Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Γεγονότα, εικόνες και ντοκουμέντα από το βίο των αγιασμένων μορφών της εποχής μας

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

Εικόνα


Ο Γέροντας ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ Μακρής (1888-1970)


Σ' όλη του τη ζωή εβασανίζετο από αρρώστιες, ήταν ευαίσθητος στα κρυολογήματα και κάθε χρόνο τον επισκέπτετο η γρίππη... Τέλη Μαρτίου 1970 προσεβλήθηκε από πνευμονία· ήταν Μ. Τεσσαρακοστή και με δυσκολία δέχθηκε να πάρη λίγο γάλα.
Έδωσε σε όλους τις συμβουλές που ο καθένας είχε ανάγκη. Είχε το προορατικό χάρισμα.
Στην προσπάθεια των πνευματικών του παιδιών να τον κρατήσουν με ορούς λίγες μέρες στην ζωή, παρακαλούσε κι έλεγε: αφήστε με καλά μου παιδιά να φύγω, ήρθε η ώρα μου.
Γιατί, Γέροντα, τούλεγα, δεν μένεις μαζί μας τούτο το Πάσχα; Δίσταζε να μου απάντηση, και δεύτερη και τρίτη φορά τον παρεκάλεσα να μου πη πώς ξέρει ότι θα φύγη σύντομα κι εκείνος με δυσκολία μου απεκάλυψε: ευλογημένε Παύλε, είδα την Παναγία και τον Θεολόγο προ ολίγου και τους παρεκάλεσα να μείνω κοντά στα παιδιά μου κι αυτό το Πάσχα, αλλά μου είπαν «Δεν γίνεται άλλο, ελήφθη η απόφασις, Πάσχα θα κάμης στους Ουρανούς μαζί μας» κι αυτό το λέγω σαν εξομολόγηση, επειδή με βιάζεις, μη το ειπείς σε άλλους.

Κι έφυγε από τον κόσμο της ματαιότητος, αφού έδωσε την ζωήν του για τους άλλους, αφού εργάσθηκε σαν καλός εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου, αφού αρίστευσε στις εξετάσεις του στο στάδιο των πνευματικών ασκήσεων, αφού υπηρέτησε και Εκκλησία και Πατρίδα σαν καλός χριστιανός και ακέραιος Έλληνας.
Κοιμήθηκε στις 16 Απριλίου 1970 σε πλήρη διαύγεια των αισθήσεών του.
Το λείψανό του πήρε μορφή ουράνια, όψι χαρούμενη κι ειρηνική, απέραντη γαλήνη βασίλευε στο ασκητικό του πρόσωπο, πράγματι αγιασμένου ανθρώπου έκφραση, που εκοιμήθη εν Κυρίω....

Αξίζει να προσθέσω ένα γεγονός που δείχνει πως εδέχετο μυστικές κλήσεις για την σωτηρία των άλλων και που θυμίζει τον μεγάλο Απόστολο των Εθνών που ήκουσε την φωνήν του Μακεδόνος «διαβάς βοήθησον ημίν».
Ο αείμνηστος γέροντας ενώ ευρίσκετο στο κελλί του στην Μονή της Πάτμου, ακούει κάποια Ελένη από την Ικαρία να τον καλεί να σπεύση να την σώση.
Δεν χάνει καιρό, κατεβαίνει στο λιμάνι του νησιού και ως εκ θαύματος ευρίσκει ιστιοφόρο που έφευγε για την Ικαρία. Θαλασσοδαρμένος φθάνει στον προορισμό του και αμέσως ερωτά αν υπάρχει κάποια Ελένη χήρα και πληροφορείται ότι προ ήμερων έχασε τον άνδρα της· αμέσως ρώτησε να μάθη τον δρόμον που ωδηγούσε στο σπίτι της χήρας γυναικός.
Δεν εζήτησε να ανάπαυση το κουρασμένο σαρκίο του, αλλά σπεύδει χωρίς καθυστέρηση, η φωνή της Ελένης τον ενοχλεί. Εκεί που βάδιζε βλέπει μια έξαλλη γυναίκα να τρέχη απελπισμένη, την φωνάζει με το όνομα της και λέγει: «Ελένη που πηγαίνεις, για σένα ήλθα».
Και η πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τον πνευματικό, σκέπτεται αυτό που θα έκαμνε και εξομολογείται ότι την στιγμή εκείνη επήγαινε να πνιγή στην θάλασσα. Η γυναίκα εσώθη, το θαύμα έγινε, όπως η ίδια μου το εξιστόρισε...

Η αδελφή Ευφροσύνη με εβεβαίωσε ότι όταν πήγε να ασπασθή τον τάφο του Γέροντα, ησθάνθη τέτοια ευωδία, ώστε στην συνείδηση της στέκει σαν ένας πατερικός άγιος, ο οποίος πράγματι έχει αγιάσει.

Ένα άλλο πνευματικό του τέκνο, η Μ.Κ. μου διηγήθη ότι τον Νοέμβριο του 1954 επισκέφθηκε τον Γέροντα στην Πάτμο και την φιλοξένησε στο ι. Κοινόβιο του Ευαγγελισμού. Επί δύο ήμερες παρέμενε στον πύργο του Μοναστηριού· την τρίτη ημέρα ο αείμνηστος επέμενε να μη κοιμηθή πλέον στο μέρος αυτό, πράγμα που έγινε. Την νύκτα εκείνη έπεσε ακριβώς σε αυτό το κρεββάτι κεραυνός. Ημπορεί να θεωρηθή τυχαίο γεγονός η σωτηρία ενός ανθρώπου με την επιμονή του πνευματικού πατρός;



Τελευταίες υποθήκες του αειμνήστου Πατρός Αμφιλοχίου
14 Απριλίου 1970, 10η μ.μ.

* Στην βασιλεία των ουρανών βασιλεύει η ειρήνη και η χαρά παιδί μου.
* Να έχετε αγάπη μεταξύ σας, να παρακαλήτε τον Θεόν να με συγχωρήση, διότι δεν σας έδωσα τίποτε ως πατέρας... (Γερόντισσα συγκεκινημένη). Το παν, Γέροντα, μας έδωσες.
* Τη Γερόντισσα ν' αγαπάτε. Ο Θεός να σας ενισχύη να οδηγήσητε καλώς το ποίμνιον που σας έδωκε να διευθύνετε. Θα αισθάνομαι πολλήν χαράν όταν σας βλέπω να προχωρήτε. Να παρακαλήτε να με βάλη και με ο Κύριος εις την θέσιν σας. Πάντα θα εύχωμαι να ζήσουμε αεννάως εις την δόξαν του Παραδείσου. Θέλω να συνέχισης πιστά το έργον μου όταν θα φύγω. Θα χαίρωμαι όταν θα βλέπω ότι προχωρείτε εις τις άγιες γραμμές του Μοναχι¬σμού....


15 Απριλίου 1970

* Πρέπει να είσθε παιδιά της αγάπης. Δεν θα φοβήσθε τον διάβολον.
* Να έχης υπομονήν, ταπείνωσιν και αγάπην.Θα έχετε αρχαίαν ανάμνησιν για την συνάντησιν με τον Γέροντά σας.
Ο Θεός ευλόγησε να έλθουν όλα τα παιδιά μου.
Δεν έχω άλλην χαράν και άλλον πόθον, να σας δω μέσα στον Παράδεισον. Ο Θεός να σας αξιώση της δόξης Του. Έχω μεγάλην συγκίνησιν που έχω πλάι μου όλα μου τα παιδιά. Άλλη χαρά δεν έχει ο πατέρας.
* (Πνευματικό παιδί: πολύ τον αγαπάς, Γέροντα, τον Θεολόγον).
Από μικρό παιδί τον έβλεπα, τον αγαπούσα, προσευχόμην και παρακαλούσα να γίνω ένας μαθητής του και οπαδός του. Και έγινε.
* Να ζήσετε βίον ειρηνικόν και άγιον, να κρατήσετε τις γραμμές των πατέρων σας, να ζήσετε τον χριστιανικόν και ελληνικόν βίον...
* Ανδρίζεσθε και κραταιούσθε, για να μην έλθετε εις πειρασμόν. Μη δίδετε σημασίαν εις τον κόσμον. Ο κόσμος εξ αρχής και τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους τους έπιασε για τρελλούς «...και εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Να έχωμεν την ομόνοιαν και την ειρήνην. Αυτά ευλογεί ο Θεός.
* Ο Θεός να σας ευλογήση, να είναι πάντα κοντά σας στις εργασίες σας, στις σκέψεις σας. Να μην αναμιγνύεσθε ούτε στα κομματικά, ούτε στα προσωπικά. Πάντοτε να λέγετε: Ο Θεός να σας φωτίζη να κάνετε ό,τι είναι καλύτερον για τον τόπον μας.
* Ημών το πολίτευμα εν «ουρανοίς υπάρχει». Εδώ ψευτοζούμε, λοιπόν να μη στενοχωρούμεθα ό,τι και να μας συμβή...
* Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Εμείς αυτό πρέπει να λέγωμε είτε καλά έχομε είτε κακά.
* Όπου εγωισμός εκεί Πνεύμα Θεού δεν υπάρχει.
* Δεν ημπορεί να λέγεται Χριστιανός εκείνος όπου δεν έχει αγάπην. Προσποιείται τον Χριστιανόν...

16η Απριλίου, 12η μεσημβρινή (Εις τον ιατρόν της Πάτμου)

* Το Πνεύμα του Θεού να είναι πάντοτε μαζύ σας, όλες οι διαγνώσεις σας να είναι φωτισμένες. Να είσαι ευχάριστος και εις τους ανθρώπους και εις τον Θεόν. Εύχομαι εκ καρδίας να γίνης ένας Ιεραπόστολος ιατρός, διότι το πλησίασμα του Χριστιανού ιατρού εις τον άρρωστον παίζει σπουδαίον ρόλον. Εγώ σε αγαπώ διότι έχεις εντός σου εθνικό¬τητα και θρησκευτικότητα. Δεν σε θεωρώ ως ιατρόν, αλλ' ως ιδικόν μου πρόσωπον.

Εκοιμήθη μετ' ολίγον (2.15 μ.μ.) εν Κυρίω.
Οποία όντως πνευματική διαύγεια!

(Αναδημοσίευσις από το περιοδικόν «Άγιος Νεκτάριος» Θεσ/νίκης του 1982)

Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη

Από το βιβλίον
«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ»
του Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΟΣ

Εικόνα



Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος, κατά κόσμο Γεώργιος Λεονταρίδης, γεννήθηκε στον Πανασό Κρήτης, στις 20/7/1927. 'Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος, καταγόμενος από τη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας, με πολλούς συγγενείς στο χωριό Δαμάνια Μονοφατσίου Κρήτης, τόπο εγκατάστασης προσφύγων από τη Σελεύκεια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή.


Ή αγράμματη μητέρα του Ελένη καταγόταν από το χωριό Πανασός Καινουργίου Κρήτης, αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία και αργότερα έγινε Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Οι γονείς του Γέροντα είχαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, τη Μαρία και την Κυριακή, ή οποία κοιμήθηκε σέ ηλικία 7 ετών. Τά τρία αυτά παιδιά χάσανε νωρίς τον πατέρα τους, σέ δύσκολη εποχή και μεγάλωσαν μέσα σέ δυστυχίες, πείνες, αρρώστιες και ταλαιπωρίες.


Τον Γέροντα, ώς μικρό Γεώργιο, τον ώθησε στα στοιχειώδη γράμματα του δημοτικού σχολείου ή μητέρα του. Όπως ό ίδιος έλεγε τά πράγματα τότε ήταν πολύ στενά, αγόραζαν ακόμα και τά βιβλία τού σχολείου. Ό μαθητής Γεώργιος όμως είχε φιλομάθεια και έλαβε, τότε, πέντε ενδεικτικά με βαθμό εννέα και το απολυτήριο με άριστα δέκα. Ή δύσκολη εκείνη εποχή διέκοψε τις άριστες μαθητικές επιδόσεις του. Ή ευλαβέστατη μητέρα τους από νωρίς τούς μετάγγισε τη δύναμη της πίστεως και της προσευχής. Ό Γέροντας έμαθε να νηστεύει αυστηρά, να μελετά και να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της καρδιάς του. Ώς μικρό παιδί, μελέτησε τον βίο τού Άγ. Αντωνίου, εμπνεύστηκε από τούς άθλους της ένθεης βιωτής του και άρχισε να εξασκεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, διά της Θεοτόκου, ελέησόν με τον άμαρτωλόν». Όπως αφηγείτο ό ίδιος, αυτή ήταν ή μόνιμη προσευχητική του ενασχόληση. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις από τά παιδικά χρόνια του ώστε να αναπτυχθεί αργότερα ή έσωκάρδια νοερά προσευχή, όταν ένεδύθη το μοναχικό σχήμα.
Ή προσευχή του όμως προσήλκυσε τη χάρη της Θεοτόκου, ή οποία τού χορήγησε στην πρώτη τάξη τού δημοτικού το χάρισμα της χωρητικότητας του νου. Ή ευλογία της Θεοτόκου τον συνόδευε πάντοτε.


Αργότερα ό Γέροντας με τη χάρη τού θεού και τούς πνευματικούς του αγώνες έγινε ό βιωματικός άνθρωπος, μέσα στο πνευματικό στερέωμα της ασκητικής παράδοσης της Εκκλησίας μας.


Όταν ώς έφηβος βρέθηκε στην πόλη τού Ηρακλείου εργαζόμενος, παρασύρθηκε από έναν συγχωριανό του πού άνηκε σέ κάποια ευαγγελική αίρεση και παρακολούθησε μια ομιλία πού έγινε σέ αίθουσά τους. Ευθύς αμέσως ή Θεοτόκος εμφανίστηκε αστραπιαία στο νεαρό Γεώργιο, δείχνοντάς του το μεγαλείο της θ. Λειτουργίας από το όποιο κινδύνευσε να αποκοπεί.


Υπηρέτησε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, ενώ τά προηγούμενα χρόνια είχε ταλαιπωρηθεί από τη γερμανική κατοχή και τά δεινά τού γνωστού εθνικού διχασμού. Ή παιδιόθεν κλίση του προς τη μοναχική πολιτεία άρχισε να γίνεται πραγματικότητα με την είσοδό του, ώς δοκίμου μοναχού, στην Ί. Μ. Βροντησίου, στις 26/7/1957, ημέρα εορτής της Άγ. Παρασκευής, σέ ηλικία 30 ετών. Το γεγονός της αναχώρησης του από τον κόσμο το απέκρυψε εντελώς από τούς συγγενείς του και από κάθε άλλο άνθρωπο. Για την προσέλευση του στην Ί. Μ. Βροντησίου συνετέλεσε και το γεγονός ότι ό τότε Εφημέριος τού χωριού του, Πανοσ. Άρχιμ. Θεοδόσιος, ήταν την περίοδο εκείνη και Ηγούμενος της εν λόγω Ί. Μονής, ευρισκόμενη, σχεδόν πλησίον της γενέτειράς του Πανασού.

'Ο τότε Γεώργιος Λεονταρίδης και μετέπειτα δόκιμος μοναχός, δεν γνώριζε τίποτα περί Ί. Μονών.
Βοηθήθηκε πνευματικά από τον Ιερομόναχο Γελάσιο της Ί. Μ. Βροντησίου, έκανε τον κανόνα του, πού μεταξύ άλλων συμπεριελάμβανε εκατό μετάνοιες κάθε βράδυ. Στην Ί. Μ. Βροντησίου χειροθετήθηκε Αναγνώστης από τον τότε αοίδιμο Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο.


Την περίοδο εκείνη στην Ί. Μ. Βροντησίου μόναζε ό π. Αντώνιος Γεπεσάκης, ό όποιος αργότερα πήγε στην Άνώπολη. Από την Άνώπολη μετακινήθηκε στην Ί. Μ. Κουδουμά, ώς Ηγούμενος, από τον αοίδιμο Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο, σέ άντικατάσταση τού Πανοσ. Ηγουμένου, Άρχιμ. Ιωακείμ Δρακωνάκη.


Μετά το διορισμό τού Πανοσ. Άρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, ώς Ηγουμένου της Ί. Μ. Κουδουμά, ό δόκιμος μοναχός Γεώργιος, έχοντας γνωριμία μαζί του από το Βροντήσι, άποφάσισε να κατευθυνθεί προς την Ί. Μ. Κουδουμά. Αντί όμως να πορευθεί προς την Ί. Μ. Κουδουμά, πήγε στήνΊ. Μ. 'Οδηγήτριας, επί ηγουμενίας τού Πανοσ. Άρχιμ. Καλλινίκου, κατόπιν προτροπής τών πατερων της Ί. Μ. Καλυβιανής. Κατά τη διάρκεια της παραμονή του στην Ί. Μ. Οδηγήτριας και συγκεκριμένα στις [2/1957 δοκίμασε μια απροκάλυπτη και ανελέητη κακουργία των δαιμόνων. Αντιμετώπισε ολοφάνερη και αδυσώπητη πολεμική από διαβολικά τάγματα τά όποια -όπως ό Γέροντας- θέλουν να συντρίψουν κάθε ανθρώπινη ψυχή.


Έμεινε για λίγες ημέρες ακόμα στην Ί. Μ. Οδηγήτριας και κατόπιν προσήλθε και ενεγράφη ώς δόκιμος Ι. Μονή Κουδουμά. Στις 12/8/1958, επί ηγουμενίας Άρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, εκπληρώθηκε ό θείος του πόθος και έκάρη Μοναχός, με το όνομα Αναστάσιος. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή στις 11/8/1959, χειροτονήθηκε διάκος στην Ί. Μονή της μετανοίας του, από τον Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο και αργότερα Πρεσβύτερος. Έδώ γεύστηκε από την ησυχαστική παράδοση του Μοναστηριού την παραδεδομένη από τούς Αγίους νέους κτήτορα του, Παρθένιο και Ευμένιο, και επιδόθηκε σε σπουδαίους πνευματικούς αγώνες. Αθλήθηκε πρωτογενώς στην υπακοή, αγόγγυστα διακόνησε σέ όλα τά διακονήματα, τά οποία τον καιρό εκείνο, ιδιαίτερα στην Ί. Μ. Κουδουμά, ήταν εξαιρετικά κοπιαστικά και επίπονα.



Εμπνεύστηκε από τη ζωή παλαιοτέρων και έναρέτων Μαχών, όπως του Παρθενίου Ψαράκη, πνευματικού τέκνου τών'Αγ. Πατέρων Παρθενίου και Εύμενίου, τού Νικοδημου Καλιγιαννάκη και τού Εύμενίου Χαριτάκη. Υπήρξε ασκητής και συναγωνιστής τού 'Οσίου Γέροντα Εύμενίου Σαριδάκη και άρωγός του στον μεγάλο πειρασμό πού αντιμετώπιζε τά χρόνια εκείνα. Πάντοτε μιλούσε για το π. Ευμένιο με μεγάλο σεβασμό και τον τιμούσε ώς ένα Όσιο της Εκκλησίας μας. Εντός της χάριτος και της υπακοής άγιάζουσας Εκκλησίας, με ορθό εκκλησιαστικό φρόνιμα και με την ευλογία τού Ηγουμένου του καλλιέργησε τη σιωπή και την ευχή και αθέατος από την υπόλοιπη αδελφότητα κατέφευγε στα σπήλαια και τά αγιασμένα ασκητήρια, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, με νηστείες, με χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες, με την εσωτερική νοερά εργασία και άλλα πνευματικά γυμνάσματα και ασκητικά παλαίσματα, από τά όποια απόκτησε σπουδαίες και βαθιές πνευματικές εμπειρίες.


Έζησε, επί 7 περίπου χρόνια, στο ί. Μετόχιο της 'Ι. Μ. Κουδουμά, στόν Άγ. Ιωάννη πού βρίσκεται σέ παραλιακό χώρο. Εκεί διέμενε όντος σπηλαίου μέσα σέ απαράκλητες για τά ανθρώπινα μέτρα συνθήκες διαβίωσης. Την περίοδο αυτή είχε συνασκήτρια τη μητέρα του ή όποια, όπως προείπαμε, έκάρη Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Το βαρύ εγκεφαλικό πού υπέστη ή μητέρα του 1973 τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του χώρο της ασκήσεως και να επανέλθει στο χωριό του Πανασός για να δώσει την αναγκαία βοήθεια σ' εκείνη, ή οποία εκοιμήθη το ίδιο έτος και ετάφη στο εν λόγω χωριό.



Μετά την κοίμηση της μητέρας του μετέβη στο Άγ. Όρος, όπου περιόδευσε σέ Ί. Μονές και Σκήτες, χάριν ευλογίας και έγκαταβίωσε στην σκήτη τών Ίβήρων, κοντά στον Γέροντα Γρηγόριο για ένα περίπου έτος. Ή εκεί παραμονή του ήταν πολύ ωφέλιμη, καθώς έζησε τον αγιορείτικο τρόπο ζωής, αλλά και γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως τον Γέροντα Αθανάσιο τον Ίβηρίτη.


Επανήλθε στην Κρήτη για λόγους υγείας το έτος 1974, και μετά από συνάντηση με το γνωστό του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεο, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στις 24/11/1974. Ό Επίσκοπος Τιμόθεος του πρότεινε να επιλέξει μεταξύ τών Ενοριών Άντισκαρίου και Τσούτσουρου. Ό Γέροντας επέλεξε την Ενορία Τσούτσουρου στην οποία εφημέρευσε από το 1974 έως και τις 30/6/2000, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε παράλληλα και Εφημέριος τού Ί. Προσκυνήματος τού Άγ. Νικήτα από το 1992 έως και το 1995 και επίσης διετέλεσε και Εφημέριος στην Ενορία Μαχαιρά. Έλεγε για τις τότε εμπειρίες του «από τη διακονία στον κόσμο, είχα ξεκλίνει τού αυστηρού εκείνου μοναστικού περιορισμού, γιατί ή κοινωνική ζωή ήταν διαφορετική». Τά ονόμαζε «παρατράγουδα» τού κόσμου.


Επανήλθε στην Ί. Μονή της μετανοίας του μόνιμα το έτος 2002, όπου έζησε τον υπόλοιπο βίο του ασκητικά και σιωπηλά, «πλήρης χάριτος και Πνεύματος Αγίου», διδάσκων τον ανεκτίμητο λόγο της πατερικής παραδόσεως και απολαμβάνων τον απεριόριστο σεβασμό της αδελφότητας και τών προσκυνητών της Ί. Μονής, μέχρι της όσιακής τελευτής του, ή οποία επήλθε στις 2/12/2013.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΟΣ. ΕΚΔ. Ι Κ. ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΟΥΔΟΥΜΑ.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΔΟΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ

Εικόνα

Εικόνα



Ο άγιος γέροντας Αναστάσιος του Κουδουμά Κρήτης († 2 Δεκ 2013)
π. Ιερόθεου Βλάχου, μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου



Ο Γέροντας Αναστάσιος Κουδουμιανός κοιμήθηκε την Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013 και η εξόδιος ακολουθία του εψάλη την επομένη ημέρα, 3 Δεκεμβρίου, στην Ιερά Μονή Κουδουμά της Ιερας Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας, στην οποία ήταν Ιερομόναχος, παρόντων των Σεβ. Μητροπολιτών Γορτύνης κ. Μακαρίου και Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέου, Κληρικών, Μοναχών και πλήθους λαού.
Στην συνέχεια θα καταγράψω μερικές πληροφορίες από τις τελευταίες ημέρες της επιγείου ζωής του και τα σχετικά από την συνάντησή μου μαζί του στο Νοσοκομείο.
Ελπίζω δε και πιστεύω ότι ο Ηγούμενος και οι Πατέρες της Μονής Κουδουμά καθώς και ο Αρχιμ. π. Αντώνιος Φραγκάκης θα γράψουν για τον υπέροχο αυτόν όσιο μοναχό, για την οσιακή ζωή του, τις αλλοιώσεις της καρδίας του, τις αναβάσεις του πνεύματός του και τις θεόσοφες διδαχές του.

Εμπειρικός θεολόγος

Ο Γέροντας Αναστάσιος ήταν μια πατερική φυσιογνωμία, διέθετε εμπειρική θεολογία, αλλά γνώριζε πολύ καλά και την θεολογία των Πατέρων και εκφραζόταν θεολογικά και συγκροτημένα, αν και δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο. Όμως η μοναχική του ζωή, η άσκησή του στα σπήλαια, η αδιάλειπτη προσευχή που είχε και οι ποικίλες επισκέψεις της θείας Χάριτος επάνω του του έδωσαν θαυμαστή θεολογική γνώση.
Τόν γνώρισα δια μέσου του π. Αντωνίου Φραγκάκη, είχα δε μια τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, μου διεβίβαζε τις ευχές και τις απόψεις του και θαύμαζα για τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν, που ήταν απόρροια της χαρισματικής του θεολογίας, αλλά και της μελέτης των βιβλίων των Πατέρων της Εκκλησίας, μέσα από την δική του πείρα.
Μιλούσε με έναν καταπληκτικό τρόπο, δηλαδή «αλιευτικώς και ουκ αριστοτελικώς». Διάβαζε τα βιβλία μου και εξέφραζε τις απόψεις του. Μέ αγαπούσε και τον σεβόμουν πολύ. Λάμβανα υπ' όψη μου τον λόγο του, γιατί ήταν ένας θεόσοφος Ιερομόναχος.
Παλαιότερα άκουσα μια ηχογραφημένη προφορική ομιλία του που έκανε σε προσκυνητές της Μονής στην οποία ανέπτυσσε με καταπληκτικό τρόπο την δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής και οδύνης, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Δεν ήταν ομιλία προετοιμασμένη, αλλά εξερχόταν μέσα από την πείρα του και τις γνώσεις του.
Ακούγοντας την ομιλία αυτή θαύμασα για τον ρέοντα πατερικό λόγο, που ήταν απόλυτα αφομοιωμένος από τον Γέροντα, διέγνωσα καθαρότατα ότι ο λόγος του, καίτοι ο ίδιος δεν είχε σπουδάσει θεολογία, ήταν κατ' εξοχήν θεολογικός, συγκροτημένος και θεραπευτικός.
Μέ αξίωσε ο Θεός να συναντηθώ μαζί του τον προηγούμενο Απρίλιο (15-4-2013), όταν τον επισκέφθηκα στην Ιερά Μονή Κουδουμά και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, την οποία θα δημοσιοποιήσω αργότερα.

Εντυπωσιάσθηκα από την εμπειρική γνώση την οποία διέθετε, τον θεολογικό του λόγο, την διεισδυτική ματιά του, το φωτεινό πρόσωπό του και την όλη παρουσία του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον του αφιέρωσα το τελευταίο βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησα με τίτλο «Θεολογία γεγονότων», με τα εξής λόγια:
«Στόν σεβαστό Γέροντα π. Αναστάσιο Κουδουμιανό πνευματικό αντίδωρο στο θεολογικό δώρο της πολλής αγάπης του». [...]«Ο Γέροντας τις τελευταίες νύχτες αγρυπνούσε εξ ολοκλήρου, εκτενής προσευχή. Από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωΐ. Μετά ανέμενε ήρεμος, όπως πάντα, και γλυκύτατος την θεία Κοινωνία. Μέ δάκρυα κοινωνούσε. Ψέλιζε λόγια καρδιακής αγάπης στον Χριστό, όπως "εφόδιον ζωής αιωνίου", "φάρμακον αθανασίας", "αντίδοτο του μη αποθανείν". Σιωπή το πλείστον, έπειτα, και ευχή.
Μελέτησε ενθουσιασμένος το βιβλίο του αγαπημένου του Μητροπολίτου Ναυπάκτου. ... Από τα Μυστήρια που ζούσε λίγα μας είπε. Είπε στον π. Ιλαρίωνα: "Ήρθε ολοζώντανα ο Μέγας Αντώνιος. Συνομιλήσαμε". "Είμαι σε κατάσταση εξόδου... Μικρή παράταση έλαβα... Εύχεσθε να βρεθώ στο Φώς"».
Έλαβα δύο σημαντικά μηνύματα που δείχνουν την πνευματική ωριμότητα του Γέροντα. Ζούσε την εσωτερική νοερά λειτουργία, παράλληλα με την θεία Λειτουργία και συγχρόνως ποθούσε την «άνω λαμπροφορία».
«Είπε ο Γέροντας: "Έχει λυσσάξει ο δαίμονας… Δεν περιγράφονται όσα μου κάνει, ειδικά τις νύχτες… Αυτά βέβαια εξωτερικά… Εσωτερικά λειτουργεί ο νούς στο Εκκλησάκι της βαθείας καρδίας… Κάθε πρωΐ η νοερά καρδιακή Λειτουργία αναμένει τον καρπό της ορθρινής Λειτουργίας του Μοναστηριού. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού… Ο ειρηνάρχης Χριστός ενθρονίζεται μέσα στην καρδιά… Τελεία κατάπαυσις…"».
«Είπε ο Γέροντας: "Επείγομαι να αναχωρήσω από τον κόσμο της φθοράς. Δεν θέλω να δώ και τα επερχόμενα δεινά. Θα βρεθή θέσις όμως δι' εμέ τον ανάξιον εις την άνω φωτοφορίαν; [...]».
Μακάριζα τον Γέροντα και δόξαζα τον Θεό!


Ο Γέροντας Αναστάσιος στο Νοσοκομείο
Πλησίασε η τελείωση του Γέροντα Αναστασίου, η πορεία του προς την Άνω Ιερουσαλήμ.
Πρίν λίγο καιρό ο Γέροντας Αναστάσιος είχε φρικτούς πόνους από πέτρα στην χολή. Πρίν πάει στο Νοσοκομείο από τους πόνους έκανε βηματισμούς στο μικρό κελλί του, έπεσε και έσπασε το ισχύον. Εισήχθη στο Νοσοκομείο για εγχείριση στο ισχύον και στην συνέχεια θα έπρεπε να αντιμετωπισθή η πέτρα στην χολή.
Κατά την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο «Βενιζέλειο» στο Ηράκλειο Κρήτης εκδηλώθηκε για μια ακόμη φορά η θεολογική του ύπαρξη. Παρά τους σωματικούς πόνους του, μιλούσε για τον Θεό, για το Φώς, για την νοερά προσευχή στην καρδιά κλπ. Θα παραθέσω μερικά απ' όσα έλεγε.
Πονούσε πολύ, αλλά το αντιμετώπιζε ησυχαστικώς:
«Πονάω αφόρητα... Πόνος παρατεινόμενος, ανελέητος... Όμως, πρέπει να τραβάμε από εκεί τον νού μας και να τον έχουμε στον Χριστό... Να πήτε στον άγιο Ναυπάκτου και τις Μοναχές: Ευχαριστώ εκ καρδίας για την αγάπη τους και τις ευχές τους. Αυτοί πρέπει να μάθουν και εμένα να προσεύχομαι… Το θέλημα του Κυρίου γενέσθω εν παντί. Κατά πάντα και δια πάντα. Και επ' εμοί και επί πάσι. Και εν τοίς αγγέλοις και εν τοίς ανθρώποις. Και εν ουρανώ και επί γής και εν τοίς καταχθονίοις. Και εν τη αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Τα πάντα και εν πάσι Χριστός...».
«Όποιος ταυτίσει το θέλημά του με το άγιο θέλημα του Θεού δεν βλέπει στην ζωή του τίποτα κακό. Δεν διαχωρίζει τα επισυμβαίνοντα εις εαυτόν σε ευχάριστα και δυσάρεστα. Όλα είναι ευχάριστα. Και τα δυσάρεστα περισσότερο ευχάριστα. Προέρχονται από την παναγάπη του Θεού και αποβλέπουν στην πραγμάτωση του "καθ' ομοίωσιν"».
«Τα εύκολα δεν σώζουν. Δεν θα ήταν προτιμότερο να μήν είχα υποστεί το κάταγμα και να μήν περάσω τους αφόρητους πόνους; Όχι. Γιατί σημασία έχει τί συμφέρει την ψυχή μας. Την πνευματική ολοκλήρωση. Γι' αυτό πρέπει να αποβάλλουμε το γνωμικό θέλημα και να αποκτήσουμε φυσικό θέλημα. Να ταυτίσουμε απόλυτα το θέλημά μας με το άγιο θέλημα του Θεού. Εκείνος ξέρει τί φάρμακο ταιριάζει στον καθένα από μάς. Σημασία έχει να ενωθούμε μαζί Του».

Μετά την χειρουργική επέμβαση στο ισχύο είπε στον π. Αντώνιο.
«Πέρασε, παιδί μου, η χορεία των αγίων Πατέρων. Πολλοί Πατέρες πέρασαν... ζωντανά, εν ριπή οφθαλμού τους είδα όλους... Ο Μέγας Αντώνιος, οι αγαπημένοι μου Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος Παλαμάς, οι όσιοι του Μοναστηριού μας, Παρθένιος και Ευμένιος, και όλοι οι υπόλοιποι, ο άγιος Παντελεήμων, η αγία Παρασκευή, και τόσοι άλλοι... Αυτό γινόταν και στο Μοναστήρι, πολύ έντονα τις τελευταίες ημέρες, πριν υποστώ τον τραυματισμό...
Ευχαριστώ τον πολυαγαπημένο μου Μητροπολίτη Ιερόθεο, την Γερόντισσα Σιλουανή και την Συνοδεία της... Αντελήφθην τις προσευχές όλων... Ευχαριστώ όλα τα πνευματικά σου παιδιά... Αντεύχομαι σε όλους τα βέλτιστα εν Κυρίω... Και όταν έρχονται και με επισκέπτονται χαίρομαι, αναπαύομαι. Και όταν μένω μόνος, έχω άλλη συντροφιά... Η υπομονή δεν είναι δική μου... Τίποτα δεν είναι δικό μου. "Τί έχεις ό ουκ έλαβες". Χίλιες δόξες τώ παναγίω Θεώ! Από τα έγκατα της γής ως τα υπερουράνια...».
Κάποια στιγμή είπε στον Ηγούμενο:
«Βλέπεις, βλέπεις, τα επουράνια... χορείες Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Οσίων, Δικαίων. Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί, Λαϊκοί... πόσοι είναι εκεί... Όλους θέλει να μας σώση η αγάπη Του... Όλους θέλει να μας βάλη μέσα... Λίγο φιλότιμο... Λίγο να αγωνιστούμε». «Έπειτα σιώπησε απόλυτα. Τώρα μόνον ευλογεί».
Είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος, που θυμίζει το τέλος του αββά Σισώη του Μεγάλου, όπως περιγράφεται στο Γεροντικό. Πρόκειται για επανάληψη της ίδιας πνευματικής εμπειρίας στον 21ο αιώνα.
Γενικά, τα όσα έλεγε κατά την διάρκεια του πόνου του είναι καταπληκτικά, γιατί θεολογούσε και σε αυτήν την δύσκολη στιγμή της ζωής του, που οι περισσότεροι δεν μπορούν να ομιλούν. [...]

Οι άγιοι Ευμένιος & Παρθένιος, κτίτορες της μονής Κουδουμά, προσεύχονται και η θάλασσα εκβάλλει πελέκια (πελεκημένες πέτρες) για την αποπεράτωση της εκκλησίας της μονής, που δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για την απόχτησή τους (από αυτό το αναλυτικό post).

Η επίσκεψή μου στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου

[...] Καθώς ήταν ξαπλωμένος και εγώ πλησίον του, εκείνος ψιθύριζε και δεν μπορούσα να καταλάβω τί έλεγε ακριβώς. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι έλεγε ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους τιμούν οι άλλοι και δεν θα μπούν στον Παράδεισο, και υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούνται αμαρτωλοί από τον κόσμο και θα σωθούν.
Όταν ήρθε κοντά μας ο π. Αντώνιος, είπε:
«Μπορεί να θεωρήται κάποιος ότι έφθασε στα όρια της αγιότητος και να υπάρχη κάποιος άλλος που να θεωρήται «ξοφλημένος» λόγω των αμαρτιών του. Ο πόνος όμως που δημιουργείται στην καρδιά από την αίσθηση των αμαρτιών μπορεί να τον εξακοντίση σε μεγάλα ύψη και ο άλλος να μείνη πίσω... Ένα όμως είναι σίγουρο. Ουδείς θα εισέλθη στην βασιλεία του Θεού άνευ του πόνου της μετανοίας».
Στόν θάλαμο βρίσκονταν οκτώ ασθενείς με τα προβλήματά του ο καθένας τους. Τούς πλησίασα όλους, τους χαιρέτησα και τους ευχήθηκα κατάλληλα. Διέγνωσα ότι πέρα από τον σωματικό πόνο σε όλους τους ασθενείς υπήρχε μια βαρειά ψυχική κατάσταση, ενώ στον Γέροντα Αναστάσιο, και με όσα είπε στην συνέχεια, καίτοι υπήρχε μια μεγάλη σωματική αδυναμία, πολύς σωματικός πόνος, τον οποίο δεν έδειχνε καθόλου, εν τούτοις φαινόταν να διακατέχεται από μια έντονη, υψηλή πνευματική κατάσταση.
Αυτό φαινόταν στα όσα έλεγε, στο καθαρό και διαπεραστικό βλέμμα του, στην ψυχική του ηρεμία και στην ορμή του πνεύματός του. Έβλεπα μια μεγάλη ορμή της ψυχής του, που πετούσε κυριολεκτικά, έβλεπα έναν υψηλό εσωτερικό θεολογικό κόσμο, μέσα σε ένα αραχνοειδές σωματίδιο, σε ένα ανήμπορο και ασθενικό σώμα, που όμως παρέμενε σε κατάσταση ειρήνης. Θαύμαζα δε πώς μπορούσε αυτό το σώμα να κρατά μια τέτοια αστραφτερή και ορμητική θεολογική ψυχή που ποθούσε τον Χριστό.
Οι προαναφερθέντες Πατέρες της Ιεράς Μονής με την βοήθεια και άλλων λαϊκών που ήταν πνευματικά του παιδιά, τον σήκωσαν λίγο, ώστε να είναι καθιστός στο κρεββάτι, με τα πόδια να κρέμωνται, για να μπορή να κουνά λίγο το χειρουργημένο πόδι, όπως είπαν οι γιατροί. Καθώς ήταν καθισμένος έλεγε επανειλημμένως:
«Ο Χριστός είναι αστείρευτη πηγή!».
Συνεχώς μιλούσε για τον Χριστό που μας αγαπά και μας γεμίζει δώρα ουράνια.

Στην συνέχεια είπε: «Εδώ μέσα όλοι θεολογούν».
Προφανώς εννοούσε ότι πονούν και μιλούν με διαφόρους τρόπους με τον Θεό, δηλαδή παλεύουν μαζί Του.
Ο π. Αντώνιος Φραγκάκης, αναφερόμενος σε κάποια εμπειρία που είχε ο Γέροντας πριν λίγες ημέρες, είπε: «Η γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιον», που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Τότε έλαβα τον λόγο για να τον προκαλέσω και του είπα:
«Γέροντα, όταν διαβάζω την Αποκάλυψη του Ιωάννου, βλέπω ότι στην ουσία περιγράφεται η άκτιστη θεία Λειτουργία στον άκτιστο Ναό του Παραδείσου. Αυτήν την θεία Λειτουργία την νοιώθουμε και στην γή.
Νομίζω ότι στον ησυχαστή ο νούς στην καρδιά λειτουργή ακατάπαυστα όλο το βράδυ και το πρωί που ξυπνά πηγαίνει στην θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό, ενώ γίνεται θεία Λειτουργία στην καρδιά. Αλλά παρά την παράλληλη λειτουργία στην καρδιά και τον Ναό, ο νούς στην καρδιά περιμένει να έλθη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με την θεία Κοινωνία. Δηλαδή, υπάρχει μια σχέση μεταξύ δύο λειτουργιών, στην καρδιά και στον Ναό».
Ο Γέροντας «πήρε φόρα» και άρχισε να λέη:
«Ακριβώς έτσι είναι, Σεβασμιώτατε. Δεν τα ζουν όμως πολλοί αυτά. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου περιγράφεται, όντως, η άκτιστη θεία Λειτουργία στον αχειροποίητο Ναό. Εκεί λειτουργός ο Χριστός αυτοπροσώπως. Εδώ, στον κτιστό Ναό, ιερουργεί δια της Ιερωσύνης και ιερουργείται το Σώμα και το Αίμα Του. Υφίσταται πραγματικά στον κτιστό Ναό, αλλά δεν αναπαύεται στον χώρο που ιερουργείται, όσο στις καρδιές για τις οποίες προορίζεται.

Τούτο είναι και το νόημα του γραφικού "υιέ μου, δός μοι σήν καρδίαν". Υπάρχει η νοερά λειτουργία και η λογική λειτουργία. Η πρώτη προηγείται και περιμένει την άλλη. Μέ την θεία Κοινωνία εγκαθίσταται ο Χριστός στο νοερό θυσιαστήριο της καρδιάς και γίνεται πηγή όλων των αγαθών».
Σε κάποια στιγμή του είπα ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει κάπου ότι στην αρχή της στροφής του προς τον ζώντα Χριστό, ύστερα από την εμπειρία του στην ανατολική φιλοσοφία, αισθανόταν να περιβάλλη τον εσωτερικό κόσμο της καρδιάς ένα μολύβδινο τείχος και κάτι σαν βελόνι διαπέρασε το πάχος του, οπότε δημιουργήθηκε μια τριχοειδής σχισμή, από την οποία διείσδυσε μια ακτίνα φωτός.
Ο Γέροντας Αναστάσιος, ακούγοντας αυτό, είπε: «Αυτό συνέβη και σε μένα». Να σημειωθή ότι αγαπούσε πολύ τον Γέροντα Σωφρόνιο, για τον οποίον έλεγε με θαυμασμό: «Ο μέγας Σωφρόνιος!». Επίσης αγαπούσε πολύ τον π. Παΐσιο και τον π. Εφραίμ Φιλοθεΐτη που είναι στην Αμερική.
Στην συνέχεια είπε:
«Στην καρδιά δημιουργείται μια χαραμάδα σαν τρίχα. Το έζησα κάποτε αυτό. Από εκεί εισέρχεται ο νούς στην βαθεία καρδία και ανιχνεύει τα πάντα... Η ρωγμή αυτή παραμένει, δεν αφίσταται ο νούς από εκεί, αλλά μεταβάλλεται η χαραμάδα αυτή. Δεν είναι πάντα η ίδια εμπειρία... Η λογική λέγει την ευχή και όταν χορτάση, δίνει και στην καρδιά.

Κατεβαίνει εκεί ο Χριστός με τον νού. Ο λόγος είναι μέρος του νού... Ο λόγος περιγράφει έπειτα ό,τι μπορέσει να εκφράση από την εμπειρία της καρδιάς... Η στενή πύλη για την οποία μίλησε ο Κύριος είναι η πύλη της καρδιάς. Διά της καρδιάς εισέρχεται ο νούς στον παράδεισο του Θεού. Όταν φθάσης στην θέωση έχεις τα πάντα. Περατούται η οδός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε: Σκύψε μέσα στην καρδιά σου και θα δής τον ουρανό. Γιατί μία είναι η πύλη του Ουρανού, η πύλη που ανοίγεται στην καρδία...».
Έμεινα κατάπληκτος απ' όσα άκουγα στο Νοσοκομείο σε κρεββάτι του πόνου από άνθρωπο χειρουργημένο, που πονούσε, αλλά ο θεολογικός του λόγος έτρεχε σaν ποταμός.
Μετά για ένα διάστημα σιωπήσαμε, δεν ήθελα να τον ενοχλήσω και να τον κουράσω αν και φαινόταν ότι ήθελε να ομιλή θεολογικά. Για τον λόγο αυτό μιλούσα με τους μοναχούς που ήταν δίπλα, στο κάτω μέρος του κρεββατιού. Διέκρινα ότι ο Γέροντας με κοιτούσε διερευνητικά με τα έντονα εκφραστικά μάτια του.
Άν και πονούσε, δεν εξέφραζε καθόλου κάποια δυσαρέσκεια με μια σωματική κίνηση ή έναν μορφασμό του προσώπου. Δεν ενοχλείτο από την παρουσία πολλών ανθρώπων δίπλα στο κρεββάτι του.
Κάποια στιγμή είπε:
«Είναι στενή η πύλη που εισάγει στην όντως ζωή. Και αυτό τον στενωπό, εγώ το διαβαίνω ήδη».
Έσκυψα και τον ασπάσθηκα, του χάϊδεψα και την κεφαλή του με αγάπη. Πήγα στο πίσω μέρος και κρατούσα τα μαξιλάρια σε όρθια θέση για να κάθεται λίγο στο κρεββάτι. Εκείνος ήταν σύννους, ούτε γελούσε ούτε εξέφραζε τον πόνο του. Είχε μια μεγάλη ευγένεια ψυχής. Έμοιαζε ως ένας ώριμος θεολόγος αλλά και σaν ένα μικρό παιδί, και αυτήν την ενοποίηση την δημιουργεί η Χάρη του Θεού με την κατά Χριστόν απάθεια.
Στο χέρι του υπήρχε ορός, αλλά και τα δυό του χέρια ήταν πληγωμένα και μαυρισμένα από τα τρυπήματα. Ο π. Αντώνιος σε κάποια στιγμή χάϊδευε το χέρι του και εκείνος κοίταζε χωρίς να δείξη ότι ενοχλείται. Κάποιος από τους παρισταμένους είπε ότι πονάει στο σημείο εκείνο από τα τρυπήματα. Τότε ο π. Αντώνιος του είπε: «Δεν το γνώριζα, Γέροντα. Γιατί δεν μου το είπατε;». Και ο Γέροντας απήντησε χαμογελώντας:
«Δυό μόνο χέρια έχω και δεν βρήκανε τρίτο να το αφήσουνε άθικτο».
Μερικοί παρόντες λαϊκοί ζήτησαν από τον Γέροντα την άδεια να τον φωτογραφήσουν και να φωτογραφηθούν μαζί του. Εκείνος δεν απάντησε ούτε θετικά ούτε αρνητικά και παράμεινε ατάραχος και ειρηνικός.
Τού είπα ότι η καρδιά είναι εκείνη που αισθάνεται τον Θεό. Ο Γέροντας συμφώνησε, αλλά γεμάτος σοφία απάντησε: «Συγχρόνως η καρδιά και παραπλανά». Αυτό συμβαίνει όταν η καρδιά δεν καθαρίζεται από τα πάθη. Στην συνέχεια είπε:
«Η υπομονή είναι ο Χριστός... Τα πάντα είναι ο Χριστός... Εκείνος είπε: "Πατάσσω και πάλιν ιάσομαι". Άλλοτε εκφράζεται με αυστηρότητα, άλλοτε με γλυκύτητα, αλλά και με τους δυό τρόπους φανερώνεται η Αγάπη Του.
Η πάλη με τον Θεό είναι αδυσώπητη. Δεν την γνωρίζουν –αυτήν την πάλη– παρά μόνον ο Θεός και οι αθλητές του Χριστού. Είναι αδυσώπητη πάλη, γιατί ο Θεός είναι παντοδύναμος. Είναι όμως και παναγάπη. Και όταν δείχνη την "σκληρότητά" Του, ουσιαστικά αισθητοποιεί την αγάπη Του».
Δίπλα στον Γέροντα ήταν ένας ασθενής που ανέπνεε βαρειά και βογκούσε. Τόν ρώτησα αν ενοχλήτο από τα βογγητά και αν ήθελε να παρακαλέσω να τον μεταφέρουν σε άλλο δωμάτιο για να είναι μόνος του και να έχη ησυχία. Μού είπε:
«Όχι, ευχαριστώ, δεν με ενοχλούν, με βοηθούν... Όλοι αυτοί θεολογούν τον πόνο τους... Συμπληρώνουν και την δική μου θεολογία».
Είναι καταπληκτικό να αισθάνεται κανείς τον πόνο του άλλου ως θεολογία. Αυτό δείχνει μια ευαίσθητη καρδιά που έχει μεταμορφωθή από την Χάρη του Θεού.
Τόν περισσότερο καιρό που ήμουν κοντά του, δεν μιλούσα για να μη τον κουράζω. Οι μοναχοί μου έλεγαν ότι δεν κουράζεται ο Γέροντας, αλλά χαίρεται να μιλά θεολογικά. Μάλιστα, όταν ήταν σε άλλο δωμάτιο, όλη την νύκτα έλεγε με το στόμα του την ευχή και άκουγαν και οι άρρωστοι.
Κάθησα κοντά του περίπου μιάμιση ώρα. Αισθανόμουν γαλήνη στην ψυχή και την καρδιά μου, μια ειρήνη και χαρά. Μετά έλαβα την ευχή του για να φύγω. Μού ζήτησε να προσεύχομαι γι' αυτόν. Τού είπα ότι το κάνω, αλλά ζήτησα τις δικές του προσευχές. Αυτός απάντησε: «Αυτό το λέτε από ταπείνωση». Τού φίλησα το χέρι, εκείνος ζήτησε να φιλήση το δικό μου, ασπάστηκα το μέτωπό του και μου είπε:
«Σάς εύχομαι την αιώνια δόξα».
[...]

Το χάρισμα της μακαρίας τελευτής

Τίς τελευταίες ημέρες πριν την κοίμησή του προσευχόταν συνεχώς. Είχε δυσκολίες. Έλεγε στους Πατέρες της Μονής:
«Μέ κρατούν ακόμη στην επίγεια ζωή οι προσευχές σας. Η παράταση είναι δώρο μετανοίας. Ευχαριστώ κι ευλογώ άπαντας. Αντεύχομαι υπέρ πάντων». [...]
Κάποια στιγμή ο Γέροντας είπε στον Ηγούμενο της Μονής να του δώση την ευχή του για να πορευθή στο Φώς. Εκείνος δυσκολευόταν να το κάνη. Όταν όμως τον επισκέφθηκε ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης κ. Μακάριος του διάβασε μια ευχή και η ψυχή του ανεχώρησε προς το Φώς. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται η συνάντηση ενός χαρισματικού θεολόγου με την Χάρη της Αρχιερωσύνης και δείχνει ότι τα χαρίσματα δίνονται από τον Θεό δια της Εκκλησίας, ώστε να ενεργούνται εντός της Εκκλησίας, με την ευχή των Επισκόπων, προς δόξαν του Τριαδικού Θεού.
Αμέσως ο π. Αντώνιος με ειδοποίησε ότι κοιμήθηκε ο Γέροντας με μήνυμα:
«Έφυγε για το αναστάσιμο Φως ο Γέρων Αναστάσιος. Την ευχή του να έχουμε». [...]

Ο Γέροντας Αναστάσιος ήταν ευλογημένος, ήταν όντως μια μεγάλη θεολογική μαρτυρία της εποχής μας, εφάμιλλη αρχαίων μεγάλων θεοπτών ασκητών του Γεροντικού.
Η περίπτωσή του μου θύμισε τους λόγους του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τους οποίους είπε αναμένοντας τον θάνατο: «χτύπα το σώμα, η ψυχή μένει αλάβωτη τη θεία εικόνα θα την παραστήσω στον Χριστό, όπως την έλαβα, ανθρωποκτόνε». «Πήγαινέ με, Χριστέ, εμένα τον λάτρη σου, όπως θέλεις».
Επίσης μου θύμισε τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι ο θάνατος «ουκέτι φοβερός εστιν, αλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, ευτελής εστι και ουδενός άξιος». Ακόμη, μου θύμισε τον λόγο του Γέροντος Σωφρονίου ότι η στιγμή της εξόδου μας από τον κόσμο είναι «θριαμβευτική», και «στήν αναμονή της φοβερής αλλά και μεγάλης στιγμής η ψυχή βαθύτερα αισθάνεται την υψίστη ειρήνη, την πατρική αγάπη, και ορμά προς το ανέσπερο Φώς».

Έτσι έζησε και έτσι τελείωσε ή μάλλον έτσι τελειώθηκε ο Γέροντας Αναστάσιος.
«Οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου» (Α' Κορ. ιε', 48-49). Πράγματι, ο Γέροντας Αναστάσιος στο όνομα και αναστάσιμος στην ζωή εφόρεσε την εικόνα του επουρανίου!
Ευνοημένοι από τον Θεό είναι ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί της Ιεράς Μονής Κουδουμά που είχαν έναν τέτοιο ευλογημένο Γέροντα, τον οποίον εκείνοι διηκόνησαν εκ καρδίας.
Μέσα στα προβλήματα της επισκοπικής μου διακονίας, ο Θεός μου στέλνει και μερικές χαρές, μια από τις οποίες είναι η συνάντησή μου με τον Γέροντα Αναστάσιο τον Κουδουμιανό, τον οποίον αισθάνθηκα ως μια ουράνια αστραπή στην ταλαίπωρη εποχή μας και η κοίμησή του μου προξένησε λίγη αίσθηση ορφάνειας, αλλά περισσότερη και έντονη αίσθηση αναστάσιμης χαράς.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΚΑΙΝΑΣ

Εικόνα


π. Άνθιμος Γκαίνα(1894-1974)-Ο αγιασμένος γέροντας της μονής Σέκου


Α) Ή ζωή του

Ό πατήρ Άνθιμος ήταν ένας μοναχός με γνήσια πνευματικά βιώματα και ένας από τούς σπουδαιότερους μαθητάς του μεγάλου Πνευματικού π. Βικέντιου Μαλάου.
Γεννήθηκε στην κοινότητα Πρισακάνι του Ιασίου και αφιερώθηκε από τη νεανική του ηλικία στην μοναχική ζωή μαζί με τον πατέρα του και την γιαγιά του. Το έτος 1920 έλαβε το μοναχικό Σχήμα στο μοναστήρι του Σέκου, ενώ μετά ένα έτος αξιώθηκε του βαθμού της ιεροσύνης. Μεταξύ των ετών 1921-1928 ήταν ιερεύς και Πνευματικός στο μοναστήρι της μετανοίας του. Μετά από τρία χρόνια, υπηρέτησε ως Ιερεύς ενορίας στο χωριό Πλότουν - Πιπιρίγκ, ενώ με¬ταξύ των ετών 1934-1956 χρημάτισε Πνευματικός στο μοναστήρι Άγαπία.
Αφού επανήλθε στην μετάνοιά του, το 1974 τελείωσε ειρηνικά την ζωή του, αφού έζησε με βαθειά ταπείνωση και αυταπάρνηση.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας

2) Λέγουν οι μαθηταί του ότι ό π. Άνθιμος επιθυμούσε πολύ να άσκητεύση στο Αγιο Ορος. Και κάποια ημέρα είπε στόν Πνευματικό του.
—Πάτερ Βικέντιε, φεύγω για το Άγιο Όρος.
—Δεν σου δίνω ευλογία, απάντησε ό γέροντας, διότι δεν θα μπορέσεις να ζήσης εκεί. Μετά από πολλές παρακλήσεις του επέτρεψε, λέγοντάς του:
—Καλά, πήγαινε. Αλλά να γνωρίζεις ότι δεν θα μείνεις πολύ στον Άθωνα και όταν θα επιστρέφεις θα περάσει το τραίνο επάνω από την οσιότητα σου.
Μετά από μερικούς μήνες ό π. Άνθιμος επέστρεψε στην Χώρα Τούρνου - Σεβερίν, όπου ή διάβασης είναι αφύλακτος, τον κτύπησε ένα τραίνο και τον ξάπλωσε κάτω. Με την προσευχή όμως του γέροντά του γλύτωσε τον θάνατο.
Το έτος 1928 ό π. Άνθιμος άπεστάλη ως ιεραπόστολος ιερεύς στην κοινότητα Πιπιρίγκ για την διαφώτιση των παλαιοημερολογιτών χριστιανών, οι όποιοι αρνούντο να υποταχτούν στην Εκκλησία. Στην αρχή ό πατήρ δεν δεχόταν. Κατόπιν με την συμβουλή του Πνευματικού του δέχθηκε την υπηρεσία αυτή και σε λίγα χρόνια ανανέωσε τελείως την πνευματική ζωή στο χωριό Πλότουν. Επειδή έβλεπαν οι άνθρωποι την πραότητα και αγιότητα τής ζωής του, και οι 150 οικογένειες επέστρεψαν στους κόλπους τής Εκκλησίας του Χριστού. Στο χωριό επεκράτησε μια χριστιανική ατμόσφαιρα αρμονίας και ενότητας, πού σπάνια συναντάται σ' άλλα μέρη. Επίσης πολλούς βοήθησε στην άσκηση τής νηστείας, τής ελεημοσύνης και τής νηπτικής εργασίας τής νοεράς προσευχής. Και σήμερα ακόμη υπάρχουν γέροντες πού έχουν αυτή την ζωή τής προσευχής και τής μυστικής ευφροσύνης.
3) Στο μοναστήρι Άγαπία υπηρέτησε ομοίως ως ιερεύς στολισμένος με τον φόβο του Θεού, και ως Πνευματικός ήταν περιζήτητος. Πάντοτε θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο τής ιεροσύνης και έτρεμε από θειο φόβο στην Θεία Λειτουργία. Όταν επρόκειτο να λειτουργήσει ετοιμαζόταν με αυστηρή νηστεία και προσευχή και δεν δεχόταν να μιλήσει με κανέναν.


Τα λείψανα του γέροντα Ανθίμου και του πνευματικού του,Βικέντιου Μαλάου στην Μονή Σέκου
4) Ως Πνευματικός, ό π. Άνθιμος δεχόταν στην εξομολόγηση μόνο αυτούς πού επιθυμούσαν πραγματικά να σωθούν. Ήταν πάρα πολύ διακριτικός και ζητούσε από τα πνευματικά του παιδιά ν' αγαπούν ιδιαίτερα την σιωπή, την υπακοή και την ευχή του Ιησού. Γι' αυτό οι μαθηταί του ήταν λίγοι σε αριθμό, αλλά με τούς κανονισμούς αυτούς και την εσωτερική εργασίας προώδευσαν πνευματικά όπως οι άλλοι μοναχοί.

5)Λέγουν οι μαθηταί του, ότι ό π. Άνθιμος απομάκρυνε αυτούς πού επέμεναν στα ίδια αμαρτήματα και αυτούς οι όποιοι δεν εκτελούσαν τον κανόνα πού τούς έβαζε στην εξομολόγηση. Ένα από τα πνευματικά του παιδιά μιλούσε πολύ και ό γέροντας του έδωσε κανόνα να μιλά λίγο και να προσεύχεται. Βλέποντας ότι δεν του έκανε υπακοή, στην τρίτη εξομολόγηση του είπε:
—Αδελφέ, τώρα μιλάς περισσότερο από' ότι πριν. Γι` αυτό δεν σε δέχομαι πάλι στην εξομολόγηση.

6) Έλεγαν ακόμη γι' αυτόν ότι εάν του ζητούσε κάποιος ωφέλιμες συμβουλές, σκεπτόταν πολύ και μετά δυσκολίας απαντούσε. Μερικές φορές ανέβαλε την απάντηση για την δεύτερη ημέρα και ενίσχυε τις σκέψεις του με κείμενα από την Αγία Γραφή και τούς Άγιους Πατέρες.
7) Αυτός ό πατήρ είχε μεγάλη αυταπάρνηση και αποστρεφόταν το υλικό. Δεν ελάμβανε ούτε ένα δώρο από τούς πιστούς στο κελί του, ούτε χρήματα, ούτε τροφές, ούτε ενδύματα. Οτιδήποτε του έφερναν το έδινε στην αδελφότητα και τούς πτωχούς. Μερικές φορές έτρεχε στον δρόμο για τούς πτωχούς και τούς μοίραζε ότι περισσεύματα εύρισκε στο κελί του.
8) Λέγουν οι πατέρες, ότι ό γέροντας δεν δεχόταν κανέναν στο κελί του εκτός από τον στάρετς και τον υποτακτικό του. Ούτε αυτός ήθελε να μπαίνει στα κελιά των άλλων. Αλλά κτυπούσε στην πόρτα και περίμενε από έξω. Ό λόγος του ήταν πάντοτε συνετός, σύντομος και πολύ πράος.
9)Στην εκκλησία ό πατήρ Άνθιμος στεκόταν πίσω και ουδέποτε καθόταν στους χορούς. Κρατούσε πάντοτε το βλέμμα του χαμηλωμένο και ψιθύριζε την ευχή του Ιησού με σιωπή και βαθειά ησυχία. Στο Άγιο Βήμα έμπαινε μόνο όταν έκανε τις ακολουθίες και στεκόταν πάντοτε με το πρόσωπο στραμμένο προς το Άγιο Θυσιαστήριο.
10) Ό πατήρ Άνθιμος ήταν ένας ακούραστος εργάτης της νοεράς προσευχής. Αυτή έφερνε στην ψυχή του την μυστική χαρά, πού είναι άγνωστη στους πολλούς. Γι' αυτό δεν τον τραβούσε τίποτε το εξωτερικό. Ούτε τα λουλούδια, ούτε οι ψαλμωδίες, ούτε τα ενδύματα, ούτε τα φαγητά, ούτε ή ανάπαυσις, ούτε οι έπαινοι των ανθρώπων. Ή καρδιά του ήταν τραυματισμένη από την αγάπη του Χριστού.
11) Αυτός ό ταπεινός πατήρ δεν κοίταζε ποτέ άνθρωπο στο πρόσωπο ούτε κατέκρινε κανέναν, ούτε επέτρεπε σε κανέναν να ειπεί κάτι κακό πλησίον του. Μόνο όταν μάλωνε τούς μαθητές του, τούς κοίταζε μια στιγμή στο πρόσωπο και κατόπιν τούς άφηνε.
12) Λέγουν οι μαθηταί του ότι ό γέροντας δεν έμπαινε μέσα στο κελί του όταν ήταν συγχυσμένος ή όταν είχε κάποια προσωπική στενοχώρια. Διότι ή ψυχή του δεν είχε ανάπαυσις και δεν μπορούσε να προσευχηθή. Γι` αυτό, κατ' αρχήν τριγύριζε έξω από το κελί του μερικές φορές και ύστερα ό ίδιος ζητούσε συγχώρηση από' αυτόν πού πίκρανε . Και, όταν έμπαινε στο κελί του, παίδευε τον εαυτό του με νηστεία και προσευχή επί τρεις μέρες μέχρις ότου ειρήνευση ή συνείδηση
13) Έλεγαν ακόμη οι μαθητές του ότι ο π. Άνθιμος ήταν πολυάγωνιστής. Το φαγητό ήταν μόνο λαχανικά μια φορά την μέρα και αυτά λιγοστά. Ενώ κρασί, τυρί και γάλα λάμβανε μερικές φορές το χρόνο. Φορούσε παλαιά ρούχα και φτωχικά, δεν άναβε φωτιά στο κελί του και δεν είχε τίποτε ως περιουσία, παρά μια προβιά και τρία βιβλία: το Ωρολόγιο, το Ψαλτήρι και το Γεροντικό.
14)Ένα άλλο αγώνισμα του π. Ανθίμου ήταν ή ολονύκτιος αγρυπνία. Λέγουν οι πατέρες, ότι ό γέροντας δεν κοιμόταν ποτέ στο κρεβάτι. Αφού τελείωνε την βραδινή προσευχή, έκανε εκατό μετάνοιες, κατόπιν κοιμόταν μια ώρα ή δύο γονατιστός μπροστά στις εικόνες. Όταν ξυπνούσε συνέχιζε την προσευχή μέχρι τα μεσάνυκτα και πάλι κοιμόταν μια ώρα μπροστά στις εικόνες.

15) Κάποτε διανυκτέρευσε στην πόλη Τιργόβιστα - Νεάμτς, σ' ένα πνευματικό του παιδί, πού το αγαπούσε πάρα πολύ. Λοιπόν, αφού τούς ευχαρίστησε όλους με τα εκλεκτά λόγια από τούς Αγίους Πατέρας ό σπιτονοικοκύρης του ετοίμασε το κρεβάτι και τον άφησε μόνο του στο δωμάτιο. Την άλλη ημέρα το πρωί το κρεβάτι ήταν τελείως απείρακτο. Ό πατήρ Άνθιμος είχε αγρυπνήσει όλη την νύχτα μπροστά στις άγιες εικόνες.
16)Λέγουν πάλι οι μοναχοί, ότι όλη την νύκτα το κελί του πατρός Ανθίμου ήταν πάντοτε με φως, και οποιαδήποτε ώρα του κτυπούσαν αυτός προσευχόταν. Μερικές φορές, όταν δυσκολευόταν από τον ύπνο έβγαινε έξω από το κελί του, έκανε μερικές βόλτες και πάλι έμπαινε μέσα.
17) Τα τελευταία χρόνια ό γέροντας δεν τελούσε πια την Θεία Λειτουργία, αλλά ούτε απουσίαζε ποτέ από την εκκλησία. Κάποτε τον ρώτησε ένας από τούς μαθητές του:
—Πάτερ Άνθιμε, δός μου την τελευταία συμβουλή προτού αποχωριστούμε.
Και ό γέροντας του είπε:
—Να μη χάνεις ποτέ καμιά ακολουθία της Εκκλησίας.
18)Φθάνοντας στην ηλικία των 80 ετών αρρώστησε ό π. Άνθιμος και έλαβε το μακάριο τέλος στις 29 Αύγουστου 1974 όταν ετελείτο ή πανήγυρης του μοναστηριού, ακριβώς την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Δίπλα του άφησε ένα κομμάτι χαρτί με τις εξομολογήσεις του ζητώντας από' όλους συγχώρηση και προσευχή.
Κύριε, ανάπαυσε μετά δικαίων τον πατέρα Άνθιμος!
Από το Ρουμανικό γεροντικό.Εκδ.Ορθοδόξου Κυψέλης/apantaortodoxias
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

Εικόνα


Σύντομα βιογραφίκα στοιχεία του οσίου Ανθίμου
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, κατὰ κόσμο Ἀργύριος Κ. Βαγιάνος, γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουλίου 1869 στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Λιβαδῖων. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς του, Κωνσταντῖνος καὶ Ἀργυρῶ, φρόντισαν νὰ δώσουν Χριστιανικὴ ἀγωγὴ στὸ τέκνο τους. Καὶ ὁ νεαρὸς Ἀργύριος δωρεοδέκτης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ πνεῦμα σοφίας, ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀναδειχθεῖ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ νὰ γίνει μέγας παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν. Ἡ ὅλη παιδιόθεν ἀνάπτυξη καὶ ἀνατροφή του τελοῦσε προφανῶς ὑπὸ τὴν ἰσχυρὴ καὶ βαθιὰ ἐπίδραση τοῦ χριστιανικοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος.
Γράμματα δὲν ἔμαθε πολλά. Περιορίσθηκε στὶς ἁπλὲς γνώσεις τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἔτσι χωρὶς τίς θεωρητικὲς γνώσεις τῆς ἐγκοσμίου καταξιώσεως, ἀλλὰ μὲ εὐφυΐα καὶ διεισδυτικότητα πνεύματος καὶ μὲ ἰδιαιτέρως ἔντονη τὴν ἐπιθυμία γιὰ βίο πνευματικό, προχωρᾷ ἀταλάντευτος στὴν ἐνάρετη ζωὴ μὲ τὴν πολύτιμη δωρεὰ τῆς ἀκλόνητης πίστεως.
Ὁ θεῖος ἔρως τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς βοῆς του καὶ στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἀπὸ ὅπου ἐξέλαμψαν οἱ ἀρετές του. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν μοναχικὴ ὁδὸ ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψή του στὴ Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Χίου γιὰ τὴν ἐπισκευὴ ἰδιόκτητης εἰκόνας τῆς Παναγίας. Μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἔκτοτε συνέδεσε ἄρρηκτα ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἡ Παναγία ἔγινε γιὰ ἐκεῖνον πηγὴ ἀνεξάντλητης δυνάμεως στοὺς μετέπειτα σκληροὺς ἀγῶνες του, ἀλλὰ καὶ πηγὴ δροσιᾶς καὶ ἀνακουφίσεως. Ὁδηγός του στὸν ἀσκητικὸ βίο ὑπῆρξε ὁ σεβάσμιος Γέροντας τῆς Σκήτης Παχώμιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐκάρη μικρόσχημος μοναχὸς καὶ μετονομάσθηκε Ἄνθιμος.
Ὑποτάσσεται στὸν Γέροντα Παχώμιο καὶ μὲ τὶς ἀδιάλειπτες προσευχὲς καὶ νηστεῖες καὶ μὲ τοὺς σκληροὺς ἀγῶνες του ἀναδεικνύεται, μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, μεγάλος στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετή. Μὲ τὴν σωματικὴ καὶ πνευματική του ὅμως αὐτὴ ἄσκηση ἐξαντλήθηκε καὶ ἀσθένησε. Τότε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Παχωμίου ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του, ὅπου ἐγκαθίσταται γιὰ ἀνάρρωση. Ὅμως ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἄσκηση. Μόλις ἀποκαταστάθηκε μερικῶς ἡ ὑγεία του ἀποσύρθηκε σὲ μικρὸ ἀπομονωμένο κελὶ μέσα στὰ πατρικά του κτήματα, στὰ Λιβάδια τῆς Χίου, συνεχίζοντας τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες. Ἐκεῖ μόναζε ἀσκώντας ταυτοχρόνως καὶ τὴν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, γιὰ νὰ βοηθᾷ τοὺς φτωχοὺς γονεῖς του καὶ νὰ ἐλεεῖ τοῦ πάσχοντες.
Στὸ κελί του αὐτὸ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ βίου μεγάλων ἀσκητῶν λάμβανε δύναμη, προέκοπτε σὲ πνευματικὴ οἰκοδομή, ἀλλὰ καὶ προκαλοῦσε καὶ τὴ δαιμονιώδη λύσσα τοῦ πονηροῦ. Ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν σκληρὰ καὶ ἀποτελεσματικά, διεξήγαγε πολυμέτωπους ἀλλὰ νικηφόρους ἀγῶνες κατὰ τοῦ πονηροῦ μὲ τὴν πύρινη προσευχὴ καὶ καθημερινὰ ἀνερχόταν τὴν εὐλογημένη κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγιότητας. Ἀργότερα, σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν, τὸ ἔτος 1909, κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Παχωμίου, Ἱερομόναχο Ἀνδρόνικο.
Ὁ ἐνάρετος ὅμως ἀσκητὴς Ἄνθιμος ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἕτοιμος γιὰ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης. Καλεῖται λοιπὸν στὸ Ἀδραμύττιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸν ἀνάδοχό του Στέφανο Διοματάρη τὸ 1910 γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἡ χειροτονία τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν κάτι τὸ συνηθισμένο. Στὴν περίπτωσή του εἴχαμε θεία συγκατάθεση ποὺ ἀπεκάλυψαν οἱ θεοσημίες εὐδοκίας κατὰ τὸ τέλος τῆς χειροτονίας. Σεισμός, ἀστραπές, βροντές, κατακλυσμιαία βροχὴ συμβαίνουν τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὥρα. Τὰ κανδήλια τοῦ ναοῦ κινοῦνται, ἐνῷ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καταπίπτει. Μετὰ δὲ τὴ χειροτονία ἐπικρατεῖ γαλήνη, ἠρεμία, χαρὰ Θεοῦ. Τὰ φυσικὰ αὐτὰ φαινόμενα ἀποκαλύπτουν καὶ μαρτυροῦν τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεία συγκατάνευση.
Ὅσο καιρὸ παρέμενε στὸ Ἀδραμύττιο, ἀκτινοβολοῦσε ἐκθαμβωτικὰ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἡ ὁποία ἴσχυσε νὰ θεραπεύσει δαιμονιζόμενο τῆς περιοχῆς, κάτι ποὺ δὲν κατόρθωσαν οἱ συλλειτουργοί του. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία προκάλεσε τὸ πάθος τῆς ἀντιζηλίας τῶν συλλειτουργῶν του. Ἐκεῖνος θέλοντας νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό, ἐγκατέλειψε τὸ Ἀδραμύττιο τὸ 1911 καὶ μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ τοῦ ἐπιδαψίλευσαν πολλὲς τιμές.
Ἐπιστρέψας στὴ Χῖο τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος στὸ Λεπροκομεῖο. Ἐκεῖ ἄνοιξε τὸ νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀγαθοεργοῦ δράσεώς του. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὑπαπαντῆς ἐπικεντρώνει τὴν ὅλη του εὐεργετικὴ δράση. Ἡ Κυρία Θεοτόκος διὰ τῆς μεσιτείας καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου ἐπιτελεῖ ἀναρίθμητα θαύματα θεραπείας ἀσθενῶν ἐπωνύμων καὶ ἀνώνυμων πιστῶν. Τὸ ἵδρυμα αὐτὸ μὲ τοὺς δυστυχεῖς λεπροὺς καθίσταται πνευματικὸ κέντρο σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ὑγείας. Ἡ ὅλη διακονία του στὸ Λεπροκομεῖο καταδεικνύει τὴ βαθύτατη πίστη του καὶ τὴν πολύτιμη προσφορά του.
Ἐδῶ φαίνεται καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὡς ἐφημέριος τοῦ ναοῦ συμπαρευρισκόταν, συνέτρωγε καὶ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς λεπρούς, τοὺς κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία κατέλυε!
Τότε μέσα σὲ ἐκείνη τὴν ἁγιάζουσα ἀτμόσφαιρα ὁραματίζεται τὴν ἵδρυση Μονῆς, γιὰ νὰ στεγάσει πρόσφυγες καλόγριες προερχόμενες ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Καὶ προχωρεῖ στὴν πραγμάτωση τῶν ὁραματισμῶν του. Ὑψώνει τὸν μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸ Παρθενῶνα τῆς Παναγίας Βοηθείας Χίου. Ἀπὸ τότε ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ μὲ πλήρη ἀφοσίωση στὴν Παναγία καὶ ἐκεῖ κατηύγαζε μὲ τὴν ἀσκητική του βιοτὴ τὸ πλῆθος τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴ μεσιτεία καὶ βοήθεια τῆς Θεοτόκου καὶ ποίμαινε μὲ πλεονάζουσα στοργὴ καὶ ἀγάπη τὸ ποίμνιό του, ἐνίσχυε καὶ παρηγοροῦσε μὲ τὸν γλυκὺ καὶ ἁπλό του λόγο καὶ θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες ποὺ κατέφευγαν κοντά του.
Μέσα σὲ αὐτὴ τὴ διὰ βίου διακονία, ὥριμος πλέον, πλήρης ἡμερῶν, σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, μὲ ὁσιότητα ποὺ θύμιζε τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, τέλεσε τὴν τελευταῖα Θεία Λειτουργία τὴν 27η Ἰανουαρίου 1960 καὶ λίγες ἡμέρες μετὰ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΤΡΙΑΝ ΦΑΓΚΑΤΣΕΑΝΟΥ

Εικόνα


π.Αντριάν Φαγκατσεάνου-Ο γέροντας με τις επτά ζωές!

...Επτά φορές πέρασε ο π.Αντριαν Φαγκατσεάνου (Βιογραφικά στοιχεία εδώ) κοντά από το θάνατο.Την μια απ'αυτές τον θεωρούσαν ήδη νεκρό.Ήταν πέντε ετων,όταν εφευγαν πρόσφυγες από την Μπουκοβίνα.Ανέβασμενος σε μιά καρότσα μαζί με τους γονείς του και με ότι μπόρεσαν να περισώσουν από το βιός τους,έπαιζε. χωρίς να καταλαβαίνει την κρισιμότητα της στιγμής.Κάποια στιγμή το ποδοβολητό των αλόγων του τράβηξε την προσοχή και χωρίς να το καταλάβει έσκυψε και ξαφνικά βρέθηκε κάτω από τις ρόδες:«Χωρίς να το καταλάβω οι ρόδες πέρασαν πάνω από την κοιλιά μου»διηγείται ο π.Αντριάν.Είχα πεθάνει!Οι γονείς μου τρομαγμένοι διαπίστωσαν ότι δεν αναπνέω.Είχαν βγει τα άντερά μου έξω από την κοιλιά!Η καημένη η μαμά ήταν απελπισμένη.Σταματούσαν οι καρότσες δίπλα μας και οι άλλοι πρόσφυγες την κατηγορούσαν ότι δεν με πρόσεχε.Όλοι της έλεγαν να μην κουβαλάει το πτώμα μαζί της και να το αφήσει στι πρώτο χωριό που θα συναντήσουν για να με κηδέψουν.Το χωριό λεγόνταν Χλινίτσα.Συντετριμμένη από τον πόνο σταμάτησε κοντά στην εκκλησία και επειδή ο ιερέας έλειπε με παρέδωσε σ'έναν διάκονο και πλήρωσε μια γριά για να με ετοιμάσει για την κηδεία.Η μητέρα μου έφυγε για να μη χάσει το κονβόι των προσφύγων.Πράγματι η γριά με ετοίμασε για την κηδεία κατά το έθιμο.Με έπλυνε, με έντυσε με καθαρά ρούχα,με έβαλε πάνω σ'ένα τραπέζι και μου έβαλε ένα κερί στο στήθος πάνω σ'ένα κολάκ (ζυμωτό ψωμί σε σχήμα κουλουριού)και άρχισε να διαβάζει το ψαλτήρι.Είχε ήδη νυχτώσει και η γριά διάβαζε εν συνεχεία τους ψαλμούς.Τότε κάποιος από τους παρευρισκόμενους είπε:«Γιαγιά,κλείσε το παράθυρο».Απορημένη εκείνη διαπιστώνει ότι όλα τα παράθυρα και οι πόρτεςείναι κλειστά.-:«Τότε γιατί τρεμοπαίζει η φλόγα του κεριού στο στήθος του νεκρού»;Πλησιάζοντάς με η γριά είδε ότι αναπνέω.Δεν ξέρω πως έγινε αυτό ξέρω όμως ότι ειδοποιήσαν τη μητέρα μου μέσω άλλων προσφύγων να έρθει να πάρει το γιο της που αναστήθηκε.Περιττό να σας πω τη χαρά των γονέων μου.Ήρθαν με τα πόδια μέχρι τη Χλίνιτσα και από εκεί με πήραν στη Σουτσεάβα,στο νοσοκομείο.Εκεί οι γιατροί με έραψαν λέγοντας ότι δεν έχουν ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή τους!

Ένας κλινικός θάνατος περίμενε το γέροντα Αντριάν πολλά χρόνια αργότερα στο Στάλινγκραντ όπου είχε παρουσιαστεί ως εθελοντης για να παλέψει για την ανεξαρτησία της αγαπημένης του Βεσαραβίας.Μια έκρηξη τον τραυμάτισε βαρια.Ήταν γεμάτος αίματα και το σαγόνι του κρεμόνταν κυριολεκτικά από μια κλωστή.Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο και ανάπνεε με δυσκολία λόγω αιμορραγίας.Οι γιατροί του έδιναν δυο-τρεις ώρες ζωής.Δεν είχαν τα μέσα να του κάνουν κάτι.Μόνο ένα χειρουργείο τον έσωζε.Τότε συνέβη το θαύμα.Στον αέρα ακούστηκε ο διακεκκομένος θόρυβος μιας μηχανής.Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένα γερμανικό αεροπλάνο προσγειώθηκε κοντά στον πατέρα Αντριαν.Δεν μπορούσε να πετάξει.Είχε βλάβη στο ρεζερβουάρ της βενζίνης.Δεν ήταν κάτι το σοβαρό αφου ο γερμανός το επιδιόρθωσε γρήγορα και η μηχανή πήρε μπρος.Ένας αξιωματικός δικός μας τον παρακάλεσε να με πάρει στο νοσοκομείο.Ο γερμανός αρνήθηκε.Ήταν ένα αεροπλάνο διθέσιο και κάθε παραπάνω κιλό ίσως να ήταν μοιραίο.Τότε ο αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι και το κόλλησε στο κεφάλι του γερμανού.Ή θα με έπαιρνε μαζί του ή θα τον πυροβολούσε.Οι γερμανοί αποτραβήχθηκαν για να συζητήσουν.Είχαν αποφασίσει να τον πάρουν μαζί τους και μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα να τον πετάξουν από το αεροπλάνο.Πράγματι.με πολύ δυσκολία ανέβασαν τον τραυματία στο αεροπλάνο,στριμώχθηκε και ο γερμανός σε μια γωνιά του αεροπλάνου(μόνο αυτός ξέρει πως) και ξεκίνησαν.Μετά από λίγα λεπτά πτήσης ο π.Αντριαν άκουσε τον γερμανό να λέει στον πιλότο να μην τον ρίξει,επειδή το αεροπλάνο είχε επανακτήσει τη σταθερότητά του και η μηχανή λειτουργούσε καλά.Αφου το αεροπλάνο διεσχισε εξακόσια χιλιόμετρα τον πήγαν σ'ένα νοσοκομείο όπου και τον χειρούργησαν.
''Εκείνη την ώρα πέρασαν πολλά από το μυαλό μου'' λέει ο γέροντας.«Ξαναείδα τη ζωή μαυ από την αρχή και έθεσα ερωτήματα στον εαυτό μου.όχι σχετικά με το θάνατο ή τον πόνο αλλά σχετικά με το Θεό.Κατάλαβα ότι και αυτοκράτορας να ήμουν,ποιός θα μ'έσωζε εκεί στην ερημιά των ρωσικών κάμπων.Αυτό το συμβάν μου άλλαξε τη ζωή εκ θεμελίων.Όταν βγήκα από το νοσοκομείο το πρώτο που έκανα ήταν να πάω στη μονή Πούτνα όπου και υποσχέθηκα να αφιερωθώ στο Θεό.

« ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»στη φυλακή
Ο γέροντας Αντριαν πέρασε πολλά.Μιλάει για τον πόνο και το θάνατο σαν να μιλάει για έναν παιδικό του φίλο.Το 1958 όταν τον ξανασυνέλαβαν οι κομμουνιστές,ένας της Σεκουριτάτε επ'ονόματι Μπλεχάν τον χτύπησε με μια βαριά μπότα στο κεφάλι.Οι θρόμβοι του αίματος επηρέασαν το οπτικό του νεύρο.Στο Αιούντ οι φύλακες δεν ευχαριστήθηκαν μόνο να τον ρίψουν στην τρομερή απομόνωση..Αν και έξω έκανε ένα κρύο που ράγιζαν και οι πέτρες.έριξαν πάνω στο ταλαίπωρο σώμα μου και δυο κουβαδες νερό.Σε λίγο το νερό είχε παγώσει επάνω μου.
«Δε θα το πιστέψεις αλλά στη φυλακή βρέθηκα πιο κοντά στο Θεό,περισσότερο από κάθε άλλο μέρος»λέει ο π.Αντριαν.Εκεί εκτιμούσες ότι σου έδινε ο Θεός.Εκτιμούσες τον αέρα,τον οποίο για να τον αναπνεύσεις, σ'ένα ασφυκτικά γεμάτο κελί, έπρεπε να περιμένεις τη σειρά σου για να σκύψεις στη χαραμάδα της πόρτας για μερικά δευτερόλεπτα.Είμασταν αδύνατοι αλλά βοηθούσε ο ένας τον άλλον.Θυμάμαι τον Β.Βοικουλέσκου στον οποίο έδινα το φαγητό μου.Ηταν πολύ αδυνατισμένος και τον έβαζαν να κουβαλάει κάτι μεγάλα ξύλινα δοχεία με ακαρθασίες τα οποία ήταν μεγαλύτερα από εκείνον.Επειδή δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει οι φύλακες για τιμωρία σταμάτησαν να του δίνουν φαγητό....Στη φυλακή είχες ανάγκη για φαγητό αλλά κυρίως είχες ανάγκη για το λόγο του Θεού.Τρεφόμενοι μ'Αυτόν δείξαμε τη δύναμή μας
Θυμάμαι στο Αιούντ υπολογίζαμε το ημερολόγιο με τα δάχτυλα κατά τη μέθοδο Gauss.Υπολόγισα την ημερομηνία του Πάσχα και διαπίστωσα ότι ήταν η νύχτα της Αναστάσεως.Χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες άρχισα να φωνάζω Χριστός Ανέστη.Τότε απ'όλα τα κελιά άρχισε να υψώνεται προς τον ουρανό ο θαυμάσιος αυτός ύμνος:''Χριστός Ανέστη''Αντηχούσε όλο το Αιούντ από τις φωνές χαράς,ενώ οι φύλακες νόμιζαν ότι είχαμε κάνει εξέγερση.Έτρεχαν σαν τρελοί στην αυλή,πυροβολούσαν στον αέρα,έπαιρναν τηλέφωνα και ζητούσαν ενισχύσεις.Είχαν τρομάξει από τις ενωμένες φωνές μας από την πνευματική δύναμη της πίστεως,την οποία ούτε ένα αμπαρωμένο παράθυρο δε μπορεί να σταματήσει.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που κανένας άλλος δε μπορεί να εννοήσει.Ένα απο αυτά είναι η δύναμη που μου έδινε ο Θεός...Όταν με συνέλαβαν ο ανακριτής μου τράβηξε το σταυρό από τον λαιμό και μου τον πέταξε στα σκουπίδια.Εγώ πήγα και τον πήρα.Με χτύπησε πολύ και μου τον ξαναπέταξε στα σκουπίδια.Εγώ επέμενα,εκείνος με πάτησε.Έπειτα από 8-9 προσπάθειες τελικά υποχώρησε και μ'άφησε ήσυχο.
Ήμουν στο κελί των βασανιστηρίων και έλεγα μέσα μου:«Πρέπει ν'αντέξεις να μη ρεζιλέψεις το Χριστό»Δε θα με πιστέψεις αλλά μετά από 60 χτυπήματα δεν αισθανόμουν κανέναν πόνο!Λες και είχε κάνει το σώμα μου αυτοαναισθησία.Στη φυλακή παυείς να υπαρχεις,μόνο ο Χριστός σε κρατάει στη ζωή.Όταν βγήκα από τη φυλακή του Αιούντ,έμαθα ότι η καημένη η μάνα μου με μνημόνευε και στους ζωντανούς και στους νεκρούς!Δεν ήξερε τίποτα για μένα.Ετσί και αλλιώς είχε δίκιο.Στη φυλακή ήμουν και ζωντανός και νεκρός ταυτόχρονα!
Μετάφραση-Επιμέλεια www.proskynitis.blogspot.com
πηγη www.razbointrucuvant.ro
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΙΣΑΝΙΟΣ

Εικόνα


Ο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος (Κόμπος), 1920-2005, του π. Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου

του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), Α΄ ΜΕΡΟΣ
Στὶς 17 Δεκεμβρίου 2005, τὸ πρωί, καὶ ὥρα ἐννέα παρὰ τέταρτο περίπου, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ΜΕΘ τοῦ Μποδοσάκειου Νοσοκομείου Πτολεμαΐδος, ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης, ὁ ἐξ’ Ἄργους τῆς Πελοποννήσου καταγόμενος, κυρὸς Ἀντώνιος Κόμπος, πλήρης ἡμερῶν, ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν ἐμπειριῶν, δεδοκιμασμένων τελικά καὶ στὸ καμίνι τῆς σύντομης, ἀλλὰ βαρύτατης ἀσθένειάς του. Κοντά του, τὴν ὥρα τῆς κοίμησής του, βρισκόταν ἱερομόναχος τῆς Μητροπόλεώς μας, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ὁποίου, πολὺ λίγο προτοῦ ἐκπνεύσει ὁ μακαριστὸς εὑρισκόμενος ἤδη σὲ κῶμα μερικὲς ἡμέρες, ὅλες οἱ ἐνδείξεις τῶν μηχανημάτων στὴν Ἐντατικὴ ἦρθαν σὲ ἀπόλυτη ἰσορροπία, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπο ὑγιῆ. Ἡ ἐντατικολόγος ξαφνιάστηκε. Ἀμέσως μετὰ ἐπῆλθε τὸ τέλος, ἀποδεικνυόμενο καὶ μηχανικῶς. Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου νὰ ὑποδηλώθηκε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Ἄφησε μαρτυρία ἀγαθοῦ, προσευχομένου, ὑπομονετικοῦ, ἁγιασμένου ποιμένος, στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς χώρας καὶ ὄχι μόνο. Ἐκ τῶν πολλῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε στολίσει ὁ Θεός, ἀναφέρουμε τὸν ἄμεμπτο βίο, τὴν πολλὴ προσευχή, τὸ διορατικὸ καὶ προορατικό του χάρισμα, τὴ συγγραφή, τὴ μελέτη, τὴν ἀπὸ φυσικοῦ του ταπείνωση, ἡ ὁποία «αὐξήθηκε ἔτι περισσότερο, μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν ἐπισκοπικό βαθμό», σύμφωνα μὲ κάποιον ἁγιασμένο ἱερέα.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση, ἦταν ἡ πολλὴ κατὰ κόσμον παιδεία ποὺ κατεῖχε. Ἐκινεῖτο ἄνετα στὸ χῶρο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, φιλοσόφων καὶ δραματικῶν ποιητῶν καὶ συχνότατα διάνθιζε τὰ ἐξαιρετικὰ ἀπὸ πλευρᾶς ρητορικῆς δεινότητας κηρύγματά του, μὲ ρητὰ καὶ λόγους τους. Γενικότερα οἱ θύραθεν γνώσεις του κάλυπταν πολλὰ πεδία, ἀπὸ αὐτὸ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας καὶ διαιτητικῆς, μέχρι κι’ ἐκεῖνο τῶν ἀγροτικῶν ἀσχολιῶν ἢ τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὡς ἐπίσκοπος ἦταν ἐπιφορτισμένος καὶ μὲ τὰ διοικητικὰ καθήκοντα ἑνὸς ἐπισκόπου, συνέγραφε, προσευχόταν πολλὲς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ μάλιστα «περιπατητικῶς», ἐπικαλούμενος συνεχῶς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του, πλῆθος ἁγίων, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ὅταν ἤμουν διάκονός του, ἐγκωμιάζοντάς μου συνεχῶς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Τὸν βλέπαμε νὰ ἐξομολογεῖ ἀσταμάτητα σὰν ἁπλὸς ἱερεὺς πολὺν κόσμο, ποὺ συνέρρεαν ἀπὸ κοντὰ καὶ μακριά, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν στὶς σοφές του συμβουλές, ὅπου κάποιοι διαπίστωναν τὰ χαρίσματά του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔκανε πολυαρίθμους ἀνθρώπους νὰ τὸν πλησιάζουν, ἦταν ἡ φήμη γιὰ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς του, πρᾶγμα ποὺ σχολίαζε συχνὰ καὶ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ στὴν Ἀριζόνα, λέγοντας ὅτι ἔχει τόση δύναμη προσευχῆς, ὥστε «ὅ,τι ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό γίνεται»(!) . Ἀλλὰ καὶ σὲ κάποιο πρόσωπο ἀπευθυνόμενος ὁ γέροντας Ἐφραίμ, σχολίασε ὅτι «γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔπεφτε μέσα στὴ φωτιά» . Τόσο πολὺ προσευχόταν.
Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ πατρὸς Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου ἡ θεία Χάρις ἦταν «ὁρατή ἐπάνω του» κάποτε ὅταν λειτουργοῦσε, ἐνῶ στὴ διάρκεια μίας χειροτονίας καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ τελοῦσε τὴν κάλυψη τῆς Προσκομιδῆς ἐθεάθη σὲ ἔκσταση, πρᾶγμα ποὺ ἀντελήφθησαν καὶ οἱ παρευρισκόμενοι ἱερεῖς, σὰν κάτι ἰδιαίτερο. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴ χειροτονία κάποιος ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἱερεῖς τὸν ρώτησε ἂν εἶναι κάποιες φορὲς δυνατὸν ἕνας ἐπίσκοπος νὰ αἰσθανθεῖ κάτι ἔκτακτο σὲ μία χειροτονία, ἔλαβε μία ἀπάντηση μὲ πολὺ νόημα: «Τὸ θέμα εἶναι τὶ νιώθει ὁ χειροτονούμενος, ὄχι ὁ Ἀρχιερεύς»! κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ νεοχειροτονηθέντα. Αὐτὰ παρόντος ἐμοῦ. Πολλὰ ἔχουν να διηγοῦνται γιὰ παρόμοιες ἐμπειρίες του καὶ κάποιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ἀπὸ ὅσα ἔτυχε νὰ ἀκούσω, ὑπάρχει ἐμμονὴ κυρίως στὸ θέμα τῆς δυνατῆς, πεπαρρησιασμένης προσευχῆς του, ποὺ νομίζω δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὴ βιοτὴ τοῦ γιὰ κάποια χρόνια πνευματικοῦ του πατέρα, ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Μιχαήλ, τοῦ ἀπὸ Κορινθίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἐπίσης ἡ φήμη ὅτι εἶχε προσευχὴ θαυματουργική. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι καὶ τὰ κείμενά τους ἔχουν μεγάλη ὑφολογικὴ συγγένεια, θυμίζοντας τὸ ὕφος τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔλεγε καὶ ἔδειχνε κατὰ κάποιο τρόπο ὅτι εἶχε ἰδιαίτερη σχέση .
Ἐνθυμοῦμαι μία φορὰ μιὰ ἰδιαίτερη στιχομυθία ἀνάμεσά μας, ὅταν ἤμουν διάκονος:
-Πῶς πῆγε ἡ προσευχὴ σήμερα σεβασμιότατε;
-Δόξα τῷ Θεῷ, διάκο. 6 χιλιόμετρα προσευχὴ καὶ 2 χιλιόμετρα κήρυγμα(!).
Αὐτὸ τὸ ἀναφέρω γιὰ νὰ δείξω τὶ ἐννοῶ μὲ τὸν ὅρο «περιπατητική» προσευχὴ, που προηγουμένως χρησιμοποίησα.
Συνήθως ὄρθριζε στὶς 4:30 τὰ ξημερώματα, ἀφοῦ κοιμόταν ἀρκετὰ πρίν. Μοῦ διηγεῖτο πὼς νεότερος ἱερεὺς ὅταν ἦταν, συχνὰ ἄρχιζε τὴν πρωινὴ ἀκολουθία στὶς 3:00 ἡ ὥρα καὶ μὲ τὴ θεία Λειτουργία τελείωνε κατὰ τὶς 6:00 τὸ πρωί. Λίγο ἀργότερα πήγαινε γιὰ μάθημα στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς Ξάνθης ὅπου ὑπηρετοῦσε σὰν σχολάρχης.
Νήστευε ἀπὸ τὸ κρέας γιὰ τοὐλάχιστον 55 χρόνια. Καφὲ δὲν ἔπινε σχεδὸν ποτέ. Κάποτε μιὰ μοναχὴ καὶ δύο-τρεῖς λαϊκοὶ εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι, ὅταν μὲ χαρὰ τοὺς ὑποδέχτηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου, τοὺς ἔφτιαξε καφέ καὶ τοὺς τὸν σέρβιρε, δὲ δίστασε μάλιστα νὰ μεταφέρει βαλίτσες γνωστῶν του ἐπισκεπτῶν! (Καὶ στὰ δύο γεγονότα ὑπῆρξα αὐτόπτης μάρτυς).
Συχνὰ ἔλεγε, εἰδικὰ στοὺς κληρικοὺς, νὰ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας τὸ «λάθε βιώσας», δηλαδὴ νὰ ζεῖς κρυφά, νὰ κρύβεις τὴν ἀρετή σου. Ἦταν κανόνας τοῦ Γέροντα νὰ ἀποφεύγει μετ’ ἐπιμονῆς τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας, μόνο δὲ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐκείνη τὸν πλησίασε, ἐφ’ ὅσον ἐξαπλώθηκε ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του.
Μισοῦσε μ’ ἕνα ἅγιο μῖσος τὴν ἐπίδειξη, καὶ προφανῶς τὴν ποιμαντικὴ ἐπίδειξη «ἔργου», «κινήσεως», κλπ. Τὴν θεωροῦσε, ὡς ἀσθένεια τῶν ἡμερῶν μας, προτεσταντικοῦ τύπου ἀντιστάθμισμα τῆς ἔλλειψης ἐσωτερικοῦ βιώματος καὶ προσευχῆς. Ἤξερε πὼς πίσω καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ ποιμαντικὸ ἔργο-τάχατες προϊὸν ὁλοκάρδιας ἀφιέρωσης-φωλιάζει ὁ ἀκοίμητος (καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος) σκώληξ τῆς κενοδοξίας, ἕτοιμος νὰ καταβροχθίσει πρῶτον καὶ καλύτερο τὸν κληρικὸ καὶ τοὺς ὀπαδούς του.Τὸν ἄφηναν πλήρως ἀδιάφορο τὰ πολυτελῆ ἄμφια καὶ τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, ὁδηγὸ δὲ δὲν εἶχε.
6-7 μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, στὸ Ἐπισκοπεῖο, εὑρισκόμασταν οἱ δυό μας. Καὶ μοῦ εἶπε: ἕνας παπᾶς, καθὼς προσευχόταν κάποτε, ἀνέβηκε ψηλά, νόμισε πὼς πέθανε. Πῆγε στὸν Κύριο κι ἐκεῖ ἦταν ὑπέροχα. Φαντάστηκε πὼς θὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν εἶχε φτάσει ἡ ὥρα του. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος (σὰν νὰ μιλοῦσε ὁ ἴδιος στὸν/γιὰ τὸν ἑαυτό του): -Ἐσὺ, ὅμως, θὰ κατέβεις κάτω τώρα πάλι, γιατὶ ἔχεις ἔργο νὰ κάνεις ἀκόμη. Ἐδῶ ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνουμε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔκσταση τοῦ νοῦ, τὴν ἄνοδό του στὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα εἴσοδός του στὴν καρδία τοῦ προσευχομένου, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ἀποκαλύψεις ποὺ περιγράφονται, ἐν φωτὶ καὶ ἐν ἔρωτι Χριστοῦ.
Πέρασε ἀνάμεσά μας ἀθόρυβα. Ἐδαπανήθηκε γιὰ τὸ Χριστὸ μέχρι τελευταίας του στιγμῆς. Τρέχοντας στὰ χωριὰ τῆς Μητροπολιτικῆς του περιφέρειας, ἕως καὶ τὶς παραμικρὲς ἐσχατιές της. Ἀλλὰ καὶ σὰν τοποτηρητὴς δὲν ἄφησε χωριὸ γιὰ χωριὸ σὲ Καστοριὰ καὶ Κοζάνη κατὰ μαρτυρία πολλῶν πιστῶν. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στὰ χωριὰ ἔφθανε πρὶν ἀπὸ τὸν παπᾶ. Σ’ αὐτὸ συμμαρτυρῶ κι ἐγώ, διότι κατὰ τὴ δική μου σὲ διάκονο χειροτονία, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὴν ἁγία Γλυκερία Γαλατσίου Ἀθηνῶν (13-5-1995), φτάνοντας στὸ ναό, τὸν βρήκαμε σὰν ἁπλὸ παπᾶ, μὲ ἕνα ἁπλὸ ζωστικό, νὰ παραλαμβάνει τὰ πρόσφορα ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Ἡ ζωή του ἦταν ἕνας συνδυασμὸς ἐνθουσιώδους ἱεραποστολῆς καὶ ἄκρας ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος στὴ ζωή του ἦταν πολὺ αὐστηρός, ὅταν στὴν ἐξομολόγηση ἀσκοῦσε τὴν ἐπιείκεια στοὺς βαρέως ἁμαρτάνοντες, ἀκόμη καὶ κληρικοὺς-σημειωτέον- αὐτὴ ἔφερνε ἀποτέλεσμα: ὁ ἐξομολογούμενος ἀλλοιωνόταν τὴν καλὴν ἀλλοίωση, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὁ πρᾶος καὶ γλυκὺς ποιμένας καὶ πατέρας, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ αἴρει τὰ βάρη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ πάθη καὶ ἐφάμαρτες συνήθειες, ροπὲς καὶ ἀδυναμίες, «χάρισμα ποὺ ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἐπίσκοπο δίνει», ὅπως εἶπε μὲ σημασία κάποιος πνευματικός, προκειμένου περὶ ἐπιεικείας ἀσκουμένης σὲ κληρικούς, κι ἂς μὴ σπεύσουν μερικοὶ νὰ σκανδαλισθοῦν: ἐπιείκεια μὲ ἐπιείκεια διαφέρουν στὸ ἀποτέλεσμα. Ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιείκεια τοῦ χαύνου καὶ ἡδυπαθοῦς γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν κάποιοι, καὶ ἄλλο ἡ ἐπιείκεια τοῦ τετηγμένου ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, οἱ ὁποῖες σὰν ἄκτιστες τοῦ Θεοῦ ἐνέργειες περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἁπλώνουν στοὺς γύρωθέ του ἀνθρώπους καὶ ἀλλοιώνουν τὰ καλοπροαίρετα σκεύη.
Ἐπιπλέον, ἡ ἐπιείκεια τοῦ ὀκνηροῦ τὸν κάνει ἀκόμη ὀκνηρότερο, ἐνῶ ἡ ἐπιείκεια τοῦ τεταπεινωμένου καὶ ἀπλανοῦς τὸν ἁγιάζει ἔτι περαιτέρω.
Τὰ μάτια του, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης καὶ πολυώδυνης νόσου, συχνὰ γέμιζαν δάκρυα. Δὲν ἔλειπαν ὅμως οἱ χαρούμενες στιγμὲς καὶ ἡ ἀστεία διάθεση. Στὴν ἀρχή, ὅταν ὁ καλπάζων καρκῖνος δὲν εἶχε προλάβει ἀκόμη νὰ τὸν καταβάλει, ἔκανε καὶ κάποια κηρύγματα. Κάποια φορά, σὰν νὰ ἤθελε νὰ μᾶς ἐκμυστηρευθεῖ κάτι, κάποια ἐμπειρία του ἴσως, κάτι σὰ νὰ ἔνιωσε, ἐγὼ προσωπικὰ τὸν ἄκουσα νὰ λέει πὼς ὁ Κύριος εἶναι λυπημένος ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, χρειάζεται νὰ μετανοήσουμε ὅλοι καὶ θὰ μᾶς ἔλεγε περισσότερα, ἂν γινόταν καλά. «Ὁ Κύριός μου κι ὁ Θεός μου», ἔλεγε καὶ ἔδειχνε ψηλά. Προσευχόταν ἐνίοτε κι ὅταν κοιμόταν. Ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του ὅτι ἔπραττε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς. Ἐκήρυξα, ἄραγε, ἐσένα Κύριε ἢ τὸν ἑαυτό μου; «Ὅλοι γιὰ τὸν Παράδεισο εἶσθε κι ἐγὼ γιὰ τὴν κόλαση! Εἶστε τ’ ἀδέλφια μου κι ἐσεῖς οἱ ἀδελφές μου!» (στὶς μοναχές). «Ὅλα τὰ ἔχω κάνει παιδί μου, κάθε ἁμαρτία!» (στὸν ἅγιο Καστορίας).
Ἀξιωθήκαμε νὰ τὸν διακονήσουμε πατέρες καὶ μοναχές, καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦμε δῶρο ἀπὸ τὸ Θεό. Εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸ Χριστό, στὸ πρόσωπο τοῦ πρεσβυτέρου Ἀδελφοῦ καὶ Ἐπισκόπου μας. Δεθήκαμε πνευματικά, πρᾶγμα ποὺ ὀφείλαμε ὅλοι σὲ ὅλους. Δὲν ξέραμε πολλὲς φορὲς ἂν πρέπει νὰ κλαῖμε ἢ νὰ μειδιοῦμε βλέποντάς τον γεμᾶτον εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστίες. Καὶ φυσικά, δὲ θὰ λησμονήσουμε αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ ἀθῶα καὶ συνάμα ἐξεταστικά, τὰ ὁποῖα εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐν Πνεύματι μέσα ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς παρακολουθοῦν συνεχῶς πατρικὰ καὶ φιλόστοργα.
Ὅταν πιὰ τὸν εἴδαμε κεκοιμημένο, κατάστικτο τοῖς μώλωψι στὸ νοσοκομεῖο, ἕτοιμοι νὰ τὸν ἐνδύσουμε τὰ αρχιερατικά του ἄμφια, μὲ τὴν πληγὴ τῶν ἐπεμβάσεων ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴ δεξιὰ πλευρά του, τὸ μυαλό μας πῆγε σὲ πολύτιμο πρόσφορο, ὑψωμένο καὶ λογχισμένο, ἕτοιμο γιὰ τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία. Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευρὰν, ὁ ὁποῖος ἐπέσταξε τοὺς ζωτικοὺς κρουνοὺς τῆς διδασκαλίας του στὴν λιμώττουσα καρδιά μας.
Θὰ ἐπανέλθουμε μὲ ἕνα δεύτερο κείμενο ποὺ ἀφορᾶ σὲ ὁρισμένα λίαν εὔγλωττα περιστατικά, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὸ πνευματικὸ ὕψος τοῦ ἀνδρός.
***
Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ξεκινώντας τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στὸ μακαριστὸ καὶ ἁγιασμένο Μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸ Ἀντώνιο, νὰ σημειώσουμε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ ὅπου γῆς, ὅτι τὴ μαρτυρία γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκδημίας του ποὺ διαβάσατε στὸ πρῶτο μέρος, τὴν ὀφείλουμε στὸν εὐλαβέστατο ἱερομόναχο π. Ἀντώνιο Πανταζῆ, ἀδελφὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Δρυοβούνου, καὶ δικό μας ἐκλεκτὸ ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό, ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα ἐκείνη παράστεκε μὲ προσευχὴ τὸ Γέροντα.
Ἐπίσης, τὴ γνώμη τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Ἀριζόνα γιὰ τὴν μὲ αὐταπάρνηση προσευχὴ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη χάριν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, μᾶς μετέφερε ἡ συνεργάτις τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ ἁγιογράφος, δεσποινὶς Τατιανὴ Ὤττα ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἡ ὁποία καὶ ἐπισκέφτηκε τὸ γέροντα στὸ μοναστὴρι τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὶς ΗΠΑ.
Σχετικὰ μὲ τὸ γέροντα Ἐφραὶμ, ὁ μακαριστὸς μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ (ἐν ἔτει 1995 μᾶλλον, διάκονος πρέπει νὰ ἤμουν): «Πρόσεχε, αὐτὸς εἶναι ὁ γέροντάς μας. Αὐτός, ὁ παποῦς Ἰωσήφ, ὁ γερο-Φιλόθεος (ἐνν. τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Καρακάλλου), ὁ παπα-Στέφανος ὁ πνευματικός σου. Μὲ αὐτῶν τὸ φρόνημα εἴμαστε. Ἐγὼ βῆμα δὲν κάνω χωρὶς τὸν Ἐφραίμ. Ἂς εἶναι μακριά». Ἤθελε νὰ μὲ στηρίξει φαίνεται, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου πορείας. Ἄλλη φορὰ, 3-4 χρόνια μετὰ μοῦ εἶπε: «Νὰ, ὁ γέροντάς μας»! καὶ μοὔ ’δειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προφανῶς δείχνοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό, ἂν δὲν ὑπάρξει προσοχὴ, καταντάει προσωποπαγής, δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἀλλὰ σὲ μία συναισθηματικὴ νοσηρότητα. Τοὐλάχιστον, γιὰ νὰ μὴν εἰπωθεῖ τίποτε βαρύτερο. Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ χαρακτῆρα εἶχε τὸ ἔργο του. Ἀπέπνεε μία ἁπαλὴν αὔρα ἄκρως εὐγενοῦς ποιμαντικῆς φροντίδας, δίχως μεγαλοστομίες, μὲ ἡσυχία, μὲ προσευχή, μὲ σοφία καὶ σύνεση σὰν γενικὰ χαρακτηριστικά, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται καὶ τὰ κατ’ ἄνθρωπον λάθη μὲ τὰ ὁποῖα χρεώνεται κανείς, παραχώρηση Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν ὑπεραιρόμεθα καὶ καυχησιολογοῦμε. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ὁ μακαριστός, ἄφησε πίσω του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἕναν καλὸ καὶ μονιασμένο κλῆρο. Οὔτε φατρίες, οὔτε ἐντάσεις.
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ μακαριστοῦ μοῦ εἶχε πεῖ, τὸν καιρὸ ποὺ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὴ δική μου χειροτονία καὶ πηγαίναμε μὲ τὸν πνευματικό μου στὸ Χαλάνδρι γιὰ νὰ μὲ γνωρίσει καὶ νὰ κανονίσουμε τὰ διαδικαστικά, ὅτι ὅποτε εἶχε νὰ κάνει χειρονία, ὅλη τὴν προηγούμενη νύχτα προσευχόταν, πολλὲς φορὲς περπατώντας, ἄλλοτε γιὰ πολλὴ ὥρα ὄρθιος καὶ πολὺ συχνὰ μὲ τὰ χέρια ψηλά. «Ἔτσι ὅλη τὴ νύχτα»!, ἔλεγε μὲ μία δόση θαυμασμοῦ, ἡ ἁπλὴ καὶ ταυτόχρονα ἔξυπνη γυναίκα.
Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἰδιαίτερης σχέσης τοῦ Γέροντα μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, τοποθετοῦνται μᾶλλον τὰ χρόνια τῆς πνευματικῆς του σχέσης μὲ μία εὐλαβέστατη ψυχή, ὀνόματι Σαλώμη. Ὅσοι τὸν ἀπολαύσαμε πολλὲς φορὲς ἱερουργοῦντα, θυμόμαστε ὅτι κατὰ τὴ μνημόνευση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τῶν κεκοιμημένων, πάντοτε ἀνέφερε τὸ ὄνομα αὐτό. Ἡ Σαλώμη ἦταν μία ἐκλεκτὴ ψυχή ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴ νεότητά της στὸ Χριστό. Ζοῦσε στὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸ μακαριστό, ὅταν αὐτὸς ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὡς ἱεροκήρυκας. Αὐτὴ ἡ Σαλώμη εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Κάποτε εἶπε στὸ μακαριστὸ πὼς «τὸν εἶχε δεῖ σὲ θρόνο», καὶ πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος τῆς εἶπε ὅτι «ὁ πατὴρ Ἀντώνιος θὰ γινόταν δεσπότης. Ὁ τότε πατὴρ Ἀντώνιος τὴν ἐπιτίμησε αὐστηρὰ καὶ μάλιστα ὡς πλανημένη. Λίγο ἀργότερα ἐξελέγη ἐπίσκοπος.
Σὲ ἄλλη περίσταση ἡ Σαλώμη τοῦ εἶπε πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἦταν στενοχωρημένος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Ὁ πατὴρ Ἀντώνιος ταράχτηκε καὶ κάνοντας τὸ σταυρό του τὴ ρώτησε: «Γιὰ μένα βρὲ Σαλώμη τὶ σοῦ εἶπε»; Καὶ ἀπάντησε ἐκείνη: «Ἀπὸ σένα παπα-Ἀντώνη εἶναι εὐχαριστημένος γιατὶ τρέχεις στὰ χωριά». «Δόξα σοι ὁ Θεὸς»!, ἔκανε ἐκεῖνος ἀνακουφισμένος.
Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ ἄκουσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ μακαριστὸ μητροπολίτη περισσότερες ἀπὸ μία φορές, κατὰ τὶς περιοδεῖες τῶν παρακλήσεων τοῦ δεκαπενταυγούστου στὰ ἀπομακρυσμένα χωριὰ τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ συγκεκριμένα στὴν Καλλονὴ καὶ τὸ Κυπαρίσσι, τῆς περιοχῆς τῶν Γρεβενῶν. Ἐκεῖνος παρέμενε στὸ Κυπαρίσσι, ἐνῶ ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυκας πήγαινα στὴν Καλλονὴ γιὰ παράκληση, κήρυγμα καὶ ἐξομολόγηση καὶ ἐπέστρεφα στὸ Κυπαρίσσι γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κατόπιν μαζὶ στὴ Σιάτιστα. Ἐκεῖ, στὸ Κυπαρίσσι παραμέναμε γιὰ λίγο, κάθε χρονιά, στὸ πατρικὸ τοῦ νῦν ἁγίου Φλωρίνης, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦσε τὸ καθιερωμένο κέρασμα. Λίγο προτοῦ ἐκλεγεῖ ὁ ἅγιος Φλωρίνης, ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε στὶς ἀδελφές του: «Ὁ Θεόκλητος θὰ γίνει σίγουρα δεσπότης. Νὰ τὸ ξέρετε ποὺ σᾶς λέω. Γελαστὸς, χαριτωμένος, γλυκὺς ἄνθρωπος! Χάσαμε τοὺς γελαστοὺς ἐπισκόπους. Δὲν ὑπάρχει γελαστὸς παπᾶς, μήτε δεσπότης»!, ἔλεγε μετ’ ἐπιτάσεως.
Σὲ μία ἄλλη μας περιοδεία, θυμᾶμαι, περνούσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Τσοτύλι, ὁπότε μοῦ λέει: «Ἐφραίμ, χθὲς τὸ βράδυ ἦρθε ὁ παποῦς στὸν ὕπνο μου». «Ποιὸς παποῦς»; τοῦ λέω. «Ὁ μακαριστὸς ὁ Σεραφεὶμ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος», τὸν ὁποῖο, σημειωτέον, ὑπεραγαποῦσε, ἐγκωμιάζοντας συχνὰ τὴν ἀμνησικακία του, τὴν ἀφιλοχρηματία του καὶ τὴ λιτότητά του. «Πῶς ἦταν, γέροντα»; Τὸν ρώτησα. «Μέσα σὲ πολὺ φῶς, τὶ φῶς ἦταν ἐκεῖνο, τὶ φῶς»! ἔλεγε ξανὰ καὶ ξανά καὶ σταυροκοπιόταν συνεχῶς (ὅπως συνήθως ἔκανε). «Μᾶς ἔχει ἔννοια», μοῦ εἶπε, «ὅλους μας στὴ Σύνοδο». Μετὰ ἀπὸ λίγο: «Ξέρεις γιατὶ εἶχε τόσο φῶς»; «Γιατὶ»; «Ἐπειδὴ ὁμολόγησε δημόσια, πὼς οἱ παπικοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία, γι’ αὐτό». Αὐτὸ τὸ ἄκουσα πολλὲς φορές ἀπὸ τὸ στόμα του.
Λόγῳ τῆς κατὰ κόσμον παιδείας του, ὅταν ἦταν νέος εἶχε δεῖ καὶ ἐκλεκτὲς θεατρικὲς παραστάσεις, ἀρχαίου δράματος, ἀλλὰ καὶ νεότερο θέατρο. Ἐκτιμοῦσε ἀφάνταστα τὸν Ἀλέξη Μινωτῆ καὶ τὴν Κατίνα Παξινοῦ, εἶχε δὲ ἄριστες ἐντυπώσεις γιὰ τὴν Ἄννα Συνοδινοῦ, μὲ τὴν ὁποία εἶχε γνωριστεῖ πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς του, καὶ τὴν ὁποία μοῦ περιέγραφε σὰν σπάνιο ἄνθρωπο, ἐξαιρετικῆς εὐφυίας, καλλιέργειας καὶ ἤθους. Μὲ πολλὴ νοσταλγία ἐπίσης ἀναφερόταν στὸ στρατηγὸ Πλαστήρα, τὸν ὁποῖο ἐπισκέφτηκε στὸ νοσοκομεῖο, καὶ τὸν ὀνόμαζε ἅνθρωπο τοῦ Θεοῦ «μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως», ὅπως χαρακτηριστικὰ τόνιζε. Ἀναφερόταν πάντοτε στὶς ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε καὶ στὸ ὅτι δὲν ἀπέκτησε ποτὲ περιουσία.
Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν πάσχει ἀπὸ ἱδρυματισμὸ λόγῳ τοῦ «ὑψηλοῦ ἐπιπέδου» πνευματικῆς ζωῆς ποὺ κάνει. Οὔτε “μαίνεται”, ὅταν ἀκούει γιὰ πολιτικοὺς ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε μορφὴ Τέχνης, πάσχοντας ἀπὸ μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἀγκυλώσεις, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ, διαλέγει τὰ πολύτιμα, τὰ πρὸς σωτηρίαν. «Σὰν τὴ μέλισσα, ὄχι σὰν τὴ μύγα», ὅπως ἔλεγε ὁ πατὴρ Παΐσιος.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χ., ἀκούγοντας γιὰ τὴ φήμη του ὡς καλοῦ πνευματικοῦ, ἦρθε ἀπὸ τὰ Γιάννενα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀφοῦ εἶδε τὸ μακαριστό, βγῆκε κατόπιν ξαφνιασμένη καὶ χαρούμενη, αἰσιόδοξη. Εἶχε ἔρθει νὰ συμβουλευτεῖ τὸ Γέροντα γιὰ κάποιο ζήτημα ποὺ εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν κόρη της. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε νὰ μὴ στενοχωριέται μὲ τὴ… (καὶ εἶπε τὸ ὄνομα τῆς θυγατέρας), γιατὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά, καὶ πὼς θὰ ἔκανε προσευχή ὅση μποροῦσε. Βγαίνοντας μοῦ τὸ ἀνέφερε. «Τὶ συμβαίνει ἐδῶ πάτερ»; μὲ ρώτησε 2-3 φορὲς ἔκπληκτη.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χαλαμούτη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἀντιμετώπισε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας. Οἱ γιατροὶ ἀποροῦσαν καὶ γιὰ τὴν ξαφνικὴ ἐμφάνιση τῆς νόσου (νεφρωσικὸ σύνδρομο), ἀλλὰ καὶ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν πρόγνωση. Ἡ ἀσθενὴς ἀπευθύνθηκε στὸν ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ὅπως θὰ πᾶς ἔτσι θὰ γυρίσεις. Λίγο θὰ παιδευτεῖς, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχεῖς». Πράγματι, ἔτσι ἔγινε.
Ἡ κυρία Ἰωάννα Λιάκου ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ ἕνα ἐξώφθαλμο περιστατικό: ὁ γιός της Παναγιώτης, ἄριστος φοιτητής, καὶ νῦν καθηγητὴς στὴν Ἰατρικὴ σχολή, ἀντιμετώπιζε ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στὴν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Πολλὲς φορὲς εἶχε καὶ ὁ ἴδιος διαπιστώσει τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ ἐπισκόπου Ἀντωνίου, στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν ἡ μητέρα του. Ὅλες οἱ κατὰ καιροὺς ἀναφυόμενες δυσκολίες ὑπερβαίνοντο. Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δυσκολιῶν, ὁ παποῦς γονάτισε καὶ κατόπιν εἶπε: «Στὶς 23 Ἰουλίου 1999, καὶ μὲ τὴ νίκη» (!) Ἔτσι ὄντως ἦρθαν τὰ πράγματα.
Ἡ κυρία Σουζάννα Πραμπρόμη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἔπασχε ὰπὸ κερατόκωνο στὰ μάτια της, ὁ ὁποῖος μάλιστα παρουσίαζε πολὺ γρήγορη ἐξέλιξη, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε τοὺς γιατροὺς νὰ τῆς μιλᾶνε γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἐπείγουσας μεταμόσχευσης. Πηγαίνοντας στὸ μακαριστὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ, τοῦ ἀνέφερε καὶ τὸ πρόβλημα ὑγείας της. Σὲ κάποια στιγμὴ καὶ ἐνῶ ἔκλαιγε, σήκωσε τὸ βλέμμα της νὰ τὸν δεῖ καὶ ἔκπληκτη τὸν βλέπει νὰ θρηνεῖ ὑπερβολικά, μὲ πολλὰ δάκρυα, σὲ βαθμὸ ἡ ἴδια νὰ ἀνησυχεῖ μὴ τυχὸν εἶχε πεῖ τίποτε ποὺ τὸν εἶχε πειράξει ἢ εἶχε στενοχωρηθεῖ ὁ Γέροντας στὸ ἄκουσμα τῶν ἁμαρτημάτων της. Σηκώθηκε, τῆς διάβασε συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ ἔφυγε. Στὸ δρόμο εἶχε μιὰ ἀνεξήγητη χαρά, ἕνα ξαλάφρωμα. Στὴν ἑπόμενη ἐξέταση τῶν ματιῶν της οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν πὼς ἡ ἐξέλιξη τοῦ κερατόκωνου σταμάτησε, καὶ δὲ συντρέχει λόγος μεταμόσχευσης πρὸς τὸ παρόν τουλάχιστον. Ἔκτοτε πέρασαν γύρω στὰ 10 χρόνια, χωρὶς νὰ ὑπάρξει καμία ἐπιδείνωση, ποὺ νὰ ἐπιβάλλει μεταμόσχευση.
Ὁ πατὴρ Β. Ζ. μοῦ διηγήθηκε τὴν ἑξῆς ὠφέλιμη προσωπική του ἐμπειρία μὲ τὸ μακαριστὸ δεσπότη. Κάποτε τὸν κατέκρινε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνεργαζόταν. Τοῦ ἐμφανίστηκε λοιπὸν ὁ δεσπότης στὸν ὕπνο του καὶ τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μία χάρη, άλλο πρᾶγμα! Ἔλαμπε ὁλόκληρος. Τὸ σημαντικὸ ὅμως ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἐπισκόπου. Τοῦ ἐμφανίστηκε ὡς λαϊκὸς καὶ μάλιστα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικὰ… παλιόπαιδα! Τὸν κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἕνα περιπαικτικὸ ὕφος: «Μ’ ὅποιον θέλω θὰ κάνω παρέα, ποὺ πέφτεις καὶ σὲ κατάκριση»! Καὶ γυρνώντας πρὸς τὰ παιδιὰ: «Πᾶμε παιδιά μου! Ἀκοῦς νὰ πέφτει καὶ σὲ κατάκριση»! Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐξαφανίστηκε. Ξύπνησε τὴν ἵδια στιγμὴ ὁ παπᾶς ἐντελῶς θορυβημένος, ἀλλὰ καὶ χαρούμενος καὶ βέβαιος γιὰ τὴ «συνάντηση αὐτοῦ τοῦ τύπου» ποὺ εἶχε μὲ τὸ δεσπότη, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔφτασε ἀπὸ τὴ δική του πόλη στὴ Σιάτιστα. Ζήτησε ἀκρόαση ἀπὸ τὸ δεσπότη καὶ τοῦ τὰ διηγήθηκε ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα. Ὁ δεσπότης… ἔσκασε στὰ γέλια! Τοῦ εἶπε νὰ μὴ δίνει σημασία, ἀλλὰ νὰ προσέχει τὴν κατάκριση. Ἔπειτα μὲ νόημα τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ διαβάσει τὴν «Εὐχὴ εἰς ἀσθενοῦντα», ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπιστρέφοντας ὁ παπᾶς πῆρε τὸν πνευματικό του στὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ τοῦ διευκρινιστοῦν κάποιες λεπτομέρειες. Καὶ ὁ πνευματικός του, ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: «Δὲν ἦταν ὁ δεσπότης που ἦρθε στὸν ὕπνο σου, ἦταν ὁ ἄγγελός του, ποὺ σὲ ἐπέπληξε μὲ χαριτωμένο καὶ συνάμα αὐστηρὸ τρόπο, γι’ αὐτὸ ἤσουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ χαρούμενος. Τὸν εἶδες μὲ ροῦχα λαϊκοῦ γιατὶ λόγῳ τῆς κατακρίσεώς σου, τὸν γύμνωσες ἀπὸ τὴν Ἀρχιερωσύνη του καὶ νὰ προσέχεις ἄλλη φορά. Εἶδες λοιπὸν ποὺ μᾶς διορθώνει μὲ τὰ ἀγγελούδια του ὁ Θεὸς, ἀλλὰ δὲ βάζουμε μυαλό»; Τὸ θέμα εἶναι ἂν ἐμεῖς βάζουμε ὄντως μυαλό.
Ἔτσι λοιπὸν ἐμφανιζόταν ὁ δεσπότης μας καὶ τακτοποιοῦσε καὶ λογισμοὺς καὶ διόρθωνε καὶ πάθη. Κάποτε ἐθεάθη μάλιστα στὴν Ἀθήνα, σ’ ἕνα φανάρι καὶ σκούντηξε καὶ χαιρέτισε κάποιον γνωστό του λέγοντάς του πὼς ἡ μητέρα του θὰ ἀνάρρωνε ἀπὸ σοβαρότατο νόσημα, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Τὸ σημαντικὸ τῆς ὑπόθεσης ὅμως εἶναι πὼς ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσαν, καὶ πλησίαζαν στὸ νοσοκομεῖο, κάνει νὰ γυρίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο, ἀλλὰ ὁ δεσπότης εἶχε γίνει ἄφαντος. (Μαρτυρία κυρίου Ἀργύρη Παπᾶ ἀπὸ Σιάτιστα γιὰ φίλο του).
Κάποτε εἶδε στὰ χέρια μου τὸ βιβλίο (ὁσία πλέον) «Μαρία Σκομπτσόβα, μιὰ διὰ Χριστὸν σαλὴ στοὺς μοντέρνους καιρούς», τῶν ἐκδόσεων ΑΚΡΙΤΑΣ. Μοῦ τὸ ζήτησε προτοῦ τὸ τελειώσω. Τοῦ τὸ ἔδωσα. Τώρα τὸ ἔχω μὲ κάποιες ὑπογραμμίσεις δικές του μέσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶχα τότε σκανδαλιστεῖ μὲ τὴν ἰδιότυπη μοναστική ζωή της καὶ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ ἔκανε στὰ μοναστήρια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἔχω μάλιστα τὴν ἐντύπωση ὅτι σήμερα θὰ ἔλεγε ἀκόμη πιὸ ἀρνητικὰ πράγματα, ἕνεκα τῆς εὐημερίας μας. Ἦταν ρωσίδα ποὺ μετανάστευσε στὸ Παρίσι. Ἐκάρη μοναχή, σὲ συμφωνία μὲ τὸ σύζυγό της. Ἀφιέρωσε τὴ ζωή καὶ τὴν τεράστια κατὰ κόσμον παιδεία της στὸ νὰ μάθει νὰ ἀκούει τὸν πόνο τοῦ πλησίον, ἀγωνιζόμενη πνευματικά, χωρὶς ὅμως νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀσφαλίζεται ψυχολογικὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα της. Δὲν ὑποχρέωνε κανένα σὲ κάτι, καὶ αὐτὸ γοήτευε καὶ μένα, μαζὶ μὲ τὶς ἑκατοντάδες ἀναξιοπαθοῦντες, ἀρρώστους καὶ πεινασμένους ποὺ μάζευε στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Λουρμέλ. Κάποτε κάπνιζε κιόλας, χτυπώντας στὰ νεῦρα τοὺς «καλοὺς» χριστιανούς, εἰδικότερα ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ τακτοποιήσουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐνῶ μποροῦσε νὰ σωθεῖ, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης, τελικὰ ἐτελειώθη σὲ θάλαμο ἀερίων, παρηγορώντας μέχρι τελευταίας στιγμῆς τοὺς συγκρατούμενούς της. Διαβάζοντας τὸ βιβλίο ὁ παποῦς, μοῦ εἶπε: «Σήμερα πάτερ Ἐφραίμ, θέλουμε Μαρίες Σκομπτσόβες καὶ Παύλους Σερβίας. Ποῦ εἶναι»; Μοῦ εἶπε ἐπίσης πὼς ἡ ἀνάγνωση τοῦ θύμισε τὸ δικό του σχετικὰ σύντομο πέρασμα ἀπὸ τὸ Παρίσι, ὅπου γνώρισε σημαντικὲς πνευματικὲς προσωπικότητες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἐπίσκοπο Κατάνης Κασσιανό, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἅγιο ἄνθρωπο, ἄνθρωπο πολλῆς προσευχῆς καὶ μεγάλης ἄσκησης. «Τὸ ὅτι ἦταν ἐμπερίστατοι τοὺς δίδαξε πολλά. Ἐμᾶς ἡ ἀφθονία καὶ ἡ πολυτέλεια μᾶς καταστρέφουν», εἶχε πεἶ πολλὲς φορές.
Ὅταν ἐκοιμήθη, τέθηκε θέμα ποῦ νὰ ταφεῖ. Ἀλλὰ γι’ αύτὸ εἶχε φροντίσει ὁ ἴδιος, μιλώντας κάποτε μὲ τὸν ἅγιο Γρεβενῶν. Ὁ σεβασμιώτατος εἶπε πὼς σὲ ἐρώτησή δική του «Ἐμᾶς ποῦ θὰ μᾶς θάψουνε, Ἀντώνιε»; Πῆρε τὴν ἀπάντηση: «Ἔ! Ποῦ νομίζεις; Κάπου ἐδῶ θὰ μᾶς βάλουνε. Καλὰ εἶναι ἐδῶ γιὰ ἐμᾶς», κι ἔδειξε κατὰ τὸ κιόσκι ὅπου τώρα ἀναπαύεται. Ὁ ἅγιος Γρεβενῶν τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ μπροστὰ στοὺς δύο γραμματεῖς μας.
Κλείνοντας θέλουμε νὰ ποῦμε στὴν ἀγάπη σας, ὅτι τὸν αἰσθανόμαστε τὸν «παποῦ», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦμε, καὶ ἐπικαλούμαστε τὶς εὐχές του καὶ τὶς μεσιτεῖες του. Μία ψυχὴ τὶς προάλλες εἶπε στὸ νέο μας δεσπότη (παρόντος ἐμοῦ), ὅτι τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της ὁλοζώντανο νὰ τῆς λέει: «Τὶ νομίζετε; Εἶμαι κι ἐγὼ ἐδῶ στὴν αὐλὴ μαζί σας». Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ

Εικόνα


Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης

Γιά τόν Γερο-Άρσένιον, ομολογουμένως, ισχύει τό εύαγγελικόν «ϊδε αληθής 'Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ εστίν». Ητο εκ φύσεως ευθύς, απλός, άκακος, πράος, υπήκοος, καί κατ' εξοχήν ένας σπάνιος αγωνιστής, άλλα και ακτήμων.
Γιά τόν Γερο-Άρσένιον ϊσχυε πάντα, τό ναί, ναί, ου, ου.
Ποτέ του δέν μνησικακοϋσε, σέ ό,τι καί αν τόν έβλαπτες, ποτέ δέν θύμωνε, ποτέ δέν εβλαψεν κανέναν.

Στην ύπακοήν ζοϋσε μέ απόλυτον άκρίβειαν γι' αυτό καί μέσω της υπακοής καί της απολύτου πίστεως στό πρόσωπο τοΰ Γέροντα, έζοϋσε καθημερινώς υπεράνω των νόμων της φύσεως.

"Οταν αγρυπνούσε ξεκινοϋσεν άπό βραδύς κοπιάζοντας υπερβολικά μέ χιλιάδες γονυκλισίες καί όλονύ-κτιον όρθοστασίαν, μέχρι νά ξημερώση.
Τόσο πολύ συγκεντρωνόταν στην εύχήν καί τόσον προσηλωνόταν, ώστε, πολλές φορές, ενώ πλησίαζεν ή ώρα της εργασίας, ό παππούς αυτός, δέν εννοούσε νάξεκολλήση από τήν εύχήν.

Τότε εξ ανάγκης, πλησιάζαμε στό παράθυρο νά τόν φωνάξουμε. Βλέπαμε δτι ήταν όρθιος καί μεταρσιωμένος.
— Γέροντα, ήλθε ή ώρα τής δουλειάς• καί ό παππούς άφοϋ συνερχόταν, με άπορίαν μας απαντούσε:
— Ξημέρωσε κιόλα;

Ό παππούς αυτός παρ' δλην του τήν απλότητα, τήν μοναχικήν ζωήν τήν έπιασε ώς προς τήν ούσίαν της. "Εδωσε δλον τόν εαυτόν του στην ύπακοήν καί στην ασκησιν, γι' αυτό καί πέτυχε τό ποθουμενον. Βρήκε μέσα του προσευχή, βρήκε τόν Θεόν.

Μοναχός πού δέν έχει στην πρώτη σειρά αυτούς τους στόχους απέτυχε.
Ό Γέρο 'Αρσένιος ύπήρξεν ένας μεγάλος αθόρυβος εργάτης τής αρετής• είναι μιά σύγχρονη μορφή τοϋ Άγ. "Ορους.
Νά 'χουμε τήν ευχή του.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ
"Αγιον "Οοος -

Άναχωρήσας ό Μοναχός Άνατόλιος από τά Ιερά προσκυνήματα γύρω στό 1918, ώς αετός ύπόπτερος, καταφθάνει εις "Αγ. "Ορος οπού επέλεξε τό πτωχότερο τότε Μοναστήρι, τήν Ί. Μ. Σταυρονικήτα, με σκοπόν νά εκμεταλλευτή τό ιδιόρρυθμο πρόγραμμα γιά σκληρότερους αγώνες. Δεν άργησε νά διακριθή ή αρετή τοΰ νέου, ό όποιος τήν μεν ημέρα διακονούσε παντοϋ, δπου υπήρχε ανάγκη, τήν δε νύχτα αγρυπνούσε, κατά τόν τύπον πού τοΰ ύπέδειξεν ό ασκητής Ιερώνυμος.
'
Εντός ολίγου έφόρεσε καί τό αγγελικό σχήμα, μετονομασθείς 'Αρσένιος. Ή τελετή τής κούρας έγινε εις τό, παρά ταΐς Καρυαΐς, μεγάλο Σιμωνοπετρίτικο κελλί του Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου, συμφώνως προς τήν βουλήντοϋ αναδόχου του.

Με τήν άναδοχήν τοϋ αγίου σχήματος ή καρδιά τοϋ νεαροϋ 'Αρσενίου έπυρώθη γιά περαιτέρω ασκητικούς άθλους, ή δε Μονή Σταυρονικήτα τοϋ φαινόταν πλέον πολύ στενή, γι' αυτό πού ποθούσε.

Συνεχόμενος ό νέος από ανάμικτα αισθήματα, αφ' ενός μέν τοϋ πόθου της ησυχίας, αφ' ετέρου δε τοϋ φόβου, μήπως δέν είναι θέλημα Θεοϋ νά εγκατάλειψη, χάριν ανωτέρας ζωής, τόν τόπον της μετανοίας του, συν-διασκεφθείς μέ τόν γέροντα του καί κατόπιν συμβουλής του, εθεσεν ως ύπ' αριθμόν ένα θέμα προσευχής τό ψαλμικό "Γνώρισόν μοι, Κύριε, όδόν εν ή πορευσομαι"1. Ό δέ Φιλάνθρωπος Θεός, ό τό θέλημα των φοβούμενων Αύτοϋ ποιών, δέν άργησε νά πληροφόρηση τήν άγνήν αυτήν ψυχήν, μέ φωνήν παρομοίαν αυτής προς τόν όμώνυμόν του, Άρσένιον τόν Μέγαν:

'"Αρσένιε, φεϋγε καί σώζου -Αρσένιε, σιώπα, ησύχαζε".
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΛΕΡΙΑΝΟΣ

Εικόνα

Μεταμόρφωση.Από τα ρόπαλα των ανθρακωρύχων στην ειρήνη του μοναστηριού
Ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του ρουμανικού θεάτρου και κινηματογράφου,άλλαξε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα τα πομπώδη και μεγαλοπρεπή ενδύματα του θεάτρου με το ταπεινό ράσο.Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ντράγκος Πεσλάρου.Σήμερα είναι μοναχός,ο πατέρας Βαλεριανός
Η ιστορία της πνευματικής του μεταμόρφωσης του ήταν εντυπωσιακή όσο και δραματική.

Ο Ντράγκος Πεσλάρου ήταν ένθερμος αντικομμουνιστής και συμμετείχε ενεργά σε όλες τις διεργασίες μετα την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.Τον Ιουνιο του 1990 ήταν από τους ηγέτες αυτών που διαμαρτύρονταν εναντίον του αυταρχικού καθεστώτος που προσπάθησε να επιβάλει ο Ιλιέσκου μετά την πτώση του κομμουνισμού.Κατα τα γεγονότα της 13ης-15ης Ιουνίου 1990 όταν η κυβέρνηση κάλεσε μερικές χιλιάδες οπλισμένους ανθρακωρύχους για να καταπνίξουν την εξέγερση ο Ντράγκος Πεσλάρου χτυπήθηκε κτηνωδώς ευρισκόμενος σε κώμα για πολλές μέρεςΌταν βγήκε από το νοσοκομείο ένοιωσε μια φωνή να του λέει να γίνει μοναχός.Έτσι το 1990-στα 39 του χρόνια-γίνεται μοναχός στην Μονή Φρασινέι-τον Άθωνα της Ρουμανίας- αφού ακολουθεί το τυπικό του Αγίου Όρους(δεν επιτρέπεται η είσοδος στις γυναίκες και δεν τρώνε κρέας).
Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντα Γελασίου,μία από τις μεγαλύτερες μορφές του ρουμανικού μοναχισμού.Όταν έγινε δόκιμος το όνομα του ήταν Βασίλειος ενώ μετά την κουρά του ονομάστηκε Βαλεριανός.Για πολλά χρόνια έζησε απομονωμένος σε μία σκήτη κοντά στην Μονή.Όταν τον κάλεσαν να καταθέσει για τα παραπάνω θλιβερά γεγονότα αρνήθηκε λέγοντας:«Δεν έχω τίποτα να πω,τους συγχώρεσα όλους»


Μιλώντας το 1982 σε ένα θεατρικό περιοδικό για τον ρόλο του Αλιόσα Καραμαζώφ τον οποίο ερμήνευε την εποχή εκείνη θα πει:«Η σιωπή,η αιώνια σιωπή του Αλιόσα,σημαίνει την καταπληκτική του ικανότητα να καταλαβαίνει και την ίδια στιγμή να συγχωρεί κάθε ανομία.Αυτή η αδυναμία του Αλιόσα να επέμβει στην εξέλιξη των γεγονότων,δεν προέρχεται από ανικανότητα αλλά από μία πολύ βαθιά γνώση των ανθρώπων απ'όπου και η αντίδραση που οδηγεί στην θεμελιώδη απάντηση του''Πάτερ,φοβάμαι''»
Μετάφραση- http://www.proskynitis.blogspot.com
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Άβαταρ μέλους
ΦΩΤΗΣ
Δημοσιεύσεις: 10075
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 19, 2012 12:18 pm
12
Τοποθεσία: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗ

Re: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ.

Δημοσίευση από ΦΩΤΗΣ »

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΒΕΡΚΑΙΟΣ

Εικόνα



Στις Καρυές υπάρχει ή αδελφότητα των Ίωσαφαίων. Οι γεροντάδες οι Σιφναίοι, πού ήταν και αδέλφια κατά σάρκα, ήταν θείοι του, συγγενείς τού πατέρα του. Όμως ποτέ δεν τούς είπε ότι «είμαι ανεψιός σας», ότι «είμαστε συγγενείς», μόνο και μόνο για ξενιτειά.
Όταν κοιμήθηκε ό Γέροντας του, το 1943, έμεινε γέροντας ό δεύτερος στη σειρά, ό π. Γεώργιος. Τον τιμούσε και τον σεβόταν σαν Γέροντα του, παρ' ότι ήταν παραδελφοί. Πάντοτε έλεγε: «Ό δεύτερος Γέροντας μου». Και έκανε υπακοή -αν και ήταν και λίγο δύσκολος ό π. Γεώργιος- φοβερή υπακοή. Αν και είχαν πολλές φορές παράπονα, ποτέ δεν εκφράστηκε εναντίον του. Ποτέ! Ποτέ! Να πή κάτι, π.χ. ότι «έχουμε αυτό το παράπονο», ότι «μάς δυσκολεύει». Ποτέ δεν εκφράστηκε. Πάντα με πολύ σεβασμό και με πολλή ευλάβεια στο πρόσωπο και τού δεύτερου Γέροντα.


Στο κελί του είχε τέτοια ακτημοσύνη, πού, όταν κοιμήθηκε, μόνο το Μ. Ωρολόγιο και την Κ. Διαθήκη βρήκαμε τίποτε άλλο. Κάτι χρήσιμο δηλαδή, πού θα μπορούσαμε να το κρατήσουμε για ενθύμιο. Είχε πέντε κουρέλια, συνειδητά όμως. Πέντε κουρέλια για να σκεπάζει τον εαυτό του. Ήταν Γέροντας στο κελί και εν τούτοις δεν ήξερε τί καλά-καλά έχει στο κελί. Τέτοια ακτημοσύνη είχε στην ζωή του. Και αγαπούσε πραγματικά την ακτημοσύνη και τα κουρέλια του. Όταν κάποτε τού έφτιαξα ένα καλό ζωστικό, δεν το φόρεσε. Μού είπε: «Εγώ, παπά μου, δεν χρειάζομαι τίποτε τώρα. Έχω τα δικά μου εδώ φοράω τα δικά μου». Δεν ήθελε να άπαρνηθή την πτωχεία και αυτά τα άπλά πράγματα πού είχε.


Μάς συγκινούσε, όταν τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες να κάνη τα πνευματικά του, τον κανόνα του. Πολλές φορές σηκωνόμουν λίγο νωρίς το βράδυ και έβλεπα το φώς του να είναι αναμμένο πριν την Ακολουθία, πριν την Θ. Λειτουργία, για να κάνη τα πνευματικά του. Πάντα κρυβόταν και έκανε -μέχρι πού κοιμήθηκε- τον κανόνα του και τα πνευματικά του. Τον κανόνα πού τού είχε βάλει ό Γέροντας του τον τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ήταν συνεχώς προσευχόμενος. Και εμείς αυτό βλέπαμε. Βέβαια έκρυβε επιμελώς πολλά πράγματα από την ζωή του. Όταν ήθελε να μας ωφελήσει, μας έλεγε κάποια πράγματα από την ζωή τού Γέροντα του, όχι από τον εαυτό του. Έκρυβε συνεχώς την αρετή του. Και δεν τον θυμάμαι ποτέ να ασχολήθηκε με κάποιον άνθρωπο ή να άργολογήση ή να κατακρίνει. Ποτέ δεν θυμάμαι στα έφτά χρόνια πού έζησα μαζί του να έκανε κάτι τέτοιο.
Πάντα μας έλεγε να αγαπάμε την καλογερική μας, να αγαπάμε τον κανόνα μας, να αγαπάμε την Εκκλησία.


Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν πρωτοπήγα στο κελί των Αρχαγγέλων και γνώρισα για πρώτη φορά τον Γέροντα, μού έμεινε στην ψυχή αυτή ή πρώτη συνάντησι. Έψαχνα να βρω κάποιο κελί για να μείνω. Όταν τού είπα τον σκοπό της επισκέψεως μου, μού είπε: «Κοίταξε να δεις, παπά μου. 'Αν ήλθες να συζητήσουμε κάτι τέτοιο, σε παρακαλώ πολύ, πρώτα-πρώτα να πάμε να κάνουμε Παράκληση στους Γεροντάδες τού κελίου μας -εννοούσε τούς Αγίους Αρχαγγέλους- και, ότι έχουμε να πούμε, θα το πούμε μετά. Διότι οι συναλλαγές οι δικές μας δεν είναι εμπορικές, είναι πνευματικές, και πρέπει πρώτα από τούς Γεροντάδες μας
να ξεκινάμε. Να κάνουμε Παράκληση στους Αγίους Αρχαγγέλους και, ότι έχουμε να πούμε, να το πούμε μετά και, ότι μιλήσουν στην καρδιά μας, αυτό θα κάνουμε». Έτσι θυμάμαι ότι είχαμε κάνει, και αυτές οι φράσεις του έγιναν ή αιτία να μείνω στο κελί. Τις είδα με σεβασμό. Είδα την ευλάβεια του και την αγάπη του στην Εκκλησία και τούς Αγίους και αυτό με έκανε να μείνω στο κελί.


Αυτό πού τον ανέπαυε και μάς τόνιζε συχνά ήταν να μην ασχολούμαστε με τα κοσμικά και με το τί κάνουν οι άλλοι. Πάντα μάς έλεγε για την αγάπη προς τούς άλλους, για την προσευχή και για τα πνευματικά. Να κοιτάμε μόνον την ψυχή μας και τα πνευματικά μας. Να μην έχουμε εξωστρέφεια, να μην αγαπάμε τις ανώφελες συζητήσεις και τα πολλά λόγια και να μην κατακρίνουμε τούς άλλους, αλλά να είμαστε πάντα στραμμένοι στον εαυτό μας, να αγαπάμε την ψυχή μας και να ασχολούμαστε με τα πνευματικά. Αυτή τη σειρά είχε πάρει από τον Γέροντα του.


Ιδιαίτερα μάς τόνιζε την αγάπη προς την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αγαπήστε την Ακολουθία στην Εκκλησία, διότι γι' αυτό το πράγμα ήρθαμε εμείς εδώ». Άλλοτε πάλι μού έλεγε: «Ένα πράγμα σε παρακαλώ: Δεν θέλω να σβήσει το καντήλι των Αρχαγγέλων και ή πόρτα της Εκκλησίας να πιάσει αράχνες. Εμείς ανάβαμε ένα κεράκι και παρακαλούσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους να μάς φέρουν έναν άνθρωπο, διότι εμείς αγαπήσαμε αυτή την Εκκλησία, αγαπήσαμε τούς Αγίους Αρχαγγέλους, αγαπήσαμε την Ακολουθία και την Εκκλησία και δεν θέλουμε να κλείσει ή Εκκλησία. Εμάς και να μη μάς δώσεις ένα πιάτο φαΐ, και να μη μάς δώσεις ένα ποτήρι νερό, και να μάς παρατήσεις, και να μη μάς κοιτάξεις, να μη μάς γηροκομήσεις, αν κοιτάξεις την Εκκλησία και αγαπήσεις την Εκκλησία και ανάβεις το καντήλι της Εκκλησίας και δεν πιάσει αράχνες ή πόρτα της Εκκλησίας, αυτή θα είναι ή δική μας χαρά και ή δική μας ευχαρίστηση».


Ήταν Γέροντας του κελιού και, όταν πολλές φορές πηγαίναμε να πάρουμε ευλογία για κάτι, είχε τόση ταπείνωση, πού έλεγε: «Παιδί μου, εσύ είσαι νοικοκύρης τώρα κάνε εσύ το κουμάντο σου από μένα έχει ευλογία. Έμενα, αν μου δώσεις ένα πιάτο φαΐ, θα το φάω. 'Αν δεν μου δώσεις, πάλι θα είμαι ευχαριστημένος. Θα είμαι εδώ πέρα και θα κάνω το κομποσκοίνι μου και δεν θα με στενόχωρη τίποτε. Απλώς, σε παρακαλώ, την Εκκλησία. Μην αφήσετε την Εκκλησία». Ό πόνος του ήταν ή Εκκλησία και ή Ακολουθία. Θυμάμαι μάλιστα ότι τις τελευταίες μέρες του πριν κοιμηθεί, πού είχε αρχίσει λίγο να παθαίνει αμνησία, ερχόταν στα κελιά μας πολλές φορές την νύχτα, χτύπαγε την πόρτα κατά τις 11 ή 12 το βράδυ λέγοντας: «Πατέρες, Ακολουθία. Δεν θα διαβάσουμε Ακολουθία;» Παρ' ότι είχε αρχίσει να ξεχνά, τίποτε άλλο δεν είχε στον νου του. Μόνο την Ακολουθία. Να μην αφήσουμε την Ακολουθία. Και πάντα μάς προέτρεπε γι' αυτό το πράγμα. Πάντα για τα πνευματικά και για τον κανόνα μας. Έλεγε ακόμη, ότι πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς τα πατερικά βιβλία και τον Ευεργετικό να μη τα αφήνουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή ήταν γεροντάκι και δεν μπορούσε να κάνη τίποτε, καθόταν όλη μέρα σε μια καρέκλα κρατώντας στα χέρια του τα πατερικά βιβλία ή τον Συναξαριστή και διαβάζοντας πάντα κάτι.


Παλαιότερα, πριν πάμε εμείς, όταν ήταν τα δύο γεροντάκια μόνα τους, τις Κυριακές, επειδή ήταν αργία και δεν είχαν δουλειές, έβγαιναν το καλοκαίρι στον κήπο σ' έναν ήσκιο κάτω από ένα δέντρο και ό ένας παππούς διάβαζε στον άλλο το Κυριακοδρόμιο. Έβαζαν ανάγνωση ό ένας στον άλλο, για να ωφελούνται πνευματικά.
Ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι στην συνοδεία τους παλαιότερα είχαν και έναν άλλο μοναχό, πολύ απλό, τον γέρο-Κοσμά. Μετά την κοίμηση του Γέροντα τους, του π. Αβέρκιου, ήταν σειρά του να γίνει Γέροντας του κελιού. Από ταπείνωση όμως προέτρεψε τον π. Γαβριήλ να αναλάβει αυτός.

Για τον γέρο-Κοσμά έλεγε και ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, ότι οι πατέρες πού τον γνώρισαν στις Καρυές τον έλεγαν «κανόνα υπακοής». Δηλαδή, δεν είχαν δει άλλον να κάνη τόση υπακοή στον Γέροντα του όση αυτός. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι όταν ό Γέροντας του, ό π. Αβέρκιος, έφθασε στα τελευταία του, κάλεσε όλη την Συνοδεία του δίπλα στο κρεβάτι του και τούς έδωσε τις τελευταίες συμβουλές του. Στην συνέχεια ζήτησε να τον ανασηκώσουν λίγο από το κρεβάτι, φώναξε κοντά του τον π. Κοσμά, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: «Παιδί μου, κανένας άλλος δεν ευαρέστησε την ψυχή μου όσο εσύ με την υπακοή σου». Αλλά και ό π. Γαβριήλ μάς έλεγε, ότι πάρα πολύ ωφελήθηκε από αυτόν τον άνθρωπο. Πριν τού πεις κάτι, έλεγε: «Νάναι ευλογημένο». Είχε κάνει υπακοή και πριν ακόμη του πουν τί χρειάζεται.
Στην συνοδεία τους είχαν και κάποιον άλλο μοναχό, τον π. Νεόφυτο, πού ήταν άνθρωπος τού Θεού, πολύ ασκητικός και αγωνιστής μοναχός. Κάποτε ένας μοναχός είχε έλθει να φιλοξενηθεί στο κελί τους και ζήτησε από τον π. Νεόφυτο τα «Ασκητικά» του άββά Ισαάκ του Σύρου. Ό π. Νεόφυτος του έδωσε το βιβλίο. Κάποια στιγμή πού πέρασε από το Αρχονταρίκι, είδε τον επισκέπτη μοναχό να διαβάζει το βιβλίο ξαπλωμένος στο κρεβάτι και τυλιγμένος με τις κουβέρτες. Του έβαλε τότε τις φωνές λέγοντας του: «Παιδί μου, τί κάνεις εκεί πέρα; Για μάς τούς μοναχούς ό άββάς Ισαάκ είναι το Ευαγγέλιο μας. Όρθιος πρέπει να διαβάζει κανείς τον άββά Ισαάκ, ούτε καν καθιστός, όχι εσύ πού τον διαβάζεις μέσα στις κουβέρτες». Είχαν πάρει όλοι τους πολύ καλή σειρά από τον Γέροντα τους και αυτήν τήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους.


Κάτι άλλο, πού θα ήθελα να καταθέσω για τον μακαριστό Γέροντα π. Γαβριήλ, ήταν ή ευλάβεια του στην Θ. Λειτουργία. Όταν πλέον γέρασε και δεν μπορούσε να λειτουργή ό ίδιος, λειτουργούσαμε εμείς, πού ήμασταν πολύ νεώτεροι του, ή άλλοι νέοι ιερομόναχοι. Όλους μάς συνέτριβε το γεγονός ότι, όταν πηγαίναμε να του βάλουμε μετάνοια για να πάρουμε καιρό, ό π. Γαβριήλ έβαζε πρώτος μετάνοια μέχρι κάτω και φιλούσε το χέρι τού παπά. Και αν ό παπάς δεν του έδινε το χέρι του, με παράπονο τον παρακαλούσε: «Σε παρακαλώ, δώσε μου το χέρι σου». Και ποτέ δεν άφησε παπά να λειτουργήσει, προτού να τού φιλήσει το χέρι του, παρ' ότι ήταν γέρος 97 ετών.


Όταν έμπαινε στο ιερό μέσα για να κοινωνήσει, ήταν πάντοτε συντετριμμένος. Κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, και μετά δακρύων πολλές φορές. Όμως το πρώτο πράγμα πού έκανε μόλις έμπαινε στο ιερό ήταν να βάλει μετάνοια, προτού κοινωνήσει, στον Λειτουργό και να του φιλήσει το χέρι. Μάλιστα θυμάμαι και μένα. πού ήμουν υποτακτικός του, όσες φορές αρνήθηκα να του δώσω το χέρι μου, με μάλωσε. Πρώτα έβαζε μετάνοια στον Λειτουργό, φιλούσε το χέρι του και μετά κοινωνούσε με πολλή ευλάβεια, συντριβή και σεβασμό.
Τα τελευταία χρόνια δεν μνημόνευαν στις Καρυές το όνομα του Πατριάρχη -του Αθηναγόρα- και μαζί με αυτούς δεν μνημόνευε και ή συνοδεία του π. Γαβριήλ. Όταν όμως πήγαμε εμείς στο κελί, του είπα: «Εγώ, Γέροντα, μνημονεύω». Μου λέει: «Σού είπα, παιδί μου, εγώ τίποτε; Εσύ να μνημονεύεις. Εμείς τότε είχαμε σταματήσει, επειδή είχαν δημιουργηθεί κάποια προβλήματα και τότε σταμάτησαν όλοι οι πατέρες να μνημονεύουν». Είχε όμως πολύ πόθο να κατέβη στο
Πρωτάτο.

Όταν τον πρωτοπήγα στον ναό του Πρωτάτου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αφ' ότου σταμάτησε να πηγαίνει, -θυμάμαι ήταν Πάσχα, στην Αγάπη- έβαλε τα κλάματα, συγκινήθηκε. Δεν μπορούσε να πάει μόνος του και τον πήγαμε εμείς. Στον θρόνο ήταν ό θεοφιλέστατος Ροδοστόλου Χρυσόστομος. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να πάει να φιλήσει το χέρι τού Δεσπότη. Τον Ροδοστόλου τον ευλαβείτο, τον αγαπούσε και τον σεβότανε πολύ. Έλεγε: «Αυτός ό Δεσπότης είναι δικός μας Δεσπότης». Άλλη χρονιά πήγαμε το Πάσχα στο Πρωτάτο, έβαλε πετραχήλι και κοινώνησε από τα χέρια τού αγίου Ροδοστόλου. Πόνεσε βέβαια ή καρδιά του, όταν είδε το Πρωτάτο γεμάτο με όλα αυτά τα σίδερα. "Έλεγε: «Εμείς το Πρωτάτο το γνωρίσαμε διαφορετικά. Ό ναός τού Πρωτάτου ήταν για μάς μεγάλο Πανεπιστήμιο. Ότι μάθαμε, το μάθαμε στον ναό τού Πρωτάτου, στο Πανεπιστήμιο αυτό πού λέγεται Πρωτάτο. Και τις Ακολουθίες, και να διαβάζουμε». Γιατί έκανε και αναγνώστης και ψάλτης και εφημέριος. Αγαπούσε το Πρωτάτο σαν ένα κομμάτι της ζωής του, όπως έλεγε.
Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του τον επισκέφτηκαν βασανιστικές αρρώστιες. Είχε βέβαια ένα πόδι του πρησμένο, πού έτρεχε πύον, όταν πήγα στο κελί. Όμως τον περισσότερο πόνο τον είχε στο μάτι. Είχε ξεκινήσει ένα καρκίνωμα από το δέρμα τού προσώπου κοντά στο δεξί του μάτι και σιγά-σιγά επεκτάθηκε, κατέφαγε τελείως το μάτι, όπως και το γειτονικό κόκκαλο. Όμως ποτέ δεν τον εμπόδισε αυτό το πράγμα. Αν και είχε σκληρούς πόνους, έκανε πολύ μεγάλη υπομονή. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να γογγύσει ή να παραπονεθεί για την κατάσταση του. Εμάς ένας πυρετός μάς πιάνει καμιά φορά και χαλάμε τον κόσμο. Ό παππούς όμως παρά τούς δυνατούς πόνους, παρ' ότι υπέφερε πολύ, και από το πόδι, αλλά κυρίως από το μάτι, δεν είπε ποτέ ένα "αχ!". Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και όσες φορές προσπαθούσα να τού περιποιηθώ το μάτι και το πίεζα λίγο, δεν παραπονιόταν ποτέ!


Αλλά και τα πνευματικά του και τον κανόνα του δεν άφησε ποτέ. Πόλλω μάλλον δεν άφησε την Ακολουθία του. Με ένα μάτι καθόταν πάνω από τα βιβλία και διάβαζε την Ακολουθία και τούς Κανόνες. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά την ώρα τού Εσπερινού, επειδή ήμουν λίγο κουρασμένος, διάβαζα λίγο νυσταγμένα και βαριεστημένα το Ψαλτήρι. Με πολύ καλό τρόπο μού λέει ό Γέροντας: «Παπά, είσαι κουρασμένος;». Τού λέω: «Ναι, Γέροντα». «Έ! Άσε, παιδί μου, να διαβάσουμε το Ψαλτήρι εμείς. Κάτσε, ξεκουράσου. Γιατί για μάς το Ψαλτήρι είναι προσευχή. 'Εσύ το διαβάζεις, όπως μάς έλεγε ό Γέροντας μας "φύγε κακό από τα μάτια μου"». Και με σταμάτησε με καλό τρόπο και έκατσε στο στασίδι και το συνέχισε. "Ήθελε δηλαδή στην Εκκλησία να υπάρχει τέτοια ακρίβεια και να διαβάζουμε τις Ακολουθίες με τέτοια ακρίβεια. Και να τηρούνται με ευλάβεια όλα τα τυπικά.


Το γεγονός της επανδρώσεως του κελιού των Αρχαγγέλων το χαιρόταν πάρα πολύ. Θυμάμαι την χαρά πού έκανε κατά την πρώτη πανηγύρι πού τελέσαμε, επειδή είχαν χρόνια να κάνουν πανηγύρι. Θυμόταν πού γιόρταζαν παλιά τούς Αρχαγγέλους στο κελί τους, τότε πού ζούσε ό Γέροντας του, και χαιρόταν σαν μικρό παιδάκι. Για πολύ καιρό μετά διηγιόταν για την εορτή, εκδηλώνοντας έτσι την μεγάλη του χαρά. Όταν τού είπαμε κάποτε να κάνουμε μνημόσυνο για τούς Γεροντάδες του, για τούς οποίους είχαμε ακούσει τόσο πολλά συγκινητικά πράγματα, έκλαιε σαν μικρό παιδί, γιατί θα τούς τιμούσαμε, και μάλιστα τον Γέροντα του π. Αβέρκιο, τον όποιο σεβόταν βαθύτατα και αγαπούσε πάρα πολύ μέχρι τέλους. Μέχρι πού έφυγε από την ζωή αυτή, για τον Γέροντα του μιλούσε. Έλεγε χαρακτηριστικά με πολλή ταπείνωση και ευγνωμοσύνη: «Ότι έχω στον εαυτό μου και ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου. Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου. Ότι είμαι το οφείλω στον Γέροντα μου π. Αβέρκιο».
Δεν ήθελε να τον επαινούν και να τον δοξάζουν. Θυμάμαι την πρώτη χρονιά, πού τού είπαν, κατά την συνήθεια, μετά την Πανηγύρι το Πολυχρόνιο. Μού λέει: «Παπά, σε σένα να πούνε το πολυχρόνιο. Τί το λένε σε μένα; Εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα. Γέρασα τώρα. Εγώ περιμένω το τραίνο το Εξπρές για να φύγω. Δεν μού χρειάζονται πολυχρόνια. Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Θεό τώρα. Τί τα θέλω εγώ τα πολυχρόνια και τα πολλά χρόνια; Εγώ θέλω να πάω κοντά στον Χριστό, να ζήσω μαζί με τον Χριστό, αν τα καταφέρω. 'Αν και οι βαλίτσες μου είναι άδειες, όμως πιστεύω το έλεος τού Θεού κάτι να κάνη και για μένα. Όλοι ελπίζουμε στο άπειρο έλεος τού Θεού, οπότε για μένα τα πολυχρόνια είναι περιττά».


Ποτέ δεν τον είδα να φοβάται τον θάνατο. Πάντα έλεγε: «Εγώ να! Τώρα θα φύγω ευχαριστημένος. Θα πάω κοντά στον Χριστό ευχαριστημένος για ένα λόγο. Διότι βρέθηκε ένας άνθρωπος να αγαπά την Εκκλησία και να ανάβει τα καντήλια της Εκκλησίας και να κάνη την Ακολουθία». Όλος ό πόνος του αυτός ήταν: Να λειτουργεί ή Εκκλησία. Όχι να γηροκομηθεί αυτός.
Αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον Γέροντα της Γρηγορίου, τον π. Γεώργιο, ό όποιος είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το κελί των Αρχαγγέλων παλαιότερα, όταν τού το επέτρεπε ή υγεία του. Τον μνημόνευε πάντα με πολύ σεβασμό και αγάπη. Κάποτε μάλιστα είχε πει ό π. Γεώργιος στους πατέρες τού κελιού: «Πατέρες, αν δείτε ότι δεν μπορείτε, εμείς με πολλή χαρά θα σάς πάρουμε στο μοναστήρι μας για να σάς γηροκομήσουμε». Τα γεροντάκια εκτίμησαν πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Όμως ή χαρά τους ήταν να μη φύγουν από το σπίτι, αλλά εκεί να πεθάνουν και να ταφούν μαζί με τούς Γεροντάδες τους -υπάρχει τάφος δίπλα στην Εκκλησία, όπου θάπτουν όποιον αδελφό της συνοδείας φύγει από την ζωή αυτή, τα δε οστά του μετά την ανακομιδή του στα τρία χρόνια τα τοποθετούν κάτω από την Εκκλησία των Αρχαγγέλων-. Την αγάπη τους
στον άγιο Καθηγούμενο της Γρηγορίου και στην Μονή Γρηγορίου την έδειξαν αργότερα πολύ έντονα με την ολοπρόθυμη συμμετοχή τους στο κτίσιμο τού Κονακίου της Μονής Γρηγορίου, τού Αγίου Φιλόθεου τού Κόκκινου, πού βρίσκεται δίπλα στο Πρωτάτο. Και τα δύο γεροντάκια τότε πρόσφεραν προσωπική εργασία στο κτίσιμο τού κελιού. Συμπαραστάθηκαν στις εργασίες, σαν να επρόκειτο για δικό τους κελί.


Στολισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά χαρίσματα από τον άγιο Θεό ό π. Γαβριήλ έφυγε εν βαθεία ειρήνη από την ζωή αυτή, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, στις 26 'Οκτωβρίου 2007, ανήμερα τού αγίου Δημητρίου με το παλαιό ημερολόγιο και των Αρχαγγέλων με το νέο -σημείο και αυτό εκ Θεού, πού τον πήρε κοντά Του την ήμερα πού εόρταζε με το βαπτιστικό του όνομα-αφήνοντας ανεξάλειπτα από την μνήμη μας το χαριτωμένο πρόσωπο του και την όσιακή και ευλογημένη βιοτή του.
Ευλογημένε πάτερ Γαβριήλ, αιωνία σου ή μνήμη παρά τω Θεώ και μεταξύ των παραλειπομένων αδελφών σου.

Τον πατέρα Γαβριήλ και Γέροντα του κελιού των Αγίων Αρχαγγέλων, των Άβερκαίων, γνωρίσαμε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του. Ζήσαμε κοντά του λίγα χρόνια, αλλά ωφεληθήκαμε πάρα πολύ. Κοντά του μάθαμε, πώς πρέπει να είναι ό μοναχός.
Ό παππούς ό Γαβριήλ ή ό παπά Γαβριήλ, όπως τον λέγανε στις Καρυές, γεννήθηκε στα Άλάτσατα της Μ. Ασίας. Μικρό παιδί 4 ετών έφυγε από εκεί το 1914 κατά τον Α' διωγμό μαζί με τον πατέρα του και την μητέρα του. Κατ' αρχάς έφθασαν στην Σάμο. Εκεί μετά από τρεις μήνες έκοιμήθη ή μητέρα του. Ή σκηνή αύτη από την κοίμηση της μητέρας του, όταν την φόρτωσαν στο μουλάρι για να πάνε να την θάψουν, χαράχθηκε τόσο βαθιά στην παιδική του ψυχή, πού την θυμόταν μέχρι τα τελευταία του. Στην συνέχεια έφυγαν από την Σάμο. Τούς έφεραν στην Αθήνα. Εκεί μετά από τρεις μήνες, μετά από κάποια αρρώστια, έκοιμήθη και ό πατέρας του. Έμεινε πλέον σε μία θεία του, αδελφή του πατέρα του, ή οποία είχε 5 παιδιά. Τότε αυτή πήρε τον μικρό Δημήτρη, όπως λεγόταν πριν ό π. Γαβριήλ, και τον συναρίθμησε με τα παιδιά της.
Όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, δεν τον ξεχώριζαν ούτε ό θείος του ούτε ή θεία του επειδή δεν ήταν παιδί τους, αλλά τον είχαν σαν έκτο τους παιδί. Από τούς ανθρώπους αυτούς ωφελήθηκε πάρα πολύ. Έμαθε να αγαπά τον Χριστό και την Εκκλησία. Ό θειος του, όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ήταν άγιος άνθρωπος. Κάθε μέρα έκαναν προσευχή και μετάνοιες στο σπίτι και ανελλιπώς εκκλησιαζότανε. Συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, ένα πράγμα θέλω. Όπου πάς, να προσπαθείς να αφήσεις καλό όνομα και όχι κακό όνομα. Ποτέ να μη βρεθεί άνθρωπος να σε χαρακτηρίσει με άσχημα πράγματα». «Και εγώ, έλεγε ό π. Γαβριήλ, προσπάθησα σ' όλη μου την ζωή να κάνω υπακοή στον λόγο αυτόν τού θείου μου, και από αγάπη σ' αυτόν, αλλά και από υποχρέωση, επειδή έφαγα ψωμί στο σπίτι του και εκεί μεγάλωσα και έζησα. Ποτέ δεν θέλησα να αθετήσω τον λόγο αυτόν τού θείου μου».


Ό θείος του αυτός τον έπαιρνε μικρό παιδί και πήγαιναν στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας στον Βύρωνα, στην Αθήνα. Εκεί για πρώτη φορά ένοιωσε τον πόθο για την αφιέρωση στον Χριστό και ότι και ό ίδιος θα ήθελε κάποια στιγμή να φύγει για να γίνει μονάχος. Ήταν τότε 18 ετών. Μετά από την γνωριμία του, εκεί στο Μετόχι της Σιμωνόπετρας, με τον Ιεροκήρυκα π. Πανάρετο Δουλιγέρη, πήρε συστατική επιστολή του για να έλθει στο Άγιον Όρος.
Αυτός ό π. Πανάρετος τον έστειλε στον γέροντα Άβέρκιο στις Καρυές, στο κελί των Άβερκαίων, να υποταχθεί εκεί ως μοναχός. Στο Άγιο Όρος έφθασε το 1930 ανήμερα τού αγίου Παντελεήμονος. Βγήκε από το καράβι και ανέβηκε στις Καρυές, για να γνωρίσει τον γέροντα Άβέρκιο, πού ήταν μία σημαντική προσωπικότητα και έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ζωή τού π. Γαβριήλ.
«Ό π. Άβέρκιος, μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, σαν Γέροντας είχε την αυστηρότητα τού πατέρα και την στοργή και την γλυκύτητα της μάνας». Συνδύαζε αυτά τα δύο πράγματα. Αγαπούσε πάρα πολύ την συνοδεία του και επειδή δεν ήταν παπάς -ήταν απλός μοναχός- συνεργαζόταν καθημερινά με τον πνευματικό της συνοδείας, για να υπάρχει ενότητα, αγάπη και σωστή μοναχική ζωή στο κελί του. Ό π. Αβέρκιος προήρχετο από κολλυβάδες Γεροντάδες και στο κελί του διατηρούσε την κολλυβάδικη παράδοση. Μ' αυτήν την παράδοση μεγάλωσε και ό π. Γαβριήλ. Έζησε με τον π. Άβέρκιο 13 χρόνια. Μας έλεγε συχνά ότι νοσταλγούσε σ' όλη του την ζωή αυτήν την καθημερινή επικοινωνία πού είχε με τον Γέροντα του. Από αυτόν έμαθε να διαβάζει και να ψάλλει. Κάθε μέρα πήγαινε στο κελί του και ό Γέροντας του τον νουθετούσε με παραδείγματα από τους Αγίους Πατέρες, από τον Ευεργετικό και από τους πατέρες πού είχε γνωρίσει στη ζωή του.

Ό Γέρων Αβέρκιος είχε και αδελφό μοναχό, τον π. Κοσμά, πού είχε έλθει πριν από αυτόν στο Άγιον Όρος. Μας έλεγε ό π. Γαβριήλ, ότι τούς έλεγε ό Γέροντας του για τον π. Κοσμά, ότι είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής. Ό π. Κοσμάς έμενε σε ένα κελί, έπ' ονόματι των Εισοδίων της Θεοτόκου, στην περιοχή της Ί. Μονής Ξεροπόταμου. Όταν ήλθε ό γέρων Αβέρκιος, σαν Αθανάσιος, πήγε να υποταχθεί σαν δόκιμος στον αδελφό του π. Κοσμά. Μετά από ένα έτος όμως ό π. Κοσμάς αρρώστησε την Μ. Τεσσαρακοστή στο τριήμερο και οι γιατροί του συνέστησαν να φάει γάλα και ζουμί από κρέας. Αυτός στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, διότι δεν ήθελε να χαλάσει την νηστεία και να κατάλυση την Μ. Τεσσαρακοστή. Τότε του παρουσιάσθηκε ή Παναγία και του είπε: «Παιδί μου, είτε φας είτε όχι, μετά το Πάσχα θα είσαι μαζί μου». Φώναξε τότε τον αδελφό του, τον Αθανάσιο, τον μετέπειτα Γέροντα Άβέρκιο, και του είπε: «Σε παρακαλώ, πήγαινε στον πνευματικό μου στην Ξεροπόταμου, γιατί είχα αυτή την επίσκεψι. Φοβάμαι μήπως δεν ήταν ή Παναγία αλλά κάποιος πειρασμός». Ό πνευματικός, αφού άκουσε αυτά από τον Αθανάσιο, του είπε: «Παιδί μου, ό αδελφός σου είναι πολύ λίγο καιρό στο Άγιο Όρος, είναι νέος μοναχός. Όμως την αρετή πού έχει ό αδελφός σου, λίγοι μοναχοί την έχουν στο Άγιο Όρος». Και πράγματι, όπως τον πληροφόρησε ή Παναγία, ό π. Κοσμάς μετά το Πάσχα αναπαύθηκε, έφυγε στους Ουρανούς.

Ό π. Κοσμάς είχε πει στον νεαρό Αθανάσιο: «Μετά την έξοδο μου από τον κόσμο να πάς να υποταχθείς στην συνοδεία του πνευματικού παπά-Κοσμά -υποτακτικού του προαπελθόντος γέροντος Συμεών-στο κελί των Χιωτών, πού τιμάται έπ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου και βρίσκεται στην Ί. Μονή Ιβήρων».
Το κελί αυτό είναι γνωστό από τον βίο του αγίου Νικόδημου του Άγιορείτου. Εκεί ό όσιος Νικόδημος, όπως αναφέρεται στα γραπτά του και μάς το έλεγε και ό π. Γαβριήλ, είχε ζήσει την ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του. Στο κελί αυτό οι γεροντάδες έκαναν όλη την νύχτα την Αγρυπνία με κομποσκοίνι, ακουμπώντας στα τεμπελόξυλα -βακτηρία σε σχήμα Τ, πάνω στην οποία στηρίζονται οι ασκητές, όταν κάνουν τον κανόνα τους-. Το πρωί πήγαινε ό παπάς και τούς λειτουργούσε. Σε μία τέτοια Αγρυπνία βρέθηκε και ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης και, όπως αναφέρει στα γραπτά του, ήταν ή ωραιότερη Αγρυπνία της ζωής του.


Στο κελί αυτό έγινε μοναχός ό γέρων Αβέρκιος το 1891. Μετά την κοίμηση του παπά-Κοσμά διάδοχος έγινε ό π. Νεόφυτος μετά του π. Άβερκίου και του π. Γεωργίου. Ή Ιερά Κοινότης τούς παρακάλεσε να αφήσουν το κελί του Αγίου Γεωργίου της Ιβήρων και να επανδρώσουν το κελί των Αρχαγγέλων στις Καρυές, δίπλα στο Πρωτάτο, πού τότε ήταν έρημο. Στην αρχή στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί όλοι τους είχαν μεγάλη αγάπη στον άγιο Γεώργιο και δεν ήθελαν να τον αφήσουν. Τελικά όμως έκαναν υπακοή, αφού έγινε συμφωνία με την Ιερά Μονή Ιβήρων, να πάρουν μαζί τους την εικόνα του αγίου Γεωργίου. Πήραν λοιπόν την εικόνα του αγίου Γεωργίου από το προσκυνητάρι και την μετέφεραν στο νέο κελί τους, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Εκτοτε πανηγύριζαν και στο κελί των Αρχαγγέλων τον άγιο Γεώργιο, γιατί τον θεωρούσαν δικό τους. Μάλιστα στο κελί των Άβερκαίων την Δευτέρα διαβάζουν τον Κανόνα των Αρχαγγέλων και το Σάββατο τον Κανόνα τού Αγίου Γεωργίου μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την παράδοση τού Αγίου Όρους, κατά την οποία κάθε Σάββατο διαβάζεται στα κελιά και τα μοναστήρια οκτώηχος Κανών προς τιμήν τού Αγίου τού κελιού ή της Μονής,


Ό π. Αβέρκιος έκτος των άλλων ήταν και εθνική προσωπικότητα. Είχε συναντηθεί με τον Βενιζέλο και σε συνεργασία με την Μονή Διονυσίου και Γρηγορίου έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εθνικά θέματα κατά τον Μακεδονικό αγώνα.
Με τον Γέροντα Αβέρκιο συνδέεται και κάποιο θαύμα των Αρχαγγέλων, όπως μας έλεγε ό π. Γαβριήλ. Λόγω ελλείψεως σίτου από τούς κελλιώτες πατέρες των Καρυών, πήγε με την μεσολάβηση τού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα και στον Πειραιά, προκειμένου να βρει σιτάρι. Εκεί βρήκε ένα καράβι γεμάτο με σιτάρι. Όμως δεν εύρισκε τσουβάλια για να το μεταφέρει. Πήρε το κομποσκοίνι και περπατούσε στενοχωρημένος στους δρόμους τού Πειραιά παρακαλώντας τούς Αρχαγγέλους: «Άγιοι Αρχάγγελοι, βοηθήστε με κάτι να κάνω». Τότε παρουσιάσθηκε ένα παιδάκι στον δρόμο και τού λέει: «Γέροντα, τί έχεις και είσαι στενοχωρημένος;». Τού λέει: «Να, βρέ παιδί μου, ψάχνω να βρω μερικά τσουβάλια, για να μεταφέρω λίγο σιτάρι στο Άγιο Όρος, και δεν βρίσκω». Και το παιδί τού λέει: «Πήγαινε στο απέναντι μαγαζί και θα σου δώσουν και τσουβάλια και ότι θέλεις». Και όντως. Τού έδωσαν ότι ζήτησε, και δωρεάν μάλιστα. Μάς έλεγε ό π. Γαβριήλ, μέχρι την κοίμηση του, ότι το παιδάκι πού φάνηκε και τον βοήθησε ήταν σίγουρα κάποιος από τούς Αγίους Αρχαγγέλους.
Κοντά σ' αυτόν τον Γέροντα, τον π. Αβέρκιο, μεγάλωσε ό π. Γαβριήλ. Ό π. Αβέρκιος κοιμήθηκε το 1943. Όμως ό π. Γαβριήλ έκανε υπακοή στον Γέροντα του μέχρι το 2007, δηλαδή μέχρι την δική του κοίμηση. Αυτό φαίνεται από την ακρίβεια, με την οποία τήρησε μέχρι το τέλος του τις εντολές πού άκουσε από τον Γέροντα του. Κάποτε τού είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, το σιωπητήριο τού μοναχού είναι το Απόδειπνο».


Θυμάμαι, ότι ό π. Γαβριήλ μέχρι πού κοιμήθηκε, όταν τού βάζαμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο, δεν έλεγε ποτέ ούτε την λέξι "Καληνύχτα", για να μη χαλάσει τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του το 1930.
Άλλοτε του είχε πει ό Γέροντας του: «Παιδί μου, δεν θα αφήνεις, όσο μπορείς, το κελί σου να το σκουπίσει κανείς, ούτε τα ρούχα σου να σού τα πλύνουν άλλοι. Να τα πλύνεις μόνος σου». Μέχρι πού κοιμήθηκε -σερνότανε- δεν μας άφηνε να μπούμε στο κελί του ή να του πλύνουμε τα ρούχα, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την υπακοή στον Γέροντα του. Άλλοτε πάλι του είχε πει να πίνει στο τραπέζι μισό ποτήρι κρασί, γιατί ήταν αδύνατος. Μέχρι πού πέθανε, θυμάμαι, πίεζε τον εαυτό του να πιει το μισό ποτήρι κρασί -ποτέ παραπάνω-για να μη χαλάσει τον κανόνα του.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό κάτι πού μάς είχε πει. Όταν ήλθε το 1930, στην πρώτη λιτανεία του «Άξιον Εστί» πού παραβρέθηκε, την στιγμή πού πήγαινε να ακολουθήσει την λιτανεία, του είπε ό Γέροντας του: «Παιδί μου, στην λιτανεία οι πατέρες προσφέρουν διάφορα πράγματα. Εσύ δεν έχει ευλογία να πάρεις τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος. Δεν θα παίρνεις, δηλαδή, το κρασί, το νερό, το τυρί, τίποτε. Θα ακόλουθης την λιτανεία και θα είσαι προσευχόμενος». Μέχρι τελευταία -γύρω στο 2000-πού μπορούσε ακόμη να πηγαίνει στην λιτανεία, δεν έπινε ούτε νερό. Εβδομήντα χρόνια τήρησε με ακρίβεια τον κανόνα πού του είχε βάλει ό Γέροντας του. Τέτοια ακρίβεια στην υπακοή δεν έχω ξαναδεί. Τόσο ακριβή μοναχό δεν έχω γνωρίσει.


Άλλοτε, μάς είπε, ότι βρέθηκε -σαν εφημέριος τότε- στο κονάκι της Διονυσίου. Ήταν μάλιστα και ή Επιστασία εκεί. Του προσέφεραν και αυτού ένα ποτήρι νερό με τον δίσκο. Για να μη προσβάλει τούς πατέρες, πήρε το νερό, έβαλε το ποτήρι στο στόμα του, δήθεν ότι πίνει, και το ξανάβαλε στον δίσκο. Ούτε τούς πατέρες να προσβάλει, από διάκριση, αλλά ούτε και τον κανόνα του να χαλάσει.
Το 1946 έγινε παπάς. Από τότε άρχισε να κάνη εντονότερο αγώνα. Λειτουργούσε συχνά και εξυπηρετούσε πολλά κελιά. Σε όσους τον φώναζαν, έτρεχε με πολλή αυταπάρνηση και αγάπη. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όταν λειτουργούσε, ποτέ δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. Καθόταν στην καρέκλα με το κομποσκοίνι και έκανε αγρυπνία την παραμονή. Το ίδιο και μετά την Λειτουργία: «Όσο μπορούσα, όλα μου τα χρόνια προσπαθούσα να βρίσκομαι στην καρέκλα και όχι στο κρεβάτι, για να μην έχω κανένα πειρασμό και να κάνω και λίγο παραπάνω άσκηση».
Ήταν τακτικότατος στις Ακολουθίες. Είχε τρομερή αγάπη στις Ακολουθίες. Παρ' όλα τα προβλήματα της υγείας του, παρ' όλο πού είχε καρκίνο στο πρόσωπο, πού του είχε καταφάει τελείως το ένα μάτι και είχε μεγάλη πληγή, εν τούτοις τον έβλεπες στην Ακολουθία να είναι πρώτος και τελευταίος να φεύγει. Μάλιστα τον έβλεπες να πιέζει τον εαυτό του να ψάλλει και να διαβάζει, ει δυνατόν και τα κόκκινα γράμματα, για να μην αφήσει τίποτε. Εμείς όταν πήγαμε στο κελί.
βρήκαμε τον Γέροντα, τον π. Γαβριήλ, πού ήταν τότε 88 ετών, μαζί με τον π. Αβέρκιο τον νεώτερο -τον παραδελφό του και μετά την κοίμηση του Γέροντα τους υποτακτικό του, και τώρα Γέροντα τού κελιού μας-να διαβάζουν Ακολουθία, όπως διαβάζουν στα μοναστήρια. Δύο γεροντάκια, διάβαζαν τα πάντα. Έψαλλαν και κάποια κομμάτια στην Ακολουθία.


Ένα χαρακτηριστικό γεγονός της αυτοθυσίας τους και της αγάπης τους στην θεία λατρεία είναι και το παρακάτω: Όταν ή Ί. Κοινότης απεφάσισε να τελεσθή από όλα τα μοναστήρια Αγρυπνία και κοινή προσευχή για να αποτραπεί ή προβολή της βλάσφημης ταινίας τού Σκορτσέζε, ό π. Αβέρκιος είχε σοβαρό πρόβλημα στο πόδι του. Για να συμμετάσχουν όμως και αυτοί στην κοινή προσευχή τού Αγίου Όρους, ό μέν π. Γαβριήλ λειτουργούσε ό δε π. Αβέρκιος έκανε τον ψάλτη ξαπλωμένος στο δάπεδο του ναού.
Ό π. Γαβριήλ λειτουργούσε μέχρι το 2004. Τρία χρόνια προτού κοιμηθεί σταμάτησε την θεία Λειτουργία. Και ήταν πολύ καλός λειτουργός. Διακόνησε στον ναό του Πρωτάτου 15 χρόνια ως εφημέριος, όπως και άλλα δύο χρόνια στην Ί. Μονή Κωνσταμονίτου. Έφυγε όμως από εκεί, όταν αντιλήφθηκε κάποιες κινήσεις των πατέρων της Μονής να τον ψηφίσουν για ηγούμενο. Δεν ήθελε να εγκατάλειψη το κελί του και την μετάνοια του, ούτε τον κανόνα του Γέροντα του. Με καλό τρόπο είπε στους πατέρες ότι «εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω» και έφυγε. Κάποτε βίωσε ένα πολύ μεγάλο πειρασμό να φύγει από το κελί του. Ό Γέροντας του τότε τον έστειλε στον ξακουστό για την αρετή του Γέροντα Κοδράτο τον Καρακαλληνό, ό όποιος τον ωφέλησε πάρα πολύ, όπως μας είπε, χωρίς να μας πή όμως τί και πώς.


Αυτό πού έχω να καταθέσω εγώ από την ζωή του Γέροντα παπά-Γαβριήλ, πού μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το έξης: Δύο χρόνια πριν την κοίμηση του, μου λέει την ώρα του Εσπερινού: «Παπά, να μείνεις στο τέλος του Εσπερινού, σε θέλω». Τού λέω: «Γέροντα, ορίστε». Μού λέει: «Βάλε το πετραχήλι σου, θέλω να εξομολογηθώ. Είμαι γεροντάκι- μπορεί να χρωστάω κάτι στον Θεό- θέλω να εξομολογηθώ». Του λέω: «Γέροντα, εγώ είμαι εγγόνι σου και ντρέπομαι να κάνω κάτι τέτοιο». Μου λέει: «Είσαι παπάς;». «Ναι, είμαι». «Αφού είσαι παπάς, οφείλεις να κάνης υπακοή. Αυτό σου το έχει δώσει ή Εκκλησία και δεν είναι θέμα αν είσαι μικρός ή μεγάλος». Τότε δέχθηκα και μιλούσαμε περίπου δύο ώρες. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ή καθαρότητα πού είχε στην ζωή του και ή αγνότητα του. Αυτό με εντυπωσίασε περισσότερο από όλα στην εξομολόγηση του. Δηλαδή συγκινήθηκα πάρα πολύ από την αγνότητα και την καθαρότητα πού είχε στους λογισμούς του και την καρδιά του.
Δεν τον ακούγαμε ποτέ να κατακρίνει. Όταν καμιά φορά μας έβλεπε να πιάνουμε την κουβέντα, μας έλεγε: «Πατέρες, καλόγεροι είμαστε. Καράβι θα ξεφορτώσετε με την κουβέντα;». Όλη την μέρα τον βλέπαμε κρυμμένο πίσω από τις πόρτες, να κάθεται και να κάνη κομποσκοίνι με σταυρούς. Προσευχόταν για μας πού δουλεύαμε, αλλά και για όλους τούς ανθρώπους.


Ζούσε στις Καρυές και δεν τον γνώριζαν στις Καρυές. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια πού ήρθε στο 'Άγιο Όρος δεν ήξερε καλά-καλά τις Καρυές. Ό μόνος δρόμος πού ήξερε ήταν κελί-Πρωτάτο και Πρωτάτο-κελί. Τα μαγαζιά και την πλατεία των Καρυών τα αγνοούσε. Αλλά και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πολλοί άνθρωποι στις Καρυές δεν τον γνώριζαν καν. Έζησε σε τέτοια αφάνεια. Δεν ασχολείτο με κανέναν, ούτε με τις άλλες συνοδείες, ούτε άργολογούσε, ούτε κατέκρινε. Δεν ξανοιγόταν σε συζητήσεις, ούτε έκανε παρέες, ούτε επεδίωκε γνωριμίες με ανθρώπους. Μόνο όσοι τον επισκέπτονταν στο κελί του τον γνώριζαν. Ασχολείτο μόνον με τα καλογερικά του και με το κελί του, με τίποτε άλλο. Τέτοια ξενιτειά είχε. Από το 1930 πού ήρθε στο Άγιον Όρος βγήκε ξανά έξω το 1969 για λόγους υγείας. Και έκτοτε βγήκε ελάχιστες φορές, μετρημένες στα δάχτυλα τού ενός χεριού, μόνο και μόνο για το θέμα της υγείας, για τίποτε άλλο.
Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βιογραφικά στοιχεία των Αγιασμένων Μορφών της Εποχής μας - Biografical Comments for the Sanctified Figures of Our Time”