εν τοις καταπονούσι το σώμα ή την ψυχήν. Τότε γαρ, συγκρίνας την εαυτού ασθένειαν τη βοηθεία του Θεού, τηνικαύτα γνώσεται ταύτης την μεγαλωσύνην, και πάλιν όταν κατίδη το πλήθος των μηχανημάτων αυτού και την παρα¬φυλακήν και εγκράτειαν και σκέπην και περίφραξιν της ψυχής αυτού, δι' ων ελπίζει ευρείν αύτη πεποίθησιν, και ου κέκτηται, η και εάν η καρδία γαλήνην μη έχη από του φόβου και τρόμου, τηνικαύτα νοείτω και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί και εμφαίνει, ότι ενδεής εστί πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. Η γαρ καρδία μαρτυρεί έσωθεν τω φόβω τω βάλλοντι και παλαίοντι ένδοθεν αυτής, και εμφαίνει λείψιν τινός. Και δια τούτο ελέγχεται μη δυναμένη κατασκηνώσαι μετά πεποιθήσεως. Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστίν η σώζουσα.
Όταν δε τις γνω, ότι ενδεής εστί της θείας βοηθείας, πολλάς ποιείται τάς ευχάς καί, όσον ταύτας πληθύνει, ταπεινούται η καρδία. Ουδείς γαρ δεόμενος και αιτών δύναται μη ταπεινωθήναι. «Καρδίαν γαρ συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έως αν ούν μη ταπεινωθή η καρδία, ου δύναται παύσασθαι του μετεωρισμού. Η γαρ ταπείνωσις συνάγει την καρδίαν. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος,
παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας, Διότι ευρίσκει δύναμιν τινά πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή. Όταν δε αίσθηται ο άνθρωπος της θείας βοηθείας, ότι πάρεστι βοηθούσα αυτώ, τότε η καρδία παραυτί¬κα εμπιπλάται πίστεως και συνίησιν εντεύθεν, ότι η προσευχή καταφύγιον πέφυκε βοηθείας και πηγή σωτηρίας και θησαυρός πεποιθήσεως και λιμήν ρυόμενος από τρικυμίας και φως τοις εν σκότει και στήριγμα των ασθενών και σκέπη εν τω καιρώ των πειρασμών και βοήθεια εν τη ακμή της νόσου και ασπίς λυτρώσεως εν πολεμώ και βέλος ηκονημένον εξ εναντίας των εχθρών και απλώς ειπείν πάν το πλήθος των αγαθών τούτων δια της προσευχής ευρίσκεται έχον την είσοδον.
Και λοιπόν από του νυν εντρυφά εν τη της πίστεως προσευχή, η δε καρδία αυτού φαιδρύνεται τη πεποιθήσει, και ουδαμώς τη προτέρα πυρώσει και τη ψιλή λαλιά του στόματος εναπομένει, αλλ' όταν νόηση ταύτα, ούτω τότε κτήσεται την προσευχήν εν τη ψυχή, καθάπερ θησαυρόν. Και από της πολλής ευφροσύνης το σχήμα της προσευχής αυτού είς ευχαρι¬στήριους φωνάς αμείβει. Και ούτος εστίν ο λόγος ο ρηθείς υπό του διορίσαντος εκάστω των πραγμάτων το ίδιον σχήμα ότι η προσευχή χαρά εστίν, ευχαριστίαν αναπέμπουσα. Ευχήν δε ταύτην ηνίξατο, την εν γνώσει του Θεού ανυομένην, τουτέστι την παρά του Θεού πεμπομένην. Διότι ουκ εν κόπω και μοχθώ τηνικαυτα προσεύχεται ο άνθρωπος, ως η λοιπή προσευχή η προσευχομένη προ του αισθάνεσθαι ταύτης της χάριτος, αλλά μετά χαράς της καρδίας και θαύματος βρύει τάς ευχαριστήριους κινήσεις διηνεκώς αλαλήτοις γονυκλισίαις, και από του πλή¬θους της κινήσεως αυτού είς την γνώσιν και του θαυμάζειν και εκπλήττεσθαι την χάριν του Θεού, εξαίφνης υψοί την φωνήν αυτού, υμνολογών και δοξάζων αυτόν, και την ευχαριστίαν αναπέμπει και εκπληττόμενος λίαν την γλώσσαν κινεί.
Ει τις ενταύθα έφθασεν εν αληθεία και ου φαντασία και σημειώσεις πολλάς τέθεικε τω πράγματι εν εαυτώ και πολλάς έγνω διαφοράς δια την πολλήν δοκιμήν αυτού, ούτος οίδε τί λέγω, ότι ουκ εστίν εναντίον. Και από του νυν παυέσθω του ενθυμείσθαι τα μάταια και προσμενέτω τω Θεώ δια της δι-ηνεκούς προσευχής, δειλιών και φοβούμενος, μήποτε στερηθή του πλήθους της αρρωγής του Θεού.
Ταύτα πάντα τα αγαθά τίκτονται τω ανθρώπω από του επιγνώναι την οικείαν ασθένειαν. Εκ γαρ της πολλής εφέσεως αυτού προς την βοήθειαν τον Θεού προσεγγίζει τω Θεώ, διαμένων εν τη προσευχή. Και όσον προσεγγίζει τω Θεώ τη προθέσει αυτού, και ο Θεός προσεγγίζει αυτώ δια των χαρισμάτων αυτού, και ου μη άρη απ' αυτού την χάριν δια την πολλήν αυτού ταπείνωσιν διότι, ώσπερ η χήρα, προς τον κριτήν αδιαλείπτως κράζει εκδικηθήναι από του αντιδίκου.
Διά τούτο δε ο οικτίρμων Θεός παρακατέχει απ' αυτού τάς χάριτας, ίνα γένηται αυτώ τούτο αιτία του προσεγγίζειν αυτώ καί ένεκεν της χρείας αυτού παραμένη τω βρύοντι τάς ωφελείας. Και τινας μεν των αιτήσεων δίδωσιν αυτώ τάχιστα, εκείνας λέγω ων εκτός ου δύναται τις σωθήναι, τινας δε παρα¬κατέχει απ’ αυτού. Και εν τισί μεν των πραγμάτων αποσοβεί και αποδιώκει το καυσώδες του εχθρού απ' αυτού, εν τισι δε παραχωρεί πειράζεσθαι, ίνα γένηται αυτώ εκείνο το πειρατήριον αίτια του προσεγγίσαι τω Θεώ, ως προείπον, και ίνα παιδευθή και πείραν σχή των πειρασμών. Και ούτος εστίν ο λόγος της Γραφής, ότι «Κύριος εγκατέλιπεν έθνη πολλά, του μη εξολοθρεύσαι αυτά, και ου παρέδωκεν αυτά εις τάς χείρας Ιησού του υιού Ναυή, ίνα παιδεύση εν αυτοίς τους υιούς Ισραήλ και ίνα διδαχθώσιν αι φυλαί των υιών Ισραήλ και μάθωσι τον πόλεμον».
Δίκαιος γαρ μη συνειδώς την εαυτού ασθένειαν επί ακμής ξυρού έχει τα πράγματα και ουδαμώς απέστη από πτώσεως ούτε από του φθοροποιού λέοντος, λέγω δη του δαί¬μονος της υπερηφανίας. Και πάλιν ο μη γινώσκων την εαυτού ασθένειαν ελλείπει εκ της ταπεινώσεως, ο δε ταύτης ελλείπων ελλιπής εστί και από της τελειώσεως, και ο από ταύτης ελλι¬πής, αεί περίφοβός εστί διότι η πόλις αυτού ου τεθεμελίωται επί στύλους σιδηρούς ούτε επί φλοιάς χαλκάς, λέγω δη της τα¬πεινώσεως. Ταπείνωσιν δε ου δύναται τις κτήσασθαι, αλλ' η δια των τρόπων αυτής, δι' ων πέφυκε γίνεσθαι η καρδία συντε¬τριμμένη και οι διαλογισμοί της οιήσεως εξουδενωμένοι.
Διά τούτο ούν πολλάκις ευρίσκει εν αυτώ ο εχθρός ίχνος αιτίας του εκκλίναι τον άνθρωπον άνευ γαρ ταπεινώσεως ου δύναται τελειωθήναι το έργον του ανθρώπου και ουδα¬μώς επετέθη τω γραμματείω της ελευθερίας αυτού η σφραγίς του Πνεύματος, μάλλον δε έως του νυν δούλος υπάρχει και το έργον αυτού ουχ υπερήρθη του φόβου. Καθότι ου διορθουταί τις το έργον αυτού άνευ ταπεινώσεως, και ου παιδεύεται, ει μη δια πειρασμών, και άνευ παιδείας την ταπείνωσιν ου καταλαμβά¬νει.
Διά τούτο αφίησιν ο Κύριος αιτίας ταπεινώσεως και συντριμμού καρδίας δι' εμπόνου προσευχής επί τους αγίους, ίνα προς αυτόν εγγίζωσι δια ταπεινώσεως οι αυτόν αγαπώντες.Και πολλάκις εκφοβεί αυτούς τοις πάθεσι της φύσεως και διολισθήμασιν αισχρών και μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε και δι' ονειδισμών και δι' ύβρεων και ανθρωπίνων κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις και αρρωστήμασι σωματικοίς και άλλοτε πτωχεία και ενδεία της αναγκαίας χρείας και ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού και εγκαταλείψει και πολεμώ φανερω του διαβόλου, δι' ων αυτούς εκφοβείν είωθε, ποτέ δε διαφόροις φοβεροίς πράγμασι. Και ταύτα πάντα γίνεται, ίνα σχώσιν αιτίας τον ταπεινωθήναι και ίνα μη συμβή αυτοίς ο της αμελείας νυσταγμός, ή χάριν των πραγμάτων, εν οίς ευρίσκεται αρρωστήσας ο αγω¬νιστής, ή δια τον φόβον τον μέλλοντα. Ώστε εξ ανάγκης επωφελείς είσι τοις ανθρώποις οι πειρασμοί.
Σύ λέγω δε τούτο, ότι πρέπει τω ανθρώπω χαυνωθήναι εκουσίως υπό των αισχρών λογισμών, ίνα γένηται αυτώ πρόφασις ταπεινώσεως εν τη μνήμη αυτών, ούτε ίνα σπουδάση εισελθείν εις τους άλλους πειρασμούς, αλλ' ότι πρέπει αυτώ εν τω εργάζεσθαι το αγαθόν νήφειν εν παντί καιρώ και τηρείν την ψυχήν αυτού και διαλογίζεσθαι, ότι κτιστός εστί και δια τούτο ευμετάπτωτος. Έκαστος γαρ κτιστός ενδεής εστί της δυνάμε¬ως του Θεού προς αντίληψιν, και πάς τις ενδεής της ετέρου αν-τιλήψεως, εκφαίνει φυσικήν ασθένειαν πάς δε τις, ειδώς το εαυτού ασθενές, εξ ανάγκης δέεται του ταπεινωθήναι, ίνα ανύση την χρείαν αυτού παρά του δυναμένου διδόναι. Και ει ην εξ αρχής ειδώς και θεασάμενος την εαυτού ασθένειαν, ουκ αν ημέλησε, και ει μη ότι ημέλησεν, ουκ αν ύπνωσε και παρεδόθη είς χείρας των θλιβόντων αυτόν του εξυπνίσαι αυτόν.
Λοιπόν πρέπει τω πορευομένω εν τη οδώ του Θεού ευχαριστήσαι αυτώ εν πάσι τοις επερχομένοις αυτώ και μέμψασθαι και καθυβρίσαι την εαυτού ψυχήν, και γνώναι, ότι ουκ αν παρεχωρήθη υπό του προνοητού, εί μη δια τίνα αμέλειαν, ίνα εξυπνισθή η διανοία αυτού, ή διότι τετύφωται, και μη θορυβηθή δια τούτο, μήτε επηδήση του σταδίου και του αγώνος μήτε άνευ μέμψεως εαυτόν ποίηση, ίνα μη διπλούν γένηται αυ¬τού το κακόν. Διότι ουκ εστί παρά τω βρύοντι Θεώ την δικαιοσύνην αδικία. Μη γένοιτο.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΒ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΕΛΠΙΔΟΣ
ΚΑΙ ΤΙΝΑ ΔΕΙ ΕΛΠΙΖΕΙΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΑΦΡΟΝΩΣ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΤΩΣ ΕΧΩΝ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ
Γίνεται ελπίς επί τω Θεώ δια της καρδιακής πίστεως, ήτις εστί καλή και μετά διακρίσεως και γνώσεως πέφυκε. Και γίνεται άλλη παρηλλαγμένη και εξ ανομίας υπάρχουσα, ήτις εστί ψευδής. Άνθρωπος ο μη παντελώς φροντίδα ποιούμενος των επικήρων πραγμάτων, αλλ' εαυτόν ολοτελώς αναθέμενος τω Κυρίω νυκτός και ημέρας, μηδενός φροντίζων κοσμικού δια την πολλήν εαυτού επιμέλειαν την εις τάς αρετάς και πάσαν την σχολήν αυτού εις τα θεία κεκτημένος και δια τούτο αμελών ευτρεπίσαι εαυτώ τροφάς τε και ενδύματα και ετοιμασίαν τόπου κατασκηνώσεως του σώματος και τα λοιπά πάντα, ούτος καλώς και επιστημόνως ελπίζει επί Κύριον. Ότι αυτός ετοιμάσει αυτώ τα προς την χρείαν, και αύτη εστίν αληθώς η αληθής και σοφωτάτη ελπίς.
Δίκαιον ούν εστί τον τοιούτον έλπίζειν έπι τον Θεόν, καθότι δούλος αυτού κεχρημάτικε και επιμελώς διάκειται εν τω έργω αυτού, χωρίς πάσης αμελείας της εκ τινός αιτίας συμβαινούσης. Επί τω τοιούτω άξιον εστίν ενδείκνυσθαι παρά του Θεού ειδικώς την επιμέλειαν, διότι εφύλαξε την εντολήν αυτού την λέγουσαν, «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», «και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε». Όταν γαρ ούτω διατιθέμεθα, ο κόσμος ώσπερ τις δούλος ετοιμάσει ημίν πάντα και ως δεσπόταις υποταγήσεται αδιστάκτως τοις λόγοις ημών, και τω θελήματι ημών ου μη εναντιωθή. Ίνα γαρ μη αργήση ο τοιού¬τος εκ της διηνεκούς στάσεως αυτού έμπροσθεν του Θεού, ου παραδίδωσιν εαυτόν φροντίζειν της αναγκαίας χρείας του σώματος. Και ουδενός ετέρου επιμελείται, αλλ' η μόνον αργός γενέσθαι από πάσης τοιαύτης φροντιδος μικράς και μεγάλης, της προς ηδονήν συντεινούσης και μετεωρισμόν, δια τον φόβον του Θεού. Τεύξεται δε όμως τούτων θαυμασίως, μήτε φροντίσας αυτών μήτε κοπιάσας είς αυτά.
Ο μέντοι άνθρωπος ο παντελώς έχων την καρδίαν συγκεχωρισμένην εν τοις γηίνοις και αεί μετά του όφεως εσθίων χουν και μηδαμώς επιμελούμενος των ευαρεστούντων τω Θεώ, αλλ' εν πάσι τοις σωματικοίς καταπεπονημένος και λελυμένος και αργός από πάσης αρετής, δια την διηνεκή συντυχίαν και τον μετεωρισμόν της στρηνιάσεως και προφάσεις τινάς προφασιζόμενος, ο τοιούτος όντως δια ταύτην την ραθυμίαν και αργίαν έκπτωτος εστί του αγαθού. Και ενίοτε, ότε στενωθή υπό τίνος ενδείας ή θλιβή υπό της επικαρπίας των ανομημάτων αυτού, ερεί δε πώς ούτος, ότι ελπιώ επί τον Θεόν και αμέριμνον με ποιήσει και άνεσιν μοι παρέξει; Άφρων, μέχρι της άρτι ώρας ουκ εμνήσθης του Θεού, αλλά καθύβριζες αυτόν τη καταλύσει των σων πράξεων και το όνομα αυτού δια σε εν τοις έθνεσιν εβλασφημείτο, καθώς γέγραπται, και νυν τολμάς λέγειν δι' όλου του στόματος, επ' αυτώ ελπιώ, και αυτός βοηθήσει μοι και μέριμναν μου ποιήσεται; Καθώς είρηκεν ο Θεός δια του Προφήτου, τους τοιούτους εντρέπων, ότι «καθ' ημέραν εκζητούσι με και βούλονται μαθείν τάς οδούς μου ως τινές πιούντες την δικαιοσύνην και τα δικαιώματα του Θεού αυτών μη καταλιπόντες, αιτουσί με κρίσιν και δικαιοσύνην». Εκ των τοιού¬των εστίν ο άφρων, ο μηδέ τη διανοία αυτού προσεγγίζων τω Θεώ, όταν δε κυκλωθή υπό των θλίψεων αίρων τάς χείρας αυ¬τού προς αυτόν μετά πεποιθήσεως. Ο τοιούτος δέεται καυστηριασθήναι πολλάκις, ίνα ένθεν κακείθεν παιδευθή. Ου γαρ κέκτηται έργον άξιον της είς Θεόν πεποιθήσεως, αλλά δια μεν τάς χαλεπας αυτού πράξεις και την αμέλειαν αυτού από των καθηκόντων άξιος γίνεται παιδείας, δια δε το έλεος αυτού ο Θεός μακροθυμών ανέχεται αυτού.
Μη ούν εξαπατάτω εαυτόν ο τοιούτος και επιλανθανέσθω της τάξεως της διαγωγής αυτού και λεγέτω ελπίζειν επί τον Θεόν, παιδευθήσεται γαρ, διότι ουδαμού το της πίστεως έρ¬γον κέκτηται, μηδέ τανυέτω τους πόδας αυτού εν τη αργία και λεγέτω, ότι πιστεύω τω Θεώ επιχορηγήσαι μοι τα προς την χρείαν, ως εν τοις έργοις του Θεού πολιτευόμενος ή αφρόνως ριπτέτω εαυτόν εν φρέατι, μηδαμού σχών τον Θεόν κατ' ενθύμησιν, τα νυν δε μετά την έκπτωσιν ερεί, ελπιώ επί τον Θεόν, και αυτός με ρύσεται. Μη πλανώ, ώ άφρων. Προηγούμενος εστίν ο δια τον Θεόν κόπος και ο ιδρώς ο εν τη γεωργία αυτού της είς αυτόν ελπίδος. Ει πιστεύεις τω Θεώ, καλώς ποιείς, αλλ' η πίστις και έργων δέεται, και η είς Θεόν ελπίς εκ της είς τας αρετάς κακοπαθείας φαίνεται. Πιστεύεις, ότι ο Θεός προνο¬είται των κτισμάτων αυτού και δυνατός εστίν είς πάντα; Αλλά τη πίστει σου επακολουθείτω και η πρέπουσα εργασία, και τότε σου επακούσεται. Μη θέλε κρατείν ανέμους είς την σήν δράκα, πίστιν φημί χωρίς έργων.
Πολλάκις τις αγνοών, διεισδύει οδόν έχουσαν θηρίον πονηρόν ή φονικούς τινας ή τι παραπλήσιον. Και αύτη εστί κοινή πρόνοια του Θεού, το ρύσασθαι εκ της τοιαύτης επηρείας ή το εμποδίσαι εκ του ορμήματος δια τινάς αιτίας, έως αν παρέλθη το πονηρόν θηρίον ή υπαντήσαι τινά και υποστρέψαι αυ¬τόν εκ της οδού. Και πάλιν ενίοτε ευρίσκεται όφις πονηρός εν τη οδώ κατακείμενος και μη θεωρούμενος, και μη βουλόμενος ο Θεός παραδούναι τον άνθρωπον τούτω τω πειρασμώ εξαίφ¬νης ποιεί τον όφιν συρήσαι και του τόπου απελθείν ή έρπειν έμπροσθεν αυτού, κακείνος ιδών παραφυλάτετται και ρύεται εξ αυτού, καίπερ μη ων άξιος δια τας αμαρτίας τας αφανείς, ας μόνος αυτός έπίσταται' εξαιρείται δε όμως αυτόν ο Θεός δια το έλεος αυτού. Και πάλιν συμβαίνει πολλάκις οίκον ή τοίχον ή λίθον πίπτειν και εκ του ιδίου τόπου ολισθαίνειν μετά ροίζου, και τινας ευρίσκεσθαι εκεί καθημένους, και φιλανθρώπως εντέλλε¬ται Αγγέλω ο Θεός κατέχειν και κρατείν άπτωτον τον τόπον, έως αν αναστώσιν εκείθεν, ή και δια τινας αιτίας εξάγει αυ¬τούς, ώστε μηδένα ευρεθήναι υποκάτω. Άμα δε το εξελθείν αυτούς, παραυτίκα εά πεσείν. Εάν δε και συμβή τινά κατενεχθήναι, ποιεί μηδαμού βλαβήναί εν τούτω γαρ βούλεται δείξαι το άπειρον μέγεθος της δυνάμεως αυτού.
Ταύτα μεν ούν και τα τοιαύτα της κοινής και καθολικής προνοίας τον Θεού, ο δε δίκαιος, ταύτην έχει αχώριστον. Τους μεν γαρ λοιπούς ανθρώπους διακριτικώς εκέλευσεν ο Θεός διοικείν τα κατ' αυτούς και συγκεράσαι τη του Θεού προνοία την γνώσιν, αλλ' ο δίκαιος δια ταύτης της γνώσεως διοικήσαι τα κατ' αυτόν ου δέεται. Διότι εκτήσατο αντί ταύτης της γνώσεως την πίστιν, δι' ης «καθελεί παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού». Και από τίνος των απηριθμημένων ου φοβηθήσεται, καθώς γέγραπται, άτι δίκαιος ως λέων πεποιθε, κατά παντός τολμών δια της πίστεως, ούχ ως πείραζων τον Κύριον, αλλ' ως καθορών αυτόν, ώσπερ τις καθωπλισμένος καί ενδεδυμένος την του αγίου Πνεύματος δύναμιν. Και καθ' όσον διηνεκή έχει την φροντίδα μετά του Θεού, κατά το-σούτον και ο Θεός ερεί περί αυτού, «μετ' αυτού ειμί εν θλίψει, εξελούμαι αυτόν και δοξάζω αυτόν», «μακρότητος ημερών εμπλήσω αυτόν», και δείξω αυτώ το σωτήριον μου.
Ο μέντοι χαύνος και ράθυμος εις το έργον αυτού ταύτην την ελπίδα έχειν ου δύναται, άλλ' ο διηνεκώς εμμένων τω Θεώ εν πασι και προσεγγίζων αυτώ δια της καλλονής των έργων αυτού και εκτείνων το βλέμμα της καρδίας αυτού προς την χάριν αυτού αδιαλείπτως, ως έφησεν ο θείος Δαβίδ, «εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».
Ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
ΚΑΙ ΤΙΝΑ ΔΕΙ ΕΛΠΙΖΕΙΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΑΦΡΟΝΩΣ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΤΩΣ ΕΧΩΝ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ
Γίνεται ελπίς επί τω Θεώ δια της καρδιακής πίστεως, ήτις εστί καλή και μετά διακρίσεως και γνώσεως πέφυκε. Και γίνεται άλλη παρηλλαγμένη και εξ ανομίας υπάρχουσα, ήτις εστί ψευδής. Άνθρωπος ο μη παντελώς φροντίδα ποιούμενος των επικήρων πραγμάτων, αλλ' εαυτόν ολοτελώς αναθέμενος τω Κυρίω νυκτός και ημέρας, μηδενός φροντίζων κοσμικού δια την πολλήν εαυτού επιμέλειαν την εις τάς αρετάς και πάσαν την σχολήν αυτού εις τα θεία κεκτημένος και δια τούτο αμελών ευτρεπίσαι εαυτώ τροφάς τε και ενδύματα και ετοιμασίαν τόπου κατασκηνώσεως του σώματος και τα λοιπά πάντα, ούτος καλώς και επιστημόνως ελπίζει επί Κύριον. Ότι αυτός ετοιμάσει αυτώ τα προς την χρείαν, και αύτη εστίν αληθώς η αληθής και σοφωτάτη ελπίς.
Δίκαιον ούν εστί τον τοιούτον έλπίζειν έπι τον Θεόν, καθότι δούλος αυτού κεχρημάτικε και επιμελώς διάκειται εν τω έργω αυτού, χωρίς πάσης αμελείας της εκ τινός αιτίας συμβαινούσης. Επί τω τοιούτω άξιον εστίν ενδείκνυσθαι παρά του Θεού ειδικώς την επιμέλειαν, διότι εφύλαξε την εντολήν αυτού την λέγουσαν, «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», «και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε». Όταν γαρ ούτω διατιθέμεθα, ο κόσμος ώσπερ τις δούλος ετοιμάσει ημίν πάντα και ως δεσπόταις υποταγήσεται αδιστάκτως τοις λόγοις ημών, και τω θελήματι ημών ου μη εναντιωθή. Ίνα γαρ μη αργήση ο τοιού¬τος εκ της διηνεκούς στάσεως αυτού έμπροσθεν του Θεού, ου παραδίδωσιν εαυτόν φροντίζειν της αναγκαίας χρείας του σώματος. Και ουδενός ετέρου επιμελείται, αλλ' η μόνον αργός γενέσθαι από πάσης τοιαύτης φροντιδος μικράς και μεγάλης, της προς ηδονήν συντεινούσης και μετεωρισμόν, δια τον φόβον του Θεού. Τεύξεται δε όμως τούτων θαυμασίως, μήτε φροντίσας αυτών μήτε κοπιάσας είς αυτά.
Ο μέντοι άνθρωπος ο παντελώς έχων την καρδίαν συγκεχωρισμένην εν τοις γηίνοις και αεί μετά του όφεως εσθίων χουν και μηδαμώς επιμελούμενος των ευαρεστούντων τω Θεώ, αλλ' εν πάσι τοις σωματικοίς καταπεπονημένος και λελυμένος και αργός από πάσης αρετής, δια την διηνεκή συντυχίαν και τον μετεωρισμόν της στρηνιάσεως και προφάσεις τινάς προφασιζόμενος, ο τοιούτος όντως δια ταύτην την ραθυμίαν και αργίαν έκπτωτος εστί του αγαθού. Και ενίοτε, ότε στενωθή υπό τίνος ενδείας ή θλιβή υπό της επικαρπίας των ανομημάτων αυτού, ερεί δε πώς ούτος, ότι ελπιώ επί τον Θεόν και αμέριμνον με ποιήσει και άνεσιν μοι παρέξει; Άφρων, μέχρι της άρτι ώρας ουκ εμνήσθης του Θεού, αλλά καθύβριζες αυτόν τη καταλύσει των σων πράξεων και το όνομα αυτού δια σε εν τοις έθνεσιν εβλασφημείτο, καθώς γέγραπται, και νυν τολμάς λέγειν δι' όλου του στόματος, επ' αυτώ ελπιώ, και αυτός βοηθήσει μοι και μέριμναν μου ποιήσεται; Καθώς είρηκεν ο Θεός δια του Προφήτου, τους τοιούτους εντρέπων, ότι «καθ' ημέραν εκζητούσι με και βούλονται μαθείν τάς οδούς μου ως τινές πιούντες την δικαιοσύνην και τα δικαιώματα του Θεού αυτών μη καταλιπόντες, αιτουσί με κρίσιν και δικαιοσύνην». Εκ των τοιού¬των εστίν ο άφρων, ο μηδέ τη διανοία αυτού προσεγγίζων τω Θεώ, όταν δε κυκλωθή υπό των θλίψεων αίρων τάς χείρας αυ¬τού προς αυτόν μετά πεποιθήσεως. Ο τοιούτος δέεται καυστηριασθήναι πολλάκις, ίνα ένθεν κακείθεν παιδευθή. Ου γαρ κέκτηται έργον άξιον της είς Θεόν πεποιθήσεως, αλλά δια μεν τάς χαλεπας αυτού πράξεις και την αμέλειαν αυτού από των καθηκόντων άξιος γίνεται παιδείας, δια δε το έλεος αυτού ο Θεός μακροθυμών ανέχεται αυτού.
Μη ούν εξαπατάτω εαυτόν ο τοιούτος και επιλανθανέσθω της τάξεως της διαγωγής αυτού και λεγέτω ελπίζειν επί τον Θεόν, παιδευθήσεται γαρ, διότι ουδαμού το της πίστεως έρ¬γον κέκτηται, μηδέ τανυέτω τους πόδας αυτού εν τη αργία και λεγέτω, ότι πιστεύω τω Θεώ επιχορηγήσαι μοι τα προς την χρείαν, ως εν τοις έργοις του Θεού πολιτευόμενος ή αφρόνως ριπτέτω εαυτόν εν φρέατι, μηδαμού σχών τον Θεόν κατ' ενθύμησιν, τα νυν δε μετά την έκπτωσιν ερεί, ελπιώ επί τον Θεόν, και αυτός με ρύσεται. Μη πλανώ, ώ άφρων. Προηγούμενος εστίν ο δια τον Θεόν κόπος και ο ιδρώς ο εν τη γεωργία αυτού της είς αυτόν ελπίδος. Ει πιστεύεις τω Θεώ, καλώς ποιείς, αλλ' η πίστις και έργων δέεται, και η είς Θεόν ελπίς εκ της είς τας αρετάς κακοπαθείας φαίνεται. Πιστεύεις, ότι ο Θεός προνο¬είται των κτισμάτων αυτού και δυνατός εστίν είς πάντα; Αλλά τη πίστει σου επακολουθείτω και η πρέπουσα εργασία, και τότε σου επακούσεται. Μη θέλε κρατείν ανέμους είς την σήν δράκα, πίστιν φημί χωρίς έργων.
Πολλάκις τις αγνοών, διεισδύει οδόν έχουσαν θηρίον πονηρόν ή φονικούς τινας ή τι παραπλήσιον. Και αύτη εστί κοινή πρόνοια του Θεού, το ρύσασθαι εκ της τοιαύτης επηρείας ή το εμποδίσαι εκ του ορμήματος δια τινάς αιτίας, έως αν παρέλθη το πονηρόν θηρίον ή υπαντήσαι τινά και υποστρέψαι αυ¬τόν εκ της οδού. Και πάλιν ενίοτε ευρίσκεται όφις πονηρός εν τη οδώ κατακείμενος και μη θεωρούμενος, και μη βουλόμενος ο Θεός παραδούναι τον άνθρωπον τούτω τω πειρασμώ εξαίφ¬νης ποιεί τον όφιν συρήσαι και του τόπου απελθείν ή έρπειν έμπροσθεν αυτού, κακείνος ιδών παραφυλάτετται και ρύεται εξ αυτού, καίπερ μη ων άξιος δια τας αμαρτίας τας αφανείς, ας μόνος αυτός έπίσταται' εξαιρείται δε όμως αυτόν ο Θεός δια το έλεος αυτού. Και πάλιν συμβαίνει πολλάκις οίκον ή τοίχον ή λίθον πίπτειν και εκ του ιδίου τόπου ολισθαίνειν μετά ροίζου, και τινας ευρίσκεσθαι εκεί καθημένους, και φιλανθρώπως εντέλλε¬ται Αγγέλω ο Θεός κατέχειν και κρατείν άπτωτον τον τόπον, έως αν αναστώσιν εκείθεν, ή και δια τινας αιτίας εξάγει αυ¬τούς, ώστε μηδένα ευρεθήναι υποκάτω. Άμα δε το εξελθείν αυτούς, παραυτίκα εά πεσείν. Εάν δε και συμβή τινά κατενεχθήναι, ποιεί μηδαμού βλαβήναί εν τούτω γαρ βούλεται δείξαι το άπειρον μέγεθος της δυνάμεως αυτού.
Ταύτα μεν ούν και τα τοιαύτα της κοινής και καθολικής προνοίας τον Θεού, ο δε δίκαιος, ταύτην έχει αχώριστον. Τους μεν γαρ λοιπούς ανθρώπους διακριτικώς εκέλευσεν ο Θεός διοικείν τα κατ' αυτούς και συγκεράσαι τη του Θεού προνοία την γνώσιν, αλλ' ο δίκαιος δια ταύτης της γνώσεως διοικήσαι τα κατ' αυτόν ου δέεται. Διότι εκτήσατο αντί ταύτης της γνώσεως την πίστιν, δι' ης «καθελεί παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού». Και από τίνος των απηριθμημένων ου φοβηθήσεται, καθώς γέγραπται, άτι δίκαιος ως λέων πεποιθε, κατά παντός τολμών δια της πίστεως, ούχ ως πείραζων τον Κύριον, αλλ' ως καθορών αυτόν, ώσπερ τις καθωπλισμένος καί ενδεδυμένος την του αγίου Πνεύματος δύναμιν. Και καθ' όσον διηνεκή έχει την φροντίδα μετά του Θεού, κατά το-σούτον και ο Θεός ερεί περί αυτού, «μετ' αυτού ειμί εν θλίψει, εξελούμαι αυτόν και δοξάζω αυτόν», «μακρότητος ημερών εμπλήσω αυτόν», και δείξω αυτώ το σωτήριον μου.
Ο μέντοι χαύνος και ράθυμος εις το έργον αυτού ταύτην την ελπίδα έχειν ου δύναται, άλλ' ο διηνεκώς εμμένων τω Θεώ εν πασι και προσεγγίζων αυτώ δια της καλλονής των έργων αυτού και εκτείνων το βλέμμα της καρδίας αυτού προς την χάριν αυτού αδιαλείπτως, ως έφησεν ο θείος Δαβίδ, «εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».
Ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΓ': ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ Α ΥΤΩ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ
Ψυχή τον Θεόν αγαπώσα, εν τω Θεώ και μόνω την ανάπαυσιν κέκτηται. Προκατάλαβε λύειν πάντα σύνδεσμον εξωτικόν από σεαυτού, και τότε δυνήση συνδεθήναι τη καρδία τω Θεώ προηγείται γαρ του συνδεθήναι τω Θεώ, το λυθήναι της όλης. Η του άρτου βρώσις μετά το απαγαλακτισθήναι δίδοται τω βρέφει. Και άνθρωπος ο βουλόμενος εν τοις θείοις πλατυνθήναι, πρότερον θέλει εαυτόν εκ του κόσμου αποξενώσαι, ώσπερ νήπιον από των μητρικών αγκαλών και μαστών η σωματική γαρ εργασία προηγείται της ψυχικής, ώσπερ ο χους της εμπνευσθείσης τω Αδάμ ψυχής. Ο μη κτησάμενος την σωματικήν εργασίαν, ουδέ την ψυχικήν έχειν δύναται. Διότι αύτη εξ εκείνης γεννάται, ώσπερ ο στάχυς εκ του γυμνού κόκκου του σίτου, και ο μη έχων την ψυχικήν εργασίαν, εστέρηται των πνευματικών χαρισμάτων.
Ου συγκρίνονται οι πόνοι, οι υπέρ της αληθείας του παρόντος αιώνος, τη ητοιμασμένη τρυφή τοις κακοπαθούσιν εν τοις αγαθοίς. Ώσπερ έπεται τοις εν δάκρυσι σπείρουσι τα δράγματα της αγαλλιάσεως, ούτως ακολουθεί χαρά τη δια Θεόν κακοπαθεία, Ο άρτος ο εξ ιδρώτων ανυσθείς ηδύς φαίνε¬ται τω γεωργώ, και αι δια δικαιοσύνην εργασίαι τη δεξαμένη καρδία την γνώσιν του Χριστού. Υπόμεινον την εξουδένωσιν και την ταπείνωσιν χρηστώ θελήματι, ίνα σχης παρρησίαν προς τον Θεόν. Πάντα λόγον σκληρόν υπομένων άνθρωπος εν γνώσει, άνευ προηγησαμένης ανομίας υπ' αυτού είς τον λαλήσαντα, στέφανον μεν ακάνθινον επιτίθησι τότε τη εαυτού κε¬φαλή, μακάριος δε εστίν, ότι εν καιρώ, ω ουκ οίδεν, αφθάρτως στεφανούται.
Ο φεύγων την κενήν δόξαν εν γνώσει, ούτος ήσθετο εν τη ψυχή αυτού του μέλλοντος αιώνος. Ο λέγων ότι καταλέλοιπε τον κόσμον και μαχόμενος τοις ανθρώποις ένεκεν χρείας
τινός, ίνα μη λείψη αυτώ τι της αναπαύσεως αυτόν, ούτος τυφλός τελείως εστί. Διότι το μεν σώμα εκουσίως ολόκληρον κατέλιπε, περί ενός δε μέλους αυτού πολεμεί και μάχεται. Ο φεύγων του παρόντος βίου την ανάπαυσιν, τούτου ο νους κατεσκόπευσε τον μέλλοντα αιώνα, ο δε συνδεδεμένος τη φιλοκτημοσύνη, δούλος των παθών πέφυκε. Μη νομίσης, ότι του χρυσίου και του αργυρίου η κτήσις μόνη φιλοκτημοσύνη εστίν, αλλ' άπαν οτιούν, εν ω αυτό σου το θέλημα κρέμαται. Μη επαινέσης τον σωματικώς μεν κακοπαθούντα, λελυμένον δε τάς αισθή¬σεις λέγω δη την ακοήν καϊ το κεχηνός στόμα και ακρατές και τους ρεμβώδεις οφθαλμούς. Όταν τη ψυχή σου όρους βάλλης του δι' ελέους οικονομηθήναι σαυτόν, έθιζε την ψυχήν σου μη ζητείν το δικαίωμα εν ετέροις πράγμασιν, ίνα μη ευρεθής τη μεν μιά χειρί εργαζόμενος, τη δε ετέρα σκορπίζων. Εκεί μεν γαρ χρεία κηδεμονίας, ενταύθα δε πλατυσμού καρδίας. Γίνωσκε δε, ότι το αφιέναι τοις οφειλέταις τα αμαρτήματα εκ των έργων της δικαιοσύνης εστί. Τότε όψει την γαλήνην μετά λαμπρότητος πανταχόθεν εν τω νω σου. Όταν υπεραναβής την οδόν της δικαιοσύνης, τότε προσκολληθήση τη ελευθερία εν παντί πράγματι.
Τις των αγίων ελάλησε περί τούτον, λέγων, ότι Ο ελεήμων, εάν μη γένηται δίκαιος, τυφλός εστί λέγω δη εξ ων αυτόν ήνυσεν ιδίοις πόνοις και μόχθοις δούναι ετέρω, και μη εκ των ανυσθέντων δια ψεύδους και αδικίας και μηχανημάτων. Και πάλιν ο αυτός εν ετέρω τόπω έφη
Ει βούλει σπείραι εν τοις πτωχοίς, εκ των οικείων σπείρον εί δε από των αλλότριων σπείραι βουληθής, γίνωσκε ότι πικρότερον εστί των ζιζανίων. Εγώ δε λέγω, ότι, εάν μη γένηται ο ελεήμων υπεράνωθεν της δικαιοσύνης αυτού, ουκ εστίν ελεήμων, τουτέστιν ου μόνον ο εκ των οικείων ελεών τους ανθρώπους, αλλά και μετά χαράς υπο-μένων την αδικίαν υπό των ετέρων και ελεών αυτούς. Όταν δε νικήση την δικαιοσύνην τη ελεημοσύνη, τότε στεφανούται, ου τοις στεφάνοις των δικαίων τοις εν τω νόμω, αλλά τοις των τελείων, τοις εν τω Ευαγγελίω. Το γαρ διδόναι τινά τοις πτωχοίς εκ των οικείων και γυμνόν ενδύειν και αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν και μη αδικείν μηδέ ψεύδεσθαι, ταύτα και ο παλαιός νό¬μος προηγόρευσεν, η δε τελειότης της οικονομίας του Ευαγγελίου ούτω κελεύει «τω αίροντι τα σα, μη απαιτεί, και παντί τω αιτούντι σε δίδου».
Και ου μόνον την αδικίαν των πραγμάτων και τα λοιπά τα έξωθεν δει υπομένειν μετά χαράς, αλλά και αυτήν την ψυχήν τιθέναι υπέρ του αδελφού. Ούτος γαρ εστίν ο ελεήμων, και ούχ ο δια δόσεως μόνον ελεών τον αδελφόν αυτού, αλλ' όστις εάν ακούση ή θεάσηται τι λυπούν τον αδελφόν αυτού και εκκαή την καρδίαν, και ούτος αληθώς ελεήμων. Ωσαυτώς και όστις εάν ραπισθή υπό του αδελφού αυτού και μη αναιδευθή αντιφθέγξασθαι και λυπήσαι αυτού την καρδίαν.
Τίμησον την εργασίαν της αγρυπνίας, ίνα εύρης παράκλησιν εγγίζουσαν τη ψυχή σου. Επίμεινον αναγινώσκων εν ησυχία, ίνα οδηγηθή ο νους σου προς τα θαυμάσια του Θεού διαπαντός. Αγάπησον εν υπομονή την πτωχείαν, ίνα συναχθή ο νους σου εκ του μετεωρισμού. Μίσησον τον πλατυσμόν, ίνα διαφυλάξης τους διαλογισμούς σου αταράχους. Σύστειλον σεαυτόν από των πολλών και φρόντισον μόνης της ψυχής σου, ίνα σώσης αυτήν εκ του διασκορπισμού της ενδοτάτης γαλήνης αγάπησον την σωφροσύνην, ίνα μη καταισχυνθής εν τω καιρώ της προσευχής σου ενώπιον του Θεού. Κτήσαι καθαρότητα εν τοις έργοις σου, ίνα εξαστράψη σου η ψυχή εν τη προσευχή σου και εν τη μνήμη του θανάτου εξαφθή η χαρά εν τη διανοία σου. Παραφυλάττου εκ των μικρών, ίνα μη εμπέσης εις τα μεγάλα. Μη οκλάσης εν τη εργασία σου, ίνα μη καταισχυνθής, όταν στης εν μέσω των εταίρων σου. Και μη ευρέθης άνευ εφοδίων, ίνα μη σε μόνον εν μέσω της οδού καταλείψωσιν. Εν γνώσει διεξάγαγε τα έργα σου, ίνα μη καταλειφθής από όλου του δρόμου σου. Κτήσαι ελευθερίαν εν τη αναστροφή σου, ίνα της ζά¬λης ελευθερωθής. Μη δευσμέσης την σήν ελευθερίαν εν ταίς αιτίαις της τροφής, ίνα μη δούλος των δούλων γένη. Αγάπησον τα πενιχρά ιμάτια εν ενδύμασι σου, ίνα εξουδενώσης τάς επιφυούσας σοι ενθυμήσεις, λέγω δη την της καρδίας υψηλοφροσύνην. Ο γαρ την στιλπνότητα αγαπών, ου δύναται κτήσασθαι ταπεινάς ενθυμήσεις. Διότι η καρδία έσωθεν ομοίως τοις εξωτέροις σχήμασιν ενδιατυπούται.
Τις αγαπών τάς φλυαρίας δύναται κτήσασθαι καθαράν διάνοιαν; Τίς, προσποιούμενος θηρεύσαι την παρά ανθρώπων δόξαν, δύναται κτήσασθαι χθαμαλούς λογισμούς; Ή τις ακόλαστος ων και διακεχυμένος τοις μέλεσι δύναται γενέσθαι καθαρός την διανοίαν και ταπεινός την καρδίαν; Όταν μεν γαρ ο νους υπό των αισθήσεων ανθέλκηται, τότε μετ' αυτών την των θηρίων τροφήν έδεται ηνίκα δε αι αισθήσεις υπό του νοός ελκυσθώσι, τηνικαύτα μετ' αυτού της των Αγγέλων τροφής μεταλαμβάνουσα
Τη μεν ταπεινοφροσύνη έπεται η εγκράτεια και η συστολή, η δε κενοδοξία υπηρέτης μεν εστί της πορνείας, έργον δε της υπερηφανίας. Η ταπεινοφροσύνη δια την διηνεκή αυτής συστολήν είς την θεωρίαν απαντά, κοσμεί δε και την ψυχήν εν τη σωφροσύνη, η δε κενοδοξία βία την διηνεκή ταραχήν και φύρσιν των ενθυμήσεων αυτής εκ της απαντήσεως των πραγμάτων συνάγει θησαυρούς εναγείς και μολύνει την καρδίαν και
αύτη πάλιν, τάς φύσεις των πραγμάτων ακολάστω θεωρία καθορά και τον νουν ενασχολεί εν αισχραίς φαντασίαις. Η μέντοι ταπεινοφροσύνη δια της θεωρίας πνευματικώς συστέλλεται και κινεί τον κτησάμενον αυτήν προς δοξολογίαν.
Μη συγκρίνης τους ποιούντας τα σημεία και τέρατα και δυνάμεις εν τω κοσμώ τοις ησυχάζουσιν εν γνώσει. Αγάπησον την αργίαν της ησυχίας υπέρ το εμπλήσαι πεινώντας εν κοσμώ και επιστρέψαι πολλά έθνη είς προσκύνησιν του Θεού κρείσσον γαρ σοι σεαυτόν λύσαι του συνδέσμου της αμαρτίας, ή ελευθερώσαι δούλους εκ δουλείας. Βέλτιον σοι ειρηνεύσαι μετά της ψυχής σου εν ομονοία της εν σοι τριάδος, λέγω δη σώματος και ψυχής και πνεύματος, ή ειρηνεύειν τη διδαχή σου τους διεστώτας. Γρηγόριος γαρ φησί
Καλόν εστί το δια Θεόν θεολογήσαι, κρείσσον δε τού¬του το καθάραι εαυτόν τίνα τω Θεώ.
Κρείσσον σοι βραδύγλωσσον είναι γνωστικώ όντι και πεπει¬ραμένω, υπέρ το βρύειν εν οξύτητι του νοός σου ποταμηδόν την διδασκαλίαν. Συμφέρει σοι μεριμνάν αναστήσαι το πεπτωκός της ψυχής σου από των παθών δια της εν τοις θείοις κινήσεως των ενθυμήσεων σου, ή το αναστήσαι τους τεθνεώτας.
Πολλοί δυνάμεις επετέλεσαν και .νεκρούς ανέστησαν και εμόχθησαν του επιστρέψαι πεπλανημένους και εποίησαν θαύματα μεγάλα, και δια των χειρών αυτών πολλοί ωδηγήθησαν προς επίγνωσιν του Θεού. Και μετά ταύτα αυτοί, οι άλλους ζωοποιήσαντες, πεπτώκασιν είς μιαρά πάθη και βδελυκτά, και εαυτούς εθανάτωσαν και σκάνδαλον τοις πολλοίς εγένοντο εν τη φανερωθείση υπ' αυτών πράξει. Διότι ακμήν εν αρρωστία ήσαν ψυχής και ουκ εφρόντισαν περί της υγείας των ψυχών αυ¬τών, αλλά δεδώκασιν εαυτούς είς την θάλασσαν του κόσμου τούτου του ιάσασθαι τας ψυχάς των άλλων, έτι όντες αυτοί άρ¬ρωστοι, και απώλεσαν τας ψυχάς αυτών εκ της ελπίδος του Θεού, καθ' όν τρόπον έφην. Η γαρ ασθένεια των αισθήσεων ουκ ηδύνατο συναντήσαι τη φλογί των πραγμάτων των εχόν¬των συνήθειαν εξαγριούν το δυσχερές των παθών, ούτε μη αντισχείν. Έτι γαρ εδέοντο παραφυλακής, λέγω δη του μη ιδείν γυναίκας όλως και του αναπαύεσθαι και κτήσασθαι αργύριον και πράγματα και άρχειν ετέρων και επαρθήναι κατά τίνων.
Κάλλιον υποπτευθήναί σε άγροικον, δια το μικρόν της γνώσεως σου προς αντιλογίαν, και μη από των σοφών δια την αναίδειαν. Πτώχευσον δια την ταπείνωσιν και μη γίνου πλούσιος την αναίδειαν. Έλεγξον τη δυνάμει των αρετών σου τους αντιδογματίζοντας σοι, και μη τη πιθανολογία των λόγων σου, και τη πραύτητι και τη γαλήνη των σων χειλέων επιστόμησον και κατασίγησον των απειθών την αναίδειαν. Έλεγξον τους ακολάστους τη ευγενεία της αναστροφής σου και τους κατά τας αισθήσεις αναίσχυντους, τη εποχή των ομμάτων σου.
Ξένον σεαυτόν ίσθι πάσας τας ημέρας της ζωής σου, όπου αν εισέλθης, ίνα δυνηθής ρυσθήναι εκ της ζημίας της τικτομένης εκ της παρρησίας. Εν παντί καιρώ νόμιζε σεαυτόν μηδέν ειδέναι, ίνα φυγής την μέμψιν την επιγινομένην εξ υποψίας του βούλεσθαι συνιστάνειν θατέρου την γνώμην. Επίμεινον αεί ευλογών τω στόματι και ου μη λοιδορηθής. Η γαρ λοιδορία, λοιδορίαν γεννά, και η ευλογία, ευλογίαν. Εν παντί πράγματι νόμιζε σεαυτόν ενδεή είναι διδαχής και εν πάση τη ζωή σου σοφός ευρεθήση. Μη παραδως τινι όπερ ούπω κατέλαβες, ίνα μη καταισχυνθής καθ' εαυτόν και εκ της συγκρίσεως της σης διαγωγής αποκαλυφθή σου το ψευδός Εάν δε λαλήσης τινί τι των οφειλομένων, εν τάξει μανθάνοντος λάλησον και μη μετά αυθεντίας και αναιδείας. Και προκατάλαβε κατακρίνων σεαυτόν και δεικνύων ότι υποδεέστερος αυτού ει, ίνα δείξης τοις άκούουσι την τάξιν της ταπεινώσεως, και κίνησης αυτούς του ακούσαι των σων ρημάτων και δραμείν προς την εργασίαν, καΙ γίνη τίμιος εν οφθαλμοίς αυτών. Ει τι δύνασαι εν τοις τοιούτοις πράγμασι μετά δακρύων λάλησον, ίνα και σαυτόν ωφελήσης και τους ακούοντας σου, και η χάρις του Θεού η μετά σου.
Ει την χάριν του Θεού κατέλαβες και κατηξιώθης εντρυφήσαι εν τη θεωρία των κριμάτων του Θεού και των ορωμένων κτισμάτων, ήτις εστί πρώτη τάξις της γνώσεως, ετοίμασον σεαυτόν και καθοπλίσθητι προς το πνεύμα της βλασφημίας. Χωρίς δε όπλων μη στης εν τη χώρα ταύτη, ίνα μη ταχέως αποθάνης από των ενεδρευόντων και πλανώντων σε. Έστωσαν δε σοι όπλα τα δάκρυα και η ενδελεχής νηστεία. Και παραφυλάττου μη αναγνώναι τα δόγματα των αιρετικών. Τού¬το γαρ εστί το καθοπλίζον ως επί το πλείστον κατά σου το πνεύμα της βλασφημίας. Όταν δε εμπλήσης σήν γαστέρα, μη αναιδευθής εξερευνήσαι τι των θείων πραγμάτων και νοημά¬των, ίνα μη μεταμεληθής. Σύνες δε ο σοι λέγω. Εν γαστρί πεπληρωμένη γνώσις μυστηρίων Θεού ουκ εστίν.
Ανάγνωθι συνεχώς και ακορέστως εν ταίς βίβλοις των διδασκάλων περί προνοίας Θεού. Διότι αύται καθοδηγούσι τον νουν εις το ιδείν την τάξιν των κτισμάτων του Θεού και των έργων αυτού, και ενδυμανούσιν αυτόν εξ αυτών και κατασκευάζουσιν αυτόν κεκτήσθαι νοήματα φωτολαμπή εκ της λεπτότητος αυτών και οδεύσαι ποιούσι μετά καθαρότητος προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού. Ανάγνωθι και εν τοις Ευαγγελίοις τοις διατεθειμένοις υπό του Θεού προς επίγνωσιν πάσης της οικουμένης, ίνα εφοδιασθής εκ της δυνάμεως της προνοίας αυτού της κατά πάσαν γενεάν και βυθισθή ο νους σου εις τα θαυμάσια του Θεού. Η τοιαύτη δε ανάγνωσις συμβάλλε¬ται τω σκόπω σου. Έστω σου η ανάγνωσις εν ηρεμία από πάντων και γενού ελεύθερος από της πολλής μερίμνης του σώματος και της ταραχής των πραγμάτων, ίνα γεύσεως ηδίστης εν τη ψυχή σου γεύση δια γλυκείας κατανοήσεως, της υπεράνωθεν ούσης πάσης αισθήσεως, και αισθηθή αυτών η ψυχή εν τη διαμονή αυτής εις αυτά. Μη έστωσαν οι λόγοι προς σε των δοκίμων, ως οι των επιπλ΄στων και απεμπολούντων τα θεία λόγια, ίνα μη μείνης εν τω σκότει μέχρι τέλους της ζωής σου και στερηθής του κέρδους αυτών και θορυβηθής εν τω καιρώ του πολεμίου ως πεφυρμένος και εις βόθρον εμπέσης τρόπω δήθεν χρηστότητος.
Τούτο το σημείον έστω σοι εν οις πράγμασι βούλει υπεισδύναι του μη εισελθείν ένδοθεν του τόπου εκείνου όταν άρξηται η χάρις ανοίξαι τους οφθαλμούς σου προς το αισθάνεσθαι της θεωρίας των πραγμάτων εν αληθεία, τότε πάραυτα άρξονται οι οφθαλμοί σου οχετηδόν δάκρυα εκχέειν, ώστε πολ¬λάκις εκπλύνεσθαι και τάς παρειάς τω πλήθει αυτών, και τότε ο πόλεμος των αισθήσεων γαληνιά και ένδοθεν σου συστέλλε¬ται. Εάν τις σε διδάξη τα εναντία τούτων, μη πιστεύσης αυτώ. Χωρίς γαρ των δακρύων μη ζητήσης έτερον σημείον φανερώτερον παρά του σώματος. Ηνίκα δ' αν ανυψωθή ο νους από των κτισμάτων, τότε και από των δακρύων εξέρχεται το σώμα και από πάσης κινήσεως και αισθήσεως.
Όταν ευρης μέλι, «συμμέτρως φάγε εξ αυτού, ίνα μη εμπλησθείς εμέσης αυτό». Η φύσις της ψυχής πράγμα ελαφρόν και κούφον πέφυκεν. Ενίοτε γαρ αλλομένη επιθυμεί υπεραναβήναι και μαθείν τα υπέρ την ιδίαν φύσιν. Πολλάκις γαρ από της αναγνώσεως των Γραφών και της θεωρίας των πρα¬γμάτων καταλαμβάνει τι. Όταν δε συγχωρηθή και συγκριθή τοις καταληφθείσιν υπ' αυτής, υποδεεστέρα και ήττων ευρίσκε¬ται κατά το μέτρον της οικονομίας αυτής, ότι προς ποια η γνώσις αυτής εισήλθεν, ώστε αμφιέννυσθαι εν ταίς ενθυμήσεσιν αυτής φόβον και τρόμον, και πάλιν σπεύδειν αυτήν υποστρέψαι εις το χθαμαλόν αυτής από της δειλίας, ως αναιδευθείσαν και των υπέρ αυτήν νοερών πραγμάτων κατατολμήσασαν. Δια γαρ το επίφοβον των πραγμάτων δειλία τις αύτη εγγίνεται, και η διάκρισις νεύει τω νοί της ψυχής του σιγήν ασκήσαι και μη αναιδευθήναι, ίνα μη απόλλυται, και μη ζητήσαι τα υπεραναβεβηκότα αυτής και μη εξερευνήσαι τα όντα αυτής υψηλότε¬ρα.
Όταν ούν εξουσία σοι δοθή κατανοήσαι, κατανόησον και μη αναιδευθής κατά των μυστηρίων, αλλά προσκύνησον και δοξολόγησον και μετά σιγής ευχαρίστησον. «Ως γαρ ουκ εστί καλόν μέλι πολύ φαγείν» ούτως ουδέ εξερευνήσαι περί των θείων λογίων, ίνα μη, θέλοντες καθοράν τα μακρύτερα πράγμα¬τα, έτι μη καταλαβόντες αυτά εκ της τραχύτητας της οδού, εξα¬σθενήση η οπτική δύναμις και βλάβη ενίοτε γαρ αντί της αλη¬θείας φαντάσματα τινά καθοράται, και όταν αηδιάση ο νους εκ της αναζητήσεως, επιλανθάνεται του σκοπού αυτού. Καλώς ούν έφησεν ο σοφός Σολομών ότι, «καθάπερ πόλις ατείχιστος, ούτως άνθρωπος ανυπαμύνητος». Καθάρισαν ούν, ώ άνθρωπε, την σεαυτού ψυχήν και αποσόβησον από σου την μέριμναν των πραγμάτων των όντων έξωθεν της φύσεως σου και κρέμασον κατά των σων νοημάτων και κινημάτων καταπέτασμα σωφροσύνης και ταπεινώσεως, και δια τούτων ευρήσεις το ον έσωθεν της φύσεως σου. Τοις γαρ ταπεινόφροσιν αποκαλύπτεται τα μυ¬στήρια.
Ει βούλει δούναι την σήν ψυχήν εις το έργον της προσευχής, της καθαριζούσης τον νουν, και τη διαμονή είς την εγρήγορσιν της νυκτός, όπως κτήση διάνοιαν φωτεινήν, μάκρυ¬νον σεαυτόν από της θέας του κόσμου και έκκοψον τάς συντυχίας, και μη θέλε υποδέχεσθαι εν συνηθεία φίλους είς το κελλίον σου, μηδέ εν προσχήματι χρηστότητας, αλλά μόνους τους σοι ομοτρόπους και ομογνώμονας και συμμύστας. Και φοβού την φύρσιν της ψυχικής ομιλίας, ήτις είωθεν ακουσίως κινείσθαι. Και μετά το κοπήναι και λυθήναι και παντελώς παυθήναι την εξωτικήν ομιλίαν, σύζευξον τη προσευχή σου την ελεημοσύνην, και όψεταί σου η ψυχή το φως της αληθείας. Όσον γαρ γαληνιά η καρδία από των εξωτικών πραγμάτων, τοσούτον δύ¬ναται ο νους δέξασθαι την εκ της κατανοήσεως των νοημάτων και των θείων πραγμάτων κατάληψιν και κατάπληξιν. Έθος γαρ τη ψυχή ταχέως μεταλλάξαι συντυχίας εις συντυχίαν, εάν αγωνισώμεθα επιδείξασθαι μικράν επιμέλειαν. Σχόλασον τη αναγνώσει των Γραφών, τη εμφανιζούση σοι την οδόν της λεπτότητος της θεωρίας, και τοις βίοις των αγίων, καν μη απ' αρχής επαισθάνη της γλυκύτητος δια την επισκοτίζουσαν εγγύτητα των πραγμάτων, ίνα μεταλλάξης συντυχίαν εις συντυχίαν.
Και όταν αναστής εις προσευχήν και είς τον κανόνα σου, αντί της κοσμικής μελέτης, ην είδες και ήκουσας, ευρεθήση είς την μελέτην των θείων Γραφών, ων ανέγνως, και δια ταύτης επιλανθάνη της μνήμης εκείνων, και ούτως έρχεται ο νους είς την καθαρότητα. Και τούτο εστί το γεγραμμένον, ότι η ψυχή βοηθείται από της αναγνώσεως, όταν στη είς προσευχήν, και πάλιν εκ της προσευχής φωτίζεται είς την ανάγνωσιν. Και
αυτή πάλιν αντί της εξωτερικής φύρσεως ευρίσκεται ύλη των τρόπων της προσευχής, ώστε αύθις εκ της αναγνώσεως φωτίζεσθαι την ψυχήν είς το αόκνως και αφύρτως προσεύχεσθαι πάντοτε.
Αισχρόν εστί τους φιλοσάρκους και γαστριμάργους περί των πνευματικών πραγμάτων ερευνήσαι, ώσπερ και πόρνην περί σωφροσύνης λαλήσαι. Σώμα μεγάλως ασθενούν, τα λιπώδη των βρωμάτων αποστρέφεται και μισάττεται, και νους κοσμικοίς πράγμασιν ενασχολούμενος, ου δύναται προσεγγίσαι τη εξερευνήσει των θείων. Πυρ εν υγροίς ξύλοις ούχ άπτει και η θεία θερμασία εν καρδία αγαπώση την ανάπαυσιν ουκ εξάπτεται. Η πόρνη ουκ εμμένει τη φιλία προς ένα, και η ψυχή η συνδεδεμένη πράγμασι πολλοίς ου διαμένει εν τοις θείοις διδάγμασιν. Ώσπερ ο μη ιδών τοις οφθαλμοίς αυτού τον ήλιον ου δύναται διηγήσασθαι τινί το φως αυτού εκ μόνης ακοής ούτε μην αισθάνεται του φωτός αυτού, ούτω και ο μη γευσάμενος τη ψυχή αυτού της γλυκύτητος των πνευματικών έργων.
Εάν έχης τι περισσότερον της ημερινής χρείας, διάδος αυτό πτωχοίς, και δεύρο μετά παρρησίας πρόσφερε τάς προσευχάς σου τουτέστι λάλησον μετά του Θεού, ως υιός μετά πατρός. Ουδέν ούτω προσεγγίσαι τω Θεώ την καρδίαν δύναται, ώσπερ η ελεημοσύνη, και ουδέν ούτω γαλήνην εμποιεί τω νω, ως η εκούσιος πτώχεια. Κρείσσόν σοι εστί καλείσθαι παρά των πολλών ιδιώτην δια την απλότητα, και μη σοφόν και τέλειον τον νουν δια την δόξαν. Εάν τις ίππω επιβεβηκώς εκτείνη την χείρα προς σε του λαβείν ελεημοσύνην, μη αποστρέψης αυτόν, διότι πάντως εν τω καιρώ εκείνω επιδεής ην, ως εις των πτωχών. Όταν δε δως, μετά μεγαλοψυχίας δίδου και ιλαρότητος προσώπου, και πλείον ου εζήτησε πάρεχε αυτώ. «Απόστειλον», γαρ φησί, «τον ψωμόν σου κατά πρόσω¬πον του πένητος, και μετ'ού πολύν καιρόν ευρήσεις την αντίδοσιν».
Μη διαχωρίσης πλούσιον από πένητος, και μη θέλε μαθείν τον άξιον εκ του αναξίου, αλλ' έστωσαν προς σε πάντες άνθρωποι εις το αγαθόν ίσοι. Τούτω γαρ τω τρόπω και τους αναξίους δυνήση ελκύσαι εις το αγαθόν διότι ταχέως έλκεται η ψυχή από των σωματικών είς τον φόβον του Θεού. Ο δε Κύ¬ριος τελώναις και πόρναις εκοινώνει εν τραπέζαις και ουκ εχώριζε τους αναξίους, ίνα τω τρόπω τούτω ελκύση πάντας είς τον φόβον αυτού και δια των σωματικών προσεγγίσωσι τοις πνευματικοίς. Τούτου χάριν τω αγαθώ και τη τιμή πάντας ανθρώπους ίσωσον, καν Ιουδαίος γένηται ή άπιστος ή φονευτής και μάλιστα ότι αδελφός σου εστί και εκ της φύσεως σου και άνευ γνώσεως επλανήθη από της αληθείας.
Όταν δε ποιήσης τινί αγαθόν, μη εκδέχου παρ' αυτού την αμοιβήν και υπέρ αμφοτέρων των πραγμάτων αμειφθήση παρά του Θεού. Εάν δε η σοι δυνατόν, μηδέ δια την μέλλουσαν αμοιβήν το αγαθόν ποίει. Εάν βάλης τη ψυχή σου τον όρον της πτώχειας και δια της χάριτος του Θεού ελευθερωθής από των μερίμνων και υπεράνω του κόσμου γένη εν τη ση πτωχεία, βλέπε μη δια φιλοπτωχείαν αγαπήσης την κτήσιν, ίνα δήθεν ποίησης ελεημοσύνην, και βάλης την ψυχήν σου είς τάραχον του λαβείν από τίνος και δούναι ετέρω, και αφανίσης την τιμήν σου τη υποταγή της αιτήσεως της παρά ανθρώπων και εκπέσης από της ελευθερίας και ευγενείας της διανοίας σου εν τη μερίμνη των βιωτικών. Διότι η βαθμίς σου υψηλοτέρα εστί της βαθμίδος των ελεημόνων. Μη, δέομαι σου, μη υπο¬ταγής. Η ελεημοσύνη ομοία εστί τη παιδοτροφία, η δε ησυχία ακρότης εστί της τελειώσεως. Ει έχεις κτήσεις, εφάπαξ ταύτας διασκόρπισον, εί δε ουκ έχεις, μη θέλε έχειν. Καθάρισον σου το κελλίον από της τροφής και των περισσευμάτων, διότι τούτο σε υπάγει προς την εγκράτειαν άκοντα και μη βουλόμενον. Η γαρ σπάνις των πραγμάτων διδάσκει τον άνθρωπον την εγκράτειαν επεί, όταν άδειαν λάβωμεν των πραγμάτων, ου δυνάμεθα κατέχειν εαυτούς.
Οί τον έξωτικόν πόλεμον νικήσαντες, εθάρρησαν από του ενδοτάτου φόβου και ουδέν άναγκαστικώς κατεπείγει αυ¬τούς, και ου σαίνονται εν τω πολεμώ, ούτε απ' έμπροσθεν ούτε εξόπισθεν. Πόλεμον δε λέγω τον εξεγειρόμενον κατά της ψυχής υπό των αισθήσεων και της αμελείας, οίον, του δούναι και λα¬βείν της ακοής και της γλώσσης, άτινα επαγόμενα τη ψυχή τύφωσιν εμποιεί αυτή, και εκ της επαγωγής της ταραχής της έξωθεν ου δύναται προσέχειν εαυτή εν τω λεληθότι πολεμώ τω κινουμένω κατ' αυτής και δια της γαλήνης νικήσαι τους ένδοθεν κινούμενους. Όταν γαρ τις κλείση της πόλεως τάς θύρας, τουτέστι τάς αισθήσεις, τότε έσωθεν πολεμεί και τους έξωθεν της πόλεως ενεδρεύοντας ου πτοείται.
Μακάριος ο γινώσκων ταύτα και μένων εν τη ησυχία και μή θορυβούμενος εν τω πλήθει των έργων αυτού, αλλά πάσας τάς σωματικάς πράξεις μεταστρέψας εις τον κόπον της προσευχής και πιστεύσας ότι, όσον μετά του Θεού εργάζεται και έχει την μέριμναν εις αυτόν νυκτός και ημέρας, ου μη λείψη αυτώ τι των προς την αναγκαίαν χρείαν καθότι δι' αυτόν απέχεται του περισπασμού και του έργου. Εάν δε τις μη υπομείνη εν τη ησυχία άνευ του εργόχειρου, εργαζέσθω, χρώμενος μεν αυτώ ως βοηθώ, μη πλεονεκτών δε δια το κέρδος. Και τούτο μεν τοις ασθενέσι τέθειται, τοις δε τελειοτέροις ταραχώδες πέφυκε. Τοις γαρ πτωχοίς και ραθύμοις οι Πατέρες το εργάζεσθαι εξέθεντο, και ούχ ως πράγμα επάναγκες.
Εν τω καιρώ, εν ω ο Θεός κατανύσσει την καρδίαν σου έσωθεν, δίδου σεαυτόν αδιαλείπτως μετανοίαις και γονυκλισίαις, και μη εάσης την καρδίαν σου μεριμνήσαι τίνος, εν τω άρξασθαι τους δαίμονας πείθειν σε εν άλλοις ασχολείσθαι, και τότε ίδε και θαύμασον, τί σοι μέλλει εκ τούτου τίκτεσθαι. Ου¬δέν έτερον των πραγμάτων μείζον εν τοις ασκητικοίς αγώσι και επιπονώτερον, ως τοις δαίμοσιν επίφθονον, του ρίψαι τινά εαυτόν έμπροσθεν του σταυρού του Χριστού και δέεσθαι νυκτός και ημέρας και γενέσθαι δεδεμένον είς τουπίσω τάς χείρας. Βούλει μη ψυχρανθήναι σου την θέρμην και μη πτωχεύσαι από των δακρύων; Εν τούτοις διοίκησον σεαυτόν και μακάριος ει, ω άνθρωπε, εάν φροντίσης των λεγομένων σοι νυκτός και ημέρας και μηδέν έτερον αυτών ζήτησης. Τότε γαρ ανατελεί σοι το φως ένδοθεν και η δικαιοσύνη σου ταχέως επιλάμψει και γενήση ως παράδεισος ηνθισμένος και ως πηγή ύδατος άνελλιπους.
Βλέπε οποία αγαθά τίκτεται τω ανθρώπω εκ του αγώνος. Πολλάκς ευρίσκεται ο άνθρωπος κεκυφώς έπι γόνασιν έν προσευχαίς και τάς χείρας τεταμένας έχων είς ουρανούς και ατενίζων τω προσώπω είς τον σταυρόν του Χριστού και συνάγων πάσας τάς ενθυμήσεις αυτού προς τον Θεόν τη προσευχή, και εν όσω άνθρωπος δέεται του Θεού μετά δακρύων και κα¬τανύξεως, εν αυτή τη ώρα ευθέως εξαίφνης κινείται εν τη καρδία αυτού πηγή βρύουσα ηδονήν και διαλύονται τα μέλη αυτού και συγκαλύπτονται αυτού οί οφθαλμοί και νεύει μεν το πρόσωπον αυτού είς την γήν, αί δε ενθυμήσεις αυτού εναλλάσσονται, ώστε μη δύνασθαι ποιήσαι μετανοίας εξ εναντίας της χα¬ράς, της κινούμενης εν όλω τω σώματι αυτού. Πρόσεχε ούν, άνθρωπε, οίς αναγινώσκεις. Εάν γαρ μη αγωνίση, ου μη εύρης, και εάν μη κρούσης μετά θερμότητας και επαγρυπνήσης τη θύρα διηνεκώς, ου μη εισακουσθής.
Τίς ακούων ταύτα επιθυμήσει της εξωτικής δικαιοσύνης, ή ο μη δυνάμενος υπομείναι εν τη ησυχία; Άλλ' όμως, εάν τις μη δυνηθή ταύτην εξασκήσαι (διότι χάρις του Θεού εστί το είναι τον άνθρωπον έσωθεν της θύρας), μη εγκαταλειφθή της ετέρας οδού, ίνα μη άμοιρος γένηται των δύο οδών της ζωής.
Έως αν αποθάνη ο έξω άνθρωπος από πάντων των πραγμάτων του κόσμου, ου μόνον από της αμαρτίας, αλλά και από πάσης σωματικής εργασίας, ομοίως και ό έσω άνθρω¬πος από των πονηρών διανοιών και εξασθένηση ή φυσική κίνησις του σώματος, του μη κινήσαι εν τη καρδία την γλυκύτητα της αμαρτίας, η γλυκύτης του Πνεύματος του Θεού ου μη κινηθή εν τω ανθρώπω και τα μέλη αυτού ου μη αγνισθή εν τη ζωή αυ¬τού και τα θεία νοήματα εν τη ψυχή αυτού ου μη εισέλθη, ούδ' ου μη αισθηνθή, ούδ' ου μη θεαθή. Και έως αν κατάργηση από της καρδίας αυτού την μέριμναν των βιωτικών, χωρίς της αναγκαίας χρείας της φύσεως, και εάση τον Θεόν φροντίσαι τούτων, η πνευματική μέθη εν αύτω ου μη κινηθή και της παραπληξίας εκείνης, υφ' ης ο Απόστολος παρεκαλείτο, ου μη αισθηθή.
Ταύτα δε είπον, ουκ εκκόπτων την ελπίδα ως ότι, εάν μη τις φθάση την ακρότητα της τελειότητος, ου μη καταξιωθή της χάριτος του Θεού, ουδέ μη υπαντήση αυτώ παράκλησις. Εν αληθεία γαρ όταν εκφαυλίση τις τα άτοπα και μακρυνθή απ' αυτών τελείως και προσδράμη τοις αγαθοίς, εν ολίγω καιρώ αισθάνεται της βοηθείας. Εάν δε και επαγωνίσηται μικρόν, ευρήσει παράκλησιν τη ψυχή αυτού και τεύζεται της των πταισμάτων αφέσεως και καταξιωθήσεται της χάριτος και δέξεται πλήθος αγαθών. Όμως ήττων εστίν ούτος εν συγκρίσει προς την τελειότητα του αφορίσαντος εαυτόν εκ του κόσμου και ευρηκότος εν τη ψυχή αυτού το μυστήριον της εκείθεν μακαριότητος και καταλαβόντος εκείνο το πράγμα, δι' ο επεδήμησεν ο Χριστός.
Αυτώ η δόξα συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ψυχή τον Θεόν αγαπώσα, εν τω Θεώ και μόνω την ανάπαυσιν κέκτηται. Προκατάλαβε λύειν πάντα σύνδεσμον εξωτικόν από σεαυτού, και τότε δυνήση συνδεθήναι τη καρδία τω Θεώ προηγείται γαρ του συνδεθήναι τω Θεώ, το λυθήναι της όλης. Η του άρτου βρώσις μετά το απαγαλακτισθήναι δίδοται τω βρέφει. Και άνθρωπος ο βουλόμενος εν τοις θείοις πλατυνθήναι, πρότερον θέλει εαυτόν εκ του κόσμου αποξενώσαι, ώσπερ νήπιον από των μητρικών αγκαλών και μαστών η σωματική γαρ εργασία προηγείται της ψυχικής, ώσπερ ο χους της εμπνευσθείσης τω Αδάμ ψυχής. Ο μη κτησάμενος την σωματικήν εργασίαν, ουδέ την ψυχικήν έχειν δύναται. Διότι αύτη εξ εκείνης γεννάται, ώσπερ ο στάχυς εκ του γυμνού κόκκου του σίτου, και ο μη έχων την ψυχικήν εργασίαν, εστέρηται των πνευματικών χαρισμάτων.
Ου συγκρίνονται οι πόνοι, οι υπέρ της αληθείας του παρόντος αιώνος, τη ητοιμασμένη τρυφή τοις κακοπαθούσιν εν τοις αγαθοίς. Ώσπερ έπεται τοις εν δάκρυσι σπείρουσι τα δράγματα της αγαλλιάσεως, ούτως ακολουθεί χαρά τη δια Θεόν κακοπαθεία, Ο άρτος ο εξ ιδρώτων ανυσθείς ηδύς φαίνε¬ται τω γεωργώ, και αι δια δικαιοσύνην εργασίαι τη δεξαμένη καρδία την γνώσιν του Χριστού. Υπόμεινον την εξουδένωσιν και την ταπείνωσιν χρηστώ θελήματι, ίνα σχης παρρησίαν προς τον Θεόν. Πάντα λόγον σκληρόν υπομένων άνθρωπος εν γνώσει, άνευ προηγησαμένης ανομίας υπ' αυτού είς τον λαλήσαντα, στέφανον μεν ακάνθινον επιτίθησι τότε τη εαυτού κε¬φαλή, μακάριος δε εστίν, ότι εν καιρώ, ω ουκ οίδεν, αφθάρτως στεφανούται.
Ο φεύγων την κενήν δόξαν εν γνώσει, ούτος ήσθετο εν τη ψυχή αυτού του μέλλοντος αιώνος. Ο λέγων ότι καταλέλοιπε τον κόσμον και μαχόμενος τοις ανθρώποις ένεκεν χρείας
τινός, ίνα μη λείψη αυτώ τι της αναπαύσεως αυτόν, ούτος τυφλός τελείως εστί. Διότι το μεν σώμα εκουσίως ολόκληρον κατέλιπε, περί ενός δε μέλους αυτού πολεμεί και μάχεται. Ο φεύγων του παρόντος βίου την ανάπαυσιν, τούτου ο νους κατεσκόπευσε τον μέλλοντα αιώνα, ο δε συνδεδεμένος τη φιλοκτημοσύνη, δούλος των παθών πέφυκε. Μη νομίσης, ότι του χρυσίου και του αργυρίου η κτήσις μόνη φιλοκτημοσύνη εστίν, αλλ' άπαν οτιούν, εν ω αυτό σου το θέλημα κρέμαται. Μη επαινέσης τον σωματικώς μεν κακοπαθούντα, λελυμένον δε τάς αισθή¬σεις λέγω δη την ακοήν καϊ το κεχηνός στόμα και ακρατές και τους ρεμβώδεις οφθαλμούς. Όταν τη ψυχή σου όρους βάλλης του δι' ελέους οικονομηθήναι σαυτόν, έθιζε την ψυχήν σου μη ζητείν το δικαίωμα εν ετέροις πράγμασιν, ίνα μη ευρεθής τη μεν μιά χειρί εργαζόμενος, τη δε ετέρα σκορπίζων. Εκεί μεν γαρ χρεία κηδεμονίας, ενταύθα δε πλατυσμού καρδίας. Γίνωσκε δε, ότι το αφιέναι τοις οφειλέταις τα αμαρτήματα εκ των έργων της δικαιοσύνης εστί. Τότε όψει την γαλήνην μετά λαμπρότητος πανταχόθεν εν τω νω σου. Όταν υπεραναβής την οδόν της δικαιοσύνης, τότε προσκολληθήση τη ελευθερία εν παντί πράγματι.
Τις των αγίων ελάλησε περί τούτον, λέγων, ότι Ο ελεήμων, εάν μη γένηται δίκαιος, τυφλός εστί λέγω δη εξ ων αυτόν ήνυσεν ιδίοις πόνοις και μόχθοις δούναι ετέρω, και μη εκ των ανυσθέντων δια ψεύδους και αδικίας και μηχανημάτων. Και πάλιν ο αυτός εν ετέρω τόπω έφη
Ει βούλει σπείραι εν τοις πτωχοίς, εκ των οικείων σπείρον εί δε από των αλλότριων σπείραι βουληθής, γίνωσκε ότι πικρότερον εστί των ζιζανίων. Εγώ δε λέγω, ότι, εάν μη γένηται ο ελεήμων υπεράνωθεν της δικαιοσύνης αυτού, ουκ εστίν ελεήμων, τουτέστιν ου μόνον ο εκ των οικείων ελεών τους ανθρώπους, αλλά και μετά χαράς υπο-μένων την αδικίαν υπό των ετέρων και ελεών αυτούς. Όταν δε νικήση την δικαιοσύνην τη ελεημοσύνη, τότε στεφανούται, ου τοις στεφάνοις των δικαίων τοις εν τω νόμω, αλλά τοις των τελείων, τοις εν τω Ευαγγελίω. Το γαρ διδόναι τινά τοις πτωχοίς εκ των οικείων και γυμνόν ενδύειν και αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν και μη αδικείν μηδέ ψεύδεσθαι, ταύτα και ο παλαιός νό¬μος προηγόρευσεν, η δε τελειότης της οικονομίας του Ευαγγελίου ούτω κελεύει «τω αίροντι τα σα, μη απαιτεί, και παντί τω αιτούντι σε δίδου».
Και ου μόνον την αδικίαν των πραγμάτων και τα λοιπά τα έξωθεν δει υπομένειν μετά χαράς, αλλά και αυτήν την ψυχήν τιθέναι υπέρ του αδελφού. Ούτος γαρ εστίν ο ελεήμων, και ούχ ο δια δόσεως μόνον ελεών τον αδελφόν αυτού, αλλ' όστις εάν ακούση ή θεάσηται τι λυπούν τον αδελφόν αυτού και εκκαή την καρδίαν, και ούτος αληθώς ελεήμων. Ωσαυτώς και όστις εάν ραπισθή υπό του αδελφού αυτού και μη αναιδευθή αντιφθέγξασθαι και λυπήσαι αυτού την καρδίαν.
Τίμησον την εργασίαν της αγρυπνίας, ίνα εύρης παράκλησιν εγγίζουσαν τη ψυχή σου. Επίμεινον αναγινώσκων εν ησυχία, ίνα οδηγηθή ο νους σου προς τα θαυμάσια του Θεού διαπαντός. Αγάπησον εν υπομονή την πτωχείαν, ίνα συναχθή ο νους σου εκ του μετεωρισμού. Μίσησον τον πλατυσμόν, ίνα διαφυλάξης τους διαλογισμούς σου αταράχους. Σύστειλον σεαυτόν από των πολλών και φρόντισον μόνης της ψυχής σου, ίνα σώσης αυτήν εκ του διασκορπισμού της ενδοτάτης γαλήνης αγάπησον την σωφροσύνην, ίνα μη καταισχυνθής εν τω καιρώ της προσευχής σου ενώπιον του Θεού. Κτήσαι καθαρότητα εν τοις έργοις σου, ίνα εξαστράψη σου η ψυχή εν τη προσευχή σου και εν τη μνήμη του θανάτου εξαφθή η χαρά εν τη διανοία σου. Παραφυλάττου εκ των μικρών, ίνα μη εμπέσης εις τα μεγάλα. Μη οκλάσης εν τη εργασία σου, ίνα μη καταισχυνθής, όταν στης εν μέσω των εταίρων σου. Και μη ευρέθης άνευ εφοδίων, ίνα μη σε μόνον εν μέσω της οδού καταλείψωσιν. Εν γνώσει διεξάγαγε τα έργα σου, ίνα μη καταλειφθής από όλου του δρόμου σου. Κτήσαι ελευθερίαν εν τη αναστροφή σου, ίνα της ζά¬λης ελευθερωθής. Μη δευσμέσης την σήν ελευθερίαν εν ταίς αιτίαις της τροφής, ίνα μη δούλος των δούλων γένη. Αγάπησον τα πενιχρά ιμάτια εν ενδύμασι σου, ίνα εξουδενώσης τάς επιφυούσας σοι ενθυμήσεις, λέγω δη την της καρδίας υψηλοφροσύνην. Ο γαρ την στιλπνότητα αγαπών, ου δύναται κτήσασθαι ταπεινάς ενθυμήσεις. Διότι η καρδία έσωθεν ομοίως τοις εξωτέροις σχήμασιν ενδιατυπούται.
Τις αγαπών τάς φλυαρίας δύναται κτήσασθαι καθαράν διάνοιαν; Τίς, προσποιούμενος θηρεύσαι την παρά ανθρώπων δόξαν, δύναται κτήσασθαι χθαμαλούς λογισμούς; Ή τις ακόλαστος ων και διακεχυμένος τοις μέλεσι δύναται γενέσθαι καθαρός την διανοίαν και ταπεινός την καρδίαν; Όταν μεν γαρ ο νους υπό των αισθήσεων ανθέλκηται, τότε μετ' αυτών την των θηρίων τροφήν έδεται ηνίκα δε αι αισθήσεις υπό του νοός ελκυσθώσι, τηνικαύτα μετ' αυτού της των Αγγέλων τροφής μεταλαμβάνουσα
Τη μεν ταπεινοφροσύνη έπεται η εγκράτεια και η συστολή, η δε κενοδοξία υπηρέτης μεν εστί της πορνείας, έργον δε της υπερηφανίας. Η ταπεινοφροσύνη δια την διηνεκή αυτής συστολήν είς την θεωρίαν απαντά, κοσμεί δε και την ψυχήν εν τη σωφροσύνη, η δε κενοδοξία βία την διηνεκή ταραχήν και φύρσιν των ενθυμήσεων αυτής εκ της απαντήσεως των πραγμάτων συνάγει θησαυρούς εναγείς και μολύνει την καρδίαν και
αύτη πάλιν, τάς φύσεις των πραγμάτων ακολάστω θεωρία καθορά και τον νουν ενασχολεί εν αισχραίς φαντασίαις. Η μέντοι ταπεινοφροσύνη δια της θεωρίας πνευματικώς συστέλλεται και κινεί τον κτησάμενον αυτήν προς δοξολογίαν.
Μη συγκρίνης τους ποιούντας τα σημεία και τέρατα και δυνάμεις εν τω κοσμώ τοις ησυχάζουσιν εν γνώσει. Αγάπησον την αργίαν της ησυχίας υπέρ το εμπλήσαι πεινώντας εν κοσμώ και επιστρέψαι πολλά έθνη είς προσκύνησιν του Θεού κρείσσον γαρ σοι σεαυτόν λύσαι του συνδέσμου της αμαρτίας, ή ελευθερώσαι δούλους εκ δουλείας. Βέλτιον σοι ειρηνεύσαι μετά της ψυχής σου εν ομονοία της εν σοι τριάδος, λέγω δη σώματος και ψυχής και πνεύματος, ή ειρηνεύειν τη διδαχή σου τους διεστώτας. Γρηγόριος γαρ φησί
Καλόν εστί το δια Θεόν θεολογήσαι, κρείσσον δε τού¬του το καθάραι εαυτόν τίνα τω Θεώ.
Κρείσσον σοι βραδύγλωσσον είναι γνωστικώ όντι και πεπει¬ραμένω, υπέρ το βρύειν εν οξύτητι του νοός σου ποταμηδόν την διδασκαλίαν. Συμφέρει σοι μεριμνάν αναστήσαι το πεπτωκός της ψυχής σου από των παθών δια της εν τοις θείοις κινήσεως των ενθυμήσεων σου, ή το αναστήσαι τους τεθνεώτας.
Πολλοί δυνάμεις επετέλεσαν και .νεκρούς ανέστησαν και εμόχθησαν του επιστρέψαι πεπλανημένους και εποίησαν θαύματα μεγάλα, και δια των χειρών αυτών πολλοί ωδηγήθησαν προς επίγνωσιν του Θεού. Και μετά ταύτα αυτοί, οι άλλους ζωοποιήσαντες, πεπτώκασιν είς μιαρά πάθη και βδελυκτά, και εαυτούς εθανάτωσαν και σκάνδαλον τοις πολλοίς εγένοντο εν τη φανερωθείση υπ' αυτών πράξει. Διότι ακμήν εν αρρωστία ήσαν ψυχής και ουκ εφρόντισαν περί της υγείας των ψυχών αυ¬τών, αλλά δεδώκασιν εαυτούς είς την θάλασσαν του κόσμου τούτου του ιάσασθαι τας ψυχάς των άλλων, έτι όντες αυτοί άρ¬ρωστοι, και απώλεσαν τας ψυχάς αυτών εκ της ελπίδος του Θεού, καθ' όν τρόπον έφην. Η γαρ ασθένεια των αισθήσεων ουκ ηδύνατο συναντήσαι τη φλογί των πραγμάτων των εχόν¬των συνήθειαν εξαγριούν το δυσχερές των παθών, ούτε μη αντισχείν. Έτι γαρ εδέοντο παραφυλακής, λέγω δη του μη ιδείν γυναίκας όλως και του αναπαύεσθαι και κτήσασθαι αργύριον και πράγματα και άρχειν ετέρων και επαρθήναι κατά τίνων.
Κάλλιον υποπτευθήναί σε άγροικον, δια το μικρόν της γνώσεως σου προς αντιλογίαν, και μη από των σοφών δια την αναίδειαν. Πτώχευσον δια την ταπείνωσιν και μη γίνου πλούσιος την αναίδειαν. Έλεγξον τη δυνάμει των αρετών σου τους αντιδογματίζοντας σοι, και μη τη πιθανολογία των λόγων σου, και τη πραύτητι και τη γαλήνη των σων χειλέων επιστόμησον και κατασίγησον των απειθών την αναίδειαν. Έλεγξον τους ακολάστους τη ευγενεία της αναστροφής σου και τους κατά τας αισθήσεις αναίσχυντους, τη εποχή των ομμάτων σου.
Ξένον σεαυτόν ίσθι πάσας τας ημέρας της ζωής σου, όπου αν εισέλθης, ίνα δυνηθής ρυσθήναι εκ της ζημίας της τικτομένης εκ της παρρησίας. Εν παντί καιρώ νόμιζε σεαυτόν μηδέν ειδέναι, ίνα φυγής την μέμψιν την επιγινομένην εξ υποψίας του βούλεσθαι συνιστάνειν θατέρου την γνώμην. Επίμεινον αεί ευλογών τω στόματι και ου μη λοιδορηθής. Η γαρ λοιδορία, λοιδορίαν γεννά, και η ευλογία, ευλογίαν. Εν παντί πράγματι νόμιζε σεαυτόν ενδεή είναι διδαχής και εν πάση τη ζωή σου σοφός ευρεθήση. Μη παραδως τινι όπερ ούπω κατέλαβες, ίνα μη καταισχυνθής καθ' εαυτόν και εκ της συγκρίσεως της σης διαγωγής αποκαλυφθή σου το ψευδός Εάν δε λαλήσης τινί τι των οφειλομένων, εν τάξει μανθάνοντος λάλησον και μη μετά αυθεντίας και αναιδείας. Και προκατάλαβε κατακρίνων σεαυτόν και δεικνύων ότι υποδεέστερος αυτού ει, ίνα δείξης τοις άκούουσι την τάξιν της ταπεινώσεως, και κίνησης αυτούς του ακούσαι των σων ρημάτων και δραμείν προς την εργασίαν, καΙ γίνη τίμιος εν οφθαλμοίς αυτών. Ει τι δύνασαι εν τοις τοιούτοις πράγμασι μετά δακρύων λάλησον, ίνα και σαυτόν ωφελήσης και τους ακούοντας σου, και η χάρις του Θεού η μετά σου.
Ει την χάριν του Θεού κατέλαβες και κατηξιώθης εντρυφήσαι εν τη θεωρία των κριμάτων του Θεού και των ορωμένων κτισμάτων, ήτις εστί πρώτη τάξις της γνώσεως, ετοίμασον σεαυτόν και καθοπλίσθητι προς το πνεύμα της βλασφημίας. Χωρίς δε όπλων μη στης εν τη χώρα ταύτη, ίνα μη ταχέως αποθάνης από των ενεδρευόντων και πλανώντων σε. Έστωσαν δε σοι όπλα τα δάκρυα και η ενδελεχής νηστεία. Και παραφυλάττου μη αναγνώναι τα δόγματα των αιρετικών. Τού¬το γαρ εστί το καθοπλίζον ως επί το πλείστον κατά σου το πνεύμα της βλασφημίας. Όταν δε εμπλήσης σήν γαστέρα, μη αναιδευθής εξερευνήσαι τι των θείων πραγμάτων και νοημά¬των, ίνα μη μεταμεληθής. Σύνες δε ο σοι λέγω. Εν γαστρί πεπληρωμένη γνώσις μυστηρίων Θεού ουκ εστίν.
Ανάγνωθι συνεχώς και ακορέστως εν ταίς βίβλοις των διδασκάλων περί προνοίας Θεού. Διότι αύται καθοδηγούσι τον νουν εις το ιδείν την τάξιν των κτισμάτων του Θεού και των έργων αυτού, και ενδυμανούσιν αυτόν εξ αυτών και κατασκευάζουσιν αυτόν κεκτήσθαι νοήματα φωτολαμπή εκ της λεπτότητος αυτών και οδεύσαι ποιούσι μετά καθαρότητος προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού. Ανάγνωθι και εν τοις Ευαγγελίοις τοις διατεθειμένοις υπό του Θεού προς επίγνωσιν πάσης της οικουμένης, ίνα εφοδιασθής εκ της δυνάμεως της προνοίας αυτού της κατά πάσαν γενεάν και βυθισθή ο νους σου εις τα θαυμάσια του Θεού. Η τοιαύτη δε ανάγνωσις συμβάλλε¬ται τω σκόπω σου. Έστω σου η ανάγνωσις εν ηρεμία από πάντων και γενού ελεύθερος από της πολλής μερίμνης του σώματος και της ταραχής των πραγμάτων, ίνα γεύσεως ηδίστης εν τη ψυχή σου γεύση δια γλυκείας κατανοήσεως, της υπεράνωθεν ούσης πάσης αισθήσεως, και αισθηθή αυτών η ψυχή εν τη διαμονή αυτής εις αυτά. Μη έστωσαν οι λόγοι προς σε των δοκίμων, ως οι των επιπλ΄στων και απεμπολούντων τα θεία λόγια, ίνα μη μείνης εν τω σκότει μέχρι τέλους της ζωής σου και στερηθής του κέρδους αυτών και θορυβηθής εν τω καιρώ του πολεμίου ως πεφυρμένος και εις βόθρον εμπέσης τρόπω δήθεν χρηστότητος.
Τούτο το σημείον έστω σοι εν οις πράγμασι βούλει υπεισδύναι του μη εισελθείν ένδοθεν του τόπου εκείνου όταν άρξηται η χάρις ανοίξαι τους οφθαλμούς σου προς το αισθάνεσθαι της θεωρίας των πραγμάτων εν αληθεία, τότε πάραυτα άρξονται οι οφθαλμοί σου οχετηδόν δάκρυα εκχέειν, ώστε πολ¬λάκις εκπλύνεσθαι και τάς παρειάς τω πλήθει αυτών, και τότε ο πόλεμος των αισθήσεων γαληνιά και ένδοθεν σου συστέλλε¬ται. Εάν τις σε διδάξη τα εναντία τούτων, μη πιστεύσης αυτώ. Χωρίς γαρ των δακρύων μη ζητήσης έτερον σημείον φανερώτερον παρά του σώματος. Ηνίκα δ' αν ανυψωθή ο νους από των κτισμάτων, τότε και από των δακρύων εξέρχεται το σώμα και από πάσης κινήσεως και αισθήσεως.
Όταν ευρης μέλι, «συμμέτρως φάγε εξ αυτού, ίνα μη εμπλησθείς εμέσης αυτό». Η φύσις της ψυχής πράγμα ελαφρόν και κούφον πέφυκεν. Ενίοτε γαρ αλλομένη επιθυμεί υπεραναβήναι και μαθείν τα υπέρ την ιδίαν φύσιν. Πολλάκις γαρ από της αναγνώσεως των Γραφών και της θεωρίας των πρα¬γμάτων καταλαμβάνει τι. Όταν δε συγχωρηθή και συγκριθή τοις καταληφθείσιν υπ' αυτής, υποδεεστέρα και ήττων ευρίσκε¬ται κατά το μέτρον της οικονομίας αυτής, ότι προς ποια η γνώσις αυτής εισήλθεν, ώστε αμφιέννυσθαι εν ταίς ενθυμήσεσιν αυτής φόβον και τρόμον, και πάλιν σπεύδειν αυτήν υποστρέψαι εις το χθαμαλόν αυτής από της δειλίας, ως αναιδευθείσαν και των υπέρ αυτήν νοερών πραγμάτων κατατολμήσασαν. Δια γαρ το επίφοβον των πραγμάτων δειλία τις αύτη εγγίνεται, και η διάκρισις νεύει τω νοί της ψυχής του σιγήν ασκήσαι και μη αναιδευθήναι, ίνα μη απόλλυται, και μη ζητήσαι τα υπεραναβεβηκότα αυτής και μη εξερευνήσαι τα όντα αυτής υψηλότε¬ρα.
Όταν ούν εξουσία σοι δοθή κατανοήσαι, κατανόησον και μη αναιδευθής κατά των μυστηρίων, αλλά προσκύνησον και δοξολόγησον και μετά σιγής ευχαρίστησον. «Ως γαρ ουκ εστί καλόν μέλι πολύ φαγείν» ούτως ουδέ εξερευνήσαι περί των θείων λογίων, ίνα μη, θέλοντες καθοράν τα μακρύτερα πράγμα¬τα, έτι μη καταλαβόντες αυτά εκ της τραχύτητας της οδού, εξα¬σθενήση η οπτική δύναμις και βλάβη ενίοτε γαρ αντί της αλη¬θείας φαντάσματα τινά καθοράται, και όταν αηδιάση ο νους εκ της αναζητήσεως, επιλανθάνεται του σκοπού αυτού. Καλώς ούν έφησεν ο σοφός Σολομών ότι, «καθάπερ πόλις ατείχιστος, ούτως άνθρωπος ανυπαμύνητος». Καθάρισαν ούν, ώ άνθρωπε, την σεαυτού ψυχήν και αποσόβησον από σου την μέριμναν των πραγμάτων των όντων έξωθεν της φύσεως σου και κρέμασον κατά των σων νοημάτων και κινημάτων καταπέτασμα σωφροσύνης και ταπεινώσεως, και δια τούτων ευρήσεις το ον έσωθεν της φύσεως σου. Τοις γαρ ταπεινόφροσιν αποκαλύπτεται τα μυ¬στήρια.
Ει βούλει δούναι την σήν ψυχήν εις το έργον της προσευχής, της καθαριζούσης τον νουν, και τη διαμονή είς την εγρήγορσιν της νυκτός, όπως κτήση διάνοιαν φωτεινήν, μάκρυ¬νον σεαυτόν από της θέας του κόσμου και έκκοψον τάς συντυχίας, και μη θέλε υποδέχεσθαι εν συνηθεία φίλους είς το κελλίον σου, μηδέ εν προσχήματι χρηστότητας, αλλά μόνους τους σοι ομοτρόπους και ομογνώμονας και συμμύστας. Και φοβού την φύρσιν της ψυχικής ομιλίας, ήτις είωθεν ακουσίως κινείσθαι. Και μετά το κοπήναι και λυθήναι και παντελώς παυθήναι την εξωτικήν ομιλίαν, σύζευξον τη προσευχή σου την ελεημοσύνην, και όψεταί σου η ψυχή το φως της αληθείας. Όσον γαρ γαληνιά η καρδία από των εξωτικών πραγμάτων, τοσούτον δύ¬ναται ο νους δέξασθαι την εκ της κατανοήσεως των νοημάτων και των θείων πραγμάτων κατάληψιν και κατάπληξιν. Έθος γαρ τη ψυχή ταχέως μεταλλάξαι συντυχίας εις συντυχίαν, εάν αγωνισώμεθα επιδείξασθαι μικράν επιμέλειαν. Σχόλασον τη αναγνώσει των Γραφών, τη εμφανιζούση σοι την οδόν της λεπτότητος της θεωρίας, και τοις βίοις των αγίων, καν μη απ' αρχής επαισθάνη της γλυκύτητος δια την επισκοτίζουσαν εγγύτητα των πραγμάτων, ίνα μεταλλάξης συντυχίαν εις συντυχίαν.
Και όταν αναστής εις προσευχήν και είς τον κανόνα σου, αντί της κοσμικής μελέτης, ην είδες και ήκουσας, ευρεθήση είς την μελέτην των θείων Γραφών, ων ανέγνως, και δια ταύτης επιλανθάνη της μνήμης εκείνων, και ούτως έρχεται ο νους είς την καθαρότητα. Και τούτο εστί το γεγραμμένον, ότι η ψυχή βοηθείται από της αναγνώσεως, όταν στη είς προσευχήν, και πάλιν εκ της προσευχής φωτίζεται είς την ανάγνωσιν. Και
αυτή πάλιν αντί της εξωτερικής φύρσεως ευρίσκεται ύλη των τρόπων της προσευχής, ώστε αύθις εκ της αναγνώσεως φωτίζεσθαι την ψυχήν είς το αόκνως και αφύρτως προσεύχεσθαι πάντοτε.
Αισχρόν εστί τους φιλοσάρκους και γαστριμάργους περί των πνευματικών πραγμάτων ερευνήσαι, ώσπερ και πόρνην περί σωφροσύνης λαλήσαι. Σώμα μεγάλως ασθενούν, τα λιπώδη των βρωμάτων αποστρέφεται και μισάττεται, και νους κοσμικοίς πράγμασιν ενασχολούμενος, ου δύναται προσεγγίσαι τη εξερευνήσει των θείων. Πυρ εν υγροίς ξύλοις ούχ άπτει και η θεία θερμασία εν καρδία αγαπώση την ανάπαυσιν ουκ εξάπτεται. Η πόρνη ουκ εμμένει τη φιλία προς ένα, και η ψυχή η συνδεδεμένη πράγμασι πολλοίς ου διαμένει εν τοις θείοις διδάγμασιν. Ώσπερ ο μη ιδών τοις οφθαλμοίς αυτού τον ήλιον ου δύναται διηγήσασθαι τινί το φως αυτού εκ μόνης ακοής ούτε μην αισθάνεται του φωτός αυτού, ούτω και ο μη γευσάμενος τη ψυχή αυτού της γλυκύτητος των πνευματικών έργων.
Εάν έχης τι περισσότερον της ημερινής χρείας, διάδος αυτό πτωχοίς, και δεύρο μετά παρρησίας πρόσφερε τάς προσευχάς σου τουτέστι λάλησον μετά του Θεού, ως υιός μετά πατρός. Ουδέν ούτω προσεγγίσαι τω Θεώ την καρδίαν δύναται, ώσπερ η ελεημοσύνη, και ουδέν ούτω γαλήνην εμποιεί τω νω, ως η εκούσιος πτώχεια. Κρείσσόν σοι εστί καλείσθαι παρά των πολλών ιδιώτην δια την απλότητα, και μη σοφόν και τέλειον τον νουν δια την δόξαν. Εάν τις ίππω επιβεβηκώς εκτείνη την χείρα προς σε του λαβείν ελεημοσύνην, μη αποστρέψης αυτόν, διότι πάντως εν τω καιρώ εκείνω επιδεής ην, ως εις των πτωχών. Όταν δε δως, μετά μεγαλοψυχίας δίδου και ιλαρότητος προσώπου, και πλείον ου εζήτησε πάρεχε αυτώ. «Απόστειλον», γαρ φησί, «τον ψωμόν σου κατά πρόσω¬πον του πένητος, και μετ'ού πολύν καιρόν ευρήσεις την αντίδοσιν».
Μη διαχωρίσης πλούσιον από πένητος, και μη θέλε μαθείν τον άξιον εκ του αναξίου, αλλ' έστωσαν προς σε πάντες άνθρωποι εις το αγαθόν ίσοι. Τούτω γαρ τω τρόπω και τους αναξίους δυνήση ελκύσαι εις το αγαθόν διότι ταχέως έλκεται η ψυχή από των σωματικών είς τον φόβον του Θεού. Ο δε Κύ¬ριος τελώναις και πόρναις εκοινώνει εν τραπέζαις και ουκ εχώριζε τους αναξίους, ίνα τω τρόπω τούτω ελκύση πάντας είς τον φόβον αυτού και δια των σωματικών προσεγγίσωσι τοις πνευματικοίς. Τούτου χάριν τω αγαθώ και τη τιμή πάντας ανθρώπους ίσωσον, καν Ιουδαίος γένηται ή άπιστος ή φονευτής και μάλιστα ότι αδελφός σου εστί και εκ της φύσεως σου και άνευ γνώσεως επλανήθη από της αληθείας.
Όταν δε ποιήσης τινί αγαθόν, μη εκδέχου παρ' αυτού την αμοιβήν και υπέρ αμφοτέρων των πραγμάτων αμειφθήση παρά του Θεού. Εάν δε η σοι δυνατόν, μηδέ δια την μέλλουσαν αμοιβήν το αγαθόν ποίει. Εάν βάλης τη ψυχή σου τον όρον της πτώχειας και δια της χάριτος του Θεού ελευθερωθής από των μερίμνων και υπεράνω του κόσμου γένη εν τη ση πτωχεία, βλέπε μη δια φιλοπτωχείαν αγαπήσης την κτήσιν, ίνα δήθεν ποίησης ελεημοσύνην, και βάλης την ψυχήν σου είς τάραχον του λαβείν από τίνος και δούναι ετέρω, και αφανίσης την τιμήν σου τη υποταγή της αιτήσεως της παρά ανθρώπων και εκπέσης από της ελευθερίας και ευγενείας της διανοίας σου εν τη μερίμνη των βιωτικών. Διότι η βαθμίς σου υψηλοτέρα εστί της βαθμίδος των ελεημόνων. Μη, δέομαι σου, μη υπο¬ταγής. Η ελεημοσύνη ομοία εστί τη παιδοτροφία, η δε ησυχία ακρότης εστί της τελειώσεως. Ει έχεις κτήσεις, εφάπαξ ταύτας διασκόρπισον, εί δε ουκ έχεις, μη θέλε έχειν. Καθάρισον σου το κελλίον από της τροφής και των περισσευμάτων, διότι τούτο σε υπάγει προς την εγκράτειαν άκοντα και μη βουλόμενον. Η γαρ σπάνις των πραγμάτων διδάσκει τον άνθρωπον την εγκράτειαν επεί, όταν άδειαν λάβωμεν των πραγμάτων, ου δυνάμεθα κατέχειν εαυτούς.
Οί τον έξωτικόν πόλεμον νικήσαντες, εθάρρησαν από του ενδοτάτου φόβου και ουδέν άναγκαστικώς κατεπείγει αυ¬τούς, και ου σαίνονται εν τω πολεμώ, ούτε απ' έμπροσθεν ούτε εξόπισθεν. Πόλεμον δε λέγω τον εξεγειρόμενον κατά της ψυχής υπό των αισθήσεων και της αμελείας, οίον, του δούναι και λα¬βείν της ακοής και της γλώσσης, άτινα επαγόμενα τη ψυχή τύφωσιν εμποιεί αυτή, και εκ της επαγωγής της ταραχής της έξωθεν ου δύναται προσέχειν εαυτή εν τω λεληθότι πολεμώ τω κινουμένω κατ' αυτής και δια της γαλήνης νικήσαι τους ένδοθεν κινούμενους. Όταν γαρ τις κλείση της πόλεως τάς θύρας, τουτέστι τάς αισθήσεις, τότε έσωθεν πολεμεί και τους έξωθεν της πόλεως ενεδρεύοντας ου πτοείται.
Μακάριος ο γινώσκων ταύτα και μένων εν τη ησυχία και μή θορυβούμενος εν τω πλήθει των έργων αυτού, αλλά πάσας τάς σωματικάς πράξεις μεταστρέψας εις τον κόπον της προσευχής και πιστεύσας ότι, όσον μετά του Θεού εργάζεται και έχει την μέριμναν εις αυτόν νυκτός και ημέρας, ου μη λείψη αυτώ τι των προς την αναγκαίαν χρείαν καθότι δι' αυτόν απέχεται του περισπασμού και του έργου. Εάν δε τις μη υπομείνη εν τη ησυχία άνευ του εργόχειρου, εργαζέσθω, χρώμενος μεν αυτώ ως βοηθώ, μη πλεονεκτών δε δια το κέρδος. Και τούτο μεν τοις ασθενέσι τέθειται, τοις δε τελειοτέροις ταραχώδες πέφυκε. Τοις γαρ πτωχοίς και ραθύμοις οι Πατέρες το εργάζεσθαι εξέθεντο, και ούχ ως πράγμα επάναγκες.
Εν τω καιρώ, εν ω ο Θεός κατανύσσει την καρδίαν σου έσωθεν, δίδου σεαυτόν αδιαλείπτως μετανοίαις και γονυκλισίαις, και μη εάσης την καρδίαν σου μεριμνήσαι τίνος, εν τω άρξασθαι τους δαίμονας πείθειν σε εν άλλοις ασχολείσθαι, και τότε ίδε και θαύμασον, τί σοι μέλλει εκ τούτου τίκτεσθαι. Ου¬δέν έτερον των πραγμάτων μείζον εν τοις ασκητικοίς αγώσι και επιπονώτερον, ως τοις δαίμοσιν επίφθονον, του ρίψαι τινά εαυτόν έμπροσθεν του σταυρού του Χριστού και δέεσθαι νυκτός και ημέρας και γενέσθαι δεδεμένον είς τουπίσω τάς χείρας. Βούλει μη ψυχρανθήναι σου την θέρμην και μη πτωχεύσαι από των δακρύων; Εν τούτοις διοίκησον σεαυτόν και μακάριος ει, ω άνθρωπε, εάν φροντίσης των λεγομένων σοι νυκτός και ημέρας και μηδέν έτερον αυτών ζήτησης. Τότε γαρ ανατελεί σοι το φως ένδοθεν και η δικαιοσύνη σου ταχέως επιλάμψει και γενήση ως παράδεισος ηνθισμένος και ως πηγή ύδατος άνελλιπους.
Βλέπε οποία αγαθά τίκτεται τω ανθρώπω εκ του αγώνος. Πολλάκς ευρίσκεται ο άνθρωπος κεκυφώς έπι γόνασιν έν προσευχαίς και τάς χείρας τεταμένας έχων είς ουρανούς και ατενίζων τω προσώπω είς τον σταυρόν του Χριστού και συνάγων πάσας τάς ενθυμήσεις αυτού προς τον Θεόν τη προσευχή, και εν όσω άνθρωπος δέεται του Θεού μετά δακρύων και κα¬τανύξεως, εν αυτή τη ώρα ευθέως εξαίφνης κινείται εν τη καρδία αυτού πηγή βρύουσα ηδονήν και διαλύονται τα μέλη αυτού και συγκαλύπτονται αυτού οί οφθαλμοί και νεύει μεν το πρόσωπον αυτού είς την γήν, αί δε ενθυμήσεις αυτού εναλλάσσονται, ώστε μη δύνασθαι ποιήσαι μετανοίας εξ εναντίας της χα¬ράς, της κινούμενης εν όλω τω σώματι αυτού. Πρόσεχε ούν, άνθρωπε, οίς αναγινώσκεις. Εάν γαρ μη αγωνίση, ου μη εύρης, και εάν μη κρούσης μετά θερμότητας και επαγρυπνήσης τη θύρα διηνεκώς, ου μη εισακουσθής.
Τίς ακούων ταύτα επιθυμήσει της εξωτικής δικαιοσύνης, ή ο μη δυνάμενος υπομείναι εν τη ησυχία; Άλλ' όμως, εάν τις μη δυνηθή ταύτην εξασκήσαι (διότι χάρις του Θεού εστί το είναι τον άνθρωπον έσωθεν της θύρας), μη εγκαταλειφθή της ετέρας οδού, ίνα μη άμοιρος γένηται των δύο οδών της ζωής.
Έως αν αποθάνη ο έξω άνθρωπος από πάντων των πραγμάτων του κόσμου, ου μόνον από της αμαρτίας, αλλά και από πάσης σωματικής εργασίας, ομοίως και ό έσω άνθρω¬πος από των πονηρών διανοιών και εξασθένηση ή φυσική κίνησις του σώματος, του μη κινήσαι εν τη καρδία την γλυκύτητα της αμαρτίας, η γλυκύτης του Πνεύματος του Θεού ου μη κινηθή εν τω ανθρώπω και τα μέλη αυτού ου μη αγνισθή εν τη ζωή αυ¬τού και τα θεία νοήματα εν τη ψυχή αυτού ου μη εισέλθη, ούδ' ου μη αισθηνθή, ούδ' ου μη θεαθή. Και έως αν κατάργηση από της καρδίας αυτού την μέριμναν των βιωτικών, χωρίς της αναγκαίας χρείας της φύσεως, και εάση τον Θεόν φροντίσαι τούτων, η πνευματική μέθη εν αύτω ου μη κινηθή και της παραπληξίας εκείνης, υφ' ης ο Απόστολος παρεκαλείτο, ου μη αισθηθή.
Ταύτα δε είπον, ουκ εκκόπτων την ελπίδα ως ότι, εάν μη τις φθάση την ακρότητα της τελειότητος, ου μη καταξιωθή της χάριτος του Θεού, ουδέ μη υπαντήση αυτώ παράκλησις. Εν αληθεία γαρ όταν εκφαυλίση τις τα άτοπα και μακρυνθή απ' αυτών τελείως και προσδράμη τοις αγαθοίς, εν ολίγω καιρώ αισθάνεται της βοηθείας. Εάν δε και επαγωνίσηται μικρόν, ευρήσει παράκλησιν τη ψυχή αυτού και τεύζεται της των πταισμάτων αφέσεως και καταξιωθήσεται της χάριτος και δέξεται πλήθος αγαθών. Όμως ήττων εστίν ούτος εν συγκρίσει προς την τελειότητα του αφορίσαντος εαυτόν εκ του κόσμου και ευρηκότος εν τη ψυχή αυτού το μυστήριον της εκείθεν μακαριότητος και καταλαβόντος εκείνο το πράγμα, δι' ο επεδήμησεν ο Χριστός.
Αυτώ η δόξα συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΔ΄: ΠΕΡΙ ΣΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η αγάπη του Θεού θερμή εστί τη φύσει, και όταν αμέτρως επιπέση τινί, ποιεί εκείνην την ψυχήν εκστατικήν. Δια τούτο ου δύναται η καρδία του αισθηθέντος αυτής χωρήσαι αυτήν και καρτερήσαι, αλλά κατά το μέτρον της ποσότητος της επελθούσης αυτώ αγάπης οράται εν αυτώ αλλοίωσις ασυνήθης.
Και ταύτα τα σημεία αυτής τα αίσθητά γίνεται το πρόσωπον του ανθρώπου πυρρόν, περιχαρές, και το σώμα αυ¬τού θερμαίνεται. Αφίσταται απ' αυτού ο φόβος και η αιδώς, καιγίνεται ως εκστατικός. Και η δύναμις η συνάγουσα τον νουν φεύγει εξ αυτού, και ως έκφρων γίνεται. Τον φοβερον θάνατον ηγείται χαράν, και ουδέποτε η θεωρία του νοός αυτού διακοπήν τίνα παρέχει εκ της των ουρανίων διανοήσεως και απών, ως παρών ομιλεί, μη ορώμενος υπό τίνος. Η γνώσις και η όρασις αυτού παρέρχεται η φυσική και ουκ αισθάνεται αισθητώς της κινήσεως αυτού, ης εν τοις πράγμασι κινείται. Καν γαρ πράττη τι, ου τελείως αυτού αισθάνεται, ως τον νουν έχων εν τη θεωρία μετέωρον, και η διανοία αυτόν αεί ως μετά άλλου αδολεσχεί.
Ταύτην την πνευματικήν μέθην εμεθύσθησαν ποτέ οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν όλον τον κόσμον διήλθον κοπιώντες και ονειδιζόμενοι, οι δε, τα μέλη κατακοπτόμενοι, εξέχεαν τα αίματα αυτών ώσει ύδωρ, και τα δεινότατα πάσχοντες ουκ ωλιγώρησαν, αλλά γενναίως υπήνεγκαν, και όντες σοφοί, ως άφρονες ενομίσθησαν. Και άλλοι εν ερημίαις επλανήθησαν και όρεσι και εν σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης, εν αταξίαις, εύτακτοι όντες.
Ταύτην την άνοιαν αξιώσαι ημάς ο Θεός φθάσαι.
ΛΟΓΟΣ ΔΙΣ ΚΔ'
ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ
Πρό του εισελθείν είς την πόλιν της ταπεινώσεως, εάν ίδης σαυτόν, ότι ανεπαύθης εκ της οχλήσεως των παθών, μη πιστεύσης σεαυτώ ενέδραν γαρ τίνα ενεδρεύει σοι ο εχθρός. Αλλ' εκδέχον μετά την ανάπαυσιν πολλήν όχλησιν και ταραχήν. Ει μη γαρ διέλθης τα καταλύματα των αρετών, ουκ άπαντες ανάπαυσιν εκ του μόχθου σου, ουδέ εκ των επιβουλών άνεσιν έξεις, έως αν φθάσης το κατάλυμα της αγίας ταπεινώσε¬ως.
Ο Θεός, τη ση χάριτι αξίωσον ημάς αυτό φθάσαι. Αμήν.
Η αγάπη του Θεού θερμή εστί τη φύσει, και όταν αμέτρως επιπέση τινί, ποιεί εκείνην την ψυχήν εκστατικήν. Δια τούτο ου δύναται η καρδία του αισθηθέντος αυτής χωρήσαι αυτήν και καρτερήσαι, αλλά κατά το μέτρον της ποσότητος της επελθούσης αυτώ αγάπης οράται εν αυτώ αλλοίωσις ασυνήθης.
Και ταύτα τα σημεία αυτής τα αίσθητά γίνεται το πρόσωπον του ανθρώπου πυρρόν, περιχαρές, και το σώμα αυ¬τού θερμαίνεται. Αφίσταται απ' αυτού ο φόβος και η αιδώς, καιγίνεται ως εκστατικός. Και η δύναμις η συνάγουσα τον νουν φεύγει εξ αυτού, και ως έκφρων γίνεται. Τον φοβερον θάνατον ηγείται χαράν, και ουδέποτε η θεωρία του νοός αυτού διακοπήν τίνα παρέχει εκ της των ουρανίων διανοήσεως και απών, ως παρών ομιλεί, μη ορώμενος υπό τίνος. Η γνώσις και η όρασις αυτού παρέρχεται η φυσική και ουκ αισθάνεται αισθητώς της κινήσεως αυτού, ης εν τοις πράγμασι κινείται. Καν γαρ πράττη τι, ου τελείως αυτού αισθάνεται, ως τον νουν έχων εν τη θεωρία μετέωρον, και η διανοία αυτόν αεί ως μετά άλλου αδολεσχεί.
Ταύτην την πνευματικήν μέθην εμεθύσθησαν ποτέ οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν όλον τον κόσμον διήλθον κοπιώντες και ονειδιζόμενοι, οι δε, τα μέλη κατακοπτόμενοι, εξέχεαν τα αίματα αυτών ώσει ύδωρ, και τα δεινότατα πάσχοντες ουκ ωλιγώρησαν, αλλά γενναίως υπήνεγκαν, και όντες σοφοί, ως άφρονες ενομίσθησαν. Και άλλοι εν ερημίαις επλανήθησαν και όρεσι και εν σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης, εν αταξίαις, εύτακτοι όντες.
Ταύτην την άνοιαν αξιώσαι ημάς ο Θεός φθάσαι.
ΛΟΓΟΣ ΔΙΣ ΚΔ'
ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ
Πρό του εισελθείν είς την πόλιν της ταπεινώσεως, εάν ίδης σαυτόν, ότι ανεπαύθης εκ της οχλήσεως των παθών, μη πιστεύσης σεαυτώ ενέδραν γαρ τίνα ενεδρεύει σοι ο εχθρός. Αλλ' εκδέχον μετά την ανάπαυσιν πολλήν όχλησιν και ταραχήν. Ει μη γαρ διέλθης τα καταλύματα των αρετών, ουκ άπαντες ανάπαυσιν εκ του μόχθου σου, ουδέ εκ των επιβουλών άνεσιν έξεις, έως αν φθάσης το κατάλυμα της αγίας ταπεινώσε¬ως.
Ο Θεός, τη ση χάριτι αξίωσον ημάς αυτό φθάσαι. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΕ': ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΠΩΣ Η ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ
Όσον καταφρονήσει ο άνθρωπος τούτου τον κόσμου και σπουδάσει εις τον φόβον του Θεού, τοσούτον προσεγγίζει αυτώ θεία πρόνοια και της αντιλήψεως αυτής κρυπτώς αισθάνεται και δίδονται αυτώ λογισμοί καθαροί εις το συνιέναι αυτήν. Και εάν τις εκουσίως στερηθή των κοσμικών αγαθών, καθ' όσον στερείται εξ αυτών, κατά τοσούτον το έλεος του Θεού ακολουθεί και βαστάζει αυτόν η φιλανθρωπία του Θεού. Δόξα τω εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς σώζοντι ημάς και εν πάσι τούτοις παρέχοντι αφορμήν εις την εύρεσιν της ζωής ημών. Των γαρ εκ του θελήματος αυτών εξασθενούντων κτήσασθαι την ζωήν αυτών εν λύπαις ακουσίοις προσβιβάζει τάς ψυχάς αυτών προς την αρετήν. Και γαρ ο Λάζαρος εκείνος ο πτωχός ουκ ην εκ του θελήματος αυτού στερούμενος των αγαθών του κόσμου τούτου, αλλά και το σώμα αυτού πεπληγμένον ην τοις τραύμασι και δύο πάθη πικρά ήσαν εν αύτω, ώνπερ έκαστον χείρον του άλλου ην, όμως εν τοις κόλποις του Αβραάμ ετιμήθη εσχάτως. Ο Θεός εγγύς εστί της λυπηράς καρδίας του εν θλίψει βοώντος προς αυτόν. Και εάν εις τα σωματικά ποτέ υστέρηση ή άλλως θλίψη, έως αν υπομένωμεν αυτά εις αντίληψιν ημών ποιείται, ώσπερ ιατρός εν βαρύτατη νοσώ χειρουργών την υγείαν πραγματεύεται, αλλ' όμως κατά ψυχήν μεγάλως φιλανθρωπεύεται εις αυτόν ο Κύριος προς την σκληρότητα των πόνων της λύπης αυτού.
Ότε ούν η επιθυμία του πόθου του Χριστού ούχ ούτως εκνικά εν σοι, ώστε είναι σε απαθή εν πάση θλίψει σου, δια την εν αυτώ χαράν, γνώθι ότι ο κόσμος ζη εν σοι πλέον του Χριστού. Και ότε η αρρωστία και η ένδεια, ή ο αφανισμός του σώματος ή ο φόβος των βλαπτόντων αυτό ταράσσει την διάνοιαν σου εκ της χαράς της ελπίδος σου και εκ της κατά Κύριον, γνώθι ότι το σώμα ζη εν σοι και ούχ ο Χριστός. Και απλώς ειπείν, ούπερ γαρ ο πόθος ισχύει και κατακρατεί εν σοι, εκείνο εστί το ζών εν σοι. Εάν δε γένη ανελλιπώς έχων τάς χρείας σου και έχης ερρώμενον και μη έχης φόβον εκ των εναντίων και λέγης ότι δύνη τότε καθαρώς οδεύσαι προς Χριστόν, γνώθι ότι αρρωστείς κατά διανοίαν και υστερείς της γεύσεως της δόξης του Θεού. Ούχ ότι δε τοιούτος εί, κρίνω σε, αλλά μάλλον, ίνα γνώς πόσον υστερείς της τελειότητας, εί και εν μέρει τινι της πολιτείας των αγίων Πατέρων των προ ημών εί.
Και μη είπης, ότι ουχ ευρέθη άνθρωπος, ούτινος τελείως η διανοία αυτού υψώθη εκ της ασθενείας. Όταν το σώμα ναυαγή εν πειρασμοίς και θλίψεσι και εκνικά το μέρος του πόθου του Χριστού την λύπην της διανοίας. Σιωπήσω του ενέγκαι είς μνήμην τους αγίους μάρτυρας, μήπως ου δυνήσομαι στήναι ενώπιον του βάθους των παθών αυτών, και όσον ενίκησε το μέρος της υπομονής, το εκ της δυνάμεως της αγάπης του Χριστού την πολλήν θλίψιν και τον πόθον του σώματος. Αλλά δια το είναι ταύτα, και μόνη τη μνήμη αυτών, θλιβερά τη ανθρωπίνη φύσει, ότι ταράσσουσιν εν τη μεγαλωσύνη του πράγματος και εν τη θαυμαστή θεωρία αυτών, εάσωμεν ταύτα.
Σκοπήσωμεν δε τους αθεούς φιλοσόφους λεγόμενους. Είς γαρ εξ αυτών έθηκε νόμον εν τη διανοία αυτού φυλάξαι την σιωπήν ολίγους χρόνους, και ο βασιλεύς των Ρωμαίων εθαύμασεν εκ της ακοής του πράγματος και ηθέλησε λαβείν την πείραν αυτού. Εκέλευσεν ούν αχθήναι αυτόν έμπροσθεν αυτού, και ως είδεν αυτόν σιωπώντα προς πασαν ερώτησιν παντελώς, ην ηρώτησεν αυτόν, και μη αποκρινόμενον, εθυμώθη ο βασι¬λεύς και εκέλευσεν αυτόν τεθνάναι, ότι ουκ ηδέσθη τον θρόνον και τον στέφανον γης δόξης αυτού. Εκείνος δε ουκ εφοβήθη, αλλά τον ίδιον αυτού νόμον εφύλαξε και παρεσκεύασεν εαυτόν εν ησυχία προς τον θάνατον. Ο δε βασιλεύς ενετείλατο τοις σπεκουλάτορσιν, ότι, εάν φοβηθή το ξίφος και λύση τον νόμον αυτού, αποκτείνατε αυτόν, εί δε τω ιδίω εμμένει θελήματι, στρέψατε αυτόν προς με ζώντα. Ότε ούν ήγγισεν είς τον τόπον τον ωρισμένον και οι επιτραπέντες θλίβοντες ηνάγκαζον αυτόν, ίνα λύση τον εαυτού νόμον και μη αποθάνη, αυτός διελογίσατο, ότι κρείσσον μοι αποθανείν εν μιά ώρα και το ίδιον μου φυλά¬ξαι θέλημα, δι' όπερ τοσούτον ηγωνισάμην χρόνον, ή νικηθήναι εκ του φόβου του θανάτου και την σοφίαν μου καθυβρίσαι και όκνον οφλήσαι του εξ ανάγκης μοι απαντήσαντος πράγματος. Και ήπλωσεν εαυτόν αταράχως εκτιμηθήναι υπό του ξίφους. Εμηνύθη ουν ταύτα τω βασιλεί, και θαυμάσας απέλυσεν αυτόν μετ'αιδούς.
Άλλοι δε την φυσικήν επιθυμίαν τέλεον καταπάτησαν. Έτεροι τάς λοιδορίας ράον εβάστασαν, και άλλοι εν αρρωστίαις δειναίς εκαρτέρησαν αθλίπτως, και άλλοι εν θλίψεσι και συμφοραίς μεγάλαις την υπομονήν αυτών επεδείξαντο. Και ει ούτοι δια κενήν δόξαν και ελπίδα ταύτα υπέμειναν, πόσω μάλλον οι μοναχοί υπομείναι οφείλομεν, κληθέντες προς κοινωνίαν Θεού, ης αξιωθείημεν ευχαίς της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων των εν ιδρώτι του αγώνος αυτών αρεσάντων τω Χριστώ.
Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω συνάρχω αυτού Πατρί και τω συναϊδίω και ομοφυεί και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν τε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΚΑΙ ΠΩΣ Η ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ
Όσον καταφρονήσει ο άνθρωπος τούτου τον κόσμου και σπουδάσει εις τον φόβον του Θεού, τοσούτον προσεγγίζει αυτώ θεία πρόνοια και της αντιλήψεως αυτής κρυπτώς αισθάνεται και δίδονται αυτώ λογισμοί καθαροί εις το συνιέναι αυτήν. Και εάν τις εκουσίως στερηθή των κοσμικών αγαθών, καθ' όσον στερείται εξ αυτών, κατά τοσούτον το έλεος του Θεού ακολουθεί και βαστάζει αυτόν η φιλανθρωπία του Θεού. Δόξα τω εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς σώζοντι ημάς και εν πάσι τούτοις παρέχοντι αφορμήν εις την εύρεσιν της ζωής ημών. Των γαρ εκ του θελήματος αυτών εξασθενούντων κτήσασθαι την ζωήν αυτών εν λύπαις ακουσίοις προσβιβάζει τάς ψυχάς αυτών προς την αρετήν. Και γαρ ο Λάζαρος εκείνος ο πτωχός ουκ ην εκ του θελήματος αυτού στερούμενος των αγαθών του κόσμου τούτου, αλλά και το σώμα αυτού πεπληγμένον ην τοις τραύμασι και δύο πάθη πικρά ήσαν εν αύτω, ώνπερ έκαστον χείρον του άλλου ην, όμως εν τοις κόλποις του Αβραάμ ετιμήθη εσχάτως. Ο Θεός εγγύς εστί της λυπηράς καρδίας του εν θλίψει βοώντος προς αυτόν. Και εάν εις τα σωματικά ποτέ υστέρηση ή άλλως θλίψη, έως αν υπομένωμεν αυτά εις αντίληψιν ημών ποιείται, ώσπερ ιατρός εν βαρύτατη νοσώ χειρουργών την υγείαν πραγματεύεται, αλλ' όμως κατά ψυχήν μεγάλως φιλανθρωπεύεται εις αυτόν ο Κύριος προς την σκληρότητα των πόνων της λύπης αυτού.
Ότε ούν η επιθυμία του πόθου του Χριστού ούχ ούτως εκνικά εν σοι, ώστε είναι σε απαθή εν πάση θλίψει σου, δια την εν αυτώ χαράν, γνώθι ότι ο κόσμος ζη εν σοι πλέον του Χριστού. Και ότε η αρρωστία και η ένδεια, ή ο αφανισμός του σώματος ή ο φόβος των βλαπτόντων αυτό ταράσσει την διάνοιαν σου εκ της χαράς της ελπίδος σου και εκ της κατά Κύριον, γνώθι ότι το σώμα ζη εν σοι και ούχ ο Χριστός. Και απλώς ειπείν, ούπερ γαρ ο πόθος ισχύει και κατακρατεί εν σοι, εκείνο εστί το ζών εν σοι. Εάν δε γένη ανελλιπώς έχων τάς χρείας σου και έχης ερρώμενον και μη έχης φόβον εκ των εναντίων και λέγης ότι δύνη τότε καθαρώς οδεύσαι προς Χριστόν, γνώθι ότι αρρωστείς κατά διανοίαν και υστερείς της γεύσεως της δόξης του Θεού. Ούχ ότι δε τοιούτος εί, κρίνω σε, αλλά μάλλον, ίνα γνώς πόσον υστερείς της τελειότητας, εί και εν μέρει τινι της πολιτείας των αγίων Πατέρων των προ ημών εί.
Και μη είπης, ότι ουχ ευρέθη άνθρωπος, ούτινος τελείως η διανοία αυτού υψώθη εκ της ασθενείας. Όταν το σώμα ναυαγή εν πειρασμοίς και θλίψεσι και εκνικά το μέρος του πόθου του Χριστού την λύπην της διανοίας. Σιωπήσω του ενέγκαι είς μνήμην τους αγίους μάρτυρας, μήπως ου δυνήσομαι στήναι ενώπιον του βάθους των παθών αυτών, και όσον ενίκησε το μέρος της υπομονής, το εκ της δυνάμεως της αγάπης του Χριστού την πολλήν θλίψιν και τον πόθον του σώματος. Αλλά δια το είναι ταύτα, και μόνη τη μνήμη αυτών, θλιβερά τη ανθρωπίνη φύσει, ότι ταράσσουσιν εν τη μεγαλωσύνη του πράγματος και εν τη θαυμαστή θεωρία αυτών, εάσωμεν ταύτα.
Σκοπήσωμεν δε τους αθεούς φιλοσόφους λεγόμενους. Είς γαρ εξ αυτών έθηκε νόμον εν τη διανοία αυτού φυλάξαι την σιωπήν ολίγους χρόνους, και ο βασιλεύς των Ρωμαίων εθαύμασεν εκ της ακοής του πράγματος και ηθέλησε λαβείν την πείραν αυτού. Εκέλευσεν ούν αχθήναι αυτόν έμπροσθεν αυτού, και ως είδεν αυτόν σιωπώντα προς πασαν ερώτησιν παντελώς, ην ηρώτησεν αυτόν, και μη αποκρινόμενον, εθυμώθη ο βασι¬λεύς και εκέλευσεν αυτόν τεθνάναι, ότι ουκ ηδέσθη τον θρόνον και τον στέφανον γης δόξης αυτού. Εκείνος δε ουκ εφοβήθη, αλλά τον ίδιον αυτού νόμον εφύλαξε και παρεσκεύασεν εαυτόν εν ησυχία προς τον θάνατον. Ο δε βασιλεύς ενετείλατο τοις σπεκουλάτορσιν, ότι, εάν φοβηθή το ξίφος και λύση τον νόμον αυτού, αποκτείνατε αυτόν, εί δε τω ιδίω εμμένει θελήματι, στρέψατε αυτόν προς με ζώντα. Ότε ούν ήγγισεν είς τον τόπον τον ωρισμένον και οι επιτραπέντες θλίβοντες ηνάγκαζον αυτόν, ίνα λύση τον εαυτού νόμον και μη αποθάνη, αυτός διελογίσατο, ότι κρείσσον μοι αποθανείν εν μιά ώρα και το ίδιον μου φυλά¬ξαι θέλημα, δι' όπερ τοσούτον ηγωνισάμην χρόνον, ή νικηθήναι εκ του φόβου του θανάτου και την σοφίαν μου καθυβρίσαι και όκνον οφλήσαι του εξ ανάγκης μοι απαντήσαντος πράγματος. Και ήπλωσεν εαυτόν αταράχως εκτιμηθήναι υπό του ξίφους. Εμηνύθη ουν ταύτα τω βασιλεί, και θαυμάσας απέλυσεν αυτόν μετ'αιδούς.
Άλλοι δε την φυσικήν επιθυμίαν τέλεον καταπάτησαν. Έτεροι τάς λοιδορίας ράον εβάστασαν, και άλλοι εν αρρωστίαις δειναίς εκαρτέρησαν αθλίπτως, και άλλοι εν θλίψεσι και συμφοραίς μεγάλαις την υπομονήν αυτών επεδείξαντο. Και ει ούτοι δια κενήν δόξαν και ελπίδα ταύτα υπέμειναν, πόσω μάλλον οι μοναχοί υπομείναι οφείλομεν, κληθέντες προς κοινωνίαν Θεού, ης αξιωθείημεν ευχαίς της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων των εν ιδρώτι του αγώνος αυτών αρεσάντων τω Χριστώ.
Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω συνάρχω αυτού Πατρί και τω συναϊδίω και ομοφυεί και ζωαρχικώ Πνεύματι, νυν τε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΥ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΑΞΑΙ EΑΥΤΟΝ ΕΝ ΕΝΙ ΤΟΠΩ ΚΑΙ ΤΙ ΤΑ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΕΝΟΜΕΝΑ KΑΙ ΟΤΙ ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΕΔΙΔΑΧΘΗ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ
Εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναριθμήτους και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτώ πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα έμαθον. Ότι ο θεμέλιος πάντων των αγαθών και η ανάκλησις της ψυχής εκ της αιχμαλωσίας του εχθρού και η οδός η προς το φως και την ζωήν φέρουσα, ούτοι οι δύο τρόποι εισί. Το συνάξαι εαυτόν είς ένα τόπον, και το αεί νηστεύσαι, τουτέστι το κανονίσαι εαυτόν εν εγκρατεία γαστρός σοφώς και φρονίμως εν ακινήτω καθέδρα και αδιαλείπτω σχολή και μελέτη Θεού.
Εντεύθεν η των αισθήσεων υποταγή, εντεύθεν η του νου νήψις, εντεύθεν τα άγρια πάθη ημερούνται, τα εν τω σώματι κινούμενα, εντεύθεν ή πραότης των λογισμών, εντεύ¬θεν αι της διανοίας φωτεινοί κινήσεις, εντεύθεν η σπουδή η προς τα έργα της αρετής, εντεύθεν τα υψηλά νοήματα και λε¬πτά, εντεύθεν τα άμετρα δάκρυα, τα εν παντί καιρώ γινόμενα, και του θανάτου η μνήμη. Εντεύθεν η σωφροσύνη η καθαρά, η τελείως απέχουσα εκ πάσης φαντασίας της την διάνοιαν πειραζούσης, εντεύθεν η οξυδέρκια και η οξύτης των μακράν όντων, εντεύθεν τα βαθύτερα των μυστικών νοημάτων, άπερ η διανοία καταλαμβάνει εν τη δυνάμει των θείων λογίων, και αϊ εσώτεραι κινήσεις, αϊ εν τη ψυχή γινόμεναι, και η διαφορά και η διάκρισις των πνευματικών εκ των αγίων δυνάμεων και των αλη¬θινών οράσεων εκ των ματαίων φαντασιών. Εντεύθεν ο φόβος των οδών και των τριβών, ο εν τω πελάγει της διανοίας, ο κό¬πτων την ραθυμίαν και την αμέλειαν, και η φλόξ του ζήλου η καταπατούσα πάντα κίνδυνον και διαβαίνουσα πάντα φόβον, και η θέρμη η καταφρονούσα πάσης επιθυμίας και εκ της δια¬νοίας αυτήν εξαλείφουσα και λήθην εμποιούσα πάσης μνήμης
των παρερχομένων μετά των άλλων. Και ίνα συντόμως είπω, η ελευθερία του αληθινού ανθρώπου και η χαρά της ψυχής και η ανάστασις η μετά του Χριστού εν τη βασιλεία.
Εί τις δε αμελήσει των δύο τούτων, γνώτω, ότι ου μόνον εκ πάντων τούτων των προειρημένων ζημιοί εαυτόν, αλλά και τον θεμέλιον πασών των αρετών διασείει εν τη κατα¬φρονήσει των δύο τούτων αρετών. Και ώσπερ εισίν αύται αρχή και κεφαλή της θείας εργασίας εν τη ψυχή, και θύρα και οδός προς τον Χριστόν, εάν τις κράτηση αυτάς και εν αυταίς ύπομείνη, όντως εάν τις αναχωρήση εξ αυτών και αποπηδήση απ' αυτών, προς ταύτα τα δύο τα εναντία τούτων καταντά. Λέγω δη τον σωματικόν μετεωρισμόν και το γαστριμαργείν ασέμνως. Αύται αρχαί εισί των εναντίων των προειρημένων και χώραν παρέχουσι τοις πάθεσιν εν τη ψυχή.
Και η μεν πρώτη αρχή της μιάς, εν πρώτοις τάς αισθήσεις τάς υποταγείσας απολύει των δεσμών της συστολής. Και τι λοιπόν εκ τούτου γίνεται; Εντεύθεν άτοποι απαντήσεις και απροσδόκητοι, πλησιόχωροι των πτώσεων. Η ταραχή των ισχυρών κυμάτων, η εκ της οράσεως εξυπνιζομένη. Των οφθαλμών πύρωσις οξεία, κρατούσα του σώματος και συνέχουσα ολισθήματα ευχερή, εν τω φρονήματι γινόμενα. Λογισμοί ακρατείς, προς πτώσιν σπουδάζοντες. Η χλιαρότης του πόθου των έργων του Θεού και ατονία κατά μικρόν μικρόν της διαφοράς της ησυχίας, και του τελείως καταλείψαι τον κανόνα της πολιτείας αυτού. Εγκαινισμός των επιλησθέντων κακών και διδαχή ετέρων, ων ουκ ηπίστατο, εκ των αεί επιγινομένων αυτώ δι' ακουσίων πολυτρόπων οράσεων, των εκ της μεταναστάσεως από χώρας είς χώραν και από τόπου εις τόπον συναντουσών αυτώ, και τα πάθη, άπερ δια της χάριτος του Θεού ήδη εκ της ψυχής νεκρωθέντα και δια της λήθης των μνημών των εν τη διανοία απολεσθέντα, πάλιν ταύτα προς κίνησιν άρχονται διεγείρεσθαι και την ψυχήν προς εργασίαν αυτών αναγκάζειν. Και ίνα μη όλα τα λοιπά λέγω και διηγήσωμαι, ταύτα μεν εκ της πρώτης εκείνης αιτίας ανοίγονται έπ' αύτω, τουτέστιν εκ του μετεωρισμού του σώματος και του μη υπομείναι την της ησυχίας ταλαιπωρίαν.
Τί δε εκ της άλλης, τουτέστι του άρξασθαι εν τω έργω των χοίρων; Και τι εστί το έργον των χοίρων, ή το αόριστον αφιέναι την γαστέρα και διαπαντός εμπιπλάν αυτήν και μη έχειν καιρόν δεδηλωμένον προς την του σώματος χρείαν καθώς οι λογικοί; Και τί λοιπόν γίνεται εκ τούτου; Εντεύθεν καρηβαρία και βάρησις τον σώματος πολλή μετά χαλασμού των ώμων. Όθεν ανάγκη απολειφθήναι εκ της λειτουργίας του Θεού. Και οκνηρία γαρ επιγίνεται είς το μη ποιείν μετανοίας εν αυτή αμέλεια των συνήθων προσκυνήσεων σκότωσις και ψυχρότης της διανοίας νους παχύς και αδιάκριτος εκ των ταραχών και των πολλών σκοτώσεων των λογισμών γνόφος παχύς και ζοφώδης, ηπλωμένος εν όλη τη ψυχή αηδία πολλή εν παντί έργω του Θεού, άμα δε και εν τη αναγνώσει, δια το μη γεύσασθαι αυτόν της ηδύτητος των λογίων του Θεού αργία πολλή των αναγκαίων νους ακράτητος και μετεωριζόμενος εν πάση τη γή χυμός πολύς συναγόμενος εν πάσι τοις μέλεσι φαντασίαι ακάθαρτοι ταίς νυξί δια φασμάτων βεβήλων και ατόπων εικόνων, πεπληρωμένων επιθυμίας, εν τη ψυχή διαβαινούσης και εν αυτή τη ψυχή τα εαυτής θελήματα αποπληρούσης ακαθάρτως. Και η στρώμνη δε του αθλίου και τα ενδύ¬ματα αυτού και αυτό το σώμα όλον μολύνεται δια το πλήθος της αισχράς ρεύσεως, της ως από πηγής εξ αυτού βλυζούσης και τούτο ου μόνον εν τη νυκτί, αλλά και εν ημέρα συμβαίνει αυτώ το γαρ σώμα πάντοτε ρέει και μιαίνει την διανοίαν, ώστε αυτόν δια τούτων των πραγμάτων την σωφροσύνην απαρνήσασθαι η γαρ ηδύτης των γαργαλισμών ενεργείται εν όλω τω σώματι αυτού εν αδιαλείπτω πυρώσει και ανυπομονήτω.
Και λογισμοί δε απατηλοί συμβαίνουσιν αυτώ, εικονίζοντες κάλλος κατέναντι αυτού και ερεθίζοντες αυτόν εν παντί καιρώ και γαργαλίζοντες τον νουν εν τη ομιλία αυτών. Και αδιστάκτως συνδυάζει αυτοίς εν τη μελέτη αυτών και εν τη επιθυμία αυτών, δια το σκοτισθήναι αυτού το διακριτικόν. Και τούτο εστίν όπερ είπεν ο Προφήτης «τούτο το ανταπόδομα της αδελφής Σοδόμων, ήτις τρυφώσα ήσθιεν άρτον είς πλησμονήν», και τα εξής. Και τούτο δε ερρέθη υπό τίνος των μεγάλων σο¬φών, ότι Ει τις θρέψει το σώμα αυτού εν τρυφή μεγάλως, είς πόλεμον εκβάλλει την εαυτού ψυχήν, και εάν ποτέ έλθη είς εαυ¬τόν και ζήτηση βιάσασθαι είς το κρατήσαι εαυτού, ου δύναται, δια την υπερβάλλουσαν πύρωσιν των κινήσεων του σώματος και δια την βίαν και την ανάγκην των ερεθισμών και των γαργαλισμάτων των την ψυχήν αιχμαλωτιζόντων εν τοις θελήμασιν αυτών. Οράς ώδε λεπτότητα τούτων των αθέων; Και πάλιν ο αυτός λέγει Η τρυφή του σώματος εν απλότητι και υγρότητι, της νεότητος τα πάθη εν τη ψυχή οξέως κτάσθαι παρασκευάζει, και περικυκλοί αυτήν ο θάνατος, και εμπίπτει ούτος υπό την κρίσιν του Θεού.
Ψυχή δε η αδολεσχούσα αεί εν τη μνήμη των οφειλομένων, αναπαύεται εν τη ελευθερία εαυτής και αι φροντίδες αυ¬τής μικραί, και ου μεταμελείται εν τινί, πρόνοιαν ποιουμένη υπέρ της αρετής, ηνιοχούσα τα πάθη και φυλάττουσα την αρετήν, είς αύξησιν και χαράν αμέριμνον και ζωήν αγαθήν και λι¬μένα ακίνδυνον άγει. Απολαύσεις γαρ σωματικαί ου μόνον ενισχύουσι τα πάθη και στερεούσιν αυτά κατά της ψυχής, αλλά και εκριζούσιν αυτήν εκ των ριζών αυτής. Και συν τούτοις εξάπτουσι την γαστέρα εις ακρασίαν και αταξίαν όρων άκρας ασωτίας, και παρά καιρόν την χρείαν του σώματος εκτελείν βιάζονται. Και ο πολεμούμενος εν τούτοις ου θέλει υπομείναι μικράν πείναν και εξουσιάσαι εαυτού, διότι ηχμαλωτίσθη υπό των παθών.
Ούτοι εισίν οι καρποί της αισχύνης, οι εκ της γαστριμαργίας. Και οι προ τούτων είσιν οι καρποί της υπομονής, της εν ενί τόπω και ησυχία διαγωγής. Δια τούτο και ο εχθρός τους καιρούς επισταμένος των χρειών ημών των φυσικών, δι' ων η φύσις κινείται προς την χρείαν αυτής, και ότι ο νους εκ του μετεωρισμού των οφθαλμών ρέμβεται και εκ της αναπαύ¬σεως της γαστρός, σπουδάζει και αγωνίζεται ερεθίσαι ημάς προσθήκην ποιήσασθαι εις την φυσικήν χρείαν και σπείραι εν ημίν σχήματα λογισμών πονηρών εν τοις τοιούτοις καιροίς, ώστε, εάν ενδέχηται, υπερισχύσαι τα πάθη κατά της φύσεως δια την περισσοτέραν συμπλοκήν και καταποντίσαι τον άνθρωπον εν τοις πτώμασι.
Διά τούτο έδει ημάς, ώσπερ ο εχθρός γινώσκει τους καιρούς, ούτω και ημάς γνωρίσαι την ασθένειαν ημών και την δύναμιν της φύσεως ημών, ότι ανίκανος εστί προς τάς ορμάς και τάς κινήσεις εκείνων των καιρών και προς την λεπτότητα των λογισμών, των ως χνούν όντων τη λεπτότητι κατέναντι των οφθαλμών ημών, και ότι ου δυνάμεθα οράν εαυτούς και απαντήσαι τοις συμβαίνουσιν ημίν και δια την πολλήν δοκιμασίαν, ην επειράσθημεν υπό του εχθρού, και εν ταλαιπωρία εξ αυτού ελάβομεν πολλάκις, του λοιπού σοφίσασθαι και μη εάσαι εαυτούς ριφθήναι του ποιήσαι το θέλημα της ημών ανα¬παύσεως και ηττάσθαι εκ της πείνης, αλλά μάλλον καν κατα¬πονήση ημάς η πείνα η στένωση, μη σαλευθώμεν εκ του τόπου της ησυχίας ημών και καταντήσωμεν όπου ευχερώς συμβαίνουσιν ημίν τα τοιαύτα, μηδέ σκευάσωμεν εαυτοίς αφορμάς και τρόπους, όπως εκ της ερήμου εξέλθωμεν. Ταύτα γαρ είσι τα επιτηδεύματα του εχθρού τα φανερά. Εάν δε υπομείνης εν τη ερήμω, ου μη πεψασθής. Ου γαρ οράς εν αυτή γυναίκα ούτε τι βλάπτον την πολιτείαν σου, ούτε φωνάς απρεπείς ακούεις.
Τί σοι και τη οδώ της Αιγύπτου; Ίνα πίης το ύδωρ Γηών»; Νοεί τι σοι λέγω. Δείξον τω εχθρώ την υπομονήν σου και το δοκίμιον σου εν τοις μικροίς, ίνα μη ζήτηση παρά σου τα μεγάλα. Όρος δε έστωσαν σοι τα μικρά ταύτα, ίνα δια τούτων καταβάλης τον αντίπαλον, όπως μη σχολάση και ορύξη σοι παγίδας μεγάλας. Ο γαρ μη πειθόμενος τω εχθρώ, μηδέ πέντε βήματα εξελθείν εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσαι δύναται εαυτόν εκ της ερήμου εξελθείν ή πλησιάσαι κώμη; Και ο μη καταδεχόμενος παρακύψαι δια θυρίδος εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσει εαυτόν εξελθείν εξ αυτού; Και ο μόλις εν εσπέρα πειθόμενος μετασχείν τροφής ελαχίστης, πώς προς καιρού εσθίειν υπό των λογισμών αυτού δελεασθήσεται; Και ο εκ των ευτελών ερυθριών εμπλησθήναι, πώς εκ των μεγάλων ορεχθήσεται; Και ο μηδέ προς το ίδιον σώμα πειθόμενος κατιδείν, πώς προς τα αλλότρια κάλλη τούτον δελεάσει περιεργάσασθαι;
Δήλον ούν, ότι εξ αρχής εν τοις μικροίς καταφρονών, ηττάται τις, και ούτως αφορμήν παρέχει τω εχθρώ πολεμείν αυτώ εν τοις μεγάλοις. Επεί, ο της πρόσκαιρου ζωής μη ποιού¬μενος πρόνοιαν του μηδέ προς βραχύ εμμείναι εν αυτή, πώς φοβηθήσεται τας κακώσεις και τας θλίψεις τας προς τον θάνατον τον προσφιλή φερούσας; Ούτος εστίν ο πόλεμος της διακρίσε¬ως, ότι οι σοφοί ου συγχωρούσιν εαυτούς προς τους μεγάλους αγώνας παρασκευάσασθαι αλλ' η υπομονή, η ενδεικνυμένη εν τοις μικροίς υπ' αυτών, αύτη εστίν η φυλάττουσα αυτούς του μη πεσείν εις τους μεγάλους κόπους.
Πρώτος μεν ούν ο διάβολος την αδιάλειπτον προσοχήν της καρδίας αγωνίζεται καταργήσαι. Ειθ' ούτω πείθει και τους δεδηλωμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος του σωματικώς γενομένου καταφρονήσαι. Και ούτω πρώτον χαυνούται ο λογισμός, προ του καιρού μετασχείν τροφής, εν τοις ελαχίστοις και μικροίς και ουδαμινοίς, και μετά την πτώσιν της καταλύσεως της εγκράτειας αυτού, διολισθαίνει εις ακρασίαν και ασωτείαν. Και πρώτον μεν ηττάται, μάλλον δε ελάχιστον ηγείται εν οφθαλμοίς αυτού ατενίσαι εις την γύμνωσιν του σώματος αυτού ή εις άλλην τινά καλλονήν των μελών αυτού όταν αποδύηται τα ιμάτια αυτού ή όταν έξέλθη έξω προς την χρείαν του σώματος ή προς ύδωρ και χαυνώση τα αισθη¬τήρια αυτού, ή εισαγάγη την χείρα αυτού θαρσαλέως έσωθεν των ιματίων αυτού και ψηλάφηση το σώμα αυτού και τότε ανακύψουσιν αυτώ αλλά και αλλά. Και ο πρώτην την ασφάλειαν του νοός φυλάσσων και δι' εν τούτων λυπούμενος, τότε ανοίγει καθ' εαυτού μεγάλας και χαλεπάς εισόδους.
Οι γαρ λογισμοί, ιν' ως εν υποδείγματι είπω, ως ύδωρ εισί, και όσον συνέχονται πάντοθεν, εν τη ευταξία αυτών πο¬ρεύονται, εάν δε εκείθεν μικρόν επί τα έξω εξέλθωσι, κατάλυσιν φραγμού και ερήμωσιν πολλήν κατεργάζονται. Ίσταται γαρ ο εχθρός κατανοών και παρατηρών και εκδεχόμενος νυχθημερώς κατέναντι των οφθαλμών ημών, και περισκοπεί δια ποίας εισόδου των αισθητηρίων ημών ανοιχθείσης αυτώ εισέλθη. Αμελείας δε τίνος εις εν των προρρηθέντων ημίν γενομένης, τότε και αυτός ο δόλιος και αναιδής κύων τα αυτού ημίν εξαποστέλλει βέλη. Και ποτέ μεν αύτη η φύσις αφ' εαυτής την ανάπαυσιν αγαπά και την παρρησίαν και τον γέλωτα και τον μετεωρισμόν και την ραθυμίαν και γίνεται πηγή των παθών και πέ¬λαγος ταραχής, ποτέ δε ο ενάντιος υποβάλλει ταύτα τη ψυχή. Αλλ' ημείς αλλάξωμεν λοιπόν τους μεγάλους κόπους ημών εν τοις μικροίς κόποις ημών, ους ηγούμεθα ουδέν. Ει γαρ ούτοι, ως εδείχθη, οι παρ’ ημών καταφρονούμενοι, τοσούτους αγώνας μεγάλους και κόπους δυσκατορθώτους και πάλας συγκεχυμένας και πληγάς μεγίστας αποστρέφουσι, τίς μη σπεύση δια των μικρών τούτων της εισαγωγής κόπων την γλυκείαν ευρείν ανάπαυσιν;
Ω σοφία, πόσον θαυμαστή υπάρχεις καί πώς προβλέπεις τα πάντα πόρρωθεν. Μακάριος ο ευρών σε, εκ γαρ της ραθυμίας της νεότητος ηλευθέρωται. Ει τις εμπορεύεται δια μικράς εμπορεύσεως, ήτοι περιποιήσεως την ιατρείαν των μεγάλων παθών, καλώς ποιεί. Και γαρ ποτέ τις των φιλοσόφων, εν χαυνότητι κινηθείς και αισθηθείς, θάττον διωρθώσατο εαυτόν καθήμενος εξαίφνης. Και ιδών αυτόν άλλος, εγέλασε χάριν τού¬του. Ο δε απεκρίθη
Ου διά τούτο εφοβήθην, άλλ' εκ της καταφρονήσεως φοβούμαι διότι πολλάκις και η μικρά καταφρόνησις μεγάλων κινδύνων πρόξενος γίνεται. Τω δε παρά τάξιν γενέσθαι και ταχέως διορθώσασθαι εμαυτόν, έδει¬ξα εμαυτόν νήφοντα και το μηδέ ον άξιον φόβου καταφρονούντα.
Τούτο γαρ εστί φιλοσοφία, ίνα τις και εν τοις ελαχίστοις και μικροίς, τοις γινομένοις παρ' αυτού, αεί νήφει. Αναπαύσεις γαρ μεγάλας θησαυρίζει εαυτώ και ούχ υπνοί, ίνα μη συμβή αυτώ τι ενάντιον, αλλά τάς αιτίας κόπτει προ καιρού και δια των ελαχί¬στων πραγμάτων υποφέρει την μικράν λύπην, εξαφανίζων δι' αυτής την μεγάλην.
Οι δε άφρονες προτιμώσι την μικράν ανάπαυσιν την εγγύς υπέρ την απέχουσαν βασιλείαν, αγνοούντες ότι κρείσσον υπομείναι κολάσεις εν τω αγώνι, υπέρ το αναπαυθήναι εν τη στρώμνη της επιγείου βασιλείας εν κατακρίσει ραθυμίας. Τοις σοφοίς γαρ ποθητός εστίν ο θάνατος υπέρ του μη κατηγορηθήναι, ότι άνευ νήψεως ετέλεσάν τι εν τοις έργοις αυτών. Διό και λέγει ο σοφός «Γενού εγρήγορος και νηφάλιος υπέρ της ζωής σου. Συγγενής γαρ εστίν ο ύπνος της διανοίας, και εικών του αληθινού θανάτου». Ο δε θεοφόρος Βασίλειος φησίν «Όστις είς τα μικρά εαυτού ονκηρός εστί, μη πιστεύσης αυτώ είς τα μεγάλα διαπρέψαι».
Υπέρ ων μέλλεις ζην, μη ακηδιάσης, μηδέ οκνήσης υπέρ αυτών αποθανείν. Σημείον γαρ εστί της ακηδίας η μικροψυχία, μήτηρ δε εστί των δύο τούτων η καταφρόνησις. Δειλός άνθρωπος σημαίνει, ότι υπό δύο νόσων νοσεί - λέγω δη υπό φιλοσωματίας και ολιγοπιστίας, η δε φιλοσωματία σημείον εστί της απιστίας. Ο δε τούτων καταφρονών βεβαιούται, ότι τω Θεώ πιστεύει ολοψύχως και τα μέλλοντα εκδέχεται.
Εάν τις εκτός κινδύνων και αγώνων και πειρασμών τω Θεώ προσήγγισε, και συ αυτόν μίμησαι. Η ευτολμία της καρδίας και η καταφρόνησις των κινδύνων από ενός των δύο αφορμών τούτων γίνεται, ή εκ της σκληροκαρδίας, ή εκ της πολλής πίστεως της προς τον Θεόν. Και τη μεν σκληροκαρδία ακολουθεί υπερηφανία, τη δε πίστει ταπεινοφροσύνη καρδίας. Ου δύναται άνθρωπος κτήσασθαι ελπίδα προς τον Θεόν, ει μη πρώτον ετελείωσε το θέλημα αυτού κατά μέρος. Η γαρ ελπίς η προς τον Θεόν και η της καρδίας ανδρεία εκ της μαρτυρίας της συνειδήσεως γεννώνται, και δια της αληθινής μαρτυρίας της διανοίας ημών την προς τον Θεόν πεποίθησιν έχομεν. Η μαρ¬τυρία δε της διανοίας γίνεται εν τω μη κατακρίνεσθαι τινά εν μηδενί υπό του συνειδότος, ότι ημέλησεν εις το οφειλόμενον κατά την δύναμιν αυτού. Εάν δε η καρδία ημών μη κατακρίνη ημάς, παρρησίαν προς τον Θεόν εχομεν. Η παρρησία ούν εκ των κατορθωμάτων των αρετών και της καλής συνειδήσεως προσγίνεται. Σκληρόν γούν εστί το δουλεύσαι τω σώματι. Όστις δε ολίγον εκ πολλού αίσθηται της ελπίδος της προς τον Θεόν, ουκ έτι πεισθήσεται κατ' ανάγκην δουλεύσαι τω σκληρώ τούτω δεσπότη, τω σώματι.
Περί της σιωπής και της ησυχίας
Το αεί σιωπάν και η φυλακή της ησυχίας εκ των τριών τούτων αιτιών εν τινι γίνονται ή δια την δόξαν των ανθρώπων ή δια την θερμότητα του ζήλου της αρετής ή ότι ομιλίαν τινά θείαν τις έχει εντός εαυτού και η διανοία αυτού έλκεται προς αυτήν. Ει τις γούν μίαν των εσχάτων ουκ έχει, εξ ανάγκης την πρώτην ασθένειαν ασθενεί. Αρετή εστίν, ούχ η φανέρωσις των πολλών και διαφόρων πράξεων, των δια του σώματος επιτελουμένων, αλλ 'η σοφωτάτη καρδία εν τη ελπίδι αυτής. Συνάπτει γαρ αυτήν τοις κατά Θεόν έργοις ο ορθός σκοπός.
Η μεν γαρ διάνοια δύναται χωρίς πράξεων σωματικών επιτελέσαι το αγαθόν, το δε σώμα εκτός της σοφίας της καρδίας, καν εργάσηται, ου δύναται ωφεληθήναι όμως ούχ υποφέρει ο άνθρωπος του Θεού, όταν άδειαν εύρη αγαθοεργίας, εί μη δείξη την αγάπην εν κόπω της εργασίας αυτού προς τον Θεόν. Η μεν πρώτη τάξις πάντοτε κατευοδούται, η δε δευτέρα πολλάκις κατευοδούται, ποτέ δε και ου. Μη νομίσης δε, ότι το πράγμα τούτο μικρόν εστίν, ίνα τις εκ των αίτιων των παθών μακράν απέχη πάντοτε.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΑΞΑΙ EΑΥΤΟΝ ΕΝ ΕΝΙ ΤΟΠΩ ΚΑΙ ΤΙ ΤΑ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΕΝΟΜΕΝΑ KΑΙ ΟΤΙ ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΕΔΙΔΑΧΘΗ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ
Εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναριθμήτους και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτώ πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα έμαθον. Ότι ο θεμέλιος πάντων των αγαθών και η ανάκλησις της ψυχής εκ της αιχμαλωσίας του εχθρού και η οδός η προς το φως και την ζωήν φέρουσα, ούτοι οι δύο τρόποι εισί. Το συνάξαι εαυτόν είς ένα τόπον, και το αεί νηστεύσαι, τουτέστι το κανονίσαι εαυτόν εν εγκρατεία γαστρός σοφώς και φρονίμως εν ακινήτω καθέδρα και αδιαλείπτω σχολή και μελέτη Θεού.
Εντεύθεν η των αισθήσεων υποταγή, εντεύθεν η του νου νήψις, εντεύθεν τα άγρια πάθη ημερούνται, τα εν τω σώματι κινούμενα, εντεύθεν ή πραότης των λογισμών, εντεύ¬θεν αι της διανοίας φωτεινοί κινήσεις, εντεύθεν η σπουδή η προς τα έργα της αρετής, εντεύθεν τα υψηλά νοήματα και λε¬πτά, εντεύθεν τα άμετρα δάκρυα, τα εν παντί καιρώ γινόμενα, και του θανάτου η μνήμη. Εντεύθεν η σωφροσύνη η καθαρά, η τελείως απέχουσα εκ πάσης φαντασίας της την διάνοιαν πειραζούσης, εντεύθεν η οξυδέρκια και η οξύτης των μακράν όντων, εντεύθεν τα βαθύτερα των μυστικών νοημάτων, άπερ η διανοία καταλαμβάνει εν τη δυνάμει των θείων λογίων, και αϊ εσώτεραι κινήσεις, αϊ εν τη ψυχή γινόμεναι, και η διαφορά και η διάκρισις των πνευματικών εκ των αγίων δυνάμεων και των αλη¬θινών οράσεων εκ των ματαίων φαντασιών. Εντεύθεν ο φόβος των οδών και των τριβών, ο εν τω πελάγει της διανοίας, ο κό¬πτων την ραθυμίαν και την αμέλειαν, και η φλόξ του ζήλου η καταπατούσα πάντα κίνδυνον και διαβαίνουσα πάντα φόβον, και η θέρμη η καταφρονούσα πάσης επιθυμίας και εκ της δια¬νοίας αυτήν εξαλείφουσα και λήθην εμποιούσα πάσης μνήμης
των παρερχομένων μετά των άλλων. Και ίνα συντόμως είπω, η ελευθερία του αληθινού ανθρώπου και η χαρά της ψυχής και η ανάστασις η μετά του Χριστού εν τη βασιλεία.
Εί τις δε αμελήσει των δύο τούτων, γνώτω, ότι ου μόνον εκ πάντων τούτων των προειρημένων ζημιοί εαυτόν, αλλά και τον θεμέλιον πασών των αρετών διασείει εν τη κατα¬φρονήσει των δύο τούτων αρετών. Και ώσπερ εισίν αύται αρχή και κεφαλή της θείας εργασίας εν τη ψυχή, και θύρα και οδός προς τον Χριστόν, εάν τις κράτηση αυτάς και εν αυταίς ύπομείνη, όντως εάν τις αναχωρήση εξ αυτών και αποπηδήση απ' αυτών, προς ταύτα τα δύο τα εναντία τούτων καταντά. Λέγω δη τον σωματικόν μετεωρισμόν και το γαστριμαργείν ασέμνως. Αύται αρχαί εισί των εναντίων των προειρημένων και χώραν παρέχουσι τοις πάθεσιν εν τη ψυχή.
Και η μεν πρώτη αρχή της μιάς, εν πρώτοις τάς αισθήσεις τάς υποταγείσας απολύει των δεσμών της συστολής. Και τι λοιπόν εκ τούτου γίνεται; Εντεύθεν άτοποι απαντήσεις και απροσδόκητοι, πλησιόχωροι των πτώσεων. Η ταραχή των ισχυρών κυμάτων, η εκ της οράσεως εξυπνιζομένη. Των οφθαλμών πύρωσις οξεία, κρατούσα του σώματος και συνέχουσα ολισθήματα ευχερή, εν τω φρονήματι γινόμενα. Λογισμοί ακρατείς, προς πτώσιν σπουδάζοντες. Η χλιαρότης του πόθου των έργων του Θεού και ατονία κατά μικρόν μικρόν της διαφοράς της ησυχίας, και του τελείως καταλείψαι τον κανόνα της πολιτείας αυτού. Εγκαινισμός των επιλησθέντων κακών και διδαχή ετέρων, ων ουκ ηπίστατο, εκ των αεί επιγινομένων αυτώ δι' ακουσίων πολυτρόπων οράσεων, των εκ της μεταναστάσεως από χώρας είς χώραν και από τόπου εις τόπον συναντουσών αυτώ, και τα πάθη, άπερ δια της χάριτος του Θεού ήδη εκ της ψυχής νεκρωθέντα και δια της λήθης των μνημών των εν τη διανοία απολεσθέντα, πάλιν ταύτα προς κίνησιν άρχονται διεγείρεσθαι και την ψυχήν προς εργασίαν αυτών αναγκάζειν. Και ίνα μη όλα τα λοιπά λέγω και διηγήσωμαι, ταύτα μεν εκ της πρώτης εκείνης αιτίας ανοίγονται έπ' αύτω, τουτέστιν εκ του μετεωρισμού του σώματος και του μη υπομείναι την της ησυχίας ταλαιπωρίαν.
Τί δε εκ της άλλης, τουτέστι του άρξασθαι εν τω έργω των χοίρων; Και τι εστί το έργον των χοίρων, ή το αόριστον αφιέναι την γαστέρα και διαπαντός εμπιπλάν αυτήν και μη έχειν καιρόν δεδηλωμένον προς την του σώματος χρείαν καθώς οι λογικοί; Και τί λοιπόν γίνεται εκ τούτου; Εντεύθεν καρηβαρία και βάρησις τον σώματος πολλή μετά χαλασμού των ώμων. Όθεν ανάγκη απολειφθήναι εκ της λειτουργίας του Θεού. Και οκνηρία γαρ επιγίνεται είς το μη ποιείν μετανοίας εν αυτή αμέλεια των συνήθων προσκυνήσεων σκότωσις και ψυχρότης της διανοίας νους παχύς και αδιάκριτος εκ των ταραχών και των πολλών σκοτώσεων των λογισμών γνόφος παχύς και ζοφώδης, ηπλωμένος εν όλη τη ψυχή αηδία πολλή εν παντί έργω του Θεού, άμα δε και εν τη αναγνώσει, δια το μη γεύσασθαι αυτόν της ηδύτητος των λογίων του Θεού αργία πολλή των αναγκαίων νους ακράτητος και μετεωριζόμενος εν πάση τη γή χυμός πολύς συναγόμενος εν πάσι τοις μέλεσι φαντασίαι ακάθαρτοι ταίς νυξί δια φασμάτων βεβήλων και ατόπων εικόνων, πεπληρωμένων επιθυμίας, εν τη ψυχή διαβαινούσης και εν αυτή τη ψυχή τα εαυτής θελήματα αποπληρούσης ακαθάρτως. Και η στρώμνη δε του αθλίου και τα ενδύ¬ματα αυτού και αυτό το σώμα όλον μολύνεται δια το πλήθος της αισχράς ρεύσεως, της ως από πηγής εξ αυτού βλυζούσης και τούτο ου μόνον εν τη νυκτί, αλλά και εν ημέρα συμβαίνει αυτώ το γαρ σώμα πάντοτε ρέει και μιαίνει την διανοίαν, ώστε αυτόν δια τούτων των πραγμάτων την σωφροσύνην απαρνήσασθαι η γαρ ηδύτης των γαργαλισμών ενεργείται εν όλω τω σώματι αυτού εν αδιαλείπτω πυρώσει και ανυπομονήτω.
Και λογισμοί δε απατηλοί συμβαίνουσιν αυτώ, εικονίζοντες κάλλος κατέναντι αυτού και ερεθίζοντες αυτόν εν παντί καιρώ και γαργαλίζοντες τον νουν εν τη ομιλία αυτών. Και αδιστάκτως συνδυάζει αυτοίς εν τη μελέτη αυτών και εν τη επιθυμία αυτών, δια το σκοτισθήναι αυτού το διακριτικόν. Και τούτο εστίν όπερ είπεν ο Προφήτης «τούτο το ανταπόδομα της αδελφής Σοδόμων, ήτις τρυφώσα ήσθιεν άρτον είς πλησμονήν», και τα εξής. Και τούτο δε ερρέθη υπό τίνος των μεγάλων σο¬φών, ότι Ει τις θρέψει το σώμα αυτού εν τρυφή μεγάλως, είς πόλεμον εκβάλλει την εαυτού ψυχήν, και εάν ποτέ έλθη είς εαυ¬τόν και ζήτηση βιάσασθαι είς το κρατήσαι εαυτού, ου δύναται, δια την υπερβάλλουσαν πύρωσιν των κινήσεων του σώματος και δια την βίαν και την ανάγκην των ερεθισμών και των γαργαλισμάτων των την ψυχήν αιχμαλωτιζόντων εν τοις θελήμασιν αυτών. Οράς ώδε λεπτότητα τούτων των αθέων; Και πάλιν ο αυτός λέγει Η τρυφή του σώματος εν απλότητι και υγρότητι, της νεότητος τα πάθη εν τη ψυχή οξέως κτάσθαι παρασκευάζει, και περικυκλοί αυτήν ο θάνατος, και εμπίπτει ούτος υπό την κρίσιν του Θεού.
Ψυχή δε η αδολεσχούσα αεί εν τη μνήμη των οφειλομένων, αναπαύεται εν τη ελευθερία εαυτής και αι φροντίδες αυ¬τής μικραί, και ου μεταμελείται εν τινί, πρόνοιαν ποιουμένη υπέρ της αρετής, ηνιοχούσα τα πάθη και φυλάττουσα την αρετήν, είς αύξησιν και χαράν αμέριμνον και ζωήν αγαθήν και λι¬μένα ακίνδυνον άγει. Απολαύσεις γαρ σωματικαί ου μόνον ενισχύουσι τα πάθη και στερεούσιν αυτά κατά της ψυχής, αλλά και εκριζούσιν αυτήν εκ των ριζών αυτής. Και συν τούτοις εξάπτουσι την γαστέρα εις ακρασίαν και αταξίαν όρων άκρας ασωτίας, και παρά καιρόν την χρείαν του σώματος εκτελείν βιάζονται. Και ο πολεμούμενος εν τούτοις ου θέλει υπομείναι μικράν πείναν και εξουσιάσαι εαυτού, διότι ηχμαλωτίσθη υπό των παθών.
Ούτοι εισίν οι καρποί της αισχύνης, οι εκ της γαστριμαργίας. Και οι προ τούτων είσιν οι καρποί της υπομονής, της εν ενί τόπω και ησυχία διαγωγής. Δια τούτο και ο εχθρός τους καιρούς επισταμένος των χρειών ημών των φυσικών, δι' ων η φύσις κινείται προς την χρείαν αυτής, και ότι ο νους εκ του μετεωρισμού των οφθαλμών ρέμβεται και εκ της αναπαύ¬σεως της γαστρός, σπουδάζει και αγωνίζεται ερεθίσαι ημάς προσθήκην ποιήσασθαι εις την φυσικήν χρείαν και σπείραι εν ημίν σχήματα λογισμών πονηρών εν τοις τοιούτοις καιροίς, ώστε, εάν ενδέχηται, υπερισχύσαι τα πάθη κατά της φύσεως δια την περισσοτέραν συμπλοκήν και καταποντίσαι τον άνθρωπον εν τοις πτώμασι.
Διά τούτο έδει ημάς, ώσπερ ο εχθρός γινώσκει τους καιρούς, ούτω και ημάς γνωρίσαι την ασθένειαν ημών και την δύναμιν της φύσεως ημών, ότι ανίκανος εστί προς τάς ορμάς και τάς κινήσεις εκείνων των καιρών και προς την λεπτότητα των λογισμών, των ως χνούν όντων τη λεπτότητι κατέναντι των οφθαλμών ημών, και ότι ου δυνάμεθα οράν εαυτούς και απαντήσαι τοις συμβαίνουσιν ημίν και δια την πολλήν δοκιμασίαν, ην επειράσθημεν υπό του εχθρού, και εν ταλαιπωρία εξ αυτού ελάβομεν πολλάκις, του λοιπού σοφίσασθαι και μη εάσαι εαυτούς ριφθήναι του ποιήσαι το θέλημα της ημών ανα¬παύσεως και ηττάσθαι εκ της πείνης, αλλά μάλλον καν κατα¬πονήση ημάς η πείνα η στένωση, μη σαλευθώμεν εκ του τόπου της ησυχίας ημών και καταντήσωμεν όπου ευχερώς συμβαίνουσιν ημίν τα τοιαύτα, μηδέ σκευάσωμεν εαυτοίς αφορμάς και τρόπους, όπως εκ της ερήμου εξέλθωμεν. Ταύτα γαρ είσι τα επιτηδεύματα του εχθρού τα φανερά. Εάν δε υπομείνης εν τη ερήμω, ου μη πεψασθής. Ου γαρ οράς εν αυτή γυναίκα ούτε τι βλάπτον την πολιτείαν σου, ούτε φωνάς απρεπείς ακούεις.
Τί σοι και τη οδώ της Αιγύπτου; Ίνα πίης το ύδωρ Γηών»; Νοεί τι σοι λέγω. Δείξον τω εχθρώ την υπομονήν σου και το δοκίμιον σου εν τοις μικροίς, ίνα μη ζήτηση παρά σου τα μεγάλα. Όρος δε έστωσαν σοι τα μικρά ταύτα, ίνα δια τούτων καταβάλης τον αντίπαλον, όπως μη σχολάση και ορύξη σοι παγίδας μεγάλας. Ο γαρ μη πειθόμενος τω εχθρώ, μηδέ πέντε βήματα εξελθείν εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσαι δύναται εαυτόν εκ της ερήμου εξελθείν ή πλησιάσαι κώμη; Και ο μη καταδεχόμενος παρακύψαι δια θυρίδος εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσει εαυτόν εξελθείν εξ αυτού; Και ο μόλις εν εσπέρα πειθόμενος μετασχείν τροφής ελαχίστης, πώς προς καιρού εσθίειν υπό των λογισμών αυτού δελεασθήσεται; Και ο εκ των ευτελών ερυθριών εμπλησθήναι, πώς εκ των μεγάλων ορεχθήσεται; Και ο μηδέ προς το ίδιον σώμα πειθόμενος κατιδείν, πώς προς τα αλλότρια κάλλη τούτον δελεάσει περιεργάσασθαι;
Δήλον ούν, ότι εξ αρχής εν τοις μικροίς καταφρονών, ηττάται τις, και ούτως αφορμήν παρέχει τω εχθρώ πολεμείν αυτώ εν τοις μεγάλοις. Επεί, ο της πρόσκαιρου ζωής μη ποιού¬μενος πρόνοιαν του μηδέ προς βραχύ εμμείναι εν αυτή, πώς φοβηθήσεται τας κακώσεις και τας θλίψεις τας προς τον θάνατον τον προσφιλή φερούσας; Ούτος εστίν ο πόλεμος της διακρίσε¬ως, ότι οι σοφοί ου συγχωρούσιν εαυτούς προς τους μεγάλους αγώνας παρασκευάσασθαι αλλ' η υπομονή, η ενδεικνυμένη εν τοις μικροίς υπ' αυτών, αύτη εστίν η φυλάττουσα αυτούς του μη πεσείν εις τους μεγάλους κόπους.
Πρώτος μεν ούν ο διάβολος την αδιάλειπτον προσοχήν της καρδίας αγωνίζεται καταργήσαι. Ειθ' ούτω πείθει και τους δεδηλωμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος του σωματικώς γενομένου καταφρονήσαι. Και ούτω πρώτον χαυνούται ο λογισμός, προ του καιρού μετασχείν τροφής, εν τοις ελαχίστοις και μικροίς και ουδαμινοίς, και μετά την πτώσιν της καταλύσεως της εγκράτειας αυτού, διολισθαίνει εις ακρασίαν και ασωτείαν. Και πρώτον μεν ηττάται, μάλλον δε ελάχιστον ηγείται εν οφθαλμοίς αυτού ατενίσαι εις την γύμνωσιν του σώματος αυτού ή εις άλλην τινά καλλονήν των μελών αυτού όταν αποδύηται τα ιμάτια αυτού ή όταν έξέλθη έξω προς την χρείαν του σώματος ή προς ύδωρ και χαυνώση τα αισθη¬τήρια αυτού, ή εισαγάγη την χείρα αυτού θαρσαλέως έσωθεν των ιματίων αυτού και ψηλάφηση το σώμα αυτού και τότε ανακύψουσιν αυτώ αλλά και αλλά. Και ο πρώτην την ασφάλειαν του νοός φυλάσσων και δι' εν τούτων λυπούμενος, τότε ανοίγει καθ' εαυτού μεγάλας και χαλεπάς εισόδους.
Οι γαρ λογισμοί, ιν' ως εν υποδείγματι είπω, ως ύδωρ εισί, και όσον συνέχονται πάντοθεν, εν τη ευταξία αυτών πο¬ρεύονται, εάν δε εκείθεν μικρόν επί τα έξω εξέλθωσι, κατάλυσιν φραγμού και ερήμωσιν πολλήν κατεργάζονται. Ίσταται γαρ ο εχθρός κατανοών και παρατηρών και εκδεχόμενος νυχθημερώς κατέναντι των οφθαλμών ημών, και περισκοπεί δια ποίας εισόδου των αισθητηρίων ημών ανοιχθείσης αυτώ εισέλθη. Αμελείας δε τίνος εις εν των προρρηθέντων ημίν γενομένης, τότε και αυτός ο δόλιος και αναιδής κύων τα αυτού ημίν εξαποστέλλει βέλη. Και ποτέ μεν αύτη η φύσις αφ' εαυτής την ανάπαυσιν αγαπά και την παρρησίαν και τον γέλωτα και τον μετεωρισμόν και την ραθυμίαν και γίνεται πηγή των παθών και πέ¬λαγος ταραχής, ποτέ δε ο ενάντιος υποβάλλει ταύτα τη ψυχή. Αλλ' ημείς αλλάξωμεν λοιπόν τους μεγάλους κόπους ημών εν τοις μικροίς κόποις ημών, ους ηγούμεθα ουδέν. Ει γαρ ούτοι, ως εδείχθη, οι παρ’ ημών καταφρονούμενοι, τοσούτους αγώνας μεγάλους και κόπους δυσκατορθώτους και πάλας συγκεχυμένας και πληγάς μεγίστας αποστρέφουσι, τίς μη σπεύση δια των μικρών τούτων της εισαγωγής κόπων την γλυκείαν ευρείν ανάπαυσιν;
Ω σοφία, πόσον θαυμαστή υπάρχεις καί πώς προβλέπεις τα πάντα πόρρωθεν. Μακάριος ο ευρών σε, εκ γαρ της ραθυμίας της νεότητος ηλευθέρωται. Ει τις εμπορεύεται δια μικράς εμπορεύσεως, ήτοι περιποιήσεως την ιατρείαν των μεγάλων παθών, καλώς ποιεί. Και γαρ ποτέ τις των φιλοσόφων, εν χαυνότητι κινηθείς και αισθηθείς, θάττον διωρθώσατο εαυτόν καθήμενος εξαίφνης. Και ιδών αυτόν άλλος, εγέλασε χάριν τού¬του. Ο δε απεκρίθη
Ου διά τούτο εφοβήθην, άλλ' εκ της καταφρονήσεως φοβούμαι διότι πολλάκις και η μικρά καταφρόνησις μεγάλων κινδύνων πρόξενος γίνεται. Τω δε παρά τάξιν γενέσθαι και ταχέως διορθώσασθαι εμαυτόν, έδει¬ξα εμαυτόν νήφοντα και το μηδέ ον άξιον φόβου καταφρονούντα.
Τούτο γαρ εστί φιλοσοφία, ίνα τις και εν τοις ελαχίστοις και μικροίς, τοις γινομένοις παρ' αυτού, αεί νήφει. Αναπαύσεις γαρ μεγάλας θησαυρίζει εαυτώ και ούχ υπνοί, ίνα μη συμβή αυτώ τι ενάντιον, αλλά τάς αιτίας κόπτει προ καιρού και δια των ελαχί¬στων πραγμάτων υποφέρει την μικράν λύπην, εξαφανίζων δι' αυτής την μεγάλην.
Οι δε άφρονες προτιμώσι την μικράν ανάπαυσιν την εγγύς υπέρ την απέχουσαν βασιλείαν, αγνοούντες ότι κρείσσον υπομείναι κολάσεις εν τω αγώνι, υπέρ το αναπαυθήναι εν τη στρώμνη της επιγείου βασιλείας εν κατακρίσει ραθυμίας. Τοις σοφοίς γαρ ποθητός εστίν ο θάνατος υπέρ του μη κατηγορηθήναι, ότι άνευ νήψεως ετέλεσάν τι εν τοις έργοις αυτών. Διό και λέγει ο σοφός «Γενού εγρήγορος και νηφάλιος υπέρ της ζωής σου. Συγγενής γαρ εστίν ο ύπνος της διανοίας, και εικών του αληθινού θανάτου». Ο δε θεοφόρος Βασίλειος φησίν «Όστις είς τα μικρά εαυτού ονκηρός εστί, μη πιστεύσης αυτώ είς τα μεγάλα διαπρέψαι».
Υπέρ ων μέλλεις ζην, μη ακηδιάσης, μηδέ οκνήσης υπέρ αυτών αποθανείν. Σημείον γαρ εστί της ακηδίας η μικροψυχία, μήτηρ δε εστί των δύο τούτων η καταφρόνησις. Δειλός άνθρωπος σημαίνει, ότι υπό δύο νόσων νοσεί - λέγω δη υπό φιλοσωματίας και ολιγοπιστίας, η δε φιλοσωματία σημείον εστί της απιστίας. Ο δε τούτων καταφρονών βεβαιούται, ότι τω Θεώ πιστεύει ολοψύχως και τα μέλλοντα εκδέχεται.
Εάν τις εκτός κινδύνων και αγώνων και πειρασμών τω Θεώ προσήγγισε, και συ αυτόν μίμησαι. Η ευτολμία της καρδίας και η καταφρόνησις των κινδύνων από ενός των δύο αφορμών τούτων γίνεται, ή εκ της σκληροκαρδίας, ή εκ της πολλής πίστεως της προς τον Θεόν. Και τη μεν σκληροκαρδία ακολουθεί υπερηφανία, τη δε πίστει ταπεινοφροσύνη καρδίας. Ου δύναται άνθρωπος κτήσασθαι ελπίδα προς τον Θεόν, ει μη πρώτον ετελείωσε το θέλημα αυτού κατά μέρος. Η γαρ ελπίς η προς τον Θεόν και η της καρδίας ανδρεία εκ της μαρτυρίας της συνειδήσεως γεννώνται, και δια της αληθινής μαρτυρίας της διανοίας ημών την προς τον Θεόν πεποίθησιν έχομεν. Η μαρ¬τυρία δε της διανοίας γίνεται εν τω μη κατακρίνεσθαι τινά εν μηδενί υπό του συνειδότος, ότι ημέλησεν εις το οφειλόμενον κατά την δύναμιν αυτού. Εάν δε η καρδία ημών μη κατακρίνη ημάς, παρρησίαν προς τον Θεόν εχομεν. Η παρρησία ούν εκ των κατορθωμάτων των αρετών και της καλής συνειδήσεως προσγίνεται. Σκληρόν γούν εστί το δουλεύσαι τω σώματι. Όστις δε ολίγον εκ πολλού αίσθηται της ελπίδος της προς τον Θεόν, ουκ έτι πεισθήσεται κατ' ανάγκην δουλεύσαι τω σκληρώ τούτω δεσπότη, τω σώματι.
Περί της σιωπής και της ησυχίας
Το αεί σιωπάν και η φυλακή της ησυχίας εκ των τριών τούτων αιτιών εν τινι γίνονται ή δια την δόξαν των ανθρώπων ή δια την θερμότητα του ζήλου της αρετής ή ότι ομιλίαν τινά θείαν τις έχει εντός εαυτού και η διανοία αυτού έλκεται προς αυτήν. Ει τις γούν μίαν των εσχάτων ουκ έχει, εξ ανάγκης την πρώτην ασθένειαν ασθενεί. Αρετή εστίν, ούχ η φανέρωσις των πολλών και διαφόρων πράξεων, των δια του σώματος επιτελουμένων, αλλ 'η σοφωτάτη καρδία εν τη ελπίδι αυτής. Συνάπτει γαρ αυτήν τοις κατά Θεόν έργοις ο ορθός σκοπός.
Η μεν γαρ διάνοια δύναται χωρίς πράξεων σωματικών επιτελέσαι το αγαθόν, το δε σώμα εκτός της σοφίας της καρδίας, καν εργάσηται, ου δύναται ωφεληθήναι όμως ούχ υποφέρει ο άνθρωπος του Θεού, όταν άδειαν εύρη αγαθοεργίας, εί μη δείξη την αγάπην εν κόπω της εργασίας αυτού προς τον Θεόν. Η μεν πρώτη τάξις πάντοτε κατευοδούται, η δε δευτέρα πολλάκις κατευοδούται, ποτέ δε και ου. Μη νομίσης δε, ότι το πράγμα τούτο μικρόν εστίν, ίνα τις εκ των αίτιων των παθών μακράν απέχη πάντοτε.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΖ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
H κίνησις των κάτω μελών του σώματος, η εκτός λογισμών οξύτερων γινομένη της άτοπου ηδονής, ήτις κινείται μετά πυρώσεως και έλκει την ψυχήν εις ταλαιπωρίαν απροαιρέτως, αδιστάκτως εκ της πλησμονής της γαστρός εστίν. Ει δε γε ίσως η μεν γαστήρ ευτακτεί εν τη διαίτη, τα δε μέλη απροαιρέτως είτε κάν οπωσούν κινούνται, γνώθι ότι εν τω σώματι βρύει το πάθος και όπλον ισχυρόν και ακαταμάχητον λογίζου είναι εν τω αγώνι τούτω το απέχεσθαι εκ της θέας των γυναικών. Διότι ο ενάντιος ου δύναται ενεργήσαι εν ημίν άπερ ή φύσις δύναται πράξαι εν τη δυνάμει αυτής. Μη γαρ νομίσης, ότι ή φύσις επιλανθάνεται των εν αυτή φυσι¬κώς ενσπαρέντων εκ του θεού προς τεκνογονίαν και δοκιμασίαν των εν τω αγώνι, αλλ9 η αποχή των πραγμάτων νεκροί την επιθυμίαν εν τοις μέλεσι και λήθην και απώλειαν εμποιεί αυτοίς.
Άλλοι είσιν οι λογισμοί των μακράν απεχόντων πραγμάτων και απλώς παρερχομένων εν τη διανοία και κίνησιν μικράν και αμυδράν εμποιούντων αφ' εαυτών, άλλοι δε εισίν οι λογισμοί οι εν οράσει της ύλης βυθίζοντες την διάνοιαν αληθαργήτως και εκ του πλησιασμού κινούντες τα πάθη και τρέφοντες τον άνθρωπον, ως το έλαιον τρέφει την έξαψιν του λύχνου και το πάθος το ήδη νεκρωθέν και σβεσθέν εξάπτοντες και ταράσσοντες το πέλαγος του σώματος δια της κινήσεως του πλοίου της διανοίας.
Αύτη δε η κίνησις η φυσική, η εν ημίν κατοικούσα δια την προαίρεσιν ταράξαι εκ της καθαρότητος και οχλήσαι την σωφροσύνην ου δύναται. Ου γαρ δέδωκεν ο Θεός δύναμιν τη φύσει νικήσαι την προαίρεσιν την προς αυτόν, την καλήν, άλλ 'όταν τις κινηθή η εκ του θυμού ή εκ της επιθυμίας, ούχ η φυσι¬κή δύναμις αυτόν εξελθείν εκ του όρου της φύσεως και γενέ¬σθαι έξωθεν εκ των οφειλομένων βιάζεται, αλλ΄ η προσθήκη ην ποιούμεν επί τη φύσει δια των αφορμών του θελήματος. Ο γαρ Θεός πάντα όσα εποίησε, καλώς και εμμέτρως εποίησε, και όσον το μέτρον της αναλογίας των φυσικών ορθώς εν ημίν φυλάττεται, τοσούτον αί φυσικαί κινήσεις ου δύνανται βιάσασθαι ημάς εκ της οδού εξελθείν, αλλά μόνον εν ευτάκτοις κινήσεσι κινείται το σώμα, ώστε ειδέναι μόνον, ότι εστίν εν ημίν το πάθος το φυσικόν, και ουκ εις το γαργαλίσαι και οχλήσαι, ώστε εμποδίσαι τον δρόμον της σωφροσύνης, ούτε πάλιν το σκοτώσαι τον νουν από θυμού και εκ της ειρήνης εις οργήν κινήσαι. Εάν δε ημείς συναπαχθώμεν ποτέ τοις αισθητοίς (δι' ων τίνων και ο θυμός παρά φύσιν είωθε λαβείν ορμήν), ή εν βρώσει ή εν πόσει εν υπερβαλλούση ποσότητι ή εν πλησιασμώ γυναικών
και θεωρία τούτων σχολάσαι ή εν ταίς ομιλίαις ταίς περί αυ¬τών, εξ ων φλόξ επιθυμίας αναφλέγεται και σκιρτά εν τω σώματι, εντεύθεν την πραότητα την φυσικήν εις αγριότητα μεταβάλλομεν, ή δια το πλήθος του χυμού, ή δια τάς διαφόρους οράσεις των πραγμάτων.
Εστί δε ποτέ η κίνησις τούτων και εκ παραχωρήσεως, της δια την οίησιν ημών γινομένης. Και αυτή ουκ έστιν ως εκείνη. εκείνους γαρ τους πολέμους της ελευθερίας καλούμεν, οίτινες εστίν οδός της κοινής φύσεως, τον δε πόλεμον τον εκ παραχωρήσεως, τον εξ αιτίας της οιήσεως ημών γινόμενον, γινώσκομεν, ότε εν προσοχή και κόποις εν πλείονι χρόνω γενώμεθα και οιόμεθα τι κατωρθωκέναι, παραχωρούμεθα πολεμηθήναι, ίνα μάθωμεν την ταπείνωσιν. Οι δε λοιποί, οι άνευ της αίτιας ταύτης γινόμενοι ημίν υπέρ την δύναμιν, εκ της ραθυμίας ημών γίνονται. Διότι ή φύσις, όταν τίνα προσθήκην των αισθη¬τών δια της γαστριμαργίας δέξηται, ου πείθεται λοιπόν φυλάξαι την τάξιν, την εκ της διαπλάσεως αυτής. Ο γαρ τάς θλίψεις και το απρόϊτον αποβαλών εκουσίως, τάς αμαρτίας αγαπάν βιάζε¬ται. "Ανευ γαρ τούτων χωρισθήναι εκ των κολακευμάτων του φρονήματος ου δυνάμεθα. 'Όσον γαρ οι πόνοι πληθύνονται, ού¬τοι έλαττουνται, επειδή αι θλίψεις και οι κίνδυνοι αποκτείνουσι την ηδυπάθειαν των παθών, η δε ανάπαυσις τρέφει και αύξει αυτά.
Λοιπόν σαφώς εγνώσθη, ότι ο Θεός και οι Άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ό δε Διάβολος και οί εργάται αυ¬τού εν αναπαύσει. Ει δε εν θλίψεσι και στενοχωρίαις τελειούνται αι εντολαί του Θεού, ημείς δε ταύτας εξουδενώσαμεν, λοιπόν αυτού του εντειλαμένου των εντολών καταφρονείν μηχανώμεθα. Δια τα πάθη άπερ γεννώνται εκ της αναπαύσεως ήμών καταργούμεν την αιτίαν της αρετής, ήγουν την στένωσιν και την θλίψιν, και κατά το μέτρον της αναπαύσεως της προσαγομένης ημίν, κατά τοσούτον τόπον ποιούμεν τοις πάθεσιν εν ημίν. Διότι εν σώματι στενοχωρουμένω ου δύνανται οι λογισμοί μετεωρηθήναι είς τα μάταια.
Όταν δε τις εν χαρά υπομένη τους κόπους και τάς θλίψεις, και τους λογισμούς κραταιώς χαλινώσαι δύναται. Διότι αυτοί οι λογισμοί αργούσιν εν κόποις. Όταν δε ο άνθρωπος μνημόνευση των πρώτων αυτού αμαρτιών και κόλαση εαυτόν, τότε καί ο Θεός φροντίδα ποιείται του αναπαύσαι αυτόν. Διότι χαίρει ο Θεός, ότι αυτός εαυτώ το επιτίμιον δέδωκε δια την παράβασιν της οδού του Θεού, όπερ σημείον εστί της μετα¬νοίας. Και όσον αυτός πολλά βιάσεται την ψυχήν αυτού, τοσού¬τον πληθύνεται εκ του Θεού η τιμή αυτού. Πασά δε χαρά, ήτις ουκ έχει εξ αρετής την αιτίαν, η τοιαύτη παραυτίκα κινήσεις επιθυμιών εν τω ευρηκότι αυτήν διεγείρει. Σύνες δε τούτο, ότι επί πάσαν επιθυμίαν εμπαθή, ουκ επί την φυσικήν τούτο ειρήκαμεν.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
H κίνησις των κάτω μελών του σώματος, η εκτός λογισμών οξύτερων γινομένη της άτοπου ηδονής, ήτις κινείται μετά πυρώσεως και έλκει την ψυχήν εις ταλαιπωρίαν απροαιρέτως, αδιστάκτως εκ της πλησμονής της γαστρός εστίν. Ει δε γε ίσως η μεν γαστήρ ευτακτεί εν τη διαίτη, τα δε μέλη απροαιρέτως είτε κάν οπωσούν κινούνται, γνώθι ότι εν τω σώματι βρύει το πάθος και όπλον ισχυρόν και ακαταμάχητον λογίζου είναι εν τω αγώνι τούτω το απέχεσθαι εκ της θέας των γυναικών. Διότι ο ενάντιος ου δύναται ενεργήσαι εν ημίν άπερ ή φύσις δύναται πράξαι εν τη δυνάμει αυτής. Μη γαρ νομίσης, ότι ή φύσις επιλανθάνεται των εν αυτή φυσι¬κώς ενσπαρέντων εκ του θεού προς τεκνογονίαν και δοκιμασίαν των εν τω αγώνι, αλλ9 η αποχή των πραγμάτων νεκροί την επιθυμίαν εν τοις μέλεσι και λήθην και απώλειαν εμποιεί αυτοίς.
Άλλοι είσιν οι λογισμοί των μακράν απεχόντων πραγμάτων και απλώς παρερχομένων εν τη διανοία και κίνησιν μικράν και αμυδράν εμποιούντων αφ' εαυτών, άλλοι δε εισίν οι λογισμοί οι εν οράσει της ύλης βυθίζοντες την διάνοιαν αληθαργήτως και εκ του πλησιασμού κινούντες τα πάθη και τρέφοντες τον άνθρωπον, ως το έλαιον τρέφει την έξαψιν του λύχνου και το πάθος το ήδη νεκρωθέν και σβεσθέν εξάπτοντες και ταράσσοντες το πέλαγος του σώματος δια της κινήσεως του πλοίου της διανοίας.
Αύτη δε η κίνησις η φυσική, η εν ημίν κατοικούσα δια την προαίρεσιν ταράξαι εκ της καθαρότητος και οχλήσαι την σωφροσύνην ου δύναται. Ου γαρ δέδωκεν ο Θεός δύναμιν τη φύσει νικήσαι την προαίρεσιν την προς αυτόν, την καλήν, άλλ 'όταν τις κινηθή η εκ του θυμού ή εκ της επιθυμίας, ούχ η φυσι¬κή δύναμις αυτόν εξελθείν εκ του όρου της φύσεως και γενέ¬σθαι έξωθεν εκ των οφειλομένων βιάζεται, αλλ΄ η προσθήκη ην ποιούμεν επί τη φύσει δια των αφορμών του θελήματος. Ο γαρ Θεός πάντα όσα εποίησε, καλώς και εμμέτρως εποίησε, και όσον το μέτρον της αναλογίας των φυσικών ορθώς εν ημίν φυλάττεται, τοσούτον αί φυσικαί κινήσεις ου δύνανται βιάσασθαι ημάς εκ της οδού εξελθείν, αλλά μόνον εν ευτάκτοις κινήσεσι κινείται το σώμα, ώστε ειδέναι μόνον, ότι εστίν εν ημίν το πάθος το φυσικόν, και ουκ εις το γαργαλίσαι και οχλήσαι, ώστε εμποδίσαι τον δρόμον της σωφροσύνης, ούτε πάλιν το σκοτώσαι τον νουν από θυμού και εκ της ειρήνης εις οργήν κινήσαι. Εάν δε ημείς συναπαχθώμεν ποτέ τοις αισθητοίς (δι' ων τίνων και ο θυμός παρά φύσιν είωθε λαβείν ορμήν), ή εν βρώσει ή εν πόσει εν υπερβαλλούση ποσότητι ή εν πλησιασμώ γυναικών
και θεωρία τούτων σχολάσαι ή εν ταίς ομιλίαις ταίς περί αυ¬τών, εξ ων φλόξ επιθυμίας αναφλέγεται και σκιρτά εν τω σώματι, εντεύθεν την πραότητα την φυσικήν εις αγριότητα μεταβάλλομεν, ή δια το πλήθος του χυμού, ή δια τάς διαφόρους οράσεις των πραγμάτων.
Εστί δε ποτέ η κίνησις τούτων και εκ παραχωρήσεως, της δια την οίησιν ημών γινομένης. Και αυτή ουκ έστιν ως εκείνη. εκείνους γαρ τους πολέμους της ελευθερίας καλούμεν, οίτινες εστίν οδός της κοινής φύσεως, τον δε πόλεμον τον εκ παραχωρήσεως, τον εξ αιτίας της οιήσεως ημών γινόμενον, γινώσκομεν, ότε εν προσοχή και κόποις εν πλείονι χρόνω γενώμεθα και οιόμεθα τι κατωρθωκέναι, παραχωρούμεθα πολεμηθήναι, ίνα μάθωμεν την ταπείνωσιν. Οι δε λοιποί, οι άνευ της αίτιας ταύτης γινόμενοι ημίν υπέρ την δύναμιν, εκ της ραθυμίας ημών γίνονται. Διότι ή φύσις, όταν τίνα προσθήκην των αισθη¬τών δια της γαστριμαργίας δέξηται, ου πείθεται λοιπόν φυλάξαι την τάξιν, την εκ της διαπλάσεως αυτής. Ο γαρ τάς θλίψεις και το απρόϊτον αποβαλών εκουσίως, τάς αμαρτίας αγαπάν βιάζε¬ται. "Ανευ γαρ τούτων χωρισθήναι εκ των κολακευμάτων του φρονήματος ου δυνάμεθα. 'Όσον γαρ οι πόνοι πληθύνονται, ού¬τοι έλαττουνται, επειδή αι θλίψεις και οι κίνδυνοι αποκτείνουσι την ηδυπάθειαν των παθών, η δε ανάπαυσις τρέφει και αύξει αυτά.
Λοιπόν σαφώς εγνώσθη, ότι ο Θεός και οι Άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ό δε Διάβολος και οί εργάται αυ¬τού εν αναπαύσει. Ει δε εν θλίψεσι και στενοχωρίαις τελειούνται αι εντολαί του Θεού, ημείς δε ταύτας εξουδενώσαμεν, λοιπόν αυτού του εντειλαμένου των εντολών καταφρονείν μηχανώμεθα. Δια τα πάθη άπερ γεννώνται εκ της αναπαύσεως ήμών καταργούμεν την αιτίαν της αρετής, ήγουν την στένωσιν και την θλίψιν, και κατά το μέτρον της αναπαύσεως της προσαγομένης ημίν, κατά τοσούτον τόπον ποιούμεν τοις πάθεσιν εν ημίν. Διότι εν σώματι στενοχωρουμένω ου δύνανται οι λογισμοί μετεωρηθήναι είς τα μάταια.
Όταν δε τις εν χαρά υπομένη τους κόπους και τάς θλίψεις, και τους λογισμούς κραταιώς χαλινώσαι δύναται. Διότι αυτοί οι λογισμοί αργούσιν εν κόποις. Όταν δε ο άνθρωπος μνημόνευση των πρώτων αυτού αμαρτιών και κόλαση εαυτόν, τότε καί ο Θεός φροντίδα ποιείται του αναπαύσαι αυτόν. Διότι χαίρει ο Θεός, ότι αυτός εαυτώ το επιτίμιον δέδωκε δια την παράβασιν της οδού του Θεού, όπερ σημείον εστί της μετα¬νοίας. Και όσον αυτός πολλά βιάσεται την ψυχήν αυτού, τοσού¬τον πληθύνεται εκ του Θεού η τιμή αυτού. Πασά δε χαρά, ήτις ουκ έχει εξ αρετής την αιτίαν, η τοιαύτη παραυτίκα κινήσεις επιθυμιών εν τω ευρηκότι αυτήν διεγείρει. Σύνες δε τούτο, ότι επί πάσαν επιθυμίαν εμπαθή, ουκ επί την φυσικήν τούτο ειρήκαμεν.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΚΗ': ΠΕΡΙ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ ΤΩΝ ΝΥΚΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΥΤΗΣ
'Οταν θέλησης στήναι εν τη λειτουργία της αγρυπνίας σου συνεργούντος σοι του Θεού, ποίησον ως λέγω σοι. Κλίνον σου τα γόνατα κατά το έθος και ανάστα, και μη ευθέως άρξη της λειτουργίας σου, άλλ' όταν προσεύξη πρώτον και τελείωσης αυτήν και σφράγισης την καρδίαν σου και τα μέλη σου εν τω ζωοποιώ τύπω του σταυρού, στήθι ως εν ροπή ώρας σιωπών, έως αν αναπαυθώσιν αι αισθήσεις σου και οι λογισμοί σου γαληνιάσωσι, και μετά τούτο ύψωσον την θεωρίαν σου την εσωτέραν προς Κύριον και πείσον αυτόν εν λύπη ενισχύσαι την ασθένειάν σου και γενέσθαι την στιχολογίαν σου και τάς εννοίας της καρδίας σου ευαρέστους τω θελήματι αυτού τω αγίω. Και ειπέ ησύχως εν τη ευχή της καρδίας σου ούτω.
Ευχή
Κύριε Ιησού ο Θεός μου, ο επισκεπτόμενος την κτίσιν σου, ώ δήλα τα πάθη μου και η ασθένεια της φύσεως ημών και η ισχύς του αντιπάλου ημών, συ αυτός σκέπασαν με εκ της κακίας αυτού. Διότι η δύναμις αυτού κραταιά και η φύσις ημών ταλαίπωρος και η δύναμις μών ασθενής. Σύ ούν, αγαθέ, ο επι¬σταμένος την ασθένειαν ημών, ό καί βαστάζων την δυσκολίαν της αδυναμίας ημών, φύλαξον με εκ της ταραχής των λογι¬σμών και του κατακλυσμού των παθών, και άξιον ποίησον με ταύτης της λειτουργίας της αγίας, μήπως εν τοις πάθεσί μου φθείρω την γλυκύτητα αυτής καί ευρεθώ αναιδής ενώπιον σου και τολμηρός.
Δεί δε ημάς εν πάση ελευθερία πορεύεσθαι εν τη λειτουργία ημών, έξωθεν πάσης διανοίας νηπιώδους τεταραγμένης. Εάν δε ίδωμεν, ότι ώρα ουκ εστί πολλή και ορθρίζωμεν προ του τελειώσαι ημάς, εάσωμεν εκουσίως εν γνώσει δόξαν μίαν η και δύο εκ του έθους, ίνα μη γένηται τόπος τη ταραχή, αφανίσαι την γεύσιν της λειτουργίας ημών καί θολώσωμεν τους ψαλμούς της πρώτης ώρας.
Εαν, ηνίκα λειτουργείς, προσλαλήση σοι και ψιθυρίση ο λογισμός λέγων σοι, 'Τάχυνον ολίγον καί πληθύνεσθαι το έργον, και εκλυτρώση ταχέως9, μη κανονίσης σεαυτόν εάν δε σφοδροτέρως οχλή εν τούτω, στράφηθι ευθέως εις τα οπίσω δόξαν μίαν ή όσον εθέλεις, και έκαστον στίχον βαστάζοντα τον τρόπον της ευχής μετά κατανοήσεως στιχολόγησον αυτόν πολλάς βολάς καί εάν πάλιν ταράξη σε ή σφίγξη κατά σου, άφες την στιχολογίαν καί θού το γόνυ εις προσευχήν και ειπέ Εγώ ου ρήματα θέλω μετρήσαι, αλλά τάς μονάς καταφθάσαι. Εν πάση γαρ τρίβω μου, η οδηγήσεις με, ταχέως εγώ εν αυτή πορεύσομαι. Εκείνος ο λαός ο χωνεύσας τον μόσχον εν τη ερήμω, τεσσαράκοντα έτη επορεύθησαν αυτήν διερχόμενοι, ανερχόμε¬νοι και κατερχόμενοι τα όρη και τους βουνούς, και την γήν της επαγγελίας ουδέ μακρόθεν εθεάσαντο.
Εάν δε όταν αγρυπνής, η στάσις νικήση σε εκ του μήκους της εκτάσεως και ασθενήσης εκ της ατονίας και είπη σοι ο λογισμός, μάλλον δε ο κακομήχανος προσλαλήση τω λογισμώ, καθώς και τω όφει Τελείωσον, επεί ου δύνασαι στήναι', ειπέ αυτώ, Όύχ ούτως, αλλά καθίσαιμι κάθισμα εν (και αυτό κρείττον του ύπνου)'. Και εάν η γλώσσα μου σιωπά και ου λέγη ψαλμόν, η διάνοια μου δε αδολεσχή μετά του Θεού εν τη ευχή και τη ομιλία τη μετ' αυτού, η εγρήγορσις εκ παντός του ύπνου ωφελιμωτέρα εστίν.
Ουχί η στάσις δε όλη η αγρυπνία εστίν, ουδέ πάλιν η στιχολογία των ψαλμών μόνων, άλλ' έστιν: α', ο εν ψαλμοίς εκφέρων όλην την νύκτα* β', και εστίν ο εν μετανοία και ευχαίς κατανύξεως και καταλίσεσιν επί της γης- γ', και εστίν ο εν κλαυθμώ και δάκρυσι και θρήνοις επί τοις εαυτού παραπτώμασιν. Ερρέθη περί τίνος των πρώτων ημών, ότι τεσσαράκοντα έτη εις λόγος ην ή ευχή αυτού, "Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον'. Και ήκουον αυτού οί πατέρες μελετώντος τον στίχον εν λύπη ότι έκλαιε και ούχ ησύχαζε και αντί της λειτουργίας ην αυτώ αυτή η ευχή μόνη νυκτός και ημέρας
δ΄ και έστιν ο ολίγα εσπέρας στιχολογών, το δε υπόλοιπον της νυκτός διατριβών είς τροπάρια ε', και έστιν ο εις δοξολογίαν και ανάγνωσιν στ', και εστί πάλιν ο τιθείς εαυτώ όρον μη κλίναι γόνυ κατ' εκείνον τον καιρόν, μεθ' ου επολέμει ο λογισμός της πορνείας.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας των αιώ¬νων. Αμήν.
'Οταν θέλησης στήναι εν τη λειτουργία της αγρυπνίας σου συνεργούντος σοι του Θεού, ποίησον ως λέγω σοι. Κλίνον σου τα γόνατα κατά το έθος και ανάστα, και μη ευθέως άρξη της λειτουργίας σου, άλλ' όταν προσεύξη πρώτον και τελείωσης αυτήν και σφράγισης την καρδίαν σου και τα μέλη σου εν τω ζωοποιώ τύπω του σταυρού, στήθι ως εν ροπή ώρας σιωπών, έως αν αναπαυθώσιν αι αισθήσεις σου και οι λογισμοί σου γαληνιάσωσι, και μετά τούτο ύψωσον την θεωρίαν σου την εσωτέραν προς Κύριον και πείσον αυτόν εν λύπη ενισχύσαι την ασθένειάν σου και γενέσθαι την στιχολογίαν σου και τάς εννοίας της καρδίας σου ευαρέστους τω θελήματι αυτού τω αγίω. Και ειπέ ησύχως εν τη ευχή της καρδίας σου ούτω.
Ευχή
Κύριε Ιησού ο Θεός μου, ο επισκεπτόμενος την κτίσιν σου, ώ δήλα τα πάθη μου και η ασθένεια της φύσεως ημών και η ισχύς του αντιπάλου ημών, συ αυτός σκέπασαν με εκ της κακίας αυτού. Διότι η δύναμις αυτού κραταιά και η φύσις ημών ταλαίπωρος και η δύναμις μών ασθενής. Σύ ούν, αγαθέ, ο επι¬σταμένος την ασθένειαν ημών, ό καί βαστάζων την δυσκολίαν της αδυναμίας ημών, φύλαξον με εκ της ταραχής των λογι¬σμών και του κατακλυσμού των παθών, και άξιον ποίησον με ταύτης της λειτουργίας της αγίας, μήπως εν τοις πάθεσί μου φθείρω την γλυκύτητα αυτής καί ευρεθώ αναιδής ενώπιον σου και τολμηρός.
Δεί δε ημάς εν πάση ελευθερία πορεύεσθαι εν τη λειτουργία ημών, έξωθεν πάσης διανοίας νηπιώδους τεταραγμένης. Εάν δε ίδωμεν, ότι ώρα ουκ εστί πολλή και ορθρίζωμεν προ του τελειώσαι ημάς, εάσωμεν εκουσίως εν γνώσει δόξαν μίαν η και δύο εκ του έθους, ίνα μη γένηται τόπος τη ταραχή, αφανίσαι την γεύσιν της λειτουργίας ημών καί θολώσωμεν τους ψαλμούς της πρώτης ώρας.
Εαν, ηνίκα λειτουργείς, προσλαλήση σοι και ψιθυρίση ο λογισμός λέγων σοι, 'Τάχυνον ολίγον καί πληθύνεσθαι το έργον, και εκλυτρώση ταχέως9, μη κανονίσης σεαυτόν εάν δε σφοδροτέρως οχλή εν τούτω, στράφηθι ευθέως εις τα οπίσω δόξαν μίαν ή όσον εθέλεις, και έκαστον στίχον βαστάζοντα τον τρόπον της ευχής μετά κατανοήσεως στιχολόγησον αυτόν πολλάς βολάς καί εάν πάλιν ταράξη σε ή σφίγξη κατά σου, άφες την στιχολογίαν καί θού το γόνυ εις προσευχήν και ειπέ Εγώ ου ρήματα θέλω μετρήσαι, αλλά τάς μονάς καταφθάσαι. Εν πάση γαρ τρίβω μου, η οδηγήσεις με, ταχέως εγώ εν αυτή πορεύσομαι. Εκείνος ο λαός ο χωνεύσας τον μόσχον εν τη ερήμω, τεσσαράκοντα έτη επορεύθησαν αυτήν διερχόμενοι, ανερχόμε¬νοι και κατερχόμενοι τα όρη και τους βουνούς, και την γήν της επαγγελίας ουδέ μακρόθεν εθεάσαντο.
Εάν δε όταν αγρυπνής, η στάσις νικήση σε εκ του μήκους της εκτάσεως και ασθενήσης εκ της ατονίας και είπη σοι ο λογισμός, μάλλον δε ο κακομήχανος προσλαλήση τω λογισμώ, καθώς και τω όφει Τελείωσον, επεί ου δύνασαι στήναι', ειπέ αυτώ, Όύχ ούτως, αλλά καθίσαιμι κάθισμα εν (και αυτό κρείττον του ύπνου)'. Και εάν η γλώσσα μου σιωπά και ου λέγη ψαλμόν, η διάνοια μου δε αδολεσχή μετά του Θεού εν τη ευχή και τη ομιλία τη μετ' αυτού, η εγρήγορσις εκ παντός του ύπνου ωφελιμωτέρα εστίν.
Ουχί η στάσις δε όλη η αγρυπνία εστίν, ουδέ πάλιν η στιχολογία των ψαλμών μόνων, άλλ' έστιν: α', ο εν ψαλμοίς εκφέρων όλην την νύκτα* β', και εστίν ο εν μετανοία και ευχαίς κατανύξεως και καταλίσεσιν επί της γης- γ', και εστίν ο εν κλαυθμώ και δάκρυσι και θρήνοις επί τοις εαυτού παραπτώμασιν. Ερρέθη περί τίνος των πρώτων ημών, ότι τεσσαράκοντα έτη εις λόγος ην ή ευχή αυτού, "Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον'. Και ήκουον αυτού οί πατέρες μελετώντος τον στίχον εν λύπη ότι έκλαιε και ούχ ησύχαζε και αντί της λειτουργίας ην αυτώ αυτή η ευχή μόνη νυκτός και ημέρας
δ΄ και έστιν ο ολίγα εσπέρας στιχολογών, το δε υπόλοιπον της νυκτός διατριβών είς τροπάρια ε', και έστιν ο εις δοξολογίαν και ανάγνωσιν στ', και εστί πάλιν ο τιθείς εαυτώ όρον μη κλίναι γόνυ κατ' εκείνον τον καιρόν, μεθ' ου επολέμει ο λογισμός της πορνείας.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας των αιώ¬νων. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.