Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Κείμενα και συμβουλές των Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας μας, παλαιότερων και νεώτερων.

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΝΘ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΤΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΩΝ ΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΕΥΧΗ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΩΝ
Τό μεν προκρίνειν το αγαθόν θέλημα, του επιθυμούντος εστίν αυτό, το δε τελειώσαι την του αγαθού θελήματος εκλογήν, του Θεού, και δέεται τις της παρ' αυτού αντιλήψεως. Δια τούτο εν τη επιθυμία τη γενομένη εν ημίν ευχάς συνεχείς επακολουθείν ποιήσωμεν, ου μόνον δεόμενοι της αντιλήψεως αλλά και ίνα ποιήση εν αυτή διαφοράν, ει εστί προς αρέσκειαν του θελήματος αυτού ή ου. Ου γαρ πάσα επιθυμία καλή εκ του Θεού εμπίπτει εις την καρδίαν, αλλ' εκείνη η ωφελούσα. Έστι γαρ ότε επιθυμεί ο άνθρωπος αγαθόν, και ου βοηθεί αυτώ ο Θεός. Πίπτει γαρ και εκ του διαβόλου όμοια τις επιθυμία ταύτης, και αύτη νομίζεται εις βοήθειαν. Και πολλάκις ουκ εστί του μέτρου αυτού' αυτός δε ο διάβολος την βλάβην αυτού μηχανάται και αναγκάζει τον άνθρωπον ζητήσαι αυτήν, μήπω ακμήν φθάσαντα την πολιτείαν αυτής ή αλλοτρία του σχήματος αυτού εστίν ή πάλιν ουκ εστί καιρός, εν ω δυνατόν ταύτην πληρώσαι ή κινησαι ή ουκ εστίν ικανός τω πράγματι ή τη γνώσει ή τω σώματι ή καιρός ου παρέχει ημίν χείρα, και παντί τρόπω, ως εν προσώπω εκείνου του αγαθού, ή ταράσσει αυτόν ή βλάπτει εν τω σώματι αυτού ή κρύπτει παγίδα εν τη διανοία αυτού.
Όμως, καθώς είπον, συνεχείς προσευχάς ποιήσωμεν σπουδή εν τη επιθυμία τη αγαθή τη γινομένη εν ημίν, και είπωμεν έκαστος ημών.
Γενηθήτω το θέλημα σου, έως ου τελειώσω το έργον το αγαθόν, όπερ ποιήσαι επεθύμησα, εάν περ αρέσκη τω θεληματί σου. Το θελήσαι γαρ εν αυτώ ευχερές μοί εστί, το ποιήσαι δε αυτό, εκτός χαρίσματος εκ σου γινομένου, ου δύναμαι, και εάν τα δύο εκ σου ώσι, το τε θέλειν και το ενεργείν. Ου γαρ χωρίς της χάριτος σου ταυτήν την επιθυμίαν την κινηθείσαν εν εμοί δέξασθαι επείσθην ή επτοήθην εξ αυτής. Τούτο γαρ το έθος τω επιθυμούντι το αγαθόν εν τη διακρίσει του νου εργάζεσθαι δια προσευχής προς βοήθειαν της εργασίας αυτής και σοφίαν την διαιρούσαν την αληθειαν εκ του νόθου. Εν προσευχαίς γαρ πολλαίς και εργασία και φυλακή και πόθω απαύστω το αγαθόν διακρίνεται, εν συνεχέσι τε δάκρυσι και εν ταπεινώσει και ουρανίω αντιλήψει, μάλιστα ότε έχει εναντίους λογισμούς της υπερηφανείας. Ούτε γαρ κωλύουσι την βοήθειαν του Θεού εξ ημών, καταργούμεν δε τούτους δια προσευχής.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ Ξ': ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ ΑΚΟΥΣΙΩΝ
ΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΓΕΝΟΜΕΝΩΝ

Εισί τινες, οι ερείδοντες το σώμα και επιθυμούντες αναπαύσαι αυτό δια το έργον του Θεού μικρόν, έως αν ενδυναμωθώσι και πάλιν στρέφονται εις το έργον αυτών. Εν ταίς ολίγαις ούν ημέραις της αναπαύσεως ημών μη λύσωμεν τελείως την φυλακήν ημών και δώμεν όλην την ψυχήν ημών εις λύσιν, ως άνθρωποι μη βουλόμενοι στραφήναι πάλιν εις το έργον αυτών. Οι τίνες εν καιρώ ειρήνης τοις βέλεσι του εχθρού τύπτονται, ούτοι εισίν οι εκ της παρρησίας του θελήματος ύστερον θησαυριζοντες ταίς ψυχαίς αυτών και ένδυμα ρυπαρόν εν τη χώρα τη αγία, ήγουν εν τη ευχή, θεωρούσιν ότι ενδεδυμένοι εισί. Τούτο δε εστίν, όπερ εν τη ώρα της εννοίας του Θεού και της ευχής εν τη ψυχή αυτών κινείται. Ταύτα είσιν, άπερ εκτησάμεθα εν τω καιρώ της αμελείας ημών και αυτά καταισχύνουσιν ημάς εν τω καιρώ της προσευχής ημών.
Βοηθεί τω ανθρώπω η νηψις πλείον του έργου και βλάπτει αυτόν η λύσις πλέον της αναπαύσεως. Εκ της αναπαύσεως γαρ πόλεμοι οικείοι γίνονται και ενοχλούσι τω ανθρώπω, αλλ' εξουσίαν έχει λύσαι αυτούς. Όταν γαρ αφή άνθρωπος την ανάπαυσιν και στραφή εις τον τόπον του έργου, αίρονται εξ αυτού και φεύγουσιν. Ούχ ούτω το εκ της λύσεως τικτόμενον, ως εκ της χαυνώσεως και της αναπαύσεως. Όσον γαρ ακμήν εστίν εν τη χώρα της ελευθερίας αυτού εν τη αναπαύσει, δύναται πάλιν στραφήναι και κυβερνήσαι εαυτόν εν τη καταστάσει του κανόνος αυτού. Διότι ακμήν εν τη χώρα της ελευθερίας αυτού, εν δε τη λύσει εξέρχεται εκ της χώρας της ελευθερίας αυτού. Ει γαρ μη ο άνθρωπος τελείως απέρριψεν εξ αυ¬τού την φυλακήν, ουκ αν εν τω μέσω της βίας ακουσίως ηναγκάσθη πεισθήναι τοις μη αναπαύουσιν αυτόν. Ει τον όρον της ελευθερίας εξ εαυτού παντελώς μη αφήκεν, ουκ αν συνέβη αυτώ συναντήματα, τα δεσμούντα αυτόν εξ ανάγκης, οίσπερ αντιστήναι ούκ ηδυνήθη.
Μη αφής την ελευθερίαν τινός των αισθήσεων σου, ώ άνθρωπε, μήπως πάλιν επανελθείν έπ' αυτήν ου δυνήση. Ημεν ανάπαυσις τους νέους μόνον βλάπτει, η λύσις δε και τουςτελείους και τους γέροντας* οι μεν εκ της αναπαύσεως, εις τουςπονηρούς λογισμούς ερχόμενοι, δύνανται πάλιν στραφήναι εν τηφυλακή και στήναι εν τη υψηλή αυτών πολιτεία, οι δε εν τη ελπίδι του έργου αμελήσαντες εις την φυλακήν, εκ της υψηλήςπολιτείας προς λύσιν της ζωής ηχμαλωτίσθησαν.
Έστιν ο εν τη χώρα των εχθρών τυφθείς και εν καιρώ της ειρήνης αποθνήσκων, και εστίν ο εν προφάσει εμπορίας της ζωής εξερχόμενος και σκόλοπα τη ψυχή αυτού λαμβάνων. Μη όταν ολισθήσωμεν εν τινι, τότε λυπηθώμεν, άλλ' όταν εμμείνωμεν εν αυτώ. Το γαρ ολίσθημα συμβαίνει πολλάκις και τοις τελείοις, το δε εμμείναι εν αυτώ νέκρωσις εστί τελεία. Η λύπη δε, ην λυπούμεθα υπέρ των ίδιων ολισθημάτων, εις τό¬πον εργασίας καθαράς λογίζεται ημίν εκ της χάριτος. Ο εν ελπίδι μετανοίας ολισθαίνων εκ δευτέρου, ούτος μετά πανουργίας πορεύεται μετά του Θεού. Τούτω αγνώστως επιπίπτει ο θάνατος και ου φθάνει τον καιρόν της ελπίδος αυτού τα έργα της αρετής πληρώσαι. Έκαστος λελυμένος τάς αισθησεις, εστί και τη καρδία λελυμένος.
Η εργασία της καρδίας δεσμός εστί των εξωτέρων μελών, και εάν εν διακρίσει ποιή τις ταύτην, κατά τάς τους προ ημών πατέρας, έκδηλος εστίν εκ των αλλοτρίων των φαινομένων εν αυτώ, ότι ουκ εστί δεδεμένος εν τω κέρδει τω σωματικώ, ουδέ αγαπά την γαστριμαργίαν, και ο θυμός απέχει εξ αυτού παντελώς. Όπου γαρ τα τρία ταύτα, το κέρδος το σωματικόν, κάν σμικρόν η ή μέγα, και η οξυχολία και η ήττα της γαστριμαργίας, καν φαίνηταί τις όμοιος των παλαιών αγίων, γνώθι ότι εκ της ανυπομονησίας των έσω εστίν η λύσις των έξω αυτού, και ουχί από διαφοράς καταφρονήσεως της ψυχής αυτού. Ει δε μη, πώς κατεφρόνησε των σωματικών και την πραότητα ουκ εκτήσατο;
Τη με διακρίσεως καταφρονήσει ακολουθεί το μη δεσμείσθαι εν τινι, και η καταφρόνησις της αναπαύσεως και του πόθου των ανθρώπων. Και εάν εν ετοιμασία δέχηται τις ζημίας δια τον Θεόν χαίρων, καθαρός εστίν έσωθεν. Και εάν μη καταφρονήση τινός, δια τάς πηρώσεις τάς εν αυτώ, εν αληθεία ελεύθερος εστί, και εάν μη προσίεται προς τον τιμώντα αυτόν ή και αηδιάζεται προς τον ατιμάζοντα, ούτος νενέκρωται τω κόσμω εν τη ζωή ταύτη. Η φυλακή της διακρίσεως κρειττοτέρα εστίν υπέρ πάσαν πολιτείαν, την ενεργουμένην εν παντί τρόπω και παντί μέτρω των ανθρώπων.
Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι. Και εάν δια τον Θεόν κινήσαι κατ' αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού. Και διατί μισείς αυτόν; Τάς αμαρτίας αυτού μίσησον και εύξαι υπέρ αυτού, ίνα ομοιωθής τω Χριστώ όστις ουκ ηγανάκτει κατά των αμαρτωλών, αλλ υπερηύχετο. Ούχ οράς πώς έκλαυσεν υπέρ της Ιερουσαλήμ; Εν πολλοίς καταγελώμεθα και ημείς υπό του διαβόλου. Και διατί τον καταγελασθέντα καθ' ημάς εκ του καταγελώντος ημών διαβόλου μισούμεν; Και διατί μισείς τον αμαρτωλόν, ώ άνθρωπε; Άρα, ότι ουκ εστί δίκαιος κατά σε; Και που εστίν η δικαιοσύνη σου, ότι ουκ έχεις αγάπην; Διατί ουκ έκλαυσας επ' αυτώ, αλλά συ καταδιώκεις αυτόν; Εν αγνοία γαρ κινούνται τίνες οργιζόμενοι, οι δοκούντες είναι διακριτικοί, εις τα έργα των αμαρτωλών.
Γίνου κήρυξ της αγαθότητος του Θεού, ότι ανάξιόν σε όντα κυβερνή, και ότι χρεωστείς χρέος πολύ και η εκδίκησις αυτού ου φανερούται εν σοι, και αντί των μικρών έργων, ων ποιείς, αντιπαρέχει σοι τα μεγάλα. Μη καλέσης τον Θεόν δίκαιον, ότι η δικαιοσύνη αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασι σου. Και εάν ο Δαβίδ καλή αυτόν δίκαιον και ευθύν, αλλά ο υιός αυτού εφανέρωσεν ημίν ότι μάλλον αγαθός εστί και χρηστός. «Αγαθός εστί», φησί, «τοις πονηροίς και ασεβέσι». Και πώς ονομάζεις τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήσης τω κεφαλαίω, τω περί του μισθού των εργατών; «εταίρε, ουκ αδικώ σε, θέλω δούναι τούτω τω εσχάτω, ως και σοι. Ή ο οφθαλμός σου πονηρός εστίν, ότι εγώ αγαθός ειμί;».
Πως πάλιν καλεί άνθρωπος τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήση τω κεφαλαίω του ασώτου υιού, ός εσκόρπισε τον πλούτον εν ασωτεία, ότε εν τη κατανύξει μόνη, εν η έδειξε, πώς έδραμε και έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και εξουσίαν έδωκεν αυτώ επί πάντα τον πλούτον αυτού; Ουδείς γαρ άλλος είπε περί αυτού ταύτα, ίνα διστάσωμεν εις αυτόν, αλλ ' αυτός ο Υιός αυτού, αυτός εμαρτύρησε περί αυτού ταύτα. Που εστίν η δικαιοσύνη του Θεού, ότι ημεν αμαρτωλοί και ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών; Ει δε ώδε εστίν ελεημων, πιστεύσωμεν, ότι αλλοίωσιν ου δέχεται.
Μη γένοιτο ημάς λογίσασθαι ποτέ τούτο το ανόμημα, ίνα ποτέ είπωμεν τον Θεόν ανελεήμονα' ότι ουκ αλλοιούται το ίδιον του Θεού, ώσπερ οι νεκροί, και ου κτάται τι όπερ ουκ έχει, ή όπερ έχει υστερεί ή προσθήκην λαμβάνει, καθάπερ τα κτίσματα. Άλλ' όπερ έχει ο Θεός εξ αρχής, έξει αεί έως ατελευτήτου τέλους, και έχει, καθάπερ ο μακάριος Κύριλλος είπεν εν τη ερμηνεία της γενέσεως. Φοβού, φησί, εκ της αγάπης αύτον, και μη εκ του ονόματος του σκληρού του τεθέντος επ' αυ¬τόν. Αγάπησον αυτόν, ως χρεωστείς αγαπήσαι αυτόν, και μη δια τα μέλλοντα δίδοσθαι υπ' αυτού, αλλ' όπερ ων ελάβομεν. Και δια τον κόσμον τούτον μόνον, ον εποίησε δι' ημάς, τις γαρ εστίν ο δυνάμενος ανταμείψασθαι αυτόν; Που εστί η ανταπόδοσις αυτού εν τοις έργοις ημών; Τις έπεισεν αυτόν εξ αρχής παραγαγείν ημάς εις την κτίσιν; Και τις εστίν ο παρακαλών αυτόν υπέρ ημών, όταν γινώμεθα αμνήμονες; Ότε δε ουκ ήμεν ποτέ, τις εστίν ο εξυπνίσας το σώμα ημών εκείνο προς την ζωήν; Και πάλιν πόθεν πίπτει η έννοια της γνώσεως εις τον χουν;
Ω της θαυμαστής ελεημοσύνης του Θεού. Η έκπληξις της χάριτος του Θεού και κτίστου ημών. Ω δύναμις η ικανούσα εις πάντα. Ω της χρηστότητος της αμέτρου, ης την φύσιν ημών των αμαρτωλών πάλιν εισάγει προς ανάπλασιν αυτών. Τις ικανοί προς την δόξαν αυτού; Τον παραβάντα αυτόν και βλασφημήσαντα εγείρει, τον χουν τον αλόγιστον καινίζει, και συνετόν και λογικόν ποιεί, και τον διεσκορπισμένον νουν και αναίσθητον και τάς διεσκορπισμένας αισθήσεις, φύσιν λογικήν και αξίαν εννοίας εμποιεί. Ουχ ικανοί γαρ ο αμαρτωλός εννοήσαι την χάριν της αναστάσεως αυτού. Που εστίν η γέεννα, η δυναμένη λυπήσαι ημάς; Και που εστίν η κόλασις, η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς και νικώσα την ευφροσύνην της αγά-πης αυτού; Και τι εστίν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού, όταν εγείρη ημάς εκ του άδου και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν, και τον εις άδην πεσόντα εγείρη εν δόξη;
Ω διακριτικοί, δεύτε και θαυμάσατε. Τις έχων σοφήν διάνοιαν και θαυμαστήν θαυμάσει κατ αξίαν την χάριν του δημιουργού ημών; Η ανταπόδοσις των αμαρτωλών εστί, και αντί της ανταποδόσεως της δικαίας, αυτός ανάστασιν ανταποδίδωσιν αυτοίς και αντί των σωμάτων των καταπατησάντων τον νόμον αυτού, αφθαρσίας δόξαν τελείαν ενδύει αυτούς. Αύτη η χάρις εστίν η μειζοτέρα, η μετά το αμαρτήσαι ημάς αναστήσασα, υπέρ έκείνην, ότε ουκ ήμεν, και παρήγαγεν ημάς εις κτίσιν.
Δόξα Κύριε, τη χάριτί σου τη αμέτρω. Ιδού, Κύριε, τα κύματα της χάριτος σου σιωπήσαι με εποίησαν, και ουκ απελείφθη εν εμοί έννοια εξ εναντίας των ευχαριστιών σου. Ποίοις στόμασιν εξομολογησόμεθά σοι, βασιλεύ αγαθέ, ο αγαπών την ζωήν ημών; Δόξα σοι επί τοις δυσί κόσμοις, ους εδημιούργησας προς αύξησιν και τρυφήν ημών, άγων ημάς εκ πάντων, ων εδημιούργησας, προς γνώσιν της δόξης σου, από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΑ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΘΕΝ ΦΥΛΑΤΤΕΤΑΙ Η ΝΗΨΙΣ
Η ΚΡΥΠΤΗ Η ΕΣΩ ΕΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΓΙΝΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΠΟΘΕΝ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΡΟΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΒΕΝΝΥΕΙ ΤΗΝ ΘΕΡΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΝΕΚΡΟΙ ΤΗΝ ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΩΝ

Ούκ έστι δυνατόν τοις έχουσι τάς καλάς επιθυμίας υπό της ενναντιώσεως κωλυθήναι δράσαι ταύτας, εάν μη εύρη ο πονηρός χώραν καλής προφάσεως εν τοις ποθούσι το καλόν. Έστι δε το πράγμα παρά τούτο. Πάση εννοία επιθυμίας αγαθής εν τη αρχή της κινήσεως αυτής ακολουθεί ζήλος τις, όμοιος τοις του πυρός άνθραξιν εν τη εαυτού θερμότητι, και ούτος είωθε περιτειχίζειν ταύτην την έννοιαν και αποδιώκειν από των έγγιστα αυτής πάσαν εναντίωσιν και εμποδισμόν και κώλυμα γινόμενον αυτή. Ισχύν γαρ πολλήν και δύναμιν άρρητον κτάται ούτος ο ζήλος του περιτειχίζειν την ψυχήν πάσαν ώραν εκ της χαυνώσεως ή του μη πτοείσθαι τάς ορμάς των περιστάσεων απασών.
Και αύτη μεν η έννοια η πρώτη, η δύναμις εστί της αγίας επιθυμίας, η εν τη φύσει της ψυχής φυσικώς πεφυτευμένη. Ούτος δε ο ζήλος εστίν η έννοια η κινούμενη εκ της θυμικής δυνάμεως, της ούσης εν αυτή, η εκ Θεού τεθείσα ημίν συμφερόντως, του τηρήσαι τον όρον της φύσεως, του εκπέμψαι την έννοιαν της ελευθερίας αυτής, εις πλήρωσιν της φυσικής επιθυμίας, της εν τη ψυχή ούσης, ήτις εστίν η αρετή, ης χωρίς αγαθόν ουκ εργάζεται. Και καλείται ζήλος, ότι αυτός εστίν ο κινών και ζηλών και εξάπτων και ενισχύων τον άνθρωπον κατά καιρόν και καιρόν καταφρονείν της σαρκός εν ταίς θλίψεσι και τοις πειρασμοίς τοις φοβεροίς τοις απαντώσιν αυτώ και του παραδιδόναι εις θάνατον αεί την εαυτού ψυχήν, και απαντάν τη αποστατική δυνάμει υπέρ της τελειώσεως εκείνου του πράγματος, ου η ψυχή πόθον έσχε σφοδρόν.
Άνθρωπος γαρ τις ενδεδυμένος τον Χριστόν, κύνα τον ζήλον τούτον εκάλεσεν εν τοις λόγοις αυτού και φύλακα του νόμου του Θεού, όπερ εστίν η αρετή' η γαρ αρετή νόμος Θεού καλείται. Στερεούται δε η δύναμις αύτη του ζηλου και εξυπνίζεται και εξάπτεται εις φυλακήν του οίκου κατά δύο τρόπους, και ασθενεί πάλιν και νυστάζει και ραθυμεί κατά δύο τρόπους. Ήγουν, ο εξυπνισμός και η έξαψις γίνεται, όταν τω ανθρώπω εννοηθή φόβος τις, καταπτοών αυτόν υπέρ του αγαθού, ου εκτήσατο, ή ό μέλλει κτήσασθαι, μήπως κλαπείη, ήτοι αφανισθείη εκ τίνος των συμβαινόντων και ακολουθούντων αυτώ. Και τούτο εκ της θείας προνοίας κινείται* λέγω δη ο φόβος εν πάσι τοις εργαζομένοις την αρετήν εξ αληθείας εις εξυπνισμόν και ζήλον διαμένοντα εν τη ψυχή, ίνα μη νυστάξη.
Όταν δε ο φόβος ούτος κινηθή εν τη φύσει, ο ζήλος ο ρηθείς ύφ' ημών κύων, νυκτός και ημέρας ώσπερ κλίβανος καιόμενος θερμαίνεται και εξυπνίζει την φύσιν, και καθ' ομοιότητα των Χερουβίμ εξυπνίζεται και προσέχει τοις περικύκλω αυτού κατά πάσαν ώραν. Και ως λέγει ο άνθρωπος, εάν όρνεον διέρχεται, κύκλω αυτού κινείται και υλακτεί εν ορμή οξυτάτη και αρρήτω.
Και αυτός ο φόβος όταν γίνηται, διότι εδίστασεν εις την πρόνοιαν του Θεού εν τη πίστει αυτού και επελάθετο πώς επιμελείται ο Θεός και προνοείται των αγωνιζομένων υπέρ της αρετής, του επισκέπτεσθαι αυτούς καθ' ώραν, ως και το Πνεύμα το άγιον, δια στόματος του Προφήτου λέγει, «οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους», και τα έξης. Και πάλιν, «κραταίωμα Κύριος των φοβούμενων αυτόν». Και αυτός ως εκ προσώπου αυτού είπε τοις φοβουμένοις αυτόν «ου προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ουκ εγγιεί τω σκηνώματί σου».
Όταν δε υπέρ της ψυχής γένηται ο φόβος, δια τα συμβαίνοντα τη αρετή και ακολουθούντα, ίνα μη κλαπή η βλάβη εκ τίνος των αίτιων, ούτος ο λογισμός θεϊκός εστί, και μέριμν αγαθή και εκ της προνοίας του Θεού εστίν η λύπη αύτη και η βάσανος.
Και πάλιν ο δεύτερος τρόπος, ήγουν η ισχύς και η έξαψις του κυνός εστίν, όταν επί πλείον αυξηθή η επιθυμία της αρετής εν τη ψυχή. Καθ' όσον γαρ η επιθυμία εν τη ψυχή αυξάνεται, κατά τοσούτον και ούτος ο κύων εξάπτεται, ός εστίν ο φυσικός ζήλος υπέρ της αρετής.
Η δε πρώτη πρόφασις της ψυχρότητος αυτού εστίν, όταν αύτη η επιθυμία λήξη και ελαττωθή εν τη ψυχή η δευτέρα δε εστίν, όταν πεποιθήσεως και θάρσους λογισμός τις είσέλη εν τη ψυχή και καταμείνη εν αυτή και ελπίση ο άνθρωπος και ενθυμηθή και δοκήση ότι ουκ εστίν αυτώ φόβος εκ τίνος δυνάμεως βλάψαι αυτόν. Και εκ τούτου λύει εξ αυτού τα όπλα του ζήλου και γίνεται ώσπερ οίκος αφύλακτος. Και υπνοί ο κύων και αφίησι την φυλακήν επί πολύ.
Εκ τούτου του λογισμού κλέπτονται οι πλείστοι των νοητών οίκων. Και τούτο γίνεται, όταν αμαυρωθή το καθαρόν της ελλάμψεως εκείνης της γνώσεως της αγίας, της εν τη ψυχή. Και πόθεν αμαυρούται τόδε, ει μη λογισμός τις λεπτότατος της υπερηφανίας υπεισήλθε τη ψυχή και ενεφώλευσεν εκεί, ή εξηκολούθησεν ο άνθρωπος επί πλέον τη μερίμνη των παρερχομένων, ή τη απαντήσει τη συνέχει του κόσμου τη απατώση αυτόν, ή εκ της γαστρός της κυρίας πάντων των κακών.
Πάντοτε γαρ, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί. Ωσαυτώς δε, και όταν εις την απάντησιν των πολλών, των μόνων εξ ανάγκης εκ της κενοδοξίας συντριβόντων την ψυχήν αυτού. Και ει δει συντόμως ειπείν, όμοιος εστίν ο νους του δραπετεύοντας, ηνίκα απαντήσει τω κόσμω, τω κυβερνήτη τω εν γαλήνη διαπορευομένω εν τη θαλάσση και εξαίφνης εμπεσόντι εν μέσω των πετρών και ναυαγούντι.
Τω δε Θεώ ημών δόξα, κράτος, τιμή και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΒ΄: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΡΟΠΩΝ
ΛΟΓΟΙ ΞΒ'. ΞΓ. ΞΔ'. ΞΕ'.
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΡΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ.ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ, ΤΟΥ ΕΓΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΑΥΤΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΝ ΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΕΝ ΤΟΙΣ ΤΡΟΠΟΙΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΛΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Η ψυχή η εν ταίς τρίβοις της πολιτείας και εν τη οδώ της πίστεως διαπορευομένη και ταύτην πολλάκις κατορθώσασα, εάν στραφή πάλιν εις τους τρόπους της γνώσεως, ευθέως χωλαίνει εκ της πίστεως και στερείται εξ αυτής η νοερά δύναμις αυτής, η εκ των εναλλαγμάτων των αντιλήψεων φανερουμένη εν τη καθαρά ψυχή και ανεξετάστως εν αυτή αναστρεφόμενη εν απλότητι εν πασι τοις εαυτής.
Ψυχή γαρ η άπαξ παραθεμένη εαυτήν τω Θεώ εν πίστει και εν πολλή πείρα δεξαμενή την γεύσιν της συνεργίας αυτού, πάλιν εαυτής ου φροντίζει, αλλά τη εκπλήξει και τη σιωπή φιμούται, και στραφήναι πάλιν εις τους τρόπους της γνώσεως αυτής και αναστρέφεσθαι εν αυτοίς ουκ έχει έξουσίαν, μήπως εν τη εναντιώσει αυτών στερηθή της προνοίας του Θεού, της κρυπτώς επισκεπτόμενης αυτήν απαύστως και επιμελουμένης αυτής και αδιαλείπτως εξακολουθούσης αυτή εν παντί τρόπω. Διότι εμωράνθη, υπονοήσασα εαυτήν ικανήν ούσαν προνοήσασθαι εαυτής εν τη δυνάμει της γνώσεως αυτής. Εν οίς γαρ το φως της πίστεως ανατέλλει, ουκ εστί πάλιν αναισχυντούσιν υπέρ εαυτών εύξασθαι, ουδέ εξαιτήσασθαι παρά του Θεού, δός ημίν τόδε ή λάβε εξ ημών τόδε, ουδέ φροντίζουσιν εαυτών κατά πάντα τρόπον. Διότι εν τοις νοεροίς οφθαλμοίς της πίστεως εν πάση ώρα θεωρούσι την πρόνοιαν την πατρικήν, επισκιάζουσαν αυτοίς εξ εκείνου του Πατρός του αληθινού, του υπερέχοντος εν τη εαυτού πολλή αγάπη τη αμέτρω πάσαν πατρικήν αγάπησιν, του δυναμένου και ισχύοντος παρά πάντας συνεργήσαι ημίν υπερεκπερισσού, υπέρ ό αιτούμεθα και ενθυμούμεθα και νοούμεν.
Η γνώσις εναντία τη πίστει εστίν, η δε πίστις, λύσις εν πάσι τοις εαυτοίς των νόμων της γνώσεως, ουχί της πνευματικής δε λέγομεν. Ούτος γαρ εστίν ο ορισμός της γνώσεως, ότι έκτος εξετάσεως και ερεύνης ποιήσαί τι πράγμα ουκ εξουσιάζει, αλλ ' εξετάζει ει δυνατόν γενέσθαι όπερ ενθυμείται και θέλει. Η δε πίστις τι; 'Ότε τις προσεγγίσει εν αυτή ουκ ορθώς, εν αυτώ παραμείναι ου πείθεται.
Η γνώσις χωρίς εξετάσεως και τρόπων αναστροφής ουδέ Χ"1 γνωσθήναι δύναται, και τούτο εστί το σημεΐον του δισταγμού περί της αληθείας. Η πίστις δε φρόνημα έν καθαρόν και απλούν επιζητεί το απέχον από πάσης πανουργίας και του ζητήσαι τρόπους. Βλέπε πώς εναντιούνται αλλήλαις ο οίκος της πίστεως έννοια νηπιώδης εστί και καρδία απλή «εν απλότητι», γαρ φησι, «καρδίας αυτών εδόξαζον τον Θεόν», και «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε είς την βασιλείαν των ουρανών». Η γνώσις δε τοις δυσί τούτοις επίβουλος εστί και εναντία.
Η γνώσις όρος της φύσεως εστί, φυλάττουσα αυτήν εν πάσαις ταίς τρίβοις αυτής, η δε πίστις υπέρ την φύσιν ενεργεί την εαυτής οδοιπορίαν. Η γνώσις πάν πράγμα καταλύον την φύσιν ου πειράται προς εαυτήν εάσαι, αλλά μακρύνεται έξ αυτού, η δε πίστις ευχερώς επιτρέπει και λέγει «επί ασπίδα», φησί, «και βασιλίσκον επιβήση, και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα».
Τη γνώσει φόβος εξακολουθεί, τη δε πίστει ελπίς* όσον γαρ τις εν τοις της γνώσεως τρόποις διαπορεύεται, τοσούτον υπό του φόβου δεσμεύεται και της ελευθερίας τούτου αξιωθήναι ου δύναται. Ό δε τη πίστει εξακολουθών, ευθέως ελεύθερος και αυτεξούσιος και ως υιός του Θεού εν πάσι τοις πράγμασιν εν ελευθερία χρήται εξουσιαστικώς. Άνθρωπος ευρών τάς κλείς της πίστεως ως ο Θεός χρήται ταίς φύσεσι πάσαις της κτίσεως. Τη πίστει γαρ εστίν η εξουσία κτίσιν δημιουργήσαι καινήν κατά την του Θεού ομοιότητα, «ηθέλησας», φησί, «και τα πάντα παρέστη ενώπιον σου», και πολλάκις εξ ουκ όντων τα πάντα δύναται ποιήσαι, η δε γνώσις χωρίς ύλης ποιήσαι τι ου δύναται. Η γνώσις το μη δοθέν τη φύσει ουκ αναισχυντεί διαπράξασθαι. Και πώς; Διότι ή ρυτή φύσις του ύδατος ου δέχεται έπι νώτων αυτής τα ίχνη του σώματος, και ο προσεγγίζων τω πυρί εαυτόν κατακαίει, και εάν απαναιδεύηται κατά τούτων, κίνδυνος αυτώ επακολουθεί.
Εκ τούτων η γνώσις εν φυλακή παραφυλάττεται και διαβήναι τον όρον τούτων παντελώς ου πείθεται, η δε πίστις εν εξουσία διαβαίνει ταύτα και λέγει ότι, «εάν διαβαίνης δια πυρός ου κατακαύσει σε, και ποταμοί ου κατακλύσουσί σε». Και ταύτα πολλάκις η πίστις ενώπιον ενήργησε πάσης της κτίσεως. Και ει εδόθη τη γνώσει τόπος εκείσε, πειρασθήναι εν τούτοις, παντελώς ουκ είχε πεισθήναι. Δια πίστεως γαρ πολλοί εις την φλόγα εισήλθον και την δύναμιν την καυστικήν του πυρός εχαλίνωσαν και αβλαβώς εν μέσω αυτής διέβαινον και επί νώτων της θαλάσσης ως επί ξηράς εβάδισαν. Και ταύτα πάντα υπέρ την φύσιν είσι και εναντία τοις τρόποις της γνώσεως και απέδειξαν αυτήν ματαίαν εν πάσι τοις τρόποις αυτής και τοις νόμοις αυτής.
Είδες την γνώσιν πώς φυλάττει τους όρους της φύσεως; είδες την πίστιν πώς υπεράνω της φύσεως διαβαίνει και ποιεί την τρίβον της οδοιπορίας; Πεντακισχιλίους χρόνους, ή μικρόν έλαττον ή υπέρ τούτο, οι τρόποι της γνώσεως τον κόσμον εκυβέρνων και παντελώς άραι την κεφαλήν αυτού ο άνθρωπος εκ της γης και αισθέσθαι της ισχύος του κτίστου αυτού ουκ ηδυνήθη, Εως ου η πίστις ημών επανέτειλε και ηλευθέρωσεν ημάς εκ του σκότους της γηίνης εργασίας και εκ της υποταγής της μετά τον μετεωρισμόν τον δωρεάν γινόμενον. Και νυν δε πάλιν ότε εύρομεν την θάλασσαν την ατάραχον και τον θησαυρόν τον ανέκλειπτον, προς πηγάς ταπεινάς επιποθούμεν εκκλίναι. Ουκ εστί γνώσις μη εν ενδεία ούσα, καν μεγάλως πλουτήση, τους δε της πίστεως θησαυρούς ο ουρανός και η γη ου χωρούσιν. Ουχ υστερείται ποτέ τίνος ο τη ελπίδι της πίστεως τη καρδία ερηρεισμένος και ότε ουδέν έχει, τη πίστει πάντα κατέχει, ως γέγραπται, ότι «όσα αιτείσθε εν προσευχή και πίστει, λήψεσθε» και πάλιν, «ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε».
Η γνώσις αει τρόπους ζητεί προς φυλακήν των κτώμενων αυτήν, η δε πίστις φησίν, «εάν μη Κύριος οικοδόμηση οίκον και φύλαξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων, και διακενής εκοπίασεν ο οικοδομών». Ουδέποτε ο εν πίστει προσευχόμενος εν τρόποις χρήται και αναστρέφεται. Η γνώσις γαρ εν παντί τόπω τον φόβον επαινεί, καθώς είπεν ό σοφός «ο φοβούμενος», φάσκων, «τη καρδία, μακάριος». Τι δε η πίστις; «Έφοβήθη», φησί, «και ήρξατο καταποντίζεσθαι»' και πάλιν, «ουκ ελάβετε», φησί, «πνεύμα δουλείας εις φόβον, άλλα πνεύμα υιοθεσίας, εις ελευθερίαν πίστεως και ελπίδος του Θεού»' και πάλιν, «μη φείση εξ αυτών», μηδέ φυγής από προσώπου αυτών.
Πάντοτε ακολουθεί τω φόβω ο δισταγμός και ο δισταγμός τη εξετάσει, και η εξέτασις τοις τρόποις και οι τρόποι τη γνώσει και εν τη εξερευνήσει και εξετάσει αεί ο φόβος και ο δισταγμός γνωρίζεται. Διότι ουκ εν παντί καιρώ εις πάντα κατορθοί η γνώσις, καθώς εν πρώτοις απεδείξαμεν. Πολλάκις γαρ συναντώσιν τη ψυχή συμβάσεις και επιφοραί δυσχερείς και προφάσεις πολλοί πλήρεις κινδύνων, άπερ παντελώς η γνώσις και οι τρόποι της σοφίας βοηθήσαί τι εκείσε ου δύνανται. Παλιν δε τοις δυσχερέσι τοις μη καταβαλλομένοις πάση δυνάμει και τω όρω της ανθρωπίνης γνώσεως, η πίστις ουδέποτε νικάται υπό τίνος αυτών. Τι γαρ εξαρκεί η γνώσις η ανθρωπίνη βοηθήσαι εν τοις φανεροίς πολέμοις, ή προς τάς φύσεις τάς αόρατους και προς τάς ενσωμάτους δυνάμεις συν άλλοις πολλοίς;
Είδες την ασθένειαν της δυνάμεως της γνώσεως και την ισχύν της δυνάμεως της πίστεως; Η γνώσις πάσι τοις ξένοις της φύσεως κωλύει τους μαθητάς αυτής προσπελάσαι. Όρα δε την δύναμιν ενταύθα της πίστεως και τι επιτρέπει τοις αυτή μαθητευομένοις. «Εν τω ονόματι μου», φησί, «δαιμόνια εκβαλείτε, όφεις αρείτε και, εάν τον ιόν πίητε, ου βλαβήσεσθε».
Η γνώσις πάσι τοις εν τη οδώ εαυτής πορευομένοις επιτρέπει κατά τους νόμους αυτής προ της αρχής εν πάσι το τέλος εξετάσαι και ούτως άρξασθαι, μήπως δυσευρέτου του τέλους του πράγματος τω όρω της ανθρωπίνης δυνάμεως ευρεθέντος τον κόπον μάτην κοπιάσωσι, και αδύνατον και δυσχερές του γενέσθαι ευρέθη το πράγμα. Η δε πίστις τι λέγει; «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Αδυνατεί γαρ ουδέν τω Θεώ.
Ο πλούτος άρρητος και θάλασσα πλούτου εν κύμασιν αυτής και εν τοις εαυτής θησαυροίς τοις θαυμαστοίς τοις υπερεκχυνομένοις εκ της δυνάμεως της πίστεως. Πόσου θάρσους έμπλεως και πόσης ηδονής και ελπίδος πλήρης η οδοιπορία η μετ' αυτής, και τα φορτία αυτής πόσον ελαφρά εισί και η εργασία αυτής πόσην ηδύτητα έχει!
Ερώτησις. Ο αξιωθείς γεύσασθαι της ηδύτητος της πίστεως και πάλιν στραφείς προς την γνώσιν της ψυχής, εν τίνι διαφέρει το πράγμα αυτού;
Απόκρισις. Τω ευρόντι μαργαρίτην πολύτιμον και αλλάξαντι αυτόν είς οβολόν χαλκού, τω εάσαντι ελευθερίαν αυτεξούσιον και στραφέντι εις τους τρόπους της πτώχειας, πεπληρωμένους φόβου και δουλείας.
Ουχί ψεκτή εστίν η γνώσις, αλλ' η πίστις υψηλοτέρα αυτής εστί. Και εάν ψέξωμεν, ουχί την γνώσιν ψέγομεν, μη γένοιτο, αλλ ' ή το διακρίναι τους τρόπους τους παρηλλαγμένους, εν οις πορεύεται εξ εναντίας φύσεως, και πώς τοις τάγμασι των δαιμόνων συγγενειάζει, άπερ μετά ταύτα μέλλομεν διακρίναι φανερώς και πόσοι βαθμοί εισιν, εν αυτοίς η γνώσις, και τις η διαφορά η γινομένη εν εκάστω αυτών, και εν ποίοις νοήμασιν εξυπνίζεται εν εκάστω τρόπω, ότε μείνη εν αυτοίς, και εν τίνι τούτων των τρόπων (όταν πορευθή εν αυτοίς) εναντιούνται τη πίστει και εξέρχεται έξωθεν της φύσεως, και ποία εστίν η διαφορά η εν αύτη, και εν ποία τάξει (όταν στρέψη τον σκοπόν αυτής τον πρώτον) άρχεται εις την φύσιν αυτής και καθιστή τον βαθμόν έμπροσθεν της πίστεως εν αγαθή πολιτεία, και έως πότε ποιεί φθάσαι την διαφοράν της τάξεως αυτής, και πώς διαπερά από τούτων εις τα υψηλότερα αυτών, και ποίοι εισίν οι τρόποι της τάξεως εκείνης της άλλης, ήγουν της πρώτης, και πότε συνάπτεται η γνώσις τη πίστει και γίνεται μετ' αυτής μία καί ενδύεται εξ αυτής νοήματα πύρινα και εξάπτεται εν τω πνεύματι και κτάται πτέρυγας απαθείας και υψούται εκ της διακονίας των γήινων εν τη χώρα του δημιουργού εαυτής, συν άλλοις τρόποις.
Όμως τέως αρμόζει ημάς ειδέναι, ότι η πίστις και η εργασία αυτής υψηλοτέρα εστί της γνώσεως. Και αύτη η γνώσις εν τη πίστει τελειούται και κτάται δύναμιν ανελθείν άνω και αισθέσθαι εκείνου του υψηλοτέρου πάσης αισθήσεως, και ιδείν την αυγήν εκείνην την ακατάληπτον τω νω και τη γνώσει των κτισμάτων. Η γνώσις δε βαθμίς εστί, δι' ης ανέρχεται τις εις το ύψος της πίστεως, και όταν φθάση εγγύς αυτής, ουκ έτι πάλιν χρήζει αυτής* «νυν γαρ», φησίν, «και εκ μέρους νοούμεν, όταν δε έλθη το τέλειον, το εκ μέρους καταργείται». Η πίστις λοιπόν άρτι ως εν οφθαλμοίς δεικνύει ημίν την αλήθειαν της τελειότητος και εν τη πίστει ημών μανθάνομεν εκείνα τα ακατάληπτα, και ουκ εν τη εξετάσει και τη δυνάμει της γνώσεως.
Ταύτα τα έργα της δικαιοσύνης νηστεία, ελεημοσύνη, αγρυπνία, αγιασμός και τα λοιπά τα δια του σώματος ενεργούμενα* αγάπη προς τον πλησίον, ταπεινοφροσύνη καρδίας, συγχώρησις των επταισμένων, ενθύμησις των αγαθών, εξέτασις των μυστηρίων των όντων εν ταίς αγίαις γραφαίς κεκαλυμμένων, αδολεσχία της διανοίας εν τοις έργοις τοις κρείττοσι, του φυλάξαι τους όρους των παθών της ψυχής, και αί λοιπαί αρεταί, αί εν τη ψυχή εκτελούμεναι. Ταύτα πάντα χρήζουσι της γνώσεως. Αύτη γαρ φυλάττει αυτά και διδάσκει την τάξιν αυτών. Και ταύτα πάντα ακμήν βαθμοί είσιν, εν οίς η ψυχή ανέρχεται εις το ύψος το ανώτερον της πίστεως, και αρεταί καλούνται.
Η δε πολιτεία της πίστεως υπέρ την άρετήν εστίν και η εργασία αυτής ουκ έργα εστίν, αλλά ανάπαυσις τελεία και παράκλησις και εν καρδία και εν ταίς έννοίαις της ψυχής τελειούται. Και πάντες οι τρόποι οι θαυμαστοί της πνευματικής πολιτείας, ων η εργασία αίσθησις εν τη ζωή τη πνευματική και τρυφή και απόλαυσις ψυχής και πόθος και χαρά εν Θεώ, και τα λοιπά, όσα δίδονται εν εκείνη τη πολιτεία τη ψυχή τη άξια της χάριτος της εκείθεν μακαριότητος, και όσα ως εν νεύματι εν ταίς θείαις Γραφαίς εν τη πίστει τελειούνται εντεύθεν εκ του Θεού του πλουσίου εν τοις εαυτού χαρίσμασιν
Απορία. Ει δε λέγει τις, ει πάντα τα αγαθά ταύτα και τα έργα της αρετής τα προλεχθέντα και η αποχή των κακών και η διάκρισις των λεπτών λογισμών των εν τη ψυχή αναφυομένων και η μετά λογισμών πάλη και ο αγών ο προς τα πάθη τα ερεθίζοντα, και τα λοιπά, ων εκτός ουδέ αύτη η πίστις δύναται δείξαί σοι την δύναμιν αυτής εν τη εργασία της ψυχής, ει ταύτα πάντα η γνώσις τελειοί, πώς νομίζεται η γνώσις τη πίστει εναντία;
Λύσις του δισταγμού. Και λέγομεν, ως τρεις τρόποι είσι νοητοί, εν οίς η γνώσις ανέρχεται και κατέρχεται, και ως αλλοίωσις τοις τρόποις, εν οίς πορεύεται, ούτω και ταύτη αλλοίωσις εγγίνεται, και παρά τούτο βλάπτει και βοηθεί. Τρεις δε τρόποι είσί' σώμα, ψυχή και πνεύμα. Και ει μία εστίν η γνώσις εν τη φύσει αυτής, αλλά προς τάς χώρας ταύτας των νοητών και των αισθητών και λεπτύνεται και επαλλάττει τους τρόπους αυτής και της εργασίας των νοημάτων αυτής.
Άκουσον δε λοιπόν και την τάξιν της εργασίας αυτής και τάς αιτίας, δι' ας βλάπτει και βοηθεί. Η γνώσις δόσις παρά Θεού εστί τη φύσει των λογικών, ήτις εκ της αρχής εδόθη της αυτών διαπλάσεως, και εστίν απλή και ου μερίζεται τη εαυτής φύσει, ώσπερ ουδέ του ηλίου το φως, και κατά την εργασίαν αυτής κτάται αλλοιώσεις και μερισμούς
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΓ΄: ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
Ότε τη επιθυμία τη σαρκική η γνώσις ακολουθεί, τούτους τους τρόπους συνάγει τον πλούτον, την κενοδοξίαν, την κόσμησιν, την ανάπαυσιν την του σώματος, σπουδήν σοφίας της λογικής, της αρμοζούσης εις την διοίκησιν του κόσμου τούτου και βρυούσης τας ανανεώσεις των ευρέσεων και των τεχνών και των μαθήσεων και τα λοιπά τα στεφανούντα το σώμα εν τω κοσμώ τούτω τω ορατώ. Εκ των ειδών τούτων γίνεται εναντία τη πίστει, ήπερ ειρήκαμέν τε και διετάξαμεν, ήτις γνώσις ψιλή ονομάζεται, καθότι γυμνή εστί πάσης θείας μερίμνης και αδυναμίαν άλογον εισφέρει κατά της διανοίας, δια το κεκρατήσθαι υπό του σώματος, και τελείως η μέριμνα αυτής εν τω κοσμώ τούτω εστί.
Τούτο το μέτρον της γνώσεως, ότι εστί παντελώς δύναμις νοητή και κυβερνήτης κρυπτός του ανθρώπου και επιμέλεια θεία, η επισκεπτομένη αυτόν και επιμελουμένη τελείως και τη πρόνοια του Θεού τας διοικήσεις ου λογίζεται,αλλ' έκαστον αγαθόν το όν εν τω ανθρώπω και η εκ των βλαπτόντων αυτόν αυτού σωτηρία και η εκ των δυσχερών φυσική αυτού προσοχή και η εκ των πολλών εναντιωμάτων των ακολουθούντων τη φύσει ημών κρυπτώς και φανερώς φυσική εν τη εαυτού σπουδή και εν τοις εαυτού τρόποις είναι δοκεί.
Τούτο το μέτρον της γνώσεως της αδολεσχούσης τη εαυτής πρόνοια τα πάντα είναι οίεται, κατά τους λέγοντας, ως ουκ εστί κυβέρνησις τούτων των ορωμένων. Όμως εκτός της διηνεκούς μερίμνης και του φοβείσθαι υπέρ του σώματος τυγχάνειν ου δύναται. Δια τούτο κατέχει αυτόν η μικροψυχία και η λύπη και η απόγνωσις και ο των δαιμόνων φόβος και η εκ των ανθρώπων δειλία και η των ληστών φήμη και ακοαί των θανάτων και η των νοσημάτων φροντίς και η μέριμνα της ενδείας και της λείψεως της χρείας και ο φόβος του θανάτου και ο φόβος των παθών και των πονηρών θηρίων, και τα λοιπα τα τούτοις όμοια, τα κατά την θάλασσαν την υπό των κυμάτων ταραττομένην εν πάση ώρα της νυκτός και της ημέρας και βρύουσαν κατ’ αυτών. Διότι ουκ οίδε ρίψαι την μέριμναν αυτής επί τον Θεόν εν τη πεποιθήσει της εις αυτόν πίστεως. Δια τούτο εν μηχανήμασι και εν πανουργίαις εν άπασι τοις εαυτής αναστρέφεται. Όταν δε αργήσωσιν οι τρόποι των μηχανημάτων αυτής εν μιά προφάσει τινι και μη θεώρηση την μυστικήν πρόνοιαν, μάχεται μετά των ανθρώπων των εμποδιζόντων αυτήν και εναντιουμένων αυτή.
Εν αυτή τη γνώσει πεφυτευμένον εστί το ξύλον της γνώσεως των καλών και πονηρών, το εκριζούν την αγάπην, και αύτη εξετάζει τα βραχέα εγκλήματα των άλλων ανθρώπων και τάς αίτιας και τάς ασθενείας αυτών, και παρασκευάζει τον άνθρωπον είς το δογματίζειν και αντιλέγειν τοις λόγοις και δολιεύεσθαι εν μηχανήμασι και πανουργίαις πονηραίς και εν τοις λοιποίς τρόποις τοις καθυβρίζουσι τον άνθρωπον. Αύτη εγγίνεται και ταύτη εστί φυσίωσις και υπερηφανία* ότι εαυτή ανατίθησι πάν πράγμα καλόν και ουκ επί τον Θεόν αναφέρει.
Η πίστις δε τη χάριτι λογίζεται τα έργα αυτής. Δια τούτο και επαρθήναι ου δύναται, καθώς γέγραπται «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» • και πάλιν, «ουκ εγώ δε, άλλ' η χάρις του Θεού η συν εμοί». Και όπερ είπεν ο μακάριος Απόστολος, ότι «η γνώσις φυσιοί», περί της γνώσεως ταύτης είρηκε, της μη συγκεκραμένης τη πίστει και τη ελπίδι τη είς Θεόν, και ουχί περί της γνώσεως της αληθείας είπε. Μη γένοιτο.
Η γνώσις της αληθείας εν ταπεινώσει τελειοί την ψυχήν των κτώμενων αυτήν, ως τον Μωυσέα και τον Δαβίδ και τον Ησαίαν και τον Πέτρον και τον Παύλον και τους λοιπούς αγίους τους αξιωθέντας αυτής της γνώσεως της τελείας, κατά το μέτρον της ανθρωπίνης φύσεως. Και εκ των παρηλλαγμένων θεωριών και των αποκαλύψεων των θείων και εκ της θεωρίας της υψηλής των πνευματικών και εκ των αρρήτων μυστηρίων καταπίνεται η γνώσις αυτών πάντοτε εκ των ομοίων τούτων, και σποδόν και χουν αριθμείται η ψυχή αυτών εν τοις εαυτών οφθαλμοίς
Η δε ετέρα γνώσις πρεπόντως φυσιούται ότι εν τη σκοτία πορεύεται και εκ της ομοιότητας των επί γης δοκιμάζεται τα όντα αυτή, και ου γινώσκει ότι εστί τι κρείττον αυτής. Και πάντες δε υπό της επάρσεως αρπάζονται, δια το είναι αυτούς εν τη γη και εν τη σαρκί την αυτών πολιτείαν ζυγοστατείν και εις τα έργα αυτών επερείδεσθαι, αλλά μη εις τα ακατάληπτα διαλογίζεσθαι εν τω νοΐ αυτών. 'Έως αν εν τούτοις τοις κύμασιν ώσιν εμπλέοντες, τούτο πάσχουσιν.
Οι δε άγιοι την αρετήν την ένδοξον της θεότητος εκτελούσι. Και η εργασία αυτών άνω εστί και ουκ εκκλίνει το φρόνημα αυτών μεριμνήσαι περί των ευρέσεων και των ματαίων. Οι γαρ εν τω φωτί πορευόμενοι ου δύνανται πλανηθήναι. Δια τούτο πάντες οι πλανηθέντες εκ του φωτός της επιγνώσεως του Υιού του Θεού και εκκλίναντες από της αληθείας, εν ταύταις ταίς τρίβοις διαπορεύονται.
Αύτη η τάξις της γνώσεως η πρώτη, εν η τις τη επιθυμία της σαρκός κατακολουθεί. Ταύτην ψέγομεν και εναντίον ου μόνον τη πίστει, αλλά και πάση αρετής εργασία, αποφαινόμεθα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΔ': ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
Ότε δε καταλείψας τις την τάξιν την πρώτην και εν τοις διαλογισμοίς και ταίς επιθυμίαις στραφή της ψυχής, ταύτα τα προγεγραμμένα καλά εργάζεται εν τοις νοήμασι, της ψυχής μετά των αισθήσεων των εν τω σώματι εν τω φωτί της φύσεως αυτής. Ταύτα δέ είσι νηστεία, ευχή, ελεημοσύνη, ανάγνωσις των θείων Γραφών, οι τρόποι της αρετής, πάλη προς τα πάθη, και τα λοιπά. Πάντα γαρ τα πράγματα τα αγαθά και τάς διαφοράς τάς καλάς τάς εν τη ψυχή θεωρουμένας και τους τρόπους τους θαμαυστούς, τους εν τη αυλή του Χριστού διακονουμένους, εν τη δευτέρα ταύτη τάξει της γνώσεως τελειοί το Πνεύμα το άγιον εν τη εργασία της δυνάμεως αυτής. Και αύτη ευθύνει τη καρδία τρίβους, προς την πίστιν ημάς οδηγούσας και εν αυτή συνάγομεν εφόδια τω αιώνι τω αληθινώ.
Ακμήν δε και έως τούτων σωματική εστίν η γνώσις και σύνθετος, και εν αύτη οδός εστίν η οδηγούσα ημάς και παραπέμπουσα τη πίστει. Άλλ' εστί και τάξις υψηλότερα αυτής και, εάν τις προκόψη, ευρίσκει αναβιβασθήναι εν αυτή εν τη βοηθεία του Χριστού. Ότε θήσει το θεμέλιον της εργασίας αυτής εν τη ησυχία τη εκ των ανθρώπων και εν τη αναγνώσει των Γραφών και τη ευχή και τοις λοιποίς αγαθοίς, εν οίς τελειούται τα της δευτέρας γνώσεως, και εν αυτή ενεργείται πάντα τα καλά, ήτις καλείται γνώσις των πραγμάτων, διότι εν τοις αισθητοίς πράγμασι δια των σωματικών αισθήσεων τελειοί το εαυτής έργον εν τη τάξει τη εξωτέρα. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΕ': ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΤΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΗΤΙΣ ΕΣΤΙ ΤΑΞΙΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ
Πως ούν λεπτύνεται τις και κτάται το πνευματικόν και ομοιούται τη πολιτεία των αοράτων δυνάμεων, των λειτουργουσών μη τη αισθητή ενεργεία των έργων, αλλά τη τελειουμένη εν τη της διανοίας φροντίδι, άκουσον όταν η γνώσις υψωθή εκ των γηίνων και εκ της μερίμνης της εργασίας αυτών, και άρξηται απόπειραν ποιείσθαι των διαλογισμών εαυτής εν τοις κεκαλυμμένοις έσωθεν των οφθαλμών και τρόπω τινι καταφρονήση των πραγμάτων, εξ ων η σκολιότης των παθών γίνεται, και απλώση εαυτήν άνω και ακολουθήση τη πίστει εν τη μερίμνη του μέλλοντος αιώνος και εν ταίς επιθυμίαις ταίς επαγγελθείσαις ημίν και εν τη εξετάσει των κρυπτών μυστηρίων, τότε αύτη η πίστις καταπίνει ταύτην την γνώσιν και στρέφεται και τίκτει αυτήν εξ αρχής, ως γενέσθαι αυτήν όλην έξ όλου πνεύμα.
Τότε δύναται πετασθήναι εν ταίς χώραις των ασωμάτων πτέρυξι και άψασθαι του βάθους της θαλάσσης της αναφούς, διανοούσα τάς θείας και θαυμαστάς κυβερνήσεις, τάς εν ταίς φύσεσι των νοητών και αισθητών, και εξετάσαι τα μυστήρια τα πνευματικά, τα εν διανοία απλή και λεπτή καταλαμβανόμενα. Τότε αι αισθήσεις αι έσω εξυπνίζονται εις εργασίαν του πνεύματος, κατά την τάξιν την γινομένην εν εκείνη τη διαγωγή της αθανασίας και της αφθαρσίας, διότι την ανάστασιν την νοητήν, ως εν μυστηρίω, εκ των ώδε εδέξατο, προς μαρτυρίαν αληθινήν της ανακαινίσεως των πάντων
Ούτοι εισίν οι τρεις τρόποι της γνώσεως, εν οίς συνάπτεται πάς ο δρόμος του ανθρώπου εν τω σώματι, και εν τη ψυχή, και τω πνεύματι. Όθεν και τις άρχεται διακρίνειν μέσον του κακού και του αγαθού, και έως του εξελθείν αυτόν εκ του κόσμου τούτου, εν τοις τρισι μέτροις τούτοις η γνώσις τής ψυχής αυτού εισέρχεται και το πλήρωμα πάσης αδικίας και ασεβείας και το της δικαιοσύνης και του άψασθαί τε του βάθους πάντων των μυστηρίων του πνεύματος* μία γνώσις εργάζεται εν τοις ρηθείσι τρισι μέτροις και εν αυτή εστί πάσα κίνησις νοός, ότε ανέρχεται ή κατέρχεται εν τοις αγαθοίς ή κακοίς ή μέσοις.
Ταύτα δε τα μέτρα καλούσιν οι πατέρες φύσιν, παρά φύσιν, και υπέρ φύσιν, και ταύτα είσι τα τρία πλάγια, εν οίς ανάγεται και κατάγεται η μνήμη της ψυχής της λογικής, καθώς ερρέθη. Ότι, όταν εν τη φύσει εργάζηται τις την δικαιοσύνην ή υπεράνωθεν της φύσεως αρπάζεται εν τη μνήμη αυτής, εν τη θεωρία του Θεού έσωθεν της φύσεως ή εξέρχεται βοσκήσαι χοίρους, ως ο απολέσας τον πλούτον της διακρίσεως αυτού, ός ειργάζετο μετά του πλήθους των δαιμόνων.

ΑΝΑΚΑΙΦΑΛΕΩΣΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ
Η τάξις η πρώτη της γνώσεως ψυχραίνει την ψυχήν εκ των έργων του δρόμου οπίσω του Θεού. Η δευτέρα θερμαίνει αυτήν εις τον δρόμον τον ταχύν τοις εν τω βαθμώ της πίστεως. Η τρίτη δε η της εργασίας ανάπαυσις, όπερ εστί τύπος του μέλλοντος, εν τη αδολεσχία μόνη της διανοίας τρυφώσα εν τοις μυστηρίοις των μελλόντων. Αλλά τω μηδέπω ύψωθήναι την φύσιν τελείως εκ της τάξεως της νεκρώσεως και του βάρους της σαρκός και τελειωθήναι εν εκείνη τη πνευματική τη υψηλοτέρα της άλλης της εκκλινούσης, αδυνατεί και προς την τελείωσιν την μη έχουσαν λείψιν λειτουργήσαι και εν τω κόσμω της νεκρώσεως είναι, και αφείναι την της σαρκός φύσιν τελείως, έως αν ακμήν εν αυτή αναστρέφηται.
Εν μεταβολή γίνεται εν τούτω και εν εκείνω. Και άπαξ ως πτωχός και πένης η ψυχή αυτού λειτουργεί εν τη δευτέρα τάξει τη μέση, εν τη αρετή τη εν τη φύσει τεθείση ενεργηθήναι δια της του σώματος φύσεως. Και εν καιρώ, κατά τους λαβόντας το πνεύμα της υιοθεσίας εν μυστηρίω της ελευθερίας, απολαύει της χάριτος του Πνεύματος, κατά την άξίαν του δόντος αυτήν. Και πάλιν υποστρέφει εις ταπείνωσιν των έργων αυτής, ταύτα δε είσι τα δια του σώματος. Και αύτη διαφυλάττει αυτά, μήπως αιχμαλώτιση αυτήν ο εχθρός εν τοις δελεάσμασι τοις ευρισκομένοις εν τω αίώνι τούτω τω πονηρώ και εν τοις διαλογισμοίς τοις τεταραγμένοις και εκκλινομένοις. Διότι, όσον εστίν ο άνθρωπος κάτωθεν του καλύμματος της θύρας της σαρκός εγκεκλεισμένος, ουκ έχει πεποίθησιν. Διότι ουκ εστί τελεία ελευθερία εν τω αιώνι τω ατελεί.
Πάσα γαρ εργασία της γνώσεως, εις εργασίαν και διατριβήν εστίν, η δε εργασία της πίστεως, ουκ εν τοις έργοις ενεργείται, άλλ' εν ταίς εννοίαις ταίς πνευματικαίς, εν εργασία γυμνή της ψυχής πληρούται και υπεράνωθεν εστί των αισθήσεων. Η γαρ πίστις λεπτότερα της γνώσεως, καθώς η γνώσιςτων πραγμάτων των αισθητών. Πάντες γαρ οι άγιοι την πολιτείαν ταύτην καταξιωθέντες ευρείν, όπερ εστίν έκπληξις εις Θεόν, εν τη δυνάμει της πίστεως διάγουσιν εν τη τροφή της πολιτείας εκείνης της υπέρ φύσιν.
Πίστιν δε λέγομεν, ουκ εν ή πιστεύει τις εν τη διαφορά των προσκυνητών υποστάσεων τε και θείων και εν τη οικονομία τη θαυμαστή τη εν τη ανθρωπότητι εν τη προσλήψει της φύσεως ημών, ει και αυτή υψηλή εστί λίαν, αλλά την πίστιν την εκ του φωτός της χάριτος ανατέλλουσαν εν τη ψυχή, εν τη μαρτυρία της διανοίας στηρίζουσαν την καρδίαν αδίστακτον είναι εν τη πληροφορία της ελπίδος τη απεχούση από πάσης οιήσεως και ουκ εν τη επιδόσει της ακοής των ώτων εαυτήν δεικνύει, αλλ’ εν τοις πνευματικοίς οφθαλμοίς τα μυστήρια τα κεκρυμμένα εν τη ψυχή, και τον κρυπτόν και θείον πλούτον, τον κεκρυμμένον εκ των οφθαλμών των υιών της σαρκός και αποκαλυπτόμενον εν τω Πνεύματι τοις εν τη τραπέζη του Χριστού διαιτωμένοις εν τη αδολεσχία των νόμων αυτού, καθώς είπεν «εάν τηρήσητε τάς εντολάς μου, αποστελώ υμίν τον Παράκλητον, το Πνεύμα της αληθείας, όπερ ο κόσμος ου δύναται δέξασθαι», κακείνος διδάσκει υμάς πασάν την αλήθειαν.
Ούτος δεικνύει τω ανθρώπω την δύναμιν την αγίαν, την ενοικούσαν εν αυτώ εν παντί καιρώ, την σκέπην, την ισχύν την νοητήν την σκεπάζουσαν τον άνθρωπον πάντοτε και αποδιώκουσαν άπ' αυτού πάσαν βλάβην, του μη προσεγγίσαι τη ψυχή αυτού ή τω σώματι. Ης τίνος ο νους ο φωτεινός και νοητός αοράτως τοις οφθαλμοίς αισθάνεται της πίστεως, ήτις τοις αγίοις τη πείρα αυτής πλέον γινώσκεται.
Εκείνη δε η δύναμις αυτός εστίν ο Παράκλητος, εν τη ισχύι της πίστεως κατακαίων τα μέρη της ψυχής, ως εν πυρί. Και ορμά και καταφρονεί παντός κινδύνου τη ελπίδι του Θεού, και εν τοις πτεροίς της πίστεως υψούται εκ της ορατής κτίσεως και ως μεθύουσα γίνεται αεί εν τη εκπλήξει της μερίμνης της κατά Θεόν, και εν τη θεωρία τη ασυνθέτω και εν τη κατανοήσει τη αοράτω της θείας φύσεως εθίζουσα την διάνοιαν προσέχειν τη αδολεσχία των κρυφίων αυτής. Έως γαρ αν έλθη εκείνο, όπερ εστίν η τελείωσις των μυστηρίων, και αξιωθώμεν φανερώς της αποκαλύψεως αυτών, η πίστις λειτουργεί μεταξύ του Θεού και των άγιων μυστήρια άρρητα.
Ων αξιωθείημεν, δια της χάριτος αυτού του Χριστού, ενταύθα μεν ως αρραβώνος, εκεί δε εν υποστάσει της αληθείας, εν τη βασιλεία των ουρανών μετά των αγαπώντων αυτόν. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΣΤ': ΠΕΡΙ ΑΛΛΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
Η γνώσις αναστρεφομένη εν τοις ορατοίς, η εν ταίς αισθήσεσι δεχόμενη την διδαχήν αυτών, φυσική ονομάζεται, η δε εν τη δυνάμει των νοητών και έσωθεν εαυτής εν ταίς φύσεσι των ασωμάτων, πνευματική ονομάζεται, διότι την αίσθησιν εν τω πνεύματι δέχεται και ουκ εν ταίς αισθήσεσι. Και ταύταις ταίς δυσί γνώσεσιν έξωθεν γίνονται τη ψυχή είς κατανόησιν αυτών. Η δε εν τη θεία γενομένη υπέρ την φυσιν ονομάζεται και άγνωστος μάλλον και ανωτέρα της γνώσεως.
Ταυτής δε θεωρίαν ουκ εν ύλη τη έξωθεν αυτής κατά τάς πρώτας δέχεται η ψυχή, αλλ' αύλως εαυτής έσωθεν εν δωρεά ευθέως και ανελπίστως φανερούται, και αποκαλύπτεται εκ των ένδον, διότι «η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί»' και ουκ εστίν εν τόπω ελπιζομένη, «ουδέ εν παρατηρήσει έρχεται», κατά τον λόγον του Χριστού, αλλ' έσωθεν της εικόνος της διανοίας της κρυπτής αποκαλύπτεται αναιτίως, χωρίς της υπέρ αυτής μελέτης. Διότι ουχ ευρίσκει εν αυτή ύλην η διάνοια.
Ερμηνείαι αυτών. Η πρώτη γνώσις εκ της διηνεκούς μελέτης και εκ της σπουδής της μαθήσεως εγγίνεται, η δευτέρα δε εκ της αγαθής πολιτείας και της πίστεως της διανοίας η τρίτη δε τη πίστει και μόνη κεκλήρωται, διότι εν αυτή καταργείται η γνώσις και τα έργα περαίωσιν λαμβάνει και αί αισθήσεις γίνονται περισσοί εις χρείαν. Όσον ουν εκ τούτου του όρου η γνώσις κατέρχεται, τιμάται, και καθ' όσον κατέρχεται, πλέον τιμάται μάλλον. Και όταν φθάση την γήν και τα γήϊνα, ή γνώσις εστίν ή δεσπόζουσα των πάντων και έκτος αυτής έκαστον πράγμα χωλόν εστί και αργόν. Ότε δε υψώσει η ψυχή την θεωρίαν αυτής άνω και απλώσει τάς εννοίας αυτής εν τοις επουρανίοις και επιθυμήσει τα μη τοις του σώματος οφθαλμοίς δρώμενα και ων ουκ εν εξουσία η σαρξ, τότε εν τη πίστει συνίστανται πάντα.
Ήν και δωρήσαιτο ημίν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας. Αμήν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΖ': ΠΕΡΙ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΣΗΣ ΤΗΝ ΒΑΘΕΙΑΝ ΘΕΩΡΙΑΝ
ΤΟΥ ΒΥΘΙΣΘΗΝΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ ΑΠΟ ΤΩΝ ΣΑΡΚΙΚΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Παν πράγμα υψηλότερον άλλον, εγκέκρυπται εξ εκείνου, ου εστίν ανώτερον. Και τούτο, ουχί παραπέτασμα τι άλλου σώματος, κέκτηται εν τη φύσει, τουτέστιν εις το δύνασθαι αποκαλύψαι την κρυφιότητα αυτου. Πάσα ουσία νοητή τάς διαφοράς των ίδιων πραγμάτων ουκ έξωθεν αυτής κέκτηται, άλλ' ένδοθεν των κινήσεων αυτής περιωρισμένας έχει* τουτέστιν εις το τηλαυγέστερον δύνασθαι αμέσως υπεισδύναι προς υποδοχήν του πρώτου φωτός, ή κατά ετέραν τάξιν, ήτις ου κέκτηται δηλονότι διαφοράν εν τόπω, αλλά κατά την της υποδοχής τε και υπεροχής καθαρότητα, η κατά το μέτρον των νοών προς δύναμιν της υποδοχής των άνω διανύξεων και δυνάμεων.
Νοητή πάσα ουσία εξ εκείνων κέκρυπται των υποκάτω αυτής, ουχί δε τη φύσει απ' αλλήλων, αλλά ταίς των αρετών κινήσεσι. Και τουτο λέγω, εκ των περί των αγίων Δυνάμεων και των ψυχικών Ταγμάτων και των δαιμόνων. Τα πρώτα από των μέσων και ταύτα από των τρίτων τη τε φύσει και τω τόπω και ταίς κινήσεσιν, έκαστον των ταγμάτων άφ' εαυτού και προς αυτό τη γνώσει απ' αλλήλων κεκρυμμένα είσιν, είτε ορώνται είτε μη από δε των κάτω, τη φύσει. Διότι η δράσις των ασωμάτων ουκ εστίν έξωθεν αυτών, ως των σωματικών, αλλά το οράν αυτούς αλλήλους έσωθεν των κινήσεων αυτών λέγεται είναι ταίς τε αρεταίς και τω μέτρω των κινήσεων. Τουτου ένεκεν εάν ισομοιρία τετιμημένοι ώσι, καν απώσιν απ' αλλήλων, ορώσιν αλλήλους, ουχί φαντασία, αλλά αψευδεί οράσει και φύσει αληθινή, πλην της αιτίας των πάντων, ήτις υπέρκειται ταύτης της διαφοράς, αύτη μόνη η προσκυνητή.
Οι μέντοι δαίμονες, ει και λίαν εισίν εναγείς, ουκ είσιν απ' αλλήλων κεκρυμμένοι εν ταίς εαυτών τάξεσι, τάς δε δυο τάξεις, τάς ουσας υπεράνω αυτών, ουχ ορώσι. Διότι η πνευματική δράσις το φως εστί της κινήσεως, και αυτό τουτο εστίν αυτοίς έσοπτρον τε και όμμα. Όταν δε σκοτισθώσιν αι κινήσεις, ουχ ορώσι τάς υπερκειμένας τάξεις. Αλλήλους μεν γαρ, καθότι παχυτεροι εισί των πνευματικών ταγμάτων, κατά την ιδίαν τάξιν ορώσι. Και τα των μεν δαιμόνων ουτως έχει.
Αι ψυχαί δε, εν όσω μεμολυσμέναι και σκοτειναί είσιν, οράν ου δύνανται, ουτε αλλήλαις ούτε εαυτάς. Εάν γαρ καθαρθείσαι προς την αρχαίαν πλάσιν επανέλθωσι, τηλαυγώς ορώσι τας τρεις τάξεις ταυτας, φημί την τε υποκάτω αυτών, και την επάνω, και αύται αλλήλαις. Ουχ ότι αλλοιούνται σχήματι σωματικώ και τότε καθορώσιν, είτε αγγέλους είτε δαίμονας είτε αλλήλας, αλλ' αύτη τη φύσει εισορώσι και πνευματική τάξει.
Εάν δε είπης αδύνατον εστί τουτο, το οραθήναι δαίμονα ή άγγελον, εάν μη αλλοιωθώσι και σχηματισθώσι, λοιπόν ουχί η ψυχή ορά, αλλά το σώμα και ούτως εάν η, τις χρεία της καθάρσεως; ιδού γαρ και τοις μη καθαροίς εν καιρώ φαίνονται οι δαίμονες, ωσαύτως και οι άγγελοι, αλλ όμως τοις σωματικοίς οφθαλμοίς βλέπουσιν, όταν βλέπωσιν, ένθα ουκ εστί χρεία της καθάρσεως. Όμως ουχ ουτως εστίν η ψυχή η καθαρθείσα, αλλά πνευματικώς βλέπει εν τω οφθαλμώ της φυσεως, τουτέστιν εν τω διορατικώ, ήτοι διανοητικώ.
Και ότι αι ψυχαί αλλήλας ορώσι και εν σώματι ούσαι, μη θαυμάσης. Εγώ γαρ απόδειξίν σοι εναργή αποδείκνυμι δια την του μαρτυρούντος αλήθειαν, λέγω δη του μακαρίου Αθανασίου του μεγάλου, ειπόντος εν τω περί του μεγάλου Αντωνίου συγγράμματι, ότι, φησί, ποτέ ιστάμενος ο μέγας Αντώνιος εν προσευχή, είδε ψυχήν τίνος υψουμένην μετά πολλής τιμής, και τον καταξιωθέντα τυχείν της τοιαύτης δόξης εμακάρισεν. Ην δε ουτος ο μακάριος Αμμούν από της Νιτρίας. Απείχε δε το όρος εκείνο, εν ω διέτριβεν ο άγιος Αντώνιος, από Νιτρίας διάστημα δεκατριών ημερών.
Δέδεικται λοιπόν εκ τούτου του υποδείγματος επί των τριών τάξεων των προειρημένων ότι κάν αφιστώνται απ’ αλλήλων, ορώσι αλλήλας αι πνευματικαί φύσεις, και ότι ου κωλύουσι τα διαστήματα και αι των σωμάτων αισθήσεις του καθοράν αλλήλας. Ομοίως και αι ψυχαί, όταν καθαρθώσιν, ου σωματικώς βλέπουσιν, αλλά πνευματικώς- διότι η σωματική θέα φανερά εστί και τα έμπροσθεν ορά, τα μέντοι μακράν όντα, άλλης δείται οράσεως.
Αι ανωτάτω τάξεις πολλαί εισί κατά την ύπαρξιν αναριθμήτως, και κατά διαφοράν και τάξιν ονομάζονται. Δια τι γαρ εκλήθησαν Αρχαί και Εξουσίαι και Δυνάμεις και Κυριότητες; Ίσως ως τετιμημέναι. Και μην ολιγώτεραι εισί των υποτεταγμένων αυταίς, ως έφησεν ο άγιος Διονύσιος, ο Αθηνών επίσκοπος. Τη εξουσία και τη γνώσει μέγιστοι εισί και μερικώτατοι προς το μέγεθος των οικείων ταγμάτων. Επεί επεκτείνονται από τάξεως εις τάξιν, έως αν καταντήσωσι εις την ενότητα του μεγάλου και δυνατού παρά πάντας, του κεφαλής υπάρχοντος και θεμελίου πάσης της κτίσεως.
Κεφαλήν δε λέγω ουχί τον κτίστην, αλλά τον προηγούμενον των θαυμάτων των έργων του Θεού. Πολύ γαρ υποδεέστεροι εισί της προνοίας της σοφίας του Θεού, του πλάστου αυτών τε και ημών. Και τοσούτον εισίν υποδεέστεροι όσον οι τούτοις υποκείμενοι τούτων υποδεέστεροι. Υποδεεστέρους δε λέγω τη τε υψηλότητι και ταπεινότητα ουκ εν τω τόπω, αλλά τη δυνάμει και τη γνώσει, κατά το μέτρον ο κέκτηνται, ακολου¬θούσης της μείζονος και της ελάττονος γνώσεως.
Πάσας γαρ ταύτας τας νοεράς ουσίας η θεία Γραφή εννέα προσηγορίαις πνευματικαίς ωνόμασε, και ταύτας μεν εις τρεις αφώρισε. Πρώτην μεν εις τους θρόνους τους μεγάλους και υψηλούς και αγιωτάτους και τα πολυόμματα Χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ* δευτέραν δε τη τάξει εις τας Κυριότητας και τας Δυνάμεις και τας Εξουσίας- και τρίτην εις τας Αρχάς και Αρχαγγέλους και Αγγέλους. Διερμηνεύοντα δε ταύτα τα τάγματα εκ της εβραΐδος, τα μεν Σεραφίμ θερμαντικά και καυστικά, τα δε Χερουβίμ τα πολλά τη γνώσει και τη σοφία, θρόνοι υποδοχή Θεού και ανάπαυσις.
Ωνομάσθησαν δε τούτοις τοις ονόμασι ταύτα τα τάγματα εκ των ενεργειών αυτών. Οι θρόνοι, οι τίμιοι λέγονται αι Κυριότητες, οι έχοντες εξουσίαν κατά πάσης βασιλείας- Αρχαί, οι τον αιθέρα διοικούντες Εξουσίαι, οι εξουσιάζοντες των εθνών και εκάστου ανθρώπου' Δυνάμεις, οι ισχυροί εν δυνάμει και φοβεροί εν τη θεωρία αυτών Σεραφίμ, οι αγιάζοντες Χερουβίμ, οι βαστάζοντες Αρχάγγελοι, οι γρηγόριοι φύλακες Άγγελοι, οι αποστελλόμενοι.
Εν τη πρώτη ημέρα εκτίσθησαν αι εννέα νοεροί φύσεις εν σιωπή, και μία εν φωνή, όπερ εστί το φως εν δε τη δευτέρα ημέρα το στερέωμα, και εν τη τρίτη ημέρα την συναγωγήν των υδάτων εποίησεν ο Θεός και την βλάστησιν των βοτάνων και τη τετάρτη, τον μερισμόν του φωτός και τη πέμπτη, τα πετεινά και ερπετά και τους ιχθύας και τη έκτη, τα ζώα και τον άνθρωπον.
Η θέσις του κόσμου όλου, το μήκος και το πλάτος. Η αρχή, η ανατολή,το τέλος, η δύσις τα δεξιά, ο βορράς, τα αριστερά, ο νότος. Και ως κλίνην την γήν όλην έθηκε, και τον ανώτερον ουρανόν ως δέρριν και καμάραν και κύβον τον δε δεύτερον ουρανόν, ως τροχόν κεκολλημένον τω πρώτω και τα άκρα του ουρανού και της γης κεκολλημένα τον δε ωκεανόν, ως ζώνην περικυκλούντα τον ουρανόν και την γήν, και έσωθεν αυτού υψηλά όρη φθάνοντα έως του ουρανού' και τον ήλιον οπίσω των ορέων, διελθείν όλην την νύκτα' και την θάλασσαν την μεγάλην έσωθεν των ορέων τούτων, ήτις κρατεί ως το ήμισυ και τέταρτον της ξηράς γης.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΛΟΓΟΣ ΞΗ': ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ ΛΕΠΤΟΤΕΡΑΣ
Ει κατά μόνας υπάρχεις εν τω κελλίω σου και ουκ εκτήσω ακμήν δύναμιν αληθινής θεωρίας, μελέτησον αεί εν τη μελέτη των τροπαρίων και των καθισμάτων και εν τη μνήμη του θανάτου και εν τη ελπίδι των μελλόντων. Ταύτα γαρ συνάγουσι τον νουν και ουκ αφιάσιν αυτόν ρέμβεσθαι, έως αν έλθη η αληθινή θεωρία, ότι η δύναμις του πνεύματος δυνατωτέρα εστί των παθών. Μελέτησον δε και εις την ελπίδα των μελλόντων μετά της μνήμης του Θεού και κατανόησον καλώς τον νουν των τροπαρίων και παραφυλάττου εκ των πραγμάτων των έξωθεν των κινούντων σε εις επιθυμίας.
Και τα μικρά τα γινόμενα υπό σου εν τω κελλίω σου φύλαξον και αυτά μετά τούτων και ερεύνησον αεί τους λογισμούς σου και εύξαι, ίνα κτήση εν πάση αναστροφή σου οφθαλμούς. Εντεύθεν άρχεται βρύειν σοι η χαρά και τότε ευρίσκεις τάς θλίψεις γλυκυτέρας του μέλιτος.
Ουδείς δύναται τα πάθη νικήσαι, ει μη δι' αρετών αισθητών θεωρουμένων. Τον δε μετεωρισμόν του νοός ουδείς δυναται νικήσαι, εί μη εν τη αδολεσχία της γνώσεως της πνευματικής. Ο νους ημών κούφος εστί και, εάν μη δεσμευθή εν τινι διαλογισμώ , ου παύσεται εκ του μετεωρισμού. Και χωρίς τελειώσεως των προειρημένων αρετών ου δυνατόν κτήσασθαι την φυλακήν ταυτην.
Εαν γαρ μη νικήση τις τους εχθρούς, ου δύναται εν ειρήνη είναι, και εάν η ειρήνη ου βασιλεύη, πώς δυναται ευρείν τα εντός της ειρήνης αποκείμενα; Τα πάθη γαρ διάφραγμα εισί των κρυπτών αρετών της ψυχής και, ει μη ταύτα πρώτον δια των φανερών καταπέσωσιν, ουχ ορώνται τα έσωθεν τούτων. Ουδέ γαρ δύναται τις, έξω του τείχους ων, μετά του ένδον συναναστρέφεσθαι. Και ουδείς θεωρεί τον ήλιον εν τω γνόφω ουδέ την αρετήν της φυσεως της ψυχής μετά της διαμενούσης έτι ταραχής των παθών.
Εύξαι τω Θεώ δούναι σοι αισθηθήναι της εφέσεως του Πνεύματος και της επιποθήσεως αυτού. Όταν γαρ έλθη σοι αύτη η αίσθησις και η επιπόθησις του Πνεύματος, τότε μέλλεις αποστήναι του κόσμου^ και ο κόσμος αφίσταται από σου. Τούτου δε, χωρίς ησυχίας και ασκήσεως και ομιλίας της αφωρισμένης αναγνώσεως εις ταύτα, αδύνατον τίνα αισθανθήναι και, χωρίς τούτων, μη ζήτει εκείνα. Εάν γαρ ζήτησης, στρέφονται μετά μικρόν και γίνονται σωματικά. Ο νοών νοείτω.
Εν ιδρώτι ευδόκησεν ο σοφός Κυριος φαγείν τον άρτον τούτον. Ουχί από κακίας δε τουτο εποίησεν, αλλ' ίνα μη γένηται ημίν απεψία και αποθάνωμεν. Εκάστη γαρ αρετή μήτηρ εστί της δευτέρας. Εάν ουν αφής την μητέρα την γεννώσαν τάς αρετάς και απέλθης ζητήσαι τάς θυγατέρας, προ του κτήσασθαι την μητέρα αυτών, έχιδναι ευρίσκονται αι αρεταί εκείναι τη ψυχή. Εάν μη ρίψης αυτάς από σαυτού, ταχέως μέλλεις αποθανείν.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πατερικά Κείμενα και Συμβουλές - Patristic Texts and Advices”