Αγαπητά μέλη και επισκέπτες, καλώς ήρθατε στο ανανεωμένο μας φόρουμ!
Με πολλή χαρά περιμένουμε τις νέες σας δημοσιεύσεις!

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ανάλυση και συζητήσεις των βιβλίων της Καινής Διαθήκης

Συντονιστές: Νίκος, Anastasios68, johnge

Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 4γ

Πραξ. 4,25 ὁ διὰ στόματος Δαυΐδ παιδός σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;
Πραξ. 4,25 συ, που με το στόμα του δούλου σου Δαυίδ είπες· Διατί εφρύαξαν τα έθνη οι δε λαοί κατέστρωσαν καλομελετημένα, μάταια όμως και ανωφελη, πονηρά σχέδια;
Πραξ. 4,26 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ.
Πραξ. 4,26 Παρετάχθησαν εις πολεμικήν παράταξιν οι βασιλείς της γης και εμαζεύθηκαν στον ίδιον τόπον όλοι οι άρχοντες εναντίον Κυρίου του Θεού και εναντίον του Μεσσίου, τον οποίον ο Θεός έχρισε βασιλέα, προφήτην και αρχιερέα.
Πραξ. 4,27 συνήχθησαν γὰρ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης τε καὶ Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι καὶ λαοῖς Ἰσραήλ,
Πραξ. 4,27 Διότι, πράγματι, Κυριε, εμαζεύθηκαν όλοι αυτοί εναντίον του αγίου παιδός σου Ιησού, τον οποίον συ έστειλες και έχρισες Σωτήρα, ο Ηρώδης και ο Ποντιος Πιλάτος μαζή με τα ειδωλολατρικά έθνη και με τας φυλάς του Ισραήλ,
Πραξ. 4,28 ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι.
Πραξ. 4,28 δια να πράξουν όχι όλα όσα αυτοί εν τη πονηρία των ήθελαν, αλλά όσα η παντοδύναμος δεξιά σου και η πάνσοφος ιδική σου θέλησις είχε προορίσει να γίνουν.
Πραξ. 4,29 καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ δὸς τοῖς δούλοις σου μετὰ παῤῥησίας πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου
Πραξ. 4,29 Και τώρα, Κυριε, ρίξε το βλέμμα σου εις τας απειλάς των, με τας οποίας μας φοβερίζουν και δώσε στους δούλους σου δύναμιν και φωτισμόν να λαλούν με κάθε παρρησίαν και να κηρύττουν το θέλημά σου,
Πραξ. 4,30 ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ.
Πραξ. 4,30 καθ' ον χρόνον συ θα απλώνης το χέρι σου εις θαυματουργικήν θεραπείαν και θα γίνωνται με την επίκλησιν του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού καταπληκτικά και αποδεικτικά σημεία και θαύματα”.
Πραξ. 4,31 καὶ δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν συνηγμένοι, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἐλάλουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μετὰ παῤῥησίας.
Πραξ. 4,31 Και όταν αυτοί έτσι παρεκάλεσαν τον Θεόν, εσείσθη ο τόπος, στον οποίον ήσαν συγκεντρωμένοι, και έλαβαν πλουσίως όλοι Αγιον Πνεύμα, διεποτίσθησαν από αυτό και εκήρυτταν τον λόγον του Θεού με θάρρος.
Πραξ. 4,32 Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά.
Πραξ. 4,32 Ολο δε εκείνο το πλήθος των πιστών είχε μια καρδιά και μια ψυχή, ώστε να αποτελούν μίαν αρμονικήν και πνευματικήν κοινωνίαν· και κανείς δεν έλεγεν ότι και το ελάχιστον από τα υπάρχοντα του είναι ιδικόν του, αλλά ήσαν τα πάντα εις αυτούς κοινά και διετίθεντο δια την εξυπηρέτησιν όλων.
Πραξ. 4,33 καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς.
Πραξ. 4,33 Και με μεγάλην δύναμιν και ως καθήκον ιερόν και μέγα προσέφεραν οι Απόστολοι την μαρτυρίαν των δια την ανάστασιν του Κυρίου Ιησού. Μεγάλη δε χάρις Θεού ήτο εις όλους τους πιστούς.
Πραξ. 4,34 οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων·
Πραξ. 4,34 Απόδειξις δε τούτου ήτο ότι δεν υπήρχε μεταξύ αυτών, κανένας που να στερήται, διότι όσοι ήσαν ιδιοκτήται χωραφιών η σπιτιών τα επωλούσαν και έφερναν το αντίτιμον των πωλουμένων και το έθεταν με ευλάβειαν πολλήν κατά γης, κοντά εις τα πόδια των Αποστόλων.
Πραξ. 4,35 διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν.
Πραξ. 4,35 Εμοιράζετο δε κατόπιν αυτό το χρήμα στον καθένα ανάλογα με την ανάγκην που είχε.
Πραξ. 4,36 Ἰωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει,
Πραξ. 4,36 Ο Ιωσής δε, ο οποίος ωνομάσθηκε από τους Αποστόλους Βαρνάβας, που σημαίνει εις την ελληνικήν υιός παρηγορίας και ενισχύσεως και ο οποίος ήτο Λευΐτης γεννηθείς εις την Κυπρον,
Πραξ. 4,37 ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων.
Πραξ. 4,37 είχε ένα αγρόν. Και αφού τον επώλησε, έφερε τα χρήματα και τα έθεσεν εμπρός εις τα πόδια των Αποστόλων.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 5α

Πραξ. 5,1 Ἀνὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα
Πραξ. 5,1 Ενας άνθρωπος, Ανανίας ονόματι, μαζή με την γυναίκα του την Σαπφείραν επώλησε το κτήμα του
Πραξ. 5,2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν.
Πραξ. 5,2 και εξεχώρισε και εκράτησε δια τον εαυτόν του ένα μέρος από τα εισπραχθέντα χρήματα, με γνώσιν και συγκατάθεσιν της γυναικός του, εν αγνοία των Αποστόλων. Και αφού έφερε το υπόλοιπον μέρος των χρημάτων, το έθεσε στους πόδας των Αποστόλων.
Πραξ. 5,3 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;
Πραξ. 5,3 Είπε δε ο Πετρος· “Ανανία, διατί αφήκες τον σατανάν να γεμίση με πονηρίαν την καρδίαν σου, ώστε να πης ψέματα και να θελήσης να απατήσης το Πνεύμα το Αγιον και να κρατήσης δολίως δια τον εαυτόν σου ένα μέρος από το αντίτιμον του χωραφιού;
Πραξ. 5,4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ.
Πραξ. 5,4 Πριν πωληθή το χωράφι δεν έμενε ιδικόν σου και αφού επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμόν του εις την εξουσίαν σου να το κρατήσης η να το δώσης; Διατί έβαλες εις την καρδίαν σου αυτήν την πονηράν πράξιν, να εξαπατήσης την Εκκλησίαν και να φανής, ότι από χριστιανικήν τάχα αγάπην προσφέρεις τα πάντα στους πιστούς; Δεν είπες ψέματα εις ανθρώπους, αλλά στο Αγιον Πνεύμα, στον Θεόν”.
Πραξ. 5,5 ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
Πραξ. 5,5 Ενώ δε ήκουε τους λόγους αυτούς ο Ανανίας και σχεδόν πριν τελειώση ο Πετρος, έπεσε καταγής και εξεψύχησε. Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλους εκείνους που ήκουαν αυτά.
Πραξ. 5,6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν.
Πραξ. 5,6 Οι νεώτεροι δε εσηκώθησαν αμέσως, περιετύλιξαν το νεκρό σώμα του Ανανίου με νεκρικά σάβανα, το μετέφεραν έξω από την πόλιν και το έθαψαν.
Πραξ. 5,7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν.
Πραξ. 5,7 Υστερον δε από διάστημα τριών περίπου ωρών η σύζυγος του Ανανίου, η οποία δεν είχε ακόμη πληροφορηθή το γεγονός αυτό, ήλθεν στον τόπον της συγκεντρώσεως των πιστών.
Πραξ. 5,8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου.
Πραξ. 5,8 Την ηρώτησε δε ο Πετρος· πες μου, πράγματι αντί τόσου ποσού επωλήσατε το χωράφι;” Εκείνη δε είπε· “ναι, αντί τόσου”.
Πραξ. 5,9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε.
Πραξ. 5,9 Ο δε Πετρος της είπε τότε· “διατί εσυμφωνήσατε συ και ο σύζυγός σου να πειράξετε με την ψευδολογίαν και απάτην το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια εκείνων, που έθαψαν τον άνδρα σου είναι τώρα εις την θύραν και θα μεταφέρουν και σε έξω από την πόλιν, δια να σε θάψουν”.
Πραξ. 5,10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.
Πραξ. 5,10 Επεσε δε και αυτή αμέσως κοντά εις τα πόδια του Πετρου και εξεψύχησε. Οταν δε εισήλθαν οι νέοι, ευρήκαν και αυτήν νεκράν. Και αφού την έβγαλαν έξω από την πόλιν, την έθαψαν κοντά στον σύζυγόν της.
Πραξ. 5,11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
Πραξ. 5,11 Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλην την Εκκλησίαν και εις όλους όσοι επληροφορούντο τα φοβερά αυτά γεγονότα.
Πραξ. 5,12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος·
Πραξ. 5,12 Με τα χέρια δε των Αποστόλων εγίνοντο πολλά και μεγάλα θαύματα, που επιμαρτυρούσαν την αλήθειαν του κηρύγματός των και επροκαλούσαν κατάπληξιν στον λαόν. Και ήσαν όλοι με μια καρδιά και με μια γνώμη εις την στοάν του Σολομώντος.
Πραξ. 5,13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός·
Πραξ. 5,13 Από δε τους άλλους, που είχαν πιστεύσει, κανείς δεν ετολμούσε να τους πλησιάση και να ανακατευθή με θάρρος μαζή των, αλλά ο λαός τους ετιμούσε και τους εδόξαζε.
Πραξ. 5,14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν,
Πραξ. 5,14 Οσον δε επερνούσαν αι ημέραι, ολονέν περισσότερα πλήθη ανδρών και γυναικών προσειλκύοντο εις την πίστιν του Κυρίου και επροστίθεντο στον αριθμόν των πιστών.
Πραξ. 5,15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν.
Πραξ. 5,15 Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση.
Πραξ. 5,16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες.
Πραξ. 5,16 Αλλά και το πλήθος των γύρω πόλεων εμαζεύοντο εις την Ιερουσαλήμ και έφεραν τους ασθενείς και αυτούς που ηνωχλούντο από πονηρά πνεύματα, οι οποίοι και εθεραπεύοντο όλοι.
Πραξ. 5,17 Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου
Πραξ. 5,17 Ο αρχιερεύς όμως και όλοι όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, αυτοί που αποτελούσαν την θρησκευτικήν παράταξιν των Σαδδουκαίων, εκυριεύθησαν από φθόνον και κακίαν και εκινήθησαν εναντίον των Αποστόλων.
Πραξ. 5,18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ.
Πραξ. 5,18 Απλωσαν δε τα χέρια τους στους Αποστόλους, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την δημοσίαν φυλακήν.
Πραξ. 5,19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε·
Πραξ. 5,19 Αγγελος όμως Κυρίου κατά την νύκτα ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε·
Πραξ. 5,20 πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.
Πραξ. 5,20 “πηγαίνετε, σταθήτε με θάρρος και διδάσκετε εις τας αυλάς του ναού τον λαόν όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, που σας μετέδωκε ο Ιησούς”.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 5β

Πραξ. 5,21 ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς.
Πραξ. 5,21 Ηκουσαν οι Απόστολοι αυτά, εισήλθαν, ενώ ακόμη ήτο όρθρος, στον ιερόν τόπον και εδίδασκον. Ηλθε δε κατά την πρωΐαν ο αρχιερεύς και όσοι ήσαν μαζή του στον τόπον των συνεδριάσεων, εκάλεσαν το συνέδριον και όλην την γερουσίαν των Ισραηλιτών και έστειλαν ανθρώπους εις την φυλακήν, δια να φέρουν προ του συνεδρίου τους Αποστόλους.
Πραξ. 5,22 οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν
Πραξ. 5,22 Οι υπηρέται όμως ήλθον εις την φυλακήν και δεν τους ευρήκαν· επιστρέψαντες δε στο συνέδριον ανέφεραν το γεγονός,
Πραξ. 5,23 λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν.
Πραξ. 5,23 λέγοντες· “ότι το μεν δεσμωτήριον το ευρήκαμεν κλεισμένον με κάθε ασφάλειαν και τους φρουρούς να στέκωνται όρθιοι εμπρός από τας θύρας, όταν όμως ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε κανένα μέσα εις την φυλακήν”.
Πραξ. 5,24 ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο.
Πραξ. 5,24 Οταν δε ήκουσαν αυτούς τους λόγους ο αρχιερεύς και ο στρατηγός της φρουράς του ιερού και οι άλλοι αρχιερείς κατελήφθησαν από μεγάλην απορίαν δι' αυτά, που ήκουσαν, και διηρωτώντο, πως συνέβη και τι ημπορεί τάχα να γίνη με το γεγονός αυτό.
Πραξ. 5,25 παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν.
Πραξ. 5,25 Εν τω μεταξύ όμως ήλθεν κάποιος και τους ανήγγειλε ότι· “ιδού, οι άνδρες, τους οποίους σεις εβάλατε εις την φυλακήν, ευρίσκονται τώρα εις την αυλήν του ναού και διδάσκουν τον λαόν”.
Πραξ. 5,26 τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν·
Πραξ. 5,26 Τοτε επήγε εκεί ο στρατηγός, μαζή με τους υπηρέτας και τους έφερε στο συνέδριον όχι δια της βίας, επειδή εφοβούντο μήπως λιθοβοληθούν από τον λαόν.
Πραξ. 5,27 ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς
Πραξ. 5,27 Αφού δε τους έφεραν, τους έβαλαν ως κατηγορουμένους και υποδίκους, να σταθούν όρθιοι εν μέσω του συνεδρίου και τους ηρώτησεν ο αρχιερεύς
Πραξ. 5,28 λέγων· οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
Πραξ. 5,28 λέγων· “δεν σας εδώσαμε αυστηράν εντολήν, να μη διδάσκετε στο όνομα τούτο; Και ιδού σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε επάνω εις ημάς την ευθύνην δια το αίμα αυτού του ανθρώπου” (την οποίαν εν τούτοις ευθύνην αυτοί είχαν αναλάβει ενώπιον του Πιλάτου λέγοντες· Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών).
Πραξ. 5,29 ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.
Πραξ. 5,29 Απεκρίθη δε ο Πετρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν· “πρέπει να υπακούωμεν στον Θεόν μάλλον (ο οποίος και κατά την νύκτα αυτήν μας διέταξε με τον άγγελόν του να κηρύξωμεν την αλήθειαν) και όχι εις σας τους ανθρώπους, που μας εδώσατε διαταγήν να σιωπήσωμεν.
Πραξ. 5,30 ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου·
Πραξ. 5,30 Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, τον οποίον σεις εφονεύσατε, κρεμάσαντες επάνω στο ξύλον του σταυρού.
Πραξ. 5,31 τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Πραξ. 5,31 Αυτόν ο Θεός τον ύψωσε με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και τον ανέδειξε αρχηγόν και Σωτήρα, να δίδη μετάνοιαν στους Ισραηλίτας και άφεσιν αμαρτιών.
Πραξ. 5,32 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.
Πραξ. 5,32 Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες, που ηκούσαμεν και είδομεν αυτόν, δια να κηρύττωμεν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά, καθ' ον χρόνον και αυτό το Αγιον Πνεύμα, που έδωκεν ο Θεός εις όσους τον υπακούουν, μαρτυρεί την αλήθειαν των λόγων μας με τα θαύματα και τα χαρίσματά του”.
Πραξ. 5,33 οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς.
Πραξ. 5,33 Εκείνοι όμως, όταν ήκουσαν τα λόγια αυτά, εταράχθησαν, έτριζαν τα δόντια των με οργήν και συζητούσαν μεταξύ των, να καταδικάσουν αυτούς εις θάνατον.
Πραξ. 5,34 Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους ποιῆσαι,
Πραξ. 5,34 Εσηκώθηκε όμως μέσα στο συνέδριον ένας Φαρισαίος, ονόματι Γαμαλιήλ, διδάσκαλος του Νομου, άνθρωπος κύρους και υπολήψεως ενώπιον όλου του λαού, και διέταξε να βγάλουν δι' ολίγον έξω από την αίθουσαν τους Αποστόλους.
Πραξ. 5,35 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν.
Πραξ. 5,35 Και είπε τότε προς τους συνέδρους· “άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε καλά τους εαυτούς σας και αναλογισθήτε την ευθύνην σας, δι' αυτό που σκέπτεσθε να πράξετε εναντίον αυτών των ανθρώπων.
Πραξ. 5,36 πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν.
Πραξ. 5,36 Διότι, πριν από τας ημέρας αυτάς, παρουσιάστηκε ο Θευδάς, ο οποίος έλεγε δια τον ευατόν του ότι είναι τάχα κάποιος μεγάλος. Τον ηκολούθησαν ως οπαδοί του κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι. Αλλά εφονεύθη αυτός, και όλοι όσοι επίστευον εις αυτόν διελύθησαν και εξωλοθρεύθησαν.
Πραξ. 5,37 μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν.
Πραξ. 5,37 Επειτα από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τας ημέρας που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή, και ετράβηξε με το μέρος του αρκετόν λαόν, αλλά και εκείνος εθανατώθηκε και εχάθηκε και όλοι όσοι τον υπήκουαν διεσκορπίσθησαν.
Πραξ. 5,38 καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται·
Πραξ. 5,38 Και τώρα εγώ σας λέγω, σταθήτε μακρυά από τους ανθρώπους τούτους, αφήσατέ τους και μη απλώνετε επάνω των τα χέρια σας. Διότι, εάν αυτό που σχεδιάζουν η το έργον που πράττουν προέρχεται εξ ανθρώπων, θα διαλυθή μόνο του.
Πραξ. 5,39 εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε.
Πραξ. 5,39 Εάν όμως είναι εκ του Θεού, δεν ημπορείτε σεις να το καταστρέψετε. Σκεφθήτε δε, μήπως γίνετε και θεομάχοι, πολεμούντες τον Θεόν και το έργον του”.
Πραξ. 5,40 ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτούς.
Πραξ. 5,40 Επείσθησαν δε εις αυτόν τα μέλη του συνεδρίου και αφού επροσκάλεσαν τους Αποστόλους πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδειραν, τους παρήγγειλαν να μη κηρύττουν πλέον επί τω ονόματι του Ιησού και κατόπιν τους απέλυσαν.
Πραξ. 5,41 οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι·
Πραξ. 5,41 Αλλά οι Απόστολοι, ύστερα από όλα αυτά, ανεχώρησαν από το συνέδριον χαίροντες, διότι ηξιώθησαν της μεγάλης τιμής να υποστούν εξευτελιστικήν τιμωρίαν χάριν του ονόματος του Χριστού.
Πραξ. 5,42 πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ᾿ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν τὸν Χριστόν.
Πραξ. 5,42 Δεν εσταματούσαν δε κάθε ημέραν, τόσον ενώπιον του λαού στο ιερόν, όσον και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, να διδάσκουν και να μεταδίδουν την χαρμόσυνον αγγελίαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο σταλμένος από τον Θεόν Σωτήρ.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 6α

Πραξ. 6,1 Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν.
Πραξ. 6,1 Κατά τας ημέρας δε αυτάς, καθώς ηύξανε ο αριθμός των πιστών, οι Εβραίοι Χριστιανοί, οι οποίοι κατήγοντο από ξένας περιοχάς και ωμιλούσαν την ελληνικήν γλώσσαν και ελέγοντο Ελληνισταί, ήρχισαν να γογγύζουν και να παραπονούνται εναντίον των Εβραίων Χριστιανών της Ιουδαίας, διότι αι χήραι αυτών παρεμερίζοντο και παρημελούντο εις την καθημερινήν υπηρεσίαν της διανομής τροφών και βοηθημάτων.
Πραξ. 6,2 προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις.
Πραξ. 6,2 Οι δώδεκα Απόστολοι τότε, αφού προσεκάλεσαν όλον το πλήθος των πιστών, είπαν· “δεν είναι ορθόν και αρεστόν στον Θεόν, να αφήσωμεν ημείς το κήρυγμα του θείου λόγου και να υπηρετούμεν εις τας τραπέζας του φαγητού.
Πραξ. 6,3 ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης·
Πραξ. 6,3 Δι' αυτό, αδελφοί, εξετάσατε με πολλήν προσοχήν και εκλέξατε ανάμεσα σας επτά άνδρας, οι οποίοι να έχουν καλήν μαρτυρίαν από όλους, να είναι δε γεμάτοι από Αγιον Πνεύμα και σοφίαν και τους οποίους ημείς θα εγκαταστήσωμεν δια την υπηρεσίαν αυτήν.
Πραξ. 6,4 ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν.
Πραξ. 6,4 Ημείς δε θα επιμείνωμεν ακόμη περισσότερον και θα ασχοληθώμεν με μεγαλύτερον ζήλον εις την προσευχήν και την υπηρεσίαν του κηρύγματος”.
Πραξ. 6,5 καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα,
Πραξ. 6,5 Και ήρεσεν ο λόγος αυτός εις όλον το πλήθος των πιστών. Και εξέλεξαν τον Στέφανον, άνδρα γεμάτον πίστιν και Πνεύμα Αγιον, και τον Φιλιππον και τον Πρόχορον και τον Νικάνορα και τον Τιμωνα και τον Παρμενάν και τον Νικόλαον, ο οποίος υπήρξεν ειδωλολάτρης από την Αντιόχειαν και πριν να πιστεύση στον Χριστόν είχε προσηλυτισθή εις την ιουδαϊκήν θρησκείαν.
Πραξ. 6,6 οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.
Πραξ. 6,6 Αυτούς, λοιπόν, τους παρουσίασαν μετά την εκλογήν των εμπρός στους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι, αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χείρας των, δια να τους μεταδοθή η ειδική δια το έργον των θεία χάρις.
Πραξ. 6,7 καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Πραξ. 6,7 Και το κήρυγμα του θείου λόγου ηπλώνετο και διεδίδετο και ο αριθμός των μαθητών εις την Ιερουσαλήμ ηύξανε και επληθύνετο παρά πολύ και πολύ πλήθος από τους Ιουδαίους εδέχοντο την νέαν πίστιν και υπετάσσοντο εις αυτήν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 6β

Πραξ. 6,8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.
Πραξ. 6,8 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού, έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν την αλήθειαν της πίστεως.
Πραξ. 6,9 ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,
Πραξ. 6,9 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι, και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με τον Στέφανον.
Πραξ. 6,10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.
Πραξ. 6,10 Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος.
Πραξ. 6,11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν·
Πραξ. 6,11 Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού.
Πραξ. 6,12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον,
Πραξ. 6,12 Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον.
Πραξ. 6,13 ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου·
Πραξ. 6,13 Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου, δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου.
Πραξ. 6,14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.
Πραξ. 6,14 Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”.
Πραξ. 6,15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
Πραξ. 6,15 Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν' ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 7α

Πραξ. 7,1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;
Πραξ. 7,1 Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά, όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;”
Πραξ. 7,2 ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαῤῥάν,
Πραξ. 7,2 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν.
Πραξ. 7,3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω.
Πραξ. 7,3 Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.
Πραξ. 7,4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαῤῥάν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
Πραξ. 7,4 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα κατοικείτε.
Πραξ. 7,5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.
Πραξ. 7,5 Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.
Πραξ. 7,6 ἐλάλησε δὲ οὕτως ὁ Θεός, ὅτι ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ πάροικον ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτὸ καὶ κακώσουσιν ἔτη τετρακόσια·
Πραξ. 7,6 Ελάλησε δε ο Θεός κατ' αυτόν τον τρόπον, ότι δηλαδή οι απόγονοί του θα μείνουν ως πάροικοι εις ξένην χώραν. Και οι άνθρωποι της χώρας εκείνης θα τους κάμουν δούλους των και θα τους ταλαιπωρήσουν τετρακόσια χρόνια.
Πραξ. 7,7 καὶ τὸ ἔθνος ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι κρινῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Θεός· καὶ μετὰ ταῦτα ἐξελεύσονται καὶ λατρεύσουσί μοι ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.
Πραξ. 7,7 Και είπεν ο Θεός· Το έθνος, στο οποίον θα εργασθούν ως δούλοι, θα το δικάσω εγώ. Και έπειτα από αυτά θα φύγουν από εκεί και θα με λατρεύσουν στον τόπον αυτόν.
Πραξ. 7,8 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ διαθήκην περιτομῆς· καὶ οὕτως ἐγέννησε τὸν Ἰσαὰκ καὶ περιέτεμεν αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καὶ ὁ Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ, καὶ ὁ Ἰακὼβ τοὺς δώδεκα πατριάρχας.
Πραξ. 7,8 Και έδωκεν ο Θεός στον Αβραάμ διαθήκην, που την επεκύρωσε με την περιτομήν. Και έτσι, σύμφωνα με την πίστιν και την διαθήκην αυτήν, εγέννησε ο Αβραάμ τον Ισαάκ και τον περιέταμε την ογδόην ημέραν. Το ίδιο και ο Ισαάκ τον Ιακώβ και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.
Πραξ. 7,9 Καὶ οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες τὸν Ἰωσὴφ ἀπέδοντο εἰς Αἴγυπτον.
Πραξ. 7,9 Και οι δώδεκα πατριάρχαι επειδή εφθόνησαν τον Ιωσήφ τον επώλησαν ως δούλον εις εμπόρους, οι οποίοι και τον μετέφεραν εις την Αίγυπτον.
Πραξ. 7,10 καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Πραξ. 7,10 Ο Θεός όμως ήτο μαζή του, τον έβγαλε και τον εγλύτωσε από όλας τας θλίψστου και του έδωκε χάριν και σοφίαν, όπως αυτή εφάνηκε ενώπιον Φαραώ, του βασιλέως της Αιγύπτου. Και εγκατέστησε αυτόν ο Φαραώ άρχοντα εις όλην την Αίγυπτον και εις όλον το ανάκτορόν του.
Πραξ. 7,11 ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν Αἰγύπτου καὶ Χαναὰν καὶ θλῖψις μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν.
Πραξ. 7,11 Ηλθε δε πείνα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου και της Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και δεν εύρισκαν τροφάς οι πρόγονοί μας δια τον εαυτόν τους και τα βοσκήματά τους.
Πραξ. 7,12 ἀκούσας δὲ Ἰακὼβ ὄντα σῖτα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πατέρας ἡμῶν πρῶτον·
Πραξ. 7,12 Οταν δε ήκουσεν ο Ιακώβ, ότι εις την Αίγυπτον υπάρχει σιτάρι, έστειλε δια πρώτην φοράν τους προγόνους μας.
Πραξ. 7,13 καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη Ἰωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ Ἰωσήφ.
Πραξ. 7,13 Και κατά το δεύτερον ταξίδιόν των εφανέρωσε τον εαυτόν του ο Ιωσήφ στους αδελφούς του και έγινε πλέον γνωστή στον Φαραώ η οικογένεια του Ιωσήφ.
Πραξ. 7,14 ἀποστείλας δὲ Ἰωσὴφ μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἰακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε.
Πραξ. 7,14 Εστειλε δε ο Ιωσήφ και εκάλεσεν εις την Αίγυπτον τον πατέρα του τον Ιακώβ και όλην την οικογένειάν του, η οποία απετελείτο από εβδομήκοντα πέντε ψυχάς.
Πραξ. 7,15 κατέβη δὲ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν,
Πραξ. 7,15 Κατέβηκε πράγματι ο Ιακώβ εις την Αίγυπτον και εκεί απέθανε αυτός και οι δώδεκα πρόγονοί μας.
Πραξ. 7,16 καὶ μετετέθησαν εἰς Συμὲχ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμόρ τοῦ Συχέμ.
Πραξ. 7,16 Και μετεφέρθησαν τα οστά των εις την Συχέμ και ετέθησαν στο μνήμα, το οποίον είχε αγοράσει ο Αβραάμ με αργυρά νομίσματα από τους υιούς του Εμμόρ, που κατοικούσε εις την Συχέμ.
Πραξ. 7,17 Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ, ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ ἐπληθύνθη ἐν Αἰγύπτῳ,
Πραξ. 7,17 Καθώς δε επλησίαζε ο χρόνος δια την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, την οποίαν με όρκον είχε δώσει ο Θεός στον Αβραάμ, αυξήθηκε ο λαός και έγινε πλήθος πολύ ο αριθμός του εις την Αίγυπτον.
Πραξ. 7,18 ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεὺς ἕτερος, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ.
Πραξ. 7,18 Μεχρις ότου παρουσιάσθηκε άλλος βασιλεύς, ο οποίος δεν εγνώριζε τον Ιωσήφ και τας υπηρεσίας τας οποίας είχε προσφέρει αυτός εις την Αίγυπτον.
Πραξ. 7,19 οὗτος κατασοφισάμενος τὸ γένος ἡμῶν ἐκάκωσε τοὺς πατέρας ἡμῶν τοῦ ποιεῖν ἔκθετα τὰ βρέφη αὐτῶν, εἰς τὸ μὴ ζωογονεῖσθαι·
Πραξ. 7,19 Αυτός εσκέφθηκε πονηρά και δόλια εναντίον του γένους ημών, εταλαιπώρησε τους πατέρας ημών και τους εξηνάγκασε να αφίνουν έκθετα τα βρέφη των, ώστε να μη διατηρούνται αυτά εις την ζωήν.
Πραξ. 7,20 ἐν ᾧ καιρῷ ἐγεννήθη Μωϋσῆς, καὶ ἦν ἀστεῖος τῷ Θεῷ· ὃς ἀνετράφη μῆνας τρεῖς ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
Πραξ. 7,20 Κατά τον καιρόν δε εκείνον εγεννήθηκε ο Μωϋσής, ο οποίος ήτο ωραίος και αγαπητός στον Θεόν. Αυτός ανατράφηκε κρυφά τρεις μήνες στο σπίτι του πατρός του.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 7β

Πραξ. 7,21 ἐκτεθέντα δὲ αὐτὸν ἀνείλετο αὐτὸ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἀνεθρέψατο αὐτὸν ἑαυτῇ εἰς υἱόν.
Πραξ. 7,21 Οταν δε τον έρριψαν έκθετον εις τα νερά του ποταμού, τον ανέσυρε από εκεί και τον επήρε η κόρη του Φαραώ και τον ανέθρεψε, δια να τον έχη ως θετόν υιόν της.
Πραξ. 7,22 καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις.
Πραξ. 7,22 Και εμορφώθηκε ο Μωϋσής με όλην την σοφίαν των Αιγυπτίων. Ητο δε δυνατός και συνετός και στους λόγους και εις τα καλά έργα, που έκανε.
Πραξ. 7,23 Ὡς δὲ ἐπληροῦτο αὐτῷ τεσσαρακονταετὴς χρόνος, ἀνέβη εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.
Πραξ. 7,23 Καθώς δε αυτός συνεπλήρωσε τα σαράντα χρόνια της ηλικίας του, ήρθε εις την καρδίαν του η επιθυμία, να επισκεφθή τους αδελφούς του, τους απογόνους του Ισραήλ.
Πραξ. 7,24 καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο, καὶ ἐποιήσατο ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον.
Πραξ. 7,24 Και όταν είδε κάποιον Ισραηλίτην να αδικήται, τον υπερησπίσθη και εξεδικήθη τον αδικούμενον και βασανιζόμενον αυτόν αδελφόν του, φονεύσας τον Αιγύπτιον.
Πραξ. 7,25 ἐνόμιζε δὲ συνιέναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεὸς διὰ χειρὸς αὐτοῦ δίδωσιν αὐτοῖς σωτηρίαν· οἱ δὲ οὐ συνῆκαν.
Πραξ. 7,25 Ενόμιζε δε ότι θα εκαταλάβαιναν οι αδελφοί του, πως ο Θεός με το χέρι το ιδικόν του δίδει εις αυτούς σωτηρίαν. Εκείνοι όμως δεν το εκατάλαβαν.
Πραξ. 7,26 τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη αὐτοῖς μαχομένοις, καὶ συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην εἰπών· ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους;
Πραξ. 7,26 Και την άλλην ημέραν, ενώ δύο από αυτούς εφιλονεικούσαν και είχαν έλθει εις τα χέρια, παρουσιάσθηκε άξαφνα ο Μωϋσής και τους παρεκίνησε να ειρηνεύσουν ειπών· “Ανθρωποι, σεις είσθε αδελφοί μεταξύ σας. Διατί αδικείτε ο ένας τον άλλον;
Πραξ. 7,27 ὁ δὲ ἀδικῶν τὸν πλησίον ἀπώσατο αὐτὸν εἰπών· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν;
Πραξ. 7,27 Αλλά εκείνος, που αδικούσε τον πλησίον του, έσπρωξε τον Μωϋσέα και του είπε· Ποιός σε έβαλε άρχοντα και δικαστήν εις ημάς;
Πραξ. 7,28 μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον;
Πραξ. 7,28 Μηπως συ θέλεις να με φονεύσης, όπως εφόνευσες χθες τον Αιγύπτιον;
Πραξ. 7,29 ἔφυγε δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ, οὗ ἐγέννησεν υἱοὺς δύο.
Πραξ. 7,29 Ενεκα δε του λόγου αυτού, που εφανέρωνεν ότι ο χθεσινός φόνος έγινε πλέον γνωστός, έφυγε ο Μωϋσής από την Αίγυπτον και ήλθε και έμεινε ως ξένος εις την γην Μαδιάμ, όπου και επέκτησε δύο υιούς.
Πραξ. 7,30 Καὶ πληρωθέντων ἐτῶν τεσσαράκοντα ὤφθη αὐτῷ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς βάτου.
Πραξ. 7,30 Οταν δε συνεπληρώθησαν σαράντα χρόνια από την ημέραν της φυγής του, παρουσιάσθηκε προς αυτόν εις την έρημον του όρους Σινά ο Υιός του Θεού, ο άγγελος της μεγάλης βουλής του Κυρίου, μέσα εις φλόγα πυρός, που έβγαινε από ένα βάτο.
Πραξ. 7,31 ὁ δὲ Μωϋσῆς ἰδὼν ἐθαύμαζε τὸ ὅραμα· προσερχομένου δὲ αὐτοῦ κατανοῆσαι ἐγένετο φωνὴ Κυρίου πρὸς αὐτόν·
Πραξ. 7,31 Ο δε Μωϋσής, όταν είδε αυτό το περίργον γεγονός, εθαύμαζε το θέαμα· καθώς δε επροχωρούσε δια να το αντιληφθή καλύτερα, ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν, η οποία του έλεγε·
Πραξ. 7,32 ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ. ἔντρομος δὲ γενόμενος Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα κατανοῆσαι.
Πραξ. 7,32 Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Επειδή δε εκυριεύθηκε από τρόμον ο Μωϋσής, δεν ετολμούσε να ερευνήση περισσότερον το όραμα.
Πραξ. 7,33 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Κύριος· λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν.
Πραξ. 7,33 Είπε δε εις αυτόν ο Κυριος· Λύσε και βγάλε το υπόδημα των ποδών σου, διότι ο τόπος, επάνω στον οποίον στέκεσαι, είναι γη αγία.
Πραξ. 7,34 ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς· καὶ νῦν δεῦρο ἀποστελῶ σε εἰς Αἴγυπτον.
Πραξ. 7,34 Εγώ είδα πολύ καλά την ταλαιπωρίαν και καταπίεσιν του λαού μου εις την Αίγυπτον και ήκουσα τους στεναγμούς των και κατέβηκα να τους ελευθερώσω. Και τώρα εμπρός, θα σε στείλω εις την Αίγυπτον.
Πραξ. 7,35 Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεὸς ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ.
Πραξ. 7,35 Αυτόν, λοιπόν, τον Μωϋσήν, τον οποίον εκείνοι είχον αρνηθή και του είπαν· Ποιός σε έβαλε άρχοντα και δικαστήν; Αυτόν ο Θεός άρχοντα και ελευθερωτήν έστειλεν με το χέρι και την δύναμιν του αγγέλου της μεγάλης βουλής του Κυρίου, που είχε παρουσιασθή προς αυτόν εις την βάτον.
Πραξ. 7,36 οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα.
Πραξ. 7,36 Αυτός, λοιπόν, ο Μωϋσής τους ωδήγησε έξω από την χώραν της δουλείας, αφού έκαμε μεγάλα θαύματα εις την Αίγυπτον και την Ερυθράν θάλασσαν και εις την έρημον επί σαράντα έτη, και τα οποία θαύματα εμαρτυρούσαν την δύναμιν του Θεού.
Πραξ. 7,37 οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἰπὼν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε.
Πραξ. 7,37 Αυτός είναι ο Μωϋσής, που είπε στους Ισραηλίτας· Προφήτην εις σας θα αναδείξη Κυριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας, ωσάν εμέ, νομοθέτην και ελευθερωτήν. Εις αυτόν θα υπακούετε.
Πραξ. 7,38 οὗτός ἐστιν ὁ γενόμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ ἐρήμῳ μετὰ τοῦ ἀγγέλου τοῦ λαλοῦντος αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν, ὃς ἐδέξατο λόγια ζῶντα δοῦναι ἡμῖν.
Πραξ. 7,38 Αυτός ο Μωϋσής είναι που ήλθε εις την συγκέντρωσιν του λαού εις την έρημον μετά του αγγέλου ο οποίος του ωμιλούσε στο όρος Σινά, και των πατέρων μας· αυτός έλαβε τα λόγια του Θεού, που δίδουν ζωήν, δια να τα παραδώση εις ημάς.
Πραξ. 7,39 ᾧ οὐκ ἠθέλησαν ὑπήκοοι γενέσθαι οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἀπώσαντο καὶ ἐστράφησαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον
Πραξ. 7,39 Εις αυτόν δεν ηθέλησαν να υπακούσουν οι πατέρες μας αλλά τον απώθησαν και κατά την καρδίαν και την διάθεσίν των εγύρισαν πίσω εις την Αίγυπτον,
Πραξ. 7,40 εἰπόντες τῷ Ἀαρών· ποίησον ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωϋσῆς οὗτος ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ.
Πραξ. 7,40 αφού είπαν στον Ααρών· Κατασκεύασέ μας θεούς, οι οποίοι θα προπορεύωνται εμπρός μας, διότι αυτός ο Μωϋσής, που μας έβγαλε από την χώραν της Αιγύπτου, εχάθηκε και δεν γνωρίζομεν, τι του συνέβη.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 7γ

Πραξ. 7,41 καὶ ἐμοσχοποίησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ, καὶ εὐφραίνοντο ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν.
Πραξ. 7,41 Και κατεσκεύασαν ένα είδωλον μοσχαριού κατά τας ημέρας εκείνας και προσέφεραν θυσίας στο είδωλον και ευφραίνοντο και εγλεντούσαν δια τα έργα των χειρών των. (Και έδειξαν έτσι φοβεράν απιστίαν και αχαριστίαν προς τον αληθινόν Θεόν, ο οποίος με τόσα θαύματα τους έχει λυτρώσει από την δουλείαν των Αιγυπτίων).
Πραξ. 7,42 ἔστρεψε δὲ ὁ Θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς γέγραπται ἐν βίβλῳ τῶν προφητῶν· μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσηνέγκατέ μοι ἔτη τεσσαράκοντα ἐν τῇ ἐρήμῳ, οἶκος Ἰσραήλ;
Πραξ. 7,42 Ενεκα δε τούτων έφυγε από αυτούς ο Θεός και τους αφήκε να λατρεύουν τα αστέρια του ουρανού, όπως έχει γραφή στο βιβλίον των προφητών· Μηπως και μου προσφέρατε σεις, απόγονοι του Ισραήλ, με πίστιν και ευλάβειαν σφάγια και θυσίας επί σαράντα έτη εις την έρημον; Οχι βέβαια.
Πραξ. 7,43 καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ ὑμῶν Ῥεμφάν, τοὺς τύπους οὕς ἐποιήσατε προσκυνεῖν αὐτοῖς· καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα Βαβυλῶνος.
Πραξ. 7,43 Αλλά εσηκώσατε στους ώμους σας την ειδωλολατρικήν σκηνήν του Μολόχ και το αστέρι του θεού σας Ρεμφάν, δηλαδή του Κρόνου, είδωλα που εκάματε δια να τα προσκυνήτε. Και δια τούτο προς τιμωρίαν σας, θα σας διώξω και θα σας βάλω να κατοικήσετε μακρύτερα από την Βαβυλώνα.
Πραξ. 7,44 Ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει·
Πραξ. 7,44 Η ιερά όμως σκηνή του μαρτυρίου υπήρχε εις την έρημον δια τους πατέρας μας, όπως είχε διατάξει αυτός που ωμιλούσε προς τον Μωϋσέα, να κατασκευάση αυτήν σύμφωνα με τον τύπον, τον οποίον είχε ίδει στο όρος.
Πραξ. 7,45 ἣν καὶ εἰσήγαγον διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυΐδ·
Πραξ. 7,45 Αυτήν, λοιπόν, την σκηνήν οι πατέρες μας, που διεδέχθησαν τον Μωϋσέα, την έφεραν μαζή με τον Ιησούν του Ναυή εις την κυριευθείσαν χώραν των εθνικών, τους οποίους έδιωξε ο Θεός εμπρός από τους πατέρας μας, και αυτή η σκηνή έμεινε έως εις τας ημέρας του Δαυΐδ.
Πραξ. 7,46 ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
Πραξ. 7,46 Αυτός ευρήκε χάριν ενώπιον του Θεού και εζήτησε να εύρη κατάλληλον περιοχήν, δια να ανεγείρη κατοικίαν στον Θεόν του Ιακώβ.
Πραξ. 7,47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
Πραξ. 7,47 Αλλά ο Σολομών έκτισε ναόν στον Θεόν.
Πραξ. 7,48 ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,48 Ομως ο Υψιστος δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, όπως άλλωστε και ο προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,49 Ο ουρανός είναι δι' εμέ θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου. Ποίον οίκον ημπορείτε να μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κυριος, η ποίος θα είναι ο τόπος της μονίμου παραμονής και αναπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,50 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;
Πραξ. 7,50 Ολα αυτά, που ημπορείτε σεις οι άνθρωποι να μου τα προσφέρετε, δεν τα έχει κάμει το παντοδύναμον χέρι μου;
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι, που δεν θέλετε να σκύψετε το κεφάλι σας ενώπιον του Θεού και που έχετε περικόψει από την καρδίαν σας τας κακίας, έχετε βαρειά τ' αυτιά σας, ώστε να μη ακούετε το θέλημα του Θεού· σεις πάντοτε αντιπράττετε και ανθίστασθε στο Πνεύμα το Αγιον, όπως και οι πατέρες σας.
Πραξ. 7,52 τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε·
Πραξ. 7,52 Ποίον από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πατέρες σας; Αυτοί και εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν, δια την έλευσιν του δικαίου, του οποίου τώρα σεις έχετε γίνει προδόται και φονείς.
Πραξ. 7,53 οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.
Πραξ. 7,53 Σεις οι οποίοι ελάβατε τον νόμον με εντολάς, που ο Θεός σας έδωσε δια μέσου των αγγέλων, και δεν τον εφυλάξατε”.
Πραξ. 7,54 Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
Πραξ. 7,54 Ενώ δε ήκουαν αυτά ησθάνοντο τας καρδίας των να σχίζωνται από άγριον θυμόν και έτριζαν τα δόντια των εναντίων του Στεφάνου.
Πραξ. 7,55 ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ,
Πραξ. 7,55 Αυτός δε, γεμάτος Πνεύμα Αγιον, έστρεψε και προσήλωσε το βλέμμα του στον ουρανόν, είδε την δόξαν και λαμπρότητα του ουρανού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού
Πραξ. 7,56 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.
Πραξ. 7,56 και είπε· “ιδού, βλέπω ανοιγμένους τους ουρανούς και τον υιόν του ανθρώπου να στέκεται εκ δεξιών του Θεού”.
Πραξ. 7,57 κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν,
Πραξ. 7,57 Οι σύνεδροι και οι άλλοι Ιουδαίοι, αφού εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν, εβούλλωσαν τ' αυτιά των, δια να μη ακούουν τα βλάσφημα τάχα αυτά λόγια του Στεφάνου και ώρμησαν με μια γνώμη όλοι μαζή εναντίον του.
Πραξ. 7,58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,
Πραξ. 7,58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον λιθοβολούσαν. Και μάρτυρες της κατηγορίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον νόμον, πρώτοι έπρεπε να ρίψουν λίθον εναντίον του καταδίκου, έβγαλαν και αφήκαν προς φύλαξιν τα ρούχα των κοντά εις τα πόδια ενός νέου, που ελέγετο Σαύλος,
Πραξ. 7,59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.
Πραξ. 7,59 και ελιθοβολούσαν τον Στέφανον, καθ' ον χρόνον εκείνος επεκαλείτο τον Κυριον και έλεγε· “Κυριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου”.
Πραξ. 7,60 θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
Πραξ. 7,60 Αφού δε εγονάτισε, εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Κυριε, μη καταλογίσης εις αυτούς αυτήν την αμαρτίαν”. Και αφού είπε την προσευχήν αυτήν της συγγνώμης, εκοιμήθηκε εν Κυρίω. Ο δε Σαύλος επεδοκίμαζε την θανατικήν εκτέλεσιν του Στεφάνου.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 8α

Πραξ. 8,1 Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις· πάντες δὲ διεσπάρησαν κατὰ τὰς χώρας τῆς Ἰουδαίας καὶ Σαμαρείας, πλὴν τῶν ἀποστόλων.
Πραξ. 8,1 Εγινε δε κατά την ημέραν εκείνην μεγάλος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί διεσκορπίσθησαν εις τα διάφορα μέρη της Ιουδαίας και της Σαμαρείας, πλην των Αποστόλων.
Πραξ. 8,2 συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῖς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ᾿ αὐτῷ.
Πραξ. 8,2 Ανδρες δε ευλαβείς επήραν και έθαψαν το νεκρό σώμα του Στεφάνου και έκαμαν μεγάλον θρήνον δι' αυτόν.
Πραξ. 8,3 Σαῦλος δὲ ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν.
Πραξ. 8,3 Ο δε Σαύλος κατεδίωκε την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων, εισερχόμενος από σπίτι σε σπίτι· και αφού έσυρε από εκεί άνδρας και γυναίκας, τους παρέδιδε εις την φυλακήν.
Πραξ. 8,4 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον.
Πραξ. 8,4 Οσοι μεν, λοιπόν, έφυγαν και διεσκορπίσθησαν από την Ιερουσαλήμ, επέρασαν από διάφορα μέρη κηρύττοντες το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου.
Πραξ. 8,5 Φίλιππος δὲ κατελθὼν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν αὐτοῖς τὸν Χριστόν.
Πραξ. 8,5 Ο δε Φιλιππος κατέβηκε εις κάποιαν πόλιν της Σαμαρείας και εκήρυττε στους κατοίκους τον Χριστόν.
Πραξ. 8,6 προσεῖχον δὲ οἱ ὄχλοι τοῖς λεγομένοις ὑπὸ τοῦ Φιλίππου ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἀκούειν αὐτοὺς καὶ βλέπειν τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει.
Πραξ. 8,6 Επρόσεχαν δε πλήθη λαού το κήρυγμα του Φιλίππου, όλοι μαζή με μα καρδιά ήκουαν τα όσα έλεγε, αλλά συγχρόνως έβλεπαν και τα θαύματα, που έκανε ο Φιλιππος.
Πραξ. 8,7 πολλῶν γὰρ τῶν ἐχόντων πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα φωνῇ μεγάλῃ ἐξήρχετο, πολλοὶ δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν,
Πραξ. 8,7 Διότι από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, έφευγαν αυτά, αφού έβγαζαν μεγάλην κραυγήν· πολλοί δε παράλυτοι και χωλοί εθεραπεύθησαν.
Πραξ. 8,8 καὶ ἐγένετο χαρὰ μεγάλη ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ.
Πραξ. 8,8 Και έγινε μεγάλη χαρά εις την πόλιν εκείνην.
Πραξ. 8,9 Ἀνὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστῶν τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν μέγαν·
Πραξ. 8,9 Εζούσε όμως εις την πόλιν εκείνην και κάποιος άνθρωπος, ονόματι Σιμων, ο οποίος έκανε μαγείες και εξέπληττε τον λαόν της Σαμαρείας, λέγων δια τον εαυτόν του, ότι είναι κάποιος μεγάλος.
Πραξ. 8,10 ᾧ προσεῖχον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες· οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη.
Πραξ. 8,10 Επρόσεχαν δε εις αυτόν όλοι, μικροί μεγάλοι, και έλεγαν· Αυτός είναι η μεγάλη δύναμις του Θεού.
Πραξ. 8,11 προσεῖχον δὲ αὐτῷ διὰ τὸ ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς.
Πραξ. 8,11 Επρόσεχαν δε εις αυτόν, διότι επί πολύν χρόνον τους είχε καταπλήξει με τας μαγείας του.
Πραξ. 8,12 ὅτε δὲ ἐπίστευσαν τῷ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες.
Πραξ. 8,12 Οταν όμως επίστευσαν στον Φιλιππον, που εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα περί της βασιλείας του Θεού και περί του προσώπου του Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο και άνδρες και γυναίκες. (Οι καλοπροαίρετες ψυχές δέχονται, όταν ακούσουν, την αλήθειαν και ελευθερώνοντο από τας πλάνας, εις τας οποίας καλή τη πίστει είχαν παρασυρθή).
Πραξ. 8,13 ὁ δὲ Σίμων καὶ αὐτὸς ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ σημεῖα γινόμενα ἐξίστατο.
Πραξ. 8,13 Αλλά και ο ίδιος ο Σιμων επίστευσε και αφού εβαπτίσθη, έμενε συνεχώς και με επιμονήν κοντά στον Φιλιππον. Βλέπων δε τα υπερφυσικά θαύματα και τα σημεία, που εγίνοντο από τον Φιλιππον, εθαύμαζε και εξεπλήσσετο, διότι αυτός δεν ημπορούσε να κάμη τα ίδια.
Πραξ. 8,14 Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην·
Πραξ. 8,14 Οταν δε ήκουσαν οι Απόστολοι, που ήσαν εις τα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια εδέχθη τον λόγον του Θεού, έστειλαν προς τους Σαμαρείτας τον Πετρον και τον Ιωάννην.
Πραξ. 8,15 οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον·
Πραξ. 8,15 Αυτοί δε, αφού κατέβηκαν εις την Σαμάρειαν, προσευχήθηκαν υπέρ των Σαμαρειτών, δια να λάβουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Πραξ. 8,16 οὔπω γὰρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Πραξ. 8,16 Διότι δεν είχεν ακόμη κατεβή εις κανένα από αυτούς το Αγιον Πνεύμα· ήσαν δε μόνον βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 8,17 τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον.
Πραξ. 8,17 Τοτε έβαζαν οι Απόστολοι επάνω εις αυτούς τα χέρια των και έπερναν εκείνοι Πνεύμα Αγιον.
Πραξ. 8,18 ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα
Πραξ. 8,18 Οταν όμως ο Σιμων είδε ότι με την επίθεσιν των χειρών των Αποστόλων μετεδίδοντο τα θαυμαστά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επρόσφερε εις αυτούς χρήματα
Πραξ. 8,19 λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον.
Πραξ. 8,19 λέγων· “δώστε και εις εμέ αυτήν την εξουσίαν, ώστε εις οποιανδήποτε βάλω επάνω τα χέρια, να παίρνη Πνεύμα Αγιον”.
Πραξ. 8,20 Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι.
Πραξ. 8,20 Ο Πετρος όμως είπε προς αυτόν με αγανάκτησιν· “το χρήμα σου μαζή με σένα ας καταστραφή και ας χαθή, διότι ενόμισες ότι αποκτάται με χρήματα η δωρεά του Θεού.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Άβαταρ μέλους
ΜΑΝΩΛΗΣ
Δημοσιεύσεις: 5627
Εγγραφή: Δευ Ιαν 06, 2014 11:38 am
11

Re: ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Δημοσίευση από ΜΑΝΩΛΗΣ »

ΠΡΑΞΕΙΣ 8β

Πραξ. 8,21 οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 8,21 Δεν υπάρχει εις σε μερίδιον ούτε κλήρος εις τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, δια τας οποίας γίνεται λόγος. Και τούτο, διότι η καρδία σου δεν είναι ειλικρινής και ανιδιοτελής ενώπιον του Θεού.
Πραξ. 8,22 μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου·
Πραξ. 8,22 Μετανόησε, λοιπόν, από αυτήν την κακίαν σου και παρεκάλεσε τον Θεόν, μήπως τυχόν και σου συγχωρηθή η πονηρά αυτή επινόησις της καρδίας σου.
Πραξ. 8,23 εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα.
Πραξ. 8,23 Αμφιβάλλω όμως, διότι σε βλέπω να είσαι μέσα εις πικράν χολήν, που σου δημιουργεί η κακία σου, και μέσα εις τα δεσμά της αδικίας”.
Πραξ. 8,24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε.
Πραξ. 8,24 Απήντησε τότε ο Σιμων και είπε· “παρακαλέσατε και σεις για μένα τον Θεόν, να μη πέση επάνω μου κανένα από τα κακά, που είπατε”.
Πραξ. 8,25 Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.
Πραξ. 8,25 Και οι μεν λοιπόν Απόστολοι, αφού επεβεβαίωσαν με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος το κήρυγμα περί του Κυρίου Ιησού, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ και καθώς προχωρούσαν εκήρυτταν εις πολλάς χωριά των Σαμαρειτών το Ευαγγέλιον.
Πραξ. 8,26 Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος.
Πραξ. 8,26 Αγγελος δε Κυρίου ελάλησε στον Φιλιππον και του είπε· “σήκω και προχώρησε προς νότον στον δρόμον, ο οποίος κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ εις την Γαζαν· αυτός ο δρόμος είναι έρημος, δεν έχει κίνησιν”.
Πραξ. 8,27 καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ.
Πραξ. 8,27 Ο Φιλιππος εσηκώθηκε και επήγε, όπως του είχε είπει ο άγγελος. Και ιδού ένας άνθρωπος Αιθίοψ, ευνούχος, άρχων και αυλικός της Κανδάκης, βασιλίσσης της Αιθιοπίας, ο οποίος ήτο διευθυντής όλων των οικονομικών αυτής, και ο οποίος είχεν έλθει να προσκυνήση εις την Ιερουσαλήμ,
Πραξ. 8,28 ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.
Πραξ. 8,28 επέστρεφε τότε εις την πατρίδα του, καθήμενος εις την άμαξάν του, και εδιάβαζε δυνατά τον προφήτην Ησαΐαν.
Πραξ. 8,29 εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ.
Πραξ. 8,29 Είπε δε το Πνεύμα το Αγιον στον Φιλιππον· “πλησίασε και προχώρει κολλητά εις την άμαξαν αυτήν”.
Πραξ. 8,30 προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, καὶ εἶπεν· ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις;
Πραξ. 8,30 Ετρεξε πράγματι ο Φιλιππος προς την άμαξαν, ήκουσε αυτόν να διαβάζη τον προφήτην Ησαΐαν και είπεν· “άρά γε καταλαβαίνεις αυτά, που διαβάζεις;”
Πραξ. 8,31 ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ.
Πραξ. 8,31 Εκείνος δε είπε· “δεν τα καταλαβαίνω· διότι πως είναι δυνατόν να τα εννοήσω, εάν κάποιος δεν με οδηγήση;” Και παρεκάλεσε τον Φιλιππον να ανεβή εις την άμαξαν και να καθίση μαζή του.
Πραξ. 8,32 ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ.
Πραξ. 8,32 Το δε χωρίον της Γραφής, που εδιάβαζε, ήτο αυτό· “Σαν πρόβατον ωδηγήθηκε εις την σφαγήν· και σαν αρνί, που μένει άφωνον εμπρός εις αυτόν που το κουρεύει, έτσι και αυτός δεν ανοίγει το στόμα του.
Πραξ. 8,33 ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ.
Πραξ. 8,33 Εις την βαθείαν ταπείνωσίν του, εις την οποίαν υπεβλήθη, του ηρνήθησαν την δικαίαν του κρίσιν και το δίκαιόν του και όμως επέτυχε το έργον του, την σωτηρίαν των ανθρώπων· αυτό δε το πλήθος των πνευματικών του απογόνων, που έχει αναγεννήσει εις σωτηρίαν, ποιός ημπορεί να διηγηθή; Διότι του αφήρεσαν με βίαιον θάνατον την ζωήν του από την γην· εδοξάσθη όμως κατόπιν”.
Πραξ. 8,34 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός;
Πραξ. 8,34 Ελαβε τότε τον λόγον ο ευνούχος και είπε στον Φιλιππον· “σε παρακαλώ πολύ, δια ποίον ο προφήτης λέγει αυτό; Δια τον εαυτόν του η δια κανένα άλλον;”
Πραξ. 8,35 ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν Ἰησοῦν.
Πραξ. 8,35 Ηνοιξε τότε το στόμα του ο Φιλιππος, και αφού ήρχισε από το χωρίον αυτό της Γραφής, εκήρυξε εις αυτόν το χαρμόσυνον μήνυμα δια τον Ιησούν και την σωτηρίαν, που εκείνος προσφέρει στους πιστούς.
Πραξ. 8,36 ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι;
Πραξ. 8,36 Καθώς δε επροχωρούσαν στον δρόμον, έφθασαν κάπου εκεί, που υπήρχε ύδωρ, και είπε τότε ο ευνούχος· “ιδού, υπάρχει εδώ νερό· τι με εμποδίζει να βαπτισθώ;”
Πραξ. 8,37 εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Πραξ. 8,37 Είπε δε ο Φιλιππος· “Εάν πιστεύης με όλην σου την καρδιά, έχστο δικαίωμα να βαπτισθής”. Απεκρίθη δε και είπε· “πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού”.
Πραξ. 8,38 καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν.
Πραξ. 8,38 Και διέταξς αμέσως να σταθή η άμαξα· κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, και ο Φιλιππος και ο ευνούχος. Και ο Φιλιππος τον εβάπτισε.
Πραξ. 8,39 ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.
Πραξ. 8,39 Αμέσως δε μόλις ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου ήρπασε τον Φιλιππον και δεν τον ξαναείδε πλέον ο ευνούχος, ο οποίος και συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαράν.
Πραξ. 8,40 Φίλιππος δὲ εὑρέθη εἰς Ἄζωτον, καὶ διερχόμενος εὐηγγελίζετο τὰς πόλεις πάσας ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Καισάρειαν.
Πραξ. 8,40 Ο δε Φιλιππος ευρέθηκε, χωρίς να το καταλάβη πως, εις την Αζωτον· και καθώς επερνούσε από τα διάφορα μέρη, εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις όλας τας πόλεις, έως ότου ήλθεν εις την Καισάρειαν.
Αν θέλεις εύνοια Θεού να ʽχεις και ευλογία
Αφιερώσου ολόκαρδα, κάνʼ το με προθυμία.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Καινή Διαθήκη, New Testament”