Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!
ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΛΘ΄: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΠΡΟΚΟΠΗΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΞΥΠΝΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΝ ΗΜΙΝ
ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι
Πρώτη έννοια η εκ της φιλανθρωπίας του Θεού εμπί¬πτουσα εν τω ανθρώπω, η οδηγούσα την ψυχήν εις την ζωήν, περί της εξόδου της φύσεως ταύτης εμπί¬πτει τη καρδία. Τούτω τω λογισμώ ακολουθεί φυσικώς η καταφρόνησις του κόσμου, και εκ τούτου έρχεται εν τω ανθρώπω πασά κίνησις αγαθή, η οδηγούσα αυτόν εις την ζωήν. Και ώσπερ θεμέλιον τίνα τίθησιν εν τω ανθρώπω η θεϊκή δύναμις η ακολουθούσα αυτώ, ότε θελήσει φανερώσαι εν αυτώ την ζωήν. Ταύτην την έννοιαν, ην ειρήκαμεν, εάν μη σβέση αυτήν ο άνθρωπος εν ταίς συμπλοκαίς ταίς βιωτικαίς και τη ματαιολο¬γία, αλλά αύξηση ταύτην την έννοιαν εν ησυχία και διαμένη εν αυτώ θεωρών και σχολάζων εν αύτη, προς την θεωρίαν την βαθείαν την μη δυναμένην εκφρασθήναι υπό τίνος άγει αυτόν. Τούτον τον λογισμόν ο σατανάς πολλά μισεί και εν πάση δυνάμει αυτού πολεμεί εκτίλαι αυτόν εκ του ανθρώπου, και ει δυνατόν ην, εδίδου αυτώ την βασιλείαν όλου του κόσμου, μόνον ίνα τω περισπασμώ απαλείψη εκ της διανοίας του ανθρώπου τον τοιούτον λογισμόν. Και ει εδύνατο, ως είρηται, εποίει τούτο προθύμως. Γινώσκει γαρ ο δόλιος, ότι, εάν ο λογισμός ούτος διαμείνη εν τω ανθρώπω, ουκ έτι η διάνοια αυτού εν τη γη ταύτη της πλάνης ίσταται, και αι μηχαναί αυτού προς αυτόν ουκ εγγίζουσι.
Ουχί περί του πρώτου εκείνου λογισμού του κινούντος εν ημίν την μνήμην του θανάτου εν τη υπομνήσει αυτού λογισόμεθα τούτον, αλλά περί του πληρώματος του πράγματος τούτου, του εντιθεμένου εν τω ανθρώπω την μνήμην αυτού αχωρίστως και εν τη αδολεσχία αυτού εις το θαυμάσαι αυτόν συνιστώντος αυτόν πάντοτε. Εκείνος γαρ ο λογισμός εστί σωματικός, ούτος δε θεωρία εστί πνευματική και χάρις θαυμα¬στή. Και εννοίαις λαμπραίς η θεωρία αύτη ενδεδυμένη εστί, και ο έχων αυτήν, τον κόσμον τούτον πάλιν ουκ εξετάζει και προς το σώμα αυτού ουκ εμμένει.
Αληθώς όντως, ώ αγαπητοί, ει αφήκεν ο Θεός την αληθή ταύτην θεωρίαν προς τους ανθρώπους ολίγον καιρόν, είχεν αν ο κόσμος ούτος διαμείναι αδιάδοχος. Αύτη η θεωρία δε¬σμός εστίν, ούτινος έμπροσθεν η φύσις ου δύναται στήναι, και τω λαμβάνοντι ταύτην την αδολεσχίαν εν τη ψυχή αυτού, χάρις εστίν εκ του Θεού ισχυρότερα πασών εργασιών των ιδικών, ήτις δίδοται τοις εν τη τάξει τη μέση ούσι, τοις εν ευθύτητι καρδίας επιθυμούσι την μετάνοιαν. Και δίδοται ακριβώς οίς γινώσκει ο Θεός, ότι πρέπει αυτούς αναχωρήσαι αληθώς εκ του κόσμου τούτου προς την κρείττονα ζωήν, δια το θέλημα αυτών το αγα¬θόν, όπερ εύρεν εν αυτοίς, αυξάνει δε και διαμένει προς αυτούς εν τη οικήσει τη αναχωρητική και ιδιαζούση.
Ταύτην εν ευχαίς αιτησώμεθα, υπέρ ταύτης αγρυπνίας μα¬κράς ποιήσωμεν, και ως χάριν μη έχουσαν ομοίωσιν, μετά δακρύων παρά του Κυρίου, ίνα παράσχη αυτήν ημίν αιτήσωμεν, και ουκ έτι πάλιν ατονήσωμεν εν τω μόχθω του κόσμου τούτου. Αύτη η αρχή των λογισμών της ζωής, η τελείουσα εν τω ανθρώπω το πλήρωμα της δικαιοσύνης.
ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΞΥΠΝΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΝ ΗΜΙΝ
ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι
Πρώτη έννοια η εκ της φιλανθρωπίας του Θεού εμπί¬πτουσα εν τω ανθρώπω, η οδηγούσα την ψυχήν εις την ζωήν, περί της εξόδου της φύσεως ταύτης εμπί¬πτει τη καρδία. Τούτω τω λογισμώ ακολουθεί φυσικώς η καταφρόνησις του κόσμου, και εκ τούτου έρχεται εν τω ανθρώπω πασά κίνησις αγαθή, η οδηγούσα αυτόν εις την ζωήν. Και ώσπερ θεμέλιον τίνα τίθησιν εν τω ανθρώπω η θεϊκή δύναμις η ακολουθούσα αυτώ, ότε θελήσει φανερώσαι εν αυτώ την ζωήν. Ταύτην την έννοιαν, ην ειρήκαμεν, εάν μη σβέση αυτήν ο άνθρωπος εν ταίς συμπλοκαίς ταίς βιωτικαίς και τη ματαιολο¬γία, αλλά αύξηση ταύτην την έννοιαν εν ησυχία και διαμένη εν αυτώ θεωρών και σχολάζων εν αύτη, προς την θεωρίαν την βαθείαν την μη δυναμένην εκφρασθήναι υπό τίνος άγει αυτόν. Τούτον τον λογισμόν ο σατανάς πολλά μισεί και εν πάση δυνάμει αυτού πολεμεί εκτίλαι αυτόν εκ του ανθρώπου, και ει δυνατόν ην, εδίδου αυτώ την βασιλείαν όλου του κόσμου, μόνον ίνα τω περισπασμώ απαλείψη εκ της διανοίας του ανθρώπου τον τοιούτον λογισμόν. Και ει εδύνατο, ως είρηται, εποίει τούτο προθύμως. Γινώσκει γαρ ο δόλιος, ότι, εάν ο λογισμός ούτος διαμείνη εν τω ανθρώπω, ουκ έτι η διάνοια αυτού εν τη γη ταύτη της πλάνης ίσταται, και αι μηχαναί αυτού προς αυτόν ουκ εγγίζουσι.
Ουχί περί του πρώτου εκείνου λογισμού του κινούντος εν ημίν την μνήμην του θανάτου εν τη υπομνήσει αυτού λογισόμεθα τούτον, αλλά περί του πληρώματος του πράγματος τούτου, του εντιθεμένου εν τω ανθρώπω την μνήμην αυτού αχωρίστως και εν τη αδολεσχία αυτού εις το θαυμάσαι αυτόν συνιστώντος αυτόν πάντοτε. Εκείνος γαρ ο λογισμός εστί σωματικός, ούτος δε θεωρία εστί πνευματική και χάρις θαυμα¬στή. Και εννοίαις λαμπραίς η θεωρία αύτη ενδεδυμένη εστί, και ο έχων αυτήν, τον κόσμον τούτον πάλιν ουκ εξετάζει και προς το σώμα αυτού ουκ εμμένει.
Αληθώς όντως, ώ αγαπητοί, ει αφήκεν ο Θεός την αληθή ταύτην θεωρίαν προς τους ανθρώπους ολίγον καιρόν, είχεν αν ο κόσμος ούτος διαμείναι αδιάδοχος. Αύτη η θεωρία δε¬σμός εστίν, ούτινος έμπροσθεν η φύσις ου δύναται στήναι, και τω λαμβάνοντι ταύτην την αδολεσχίαν εν τη ψυχή αυτού, χάρις εστίν εκ του Θεού ισχυρότερα πασών εργασιών των ιδικών, ήτις δίδοται τοις εν τη τάξει τη μέση ούσι, τοις εν ευθύτητι καρδίας επιθυμούσι την μετάνοιαν. Και δίδοται ακριβώς οίς γινώσκει ο Θεός, ότι πρέπει αυτούς αναχωρήσαι αληθώς εκ του κόσμου τούτου προς την κρείττονα ζωήν, δια το θέλημα αυτών το αγα¬θόν, όπερ εύρεν εν αυτοίς, αυξάνει δε και διαμένει προς αυτούς εν τη οικήσει τη αναχωρητική και ιδιαζούση.
Ταύτην εν ευχαίς αιτησώμεθα, υπέρ ταύτης αγρυπνίας μα¬κράς ποιήσωμεν, και ως χάριν μη έχουσαν ομοίωσιν, μετά δακρύων παρά του Κυρίου, ίνα παράσχη αυτήν ημίν αιτήσωμεν, και ουκ έτι πάλιν ατονήσωμεν εν τω μόχθω του κόσμου τούτου. Αύτη η αρχή των λογισμών της ζωής, η τελείουσα εν τω ανθρώπω το πλήρωμα της δικαιοσύνης.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ Μ': ΠΕΡΙ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι
Εργασία έτερα μετά ταύτην, ότε πορεύεται άνθρωπος καλώς εν πολιτεία αγαθή και φθάσει ανελθείν τον βαθμόν της μετανοίας και εγγίσει γεύσασθαι της θεω¬ρίας και της εργασίας αυτής. Όταν καταλάβη αυτόν χάρις άνωθεν γεύσασθαι της ηδύτητος της γνώσεως του Πνεύματος. Ή αρχή αυτού εστίν εντεύθεν.
Προηγουμένως περί τη προνοίας του Θεού της επί τω ανθρώπω βεβαιούται και εν τη αγάπη αυτού τη προς τον κτίστην φωτίζεται και τη συστάσει των λογικών και τη επιμελεία αυτού τη πολλή περί αυτών ομού θαυμάζει. Εντεύθεν άρχεται εν αυτώ η ηδύτης του Θεού και η πύρωσις της αγάπης αυτού της εν τη καρδία καιομένης, της καιούσης τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Και ταύτης της δυνάμεως αισθάνεται τις, ότε εν πάσαις φύσεσι της κτίσεως και εν παντί πράγματι συναντώντι αυτώ αδολεσχήσει συνετώς και εξετάσει και διακρίνει εν αυτοίς πνευματικώς.
Όθεν δια πολλής και θείας τοιαύτης επιμελείας και αγαθής συνειδήσεως, τότε άρχεται ο άνθρωπος κινείσθαι εις θείον έρωτα και άπαξ μεθύσκεται εν αυτή ως εν οίνω, και δια¬λύονται αυτού τα μέλη, και διαμένει η διάνοια αυτού εκπληττομένη, και αιχμαλωτίζεται η καρδία αυτού οπίσω του Θεού. Και γίνεται ούτω, καθώς είπον, ώσπερ τις μεθυσκόμενος από οί¬νου. Και όσον ενδυναμούνται αι αισθήσεις αι εσωτικαί, τοσού¬τον ενδυναμούται και αύτη η θεωρία. Και όσον αγωνίζεται πολιτεύεσθαι καλώς και φυλάξαι και εργάζεσθαι εν τη αναγνώσει και εν ταίς ευχαίς, τοσούτον στερεούται και βεβαιούται εν αυτώ η δύναμις αυτής. Όντως αληθώς, ω αδελφοί, τούτο έρχεται εν καιρώ του μνημονεύσαι εαυτού, ου γινώσκει ότι φορεί το σώμα τούτο και ότι εστίν εν τω κόσμω τούτφ.
Αύτη η αρχή της θεωρίας της πνευματικής εν τω ανθρώπω και αύτη η αρχή πασών των αποκαλύψεων της διανοίας, και εν αυτή η διάνοια αυξάνεται εν τοις κρυπτοίς και ενδυναμούται, και εν αυτή εκβιβάζεται προς τάς άλλας τάς υπερβαίνουσας την φύσιν την ανθρωπίνην. Και συντόμως λέγω, ότι εν τη χειρί αυτής μετανίστανται προς τον άνθρωπον πάσαι αί θείαι θεωρίαι και αποκαλύψεις του Πνεύματος, ας δέχονται οι άγιοι εν τω κόσμω τούτω, και άπερ η φύσις γνώναι δύναται εν τη ζωή ταυτή χαρίσματα και αποκαλύψεις.
Αύτη η ρίζα της αίσθήσεως ημών, η παρά του δημιουργού ημών εν ημίν τιθεμένη. Μακάριος άνθρωπος, ος έφύλαξε τούτον τον σπόρον τον αγαθόν όταν πέση εν τη ψυχή αυτόυ, και ηύξησεν αυτόν και ουκ έσκορπισεν αυτόν εξ εαυτού εν τοις ματαίοις και εν τω μετεωρισμώ των παρερχομένων.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας Αμήν.
Εργασία έτερα μετά ταύτην, ότε πορεύεται άνθρωπος καλώς εν πολιτεία αγαθή και φθάσει ανελθείν τον βαθμόν της μετανοίας και εγγίσει γεύσασθαι της θεω¬ρίας και της εργασίας αυτής. Όταν καταλάβη αυτόν χάρις άνωθεν γεύσασθαι της ηδύτητος της γνώσεως του Πνεύματος. Ή αρχή αυτού εστίν εντεύθεν.
Προηγουμένως περί τη προνοίας του Θεού της επί τω ανθρώπω βεβαιούται και εν τη αγάπη αυτού τη προς τον κτίστην φωτίζεται και τη συστάσει των λογικών και τη επιμελεία αυτού τη πολλή περί αυτών ομού θαυμάζει. Εντεύθεν άρχεται εν αυτώ η ηδύτης του Θεού και η πύρωσις της αγάπης αυτού της εν τη καρδία καιομένης, της καιούσης τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Και ταύτης της δυνάμεως αισθάνεται τις, ότε εν πάσαις φύσεσι της κτίσεως και εν παντί πράγματι συναντώντι αυτώ αδολεσχήσει συνετώς και εξετάσει και διακρίνει εν αυτοίς πνευματικώς.
Όθεν δια πολλής και θείας τοιαύτης επιμελείας και αγαθής συνειδήσεως, τότε άρχεται ο άνθρωπος κινείσθαι εις θείον έρωτα και άπαξ μεθύσκεται εν αυτή ως εν οίνω, και δια¬λύονται αυτού τα μέλη, και διαμένει η διάνοια αυτού εκπληττομένη, και αιχμαλωτίζεται η καρδία αυτού οπίσω του Θεού. Και γίνεται ούτω, καθώς είπον, ώσπερ τις μεθυσκόμενος από οί¬νου. Και όσον ενδυναμούνται αι αισθήσεις αι εσωτικαί, τοσού¬τον ενδυναμούται και αύτη η θεωρία. Και όσον αγωνίζεται πολιτεύεσθαι καλώς και φυλάξαι και εργάζεσθαι εν τη αναγνώσει και εν ταίς ευχαίς, τοσούτον στερεούται και βεβαιούται εν αυτώ η δύναμις αυτής. Όντως αληθώς, ω αδελφοί, τούτο έρχεται εν καιρώ του μνημονεύσαι εαυτού, ου γινώσκει ότι φορεί το σώμα τούτο και ότι εστίν εν τω κόσμω τούτφ.
Αύτη η αρχή της θεωρίας της πνευματικής εν τω ανθρώπω και αύτη η αρχή πασών των αποκαλύψεων της διανοίας, και εν αυτή η διάνοια αυξάνεται εν τοις κρυπτοίς και ενδυναμούται, και εν αυτή εκβιβάζεται προς τάς άλλας τάς υπερβαίνουσας την φύσιν την ανθρωπίνην. Και συντόμως λέγω, ότι εν τη χειρί αυτής μετανίστανται προς τον άνθρωπον πάσαι αί θείαι θεωρίαι και αποκαλύψεις του Πνεύματος, ας δέχονται οι άγιοι εν τω κόσμω τούτω, και άπερ η φύσις γνώναι δύναται εν τη ζωή ταυτή χαρίσματα και αποκαλύψεις.
Αύτη η ρίζα της αίσθήσεως ημών, η παρά του δημιουργού ημών εν ημίν τιθεμένη. Μακάριος άνθρωπος, ος έφύλαξε τούτον τον σπόρον τον αγαθόν όταν πέση εν τη ψυχή αυτόυ, και ηύξησεν αυτόν και ουκ έσκορπισεν αυτόν εξ εαυτού εν τοις ματαίοις και εν τω μετεωρισμώ των παρερχομένων.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΑ': ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΕΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΝΟΣ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΟΣ ΓΙΝΟΜΕΝΩΝ
Έστιν αμαρτία από ασθενείας γινομένη, εις ην ακουσίως ο άνθρωπος ανθέλκεται, και έστιν αμαρτία εκουσίως γινομένη και από αγνοίας, συμβαίνει δε πάλιν από της διαμονής και της εν τω κακω έξεως. Ούτοι δε πάντες οι τρόποι και τα είδη των αμαρτιών, ει και πάντες άξιοι μομφής εισίν, άλλ' ούν ευρίσκεται κατά σύγκρισιν την προς εκδίκησιν εις μείζων του έτερου.
Και τινος μεν η μέμψις μεγίστη και μετά κόπου προσδέχεται τούτου η μετάνοια, τινός δε εγγύτερα εστίν η αμαρτία της συγχωρήσεως. Και ώσπερ ο Αδάμ και η Εύα και ο όφις, πάντες μεν έδέξαντο παρά Θεού της αμαρτίας την αμοιβήν, διαφορά δε πολλή την κατάραν εκληρώσαντο, ούτω και εν τοις υιοίς αυτών, εκάστω κατά την πρόθεσιν αυτού και τον πόθον τον εις την αμαρτίαν, ούτω και το σφοδρόν της κολάσεως. Εάν δε τις μη βουλόμενος μεν ακολουθήσαι τη αμαρτία, υπό δε της αμελείας της εις την αρετήν ανθέλκεται προς εκείνην, εκ του μη σχολάσαι ταύτη, ει και βαρύ εστίν αύτω συνείναι τη αμαρτία, άλλ' ούν η κόλασις αυτού επιβαρής. Εάν δε συμβή τινι επιμελουμένω της αρετής πειρασθήναι εν τινι πλημμελήματα όμως το έλεος εγγύς εστί του καθαρισμού αυτού αδιστάκτως.
Άλλη εστίν η αμαρτία η γινομένη, όταν ευρέθη ο άνθρωπος επιμελούμενος της αρετής και εμμένων τη εργασία και νυκτός μεν ου καθεύδει, φροντίζων μηδέν ζημιωθήναι, ων επιμελείται, ημέρας δε, περιερχόμενος και βαστάζων το βάρος, και πάσα η φροντίς αυτού εν τη αρετή. Και εν όσω εστίν εν τούτοις και τοις τοιούτοις, ή δια τίνα άγνοιαν ή από των πραγμάτων των εναντιουμένων εν τη οδώ αυτού, ήτοι της αρετής και των κυμάτων των υψουμένων εν παντί καιρώ εν τοις μέλεσιν αυτού ή δια την έκκλισιν την ενδεχομένην είναι εν αυτώ εις το δοκιμάζεσθαι αυτού το αυτεξούσιον, κλίνει η πλάστιγξ του ζυγού αυτού μικρόν εις τα αριστερά, και ανθέλκεται υπό της ασθενείας του σώματος εις έν είδος της αμαρτίας, εν οίς λυπείται και αδημονεί και στενάζει μετά πόνου κατά της ψυχής αυτού, δια την ταλαιπωρίαν την επισυμβάσαν αυτώ υπό των εναντίων.
Ετέρα δε, όταν ευρέθη ό ανθρωπος χαύνος και αμελής εις την εργασίαν της αρετής και παντελώς την οδόν εγκαταλίπων και δραμών δουλικώς εις την υπακοήν πάσης ηδονής των αμαρτημάτων και ζήλον ένδεικνύμενος, μηχανάς ευρήσαι εις ολοκληρίαν αυτής, και ων έτοιμος, ώσπερ τις δούλος, εις το επιμελώς ποιήσαι το θέλημα του εχθρού αυτού και ετοιμάσαι τα μέλη αυτού όπλα τω διαβόλω εν πάση υπακοή αυτού, και μηδαμώς βουλόμενος προσέχειν τη μετανοία μήτε προσεγγίσαι τη αρετή μήτε ποιήσαι εκκοπήν και τέλος της ολέθριας οδού αυτού.
Καί άλλη μεν εστίν η εξ ολισθήσεων και εκπτώσεων των ενδεχομένων γενέσθαι εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης, κατά τα των Πατέρων λόγια τα φάσκοντα, ότι ευρίσκονται εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης εκπτώσεις και εναντιώσεις και αναγκασμοί, και τα αυτοίς όμοια.
Ετέρα δε εστίν η πτώσις της ψυχής και η ολόκληρος απώλεια και η τελεία εγκατάλειψις.
Και φανερός εστί τις εκ τούτων, όταν πέση, μη επιλάθηται της αγάπης του οικείου πατρός, άλλ', εάν συμβή αυτώ ποικίλοις εμπεσείν παραπτώμασιν, έσται μη αμελών του αγαθού και του δρόμου αυτού στάσιν μη ποιών, αλλά και νικώμενος, πάλιν ανίσταται προς αγώνα τον κατά των εναντίων αυτού και της καταλυθείσης οικοδομής καθ' έκάστην ημέραν αρχήν θεμελίων εμβάλλει, το προφητικόν λόγιον κατά στόμα έχων, μέχρι της εξόδου αυτού από τούδε του κόσμου «μη επιχαρής μοι ο υπεναντίος μου, ότι πέπτωκα. Πάλιν γαρ εγώ αναστήσομαι. Και εάν εν τω σκότει καθήσω, ό Κύριος επιλάμψει μοι».
Καί μηδαμού του πολέμου παύσηται μέχρι του θανάτου και ου μη προδώ τη ήττη της ψυχής αυτού εν όσω εστίν αυτώ πνοή και εν αυτή τη ήττη αυτός. Αλλά και εάν καθ ημέραν κλασθή αυτού το σκάφος και ναυαγήση τα αγώγιμα αυτού, ού μη παύσηται περιποιούμενος και φροντίζων, άμα δε και δανειζόμενος και εις έτερα πλοία αναβαίνων και επ' ελπίδι πλέων, έως αν ό Κύριος κατιδών αυτού τον αγώνα και σπλαγχνισθείς επί τη συντριβή αυτού, καταπέμψη έπ' αυτόν το έλεος αυτού και δω αυτώ κινήσεις ίσχυράς, εις το υπομείναι και απαντήσαι τοις καυστικοίς βέλεσι του εχθρού. Και αύτη εστίν η δεδομένη σοφία παρά Θεού. Και ούτος εστίν ο σοφός άρρωστος, ο μη εκκόψας την ελπίδα αυτού.
Κρείσσον κατακριθήναι ημάς εν ενίοις των πραγμάτων και μη επί τη καταλείψει των πάντων. Και δια τούτο ό αββάς Μαρτινιανός παρεγγυά, μη ραθυμήσαι προς το πλήθος των αγώνων και προς το ποικίλον του πολέμου και συνεχές το εν τη οδώ της δικαιοσύνης, και μη στραφήναι εις τα οπίσω και παραδούναι τω εχθρώ την καθ ημών νίκην εν ενί των αισχρών τρόπων. Ώσπερ γαρ τις φιλότεκνος πατήρ ευτάκτως και στοιχηδόν διορίζων, ταύτα λέγει.
Παραίνεσις του οσίου Μαρτινιανού.
Τέκνα, ει έστε εν αληθεία, αγωνισταί προσέχοντες τη αρετή και εστίν υμίν επιμέλεια ψυχική, παραστήσαι θελήσατε τον νουν υμών τω Χριστώ καθαρόν και εργάζεσθε πράξιν την ούσαν αυτώ ευάρεστον. Δέον γαρ υμάς πάντως αναδέξασθαι υπέρ τούτου πάντα πόλεμον εγειρόμενον υπό των παθών της φύσεως και της ανθολκής του κόσμου τούτου και της διαμονής, της τε συνεχείας των κακιών των δαιμόνων, εν οίς ειώθασι προσαπανταν υμίν και πάσης τούτων ενέδρας. Και μη φοβηθήτε δια το συνεχές και επίμονον της σφοδρότητος του πολέμου και μη διστάσητε δια το διαρκές του αγωνίσματος και μη οκλάσητε, μήτε τρομάξητε από των στρατευμάτων των εχθρών, και μη εμπέσητε εις βόθυνον ανελπιστίας, ει συμβή υμίν ίσως ολισθήναι προς καιρόν και αμαρτήσαι. Άλλ' αν τι πάθητε εν τούτω τω μεγίστω πολέμφ και κατά πρόσωπον αν λάβητε και τραυματισθήτε, μηδαμώς εμπόδιση υμάς τούτο του αγαθού σκοπού υμών, μάλλον δε εν τη ηρετισμένη υμίν εργασία διαμεινατε και κτήσασθε τούτο το επιθυμητόν και επαινετόν, το φανήναι, λέγω δη, εν τω πολεμώ εδραίοι και αμετακίνητοι και τω αίματι των τραυματισμών υμών πεφοινιγμένοι, και μη παύσησθε παντελώς από της μετά των αντιδίκων υμών παλαίστρας». Αύται εισίν αι παραινέσεις του μεγάλου γέροντος.
Ώστε ου χρή υμάς χαυνούσθαι ή ραθυμήσαι, δι' ους τρόπους έφημεν. Ουαί δε τω μοναχώ εκείνω ψευδομένω εν τη υποσχέσει αυτού και προτείνοντι χείρα τω διαβάλω εν τω καταπατείν την συνείδησιν αυτού, του επαρθήναι αυτόν κατ' αυτού εν τινι μικρώ ή μεγάλω των της αμαρτίας τρόπων και μη δυναμένω πάλιν στήναι κατ' ενώπιον των εχθρών αυτού εν τω διερρωγότι μέρει της ψυχής αυτού. Εν ποίω άρα προσώπω μέλλει υπαντήσαι τω κριτή, ηνίκα οι εταίροι αυτού καθηγνισμένοι προσυπαντήσουσιν αλλήλοις, εκείνοι, αφ' ων την όδον αυτού αφώρισε και την τρίβον της απωλείας εβάδισε και της παρρησίας εκπέπτωκεν, ήτις εστί τοις οσίοις προς τον Θεόν, και της προσευχής της ανιούσης από της καθαράς καρδίας και υψούμενης και διαπερώσης τάς αγγελικάς δυνάμεις και μη κωλυόμενης, έως αν τεύξηται της αιτήσεως αυτής και υποστρέψη μετά χαράς προς το εκπέμψαν αυτήν στόμα; Και το δη φοβερώτερον πάντων, ότι, ώσπερ αυτός ενταύθα την οδόν αυτού άπ' αυτών αφώρισεν, ούτως αφορίσει αυτόν άπ' αυτών ο Χριστός εν τη ημέρα εκείνη, ηνίκα βαστάζει η φωτεινή νεφέλη επί νώτα αυτής τα διαστίλβοντα σώματα από της καθαρότητος και εισάξει εις τάς ουράνιους πύλας. Διά γαρ τούτο «ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει», διότι
Έστιν αμαρτία από ασθενείας γινομένη, εις ην ακουσίως ο άνθρωπος ανθέλκεται, και έστιν αμαρτία εκουσίως γινομένη και από αγνοίας, συμβαίνει δε πάλιν από της διαμονής και της εν τω κακω έξεως. Ούτοι δε πάντες οι τρόποι και τα είδη των αμαρτιών, ει και πάντες άξιοι μομφής εισίν, άλλ' ούν ευρίσκεται κατά σύγκρισιν την προς εκδίκησιν εις μείζων του έτερου.
Και τινος μεν η μέμψις μεγίστη και μετά κόπου προσδέχεται τούτου η μετάνοια, τινός δε εγγύτερα εστίν η αμαρτία της συγχωρήσεως. Και ώσπερ ο Αδάμ και η Εύα και ο όφις, πάντες μεν έδέξαντο παρά Θεού της αμαρτίας την αμοιβήν, διαφορά δε πολλή την κατάραν εκληρώσαντο, ούτω και εν τοις υιοίς αυτών, εκάστω κατά την πρόθεσιν αυτού και τον πόθον τον εις την αμαρτίαν, ούτω και το σφοδρόν της κολάσεως. Εάν δε τις μη βουλόμενος μεν ακολουθήσαι τη αμαρτία, υπό δε της αμελείας της εις την αρετήν ανθέλκεται προς εκείνην, εκ του μη σχολάσαι ταύτη, ει και βαρύ εστίν αύτω συνείναι τη αμαρτία, άλλ' ούν η κόλασις αυτού επιβαρής. Εάν δε συμβή τινι επιμελουμένω της αρετής πειρασθήναι εν τινι πλημμελήματα όμως το έλεος εγγύς εστί του καθαρισμού αυτού αδιστάκτως.
Άλλη εστίν η αμαρτία η γινομένη, όταν ευρέθη ο άνθρωπος επιμελούμενος της αρετής και εμμένων τη εργασία και νυκτός μεν ου καθεύδει, φροντίζων μηδέν ζημιωθήναι, ων επιμελείται, ημέρας δε, περιερχόμενος και βαστάζων το βάρος, και πάσα η φροντίς αυτού εν τη αρετή. Και εν όσω εστίν εν τούτοις και τοις τοιούτοις, ή δια τίνα άγνοιαν ή από των πραγμάτων των εναντιουμένων εν τη οδώ αυτού, ήτοι της αρετής και των κυμάτων των υψουμένων εν παντί καιρώ εν τοις μέλεσιν αυτού ή δια την έκκλισιν την ενδεχομένην είναι εν αυτώ εις το δοκιμάζεσθαι αυτού το αυτεξούσιον, κλίνει η πλάστιγξ του ζυγού αυτού μικρόν εις τα αριστερά, και ανθέλκεται υπό της ασθενείας του σώματος εις έν είδος της αμαρτίας, εν οίς λυπείται και αδημονεί και στενάζει μετά πόνου κατά της ψυχής αυτού, δια την ταλαιπωρίαν την επισυμβάσαν αυτώ υπό των εναντίων.
Ετέρα δε, όταν ευρέθη ό ανθρωπος χαύνος και αμελής εις την εργασίαν της αρετής και παντελώς την οδόν εγκαταλίπων και δραμών δουλικώς εις την υπακοήν πάσης ηδονής των αμαρτημάτων και ζήλον ένδεικνύμενος, μηχανάς ευρήσαι εις ολοκληρίαν αυτής, και ων έτοιμος, ώσπερ τις δούλος, εις το επιμελώς ποιήσαι το θέλημα του εχθρού αυτού και ετοιμάσαι τα μέλη αυτού όπλα τω διαβόλω εν πάση υπακοή αυτού, και μηδαμώς βουλόμενος προσέχειν τη μετανοία μήτε προσεγγίσαι τη αρετή μήτε ποιήσαι εκκοπήν και τέλος της ολέθριας οδού αυτού.
Καί άλλη μεν εστίν η εξ ολισθήσεων και εκπτώσεων των ενδεχομένων γενέσθαι εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης, κατά τα των Πατέρων λόγια τα φάσκοντα, ότι ευρίσκονται εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης εκπτώσεις και εναντιώσεις και αναγκασμοί, και τα αυτοίς όμοια.
Ετέρα δε εστίν η πτώσις της ψυχής και η ολόκληρος απώλεια και η τελεία εγκατάλειψις.
Και φανερός εστί τις εκ τούτων, όταν πέση, μη επιλάθηται της αγάπης του οικείου πατρός, άλλ', εάν συμβή αυτώ ποικίλοις εμπεσείν παραπτώμασιν, έσται μη αμελών του αγαθού και του δρόμου αυτού στάσιν μη ποιών, αλλά και νικώμενος, πάλιν ανίσταται προς αγώνα τον κατά των εναντίων αυτού και της καταλυθείσης οικοδομής καθ' έκάστην ημέραν αρχήν θεμελίων εμβάλλει, το προφητικόν λόγιον κατά στόμα έχων, μέχρι της εξόδου αυτού από τούδε του κόσμου «μη επιχαρής μοι ο υπεναντίος μου, ότι πέπτωκα. Πάλιν γαρ εγώ αναστήσομαι. Και εάν εν τω σκότει καθήσω, ό Κύριος επιλάμψει μοι».
Καί μηδαμού του πολέμου παύσηται μέχρι του θανάτου και ου μη προδώ τη ήττη της ψυχής αυτού εν όσω εστίν αυτώ πνοή και εν αυτή τη ήττη αυτός. Αλλά και εάν καθ ημέραν κλασθή αυτού το σκάφος και ναυαγήση τα αγώγιμα αυτού, ού μη παύσηται περιποιούμενος και φροντίζων, άμα δε και δανειζόμενος και εις έτερα πλοία αναβαίνων και επ' ελπίδι πλέων, έως αν ό Κύριος κατιδών αυτού τον αγώνα και σπλαγχνισθείς επί τη συντριβή αυτού, καταπέμψη έπ' αυτόν το έλεος αυτού και δω αυτώ κινήσεις ίσχυράς, εις το υπομείναι και απαντήσαι τοις καυστικοίς βέλεσι του εχθρού. Και αύτη εστίν η δεδομένη σοφία παρά Θεού. Και ούτος εστίν ο σοφός άρρωστος, ο μη εκκόψας την ελπίδα αυτού.
Κρείσσον κατακριθήναι ημάς εν ενίοις των πραγμάτων και μη επί τη καταλείψει των πάντων. Και δια τούτο ό αββάς Μαρτινιανός παρεγγυά, μη ραθυμήσαι προς το πλήθος των αγώνων και προς το ποικίλον του πολέμου και συνεχές το εν τη οδώ της δικαιοσύνης, και μη στραφήναι εις τα οπίσω και παραδούναι τω εχθρώ την καθ ημών νίκην εν ενί των αισχρών τρόπων. Ώσπερ γαρ τις φιλότεκνος πατήρ ευτάκτως και στοιχηδόν διορίζων, ταύτα λέγει.
Παραίνεσις του οσίου Μαρτινιανού.
Τέκνα, ει έστε εν αληθεία, αγωνισταί προσέχοντες τη αρετή και εστίν υμίν επιμέλεια ψυχική, παραστήσαι θελήσατε τον νουν υμών τω Χριστώ καθαρόν και εργάζεσθε πράξιν την ούσαν αυτώ ευάρεστον. Δέον γαρ υμάς πάντως αναδέξασθαι υπέρ τούτου πάντα πόλεμον εγειρόμενον υπό των παθών της φύσεως και της ανθολκής του κόσμου τούτου και της διαμονής, της τε συνεχείας των κακιών των δαιμόνων, εν οίς ειώθασι προσαπανταν υμίν και πάσης τούτων ενέδρας. Και μη φοβηθήτε δια το συνεχές και επίμονον της σφοδρότητος του πολέμου και μη διστάσητε δια το διαρκές του αγωνίσματος και μη οκλάσητε, μήτε τρομάξητε από των στρατευμάτων των εχθρών, και μη εμπέσητε εις βόθυνον ανελπιστίας, ει συμβή υμίν ίσως ολισθήναι προς καιρόν και αμαρτήσαι. Άλλ' αν τι πάθητε εν τούτω τω μεγίστω πολέμφ και κατά πρόσωπον αν λάβητε και τραυματισθήτε, μηδαμώς εμπόδιση υμάς τούτο του αγαθού σκοπού υμών, μάλλον δε εν τη ηρετισμένη υμίν εργασία διαμεινατε και κτήσασθε τούτο το επιθυμητόν και επαινετόν, το φανήναι, λέγω δη, εν τω πολεμώ εδραίοι και αμετακίνητοι και τω αίματι των τραυματισμών υμών πεφοινιγμένοι, και μη παύσησθε παντελώς από της μετά των αντιδίκων υμών παλαίστρας». Αύται εισίν αι παραινέσεις του μεγάλου γέροντος.
Ώστε ου χρή υμάς χαυνούσθαι ή ραθυμήσαι, δι' ους τρόπους έφημεν. Ουαί δε τω μοναχώ εκείνω ψευδομένω εν τη υποσχέσει αυτού και προτείνοντι χείρα τω διαβάλω εν τω καταπατείν την συνείδησιν αυτού, του επαρθήναι αυτόν κατ' αυτού εν τινι μικρώ ή μεγάλω των της αμαρτίας τρόπων και μη δυναμένω πάλιν στήναι κατ' ενώπιον των εχθρών αυτού εν τω διερρωγότι μέρει της ψυχής αυτού. Εν ποίω άρα προσώπω μέλλει υπαντήσαι τω κριτή, ηνίκα οι εταίροι αυτού καθηγνισμένοι προσυπαντήσουσιν αλλήλοις, εκείνοι, αφ' ων την όδον αυτού αφώρισε και την τρίβον της απωλείας εβάδισε και της παρρησίας εκπέπτωκεν, ήτις εστί τοις οσίοις προς τον Θεόν, και της προσευχής της ανιούσης από της καθαράς καρδίας και υψούμενης και διαπερώσης τάς αγγελικάς δυνάμεις και μη κωλυόμενης, έως αν τεύξηται της αιτήσεως αυτής και υποστρέψη μετά χαράς προς το εκπέμψαν αυτήν στόμα; Και το δη φοβερώτερον πάντων, ότι, ώσπερ αυτός ενταύθα την οδόν αυτού άπ' αυτών αφώρισεν, ούτως αφορίσει αυτόν άπ' αυτών ο Χριστός εν τη ημέρα εκείνη, ηνίκα βαστάζει η φωτεινή νεφέλη επί νώτα αυτής τα διαστίλβοντα σώματα από της καθαρότητος και εισάξει εις τάς ουράνιους πύλας. Διά γαρ τούτο «ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει», διότι
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΒ': ΠΕΡΙ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΚΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
ΥΠΟ ΤΙΝΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑΝΤΑΙ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΙΝΩΝ ΠΑΥΟΝΤΑΙ
Εως αν μη εκ καρδίας αληθώς μισήση τις την αιτίαν της αμαρτίας, εκ της ηδονής της ενεργείας αυτής ουκ ελευθερούται. Ούτος εστίν ο αγών ο σφοδρότατος, όστις αντικαθίσταται τω ανθρώπω μέχρις αίματος, εν ώ δοκιμάζεται αυτού το αύτεξούσιον εν τη ενάδι της αγάπης αυτού των αρετών.
Αύτη εστίν η δύναμις, ήντινα καλούσιν ερεθισμόν και παράταξιν, αφ' ων τίνων της οσμής εξασθενεί η ψνχή η ταλαίπωρος χάριν της απαραιτήτου παρατάξεως της ούσης εν αυτή. Αύτη εστίν η δύναμις του μεγέθους της αμαρτίας, εν ή τάς ψυχάς των σωφρόνων ο εχθρός συμφύρειν είωθε και τάς καθαράς κινήσεις αναγκάζει πείραν λαβείν, ων όλως ουδέποτε ειλήφασι
Ενταύθα δεικνύομεν την υπομονήν ημών, ώ αγαπητοί αδελφοί, και τον αγώνα και την σπουδήν ούτος γαρ εστΙ ο καιρός της αθλήσεως, δι' ης λέγεται, ότι η τάξις των μοναχών νικά. Τη προσαπαντήσει τούτου του πολέμου ταχέως συμφύρεται ο ευσεβής νους, εάν μη μεγάλως παρατάξηται.
Ευχή
Δυνατός ει, Κύριε, η πηγή της πάσης βοηθείας, υποστηρίξαι εν τοις τοιούτοις καιροίς, οίτινες εισί μαρτυρίας καιροί, τας νυμφευσαμένας σοι εαυτάς μετά χαράς ψυχάς τω ουρανίω νυμφίω και δεδωκυίας τας συνθήκας της αγιότητος εν συνέσει μετά ειλικρίνειας κινήσεων, και ου μετά πανουργίας. Διό δώρησαι αυταίς δύναμιν μετά παρρησίας καθελείν ωχυρωμένα τείχη, και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της αληθείας, ίνα μη του ίδιου σκοπού αστοχήσωσι βία ανυποίστω και ανυπομονήτω εν τω καιρώ, εν ώ περί αίματος ανταγώνισμα γίνεται.
Ου πάντοτε δε γίνεται αγώνισμα σωφροσύνης εν τούτω τω σφοδρω πολεμώ.Γίνεται γαρ εγκατάλειψις και προς δοκιμασίαν. Ουαί δε τω δοκιμαζομένω εν τούτω τω διακριτικώ πολέμω. Διότι μεγίστην ισχύν κέκτηται ούτος ο πόλεμος εκ της συνήθειας, ης έλαβεν εξ εκείνων των παραδεδωκότων εαυτούς τη ήττη, εν συγκαταθέσει των ιδίων λογισμών.
Παραφυλάττεσθε, ώ αγαπητοί, από της αργίας, διότι εγκέκρυπται εν αυτή εγνωσμένος θάνατος καθότι χωρίς αυτής ταίς χερσι των αιχμαλωτίσαι τον μοναχόν σπευδόντων εμπίπτειν ουκ εστίν. Ου περί ψαλμών εν τη ημέρα εκείνη κατακρινεί ημάς ο Θεός, ουδέ περί της εκ της προσευχής αργίας, άλλ' ότι τη καταλείψει τούτων είσοδος γίνεται τοις δαίμοσιν.
Ηνίκα δ' αν εύρωσι χώραν και εισέλθωσι και συγκλεισωσι τας θύρας των οφθαλμών ημών, τότε πληρώσουσιν εις ημάς τυραννικώς και ακαθάρτως άτινα υπό την θείαν απόφασιν συνέχουσι τους εργάτας αυτών μετά εκδικήσεως σφοδρότατης. Και γινόμεθα υποχείριοι, χάριν της εγκαταλείψεως των μικρών τούτων, άτινα δια τον Χριστόν φροντίδος αξιούνται, ως γέγραπται παρά των σοφωτάτων.
Ο μη υποτάσσων τω Θεώ το εαυτού θέλημα, υποταγήσεται τω αντιδίκω αυτού. Ώστε ταύτα τα μικρά σοι φαινόμενα, ως τείχη σοι λογισθήσονται κατέναντι των αιχμαλωτιζόντων ημάς, ώντινων η τελείωσις ενδόθεν του κελλίου υπό των κρατούντων την τάξιν της Εκκλησίας σοφών τέθειται, προς φυλακήν της ημετέρας ζωής εν Πνεύματι αποκαλύψεως, ων η κατάλειψις υπό των ασόφων μικρά λογίζεται. Την δε υπ' αυτών ζημίαν μη λογιζομένων τούτων, η τε αρχή της οδού και η μεσότης, ελευθερία απαίδευτος, ήτις εστί μήτηρ των παθών.
Κρείσσον γαρ αγωνίσασθαι μη εγκαταλείψαι τα μικρά, ή τόπον δούναι τη αμαρτία εν τω πλατυσμώ αυτών. Ταύτης γαρ της ακαίρου ελευθερίας, δουλεία το τέλος απότομος.
Εν όσω τας αισθήσεις ζώσας έχεις προς απάντησιν των συμβεβηκότων, νεκρόν σαυτόν υπολάμβανε. Διότι ου μη τοι λείψη έκκαυσις αμαρτίας εν πάσι τοις μέλεσί σου και ου μη δυνήση κτήσασθαι σεαυτώ σωτηρίαν. Εάν τις των μοναχών είπη εν τη καρδία αυτού, ότι παραφυλάττεται εκ τούτων, ούτος ου θέλει μαθείν πότε ραπίζεται.
Όστις απατήσει τον εαυτού εταίρον, της κατάρας ηξίωται του νόμου, ό δε εαυτόν εξαπατήσας, ποίας τεύξεται εκδικήσεως; Διότι, επισταμένος την κακίαν του πονηρού έργου, άγνοιαν προσποιείται. Ότι δε επίσταται, δείκνυσιν ο έλεγχος του συνειδότος. Και τούτο δύσκολον αυτώ φαίνεται, διότι επίσταται ο αγνοείν προσποιείται.
Τώ δε Θεώ ημών είη δόξα εις τούς αιώνας. Αμήν.
ΥΠΟ ΤΙΝΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑΝΤΑΙ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΙΝΩΝ ΠΑΥΟΝΤΑΙ
Εως αν μη εκ καρδίας αληθώς μισήση τις την αιτίαν της αμαρτίας, εκ της ηδονής της ενεργείας αυτής ουκ ελευθερούται. Ούτος εστίν ο αγών ο σφοδρότατος, όστις αντικαθίσταται τω ανθρώπω μέχρις αίματος, εν ώ δοκιμάζεται αυτού το αύτεξούσιον εν τη ενάδι της αγάπης αυτού των αρετών.
Αύτη εστίν η δύναμις, ήντινα καλούσιν ερεθισμόν και παράταξιν, αφ' ων τίνων της οσμής εξασθενεί η ψνχή η ταλαίπωρος χάριν της απαραιτήτου παρατάξεως της ούσης εν αυτή. Αύτη εστίν η δύναμις του μεγέθους της αμαρτίας, εν ή τάς ψυχάς των σωφρόνων ο εχθρός συμφύρειν είωθε και τάς καθαράς κινήσεις αναγκάζει πείραν λαβείν, ων όλως ουδέποτε ειλήφασι
Ενταύθα δεικνύομεν την υπομονήν ημών, ώ αγαπητοί αδελφοί, και τον αγώνα και την σπουδήν ούτος γαρ εστΙ ο καιρός της αθλήσεως, δι' ης λέγεται, ότι η τάξις των μοναχών νικά. Τη προσαπαντήσει τούτου του πολέμου ταχέως συμφύρεται ο ευσεβής νους, εάν μη μεγάλως παρατάξηται.
Ευχή
Δυνατός ει, Κύριε, η πηγή της πάσης βοηθείας, υποστηρίξαι εν τοις τοιούτοις καιροίς, οίτινες εισί μαρτυρίας καιροί, τας νυμφευσαμένας σοι εαυτάς μετά χαράς ψυχάς τω ουρανίω νυμφίω και δεδωκυίας τας συνθήκας της αγιότητος εν συνέσει μετά ειλικρίνειας κινήσεων, και ου μετά πανουργίας. Διό δώρησαι αυταίς δύναμιν μετά παρρησίας καθελείν ωχυρωμένα τείχη, και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της αληθείας, ίνα μη του ίδιου σκοπού αστοχήσωσι βία ανυποίστω και ανυπομονήτω εν τω καιρώ, εν ώ περί αίματος ανταγώνισμα γίνεται.
Ου πάντοτε δε γίνεται αγώνισμα σωφροσύνης εν τούτω τω σφοδρω πολεμώ.Γίνεται γαρ εγκατάλειψις και προς δοκιμασίαν. Ουαί δε τω δοκιμαζομένω εν τούτω τω διακριτικώ πολέμω. Διότι μεγίστην ισχύν κέκτηται ούτος ο πόλεμος εκ της συνήθειας, ης έλαβεν εξ εκείνων των παραδεδωκότων εαυτούς τη ήττη, εν συγκαταθέσει των ιδίων λογισμών.
Παραφυλάττεσθε, ώ αγαπητοί, από της αργίας, διότι εγκέκρυπται εν αυτή εγνωσμένος θάνατος καθότι χωρίς αυτής ταίς χερσι των αιχμαλωτίσαι τον μοναχόν σπευδόντων εμπίπτειν ουκ εστίν. Ου περί ψαλμών εν τη ημέρα εκείνη κατακρινεί ημάς ο Θεός, ουδέ περί της εκ της προσευχής αργίας, άλλ' ότι τη καταλείψει τούτων είσοδος γίνεται τοις δαίμοσιν.
Ηνίκα δ' αν εύρωσι χώραν και εισέλθωσι και συγκλεισωσι τας θύρας των οφθαλμών ημών, τότε πληρώσουσιν εις ημάς τυραννικώς και ακαθάρτως άτινα υπό την θείαν απόφασιν συνέχουσι τους εργάτας αυτών μετά εκδικήσεως σφοδρότατης. Και γινόμεθα υποχείριοι, χάριν της εγκαταλείψεως των μικρών τούτων, άτινα δια τον Χριστόν φροντίδος αξιούνται, ως γέγραπται παρά των σοφωτάτων.
Ο μη υποτάσσων τω Θεώ το εαυτού θέλημα, υποταγήσεται τω αντιδίκω αυτού. Ώστε ταύτα τα μικρά σοι φαινόμενα, ως τείχη σοι λογισθήσονται κατέναντι των αιχμαλωτιζόντων ημάς, ώντινων η τελείωσις ενδόθεν του κελλίου υπό των κρατούντων την τάξιν της Εκκλησίας σοφών τέθειται, προς φυλακήν της ημετέρας ζωής εν Πνεύματι αποκαλύψεως, ων η κατάλειψις υπό των ασόφων μικρά λογίζεται. Την δε υπ' αυτών ζημίαν μη λογιζομένων τούτων, η τε αρχή της οδού και η μεσότης, ελευθερία απαίδευτος, ήτις εστί μήτηρ των παθών.
Κρείσσον γαρ αγωνίσασθαι μη εγκαταλείψαι τα μικρά, ή τόπον δούναι τη αμαρτία εν τω πλατυσμώ αυτών. Ταύτης γαρ της ακαίρου ελευθερίας, δουλεία το τέλος απότομος.
Εν όσω τας αισθήσεις ζώσας έχεις προς απάντησιν των συμβεβηκότων, νεκρόν σαυτόν υπολάμβανε. Διότι ου μη τοι λείψη έκκαυσις αμαρτίας εν πάσι τοις μέλεσί σου και ου μη δυνήση κτήσασθαι σεαυτώ σωτηρίαν. Εάν τις των μοναχών είπη εν τη καρδία αυτού, ότι παραφυλάττεται εκ τούτων, ούτος ου θέλει μαθείν πότε ραπίζεται.
Όστις απατήσει τον εαυτού εταίρον, της κατάρας ηξίωται του νόμου, ό δε εαυτόν εξαπατήσας, ποίας τεύξεται εκδικήσεως; Διότι, επισταμένος την κακίαν του πονηρού έργου, άγνοιαν προσποιείται. Ότι δε επίσταται, δείκνυσιν ο έλεγχος του συνειδότος. Και τούτο δύσκολον αυτώ φαίνεται, διότι επίσταται ο αγνοείν προσποιείται.
Τώ δε Θεώ ημών είη δόξα εις τούς αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΓ': ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΧΑΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΥ ΑΥΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΥΝΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΣ ΠΑΘΟΥΣ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΥΛΑΞΑΣΘΑΙ ΕΑΥΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ, ΙΝΑ ΜΗ ΜΟΛΥΝΘΗι Ο ΝΟΥΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΚΟΛΑΣΤΟΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΙΣ
Ο κωλύων το στόμα αυτού εκ της καταλαλιάς, φυλάττει την καρδίαν αυτού εκ των παθών. Εν πάση ώρα θεω¬ρεί τον Κύριον, ούτινος η μελέτη διαπαντός εστίν εν τω Θεώ, φυγαδεύει τους δαίμονας άπ' αυτού και εκριζοί τοσπέρμα της κακίας αυτών. Ό επισκεπτόμενος την εαυτού ψυχήν εν πάση ώρα, ευφραίνεται εν ταίς αποκαλύψεσιν η καρδίααυτού, και ο συνάγων την θεωρίαν του νοός αυτού έσωθεν αυτού εν αυτώ, θεωρεί την αυγήν του Πνεύματος.Όστις έβδελύξατο πάντα μετεωρισμόν, θεωρεί τον Δεσπότην αυτού εσωθεν της καρδίας αυτού. Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εν ή καθοράται ο των όλων Δεσπότης, μη καταλαλήσης τινός, μηδέ ακούσης τινός καταλαλούντος του αδελφού αυτού. Και εάν διαμάχονται τίνες έμπροσθεν σου, κλείσον τα ώτά σου και φεύγε εκείθεν, ίνα μη ακούσης ρημάτων οργής και αποθάνη η ψυχή σου εκ της ζωής. Καρδία θυμώδης διάκενός εστιν εκ των μυ¬στηρίων του Θεού, ο δε πραΰς και ταπεινόφρων πηγή εστί των μυστηρίων του καινού αιώνος.
Ιδού, ο ουρανός έσωθέν σου, ει καθαρός έση, και εν σεαυτώ όψει τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών, και τον Δεσπότην αυτών μετ' αυτών τε και εσωθέν αυτών. Ό επαινούμενος δικαίως, ου ζημιούται, αλλ εάν ηδυνθή αυτώ ο έπαινος,εργάτης εστίν άμισθος. Ό θησαυρός του ταπεινόφρονος έσωθεν αυτού εστίν, ός εστίν ο Κύριος, και ο τηρούμενος τη γλώσση αυτού εις τον αιώνα ου συληθήσεται εξ αυτής. Στόμα σιωπηλόν ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού, ο δε ταχύλαλος μακρύνεται από του πλάσαντος αυτόν. Η ψυχή του αγαθού λάμπει υπέρ τον ήλιον και εν τη θεωρία των αποκαλύψεων εν πάση ώρα ευ¬φραίνεται. Και ο ακολουθών τω αγαπώντι τον Θεόν, πλουτήσει εκ των μυστηρίων του Θεού, ο δε ακολουθών τω αδικώ και υπερηφάνω μακρυνθήσεται εκ του Θεού και εκ των φίλων αυτού μισηθήσεται. Ο τη γλώσση σιγηλός, εν πασι τοις σχήμασιν αυτού κτήσεται τάξιν ταπεινόφρονα, και ούτος χωρίς κόπου εξουσιάσει των παθών. Τα πάθη εκριζούνται και φυγαδεύονται εν τη αδιαλείπτω εν Θεώ μελέτη, και τούτο εστί το ξίφος το αποκτείνον αυτά. Καθάπερ εν τη ησυχία και γαλήνη της αισθη¬τής θαλάσσης κινείται και νήχεται ο δελφίς, ούτω και εν τη ησυχία και γαλήνη της θαλάσσης της καρδίας εκ του θύμου και της οργής εν παντί καιρώ κινείται εν αυτή τα μυστήρια και αι θείαι αποκαλύψεις, προς εύφροσύνην αυτής. Ο θέλων ιδείν τον Κύριον εντός αυτού, μηχανάται καθαρίσαι εαυτού την καρδίαν εν αδιαλείπτω μνήμη του Θεού, και ούτως εν τη λαμπρότητι των οφθαλμών της διανοίας αυτού εν πάση ώρα όψεται τον Κύριον. Όπερ συμβαίνει τω ιχθύϊ εξεληλυθότι εκ του ύδατος, τούτο και τω νοΐ συμβαίνει εξεληλυθότι εκ της μνήμης του Θεού και μετεωριζομένω εν τη μνήμη του κόσμου. Όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συν-ομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού, και καθ όσον κόπτει εξ αυτού την παράκλησιν του κόσμου τούτου, κατά τοσούτον αξιούται της χαράς του Θεού εν τω Πνεύματι τω αγίω. Και καθάπερ απόλλυνται οι ιχθύες εκ της λείψεως του ύδατος, ούτω και εκ της καρδίας του μοναχού αι νοεραί κινήσεις, αι δια του Πνεύματος βλαστάνουσαι, του συνεχώς μετά των κοσμικών αναστρεφομένου και διάγοντος.
Κρείσσων κοσμικός ταλαιπωρών εν τοις κοσμικοίς καιτοις βιωτικοίς κακοπαθών, μοναχού τοις βιωτικοίς κακοπαθούντος και τοις κοσμικοίς συνδιάγοντος. Φοβερός εστί τοις δαίμοσι και ποθητός τω Θεώ και τοις Άγγέλοις αυτού ο μετά θερμού ζήλου εκζητών εν τη καρδία αυτού τον Θεόν εν νυκτί και ημέρα και εκριζών άπ' αυτής τάς προσβολάς τάς υπότου εχθρού φυομένας. Του καθαρού εν τη ψυχή η χώρα η νοητήένδοθεν αυτού εστί, και ο ήλιος ο λάμπων εν αυτώ, το φως τηςαγίας Τριάδος υπάρχει, και ο αήρ, όν πνέουσιν οι οικήτορες αυτής, το παράκλητον και πανάγιον Πνεύμα εστίν, οι δε συγκάθεδροι αυτού, αι άγιαι και ασώματοι φύσεις. Και η ζωή και η χαρά και ή ευφροσύνη αυτών, ο Χριστός εστί, το εκ φωτός του Πατρός φώς.
Ο τοιούτος και εν τη θεωρία της ψυχής αυτού εν πάση ώρα ευφραίνεται και εν τω κάλλει εαυτού θαυμάζει, τηλαυγεστέρω όντι εκατονταπλασίως της του ηλίου λαμπρότητος.
Αύτη εστίν η Ιερουσαλήμ και του Θεού η βασιλεία, εντός ημών κεκρυμμένη, κατά το του Κυρίου λόγιον. Αύτη η χώρα, νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνοι οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται, του θεάσασθαι το πρόσωπον του ίδιου Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών δια της ακτίνος του φωτός αυτού.
Ο δε θυμώδης και ο οργίλος και ο φιλόδοξος και ο πλεονέκτης και ο γαστρίμαργος και ο κοσμικοίς συναναστρεφόμενος και ο το ίδιον θέλημα στήσαι θέλων και ο οξύχολος και ο παθών πλήρης, οι τοιούτοι ως εν νυκτομαχία διάγουσι και σκότος ψηλαφούσιν, έξωθεν όντες της χώρας της ζωής και του φωτός* εκείνη γαρ η χώρα τοις αγαθοίς και ταπεινόφροσι και τοις καθαρίσασι τάς εαυτών καρδίας κεκλήρωται.
Ου δύναται άνθρωπος θεάσασθαι το κάλλος το όν ένδοθεν αυτού, πριν ή ατιμάσει και βδελύξηται πάν κάλλος έξω¬θεν αυτού. Και ου δύναται ατενίσαι γνησίως προς τον Θεόν, έως αν απαρνήσηται τελείως τον κόσμον.
Ο εξευτελίζων και σμικρύνων εαυτόν, υπό του Κυρίου σοφισθήσεται, και ο νομίζων εαυτόν είναι σοφόν, της του Θεού σοφίας αποπεσείται.
Εν όσω η γλώττα της πολυλογίας απέχεται, εν τοσούτω καταυγάζεται του διαιρείν τα διανοήματα εκ γαρ της πο¬λυλογίας συμφύρεται και ο λογικώτατος νους.
Ο πτωχεύων εκ των κοσμικών πραγμάτων πλουτήσει εν τω Θεώ και ο φίλος των πλουσίων πτωχευσει εκ του Θεού.
Ο σωφρονών και ταπεινοφρονών και βδελοττόμενος την παρρησίαν και τον θυμόν εκ της καρδίας απωσάμενος, εγώ πιστεύω, ότι, όταν αναστή εν τη προσευχή, καθορά εν τη ψυχή αυτού το φως του αγίου Πνεύματος και σκιρτά εν ταίς λαμπηδόσιν αυτού της ελλάμψεως του φωτός και ευφραίνεται εν τη θεωρία της δόξης αυτής και εν τη εαυτής αλλοιώσει προς την αυτού ομοιότητα. Ουκ εστίν άλλη εργασία δυναμένη ούτω καταλύσαι τάς παρεμβολάς των ακαθάρτων δαιμόνων, ως η εν τω Θεώ θεωρία.
Διήγησις αγίου ανδρός
Διηγήσατο γαρ μοί τις των πατέρων ούτως* ότι έν μιά ημέρα ως εκαθήμην, ηχμαλωτίσθη ο νους μου εν τη θεωρία, και ότε εν έμαυτω γέγονα, εστέναξα εν ισχύϊ. Ό δε κατ' εναντίας ιστάμενος δαίμων, ως ήκουσεν, εφοβήθη και ώσπερ υπό αστραπής τινός κατεπόθη, εκ τε της ανάγκης κράξας και ως υπό τίνος διωχθείς φυγάς ώχετο.
Μακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου, και απέχων αυτού την σχέσιν εκ της του κό¬σμου τούτου τρυφής. Διότι πολλαπλασίως λήψεται τον μακαρισμόν εν τη εξόδω αυτού και ουκ εκλείψει εξ αυτού ο μακαρισμός ούτος. Ούτος εστίν ο γεγεννημένος εκ του Θεού και το άγιον Πνεύμα τυγχάνει τροφός αυτού και εκ του κόλπου αυτού θηλάζει την ζωτικήν τροφήν και οσφραίνεται της οσμής αυτού προς ευφροσύνην αυτού. Ό δε τοις κοσμικοίς συνδεδεμένος και τω κόσμω και τη τούτου αναπαύσει και αγαπών την ομιλίαν αυτού, ούτος εστέρηται της ζωής, και ουκ έχω τι ειπείν περί αυτού, άλλ' ή μετά κλαυθμού πενθήσαι πένθος απαραμύθητον, ου η ακοή συντρίβει τάς των άκουόντων καρδίας.
Οι εν τω σκότει διακείμενοι υψώσατε τάς κεφάλας υμών, ίνα λάμψωσι τα πρόσωπα υμών εν τω φωτί. Εξέλθετε εκ των παθών του κόσμου, ίνα εξέλθη προς υπάντησιν υμών το εκ του Πατρός φως και τους λειτουργούς των μυστηρίων αυτού προτρέψηται τους δεσμούς υμών λύσαι, του περιπατείν εν τοις ίχνεσιν αυτού προς τον Πατέρα. Ουαί εν ποίοις έσμεν συνδεδεμένοι και από τίνος εσμέν καθειργμένοι, του μη ιδείν την δόξαν αυτού. Είθε διεκόπτοντο ημών οι δεσμοί, ίνα ζητήσαντες εύρωμεν τον Θεόν ημών.
Εί θέλεις γνώναι τα των ανθρώπων μυστήρια και ούπω κατέλαβες μαθείν εκ του Πνεύματος, εκ τε των λόγων εκάστου και της διαγωγής και της διοικήσεως μαθήση, ει σο¬φός κεχρημάτικας. Ό καθαρός την ψυχήν και αγνός την διαγωγήν, ούτος πάντοτε μετά σωφροσύνης λαλεί τα λόγια του Πνεύ¬ματος και κατά το οικείον μέτρον περί τε των θείων διαλέγεται και περί των εν αυτώ, ο δε τοις πάθεσι συντετριμμένος την καρδίαν, υπ' αυτών έχει και την γλώσσαν κινουμένην. Και καν περί πνευματικών λαλή, άλλ' όμως εμπαθώς διαλέγεται, ίνα αδίκως νικήση. Τον τοιούτον ο σοφός εκ μόνης απαντήσεως σημειούται και ο καθαρός ενοσφραίνεται της δυσοσμίας αυτού.
Ο εμμένων ταίς ματαιολογίαις και τοις μετεωρισμοίς ψυχή και σώματι πόρνος εστί, και ο συνευδοκών αυτώ και ο συνασχολούμενος μοιχός εστί, και ο συγκοινωνών αυτώ ειδω-λολάτρης εστίν.
Η προς τους νεωτέρους φιλία βδελυκτή πορνεία παρά τω Θεώ, τη συντριβή του τοιούτου ουκ εστίν επίπλασμα, ο δε πάντας εξ ίσου αγαπών συμπαθώς και αδιακρίτως, ούτος έφθασε την τελειότητα. Νέος νεωτέρω ακολουθών, ποιεί τους διακριτικούς έπ' αυτούς πενθείν και κλαίειν, γέρων δε ακολου¬θών νεωτέρω, δυσωδέστερον του των νεωτέρων κέκτηται πά¬θος, καν περί αρετών διαλεχθή προς αυτούς, αλλ η καρδία αυ¬τού πεπληγμένη υπάρχει. Νέος ταπεινόφρων και ησύχιος, καθαρός τε την καρδίαν από ζήλου και θύμου, απεχόμενός τε από παντός άνθρωπου και εαυτώ προσεχών, ταχέως συνιεί τα πάθη του αμελούς γέροντος. Γέροντα μη εξ ίσου έχοντα τον γέ¬ροντα και τον νεώτερον, τω τοιούτω πάση δυνάμει μη συναναστραφής, αλλά μάλλον μακρύνθητι από αυτού.
Ουαί τοις αμελεστέροις, τοις προσποιουμένοις εν σχήματι καθαρώ διαστρέφειν τα ίδια πάθη, ο δε την πολιάν φθάσας εν καθαρότητι λογισμών και πολιτεία αγαθή και επικρα¬τείς της γλώττης, ενταύθα μεν κατατρυφά της γλυκύτητος του καρπού της γνώσεως, εν δε τη εξοδώ αυτού τη εκ τούδε του σώματος δέχεται την δόξαν του Θεού.
Ούδεν ούτω ψυχραίνει το πυρ το εκ του αγίου Πνεύματος εμπνεόμενον εν τη καρδία του μοναχού προς αγιασμόν της ψυχής, ως η συναναστροφή και η πολυλογία και η συντυχία, εκτός της μετά των τέκνων των μυστηρίων του Θεού και προς αύξησιν της γνώσεως αυτού και πολλαπλασιασμόν. Η τοιαύτη γαρ συντυχία εξυπνίζει την ψυχήν προς την ζωήν και εκριζοί τα πάθη και τους αισχρούς λογισμούς κατακοιμίζει υπέρ πάσας τάς αρετάς.
Μή κτήση φίλους μηδέ συμμύστας, αλλ ή τους τοιούτους, ίνα μη πρόσκομμα ποίησης τη ση ψυχή και εκκλίνης από της οδού του Κυρίου. Μεγαλυνθήτω εν τη καρδία σου ή τω Θεώ ενούσά σε και συνάπτουσα αγάπη, ίνα μη αιχμαλωτεύση σε η αγάπη του κόσμου, ης το αίτιον και το τέλος φθορά.
Η μετά των αγωνιστών διαγωγή και συναναστροφή πλουτίσαι αμφότερους ποιεί των μυστηρίων του Θεού, η δε προς τους ράθυμους και οκνηρούς αγάπη, εμπλήσαι την γαστέ¬ρα κατακόρως και απλήστως ποιεί εν τω μετεωρισμώ τω μετ' αλλήλων γινομένω. Τω τοιούτω αηδή φαίνεται τα βρώματα χωρίς του εταίρου αυτού, και φησιν «ουαί τω εσθίοντι τον άρτον αυτού μόνως, ότι ούχ ηδυνθήσεται αυτώ», οίτινες καλούν¬ται αλλήλοις προς ευωχίας και αμείβονται αλλήλους, ως μι¬σθωτοί. Φεύγε, ω αδελφέ, τους εθισθέντας τοις τοιούτοις και μηδαμώς τούτοις συνεσθίειν θέλε, μηδέ εάν σοι ανάγκη συμβή' η γαρ τράπεζα αυτών εναγής και τους δαίμονας υπηρέτας κέκτηνται' οι φίλοι του νυμφίου Χρίστου ταύτης ου γεύονται.
Ο τας ευωχίας συνεχώς εκτελών, εργάτης εστί του της πορνείας δαίμονος και την ψυχήν του ταπεινόφρονος μολύνει. Άρτος ευτελής από τραπέζης αγνού αγνίζει την ψυχήν του εσθίοντος από παντός πάθους. Οσμή τραπέζης γαστριμάργου, η δαψίλεια των εδεσμάτων και των τηγανισμάτων, ο δε άφρων και ασύνετος ανθέλκεται προς αυτήν, ώσπερ κύων προς μάκελλον. Του δε τη προσευχή προσκαρτερούντος διαπαντός η τράπεζα ηδυτέρα πάσης οσμής μόσχου και μυρωδιάς, ο δε φι¬λόθεος ταυτήν επιποθεί, ώσπερ θησαυρόν ατίμητον.
Από τραπέζης νηστευόντων και αγρυπνούντων και κοπιώντων εν Κυρίω λάβε σεαυτώ φάρμακον ζωής και διέγειρον της ψυχής σου την θνήξιν. Ό γαρ ήγαπημένος ανακέκλιται εν μέσω αυτών αγιάζων, και το πικρόν της κακουχίας αυτών μεταβάλλει εις την γλυκύτητα αυτού την ανεκδιήγητον, οι δε πνευματικοί και επουράνιοι λειτουργοί αυτού επισκιάζουσιν αυτούς και τα άγια αυτών βρώματα. Οίδα εγώ τίνα των αδελφών οφθαλμοφανώς τούτο βλέποντα.
Μακάριος ο αποστομίσας εαυτόν από πάσης ηδυπαθείας, της χωριζούσης αυτόν από του κτίσαντος αυτόν. Μακά¬ριος ο έχων τροφήν τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα και ζωήν δεδωκότα τω κοσμώ. Μακάριος ο εν τη πεδιάδι αυτού εωρακώς την αρδείαν της ζωής, την εξ ελέους προιούσαν εκ των κόλπων του Πατρός και προς αυτήν το όμμα διατείνας. Όταν γαρ πίη εξ αυτής, ευφρανθήσεται και αναβάλλει η καρ¬δία αυτού και εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει έσται.
Ο εωρακώς εν τη ιδία τροφή τον εαυτού Κύριον, υποκλέπτει εαυτόν και μόνος αυτού μεταλαμβάνει, μη κοινωνών τοις αναξίοις, ίνα μη συμμεταλάβη αυτοίς και γυμνωθή της ακτίνος αυτού, ο δε έχων μεμιγμένον ιόν θανάτου εν τη βρώσει αυτού, ου δύναται ηδέως ταύτης μεταλαμβάνειν χωρίς των εταίρων αυτού. Λύκος θνησιμαίων γευόμενος εστίν ο την φιλίαν έχων δια την ιδίαν γαστέρα. Πόσον σου το ακόρεστον, ω άφρον, ότι εμπλήσαι την γαστέρα βούλει εκ της τραπέζης των αμελών, εξ ων η ψυχή σου παντός πάθους πληρούται. Αύται αι παραφυλακαί αυταρκούσι τοις δυναμένοις κατακρατήσαι της γαστρός.
Οσμή νηστευτού ηδυτάτη, και η άπάντησις αυτού ευφραίνει καρδίας διακριτικών, τω δε γαστριμάργω εκ της συνανα¬στροφής αυτού επιπεσείται φόβος και μηχανάται μη συνεσθίειν αυτώ.
Προσφιλής τω Θεώ η διαγωγή του εγκρατούς, ου η γειτνίασις βαρυτάτη τω φιλοκτήμονι. Λίαν επαινείται παρά του Χριστού ο σιγηλός, τοις δε αιχμαλωτισθείσιν υπό των δαι¬μόνων εν τε παιγνίοις και μετεωρισμοίς ούχ ηδυνθήσεται ο πλησιασμός αυτού. Τις ουκ αγαπά τον ταπεινόφρονα και πράον, αλλ' ή υπερήφανοι και καταλάλοι οι όντες ξένοι της αυτού εργασίας;
Διήγησις Άγίου τινός
Διηγήσατό μοι τις εξ ων έδοκίμασεν ότι'
Εν αις ημέραις συναναστρέφομαι τισιν, εσθίω τρεις παξαμάτας ή τέσσαρας της ημέρας, εάν δε παραβιάσω εμαυτόν εις την προσευχήν, παρρησίαν ο νους μου ουκ έχει προς τον Θεόν, ουδέ δύναμαι προς αυτόν ατενίσαι, όταν δε εμαυτόν χωρίσω εκ τούτων εις την ησυχίαν, τη μεν πρώτη ημέρα παραβιάζω εμαυτόν εσθίειν ένα ήμισυ, τη δε δευτέρα ένα. Όταν δε παγιωθή ο νους μου εις την ησυχίαν, αγωνίζομαι φαγείν ένα ολόκληρον και ου δύναμαι, ο δε νους μου ακαταπαύστως μετά παρρησίας διαλέγεται προς τον Θεόν, εμού μή αναγκάζοντος, και η έλλαμψις αυτού αδιαλείπτως με καταυγάζει και καθέλκει με ιδείν και ευφρανθήναι εν τω κάλλει του θείου φωτός. Εάν δε συμβή εν τω καιρώ της ησυχίας ελθείν τίνα και συνδιαλεχθήναί μοι, καν μίαν ώραν, αδύνατον μοι τότε μη προσθείναι εις την βρώσιν, λείψαι δε εκ του κανόνος, χαυνωθήναι τε τον νουν εις την θεωρίαν του φωτός εκείνου.
Ιδού οράτε, αδελφοί μου, τί καλή και ωφέλιμος η υπομονή και η μόνωσις και οίαν δύναμιν παρέχει και ευκολίαν τοις αγωνισταίς. Μακάριος ο δια τον Θεόν υπομένων εν τη ησυχία και εσθίων μόνος τον άρτον αυτού, ότι διαπαντός μετά
του Θεού διαλέγεται.
Αυτώ η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν
ΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΧΑΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΥ ΑΥΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΥΝΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΣ ΠΑΘΟΥΣ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΥΛΑΞΑΣΘΑΙ ΕΑΥΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ, ΙΝΑ ΜΗ ΜΟΛΥΝΘΗι Ο ΝΟΥΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΚΟΛΑΣΤΟΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΙΣ
Ο κωλύων το στόμα αυτού εκ της καταλαλιάς, φυλάττει την καρδίαν αυτού εκ των παθών. Εν πάση ώρα θεω¬ρεί τον Κύριον, ούτινος η μελέτη διαπαντός εστίν εν τω Θεώ, φυγαδεύει τους δαίμονας άπ' αυτού και εκριζοί τοσπέρμα της κακίας αυτών. Ό επισκεπτόμενος την εαυτού ψυχήν εν πάση ώρα, ευφραίνεται εν ταίς αποκαλύψεσιν η καρδίααυτού, και ο συνάγων την θεωρίαν του νοός αυτού έσωθεν αυτού εν αυτώ, θεωρεί την αυγήν του Πνεύματος.Όστις έβδελύξατο πάντα μετεωρισμόν, θεωρεί τον Δεσπότην αυτού εσωθεν της καρδίας αυτού. Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εν ή καθοράται ο των όλων Δεσπότης, μη καταλαλήσης τινός, μηδέ ακούσης τινός καταλαλούντος του αδελφού αυτού. Και εάν διαμάχονται τίνες έμπροσθεν σου, κλείσον τα ώτά σου και φεύγε εκείθεν, ίνα μη ακούσης ρημάτων οργής και αποθάνη η ψυχή σου εκ της ζωής. Καρδία θυμώδης διάκενός εστιν εκ των μυ¬στηρίων του Θεού, ο δε πραΰς και ταπεινόφρων πηγή εστί των μυστηρίων του καινού αιώνος.
Ιδού, ο ουρανός έσωθέν σου, ει καθαρός έση, και εν σεαυτώ όψει τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών, και τον Δεσπότην αυτών μετ' αυτών τε και εσωθέν αυτών. Ό επαινούμενος δικαίως, ου ζημιούται, αλλ εάν ηδυνθή αυτώ ο έπαινος,εργάτης εστίν άμισθος. Ό θησαυρός του ταπεινόφρονος έσωθεν αυτού εστίν, ός εστίν ο Κύριος, και ο τηρούμενος τη γλώσση αυτού εις τον αιώνα ου συληθήσεται εξ αυτής. Στόμα σιωπηλόν ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού, ο δε ταχύλαλος μακρύνεται από του πλάσαντος αυτόν. Η ψυχή του αγαθού λάμπει υπέρ τον ήλιον και εν τη θεωρία των αποκαλύψεων εν πάση ώρα ευ¬φραίνεται. Και ο ακολουθών τω αγαπώντι τον Θεόν, πλουτήσει εκ των μυστηρίων του Θεού, ο δε ακολουθών τω αδικώ και υπερηφάνω μακρυνθήσεται εκ του Θεού και εκ των φίλων αυτού μισηθήσεται. Ο τη γλώσση σιγηλός, εν πασι τοις σχήμασιν αυτού κτήσεται τάξιν ταπεινόφρονα, και ούτος χωρίς κόπου εξουσιάσει των παθών. Τα πάθη εκριζούνται και φυγαδεύονται εν τη αδιαλείπτω εν Θεώ μελέτη, και τούτο εστί το ξίφος το αποκτείνον αυτά. Καθάπερ εν τη ησυχία και γαλήνη της αισθη¬τής θαλάσσης κινείται και νήχεται ο δελφίς, ούτω και εν τη ησυχία και γαλήνη της θαλάσσης της καρδίας εκ του θύμου και της οργής εν παντί καιρώ κινείται εν αυτή τα μυστήρια και αι θείαι αποκαλύψεις, προς εύφροσύνην αυτής. Ο θέλων ιδείν τον Κύριον εντός αυτού, μηχανάται καθαρίσαι εαυτού την καρδίαν εν αδιαλείπτω μνήμη του Θεού, και ούτως εν τη λαμπρότητι των οφθαλμών της διανοίας αυτού εν πάση ώρα όψεται τον Κύριον. Όπερ συμβαίνει τω ιχθύϊ εξεληλυθότι εκ του ύδατος, τούτο και τω νοΐ συμβαίνει εξεληλυθότι εκ της μνήμης του Θεού και μετεωριζομένω εν τη μνήμη του κόσμου. Όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συν-ομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού, και καθ όσον κόπτει εξ αυτού την παράκλησιν του κόσμου τούτου, κατά τοσούτον αξιούται της χαράς του Θεού εν τω Πνεύματι τω αγίω. Και καθάπερ απόλλυνται οι ιχθύες εκ της λείψεως του ύδατος, ούτω και εκ της καρδίας του μοναχού αι νοεραί κινήσεις, αι δια του Πνεύματος βλαστάνουσαι, του συνεχώς μετά των κοσμικών αναστρεφομένου και διάγοντος.
Κρείσσων κοσμικός ταλαιπωρών εν τοις κοσμικοίς καιτοις βιωτικοίς κακοπαθών, μοναχού τοις βιωτικοίς κακοπαθούντος και τοις κοσμικοίς συνδιάγοντος. Φοβερός εστί τοις δαίμοσι και ποθητός τω Θεώ και τοις Άγγέλοις αυτού ο μετά θερμού ζήλου εκζητών εν τη καρδία αυτού τον Θεόν εν νυκτί και ημέρα και εκριζών άπ' αυτής τάς προσβολάς τάς υπότου εχθρού φυομένας. Του καθαρού εν τη ψυχή η χώρα η νοητήένδοθεν αυτού εστί, και ο ήλιος ο λάμπων εν αυτώ, το φως τηςαγίας Τριάδος υπάρχει, και ο αήρ, όν πνέουσιν οι οικήτορες αυτής, το παράκλητον και πανάγιον Πνεύμα εστίν, οι δε συγκάθεδροι αυτού, αι άγιαι και ασώματοι φύσεις. Και η ζωή και η χαρά και ή ευφροσύνη αυτών, ο Χριστός εστί, το εκ φωτός του Πατρός φώς.
Ο τοιούτος και εν τη θεωρία της ψυχής αυτού εν πάση ώρα ευφραίνεται και εν τω κάλλει εαυτού θαυμάζει, τηλαυγεστέρω όντι εκατονταπλασίως της του ηλίου λαμπρότητος.
Αύτη εστίν η Ιερουσαλήμ και του Θεού η βασιλεία, εντός ημών κεκρυμμένη, κατά το του Κυρίου λόγιον. Αύτη η χώρα, νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνοι οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται, του θεάσασθαι το πρόσωπον του ίδιου Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών δια της ακτίνος του φωτός αυτού.
Ο δε θυμώδης και ο οργίλος και ο φιλόδοξος και ο πλεονέκτης και ο γαστρίμαργος και ο κοσμικοίς συναναστρεφόμενος και ο το ίδιον θέλημα στήσαι θέλων και ο οξύχολος και ο παθών πλήρης, οι τοιούτοι ως εν νυκτομαχία διάγουσι και σκότος ψηλαφούσιν, έξωθεν όντες της χώρας της ζωής και του φωτός* εκείνη γαρ η χώρα τοις αγαθοίς και ταπεινόφροσι και τοις καθαρίσασι τάς εαυτών καρδίας κεκλήρωται.
Ου δύναται άνθρωπος θεάσασθαι το κάλλος το όν ένδοθεν αυτού, πριν ή ατιμάσει και βδελύξηται πάν κάλλος έξω¬θεν αυτού. Και ου δύναται ατενίσαι γνησίως προς τον Θεόν, έως αν απαρνήσηται τελείως τον κόσμον.
Ο εξευτελίζων και σμικρύνων εαυτόν, υπό του Κυρίου σοφισθήσεται, και ο νομίζων εαυτόν είναι σοφόν, της του Θεού σοφίας αποπεσείται.
Εν όσω η γλώττα της πολυλογίας απέχεται, εν τοσούτω καταυγάζεται του διαιρείν τα διανοήματα εκ γαρ της πο¬λυλογίας συμφύρεται και ο λογικώτατος νους.
Ο πτωχεύων εκ των κοσμικών πραγμάτων πλουτήσει εν τω Θεώ και ο φίλος των πλουσίων πτωχευσει εκ του Θεού.
Ο σωφρονών και ταπεινοφρονών και βδελοττόμενος την παρρησίαν και τον θυμόν εκ της καρδίας απωσάμενος, εγώ πιστεύω, ότι, όταν αναστή εν τη προσευχή, καθορά εν τη ψυχή αυτού το φως του αγίου Πνεύματος και σκιρτά εν ταίς λαμπηδόσιν αυτού της ελλάμψεως του φωτός και ευφραίνεται εν τη θεωρία της δόξης αυτής και εν τη εαυτής αλλοιώσει προς την αυτού ομοιότητα. Ουκ εστίν άλλη εργασία δυναμένη ούτω καταλύσαι τάς παρεμβολάς των ακαθάρτων δαιμόνων, ως η εν τω Θεώ θεωρία.
Διήγησις αγίου ανδρός
Διηγήσατο γαρ μοί τις των πατέρων ούτως* ότι έν μιά ημέρα ως εκαθήμην, ηχμαλωτίσθη ο νους μου εν τη θεωρία, και ότε εν έμαυτω γέγονα, εστέναξα εν ισχύϊ. Ό δε κατ' εναντίας ιστάμενος δαίμων, ως ήκουσεν, εφοβήθη και ώσπερ υπό αστραπής τινός κατεπόθη, εκ τε της ανάγκης κράξας και ως υπό τίνος διωχθείς φυγάς ώχετο.
Μακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου, και απέχων αυτού την σχέσιν εκ της του κό¬σμου τούτου τρυφής. Διότι πολλαπλασίως λήψεται τον μακαρισμόν εν τη εξόδω αυτού και ουκ εκλείψει εξ αυτού ο μακαρισμός ούτος. Ούτος εστίν ο γεγεννημένος εκ του Θεού και το άγιον Πνεύμα τυγχάνει τροφός αυτού και εκ του κόλπου αυτού θηλάζει την ζωτικήν τροφήν και οσφραίνεται της οσμής αυτού προς ευφροσύνην αυτού. Ό δε τοις κοσμικοίς συνδεδεμένος και τω κόσμω και τη τούτου αναπαύσει και αγαπών την ομιλίαν αυτού, ούτος εστέρηται της ζωής, και ουκ έχω τι ειπείν περί αυτού, άλλ' ή μετά κλαυθμού πενθήσαι πένθος απαραμύθητον, ου η ακοή συντρίβει τάς των άκουόντων καρδίας.
Οι εν τω σκότει διακείμενοι υψώσατε τάς κεφάλας υμών, ίνα λάμψωσι τα πρόσωπα υμών εν τω φωτί. Εξέλθετε εκ των παθών του κόσμου, ίνα εξέλθη προς υπάντησιν υμών το εκ του Πατρός φως και τους λειτουργούς των μυστηρίων αυτού προτρέψηται τους δεσμούς υμών λύσαι, του περιπατείν εν τοις ίχνεσιν αυτού προς τον Πατέρα. Ουαί εν ποίοις έσμεν συνδεδεμένοι και από τίνος εσμέν καθειργμένοι, του μη ιδείν την δόξαν αυτού. Είθε διεκόπτοντο ημών οι δεσμοί, ίνα ζητήσαντες εύρωμεν τον Θεόν ημών.
Εί θέλεις γνώναι τα των ανθρώπων μυστήρια και ούπω κατέλαβες μαθείν εκ του Πνεύματος, εκ τε των λόγων εκάστου και της διαγωγής και της διοικήσεως μαθήση, ει σο¬φός κεχρημάτικας. Ό καθαρός την ψυχήν και αγνός την διαγωγήν, ούτος πάντοτε μετά σωφροσύνης λαλεί τα λόγια του Πνεύ¬ματος και κατά το οικείον μέτρον περί τε των θείων διαλέγεται και περί των εν αυτώ, ο δε τοις πάθεσι συντετριμμένος την καρδίαν, υπ' αυτών έχει και την γλώσσαν κινουμένην. Και καν περί πνευματικών λαλή, άλλ' όμως εμπαθώς διαλέγεται, ίνα αδίκως νικήση. Τον τοιούτον ο σοφός εκ μόνης απαντήσεως σημειούται και ο καθαρός ενοσφραίνεται της δυσοσμίας αυτού.
Ο εμμένων ταίς ματαιολογίαις και τοις μετεωρισμοίς ψυχή και σώματι πόρνος εστί, και ο συνευδοκών αυτώ και ο συνασχολούμενος μοιχός εστί, και ο συγκοινωνών αυτώ ειδω-λολάτρης εστίν.
Η προς τους νεωτέρους φιλία βδελυκτή πορνεία παρά τω Θεώ, τη συντριβή του τοιούτου ουκ εστίν επίπλασμα, ο δε πάντας εξ ίσου αγαπών συμπαθώς και αδιακρίτως, ούτος έφθασε την τελειότητα. Νέος νεωτέρω ακολουθών, ποιεί τους διακριτικούς έπ' αυτούς πενθείν και κλαίειν, γέρων δε ακολου¬θών νεωτέρω, δυσωδέστερον του των νεωτέρων κέκτηται πά¬θος, καν περί αρετών διαλεχθή προς αυτούς, αλλ η καρδία αυ¬τού πεπληγμένη υπάρχει. Νέος ταπεινόφρων και ησύχιος, καθαρός τε την καρδίαν από ζήλου και θύμου, απεχόμενός τε από παντός άνθρωπου και εαυτώ προσεχών, ταχέως συνιεί τα πάθη του αμελούς γέροντος. Γέροντα μη εξ ίσου έχοντα τον γέ¬ροντα και τον νεώτερον, τω τοιούτω πάση δυνάμει μη συναναστραφής, αλλά μάλλον μακρύνθητι από αυτού.
Ουαί τοις αμελεστέροις, τοις προσποιουμένοις εν σχήματι καθαρώ διαστρέφειν τα ίδια πάθη, ο δε την πολιάν φθάσας εν καθαρότητι λογισμών και πολιτεία αγαθή και επικρα¬τείς της γλώττης, ενταύθα μεν κατατρυφά της γλυκύτητος του καρπού της γνώσεως, εν δε τη εξοδώ αυτού τη εκ τούδε του σώματος δέχεται την δόξαν του Θεού.
Ούδεν ούτω ψυχραίνει το πυρ το εκ του αγίου Πνεύματος εμπνεόμενον εν τη καρδία του μοναχού προς αγιασμόν της ψυχής, ως η συναναστροφή και η πολυλογία και η συντυχία, εκτός της μετά των τέκνων των μυστηρίων του Θεού και προς αύξησιν της γνώσεως αυτού και πολλαπλασιασμόν. Η τοιαύτη γαρ συντυχία εξυπνίζει την ψυχήν προς την ζωήν και εκριζοί τα πάθη και τους αισχρούς λογισμούς κατακοιμίζει υπέρ πάσας τάς αρετάς.
Μή κτήση φίλους μηδέ συμμύστας, αλλ ή τους τοιούτους, ίνα μη πρόσκομμα ποίησης τη ση ψυχή και εκκλίνης από της οδού του Κυρίου. Μεγαλυνθήτω εν τη καρδία σου ή τω Θεώ ενούσά σε και συνάπτουσα αγάπη, ίνα μη αιχμαλωτεύση σε η αγάπη του κόσμου, ης το αίτιον και το τέλος φθορά.
Η μετά των αγωνιστών διαγωγή και συναναστροφή πλουτίσαι αμφότερους ποιεί των μυστηρίων του Θεού, η δε προς τους ράθυμους και οκνηρούς αγάπη, εμπλήσαι την γαστέ¬ρα κατακόρως και απλήστως ποιεί εν τω μετεωρισμώ τω μετ' αλλήλων γινομένω. Τω τοιούτω αηδή φαίνεται τα βρώματα χωρίς του εταίρου αυτού, και φησιν «ουαί τω εσθίοντι τον άρτον αυτού μόνως, ότι ούχ ηδυνθήσεται αυτώ», οίτινες καλούν¬ται αλλήλοις προς ευωχίας και αμείβονται αλλήλους, ως μι¬σθωτοί. Φεύγε, ω αδελφέ, τους εθισθέντας τοις τοιούτοις και μηδαμώς τούτοις συνεσθίειν θέλε, μηδέ εάν σοι ανάγκη συμβή' η γαρ τράπεζα αυτών εναγής και τους δαίμονας υπηρέτας κέκτηνται' οι φίλοι του νυμφίου Χρίστου ταύτης ου γεύονται.
Ο τας ευωχίας συνεχώς εκτελών, εργάτης εστί του της πορνείας δαίμονος και την ψυχήν του ταπεινόφρονος μολύνει. Άρτος ευτελής από τραπέζης αγνού αγνίζει την ψυχήν του εσθίοντος από παντός πάθους. Οσμή τραπέζης γαστριμάργου, η δαψίλεια των εδεσμάτων και των τηγανισμάτων, ο δε άφρων και ασύνετος ανθέλκεται προς αυτήν, ώσπερ κύων προς μάκελλον. Του δε τη προσευχή προσκαρτερούντος διαπαντός η τράπεζα ηδυτέρα πάσης οσμής μόσχου και μυρωδιάς, ο δε φι¬λόθεος ταυτήν επιποθεί, ώσπερ θησαυρόν ατίμητον.
Από τραπέζης νηστευόντων και αγρυπνούντων και κοπιώντων εν Κυρίω λάβε σεαυτώ φάρμακον ζωής και διέγειρον της ψυχής σου την θνήξιν. Ό γαρ ήγαπημένος ανακέκλιται εν μέσω αυτών αγιάζων, και το πικρόν της κακουχίας αυτών μεταβάλλει εις την γλυκύτητα αυτού την ανεκδιήγητον, οι δε πνευματικοί και επουράνιοι λειτουργοί αυτού επισκιάζουσιν αυτούς και τα άγια αυτών βρώματα. Οίδα εγώ τίνα των αδελφών οφθαλμοφανώς τούτο βλέποντα.
Μακάριος ο αποστομίσας εαυτόν από πάσης ηδυπαθείας, της χωριζούσης αυτόν από του κτίσαντος αυτόν. Μακά¬ριος ο έχων τροφήν τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα και ζωήν δεδωκότα τω κοσμώ. Μακάριος ο εν τη πεδιάδι αυτού εωρακώς την αρδείαν της ζωής, την εξ ελέους προιούσαν εκ των κόλπων του Πατρός και προς αυτήν το όμμα διατείνας. Όταν γαρ πίη εξ αυτής, ευφρανθήσεται και αναβάλλει η καρ¬δία αυτού και εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει έσται.
Ο εωρακώς εν τη ιδία τροφή τον εαυτού Κύριον, υποκλέπτει εαυτόν και μόνος αυτού μεταλαμβάνει, μη κοινωνών τοις αναξίοις, ίνα μη συμμεταλάβη αυτοίς και γυμνωθή της ακτίνος αυτού, ο δε έχων μεμιγμένον ιόν θανάτου εν τη βρώσει αυτού, ου δύναται ηδέως ταύτης μεταλαμβάνειν χωρίς των εταίρων αυτού. Λύκος θνησιμαίων γευόμενος εστίν ο την φιλίαν έχων δια την ιδίαν γαστέρα. Πόσον σου το ακόρεστον, ω άφρον, ότι εμπλήσαι την γαστέρα βούλει εκ της τραπέζης των αμελών, εξ ων η ψυχή σου παντός πάθους πληρούται. Αύται αι παραφυλακαί αυταρκούσι τοις δυναμένοις κατακρατήσαι της γαστρός.
Οσμή νηστευτού ηδυτάτη, και η άπάντησις αυτού ευφραίνει καρδίας διακριτικών, τω δε γαστριμάργω εκ της συνανα¬στροφής αυτού επιπεσείται φόβος και μηχανάται μη συνεσθίειν αυτώ.
Προσφιλής τω Θεώ η διαγωγή του εγκρατούς, ου η γειτνίασις βαρυτάτη τω φιλοκτήμονι. Λίαν επαινείται παρά του Χριστού ο σιγηλός, τοις δε αιχμαλωτισθείσιν υπό των δαι¬μόνων εν τε παιγνίοις και μετεωρισμοίς ούχ ηδυνθήσεται ο πλησιασμός αυτού. Τις ουκ αγαπά τον ταπεινόφρονα και πράον, αλλ' ή υπερήφανοι και καταλάλοι οι όντες ξένοι της αυτού εργασίας;
Διήγησις Άγίου τινός
Διηγήσατό μοι τις εξ ων έδοκίμασεν ότι'
Εν αις ημέραις συναναστρέφομαι τισιν, εσθίω τρεις παξαμάτας ή τέσσαρας της ημέρας, εάν δε παραβιάσω εμαυτόν εις την προσευχήν, παρρησίαν ο νους μου ουκ έχει προς τον Θεόν, ουδέ δύναμαι προς αυτόν ατενίσαι, όταν δε εμαυτόν χωρίσω εκ τούτων εις την ησυχίαν, τη μεν πρώτη ημέρα παραβιάζω εμαυτόν εσθίειν ένα ήμισυ, τη δε δευτέρα ένα. Όταν δε παγιωθή ο νους μου εις την ησυχίαν, αγωνίζομαι φαγείν ένα ολόκληρον και ου δύναμαι, ο δε νους μου ακαταπαύστως μετά παρρησίας διαλέγεται προς τον Θεόν, εμού μή αναγκάζοντος, και η έλλαμψις αυτού αδιαλείπτως με καταυγάζει και καθέλκει με ιδείν και ευφρανθήναι εν τω κάλλει του θείου φωτός. Εάν δε συμβή εν τω καιρώ της ησυχίας ελθείν τίνα και συνδιαλεχθήναί μοι, καν μίαν ώραν, αδύνατον μοι τότε μη προσθείναι εις την βρώσιν, λείψαι δε εκ του κανόνος, χαυνωθήναι τε τον νουν εις την θεωρίαν του φωτός εκείνου.
Ιδού οράτε, αδελφοί μου, τί καλή και ωφέλιμος η υπομονή και η μόνωσις και οίαν δύναμιν παρέχει και ευκολίαν τοις αγωνισταίς. Μακάριος ο δια τον Θεόν υπομένων εν τη ησυχία και εσθίων μόνος τον άρτον αυτού, ότι διαπαντός μετά
του Θεού διαλέγεται.
Αυτώ η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΔ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΕΝ Ωι ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ
Αι αισθήσεις αι σώφρονες και συνηγμέναι ειρήνην γεννώσι τη ψυχή και ουκ εώσιν αυτήν πείραν λαβείν των πραγμάτων, όταν δε αίσθησιν των πραγμάτων ουλάβη, τότε γενήσεται νίκη δίχα αγώνος. Ει μέντοι αμελήσει οάνθρωπος και τάς προσβολάς εισελθείν εν αυτώ παραχωρήσει,τότε αναγκάζεται πολεμήσαι, ταράττεται δε η πρώτη καθαρότης, ητις εστίν απλουστάτη και ομαλή. Οι πλείστοι γαρ των ανθρώπων ή και όλος ο κόσμος δια την αμέλειαν ταύτην εξέρχονται εκ της φυσικής και καθαράς καταστάσεως. Δια τούτο οι εν κόσμω και τοις κοσμικοίς συμφυρόμενοι ου δύνανται καθαρθήναι την διάνοιαν, δια την πολλήν της κακίας επίδοσιν. Ολίγοι δε εισίν οι δυνάμενοι υποστρέψαι εις την πρώτην καθαρότητα της διανοίας. Δια τούτο χρη ασφαλώς τηρείν έκαστον άνθρωπον τάς αισθήσεις αυτού και την διάνοιαν εκ των προσβολών αεί. Νήψεως γαρ χρεία πολλής και φυλακής και τηρήσεως.Η πολλή απλότης πέφυκεν ευπρεπής. Φόβου χρεία τη ανθρωπίνη φύσει ίνα τους όρους της υπακοής της προς τον Θεόν φυλάξη ,η δε αγάπη η προς τον Θεόν κινεί προς πόθον της εργασίας των αρετών και δι' αυτής αρπάζεται προς αγαθοεργίαν. Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών, προηγείται δε αμφοτέρων ο φόβος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πάς τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τάς τελευταίας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απώλειας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αύτη γαρ εστίν η οδός του Κυρίου, ότι αύται υπ εκείνων γεννώνται.
Μη αλλάξης την αγάπην του αδελφού σου αγάπη τινός των πραγμάτων. Διότι τον των πάντων τιμιώτερον λεληθότως ένδοθεν κέκτηται. Κατάλειψον τα μικρά, ίνα ευρης τα τίμια. Γενού τεθνεώς εν τη ζωή σου, και ζήση μετά θάνατον. Δίδου σευατόν θανείν εν τοις αγωνίσμασι, και μη ζήν εν αμελεία. Ου μόνον γαρ οι δια την εις Χριστόν πίστιν δεξάμενοι τον θάνατον μάρτυρες είσιν, αλλά και οι δια την των εντολών αυτού τήρησιν αποθνήσκοντες.
Μη γίνου άφρων εν τοις σοίς αιτήμασιν, ίνα μη τον Θεόν καθυβρίσης τη σμικρότητι της σης γνώσεως. Γενού σοφός εν ταίς σαίς προσευχαίς, ίνα των ένδοξων καταξιωθής. Ζήτησον τα τίμια παρά του μη φθονούντος, ίνα και την τιμήν παρ' αυτού δέξη, δια το σοφόν σου θέλημα. Σοφίαν ητήσατο ο Σολομών, και συν αυτή βασιλείαν γης εδέξατο, καθότι σοφώς ητήσατο, λέγω δη παρά του μεγάλου βασιλέως. Έλισσαιέ διπλήν ητήσατο την χάριν του Πνεύματος, την ούσαν τω διδασκάλω αυτού, και ουδαμώς της αιτήσεως απέτυχεν ο γαρ παρά βασιλέως ζητών τα ευτελή, τούτου την τιμήν εξευτελίζει.Ό Ισραήλ ητήσατο τα ευτελή, και την οργήν του Θεού εδέξατο. Άφηκε γαρ του θαυμάσαι εν τοις έργοις του Θεού τα φοβερά θαυμάσια αυτού, και εξήτησε τάς επιθυμίας της γαστρός αυτού. Έτι δε ούσης της βρώσεως εν τω στόματι αυτών, και η οργη του Θεού ανέβη έπ' αυτούς.
Πρόσφερε τω Θεώ κατά την δόξαν αυτού τάς αιτήσεις σου, ίνα σου μεγαλυνθή προς αυτόν η αξία και επιχαρή σοι. Ώσπερ γαρ εάν τις αιτήσηται παρά του βασιλέως μέτρον κόπρου, ου μόνον αυτός ατιμάζεται χάριν της ευτέλειας της αιτήσεως αυτού, καθότι πολλήν αγνωμοσύνην επεδείξατο, αλλ9 ότι και ύβριν τω βασιλεί χάριν της αιτήσεως αυτού επέθηκεν, ούτω και ο τα γήινα ζητών εν ταίς προσευχαίς αυτού παρά Θεού. Ιδού γαρ άγγελος και Αρχάγγελοι, οίτινες είσι του βασιλέως μεγιστάνες, εις σε ατενίζουσιν εν τω καιρώ της προσευχής σου, οποίαν αίτησιν αυτη παρά τω Δεσπότη αυτών, και εκπλήττονται και αγάλλονται, όταν ίδωσι τον γεώδη καταλείψαντα την εαυτού σάρκα και τα ουράνια αιτούντα, ώσπερ δη ανιώνται αύθις προς τον εάσαντα τα ουράνια και αιτούντα την εαυτού κόπρον.
Μη αιτήσης παρά Θεού πράγμα, όπερ αυτός άνευ αιτήσεως ημίν διδόναι προνοείται, και ου μόνον τοις ιδίοις και προσφιλέσιν, αλλά και τοις ούσι ξένοις της αυτού γνώσεως. Μη γίνεσθε γαρ, φησίν, ως τα έθνη, βαττολογούντες εν ταίς προσευχαίς. Ταύτα γαρ τα σωματικά τα έθνη επιζητούσιν, έφη ό Κύριος, «υμείς δε μη μεριμνήσητε, τι φάγητε ή τι πίητε ή τι ενδύσησθε ο γαρ Πατήρ υμών οίδεν, ότι χρείαν έχετε τούτων». Ό υιός ουκέτι αιτεί παρά του πατρός αυτού άρτον, αλλά ζητεί τα μέγιστα και τα υψηλά της οικίας του πατρός αυτού. Δια γαρ την ασθένειαν της διανοίας των ανθρώπων ενετείλατο ο Κύριος αιτείσθαι τον καθημερινόν άρτον. Όρα γαρ τι εντέταλται τοις τελείοις την γνώσιν και υγιεινοίς την ψυχήν. «Μη μεριμνήσητε», γαρ φησί, «περί βρώματος ή ενδύματος». Ει γαρ των αλόγων ζώων και των πετεινών και αυτών δη των αψύχων επιμελείται, ου πολλώ μάλλον ημών; Αλλά «ζητήσατε μάλλον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Εαν δεηθής του Θεού περί πράγματος και μακροθυμήση σου μη ταχέως επακούσαι σου, μη λυπού. Ου γαρ ει συ του Θεού σοφώτερος. Τούτο δε συμβαίνει σοι, ή δια το ανάξιον σε όντα τυχείν της αιτήσεως ή δια το μη είναι τάς οδούς της καρδίας σου εφάμιλλους τοις αίτημασί σου, αλλ' εναντίας, η δια το μήπω εφθακέναι σε το μέτρον του δέξασθαί σε το χάρισμα, όπερ αιτείς Καθότι ου δει ημάς εις μέτρα μεγάλα προ καιρού επιβάλλειν αυτούς, ίνα μη αχρειωθή το χάρισμα του Θεού εν τη ταχύτητι της υποδοχής και απόλλυται. Έκαστον πράγμα μετά πόνου καρδίας ευρισκόμενον, μετά παραφυλακής και φυλάττεται.
Διά Χριστόν δίψησον, ίνα σε μεθύση της αγάπης αυτού. Κάμμυσον τους οφθαλμούς σου από των τερπνών του βίου, ίνα καταξιωθής παρά του Θεού του βασιλεύειν εν τη ση καρδία την αυτού ειρήνην. Εγκρατεύου από των πραγμάτων,ών τα σα όμματα θεωρεί, ίνα της πνευματικής χαράς καταξιωθής.
Εάν μη αρέσωσι τω Θεώ τα έργα σου, μη ζητήσης παρ΄αυτού τα επίδοξα, ίνα μη γένη ως άνθρωπος πειράζων τον Θεόν. Κατά την διαγωγήν σου δέον είναι και την ευχήν σου.
Αδύνατον γαρ τίνα συνδεδεμένον τοις γηίνοις ζητείν τα επουράνια, αμηχανόν τε τον εν τοις κοσμικοίς ασχολούμενον τα θεία αιτήσασθαι. Διότι εκάστου ανθρώπου η επιθυμία εκ των έργων αυτού δείκνυται, και εν οίς τισι πράγμασι δείκνυσι την εαυτού σπουδήν, υπέρ αυτών αγωνίζεται εν τη προσευχή. Ό τα μέγιστα θέλων, ουκ ενασχολείται τοις ευτελεστέροις.
Γενού ελεύθερος, συνδεδεμένος ων τω σώματι, και δείξον σου της υπακοής την ελευθερίαν δια τον Χριστόν. Γενού δε και νουνεχής εν τη ση πραότητι, ίνα μη κλαπής. Αγάπησον την ταπείνωσιν εν πάσι τοις έργοις σου, ίνα ρυσθής των ακαταλήπτων παγίδων, αίτινες ευρίσκονται αεί έξωθεν της οδού των ταπεινοφρόνων. Μη απαναίνου τάς θλίψεις, διότι δι' αυτών εις την επίγνωσιν της αληθείας εισέρχη. Και μη φοβηθής τους πειρασμούς, διότι εν αυτοίς ευρίσκεις τα τίμια. Πρόσευξαι του μη εισελθείν εις τους ψυχικούς πειρασμούς, προς δε τους σωματικούς ευτρεπίζου εξ όλης της ισχύος σου. Έκτος γαρ τούτων ου δύνασαι προσπελάσαι τω Θεώ. Διότι ένδοθεν αυτών απόκειται η θεία ανάπαυσις. Ό φεύγων τους πειρασμούς, φεύγει την αρετήν πειρασμόν δε λέγω ου των επιθυμιών, αλλά των θλίψεων.
Ερώτησις. Και πώς ομοφωνήσει το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν», και το, «αγωνίσασθε εισελθείν δια της στενης πύλης»; Και πάλιν, «μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα», και «ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν»; Πώς ούν πανταχού προτρέπεται ημάς ο Κύριος προς τους πειρασμούς, ενταύθα δε προσέταξεν «εύξασθε μη εισελθείν εις αυτούς»; Ποία γαρ αρετή γίνεται άνευ θλίψεως και πειρασμού; ή ποίος πειρασμός μείζων του απολέσαι τινά εαυτόν, εις όν εισελθείν ημάς ένεκεν αυτού διεκελεύσατο; «'Όστις», γαρ φησί, «μη άρη τον σταυρόν αυτού και ακολουθή οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος». Πώς ουν εν πάση τη διδασκαλία αυτού προστάξας εισελθείν εις τους πειρασμούς, ενταύθα μη εισελθείν προσεύξασθαι ενετείλατο; «Διά πολλών», γαρ φησί, «θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών»,και «εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε», και «εν τη τούτων υπομονή κτήσασθε τάς ψυχάς υμών».
Ω της λεπτότητος της οδού των σων διδαγμάτων, Κύριε, ης έξωθεν πάντοτε καθέστηκεν ο μη συνετώς και μετά γνώσεως αναγινώσκων. Ηνίκα επεθύμησαν οι υιοί του Ζεβεδαίου και η μήτηρ αυτών της μετά σου καθέδρας εις την βασιλείαν, ταύτα είπες αυτοίς «δύνασθε πιείν το ποτήριον των πειρασμών, ο εγώ μέλλω πίνειν και το βάπτισμα, ο εγώ βαπτίσομαι βαπτισθήναι;» Και πώς ενταύθα, ω Δέσποτα, επιτρέπεις ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν εις πειρασμόν; Περί ποίων πειρασμών κελεύειν ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν;
Απόκρισις. Εύξαι, φησί, του μη εισελθείν προς τους εις την πίστιν πειρασμούς. Εύξαι του μη εισελθείν προς τους εν τη οίησει του νοός σου πειρασμούς μετά του δαίμονος της βλασφημίας και της υπερηφανίας. Εύξαι μη εισελθείν κατά παραχώρησιν Θεού εις πειρασμόν φανερόν του διαβόλου, δια τάς κακάς ενθυμήσεις, ας ενεθυμήθης εν τη διανοία σου, δι' ας και παρεχωρήθης. Εύξαι, μη αποστήναι από σου τον Άγγελον της σωφροσύνης σου, ίνα μη εμπύρω πολέμω πολεμηθής της αμαρτίας και χωρισθής απ ' αυτού. Εύξαι, μη εισελθείν εις πειρασμόν ερεθισμού τίνος κατά τίνος ή εις πειρασμόν διψυχίας και δισταγμού, εξ ων η ψυχή εις μέγαν αγώνα εκβιάζεται.
Τους μεν τοι πειρασμούς του σώματος ολοψύχως υποδέξασθαι ευτρεπίζου και εν πάσι τοις μέλεσί σου διάπλευσον εν αυτοίς και τους οφθαλμούς σου δακρύων πλήρωσον, ίνα μη αποστή ο φυλάσσων σε από σου. Έκτος γαρ πειρασμών η πρόνοια του Θεού ούχ οράται και την προς Θεόν παρρησίαν αδύνατον κτήσασθαι και την σοφίαν του Πνεύματος αδύνατον
μαθείν και τον θείον πόθον εν τη ψυχή σου βεβαιωθήναι ανένδεκτον. Προ γαρ των πειρασμών, ώσπερ τις ξένος ο άνθρωπος εύχεται τω Θεώ, επάν δε εισέλθη εις πειρασμούς δια την αγάπην αυτού και μη δέξηται αλλοίωσιν, τηνικαύτα, καθάπερ τις υπόχρεων έχων τον Θεόν και ως γνήσιος φίλος λογίζεται παρά τω Θεώ. Διότι ένεκεν του θελήματος αυτού επολέμησε τον εχθρόν αυτού και ενίκησεν αυτόν. Τούτο εστί το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν».
Και πάλιν εύξαι, του μη εισελθείν εις τον πειρασμόν τον φοβερόν του διαβόλου, δια την αλαζονείαν σου, αλλά δια το αγαπάν σε τον Θεόν, ίνα η δύναμις αυτού συνεργήση σοι και εν σοι νικήση τους εχθρούς αυτού. Εύξαι, του μη εισελθείν εις τους πειρασμούς τούτους, δια την κακίαν των λογισμών σου και των πράξεων, αλλ ίνα δοκιμασθή σου η προς το Θεόν αγάπη και δοξασθή η δύναμις αυτού εν τη υπομονή σου.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.Αμήν.
Αι αισθήσεις αι σώφρονες και συνηγμέναι ειρήνην γεννώσι τη ψυχή και ουκ εώσιν αυτήν πείραν λαβείν των πραγμάτων, όταν δε αίσθησιν των πραγμάτων ουλάβη, τότε γενήσεται νίκη δίχα αγώνος. Ει μέντοι αμελήσει οάνθρωπος και τάς προσβολάς εισελθείν εν αυτώ παραχωρήσει,τότε αναγκάζεται πολεμήσαι, ταράττεται δε η πρώτη καθαρότης, ητις εστίν απλουστάτη και ομαλή. Οι πλείστοι γαρ των ανθρώπων ή και όλος ο κόσμος δια την αμέλειαν ταύτην εξέρχονται εκ της φυσικής και καθαράς καταστάσεως. Δια τούτο οι εν κόσμω και τοις κοσμικοίς συμφυρόμενοι ου δύνανται καθαρθήναι την διάνοιαν, δια την πολλήν της κακίας επίδοσιν. Ολίγοι δε εισίν οι δυνάμενοι υποστρέψαι εις την πρώτην καθαρότητα της διανοίας. Δια τούτο χρη ασφαλώς τηρείν έκαστον άνθρωπον τάς αισθήσεις αυτού και την διάνοιαν εκ των προσβολών αεί. Νήψεως γαρ χρεία πολλής και φυλακής και τηρήσεως.Η πολλή απλότης πέφυκεν ευπρεπής. Φόβου χρεία τη ανθρωπίνη φύσει ίνα τους όρους της υπακοής της προς τον Θεόν φυλάξη ,η δε αγάπη η προς τον Θεόν κινεί προς πόθον της εργασίας των αρετών και δι' αυτής αρπάζεται προς αγαθοεργίαν. Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών, προηγείται δε αμφοτέρων ο φόβος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πάς τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τάς τελευταίας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απώλειας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αύτη γαρ εστίν η οδός του Κυρίου, ότι αύται υπ εκείνων γεννώνται.
Μη αλλάξης την αγάπην του αδελφού σου αγάπη τινός των πραγμάτων. Διότι τον των πάντων τιμιώτερον λεληθότως ένδοθεν κέκτηται. Κατάλειψον τα μικρά, ίνα ευρης τα τίμια. Γενού τεθνεώς εν τη ζωή σου, και ζήση μετά θάνατον. Δίδου σευατόν θανείν εν τοις αγωνίσμασι, και μη ζήν εν αμελεία. Ου μόνον γαρ οι δια την εις Χριστόν πίστιν δεξάμενοι τον θάνατον μάρτυρες είσιν, αλλά και οι δια την των εντολών αυτού τήρησιν αποθνήσκοντες.
Μη γίνου άφρων εν τοις σοίς αιτήμασιν, ίνα μη τον Θεόν καθυβρίσης τη σμικρότητι της σης γνώσεως. Γενού σοφός εν ταίς σαίς προσευχαίς, ίνα των ένδοξων καταξιωθής. Ζήτησον τα τίμια παρά του μη φθονούντος, ίνα και την τιμήν παρ' αυτού δέξη, δια το σοφόν σου θέλημα. Σοφίαν ητήσατο ο Σολομών, και συν αυτή βασιλείαν γης εδέξατο, καθότι σοφώς ητήσατο, λέγω δη παρά του μεγάλου βασιλέως. Έλισσαιέ διπλήν ητήσατο την χάριν του Πνεύματος, την ούσαν τω διδασκάλω αυτού, και ουδαμώς της αιτήσεως απέτυχεν ο γαρ παρά βασιλέως ζητών τα ευτελή, τούτου την τιμήν εξευτελίζει.Ό Ισραήλ ητήσατο τα ευτελή, και την οργήν του Θεού εδέξατο. Άφηκε γαρ του θαυμάσαι εν τοις έργοις του Θεού τα φοβερά θαυμάσια αυτού, και εξήτησε τάς επιθυμίας της γαστρός αυτού. Έτι δε ούσης της βρώσεως εν τω στόματι αυτών, και η οργη του Θεού ανέβη έπ' αυτούς.
Πρόσφερε τω Θεώ κατά την δόξαν αυτού τάς αιτήσεις σου, ίνα σου μεγαλυνθή προς αυτόν η αξία και επιχαρή σοι. Ώσπερ γαρ εάν τις αιτήσηται παρά του βασιλέως μέτρον κόπρου, ου μόνον αυτός ατιμάζεται χάριν της ευτέλειας της αιτήσεως αυτού, καθότι πολλήν αγνωμοσύνην επεδείξατο, αλλ9 ότι και ύβριν τω βασιλεί χάριν της αιτήσεως αυτού επέθηκεν, ούτω και ο τα γήινα ζητών εν ταίς προσευχαίς αυτού παρά Θεού. Ιδού γαρ άγγελος και Αρχάγγελοι, οίτινες είσι του βασιλέως μεγιστάνες, εις σε ατενίζουσιν εν τω καιρώ της προσευχής σου, οποίαν αίτησιν αυτη παρά τω Δεσπότη αυτών, και εκπλήττονται και αγάλλονται, όταν ίδωσι τον γεώδη καταλείψαντα την εαυτού σάρκα και τα ουράνια αιτούντα, ώσπερ δη ανιώνται αύθις προς τον εάσαντα τα ουράνια και αιτούντα την εαυτού κόπρον.
Μη αιτήσης παρά Θεού πράγμα, όπερ αυτός άνευ αιτήσεως ημίν διδόναι προνοείται, και ου μόνον τοις ιδίοις και προσφιλέσιν, αλλά και τοις ούσι ξένοις της αυτού γνώσεως. Μη γίνεσθε γαρ, φησίν, ως τα έθνη, βαττολογούντες εν ταίς προσευχαίς. Ταύτα γαρ τα σωματικά τα έθνη επιζητούσιν, έφη ό Κύριος, «υμείς δε μη μεριμνήσητε, τι φάγητε ή τι πίητε ή τι ενδύσησθε ο γαρ Πατήρ υμών οίδεν, ότι χρείαν έχετε τούτων». Ό υιός ουκέτι αιτεί παρά του πατρός αυτού άρτον, αλλά ζητεί τα μέγιστα και τα υψηλά της οικίας του πατρός αυτού. Δια γαρ την ασθένειαν της διανοίας των ανθρώπων ενετείλατο ο Κύριος αιτείσθαι τον καθημερινόν άρτον. Όρα γαρ τι εντέταλται τοις τελείοις την γνώσιν και υγιεινοίς την ψυχήν. «Μη μεριμνήσητε», γαρ φησί, «περί βρώματος ή ενδύματος». Ει γαρ των αλόγων ζώων και των πετεινών και αυτών δη των αψύχων επιμελείται, ου πολλώ μάλλον ημών; Αλλά «ζητήσατε μάλλον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Εαν δεηθής του Θεού περί πράγματος και μακροθυμήση σου μη ταχέως επακούσαι σου, μη λυπού. Ου γαρ ει συ του Θεού σοφώτερος. Τούτο δε συμβαίνει σοι, ή δια το ανάξιον σε όντα τυχείν της αιτήσεως ή δια το μη είναι τάς οδούς της καρδίας σου εφάμιλλους τοις αίτημασί σου, αλλ' εναντίας, η δια το μήπω εφθακέναι σε το μέτρον του δέξασθαί σε το χάρισμα, όπερ αιτείς Καθότι ου δει ημάς εις μέτρα μεγάλα προ καιρού επιβάλλειν αυτούς, ίνα μη αχρειωθή το χάρισμα του Θεού εν τη ταχύτητι της υποδοχής και απόλλυται. Έκαστον πράγμα μετά πόνου καρδίας ευρισκόμενον, μετά παραφυλακής και φυλάττεται.
Διά Χριστόν δίψησον, ίνα σε μεθύση της αγάπης αυτού. Κάμμυσον τους οφθαλμούς σου από των τερπνών του βίου, ίνα καταξιωθής παρά του Θεού του βασιλεύειν εν τη ση καρδία την αυτού ειρήνην. Εγκρατεύου από των πραγμάτων,ών τα σα όμματα θεωρεί, ίνα της πνευματικής χαράς καταξιωθής.
Εάν μη αρέσωσι τω Θεώ τα έργα σου, μη ζητήσης παρ΄αυτού τα επίδοξα, ίνα μη γένη ως άνθρωπος πειράζων τον Θεόν. Κατά την διαγωγήν σου δέον είναι και την ευχήν σου.
Αδύνατον γαρ τίνα συνδεδεμένον τοις γηίνοις ζητείν τα επουράνια, αμηχανόν τε τον εν τοις κοσμικοίς ασχολούμενον τα θεία αιτήσασθαι. Διότι εκάστου ανθρώπου η επιθυμία εκ των έργων αυτού δείκνυται, και εν οίς τισι πράγμασι δείκνυσι την εαυτού σπουδήν, υπέρ αυτών αγωνίζεται εν τη προσευχή. Ό τα μέγιστα θέλων, ουκ ενασχολείται τοις ευτελεστέροις.
Γενού ελεύθερος, συνδεδεμένος ων τω σώματι, και δείξον σου της υπακοής την ελευθερίαν δια τον Χριστόν. Γενού δε και νουνεχής εν τη ση πραότητι, ίνα μη κλαπής. Αγάπησον την ταπείνωσιν εν πάσι τοις έργοις σου, ίνα ρυσθής των ακαταλήπτων παγίδων, αίτινες ευρίσκονται αεί έξωθεν της οδού των ταπεινοφρόνων. Μη απαναίνου τάς θλίψεις, διότι δι' αυτών εις την επίγνωσιν της αληθείας εισέρχη. Και μη φοβηθής τους πειρασμούς, διότι εν αυτοίς ευρίσκεις τα τίμια. Πρόσευξαι του μη εισελθείν εις τους ψυχικούς πειρασμούς, προς δε τους σωματικούς ευτρεπίζου εξ όλης της ισχύος σου. Έκτος γαρ τούτων ου δύνασαι προσπελάσαι τω Θεώ. Διότι ένδοθεν αυτών απόκειται η θεία ανάπαυσις. Ό φεύγων τους πειρασμούς, φεύγει την αρετήν πειρασμόν δε λέγω ου των επιθυμιών, αλλά των θλίψεων.
Ερώτησις. Και πώς ομοφωνήσει το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν», και το, «αγωνίσασθε εισελθείν δια της στενης πύλης»; Και πάλιν, «μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα», και «ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν»; Πώς ούν πανταχού προτρέπεται ημάς ο Κύριος προς τους πειρασμούς, ενταύθα δε προσέταξεν «εύξασθε μη εισελθείν εις αυτούς»; Ποία γαρ αρετή γίνεται άνευ θλίψεως και πειρασμού; ή ποίος πειρασμός μείζων του απολέσαι τινά εαυτόν, εις όν εισελθείν ημάς ένεκεν αυτού διεκελεύσατο; «'Όστις», γαρ φησί, «μη άρη τον σταυρόν αυτού και ακολουθή οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος». Πώς ουν εν πάση τη διδασκαλία αυτού προστάξας εισελθείν εις τους πειρασμούς, ενταύθα μη εισελθείν προσεύξασθαι ενετείλατο; «Διά πολλών», γαρ φησί, «θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών»,και «εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε», και «εν τη τούτων υπομονή κτήσασθε τάς ψυχάς υμών».
Ω της λεπτότητος της οδού των σων διδαγμάτων, Κύριε, ης έξωθεν πάντοτε καθέστηκεν ο μη συνετώς και μετά γνώσεως αναγινώσκων. Ηνίκα επεθύμησαν οι υιοί του Ζεβεδαίου και η μήτηρ αυτών της μετά σου καθέδρας εις την βασιλείαν, ταύτα είπες αυτοίς «δύνασθε πιείν το ποτήριον των πειρασμών, ο εγώ μέλλω πίνειν και το βάπτισμα, ο εγώ βαπτίσομαι βαπτισθήναι;» Και πώς ενταύθα, ω Δέσποτα, επιτρέπεις ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν εις πειρασμόν; Περί ποίων πειρασμών κελεύειν ημίν εύξασθαι του μη εισελθείν;
Απόκρισις. Εύξαι, φησί, του μη εισελθείν προς τους εις την πίστιν πειρασμούς. Εύξαι του μη εισελθείν προς τους εν τη οίησει του νοός σου πειρασμούς μετά του δαίμονος της βλασφημίας και της υπερηφανίας. Εύξαι μη εισελθείν κατά παραχώρησιν Θεού εις πειρασμόν φανερόν του διαβόλου, δια τάς κακάς ενθυμήσεις, ας ενεθυμήθης εν τη διανοία σου, δι' ας και παρεχωρήθης. Εύξαι, μη αποστήναι από σου τον Άγγελον της σωφροσύνης σου, ίνα μη εμπύρω πολέμω πολεμηθής της αμαρτίας και χωρισθής απ ' αυτού. Εύξαι, μη εισελθείν εις πειρασμόν ερεθισμού τίνος κατά τίνος ή εις πειρασμόν διψυχίας και δισταγμού, εξ ων η ψυχή εις μέγαν αγώνα εκβιάζεται.
Τους μεν τοι πειρασμούς του σώματος ολοψύχως υποδέξασθαι ευτρεπίζου και εν πάσι τοις μέλεσί σου διάπλευσον εν αυτοίς και τους οφθαλμούς σου δακρύων πλήρωσον, ίνα μη αποστή ο φυλάσσων σε από σου. Έκτος γαρ πειρασμών η πρόνοια του Θεού ούχ οράται και την προς Θεόν παρρησίαν αδύνατον κτήσασθαι και την σοφίαν του Πνεύματος αδύνατον
μαθείν και τον θείον πόθον εν τη ψυχή σου βεβαιωθήναι ανένδεκτον. Προ γαρ των πειρασμών, ώσπερ τις ξένος ο άνθρωπος εύχεται τω Θεώ, επάν δε εισέλθη εις πειρασμούς δια την αγάπην αυτού και μη δέξηται αλλοίωσιν, τηνικαύτα, καθάπερ τις υπόχρεων έχων τον Θεόν και ως γνήσιος φίλος λογίζεται παρά τω Θεώ. Διότι ένεκεν του θελήματος αυτού επολέμησε τον εχθρόν αυτού και ενίκησεν αυτόν. Τούτο εστί το, «εύξασθε μη εισελθείν εις πειρασμόν».
Και πάλιν εύξαι, του μη εισελθείν εις τον πειρασμόν τον φοβερόν του διαβόλου, δια την αλαζονείαν σου, αλλά δια το αγαπάν σε τον Θεόν, ίνα η δύναμις αυτού συνεργήση σοι και εν σοι νικήση τους εχθρούς αυτού. Εύξαι, του μη εισελθείν εις τους πειρασμούς τούτους, δια την κακίαν των λογισμών σου και των πράξεων, αλλ ίνα δοκιμασθή σου η προς το Θεόν αγάπη και δοξασθή η δύναμις αυτού εν τη υπομονή σου.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΕ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
ΔΙ ΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΩΣΥΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΥΓΚΑΤΕΒΗ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ
Καί πάλιν ο Κύριος ημών κατά τον τρόπον του ελέους αυτού πρόνοιαν ποιησάμενος και κατά το μέτρον της χάριτος αυτού, εάν συνετώς πρόσχης, και περί των σωματικών πειρασμών προσέταξε προσεύξασθαι. Ιδών γαρ την φύσιν ημών ασθενή ούσαν, δια το γεώδες και σαθρόν του σώματος, και μη δυναμένην αντιστήναι τοις πειρασμοίς, όταν εν μέσω αυτών γένηται, και δια τούτο εκπίπτουσαν της αληθείας, και νώτα προσέχουσαν και νικωμένην υπό των θλίψεων, προσέταξε προσεύξασθαι μη εμπεσείν εξαίφνης εις τους πειρασμούς, ει δυνατόν εστίν άνευ αυτών ευαρεστείν τω Θεώ. Εάν μέντοι αιφνιδίως ένεκα μεγίστης αρετής εις φοβερούς πειρασμούς εμπέση ο άνθρωπος και μη υπομείνη, ουδέ τελειώσαι την αρετήν εν τω καιρώ εκείνω δύναται.
Ού χρη ημάς πρόσωπον λαμβάνειν, ούτε ημών αυτών ούτε άλλων, ουδέ χάριν φόβου καταλιπείν το ευγενές και τίμιον πράγμα, εν ώ η ζωή της ψυχής ταμιεύεται, και προφάσεις φέρειν και δόγματα της χαυνότητος. Οίον, «εύξασθαι μη εισελθείν εις πειρασμόν». Περί των τοιούτων γαρ είρηται, ότι δια της εντολής κρυπτώς άμαρτάνουσιν.
Εάν ουν συμβή ανθρώπω και επέλθη αυτώ πειρασμός και αναγκασθή καταλύσαι μίαν των εντολών μου τούτων,ήγουν καταλείψαι την σωφροσύνην η την μοναχικήν πολιτείαν ή άρνησασθαι την πίστιν ή μη άγωνίσασθαι δια Χριστόν ή καταργήσαι μίαν των εντολών, ούτος, εάν δειλιάση και μη αντιστή γενναίως προς τους πειρασμούς, εκπεσείται της αληθείας.
Λοιπόν πάση δυνάμει περιφρονήσωμεν του σώματος και παραδώμεν τω Θεώ την ψυχήν και εισέλθωμεν εν όνοματι Κυρίου εις τον αγώνα των πειρασμών.
Και ο διασώσας τον Ιωσήφ εν γη Αιγύπτου και αναδείξας αυτόν εικόνα και τύπον της σωφροσύνης, και ο τον Δανιήλ αλώβητον φυλάξας εν τω λάκκω των λεόντων, και τους τρεις νεανίας εν τη καμίνω του πυρός, και τον Ίερεμίαν εκ του λάκκου των βορβόρων και ο ρυσάμενος αυτόν και χαρισάμενος αυτώ έλεος εν μέσω του στρατοπέδου των Χαλδαίων, και εξαγαγών τον Πέτρον εκ του δεσμωτηρίου κεκλεισμένων των θυρών και τον Παύλον διασώσας εκ της συναγωγής των Ιουδαίων και, απλώς ειπείν, ο πάντοτε εν παντί τόπω και χώρω συνών τοις δούλοις αυτού και δεικνύων αυτού την δύναμιν και νίκην εν αυτοίς και διατηρών αυτούς εν πολλοίς τεραστίοις και εμφανίζων αυτών το σωτήριον αυτού εν πάσαις ταίς θλίψεσιν αυτών, αυτός και ημάς ενισχύσοι και διασώσοι εν μέσω των κυμάτων των περικυκλούντων ημάς. Αμήν.
Έστω ούν ημίν ζηλος εν ταίς ψυχαίς ημών κατά του διαβόλου, και των αυτού ταξεωτών, οίον είχον οι Μακκαβαίοι και οι άγιοι προφήται, και οι Απόστολοι και μάρτυρες και όσιοι και δίκαιοι, οίτινες συνεστήσαντο τους θείους νόμους και τάς εντολάς του Πνεύματος εν χώραις φοβεραίς και πειρασμοίς χαλεπωτάτοις και απέρριψαν τον κόσμον και το σώμα οπίσω αυτών και υπέμειναν εν τη δικαιοσύνη αυτών, μη ηττηθέντες υπό των κινδύνων των κυκλωσάντων συν ταίς ψυχαίς αυτών και τα σώματα, αλλά νικήσαντες ανδρείως. Ων τα ονόματα γέγραπται εν βίβλω ζωής μέχρι της παρουσίας του Χριστού, και η διδαχή αυτών τετήρηται δια προσταγής Θεού προς ημετέραν διδασκαλίαν και ανάρρωσιν, ως μαρτυρεί ο μακάριος Απόστολος, ίνα σοφοί γενώμεθα και μάθωμεν τάς οδούς του Θεού, και υπ' όψιν έχωμεν τα διηγήματα και τους βίους αυτών, ως εμψύχους και ζώσας εικόνας, και λάβωμεν εξ αυτών τύπον και δράμωμεν εν τω δρόμω αυτών και ομοιωθώμεν αυτοίς.
Ως ηδέα τα θεία λόγια τη συνετωτάτη ψυχή, ώσπερ τροφή θάλπουσα το σώμα, επιθυμητά δε τα διηγήματα των δικαίων εν τοις ωσί των πατέρων, ως διηνεκής αρδεία τω νεωστί πεφυτευμένω φυτώ.
Εχε οΰν, αγαπητέ, κατά νουν την πρόνοιαν του Θεού, ην εξ αρχής και μέχρι του νυν προνοείται, ώσπερ τι καλόν φάρμακον ασθενέσιν όμμασι, και κάτεχε παρά σεαυτώ τούτου την μνήμην εν πάση ώρα, και διαλογίζου και φρόντισον και παιδεύθητι εν αυτοίς, ίνα μάθης λαβείν μνημην εν τη ση ψυχή της μεγαλωσύνης της τιμής του Θεού και εύρης τη ση ψυχή ζωήν αιώνιον εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, τω γενομένω μεσίτη Θεού και ανθρώπων, ως εξ αμφοτέρων ηνωμένω, ου τη δόξη τη περικυκλούση τον θρόνον αυτού της τιμης αι των Αγγέλων τάξεις προσπελάσαι ου δύναται, δι' ημάς δε φανέντι εν κοσμώ εν ευτελεί και ταπεινώ προσχήματι καθώς φησίν ο Ησαΐας «είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος», Εκείνος ο πάση τη κτιστή φύσει αόρατος και σώμα ενδυσάμενος και τελειώσας την οικονομίαν εις σωτηρίαν και ζωήν πάντων των καθαρισθέντων δι' αυτού εθνών.
Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμην.
ΔΙ ΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΩΣΥΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΥΓΚΑΤΕΒΗ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ
Καί πάλιν ο Κύριος ημών κατά τον τρόπον του ελέους αυτού πρόνοιαν ποιησάμενος και κατά το μέτρον της χάριτος αυτού, εάν συνετώς πρόσχης, και περί των σωματικών πειρασμών προσέταξε προσεύξασθαι. Ιδών γαρ την φύσιν ημών ασθενή ούσαν, δια το γεώδες και σαθρόν του σώματος, και μη δυναμένην αντιστήναι τοις πειρασμοίς, όταν εν μέσω αυτών γένηται, και δια τούτο εκπίπτουσαν της αληθείας, και νώτα προσέχουσαν και νικωμένην υπό των θλίψεων, προσέταξε προσεύξασθαι μη εμπεσείν εξαίφνης εις τους πειρασμούς, ει δυνατόν εστίν άνευ αυτών ευαρεστείν τω Θεώ. Εάν μέντοι αιφνιδίως ένεκα μεγίστης αρετής εις φοβερούς πειρασμούς εμπέση ο άνθρωπος και μη υπομείνη, ουδέ τελειώσαι την αρετήν εν τω καιρώ εκείνω δύναται.
Ού χρη ημάς πρόσωπον λαμβάνειν, ούτε ημών αυτών ούτε άλλων, ουδέ χάριν φόβου καταλιπείν το ευγενές και τίμιον πράγμα, εν ώ η ζωή της ψυχής ταμιεύεται, και προφάσεις φέρειν και δόγματα της χαυνότητος. Οίον, «εύξασθαι μη εισελθείν εις πειρασμόν». Περί των τοιούτων γαρ είρηται, ότι δια της εντολής κρυπτώς άμαρτάνουσιν.
Εάν ουν συμβή ανθρώπω και επέλθη αυτώ πειρασμός και αναγκασθή καταλύσαι μίαν των εντολών μου τούτων,ήγουν καταλείψαι την σωφροσύνην η την μοναχικήν πολιτείαν ή άρνησασθαι την πίστιν ή μη άγωνίσασθαι δια Χριστόν ή καταργήσαι μίαν των εντολών, ούτος, εάν δειλιάση και μη αντιστή γενναίως προς τους πειρασμούς, εκπεσείται της αληθείας.
Λοιπόν πάση δυνάμει περιφρονήσωμεν του σώματος και παραδώμεν τω Θεώ την ψυχήν και εισέλθωμεν εν όνοματι Κυρίου εις τον αγώνα των πειρασμών.
Και ο διασώσας τον Ιωσήφ εν γη Αιγύπτου και αναδείξας αυτόν εικόνα και τύπον της σωφροσύνης, και ο τον Δανιήλ αλώβητον φυλάξας εν τω λάκκω των λεόντων, και τους τρεις νεανίας εν τη καμίνω του πυρός, και τον Ίερεμίαν εκ του λάκκου των βορβόρων και ο ρυσάμενος αυτόν και χαρισάμενος αυτώ έλεος εν μέσω του στρατοπέδου των Χαλδαίων, και εξαγαγών τον Πέτρον εκ του δεσμωτηρίου κεκλεισμένων των θυρών και τον Παύλον διασώσας εκ της συναγωγής των Ιουδαίων και, απλώς ειπείν, ο πάντοτε εν παντί τόπω και χώρω συνών τοις δούλοις αυτού και δεικνύων αυτού την δύναμιν και νίκην εν αυτοίς και διατηρών αυτούς εν πολλοίς τεραστίοις και εμφανίζων αυτών το σωτήριον αυτού εν πάσαις ταίς θλίψεσιν αυτών, αυτός και ημάς ενισχύσοι και διασώσοι εν μέσω των κυμάτων των περικυκλούντων ημάς. Αμήν.
Έστω ούν ημίν ζηλος εν ταίς ψυχαίς ημών κατά του διαβόλου, και των αυτού ταξεωτών, οίον είχον οι Μακκαβαίοι και οι άγιοι προφήται, και οι Απόστολοι και μάρτυρες και όσιοι και δίκαιοι, οίτινες συνεστήσαντο τους θείους νόμους και τάς εντολάς του Πνεύματος εν χώραις φοβεραίς και πειρασμοίς χαλεπωτάτοις και απέρριψαν τον κόσμον και το σώμα οπίσω αυτών και υπέμειναν εν τη δικαιοσύνη αυτών, μη ηττηθέντες υπό των κινδύνων των κυκλωσάντων συν ταίς ψυχαίς αυτών και τα σώματα, αλλά νικήσαντες ανδρείως. Ων τα ονόματα γέγραπται εν βίβλω ζωής μέχρι της παρουσίας του Χριστού, και η διδαχή αυτών τετήρηται δια προσταγής Θεού προς ημετέραν διδασκαλίαν και ανάρρωσιν, ως μαρτυρεί ο μακάριος Απόστολος, ίνα σοφοί γενώμεθα και μάθωμεν τάς οδούς του Θεού, και υπ' όψιν έχωμεν τα διηγήματα και τους βίους αυτών, ως εμψύχους και ζώσας εικόνας, και λάβωμεν εξ αυτών τύπον και δράμωμεν εν τω δρόμω αυτών και ομοιωθώμεν αυτοίς.
Ως ηδέα τα θεία λόγια τη συνετωτάτη ψυχή, ώσπερ τροφή θάλπουσα το σώμα, επιθυμητά δε τα διηγήματα των δικαίων εν τοις ωσί των πατέρων, ως διηνεκής αρδεία τω νεωστί πεφυτευμένω φυτώ.
Εχε οΰν, αγαπητέ, κατά νουν την πρόνοιαν του Θεού, ην εξ αρχής και μέχρι του νυν προνοείται, ώσπερ τι καλόν φάρμακον ασθενέσιν όμμασι, και κάτεχε παρά σεαυτώ τούτου την μνήμην εν πάση ώρα, και διαλογίζου και φρόντισον και παιδεύθητι εν αυτοίς, ίνα μάθης λαβείν μνημην εν τη ση ψυχή της μεγαλωσύνης της τιμής του Θεού και εύρης τη ση ψυχή ζωήν αιώνιον εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, τω γενομένω μεσίτη Θεού και ανθρώπων, ως εξ αμφοτέρων ηνωμένω, ου τη δόξη τη περικυκλούση τον θρόνον αυτού της τιμης αι των Αγγέλων τάξεις προσπελάσαι ου δύναται, δι' ημάς δε φανέντι εν κοσμώ εν ευτελεί και ταπεινώ προσχήματι καθώς φησίν ο Ησαΐας «είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος», Εκείνος ο πάση τη κτιστή φύσει αόρατος και σώμα ενδυσάμενος και τελειώσας την οικονομίαν εις σωτηρίαν και ζωήν πάντων των καθαρισθέντων δι' αυτού εθνών.
Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμην.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ
ΚΑΙ ΠΟΣΗΝ ΕΧΟΥΣΙΝ ΗΔΥΤΗΤΑ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ, ΟΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΓΙΝΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΜΕΝΟΜΕΝΟΙ. ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑΞΕΙΣ, ΕΝ ΑΙΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΣΥΝΕΤΟΣ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ
Αι αρεταί αλλήλας διαδέχονται, δια το μη γίνεσθαι την οδόν της αρετής επαχθή και βαρείαν και δια το κατά τάξιν αυτάς κατορθούσθαι και ούτω προυσφιλή έσεσθαι τα δυσχερή τα υπέρ του αγαθού, ως τα αγαθά. Ουδείς γαρ δύναται κτήσασθαι την ακτημοσύνην εν αληθεία, ει μη πείση εαυτόν και ετοιμάση εαυτόν υπομείναι τους πειρασμούς μετά χαράς. Και ουδείς δύναται υπομείναι τους πειρασμούς, ει μη ο πιστεύσας, ότι εστί τι υπερέχον την σωματικην ανάπαυσιν, αντί των θλίψεων, ου η μετοχή γενέσθαι παρεσκεύασεν εαυτόν υποδέξασθαι.
Πας ούν ο τη ακτημοσύνη εαυτόν ετοιμάσας, πρώτον μεν η αγάπη των θλίψεων κινείται εν αυτώ, και τότε επέρχεται αυτώ λογισμός του ακτημονείν των του κόσμου τούτου. Και πάς ο εγγίζων τη θλίψει, πρώτον μεν δια πίστεως στερεούται, και τότε προσεγγίζει ταίς θλίψεσιν. Όστις στέρηση εαυτόν της ενεργείας των αισθήσεων, οράσεως λέγω και ακοής, διπλήν θλίψιν προυξένησεν εαυτώ και διπλασίως ταλαιπωρήσει και θλιβήσεται. Μάλλον δε, τι όφελος στερηθήναι των αισθητών πραγμάτων και δια των αισθησεων ενηδύνεσθαι εν αυτοίς; το αυτό γαρ πάσχει εκ των εν αυτοίς παθών, όπερ έπασχε πρώην πρακτικώς διότι η μνήμη της συνηθείας αυτών ουκ αφίσταται της διανοίας αυτού. Ει γαρ αί φαντασίαι αυτών νοητώς γινόμεναι οδύνην τω ανθρώπω παρέχουσιν άνευ των πραγμάτων αυτών, τι εχομεν ειπείν περί της συνυπάρξεως της εγγιζούσης;
Λοιπόν καλή η αναχώρησις, λίαν γαρ συνεργεί. Τους γαρ λογισμούς γενναίως καταπραΰνει και δύναμιν εν τη διατριβύ εντίθησι και υπομονήν και μεγάλην διδάσκει τον άνθρωπον των επερχομένων αύτω αναγκαίως θλίψεων.
Μη ζητήσης λαβείν βουλήν παρά τίνος, μη όντος εν τη διαγωγή σου, καν λίαν σοφός υπάρχη. Ανάθου δε μάλλον τον λογισμόν σου ιδιώτη εν πείρα γεγονότι των πραγμάτων, ηπερ φιλοσοφώ λογίω ομιλούντι εκ της εξετάσεως, άνευ της πείρας των πραγμάτων.
Τι δε εστί πείρα; Η πείρα εστίν, ουχί το εισελθείν τίνα καικατασκοπεύσαι τίνα των πραγμάτων, μήπω λαβόντα την γνώσιν αυτών εις εαυτόν, αλλά το αισθηθήναι της πείρας της ωφελείας αυτών και της ζημίας ενεργώς δια το χρονίσαι εν αυτοίς. Και γαρ πολλάκις φαίνεται πράγμα ζημίαν έχον, ένδον δε αυτού ευρίσκεται πασά πραγματεία γέμουσα ωφελείας. Τον αυτόν δε τρόπον νοεί και εν τω εναντίω τούτον τουτέστι, πολλάκις φαίνεται πράγμα ωφέλειαν έχον, έσωθεν δε εστί μεμεστωμένον ζημίας. Διό και πολλοί των ανθρώπων πάλιν εκ των φαινομένων επικερδών πραγμάτων ζημίαν ευρίσκουσι. Και ουδέ εκ τούτων η μαρτυρία της γνώσεως αληθινη εστίν.
Εκείνω ούν συμβούλω χρήσαι, τω επισταμένω δοκιμάσαι εν υπομονή τα πράγματα της διακρίσεως. Διά τούτο ουχί έκαστος εστίν αξιόπιστος του δούναι βουλήν, ει μη όστις πρώτος καλώς την ελευθερίαν αυτού εκυβέρνησε και ου φοβείται κατηγορίας και συκοφαντίας.
Όταν γαρ εύρης ειρήνην εν τη οδώ σου αναλλοίωτον, τότε φοβήθητι. Διότι μακράν απέχεις εκ της ευθείας τρίβου της πατουμένης υπό των μοχθηρών ποδών των αγίων. Όσον γαρ διαβαίνεις εν τη οδώ της πόλεως της βασιλείας και τη του Θεού πόλει πλησιάζεις, τούτο έστω σοι το σημείον η ισχύς των πειρασμών απαντά σοι. Και όσον πλησιάζεις και προκόπτεις, τοσούτον οι πειρασμοί πληθύνονται κατά σου. Όταν ούν αίσθη εν τη ψυχή σου διαφόρους και ισχυροτέρους πειρασμούς εν τη οδώ σου, γνώθι ότι εν τοις καιροίς εκείνοις όντως εδέξατο η ψυχή σου βαθμόν εν τω κρυπτώ άλλον υψηλόν και προσετέθη αύτη χάρις εν τη καταστάσει, εν η ίστατο εν αύτη.
Κατά γαρ το μέτρον της χάριτος, κατά τοσούτον εις την θλίψιν των πειρασμών εισφέρει ο Θεός την ψυχήν. Ουχί είς τους πειρασμούς τους κοσμικούς, οίτινες γίνονται τισι διά το χαλινώσαι την κακίαν και τα φανερά πράγματα, μηδέ σώματικάς ταραχάς νόει τούτους, αλλά πειρασμούς αρμόζοντας μοναχοίς εν τη ησυχία αυτών, ους περ ύστερον μέλλομεν διαιρείν. Εάν δε έχη η ψυχή ασθένειαν και ούχ ικανοί προς τους πειρασμούς τους μεγάλους και αιτήσαι μη εισελθείν εις αυτούς και εισακούση αυτης ο Θεός, γνώθι σαφώς, ότι καθ όσον ανικανοί προς τους μεγάλους πειρασμούς, κατά τοσούτον και προς τα μεγάλα χαρίσματα. Ου δίδωσι γαρ ο Θεός χάρισμα μέγα, χωρίς μεγάλου πειρασμού. Κατά γαρ τους πειρασμούς και τα χαρίσματα ωρίσθησαν υπό του Θεού, κατά την σοφίαν αυτού, ην ου καταλαμβάνουσι οι δημιουργηθέντες υπ' αυτού. Λοιπόν εκ των δυσχερών θλίψεων των συμβαινουσών σοι υπό της προνοίας του Θεού, καταλαμβάνεις πόσην εδέξατο η ψυχή σου εκ της με-γαλωσύνης αυτού τιμήν. Κατά γαρ την λύπην, και η παράκλησις.
Ερώτησις. Τι ούν λοιπόν; πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα; ή το χάρισμα πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;
Απόκρισις. Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρυπτώ μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτου ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν ευσελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον Παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών ότι μετά του αγαθού η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντως προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ούν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει.
Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά και φόβος. Χαρά μεν, ότι εν τη οδώ τη πατηθείση υπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δε οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αίτιας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τούτοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπισμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί του εκβιβασμού και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν δια την υπερηφανίαν της καρδίας.
Οι πειρασμοί των φίλων του Θεού, οίτινές εισιν οι ταπεινόφρονες.
Οι υπό της πνευματικής ράβδου εις προκοπήν και αύξησιν της ψυχής γινόμενοι πειρασμοί, εν οις γυμνάζεται και δοκιμάζεται η ψυχή και αγωνίζεται, είσιν ούτοι η οκνηρία, βάρος του σώματος, η χαύνωσις των μελών, η ακηδία, η σύγχυσις της διανοίας, υπόνοια ασθενείας του σώματος, το κόψαι την ελπίδα προς ώραν, η σκότωσις των λογισμών, η έκλειψις της ανθρωπίνης βοηθείας, η ένδεια της σωματικης χρείας, και τα όμοια τούτων. Εκ τούτων των πειρασμών κτάται ο άνθρωπος ψυχήν μεμονωμένην και απροστάτευτον και καρδίαν νενεκρωμένην και ταπείνωσιν, και εκ τούτου δοκιμάζεται τις ελθείν εις επιθυμίαν του κτίσαντος. Και ταύτα προς την δύναμιν ο προνοητής οικονομεί και προς την χρείαν των υποδεχόμενων αυτά. Τούτοις συγκέκραται η παράκλησις και αί επιφοραί, το φως και το σκότος, οι πόλεμοι και αί αντιληψεις, και συντόμως ειπείν,στένωσις και πλατυσμός. Και τούτο εστί το σημείον της προκοπής του ανθρώπου δια της βοηθείας του Θεού.
Οι πειρασμοί των εχθρών τον Θεόν, οίτινες είσιν οι υπερήφανοι.
Οι δε πειρασμοί, οι γινόμενοι εκ της παραχωρήσεως του Θεού κατά των αναισχυντούντων και επαιρομένων εν ταίς διανοίαις αυτών ενώπιον της αγαθότητος του Θεού και αδικούντων την αγαθότητα του Θεού εν τη υπερηφανία αυτών, εισίν ούτοι οι πειρασμοί οι φανεροί των δαιμόνων, οι και υπέρ τον όρον της δυνάμεως υπάρχοντες της ψυχής, η στέρησις των δυνάμεων της σοφίας της ούσης εν αυτοίς, αίσθησις δριμεία της εννοίας της πορνείας της παραχωρούμενης κατ' αυτών εις ταπείνωσιν της επάρσεως αυτών, το θυμούσθαι ταχέως, το θέλειν στησαι το ίδιον θέλημα, το φιλονεικείν εν λόγοις, το επιτιμήσαι, η καταφρόνησις της καρδίας, πλάνη του νου τελεία, βλασφημία κατά του ονόματος του Θεού, έννοιαι μωραί πεπληρωμέναι γέλωτος, μάλλον δε κλαυθμού, το καταφρονείσθαι υπό των ανθρώπων και αφανίζεσθαι την τιμήν αυτών, το γενέσθαι αισχύνη και όνειδος υπό των δαιμόνων εν πολλοίς τρόποις κρυπτώς και φανερώς, επιθυμία του μιγήναι και συναστραφήναι τω κόσμω, το λαλείν και ληρείν αφρόνως πάντοτε, το ευρείν εαυτώ καινισμόν αεί συν ψευδοπροφητεία, το επαγγέλλεσθαι πολλά υπέρ την δύναμιν αυτού. Και ταύτα μεν τα ψυχικά.
Εν δε τοις σωματικοίς, συμβαίνουσιν αύτω συμβάσεις οδυνηραί, διαμένουσαι αεί συμπεπλεγμέναι και δύσλυτοι, απαντήσεις κακώς αεί και αθέων ανθρώπων, το εμπεσείν εις χείρας θλιβόντων ανθρώπων, το κινείσθαι την καρδίαν αυτού αεί αναιτίως υπό του θείου φόβου εξαίφνης, το πολλάκις πάσχειν αυτούς πτώματα μεγάλα εκ πετρών και από υψηλών τόπων και των ομοίων τούτοις των γινομένων εις συντριβήν του σώματος. Και τέλος ένδεια των αντιλαμβανόμενων την καρδίαν υπό της θεϊκής δυνάμεως και της ελπίδος της πίστεως αυτών, και συντόμως ειπείν, όσα αδύνατα και υπέρ δύναμιν επάγονται αυτοίς συν τοις εαυτών. Ταύτα γαρ πάντα όσα ετάξαμεν και ηριθμήσαμεν είσιν εκ των τρόπων των πειρασμών της υπερηφανίας.
Φαίνεται δε η αρχη τούτων εν τω άνθρώπω, όταν τις άρξηται έχειν σοφόν εαυτόν εν οφθαλμοίς αυτού, και ούτος μετακινείται εν πάσι τοις κακοίς τούτοις κατά το μέτρον της υποδοχής των τοιούτων λογισμών της υπερηφανίας. Λοιπόν εκ των ειδών των πειρασμών σου καταλάμβανε τάς οδούς της λεπτότητος της διανοίας σου. Εάν δε ίδης τινάς τούτων των πειρασμών μεμιγμένους μετά των προ τούτων των είρημένων πειρασμών, γνώθι ότι καθ' όσον έχεις εκ τούτων, κατά τοσούτον η υπερηφανία εν σοι ενέσκηψεν.
Περί υπομονής
Άκουσον δε πάλιν και τρόπον άλλον. Πάσαι αι περιστάσεις και αι θλίψεις αι μη μετέχουσαι υπομονής, διπλή εστίν η βάσανος αυτών. Υπομονή γαρ ανθρώπου αποβάλλει τάς συμφοράς αυτού. Μικροψυχία δε μήτηρ εστί της κολάσεως. Ύπομονή εστί μήτηρ της παρακλήσεως και δύναμίς τις, ήτις εκ της ευρυχωρίας της καρδίας αποτίκτεσθαι πέφυκεν, ην τίνα δύναμιν δυσχερές τον άνθρωπον ευρείν εν ταίς θλίψεσιν αυτού, εκτός του θείου χαρίσματος, του εκ της καταδιώξεως της ευχής και της εκχύσεως των δακρύων ευρισκομένου.
Περί μικροψυχίας
Όταν βουληθή ο Θεός έπι πλείον θλίψαι άνθρωπον, παραχωρεί αυτόν εισελθείν εις τάς χείρας της μικροψυχίας. Και αύτη τίκτει εν αυτώ κραταιάν δύναμιν της ακηδίας, εν η γεύεται του ψυχικού πνιγμού, όπερ εστί γεύσις της γεέννης. Και εκ τούτου επάγεται το πνεύμα της εκστάσεως, εξ ου πηγάζουσιν οι μύριοι πειρασμοί η σύγχυσις, ο θυμός, η βλασφημία, η μεμψιμοιρία, οι διεστραμμένοι λογισμοί, η από χώρας εις χώραν μετάστασις, και τα όμοια τούτοις. Εάν δε είπης, η αίτια τούτων τις εστί; λέγω σοι, ότι η ση αμέλεια. Ου γαρ εμερίμνησας εκζητήσαι την ιατρείαν αυτών. Η ιατρεία γαρ τούτων πάντων μία εστίν, εν η εν τη χειρί αυτής ευρίσκει τις παράκλησιν εν τη ψυχή αυτού ευθέως. Και τις εστίν αύτη; η ταπεινοφροσύνη της καρδίας, και εκτός ταύτης καταλύσαι τον φραγμόν των κακιών τούτων ου δύναται τις, αλλά μάλλον ευρίσκει αυτάς υπερισχύουσας κατ'αυτού.
Μη θυμωθης κατ' εμού, ότι λέγω σοι την αλήθειαν. Ουκ εζήτησας ταύτην εν όλη σου τη ψυχή ποτέ. Εάν δε θέλης, γενού εν τη χώρα αυτής και όψει πώς δώσει σοι την λύσιν της κακίας σου. Προς γαρ το μέτρον της ταπεινοφροσύνης δίδοταί σοι και υπομονή εν ταίς συμφοραίς σου, και κατά την υπομονήν σου ελαφρύνεται το βάρος των θλίψεων σου και της παρακλήσεως τεύξη. Κατά δε την παράκλησιν σου, μεγαλύνεται η προς Θεόν αγάπη σου, και κατά την αγάπην σου, μεγαλύνεται η χαρά σου εν τω Πνεύματι τω αγίω.Των δε εν αληθεία υιών όντων ο οικτίρμων, ότε ευδοκήσει έκβασιν ποιήσασθαι των πειρασμών αυτών, ουχί λήψει λαμβάνει τους πειρασμούς εξ αυτών, άλλ' υπομονήν παρέχει αυτοίς εν τοις πειρασμοίς αυτών, και ταύτα πάντα τα αγαθά εν τη χειρί της υπομονής αυτών δέχονται προς τελειότητα των ψυχών αυτών.
Αξιώσαι δε ημάς Χριστός ό Θεός εν τη χάριτι αυτού υπομένειν τα κακά δια την αγάπην αυτού εν ευχαριστία της καρδίας. Αμήν.
ΚΑΙ ΠΟΣΗΝ ΕΧΟΥΣΙΝ ΗΔΥΤΗΤΑ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ, ΟΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΓΙΝΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΜΕΝΟΜΕΝΟΙ. ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑΞΕΙΣ, ΕΝ ΑΙΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΣΥΝΕΤΟΣ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ
Αι αρεταί αλλήλας διαδέχονται, δια το μη γίνεσθαι την οδόν της αρετής επαχθή και βαρείαν και δια το κατά τάξιν αυτάς κατορθούσθαι και ούτω προυσφιλή έσεσθαι τα δυσχερή τα υπέρ του αγαθού, ως τα αγαθά. Ουδείς γαρ δύναται κτήσασθαι την ακτημοσύνην εν αληθεία, ει μη πείση εαυτόν και ετοιμάση εαυτόν υπομείναι τους πειρασμούς μετά χαράς. Και ουδείς δύναται υπομείναι τους πειρασμούς, ει μη ο πιστεύσας, ότι εστί τι υπερέχον την σωματικην ανάπαυσιν, αντί των θλίψεων, ου η μετοχή γενέσθαι παρεσκεύασεν εαυτόν υποδέξασθαι.
Πας ούν ο τη ακτημοσύνη εαυτόν ετοιμάσας, πρώτον μεν η αγάπη των θλίψεων κινείται εν αυτώ, και τότε επέρχεται αυτώ λογισμός του ακτημονείν των του κόσμου τούτου. Και πάς ο εγγίζων τη θλίψει, πρώτον μεν δια πίστεως στερεούται, και τότε προσεγγίζει ταίς θλίψεσιν. Όστις στέρηση εαυτόν της ενεργείας των αισθήσεων, οράσεως λέγω και ακοής, διπλήν θλίψιν προυξένησεν εαυτώ και διπλασίως ταλαιπωρήσει και θλιβήσεται. Μάλλον δε, τι όφελος στερηθήναι των αισθητών πραγμάτων και δια των αισθησεων ενηδύνεσθαι εν αυτοίς; το αυτό γαρ πάσχει εκ των εν αυτοίς παθών, όπερ έπασχε πρώην πρακτικώς διότι η μνήμη της συνηθείας αυτών ουκ αφίσταται της διανοίας αυτού. Ει γαρ αί φαντασίαι αυτών νοητώς γινόμεναι οδύνην τω ανθρώπω παρέχουσιν άνευ των πραγμάτων αυτών, τι εχομεν ειπείν περί της συνυπάρξεως της εγγιζούσης;
Λοιπόν καλή η αναχώρησις, λίαν γαρ συνεργεί. Τους γαρ λογισμούς γενναίως καταπραΰνει και δύναμιν εν τη διατριβύ εντίθησι και υπομονήν και μεγάλην διδάσκει τον άνθρωπον των επερχομένων αύτω αναγκαίως θλίψεων.
Μη ζητήσης λαβείν βουλήν παρά τίνος, μη όντος εν τη διαγωγή σου, καν λίαν σοφός υπάρχη. Ανάθου δε μάλλον τον λογισμόν σου ιδιώτη εν πείρα γεγονότι των πραγμάτων, ηπερ φιλοσοφώ λογίω ομιλούντι εκ της εξετάσεως, άνευ της πείρας των πραγμάτων.
Τι δε εστί πείρα; Η πείρα εστίν, ουχί το εισελθείν τίνα καικατασκοπεύσαι τίνα των πραγμάτων, μήπω λαβόντα την γνώσιν αυτών εις εαυτόν, αλλά το αισθηθήναι της πείρας της ωφελείας αυτών και της ζημίας ενεργώς δια το χρονίσαι εν αυτοίς. Και γαρ πολλάκις φαίνεται πράγμα ζημίαν έχον, ένδον δε αυτού ευρίσκεται πασά πραγματεία γέμουσα ωφελείας. Τον αυτόν δε τρόπον νοεί και εν τω εναντίω τούτον τουτέστι, πολλάκις φαίνεται πράγμα ωφέλειαν έχον, έσωθεν δε εστί μεμεστωμένον ζημίας. Διό και πολλοί των ανθρώπων πάλιν εκ των φαινομένων επικερδών πραγμάτων ζημίαν ευρίσκουσι. Και ουδέ εκ τούτων η μαρτυρία της γνώσεως αληθινη εστίν.
Εκείνω ούν συμβούλω χρήσαι, τω επισταμένω δοκιμάσαι εν υπομονή τα πράγματα της διακρίσεως. Διά τούτο ουχί έκαστος εστίν αξιόπιστος του δούναι βουλήν, ει μη όστις πρώτος καλώς την ελευθερίαν αυτού εκυβέρνησε και ου φοβείται κατηγορίας και συκοφαντίας.
Όταν γαρ εύρης ειρήνην εν τη οδώ σου αναλλοίωτον, τότε φοβήθητι. Διότι μακράν απέχεις εκ της ευθείας τρίβου της πατουμένης υπό των μοχθηρών ποδών των αγίων. Όσον γαρ διαβαίνεις εν τη οδώ της πόλεως της βασιλείας και τη του Θεού πόλει πλησιάζεις, τούτο έστω σοι το σημείον η ισχύς των πειρασμών απαντά σοι. Και όσον πλησιάζεις και προκόπτεις, τοσούτον οι πειρασμοί πληθύνονται κατά σου. Όταν ούν αίσθη εν τη ψυχή σου διαφόρους και ισχυροτέρους πειρασμούς εν τη οδώ σου, γνώθι ότι εν τοις καιροίς εκείνοις όντως εδέξατο η ψυχή σου βαθμόν εν τω κρυπτώ άλλον υψηλόν και προσετέθη αύτη χάρις εν τη καταστάσει, εν η ίστατο εν αύτη.
Κατά γαρ το μέτρον της χάριτος, κατά τοσούτον εις την θλίψιν των πειρασμών εισφέρει ο Θεός την ψυχήν. Ουχί είς τους πειρασμούς τους κοσμικούς, οίτινες γίνονται τισι διά το χαλινώσαι την κακίαν και τα φανερά πράγματα, μηδέ σώματικάς ταραχάς νόει τούτους, αλλά πειρασμούς αρμόζοντας μοναχοίς εν τη ησυχία αυτών, ους περ ύστερον μέλλομεν διαιρείν. Εάν δε έχη η ψυχή ασθένειαν και ούχ ικανοί προς τους πειρασμούς τους μεγάλους και αιτήσαι μη εισελθείν εις αυτούς και εισακούση αυτης ο Θεός, γνώθι σαφώς, ότι καθ όσον ανικανοί προς τους μεγάλους πειρασμούς, κατά τοσούτον και προς τα μεγάλα χαρίσματα. Ου δίδωσι γαρ ο Θεός χάρισμα μέγα, χωρίς μεγάλου πειρασμού. Κατά γαρ τους πειρασμούς και τα χαρίσματα ωρίσθησαν υπό του Θεού, κατά την σοφίαν αυτού, ην ου καταλαμβάνουσι οι δημιουργηθέντες υπ' αυτού. Λοιπόν εκ των δυσχερών θλίψεων των συμβαινουσών σοι υπό της προνοίας του Θεού, καταλαμβάνεις πόσην εδέξατο η ψυχή σου εκ της με-γαλωσύνης αυτού τιμήν. Κατά γαρ την λύπην, και η παράκλησις.
Ερώτησις. Τι ούν λοιπόν; πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα; ή το χάρισμα πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;
Απόκρισις. Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρυπτώ μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτου ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν ευσελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον Παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών ότι μετά του αγαθού η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντως προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ούν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει.
Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά και φόβος. Χαρά μεν, ότι εν τη οδώ τη πατηθείση υπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δε οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αίτιας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τούτοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπισμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί του εκβιβασμού και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν δια την υπερηφανίαν της καρδίας.
Οι πειρασμοί των φίλων του Θεού, οίτινές εισιν οι ταπεινόφρονες.
Οι υπό της πνευματικής ράβδου εις προκοπήν και αύξησιν της ψυχής γινόμενοι πειρασμοί, εν οις γυμνάζεται και δοκιμάζεται η ψυχή και αγωνίζεται, είσιν ούτοι η οκνηρία, βάρος του σώματος, η χαύνωσις των μελών, η ακηδία, η σύγχυσις της διανοίας, υπόνοια ασθενείας του σώματος, το κόψαι την ελπίδα προς ώραν, η σκότωσις των λογισμών, η έκλειψις της ανθρωπίνης βοηθείας, η ένδεια της σωματικης χρείας, και τα όμοια τούτων. Εκ τούτων των πειρασμών κτάται ο άνθρωπος ψυχήν μεμονωμένην και απροστάτευτον και καρδίαν νενεκρωμένην και ταπείνωσιν, και εκ τούτου δοκιμάζεται τις ελθείν εις επιθυμίαν του κτίσαντος. Και ταύτα προς την δύναμιν ο προνοητής οικονομεί και προς την χρείαν των υποδεχόμενων αυτά. Τούτοις συγκέκραται η παράκλησις και αί επιφοραί, το φως και το σκότος, οι πόλεμοι και αί αντιληψεις, και συντόμως ειπείν,στένωσις και πλατυσμός. Και τούτο εστί το σημείον της προκοπής του ανθρώπου δια της βοηθείας του Θεού.
Οι πειρασμοί των εχθρών τον Θεόν, οίτινες είσιν οι υπερήφανοι.
Οι δε πειρασμοί, οι γινόμενοι εκ της παραχωρήσεως του Θεού κατά των αναισχυντούντων και επαιρομένων εν ταίς διανοίαις αυτών ενώπιον της αγαθότητος του Θεού και αδικούντων την αγαθότητα του Θεού εν τη υπερηφανία αυτών, εισίν ούτοι οι πειρασμοί οι φανεροί των δαιμόνων, οι και υπέρ τον όρον της δυνάμεως υπάρχοντες της ψυχής, η στέρησις των δυνάμεων της σοφίας της ούσης εν αυτοίς, αίσθησις δριμεία της εννοίας της πορνείας της παραχωρούμενης κατ' αυτών εις ταπείνωσιν της επάρσεως αυτών, το θυμούσθαι ταχέως, το θέλειν στησαι το ίδιον θέλημα, το φιλονεικείν εν λόγοις, το επιτιμήσαι, η καταφρόνησις της καρδίας, πλάνη του νου τελεία, βλασφημία κατά του ονόματος του Θεού, έννοιαι μωραί πεπληρωμέναι γέλωτος, μάλλον δε κλαυθμού, το καταφρονείσθαι υπό των ανθρώπων και αφανίζεσθαι την τιμήν αυτών, το γενέσθαι αισχύνη και όνειδος υπό των δαιμόνων εν πολλοίς τρόποις κρυπτώς και φανερώς, επιθυμία του μιγήναι και συναστραφήναι τω κόσμω, το λαλείν και ληρείν αφρόνως πάντοτε, το ευρείν εαυτώ καινισμόν αεί συν ψευδοπροφητεία, το επαγγέλλεσθαι πολλά υπέρ την δύναμιν αυτού. Και ταύτα μεν τα ψυχικά.
Εν δε τοις σωματικοίς, συμβαίνουσιν αύτω συμβάσεις οδυνηραί, διαμένουσαι αεί συμπεπλεγμέναι και δύσλυτοι, απαντήσεις κακώς αεί και αθέων ανθρώπων, το εμπεσείν εις χείρας θλιβόντων ανθρώπων, το κινείσθαι την καρδίαν αυτού αεί αναιτίως υπό του θείου φόβου εξαίφνης, το πολλάκις πάσχειν αυτούς πτώματα μεγάλα εκ πετρών και από υψηλών τόπων και των ομοίων τούτοις των γινομένων εις συντριβήν του σώματος. Και τέλος ένδεια των αντιλαμβανόμενων την καρδίαν υπό της θεϊκής δυνάμεως και της ελπίδος της πίστεως αυτών, και συντόμως ειπείν, όσα αδύνατα και υπέρ δύναμιν επάγονται αυτοίς συν τοις εαυτών. Ταύτα γαρ πάντα όσα ετάξαμεν και ηριθμήσαμεν είσιν εκ των τρόπων των πειρασμών της υπερηφανίας.
Φαίνεται δε η αρχη τούτων εν τω άνθρώπω, όταν τις άρξηται έχειν σοφόν εαυτόν εν οφθαλμοίς αυτού, και ούτος μετακινείται εν πάσι τοις κακοίς τούτοις κατά το μέτρον της υποδοχής των τοιούτων λογισμών της υπερηφανίας. Λοιπόν εκ των ειδών των πειρασμών σου καταλάμβανε τάς οδούς της λεπτότητος της διανοίας σου. Εάν δε ίδης τινάς τούτων των πειρασμών μεμιγμένους μετά των προ τούτων των είρημένων πειρασμών, γνώθι ότι καθ' όσον έχεις εκ τούτων, κατά τοσούτον η υπερηφανία εν σοι ενέσκηψεν.
Περί υπομονής
Άκουσον δε πάλιν και τρόπον άλλον. Πάσαι αι περιστάσεις και αι θλίψεις αι μη μετέχουσαι υπομονής, διπλή εστίν η βάσανος αυτών. Υπομονή γαρ ανθρώπου αποβάλλει τάς συμφοράς αυτού. Μικροψυχία δε μήτηρ εστί της κολάσεως. Ύπομονή εστί μήτηρ της παρακλήσεως και δύναμίς τις, ήτις εκ της ευρυχωρίας της καρδίας αποτίκτεσθαι πέφυκεν, ην τίνα δύναμιν δυσχερές τον άνθρωπον ευρείν εν ταίς θλίψεσιν αυτού, εκτός του θείου χαρίσματος, του εκ της καταδιώξεως της ευχής και της εκχύσεως των δακρύων ευρισκομένου.
Περί μικροψυχίας
Όταν βουληθή ο Θεός έπι πλείον θλίψαι άνθρωπον, παραχωρεί αυτόν εισελθείν εις τάς χείρας της μικροψυχίας. Και αύτη τίκτει εν αυτώ κραταιάν δύναμιν της ακηδίας, εν η γεύεται του ψυχικού πνιγμού, όπερ εστί γεύσις της γεέννης. Και εκ τούτου επάγεται το πνεύμα της εκστάσεως, εξ ου πηγάζουσιν οι μύριοι πειρασμοί η σύγχυσις, ο θυμός, η βλασφημία, η μεμψιμοιρία, οι διεστραμμένοι λογισμοί, η από χώρας εις χώραν μετάστασις, και τα όμοια τούτοις. Εάν δε είπης, η αίτια τούτων τις εστί; λέγω σοι, ότι η ση αμέλεια. Ου γαρ εμερίμνησας εκζητήσαι την ιατρείαν αυτών. Η ιατρεία γαρ τούτων πάντων μία εστίν, εν η εν τη χειρί αυτής ευρίσκει τις παράκλησιν εν τη ψυχή αυτού ευθέως. Και τις εστίν αύτη; η ταπεινοφροσύνη της καρδίας, και εκτός ταύτης καταλύσαι τον φραγμόν των κακιών τούτων ου δύναται τις, αλλά μάλλον ευρίσκει αυτάς υπερισχύουσας κατ'αυτού.
Μη θυμωθης κατ' εμού, ότι λέγω σοι την αλήθειαν. Ουκ εζήτησας ταύτην εν όλη σου τη ψυχή ποτέ. Εάν δε θέλης, γενού εν τη χώρα αυτής και όψει πώς δώσει σοι την λύσιν της κακίας σου. Προς γαρ το μέτρον της ταπεινοφροσύνης δίδοταί σοι και υπομονή εν ταίς συμφοραίς σου, και κατά την υπομονήν σου ελαφρύνεται το βάρος των θλίψεων σου και της παρακλήσεως τεύξη. Κατά δε την παράκλησιν σου, μεγαλύνεται η προς Θεόν αγάπη σου, και κατά την αγάπην σου, μεγαλύνεται η χαρά σου εν τω Πνεύματι τω αγίω.Των δε εν αληθεία υιών όντων ο οικτίρμων, ότε ευδοκήσει έκβασιν ποιήσασθαι των πειρασμών αυτών, ουχί λήψει λαμβάνει τους πειρασμούς εξ αυτών, άλλ' υπομονήν παρέχει αυτοίς εν τοις πειρασμοίς αυτών, και ταύτα πάντα τα αγαθά εν τη χειρί της υπομονής αυτών δέχονται προς τελειότητα των ψυχών αυτών.
Αξιώσαι δε ημάς Χριστός ό Θεός εν τη χάριτι αυτού υπομένειν τα κακά δια την αγάπην αυτού εν ευχαριστία της καρδίας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΖ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Είπε τις των αγίων, ότι γίνεται το σώμα φίλος της αμαρτίας φοβούμενον τους πειρασμούς, ίνα μη στενωθή και αποθάνη εκ της ζωής αυτού. Δια τούτο καταναγκάζει αυτό το Πνεύμα το άγιον αποθανείν. Γινώσκει γαρ ότι, εάν μη αποθάνη, ου νικά την αμαρτίαν. Ει τις θέλει ίνα κατοίκηση εν αυτώ ο Κύριος, το σώμα αυτού βιάζεται και λειτουργεί τω Κυρίω και δουλεύει εν ταίς εντολαίς του Πνεύματος ταίς γεγραμμέναις εν τω Αποστόλω και φυλάττει την ψυχήν αυτού από των έργων της σαρκός, ων έγραψεν ο Απόστολος. Σώμα δε συμμεμιγμένον τη αμαρτία αναπαύεται εν τοις έργοις της σαρκός, και το Πνεύμα του Θεού ουκ αναπαύεται εν τοις καρποίς αυτού.
Ότε γαρ ασθενεί το σώμα εν νηστεία και ταπεινώσει, η ψυχή ενδυναμούται εν τη προσευχή.Έθος έχει το σώμα όταν στενωθή πολλαχώς εν θλίψεσι της ησυχίας και υστερηθή και δεηθή, ώστε εγγίζειν του αποθανείν εκ της ζωής αυτού, τότε παρακαλεί σε, λέγον
Αφες με ολίγον, ίνα συμμέτρως πολιτεύσωμαι, άρτι ορθοποδώ, διότι επειράθην των τοιούτων κακών. Και όταν αναπαύσης αυτό εκ των θλίψεων και παράσχης αυτώ μικράν άνεσιν, διότι συνεπάθησας αυτώ, και καν προς μικρόν μικρόν αναπαύσηται, τότε ψιθυρίζει σοι κολακευτικώς μικρόν, έως αν ποίηση σε εξελθείν εκ της ερήμου πάνυ γαρ εισί τα κολακεύματα αυτού ισχυρά. Και λέγει σοι
Δυνάμεθα καλώς πολιτεύσασθαι και πλησίον του κόσμου.Πολλά γαρ επειράθημεν. Δυνάμεθα ούν, εν οίς έσμεν, εκείσε πολιτεύεσθαι. Δοκίμασαν με μόνον και, εάν ου γίνωμαι ως θέλεις, δυνάμεθα υποστρέψαι. Ιδού η έρημος ου φεύγει εξ ημών.
Μη ούν πισεύσης αυτώ, καν σφόδρα παρακάλεση και υποσχέσεις πολλάς ποίηση. Διότι ου ποιεί α είπε. Μετά το δούναι σε αυτώ την αίτησιν αυτού, ρίπτει σε εις μεγάλα πτώμα¬τα, εξ ων ου δύνη αναστήναι και εξελθείν έξ αυτών.
Όταν ακηδιάση εκ των πειρασμών και χορτασθή εξ αυτών, είπε αυτώ' συ πάλιν την ακαθαρσίαν και την αισχράν ζωήν επιθυμείς. Και εάν είπη σοι, Αμαρτία μεγάλη εστί το φονεύσαι εαυτόν, ειπέ συ αυτώ' φονεύω εαυτόν, διότι ου δύναμαι ακαθάρτως ζήσαι αποθάνω ώδε, ίνα μη πάλιν θεάσωμαι τον θάνατον τον αληθινόν της ψυχής μου, τον εκ του Θεού. Συμφέρει μοι ίνα αποθάνω ώδε υπέρ της αγνείας και μη κακήν ζωήν ζήσω εν τω κόσμω. Τον θάνατον τούτον προαιρέσει εξελεξάμην υπέρ των αμαρτιών μου. Αποκτενώ εαυτόν, διότι ημάρτηκα τω Κυρίω και μηκέτι αυτόν παροργίσω. Τι θέλω ζωήν απέχουσαν από του Θεού; Τάς κακώσεις ταύτας υπομέ-νω, ίνα μη αλλοτριωθώ εκ της επουρανίου ελπίδος. Ποίαν ωφέλειαν έχει ο Θεός εκ της εμής ζωής της εν τω βίω, εάν εν αυτώ ζήσω κακώς και παροργίσω αυτόν;
Είπε τις των αγίων, ότι γίνεται το σώμα φίλος της αμαρτίας φοβούμενον τους πειρασμούς, ίνα μη στενωθή και αποθάνη εκ της ζωής αυτού. Δια τούτο καταναγκάζει αυτό το Πνεύμα το άγιον αποθανείν. Γινώσκει γαρ ότι, εάν μη αποθάνη, ου νικά την αμαρτίαν. Ει τις θέλει ίνα κατοίκηση εν αυτώ ο Κύριος, το σώμα αυτού βιάζεται και λειτουργεί τω Κυρίω και δουλεύει εν ταίς εντολαίς του Πνεύματος ταίς γεγραμμέναις εν τω Αποστόλω και φυλάττει την ψυχήν αυτού από των έργων της σαρκός, ων έγραψεν ο Απόστολος. Σώμα δε συμμεμιγμένον τη αμαρτία αναπαύεται εν τοις έργοις της σαρκός, και το Πνεύμα του Θεού ουκ αναπαύεται εν τοις καρποίς αυτού.
Ότε γαρ ασθενεί το σώμα εν νηστεία και ταπεινώσει, η ψυχή ενδυναμούται εν τη προσευχή.Έθος έχει το σώμα όταν στενωθή πολλαχώς εν θλίψεσι της ησυχίας και υστερηθή και δεηθή, ώστε εγγίζειν του αποθανείν εκ της ζωής αυτού, τότε παρακαλεί σε, λέγον
Αφες με ολίγον, ίνα συμμέτρως πολιτεύσωμαι, άρτι ορθοποδώ, διότι επειράθην των τοιούτων κακών. Και όταν αναπαύσης αυτό εκ των θλίψεων και παράσχης αυτώ μικράν άνεσιν, διότι συνεπάθησας αυτώ, και καν προς μικρόν μικρόν αναπαύσηται, τότε ψιθυρίζει σοι κολακευτικώς μικρόν, έως αν ποίηση σε εξελθείν εκ της ερήμου πάνυ γαρ εισί τα κολακεύματα αυτού ισχυρά. Και λέγει σοι
Δυνάμεθα καλώς πολιτεύσασθαι και πλησίον του κόσμου.Πολλά γαρ επειράθημεν. Δυνάμεθα ούν, εν οίς έσμεν, εκείσε πολιτεύεσθαι. Δοκίμασαν με μόνον και, εάν ου γίνωμαι ως θέλεις, δυνάμεθα υποστρέψαι. Ιδού η έρημος ου φεύγει εξ ημών.
Μη ούν πισεύσης αυτώ, καν σφόδρα παρακάλεση και υποσχέσεις πολλάς ποίηση. Διότι ου ποιεί α είπε. Μετά το δούναι σε αυτώ την αίτησιν αυτού, ρίπτει σε εις μεγάλα πτώμα¬τα, εξ ων ου δύνη αναστήναι και εξελθείν έξ αυτών.
Όταν ακηδιάση εκ των πειρασμών και χορτασθή εξ αυτών, είπε αυτώ' συ πάλιν την ακαθαρσίαν και την αισχράν ζωήν επιθυμείς. Και εάν είπη σοι, Αμαρτία μεγάλη εστί το φονεύσαι εαυτόν, ειπέ συ αυτώ' φονεύω εαυτόν, διότι ου δύναμαι ακαθάρτως ζήσαι αποθάνω ώδε, ίνα μη πάλιν θεάσωμαι τον θάνατον τον αληθινόν της ψυχής μου, τον εκ του Θεού. Συμφέρει μοι ίνα αποθάνω ώδε υπέρ της αγνείας και μη κακήν ζωήν ζήσω εν τω κόσμω. Τον θάνατον τούτον προαιρέσει εξελεξάμην υπέρ των αμαρτιών μου. Αποκτενώ εαυτόν, διότι ημάρτηκα τω Κυρίω και μηκέτι αυτόν παροργίσω. Τι θέλω ζωήν απέχουσαν από του Θεού; Τάς κακώσεις ταύτας υπομέ-νω, ίνα μη αλλοτριωθώ εκ της επουρανίου ελπίδος. Ποίαν ωφέλειαν έχει ο Θεός εκ της εμής ζωής της εν τω βίω, εάν εν αυτώ ζήσω κακώς και παροργίσω αυτόν;
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα
ΛΟΓΟΣ ΜΗ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΑ ΠΟΙΑΣ ΑΙΤΙΑΣ ΑΦΙΗΣΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ
Εκ της αγάπης, ην έδειξαν οι άγιοι προς τον Θεόν, υπέρ ων υπέρ του ονόματος αυτού πάσχουσιν, ότε στενοχωρεί αυτούς και ουκ αφίσταται των υπ' αυτόν αγαπωμένων, κτάται η καρδία αυτών παρρησίαν, του ιδείν προς αυτόν απερικαλύπτως και εν πεποιθήσει αιτήσασθαι αυτόν. Μεγάλη εστίν η δύναμις της ευχής της μετά παρρησίας.
Διά τούτο αφίησιν ο Θεός τους αγίους αυτού πειρασθήναι εν πάση λύπη και λαβείν πάλιν την πείραν και την δοκιμήν της αντιλήψεως αυτού, και όσην πρόνοιαν έχει περί αυτών, Οτι κτώνται εκ των πειρασμών σοφίαν, ίνα μη, γενόμενοι ιδιώται, στερηθώσι της των δύο γυμνασίας μερών, ίνα κτήσωνται εκ της δοκιμής την γνώσιν των απάντων, μήπως καταγελασθώσιν υπό των δαιμόνων. Ότι, ει εν τοις αγαθοίς εγύμναζεν αυτούς, ήσαν της γυμνασίας της ετέρας λειπόμενοι και εγένοντο αν εν τοις πολέμοις τυφλοί. Και εάν είπωμεν, ότι αυτός γυμνάζει αυτούς χωρίς της αυτών επιγνώσεως, λοιπόν λέγομεν, ότι θέλει αυτούς γενέσθαι κατά τους βόας και τάς όνους και τους μη έχοντας ελευθερίαν εν τινι. Και ότι ου γίνεται γεύσις εν τω αγαθώ τω ανθρώπω, είπερ μη πειρασθείη πρώτον εν τη των κακών δοκιμή, ίνα, όταν απαντήση εν αυτοίς τα αγαθά, εν γνώσει και ελευθερία χρήσηται αυτοίς ως ιδίοις. Πόσον η γνώσις η εκ της των έργων πείρας και εκ της γυμνασίας προληφθείσα ηδεία πέφυκε και πόσην δύναμιν παρέχει τω εκ πολλης πείρας αυτού εν εαυτώ ευρόντι αυτήν, τούτοις γινώσκεται τοις πεπεισμένοις και ειδόσι την συνεργίαν αυτής, ως δε και την ασθένειαν της φύσεως και την αντίληψιν της θεϊκής δυνάμεως.
Τότε γαρ γινώσκουσιν, ότε πρώτον κωλύσας την εαυτού δύναμιν εξ αυτών αισθηθήναι ποιήσει τάς ασθενείας της φύσεως και της δυσχερείας των πειρασμών και της πονηρίας του εχθρού και προς ποιον παλαιστήν έχουσι και ποίαν ενδεδυμένοι φύσιν είσι και πώς εισί πεφυλαγμένοι εν τη δυνάμει τη θεϊκή και πόσον έδραμον και πόσον υψώθησαν εν αυτή και ότι ότε μακρυνθείη η θεϊκή δύναμις εξ αυτών, πώς ασθενούσι κατέναντι πάθους παντός, ίνα και εκ τούτων πάντων ταπείνωσιν κτήσωνται και τω Θεώ προσπελάσωσι και την αντίληψιν αυτού προσδοκήσωσι και εις την προσευχήν υπομένωσι. Και ταύτα πάντα πόθεν έλαβον, ει μη ότε πείραν εκτήσαντο των πολλών κακών, εν οίς παραχωρήσει Θεού ενέπεσον, καθώς φησίν ο Απόστολος, «ίνα μη τη υπερβολή των αποκαλύψεων υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος Σατάν»; Άλλα και πίστιν βεβαίαν κτάται τις εκ των πειρασμών εν τη πείρα της αντιλήψεως της θεϊκής, ην έσχε πολλάκις. Εντεύθεν άφοβος γίνεται και θάρσος κτάται εν τοις πειρασμοίς και εκ της γυμνασίας ην εκτήσατο.
Παντί ανθρώπω ωφελεί ο πειρασμός. Εάν γαρ τον Παύλον ωφελεί ο πειρασμός, πάν στόμα φραγήσεται και υπόδικος γενήσεται ο κόσμος τω Θεώ. Οι αγωνισταί πειράζονται ίνα προσθήσωσι τω πλούτω αυτών οι χαύνοι, ίνα εκ των βλαπτόντων φυλάξονται εαυτούς και οι υπνώττοντες, ίνα εις εξυπνισμόν ευτρεπισθώσι και οι μακράν όντες, ίνα προσεγγίσωσι τω Θεώ • οι δε οικείοι, ίνα εν παρρησία είσοικισθώσι.
Πας υιός άγύμναστος ου δέχεται τον πλοΰτον του οίκου του πατρός αυτού, εις το βοηθείσθαι υπ' αυτού. Δια τούτο λοιπόν, πρώτον πειράζει ο Θεός και βασανίζει, είτα δεικνύει το χάρισμα. Δόξα τω Δεσπότη, τω εν φαρμάκοις στρυφνοίς την τρυφήν της υγείας ημίν προσάγοντι.
Ουκ εστίν ός τις εν καιρώ της γυμνασίας μη άχθεται, και ουκ εστί τις, ώ ου πικρός ο καιρός, εν ω τον ιόν ποτίζεται των πειρασμών, καταφαίνεται. Χωρίς τούτων ου δυνατόν κράσιν προσκτήσασθαι ισχυράν. Και το υπομείναι δε, ουχ ημών εστί. Πόθεν γαρ έχει το κεράμιον το από πηλού υπομείναι την ρύσιν του ύδατος, ει μη το πυρ το θεϊκόν αυτό στερεώσειεν; Εάν υποταγώμεν αιτούμενοι εν ταπεινώσει μετά εφέσεως αδιαλείπτου εν καρτερία, πάντα λαμβάνομεν.
Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αμήν.
Εκ της αγάπης, ην έδειξαν οι άγιοι προς τον Θεόν, υπέρ ων υπέρ του ονόματος αυτού πάσχουσιν, ότε στενοχωρεί αυτούς και ουκ αφίσταται των υπ' αυτόν αγαπωμένων, κτάται η καρδία αυτών παρρησίαν, του ιδείν προς αυτόν απερικαλύπτως και εν πεποιθήσει αιτήσασθαι αυτόν. Μεγάλη εστίν η δύναμις της ευχής της μετά παρρησίας.
Διά τούτο αφίησιν ο Θεός τους αγίους αυτού πειρασθήναι εν πάση λύπη και λαβείν πάλιν την πείραν και την δοκιμήν της αντιλήψεως αυτού, και όσην πρόνοιαν έχει περί αυτών, Οτι κτώνται εκ των πειρασμών σοφίαν, ίνα μη, γενόμενοι ιδιώται, στερηθώσι της των δύο γυμνασίας μερών, ίνα κτήσωνται εκ της δοκιμής την γνώσιν των απάντων, μήπως καταγελασθώσιν υπό των δαιμόνων. Ότι, ει εν τοις αγαθοίς εγύμναζεν αυτούς, ήσαν της γυμνασίας της ετέρας λειπόμενοι και εγένοντο αν εν τοις πολέμοις τυφλοί. Και εάν είπωμεν, ότι αυτός γυμνάζει αυτούς χωρίς της αυτών επιγνώσεως, λοιπόν λέγομεν, ότι θέλει αυτούς γενέσθαι κατά τους βόας και τάς όνους και τους μη έχοντας ελευθερίαν εν τινι. Και ότι ου γίνεται γεύσις εν τω αγαθώ τω ανθρώπω, είπερ μη πειρασθείη πρώτον εν τη των κακών δοκιμή, ίνα, όταν απαντήση εν αυτοίς τα αγαθά, εν γνώσει και ελευθερία χρήσηται αυτοίς ως ιδίοις. Πόσον η γνώσις η εκ της των έργων πείρας και εκ της γυμνασίας προληφθείσα ηδεία πέφυκε και πόσην δύναμιν παρέχει τω εκ πολλης πείρας αυτού εν εαυτώ ευρόντι αυτήν, τούτοις γινώσκεται τοις πεπεισμένοις και ειδόσι την συνεργίαν αυτής, ως δε και την ασθένειαν της φύσεως και την αντίληψιν της θεϊκής δυνάμεως.
Τότε γαρ γινώσκουσιν, ότε πρώτον κωλύσας την εαυτού δύναμιν εξ αυτών αισθηθήναι ποιήσει τάς ασθενείας της φύσεως και της δυσχερείας των πειρασμών και της πονηρίας του εχθρού και προς ποιον παλαιστήν έχουσι και ποίαν ενδεδυμένοι φύσιν είσι και πώς εισί πεφυλαγμένοι εν τη δυνάμει τη θεϊκή και πόσον έδραμον και πόσον υψώθησαν εν αυτή και ότι ότε μακρυνθείη η θεϊκή δύναμις εξ αυτών, πώς ασθενούσι κατέναντι πάθους παντός, ίνα και εκ τούτων πάντων ταπείνωσιν κτήσωνται και τω Θεώ προσπελάσωσι και την αντίληψιν αυτού προσδοκήσωσι και εις την προσευχήν υπομένωσι. Και ταύτα πάντα πόθεν έλαβον, ει μη ότε πείραν εκτήσαντο των πολλών κακών, εν οίς παραχωρήσει Θεού ενέπεσον, καθώς φησίν ο Απόστολος, «ίνα μη τη υπερβολή των αποκαλύψεων υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος Σατάν»; Άλλα και πίστιν βεβαίαν κτάται τις εκ των πειρασμών εν τη πείρα της αντιλήψεως της θεϊκής, ην έσχε πολλάκις. Εντεύθεν άφοβος γίνεται και θάρσος κτάται εν τοις πειρασμοίς και εκ της γυμνασίας ην εκτήσατο.
Παντί ανθρώπω ωφελεί ο πειρασμός. Εάν γαρ τον Παύλον ωφελεί ο πειρασμός, πάν στόμα φραγήσεται και υπόδικος γενήσεται ο κόσμος τω Θεώ. Οι αγωνισταί πειράζονται ίνα προσθήσωσι τω πλούτω αυτών οι χαύνοι, ίνα εκ των βλαπτόντων φυλάξονται εαυτούς και οι υπνώττοντες, ίνα εις εξυπνισμόν ευτρεπισθώσι και οι μακράν όντες, ίνα προσεγγίσωσι τω Θεώ • οι δε οικείοι, ίνα εν παρρησία είσοικισθώσι.
Πας υιός άγύμναστος ου δέχεται τον πλοΰτον του οίκου του πατρός αυτού, εις το βοηθείσθαι υπ' αυτού. Δια τούτο λοιπόν, πρώτον πειράζει ο Θεός και βασανίζει, είτα δεικνύει το χάρισμα. Δόξα τω Δεσπότη, τω εν φαρμάκοις στρυφνοίς την τρυφήν της υγείας ημίν προσάγοντι.
Ουκ εστίν ός τις εν καιρώ της γυμνασίας μη άχθεται, και ουκ εστί τις, ώ ου πικρός ο καιρός, εν ω τον ιόν ποτίζεται των πειρασμών, καταφαίνεται. Χωρίς τούτων ου δυνατόν κράσιν προσκτήσασθαι ισχυράν. Και το υπομείναι δε, ουχ ημών εστί. Πόθεν γαρ έχει το κεράμιον το από πηλού υπομείναι την ρύσιν του ύδατος, ει μη το πυρ το θεϊκόν αυτό στερεώσειεν; Εάν υποταγώμεν αιτούμενοι εν ταπεινώσει μετά εφέσεως αδιαλείπτου εν καρτερία, πάντα λαμβάνομεν.
Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.